Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐξ Ἀκαρνανίας







Ο Άγιος Βλάσιος ήταν ηγούμενος - επίσκοπος στην Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου που βρίσκονταν στην περιοχή των Σκλαβαίνων - Παλαίρου Αιτωλ/νίας . Βρήκε μαρτυρικό θάνατο από Αγαρηνούς πειρατές μαζί με πέντε συμμοναστές του και πλήθος χριστιανών λαϊκών αντρών γυναικών και παιδιών που αποτελούσαν ποίμνιο του , για την πίστη τους στο Χριστό. 
Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1006 ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς πειρατὲς μαζὶ μὲ πέντε συμμοναστές του. 
Τὸ μαρτύριό του φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος σὲ πολλοὺς εὐσεβεῖς ἱερεῖς καὶ Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς.
Τον αποκεφάλισαν αφού προηγουμένως κάρφωσαν αργά στο σώμα του πέντε καρφιά , τα οποία και ανευρέθησαν κατά την ανακομιδή των λειψάνων του. 
Στην συνέχεια οι δήμιοι του προσπάθησαν να κάψουν το σώμα του αλλά αυτό δεν κάηκε.
 Οι διασωθέντες έθαψαν τον Άγιο Βλάσιο χωριστά από τους πέντε συμμαρτυρίσαντες συνασκητές του , τους οποίους ενταφίασαν μαζί σε κοινό τάφο. 
Το μαρτύριο τους έλαβε χώρα την 19η Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή. 
Το μαρτύριο του Αγίου Βλασίου και των συν αυτώ, τα σκέπασε η λήθη του χρόνου για εννιακόσια και πλέον χρόνια . ο Τριαδικός Θεός, ευδόκησε ώστε με θαυμαστότατο τρόπο να φανερωθεί ο χαριτόβρυτος τάφος του και το μαρτύριο του, κατά το έτος 1923 .

 Από τότε και μέχρι σήμερα , αμέτρητα είναι τα θαύματα και οι εμφανίσεις του Αγίου Βλασίου ανά την οικουμένη και ειδικότερα τους εσχάτους χρόνους.

ΜΕΓΑ ΘΑΥΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. ΔΙΗΓΗΤΑΙ ΙΕΡΕΑΣ ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟ ΘΩΜΑ ΤΣΟΝΑΚΑ.

Ο ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ-Ο Πατήρ


Οι Καππαδόκες κατωχύρωσαν την ορθόδοξη άποψι σχετικά προς το θέμα των ενδοτριαδικών σχέσεων με την εισαγωγή του όρου «αίτιο» σε αναφορά μόνο προς τον Πατέρα. Ο Πατήρ είναι αρχή της ενότητος στην Τριάδα, πηγή των τριαδικών σχέσεων από την οποία λαμβάνουν τον διακεκριμένο χαρακτήρα τους οι υποστάσεις. Και οι τρεις έχουν μία φύσι, την θεία, τον ίδιο τον Θεό, ενωτικός παράγων τους όμως είναι ο Πατήρ από τον οποίο και προς τον οποίο βαδίζει η διάταξις των προσώπων. Παρά την τριαδικότητα παραμένει στον Θεό πάντοτε ένα στοιχείο μοναρχίας τόσο ισχυρό, ώστε κατά την ασυνείδητη αναφορά σ’ αυτόν, όταν ακούωμε την λέξι Θεός, εννοούμε τον Πατέρα. Χωρίς να είναι μοναρχιανός, ο Ειρηναίος χαρακτηρίζει τον Υιό και το Πνεύμα σαν δύο χέρια του Θεού. Η μοναρχία του Πατρός διατηρεί την ισορροπία μεταξύ φύσεως και υποστάσεως, μολονότι η πατρική ιδιότης δεν είναι κοινό αλλά υποστατικό ιδίωμα. Γι' αυτό ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης χρησιμοποιεί για τον Πατέρα την έκφρασι «θεογόνος μονώτατος». Κατά το Γρηγόριο Παλαμά η Τριάς είναι «η μόνη μοναρχικωτάτη Τριάς», όχι μόνο διότι μόνη αυτή άρχει του παντός, αλλά και διότι περικλείει μέσα της μία μοναδική «υπεράρχιον αρχήν, την μόνην αναίτιον μονάδα», από την οποία προέρχονται και στην οποία ανάγονται αχρόνως και αναιτίως ο Υιός και το Πνεύμα. Το παν ξεκινά από τον Πατέρα και καταλήγει στον Πατέρα. Με αυτήν την άποψι τονίζεται γενικά η ανάγκη να περιορισθή το αίτιο σε ένα, διότι αν εθεωρώνταν ως αρχή και ο Υιός, αυτός θα ήταν δευτέρα αρχή, και στην συνέχεια το Πνεύμα θα ήταν τρίτη, πράγμα εκθεμελιωτικό των βάσεων της μονοθεΐας.

Η πρωτοθεσία του Πατρός στην θεότητα δεν έχει έννοια χρονική ή ποσοτική ή δυναμική, αφού, όπως είδαμε, δεν υφίσταται υποβάθμισις στα πρόσωπα, αλλά πρόκειται περί πρωτοθεσίας αιτίου και αυτό είναι θέμα ενδοτριαδικών σχέσεων. Έτσι τα ονόματα υπεράρχιος αρχή, πηγή της θεότητος, θεογόνος θεότης, πηγαία θεότης, τα οποία ιδιαιτέρως φροντίζει ο Γρηγόριος Παλαμάς, δεν χρησιμοποιούνται για να εξάρουν το πρόσωπο του Πατρός σε βάρος των άλλων τριαδικών προσώπων, αλλά για να δείξουν τις ενδοτριαδικές σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα. Εκείνο που διαστέλλει αιωνίως τον Πατέρα από τις άλλες υποστάσεις είναι η αγεννησία. Οι άκροι Αρειανοί, και κυρίως οι Ανόμοιοι, θέλησαν να ταυτίσουν την αγεννησία με την ουσία ή την υπόστασι της θεότητος, χωρίς να πείσουν κανένα. Τόσο η αγεννησία όσο και οι ιδιότητες των άλλων υποστάσεων, του Υιού και του Πνεύματος, δηλαδή το γεννητό και το εκπορευτό, δεν είναι στοιχεία της ουσίας και της φύσεως των υποστάσεων, αλλ' απλώς ιδιότητες «περί την φύσιν», όπως θα έλεγε ο Γρηγόριος Παλαμάς. Είναι δηλαδή τρόποι της φύσεως ή της υπάρξεως.

Υπό την έννοια αυτή ο Πατήρ πέρα από την ιδιότητα της γεννητικότητος και εκπορευτικότητος, που είναι υποστατικές λειτουργίες, συγκεντρώνει στον εαυτό του και την αιτία των πάντων. Αυτός είναι ο κατ' εξοχήν πατήρ και ποιητής των πάντων, όπως βεβαιώνεται στα σύμβολα της Εκκλησίας. Η διαφορά όμως στον χαρακτήρα της αιτίας είναι ουσιώδης, διότι στα κτίσματα η αιτία είναι ποιητική, ενώ στις υποστάσεις είναι αρκτική. Ο Υιός και το Πνεύμα, προερχόμενα αϊδίως από τον Πατέρα, δεν είναι ποιήματα, αλλά μέτοχοι της θείας ουσίας. Πάντως, αν ο Πατήρ παραμένη η μοναδική αιτία στις ενδοτριαδικές σχέσεις, οι δύο υποστάσεις δεν πρέπει να εκληφθοϋν ως ακτίνες ενός μοναδικού ηλίου, αλλά ως δύο νέοι ήλιοι.
Παναγιώτης Χρήστου "«Το Μυστήριο του Θεού» Εκδ. ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 1991"
πηγή

Πώς δικαιολογούνται οι πέντες άνδρες της Σαμαρείτιδας και ο έκτος που δεν ήταν άνδρας της;


          
         
          «Και η γυναίκα η Σαμαρείτιδα και εκείνη που πήρε τους εφτά αδελφούς ως άνδρες της, σύμφωνα με τους Σαδδουκαίους, και η αιμορρούσα, και εκείνη που έσκυβε στη γη, και η κόρη του Ιαείρου, και η Συροφοινίκισσα δηλωνουν και την ανθρώπινη φύση στο σύνολο της και την ψυχή του κάθε επί μέρους ανθρώπου και κάθε μια σημαίνει, σύμφωνα με τη διάθεση που υπόκειται στο πάθος, τόσο τη φύση όσο και την ψυχή. Για παράδειγμα· η γυναίκα των Σαδδουκαίων είναι η φύση ή η ψυχή, που συνοίκησε βέβαια άγονα με όλους τους Θείους νόμους που δόθηκαν από τους αιώνες, δεν αποδέχεται όμως την προσδοκία των μελλοντικών. Η αιμορρούσα επίσης είναι η φύση και η ψυχή, που με τα πάθη αφήνει να της γλιστρήσει πρός την ύλη η δύναμη που της δόθηκε για τη δημιουργία έργων και λόγων δικαιοσύνης. Η Συροφοινίκισσα είναι η ίδια φύση και ψυχή του κάθε ανθρώπου, που έχει κόρη της τη διάνοια αιμοραγεί ασταμάτητα εξαιτίας της αγάπης πρός την ύλη. Η κόρη του Ιαείρου είναι επίσης η σύμφωνα με το νόμο φύση και ψυχή, που έχει τέλεια νενεκρωθεί από το να μην πράττει τις νομικές εντολές και να μην εκτελεί τα Θεία προστάγματα. Η συγκύπτουσα γυναίκα είναι η φύση και η ψυχή που με την απάτη του διαβόλου έστρεψε πρός την ύλη όλη τη σχετική με την πράξη νοερή δύναμη. Η Σαμαρείτιδα, όμοια με τις προηγούμενες γυναίκες, σημαίνει τη φύση ή την ψυχή του καθενός, που χωρίς το προφητικό χάρισμα συμβίωσε, σαν με άνδρες, με όλους τους νόμους που δόθηκαν στη φύση μας, από τους οποίους οι πέντε είχαν προηγηθεί, ενώ ο έκτος, αν και ήταν παρών, αλλά όμως αυτός δεν ήταν άνδρας της φύσης ή της ψυχής, με το το να μή γεννά από αυτήν τη δικαιοσύνη που σώζει στον αιώνα.

          Έλαβε λοιπόν η φύση ως άνδρα τον πρώτο νόμο, το νόμο στον παράδεισο· δεύτερο νόμο τον νόμο μετά τον παράδεισο· τρίτο το νόμο κατά τον κατακλυσμό του Νώε· τέταρτο το νόμο της περιτομής επί του Αβραάμ· πέμπτο το νόμο της προσφοράς του Ισαάκ. Αυτούς όλους τους έλαβε η φύση και τους απέρριψε εξαιτίας της ακαρπίας της στα έργα της αρετής. Έκτο είχε το νόμο μέσω του Μωϋσή που ήταν σαν να μην τον είχε ή επειδή δεν εκτελούσε τις πράξεις δικαιοσύνης που εκείνος όριζε ή επειδή επρόκειτο αυτή να μεταβεί σε άλλο νόμο ως άνδρα, δηλαδή το ευαγγέλιο, γιατί ο νόμος δεν είχε δοθεί στους ανθρώπους αιώνια, αλλά κατά οικονομία που παιδαγωγούσε προς το μεγαλύτερο και μυστικότερο. Μ'αυτή την έννοια νομίζω είπε ο Κύριος στη Σαμαρείτιδα «και νυν ον έχεις ουκ έστι σός». Γιατί γνώριζε ότι ο άνθρωπος θα μεταφερόταν στο Ευαγγέλιο. Γι'αυτό και γύρω στην έκτη ώρα, όταν κατ'έξοχή περιλάμπεται η ψυχή από παντού από τις ακτίνες της γνώσης εξαιτίας της παρουσίας σ'αυτήν του Λόγου, κι ενώ είχε φύγει η σκιά του νόμου, συνομιλούσε την ώρα αυτή μαζί της, και κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ, στέκοντας δηλαδή κοντά στην πηγή μαζί με το Λόγο των θεωρημάτων της Γραφής. Αυτά ας λεχθούν πρός το παρόν και για το θέμα αυτό».


Μάξιμος ο Ομολογητής, ΕΠΕ Φ 14Β, 263-267

Η Απιστία του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου



Η Απιστία
ΓΕΝΙΚΑ: Απιστία, είναι η έλλειψη πίστης στο Θεό και στις βασικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Αυτή διακρίνεται από τη δυσπιστία ή ολιγοπιστία, όχι στην ουσία αλλά στο βαθμό απιστίας. Η απιστία ή η ολιγοπιστία έχει επιπτώσεις στις κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις του ανθρώπου και στον ηθικό βίο του. Αυτό ισχύει και αντίστροφα: ο τρόπος ζωής και τα βιώματa ενός ανθρώπου μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην όλη προσωπικότητα, τη θρησκευτικότητα ή στο βαθμό της πίστης του. Τα αίτια της απιστίας είναι ποικίλα. Σε κάποιους το συναίσθημα της εξάρτησης από κάποια ανώτερη μεταφυσική δύναμη είναι χαλαρό και έτσι ρέπουν προς την απιστία. Σε άλλους πάλι αιτία της απιστίας μπορεί να είναι η χαλαρότητα των συναισθημάτων ενοχής ή αμαρτωλότητας. Μάλιστα για πολλoύς θρησκειολόγους αυτό το συναίσθημα αποτελεί τη βάση της θρησκευτικότητας. Όμως, για πολλούς, κύριος λόγος απιστίας είναι η έλλειψη ηθικής συνείδησης και η ροπή προς την αμαρτία.

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ “ΠΤΩΣΗ” ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ: Ο Θεός, κατά τη δημιουργία, δεν έδωσε την απόλυτη ευτυχία, στον κατ' εικόναν Του πλάσμα, αφ’ ενός για να μην υπερηφανευθεί για τα πολλά χαρίσματά του και χάσει εντελώς την θεία αγάπη και αφ’ ετέρου για να παρακινηθεί από την επιθυμία του τελειοτάτου αγαθού, επιδιώκοντας όλο και περισσότερο να το αποκτήσει.
 “Αν είχε ο άνθρωπος πίστη σταθερή, θα χαιρόταν και την διαρκή ευτυχία, επειδή η πίστη γεννάει το μυαλό, όπως το λέγει σαφώς το σοφό ρητό της Αγίας Γραφής: «Εάν μή πιστεύσητε, ουδέ μή συνιήτε.” (Άγιος Μάξιμος Γραικός). Επομένως αιτία της Πτώσης υπήρξε η ατέλεια πίστης και αγάπης προς το Δημιουργό. Ο διάβολος, αφού υπέταξε την ανθρωπότητα, κατάφερε να μας απομακρύνει από την πίστη και την αγάπη προς τον Δημιουργό μας. Γράφει ο Άγιος Μαξιμος ο Γραικός: “Ο πονηρός κατάφερε, αντί να λατρεύουμε τον μόνο άκτιστο και άναρχο Θεό, την ουσία σε τρεις υποστάσεις, να καθιερώσει την λατρεία πλήθους ψεύτικων θεών. Έτσι βρήκε τρόπους να διαφθείρει όσους τον ακούν: προσπαθεί να παρουσιάσει ως υπαίτιο κάθε κακού τον δημιουργό (...), απομακρύνει από τον εαυτό του την κατηγορία ότι είναι ο μόνος αίτιος κάθε κακού” Έτσι συνεχίζει ο ίδιος Άγιος Πατέρας “ο άνθρωπος, αφού ξέχασε την Χάρη, την ιερή αγάπη, την αλήθεια, (...) την πραότητα, την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, ταυτίζει τηνορθή πίστη του μόνο με το να μην τρώει ορισμένα φαγητά και με το να ακούει την Αγία Γραφή. Έχουν τυφλωθεί τα μάτια της ψυχής του”.
ΑΙΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ Α. ΓΡΑΦΗ: Η απιστία προέρχεται από την ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου που αιχμαλωτίζεται ματαιοδοξώντας στα εφήμερα πράγματα του παρόντος αιώνος (Άγιος Εφραίμ Σύρος). Μπορεί να οφείλεται στην ασεβή καρδιά του (Εβρ.γ΄12), στην σκληροκαρδία του (Μάρκ. ιστ΄ 14), εξ αιτίας της απομάκρυνσης από την αλήθεια (Ιωάν. η΄ 44-46), του σκοτισμού του (Ιωάν. ιβ΄ 39- 40, Β' Κοριν. δ΄4), καθώς επίσης και εξ αιτίας της ανθρωπινής δόξης (Ιωάν. ε΄14). Η απιστία είναι ένα ελεύθερο έργο του ανθρώπου με το οποίο δεν θέλει να πιστέψει στον Θεό (Ιωάν. ιθ΄ 9-10), στις υποσχέσεις Του και στα θαύματα του (Ιωάν. ιβ΄37, Ψαλμ. οζ΄36).
Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ: Συχνά η απιστία εμφανίζεται στην εφηβία. Αυτή οφείλεται στο οικογενειακό περιβάλλον, όταν, δηλαδή, οι γονείς, κυρίως η μητέρα, είναι θρησκευτικώς αδιάφοροι ή τυπικοί στην θρησκευτική ανατροφή των παιδιών τους. Γράφει ο γέρων Σοφρώνιος του Έσσεξ: “το θέμα αυτό είναι πρωτίστως έργο των γονέων. Αν οι γονείς φέρονται προς την πράξη της γεννήσεως του νέου άνθρωπου με τη συνείδηση ότι το γεννώμενο βρέφος μπορεί να είναι αληθινά «υιός άνθρωπου» κατ’ εικόνα του Υιού του Ανθρώπου, δηλαδή του Χριστού, τότε προετοιμάζονται για την πράξη αυτή όχι όπως συνήθως γίνεται αυτό. Οι γυναίκες της εποχής μας έχασαν την υψηλή αυτή συνείδηση, άρχισαν να γεννούν προπαντός κατά σάρκα. Τα παιδιά μας έγιναν ανίκανα για την πίστη, αδυνατώντας να πιστέψουν ότι είναι εικόνα του Αιωνίου Θεού.” Για να καταλήξει ο σοφός Άγιος: “Αν οι πατέρες και οι μητέρες γεννούν παιδιά συναισθανόμενοι την άκρα σπουδαιότητα του έργου αυτού, τότε τα παιδιά τους θα γεμίζουν από Πνεύμα Άγιο, ήδη από την κοιλιά της μητέρας και η πίστη στον Θεό, τον Δημιουργό των απάντων, ως προς τον Πατέρα τους, θα γίνει γι’ αυτά φυσική, και καμία επιστήμη δεν θα μπορέσει να κλονίσει την πίστη αυτή, γιατί «το γεννώμενον εκ Πνεύματος πνεύμα έστιν». Η ύπαρξη λοιπόν του Θεού και η εγγύτητά του σε μας είναι για μια τέτοια ψυχή οφθαλμοφανές γεγονός.” Στην ίδια ηλικία η εμφανιζόμενη απιστία μπορεί να οφείλεται στο κοινωνικό περιβάλλον του εφήβου (συναναστροφές, φίλοι), συχνότερα όμως από την ανάγνωση αντιθρησκευτικών ή άλλων ηθικώς επιβλαβών βιβλίων, την παρακολούθηση ασέμνων θεαμάτων,κ.ά.
ΤΟ “ΤΥΧΑΙΟ”: Συχνά η απιστία μπορεί να εμφανισθεί από τυχαία γεγονότα της ζωής μας, όπως η απώλεια περιουσίας, ο θάνατος, ιδιαίτερα ο άωρος, προσφιλούς προσώπου. Συχνά όμως τέτοια γεγονότα έχουν και θετικό αντίκτυπο στην πίστη. Ιδιαίτερα θέματα υγείας ή απειλούμενος θάνατος προσφιλούς, φέρνουν πλησιέστερα στο Θεό άτομα που μέχρι τότε ήταν θρησκευτικά αδιάφορα.
Η “ΛΟΓΙΚΗ”: Υπάρχει και η απιστία που οφείλεται στον ορθολογισμό ή την ψυχρή λογική. Αυτό αποτελεί φαινόμενο των τελευταίων αιώνων και παρατηρείται συνηθέστερα στην τάξη των επιστημόνων και κάποιων “διανοούμενων”. Σ' αυτές τις περιπτώσεις καλύτερος όρος περιγραφής της κατάστασή τους είναι η “αθεϊα”. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, οι άνθρωποι υπερτιμώντας της δυνατότητες του ανθρώπινου ορθού λόγου, επιζητούν να υποβληθούν τα πάντα στον έλεγχο των αισθήσεων ή της νόησης. Πρωτοπαρουσιάστηκε από ανθρώπους των γραμμάτων και των επιστημών την περίοδο του λεγόμενου “Διαφωτισμού”. Επειδή οι χριστιανικές αλήθειες, που πηγάζουν από τη θεία αποκάλυψη, υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του επιστητού, απορρίπτονται apriori απ' αυτούς. Σήμερα ο άπιστος αρνείται οτιδήποτε υπερβαίνει την ανθρώπινη κατανόηση, αποδεχόμενος μόνο την παρατήρηση και τον ορθό λόγο.
Όμως αυτή η άρνηση είναι μια μορφή στουθοκαμηλισμού, διότι η ανθρώπινη διάνοια έχει, από τη μια μεριά, περιορισμένες δυνατότητες, και από την άλλη η ίδια διάνοια δεν μπορεί μέσω της επιστήμης, την οποίαν ο άνθρωπος έχει ουσιαστικώς θεοποιήσει, να κατασκευάσει αποδείξεις που να στρέφοντα κατά των δογμάτων της χριστιανικής πίστης. Απόδειξη περί τούτου είναι ότι πλήθος επιστημόνων εξακολουθούν να έχουν πίστη, χωρίς να υποτιμάται από κανέναν η μεγάλη τους επιστημονική αξία. Η μεγαλύτερη όμως αστοχία στις ήμερες μας έγκειται στο ότι οι άνθρωποι βυθίστηκαν στην απόγνωση και δεν πιστεύουν πια στην Ανάσταση. Ο ανθρώπινος θάνατος εκλαμβάνεται ως τελειωτικός θάνατος, ως εκμηδένιση, ενώ είναι στιγμή αλλαγής της μορφής της υπάρξεώς μας, ως ημέρα γεννήσεώς μας στην ανώτερη ζωή, στο πλήρωμα της ζωής που ανήκει στο Θεό. Το Ευαγγέλιο λέει: «Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον ο δε απειθών τω Υιώ ουκ όψεται ζωήν» (Ιωάν. γ΄36). Δεν είναι άραγε η νέα απιστία συνέπεια της ευρύτερης μορφώσεως, όταν αυτό που λέει η Γραφή γίνεται στα μάτια του “μορφωμένου” μύθος, και όνειρο;
ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ: Η πίστη ελαττώθηκε ακόμη λόγω της αποξένωσης των Χριστιανών από την Εκκλησία και της έλλειψης ενάρετων ποιμένων. Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την Εκκλησία πέφτοντας στις αιρέσεις από την έλλειψη γνώσεως του λόγου του Θεού, της Ιεράς Παραδόσεως και της διδασκαλίας των Πατέρων, από την απάτη του διαβόλου, που ξεγελά πολλούς με πάθη, όπως υπερηφάνεια, η οποία δημιούργησε τις περισσότερες αιρέσεις και σχίσματα στην ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας, από την μέθη, την ακολασία, το διαζύγιο, τις εκτρώσεις, κ.λ.π.
Ακόμη “ψυχράνθηκε” η πίστη αρκετών από την έλλειψη πολλών αφοσιωμένων λειτουργών με υποδειγματική ζωή στην Εκκλησία του Χριστού, από την έλλειψη πνευματικής εμπειρίας, πραότητας, επιμονής, κ.λ.π. Ο πολλαπλασιασμός αιρέσεων και ψευδοπροφητών, ιδιαίτερα στον παρόντα καιρό, είναι και ένα αποκαλυπτικό σημείο των εσχάτων. Αυτήν την αλήθεια μας την φανερώνει ο ίδιος ο Κύριος, που διηγούμενος για την Δευτέρα Παρουσία Του στην γη, λέγει τα εξής: "Και πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται και πλανήσουσι πολλούς.. .".
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ: Η απιστία αποτελεί πραγματική κακοδαιμονία για τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος, στερούμενος ελπίδας και εμπιστοσύνης στον Θεό είναι σαν ακυβέρνητο πλοίο που παρασύρεται από τα κύματα της ζωής, τις θλίψεις και τις συμφορές του βίου. Δεν βρίσκει πουθενά παρηγορία, συχνά χάνει το θάρρος του, βιώνει την κατάθλιψη, άγχεται ή οδηγείται στην αυτοκτονία. Έτσι η απιστία έχει πάντα θλιβερά αποτελέσματα στην ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή.
ΕΠΑΝΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ: Ο ρόλος της Εκκλησίας, στους δύσκολους καιρούς που βιώνουμε ως έθνος και ποίμνιο, είναι το πώς να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι αληθινά τέκνα του αιωνίου Πατρός, πώς να δείξει στον κόσμο τη δυνατότητα μιας άλλης ζωής, όμοιας προς τη ζωή του ιδίου του Χριστού, ή των αγίων. “Η Εκκλησία οφείλει να φέρει στον κόσμο όχι μόνο την πίστη στην ανάσταση, αλλά και τη βεβαιότητα γι’ αυτήν. Τότε περιττεύει η απαίτηση για οποιεσδήποτε άλλες ηθικιστικές διδασκαλίες.” (π. Σοφρώνιος Έσσεξ). Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε τι λέει ο λόγος του Θεού στους “χλιαρούς” ποιμένες. Στον επίσκοπο Λαοδικείας: “Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός. (...) μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου” (!) (Αποκ.γ΄16) και στον επίσκοπο Σάρδεων: “εάν ουν μη γρηγορήσης, ήξω επί σε ως κλέπτης” (Αποκ. γ΄3). Ο λόγος της Εκκλησίας, που οφείλει να επανευαγγελίσει το λαό πρέπει να οδηγεί στην ενδυνάμωση της πίστης ως δώρο Θεού (Εφεσ. Β΄8, Β' Πέτρου α΄1), έργο Θεού (Πράξ. ια΄21 Α' Κοριν. β΄5, Α' Τιμ. α΄ 14), δώρο του Αγίου Πνεύματος (Α' Κορ.ιβ΄9, Γαλ. ε΄22) και ότι εξαρτάται από την θέληση του ανθρώπου (Μάρκ. ε΄34 Λουκ. ιη΄42). Άλλωστε η πίστη αυξάνεται και αναπτύσσεται με την θέληση του ανθρώπου, είναι «συνεργασία και συνέργεια αυτού με τον Θεό». Κατά τον Πατερικό Λόγο τα μέσα με τα οποία μπορεί να βοηθηθεί ο άπιστος στην προσέγγισή του με το Θεό είναι το κήρυγμα, η ανάγνωση των Αγίων Γραφών, τα θαύματα του Θεού και η θεωρία των κτισμάτων του Θεού, άλλωστε: «Ολόκληρη η δημιουργία του Θεού είναι σχολή των πνευματικών λόγων (των σκοπών της υπάρξεως των) και τόπος διδασκαλίας της γνώσεως του Θεού. Από τα ορώμενα και αισθητά αναγόμεθα με τον νου μας στην θεωρία των αοράτων» (Μ. Βασίλειος). Κυριότερο όμως μέσο με το οποίο πείθεται κάποιος να πιστέψει στον Θεό είναι το κήρυγμα της υποδειγματικής ζωής, το προσωπικό παράδειγμα, δηλαδή η κατά Χριστόν ζωή, που θα είναι απόδειξη με έργα αυτών τα όποια θα διδάξει η Εκκλησία και τότε δικαίως οι Ποιμένες θα ακούσουν: “ιδού δέδωκα ενώπιόν σουθύραν ανεωγμένην ην ουδείς δύναται κλείσαι αυτήν (...) ότι ετήρησάς μου τον λόγον και ουκ ηρνήσω το όνομά μου” (Αποκ. Γ΄8)..
Βιβλιογραφία: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.
Αρχιμ. Σωφρονίου, Έσσεξ «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου,

Τα άγρια θηρία των παθών !



Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Πόσο επιπόλαιος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που βλέπει το σπίτι του ετοιμόρροπο και, αντί να το επισκευάσει και να το στηρίξει, περιποιείται την αυλή του! πόσο ασύνετος είναι κι εκείνος που έχει το σώμα του άρρωστο και, αντί να φροντίσει για τη θεραπεία του, κάθεται και του φτιάχνει πολυτελή ενδύματα!

Κάτι τέτοιο κάνουμε κι εμείς με την ψυχή μας. Ενώ έχει εξαχρειωθεί από τα πάθη, ενώ βασανίζεται από την οργή, την κενοδοξία, τις αισχρές επιθυμίες και τόσες άλλες κακίες, δεν φροντίζουμε για τη θεραπεία της. Αλλά για τι φροντίζουμε; Για την καλοπέραση και το στολισμό του σώματος.

Αν μία αρκούδα ξεφύγει από το θηριοτροφείο και αρχίσει να γυρίζει ελεύθερη στην πόλη, θα κλειστούμε στα σπίτια μας, για να μην πέσουμε πάνω σ’ αυτό το θηρίο, που θα μας σπαράξει με τα νύχια του. Και τώρα, που η ψυχή μας σπαράζεται όχι από ένα μόνο θηρίο, μα από πολλά, ούτε που μας νοιάζει.

Τα θηρία, για την ασφάλεια των πολιτών, τα κλείνουμε σε σιδερένια κλουβιά και τα φυλάμε σε μέρη απόκεντρα, μακριά από τη Βουλή, το Δικαστήριο ή το Παλάτι. Στην ψυχή μας, όμως, όπου υπάρχει κάποια άλλη βουλή, κάποιο άλλο δικαστήριο και κάποιο άλλο παλάτι, αφήνουμε τα νοητά θηρία των παθών ν’ ανεβαίνουν ως τον βασιλικό θρόνο, δηλαδή το νου, και να τον αναστατώνουν με τις κραυγές τους.

Τα πάθη είναι οι αιτίες της ταραχής στον εσωτερικό μας κόσμο. Τα πάθη κάνουν την ψυχή μας να μοιάζει με πόλη που αντιμετωπίζει βαρβαρική επιδρομή. Τα πάθη φέρνουν στο νου και στους λογισμού μας σύγχυση, όπως συμβαίνει όταν ένα φίδι μπαίνει σε φωλιά με νεογέννητα πουλάκια, και αυτά πεταρίζουν εδώ και εκεί τιτιβίζοντας με τρόμο.

Γι’ αυτό σας παρακαλώ, ας δέσουμε τα θηρία ή μάλλον ας τα πνίξουμε, ας τα σφάξουμε, ας τα θανατώσουμε. Κάθε κακία που βρίσκεται μέσα μας, ας την εξοντώσουμε με την μάχαιρα του Πνεύματος .

Τα θηρία, όταν είναι καλοθρεμμένα και δυνατά, δεν μπορούν να νικηθούν. Όταν όμως πεινάσουν και αδυνατίσουν, καταπέφτει η αγριάδα τους και μειώνεται η δύναμή τους. 

Τότε μπορεί να τα βάλει κανείς μαζί τους και να τα εξουδετερώσει εύκολα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πάθη. Όποιος τα αδυνατίζει, τα υποτάσσει στο λογικό. Όποιος, απεναντίας, τα καλοτρέφει, δύσκολα μπορεί να τα βάλει μαζί τους. Έτσι φτάνει να νικιέται απ' αυτά και να καταντάει δούλος τους.


από το βιβλίο: "Θέματα ζωής".
εκδόσεις:Ιερά Μονή Παρακλήτου

Η Εκκλησία και ο Απελευθερωτικός Αγώνας




Η προς την ελευθερίαν ορμή του γένους ήτο τοιαύτη, ώστε δεν ηδύνατο η Εκκλησία να μείνει αμέτοχος του απελευθερωτικού αγώνος. Οι κληρικοί ως μέλη της «Φιλικῆς Ἑταιρείας»  ειργάσθησαν μετά πολλής δραστηριότητος. Απλούc ιερεύς ο παπά Γεώργιος, εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει εντός δύο μόνον μηνών του 1817 εμύησε 15.000 άτομα εις την «Φιλικὴν Ἑταιρίαν».. Ουδείς των επισήμων αρχιερέων, της ΙΙελοποννήσου ιδίως, έμεινεν αμύητος. Μέλος αυτής υπήρξε και ο εκ Πάτμου καταγόμενος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, ο δε Γερμανός Ε΄ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το γ΄ προσκληθείς εις τον πατριαρχικόν θρόνον τη 14 Δεκεμβρίου 1818 ευρέθη εν μέσω επαναστατικού οργασμού. ΙΙροσωπικώς ο μέγας εθνάρχης εφρόνει ότι η επανάστασις ήτο πρόωρος, την γνώμην δε ταύτην ησπάζοντο ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Αδαμάντιος Κοραής. Αλλά απέβη ανεπίσχετος η ορμή προς τον απελευθερωτικόν αγώνα. Η επικειμένη επανάστασις δεν ήτο στάσις κατά νομίμου αρχής, ούτε ρήξις ηθικώς επιβεβλημένης υποταγής εις νόμιμον και δικαίαν εξουσίαν, αλλά ήτο πόλεμος του Ελληνικού Έθνους νόμιμος και ιερός κατά του ξένου κατακτητού, υπό την εξουσίαν του οποίου δεν ήτο δυνατόν να ζήσωσιν ελεύθεροι πολίται. Τούτου ένεκα η Εκκλησία επηυλόγησε τον αγώνα και συμμετέσχεν αυτού.
Η σημαία του απελευθερωτικού αγώνος επισήμως ηυλογήθη και ανεπετάσθη υπό του μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Γερμανού τη 29 Μαρτίου 1821 εν τη Ιστορική μονή της Αγίας Λαύρας, σύνθημα δε του αγώνος υπήρξε: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Ο αγών προσέλαβε θρησκευτικόν χαρακτήρα και δια τους Έλληνας, δια της συμμετοχής της Εκκλησίας και δια τους Τούρκους. Διότι ο σουλτάνος Μαχμούτ προσεκάλεσε τους «πιστούς», ίνα εξεγερθώσι κατά των απίστων προς διάσωσιν του κινδυνεύοντος ισλαμισμού, ηξίωσε δε παρά του Πατριάρχου Γρηγορίου ν’ αφορίσει τον αρχηγόν της επαναστάσεως, Αλέξανδρον Υψηλάντην. Ηπειλείτο γενική σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως υπό του εκφανατισθέντος τουρκικού όχλου, όθεν ο Πατριάρχης προς πρόληψιν της σφαγής, ηναγκάσθη να υποχωρήσει εις την τουρκικήν αξίωσιν. Τούτο όμως δεν ικανοποίησε τον σουλτάνον, όστις αγρίως εστράφη κατά των ιεραρχών και των κορυφών του έθνους. Τη 24 Μαρτίου 1821 εφυλακίσθη ο διαπρεπής μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, μέλος ων τότε της ιεράς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως. Αναρίθμητοι κληρικοί και λαϊκοί απηγχονίσθησαν ή εσφάγησαν εν Κωνσταντινουπόλει και εν ταις επαρχίαις. Εν Τριπόλει εφυλακίσθησαν οι περισσότεροι αρχιερείς της Πελοποννήσου μετ’ εξεχόντων προυχόντων, υποστάντες ανεκδιηγήτους ταλαιπωρίας. Κατά διαταγήν του Σουλτάνου εν Κωνσταντινουπόλει εφυλακίσθησαν τρεις έτι αρχιερείς: ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Τορνόβου Ιωαννίκιος, ζητηθέντες ως όμηροι παρά του πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄,  ον ο σουλτάνος κατέστησε προσωπικώς υπεύθυνον δια την ησυχίαν των Χριστιανών. Η συνοικία του Φαναρίου εν Κωνσταντινουπόλει, ένθα το πατριαρχείο, είχε μεταβληθεί εις σφαγείον ανθρώπων.
Ο πατριάρχης Γρηγόριος, ενώ ηδύνατο να φύγει εκ Κωνσταντινουπόλεως, απεφάσισε παρά τας επιμόνους περί φυγής προτροπάς, να μείνει, έτοιμος ων να θυσιασθεί χάριν του ποιμνίου του. Διότι η σφαγή του αναμφιβόλως έμελλε να χρησιμεύσει ως σύνθημα γενικής σφαγής. Την νύκτα του Πάσχα του 1821 (10 Απριλίου) ο πατριάρχης ετέλεσε το ύστατον την θείαν Λειτουργιαν εν τω πατριαρχικώ ναώ,  κατά διαταγήν δε του σουλτάνου συλληφθείς την πρωίαν, απηγχονίσθη μετά μεσημβρίαν εν τη πύλη του πατριαρχίου. Επί τρείς ημέρας έμεινε κρεμάμενον το λειψανόν του, ύστερον δε περιυβρισθέν υπό Τούρκων και Εβραίων ερρίρθη εις την θάλασσαν, αλλά υπό ελληνικού πλοίου εσώθη εις Ρωσίαν. Η αποτροπαία πράξις του απαγχονισμού του πατριάρχου, προσδούσα έτι μάλλον θρησκευτικόν χαρακτήρα εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, συνετέλεσεν εις την ενίσχυσιν των ηρώων αγωνιστών, οίτινες ωρκίσθησαν να εκδικηθώσι δια τον μαρτυρικόν θάνατον του πατριάρχου. Κατά την ημέραν εκείνην του Πάσχα απηγχονίσθησαν εν Κωνσταντινουπόλει οι 9 μητροπολίται Εφέσου Διονύσιος, Αγχιάλου Ευγένιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, όστις γέρων ων εξέπνευσε καθ’ οδόν. Οι δήμιοι εκρέμασαν από της αγχόνης το άπνουν λείψανον. Τη 3 Μαΐου απεκεφαλίσθη ο εκατοντούτης γέρων επίσκοπος Μαριουπόλεως, τη επαύριον οι μητροτολίται Δέρκων, Αδριανουπόλεως και Γορνόβου. Εν τω μεταξύ οο γενίτσαροι ορμήσαντες κατεπάτησαν το πατριαρχείον. Αι αυταί βιαιοπραγίαι διεπράττοντο και εν τας επαρχίας, εν Σμύρν, εν Αδριανουπόλει, ένθα τη 18 Απριλίου απηγχονίσθη ο πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουτόλεως Κύριλλος ζ΄ μετά 8 άλλων κληρικών και 0 λαϊκών. Εν Κύπρω τη  9 Ιουλίου απηγχονίσθησαν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός μετά των μητροπολιτών της Κύπρου και πλείστων προυχόντων Ελλήνων. Εν Κρήτη ωσαύρως εσφαγιάσθησαν  επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, εν Ιερουσαλήμ υπέστησαν οι Έλληνες μοναχοί μυρίας κακώσεις, ως και οι μοναχοί του Αγίου Όρους ’θω, οίτινες και δια των όπλων  μετέσχον της επαναστάσεως. Εν τη νέα Μονή της Χίου οι Τούρκοι κατέσφαξαν 200 μοναχούς, ολόκληρος δε η νήσος υπέστη απερίγραπτον πανωλεθρίαν. Μεταξύ των θυμάτων υπήρξε και ο μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης, απαγχονισθείς μετά των προυχόντων. Την αυτήν τύχην έσχεν η πόλις των Κυδωνιών. Ταυτοχρόνως εν τη κυρίως Ελλάδι, ήτις απέβη το ένδοξον πεδίον του μεγάλου απελευθερωτικού αγώνος, ο ελληνικός κλήρος ενίσχυσεν αυτόν δι’ ενεργού συμμετοχής. Διακρίθησαν δ’ εκ των επισκόπων εκτός του παλαιών Πατρών Γερμανού, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, ο Καρύστου Ν Νεόφυτος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ρέοντος και ΙΙραστού Διονύσιος, ο Γρηγόριος Κορώνης, απαγχονισθείς υπό των Τούρκων (14 Οκτωβρίου 18224) , ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Έλους ’νθιμος, εκ δε των λοιπών κληρικών ο Θεόφιλος Καΐρης, ο ’νθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και πλείστοι. Ο Ρογών Ιωσήφ προσήνεγκεν εαυτόν εις ολοκαύτωμα εν Μεσολογγίω. Τινές των επισκόπων προήδρευσαν των εθνοσυνελεύσεων και συμμετέσχον των αποπειρών προς συ)κρότησιν νομίμων διοικητικών αρχών ως υπουργοί, ως ο Ανδρούσης Ιωσήφ μινίστρος της Θρησκείας, είτα και της Δικαιοσύνης, ο Ιωνάς Δαμαλών, μινίστρος της Δικαιοσύνης. Αυτοπροσώπως παρέστη εν Ελλάδι ενισχύσας τον απελευθερωτικόν αγώνα και ο εκ Πάτμου πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος (1805 - 1825), παυθείς δια τούτο της θέσεώς του.
Η Εκκλησία και διασώσασα το έθνος επί τουρκοκρατίας και προπαρασκευάσασα την απελευθέρωσιν αυτού, έργω και λόγω συμμετέσχε και του ενδόξου απελευθερωτικού αγώνος. «Ποσάκις καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τὸ ἑλληνικὸν ἱερατεῖον ἔδωκε δείγματα ἡρωϊσμοῦ χριστιανικοῦ! Ποσάκις ἀφειδήσαντες ἑαυτῶν οἱ σεβάσμιοι τῆς Ἑκκλησίας ποιμένες ἔθεντο τὰς ψυχὰς ὑπὲρ τῶν προβάτων! Ποσάκις ἡ μειλίχιος τοῦ Εὐαγγελίου φωνὴ ἐνεθουσίασε κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως τοὺς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνιζομένους!», έγραφεν εν εγκυκλίω αυτού από 9 Μαΐου 1832 ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλόςως γραμματεύς (υπουργός) των Εκκλησιαστικών προς τον κλήρον, εις των τα μάλισταπεφωτισμένων Ελλήνων των ηρωικών εκείνων χρόνων. Αλλά πάγκοινος υπήρξεν η ομολογία και η βαθεία πάντων των Ελλήνων συναίσθησις ότι μεγίστη και ανεκτίμητος υπήρξεν η συμβολή της Εκκλησίας εις την απελευθέρωσιν του έθνους.

Η αφύπνιση της καρδιάς με τη μνήμη του θανάτου



Η αίσθηση, την οποία επιφέρει η χάρη της μνήμης του θανάτου, μπορεί να ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλη η ιστορία και τα γεγονότα του σύμπαντος να φαίνονται ως ονειρικός αντικατοπτρισμός και κακός εμπαιγμός του ανθρώπου, γιατί πουθενά δεν υπάρχει η αυθεντική ζωή, αντιθέτως, παντού βασιλεύει ο θάνατος. Στην ουσία όμως είναι ο άνθρωπος που φωτίζεται, ώστε να δει την πνευματική του κατάσταση, από την οποία απουσιάζει η ζώσα αιωνιότητα του Θεού. Πείθεται ότι με τον προσωπικά του θάνατο πεθαίνουν όλα όσα συνέλαβε ως τότε η συνείδησή του, ακόμη και ο Θεός. Ενώ πλάσθηκε για να ζήσει αιώνια με τον Δημιουργό του, τώρα βλέπει ανεκπλήρωτη την προαιώνια θεία Βουλή.
Η απειλή του θανάτου ως αιώνια λήθη και απόσβεση του φωτός της συνειδήσεως προξενεί στην ψυχή φρίκη, συντριβή και αφόρητο εσωτερικό μαρτύριο. Ξαφνικά ο άνθρωπος ξυπνά από τον παρατεταμένο λήθαργό του. Αισθάνεται την αιωνιότητα του Θεού να τον καλεί από παντού, αλλά δεν είναι ικανός να αντέξει κατά ...πρόσωπο την παρουσία της ούτε διαθέτει κατάλληλο χώρο, για να την προσλάβει μέσα του. Ωστόσο, το πνεύμα του απαιτεί την αιώνια ζωή και μόνο αυτήν. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αναπαύσει τα σπλάγχνα του. Πάσχει βαθιά, με ένταση που υπερβαίνει τα όρια των ανθρωπίνων δυνάμεων. (Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία αυτή, πριν γίνουν μοναχοί και μοναχές, και γι’ αυτό αισθάνονται τη μοναχική ζωή ως κατηγορική προσταγή του πνεύματός τους. Δεν πρόκειται για επιλογή που κάνουν κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, αλλά μάλλον αισθάνονται ότι ή θα γίνουν μονάχοι ή θα πεθάνουν αιώνια). Τότε όμως συντελείται η αρχή του πιο σημαντικού θαύματος στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αναδύεται η καρδιά, το πνευματικό κέντρο του ανθρώπου.
Το οχληρό και καυτό θέαμα της απουσίας του Θεού από την κτίση, όπως το παρουσιάζει η ενέργεια της μνήμης του θανάτου, αποσπά την προσοχή του νου από κάθε κτίσμα και από κάθε γήινη φιλοδοξία, και τον ανακαλεί στον εαυτό του, στην καρδιά. Η μνήμη αυτή αποδεικνύεται ισχυρότερη από κάθε εμπαθή προσκόλληση, ενώ ο νους ελεύθερος κατεβαίνει στην καρδιά και ενώνεται μαζί της. Η εύρεση της καρδιάς σηματοδοτεί την αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου.

Όταν η θαυμαστή αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου αρχίσει να απασχολεί τη βαθειά καρδιά και να ελκύει τον νου προς αυτήν, οι σκέψεις γεννιούνται «έσωθεν» και με δυνατή αίσθηση. Ανταποκρίνονται στα ισχυρά βιώματα και τη φρικτή θεωρία που τη συνοδεύει. Ο Γέροντας Σωφρόνιος διατυπώνει την πνευματική αυτή κατάσταση ως εξής: «Όλα όσα γνώριζα, όλα όσα αγαπούσα και καθετί
που με ζωοποιούσε και με ενέπνεε -τα πάντα απολύτως ακόμη και ο ίδιος ο Θεός- πεθαίνουν μέσα μου και για μένα, αν εγώ αφανίζομαι τελείως». Σε άλλο πάλι σημείο ο Γέροντας γράφει: «Μέσα μου και μαζί μου πέθαινε καθετί που συνέλαβε η συνείδησή μου· οι κοντινοί μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη τους, όλη η εξέλιξη της ιστορίας, όλη η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρο διάστημα- ακόμη και ο Ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και Αυτός πέθαινε μέσα μου· ολόκληρο γενικά το είναι καταβροχθιζόταν από το σκοτάδι της λήθης». Η προκαταρκτική αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου φωτίζει τον άνθρωπο από έξω και από μακριά. Τον πείθει για το ανωφελές και μάταιο όλης της κτίσεως, όταν βρίσκεται έξω από τη χάρη του Θεού. Ταυτόχρονα του αποκαλύπτει την εσωτερική του ερήμωση, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό.
Και τα δύο αυτά ενεργήματα της χάριτος είναι άκρως ευεργετικά. Το πρώτο προξενεί αγαθή απόγνωση που αποδεσμεύει τον νου από την προσκόλληση και την περιπλάνησή του στα κτίσματα. Το δεύτερο εμπνέει στην ψυχή τον φόβο για την αιώνια απώλεια. Η αιωνιότητα τότε προβάλλει με την αρνητική της μορφή: Μπορεί μεν ο άνθρωπος να έχει βιώσει τη συνάντησή του με τον Θεό, αλλά στερείται ακόμη του χαρίσματος της μετοχής στη ζωή Του. Τα παράδοξα και ισχυρά αυτά βιώματα της απογνώσεως και του φόβου ταπεινώνουν το πνεύμα του και συγκεντρώνουν την προσοχή του νου του στην καρδιά, τον τόπο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια του Θεού και η πλάνη του ανθρώπου. Τώρα εναπόκειται στον άνθρωπο η επιλογή του θείου θελήματος. Στο σημείο αυτό, έκτος από τον ταπεινό φόβο του Θεού αποκτά επίσης κάποιο μέτρο αυτογνωσίας. Αν αποδεχθεί την Ευαγγελική Αποκάλυψη, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι το αληθινό Είναι, ο Ων, ο νικητής του θανάτου και η αιώνια ζωή, ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενώνει τον νου με την καρδιά και αποκαθιστά την ενότητα των ψυχικών του δυνάμεων.
Η ενοποίηση αυτή των δυνάμεων της ψυχής είναι η πρώτη φάση της θεραπείας του ανθρώπου, διότι έχει επιτέλους τη δυνατότητα να στραφεί με προσευχή στον Θεό και να βρει αισίως λύση και παρήγορη διέξοδο στα παθήματα του πνεύματός του.
Όταν ο άνθρωπος δέχεται την «παιδεία» του Θεού με τη μνήμη του θανάτου, αρχίζει να κατανοεί την παγκόσμια τραγωδία. Βλέπει ότι τα παθήματά του ταυτίζονται με τα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Προβάλλει την κατάσταση της εσωτερικής του ερημώσεως σε όλη τη δημιουργία. Αντιλαμβάνεται, έστω και με αρνητικό τρόπο, ότι είναι το κέντρο όλης της κτίσεως, την οποία βλέπει να διηγείται μια ατελεύτητη ματαιότητα. Το βίωμα αυτό είναι η αρχή της αγάπης και συνεπώς γίνεται το προοίμιο της τελειωτικής του αναγεννήσεως, όταν αυτός, ενισχυμένος πλέον από τη χάρη του Θεού, πρεσβεύει για τη σωτηρία όλου του κόσμου και αποκτά τότε την ορθή πνευματική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ουρανός και η γη διηγούνται τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό πως η μνήμη του θανάτου είναι το χάρισμα του Θεού, που βοηθεί τον άνθρωπο να βρει την καρδιά του, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή στη θεραπεία της προσωπικότητάς του. Στη συνέχεια, θα ερ¬γασθεί για την αποκατάσταση της ορθής κοινωνίας του με τον Θεό και με όλο το γένος του Αδάμ. Έτσι σημειώνεται το πρώτο παράδοξο: Η μνήμη του θανάτου ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου και τον εισάγει στην προοπτική της αγάπης του Θεού. Ο θάνατος που επήλθε ως συνέπεια της αμαρτίας προμνηστεύεται τώρα τη Ζωή. Η μνήμη του θέτει με τόσο απόλυτο και καθοριστικό τρόπο την υπεροχή της αιωνιότητας έναντι των κτιστών, ώστε, και αν ακόμη ο πειραστής του υποσχόταν αιώνες επίγειας ευδαιμονίας και επιτυχίας, ο πιστός θα προτιμούσε τα στίγματα του Σταυρού, με τον οποίο ήλθε στον κόσμο η αληθινή χαρά και η αιώνια σωτηρία.
Με τη μνήμη του θανάτου προβάλλεται η θεία αιωνιότητα, αλλά στην αρνητική της όψη. Το φαινόμενο, ωστόσο, αυτό δεν είναι ψυχολογικό αλλά πνευματικό και προσκομίζει γνώση πνευματικής φύσεως. Μυσταγωγεί ταυτόχρονα σε διπλή γνώση και σε διπλή θεωρία. Καθιστά την καρδιά πεδίο πάλης, η οποία διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα: Από τη μία βεβαιώνει τον άνθρωπο για την ύπαρξη του αληθινού Θεού και τη σωτηριώδη Του δύναμη, ενώ από την άλλη διεγείρει τη φρικτή αίσθηση της μηδαμινότητάς του αλλά και τον απερίγραπτο φόβο για το ενδεχόμενο της αιώνιας απώλειάς του.
Η αποκάλυψη της αιωνιότητας, έστω και στην αρνητική της μορφή, είναι συνάντηση του Ζώντος Θεού με τον άνθρωπο. Ως ένα σημείο φθάνουν στον άνθρωπο τα τέλη των αιώνων. Ενώ αισθάνεται τον θάνατό του ως απειλή αφανισμού κάθε ζωής, δέχεται ταυτόχρονα την κλήση να αναχθεί σε απείρως ανώτερη μορφή υπάρξεως. Διαμένοντας στη μνήμη θανάτου ο άνθρωπος βιώνει με το πνεύμα του τον άδη της απουσίας του Θεού. Αναζητώντας με αγωνία διέξοδο από την κατάσταση αυτή αποσπάται από κάθε εμπαθή προσκόλληση στον ορατό κόσμο και παραδίδεται με ισχυρότερο πόθο προς τον Θεό. Τότε με αυθεντικό τρόπο νικώνται τα πάθη και αυτή ακόμη η επιθυμία της ίδιας της πρόσκαιρης ζωής. Η αυταπάρνηση την οποία εμπνέει η μνήμη του θανάτου αποβαίνει η καταλληλότερη προϋπόθεση για πύρινη προσευχή, που αναγεννά πλήρως τον άνθρωπο και συνάπτει το πνεύμα του με τον αιώνιο Θεό.
Το εκπληκτικότερο ωστόσο ενέργημα της μνήμης του θανάτου είναι η αίσθηση που δημιουργεί για τη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου. Όταν ο άνθρωπος ταυτίζει τον ατομικό του θάνατο με τον γενικό αφανισμό κάθε ζωής και εμπειρίας που αγκάλιασε ως τότε η συνείδησή του, με το τέλος όλης της ιστορίας του κόσμου, όπως και της σχέσεως του Θεού με τη δημιουργία Του, επαληθεύει το γεγονός ότι πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού και με προορισμό να γίνει το κέντρο ολόκληρης της κτίσεως. Η οδύνη του βιώματος αυτού, ενώ φέρει κατ’ αρχάς μάλλον αρνητικό χαρακτήρα, συνδέει ωστόσο τον άνθρωπο άρρηκτα με τα πεπρωμένα όλων των ομοιοπαθών συνανθρώπων του και γεννά τη συμπόνια γι’ αυτούς. Το πνευματικό αυτό αίσθημα αρχίζει να ζωογονεί την καρδιά του ανθρώπου και να αποκαθιστά την κοινωνία του με όλο το γένος του Αδάμ. Και όταν ο εσωτερικός φωτισμός φθάσει σε κάποια πληρότητα και η καρδιά πλατυνθεί και ενισχυθεί με τη θεία χάρη, ακολουθεί το θετικό αίσθημα της αγάπης, με το οποίο ο άνθρωπος αγκαλιάζει όλη την κτίση και την προσάγει με εκτενή πρεσβεία στον Θεό. Τότε οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» της αγάπης του Θεού και καταξιώνεται ως αληθινό πρόσωπο«καθ’ ομοίωσιν» του Νέου Αδάμ, του Χριστού, που ανα-κεφαλαιώνει στο Πρόσωπό Του «τα πάντα τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης».
Ο θάνατος εισήλθε ως κατάρα και βλάστησε ως ζιζάνιο στη ζωή των ανθρώπων εξαιτίας της αμαρτίας. Ο Χρι¬στός όμως με τον αναμάρτητο θάνατό Του για χάρη του ανθρώπου μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία και πρόσφερε το «περισσόν» της ζωής. Η μνήμη του θανάτου εισάγει τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο αυτό θαύμα που γνώρισε ποτέ η οικουμένη. Αποκαλύπτει τον δικό μας άδη και γίνεται πρόσκληση και ευαγγέλιο αιώνιας ζωής. Όποιος υπακούει και πιστεύει, δέχεται χάρη που αναζωπυρώνει την καρδιά του. Η αφύπνιση αυτή της καρδιάς είναι και το πρώτο βήμα προς τον μακάριο χώρο της ακατάλυτης ζωής και σωτηρίας.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 38-48)

Гέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής: "Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον με"



Προσπάθησε πάντα ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπενδύη ὅλα τὰ ἔργα σου, κάθε πνοὴ καὶ κάθε νόημα. Ὢ τότε πόσο θὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία σου! Πόσο θὰ χαίρεσαι, διότι θὰ ἀνεβαίνη ὁ νοῦς εἰς τὰ οὐράνια. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελῆς νὰ λέγης: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὅταν ψάλης θὰ κατανοῆς τὰ ψαλλόμενα· θὰ ἔχης ὄρεξιν καὶ φωνὴν ἱκανὴν καὶ ταπείνωση διὰ νὰ ἀποδίδης καθὼς ἁρμόζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο μὴν ἀδικῆς ἄλλο τὴν ψυχήν σου, ἀλλὰ καὶ ψάλλων λέγε ἐνδόμυχα τὴν εὐχήν·Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὅταν ἐργάζεσαι ἂς μὴν ἀπορροφᾶται ὅλη σου ἡ δύναμις εἰς τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ νὰ λέγης -ψιθυριστὰ καὶ τὴν εὐχὴν. Τότε καὶ τὰ ἔργα σου θὰ εἶναι ὀρθά, χωρὶς λάθη, καθαρὰ ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐργασίας σου θὰ εἶναι μεγαλυτέρα. Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σκεπάζει τὴν ψυχὴν ποὺ εὔχεται. Εἰσέρχεται μέχρι τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἐλέγχει ὅλον τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατευθύνει πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιον. Τότε μόνον ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν δύναμι, νὰ εἴπη μαζὺ μὲ τὸν Προφήτην. «Εὐλόγει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ Ἅγιον αὐτοῦ» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν διὰ νὰ ἔχης τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καλύπτει τὴν ψυχήν σου, αἰσθάνεσαι μιὰ πληρότητα καὶ μιὰ ταπείνωσιν. Δὲν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὴν εἰρωνεία ἢ τὸν ἔπαινον. Ζῆς σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματικὴ ποὺ δὲν εἰσέρχεται εὔκολα ὁ ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σοῦ δίδει ἄλλα μάτια καὶ ἄλλην κρίσιν. Λέγε συνεχῶς τὴν εὐχὴν, διὰ νὰ ζῆς ἄνετα μέσα σὲ κάθε περιβάλλον· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὡς ἄνθος ἀμάραντον καὶ δένδρον εὐσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ ψυχή σου ὅταν λέγης·Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Λέγε τὴν εὐχὴν καὶ ἄφησε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Гίνε τότε ἄγρυπνος θυρωρὸς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς σου καὶ θεατὴς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγε μετ᾿ εὐφροσύνης·Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ εὐλογία ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀνυμνεῖ καὶ δοξολογεῖ ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀμήν.

ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΘΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


"Τα άθεα γράμματα παραμέρισαν τους αγίους και τους αγωνιστές και βάλανε στο κεφάλι του Έθνους ξένους και άπιστους γραμματισμένους, που πάνε να νοθέψουνε τη ζωή μας.

Τ' άθεα γράμματα κόψανε το δρόμο του έθνους και τ' αμποδάνε να χαρεί τη λευτεριά του. Είναι ντροπή μας, ένα γένος που με το αίμα του πύργωσε τη λευτεριά του, που περπάτησε τη δύσκολη ανηφοριά, να παραδεχτή πώς δεν μπορεί να πορπατήσει στον ίσιο δρόμο άμα ειρήνεψε, κι ότι δεν ξέρουμε εμείς να συγυρίσουμε το σπίτι, που με το αίμα μας λευτερώσαμε, άλλά ξέρουν να το συγυρίσουν εκείνοι που δεν πολέμησαν, εκείνοι που δεν πίστευαν στον αγώνα, εκείνοι που πάνε να μας αποκόψουνε από τον Χριστό, και πασχίζουνε να μας ρίξουνε στη σκλαβιά άλλων αφεντικών, που' ναι πιο δαιμονισμένοι από τους Τούρκους.Γιατί κι εκείνα που εσεβάστηκεν ο Τούρκος, τ' άθεα γράμματα τα πετάνε και πάνε να τα ξερριζώσουνε. Αφανίζουνε τα μοναστήρια, πομπεύουνε τους καλογέρους και τις καλόγριες, κλέβουνε τ' άγια δισκοπότηρα και τα πουλούνε γι' ασήμι που θα στολίσει τις βρωμογυναίκες. Αρπάζουνε τ' άγια των αγίων και τα βάζουνε κάτω από τα πόδια της εξουσίας τους, που τα ορίζει κατά τα νιτερέσια της.Τ' άθεα γράμματα υφαίνουνε το σάβανο του Γένους. Αυτά λοιπόν τα γράμματα θα μάθουνε τα παιδιά μας;
Κι αν ακόμα συναχτούν όλοι οι άθεοι γραμματισμένοι και στυφτούνε σαν το λεμόνι, δεν θα πετύχουν να γράψουν μια αράδα που ν' αξίζει μια γραμμή από τα ευαγγέλια. Αλλά τι λέω μια αράδα; Ούτε μία λέξη που να μοιάζει με μία του Θεοτοκικού αυτού βιβλίου. Γιατί κάθε τι εκεί μέσα είναι λόγος Κυρίου, είναι σοφία ορθή, και τα όσα λέει το χτίσμα δεν γίνεται να φτάσουν το λόγο του Πλάστη.
Αντίς να μαθαίνουνε στα παιδία μας απ' τ' άγια συναξάρια το πως ζήσανε οι άγιοι της χριστιανοσύνης και το πως μαρτυρήσανε για την αγάπη του Χριστού, τους μαθαίνουνε την ιστορία του κολασμένου κόσμου. Γιατί δυο λογιών είναι και οι ιστορίες. Είναι η αγιασμένη και η κολασμένη ιστορία. Αδιάκοπα φανερώνουμε την κολασμένη εικόνα του κόσμου και σιγά-σιγά καταφέραμε να πιστέψουμε πώς η εικόνα αυτή είναι η γνήσια εικόνα του ανθρώπου και πως όξω απ' αυτήν άλλη ζωή δεν εστάθη.Όλα τούτα είναι άτιμα ψέματα, είναι τα ζιζάνια που σπέρνουνε στον αγρό του Κυρίου τ' άθεα γράμματα. Μας μιλάνε για τους αρχαίους.Κι εγώ ο ταπεινός και αγράμματος κήρυκας του λόγου του Χριστού μας σας λέγω πώς κανένας αρχαίος δεν ξεπερνά σε παλικάρια, σε μεγαλείο και σε δόξα τον Άγιο Κοσμά, τους μάρτυρες και τους μεγάλους ασκητάδες. Γιατί αν εκείνοι πεθάνανε γιά μια πατρίδα, ο Άγιος Κοσμάς μαρτύρησε για μιαν Ελλάδα του Χριστού, και όχι γιά μιαν Ελλάδα δουλωμένη στον αντίχριστο"

Αποσπάσματα από το βιβλίο του ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ, «ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ» - ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 1987

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...