Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουνίου 03, 2013

Θ.Ι.Ρηγινιώτης, Σεξ στην εφηβεία

[πηγή/φωτό: Αέναη επΑνάσταση]

                                                                     Πέρα απο το Άτομο
Η σεξουαλική δραστηριότητα στον άνθρωπο δεν ορίζεται μόνο από τη φύση (όπως στα ζώα) αλλά και από την επιθυμία. Επειδή όμως πρόκειται για ένστικτο, η διαχείρισή του μπορεί να έχει συνέπειες, είτε θετικές για τον άνθρωπο είτε αρνητικές.
Στην εποχή μας υπάρχει μια αυτόματη αντίδραση (σαν ψυχολογική αλλεργία) στην επισήμανση ότι η σεξουαλικότητα μπορεί να έχει και αρνητικές συνέπειες. Οι έφηβοι – και των δύο φύλων – υφίστανται ένα διαρκή βομβαρδισμό από σεξουαλικά ερεθίσματα, που φτάνει στα όρια της πλύσης εγκεφάλου, με αποτέλεσμα το σεξ να τους γίνεται έμμονη ιδέα και να τους απασχολεί καθημερινά.
 
Τα ερεθίσματα αυτά είναι δύο ειδών: 

α) σεξουαλικές εικόνες και μηνύματα, που βρίσκονται παντού: από την τηλεόραση και το διαδίκτυο μέχρι το ντύσιμο της μόδας, τις εκπομπές lifestyle, τα νεανικά τραγούδια κ.λ.π. κ.λ.π.,
β) μηνύματα, επίσης από παντού, που επιμένουν ότι η επιδίωξη σεξουαλικών απολαύσεων στην εφηβική ηλικία είναι κάτι θετικό και η αποφυγή τους σημαίνει ότι «ντρέπομαι για το σώμα μου», πράγμα αφύσικο.
Το να παραμείνει παρθένος ένας έφηβος ή μια έφηβη – ενώ μπορεί να «χαίρεται τη ζωή» με ερωτικές εμπειρίες που κυμαίνονται από το απλό ερωτικό φιλί μέχρι την πλήρη σεξουαλική επαφή, με «προστασία» βέβαια για αποφυγή εγκυμοσύνης – προβάλλεται ως κάτι αρνητικό, αφύσικο και ακατανόητο, ως άρνηση της χαράς της ζωής, πράγμα που για το σύγχρονο άνθρωπο έχει γίνει ένα ιδιόμορφο είδος (αθεϊστικής) αμαρτίας. Ιδίως αμερικάνικες ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές προβάλλουν αυτό το πρότυπο απελευθερωμένου έφηβου και έφηβης και εμείς, ως γνωστόν, αντιγράφουμε αυτά τα πρότυπα πλήρως και χωρίς αντίσταση, γιατί δεν υπάρχουν πια άλλα πρότυπα στη σκέψη και τη φαντασία μας. Και θα ρωτήσει εύλογα ο αναγνώστης: και γιατί να υπάρχουν ή ποια μπορεί να είναι αυτά τα «άλλα» πρότυπα;
Θα έλεγα ότι δύο πράγματα κυριαρχούν στη φαντασία του σημερινού έφηβου: το σεξ, σε όλες τις μορφές του, και ο θάνατος. Ο θάνατος προβάλλεται με ιστορίες τρόμου και περιπέτειες τεράτων (βρικολάκων, λυκανθρώπων, ζωντανών-νεκρών), συχνά ανακατεμένες με γοητευτικό νεανικό ερωτικό στοιχείο, ενώ για τους προέφηβους υπάρχουν και αντίστοιχα κινούμενα σχέδια με πλήρες σετ διαφημιστικών προϊόντων για το σχολείο, παιχνιδιών κ.λ.π. Εννοείται ότι στα παιχνίδια υπολογιστών κυριαρχούν οι εφιαλτικοί κόσμοι, γεμάτοι βία, τρόμο, τέρατα και θάνατο.
Αναρωτιέμαι αν τα δύο αυτά στοιχεία – σεξ και θάνατος – έχουν γεμίσει τόσο την εφηβική φαντασία και ψυχή συμπτωματικά ή αν συνδέονται μεταξύ τους. Θα υποθέσω μια σύνδεση: ο έφηβος καλείται να εξορκίσει το θάνατο κάνοντας σεξ, όμως αυτό το σεξ (που είναι καθαρά εμπορικό και φτηνό και δεν περιέχει αγάπη, από το φόβο της προδοσίας) οδηγεί σε ένα νέο συναίσθημα κενού, άρα θανάτου. Ακολουθεί νέα καταφυγή στο σεξ κ.ο.κ. Έτσι, οι μεν πολυεθνικές του θεάματος, και όχι μόνο, θησαυρίζουν, οι δε δυστυχισμένοι άνθρωποι αλλοτριώνονται και ναρκώνονται, παράγοντας μελλοντικούς αλλοτριωμένους και ναρκωμένους ενήλικες.
Τα παραπάνω, αν τα πει ένας ιερέας ή θεολόγος (καλή ώρα), θεωρούνται σκοταδιστικά κηρύγματα. Αν τα πει ένας κοινωνιολόγος ή ψυχολόγος, γίνονται σεβαστά και αποδεκτά. Είναι λογικό αυτό, όμως ας επισημάνω ότι ένας καταρτισμένος ιερέας ή θεολόγος διαθέτει επαρκές επιστημονικό υπόβαθρο για να κατανοήσει την ανθρώπινη ψυχή και κοινωνία, ακόμη κι αν χρησιμοποιεί μόνο το Ευαγγέλιο και τους Πατέρες της Εκκλησίας (δηλαδή τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού, παλαιούς και σύγχρονους). Τέλος πάντων.

Αυτή η πλύση εγκεφάλου που γεμίζει το νου του έφηβου και της έφηβης με δίψα για σεξουαλικές χαρές, συνυπάρχει με μια καλλιέργεια της ιδέας ότι ο άνθρωπος δεν επιτρέπεται να παντρευτεί πριν αποκατασταθεί επαγγελματικά, πράγμα που μπορεί να καθυστερήσει κι ως τα 40 χρόνια του! Έτσι, η ψαλίδα ανάμεσα στην αφύπνιση της σεξουαλικής επιθυμίας και στην θεωρούμενη ως κατάλληλη ηλικία γάμου έχει ανοίξει εκπληκτικά, προκαλώντας μια επιδημία ελεύθερων σεξουαλικών σχέσεων, που αρχίζουν στα σχολικά χρόνια και εκδηλώνονται στα διαλείμματα των μαθημάτων, στις βόλτες, στις νυχτερινές εξόδους για διασκέδαση και γενικά παντού. Ο νέος θεωρείται ανώριμος να παντρευτεί, αλλά «ώριμος» για να ζήσει ολοκληρωμένες σεξουαλικές εμπειρίες, προσέχοντας μάλιστα, όχι μόνο να μη μείνει έγκυος η κοπέλα (κι αυτό, όχι για άλλο λόγο, παρά για να μη λοξοδρομήσει από την κατευθυνόμενη εγωκεντρική ζωή, για την οποία την αναθρέφουν), αλλά και να μην αγαπήσει πραγματικά, ολοκληρωτικά και ανιδιοτελώς και «πληγωθεί»…
Περιττεύει να πούμε πως οι οικογένειες δε λένε ποτέ τίποτα στα παιδιά τους για την αξία της ψυχικής και σωματικής αγνότητας. Οι περισσότεροι γονείς δε σκέφτονται καν ότι υπάρχει τέτοια αξία, είτε γιατί και οι ίδιοι είναι εθισμένοι στο σεξουαλικό βομβαρδισμό που υφιστάμεθα όλοι, είτε γιατί απλώς έχουν πέσει νοκ-άουτ από το σφυροκόπημα των καθημερινών υποχρεώσεων, που διαρκώς αυξάνονται έχοντας μετατρέψει στο σύγχρονο άνθρωπο σε σκλάβο (προς όφελος εκείνων που θησαυρίζουν από την εξάντλησή του, με το κατευθυνόμενο δίπολο εργασία – κατανάλωση).
Η σεξουαλική αυτή ελευθεριότητα στην εφηβεία δεν έχει θετικές συνέπειες. Ο έφηβος αναζητά τη χαρά της ζωής. Η χαρά όμως δεν προκαλείται από τη σαρκική ηδονή, αλλά από την αγάπη. Η εμμονή στο σεξ και την ηδονή που προσφέρει, όχι μόνο δεν περιέχει αγάπη, αλλά και την αποφεύγει, γιατί η συναισθηματική επένδυση πιθανότατα δεν θα είναι αμοιβαία και θα προκαλέσει πληγές. Αλλά η αποφυγή της αγάπης προκαλεί νέες συσσωρευμένες πληγές, που γίνονται απωθημένα και τελικά οι συνέπειες όλου του πακέτου είναι μια δυστυχισμένη γενιά: από σεξουαλικό εθισμό, αναπάντεχες εγκυμοσύνες και εκτρώσεις – που, εκτός από το ίδιο γεγονός της εξολόθρευσης ενός αγέννητου παιδιού, έχουν ανυπολόγιστες ψυχικές και σωματικές συνέπειες για τις κοπέλες/μάνες – μέχρι προδοσίες, συναισθηματικά τραύματα, απελπισία, φόβο ενάντια στην εμπιστοσύνη, στην αγάπη, στον έρωτα, στη μόνιμη δέσμευση, μοναξιά.
Ο σημερινός έφηβος ψάχνει τη χαρά της ζωής εκεί που δεν υπάρχει, παγιδεύεται και κατόπιν δε μπορεί καθόλου να βρει τη χαρά εκεί που υπάρχει, δηλαδή στην εμπιστοσύνη και την αγάπη. Δεν έχει αληθινούς παιδαγωγούς (το σχολείο έχει αποδυναμωθεί έντεχνα και, κατ’ εμέ, σκόπιμα), ενώ όσοι επιχειρούν να του προσφέρουν κάποια «σεξουαλική αγωγή» δε βλέπω να του λένε να αγαπά, να εμπιστεύεται, να ρισκάρει (με αυτοπεποίθηση και γενναιότητα) και να δεσμεύεται. Και φυσικά δεν τον συμβουλεύουν ποτέ να παντρεύεται!... Ή, έστω, να προσανατολίζεται προς το γάμο, να στοχεύει στο γάμο, που θα αποτελέσει τη θεραπεία όλων των παραπάνω, όταν βέβαια λειτουργεί σωστά. Αλλά πώς θα λειτουργήσει σωστά, όταν ο άνθρωπος παιδαγωγείται να έχει έναν εγωισμό φουσκωμένο σα μπαλόνι (δήθεν, για να μην τον υποτιμούν), άρα δε μπορεί να αγαπήσει, να θυσιαστεί, να υπακούσει ή έστω ν’ ακούσει τον άλλο (παρά μόνο όταν νιώθει ότι έχει εξασφαλίσει αντάλλαγμα), ενώ από κάθε μεριά όλοι βομβαρδιζόμαστε με φαντασιώσεις συζυγικής απιστίας;
Τι περίεργο! Δε βλέπουμε καμιά Παγκόσμια Ημέρα Γάμου ή Παγκόσμια Ημέρα Κατά της Μοιχείας ή Κατά των Διαζυγίων Για Ψύλλου Πήδημα… Πώς κι έτσι;

Άραγε οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, που μελέτησαν ή και έζησαν όλες τις πνευματικές καταστάσεις και που η διδασκαλία τους είναι θεμέλιο του πολιτισμού μας, τι γνώμη έχουν για τα παραπάνω;
Από τους αγίους (που είναι, κατ’ ουσίαν, θεραπευτές της ανθρώπινης ψυχής), αυτή η σεξουαλική επιδημία χαρακτηρίζεται πορνεία. Πριν εξοργιστείτε, να εξηγήσουμε το θέμα: οι άγιοι διδάσκαλοι της πνευματικής μας παράδοσης δεν κατακρίνουν ποτέ τον άνθρωπο, δεν τον απορρίπτουν ποτέ, αλλά χαρακτηρίζουν τις πράξεις για να μπορούν να βοηθήσουν να γιατρευτεί από τα ψυχικά του τραύματα. Μιλάω για τραύματα ηθικής προέλευσης, όχι νευρολογικής. Ο αμαρτωλός είναι θύμα της αμαρτίας, όχι εγκληματίας.
 «Πορνεία» στη γλώσσα της Εκκλησίας (δηλ. όχι του παπά της ενορίας απλώς, αλλά εκείνων των σοφών και αγίων θεραπευτών), δεν ονομάζεται το επάγγελμα της πόρνης, αλλά η σεξουαλική δράση που δεν εντάσσεται σε μια σχέση ολοκληρωτικής αγάπης και ισόβιας δέσμευσης. Η επαγγελματίας πόρνη ονομάζεται έτσι, επειδή το επάγγελμά της περιλαμβάνει τέτοιες πράξεις. Πορνεία δεν ασκεί μόνο η πόρνη, αλλά και οι πελάτες της φυσικά.
Λοιπόν, η αποσύνδεση του σεξ από την απόλυτη αγάπη και την πραγματική και ολοκληρωτική ενότητα με τον άλλο, και η μετατροπή του σε μέσο απόλαυσης προσωρινής ηδονής, αυτό χαρακτηρίζεται πορνεία από την Εκκλησία. Ακριβώς δηλαδή αυτό που συμβαίνει σήμερα στο μυαλό και την ψυχή κάθε έφηβου. Οι έφηβοι δεν είναι ανήθικοι (αντίθετα, αναζητούν την ηθική, αλλά δεν ξέρουν πώς), είναι θύματα μιας πονηρής προπαγάνδας. Οι ελάχιστοι που αντιστέκονται, συνήθως υφίστανται ψυχολογικό πόλεμο (100% ρατσιστικό) ως «καθυστερημένοι» και συντηρητικοί, δηλ. θεωρούνται περίπου πνευματικά ανάπηροι ή συκοφαντούνται ως υποκριτές, ιδίως αν προστατεύουν την – ψυχική και σωματική – αγνότητά τους επειδή είναι πιστοί χριστιανοί.
Η πορνεία (μια δίψα για σεξουαλική ηδονή) εμποδίζει τον άνθρωπο να ερωτευτεί πραγματικά και μερικές φορές αυτή είναι που τον κάνει στ’ αλήθεια συναισθηματικά ανάπηρο και φοβισμένο. Εξηγώ: όταν βλέπω μια ημίγυμνη τηλεπαρουσιάστρια ή τραγουδίστρια (pop ή rock star) ήbar-woman, τι βλέπω στ’ αλήθεια; Ένα κομμάτι σάρκα για κατασπάραγμα. Ή, αντίθετα (αν είμαι ηθικιστής), ένα πλάσμα άξιο για περιφρόνηση. Όχι ένα συνάνθρωπο, μια αδελφή μου, που σίγουρα έχει χαρές, λύπες, ανάγκες (όχι σεξουαλικές), πληγές, φόβους κ.τ.λ. Όχι κάποιον που με συγκινεί να του μιλήσω, να τον αγαπήσω και τελικά να τον βοηθήσω. Όταν όμως αυτή η ματιά προς τον άλλο γίνεται εθισμός (που ήδη έχει γίνει), η αγάπη εξορίζεται από τη ζωή μας. Και ήδη έχει εξοριστεί. Δε βρίσκουμε λόγο πια ν’ αγαπήσουμε τον πλησίον. Μήπως κάνω λάθος;
Αυτή η απουσία της αγάπης είναι η κόλαση. Η ανιδιοτελής αγάπη και συγχώρηση (άλλη μια λέξη που προκαλεί φρίκη στο μπερδεμένο και πελαγωμένο άνθρωπο του σήμερα) φέρνει την αληθινή και μόνιμη χαρά και είναι ο παράδεισος. Βέβαια, ο Χριστός και οι άγιοί μας είπαν πως η κόλαση και ο παράδεισος συνεχίζονται στην αιωνιότητα, σε βαθμό ασύλληπτο από κάθε φαντασία. Είπαν επίσης πως συνδέονται άμεσα με την αγάπη μας στο Θεό, δηλ. την ανταπόκρισή μας στην αγάπη που έχει έτσι κι αλλιώς ο Θεός για μας. Αυτό το θέμα (η αγάπη στο Θεό) είναι άλλος ένας στόχος, που τον πυροβολούν κάθε στιγμή εκείνοι που ελέγχουν τη ζωή μας και κατευθύνουν τη σκέψη μας. Τα παιδιά μας μεγαλώνουν χωρίς ν’ ακούσουν τίποτα για την αγάπη του Θεού ή για την αγάπη προς το Θεό – εκτός αν είναι ο απρόσωπος «θεός» του βουδισμού ή του ινδουισμού, δηλ. ένα «κομμάτι του εαυτού μας», ένα εγωιστικό είδωλο, που αυτό, μάλιστα, προωθείται με όλα τα μέσα, μαζί με τη γιόγκα και την αστρολογία… Άλλο θέμα αυτό όμως.
Κάποιος ξένος καλλιτέχνης είπε σε μια συνέντευξη: «Αγαπάω πολύ τις γυναίκες. Όλη μου τη ζωή κολυμπάω σε γυναικείους κόλπους». Έχω να του πω ταπεινά ότι στην πραγματικότητα δεν αγαπάει, παρά μόνο τον εαυτό του και μάλιστα ένα συγκεκριμένο σημείο του εαυτού του. Φυσικά, δε θέλω να τον κατακρίνω. Αλλά πρέπει να πω πως έχει πάρει λάθος δρόμο, το δρόμο που προωθείται πλέον από όλα τα μέσα.
Δε θα μπω στο θέμα, κατά πόσον η «σεξουαλική επανάσταση» της δεκαετίας του 1950 διαμόρφωσε τους σημερινούς γονείς, που γέννησαν τους σημερινούς έφηβους. Θυμηθείτε τις κωμωδίες της δεκαετίας του 1980: ταινίες για εφηβικό κοινό, όπου όλα τα «αστεία» ήταν σεξουαλικά. Δυο γενιές μετά το 1950 μεγαλώνουμε τους έφηβους που στρέφονται – όπως είπα – γύρω από δύο άξονες: το σεξ και το θάνατο.

Θα κλείσω με τρεις χριστιανικές αναφορές, που ίσως μας εκπλήξουν.

Α) Ο Χριστός – που αναμφίβολα ήταν ανοιχτόμυαλος, σοφός και γεμάτος αγάπη για όλους – την πορνεία τη θεωρούσε αμαρτία. Γι’ αυτό, όταν η πόρνη έπεσε στα πόδια Του ζητώντας συγχώρεση, είπε: «Συγχωρούνται οι αμαρτίες της οι πολλές, γιατί αγάπησε πολύ» (κατά Λουκάν 7, 47). Αν δε θεωρούσε αμαρτία την πορνεία, δε θα χρειαζόταν να τη συγχωρήσει.
Β) Η αγία Μαρία η Αιγυπτία ήταν διάσημη πόρνη της Αλεξάνδρειας. Όμως δεν πληρωνόταν για τις υπηρεσίες της – ήταν απλά μια γυναίκα θηρευτής ανδρών, δηλ. αυτό, για το οποίο αναθρέφονται τα κορίτσια μας (συγγνώμη, να πω κάτι: τα σύγχρονα κορίτσια αναθρέφονται από την κοινωνία για να γίνουν:  α) κυνηγοί ανδρών και  β) καριερίστριες, επαγγελματίες, γιάπισσες, δηλ. αντίγραφα ανδρών – κανείς δεν τους μιλάει για αγάπη, ούτε για μητρότητα ή για συζυγική πίστη. Τ’ αγόρια αναθρέφονται με αντίστοιχους στόχους).

Η αγ. Μαρία είχε ξεκινήσει αυτή την αναζήτηση, με ακόρεστη σεξουαλική δίψα, από 12 ετών. Κάποτε, νέα και όμορφη, ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα. Στο ταξίδι συνέχισε τη σεξουαλική της δράση. Όταν όμως πήγε να προσκυνήσει στον Άγιο Τάφο, μια αόρατη δύναμη αναπάντεχα δεν την άφηνε να μπει μέσα. Τότε έκλαψε και υποσχέθηκε στην Παναγία (που είχε το όνομά της, Μαρία) αλλαγή ζωής!
Κατόπιν μπήκε στον Άγιο Τάφο χωρίς εμπόδια. Και αντί να γυρίσει στην Αίγυπτο, έφυγε για την έρημο του Ιορδάνη και ασκήτεψε υπό συνθήκες υπεράνθρωπες περίπου 50 χρόνια. Έζησε σε σκληρές συνθήκες, αλλά η μετάνοια έφερε τη χαρά της παρουσίας του Θεού στη ζωή της. Έφτασε σε τέτοιο ύψος αγιότητας, ώστε όταν πήγε να συναντήσει τον άγιο Ζωσιμά (στον οποίο ο Θεός είχε αποκαλύψει την ύπαρξή της και αυτός έγραψε και τη βιογραφία της), άνοιξε με μια κίνηση τα νερά του Ιορδάνη και πέρασε απέναντι με τα πόδια. Και όταν πέθανε, ήρθε κι έσκαψε τον τάφο της, μπροστά στα μάτια του αγ. Ζωσιμά, ένα λιοντάρι (υπήρχαν λιοντάρια εκεί μέχρι το Μεσαίωνα). Αυτό είναι ένα άλλο πρότυπο ζωής, κορίτσια. Και υπάρχουν πάρα πολλές μεγάλες αγίες της Ορθοδοξίας (και ασκήτριες και μητέρες, ακόμα και βασίλισσες και ιεραπόστολοι και μεγαλομάρτυρες, αλλά και γιατρίνες, όπως η αγία Ερμιόνη, κ.τ.λ.), για τις οποίες δε θα σας μιλήσουν ποτέ τα περιοδικά lifestyle ή οι σχολές modeling. Δεν τους συμφέρει.
Γ) Υπάρχουν άγιοι, που πήγαιναν σε πορνεία, πλήρωναν τις πόρνες και, αντί για σεξ, τους μιλούσαν και τις έπειθαν ν’ αλλάξουν ζωή. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που πραγματικά αγάπησαν τις πόρνες. Είναι ένα άλλο πρότυπο ζωής, αγόρια. Δεν τις έβλεπαν ως κρέας, αλλά ως ανθρώπους. Εσείς, όταν τις έχετε δίπλα σας, τι βλέπετε;

Δ) Το 1972, στο πολύνεκρο μαθητικό ατύχημα της Γεωργιούπολης, είχε μεταφερθεί θαυματουργικά από την Ακουμιανή Γιαλιά ο άγιος Γέροντας Γεννάδιος (†1983). Κατόπιν είπε πως είδε τις ψυχές των νεκρών κοριτσιών ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό κρατώντας στεφάνια και πως όλες σώθηκαν (στην αιωνιότητα) λόγω της παρθενίας τους. Δεν έχω να προσθέσω κανένα σχόλιο σ’ αυτό. Ο νοών νοείτω (όποιος δε γνωρίζει το Γέροντα Γεννάδιο, ας πάρει το βιβλίο του καθηγητή Στυλ. Παπαδογιαννάκη «Γεννάδιος και Ιωακείμ», να τον γνωρίσει).

Ο Χριστός ξαναστρώνεται; Ή διώχνεται από σύγχρονους Γαδαρινούς;

Ο Χριστός ξαναστρώνεται;
Ή διώχνεται από σύγχρονους Γαδαρινούς; 

 

Θυμόμαστε το περιστατικό, με εκείνα τα «γαϊδούρια» που ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει από τον τόπο τους (μετά το θαύμα της θεραπείας του δαιμονισμένου), διότι ζημιωθήκαν οι γουρουνοτρόφοι της περιοχής;

Κάποια 
παρόμοια οικονομική ζημιά, φαίνεται πως κάνει σε κάποιους, ένας απλός εφημέριος, ο ταλαίπωρος ιερέας στο χωριό Δένδρα Τυρνάβου…

Κάποιους φαίνεται ότι ενόχλησε με την αυστηρότητα του, στο θέμα της ιερότητας του ναού στη διάρκεια των μυστηρίων…
 

Όπως διαβάζω σήμερα στο thessalikos.gr…
«Τα πνεύματα οξύνθηκαν μετά το τέλος της Κυριακάτικης θείας λειτουργίας και πολλοί ενορίτες παρέμειναν έξω από τον ναό σε ένδειξη διαμαρτυρίας. 

Με πρωτοβουλία του, ο πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Δένδρων κ. Χρήστος Τασιούλας, μετά από απαίτηση των συμπολιτών του κλείδωσε τον ναό, ζητώντας από τη Μητρόπολη να δώσει λύση και να φέρει άλλο ιερέα στο χωριό.»

Φαίνεται λοιπόν, ότι ο ιερέας έχει έρθει σε σύγκρουση με τους επιτρόπους, και ότι αυτοί τον σαμποτάρουν, τον διαβάλουν και του τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια!
 

Διαβάζω: 
Του καταλογίζουν, ότι τον ενοχλούν οι κάμερες (οι κινηματογραφικές;) στους γάμους…

πηγή

Ο Θεός λυπάται όταν δεν Τον ενοχλούμε

Έχουμε μεγάλη δύναμι ως πλήρωμα της Εκκλησίας, αν προσευχώμαστε με οδύνη ψυχής και ταπεινή καρδιά. Δεν χρειάζεται να περάσουμε το πέλαγος, ούτε να κάνουμε μεγάλες αποδημίες∙ κάθε ένας και κάθε μία, και όταν συναντιώνται στην Εκκλησία και όταν μένουν μέσα στο σπίτι, ας παρακαλούμε με πολλή κατάνυξι το Θεό και οπωσδήποτε θα εισακουσθούν οι προσευχές μας.
Από πού είναι φανερό αυτό; Από το ότι επιθυμεί πολύ πάντοτε να καταφεύγουμε κοντά Του , και να Τον παρακαλούμε σε όλες τις περιπτώσεις και να μην κάνουμε τίποτε ή να λέμε τίποτε χωρίς Αυτόν. Διότι οι άνθρωποι , όταν τους ενοχλούμε συνέχεια για τις διάφορες υποθέσεις μας, μας συμπεριφέρονται εχθρικά∙ ο Θεός όμως κάνει το εντελώς αντίθετο∙ και όχι όταν Τον ενοχλούμε συνέχεια για τα προβλήματά μας, αλλά και όταν δε το κάνουμε αυτό, τότε προ πάντων αγανακτεί. Άκουσε λοιπόν γιατί κατηγορεί τους Ιουδαίους λέγοντας∙ “Λάβατε απόφασι , αλλά χωρίς εμένα και κάνατε συνθήκες, αλλά χωρίς το πνεύμα μου” (Ης. 30,2 ) . Διότι η συνήθεια αυτών που αγαπούν είναι η εξής∙ θέλουν να εκπληρώνουν όλα τα θελήματα εκείνων που αγαπούν και χωρίς αυτούς δεν θέλουν να κάνουν ή να πουν τίποτε. Γι’ αυτό και ο Θεός όχι μόνον εδώ αλλά και αλλού τα ίδια επαναλαμβάνει λέγοντας∙ “Έκαναν βασιλείς, αλλά όχι δια μέσω εμού∙ έκαναν άρχοντες και δε μου το γνώρισαν” ( Ωσηέ 8, 4 ) .
Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων
Ε΄
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

π. Ανδρέας Κονάνος – Ψυχική γαλήνη σε καιρούς ταραχής

πηγή

3
ΙΟΥΝ


Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Το πιθηκίζειν και παπαγαλίζειν στην θεολογία»

Θεολογία χωρίς κάθαρση είναι υποκρισία
Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος

Πηγή: Εκκλησιατική παρέμβασις, Ιούνιος 2012.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) είναι ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος ακολουθώντας τους προγενεστέρους Πατέρες, αντιμετώπισε, μεταξύ των άλλων, την αίρεση του Μονοθελητισμού. Θεόπνευστα είναι τα κείμενά του «περί αγάπης», οι σχολιασμοί του στα έργα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, οι απαντήσεις σε διάφορες απορίες, τα «200 κεφάλαια περί θεολογίας», η ερμηνεία στο «Πάτερ ημών», η «Μυσταγωγία», οι επιστολές του, τα δογματικά και τα αντιρρητικά του έργα κλπ. Είναι ένας εμπειρικός θεολόγος με ευσύνοπτο λόγο, ο οποίος απαντούσε στις θεολογικές απόψεις της εποχής του, με θαυμάσιο τρόπο.

Το βασικό του γνώρισμα είναι ότι συνδέει στενά την ησυχία με την ομολογία, δηλαδή τον ησυχαστικό τρόπο ζωής τής ορθοδόξου θεολογίας με την ομολογία της πίστεως. Το κεντρικό του σχήμα είναι: πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση, φυσική θεωρία η φωτισμός και μυστική θεολογία ή θέωση. Όποιος αγνοεί αυτήν την διδασκαλία του αγνοεί την ουσία της ορθοδόξου θεολογίας του.

Μερικοί θεολόγοι της εποχής μας ανακάλυψαν την θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, την χρησιμοποιούν επιλεκτικά για να κατοχυρώσουν την δική τους θεολογική σκέψη, την αναλύουν κατά τρόπον στοχαστικό, αλλά αγνοούν το βάθος της.

Με τις σκέψεις που ακολουθούν θα παρουσιασθή συνοπτικώς η διδασκαλία του για την θεολογία και τον αληθινό θεολόγο, και νομίζω στο σημείο αυτό κρύβεται η ουσία της θεολογίας του και η διάκριση μεταξύ της θεολογίας του Αγίου Πνεύματος και της θεολογίας των δαιμόνων ή της δαιμονικής θεολογίας.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σε μια επιστολή του ασχολείται με το θέμα τι είναι η σωτηρία του ανθρώπου και ποια είναι η αληθινή θεολογία.

Στην αρχή γράφει με μεγάλη ταπείνωση ότι, επειδή φοβάται να μην κατακριθή από τον Θεό για τους λόγους του, που έχουν νεκρωθή από την απραξία των αγαθών έργων και δεν έχουν την δύναμη να προσφέρουν την ζωή σε όσους τους ακούνε, γι’ αυτό σκέφθηκε να προσλάβη «την σιωπήν σύνοικον», δηλαδή προτιμούσε να σιωπά και να μη ομιλή. Όμως, στην παρούσα περίπτωση και απαντώντας στην παράκληση του επιστολογράφου του, τού μοναχού Μαρίνου, θα υπερβή την σιωπή και θα ομιλήση.

Αρχίζει την επιστολή του με το χωρίο του Προφητάνακτος Δαυΐδ: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν» (Ψαλ. ρι', 10). Με τον στίχο αυτόν του ψαλμού θέλει να υποδείξη «την αληθώς γνωστικήν οδόν των θείων αρετών» και να ανοίξη «την έμπρακτον της γνώσεως θύραν» σε αυτούς που προτίθενται να αγαπούν τον Θεό και προτιμούν «πάντων των επί γης την ένθεον σωτηρίαν». Είναι βασικό έργο να αποκτά κανείς την έμπρακτη και όχι την θεωρητική γνώση. Έτσι, υποδεικνύει σε όσους θέλουν την «ένθεον σωτηρίαν» να αποκτήσουν τον φόβο του Θεού και την αγαθή σύνεση.

Ο φόβος του Θεού είναι απαραίτητος για να αποφύγουμε τους μολυσμούς με την προσδοκία των αιωνίων κολάσεων, η δε αγαθή σύνεση είναι αναγκαία για να εφαρμόσουμε όλα τα θεία θελήματα και να διακρίνουμε τα πρόσκαιρα από τα αιώνια, και να αποκτήσουμε την αληθινή γνώση. Όπως ο φόβος γίνεται αναιρέτης των ακαθάρτων παθών, έτσι και η σύνεση των πραγματικά συνετών γίνεται δημιουργός των αρετών.

Ο φόβος δεν πρέπει να περιορίζεται στα εξωτερικά ήθη με την κατήφεια, αλλά συνδέεται με την διάθεση της ψυχής και την ταπείνωση της καρδίας, η οποία κατασφαλίζεται με τους πυκνούς στεναγμούς στο βάθος της καρδίας, και με το μαστίγιο της μνήμης των προαμαρτημένων που την κτυπά αφανώς κατά την συνείδηση. Όμως, όποιος υποκρίνεται ότι έχει τον φόβο του Θεού μόνον εξωτερικά στους τρόπους της συμπεριφοράς, δεν διαφέρει σε τίποτε από τον πίθηκο που μιμείται τα ήθη και τα σχήματα των ανθρώπων, ενώ δεν είναι άνθρωπος. Αυτό το ζώο, μεταξύ των τετραπόδων, που διακρίνεται πολύ από τους ανθρώπους ως προς την φύση, ομοιάζει με αυτούς με την μίμηση της εξωτερικής συμπεριφοράς. Το ίδιο συμβαίνει με εκείνον που μιμείται εξωτερικά αυτούς που φοβούνται πραγματικά τον Κύριο, είναι δηλαδή σαν τον Σαδδουκαίο ή τον Γραμματέα που σώζει το σχήμα της ευλάβειας με εξωτερική ευπρέπεια, «παντελώς δε του πράγματος δια την ακάθαρτον εν τω βάθει που κειμένην της ψυχής προς το πάθος φιλίαν απολειπόμενος», δηλαδή στερείται παντελώς της αλήθειας, γιατί μέσα στα βάθη της ψυχής έχει κρυμμένη την φιλία προς το πάθος.

Ο άγιος Μάξιμος θέλει εδώ να πη ότι η αληθινή ευλάβεια φαίνεται στον αγώνα του ανθρώπου για την απαλλαγή του από τα πάθη και την ακαθαρσία που βρίσκεται στα βάθη της ψυχής, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ο άνθρωπος ομοιάζει με τον πίθηκο, που υποκρίνεται τον άνθρωπο, ενώ είναι ζώο. Επομένως, όποιος θέλει να σωθή και να θεολογή αληθινά πρέπει να έχη φόβο Θεού και με αυτόν να καθαρίζη την καρδιά από τα πάθη και όχι απλώς να χρησιμοποιή τους λόγους των αγίων.

Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να επιδεικνύουμε την θεία γνώση διατυπώνοντας «μόνη προφορά λόγων προς κάλλος απεξεσμένων», δηλαδή να προφέρουμε λόγους φτιαγμένους με καλλιέπεια, ούτε να ορίζουμε την αγαθή σύνεση με το να μιλάμε μόνον χωρίς να εφαρμόζουμε αυτά που λέμε, αλλά θα πρέπει η σύνεση να είναι εμποτισμένη με την διάθεση της ψυχής κατά την πράξη των αρετών! Οπότε, η σύνεση πρέπει με την πράξη να λαμπρύνη το φέγγος της γνώσεως, και με την γνώση να φαιδρύνη την ένταση της πράξεως, και έτσι ο φόβος πρέπει να συμβαδίζη με τον πόθο του Θεού. Ο άνθρωπος με τον φόβο του Θεού απέχει από το κακό και με την αγαθή σύνεση τελειοποιείται στην πράξη-εφαρμογή των εντολών.

Όποιος συνδέει την σύνεση μόνο με την απλή προφορά των θείων λόγων ομοιάζει με τον παπαγάλο (ψιττακό) που μιμείται τα ανθρώπινα λόγια, χωρίς να είναι άνθρωπος. Ο παπαγάλος, ενώ δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο στην φύση του, εν τούτοις από όλα τα πουλιά διδάσκεται και υποκρίνεται τα ανθρώπινα λόγια. Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο που μιμείται εξωτερικά τα λόγια των αληθινών συνετών –των αληθινών αγίων– με μια απλή εκφώνηση για να καταπλήξη αυτούς που τον ακούνε, «την δε της γνώσεως έξιν ουκ έχων τη πράξει των αρετών πεποιωμένην», δηλαδή δεν έχει την έξη της γνώσεως εμποτισμένη με την πράξη των αρετών.

Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας Φαρισαίος ή ψεκτός ιερεύς που υποκρίνεται, ενώ στερείται της σοφίας που υπάρχει στα έργα, και με την μεγάλη ιδέα του εαυτού του και την αλαζονεία της οιήσεως που τρέφει την υπερηφάνεια του νου του, ορθώνεται εναντίον του λόγου της αληθείας, αγνοώντας «ότι δαιμόνων θεολογία προδήλως η των επ’ αυτή δια φιλοδοξίαν μέγα φυσιώντων καθέστηκε δίχα πράξεως γνώσις». Με άλλα λόγια, είναι δαιμονική θεολογία αυτή που προέρχεται από τον άνθρωπο που κυριαρχείται από τα πάθη και δεν έχει αποκτήσει την γνώση μέσα από την πράξη, δηλαδή θεολογεί χωρίς την κάθαρση της καρδίας.

Με αυτόν τον λόγο ο άγιος Μάξιμος θέλει να τονίση ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι καρπός της καθάρσεως της καρδιάς από τα πάθη και αποτέλεσμα της εσωτερικής καθαρότητας, διαφορετικά ο άνθρωπος που προσπαθεί να θεολογή ομοιάζει με έναν παπαγάλο, που παριστάνει τον θεολόγο, παπαγαλίζοντας, ενώ κυριαρχείται από τα πάθη. Μια τέτοια θεολογία είναι δαιμονική, δηλαδή υπαγορεύεται από τους δαίμονας που ενεργούν με τα πάθη.

Στο τέλος της επιστολής του ο άγιος Μάξιμος καταλήγει ότι πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από κάθε ρύπο της σαρκός και του πνεύματος, να μη επιτρέπουμε να επαναστατή ο νόμος της σάρκας εναντίον του νόμου του πνεύματος και να μη περιορίζουμε την έκφραση του φόβου στην εξωτερική συμπεριφορά, αλλά να φροντίζουμε για την καταστολή «της εντός κατά ψυχήν καλής διαθέσεως», ώστε να αποφύγουμε «την μέλλουσαν του πυρός απειλήν». Έτσι, δεν πρέπει να ομιλούμε για την κόλαση και σε τι ακριβώς συνίσταται, αλλά θα πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε την μέλλουσα απειλή του πυρός της κολάσεως, με τον φόβο του Θεού.

Συγχρόνως, θα πρέπει να κατακοσμήσουμε τους εαυτούς μας με την αγαθή σύνεση κατά την πράξη των εντολών και «εμπράκτους τους θείους λόγους ποιήσωμεν», δηλαδή να κάνουμε τους λόγους μας έμπρακτους, να επιδιώκουμε την βίωση όλων των αρετών, ήτοι την χρηστότητα, την πραότητα, την μακροθυμία, την ανοχή σε όλα, την υπακοή, την ευχαρίστηση σε όσα συμβαίνουν, να δεχόμαστε τις θείες παραχωρήσεις της Πρόνοιας του Θεού με τις οποίες διευθύνει την ζωή μας προς το συμφέρον.

Στην εποχή μας πολλοί θεολογούν χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς την κάθαρση της καρδίας, τον φωτισμό του νου και την εμπειρία της θείας Χάριτος, αλλά με μόνο εφόδιο τις διανοητικές ικανότητες, την απομνημόνευση των χωρίων και τον στοχασμό, και έτσι ομοιάζουν με τον πίθηκο και τον παπαγάλο, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δηλαδή θεολογώντας πιθηκίζουν και παπαγαλίζουν, όταν το βάθος της καρδιάς είναι γεμάτο από τα πάθη. Αλλά μία τέτοια θεολογία που είναι ανεξάρτητη από την καθαρότητα της καρδίας, που πιθηκίζει και παπαγαλίζει, όσο κι αν φαίνεται ωραία, έξυπνη και στοχαστική, δεν ωφελεί την Εκκλησία. Η αληθινή θεολογία και η επίτευξη της σωτηρίας γίνεται με τον φόβο του Θεού, που καθαρίζει την καρδιά από τα πάθη, και την αγαθή σύνεση που κοσμεί τον άνθρωπο από αρετές.

Πάντως, μια θεολογία που έχει αποδεσμευθή από την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας είναι «δαιμόνων θεολογία», αφού ο στοχασμός και η φαντασία είναι καλός αγωγός σατανικής ενέργειας.–

πηγή

Η Εκκλησία ως πρόσκληση προς τα Έσχατα


Η Εκκλησία σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι κάτι το στατικό αλλά εξελίσσεται. Αυτό συμβαίνει γιατί πορεύεται διαρκώς προς τη Βασιλεία του Θεού. Ωστόσο, όλη αυτή η εξέλιξη δεν γίνεται από κάπου έξω απ’ τον κόσμο, την ιστορία και μάλιστα με τρόπο μαγικό. Αντιθέτως, η Εκκλησία πορεύεται με διάλογο προς τον κόσμο, τον οποίο προσκαλεί να γίνει Βασιλεία. Ωστόσο, οι δυνατοί τρόποι σχέσεως της Εκκλησίας με την ιστορία και τη Βασιλεία είναι του «απόκοσμου», του «εκκοσμικευμένου» και του «εγκόσμιου».
Τον τελευταίο τρόπο συσχέτισης της Εκκλησίας με την ιστορία προκρίνει ως ορθόδοξο στην εκκλησιολογία του ο Θανάση Παπαθανασίου. Καταδικάζοντας τόσο την εσωστρέφεια όσο και την εκκοσμίκευση κάνει λόγο για μια Εκκλησία η οποία γίνεται όταν ανοίγεται προς τον κόσμο πορευόμενη μέχρι τη Βασιλεία. Μπορεί να φαίνεται περίεργο ωστόσο, η πρόγευση της Βασιλείας μέσα στην Εκκλησία την καθιστά ανοιχτή και εξελίξιμη προς τον κόσμο.
Πρόβλημα όμως υπάρχει για την έννοια του ρήματος γίνεται από τη ρήση του τίτλου του βιβλίου του Θανάση Παπαθανασίου : Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Δηλαδή η Εκκλησία δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση και οφείλει συνεχώς να πραγματώνεται; Μια σειρά από Θεολογικά επιχειρήματα αλλά και παραθέματα από την βιβλική παράδοση προσπαθούν να τεκμηριώσουν την αδιάκοπη εξέλιξη της Εκκλησίας. Όμως δυσκολία υπάρχει και στην κατανόηση του ρήματος ανοίγεται.
Ο Θανάσης Παπαθανασίου αναφέρει στο παραπάνω βιβλίο τόσο το γιατί πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται στον κόσμο όσο και τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να ανοίγεται. Το γιατί, λίγο ως πολύ φαίνεται να είναι αυτονόητο στο βιβλίο. Αυτό το οποίο έχει μεγάλη σημασία για τον Θανάση Παπαθανασίου είναι το πώς πρέπει να ανοίγεται. Και γι αυτό το πώς, προτείνει μια σειρά από τρόπους, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν την Εκκλησία να ανοίγεται στον κόσμο ξεπερνώντας κινδύνους και εμπόδια. Αυτά αφορούν όχι μόνο την ιεραποστολή της Εκκλησίας αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Σύμφωνα με την άποψη του Κωνσταντίνου Αγόρα τρεις είναι οι δυνατοί τρόποι σχέσης της Εκκλησίας με τον κόσμος : ο «απόκοσμος», ο «εκκοσμικευμένος» και ο «εγκόσμιος». Βεβαία σ’ όλους αυτούς τους τρόπους σημαντικό ρόλο παίζει η θεώρηση της Βασιλείας. Αν η ιστορία είναι το αλεύρι, η Εκκλησία είναι το προζύμι και η Βασιλεία είναι η ζυμωμένη ζύμη, τότε «απόκοσμο» γίνεται το προζύμη όταν δεν ανακατευτεί με το αλεύρι. Αντιθέτως «εκκοσμικευμένο» γίνεται το προζύμι όταν μετατραπεί σε αλεύρι. Ενώ «εγκόσμιο» γίνεται το προζύμη όταν ανακατεύεται βαθιά με το αλεύρι με στόχο την δημιουργία ζυμαριού δηλαδή Βασιλείας.Αυτή την παράσταση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντίνος Αγόρας για να δηλώσει τις σχέσεις κόσμου, Εκκλησίας, Βασιλείας.
Το απόκοσμο της Εκκλησίας έχει ως συνέπειες ένα ελιτισμό στις τάξεις της. Κυριαρχεί η τάξη του αυτοδοξασμού και της αυτάρκειας. Η σωτηρία έχει χαρακτήρα σακραμενταλιστικό και η Εκκλησία αποκτά καθιδρυματικό χαρακτήρα μιας και η παρουσία του Πνεύματος παύει να πνέει. Η ιεροσύνη γίνεται εξουσιαστικού τύπου έχοντας ως όνειρο τον ολοκληρωτισμό. Αυτές τις παραμέτρους καταδικάζει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα τα Πτερόεντα δώρα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς άγγελος Κυρίου κατέβηκε στην γη για να μοιράσει θεϊκά δώρα. Αφού θεώρησε ανάξιους της δωρεάς του τους ανθρώπους της πόλης, πήγε σε μια Εκκλησία όπου «καί εἰς το βάθος ἀντίκρυσεν ἔνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καί μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμούς καί ἐπιτηδευμένας κινήσεις…» φεύγοντας και από εκεί δυσαρεστημένος.
Κατά την εκκοσμικευμένη μορφή της Εκκλησίας, η ιστορία προσπαθεί να θεωθεί μόνη της χωρίς την παρουσία του Θεού. Πρόκειται για μια ατομοκρατική κατά βάση λειτουργία, η οποία κάνει την Εκκλησία να χάνει τον προσανατολισμό της και να μένει στατική στην ιστορία. Ειδικότερα στην δυτική χριστιανοσύνη εξαιτίας του χριστομονισμού η Εκκλησία ταυτίστηκε με την ιστορία με αποτέλεσμα την έντονη εκκοσμίκευση της. Η Βασιλεία δεν δίνει νόημα στην ιστορία αλλά αποτελεί το χρονικό τέλος της. Και σ’ αυτήν την περίπτωση το Πνεύμα δεν παραμερίζεται και η Εκκλησία γίνεται καθίδρυμα. Επίσης, χάνεται το εσχατολογικό ήθος με αποτέλεσμα να εισέρχονται στην Εκκλησία εγκοσμιοκρατικού χαρακτήρα συμπεριφορές, όπως είναι ο ευσεβισμός, η ατομοκρατία και ο οφελισμός.
Αντιθέτως, κατά τον εγκόσμιο τρόπο σχέσης της Εκκλησίας με την ιστορία η παρουσία του Πνεύματος είναι συνεχής. Η Εκκλησία αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και διαλέγεται μαζί του. Τον προσκαλεί να γίνει και αυτός Βασιλεία. Βεβαίως, αυτό σημαίνει ότι τον κρίνει και έρχεται σε ρήξη με τα στοιχεία εκείνα, τα οποία τον οδηγούν στη φθορά. Η Βασιλεία εισέρχεται στην ιστορία δια της Εκκλησίας. Αυτή την άποψη φαίνεται ότι προκρίνει ως ορθόδοξη ο Θανάσης Παπαθανασίου σε σχέση με τις εκκλησιαστικές του απόψεις, όπως θα γίνει φανερό από την ανάλυση της εκκλησιολογίας του, η οποία ακολουθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Για τον Θανάση Παπαθανασίου η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνεται έξω από τον κόσμο γιατί δεν είναι μια ιδεαλιστική φιλοσοφία. Άλλωστε στόχος της Εκκλησίας είναι η μεταμόρφωση της κτίσης και η ένωσή της με το Θεό. Η ίδια η μεταμόρφωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν έχει ως υλικό της την ιστορία και ως προορισμό της και προπομπό της τα Έσχατα. Γι’ αυτό και ο Θανάσης Παπαθανασίου από την αρχή του βιβλίου του Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται τονίζει ότι η Εκκλησία πρέπει να διακινδυνεύει στα πελάγη των πολιτισμών. Στην αντίθετη περίπτωση, στην οποία η Εκκλησία περιορίζεται σε έναν τόπο ή πολιτισμό αυτομάτως εγκλείεται και περιέρχεται στη φθορά.
Έχοντας οικουμενικό χαρακτήρα η Εκκλησία αναφέρεται και μετέχει όλης της κτίσης. Ο ίδιος ο τριαδικός Θεός ενεργεί και οικονομεί μέσα στην ιστορία και για την ιστορία. Γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος στον χριστιανισμό για χωρισμό μεταξύ ιερού και βέβηλου. Η Εκκλησία δηλαδή δεν είναι το ιερό, το οποίο καθαγιάζει το βέβηλο, το οποίο είναι η κτίση. Απεναντίας, Εκκλησία και κόσμος είναι από το ίδιο υλικό, την ίδια ουσία σύμφωνα με τον Θανάση Παπαθανασίου και ο μόνος διαχωρισμός μεταξύ τους έχει να κάνει με τον προσανατολισμό και την επιλογή της Εκκλησίας σε σχέση με την κτίση.Χάρη στον προσανατολισμό προς το Θεό και τη Βασιλεία, η Εκκλησία θεωρείται το μέρος εκείνο του κόσμου, το οποίο έχει ανταποκριθεί στην θεία πρόκληση.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το υπόλοιπο μέρος της κτίσης δεν μπορεί να φτάσει και αυτό σε κοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ακόμη και ο δαιμονικός κόσμος, δηλαδή το τραυματισμένο μέρος της ιστορίας μπορεί να γίνει δυνάμει Εκκλησία και να μεταμορφωθεί. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αλλαγή νοείται και πορεία προς το Θεό, η οποία λαμβάνει ύπαρξη μόνο με την ελεύθερη συνέργια των μελών του κόσμου και σε καμία περίπτωση εξαναγκαστικά. Επομένως η Εκκλησία δεν πρέπει να επιβάλλει αλλά να προσκαλεί και να διακονεί το υπόλοιπο μέρος της κτίσης αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό σε κοινωνία με τον Θεό.
Έχοντας η ίδια τη μαρτυρία της Ανάστασης οφείλει να την μεταδώσει σε όλη την κτίση. Η ιδιότητα του χριστιανισμού, η μετοχή στην Ανάσταση και η μαρτυρία της συνυφαίνονται αχώριστα.Επομένως το ευαγγελικό μήνυμα η Εκκλησία δεν το κρατάει για τον εαυτό της αλλά αντιθέτως το μεταδίδει αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμος. Μέχρι την επερχόμενη Βασιλεία η Εκκλησία οφείλει να προσκαλεί την κτίση να μετάσχει στη Βασιλεία. Όπως το ίδιο κάνει και ο Θεός. Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρήξη με την φθορά και το θάνατο και τις δυνάμεις οι οποίες οδηγούν την κτίση προς το μηδενισμό.
Η μαρτυρία της Εκκλησίας και η αγάπη αναφέρονται σ’ όλο τον κόσμο αλλά κυρίως στο μέρος εκείνο το οποίο είναι άρρωστο. Γι’ αυτό και ο Θανάσης Παπαθανασίου δίνει το παράδειγμα του αββά Αγάθωνα από το μοναχισμό της αιγυπτιακής ερήμου. Ο Αγάθων φλέγονταν από τέτοια αγάπη ώστε ήταν πρόθυμος να βρει κάποιον λεπρό για να ανταλλάξει το σώμα του με το δικό του. Επομένως, η Εκκλησία λειτουργεί ως ιατρείο, το οποίο απαλλάσσει τον κόσμο από κάθε ασθένεια. Ταυτόχρονα καταξιώνει και αγιάζει κάθε μέρος του κόσμου ιερό και μη. Ως προς το τελευταίο ο Θανάσης Παπαθανασίου δίνει και άλλο ένα επιχείρημα.
Στην σημιτική και μεσοποταμική παράδοση η έρημος θεωρούνταν ως τόπος κατοικίας του κακού, το βασίλειο των δαιμόνων. Οι ασκητές και οι αναχωρητές οι οποίοι πήγαιναν εκεί έδιναν μάχη με τις δαιμονικές δυνάμεις. Στόχος ήταν η κάθαρση της μολυσμένης κτίσης και όχι η απόρριψη της. Η πολεμική αυτή ήταν κατά βάση άρνηση από την πλευρά των αναχωρητών ένα μέρος της κτίσης να πάει προς τη φθορά και το μηδέν. Πρώτος εισβολέας της ερήμου υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος συγκρούστηκε με την φθορά και τον διάβολο. Το ίδιο παράδειγμα καλείται να ακολουθεί η Εκκλησία κάθε φορά την οποία συναντά τόπο έρημο. Ο τελευταίος μπορεί να είναι κάθε οδύνη, κάθε εξανδραποδισμός και κάθε εξάτμιση της αγάπης.
Ωστόσο, η κτίση καταξιώνεται περισσότερο με την συμμετοχή της στη Θεία Ευχαριστία. Στο μυστήριο αυτό ο κόσμος μεταμορφώνεται σε κοινωνία με Θεό αποτελώντας κήρυκα της μέλλουσας Βασιλείας. Η Λειτουργία είναι «φάρμακο της αθανασίας» γιατί με την αποδοχή και κατάφαση προς τον κόσμο αντιφάσκει προς τη φθορά του. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Καβάσιλα ο άρτος και ο οίνος δεν είναι απλές τροφές, τις οποίες προσφέρουμε στο Θεό. Αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, είναι στοιχεία του ανθρώπινου πολιτισμού.Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολιτισμός μπορεί να προσφερθεί στο Θεό και κατά συνέπεια να αγιαστεί.
Επίσης, η Εκκλησία οφείλει να γίνει μάρτυρας και διάκονος του κόσμου καθώς η ίδια προγεύεται τη μέλλουσα Βασιλεία. Με την Θεία Ευχαριστία προεικονίζεται η Βασιλεία, γίνεται δυνατή η θέωση του ανθρώπου εν τόπω και χρόνω, πραγματοποιείται η συμπαντική συμφιλίωση και επέρχεται η νίκη κατά της φθοράς. Ωστόσο, όλη αυτή η ενέργεια δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα αν δεν ανοιχτεί στην κτίση, καθώς μόνο σ’ αυτήν μπορεί να εφαρμοστεί η «κενωτική» νίκη κατά του μηδενισμού. Και μόνο έτσι μπορεί να προκόβει η σάρκωση όπως την προσδιόρισε ο Μάξιμος Ομολογητής.
Η ίδια η ζωή των χριστιανών αποτελεί μαρτυρία και παράδειγμα προς μίμηση. Ο αγγελικός βίος τον οποίο διαβιούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, αποτελεί για τον Ιωάννη Χρυσόστομο τον πιο σπουδαίο τρόπο ιεραποστολής, ανώτερο και από τα θαύματα. Οι πιστοί στην πρώτη εκκλησία των Ιεροσολύμων «είχαν μια καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δε θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντα του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά. Δίνονταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και ζούσαν βίο αγγελικό. Αν γίνει αυτό σήμερα, θα μεταστρέφουμε στη χριστιανική πίστη ολόκληρη την οικουμένη, ακόμα και χωρίς θαύμα». Επομένως, όσοι προγεύονται τα Έσχατα, θα πρέπει σε κάθε εποχή να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους και όχι προς αποφυγή.
Σύμφωνα με την εκκλησιολογία του Θανάση Παπαθανασίου η Εκκλησία δεν είναι κάτι το στατικό αλλά γίνεται κάθε φορά που ανοίγεται στον κόσμο και την Βασιλεία. Το ρήμα γίνεται, στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι υπάρχει μέλλον, υπάρχει εξέλιξη και τίποτα δεν είναι ακόμη οριστικό και τελεσίδικο. Αυτό συμβαίνει γιατί το οριστικό στην ορθόδοξη πνευματικότητα ταυτίζεται με την έλευση των Εσχάτων, της Βασιλείας του Θεού. Έτσι ούτε η ιστορία έχει φτάσει στην πηγή της ούτε η Εκκλησία είναι η Βασιλεία. Επομένως, εφόσον η Εκκλησία βρίσκεται ακόμη μέσα στην ιστορία, πορεύεται οδοιπορεί μέχρι την Βασιλεία.
Επιπλέον το ρήμα γίνεται παρουσιάζει την ίδια την ουσία της Εκκλησίας, προβάλλει τον εαυτό της. Η Εκκλησία δεν είναι ένα καθίδρυμα το οποίο μοιράζει την θεία χάρη στην κτίση και τα μέλη της έχουν ήδη φτάσει στη σωτηρία. Σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν αρκετή η εισαγωγή των μελών στην Εκκλησία με το βάπτισμα και τίποτα παραπέρα. Όμως το βάπτισμα εδώ αποτελεί το ίδιο διαβατήριο, το οποίο αποτελούσε στα χρόνια του χριστού η περιτομή. Αντιθέτως, κάθε φορά η Εκκλησία γίνεται όταν τα μέλη της γίνονται σώμα Χριστού και κοινωνούν με το Θεό αλλά και μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει άνοιγμα και προς τους άλλους, προς όλη την κτίση δηλαδή και αυτή είναι η λειτουργία της Εκκλησίας, διάλογος με την κτίση με στόχο η τελευταία να γίνει Βασιλεία.
Συγχρόνως είναι και μια επανεύρεση του εαυτού της για την Εκκλησία, γιατί με το να γίνεται έρχεται πιο κοντά στην τελείωση, η οποία θα είναι ακόρεστη κατά τη Βασιλεία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί η ιστορική έλευση της Εκκλησίας. Κάθε στιγμή της είναι και ένα σπουδαίο βήμα προς τα Έσχατα. Κάθε φορά που πραγματώνεται είναι και ένα πλησίασμα και μία μαρτυρία της Βασιλείας. Γι’ αυτό το λόγο στα βιβλικά και πατερικά μνημεία της παράδοση γίνεται λόγος για φάσεις της Εκκλησίας.Η Εκκλησία αρχίζει με την δημιουργία και πορεύεται μέχρι τη Βασιλεία.
Επειδή η Εκκλησία γίνεται, εξελίσσεται στην ιστορία, τα διάφορα σχήματα τα οποία παίρνει μέσα στην ιστορία είναι προσωρινά. Γι’ αυτό και η οργάνωση της βρίσκεται και αυτή σε διαρκή εξέλιξη και ανανέωση. Άλλα τα σημερινά οργανωτικά σχήματα και διαφορετικά αυτά της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία εκκοσμικεύεται μεταβάλλοντας τα οργανωτικά της σχήματα αλλά αντιθέτως, είναι αναγκαίο να ενδύεται την ιστορία για να μπορεί να προσκαλεί την κτίση να γίνει Βασιλεία. Μέσα σ’ αυτήν την οπτική δεν μπορεί να υπάρξει μια γλώσσα ιερή αλλά τον Θεό μπορεί ο καθένας να τον επικαλείται σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Άλλωστε, η Εκκλησία δεν πραγματώνεται από μόνη της αλλά χάρη στη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό συνέχει το όλον της Εκκλησίας και συγκροτεί το θεσμό της. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα φυλακίζεται μέσα στο θεσμό αυτόν, αλλά αντίθετα μπορεί να πνέει παντού και να χαριτώνει κάθε μέρος της κτίσης. Η ίδια η δράση του στην Εκκλησία δεν είναι στατική, αλλά στην ορθόδοξη λατρεία προσκαλείται σε κάθε λειτουργία από την κοινότητα των πιστών.Και αυτό συμβαίνει γιατί κάθε φορά που το Πνεύμα πνέει υπάρχει και μια νέα δράση του και όχι ανάμνηση μιας προηγούμενης. Αυτή η κάθε φορά και νέα δράση αποτελεί και καινούργια πραγμάτωση της Εκκλησίας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η Εκκλησία βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη μέχρι και τη Βασιλεία. Για τον Θανάση Παπαθανασίου αυτή η εξέλιξη είναι αδιανόητη χωρίς το άνοιγμα της Εκκλησίας προς το σύμπαν. Αυτό συμβαίνει γιατί η ίδια η Βασιλεία, η οποία προγεύεται και μαρτυρείται στην Εκκλησία (Ο Ιωάννης Ζηζιούλας χρησιμοποιεί τον όρο «εικονολογική Οντολογία» γι’ αυτήν τη μαρτυρία) είναι συμπαντική συμφιλίωση και σωτηρία. Η εικόνα μιας πολυεθνικής σύναξης χρησιμοποιείται συχνά στη Γραφή για να σημάνει την μελλούμενη τελική ανταπόκριση της ανθρωπότητας στην πρόσκληση του Θεού για θέωση.
Ο Θανάσης Παπαθανασίου ταυτίζει την καθολικότητα της Εκκλησίας με το ιεραποστολικό έργο της. Ονομάζεται καθολική επειδή ανοίγεται σε όλο τον κόσμο, διδάσκει και καθοδηγεί κάθε ανθρώπινη φυλή και κάθε μέρος του κόσμου. Γι’ αυτό για την Εκκλησία «τόπος μικρός, τόπος κακός» καθώς η εσωστρέφεια ενέχει τον κίνδυνο του αυτοδοξασμού και του εθνικισμού. Η τοπικότητα είναι νόμιμη μόνο αν συνυφαίνεται με την οικουμενικότητα, αλλιώς οδηγεί σε αυταρέσκεια την τοπική Εκκλησία η οποία νομίζει ότι επειδή αποτελεί Εκκλησία είναι της Εκκλησίας.
Επιπλέον για να διαφωτίσει το γιατί της ιεραποστολής ο Θανάσης Παπαθανασίου χρησιμοποιεί επιχειρήματα από την ίδια τη διδασκαλία του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός έδωσε την εντολή στους μαθητές του να πορευτούν προς πάντες και παντού. «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη».Επίσης κατά τη διάρκεια της νίψης των ποδιών των μαθητών οι τελευταίοι καλούνται να διακονήσουν τον κόσμο. «καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν καί ὑμεῖς ποιείτε». Μ’ αυτόν τον τρόπο αποστολή και διακονία συνδέονται μέσα στον κόσμο και πραγματώνονται μόνο μέσα από την αγαπητική σχέση με τους συνανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής και φύλου.
Βεβαίως πριν την εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» τα βιβλικά κείμενα αναφέρουν μια άλλη ιεραποστολή, η οποία έχει σπουδαία σημασία για να γίνει κατανοητό το άνοιγμα της Εκκλησίας προς τον κόσμο. Πρόκειται για την εντολή του Χριστού προς της γυναίκες, οι οποίες τον συνάντησαν μετά την Ανάσταση να μεταφέρουν την είδηση της Ανάστασης στους μαθητές και να τους ειδοποιήσουν ότι σύντομα θα τους συναντούσε. Για τον Θανάση Παπαθανασίου το γεγονός έχει μεγάλη σημασία γιατί όποιος γίνεται μάρτυρας του Ευαγγελίου, της Ανάστασης του Χριστού αυτομάτως γίνεται απόστολος του Αναστάντος στην κτίση άπασα. Αυτό αυτονόητα είναι και το χρέος της Εκκλησίας.
Πέρα από το γιατί πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται, το οποίο τόσο για την Ορθόδοξη πνευματικότητα όσο και για τον Θανάση Παπαθανασίου είναι δεδομένο και αναγκαστικό, τον τελευταίο τον απασχολεί έντονα και το πώς πρέπει να γίνεται ιεραποστολή. Το να ανοιχτεί η Εκκλησία προς τον κόσμο κρύβει πολλούς κινδύνους καθώς το άνοιγμα μπορεί να πάρει διάσταση ιμπερεαλιστική. Δεν μπορεί να γίνεται με τη μορφή αυτοκρατορίας, να επιβάλλεται δηλαδή εξουσιαστικά προς όλους. Επίσης δεν μπορεί να γίνεται με τη μορφή Μάρκετινγκ για να προσηλυτίζει πιστούς με έναν γλυκότερο τρόπο.Τέλος δεν πρέπει να λαμβάνει διαστάσεις εθνικισμού, αφού ακόμη και στο χριστιανισμό δεν υπάρχει ένας «χριστιανισμός» αλλά διάφορα ρεύματα και φυσικά δεν υπάρχουν ληξίαρχοι σωζομένων.
Αντιθέτως, η Εκκλησία οφείλει να διαλέγεται με τον κόσμο και να προσκαλεί το μέρος εκείνο του κόσμου, το οποίο τείνει προς το μηδέν, για να γίνει Βασιλεία. Διάλογος σημαίνει και κριτική κυρίως των στοιχείων τα οποία οδηγούν στο θάνατο. Το άνοιγμα της Εκκλησίας κατανοείται ως μια συμφιλίωση συμπαντική η οποία πραγματοποιείται με αυτοκριτική και μετάνοια σε κάθε επίπεδο (προσωπικό, θεολογικό, κοινωνικό, οικονομικό). Ιεραποστολή χρειάζονται και οι φερόμενοι ως Ευαγγελιστές. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τον Θανάση Παπαθανασίου γιατί η Εκκλησία μπορεί και βρίσκει τον ίδιο της τον εαυτό. Και συμβαίνει όταν υπάρχει αυταπάρνηση και κένωση του εγώ και συγχρόνως αγαπητική σχέση με τον άλλο.
Στον σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης και του διαδικτύου οι προκλήσεις για διάλογο και άνοιγμα της Εκκλησίας είναι πάρα πολλές. Γνώμονας πρέπει να είναι ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου και της ελευθερίας του. Θα πρέπει να αναζητείται η ομοψυχία στην πολυφωνία και όχι η ομοιομορφία των πολιτισμών. Γεγονός είναι ότι η αλήθεια του Χριστού μπορεί να ενσωματωθεί σε περισσότερα από ένα γλωσσικά πολιτιστικά συστήματα. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια πρέπει να κατανοηθεί και η πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για πνευματική οικουμενικότητα. Αποτελεί την χριστιανική παγκοσμιοποίηση και βασίζεται στην αγάπη και τον συνάνθρωπο και στον σεβασμό της ελευθερίας του.
Επιπλέον, για τον Οικουμενικό Πατριάρχη η παγκοσμιοποίηση ως μέσον ομογενοποίησης της ανθρωπότητας, επιρροής των μαζών και δημιουργίας ενός ενοποιημένου και μοναδικού τρόπου σκέψης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η Εκκλησία οφείλει να σταθεί απέναντι σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης του ανθρώπου. Γι’ αυτό θα πρέπει να εναντιώνεται σε κάθε μορφή εξουσίας, η οποία καταπιέζει την ανθρωπότητα. Οφείλει να μη ξεπερνάει αυτό το θέμα υποκριτικά αλλά να αντιστέκεται διαχρονικά. Ωστόσο, η στάση αυτή δεν θα πρέπει να εμπεριέχει μόνο άρνηση αλλά και κριτική δημιουργικότητα όπως προτείνει ο Θανάσης Παπαθανασίου.
Κριτική δημιουργικότητα σημαίνει πως το παρελθόν της Εκκλησίας δεν αποτελεί το κυρίαρχο δομικό στοιχείο της. Ο εκάστοτε πολιτισμός θα πρέπει να είναι το υλικό μέσο από το οποίο φανερώνεται ο Θεός στους ανθρώπους.Ωστόσο, η Εκκλησία έχει ως αποστολή και την κριτική των πολιτισμών.Αυτό σημαίνει ότι στοιχεία όπως ο κατακερματισμός ή ο ολοκληρωτισμός θα πρέπει να καταδικάζονται και να ενισχύεται η ειρηνική συνύπαρξη και η κοινωνική δικαιοσύνη. Άλλωστε τίποτε στον χριστιανισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αγάπη και αδελφοσύνη. Ο ίδιος ο Θεός αγάπη δεν είναι;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια ιδεαλιστική φιλοσοφία η οποία πραγματεύεται θεωρίες έξω από τον κόσμο και την ιστορία. Αντιθέτως, η Εκκλησία μετέχοντας η ίδια στην κτίση την προσκαλεί κάθε φορά να ενωθεί με το Θεό, να γίνει Βασιλεία. Την προσκαλεί όχι βίαια ή εξαναγκαστικά αλλά ερχόμενη σε διάλογο μαζί της. Αυτό σημαίνει συνάντηση των δύο και μάλιστα απ’ την πλευρά της Εκκλησίας γίνεται με πνεύμα κριτικό.
Η Εκκλησία δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση αλλά γίνεται, πραγματώνεται κάθε φορά που ανοίγεται στην ιστορία. Και επειδή πορεύεται στην ιστορία δεν θα πρέπει να εγκλείεται σε συγκεκριμένα οργανωτικά σχήματα. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται καθίδρυμα χάνοντας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το τελευταίο κάθε φορά που γίνεται η επίκληση του, δρα μέσα στην Εκκλησία με τρόπο καινό και όχι ως μια ανάμνηση της παλαιότερης δράσης του.
Αν και το γιατί της ιεραποστολής φαίνεται κάπως αυτονόητο στην ορθόδοξη πνευματικότητα, το πώς είναι το ζητούμενο. Δεν υπάρχει μια και μοναδική συνταγή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται προς τον κόσμο. Άλλωστε η πολυμορφία του τελευταίου δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν όμως αξίες, όπως ο σεβασμός του ανθρώπου ως προσώπου και της ελευθερίας του, η κενωτική αγάπη προς όλους, οι οποίες αποτελούν διαχρονικούς άξονες για την πόρευση της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.
Ο σύγχρονος πλουραλιστικός κόσμος αποτελεί πρόκληση για την Εκκλησία. Καθώς ανοίγονται νέοι δρόμοι και νέες εξελίξεις στις οποίες η Εκκλησία καλείται να μαρτυρήσει την Ανάσταση του Χριστού και τη δυνατότητα νίκης του θανάτου. Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι στο περιθώριο της ιστορίας αλλά στο κέντρο των εξελίξεων, καθώς η μαρτυρία της αποτελεί μια διαφορετική πρόταση για την ιστορία.
Το διαφορετικό αυτό στοιχείο προέρχεται από τα Έσχατα, τα οποία νοηματοδοτούν την ίδια την Εκκλησία. Εφόσον η Βασιλεία θα είναι η μελλοντική συμπαντική συμφιλίωση η Εκκλησία, η οποία την προγεύεται από τώρα, οφείλει να προσπαθεί να την εφαρμόσει στην ιστορία. Έτσι στη θέση της παγκοσμιοποίησης, η οποία για οικονομικούς λόγους πολτοποιεί τους ανθρώπους, η Εκκλησία προτείνει μια οικουμενική κοινωνία αγάπης.

XAΡΥ ΚΛΥΝΝ "ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΛΑΝΕ ΝΑ ΠΑΝΕ ΦΥΛΑΚΗ ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΠΕΣΟΥΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΘΑ ΤΟΥΣ ΒΓΑΛΕΙ ΛΟΥΡΙΔΕΣ"


 
 


Ο Χάρυ Κλυνν μίλησε για τους δωσίλογους πολιτικούς της χώρας μας, που συναίνεσαν ή συναινούν στα μνημόνιο της τρόικας, με ιδιαίτερα σκληρές εκφράσεις .

Με χαρακτηρισμούς όπως "καθίκια" "ολετήρες" και "βιαστές της Ελλάδας", ο γνωστός κωμικός τους συμβουλεύει να εύχονται να πάνε φυλακή και να μην πέσουν στα χέρια του λαού.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο ο γνωστός κωμικός  μιλώντας στην τηελόραση του ΑΝΤ:
"Αν είχα τη βιολογική δύναμη, γιατί είμαι και κάπως μεγάλος στην ηλικία, θα μπορούσα να προβώ στη μεγαλύτερη ακρότητα χωρίς να απολογηθώ. Θα έδινα και την ίδια μου της ζωή. Γιατί τι νόημα έχει να ζω εγώ και ο διπλανός μου άνθρωπος να πεθαίνει και το νέο παιδί να πάει στο σχολείο και να λιποθυμά και να μην έχει να φάει. Η φτώχεια και η δυστυχία να πλανάται στα ελληνικά σπίτι. Έχει κανένα νόημα να ζω εγώ; Για το τομάρι το δικό μου δηλαδή;

Εμένα δεν με ενδιαφέρει τι θα κάνουν οι κύριοι αυτοί. Εμένα με ενδιαφέρει όσο γίνεται πιο γρήγορα να δεχτούν τη τιμωρία του ελληνικού λαού. Αυτοί οι αλαζόνες πίστευαν ποτέ ότι ο Σαντάμ Χουσείν ι θα είχε αυτό το τέλος που είχε;

Πίστευε ποτέ ο Καντάφι ότι θα είχε αυτό το τέλος που είχε; Για αυτό να εύχονται όλα αυτά τα καθίκια, οι ολετήρες και βιαστές της Ελλάδας, να πάνε φυλακή για να μην πέσουν στα "χέρια" του λαού. Γιατί αν πέσουν στα χέρια του ελληνικού λαού θα τους βγάλουν λουρίδες."
Μάλιστα αποκάλυψε ότι δέχεται απειλητικά σημειώματα και mail αλλά όπως είπε δεν δίνει σημασία και δεν φοβάται κανέναν, αλλά θα συνεχίσει να αγωνίζεται μέχρι το τέλος.

Ο Γ. Χρυσόστομος του Αγίου Γεράσιμου του Ιορδανίτου για όσα συμβαίνουν (31/5/13)

Γιατί ο Χριστός μας γνωστοποίησε τα σημεία των καιρών;


Ο ίδιος ο Κύριος στον εσχατολογικό του λόγο έδωσε το στίγμα της πορείας που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι Χριστιανοί στο θέμα της αναμονής των εσχάτων και της εξέτασης των σημείων των καιρών: « Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. Ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλός, καὶ τὰ φύλλα ἐκφύη, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος. Οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις ». Σε άλλο σημείο κατέκρινε τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους που δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τα σημεία των καιρών. « Ὁψίας γενομένης λέγετε, εὐδία, πυρράζει γὰρ ὁ οὐρανός, καὶ πρωΐ, σήμερον χειμών, πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός. Ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι; ». Η εξέταση των σημείων των καιρών λοιπόν είναι επιταγή του Κυρίου. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, οι Ιουδαίοι « τὸ μέγιστον σφάλμα ἐσφάλησαν », ακριβώς, επειδή δεν εξέταζαν τα σημεία των καιρών. Αν εξέταζαν τα σημεία των καιρών, δεν θα είχαν απορρίψει τον Ιησού Χριστό και δεν θα επρόκειτο να προσκυνήσουν στο μέλλον τον Αντίχριστο.

Υπάρχει μια σειρά από λόγους, για τους οποίους μας δόθηκαν τα σημεία των καιρών. Κατ’ αρχήν, για να είμαστε προετοιμασμένοι, ώστε, όταν συμβαίνουν, να τηρούμε τη σωστή στάση, αλλά και για να μην τα βλέπουμε σαν παράξενα και ταραζόμαστε. Επίσης, για να γρηγορούμε· « ἵνα μὴ τῇ κραιπάλῃ καὶ τῇ μέθῃ καὶ τῇ παντοίᾳ φαντασίᾳ καὶ ἡδονῇ τοῦ βίου ἀπατηθέντες καὶ μείζονα τὰ πρόσκαιρα καὶ ἐπίγεια καὶ εὔφθαρτα νομίσαντες τῶν ἀϊδίων καὶ ἀφθάρτων καὶ ἀκηράτων ἀγαθῶν, ἀπονυστάξαντες ἐκπέσωμεν τῆς αἰωνίου ζωῆς », γράφει ο Άγιος Ιππόλυτος. Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, μιλώντας για την Β΄ Παρουσία, σημειώνει: « Λέω αυτά τα πράγματα, φίλτατοι, γι’ αυτό το λόγο, ώστε οι διάνοιές σας να γρηγορούν και να επαγρυπνούν, και να μην πέσουν στην αμέλεια από μια αίσθηση ασφάλειας και κοιμηθούν από την άγνοια. Ας τις κάνει ο φόβος πάντα άγρυπνες, και η εγρήγορση ας τις ενδυναμώσει στα αγαθά έργα… ». Ακόμη, η γνώση των σημείων των καιρών δόθηκε και για να μη μετακινηθούμε από την πίστη· « ἵνα κατὰ πάντα ἑδραίως ἐστὼς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐν μηδενὶ βαμβαίνων τῷ νοΐ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τῷ Θεῷ πιστεῦσαι δυνηθῇ », γράφει ο Άγιος Ιππόλυτος. Η γνώση όσων πρόκειται να συμβούν θα βοηθήσει τους ανθρώπους να μείνουν σταθεροί και εδραίοι.
Κατά τον Άγιο Κύριλλο οφείλουμε να γνωρίζουμε τα σημεία της συντελείας. Και αυτό, για να μην πλανηθούμε και, περιμένοντας τον Χριστό, λατρεύσουμε τον Αντίχριστο. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η εξέταση των σημείων των καιρών. Από θεία έμπνευση και οικονομία κινήθηκαν οι Απόστολοι και ρώτησαν τον Χριστό για την Β΄ Παρουσία. Η απάντηση-προτροπή  του Κυρίου προς τους Αποστόλους: « Βλέπετε μὴ τὶς ἡμᾶς πλανήσῃ », αφορά άμεσα και τους Χριστιανούς κάθε εποχής. Και προτρέπει ο ιερός Πατήρ: « Βλέπε σύ, τίνα μὲν γέγονεν ἤδη, τίνα δὲ ἔτι λείπει, καὶ ἀσφαλίζου σεαυτόν ».
Σε άλλο σημείο του λόγου του ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων προτρέπει τους Χριστιανούς να « ασφαλίζουν » με τη γνώση των σημείων της συντελείας όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά και όσους βρίσκονται κοντά σε αυτούς, τους πλησίον τους. « Ἀσφάλιζε τοίνυν σεαυτόν, ἄνθρωπε. Ἔχεις τὰ σημεῖα τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ μὴ μόνος μνημόνευε τούτων, ἀλλὰ καὶ ἀφθόνως πᾶσι μεταδίδου. Εἰ τέκνον ἔχεις κατὰ σάρκα, τοῦτο ἤδη νουθέτει. Καὶ εἰ διὰ κατηχήσεως ἐγέννησάς τινα, καὶ τοῦτον προασφαλίζου, ἵνα μὴ τὸν ψευδῆ δέξηται ὡς ἀληθῆ… ἀσφαλιζώμεθα ». Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, επανειλημμένα, επισημαίνει την ανάγκη γνώσης των σημείων της συντελείας από πλευράς των Χριστιανών. Σε άλλα σημεία του έργου του διδάσκει: « Βλέπε τοίνυν σεαυτόν, ἄνθρωπε, καὶ ἀσφαλίζου τὴν ψυχήν. Διαμαρτύρεταί σε ἡ Ἐκκλησία νῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, προδιαλέγεταί σοι τὰ περὶ τοῦ Ἀντιχρίστου πρὶν παραγενέσθαι. Καὶ εἴτε ἐπὶ σοῦ γίνεται οὐκ οἴδαμεν, εἴτε μετὰ σε γίνεται οὐκ οἴδαμεν. Καλὸν δὲ ἐστι ταῦτα εἰδότα σε προασφαλίσασθαι » · « Ὁ δὲ τῶν ὅλων Θεὸς πάντας ὑμᾶς διαφυλάξειε, μνημονεύοντας τῶν σημείων τῆς συντελείας, καὶ ἀκαταγωνίστους ὑπὸ τοῦ Ἀντιχρίστου μένοντας. Ἔλαβες τὰ σημεῖα τοῦ μέλλοντος ἔρχεσθαι πλάνου. Ἔλαβες τὰς ἀποδείξεις τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ, τοῦ κατερχομένου φανερῶς ἐξ οὐρανῶν. Τὸν μὲν φεῦγε, τὸν ψευδῆ, τὸν δὲ προσδόκα, τὸν ἀληθινόν ».
Οι Άγιοι Ειρηναίος και Ιππόλυτος αναφέρουν και συγκεκριμένα « σημεία » που θα πρέπει να περιμένουν να δουν οι Χριστιανοί... Οι Άγιοι Ιππόλυτος και Κύριλλος Ιεροσολύμων προτρέπουν τους Χριστιανούς να εξετάζουν όλα τα σημεία των καιρών και να είναι σε εγρήγορση. Απ’ τη στιγμή που θα συμβούν όλα αυτά και θα πραγματοποιηθούν τα « σημεία », τότε οι Χριστιανοί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει. Μετά την εμφάνιση των σημείων, δεν θα μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά, σύντομα, θα έρθει και η Β΄ Παρουσία…


( Απόσπασμα – χωρίς τις υποσημειώσεις – από το βιβλίο του Βασιλείου Ταμιωλάκη Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ )

 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...