Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 07, 2013

ΑΔΙΑΝΟΗΤΟΝ, ΠΛΕΟΝ, ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ! Και πάλι περί της "μη κοινωνίας" με αιρετικούς.




σον κι ἂν φαίνεται ἀδιανόητο, εἶναι τόσο μεγάλη ἡ διάβρωση τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ προπαγάνδαδεκαετιῶν, ὥστε ἀδελφοί μας μὲ γνήσιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, νὰ ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν, νὰ προσλάβουν, νὰ παραδεχθοῦν, νὰ «χωνέψουν» τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, εἰδικὰ ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τῆς «μὴ κοινωνίας» μετ’ αὐτῶν, εἴτε οἱ αἱρετικοὶ εἶναι Παπικοί, εἴτε εἶναι Οἰκουμενιστές.
Ἔχουμε δημοσιεύσει δεκάδες ἁγιοπατερικὰ χωρία, στὰ ὁποῖα ξεκάθαρα παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ὡς πρὸς τὴν σχέση μας μὲ τοὺς αἱρετικούς: πὼς δηλαδή, δὲν νοεῖται κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων μὲ αἱρετικούς, σὲ ἐκκλησιαστικὸ κυρίως ἐπίπεδο. Ἀλλὰ παρόλα αὐτά, οἱ πιστοί (καί τινες Ἐπίσκοποι), ἐνῶ ἀναγνωρίζουν ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι αἱρετικοί, ἀδυνατοῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὶς Ἐντολὲς τῶν Πατέρων, ψελλίζοντες τὶς δικαιολογίες ποὺ ἐπὶ χρόνια «ὑποβάλλουν» οἱ Οἰκουμενιστές!
Ἄλλη μιὰ φορά, λοιπόν, παρουσιάζουμε κάποια μικρὰ κείμενα, μὲ ἀφορμὴ παρόμοιες ἀπορίες, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπισήμανση ἑνὸς κειμένου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.


κούσατε, τί λέγουσιν οἱ ἐπικατάρατοι Μανιχαῖοι, οἱ ἐσκοτισμένοι περὶ τὸ φῶς, τὸ στόμα τοῦ διαβόλου. ...Τούτοις ὁμιλήσομεν; Τούτους εἰς κοινωνίαν δεξόμεθα;  Ὁ κοινωνῶν αὐτοῖς ὅμοιος αὐτοῖς ἐστι καὶ τῆς μερίδος αὐτῶν ἔσται καὶ ἐν τῷ νῦν καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι. Ἀδελφοί, κοινωνία λέγεται· ἀποθάνωμεν καὶ μὴ δεξώμεθα εἰς κοινωνίαν τοὺς Μανιχαίους. Ἀποθάνωμεν, ἵνα ζήσωμεν· ὁ δεχόμενος αὐτοὺς εἰς κοινωνίαν Μανιχαῖός ἐστιν, ὅμοιος αὐτοῖς. Κρεῖττόν ἐστιν ἰουδαΐσαι καὶ Ἰουδαῖον ἀποθανεῖν ἤπερ κοινωνῆσαι τοῖς Μανιχαίοις... Ἀκούσατε δὴ πρὸς θεοῦ, ὦ ἄνδρες, ἀκούσατε, τί φησιν ὁ θεώλεστος Μάνης. Οὐκ ἔστι, φησίν, ὁ κόσμος τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ τοῦ διαβόλου. Ἀπαλλοτριῶσαι ἡμᾶς βούλονται τοῦ θεοῦ ἡμῶν.
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων).

ΤΙΤΛ. ΝΑʹ. —Περὶ ἀμίκτων, καὶ τῶν ἀκοινωνήτως ἐχόντων πρὸς ἄλληλα.
«Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;». «Τί κοινωνήσει λύκος ἀμνῷ; οὕτως ἁμαρτωλὸς πρὸς εὐσεβῆ. Τί κοινωνήσει χύτρα πρὸς λέβητα; αὕτη προσκρούσει, αὕτη συντριβήσεται». «Οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν, καὶ τραπέζης δαιμονίων. Τίς μετοχὴ δικαιοσύνης καὶ ἀνομίας; ἢ τίς κοινωνίαφωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων;»
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰ ἱερὰ Παράλληλα).

«Καὶ αἰχμαλωτεύοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ».
Λαμπρὰν καὶ περιφανῆ τὴν νίκην ποιεῖ. Οὐ γὰρ λόγοις πολεμοῦμεν, φησίν, ἀλλ' ἔργοις πρὸς λόγους. «Καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ πρότερον ὑμῶν ἡ ὑπακοή». Ὑμᾶς μὲν γάρ, φησίν, ἀναμένομεν, ἵνα ὅταν διὰ τῆς παραινέσεως καὶ τῆς ἀπειλῆς διορθώσωμεν ὑμᾶς, καὶ ἐξενέγκωμεν, καὶ ἀποστήσωμεν τῆς ἐκείνων κοινωνίας, τότε ἐκείνων ἀπολειφθέντων μόνων τῶν τὰ ἀνίατα νοσούντων, ἐπαγάγωμεν τὴν τιμωρίαν, ὅταν ὁλοκλήρους ἴδωμεν ὑμᾶς ἀποστάντας τούτων. Ὑπακούετε μὲν γὰρ καὶ νῦν, οὐ τελείως δέ. Διὸ οὐκ εἶπεν, ὅταν ὑπακούσητε, ἀλλ' ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή.
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου).

«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες...
Τί οὖν φησιν; ἂν πονηρὸς ᾖ, πειθώμεθα; πονηρὸς πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φύγε αὐτόν, καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Ἄκουε γὰρ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος, Ἐπὶ τῆς Μωϋσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι... Ἔχουσι, φησί, τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ βίου εἰσὶν ἀκαθάρτου. Ἀλλὰ μὴ τῷ βίῳ, ἀλλὰ τοῖς λόγοις προσέχετε. Τῶν μὲν γὰρ ἠθῶν ἕνεκεν οὐδεὶς ἂν βλαβείη. Τί δήποτε; ὅτι καὶ δῆλα πᾶσίν ἐστιν, καὶ οὐδὲ αὐτός, κἂν μυριάκις ᾖ πονηρός, πονηρὰ διδάξει ποτέ.
Πίστεως δὲ ἕνεκεν, οὔτε δῆλόν ἐστι πᾶσιν, ὅτε πονηρὸς οὐ παραιτήσεται διδάσκειν. Ἐπεὶ καὶ τό, Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε, περὶ βίου ἐστίν, οὐ περὶ πίστεως. Τὸ γοῦν ἐπαγόμενον, τοῦτο δηλοῖ. Τί βλέπεις, φησίν, τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; Πάντα οὖν ὅσα ἂν λέγωσιν ὑμῖν, ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε. Ὁρᾷς ὅτι οὐ περὶ δογμάτων ἐστίν, ἀλλὰ περὶ βίου καὶ ἔργων. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος πρότερον συνέστησεν αὐτούς, καὶ τότε φησίν, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε.
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου –Ἀπὸ κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής Ι΄ Λουκά (Εφεσ. Β΄ 14 - 22) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής
Ι΄ Λουκά
(Εφεσ. Β΄ 14 - 22)


Σε κάθε εποχή και σε κάθε Χριστιανική γενιά, ο λόγος περί Εκκλησίας, αποτελεί ένα από τα βασικότερα κεφάλαια της όλης δογματικής διδασκαλίας και συνειδήσεως.
Δεν θα είμαστε εκτός της πραγματικότητας, εάν υποστηρίζαμε ότι περισσότερο σήμερα, παρά ποτέ, ο αυθεντικός εκκλησιολογικός λόγος γίνεται απολύτως αναγκαίος, και τούτο διότι οι πλέον απίθανες διδασκαλίες ακούγονται και μάλιστα από επίσημα βήματα, αν όχι και από αυτά τα ιερά θυσιαστήρια.
Το Αποστολικό Ανάγνωσμα που θα ακούσουμε στους Ναούς μας την Κυριακή, θέτει και ξεκαθαρίζει το θέμα, αφού παρομοιάζει την Εκκλησία με οικοδόμημα ισχυρό και αδιάσειστο.
Τονίζει ο Απόστολος, ότι το αγκωνάρι αυτό που βαστάζει και στηρίζει την ακλόνητη αυτή οικοδομή, είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Αλλά δεν είναι αυτή μόνο η αδιάσειστη αλήθεια που κηρύττει ο Απ. Παύλος, προσθέτει ότι εμείς, οι πιστοί, με τη βάπτισή μας, κτιζόμαστε και οικοδομούμαστε σε αυτή την Θεία Οικοδομή.
«Εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των Αποστόλων και των Προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφεσ. Β΄20).
Η Εκκλησία είναι «ψυχική», πνευματική «πολιτεία», θα κηρύξει ο σύγχρονος Άγιος και μεγάλος δογματολόγος της Εκκλησίας μας, ο Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς, και θα ερμηνεύσει: «Ο ακρογωνιαίος λίθος είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, θεμέλιο είναι οι Απόστολοι και οι Προφήτες. Αυτή σε όλα αυξάνει με τον Χριστό και «εν Χριστώ», αυξάνει με τις δικές Του δημιουργικές Θεανθρώπινες δυνάμεις. Σε αυτήν ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «πανταχού παρών». Αυτός είναι η αποστολικότης των Αποστόλων. Αυτός είναι η προφητεία των Προφητών. Αυτός είναι η αγιότης των Αγίων. Αυτός είναι η πίστη των πιστευόντων. Αυτός είναι η αγάπη των αγαπώντων. Αυτός είναι η σωφροσύνη των σωφρονούντων, η ταπείνωση των ταπεινών. Αυτός είναι όλο και όλα στον καθένα που αγωνίζεται και σώζεται.
Οι Χριστιανοί είναι οι «ζωντανοί λίθοι» οι οποίοι οικοδομούνται στην «ψυχική», πνευματική πολιτεία της Εκκλησίας (Α' Πετρ. β' 5) και αυτό πάντα «συν πάσι τοις Αγίοις» και στο μέγεθος των Αποστόλων και των Προφητών (Α' Κορ. γ' 9-17). Γιατί δεν μπορεί κανένας να γίνει ακόλουθος του Χριστού και «οικείος Θεού», αν δεν ζει μαζί με όλους τους Αγίους, αν δεν σκέπτεται, αν δεν πιστεύει, αν δεν αισθάνεται συνολικά και καθολικά μαζί με τους Αποστόλους, τους Προφήτες και τους λοιπούς Αγίους.
Αν θέλουμε ν' αναπτυχθούμε σε όλα τα ύψη του Χριστού, πρέπει «πρωτίστως» να οικοδομηθούμε στο θεμέλιο των Αποστόλων και των Προφητών. Να ζούμε με την ζωή τους, να πιστεύουμε με την πίστη τους, να αγαπούμε με την αγάπη τους, να προσευχόμαστε με θέρμη όπως εκείνοι.
Γιατί δεν θα γνωρίζαμε τον Κύριο Ιησού Χριστό, χωρίς τους Αγίους Αποστόλους, ούτε και θα δεχόμασταν το Άγιο Πνεύμα. Χωρίς αυτούς δεν θα ήταν Εκκλησία, διότι η Εκκλησία, δια μέσου αυτών «κατέστη» Εκκλησία και το Άγιον Πνεύμα, δια μέσου αυτών «κατέστη» η ψυχή της Εκκλησίας και χαρίζει τα πάντα στην Εκκλησία. Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, διαμέσου αυτών εμφάνισε τον Εαυτό Του και το Ευαγγέλιό Του.
Σε αυτό το θεμέλιο αναπτύσσεται η Εκκλησία με τον Χριστό, και με την Θεϊκή Του δύναμη, αναπτύσσεται σε ακαταμάχητο, Άγιο Ναό του Θεού.
Κάθε ένας ο οποίος, με την Αποστολική Πίστη, οικοδομεί τον εαυτό του σε αυτόν τον άγιο ναό, «καθίσταται», γίνεται «κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι». Ναι, στο Άγιο Πνεύμα, «εν Πνεύματι Αγίω». Γιατί μόνο έτσι, στο Άγιο Κατοικητήριο ενδιατρίβει η Τρισάγια Θεότητα. Έτσι, μόνο στην Εκκλησία ο άνθρωπος φτάνει στον αιώνιο προορισμό του, να γίνει ναός της Αγίας Τριάδος (Α' Κορ. γ' 17) και να ζει με την Αγία Τριάδα.
Ο Άγιος Απόστολος Παύλος, κυρίως ευαγγελίζεται «εν ώ και υμείς συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι». Με τι οι πιστοί οικοδομούν τον εαυτό τους; Με τις Ευαγγελικές αρετές της πίστης, της αγάπης, της νηστείας, της ελπίδας, της ταπείνωσης, της σωφροσύνης, της υπομονής και με τις υπόλοιπες αρετές και τα Άγια Μυστήρια.
Αλλά και αυτή η «οικοδομή» του εαυτού τους γίνεται «εις κατοικητήριον του Θεού» και αυτοί δεν εκπληρώνουν μόνοι τους αυτό τον σκοπό, αλλά πάντοτε «συν πάσι τοις Αγίοις»!
Ο λόγος των Αγίων, βλέπουμε πάντοτε είναι ουσιαστικός, χωρίς περιθώρια παρερμηνείας από οποιονδήποτε. Τρέφει τις ψυχές των μελών της Εκκλησίας και αυξάνει τον ζήλο για τον προσωπικό αγώνα, που τελικώς δεν είναι, παρά αγώνας για την όλη «Θείαν Οικοδομήν».
Έτσι λοιπόν φθάνουμε στο ευλογημένο συμπέρασμα, ότι εφ' όσον Αυτός ο Κύριος είναι το στήριγμα του όλου οικοδομήματος, που αποτελεί και το Σώμα Του, η Εκκλησία, προς δόξαν Θεού και προς πείσμα των δαιμόνων και των αχρείων οργάνων τους, είναι και θα παραμένει ασάλευτη.
Οποιοιδήποτε «τεκτονικοί» και άλλοι ισχυροί σεισμοί, έξωθεν και έσωθεν εάν συμβαίνουν, όσο και αν χτυπιέται απ΄ τους αθέους, τους απίστους και τους αιρετικούς, και όσα σκάνδαλα και να ξεσπάσουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, ουδείς φόβος υφίσταται στο να καταρρεύσει. Έχει οικοδομηθεί από τον Θεάνθρωπο Ιδρυτή της, ώστε, όπως είπε ο Ίδιος: «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ΙΣΤ' 18).
Ευλογημένος και μακάριος αυτός που δέχεται τούτη την πραγματικότητα, αφελής εκείνος που κλονίζεται μπροστά στις επιθέσεις και ανόητος των ανοήτων, όποιος τολμά να τα βάζει με το Θείο Καθίδρυμα της Ορθοδοξίας, δηλ. με το ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό!
Με τρόπο μάλιστα, Αγγέλου της Αποκαλύψεως, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διασαλπίζει την ακατανίκητη αυτή δύναμη της Εκκλησίας: «ουδέν δυνατότερον της Εκκλησίας άνθρωπε. Ο Θεός έπηξε (την θεμελίωσε) τις επιχειρεί σαλεύειν»;
Αυτής λοιπόν της πανίσχυρης Εκκλησίας είμαστε μέλη. Και εννοείται πως δεν είναι μέλος αυτός που απλά ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός ή αυτός που λέει ότι ανήκει σε οποιαδήποτε «ομολογία», αλλά μέλη της είναι μόνο οι βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Όλες οι άλλες θεωρίες που κυκλοφορούν, ότι δηλ. όλοι συμπεριλαμβάνονται στους κόλπους του Σώματος του Χριστού, δεν είναι παρά κηρύγματα του διαβόλου, που σκοπό έχει να διασαλεύσει την εκκλησιολογική βάση και να αλλοιώσει τη δογματική συνείδηση. Δηλ. ό,τι χειρότερο για τους πιστούς.
Εκείνο λοιπόν που χρειάζεται να κάνουμε, αφού πλέον είμαστε βέβαιοι για το ασάλευτο της Ορθοδοξίας μας, είναι να φροντίζουμε πάντοτε να μένουμε προσκολλημένοι στον Χριστό, πράγμα που σημαίνει να βιώνουμε σε καθημερινή βάση αυτή την Ορθοπραξία.
Ας μην κάνουμε λοιπόν πολυσύνθετο το θέμα και ας μη χάνουμε την ουσία του. Ας έχουμε δε πάντοτε κατά νου, ότι στον ευλογημένο αυτόν αγώνα, του να καταρτίζουμε τον εαυτό μας, ως οργανικά μέλη του Χριστού, συνυπάρχει και το να ομολογούμε ειρηνικώς αλλά και σταθερώς, προς κάθε κατεύθυνση την μοναδικότητα και το απόλυτον της Πίστεώς μας.
Αμήν


Άρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Λόγος εις το Άχραντον και θείον Γενέθλιον του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και εις το «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν».

nativityΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Λόγος εις το Άχραντον και θείον Γενέθλιον του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και εις το «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν».
Γνωρίζουμε βεβαίως όλοι, γνωρίζουμε ότι αυτός ο αισθητός ήλιος φωτίζει όλη την υφήλιο, και «δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να κρυφτεί από τη θερμότητα» και την διαυγέστατη λαμπρότητά του. Αλλά πολλές φορές οι ολόλαμπρες ακτίνες του καλύπτονται από σύννεφα και ομίχλη ή από το φύλλωμα των δένδρων, αλλά και πάλι, η πνοή κάποιου ανέμου διαλύει εύκολα το κάλλυμα των συννέφων και την ομίχλη και επιτρέπει στις γεμάτες φως ακτίνες να ξαπλωθούν παντού. Τον νοητό δε «ήλιον της δικαιοσύνης», που προυπήρξε του φυσικού ήλιου, που γεννήθηκε σήμερα με παράδοξο τρόπο από την ανάλαφρη νεφέλη, από την φωτοφόρο και ηλιακή και πάναγνη κοιλιά, καλύπτει ως σύννεφο η «μορφή του δούλου»,… τα βρεφικά σπάργανα και το φτωχικό σπήλαιο, καί ωρισμένα άλλα σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, σύμβολα της φτώχειας και της ταπεινότητας.
Όπως είπαμε προηγουμένως, το φύσημα και η δύναμη του ανέμου διασκορπίζει το κάλλυμμα της ομίχλης και του σύννεφου και φανερώνει καθαρά τις ηλιακές ακτίνες· το ίδιο συμβαίνει και με τον «ήλιον της δικαιοσύνης», τον Θεό και Δεσπότη, που καλύπτεται με σπάργανα και κρύβεται σε σπήλαιο και φάτνη αλόγων ζώων για την πολλή συγκατάβαση και για την υπερβολική αγαθότητα του· το Πανάγιο Πνεύμα που συνεργάστηκε για την πραγματοποίση του μυστηρίου και η ευδοκία (αυτό που αρέσει) του Πατρός παρουσιάζει καθαρά, τον ήλιο και Θεό που κρύβεται στη φάτνη και σπρώχνει όλη την κτίση, ορατή και αόρατη, να τρέξει γρήγορα και να κηρύξει τον «βασιλέα της δόξης» και Δημιουργό των όλων, που κρύβεται σε σπήλαιο και φάτνη περιτυλιγμένος με τα σπάργανα.
Εκεί ήλθαν χωρίς δισταγμό και οι μάγοι από την ανατολή προσφέροντας πολυτελή δώρα προσκυνώντας τον με πίστη. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άγγελοι κατέβηκαν από τον ουρανό και έψαλλαν μελωδικά πρός τον « εν υψίστοις Θεόν και επί γης ειρηνάρχην» για τη συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, που πραγματοποίησε το θέλημα του Πατρός· του απένειμαν ως Βασιλέα τους την οφειλόμενη επευφημία και απεκάλυψαν πλήρως τον κρυπτόμενο ακόμη Βασιλέα και τον ανάγγειλαν ως «ποιμένα των προβάτων τον μέγαν» στους βοσκούς που ήταν εκεί κοντά. « Γιατί γεννήθηκε» λέει, « για χάρη σας σήμερα Σωτήρας, και αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος στη πόλη του Δαβίδ. Και για να τον αναγνωρίσετε, τούτο είναι το σημάδι· θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα παχνί (φάτνη)». Όταν τα άκουσαν αυτά «οι βοσκοί είπαν μεταξύ τους: Ας πάμε λοιπόν ως τη Βηθλεέμ και ας δούμε αυτά που έγιναν και που μας έκανε γνωστά ο Κύριος. Τρέχοντας ήρθαν και βρήκαν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος ξαπλωμένο στη φάτνη. Και όταν τους είδαν, διηγήθηκαν» στο λαό «και γύρισαν πίσω δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν όπως τους είχαν ειπωθεί» ( Λουκ. 2, 15-17, 20).
Για ποιον λόγο διαφημίζεται και μεγαλύνεται από τον ουρανό και τη γη αυτός που κρύβεται ως νήπιο σε σπήλαιο και φάτνη; Είναι φανερό ότι αυτό γίνεται για να γίνει γνωστό «σ’ όλη τη κτίση» ότι το βρέφος αυτό εξουσιάζει όλα τα αόρατα και τα όρατα και ότι είναι ο βασιλιάς της δόξας…
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», (γιατί γεννήθηκε για χάρη σας ένα παιδί) σήμερα και σπαργανώθηκε, αυτός που σπαργάνωσε παλιά με ομίχλη τη θάλασσα. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», του οποίου η αρχή είναι άναρχος και δεν έχει τέλος.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» το οποίο συγκρατεί, σάν δούλους του τα σύμπαντα· γι’ αυτό και σάν δούλοι το υπηρετούν και το επευφημούν και του προσφέρουν δώρα οι μάγοι και το άστρο, οι άγγελοι και οι βοσκοί, το σπήλαιο και η φάτνη, η Παρθένος μητέρα υπερφυώς ( με τρόπο θαυμαστό) και ο μνήστορας Ιωσήφ ο τεχνίτης, που φαινόταν ως πατέρας του δημιουργού των πάντων. Λείπει όμως η παρουσία των μαιών από τον τίμιο εκείνο και παράδοξο και παρθενικό τόκο· γιατί εκεί που υπάρχει μητέρα Παρθένος με την Δύναμη του Υψίστου, δε χρειάζονται μαίες. Αυτά λοιπόν και τα ισότιμα με αυτά φανέρωναν με σαφήνεια την θεαρχία και παντοκρατορία του νεογέννητου παιδιού.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» από την αγία Παρθένο χωρίς πατέρα, αυτό που γεννήθηκε «εκ γαστρός πρό εωσφόρου», προαιωνίως, από τον Πατέρα χωρίς μητέρα.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», κριτής ζώντων και νεκρών.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» και φανέρωσε σήμερα το προαιώνιο μυστήριο, και έτσι ετελείωσε με τον καλλίτερο τρόπο εκείνο που «πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους» (πολυμερώς και πολυτρόπως) διέδιδαν από παλιά οι Προφήτες· προέλεγαν δηλαδή ότι «εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» και ότι « ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και ότι «εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού (η ανθρώπινη φύση του)» και ότι «εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί» και τα λοιπά.
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», που μυήθηκαν οι μάγοι για τη γέννηση του, οι βασιλείς των Περσών και ήλθαν με δώρα να το προσκυνήσουν με οδηγό το άστρο, αυτούς τους οποίους η Γραφή ονόμασε παλιότερα Σαβαΐτες, λέγοντας· «ότι άνδρες υψηλοί Σαβαΐται διαβήσονται προς σε και προσκυνήσουσι λέγοντες ότι εν σοί ο Θεός εστι και ουκ έστι Θεός πλήν σου». Αυτοί λοιπόν οι άνδρες ήλθαν και τον προσκύνησαν και θεολογώντας του πρόσφεραν δώρα· χρυσάφι επειδή είναι Βασιλιάς, λιβάνι επειδή είναι Θεός και σμύρνα για το άχραντο Πάθος…
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» και είναι τώρα ξαπλωμένο στη φάτνη, αυτό που κρατεί στο χέρι του τη σφαίρα της γής και συγκρατεί θεοπρεπώς και με άνεση όλη τη κτίση.
Και για να πώ συγκεφαλαιώνοντας το σπουδαιότερο παραλείποντας τα περισσότερα, «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», που είναι η σωτηρία του κόσμου, η ίαση των νοσημάτων, η εξαφάνιση των δαιμόνων, το καταλυτήριο των ειδωλικών ξοάνων και βωμών, η εξάλειψη των διαβολικών θυσιών και των ακαθάρτων κνισσών, το αιώνιο αλυσοδετήριο της διαβολικής αποστασίας και η αρχή της καθολικής αναστάσεως των νεκρών.
Ποιός είδε ή άκουσε ποτέ παρόμοιο παιδί…
Πώς ο απερίγραπτος Λόγος και Υιός του Θεού Πατρός περιορίστηκε εκούσια μέσα στη μορφή του δούλου; Πώς ο κατά φύση ασώματος ντύθηκε σώμα; Πώς φανερώθηκε αυτός που είναι αθέατος και στούς αγγέλους; Πώς ο δημιουργός των αθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε να φορέσει σάρκα θνητή; Πώς αυτός που έχει τον ασύγκριτο πλούτο της θεότητας και χαρίζει τα πλούσια δώρα έφθασε στην έσχατη φτώχεια; Πράγματι, τι φτωχότερο μπορεί να υπάρξει από τον σταύλο των βοδιών και τη φάτνη και το σπήλαιο; Πώς με παράδοξο τρόπο είδαν τα μάτια μας τον αόρατο; Πώς κατέβηκε στη γή ο Ύψιστος; Πώς αυτός που βρίσκεται πάνω από τους ουρανούς θέλησε να ζήσει μαζί με εμας που βρισκόμαστε κάτω στη γή; Πώς αυτός που περικυκλώνεται από στρατιές λαμπρότατων αγγέλων ήλθε να συναναστραφεί με τους ανθρώπους; Πώς αυτός που φορά σαν ένδυμα το φώς σπαργανώνεται με κουρέλια; Πώς ο υπέρκαθαρος κατέβηκε σε μας που βρισκόμαστε στο λάκκο και τη βρωμιά των καταστροφικών παθών;
Για ποιό λόγο, γιατί έγινε αυτή η ασύλληπτη και μεγάλη συγκατάβαση; Είναι βέβαια φανερό σε όσους θέλουν να ερευνήσουν τη δύναμη του μυστηρίου αλλά και εγώ θα το κάνω σαφές χρησιμοποιώντας μία εικόνα. Όπως κάποιος που έχει πέσει σε πολύ βαθύ και γεμάτο βόρβορο λάκκο δεν μπορεί να βγεί μόνος του από εκεί, αλλά χρειάζεται κάποιο χέρι από πάνω να τόν τραβήξει, κάτι παρόμοιο έπαθε και η φύση μας. Έγινε μεγάλο πτώμα από την πτώση στο βόρβορο της παραβάσεως και της αμαρτίας. Πεσμένη στο λάκκο του Άδη είχε ανάγκη από κάποιο χέρι παντοδύναμο για να την ανασύρει. Και επειδή κανενός συνανθρώπου χέρι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, απλώνεται από πάνω, από τα θεία υψώματα η παντοδύναμη δεσποτική δεξιά πρός τα κάτω, και όχι μόνο τράβηξε από το λάκκο εκείνο αυτούς που είχαν πέσει, αλλά και με τη μεγάλη δόξα και τη δύναμη της συνέτριψε τους αντιπάλους, όπως έχει γραφτεί, και μετέχοντας στη πεσμένη φύση μας θαυματουργικά, την οδήγησε ψηλά στους ουρανούς· και αφού την εκάθισε στο θρόνο εκ δεξιών του Πατρός την αξίωσε να προσκυνείται από όλη την κτίση, και προσκαλώντας εμάς εκεί έλεγε « ει τις εμοί διακονεί, εμοί ακολουθείτω, ίνα όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» ( όποιος θέλει να με υπηρετεί ας ακολουθεί το δικό μου δρόμο, κι όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι κι ο δικός μου υπηρέτης). Το ίδιο συνιστά και ο μακάριος Παύλος: «τα άνω ζητείν, τα άνω φρονείν, ένθα κάθηται Χριστός εκ δεξιών του Θεού Πατρός»…
( Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ, τ. Γ΄, Εκδ. Ι.Β.Σ Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1999, σ. 499 αποσπάσματα).

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 06, 2013

ΓΙΑΤΙ Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ ΩΦΕΛΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΓΙΑΤΙ Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΓΑΜΩΝ
ΩΦΕΛΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Γράφει ὁ Δημήτρης Σωτηρόπουλος

.              Διαβάζω καὶ ἀκούω μὲ ἔκπληξη τὴν ἔκπληξη τῶν Ἱερωμένων, ἀλλὰ καὶ ἁπλῶν πιστῶν, στὸ ζήτημα τῆς μείωσης τῶν θρησκευτικῶν γάμων, ποὺ πλέον εἶναι λιγότεροι ἀπὸ τοὺς πολιτικούς: Ὅλοι μιλοῦν γιὰ «φυγὴ» τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλες παρόμοιες (σωστὲς) ἐπισημάνσεις.
.              Κατ᾽ ἀρχήν, νὰ ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα: Πρῶτον, ὁ νεοέλληνας (καὶ ὄχι Ἕλληνας) ἔχει φύγει μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ἠθικὴ καὶ γενικῶς τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, ἐδῶ καὶ δεκαετίες. Δὲν εἶναι λοιπὸν τωρινὸ τὸ φαινόμενο. Ἁπλῶς τὰ προηγούμενα χρόνια «καλυπτόταν» ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ εὐμάρεια.
.              Δεύτερον, ἐλπίζω αὐτὴ ἡ ἀνησυχία ἰδίως τῶν Ἱερωμένων γιὰ τὴν μείωση τῶν θρησκευτικῶν γάμων, νὰ μὴν ὀφείλεται στὰ…διαφυγόντα κέρδη, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοὶ κακεντρεχεῖς.
.              Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα μὲ τὴν σειρά: Γιατί τελικὰ εἶναι ΚΕΡΔΟΣ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ μείωση τῶν θρησκευτικῶν γάμων;
.              Ἀπάντηση: Διότι, ἁπλούστατα, ξεχωρίζει ἡ ἧρα ἀπὸ τὸ στάρι, οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Ὅσοι παντρεύονται ἐντὸς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ ΚΑΝΟΝΙΚΟ, ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ γάμο καὶ ὅσοι ἐπιλέγουν τὸν ψευτο-γάμο, ὅπως εἶναι ὁ πολιτικός.
.              Συνηθιζόταν τὰ προηγούμενα χρόνια – ἡ οἰκονομικὴ εὐμάρεια ποὺ λέγαμε – νὰ εἶναι ἀπαραίτητος ὁ γάμος στὴν Ἐκκλησιά, ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς ἀπίστους, τοὺς ἀθέους καὶ τοὺς χριστιανομάχους! Συνηθιζόταν, γιατί τὸ Μυστήριο εἶχε καταντήσει ἁπλὰ ἕνα μέρος τῆς πολυτελοῦς καὶ «γκλάμουρ» τελετῆς τοῦ γάμου, ποὺ περιελάμβανε ἀπὸ πανάκριβες δεξιώσεις σὲ κτήματα μέχρι ἀστραφτερὰ αὐτοκίνητα, νυφικὰ καὶ δῶρα.
.              Εἴχαμε λοιπὸν τὴν εἰκόνα ἑνὸς Ἱεροῦ Ναοῦ, ποὺ ἁπλῶς χρησίμευε γιὰ ντεκὸρ στὶς φωτογραφίες καὶ τὰ βίντεο ποὺ θὰ στόλιζαν ἀργότερα τὰ ἄλμπουμ καὶ τοὺς ὑπολογιστὲς τῶν νεόνυμφων. Παπάδες βαριεστημένους, ποὺ ἔκαναν τὸν ἕνα γάμο μετὰ τὸν ἄλλο, πετσοκόβοντας μάλιστα τὴν Ἀκολουθία, «ἐπειδὴ περιμένουν κι ἄλλοι νὰ παντρευτοῦν». Ἐμφανίσεις νεονύμφων (κυρίως γυναικῶν) ποὺ θεωροῦσαν τὴν Ἐκκλησία ὡς πασαρέλα, ἀκόμα καὶ στριπτιζάδικο. Καλεσμένους νὰ περιφέρονται ἐντὸς κι ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ φωνασκώντας, καπνίζοντας καὶ διακωμωδώντας τὸ Μυστήριο.
.              Τὰ παραπάνω φαινόμενα, ὑπάρχουν καὶ σήμερα. Ὅμως, μὲ τὴν μείωση τῶν θρησκευτικῶν γάμων ἀπὸ ἀνθρώπους ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τείνουν νὰ μειωθοῦν. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ ἕνα θετικὸ τῆς ὑπόθεσης: Οἱ ἄκρως κοσμικοὶ συνάνθρωποί μας, μποροῦν νὰ «παντρευτοῦν» μέσα στὴν αἴθουσα τοῦ Δημαρχείου. Τὰ ἴδια (καραγκιοζιλίκια) ποὺ περιγράψαμε, γίνονται καὶ ἐκεῖ: Νυφικά, φωτογράφοι, λιμουζίνες, δεξιώσεις. Ἂς εἶναι. Φτάνει ὅλα αὐτὰ νὰ παραμένουν ΕΚΤΟΣ Ἱερῶν Ναῶν.
.              Κι ἐδῶ ἐρχόμαστε στὰ λεγόμενα «ἔξοδα» τῶν γάμων: Κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη πὼς οἱ Ἱερεῖς «κοιτᾶνε νὰ τὰ κονομήσουν», νὰ βγάλουν «τυχερά», ὅπως λέγονται. Προσωπικά, γνωρίζοντας πολλοὺς ἁπλοὺς Παπάδες πόλεων καὶ χωριῶν, ἐλάχιστες φορὲς ἔχω βρεθεῖ μπροστὰ σὲ κάποιους ποὺ ζητᾶνε χρήματα ἀπὸ τὰ ζευγάρια. Οἱ περισσότεροι δὲν λένε πλέον οὔτε κἂν τὸ «δῶστε ὅ,τι ἔχετε εὐχαρίστηση».
.              Ὅμως, ὁ -ἄπιστος- κόσμος παρεξηγεῖ. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὶς ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ ποὺ ξοδεύει στὶς ἀηδίες ποὺ περιγράψαμε παραπάνω, ἀλλὰ σκανδαλίζεται ἀπὸ τὰ 50 Εὐρὼ ποὺ θὰ πάρουν οἱ ψάλτες, τὰ 20 τοῦ ΚΡΑΤΙΚΟΥ παραβόλου, ἄντε κι ἄλλα 20 γιὰ τὰ φῶτα καὶ τὸ νεωκόρο. Ναί, αὐτὰ τοὺς ἐνοχλοῦν!
.              Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἡ φυγὴ τέτοιων τύπων ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Ναούς, μόνο θετικὴ μποροῦν νὰ εἶναι. Ἐξ ἄλλου, μποροῦν νὰ ξοδέψουν τὰ ἴδια καὶ στὰ Δημαρχεῖα. Ἄραγε ἐκεῖ θὰ παραπονεθοῦν; Μᾶλλον ὄχι, ἀφοῦ ὁ Δήμαρχος δέν…φοράει ράσο!
.              Ἀνακεφαλαιώνοντας, θεωρῶ πὼς ἡ μείωση τῶν θρησκευτικῶν γάμων εἶναι μία ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας:



- Γιὰ νὰ ἐνδιαφερθεῖ ἐπιτέλους γιὰ τὴν ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ τῶν νεονύμφων, σύμφωνα μὲ τὴν Διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας.
- Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει ὅσους πραγματικὰ αἰσθάνονται πὼς ὁ γάμος εἶναι ἕνα ΜΥΣΤΗΡΙΟ, ὡς μέλλοντες συν-ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ.
.              Γιατί τελικά, αὐτὸ εἶναι ποὺ μένει. Πέρα ἀπὸ τὰ λαμπερὰ φῶτα, τὰ νυφικά, τὶς δεξιώσεις καὶ τὴν κοσμικὴ ματαιότητα.

Πως πάμε στον Χριστό; +Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελετίου)

meister_der_peribleptos-kirche_in_mistra_001
Αγια, είναι ἡ νύχτα, που ήρθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Άγια• καὶ ολόφωτη.
. • Τότε ήρθε στον κόσμο το ΦΩΣ• το ΦΩΣ το εκ ΦΩΤΟΣ.
. Μα, αυτό το γενικό, μόνο του ΔΕΝ αρκεί! Πρέπει και εμείς, ο καθένας μας, να Τον δεχθή• να ρθῆ σε σχέση προσωπική μαζί Του. Πρέπει να γίνει πιστός• χριστιανός. Πιστός στον Χριστό!
. Τότε κάποιοι Τον βρήκαν. Μπορούμε να Τον βρούμε και εμείς. Αρκεί να Τον αναζητήσουμε σωστά• ακολουθώντας, όχι κάποιο δρόμο, αλλά ένα εγγυημένο δρόμο.
. Και δρόμοι εγγυημένοι είναι δύο:
Ο ένας είναι ο δρόμος της Παναγίας.
Ο άλλος είναι ο δρόμος των Ποιμένων και των Μάγων.
* * *
. 1. Η Παναγία, η Μαρία από την Ναζαρέτ, ήταν μια απλή κοπέλλα. Δεν ήταν, ούτε ιστοριοδίφης• ούτε φυσιοδίφης• ούτε στοχαστής. Πίστευε στην πραγματικότητα. Και είχε οδηγό της, την πραγματικότητα.
. Της μίλησε ο άγγελος Γαβριήλ. Της είπε, ότι θα γεννήσει τον Σωτήρα του κόσμου. Μα αυτή ΔΕΝ χάρηκε. Αντέδρασε. Και απάντησε: Πως μπορεί γυναίκα να γεννήσει παιδί, χωρίς συνεύρεση με άνδρα;
. Της απάντησε ο άγγελος: Μπορεί! Όταν θέλει ο Θεός, δεν λειτουργούν, πάνε στην άκρη, οι νόμοι της φύσης! ΔΕΝ στέκουν εμπόδιο στην θέληση του Θεού!
. Και η Μαρία, το κατάλαβε. Το κατάλαβε σωστά. Και είπε:
. Εγώ είμαι ΔΟΥΛΗ του Κυρίου. Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου! Και συνέλαβε τον Υιό του Θεού: «εκ Πνεύματος Αγίου».
. Και γι αὐτό η Παναγία ξέροντας, όλα αυτά και τον τρόπο που γέννησε, μόλις έτεκε τον Χριστό, Τον προσκύνησε! Σαν Θεό της. Σαν σωτήρα της. Σαν σωτήρα όλου του κόσμου.
. 2. Άλλος δρόμος, απλούστερος, πιο βατός σε μας τους αδύναμους, είναι ο δρόμος των ποιμένων.
. Αγρυπνούσαν κοντά στα πρόβατά τους. Και εκεί είδαν ξαφνικά άγγελο. Και ο άγγελος τους μίλησε και τους είπε:
. -Σας φέρνω χαρμόσυνο μήνυμα. Γεννήθηκε στην Βηθλεέμ ο Σωτήρας του κόσμου! Πηγαίνετε να Τον ιδείτε• και να Τον προσκυνήσετε!
. Και αυτοί με απλότητα• μα αποφασιστικά είπαν:
. – Πάμε! Επιτρέπεται, μετά από τέτοιο μήνυμα, να διστάζει άνθρωπος και να βαριέται; Να μετράει βήματα;
. Και ξεκίνησαν να ιδούν. Τι να ιδούν; Ένα νεογέννητο! Και επήγαν. Και το βρήκαν στο σπήλαιο. Και το είδαν. Και το προσκύνησαν! Τόσο εύκολα;
. Ναι. Γιατί κατάλαβαν, ότι τα λόγια του Αγγέλου, ήταν λόγια σοβαρά. Και τα δέχθηκαν. Γιατί κατάλαβαν, ότι το βρέφος εκείνο, δεν ήταν ένα κάποιο βρέφος, αλλά ο υιός του Θεού, ο συνάναρχος, και ομόθρονος με τον ΠΑΤΕΡΑ. Και «εθαύμασαν». Δηλαδή κατάλαβαν, πόσο μεγάλη είναι η σοφία του Θεού• και πόσο απέραντη η αγάπη Του για μας.
. Κάτι ανάλογο έκαμαν και οι μάγοι. Είδαν αστέρι στον Ουρανό. Και κατάλαβαν. Και ξεκίνησαν, ψάχνοντας για ένα μεγάλο βασιλιά, κυρίαρχο στον κόσμο όλο! Και επήγαν. Και Τον βρήκαν μικρό παιδί, μωρουδάκι. Και κατάλαβαν πολύ περισσότερα από όσα άφιναν να φανούν τα φαινόμενα. Κατάλαβαν, ότι ο Θεός είναι αγάπη και ταπείνωση.
. Αγάπη που ήρθε να μας σώσει με την ταπείνωσή Του.
. Και Τον προσκύνησαν με διπλό πόθο και με απέραντη πίστη!…
* * *
. Για την Παναγία, για τους μάγους και για τους ποιμένες, αυτά ήταν… αυτονόητη πορεία!
. Γιατί για μας απλώς μένουν απορία; Μήπως, γιατί δεν έχομε καλή και καθαρή καρδιά;
. Ας φροντίσωμε, να κάνωμε την καρδιά μας λίγο πιο καθαρή. Για να μπορεί να ρθῆο Χριστός κοντά μας, και να την γεμίσει με την χάρη Του, με την ειρήνη Του, με την ευλογία Του
Μηνιαῖο Περιοδικό Ἱ. Μ. Νικοπόλεως & Πρεβέζης «ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ» Ἀρ. φ. 341, Δεκέμβριος 2011

«Τις δικές μας αμαρτίες πρέπει να προσέχουμε και όχι του πλησίον μας » (Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας)

confes_τ
Μεγάλη και φοβερή είναι αυτή η εντολή του Χριστού. Όλοι μας, αρχίζοντας από μένα, συνεχώς κρίνουμε και κατακρίνουμε ο ένας τον άλλον και γι’ αυτό θα δώσουμε λόγο στη Φοβερά Κρίση του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού. Θα μας κρίνει Αυτός διότι και εμείς κρίνουμε τους άλλους, ψάχνουμε να βρούμε στον πλησίον μας το παραμικρό σφάλμα ενώ τις δικές μας αμαρτίες δεν τις βλέπουμε και ούτε θέλουμε να τις σκεφτόμαστε.
Ο άγιος απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του λέει το εξής: «Διό αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε πας ο κρίνων εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις· τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων, οίδαμεν δε ότι το κρίμα του Θεού έστι κατά αλήθειαν επί τους τα τοιαύτα πράσσοντας. Λογίζη δε τούτο, ω άνθρωπε ο κρίνων τους τα τοιαύτα πράσσοντας και ποιών αυτά, ότι συ εκφεύξη το κρίμα του Θεού» (Ρωμ. 2, 1-3).
Μεγάλη αλήθεια βρίσκεται σ’ αυτά τα λόγια του αποστόλου Παύλου. Δεν προσέχουμε τα δικά μας ελαττώματα και τις αμαρτίες, ενώ στους άλλους βρίσκουμε πολλά σφάλματα. Ψάχνουμε να τα βρούμε και όταν τα βρίσκουμε, πάμε και τα διαλαλούμε σε όλον τον κόσμο. Έγινε πλέον κακή συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε κάτι για τον πλησίον μας, να πηγαίνουμε και να το διαλαλούμε παντού. Η γλώσσα μας καίει και σπεύδουμε να πούμε στους άλλους αυτό που είδαμε και ακούσαμε.
Ξεχνάμε ότι αν εμείς κρίνουμε τους άλλους θα μας κρίνει και εμάς ο Θεός. Ξεχνάμε ότι δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να κρίνουμε τον πλησίον διότι αυτό δεν είναι δική μας υπόθεση αλλά του Θεού, ο οποίος είναι Υπέρτατος Κριτής, ο οποίος μόνος γνωρίζει την καρδιά του ανθρώπου και μπορεί να αποδώσει δικαία κρίση. Εμείς όμως κατακρίνουμε τον πλησίον και πολλές φορές με πολύ βαριά λόγια. Δεν σκεφτόμαστε ότι ο αδελφός μας μπορεί να μετανόησε ήδη και να του αφέθηκε η αμαρτία του, επειδή μετανόησε βαθιά.
«Ώστε μη προ καιρού τι κρίνετε, έως αν έλθη ο Κύριος, ος και φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τας βουλάς των καρδιών, και τότε ο έπαινος γενήσεται εκάστω από του Θεού» (Α’ Κορ. 4, 5). Εμείς, όμως, πάντοτε βιαζόμαστε να κρίνουμε τους άλλους και δεν περιμένουμε την κρίση του Χριστού. Είμαστε κριτές του πλησίον και όχι του εαυτού μας.
Ένας σοφός του Ισραήλ, ο υιός του Σειράχ είπε: «ακήκοας λόγον; συναποθανέτω σου θάρσει, ου μη σε ρήξει» (Σειρ. 19, 10). Πολύ σπουδαία είναι αυτά τα λόγια του. Εμείς ξεχνάμε ποτέ τα σφάλματα του αδελφού μας; Πεθαίνει μαζί μας ο κακός λόγος; Όχι, ποτέ. Εμείς τον διαδίδουμε και μ’ αυτόν τον τρόπο γινόμαστε σαν τις μύγες οι οποίες κυκλοφορούν παντού και παντού μεταδίδουν την μόλυνση. Πρέπει να είμαστε όχι σαν τις μύγες αλλά σαν τις μέλισσες οι οποίες πετάνε από το ένα λουλούδι στο άλλο μαζεύοντας το μέλι. Και εμείς πρέπει να μαζεύουμε το μέλι δίνοντας σημασία μόνο στο καλό που υπάρχει στον αδελφό μας.
Γι’ αυτούς που κακολογούν και κατακρίνουν τον αδελφό τους ο ψαλμωδός και προφήτης Δαβίδ είπε: «τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών» (Ψαλ. 5, 10). Ανοίξτε έναν τάφο και θα δείτε τι ακαθαρσίες υπάρχουν μέσα του και τι δυσοσμία. Η ίδια δυσοσμία, πνευματική δυσοσμία, βγαίνει από το στόμα μας όταν κατακρίνουμε τον πλησίον. Στον ίδιο ψαλμό που διαβάζεται στην πρώτη Ώρα ο προφήτης λέει: «απολείς πάντας τους λαλούντας το ψευδός» (Ψαλ. 5, 7). Εμείς όμως διώχνουμε αυτούς που κακολογούν μπροστά μας τον πλησίον; Όχι, δεν τους διώχνουμε αν και έπρεπε να το κάνουμε.
Αυτό που πρέπει εμείς να κάνουμε είναι να δαμάσουμε τη γλώσσα μας. Όλοι είμαστε ένοχοι ενώπιον του Θεού και όλοι έχουμε πολλές αμαρτίες. Τις δικές μας αμαρτίες πρέπει να προσέχουμε και όχι του πλησίον μας. Είπε ο ψαλμωδός: «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων» (Ψαλ. 142, 3). Κανείς δεν είναι δίκαιος ενώπιον του Θεού, όλοι είμαστε ένοχοι. Αυτοί που κατακρίνουν τους άλλους, πολλές φορές, γίνονται και συκοφάντες επειδή τους κατηγορούν για κάτι αβάσιμο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, για να διδάξει αυτούς, που τους άρεσε να κατακρίνουν τους άλλους, διηγήθηκε μια φορά την εξής ιστορία. Σε μία πολύ μεγάλη πόλη, στην Τύρο, ζούσε κάποτε ένας μοναχός, ζούσε εκεί και μία πόρνη ονόματι Πορφυρία. Μια μέρα όταν ο μοναχός αυτός περπατούσε στο δρόμο τον πλησίασε η Πορφυρία και του είπε: «πάτερ άγιε, σώσε με όπως και ο Χριστός έσωσε κάποτε μία πόρνη». Ο άγιος εκείνος μοναχός την πήρε από το χέρι και την πήγε έξω από την πόλη. Την οδήγησε σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι για να καθαρθεί εκεί η ψυχή της με τα δάκρυα της μετανοίας. Στο δρόμο βρήκαν ένα μωρό που οι γονείς του το είχαν αφήσει και η Πορφυρία το πήρε για να το μεγαλώσει.
Όταν αυτό έγινε γνωστό μερικοί άνθρωποι που τους άρεσε πολύ να κατακρίνουν τον πλησίον τους άρχισαν να κακολογούν την Πορφυρία, λέγοντάς της: «Μπράβο, Πορφυρία, ωραίο παιδάκι κάνατε με τον μοναχό». Και τον μοναχό τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν. Ο μοναχός όμως προσευχόταν αδιαλείπτως και για την Πορφυρία και για τον εαυτό του. Ήρθε η ώρα του να πάει σε άλλο κόσμο και όταν βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη παρακάλεσε να του φέρουν ένα θυμιατό με αναμμένα κάρβουνα. Πήρε τα κάρβουνα και τα έβαλε πάνω στο στήθος του. Η φωτιά δεν άγγιξε ούτε το σώμα του αλλά ούτε ακόμα και τα ρούχα. Τότε είπε ο μοναχός: «Να ξέρετε εσείς που κατακρίνατε την Πορφυρία και εμένα ότι είμαι αθώος. Η σαρκική αμαρτία δεν με έχει αγγίξει όπως δεν με άγγιξε τώρα η φωτιά αυτή».
Δεν αρκεί αυτό το παράδειγμα σ’ εκείνους που τους αρέσει να κατακρίνουν τους άλλους. Δε σταματάνε τις κακολογίες τους. Αλλοίμονό τους, όπως κρίνουν αυτοί τον πλησίον τους έτσι θα κριθούν από τον Θεό. Ο δικός μας μεγάλος άγιος, ο άγιος Δημήτριος, μητροπολίτης Ροστόβ, λέει το εξής, όταν αναφέρεται στην κατάκριση: «Μη κοιτάς τις αμαρτίες των άλλων αλλά πρόσεχε τη δική σου κακία. Διότι δεν θα δώσεις λόγο για τους άλλους αλλά μόνο για τον εαυτό σου. Δεν υπάρχει ανάγκη να προσέχεις τους άλλους, πως ζει ο καθένας και ποιές αμαρτίες κάνει. Εσύ πρόσεχε τον εαυτό σου, Ευαρεστείς τον Θεό; Μοιάζει η ζωή σου με την ζωή των αγίων; Ακολουθείς και εσύ την οδό που ακολούθησαν αυτοί στη ζωή τους; Είναι ευχάριστο μπροστά στον Θεό το έργο σου; Ο άνθρωπος που κατακρίνει τους άλλους μοιάζει με έναν πονηρό καθρέφτη, ο οποίος ενώ αντανακλά τους άλλους, τον εαυτό του δεν τον βλέπει. Μοιάζει επίσης και με ένα ακάθαρτο λουτρό το οποίο τους άλλους τους πλένει ενώ το ίδιο μένει άπλυτο.
Το ίδιο και αυτός που κρίνει τους άλλους. Βλέπει τι τρώει, τι πίνει και ποιές αμαρτίες κάνει ο καθένας, τον εαυτό του όμως δεν τον βλέπει. Στον πλησίον του βλέπει ακόμα και την παραμικρή αμαρτία. Η δική του όμως η αμαρτία, όσο μεγάλη και να είναι, γι’ αυτόν είναι σαν να μην υπάρχει. Θέλει να μην ξέρει κανείς την αμαρτία του και να μην λέει τίποτα γι’ αυτή. Ενώ ο ίδιος τους άλλους τους συκοφαντεί, τους κρίνει και τους κατακρίνει». Δεν είναι δική μας η εικόνα που δίνει ο άγιος Δημήτριος; Ασφαλώς για μας μιλάει εδώ ο άγιος και ιδιαίτερα γι’ αυτούς που η κατάκριση και η συκοφαντία έγινε πλέον η ζωή τους και που βρίσκονται πολύ μακριά απ’ αυτό που λέει ο Ιησούς. Είναι οι άνθρωποι που θέλουν να βγάλουν το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού τους ενώ οι ίδιοι έχουν στο δικό τους το μάτι ολόκληρο δοκάρι. Να μην τους μοιάζουμε. Να προσέχουμε τον εαυτό μας και να ζητάμε τη βοήθεια του Θεού σ’ αυτό τον δύσκολο αγώνα κατά του πάθους της κατακρίσεως. Να μην κρίνουμε για να μην κριθούμε και εμείς από τον Έναν Μοναδικό και Αιώνιο Κριτή, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, του οποίου η τιμή και το κράτος μετά του Ανάρχου Αυτού Πατρός και του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος. Αμήν.
(Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 140-145) 

Κυριακή Ι΄Λουκά – Αρχισυνάγωγος και υποκρισία -π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Στηλιτεύει την υποκρισία του αρχισυνάγωγου ο Χριστός μετά την θεραπεία μιας συγκύπτουσας γυναίκας ένα Σάββατο. Δεν χάρηκε με το θαύμα ο επικεφαλής της συναγωγής. Η καρδιά του δεν είχε αγάπη, αλλά έμενε προσκολλημένος στην τήρηση του νόμου και των εντολών του κατά γράμμα. Και αντί να δοξάσει το Θεό για την ευλογία που έδωσε σε μία ταλαιπωρημένη ύπαρξη, μέτρησε με το μέτρο της υποκρισίας την κίνηση του Χριστού. Έπρεπε να γίνει η θεραπεία μια άλλη ημέρα και όχι το Σάββατο. Εργασία ήταν γι’ αυτόν η θεραπεία, όχι έκτακτη δωρεά του Θεού, όχι επαναδημιουργία της ύπαρξης της γυναίκας και δυνατότητα να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή της. Κλειστά τα πνευματικά του μάτια. Δεν μπορούσε να δει την κυρτωμένη από το βάρος της ασθένειας, αλλά και την ταλαιπωρία δεκαοκτώ χρόνων ψυχή, δεν μπορούσε να χαρεί για την μεγάλη αλλαγή. Μωρή η στάση του. Προκαλεί απογοήτευση για την αδυναμία του να αγαπήσει τον συνάνθρωπό του. Και δίνει αφορμή για προβληματισμό σχετικά με την υποκρισία του να βλέπει κανείς και να απολυτοποιεί το γράμμα του νόμου και να αρνείται να δει το πνεύμα που ελευθερώνει. Την υποκρισία να βάζει τον εαυτό του έναντι του Θεού και να επιχειρεί να πείσει την ύπαρξή του, αλλά και τους ανθρώπους που τον εμπιστεύονται ότι ο ίδιος είναι πιο αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου του Θεού από τον Ίδιο το Θεό που έδωσε το νόμο. Την υποκρισία να θεωρεί τον εαυτό του τακτοποιημένο έναντι του Θεού και των ανθρώπων, χωρίς να μπορεί να αγαπήσει, χωρίς να βλέπει την κύρια εντολή που δίδει ως παρακαταθήκη ο Θεός στον κόσμο Του.
Συχνά στη ζωή μας απολυτοποιούμε το γράμμα του νόμου. Είναι πιο εύκολη η τήρησή του γιατί έχει συγκεκριμένες διατυπώσεις, όρια και περιγραφές. Έτσι δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε μεταμόρφωση της ίδιας μας της ύπαρξης σύμφωνα με το πνεύμα που κάθε σημείο του νόμου κρύβει, αλλά αρκούμαστε στο να θεωρούμε ότι η πιστή τήρησή του σώζει. Μένουμε έτσι στην επιφάνεια της σχέσης με το Θεό και αδυνατούμε να κατανοήσουμε το πνευματικό της βάθος. Μένουμε στις λέξεις και δεν προχωρούμε στα πράγματα. Αδυνατούμε να δούμε ότι κάθε εντολή, ο ίδιος ο νόμος εν τη αγάπη κρέμαται. Ότι τηρούμε τις εντολές για να μπορούμε να δείχνουμε την αγάπη μας προς το Θεό περισσότερο και ότι οι όποιες εντολές αποσκοπούν στο να μας δείχνουν πότε αδυνατούμε να αγαπήσουμε αληθινά το συνάνθρωπό μας και τον εαυτό μας. Παραδίδουμε λοιπόν τον εαυτό μας στην ψευδαίσθηση ότι επειδή τηρούμε το γράμμα εξωτερικά είμαστε αυτό που θέλει ο Θεός και από εδώ ξεκινά η υποκρισία μας.
Αν μάλιστα η τήρηση είναι ακριβής και γίνεται ενώπιον των ανθρώπων, αν αναγορεύουμε τους εαυτούς μας ή μας δίδεται η αποστολή να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα του νόμου του Θεού, μας είναι αδύνατο να βάλουμε στον εαυτό μας το όριο της ταπείνωσης. Όπως ο αρχισυνάγωγος έχουμε την αίσθηση ότι κατέχουμε την αλήθεια και φτάνουμε στο σημείο να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας το ρόλο του δικηγόρου του Θεού, το ρόλο του σταυροφόρου υπερασπιστή των δικαίων του Θεού έναντι όλων των άλλων, οι οποίοι προσπαθούν να δώσουμε ερμηνεία του πνεύματος των εντολών του Θεού. Βάζουμε δυσβάστακτα φορτία στους ώμους των ανθρώπων, για να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας και όταν μας υποδεικνύεται από το Θεό με διάφορους τρόπους ότι η πορεία μας δεν είναι σωστή, είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε και τον ίδιο το Θεό. Διεκδικούμε το ρόλο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (Ντοστογιέφσκυ) που θέλει να διορθώσει το Θεό και την Εκκλησία και νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια με τον φαρισαϊσμό μας.
Τέλος, λησμονούμε ότι η χαρά του αδελφού μας, όπως και η λύπη του, είναι χαρά και λύπη δική μας. Ότι γι’ αυτό κληθήκαμε στη ζωή του Θεού και της Εκκλησίας. Για να μπορούμε να εξερχόμαστε από τον εαυτό μας, να προσευχόμαστε και να στηρίζουμε τους δοκιμαζόμενους, να τους παρηγορούμε με την αγάπη τους, αλλά και να μετέχουμε στη χαρά και την ευλογία που λαμβάνουν στη ζωή τους με γενναιόδωρη καρδιά και όχι με μιζέρια και αστερίσκους. Αν θεωρούμε τους εαυτούς μας εντάξει έναντι του Θεού, τότε εύκολα δείχνουμε μία κλειστή καρδιά και είμαστε ανίκανοι να μοιραστούμε τον εαυτό μας, αλλά και να συνδράμουμε στο του ετέρου. Όμως απέναντι στο Θεό οφείλουμε και χωρίς Εκείνον τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Γι’ αυτό χρειάζεται, για να νικηθεί το πνεύμα της υποκρισίας, να γίνει η καρδιά μας ανοιχτή στην αγάπη και εύκολη στο να συνδράμει τους άλλους στο σταυρό τους, αλλά και να συγχαρεί με την ανάστασή τους.
Ο πολιτισμός μας τόσο έναντι του Θεού όσο και έναντι του συνανθρώπου είναι σήμερα ένας πολιτισμός υποκρισίας. Παρουσιάζει νόμους, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν με την βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να μοιράζεται και να αγαπά, αλλά με τα συμφέροντα των εκάστοτε ισχυρών. Επιφυλάσσουν για την πίστη το ρόλο είτε της μεταφυσικής τακτοποίησης είτε της θεραπείας των υλικών αναγκών του ανθρώπου και αρνούνται να της αναγνωρίσουν το γεγονός ότι τρέφει πνευματικά τον άνθρωπο και ότι οι αξίες και ο τρόπος ζωής που προτείνει και βιώνει χτίζουν μια κοινωνία στηριγμένη στην αγάπη και την ελευθερία, δηλαδή στην υπαρξιακή αλλαγή του ανθρώπου με σκοπό να μπορεί να λυτρωθεί από τα δεσμά του εγωκεντρισμού και του θανάτου. Αντικαθιστούν αυτές τις αξίες με άλλες, ανθρωπιστικού περιεχομένου, χωρίς όμως να δίνουν τη δυνατότητα στον άνθρωπο να στηριχτεί, να πιστέψει και να παλέψει κατά Θεόν, για να μη νιώθει μόνος του.  Και έχοντας επιβάλει έναν υλιστικό τρόπο ζωής, αδιαφορεί για την κλειστή καρδιά, για τον εγωκεντρισμό και τα τείχη που υψώνονται γύρω από τον άνθρωπο που ψάχνει την ευτυχία στα περιττά της ύλης. Κι όλα αυτά στο όνομα της προόδου, του μοντερνισμού, της ανάγκης για ποιότητα ζωής και συνύπαρξης. Μόνο που οι ερμηνευτές των νόμων θα κατέχουν την αποκλειστικότητα να κρίνουν και να απορρίπτουν όχι μόνο ιδέες και γεγονότα, αλλά, κυρίως, ανθρώπους, όπως ο αρχισυνάγωγος της εβραϊκής συναγωγής.
Η Εκκλησία μας καλεί να ανοίξουμε την καρδιά μας στο πνεύμα που ελευθερώνει. Να κάνουμε υπακοή στο θέλημα του Θεού που γεννιέται στην αγάπη. Να μοιραστούμε με γενναιοδωρία τη χαρά και να συνδράμουμε με γνήσια συμπόνια τη λύπη του άλλου. Και να περιορίσουμε την υποκρισία που μας κάνει να μην αναγνωρίζουμε τις δωρεές του Θεού, αυτοαναγορευόμενοι σε τιμητές των πάντων. Μόνο έτσι ίσως θα μπορέσουμε να έχουμε ένα νέο ξεκίνημα και στη ζωή μας και στην κοινωνία μας.

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κυριακή Ι Λουκά Τύπος καὶ Οὐσία (Λουκ. 13, 10-17) Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης




Μία ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντoλὲs τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς στὶς ἀντιδράσεις τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγoς ἀγανακτεῖ, γιατί τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικoπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλoυς, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θpησκευτικoὺς καὶ τελετουργικoὺs τύπους xωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπηs καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλ' αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.


Τύπος, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία

Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, xωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμoὺs καὶ νόμoυς. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμoς. Εἶναι ἡ λυδία λίθos ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους.

Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπου δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατί ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκoληs θpησκευτικότητάs μας. Ὅπου διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικὰ μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θpησκεuτικoὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴ μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπoς γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)· καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸ θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ θρίαμβos τῆς τυπoλατρίας ἐκδηλώνεται συχνὰ μὲ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁπoῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλouς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξὺ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴ βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂs ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἀνθρωπos γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειάς μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἄγαπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲs ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΛΟΥΚΑ Ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης. (Λουκ.13,10 —17) Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος


Ἡ θεραπεία αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς: Ὀλίγον χρόνον μετὰ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Κύριος «ἦν διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς Σάββασι». Κάποιο Σάββατον ὁ Κύριος ἐδίδασκεν εἰς κάποιαν Συναγωγὴν «Ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ». Αἰφνιδίως ἐμφανίζεται μία γυναῖκα ἀσθενὴς ἐπὶ 18 ἔτη, τῆς ὁποίας ἡ νόσος προήρχετο ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Ἡ γυνὴ αὕτη ἦτο εὐσεβής, διότι παρὰ τὴν νόσον της μετέβη εἰς τὴν Συναγωγήν, ἵνα ἀκούσῃ τὸν Θεῖον λόγον. Αὕτη «ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Ἔπασχε δηλαδὴ ἐκ ραχιτικῆς τινος νόσου, ἦτο κεκυφυῖα τὸν κορμόν, μὴ δυναμένη νὰ ἀνακύψῃ οὐδόλως τὴν κεφαλὴν ἄνω˙ ἦτο διπλωμένη εἰς τὰ δύο ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη. 

«Ἰδὼν αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς» εὐσπλαγχνισθεὶς αὐτὴν καὶ ἄνευ παρακλήσεώς της ἀμείβει τὴν εὐσέβειάν της, διότι παρ' ὅλην τὴν παραμορφωτικὴν νόσον δὲν ἀπουσιάζει τῆς Συναγωγῆς «προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ» τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου» ἔσο ἐλευθέρα ἐκ τῆς νόσου. «Καὶ ἀπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας» ἀκούμπησε τὰς χεῖρας Του εἰς αὐτὴν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς συγκυπτούσης καὶ εἰς δήλωσιν, ὅτι ἡ θεραπεία προήρχετο ἐκ τῶν παναχράντων χειρῶν Του. 

«Καὶ παραχρῆμα» ἀμέσως «ἀνωρθώθη» ἐσηκώθη «καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν». Θεραπευθεῖσα δηλαδὴ αὕτη, ἀνακύψασα καὶ ἰδοῦσα τὸν Χριστὸν πρῶτον δοξάζει τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν της.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος, πλήρης Φαρισαϊκῶν προλήψεων, ἀγανακτεῖ ἀπὸ φθόνον διὰ τὴν θεραπείαν ταύτην κατὰ τὸ Σάββατον καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπ' εὐθείας λέγει πρὸς τὸν λαὸν πομπωδῶς καὶ ἀνοήτως «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι, θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Ἓξ ἡμέραι τῆς ἑβδομάδος εἶναι ἐργάσιμοι. Κατ' αὐτὰς γίνονται καὶ θεραπεῖαι. Κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἀπαγορεύεται ἡ θεραπεία. Ἔγινε ὅμως! Εἶχε τὴν ἀπαίτησιν οὗτος ἀπὸ τὴν γυναῖκα νὰ ἀναβάλῃ τὴν ἀνόρθωσίν της διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐπειδὴ ἦτο ἀργία!

Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπεν «ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον» κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ὁ Ἑβραῖος δὲν λύει τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδούρι του «ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν» καὶ ὁδηγὼν αὐτὸ εἰς τὴν βρύσην «ποτίζει αὐτό; ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν» αὐτὴ ἡ ὁποία εἶναι ἄνθρωπος καὶ Ἑβραία, ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, «ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» τὴν ὁποίαν διὰ νόσου ἔδεσεν ὁ Σατανᾶς 18 ἔτη, «οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου;» δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ τῆς νόσου ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου; Ὁ Κύριος ὀνομάζει τὸν Ἄρχοντα τῆς Συναγωγῆς ὑποκριτήν, διότι εἰς μὲν τὰ χείλη εἶχε τὴν εὐσέβειαν εἰς δὲ τὴν καρδίαν τὸν φθόνον. Ὁ Νόμος ἐπέτρεπε τὸ λύσιμον καὶ πότισμα τῶν ζώων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Τὸ μέγεθος τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ Κυρίου ἀφ' ἑνὸς καὶ τῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ φθόνου τῶν Φαρισαίων ἀφ' ἑτέρου φαίνεται ἐκ τῶν ἀντιθέσεων ὡς ἑξῆς: Κόρη Ἀβραὰμ ἡ μέν, ζῶον ἄλογον τὸ δέ! Δέσιμον τῆς μὲν ἦτο ἀσθένεια φρικτή, δέσιμον τοῦ ζώου ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου διὰ σχοινίου! Ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη ἡ μὲν δεμένη εἰς τὴν ἀσθένειαν, οὔτε μίαν ἡμέραν τὸ ζῶον δεμένον! Καὶ ὅμως διὰ τὸ ζῶον παρεβαίνετο ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ ποτισθῇ!

«Καὶ ταῦτα λέγοντος Αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι Αὐτῷ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ' Αὐτοῦ». Ἡ ἐντύπωσις εἰς τὸν λαὸν ὑπῆρξε τεραστία καὶ εἰς τὰς δύο μερίδας ἐχθρικὰς καὶ φιλικὰς πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ οἱ μὲν ἐχθρικῶς διακείμενοι ἔμειναν βωβοὶ ἀπὸ ἐντροπήν, οἱ δὲ φιλικῶς διακείμενοι ἦσαν πλήρεις χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ.


Θέμα: Περὶ Κατακρίσεως

Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν συγκύπτουσαν. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος ὅμως τὴν ἀγαθοεργίαν ταύτην τοῦ Κυρίου θεωρήσας ὡς ἁμαρτίαν κατακρίνει Αὐτόν. Θέλων δὲ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν κατάκρισίν του ταύτην καταφεύγει εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. «Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι...» καὶ ἔτσι δικαιολογεῖ τὴν κατάκρισίν του. Ὁ Κύριος θέλων νὰ θεραπεύσῃ τὴν κατάκρισιν τοῦ Ἀρχισυναγώγου δὲν ὁμιλεῖ ὄπισθεν τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ἀλλὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀποκαλύπτων τὴν κακίαν του διὰ τοῦ «ὑποκριτὰ» καὶ ἀνατρέπων τὴν δικαιολογίαν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου δι' ἄλλων Γραφικῶν χωρίων συνιστώντων τὴν διὰ λόγους ἀνάγκης εἴς τινας περιστάσεις κατάργησιν τῆς ἀργίας ταύτης.

Ἔχομεν ἑπομένως ἐνώπιόν μας τὸν Ἀρχισυνάγωγον κατακρίνοντα καὶ τὸν Κύριον ἐλέγχοντα αὐτόν. Ἔχομεν τὸν Ἀρχισυνάγωγον διαπομπεύοντα τὴν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ θύματός του, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀποκαλύπτοντα τὴν κακίαν αὐτοῦ. Συνεπῶς δυνάμεθα νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ κατακρίσεως ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν πρῶτον, τὸν Ἀρχισυνάγωγον, περὶ θεραπείας ταύτης ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν δεύτερον, τὸν Ἰησοῦν, τὸν Σωτῆρα.

Α'. Κατάκρισις: Κατάκρισις εἶναι ἡ ἐν ἀπουσίᾳ τινὸς διαπόμπευσις τῶν κατὰ τὴν γνώμην μας κακιῶν του. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι πάντες ἔχομεν τὰς ἀσθενεῖς μας πλευράς, τὰ σφάλματά μας καὶ ἡ κρίσις εἶναι αὐτόματος λειτουργία τοῦ μυαλοῦ μας. Ἑπομένως ἡ κατάκρισις φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως θεμιτή. Ἂν δὲ λάβωμεν ὑπ' ὄψιν μας, ὅτι εἴμεθα κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ κρίνοντος τὸν κόσμον, θέλει φανῇ, ὅτι καὶ ἡμεῖς ὡς κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχομεν τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμεν. 

Βεβαίως τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ἱκανότης νὰ κρίνωμεν μίαν πρᾶξιν, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή, εἶναι δῶρον Θεοῦ, διότι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γίνωμεν ἐνάρετοι, διότι θὰ ἀποφεύγωμεν τὸ κακὸν καὶ θὰ πράττωμεν τὸ καλόν. Ἀπὸ τοῦ σημείου ὅμως τοῦ νὰ χωρίζωμεν μίαν πρᾶξιν καλὴν ἀπὸ τὴν κακὴν μέχρι τοῦ σημείου νὰ διαπομπεύωμεν τὸν πράττοντα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Ἡ κατάκρισις, ἡ διαπόμπευσις τῶν κακιῶν τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι μόνον δημοσίευσις τῶν κακιῶν τούτου, ἀλλὰ ἔκφρασις καὶ τῆς ἰδικῆς μας κακίας, εἶναι ἐμπάθεια! Τότε ἡ γλῶσσα τοῦ κατακρίνοντος γίνεται «πῦρ καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας», κατὰ τὸν Ἀπόστολον Ἰάκωβον.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος κατακρίνει τὸν Ἰησοῦν ὄχι κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ ὄπισθεν «τῷ ὄχλῳ» ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ παρ' ἡμῖν. Ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν τοῦ κατακρινομένου. Ἡ κατάκρισις εἶναι πολύμορφος, εὔκολος καὶ δικαιολογήσιμος.

Ἡ κατακρίνουσα γλῶσσα εἶναι πολύμορφος, διότι εἶναι πλήρης πάσης κακίας. Καὶ πράγματι. Ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά˙ Ἡ φωτιά, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ κάψῃ, τὸ μαυρίζει. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ἡ γλῶσσα, ἡ ὁποία κατακρίνει. Ἡ κατάκρισις εἶναι μῖσος, τὸ ὁποῖον σκορπίζει τὴν χολὴν τῆς καρδίας, εἰς τὰ λόγια ὅλων, εἶναι χαμερπὴς ζηλοτυπία, ἡ ὁποία πληγωμένη ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἄλλου, μεταβάλλει αὐτὰ εἰς ψεγάδια, εἶναι ἀπεχθὴς διπροσωπία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἔμπροσθεν ἐπαινεῖ, ὄπισθεν ξεσχίζει. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἐλαφρότης ἀνυπόφορος μὴ δυναμένη νὰ περιορίσῃ τὰ λόγια της, βαρβαρότης, διότι δυσφημεῖ ἀπόντας. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἀδικία, διότι ἀφαιρεῖ τὸ πολυτιμότερον ἀγαθόν, τὴν ὑπόληψιν, εἶναι τυφλότης, διότι δὲν βλέπει τὰ ἴδια σφάλματα. Οἱ ἔπαινοί της εἶναι δηλητήριον καὶ ἡ σιωπή της φαρμάκι! Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία τοῦ κακοῦ τούτου τῆς κατακρίσεως.

Ἀλλὰ τὸ κακόν τῆς κατακρίσεως αὐξάνει μὲ τὴν εὐκολίαν ποὺ γίνεται καὶ διαδίδεται. Εἰς ἕνα μόνον ἔμπιστόν σου ἀπεκάλυψας σὺ καὶ ἕνα μόνον ἁμάρτημα τοῦ πλησίον σου. Ὁ ἔμπιστός σου εὑρῆκε ἄλλον ἔμπιστον ἰδικόν του καὶ φανεὶς ἀδιάκριτος ὅπως καὶ σὺ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτὸν τὸ ἁμάρτημα εἰς δευτέραν ἔκδοσιν ἐπηυξημένην δι' ἀτομικῶν σχολίων, τὰ ὁποῖα ἤντλησε ἐκ τοῦ πάθους του, τοῦ συμφέροντός του. Ὁ ἰδικός σου ἔμπιστος θὰ ἔχῃ τὸν ἰδικόν του ἔμπιστον, ἐκεῖνος πάλιν τὸν γνωστόν, συγγενῆ καὶ φανερῶς ἢ ὑπὸ τύπον ἐχεμυθείας θὰ ἀνακοινώσῃ εἰς αὐτὸν τὸ κακὸν καὶ ἔτσι τὸ κακὸν ἁπλώνεται. Ὁμοιάζει σὰν μία σπίθα, σὰν ἕνα σπίρτο κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον ἄναψε καὶ ἀργότερα μεταβάλλεται εἰς πυρκαϊὰν καὶ καίει δάση καὶ χωριά. Ὁμοιάζει σὰν ἕνα ρυάκιον κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον δεχόμενον καθ' ὁδὸν τὰ νερὰ ἄλλων ρυακίων, γίνεται σιγὰ — σιγὰ ποτάμι ὁρμητικόν, τὸ ὁποῖον κατακλύζει πόλεις καὶ χωριά. Τὸ ἴδιον εἶναι καὶ ἡ κατάκρισις. 

Κατ' ἀρχὰς μία ἀστειότης, μία ἐπιπολαιότης, μία ἁπλῆ ὑπόθεσις, μία ἁπλῆ σκέψις, ἕνας ἐλαφρὸς λόγος. Κατόπιν γίνεται κραυγή, κατάρα, θέμα πάντων, ὑπόθεσις γενική. Ὥστε τὸ ἕνα ἁμάρτημα ἔγινε πολλά, ὁ ἕνας σὺ ἔγιναν πολλοί. Πηγὴ ὅλων αὐτῶν; Ἡ ἀδιακρισία σου καὶ ἡ εὐκολία τοῦ κακοῦ τούτου!

Ἀλλὰ τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ τούτου δὲν φαίνεται μόνον ἐκ τῆς πολυμορφίας καὶ εὐκολίας του ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς δ ι κ α ι ο λ ο γ ί α ς. Λέγουν οἱ κατακρίνοντες δικαιολογούμενοι. Δὲν μιλοῦμεν περὶ μεγάλων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ περὶ μικρῶν, ὄχι διὰ νὰ σκοτώσωμέν τινα, ἀλλὰ διὰ νὰ περάσωμεν τὴν ὥραν, νὰ γελάσωμεν, νὰ διασκεδάσωμεν. Δὲν ἔχομεν, λέγουν, κακὴν διάθεσιν. Μὲ τὴν δικαιολογίαν αὐτὴν αὐξάνουν τὰ παραγεμίσματα, μεγαλοποιοῦν τὸ κακόν. Πῶς; Μὲ μορφασμούς, χειρονομίας, μειδιάματα, ὑπομειδιάματα, ἱστορίας φιλοτεχνημένας ἐπὶ παραγγελίᾳ, ὥστε νὰ ἀρέσουν. Κάμνουν νύξεις διὰ νὰ ἀνοίξωσι περισσότερον τὸ πνεῦμα τοῦ ἄλλου σὲ χίλιες δύο ὑπόνοιες, σιωπῶσιν διὰ νὰ τὸν ἀφίσωσιν νὰ ἐννοήσῃ περισσότερα ἀπ' ὅ,τι θέλουν νὰ εἴπωσιν. Ἰδοὺ τὸ κακόν της κατακρίσεως. Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία, ἡ εὐκολία, ἡ δικαιολογία. Πῶς θὰ θεραπευθῇ τὸ κακὸν τοῦτο;

Ἡ θ ε ρ α π ε ί α. Ὁ Κύριος, ὁ ἔνσαρκος λόγος, ἤλεγξε τὸν Ἀρχισυνάγωγον ἀποκαλύψας εἰς αὐτὸν τὴν κρυμμένην κακίαν του καὶ ἀνατρέψας τὸ δικαιολογητικὸν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιχείρημα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Καὶ ἡμεῖς, ἂν ἐπιθυμῶμεν νὰ θεραπευθῶμεν ἐκ τοῦ κακοῦ τῆς κατακρίσεως, ἂς τεθῶμεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Προφορικοῦ καὶ Γραπτοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἐλέγξωμεν τὴν κακίαν τῆς κατακρίσεως εἰς τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν.

Τ ὸ σ α θ ρ ὸ ν τ ῶ ν δ ι κ α ι ο λ ο γ ι ῶ ν: Λέγεις ὅτι ὁμιλεῖς περὶ μικρῶν ἁμαρτημάτων. Ἀπάντησις: Δὲν γνωρίζεις ὅτι ὅσο μικρότερα εἶναι τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὰ ὁποῖα κατακρίνεις, τόσον πονηρότερος εἶσαι, διότι δείχνεις μὲ αὐτὸ ὅτι τίποτα δὲν σοῦ διαφεύγει; Ὅ,τι κατακρίνεις σὺ τοὺς ἄλλους, εἶναι μηδαμινό, ὅ,τι μηδαμινὸν ἰδικόν σου κατακρίνουν οἱ ἄλλοι, εἶναι ἀνυπόφορον. Λέγεις ὅτι κατακρίνεις διὰ νὰ γελάσῃς, διασκεδάσῃς. Ἀπάντησις: Ποία εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρὴ χαρά, ἡ ὁποία στάζει φαρμάκι εἰς τοὺς ἄλλους καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου; Λέγεις ὅτι ἡ πρόθεσίς σου εἶναι ἁγνή. Ἀπάντησις: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ καρδία σου νὰ εἶναι ἁγνή, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ χείλη σου στάζουν δηλητήριον; Λέγεις ὅτι κουτσομπολεύεις, διὰ νὰ σκοτώσῃς τὴν ὥραν. Ὄχι. Σκοτώνεις τὴν πολύτιμην ὥραν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Οἱ υἱοὶ τοῦ Νῶε ἐτιμωρήθησαν, διότι δὲν ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρός των, ὅταν ἐκεῖνος ἐμέθυσε. Πόσον θὰ τιμωρηθῶμεν ἡμεῖς, ὄχι ὅταν δὲν σκεπάζωμεν τὴν γύμνωσιν τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ ὅταν διὰ τῆς κατακρίσεως ξεσκεπάζωμεν τὴν ψυχικήν του γυμνότητα; 

Ἀλλὰ θὰ σὲ ἐρωτήσω κάτι ἄλλο. Ὅλας αὐτὰς τὰς δικαιολογίας θὰ τὰς ἐθεώρεις ὡς σοβαρὰς ὄχι ὅταν σὺ ἐνεργῇς τὴν κατάκρισιν, ἀλλὰ ὅταν γίνεσαι θῦμα κατακρίσεως, ὅταν κατακρίνεσαι; Ὅταν μάθῃς, δηλαδή, ὅτι ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰς ἀσθενεῖς σου πλευρὰς διὰ νὰ γελάσουν ἐπιπολαίως πῶς δὲν θὰ ἀγανακτήσῃς; Ἀσφαλῶς. Διατί δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ ἄλλου; Ἰδοὺ ἑπομένως τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν σου.

Τ ό μέγεθος τοῦ κακοῦ. Δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἐπανορθωθῇ τὸ γενόμενον κακόν. Ἔσπειρες εἰς τοὺς ἀνέμους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιμαζέψῃς τὸ σπαρὲν κακόν, διότι τοῦτο ἐμεγάλωσε καὶ ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια σου. Μεγάλωσε διὰ τῶν διαφόρων ἐκδόσεων, τὰς ὁποίας θὰ ἔχῃ διερχόμενον ἀπὸ στόματος εἰς στόμα. Ἐξέφυγε ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἀπὸ τὰ χέρια σου, διότι δὲν σοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ συναντήσῃς τὰ πρόσωπα, εἰς τὰ ὁποῖα περιῆλθε, ὥστε νὰ διορθώνῃς τὰς ἐξογκώσεις τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἐξεστόμισες. Πῶς θὰ περιμαζέψῃς τὰς κατὰ τῶν ἄλλων κατακρίσεις σου; Τρόπος θεραπείας τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον κατακρίνεις δὲν εἶναι τὸ κουτσομπολιό, ἀλλὰ εἴς τινας περιστάσεις ὁ ἔλεγχος. Ὁ ἔλεγχος διαφέρει τῆς κατακρίσεως, διότι γίνεται ἐνώπιον τοῦ πταίσαντος ἀδελφοῦ καὶ πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ. Ἐνῶ ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν καὶ ἄνευ ὠφελείας.

Εἶναι γνωστὸν τὸ ἁπλοῦν παράδειγμα τῆς ὄρνιθος, τὸ ὁποῖον ἀνέφερε Πνευματικὸς πρός τινα ἐξομολογούμενον, ὁ ὁποῖος ἐδικαιολογεῖτο διὰ τὰς κατακρίσεις του. Κάποιος δηλαδὴ ἐξομολογούμενος ἐδικαιολόγει εἰς τὸν Πνευματικόν του τὴν κατάκρισίν του, ὅτι αὕτη δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ ἀπήντησε: Λάβε μίαν ὄρνιθα καὶ βαδίζων ἀπὸ ἑνὸς χωρίου εἰς ἄλλον ἀνὰ ἑκατὸν μέτρα ἀπόσπα, σκόρπιζε ἀνὰ ἕνα πτερὸν τῆς ὄρνιθος. Ὅταν φθάσῃς εἰς τὸ χωρίον σου, ἐπίστρεψε, εὑρὲ τὰ πτερὰ καὶ θέσε αὐτὰ εἰς τὴν θέσιν των. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαντᾷ: Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὰ πτερὰ ἐξηφάνισεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ὁ Πνευματικὸς λέγει: τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν κατάκρισιν. Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιμαζεύσῃς, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐσκόρπισες. Ἂς προσέχωμεν λοιπὸν τὴν κατάκρισιν.

Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17) +Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος


5 Δεκεμβρίου 1965

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲ μισεῖ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, στάθηκε ἀπέναντι σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γεμάτος ἀγάπη καὶ μόνο ἦταν σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς ὑποκριτάς. Τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ἐρχότανε ζητώντας τὸ ἔλεός του, τοὺς δεχότανε μὲ καλωσύνη· τοὺς ὑποκριτάς, ποὺ ἦσαν μέσ' ἁμαρτωλοὶ κι ἔκαναν ἔξω τοὺς ἁγίους, τοὺς ἐμαστίγωνε ἀλύπητα. Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐδίδασκε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγὲς κι ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Κι ἦταν ἐκεῖ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε πονηρὸ πνεῦμα κι ἦταν ἄρρωστη δεκαοκτὼ χρόνια κι ἦταν σκυφτὴ καὶ δὲ μποροῦσε νὰ σηκώση τὸ κορμὶ της καθόλου. Κι ὅταν τὴν εἶδε, ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· Γυναίκα, εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου· κι ἀκούμπησε ἀπάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ἀνασηκώθηκε καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἀρχισυνάγωγος μὲ ἀγανάκτηση, γιατί τὸ Σάββατο ἔκαμε τὴ θεραπεία ὁ Ἰησοῦς, κι ἔλεγε στὸ λαό. Ἕξη ἥμερες εἶναι, ὅπου σ' αὐτὲς πρέπει νὰ ἐργαζώμαστε, σ' αὐτὲς λοιπὸν νὰ 'ρχεσθε καὶ νὰ θεραπευώσαστε κι ὄχι στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τοῦ ἀποκρίθηκε λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲ λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ πάει καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ Σατανᾶς δεκαοχτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ ἀπὸ τοῦτο τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ ἔλεγε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς καταντροπιαζότανε ὅλοι οἱ ἐχθροὶ του· κι ὅλος ὁ λαὸς εἶχε χαρὰ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γινότανε ἀπ' αὐτόν.

Αὐτὴ ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ βρέθηκε κεῖνο τὸ Σάββατο στὴ συναγωγή, μᾶς εἶν' ἕνα καλὸ παράδειγμα. Μᾶς διδάσκει πὼς κι ἐμεῖς τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ ἐρχώμαστε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα. Γι' αὐτὰ τὰ δύο πῆγε στὴ συναγωγὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ συγκύπτουσα γιὰ νὰ 'βρη παρηγοριὰ στὴν ταλαιπωρία της. Καὶ βρῆκε πολὺ περισσότερο ἀπ' ὅ,τι περίμενε· λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δεκαοκτὼ χρόνια. 

Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανότανε κατάνυξη, καθὼς ἄκουε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ διδάσκη· θὰ πρέπει νὰ καθότανε ταπεινὴ σὲ κάποια γωνιά, βασανισμένη μέσα στὴν πολύχρονη ἀρρώστια της, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κι ἕτοιμη νὰ δεχθῆ τὴ θεία χάρη. Μετὰ τὸ κήρυγμα, πλησίασε τὸ Χριστὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴν εἶδε, ὄχι μόνο μὲ σκυφτὸ καὶ καμπουριασμένο τὸ κορμί της, μὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴ της γονατιστὴ καὶ σκυμμένη, τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· «Εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ γιὰ νὰ τῆς μεταδοθῆ ἡ θεία δύναμη, ἀκούμπησε τὰ χέρια του ἐπάνω της. Κι ἐπειδὴ ὁ θεῖος λόγος τὴν ἴδια ὥρα εἶναι καὶ ἔργο, ἡ γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλά. 

Νά, χριστιανοί μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς φανερώνεται καὶ πῶς ξεχύνεται στὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ μπῆ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ ποὺ ζητάει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸ Θεό. Οὔτε καὶ τὸ Σάββατο. Γιατί παραπάνω ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, παραπάνω κι ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς καὶ τὸ Σάββατο δόθηκαν ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιὰ ὅλα ἐτοῦτα. Μέσα στὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο· καὶ μέσα σ' ὅλους τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος, ἀλλιῶς εἶναι ἄδικοι οἱ νόμοι καὶ ἀπάνθρωποι. Οἱ νόμοι εἶναι γιὰ τοὺς κακούς· γιὰ νὰ μὴν ἀφίνουν τοὺς κακοὺς νὰ κάνουν τὸ κακό. Γιὰ τοὺς καλοὺς δὲν ὑπάρχουν νόμοι. Ἕνας νόμος ὑπάρχει γιὰ τοὺς καλούς, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς ὁ νόμος λέγει, ὄχι νὰ μὴν κάνης τὸ κακό, μὰ παντοῦ καὶ πάντα νὰ κάνης τὸ καλό. Ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ στὸ νόμο τοῦ καλοῦ.

Κι ὅμως πολλὰ ἐμπόδια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, βγαίνουνε μπροστά, γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ καλό. Πρῶτο ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ἐτοῦτα εἶναι ἡ ὑποκρισία. Ὑποκρισία εἶναι νὰ φαίνεσαι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶσαι, νὰ λὲς πὼς ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸν νόμο καὶ γιὰ τὴν ἐντολή, μὲ σκοπὸ νὰ ματαίωσης τὸ καλό. Νὰ παρασταίνης τὸ φρουρὸ τοῦ θείου νόμου, νὰ κόβεσαι καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, νὰ κάνης ἐπανάσταση, νὰ βάζης φωτιά, νὰ ξεθεμελιώνης τὰ πάντα, γιατί σὲ πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ νόμο. Πὼς χάνονται ἄνθρωποι, πὼς ἀδικιέται ἡ ἀλήθεια, πὼς σταυρώνονται ἀθῶοι, πὼς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί, πὼς χαίρουν οἱ ἐχθροί, πὼς χορεύει ὁ διάβολος, τίποτ' ἀπ' ὅλα ἐτοῦτα δὲ σὲ τρομάζει. 

Ὁ ἀρχισυνάγωγος, χριστιανοί μου, ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν συναγωγή, γιὰ χάρη τάχα τοῦ Σαββάτου, ἦταν ἕτοιμος, ἂν μποροῦσε, νὰ σφάξη καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ συγκύπτουσα. Δὲν τὸν συγκίνησε τὸ καλὸ ποὺ γίνηκε ἐμπρὸς στὰ μάτια του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔτρωγε μέσα του ἦταν ὁ φθόνος, μὰ σκέπαζε τὸ πάθος του μὲ τέχνη κι ἔδειχνε πὼς γνοιάζεται γιὰ τὸ Σάββατο καὶ γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁποῖος δὲν τὸν ἤξερε θὰ τὸν πίστευε, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ξεσκέπασε καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τὸν εἶπε ὑποκριτή, ψεύτη δηλαδὴ καὶ θεατρίνο, ποὺ ἄλλα αἰσθανότανε κι ἄλλα ἔλεγε, ἄλλα εἶχε μέσα του κι ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους. 

Τέτοιους ὑποκριτάς, χριστιανοί, εἶναι πάντα γεμάτος ὁ κόσμος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φυλαγώμαστε. Ἀπ' ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμάτοι μ' ὅλες τὶς κακίες. Μὰ εἶναι τεχνίτες καὶ δὲν τὸ δείχνουνε· σκεπάζονται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς εὐσέβειας καὶ δὲν τὸ 'χουνε γιὰ τίποτα νὰ κάμουνε κάθε κακό. Νὰ τοὺς πῆς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται. Πάνω ἀπ' ὅλα, λένε, εἶναι ὁ νόμος, οἱ ἐντολές, οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἡ τάξη κι ἡ ἀλήθεια. Ποιὸς τὸ ἀρνήθηκε; Μὰ ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς κι οἱ Κανόνες εἶναι ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν σκοτώνης τὸν ἄνθρωπο, τί σοῦ χρειάζεται ὁ νόμος; Ὅταν γκρεμίζης τὴν Ἐκκλησία, τί τοὺς θέλεις τοὺς κανόνες; Ὅσο γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουνε αὐτὰ τὰ δυό, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν μήτε τὰ 'μαθαν μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους. 



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί, 

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κουρασμένους, ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ὅλους τοὺς ταπεινούς, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο τοὺς ὑποκριτὰς δὲν ἀγάπησε, γιατί δὲν τὸ 'θελαν ἐκεῖνοι. Ἡ ἀγάπη δὲν πάει ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ὑποκρισία· ὅπου εἶναι ἡ ἀγάπη, δὲ μπαίνει ὑποκρισία κι ὅπου εἶναι ὑποκρισία δὲ βρίσκεις ἀγάπη. Ἐμεῖς ἂς ἔχουμε ἀγάπη μεταξὺ μας κι αὐτὸ φθάνει γιὰ νὰ δείξη πὼς ἀγαποῦμε καὶ τὸ Θεό. Ἂν σκοτωνώμαστε τάχα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ μισοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, εἴμαστε ὑποκριταί· στ' ἀλήθεια μήτε τὸ Θεὸ ἀγαποῦμε, κι ἂς φωνάζουμε γιὰ τὸ νόμο του καὶ γιὰ τὶς ἐντολές του. Ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἂς ἔχουμε, χριστιανοί μου, ἀγάπη, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...