Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2013

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ



῾Ο νεαρός καλόγερος κοίταζε μέ ἀγωνία τό πρόσωπο τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, καθώς ἐκεῖνος διάβαζε σοβαρός καί χωρίς νά βιάζεται τό γράμμα πού τοῦ εἶχε φέρει.
῾Μοιάζει πάρα πολύ μέ τόν Γέροντα᾽, τοῦ  ᾽ρθε αὐθόρμητα ἡ σκέψη. ῾῾Η κορμοστασιά, τό πρόσωπο, τά γένια. ᾽Ακόμη κι οἱ ρυτίδες σχεδόν εἶναι ἴδιες. Λένε ὅτι τά ἀδέλφια μοιάζουν μεταξύ τους, ἀλλά ἐδῶ παρα...μοιάζουν᾽.

῾Ο καλόγερος ἦταν σταλμένος ἀπό τόν Γέροντα τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ ἁγίου μάρτυρα Ματθαίου, κοντά στήν πόλη τῆς  ῎Εδεσσας τῆς Συρίας, γιά νά μεταφέρει σπουδαῖο μήνυμα στόν ἀναχωρητή τῆς σπηλιᾶς. Νά τόν παρακαλέσει ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀδελφῶν τοῦ κοινοβίου νά γυρίσει πίσω.
 ῾῾Από τήν ἀπάντησή του κρίνεται σέ μεγάλο βαθμό ἡ καλή πορεία ὅλων μας᾽, τόνισε μέ ἔμφαση ὁ ἡγούμενος στόν κομιστή τοῦ γράμματος ἀδελφό.

Δέν εἶχε πολύ καιρό πού εἶχε ἀνεβεῖ μέ τίς ψήφους τῶν πολυπληθῶν ἀδελφῶν στόν ἡγουμενικό θρόνο ὁ Γέροντας καί τό πρῶτο πού ἔνιωσε ὡς ἀνάγκη ἦταν νά βοηθηθεῖ ἀπό κάποιον ἐμπειρότερό του, κάποιον πού εἶχε πράγματι φόβο Θεοῦ καί φωτισμό ἀπό τήν χάρη Του. ῾Ποιός ἄλλος μπορεῖ νά μέ καθοδηγεῖ καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἀδελφό μου;᾽ σκέφτηκε καί μοιράστηκε τήν σκέψη του καί μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νά συμφωνήσουν ἀμέσως μαζί του.  ῾Μαζί μεγαλώσαμε σ᾽ αὐτά τά μέρη, μαζί πήραμε τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθοῦμε στόν Θεό σ᾽ αὐτό τό εὐλογημένο μοναστήρι, μαζί ὅλα᾽, τούς εἶπε. ῾᾽Αλλά ἐκεῖνος πάντοτε χωρίς νά φαίνεται ὅτι κάνει κάτι ξεχωριστό προηγεῖτο σέ ὅλα᾽ συμπλήρωσε ταπεινά. ῾Ναί, ὁ ᾽Ισαάκ ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μας ἦταν ὁ ἐκλεκτός᾽. ῾Ο ἡγούμενος ἔσκυψε τό κεφάλι πρός τό στῆθος του.

῾Γέροντα᾽, πῆρε τόν λόγο ὁ γεροντότερος ἀπό τούς ἀδελφούς,  ῾ζήσαμε κι ἐμεῖς τόσα χρόνια ἐδῶ στό μοναστήρι τόν ἀδελφό σου ᾽Ισαάκ  καί μποροῦμε πράγματι νά ἐπιβεβαιώσουμε τίς ἐκτιμήσεις σου. ῾Ο ᾽Ισαάκ ἦταν ὄχι μόνο γιά σένα, ἀλλά καί γιά ὅλους μας ὁ φωτεινός ὁδοδείκτης. ῾Η παρουσία του ἀπό μόνη της ἦταν τό καλύτερο κήρυγμα. Γι᾽ αὐτό καί δέν σοῦ κρύβουμε ὅτι ὅπως κι ἐσύ στενοχωρηθήκαμε κι ἐμεῖς πάρα πολύ ἀπό τήν ἀπόφασή του νά μᾶς ἀποχωριστεῖ καί νά πάει στό βουνό ὡς ἀναχωρητής᾽.

῾῏Ηταν ἀναμενόμενο᾽ συμπλήρωσε ἕνας ἄλλος Γέροντας. ῾Τόν βλέπαμε τόν τελευταῖο καιρό πόσο ἐπέλεγε τήν σιωπή καί τήν ἀπόσυρση στό κελλί του, μελετώντας ἀδιάκοπα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. ᾽Ακόμη καί στίς ὧρες τῶν συνάξεών μας, στόν ναό ἤ στήν τράπεζα, φαινόταν βυθισμένος στήν προσευχή᾽.

῾Πῆρα τό θάρρος καί τόν ρώτησα κάποια φορά, Γέροντα,᾽ ἀκούστηκε νά λέει ὁ τρίτος τοῦ συμβουλίου, ῾γιατί μᾶς ἀποφεύγει᾽. ῾Μάρτυς μου ὁ Θεός, δέν σᾶς ἀποφεύγω γιατί δέν σᾶς θέλω᾽, μοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια, ῾ἀλλά κατάλαβα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι δέν μπορῶ νά εἶμαι πλήρως καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους. Κι ἀκόμη ὅτι ἄν δέν ἀδιαφορήσει ὁ ἄνθρωπος γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά ἡσυχάσει  ἡ καρδιά καί νά βρεῖ τήν παρουσία ᾽Εκείνου.  ῞Οσο οἱ σωματικές αἰσθήσεις ἀπασχολοῦνται μέ τά πράγματα, τά σωματικά πάθη δέν ἐξαφανίζονται κι οὔτε παύουν οἱ πονηροί λογισμοί. Γιά μένα ἡ διέξοδος εἶναι ἡ ἔρημος. ῾Η ἀδυναμία μου μέ κάνει νά θέλω νά φύγω καί  νά δῶ καλύτερα τόν ἑαυτό μου μετά ἀπό τόσα χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς᾽.

Τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ματθαίου σάν νά ἐρήμωσε μέ τήν φυγή τοῦ ᾽Ισαάκ. Σάν νά ἔχασαν τόν πατέρα τους καί ὀρφάνεψαν. Μά νά τώρα πού ἦλθε ἡ ὥρα νά κληθεῖ πίσω ὁ ἀναχωρητής. Στόν ἡγουμενικό θρόνο ἀνέβηκε ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του κι ἔνιωσε τήν ἀνάγκη, ὅπως εἴπαμε, νά τόν παρακαλέσει νά ἐπιστρέψει.

῾Ο καλόγερος ξανακοίταξε μέ ἀγωνία τόν Γέροντα ἀσκητή. Εὐχόταν ἡ ἀπάντηση νά εἶναι θετική. ῎Ενιωσε ἕνα δέος καθώς ἔβλεπε τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως ἀποτυπωμένους στό ἅγιο πρόσωπό του. ᾽Απέπνεε ὅμως μία γλύκα πού δέν μποροῦσε νά τήν προσδιορίσει. Τό βλέμμα του ἔκανε ἕνα γύρο στήν σπηλιά. Τά πάντα φτωχικά. Τίποτε περιττό, πέρα ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή καί κάποια ἄλλα βιβλία ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἕνα ὑποτυπῶδες στρῶμα στό ἔδαφος γιά κρεββάτι, ἕνα κηροπήγιο γιά νά δίνει φῶς, κάποιες εἰκόνες.

Τελείωσε κάποια φορά τήν ἀνάγνωση ὁ ᾽Ισαάκ. ῾Εὐχαριστῶ, παιδί μου, γιά τήν πρόσκληση᾽ τοῦ εἶπε. ῾Πές ὅμως στόν ἅγιο ἡγούμενο καί τούς ὑπόλοιπους ἀδελφούς ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἀγάπη πού τούς ἔχω δέν μπορῶ νά ἀποχωριστῶ τήν ἀγαπημένη μου ἡσυχία. ῎Οχι, δέν θά ἐπιστρέψω, τουλάχιστον στήν φάση αὐτή τῆς ζωῆς μου. Θά μείνω ἐδῶ νά κλαίω τίς ἁμαρτίες μου καί νά δοξολογῶ τόν Θεό μου. ῾Η ἀπάντησή μου εἶναι ὁλωσδιόλου ἀρνητική᾽.

῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἄκουσαν τήν τελεσίδικη ἀπάντηση τοῦ ἅγιου ἀναχωρητῆ. ῎Οχι ὅτι δέν τήν περίμεναν. ᾽Αλλά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τους ὑπῆρχε μία ἀμυδρή ἐλπίδα. ῎Επεσαν ἔξω.

Ἡ εἴδηση πού τούς ἦλθε λίγο καιρό ἀργότερα ἔσκασε σάν βόμβα ἀνάμεσά τους. ῾Ο ᾽Ισαάκ, ὁ μέγας ἀναχωρητής, ὁ ἀρνητής τῶν ὅποιων κοσμικῶν σχέσεων, ὁ ἐραστής τῆς ἡσυχίας, δέχτηκε νά γίνει ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ, τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης. ῾Ο Πατριάρχης ᾽Αντιοχείας μέ τήν περί αὐτόν Σύνοδο σ᾽ αὐτόν ἀπευθύνθηκαν γιά νά ἀναλάβει τήν ὑπεύθυνη καί καίρια θέση τοῦ ἐπισκόπου καί ὁ ἡσυχαστής...δέχτηκε. Πῶς ἔγινε αὐτό;

Στήν χειροτονία του πού παραβρέθηκε καί ὁ ἡγούμενος ἀδελφός του λύθηκε τό μυστήριο. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά ἀρνηθῶ. Σέ σένα καί στούς ἀδελφούς τοῦ μοναστηριοῦ ἀρνήθηκα, γιατί εἶστε ἄνθρωποι. ᾽Αλλά πῶς νά ἀρνηθῶ στόν Κύριο;᾽ εἶπε μέ δέος ὁ ἐπίσκοπος πιά ᾽Ισαάκ.
Ρίγησε ὁ ἡγούμενος. ῾Τί συνέβη;᾽ ρώτησε τρέμοντας.
῾῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος μοῦ ἐμφανίστηκε καί μέ πρόσταξε νά δεχτῶ. ᾽Αρνήθηκα στήν ἀρχή, Τόν παρεκάλεσα, ἡ ἐντολή Του ὅμως δέν ἐπιδεχόταν ἄρνηση᾽. Φάνηκε συντετριμμένος. ῾᾽Αδελφέ μου, δέν μπόρεσα νά γίνω ῾ἀπειθής τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ᾽ ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Παῦλος. Ξέρει ὅμως ᾽Εκεῖνος ὅτι εἶναι κάτι πού ἡ καρδιά μου δέν τό θέλει᾽. ῾Η σκέψη του ἔφυγε καί βρέθηκε στήν ἀγαπημένη του σπηλιά. ῾Κύριε, ἐλέησόν με᾽ ψιθύρισε.

᾽Ανεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ. Ὁ καλόγερος ἔγινε ἀναχωρητής, ὁ ἀναχωρητής ἐπίσκοπος. ῾Ο λύχνος φάνηκε νά τοποθετεῖται στήν λυχνία, νά μήν εἶναι πιά κρυμμένος ὑπό τόν ἐρημητικόν μόδιον, προκειμένου νά φωτίσει καί τούς μακριά ἀπό τήν ἔρημο εὑρισκομένους μέ τό φῶς τῆς διδασκαλίας καί τῆς ἀρετῆς. Γιά πόσο ὅμως; Γιατί ὅ,τι ἀκολούθησε ἔδειξε ὅτι τό φῶς μόλις ἀνέτειλε καί φάνηκε στόν ὁρίζοντα τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν ἴδια στιγμή ἔδυσε καί κρύφτηκε. Συνέβη ὅ,τι καί μέ τόν θεῖο Γρηγόριο τόν θεολόγο: δέν πρόλαβε νά ψηφιστεῖ ἐπίσκοπος στά Σάσιμα κι ἀμέσως ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ. Τί ἔγινε ὅμως καί μέ τόν ὅσιο ᾽Ισαάκ τόν Σύρο, τόν ἐπίσκοπο πιά τῆς Νινευΐ;

Τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του, μετά τίς ὅλες τίς τελετές, μετά τίς εὐχές καί τίς συναντήσεις πού συνήθως γίνονται, κι ἀφοῦ εἶχε ἀποσυρθεῖ στό ἐπισκοπικό οἴκημα γιά νά ξεκουραστεῖ λίγο καί νά κατανοήσει ὅ,τι ὁ Θεός ἐπέτρεψε στήν ζωή του, ἡ πόρτα του κτύπησε καί βρέθηκε μπροστά σέ δύο ταραγμένους ἀνθρώπους.
῾῞Αγιε Πάτερ᾽ τοῦ εἶπαν καί οἱ δύο. ῾Χρειαζόμαστε ἀμέσως τήν βοήθειά σου. ᾽Εσύ μόνο μπορεῖς νά μᾶς βοηθήσεις᾽.

Εἶδε τήν ταραχή καί θέλησε νά βοηθήσει. Τούς ὁδήγησε στό φτωχικό σαλόνι, τούς τράταρε ὅ,τι εἶχαν  προμηθεύσει οἱ ἄνθρωποι τῆς ποίμνης του. ῎Αφησε κάποια ὥρα νά περάσει μιλώντας τους γιά ἄσχετα πράγματα πρός τό πρόβλημά τους. ῞Οταν τούς εἶδε πιό ἤρεμους θέλησε νά μάθει τήν αἰτία τῆς ταραχῆς τους.  

Ξεκίνησε ὁ ἕνας. Μόλις ἄρχισε νά ἐξηγεῖ φούντωσε καί κοκκίνησε ἀπό τήν ὀργή του. ῾῞Αγιε Πάτερ, πρίν ἀπό καιρό ἔδωσα ἀρκετά χρήματα σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο δανεικά. Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά μοῦ τά δώσει σύντομα. Πέρασε ὁ πρῶτος καιρός, πέρασε κι ἄλλος, κι ὅλο μέ παραπέμπει γιά ἀργότερα καί τίποτε δέν μοῦ δίνει. Πάτερ, τά χρήματά μου τά ἔβγαλα μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς μου. Κι αὐτός μέ κοροϊδεύει καί θέλει νά μοῦ τά φάει. Αὐτό δέν πρόκειται ποτέ νά τό ἀποδεχτῶ. Θέλω τά χρήματά μου πίσω καί μάλιστα τώρα. Διαφορετικά...᾽. Σταμάτησε ξαφνικά, ἀφήνοντας τήν ἀπειλή νά αἰωρεῖται στόν ἀέρα.

῾Πάτερ, δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς τά πράγματα᾽ ἄρχισε νά ἀπολογεῖται ὁ ὀφειλέτης. Πράγματι, ὁ ἀδελφός ἐδῶ μοῦ δάνεισε πρό καιροῦ  πού εἶχα μία μεγάλη ἀνάγκη γιά τήν οἰκογένεια καί τίς δουλειές μου. Πράγματι, δέν κράτησα τίς ἡμέρες πού ὑποσχέθηκα γιά νά τά γυρίσω πίσω, ἀλλά δυστυχῶς ἀκόμη δέν μπόρεσα νά ὀρθοποδήσω. Τό μόνο πού τοῦ ζητῶ εἶναι νά κάνει λίγο ἔλεος καί νά περιμένει λίγες ἀκόμη ἡμέρες. Μέ ξέρει ἀπό παλιά, ξέρει τήν οἰκογένειά μου καί γι᾽ αὐτό δέν πρόκειται νά τοῦ τά φάω. Λίγες ἡμέρες μόνο ἀκόμη...᾽ εἶπε ὁ ἄνθρωπος καί συντετριμμένος ἔγειρε πιό πολύ στό κάθισμά του.

Δέν πρόλαβε νά πάρει τόν λόγο ὁ ὅσιος ἐπίσκοπος. Κατακόκκινος ὁ δανειστής πετάχτηκε ὄρθιος καί μέ ὀργή πού ὁλονέν αὐξανόταν καί βλέμμα πού ἄστραφτε γύρισε ἀργά πρός τό ράκος τοῦ καθίσματος. ῾Οὔτε μία ἡμέρα παραπάνω δέν θά περιμένω. Αὐτήν τήν ὥρα φεύγω καί πάω στόν κριτή. Δέν θά μοῦ φᾶς ἐσύ τά λεφτά μου᾽. Τά ᾽πε σάν νά ἔφτυσε.

῾Ο Γέροντας ἐπίσκοπος μέ τήν καθαρή καρδιά καί τόν φωτισμένο νοῦ εἶδε καί κατάλαβε. Τά δαιμόνια εἶχαν κάνει καλά τήν δουλειά τους στόν ἄνθρωπο τῆς φιλαργυρίας. ῾Η κατοχή τῶν πραγμάτων δέν ἄφηνε περιθώριο ἐλέους στήν ταραγμένη καρδιά τοῦ δανειστῆ. Μπορεῖ νά λεγόταν χριστιανός, ἀλλά μπροστά του ὁ ὅσιος εἶχε ἕναν εἰδωλολάτρη. ῾῞Οπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται᾽ θυμήθηκε τά λόγια τοῦ Κυρίου. ῞Υψωσε νοερά τό βλέμμα στόν οὐρανό.


῾Παιδί μου, κάνε ἔλεος᾽ εἶπε ἥσυχα. ῾᾽Εάν γιά τήν ἐντολή τοῦ εὐαγγελίου ὀφείλεις νά μή ζητᾶς ἀκόμη καί τά πράγματα πού σοῦ ἔχουν ἀφαιρέσει διά τῆς βίας, πόσο περισσότερο δέν πρέπει νά ὑπομείνεις γιά λίγες ἡμέρες τόν συνάνθρωπό σου πού σέ παρακαλεῖ; Παιδί μου, γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. ῾Ο Χριστός σέ παρακαλεῖ τώρα νά μακροθυμήσεις.

῾Η πέτρινη καρδιά μίλησε μέ τόν τρόπο της. Μέ αὐθάδεια καί ἔπαρση, κάνοντας πέρα Χριστό, εὐαγγέλιο, ἐπίσκοπο, συνάνθρωπο.

῾Παράτα μας, Πάτερ, μέ τό εὐαγγέλιό σου. Αὐτά τά λέτε ἐσεῖς οἱ παπάδες γιά νά εἰρηνεύετε τάχα τά πράγματα. Κοίτα μπροστά σου. Τά λεφτά εἶναι αὐτά πού ἔχουν ἀξία καί δίνουν τήν δύναμη στόν κόσμο. Τά ἄλλα εἶναι...ἀέρας᾽. ῾Ο Πονηρός εἶχε τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο. ῎Εστρεψε τόν ταλαίπωρο δοῦλο του πρός τήν πόρτα καί χωρίς αυτός νά πεῖ τίποτε ἄλλο τήν βρόντηξε κι ἔφυγε.

῾Ο ᾽Ισαάκ ἔμεινε ἄφωνος. ῎Ηξερε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου, ἤξερε τό πόσο τά πράγματα καθοδηγοῦν τελικῶς ὡς ἀπόλυτη ἀξία πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά τό βλέπει τόσο ἄμεσα καί ἀνάγλυφα μπροστά του, τοῦτο δέν τό περίμενε. 

Γεμᾶτος θλίψη καί ἔλεος ἀγκάλιασε καί εὐλόγησε τόν ὀφειλέτη. ῾Θά κοιτάξω μήπως βρῶ ἀπό κάποιον γνωστό τίποτε νά τοῦ δώσεις, γιατί ἐγώ δέν ἔχω ἀπολύτως τίποτε᾽ εἶπε ὁ ἀκτήμων ὅσιος καί τόν ξεπροβόδισε εὐχόμενος γι᾽ αὐτόν.

῾Ο ὅσιος τοῦ Θεοῦ ἔπεσε σέ βαθειά συλλογή. ῾Ο λογισμός πού τόν τριβέλιζε δέν ἔλεγε νά φύγει ἀπό μέσα του: ῾῎Αν οἱ ἄνθρωποι πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον μέ κατέστησε ἐπίσκοπό τους δέν ὑπακούουν στά προστάγματα τοῦ εὐαγγελίου, ἐγώ τί ἦλθα νά κάνω ἐδῶ; ῎Αν δέν ἀκοῦνε τόν Κύριο, πῶς θά ἀκούσουν ἐμένα, τόν ἀχρεῖο δοῦλο Του;᾽

Τό ἴδιο βράδυ ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος,  ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νινευΐ τῆς μεγάλης καί πολυάνθρωπος πόλης, ὁ ἡσυχαστής καί θεόπτης, ὁ γλυκός δάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔκλεισε πίσω του τήν πόρτα τοῦ ἐπισκοπείου πού πρώτη φορά ἐκείνη τήν ἡμέρα τήν εἶχε διαβεῖ, καί δέν τήν ξανάνοιξε ποτέ. ῾Η σπηλιά του τόν ὑποδέχτηκε χαρωπή κι ἐκεῖ ἔμεινε ἀνδρείως καί καρτερικά μέχρι τόν θάνατό του.





Γιατί οι σημερινοί νέοι δυσκολεύονται να πλησιάσουν γενικά την Εκκλησία ;


 
Υπάρχουν μερικές δυσκολίες στα σημερινά μας παιδιά να πλησιάσουν το μυστήριο της Μετανοίας. Οι σημερινοί νέοι δυσκολεύονται να πλησιάσουν γενικά την Εκκλησία και τους κληρικούς γιατί καλλιεργείται μία προκατάληψη κατά της Εκκλησίας. Η Εκκλησία σήμερα χλευάζεται, συκοφαντείται, διαβάλλεται, εξευτελίζεται στα μάτια του κόσμου και της νεολαίας και όποιοι νέοι θα εκδηλώσουν την πίστη τους, θα γίνουν αντικείμενο… ειρωνείας.
Έπειτα η σημερινή αγωγή- ψυχολογία, φιλοσοφία, πολιτική- καλλιεργούν ένα ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα στους ανθρώπους που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αυτοσωτηρίας. Καλλιεργούν την αυτάρκεια, τη φιλαυτία, τον εγωκεντρισμό. Όλα αυτά είναι αντίθετα στο πνεύμα της μετανοίας και της εξομολογήσεως. Τονίζεται μάλιστα από ορισμένα συστήματα, όπως είναι ο υπαρξισμός, ότι η αμαρτωλότητα έγκειται στις αμαρτωλές καταστάσεις και όχι στα πρόσωπα και έτσι μεταθέτουν το θέμα της προσωπικής ευθύνης από τα πρόσωπα στις καταστάσεις. Οπότε ο άνθρωπος τείνει να θεωρεί τον εαυτό του ανεύθυνο για ό,τι κακό γίνεται.
 
Κατά τη φροϋδική πάλι θεώρηση, αμαρτία είναι όχι η εκπλήρωση των κακών επιθυμιών του ανθρώπου, αλλά η μη εκπλήρωσή τους. Η αμαρτία ακόμη εμφανίζεται σήμερα ως δικαίωμα του ανθρώπου και ως απελευθέρωσή του, όπως στο θέμα των αμβλώσεων. Οι αμβλώσεις είναι η πιο φρικτή αμαρτία και όμως βλέπουμε τις φεμινίστριες να διαδηλώνουν στους δρόμους και αυτό που είναι έγκλημα να το απαιτούν ως απελευθέρωσή τους: «Το σώμα μας, μας ανήκει, φωνάζουν, δεν θέλουμε χριστιανικό σώμα». Σκεφθείτε λοιπόν τί διαστροφή των πραγμάτων έχει γίνει, όταν το έγκλημα θεωρείται ως απελευθέρωση του ανθρώπου, ενώ είναι η χειρότερη υποδούλωσή του.
Πώς τώρα τα παιδιά που από τις τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα, τα βίντεο κλπ. ποτίζονται απ’ αυτό το αρρωστημένο, εγωκεντρικό και φίλαυτο πνεύμα, θα μπορέσουν να μπουν στο πνεύμα της Εκκλησίας που είναι τελείως αντίθετο;
Καλλιεργείται επίσης η ψυχολογία της μάζας εις βάρος του προσώπου και της προσωπικής ευθύνης. Η υπερβολική χρήση της λέξεως μάζα και των παραγώγων της (π.χ. μαζικός αθλητισμός, μαζικοί αγώνες κ.λπ.) για να ορισθεί ένα σύνολο ανθρώπων, υποδηλώνει προσπάθεια ν’ απορροφηθεί το ανθρώπινο πρόσωπο από τη μάζα. Ο μαζοποιημένος άνθρωπος δεν σκέπτεται, αποφασίζει, ενεργεί προσωπικά και γι’ αυτό δεν αισθάνεται ότι ευθύνεται προσωπικά. Άλλοι τον κατευθύνουν.
 
Έπειτα το γενικότερο κλίμα και η προβολή της διαφθοράς αμβλύνει την ηθική συνείδηση. Όταν τα παιδιά βλέπουν από μικρά αυτά που βλέπουν, η συνείδησή τους αμβλύνεται. Παύουν να θεωρούν το κακό ως κακό ή όσο είναι κακό. Γι’ αυτό με πόνο διαπιστώνουμε ότι έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα και ιδίως τα εγκλήματα κατά της ζωής των ανθρώπων. Φοβερά εγκλήματα δημοσιεύονται καθημερινά στις εφημερίδες. Και μετά την νομιμοποίηση των αμβλώσεων θα αυξηθούν περισσότερο τα εγκλήματα. Το ίδιο το κράτος δείχνει τώρα περιφρόνηση στη ζωή του ανθρώπου, (του υπό κατασκευή), αλλά πάντως ανθρώπου. Και οι νέοι που σήμερα δέχονται αυτή την αγωγή και κατεύθυνση από την πολιτεία και με τις εκτρώσεις εγκληματούν, γιατί να μη εγκληματήσουν αργότερα εναντίον και ενός άλλου ανθρώπου, όταν η φιλαυτία τους το απαιτεί;
 
Μία άλλη δυσκολία να πλησιάσουν οι νέοι την Εκκλησία είναι η αδυναμία των ενοριών, των μεγάλων κυρίως ενοριών, που αριθμούν σήμερα πολλές χιλιάδες ενοριτών, να φανερώσουν την ευχαριστιακή και εκκλησιολογική συγκρότηση της ενορίας. Δηλαδή κάποιος να πάει στην ενορία του, να αισθανθεί την ευχαριστιακή σύναξή της και να πει ότι, «εδώ είναι η οικογένειά μου, η οικογένεια του Θεού· εδώ είναι το σπίτι του Θεού και Πατέρα μου. Εδώ είμαστε όλοι μέλη του Σώματος του Χριστού, είμαστε η εν Χριστώ αδελφότητα και κοινωνία. Εδώ ο ιερέας είναι ο πνευματικός μου πατέρας και εγώ για να μπορώ να συμμετέχω σ’ αυτή την ευχαριστιακή σύναξη του λαού του Θεού, δεν πρέπει να χωρίζομαι με την αμαρτία ούτε από το Θεό ούτε από την Εκκλησία. Και έχω την ευχέρεια, όταν αμαρτήσω, να πάω στον ιερέα, στον πατέρα και Πνευματικό μου να του πω την αμαρτία μου. Αυτός να με συγχωρέσει και εγώ να μπορώ να συμμετέχω στην εν Χριστώ σύναξη της αδελφότητας και οικογένειάς μας που είναι η ενορία μου και να μετέχω των Άχραντων Μυστηρίων».
Η λειτουργία της Εκκλησίας, ως ευχαριστιακής συνάξεως του λαού και πραγματοποιήσεως της κοινωνίας του Σώματος του Χριστού ήταν κάτι το αυτονόητο για την αρχαία Εκκλησία. Γι’ αυτό υπήρχε η δημοσία εξομολόγηση των αμαρτησάντων ενώπιον του Επισκόπου, ο οποίος και έδιδε την παρά Θεού άφεση ως προϊστάμενος της Τοπικής Εκκλησίας. Μετά την δημοσία εξομολόγηση και άφεση, μπορούσαν οι μετανοούντες ν’ αποκατασταθούν στο Σώμα του Χριστού και να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων.
Ο εκκλησιολογικός και ευχαριστιακός επαναπροσανατολισμός της ενορίας θα βοηθήσει τα νιάτα να γυρίσουν στην Εκκλησία και να συνδεθούν με το μυστήριο της εξομολογήσεως.
 
Πού θα μπορούσαμε να βασισθούμε, ποιά σημεία επαφής να βρούμε για να βοηθήσουμε τους νέους να προσεγγίσουν το μυστήριο της Μετανοίας; Νομίζω στην επίκληση των οδυνηρών υπαρξιακών προβλημάτων των νέων. Οι νέοι σήμερα από μικρή ηλικία δεν ζουν παραδοσιακή ζωή, εκτός εξαιρέσεων· ζουν την εκκοσμίκευση και έχουν προχωρημένες εμπειρίες στο κακό. Οι περισσότερες είναι εμπειρίες απογοητεύσεως. Μετά από πολλές αναζητήσεις, δοκιμές και απογοητεύσεις έχουν μία πίκρα μέσα τους. Εκείνη την ώρα λοιπόν που αρχίζουν να βιώνουν αυτή την πίκρα, μπορεί να τους συναντήσει ο θεολόγος ή ο ιερέας ή ο πιστός χριστιανός και να τους πει: «Κοίταξε, αδελφέ, όλα αυτά που δοκίμασες είναι μία απελπισία, μία αποτυχία, όμως υπάρχει κάτι που δεν το δοκίμασες και αυτό μπορεί να σου δώσει την όντως, την αληθινή, χαρά».
Έχουμε πολλά παραδείγματα νέων ανθρώπων που απογοητευμένοι απ’ όλα, στρέφονται προς το Χριστό ως την τελευταία και μοναδική λύση του αδιεξόδου τους. Πολλοί νέοι που έχουν καταφύγει στα ναρκωτικά και είναι από καλές οικογένειες, μου είπαν: «Πάτερ, δεν πήραμε ναρκωτικά γιατί είμαστε αλήτες, αλλά γιατί είμαστε από όλα απογοητευμένοι και ζητάμε κάποια διέξοδο». Τους πλανά ο διάβολος και νομίζουν ότι στα ναρκωτικά θα βρουν αυτό το βαθύ που λαχταρά η ανθρώπινη ψυχή.
Κάτι άλλο που μπορεί εκ πείρας να καταλάβει ο νέος είναι ότι κάθε αμαρτία κατά βάθος είναι φιλαυτία, δηλαδή αρρωστημένη, εγωιστική αγάπη του εαυτού μας και ότι η φιλαυτία μας οδηγεί στη μοναξιά και το αδιέξοδο. Δεν μπορεί ο άνθρωπος με τη φιλαυτία να αποκαταστήσει πραγματική κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπό του, και τελικά ζει σε μία αφόρητη μοναξιά. Και αυτή η μοναξιά είναι κόλαση πριν από την κόλαση. Την έλλειψη κάθε μεταξύ τους κοινωνίας βιώνουν οι κολασμένοι, κατά την απάντηση που έδωσε το κρανίο ενός ιερέως των ειδώλων. Όταν δηλαδή ρωτήθηκε από τον Μέγα Μακάριο, πώς περνούν στον άδη, εκείνο απήντησε ότι δεν μπορεί ο ένας να δει τον άλλον. Ενώ εμείς μέσα στην Εκκλησία μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλον εν Χριστώ Ιησού.
Ο άνθρωπος ως κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος είναι ον θεολογικό. Καμία αυτονομία δεν μπορεί να του δώσει αυτό που τον ολοκληρώνει, τον ερμηνεύει, τον αναπαύει βαθειά μέσα στη ψυχή του, παρά μόνο εάν επιστρέψει στο πρωτότυπο της εικόνας του που είναι ο Χριστός.
Ο άνθρωπος στην Εκκλησία μπορεί να πραγματοποιήσει αληθινά το πρόσωπο του σε κοινωνία με το Θεό και τους ανθρώπους και να φθάσει την ύψιστη δυνατότητα της υπάρξεώς του, τη θέωση. Η Εκκλησία του δίνει τη δυνατότητα του αληθινού ανθρωπισμού.
Ο Θεός και η Εκκλησία αγαπούν τον άνθρωπο όπως είναι, όταν πολλές φορές ακόμη και οι γονείς του τον απορρίπτουν. Η Εκκλησία δέχεται τον άνθρωπο όσο αμαρτωλός και αν είναι και όπως είναι, για να του δώσει όμως τη δυνατότητα να γίνει, όπως θέλει ο Θεός. Και πόσο τον βοηθά αυτή η αποδοχή! Είναι γνωστή η φιλανθρωπία των άγιων Πατέρων και Γερόντων της έρημου. Μέχρι σήμερα βλέπουμε στους διακριτικούς Πατέρας του Αγίου Όρους, που στον εαυτό τους είναι αυστηροί, να δείχνουν άκρα φιλανθρωπία και κατανόηση στον πεσόντα άνθρωπο, και στην αρρωστημένη και φθαρμένη ανθρώπινη φύση. Αλλά και το θάρρος και τη βοήθεια που δίνουν στον άνθρωπο για να τον πάρουν από εκεί που είναι, από την κόλασή του μέσα, και να τον οδηγήσουν με πολλή αγάπη και διάκριση στον Θεό.
 
Στην Εκκλησία υπάρχει η δυνατότητα της μυστικής εμπειρίας του Θεού. Δεν μπορεί ο άνθρωπος ν’ αναπαυθεί μόνο με μια εξωτερική σχέση με το Θεό. Είναι πλασμένος να είναι ερωτευμένος με το Θεό. Ο θειος έρως, λέγουν οι Πατέρες, είναι ανάγκη της ψυχής του ανθρώπου. Λοιπόν η ερωτική σχέση με το Θεό είναι εκείνη που τελικά αναπαύει τον άνθρωπο. Και αυτή η ερωτική σχέση και μυστική ζωή και εμπειρία του Θεού τροφοδοτείται από την μυστηριακή ζωή, την αδιάλειπτη προσευχή και όλη την ασκητική πρακτική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία η Φιλοκαλία και οι άγιοι Πατέρες μας παραδίδουν.
Ουράνιες εμπειρίες προσφέρει η χάρη του Χριστού στους ορθοδόξους χριστιανούς που καλώς αγωνίζονται. Έτσι δεν χρειάζεται να αναζητούμε αλλού λυτρωτικές εμπειρίες και να ματαιοπονούμε.
Αυτές είναι μερικές δυνατότητες, σημεία επαφής, που έχουμε να μιλήσουμε στο βάθος της ψυχής των παιδιών μας, στον πυρήνα της υπάρξεώς τους, της αγωνίας τους και της αναζητήσεως τους, πάντοτε με μία θετική στάση αγάπης και στοργής απέναντι τους. Βέβαια για όλα αυτά χρειαζόμαστε φωτισμένους  και χαρισματούχους Πνευματικούς. Γι’ αυτό πρέπει να ζητούμε από το Θεό να μας τους δίνει. Αυτοί είναι το φως του κόσμου.
 
Αρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη), 
Καθηγουμένου Ι.Μ.Γρηγορίου, Αγ. Όρους


ΠΗΓΗ-ΜΕ ΠΑΡΡΗΣΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Τέτοιο άνθρωπο δεν έχουμε δει ποτέ!» έλεγαν έκπληκτοι οι γιατροί - Γέροντας Βιτάλιος της Γεωργίας


π. Ιωάννου Κογκάν «Από την αιχμαλωσία στο φως»
Κοντά στην Τιφλίδα ζούσε τότε και ερχόταν συχνά στις εορτές, για να λειτουργήσει σ' εκείνον το ναό. ένας άλλος, εκπληκτικός γέροντας που άρχισε επίσης το μοναχικό του βίο στην έρημο Γκλίνσκαγια. Ήταν ο μεγαλόσχημος αρχιμανδρίτης Βιτάλιος. Παρά τις βασανιστικές, σωματικές του ασθένειες, βοηθούσε πνευματικά ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούσαν ή έρχονταν στη Γεωργία από τη Ρωσία και τη Ουκρανία. Ήταν ένας μεγάλος ερημίτη και πραγματικά ζωντανός άγιος της εποχής μας, πλήρης εξαιρετική αγάπης και ασυνήθιστης ταπεινότητας. Διακρινόταν για τη σπάνιο πραότητα του, εξέπληττε με τη συμπόνια του και την τρυφερότητα προς όλους όσους είχαν την ευτυχία να τον γνωρίσουν. 

Δοξάζω το Θεό, που μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω από κοντά. Επανειλημμένα εξομολογιόμουν σ' αυτόν τα επόμενα χρόνια, καθώς είχα τη δυνατότητα να τον συναντώ και να τον συμβουλεύομαι σ' εκείνο το ναό ή στο σπίτι του, στην άκρη της πόλεως όπου ζούσε.  
Ο π. Ζηνόβιος (1896-1985)
Θυμάμαι ένα καταπληκτικό γεγονός, όταν τον είδα στην αυλή, βγαίνοντας από την Εκκλησία μαζί με το μητροπολίτη Ζηνόβιο("Ν": Το ορφανό εργατάκι που έγινε άγιος δεσπότης), τον οποίο συνόδευε στο δρόμο για το μητροπολιτικό κελί. Ήταν αξιοθαύμαστο με τι καταπληκτική ευλάβεια περπατούσε ο πατέρας Βιτάλιος στην αυλή, κρατώντας από το χέρι τον άγιο δεσπότη. Έτρεξα στην αρχή προς τον αρχιερέα κι έπειτα προς τον όσιο γέροντα για ευλογία. Βλέποντας με, χάρηκε ιδιαίτερα και χαμογελώντας τρυφερά, έβγαλε από την τσέπη του μία μεγάλη χούφτα με σοκολατάκια και μου τα έδωσε μαζί με την ευλογία του, λέγοντας τα γεμάτα αγαθοσύνη λόγια : - Πάρτε, πάρτε, αφού έχετε και αδελφούλες! Και ξαφνικά μ' αυτήν την ευλογία του, αισθάνθηκα μία απερίγραπτη κατάνυξη. 
Η ψυχή μου αισθάνθηκε μια ασυνήθιστη αγαλλίαση, που δεν ήταν δυνατό να εκφραστεί με λόγια. 
Τέτοια ευτυχία, αν και είχα συναναστραφεί πολλούς πατέρες, ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει! Ήταν φανερό ότι η ψυχή του ήταν τόσο γεμάτη από τη χάρη, την οποία εξέπεμπε, την τόσο συγκλονιστική, καθαρή Αγάπη και την πραγματικά ουράνια κατάνυξη, που από την αφθονία της χάρηκε και η δική μου ψυχή, που αξιώθηκε αυτό το ευλογημένο δώρο της θεϊκής της επίδρασης. Όλη την ημέρα, μετά από αυτή τη συνάντηση, ένιωθα μία ανείπωτη πασχαλινή χαρά, που με πλημμύριζε με Ουράνιο Φως και καθαρότητα. 

Θυμάμαι πως κάποια φορά που ήμουν στο ιερό του ναού του αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι, την ημέρα της μεγάλης εορτής, είδα τον πατέρα Βιτάλιο να μπαίνει και να ασπάζεται την Αγία Τράπεζα με εκπληκτική ευλάβεια και φόβο Θεού. Έπειτα, σαν ένα ευτυχισμένο παιδί, με ανέκφραστη χαρά άρχισε να ασπάζεται τις εικόνες που κρέμονταν στους τοίχους. Συνομιλούσε με τους Αγίους σαν με φίλους, τους οποίους είχε να δει πολύ καιρό. Τόσο ιερή ήταν η ευλάβεια του, που, ακουσίως, με κατέλαβε ένα ρίγος και ντροπή, για την αναξιότητά μου να βρίσκομαι πλησίον ενός τέτοιου αγίου ανθρώπου. Αυτή ήταν μία ολόψυχη εκδήλωση πραγματικής αγάπης του ευσεβούς γέροντος προς τα Θεία. Μας παραπέμπει στα λόγια τού ψαλμωδού Δαυίδ: «Δουλεύσατε τω Κυρίω έν φόβω και άγαλλιάσθε αύτω έν τρόμω» (Ψαλμ. β', 11). 

Μάθαμε ότι για πολύ καιρό ήταν άρρωστος και δεν ερχόταν στο ναό. Για το λόγο αυτό το πρόσωπο του, αλλά και όλη η εξωτερική του όψη, εξέφρασαν τέτοια χαρά κατά τη συνάντηση με τα Θεία, η οποία απεδείκνυε ξεκάθαρα τη συγγένεια της αγγελικής ψυχής του με αυτές των αγίων. Θυμάμαι, μέχρι και σήμερα, με πόση ευλάβεια έπιασε στη συνέχεια το Σταυρό που βρισκόταν στην Αγία Τράπεζα για να εξομολογήσει τα πνευματικά παιδιά του. Έπειτα επέστρεψε στο ιερό, πλησίασε την Αγία Τράπεζα και τοποθέτησε το Σταυρό στη θέση Του. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο προϊστάμενος πατήρ Μιχαήλ και, βλέποντας ότι πήρε τον εορταστικό Σταυρό, πειράχτηκε και άρχισε να επιπλήττει το γέροντα :  
- Γιατί παίρνετε αυτόν το Σταυρό; Υπάρχουν και άλλοι Σταυροί για την εξομολόγηση.  
Ο πατήρ Βιτάλιος αμέσως ζήτησε συγγνώμη με εκπληκτική πραότητα και ηρεμία. Μπορούμε να πούμε ότι ολόκληρος ήταν η ενσάρκωση της ταπείνωσης και της αγαθότητας. 

Κάποια φορά βρέθηκε στο νοσοκομείο και, όπως λένε οι αυτόπτες μάρτυρες, εξέπληξε ιδιαίτερα τους γιατρούς με τη συμπεριφορά του. Όντας ο ίδιος βαριά άρρωστος και εγχειρισμένος, παραβλέποντας τις εντολές των γιατρών για ακινησία, σηκωνόταν από το κρεβάτι και φρόντιζε με πολλή αγάπη τους άλλους κατάκοιτους ασθενείς, βοηθώντας τους με τα ουροδοχεία και τις σκωραμίδες (πάπιες). 
- Τέτοιον άνθρωπο δεν έχουμε δει ποτέ! έλεγαν έκπληκτοι οι γιατροί. 

Αυτό ήταν αλήθεια, αφού κι εγώ, που βρέθηκα σε πολλά άγια μέρη και γύρισα σχεδόν όλο τον κόσμο, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι τέτοιον άνθρωπο πουθενά και ποτέ πλέον δεν συνάντησα.

Εξαιτίας της άγιας ασκητικής ζωής του, ο πατήρ Βιτάλιος έλαβε από το Θεό το σπάνιο δώρο της προορατικότητας και της θεραπείας των ασθενών ψυχών. Ενθυμούμαι πως, έπειτα από οκτώ χρόνια, όταν ζούσα σαν δόκιμος μοναχός στο γεωργιανό μοναστήρι, αξιώθηκα να είμαι κοντά του κατά τον εορτασμό του οσίου Σίο Μγκβίμσκι. 
Δείτε παρουσίαση εδώ
Τότε στο μοναστήρι αυτό του ΣΤ' αιώνα, το οποίο είχε επιστραφεί από την άθεη εξουσία στα χέρια της Εκκλησίας, τελούσε τη Θεία Λειτουργία ο Πατριάρχης πάσης Γεωργίας Ηλίας ο Β'. Μετά την Ακολουθία, ο πατήρ Βιτάλιος, που συλλειτούργησε με το Μακαριότατο σ' εκείνη την εορτή, μου απεκάλυψε ότι είδε πως επάνω στο κεφάλι του Πατριάρχη, πριν ακόμη την έναρξη της Θείας Λειτουργίας, κατέβηκε ένα φωτεινό σύννεφο, το οποίο βρισκόταν εκεί κατά τη διάρκεια όλης της Ακολουθίας. Στο τέλος της αφήγησης του, τόνισε ότι η θεϊκή αυτή επίσκεψη χαρίστηκε στο Μακαριότατο για τη θαυμαστή του ταπείνωση. 

Ενθυμούμαι ένα ακόμη εκπληκτικό γεγονός. Με την ευλογία του αείμνηστου γέροντα πατέρα Νικολάου, από το νησί Ζάλιτ -αυτός 
επιθυμούσε να σπουδάσουμε με τον αδελφό μου στην ιερατική σχολή- πήγα στην Τιφλίδα, τέλος Μαΐου του 1984, για να συναντηθώ με το Μακαριότατο Πατριάρχη Γεωργίας Ηλία Β' και να ζητήσω τη μεσολάβηση του για την εισαγωγή μου στην ιερατική σχολή της Μόσχας. 0 Μακαριώτατος με προσκάλεσε στο γραφείο του και αφού άκουσε την παράκληση μου, ξαφνικά σηκώθηκε και με τη χαρακτηριστική του πραότητα και ταυτόχρονα αρχιερατική του εξουσία μου είπε 
- Εσείς να μην ανησυχείτε που δεν σπουδάζετε στην ιερατική σχολή. Σας περιμένει κάτι ανώτερο από αυτό. 

Αργότερα ευγενικά με ρώτησε αν έχω χρήματα και πριν ακόμα απαντήσω, μου έδωσε εκατό ρούβλια (το ύψος τότε ενός μηνιαίου μισθού). 
Ήταν σημαντικό ότι το βράδυ της ίδιας ημέρας, πριν από την Αγρυπνία στη Ρωσική Εκκλησία, είδα τον πατέρα Βιτάλιο που προσευχόταν εμπρός στην Αγία Πρόθεση. Τον πλησίασα για να πάρω την ευλογία του, επιθυμώντας να του διηγηθώ για τη συνάντηση με τον Πατριάρχη. Εκείνος, γυρίζοντας και βλέποντας με, ξαφνικά βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα των εκατό ρουβλίων και γρήγορα μου το δίνει. Η πατριαρχική χρηματική αμοιβή μαζί με την ευλογία του γέροντα με χαροποίησαν αφάνταστα και τα δέχθηκα ως εγγύηση της Θείας Χάριτος. 

Έτσι όμορφα, χαροποιώντας και υποστηρίζοντας με, μου φανέρωσε ότι έπρεπε να περιμένω ακόμη τη στιγμή που ο Ίδιος ο Κύριος, με τη θεία Του Πρόνοια, θα με έστελνε να σπουδάσω στο εξωτερικό, στη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Αυτή η συγκινητική συμπεριφορά του Αγιότατου Πατριάρχη, η υποστήριξη του, καθώς και του αξέχαστου γέροντα Βιταλίου, ήταν και παραμένουν για εμένα μία ιδιαίτερη ευλογημένη ανάμνηση, την οποία φυλάσσω βαθειά στην καρδιά μου και η οποία διαρκώς με κινεί σε προσευχή ευγνωμοσύνης προς τον Κύριο των Δυνάμεων.

Άγχος και πνευματική ζωή.



Μπορεί η ίδια η πνευματική ζωή να δημιουργήσει με κάποιο τρόπο άγχος σε έναν άνθρωπο;
Ναι, όταν προσπαθεί να συνδυάσει τα κοσμικά με τα πνευματικά! Ας ακούσουμε πάλι τι λέει ο γέροντας Παΐσιος: «Όσο μπορείτε στις δουλειές σας καρδιά να μη δίνετε. Χέρια, μυαλό να δίνετε. Καρδιά να μη δίνετε σε χαμένα, σε άχρηστα πράγματα. Γιατί μετά πώς θα σκιρτήσει η καρδιά για το Χριστό; Όταν η καρδιά είναι στο Χριστό τότε αγιάζονται και οι δουλειές, υπάρχει και η εσωτερική ψυχική ξεκούραση συνέχεια και νιώθει κανείς την πραγματική χαρά. Να αξιοποιείτε την καρδιά σας, να μην τη σπαταλάτε.» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Α΄ σ.191)

Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αναλίσκεται σε υλικά πράγματα και να προσκολλάται η καρδιά του σ’ αυτά, αλλά ει δυνατόν να ξοδεύει την καρδιά του μόνο για το Θεό (Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος σου… είπε ο Θεός). Και αυτό αφορά είτε τις χαρές είτε τις λύπες που μας περιστοιχίζουν και μας καταβροχθίζουν. Όσο μεγάλη χαρά και να έχεις για κάτι δεν μπορεί αυτό να σε διαπεράσει, αν δεν έχει πνευματική χροιά και υπόσταση και συμφέρον. Διαφορετικά έχεις διαποτιστεί από το υλικό φρόνημα.
Άλλη περίπτωση είναι όταν αμαρτάνει κανείς και δε μετανοεί ολοκληρωτικά, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να λειτουργεί σωστά η συνείδησή του. Πολύ περισσότερο όταν κάνει αμαρτήματα εκ προθέσεως και εκ προμελέτης. Μπορεί λοιπόν να υπάρξουν και καθαρά πνευματικοί παράγοντες άγχους. Θέλεις –ας πούμε- να είσαι συνεπής με το θέλημα του Θεού, αλλά θεωρείς ότι δύσκολα τα βγάζεις πέρα και αναγκάζεσαι να κάνεις οικογενειακό προγραμματισμό, όπως οι κοσμικοί! Θέλεις να είσαι καλός χριστιανός, αλλά κλέβεις – «όπως όλοι» λες – στις επαγγελματικές δοσοληψίες με αποτέλεσμα όμως αυτό να σου δημιουργεί ανασφάλεια και άγχος. Διότι όσο και αν συμβιβαστεί κανείς με τη συνείδησή του, δεν παύει να νιώθει ότι έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα του Θεού.
Με πολύ όμορφο πραγματικά τρόπο ο γέροντας Παΐσιος μιλάει για τα λεγόμενα απωθημένα της συνείδησης (με τη χαριτωμένη έκφραση «καπακωμένη συνείδηση»!) και μάλιστα τα απωθημένα στην πνευματική ζωή, όταν δεν έχουν σβηστεί από τη χάρη της εξομολόγησης.
«Αν βλέπεις ότι δεν έχεις γαλήνη, αλλά στεναχώρια, να ξέρεις ότι υπάρχει μέσα σου κάτι ατακτοποίητο και πρέπει να το βρεις, για να το διορθώσεις. Κάνεις ας υποθέσουμε ένα σφάλμα, στεναχωριέσαι, αλλά δεν το εξομολογείσαι. Σου συμβαίνει μετά ένα ευχάριστο γεγονός και νιώθεις χαρά. Αυτή η χαρά σκεπάζει τη στεναχώρια για το σφάλμα σου και σιγά-σιγά το ξεχνάς, δεν το βλέπεις επειδή καπακώθηκε από τη χαρά. Αλλά εκείνο εσωτερικά δουλεύει…» (Γ.Π., Λόγοι Γ΄ σ.128)
Και πιο κάτω λέει ο γέροντας πως δημιουργείται μια λανθασμένη συνείδηση. Όταν ο άνθρωπος αναπαύει το λογισμό του και δικαιολογεί τα σφάλματά του, λόγω του ότι έχει εγωισμό. Ενώ όταν δεν έχει εμπιστοσύνη στο λογισμό του και ρωτάει τον πνευματικό, τότε βρίσκει θεϊκή παρηγοριά. Επίσης, όταν λειτουργεί χρησιμοποιώντας το ψέμα, τότε σκαρτίζει τη συνείδησή του και δε βρίσκει ανάπαυση. Ενώ η ορθή συνείδηση, όταν ο άνθρωπος είναι τακτοποιημένος ενώπιον του Θεού, μας πληροφορεί σωστά.
Είναι δυνατόν όμως το άγχος αυτό να οφείλεται και σε άλλους πνευματικούς παράγοντες όπως άγνοια ή παρεξήγηση της πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα όταν ένας χριστιανός αγωνίζεται να είναι καλός και συνεπής στα καθήκοντά του και ξεχάσει ότι η σωτηρία μας έχει δοθεί δωρεάν από το Χριστό και δεν εξαρτάται από τα δικά μας έργα (πρβ. Ρωμ. 3, 28)! [...]

Άλλες πνευματικές περιπτώσεις άγχους
Όταν σε συκοφαντούν ή σε αδικούν και εσύ αδημονείς να απολογηθείς, να αποκατασταθείς, να απαντήσεις, να εκδικηθείς καμιά φορά, τότε είσαι γεμάτος άγχος και ταραχή. Πρόκειται φυσικά για παθολογική κατάσταση στην οποία ασφαλώς έχει μερίδιο και ο πονηρός που σπρώχνει προς τα εκεί που φυσάει ο ούριος άνεμος, για να καταποντίσει το πλοίο! Όλα αυτά όμως δεν αρμόζουν σε χριστιανό όπως τονίζει ο Μέγας Μακάριος. Όταν όμως σκεφτείς όπως σου ζητάει ο Χριστός, με μακροθυμία, με συγχωρητικότητα, με αγάπη, τότε δεν έχεις τίποτε από όλα αυτά, αντίθετα παίρνεις ουράνιο μισθό και στο τέλος παίρνεις και μια άρρητη χαρά και ικανοποίηση από την ευλογία του Θεού, από τα δώρα του Αγίου Πνεύματος.
Δεν πρέπει έπειτα να παραβαίνουμε οποιαδήποτε εντολή του Θεού, διότι αυτό μας δημιουργεί εύλογα μια εσωτερική πνευματική σύγκρουση με τη συνείδησή μας και αυξάνει το άγχος.
Λέει ο αββάς Ισίδωρος ότι το φοβερότερο από τα πάθη είναι το να ακολουθεί κανείς την καρδιά του. Αυτό στην αρχή μεν δείχνει ότι αναπαύει κάπως τον άνθρωπο, ύστερα όμως τον οδηγεί στην κατάθλιψη, επειδή αγνόησε το έργο της θείας οικονομίας και το δρόμο του Θεού για να τον ακολουθήσει (Μικρός Ευεργετινός σ.113).. Αντιμετώπιση θα είναι η πιστή εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Επίσης η τυπική αυτοεξέταση με βάση το θείο νόμο και η εξαγόρευση όλων των αμαρτιών μας. Όποια καθυστέρηση δημιουργείται είναι φυσικό να μας ενισχύει το άγχος και μπορεί να μας οδηγήσει ακόμη και σε μελαγχολία και απογοήτευση.
Η υπερηφάνεια μπορεί να μας γεμίσει με άγχος αφού μπαίνουμε σε έναν αγώνα υπερίσχυσης και διάκρισης (εκ του πονηρού) σε σχέση με τους άλλους. Να γίνουμε αρεστοί και δακτυλοδεικτούμενοι. Από την άλλη πληγωνόμαστε εύκολα από τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις, ακόμη και όταν απλώς διαφωνεί κάποιος μαζί μας.
Η ταπείνωση όμως μας απαλλάσσει από το άγχος σε οποιαδήποτε περίπτωση. Μας διαβεβαιώνει ρητά ο Χριστός: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Το λέει ξεκάθαρα ότι θα βρείτε ανάπαυση και ηρεμία στην ψυχή σας.
Άλλη μια περίπτωση που μπορεί να σε γεμίζει άγχος και ταραχή είναι ο φανατισμός. Ο φανατικός δε φτάνει ποτέ στην ειρήνη του νου και στη χαρά λέει ο αββάς Ισαάκ (Μικρός Ευεργετινός σ.215). Ο φανατισμός είναι ασθένεια της ψυχής που οφείλεται στην πολλή άγνοια. Και καταλήγει: «Αν επιθυμείς να θεραπεύσεις τους αρρώστους, μάθε πως έχουν ανάγκη από ευσπλαχνία και φροντίδα και όχι από επιτίμηση».
Και ο αββάς Κασσιανός (Μικρός Ευεργετινός σ.319) παρατηρεί ότι το φοβερό πνεύμα της λύπης όταν κυριεύσει την ψυχή του ανθρώπου (ίσως και μέσα από μια υπερβολική αγχώδη κατάσταση όταν την αφήσουμε ανεξέλεγκτη) την εμποδίζει από κάθε αγαθή εργασία, από την προσευχή, από τα ιερά αναγνώσματα. Τέλος προκαλεί σύγχυση, παράλυση και απελπισία.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το πνευματικό άγχος, ταραχή και κατάθλιψη δεν είναι απλώς πιο έντονες συναισθηματικές ψυχολογικές διαταραχές, έστω κι αν εκδηλώνονται με τον ίδιο τρόπο (αφού ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής), αλλά σκοτισμός της ψυχής και απομάκρυνση από το Θεό. […]

Επίλογος
Δυστυχώς η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ανισόρροπη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, σε βάρος της πνευματικής καλλιέργειας του ατόμου. Διότι «πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής πανουργία και ου σοφία φαίνεται» κατά τον Πλάτωνα. Όπως είπε χαρακτηριστικά ένας διανοούμενος καθηγητής του περασμένου αιώνα, οι περασμένες γενιές χαρακτηρίστηκαν από την εμφάνιση ιδεολόγων άθεων, με ζωή όμως και αρχές που θα ζήλευε και ένας καλός χριστιανός! Σήμερα κινδυνεύει τόσο η κοινωνία όσο και η εκκλησία μας, από «χριστιανούς» στην ταυτότητα αλλά υλιστές στο φρόνημα, αφού πιστεύουν στα λόγια (χριστιανοί κατ’ όνομα!), αλλά η ζωή και οι πράξεις των διαποτίζονται από το μοντέρνο πνεύμα του καταναλωτισμού, του ατομισμού και της επίδειξης που δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άκρατο υλισμό.
Για τον αληθινό πνευματικό άνθρωπο, η ελπίδα και πίστη στην αιώνια ζωή του δίνουν περιθώρια να αξιολογεί ως δευτερεύοντα τις ψευτοανέσεις και τον υπερκαταναλωτισμό της εποχής μας, άρα να έχει λιγότερη ανησυχία για τα καθημερινά. Του δίνουν την άνεση να αντικαθιστά τη μοντέρνα ανασφάλεια με την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης στη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, άρα να έχει περισσότερη ηρεμία.
Για τους άλλους; Τι σχέση μπορεί να έχει το καθημερινό άγχος με τις γενικότερες υπαρξιακές αναζητήσεις του ανθρώπου; Από τη μια έχουμε την ψυχολογία και από την άλλη έχουμε την πνευματική ζωή… Μήπως συχνά ο άνθρωπος επιλέγει να είναι πάντοτε απασχολημένος και αγχωμένος από εξωτερικές αιτίες, για να αποφύγει τις εσωτερικές συγκρούσεις και προβληματισμούς; Είναι πιθανό. Μήπως τότε και η ευτυχία του αλλά και η ηρεμία του μοιάζουν με την καραμέλα που δίνει κάποιος σε ένα ορφανό παιδί, σαν ψεύτικη παρηγοριά, αντί να το υποστηρίξει συναισθηματικά με δυο καλές κουβέντες;
Πάντως τα αδιέξοδα στο παράλογο άγχος δε βρίσκονται μπροστά μας αλλά στο μυαλό μας. Η διέξοδος θα είναι να συζητάμε περισσότερο με τον εαυτό μας και με ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπούν, με τον πνευματικό μας. Να κοιταζόμαστε πιο συχνά στον καθρέφτη που είναι ο λόγος του Θεού. Τι είμαστε άραγε; Ένα παραγωγικό ρομπότ που βγάζει χρήματα ή ένας άνθρωπος τον οποίο ήρθε να συναντήσει και να λυτρώσει ο ίδιος ο Θεός; Αυτός «όταν έρθει και κατοικήσει σε όλο το χώρο της ψυχής μας ο Χριστός, τότε φεύγουν όλα τα προβλήματα, όλες οι πλάνες, όλες οι στεναχώριες. Τότε φεύγει και η αμαρτία» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο γέροντα Πορφύριο σ.391).

12 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία



ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ





Άρθρον 12ον




«Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν»




Της Ελένης Σταμούλου, Θεολόγου



«Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου». (Ματθ. κε , 14)

Αυτό θα είναι το κάλεσμα του Χριστού την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας και της Κρίσεως σε όλους όσους τον αγάπησαν και βίωσαν τον Νόμο Του.

Η μεγάλη απορία όλων μας, αναφέρεται στο είδος της μέλλουσας ζωής. Πως ακριβώς θα είναι δηλαδή αυτή η καινούρια ζωη που θα βιώσει ο άνθρωπος μετά την Κρίση.

Το ερώτημα είναι δύσκολο, η απορία εύλογη, και επαρκής απάντηση, ξεκάθαρη, δεν υπάρχει. Ούτε ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος που έλαβε μία μικρή γεύση της μακαριότητος του Παραδείσου, όταν ηρπάγη έως τρίτου ουρανού, δεν μπόρεσε να μας περιγράψει την μακαριότητα αυτή, όχι επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος η δεν είχε την δυνατότητα αυτή, αλλά επειδή γενικά ο κάθε άνθρωπος, δεν έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις της άλλης ζωής και γι  αὐτό αδυνατεί να συλλάβει την εικόνα και την πραγματικότητά της.

Το βέβαιον είναι πως η ζωή στην Βασιλεία του Θεού, θα είναι αδιάκοπη∙ δεν θα υφίσταται χρόνος, ούτε μεταπτώσεις η μεταλλαγές, όπως υπάρχουν και παρατηρούνται σήμερα στη ζωη μας, αλλά τα πάντα θα κινούνται μέσα σε μία αστείρευτη και ατελείωτη χαρά, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρχει και μία έντονη επιθυμία αυξήσεως αυτής της χαράς.

Αυτήν την εικόνα, μας την περιγράφει πολύ όμορφα και χαρακτηριστικά, ο  Άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Λέγει, λοιπόν ο Άγιος:
«Το αγαθόν είναι το μόνο που αληθινά υπάρχει (το κακόν είναι μη ον) και από τη φύση του είναι αόριστο (χωρίς όρια) και αδιεξόδευτο. Όταν, λοιπόν, το ον βρίσκεται στο αγαθό και το απολαμβάνει, δεν μπορεί να το εξαντλήσει, φθάνοντας στο πέρας της απολαύσεως, επειδή τέτοιο πέρας δεν υπάρχει, μια και το αγαθόν -όπως είπαμε- δεν έχει όρια, δεν περατούται. Διοδεύοντας, λοιπόν, το αγαθό, παρακαλεί τον Θεο να του χορηγήσει μεγαλύτερη δόση της μακαρίας απολαύσεως∙· και όταν ο Θεός, ανταποκρινόμενος στο αίτημα, του χορηγήσει, το ον ζητά νέα χορήγηση κ.ο.κ. Επειδή δε η δίψα του αγαθού είναι ακόρεστη, το πράγμα θα προβαίνει επ’ άπειρον, χωρίς ποτέ ο κόρος να σφραγίσει την κινητικότητα αυτήν ούτε και να λήξει η μακαρία απόλαυση του αγαθού». (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης Ομιλία Η’,  P.G. 44, 888 Α και 941 C και  P.G. 46, 105 Α-C).


Αυτά ασφαλώς ισχύουν για τούς εντίμους και δικαίους.
Στον μέλλοντα αιώνα όμως, δεν θα υπάρχει μόνον η χαρά, αλλά και ο πόνος και η θλίψη, για όλους όσους εκούσια επέλεξαν να ζήσουν μακριά από τον Θεό.

Έτσι, όπως οι δίκαιοι θα απολαμβάνουν αιωνίας μακαριότητος και ευτυχίας, οι άδικοι και αμαρτωλοί, θα βασανίζονται από τις τύψεις και τον πόνο, την λύπη και τούς στεναγμούς και αυτό χωρίς ανάπαυλα και χωρίς τέλος.

Επίσης εδώ πρέπει να πούμε πως ο Θεός που εδημιούργησε τα πάντα εν Σοφία, δεν θα μπορούσε να μην μεριμνήσει και σε αυτήν την φάση, της αιωνιότητος, για κάτι ακόμη. Τι δηλαδή;
Θα μπορούσε κάποιος πολύ εύλογα να εκφράσει την απορία για το εάν όλοι οι δίκαιοι στον Παράδεισο θα απολαμβάνουν τα αγαθά στον ίδιο βαθμο και ας υπάρχουν κάποιοι εξ αυτών που έζησαν κάνοντας μεγαλύτερο πνευματικό αγώνα και άσκηση, απ’ ο,τι κάποιοι άλλοι.

Η ίδια απορία θα μπορούσε αντίστοιχα να ισχύει και για τούς κολασμένους.

Κάποιος που επί παραδείγματι φόνευσε και πέθανε αμετανόητος και κάποιος που επέλεξε να είναι άθεος, αλλά δεν πείραξε ποτέ κανέναν, θα τιμωρηθούν στον ίδιο βαθμο; Θα ήταν δίκαιο κάτι τέτοιο; Ασφαλώς και δεν θα ήταν δίκαιο.

Ο  Θεός μας λοιπόν, επειδή δεν είναι μόνον Αγάπη, αλλά και Δικαιοσύνη όρισε να υπάρχουν τόσο στον Παράδεισο, όσο και στην Κολαση, ανάλογες βαθμίδες «αγιότητος» και «κολάσεως»  αντίστοιχα. Όσο υψηλότερη βαθμίδα ανεβαίνει κανείς στον Παράδεισο, τόσο η χαρά και η μακαριότητα είναι μεγαλυτέρα. Το ίδιο και στην Κόλαση. Όσο πιο χαμηλά στέκεται κάποιος στην βαθμίδα της Κολάσεως, τόσο η τιμωρία του είναι μεγαλύτερη.


Όλα αυτά γράφτηκαν από τούς Αγίους μας Πατέρες όχι για να φοβίσουν και να τρομάξουν τον άνθρωπο, αλλά για να τον αφυπνίσουν. Για να καταλάβει επιτέλους πως ο ίδιος επιλέγει εάν θα σωθεί η θα χαθεί. Αυτός παίρνει την απόφαση, ο Θεός δεν βιάζει κανέναν, εξ’ άλλου Αυτός δώρησε στο πλάσμα Του την ελευθέρα βούληση και το αυτεξούσιο, το οποίο σέβεται πάντοτε και ουδέποτε καταργεί.

Εναπομένει στον άνθρωπο να κάνει μεγαλύτερη προσπάθεια για μια νέα καλύτερη πνευματική αρχη, παρά τις δυσκολίες της σύγχρονης ζωής και του διεφθαρμένου αυτού κόσμου, που βιώνει. Έτσι σίγουρα θα καταφέρει να ελκύσει το θείο Έλεος και να το κάνει σύμμαχο σ’ αυτήν εδώ την ζωη, για να έλθει ουσιαστικά και αληθινά πιο κοντα στον Θεο, πριν «φύγει» για την άλλη ζωή.


Ό, τι κάνουμε όλοι μας, εδώ, αδελφοί μου, τώρα. Γιατί εκεί, μετά θάνατον, δυστυχώς δεν υπάρχει μετάνοια. 
«Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».

Σκόπια: νέα φυλάκιση στο μαρτυρικό Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Ιωάννη


axridosΠρακτορείο "Ρομφαία"  / Νεκρός για τον κόσμο

Δικαστήριο των Σκοπίων καταδίκασε τον προκαθήμενο της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας, Ιωάννη (κατά κόσμον Ζόραν Βρανίσκοσκι) σε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων, καθώς τον έκρινε ένοχο για «ξέπλυμα χρήματος», μέσω θρησκευτικού συλλόγου.
Οι υπόλοιποι 18 κατηγορούμενοι για την ίδια υπόθεση, μεταξύ των οποίων η μητέρα και η αδελφή του Ιωάννη, καταδικάστηκαν σε διετή ποινή φυλάκισης με αναστολή.

Υπενθυμίζεται ότι ο Ιωάννης εκτίει ήδη ποινή φυλάκισης, καθώς τον Μάιο του 2012 έχει καταδικαστεί για υπεξαίρεση 250.000 Ευρώ από την Ορθόδοξη Εκκλησία της ΠΓΔΜ.
Σε ανακοίνωση της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής της Aχρίδας σχετικά με τη νέα καταδίκη του Ιωάννη γίνεται λόγος για «πολιτικά υποκινημένη δικαστική διαδικασία» κατά του προκαθημένου και πιστών της της εκκλησίας αυτής και σημειώνεται ότι, όπως αναφέρεται στις εκθέσεις όλων των διεθνών οργανισμών, το δικαστικό σύστημα στην ΠΓΔΜ είναι ένας από τους πιο προβληματικούς τομείς εξαιτίας της διαφθοράς και της πολιτικής επιρροής επί των δικαστικών αποφάσεων.

Ο Ιωάννης αποπέμφθηκε το 2002 από τις τάξεις της αποκαλούμενης «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» διότι είχε υποστηρίξει συμβιβαστική πρόταση για την εξεύρεση λύσης στη διαφορά μεταξύ της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της αποσχισθείσας «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Η συμβιβαστική εκείνη πρόταση είχε απορριφθεί από την εκκλησία της ΠΓΔΜ, η οποία και απέπεμψε τον Ιωάννη από τους κόλπους της. Αμέσως μετά την αποπομπή του, ο Ιωάννης προσχώρησε σε κοινωνία με τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και προχώρησε στην επανίδρυση της «Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας» στην ΠΓΔΜ (έτσι λεγόταν επισήμως μέχρι το 1967 η μετέπειτα αποκαλούμενη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία») και ορίστηκε αρχιεπίσκοπός της.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της ΠΓΔΜ αποσχίσθηκε το 1967 από τους κόλπους του Σερβικού Πατριαρχείου και κήρυξε το αυτοκέφαλό της με την ονομασία «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», η οποία δεν αναγνωρίζεται από καμία Ορθόδοξη Εκκλησία του κόσμου.
Ο Ιωάννης, το 2005, καταδικάστηκε από τις αρχές της ΠΓΔΜ και εξέτισε ποινή φυλάκισης οχτώ μηνών σε φυλακή των Σκοπίων για «υποδαύλιση θρησκευτικού και εθνικού μίσους» στην ΠΓΔΜ.
Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας, επικεφαλής της οποίας είναι ο Ιωάννης και η απήχησή της είναι περιορισμένη στην ΠΓΔΜ, δεν αναγνωρίζεται από τις αρχές και η δράση της είχε θεωρηθεί ότι είναι «απειλητική» για τη χώρα.

11 ον Άρθρον του Συμβόλου - Ερμηνεία



ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ





Άρθρον 11ον




«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών»




Της Ελένης Σταμούλου, Θεολόγου



Η όλη ουσία της Πίστεώς μας, ο σκοπός της υπάρξεως και της ζωής μας, η αυτοσυνειδησία μας ολόκληρη, σε αυτήν την προσδοκία οφείλονται, στην ανάσταση των νεκρών, διότι μόνο τότε θα είμαστε μαζί με τον Χριστό διαρκώς ενωμένοι και αχώριστοι, μετά την ανάσταση των νεκρών.

Η  ανάστασις των νεκρών ταυτίζεται με την Ανάσταση του Χριστού και σημαίνει το τέλος του παρόντος κόσμου όπως τον γνωρίζουμε σήμερα και την αρχη μιας καινούριας ζωής.

Η  Ανάστασις αναφέρεται στα νεκρά σώματα των ανθρώπων και όχι στις ψυχές, που άλλωστε είναι πλασμένες να είναι αθάνατες από τον Δημιουργό.

Το σώμα όμως φθείρεται και κάποτε πεθαίνει. Μελλει όμως το ίδιο σώμα να αναστηθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία και την Συντέλεια του Κοσμου, όχι βέβαια με την μορφη την σαρκική που γνωρίζουμε, αλλά θα είναι ένα νέο σώμα άϋλο και άφθαρτο, το οποίο θα ενωθεί με την ψυχή που είχε στη γη, για να βιώσουν μαζί (αναστημένο σώμα και ψυχή) την νέα εν Χριστώ καινή πραγματικότητα.

Τα νέα σώματα δεν θα υπόκεινται στούς γνωστούς νόμους της βαρύτητος που ισχύουν σήμερα και δεν θα  έχουν την ανάγκη της διατροφής, της αναπαύσεως, του ύπνου κλπ., αλλά θα είναι εντελώς απαλλαγμένα από κάθε γνωστή υλική ανάγκη που ισχύει μέχρι σήμερα.

Τα μεν αναστημένα σώματα των δικαίων θα είναι εύμορφα και λαμπερά, ως απόδειξη αγιότητος και συμμετοχής τους στην κοινωνία του Θεού όσο ήταν εν ζωή, των δε αμαρτωλών και αδίκων αντίθετα, θα είναι σκοτεινά και απαίσια, αναλόγως του βαθμού της αμαρτίας που ακολουθούσαν όσο ήταν στη ζωη, μακριά από τον δρόμο και τις εντολές του Θεού.


Αυτές οι αλήθειες, που σε μερικούς φαίνονται παραμύθια και ανοησίες ίσως -και είναι γεγονός πως κάθε σκεπτόμενος νους υλιστικά με βάση τούς κανόνες της κοινής και μόνον λογικής, η οποία αποδεικνύει πάντοτε το κάθε συμβάν με ακλόνητα επιχειρήματα, αδυνατεί να συλλάβει τις θείες αποκαλύψεις- αυτές οι αλήθειες, λοιπόν είναι αδύνατον να γίνουν αποδεκτές από ανθρώπους που στερούνται πίστεως, αγαθής προαιρέσεως και πνευματικής παιδείας και κατάρτισης.

Το Δόγμα της Αναστάσεως ξεπερνά τον πεπερασμένο σε λογική και γνώση νου του ανθρώπου. Πρέπει κανείς να αφήσει στην ψυχή του τον Θεο να του μιλήσει και να θελήσει να ακούσει αυτά που θα του πει, για να μπορέσει να καταλάβει και την Ανάσταση που είναι η κορύφωση της Ορθοδόξου Πιστεως.

Για όλους τούς Ορθοδόξους ισχύει οπωσδήποτε το ευαγγελικό: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α  Κορ. ιε  , 14)
Η   Ανάστασις του Χριστού νίκησε και κατήργησε τον θάνατο∙ «θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει η Εκκλησία.


Αυτό που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να έχει αιώνια ζωη είναι το εξής απλό. Να αγαπήσει τον Θεο και τον πλησίον του πραγματικά και με όλη την δύναμη της ψυχής του.

«Αγαπήσεις Κυριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. αύτη πρώτη εντολή. και δευτέρα ομοία, αύτη∙ αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν. μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι». (Μαρκ. ιβ  , 30-31)

Μόνο τότε θα μπορέσει να υπακούσει τις εντολές Του, να ακολουθήσει την οδό Του και να εισέλθει «εις την χαράν του Κυρίου Του».

Επιστολή του Πειραιώς Σεραφείμ στον Οικ. Πατριάρχη για τον Οικουμενισμό και τους Διαλόγους


Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...