Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2013

ΔΙΩΞΑΜΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ;



Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθητε.

Σαράντα δύο χρόνια χριστιανοί μου που είμαι κληρικός, ιερεύς, λειτουργός του Υψίστου, και εξομολόγος, αυτές τις ημέρες των Χριστουγέννων, αλλά και όλων των άλλων εορτών του Δωδεκαημέρου, με απασχολεί πάντοτε το πνευματικό νόημα αυτών των αγίων ημερών, που ασφαλώς είναι κάτι το πολύ βαθύ, το υπέροχο, και συγχρόνως ακατάληπτο...
Αν τις ημέρες αυτές τις αντιμετωπίζουμε και τις χαιρόμαστε μόνον με τους στολισμούς και τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, τότε δεν πετύχαμε απολύτως τίποτε για την ωφέλεια της ψυχής μας απ’ αυτές τις άγιες ημέρες.
Είναι όντως πολύ ωραία και εντυπωσιακά,  όταν την νύχτα βλέπουμε τους πολύχρωμους φωτισμούς, στα μπαλκόνια και στα δένδρα των σπιτιών, στους κεντρικούς δρόμους και στις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων. Όλα αυτά και θα τα απολαύσουμε και θα τα θαυμάσουμε.  Αλλ΄όμως, υπάρχει ένα αλλά...

Γιατί, άν μέσα μας αδελφοί μου, δεν ζήσουμε μια ζωογόνο αλλαγή, μεταβολή της ψυχής μας σε φάτνη πνευματική, τότε σε τίποτα δεν θα μας ωφελήσουν οι φαντασμαγορικές και πολύχρωμες διακοσμήσεις, οί διασκεδάσεις και τα δώρα.
Αν εσείς και γω δεν βιώσουμε την προσωπική μας αναγέννηση, και αν μέσα στις καρδιές των παιδιών μας δε γεννήσουμε την ελπίδα της σωτηρίας μας, τότε οι γιορτές απέτυχαν το σκοπό τους. Και τον απέτυχαν επειδή βρήκαν τις καρδιές μας παγωμένες, αδιάφορες, κλειστές… 
Οι γιορτές που έρχονται αδελφοί μου, κάθε χρόνο δεν είναι μόνο για ευχές και «χρόνια πολλά»,  αλλά για Ευαγγελικούς και πνευματικούς προβληματισμούς.
Στο πώς δηλαδή θα γίνουμε σωστότεροι χριστιανοί, και με περισσότερο ταπεινό πνεύμα, με περισσότερη υπομονή, μακροθυμία και ανοχή ( θά πορευθούμε στήν ζωή μας ).
Γιατί τά παιχνίδια,τά δώρα, οί στολισμοί,  δένδρα και φώτα και ρεβεγιόν, είναι όλα για την κατανάλωση καί τίποτα για την ψυχή. Τα πάντα για την ψυχή προσφέρονται μέσα στον ναό. Μέσα στην εκκλησία, τις ιερές ακολουθίες, τις ιερότατες αυτές ακολουθίες αυτών των ημερών με τα υπέροχα γράμματα που ψάλλει η Εκκλησία μας.

Καί τώρα δύο πράγματα θα σας πω από την παιδική μου ηλικία, για να τα συγκρίνουμε με την σημερινή άνοστη πραγματικότητα.
Το πρώτο πράγμα που βλέπαμε εμείς τα παιδιά εκείνη την εποχή του 1935 του ’38 και του 1940 και ’45, ήταν το γενικό άσπρισμα. Άσπριζαν τις μάντρες, τις αυλές, τα πέτρινα πεζοδρόμια, τα σπίτια μέσα και έξω, τους κορμούς των δένδρων μέχρι τη μέση. Γενικό καθάρισμα. Ο στολισμός ήταν πολύ φτωχικός. Εκείνο στο οποίο επέμεναν ήταν η καθαριότητα και η εξωτερική και η εσωτερική.
Έτσι το πρωινό των Χριστουγέννων, ξυπνούσαν μια ώρα νωρίτερα οι νοικοκυρές, για να συγυρίσουν και στρώσουν το σπίτι, έτσι ώστε όταν θα γυρίσουν από την εκκλησία, να τους περιμένει ολοκάθαρο το σπιτικό. Γιατί; Εμείς όλα τα πιτσιρίκια εκείνης της εποχής ρωτούσαμε γιατί αυτή η τόση σχολαστικότητα στο άσπρισμα και γενική ετοιμασία του σπιτιού και η απάντησις των μεγάλων ήταν συνήθως διπλή.
Πρώτον γιατί ήταν Χριστούγεννα, και Δεύτερον γιατί ο Χριστούλης που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ θα ήταν ο ΠΡΩΤΟΣ επισκέπτης στο σπίτι μας, μαζί με τους αγγέλους και τους μάγους εκ Περσίας.
Πω πώ...πω, λέγαμε εμείς, θα έλθει ο Χριστούλης; Στο σπίτι μας; Μα πώς; Πότε; Πώς μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα; Με ποιο τρόπο; 
Και οι μεγάλοι μας απαντούσαν με πολλή φυσικότητα, απάντηση που πρέπει να δίδετε και σεις οι γονείς.
Δεν θα πάμε όλοι μαζί οικογενειακώς να κοινωνήσουμε; Ναι, ε, λοιπόν όλοι εμείς, ο μπαμπάς, η μαμά, ο παππούς, η γιαγιά, τα παιδιά, μαζί με τη Θεία Κοινωνία θα φέρουμε και τον Χριστό στο σπίτι μας. Μαζί Του θα γιορτάσουμε, μαζί Του θα περάσουμε καλά και αγιασμένα Χριστούγεννα.
Καταπληκτικό και θαυμάσιο και εξαίσιο αλλά δεν υπάρχει σήμερα στην εποχή μας πάρα πολύ σπάνια. Ο Χριστός στο φτωχικό μας ή στην καλύβα μας, ή και στο αρχοντικό μας.
Επαναλαμβάνω Χριστούγεννα με τον Χριστό στο σπίτι. Με τον Χριστό στο σπίτι και στην οικογένειά μας.
Δυστυχώς όμως σήμερα οι περισσότεροι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, γιορτάζουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστό.

Το δεύτερο πράμα που ήθελα να σας πω, αναφέρεται στα δώρα. Τα δώρα χαρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Τα πρώτα είχαν σχέση με τα Χριστούγεννα, και ήταν συνήθως ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα ζευγάρι παπούτσια, το παντελόνι, μια γραβάτα, ένα πουκάμισο και τα λοιπά και τα λοιπά, ένα παλτό, ένα φόρεμα,…
Αυτά τα φορούσαν οι χριστιανοί τα Χριστούγεννα για πρώτη φορά, για να αγιαστούν και αυτά μέσα στην εκκλησία. Όπως η Εκκλησία αγιάζει τα σπίτια, αγιάζει τα χωράφια, τα αμπέλια και τις στάνες με τα ζώα τους κήπους και τα πηγάδια, τα γεννήματα με τους καρπούς και τόσα άλλα, έτσι και στο Χριστουγεννιάτικο εκκλησιασμό κάθε τι καινούργιο που φορούσαμε πάνω μας, έπρεπε να αγιαστεί εκείνη την ημέρα για να στεριώσει, για να φορεθεί με υγεία, με χαρά πνευματική.
Χάθηκε και αυτό το ευλογημένο έθιμο, έθιμο που έφερνε πιο κοντά τον άνθρωπο με την Εκκλησία και τις γιορτές, που τον έντυνε πνευματικά γιατί τα πάντα αγιάζει ο Χριστός με την Εκκλησία Του.
Τα δεύτερα δώρα ήταν για την Πρωτοχρονιά και ήσαν βέβαια διάφορα παιχνιδάκια για τα μικρά παιδιά που έφερνε συνήθως ο Άγιος Βασίλειος ή αργά το βράδυ ή το πρωί πρωί.
Θα μπορούσα βέβαια να αναφερθώ και σ’ άλλα, αλλά ήδη πέρασε η ώρα.

Σήμερα οι γιορτές βγήκαν από την Εκκλησία και από την δεμένη οικογένεια και δόθηκαν στις φιέστες, στις ξενόφερτες μουσικές στη διασκέδαση και στο φαγοπότι.
Χάθηκαν δυστυχώς οι πνευματικές αξίες, και παραμερίστηκε η ουσία και το πνεύμα των θρησκευτικών εορτών και μάλιστα των Χριστουγέννων. Και όχι μόνον.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η Ορθοδοξία μας αδελφοί μου, δεν αρνιέται επαναλαμβάνω τις πανηγυρικές εκδηλώσεις και δεν αποστρέφεται τις πληθωρικές διακοσμήσεις, εορταστικές διακοσμήσεις που γίνονται κάθε φορά, αλλά δε μένει σ’ αυτές. Η Εκκλησία κάνει κάτι πολύ μεγάλο. Προχωρεί βαθύτερα. Γι’ αυτό κάνουμε το κήρυγμα, για να μπορέσουμε όλοι μαζί να μπούμε βαθύτερα στο πνευματικό νόημα των εορτών και αυτό να μεταβιβάσουμε, στους συντρόφους μας, στα παιδιά μας, στους γείτονές μας, στους συγγενείς μας και στους φίλους μας.
Προτείνει και εφαρμόζει δηλαδή, την αδιάσπαστη αρμονία μεταξύ τους πνευματικού και υλικού στοιχείου των εορτών με σκοπό την πνευματοποίηση των τύπων και όλων των ποικίλων εκδηλώσεων, των εξωτερικών εκδηλώσεων που έχουν αυτές οι εορτές. Και από κεί να μας οδηγήσει σε προσωπική συνάντηση με τον Θεόν, με τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, με αυτόν που πρέπει να προϋπαντήσουμε.
Ο Χριστός για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, δεν γεννήθηκε απλώς και μόνον πριν 2000 χρόνια -- καί από μεθαύριο αρχίζει ο καινούργιος αιώνας – αλλά εξακολουθεί να είναι παρών, ο ζωντανός Θεός και μας προσφέρεται κάθε μέρα μέσα από τα πανάγια μυστήρια, μέσα από την Αγία Του Εκκλησία, μέσα από το Άγιόν Του Ποτήριο.
Η Θεία Κοινωνία, το πνεύμα της μετανοίας, η Ιερά Εξομολόγησις, η δακρύβρεκτος προσευχή, ο Ευαγγελικός λόγος και πολλά άλλα, είναι αυτά που φέρνουν τον Χριστό στις καρδιές μας και έτσι μόνον μπορούμε να γιορτάσουμε Χριστούγεννα.
Και τότε και τα πάντα πνευματοποιούνται, και οι τύποι, και οι διακοσμήσεις των εορτών και πλημμυρίζει η καρδιά μας από αγάπη και συγγνώμη.
Βέβαια η πραγματικότητα είναι τραγική, γιατί γύρω μας βλέπουμε οι άνθρωποι να σωριάζονται σε ερείπια. Είναι η τρομακτική διάλυση της οικογένειας, είναι η αύξησις των εκτρώσεων, είναι η πείνα, είναι η ανεργία, είναι η φτώχεια, είναι η αύξησις των ασθενειών και ειδικά των ποικίλων μορφών του καρκίνου, τα τρομερά ατυχήματα που έχει η πατρίδα μας, οι αναπηρίες και τόσα άλλα.
Εντούτοις όμως ο αληθινός Ορθόδοξος Χριστιανός, ανησυχεί, αγωνιά, προσεύχεται. Και παρακαλεί αυτόν τον Θεόν που συνεχώς γεννάται εκ Παρθένου, ΓΕΝΝΑΤΑΙ εκ Παρθένου, γεννιέται κάθε φορά, κάθε μέρα μέσα στην Αγία μας Εκκλησία, πάνω στην Αγία Τράπεζα και στις καρδιές μας. Και προσεύχεται σ’ αυτόν. Και νηστεύει και αγρυπνεί τις νύχτες και κλαίει και για τις δικές του αμαρτίες τις πολλές, αλλά και για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων που βρίσκονται μακριά και δεν ξέρουν πώς να γιορτάσουν Χριστούγεννα. Άλλωστε είναι και ο μόνος που μπορεί να βιώσει αυτό το μεγάλο νόημα της εορτής αυτής.

Αδελφοί μου, τη χαρά των Χριστουγέννων την εύχομαι σε σας, προσωπικά και στις οικογένειές μας, και στις οικογένειές σας, αλλά και σείς όμως να την εύχεσθε σε μένα, και πριν πω το «αμήν», επειδή το βράδυ δεν θα βρεθούμε στις εκκλησίες για να παρακολουθήσουμε τον εσπερινό, τον οποίον εμείς κάναμε χθες το βράδυ μαζί με τις Μεγάλες Ώρες, γι’ αυτό αργά και καθαρά από τους ιεροψάλτες μας, να ψάλουμε όλοι μαζί το απολυτίκιο των Χριστουγέννων.
Και που θα Τον βρούμε αυτόν τον Χριστόν; Που θα Τον βρούμε; Μα στην Εκκλησία! Στην Ορθόδοξη πίστη, στον εκκλησιασμό και στην Θεία Κοινωνία, στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση.
Στην Ιερά Εξομολόγηση και στα υπόλοιπα των Αγίων Μυστηρίων. Στην προσευχή, στις Ευαγγελικές εντολές, στην ελεημοσύνη, στην αγάπη προς τους εχθρούς, στην ήσυχη συνείδηση, στην ήρεμη καρδιά… Ναι, τον Χριστό θα Τον βρούμε μέσα στις καρδιές μας, διότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.

Χριστιανοί μου, πλησιάζουν Χριστούγεννα. Να ψάξουμε όλοι μας να βρούμε τον Χριστό, γιατί χωρίς Χριστό, Χριστούγεννα , Πάσχα, αλλά και κάθε άλλη γιορτή ΔΕΝ μπορούμε να γιορτάσουμε. 

Δόξα σέ Σένα Χριστέ, Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Σοφία καί Δύναμη καί Θεέ Παντοκράτορα - Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Δόξα σέ Σένα Χριστέ, Λόγε τοῦ Θεοῦ καί Σοφία καί Δύναμη καί Θεέ Παντοκράτορα. Τί νά Σοῦ ἀντιδωρίσουμε ἐμεῖς οἱ ἄπραγοι γιά ὅλα ὅσα μᾶς χάρισες; Ὅλα μᾶς τά ᾿χεις δοσμένα Ἐσύ καί τίποτ᾿ ἄλλο δέν ζητᾶς ἀπό μᾶς πάρα ν᾿ ἀποδεχτοῦμε τή σωτηρία πού μᾶς πρόσφερες, δίνοντάς μας ἀκόμα καί τή δύναμη γιά νά τό κάνουμε. Καί τήν προσπάθειά μας πάλι νιώθεις γιά χάρη γιατί εἶσαι ἀπερίγραπτα ἀγαθός. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Ἐσένα πού μᾶς ἔδωσες τήν ὕπαρξη, μά καί μᾶς χάρισες τήν αἰώνια ζωή· Ἐσένα πού καί ὅταν τήν χάσαμε καί τήν ἀρνηθήκαμε, μᾶς ὁδήγησες πίσω σ" αὐτήν μέ τήν ἐνανθρώπησή Σου πού καμιά γλώσσα δέν τολμᾶ νά ἑρμηνεύσει.   
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Πηγή: Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΤΡΩΝ


Πρός
τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν



«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε».
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος μέ χαρά καί ἀγαλλίαση καλεῖ τούς ἀνθρώπους ὅπου γῆς, νά δοξολογήσουν τόν Θεό, γιατί ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν ἔγινε πραγματικότης. Τά δεσμά ἐλύθησαν καί ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται πλέον ἀπό τήν προγονική κατάρα, μέσα ἀπό τήν ἑκούσια κένωση, τό ἄδειασμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, «ἵνα τόν ἄνθρωπον Θεόν ἀπεργάσηται».

«Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».
Ἐλᾶτε οἱ ἄνθρωποι, ἑνωθῆτε μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις, ὑποδεχθῆτε «τόν Ἄρτον τόν ἐξ οὐρανοῦ καταβάντα».
Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἁπλό ἐπισκέπτη. Δέν ἔρχεται ἕνας ἰσχυρός ἡγέτης. Δέν κατεβαίνει ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό, γιά νά μᾶς φέρῃ κάποιο μήνυμα.
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός σαρκώνεται, ἀφοῦ «οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄλλη κτιστή δύναμις» ἠδύνατο νά ἀποκαταστήσῃ τήν ἀμαυρωθεῖσαν εἰκόνα καί νά ἀνακαινίσῃ τήν σύμπασαν κτίσιν.

«Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε».
Οἱ πεσμένοι καί ταλαιπωρημένοι ἄνθρωποι, οἱ ζῶντες μέσα στόν γνόφο τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ἦλθε ἡ ὥρα νά σηκώσετε τό κεφάλι. «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν. Ἰδού γάρ γέγονε τά πάντα καινά...». Οἱ ἀπελπισμένοι καί ἀπογοητευμένοι ἀπό τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, μή λυγίζετε. Εἶστε πλέον νικηταί, γιατί εἶναι μαζί μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

«Ἄσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ».
Σκιρτήσατε, χορεύσατε οἱ γηγενεῖς. Εὐφρόσυνον χορό συστήσατε. Τήν λύπη διαδέχεται ἡ χαρά, τόν πόνο καί τά βάσανα διαδέχεται ἡ εὐλογία.

«Καί ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε Λαοί».
Ἑνωθῆτε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς, νεανίσκοι καί παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων καί ἄσατε παναρμόνια ὠδή· «κενοῦται γάρ ἡ θεότης... ἀνακαινοῦται δέ τό ἀνθρώπινον, διά τῆς πρός τό θεῖον ἀνακράσεως, θεῖον γινόμενον» (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης).
Αὐτό τό πανηγύρι, αὐτή ἡ μεγάλη γιορτή, αὐτή ἡ κένωση τοῦ Θεοῦ, δίδει σήμερα, μέσα στό ζοφερό παρόν πού διέρχεται ἡ ἀνθρωπότης, τό ἔναυσμα νά κατακλύσῃ τίς καρδιές μας ἡ αἰσιοδοξία, τό θάρρος, ἡ ἐλπίδα, ἡ χαρά.
Τά Χριστούγεννα εἶναι τό ξανάνιωμα τοῦ παλιωμένου κόσμου. Γιατί νά λυπούμεθα; Γιατί νά θλιβώμεθα καί νά ἀπογοητευώμεθα; Γιατί νά χάνωμε τόν ἐνθουσιασμό μας καί τήν αἰσιοδοξία μας; Τί κι ἄν ἔρχωνται δυσκολίες τῆς ζωῆς; Τί κι ἄν μᾶς ταλαιπωροῦν πρός καιρόν οἱ ἀνθρώπινες καταστάσεις, οἱ ὁποῖες «ὡς νεφίδιον» παρέρχονται;
Ἐμεῖς δέν ἔχομε τό πολίτευμά μας ἐνταῦθα. Ὁ σκοπός μας καί ὁ προορισμός μας εἶναι ἡ οὐράνια καί αἰώνια πατρίδα.
Ἐλᾶτε λοιπόν ἀδελφοί, μικροί καί μεγάλοι. Ἐλᾶτε νά χαροῦμε. Δεῖτε μέ θάρρος τήν ζωή. Ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας.
Μή χάνετε τήν ἐλπίδα καί τήν εὐφροσύνη τῆς καρδιᾶς. Δέν εἴμαστε μόνοι μας πλέον ἐπάνω στήν γῆ. Δέν μπορεῖ καμμιά δύναμη νά μᾶς κάμψῃ τό φρόνημά, νά ἐμποδίσῃ τήν πορεία μας πρός τήν λύτρωση.
Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Εἶναι μαζί μας. Εἶναι στό σπίτι μας, στήν καρδιά μας, ἐφ’ ὅσον Τοῦ ἀνοίξωμε τήν πόρτα.
Ναί, εἶναι ἴσως κάποιοι πού ἄργησαν, δέν θέλησαν μέχρι τώρα, ἤ δέν μπόρεσαν νά Τοῦ ἀνοίξουν, γιά νά Τόν φιλοξενήσουν. Ἄς τό κάνουν τώρα. Τούς βλέπομε καί χαιρόμεθα. Σπεύδουν νά Τόν προσκαλέσουν, γιά νά μείνῃ μαζί τους.
Ἴσως κάποιοι ἀκόμη ἐπιμένουν στήν ἄρνηση. Ἐκεῖνος ὅμως περιμένει καί ἐπιμένει, λέγοντάς μας: «Διά σέ τήν δόξαν ἐκένωσα, τόν Πατέρα εἴασα καί πρός σέ ἦλθον τόν μισοῦντα με καί ἀποστρεφόμενον. Φάγε με εἶπον, καί λέγω σοι, καί πίε με...». Θέλει ὅλους νά μᾶς ἀγκαλιάσῃ. Θέλει νά κάνῃ τήν καρδιά ὅλων μας τόπον δοχῆς, ὄχι μόνο φιλοξενίας προσκαίρου, ἀλλά μονίμου διαμονῆς, πρός εὐλογία, σωτηρία καί ἁγιασμό μας.

Χρόνια Πολλά καί Εὐλογημένα!

Καλή Πρωτοχρονιά!


Χριστούγεννα 2013

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Ἡ ἀξία τοῦ προσώπου Anthony Bloom




Μὲ τὴ φαντασία µας νὰ γυρίζουµε 2000 χρόνια πίσω. Πόσο θάµβος θὰ µᾶς εἶχε καταλάβει: µιὰ βδοµάδα, καὶ ὁ κόσµος ἔγινε ἀλλιώτικος! Ὁ κόσµος, ποὺ γιὰ χιλιάδες χρόνια ἔµοιαζε µὲ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, εἶναι τώρα τὸ πρόβατο ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ βρῆκε, καὶ τὸ πῆρε στοὺς ὤµους Του. Τὸ ἀγεφύρωτο κενὸ ποὺ ἡ ἁµαρτία εἶχε δηµιουργήσει µεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀρχίζει τώρα νὰ γεφυρώνεται. Ὁ Θεὸς µπῆκε στὴν ἱστορία, ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς ἀνέλαβε τὴ σάρκα µας, καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ πράγµατα, αὐτὰ ποὺ µέσα στὴν τυφλότητά µας θεωροῦµε νεκρὴ ὕλη, ἀδρανῆ, µποροῦν στὸ δικό Του Σῶµα νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν ἔνδοξο ἑαυτό τους. Κάτι ἐντελῶς καινούριο ἔχει συµβεῖ καὶ ὁ κόσµος δὲν εἶναι πιὰ ὁ ἴδιος. 

Ὑπάρχει ὅµως καὶ µία ἄλλη πτυχὴ τῆς Ἐνσάρκωσης. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλὰ διὰ τοῦ Χριστοῦ εἶπε κρίσιµες ἀλήθειες, ποὺ σταδιακὰ –ὅπως τὸ προζύµι ποὺ πέφτει στὴ ζύµη- ἐπρόκειτο νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσµο. Ὁ Θεὸς µᾶς ἀποκάλυψε τὸ µεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος ἦταν, εἶναι καὶ θὰ παραµείνει γιὰ πάντα µία ἔνδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο πελώριος, τόσο µυστηριωδῶς βαθύς, ὥστε ὄχι µόνο µπορεῖ νὰ περιέχει- ὡς ναὸς- τὴ θεία παρουσία, ἀλλὰ µπορεῖ καὶ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸν Θεό, νὰ γίνει «θείας κοινωνὸς φύσεως», κατὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Καὶ ἀκόµη, ὅσο πολὺ κι ἂν παρεξέκκλινε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν κλήση του, ὅσο ἀνάξιος κι ἂν ἔγινε γι’ αὐτήν, ποτὲ δὲν θὰ ἔχει µιὰ σχέση µὲ τὸν Θεὸ κατώτερη ἀπὸ αὐτὴ τῆς πατρότητας καὶ δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ ἔχει τὴ θέση τοῦ υἱοῦ ἢ τῆς θυγατέρας τοῦ Ὑψίστου.[…] 

Καὶ πάλι, αὐτὸ ποὺ φανερώνεται ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει ὑπέρτατη σηµασία εἶναι τὸ κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, ὅτι ζεῖ καὶ πεθαίνει γιὰ τὸν καθένα µας, ὅτι δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ µάζες ἀλλὰ ὁ κάθε ἄνθρωπος.[…] 

Καὶ κατόπιν εἰσήγαγε ἢ µᾶλλον ἐξήγγειλε µία νέα δικαιοσύνη, ὄχι τὴν κατανεµητικὴ ἢ κολαστήρια δικαιοσύνη τοῦ νόµου. Ὅταν µᾶς λέει «ἐὰν µὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑµῶν πλεῖον τῶν Γραµµατέων καὶ τῶν Φαρισαίων, οὐ µὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 20), ἀναφέρεται στὸν τρόπο µὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀντιµετωπίζει τὸν καθένα ἀπό µᾶς. 

Μᾶς ἀποδέχεται ὅπως εἴµαστε. Ἀποδέχεται τὸν καλὸ καὶ τὸν κακό, χαίρεται γιὰ τὸν καλὸ καὶ πεθαίνει ἐξ αἰτίας καὶ γιὰ χάρη τοῦ κακοῦ. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς µᾶς καλεῖ νὰ θυµόµαστε: τί µᾶς καλεῖ νὰ γίνουµε καὶ πῶς θέλει νὰ συµπεριφερόµαστε- ὄχι µόνο µέσα στὸν κύκλο τῶν Χριστιανῶν ἀλλὰ σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσµο. Νὰ βλέπουµε κάθε ἄνθρωπο µ’ αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς δικαιοσύνης, ὄχι κριτικὰ καὶ ἐπικριτικά. Στὸ πρόσωπο τοῦ καθενὸς νὰ ἀτενίζουµε τὴν ὀµορφιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀποτύπωσε ἐπάνω του καὶ τὴν ὁποία ὀνοµάζουµε εἰκόνα Του. Νὰ τιµοῦµε αὐτὴ τὴν ὀµορφιά, νὰ ἐργαζόµαστε ὥστε ἡ ὀµορφιὰ αὐτὴ νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ ὅλη της τὴ δόξα, ἀποβάλλοντας ὅ,τι εἶναι κακὸ καὶ σκοτεινό. Καὶ καθὼς ἐµεῖς θὰ ἀναγνωρίζουµε τὴν ὀµορφιὰ αὐτὴ στὸν ἄλλο, θὰ τῆς δίνουµε τὴ δυνατότητα νὰ γίνει πραγµατικότητα καὶ τελικὰ νὰ ἐπικρατήσει. 

Μᾶς δίδαξε ἀκόµη µιὰ ἀγάπη τὴν ὁποία ὁ ἀρχαῖος κόσµος δὲν γνώριζε, καὶ ὁ σύγχρονος τόσο πολὺ φοβᾶται: Μία ἀγάπη ποὺ δέχτηκε νὰ γίνει τρωτή, ἀβοήθητη, δοτική, θυσιαστική, µία ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι µόνο ὅ,τι µετρᾶ, µία ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι µόνο ὅ,τι κατέχει ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτὸ της τὸν ἴδιο. Νὰ τί ἔφερε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐνσάρκωση στὸν κόσµο καὶ αὐτὰ ἔµειναν. 

Ὁ Χριστὸς εἶπε «τὸ φῶς ἐν τὴ σκοτίᾳ φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε»- δὲν µπορεῖ νὰ τὸ σβήσει! Καὶ τὸ φῶς αὐτὸ φωτίζει καὶ θὰ φωτίζει, ἀλλὰ θὰ ἐπικρατήσει µόνον ἂν ἀναλάβουµε νὰ γίνουµε ἐµεῖς οἱ ἀγγελιαφόροι του, οἱ τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ἂν ἐνστερνιστοῦµε τὸ ὅραµα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσµο καὶ πιστέψουµε σ’ αὐτὸ µὲ ὅλη τὴ βεβαιότητα καὶ τὴν ἐλπίδα µας, τὴ µόνη δύναµή µας γιὰ νὰ βοηθήσουµε τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν ἀρχή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεκινήσουν οἱ ἄλλοι, πρέπει νὰ δοῦν τὴ δική µας καινότητα. 

Ὁ κόσµος ἄρχισε νὰ ἀνανεώνεται ὅταν ὁ Θεὸς ἑνώθηκε µὲ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ Λόγος ἔγινε Σάρξ. Δική µας ἀποστολὴ εἶναι νὰ ἀποκαλύψουµε αὐτὸ τὸ καινούριο, τὴ λαµπρότητα καὶ τὸ µεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ µέσα στὸ σκοτάδι ἢ τὸ µισοσκόταδο αὐτοῦ τοῦ κόσµου. 

Εὔχοµαι νὰ µᾶς δώσει ὁ Θεὸς θάρρος καὶ ἀγάπη καὶ πλάτυνση καρδιᾶς, ὥστε νὰ γίνουµε ἀγγελιοφόροι καὶ µάρτυρές Του!

Ὁ ἐν σπηλαίῳ τεχθείς +Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος




Μυστήριο ὁ Χριστός. Μεγάλο καὶ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήση κανεὶς νὰ βασανίση τὸ μυαλουδάκι του, καὶ μὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς ζωῆς Του καὶ ἂν θελήση νὰ καταπιαστῆ. Πρὶν ἀκόμη γεννηθῆ, ὁ ἄγγελος εἶχε εἰπεῖ: «Καλέσεις τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Δηλαδή, πρὶν γεννηθῆ, μᾶς λέγει ὁ ἄγγελος, ὅτι θὰ εἶναι ἀγόρι, θὰ μεγαλώση, θὰ ἀπόκτηση λαὸ καὶ θὰ σώση τὸν λαό του! Ὄχι ἀπὸ τὴν πείνα ἤ τὸν πόλεμο. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες!

Καὶ νὰ τὸ ἐρώτημα: Ποιὸς μπορεῖ νὰ σώση ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του; Κανένας. Γιατί ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔξω, εἶναι μέσα μας! Καὶ ἂν ἐκεῖ μέσα ἡ ἁμαρτία βασιλεύει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὴν ἐκθρόνιση; Κανένας ἄνθρωπος μὲ κανένα τρόπο! Πῶς λοιπὸν τολμάει κάποιος νὰ λέη: «Αὐτὸς σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»; Μπορεῖ ποτὲ αὐτὸ νὰ γίνη ἀλήθεια;

Λογικά, ἀπόλυτα ὄχι! Ὅμως ἡ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ τὴ λογική, γιατί δείχνει τὴν πραγματικότητα, γιατί εἶναι ρεαλισμὸς καὶ ὄχι ἀερολογίες καὶ νοσηροὶ ἰδεαλισμοί, μᾶς λέγει: Ναί, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Τὸ ξέρουν καλά, τὸ ξέρουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐμπειρία οἱ λυτρωμένοι. Ἐκεῖνοι, ποὺ ὁ Χριστὸς μπῆκε μέσα τους, στὴν καρδιά τους, καὶ ξεθρόνισε τὴν ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό, μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνουν, τί σημαίνει Χριστούγεννα. Μόνο «οἱ λελυτρωμένοι ὑπὸ Κυρίου» μποροῦν νὰ ψάλουν τὸ «ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ». Αὐτοί, ὅταν στὸ «Πιστεύω» μᾶς φθάνουν στὰ λόγια «τὸν δι’ ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα», συγκινοῦνται βαθύτατα καὶ πολλὲς φορὲς δακρύζουν.

Ἦταν πολὺ φυσικό, ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκεσε μιὰ σπηλιά. Γιὰ δύο λόγους.

Ὁ ἕνας: γιατί οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ συνεπῶς καὶ τὰ σπίτια τους, ἦσαν πιὸ βρώμικες καὶ πιὸ βρώμικα ἀπὸ τὶς σπηλιές. Ἡ δυσωδία τῆς νεκρωμένης ψυχῆς εἶναι ἡ χειρότερη ἀπὸ ὅλες. Τὴν καταλαβαίνει, ὅποιος ἔχει μύτη γιὰ νὰ μυρίζεται, μάτια γιὰ νὰ βλέπη, αὐτιὰ γιὰ νὰ ἄκουη. Ἀκόμα κι ἐμεῖς «κάτι» καταλαβαίνομε. Ὅσο πιὸ ψηλὰ πνευματικὰ βρίσκεται ὁ κάθε ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἀνυπόφορα αἰσθητὴ τοῦ γίνεται ἡ μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης νεκρῆς ψυχῆς. Γιὰ φαντασθῆτε, τί ἀνυπόφορο θὰ ἦταν γιὰ τὸν Κύριο νὰ γεννηθῆ σ’ ἕνα τέτοιο σπίτι!

Ὁ δεύτερος: Ὁ Χριστὸς ἤθελε μὲ τὴ Γέννησί Του στὸ σπήλαιο νὰ μᾶς δείξη, ὅτι μπορεῖ νὰ μεταβάλλη, μὲ τὸ «ἔτσι θέλω» Του, τὰ σπήλαια καὶ τὴν ἀηδία καὶ σιχασιὰ τῶν σταύλων σὲ οὐρανό. Θυμηθῆτε, τί λέμε σὲ μία προσευχή μας:

Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον.
Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον
Θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον
Τὴν φάτνην χωρίον,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος!

Καὶ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανό, γύρω ἀπὸ τὸ Θρόνο, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀχώρητο Θεό, καὶ ἐνῶ ἔλαμπε τὸ ἀστέρι, ποὺ ὁδηγοῦσε τοὺς μάγους, πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου ὑμνοῦσαν τὸ Βρέφος καὶ ἔλεγαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

Οἱ ἄγνωστοι, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὰ γεγονότα, μποροῦν νὰ λένε ὅ,τι θέλουν, ξερνώντας τὴν ἀνυπόφορη μπόχα τῆς ἀποσυντεθειμένης ψυχῆς τους. Ὅσοι ὅμως γευτήκανε τὴ λύτρωσι, μὲ ἀρχηγὸ τὴν πανάχραντη τοῦ Χριστοῦ Μητέρα καὶ τοὺς ποιμένας καὶ τοὺς μάγους, σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά. Καὶ δὲν χορταίνουν νὰ ψάλλουν:« Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Νὰ τοὺς λυπώμαστε τοὺς ἄθεους, τὶς παγωμένες καὶ νεκρωμένες ψυχές! Ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σῆψι.

Νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτούς, νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ ὁ Χριστός, νὰ μπῆ μέσα τους καὶ νὰ τοὺς ἀλλάξη. Νὰ τοὺς φωτίση. Νὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Νὰ τοὺς ἐλευθέρωση.

Ἐκεῖνον νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, διότι: « Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν. Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ· εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».

Καὶ ἂς συνειδητοποιήσωμε τὸ χρέος μας: Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια νὰ τὴν κρατήσωμε καὶ νὰ τὴν διαδώσωμε.


Ἑαυτὸν ἐκένωσε...



«Βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος» ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, φράση πού, περνώντας ἀπὸ τὴν πατερικὴ παράδοση, ἐπαναλαμβάνεται ὥς σήμερα, κυρίως κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἀναπαυτικότερο «πανδοχεῖο» τοῦ ἔτους. Κορυφαία ἑορτὴ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, λαμπρυνόμενη ἀπὸ τὸν αἰσιόδοξο συμβολισμὸ τῆς Γεννήσεως, τὰ Χριστούγεννα, μὲ τὴν ἀτμόσφαιρά τους καὶ τὰ συναισθήματα ποὺ αὐτὴ ὑποβάλλει, προκάλεσαν κλασικὲς σελίδες τῆς λογοτεχνίας, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες καὶ ἑλληνικές. 

Μιὰ τρέχουσα, λαϊκή, «θρησκειολογία» θέλει τὰ Χριστούγεννα νὰ εἶναι ἑορτὴ προσφιλὴς περισσότερο στὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, ἐνῶ τὸ Πάσχα στὸν ἀνατολικό. Ἂν στὴ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀποτυπώνονται τέτοιες μετρήσιμες διαφορές, γιὰ τὴ χριστιανικὴ παράδοση πάντως, ἀνατολικὴ καὶ δυτική, ὑπάρχει μόνο ἡ ἑνότητα τῆς θείας οἰκονομίας. Μέσα σε αὐτὴν τὴν ἑνότητα, ἡ κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου του καὶ ἡ ἑορτὴ μὲ τὴν ὁποία τὴν τιμοῦμε εἶναι ἀληθινὰ «μητρόπολις πασῶν τῶν ἑορτῶν» (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος). H Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ὁρίζει τὴν κατεξοχὴν ἀγεφύρωτη διαφορὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ ἐν γένει τὴν ἰδιαιτερότητα, τὸ μυστήριο καὶ τὸ σκάνδαλο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ ἕνας καὶ μόνος Θεός, ὁ Δημιουργός του κόσμου, ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη (Βαροὺχ 3, 38), γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ σκόνη καὶ στὴ λάσπη τῆς Παλαιστίνης, ἄνθρωπος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Θὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς σχολιάζοντας ἕνα περίφημο χωρίο τῆς Πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς (2, 6 -10) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.

[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλὰ τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα, πῆρε μορφὴ δούλου καὶ ἔγινε ἄνθρωπος· καὶ ὄντας πραγματικὸς ἄνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικὰ ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέβασε πολὺ ψηλὰ καὶ τοῦ χάρισε τὸ ὄνομα ποὺ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὀνόματα. (μτφρ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας)

Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε ἐν μορφῇ Θεοῦ, εἶχε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς θεότητος, δὲν θεώρησε ὡστόσο ἁρπαγμὸ τὸ νὰ εἶναι ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα, δὲν θεώρησε δηλαδὴ τὴ θεϊκὴ ἰδιότητα ἕνα λάφυρο ἢ προνόμιο ποὺ πρέπει ἀδιάκοπα νὰ ἀπολαμβάνει. Γι᾿ αὐτὸ ἐκένωσε, ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα, ἀπεκδύθηκε τὴ θεότητα, ἀποξενώθηκε τὸν θεϊκὸ χαρακτήρα του, καὶ ἔλαβε μορφὴ δούλου. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου γεννιέται ὡς ἄνθρωπος στὴ Βηθλεὲμ καὶ μάλιστα ὡς πάντων ἔσχατος: ἀνέστιος, ἄστεγος, ἄοικος, σπαργανώνεται καὶ ἀνακλίνεται στὴ φάτνη, διότι οὐκ ἦν αὐτῷ τόπος ἐν τῷ καταλύματι (Λκ, 2, 7).

Ὁ Χριστὸς καὶ Λόγος ἐκένωσεν ἐαυτόν, δὲν κενώθηκε ἀλλὰ ὁ ἴδιος κένωσε τὸν ἑαυτό του, ἀποστέρησε θέλων τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα. Ὁ Χριστὸς ποὺ ἔγινε ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων, ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας, ὅπως λέει ἀκόμη τολμηρότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους (8, 3), δὲν εἶναι πλέον ἀναγνωρίσιμος ὡς Θεός. H θεότητα εἶναι κρυμμένη, λανθάνει μέσα στὴν ἀνθρώπινη μορφή. «Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ σπήλαιον» ψάλλει ἕνα τροπάριο τῶν Χριστουγέννων καὶ «Χριστὸς ὁ Θεός, δυνάμεις λαθών, ὅσας ὑπερκοσμίους, ὅσας ἐν γῇ, καὶ ἐνανθρωπήσας» ψάλλει ἕνα ἄλλο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κατεξοχὴν Deus absconditus.

Αὐτὴ ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ φτάνει μέχρι θανάτου. Ταπείνωσε τόσο τὸν ἑαυτό του ποὺ γίνεται ὑπήκοος τοῦ θανάτου, καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου τῶν κακούργων: πεθαίνει διὰ σταυροῦ. Πάνω στὸν σταυρὸ ὁλοκληρώνεται ἡ ἐν σπηλαίῳ γέννηση, στὸν «Γολγοθὰ φανερώνεται καὶ ἀκτινοβολεῖ ἡ σημασία τῆς Ἐνσάρκωσης, τῆς Βηθλεέμ» (ὅπως γράφει καὶ ὁ μέγας Κὰρλ Μπὰρτ στὸ Ὑπόμνημά του στὴν Πρὸς Φιλιππησίους). Τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ σταυρικὸς θάνατός του εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἴδια ἀκριβῶς κενωτικὴ κίνηση ὁδηγεῖ καὶ στὰ δύο. H γέννησή του καὶ ὁ θάνατός του, ὡς ἔκφραση τῆς θείας κενώσεως, ὁρίζουν καὶ τὰ δυὸ μίαν ἀπώλεια γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἀνενδεὴς πάσχει ὡς θνητὸς καὶ τὸ πρῶτο πάθος εἶναι ἡ ἴδια ἡ γέννησή του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Λόγος ἐκένωσε καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε (τὸν ἀνάστησε) καὶ τοῦ χάρισε τὸ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα: Κύριος. «Ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός», συνεχίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἴδια ἐπιστολή, εὐθὺς μετὰ τὸ σημεῖο ὅπου τελειώνει τὸ ἀρχικὸ παράθεμά μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων ἐν τῇ κενώσει του, εἶναι ὁ Βασιλεὺς τοῦ κόσμου μὲ θρόνο τὸν Σταυρό. Τὴν κυριότητα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου μπορεῖ νὰ τὴν ἀναγνωρίσει μόνο ὁ Πατέρας, καὶ ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο θέλει ὁ Πατὴρ νὰ τὴν ἀποκαλύψει, σὲ ὅποιον δηλαδὴ ἔχει λάβει τὸ δώρημα τῆς πίστεως.

Ἡ κένωσις, ἡ ἑκούσια πτωχεία τοῦ Πλουσίου καὶ ἡ ἠθελημένη ἀδυναμία τοῦ Δυνατοῦ, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀκατανόητο μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης. «Οὐ γὰρ ἔστιν ἀνθρώπων οὐδεὶς ὃς τοῦτον οἰκειώσεται τὸν λόγον. Οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων ἁγίων, μονογενὴς ἦν Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος. Τοῦτο γὰρ ἐστιν ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχοντα, μορφὴν δούλου λαβεῖν» γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, σχολιάζοντας τοὺς παραπάνω στίχους τῆς Πρὸς Φιλιππησίους (PG 45, 683 BC).

Ὡστόσο ἡ κενωτικὴ κίνηση ὁρίζει, γιὰ ὅλους μας, τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης. H ἀγάπη εἶναι κενωτικὴ καὶ ὁ παντοτινὸς τύπος καὶ ὑπογραμμός της εἶναι ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀγάπη δὲν σημαίνει νὰ κρατήσεις σὰν λάφυρο (ἁρπαγμόν) αὐτὸ ποὺ ἔχεις οὔτε, πολὺ περισσότερο, νὰ ἀποκτήσεις ἄλλα λάφυρα, ἀλλὰ νὰ δώσεις, δηλαδὴ νὰ χάσεις, νὰ χάσεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου. H ἀγάπη εἶναι θυσία. Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ ὄχι θεωρητικά, στὸ πλαίσιο μιᾶς χριστολογικῆς συζήτησης, ἀλλὰ μέσα σὲ ἠθικὰ συμφραζόμενα, καλώντας ἀκριβῶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων νὰ ἀποκτήσουν τὸ κενωτικὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ: μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. (2, 3).

Μὴν κάνετε τίποτε ἀπὸ ἀνταγωνισμὸ ἢ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀλλά μὲ ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὁ καθένας ἀνώτερό του τὸν ἄλλο.

Ἡ λέξη κένωσις τοῦ ἀποστόλου Παύλου κυκλοφορεῖ ἀμετάφραστη στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ἀκόμη περισσότερο ἀμετάφραστο μένει τὸ νόημά της στὴ ζωή μας. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἑορτάζουν τίποτε, ἁπλῶς ψωνίζουν.

Ὁ Σωτήρας Μητροπολίτης Βελεστίνου Δαμασκηνός



Τὴν κατὰ σάρκα Γέννησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πρόκειται νὰ ἑορτάσει μετ' ὀλίγον ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία. Διὰ τοῦτο περιχαρὴς ἤρχισε πρὸ καιροῦ νὰ ψάλλῃ τὸ "Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε..." καὶ νὰ προσκαλῆ τοὺς πιστοὺς νὰ πανηγυρίσουν διὰ τὴν σωτηρίαν των. 

Πράγματι, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀληθινὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ περιεβλήθη τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ ποτὲ νὰ εἶναι τέλειος Θεός, διὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία, ὄχι πλέον προφητικῶς, ἀλλὰ ὡς ἀποδεδειγμένην ἱστορικὴν πραγματικότητα, τὴν ὁποίαν οὐδεὶς συνετὸς καὶ ἀπροκατάληπτος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει. 

Τραγικὴ εἶχε γίνει ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μετὰ τὴν πτῶσιν, τὴν ὑποδούλωσίν των εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀγωνία καταπίεζε τὰς ψυχάς των. Τὸ σκότος ἐβασίλευεν εἰς τὸ πνεῦμα των. Τὰ πάθη των δὲν ἐκυβέρνων ἁπλῶς μόνον τὰς ἐπιθυμίας των, ἀλλὰ καὶ ἐθεοποιοῦντο ὑπ' αὐτῶν. Τὸ μῖσος ἐθριάμβευεν. Αἱ ἀνθρώπιναι διακρίσεις ἄλλους ἀνύψωνον εἰς θρόνους θεϊκοὺς καὶ ἄλλους ὑπεβίβαζον εἰς τὴν τάξιν τῶν ζώων καὶ τῶν πραγμάτων. Ἡ ἁμαρτία ἦτο ὁ ἀπόλυτος κύριός των καὶ ὁ θάνατος ὁ φοβερὸς δυνάστης, ὁ ὁποῖος ἐγέμιζε μὲ τρόμον τὰς ψυχάς των, διότι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἀφαιρῇ, ἀνὰ πᾶσα στιγμήν, τὴν ζωὴν των καὶ νὰ χωρίζῃ αὐτοὺς ὁριστικῶς ἀπὸ τὸν Θεόν. 

Εἰς αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινον δράμα μόνο ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ προσφέρῃ βοήθειαν. Καὶ εὐτυχῶς ἡ εὐσπλαχνία Του δὲν ἔμεινεν ἀπαθής. Διὰ τοῦτο, ὅταν "ἦλθε τὸ πλήρωμα τὸ χρόνου", ὅταν ἔφθασεν ὁ κατάλληλος καιρός, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν Μονογενῆ Του Υἱόν, ὁ ὁποῖος ἔγινε, πρὸς χάριν τῶν ἀνθρώπων, καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι τέλειος Θεός. Ἦλθε καὶ ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, καὶ ἔσωσεν ὡς Θεὸς τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ὅσοι ἐδέχθησαν Αὐτὸν ὡς Κύριον τῶν καρδιῶν των, ἀναγεννήθησαν καὶ ἔγιναν νέοι ἄνθρωποι, ἔγιναν τέκνα Θεοῦ. Τὸ μῖσος ἔσβησεν ἀπὸ τὰς καρδίας των. Τὰ πάθη ὑπεχώρησαν. Ἡ ἁμαρτία ἐνεκρώθη. Ὁ θάνατος ἐνικήθη. Ἡ ἀγάπη ἐπεκράτησεν. Ἡ ἁγιότης ἐβασίλευσε. Καὶ καθὼς ἡ ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας ἔπαυσε πλέον νὰ βασανίζῃ τὰς συνειδήσεις των, συνεφιλιώθησαν καὶ μὲ τὸν ἑαυτὸν των. Καὶ ἐπεκράτησεν εἰς τὰς καρδίας των ἡ πολυπόθητος εἰρήνη, ἡ ὁποία κατέστησεν αὐτοὺς εὐτυχισμένους. 

Δυστυχῶς, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀντιληφθῆ τὴν σωτήριον αὐτὴν ἀλήθειαν καὶ νὰ ζοῦν ὅλοι κατὰ Χριστόν, ἐν τούτοις, σήμερον, δύο χιλιάδες ἔτη μετὰ τὴν Γέννησιν τοῦ Κυρίου, ἡ ἀνθρωπότης, ἀντὶ νὰ προοδεύη, ὀπισθοβατεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ὑψώσει καὶ πάλιν θρασείαν τὴν κεφαλήν. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὰ σύγχρονα εἴδωλα. Ἡ ἀγάπη των πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον ἔχει ψυχρανθῆ. Τὰ ἁμαρτωλὰ συμφέροντα, τὰ ἔνοχα πάθη, αἱ ἰδεολογικαὶ σκοπιμότητες καὶ οἱ ἄνομοι ὑπολογισμοί, θεωροῦν τὸν Χριστὸν ἐμπόδιον εἰς τὰ ἔργα των καὶ ἐχθρὸν εἰς τὴν ζωὴν των. Διὰ τοῦτο πολεμοῦν τὸν Χριστὸν μὲ κάθε τρόπον καὶ κάθε μέσον. Διὰ τοῦτο τὰ ὅπλα τῶν ἰσχυρῶν ἀποδεκατίζουν τοὺς ἀδυνάτους λαούς. Ἀλλὰ καὶ πάλιν εἰς πεῖσμα των, Ἐκεῖνος εἶναι καὶ παραμένει ὁ αἰώνιος Σωτὴρ τοῦ κόσμου. 

Ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς, καὶ ἡ δική μας ζωὴ δὲν εἶναι χριστιανική. Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀλλάξωμεν τρόπον ζωῆς. Πρέπει νὰ παύσωμεν νὰ εἴμεθα ἐχθροὶ ἢ ἔστω ἀδιάφοροι πρὸς τὸν Κύριον, καὶ κυρίως, πρέπει νὰ παύσωμεν νὰ εἴμεθα ὑποκριταί. Πρέπει νὰ γίνωμεν οἱ καλοὶ καὶ τίμιοι ἀγωνισταὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἐπιτρέψωμεν εἰς Αὐτὸν νὰ εἰσέλθη εἰς τὰς καρδίας μας καὶ νὰ κατεργασθῆ τὴν σωτηρίαν μας. Αὐτὸ θὰ εἶναι ὁ καλλίτερος τρόπος διὰ νὰ ἑορτάσωμεν. 

Φανέρωση τῆς ἀπείρου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ





Τὰ Χριστούγεννα, ποὺ µὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἑορτάζουµε καὶ φέτος, µᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐµβαθύνουµε στὸ Μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ καὶ ἀνεκτίµητα εἶναι τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς. Τὸ µεγαλύτερο ὅµως δῶρο Του εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία θὰ εἴµεθα ἀκόµη ἀπελπισµένοι αἰχµάλωτοι τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.

Λέγει ὁ ἁγίος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς: «Τί βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ θείας φιλανθρωπίας! Ἔτσι γνωρίζει ὁ Θεὸς µὲ τὴν σοφία, τὴ δύναµη καὶ τὴν φιλανθρωπία Του τὰ ὀλισθήµατα ἀπὸ τὴν ἑκούσια παρεκτροπή µας νὰ τὰ κατασκευάζει ἀσυγκρίτως πρὸς τὸ καλύτερο. Διότι ἂν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν κατέβαινε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἐµεῖς δὲν θὰ εἴχαµε καµία ἐλπίδα νὰ ἀνέβουµε στὸν οὐρανό. Ἂν Αὐτὸς δὲν ἐσαρκώνετο, δὲν ἔπασχε κατὰ σάρκα, δὲν ἀνίστατο καὶ ἀνελαµβάνετο γιὰ χάρι µας, δὲν θὰ ἐγνωρίζαµε τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐµᾶς» ( Ὁµιλ. ιστ΄).
Τονίζει δὲ πάλιν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη «ἵνα δείξῃ τὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡµᾶς ἀγάπην».

Ἐµβαθύνοντας ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ σοφὸς καὶ ἀπλανὴς αὐτὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας µας, στὶς εὐεργεσίες ποὺ προέκυψαν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικό Του ἔργο, τονίζει ὅτι µὲ αὐτὴν ὁ σακρωθεὶς Κύριος πρῶτον µᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὸ βαθύτατο χάος, στὸ ὁποῖο εἴχαµε πέσει, καὶ δεύτερον µᾶς ἀνυψώνει σὲ θεϊκὴ δόξα. Μᾶς ἐλευθερώνει δηλαδὴ ἀπὸ µία ἀδυσώπητη φυλακὴ καὶ µᾶς χαρίζει τὴν θεώση..[…]

Πρέπει νὰ ὁµολογήσουµε ὅτι ἀκόµη καὶ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡµέρες δὲν ἐρχόµεθα σὲ συναίσθηση τῆς ἀπείρου πρὸς ἐµᾶς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὴν ζοῦµε σὰν τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ κόσµου καὶ στὴν δική µας ζωή. Δὲν ἀνταποδίδουµε στὸν ἀγαπήσαντα ἡµᾶς Κύριο τὴν δική µας ἀγάπη.

Εἶναι ἴσως ἡ µεγαλύτερη ἀποτυχία τῆς ζωῆς µας ὅτι δὲν νοιώθουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ µᾶς καὶ δὲν Τοῦ ἀνταποδίδουµε τὴν δική µας ἀγάπη. Ἔτσι καὶ ἡ χριστιανική µας ζωὴ φυτοζωεῖ, δὲν εἶναι µέθεξις Θεοῦ οὔτε ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ µας εἶναι µὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Ὅταν ζοῦµε τὸ µυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, µποροῦµε κατὰ βάθος νὰ χαιρώµεθα καὶ στὶς πιὸ ἀντίξοες περιστάσεις τῆς ζωῆς µας καὶ νὰ ἀντιµετωπίσουµε τὸν ἴδιο τὸν θάνατο µὲ ἐλπίδα.

Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ὅλων τῶν αἰώνων ἔνοιωσαν στὸ βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους πόσο τοὺς ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς καὶ ἀγάπησαν τὸν Θεὸ ὁλοκληρωτικά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπέµειναν καρτερικὰ κάθε εἴδους πόνο, στέρηση, βάσανο, ἄσκηση καὶ δοκιµασία γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τοὺς Ἐφεσίους εἶναι προσευχὴ ὅλων τῶν Ἁγίων, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ γνωρίσουν ἐν Χάριτι τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὑπερβάλλει κάθε ἀνθρώπινη γνώση: «Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο γονατίζω προσευχόµενος πρὸς τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ… νὰ σᾶς δώσει κατὰ τὸν πλοῦτο τῆς δόξης Του, νὰ ἐνισχυθεῖτε µὲ δύναµη διὰ τοῦ Πνεύµατός Του στὸν ἐσωτερικό σας ἄνθρωπο, νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς διὰ τῆς πίστεως στὶς καρδιές σας, νὰ εἶσθε ριζωµένοι καὶ θεµελιωµένοι στὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ µπορέσετε νὰ καταλάβετε µαζὶ µὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους ποιὸ εἶναι τὸ πλάτος καὶ µῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος, καὶ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ξεπερνᾶ τὴν γνώση, γιὰ νὰ καταστεῖτε πλήρεις µὲ ὅλη τὴν πληρότητα τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἐφ. γ΄ 14-19).

Μακάρι νὰ ἀξιωθοῦµε καὶ ἐµεῖς µὲ τὴν Χάρι τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου µας καὶ µὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἁγίων ἑορτῶν τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του νὰ γνωρίσουµε, νοιώσουµε καὶ βιώσουµε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὅλος ὁ Θεὸς νὰ κατοικήσει µέσα µας.

Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος




Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν µποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό του µὲ τὸν ἄνθρωπο µὲ τὸν πιὸ ἄµεσο τρόπο. Ὁ αἰώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ ἐµᾶς. Συµµετέχει ἀπόλυτα στὸ κάθε τί ποὺ µᾶς ἀποτελεῖ κι ἔτσι µᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συµµετέχουµε σ’ αὐτὰ ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, στὴ θεϊκή του ζωὴ καὶ στὴ δόξα του. Ἔγινε ὅ,τι εἴµαστε γιὰ νὰ µᾶς κάνει ὅ,τι εἶναι αὐτός.

Ὁ Θεὸς ἑνώνεται µὲ τὴ δηµιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴ κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δηµιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ µεσολαβητικὸ ἔργο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴ πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας µας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάµεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέµε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕµνους τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήµερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήµερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν εἶναι ἡ ὑπέρτατη πράξη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ µᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νὰ ξανασυνδέσει τὴν ἐπικοινωνία µας µαζί του. Ἔχει περισσότερη σηµασία ἀπὸ µιὰ ἀναίρεση τῆς πτώσης ἢ µιὰ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του κατάσταση µέσα στὸ Παράδεισο. Ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ σηµαδεύει τὴν ἀρχὴ ἑνὸς οὐσιαστικὰ νέου σταδίου στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπιστροφή του στὸ παρελθόν.

Ἡ Ἐνσάρκωση ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα καινούριο ἐπίπεδο, ἡ τελευταία κατάσταση εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Μόνο µέσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βλέπουµε νὰ ἀποκαλύπτονται ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης µας. Μέχρι νὰ γεννηθεῖ, ἡ ἀληθινὴ σηµασία τῆς προσωπικότητάς µας ἦταν κρυµµένη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἡ γενέθλια ἡµέρα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους».

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος- τέλειος δηλαδὴ ὄχι µόνο δυναµικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰµ µὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ µὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγµατοποιηµένης «ὁµοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι µόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσµατα τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴ θεϊκὴ ἐξοµοίωση. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἁµαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ πεπτωκυία φύση του, στὴν ὕπαρξή του ποὺ ἔγινε σύµφωνα µὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸ Θεό.

Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς µοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡµεῖς ἕν ἐσµέν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐµοί, ἵνα ὦσι τετελειωµένοι εἰς ἕν» (Ἰωαν. 17, 22-23). Ὁ Χριστὸς µᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ συµµετέχουµε στὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Πατέρα. Εἶναι ὁ σύνδεσµος καὶ τὸ σηµεῖο ἐπαφῆς. Ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα µὲ ἐµᾶς, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ἕνα µὲ τὸν Πατέρα. Ἔτσι µέσῳ καὶ ἐν αὐτῷ εἴµαστε ἕνα µὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατέρα γίνεται δική µας δόξα.

Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὸ δρόµο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νὰ θεωθεῖ κανεὶς σηµαίνει, µὲ µεγαλύτερη σαφήνεια, νὰ «χριστοποιηθεῖ». Ἡ θεϊκὴ ὁµοιότητα ποὺ καλούµαστε νὰ φτάσουµε εἶναι ἡ ὁµοίωση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ εἶναι Θεάνθρωπος ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι «θεούµεθα», θεοποιούµαστε, γινόµαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β Πέτρου 1,4). Προσλαµβάνοντας τὴν ἀνθρώπινή µας φύση ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φύση Του µᾶς ἔχει κάνει γιοὺς τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Ἐν αὐτῷ εἴµαστε «υἱοθετηµένοι» ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ γινόµαστε γιοὶ ἐν τῷ Υἱῷ.

Ὁ Σιατίστης Παῦλος γιὰ τὰ Χριστούγεννα




-Πῶς ὁ Χριστὸς μὲ τὴ Γέννησή του ἀναγεννᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας;

Κατ’ ἀρχὴν σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ πού μου δίνετε τὴν δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνήσω μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀναγνῶστες σας καὶ μάλιστα καθ’ ὁδὸν καὶ ἐν πορείᾳ πρὸς τὴν Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα.

Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονότα τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας. Μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα καὶ προσωπικά. Ἔρχονται νὰ ἀπαντήσουν στὰ πιὸ καίρια ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα καὶ νὰ θεραπεύσουν τὶς πληγές μας. Ἀκόμη ἔρχονται νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ γεγονότα τοῦ σήμερα.

Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦταν μία ἠθικὴ παράβαση, ἀλλὰ ἕνας ὀντολογικὸς ἀκρωτηριασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ πειρασμὸς τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἦταν ἐὰν θὰ θεωθεῖ διὰ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸ Θεὸ ἤ αὐτονομημένος ἀπὸ τὸν Θεό. Μιλᾶμε γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα λησμονώντας ὅμως τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς λέξεως ἁμαρτία.

Τὸ ρῆμα ἁμαρτάνω σημαίνει ἀποτυχαίνω, κάνω λάθος. Ἁμαρτία λοιπὸν σημαίνει ἀποτυχία. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδὴ ἡ ἀποτυχία, τοῦ πρώτου ἀνθρώπου;

Ὁ Ἀδὰμ ἐπεχείρησε νὰ γίνει Θεός, χωρὶς τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπέτυχε. Ἀντὶ νὰ θεωθεῖ ὑπέταξε τὴν ζωή του στὴν φθορά, στὸν πόνο καὶ τελικὰ στὸν θάνατο. Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τίποτα ἀπὸ αὐτά. Ἡ φθορά, ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος ἦταν ἀνύπαρκτα στὴν κατάσταση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, δηλαδὴ στὴν ζωὴ πρὸ τῆς πτώσεως.

Ἡ πτώση λοιπὸν ὁδήγησε στὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στὴν ὀντολογικὴ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος ἐπεχείρησε πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱστορία νὰ ὑπερβεῖ τὴν θνητότητά του, ἀλλὰ ματαίως. Αὐτὴ ἡ ματαιότητα τῆς αὐτοσωτηρίας συνειδητοποιεῖται σὲ δύο ἐκφραστικὰ κείμενα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παραδόσεώς μας.

Στὸ ποίημα τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα. Ὁ Διγενὴς εἶναι ὁ δυνατὸς ἄνθρωπος ποὺ νικᾶ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νὰ παλέψει μαζί του. Ἔρχεται ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ παλέψει μὲ τὸν χάρο στὰ μαρμαρένια ἁλώνια. Ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Διγενὴς θὰ νικηθεῖ. Ἐκεῖ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ὁ θάνατος θὰ νικήσει.

Τὸ δεύτερο κείμενο εἶναι ἡ Τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου «ὁ Προμηθέας Δεσμώτης». Καταδικασμένος ὁ Προμηθέας νὰ εἶναι δεμένος στὸν Καύκασο γιατί ἐπεχείρησε νὰ κλέψει τὸ ἱερὸν πῦρ ἀπὸ τοὺς Θεοὺς καὶ καθὼς ἕνα ὄρνεο κατὰ καιροὺς τοῦ κατατρώγει τὸ συκώτι μάταια ἀγωνίζεται νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ὁ Ἑρμῆς ποὺ περνάει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ βλέπει τὸ μαρτύριό του τοῦ λέγει: «Ποτὲ δὲν θὰ πάρουν τέλος τὰ δεινά σου ἐκτὸς ἂν ὁ Θεὸς σὲ λυπηθεῖ καὶ στείλει κάποιον δικό του νὰ σὲ σώσει». Αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀδυναμίας γιὰ αὐτοσωτηρία ὁρίζει τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», τὸν κατάλληλο καιρὸ κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς στέλνει κάποιο δικό Του.

Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση μας γιὰ νὰ τὴν θεραπεύσει. Τὰ Χριστούγεννα, στὰ ἄχραντα σπλάχνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρώπινη φύση μας μπολιάζεται μὲ τὸ θεϊκὸ μπόλι.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτήρας ὄχι μὲ κάτι ποὺ κάνει, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ ποὺ Εἶναι. Στὸ πρόσωπό του ἐνώνεται ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἕνωση εἶναι ἀσύγχυτη. Τὸ κάθε πρόσωπο διατηρεῖ τὴν ἑτερότητά του. Αὐτὸ σημαίνει τὸ σεβασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, ἀλλὰ καὶ ἀδιαίρετη. Ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση μας κοινωνεῖ μὲ τὸ Θεὸ εἰς τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει τὴν θνητότητα.

Ἡ ὀντολογικὴ καταστροφὴ ἔχει πλέον θεραπευθεῖ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σηματοδοτεῖ τὴν θεραπεία καὶ ἀναγέννηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.



-Στὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ προφῆτες μιλοῦν γιὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα μόνιμο θαῦμα;

Πολὺ σωστὰ τὸ ἐπισημαίνετε μὲ τὴν ἐρώτησή σας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόσωπο μέσα στὴν ἱστορία τοῦ Ὁποίου ὄχι μόνο ἡ Γέννηση, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή, ὁ σταυρικός Του θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του προφητεύθηκαν αἰῶνες ὁλόκληρους πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή Του στὴ γῆ.

Οἱ προφητεῖες μάλιστα ἀναφέρονται καὶ σὲ λεπτομέρειες τῆς ζωῆς Του. Ὁ προφήτης Ἠσαίας 800 χρόνια πρίν, ὁμιλεῖ μὲ πολὺ καθαρὸ τρόπο διὰ τὴν ἐκ τῆς Παρθένου Μαρίας Γέννησή Του σὰν νὰ τὴν βλέπει μπροστά του «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός».

Δὲν ἀναφέρεται ἁπλῶς σὲ μία ἐκ Παρθένου Γέννηση ἑνὸς βρέφους, ἀλλὰ προσδιορίζει μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὴν ταυτότητά του. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι πλέον μαζί μας. Οἱ προφητεῖες εἶναι ὁ μεγάλος ὀγκόλιθος τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο.

Βλέπετε ἄλλωστε πόσο ἔντονο εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον διὰ τοῦ μοναδικοῦ προφητικοῦ βιβλίου τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.



-Ποιὰ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἀναγεννητικὴ ἐμπειρία τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ;

Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ νοηματίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔξω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα γιατί τέλος της εἶναι ὁ θάνατος. Ἡ διάρκεια τῶν χρόνων τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει νόημα, ἀφοῦ τὸ τέλος θὰ εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ ὥρα του εἶναι ἀβέβαιη.

Χωρὶς τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν κάθε μέρα τὸ ἃ-σκοπο θὰ συναγωνίζεται τὸ παράλογο, ἀλλὰ τὸν ἀγώνα θὰ τὸν κερδίζει πάντα τὸ τραγικό. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ἀλογία ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χριστούγεννα «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν.

Ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» θὰ μᾶς πεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Κάθε φορὰ ποὺ τελοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία βιώνουμε τὰ Χριστούγεννα, καθὼς σὲ κάθε Λειτουργία προσφέρουμε τὴ ζωή μας στὸ Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου γιὰ νὰ γίνουν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία προσφέρεται πρὸς κοινωνία στὸν ἄνθρωπο.

Στὸ ἐρώτημα λοιπὸν πῶς ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνει ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας ἡ ἀπάντηση εἶναι μία. Μὲ τὴν ἔνταξή μας τὴν ὀργανικὴ στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὁ Χριστὸς ἀνακλίνεται στὴν καρδία μας σὰν σὲ φάτνη.

Ἡ προσπάθεια ἡ δική μας εἶναι νὰ εὐπρεπίζουμε διαρκῶς τὴν φάτνη-καρδιά μας μὲ τὴν ἄσκηση, τὴ νήψη, τὴν ἐγρήγορση τὴν πνευματική. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται ὀντολογικὰ καὶ φανερώνει στὴν καθημερινότητά του τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν φανερώνουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι.

Ὅσοι γνωρίσαμε στὴν σύγχρονη ἐποχὴ μορφὲς ὅπως ὁ π. Παίσιος, ὁ π. Πορφύριος, ὁ π. Ἰάκωβος, ὁ π. Σωφρόνιος, ὁ Παπὰ-Ἐφραὶμ καὶ τόσοι ἄλλοι νοιώθουμε πόσο ἀληθινὸ εἶναι αὐτό. Ἡ παρουσία τους καὶ τὸ πέρασμά τους ἀπὸ τὸν κόσμο δείχνει στὸν καθένα τὸν τρόπο ποὺ ἐσωτερικεύει τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν καθιστᾶ γεγονὸς τῆς δικῆς του ζωῆς καὶ ἀναγεννᾶται ὄχι συμβολικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά.



-Πῶς ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτήματα: Ποιὸς εἶμαι; ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι; Ποῦ πάω;

Τὰ Χριστούγεννα ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος. Στὸ ἐρώτημα: γιατί ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος; ὅλη ἡ πατερικὴ θεολογία ἀπαντᾶ: Γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο Θεό. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὴν μεγαλωσύνη καὶ τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Πόσο ἀξίζει ἕνας ἄνθρωπος; Τόσο, ὥστε ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος γιὰ χάρη του. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μέτρο τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας.

Ἐὰν ἀφαιρέσουμε αὐτὸ τὸ μέτρο τότε ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἕνα ἀντικείμενο. Ἡ ἱστορία ἔχει ἀποδείξει ὅτι ὅσοι στὸ διάβα της εἶχαν στόχο τὸν Θεό, στὴν πραγματικότητα εἶχαν στόχο τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη στὸ Χριστὸ πολεμήθηκε γιὰ νὰ κρημνίσει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου.

Βλέπουμε στὶς μέρες μας τὸν εὐτελισμὸ καὶ τὴν ὑποτίμηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Οἱ ἀπρόσωπες δυνάμεις τῆς οἰκονομίας, τῆς παραγωγῆς καὶ τῆς κατανάλωσης ἀχρήστευσαν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος λογαριάζεται σὰν καταναλωτικὴ μονάδα, σὰν ἕνα γρανάζι σὲ μία μηχανή. Βλέπετε ὅτι οὔτε ἡ παιδεία μας ὑπολήπτεται τὸν ἄνθρωπο. Στοχεύει στὸ μυαλό του ἤ στὰ χέρια του ἀλλὰ ὄχι στὴν προσωπικότητά του καὶ γι’αὐτὸ τὰ παιδιὰ μας ἀπορρίπτουν αὐτὴ τὴν παιδεία. Σκεπτόμαστε νὰ τὴν συνδέσουμε μὲ τὴν παραγωγὴ τὴν στιγμὴ ποὺ τὴν ἔχουμε ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν ἀγωγή.

Ἐνθυμοῦμαι, πρὶν πολλὰ χρόνια, εἶχα προσκληθεῖ στὸ Πολυτεχνεῖο τῆς Ξάνθης ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς γιὰ νὰ κάνω μία ὁμιλία. Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ἐπίσκεψης εἶχα μία συνάντηση στὴν ἕδρα τῆς ἀστροφυσικῆς μὲ μία ὁμάδα τότε βοηθῶν ποὺ σήμερα διαπρέπουν ὡς καθηγηταὶ καὶ τιμοῦν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ χώρα μας ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.

Οἱ ἐκκολαπτόμενοι –τότε- ἐπιστήμονές μοῦ ἔθεσαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸ ἐρώτημα: «Τί νόημα ἔχει ἡ ἐπιστήμη μας; Γιά μᾶς, γιὰ τὴν ἐπιστήμη μας, μοῦ εἶπαν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρωτόνια, νετρόνια, ἠλεκτρόνια. Ἀλλὰ πρωτόνια, νετρόνια, ἠλεκτρόνια εἶναι καὶ τὰ ζῶα.

Γιατί λοιπὸν νὰ ὑπολογίσουμε τὸν ἄνθρωπο. Μόνο στὴ σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι σφραγισμένος μὲ τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἀντιλαμβανόμεθα τὴν εὐθύνη μας γιὰ νὰ μὴν χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐπιστήμη μας ἐναντίον τοῦ ἄνθρωπου».

Ὁ Θεάνθρωπος ἀποκαλύπτει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Φανερώνει ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι πρὸς τὸ μηδὲν καὶ τὸ πουθενὰ ἀλλὰ πρὸς τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν μετοχή του στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μπαίνει μέσα στὸ χρόνο μας σὰν ἕνα βρέφος γιὰ νὰ μᾶς φανερώσει τὴν μεγαλωσύνη τοῦ κάθε παιδιοῦ. Αὐτὴν ποὺ τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε, αὐτὴν ποὺ τόσο ἐγκληματικὰ καταστρέφουμε μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ἐκτρώσεως.



-Ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό; Τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς;

Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία ὄντως ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό, τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ὄχι τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς. Τὸ φῶς τῆς Θεογνωσίας διαλύει τὸ σκοτάδι, φωτίζει καὶ νοηματίζει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ κοινωνεῖ τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, τὸ θνητὸ μὲ τὸ ἀθάνατο. Τὸ κτιστό, ἡ κτιστὴ καὶ ὑποταγμένη στὴ φθορὰ ἀνθρώπινη φύση μας κοινωνώντας μὲ τὸν ἄκτιστο Θεὸ ὑπερβαίνει τὴν κτιστότητα καὶ τὴν θνητότητά της καὶ ἀχρηστεύει τὸν ἔσχατο δυνάστη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ποὺ εἶναι ὁ θάνατος.

Ὁ οὐρανὸς στήνει τὴν σκηνή του στὴ γῆ καὶ ἀνανεώνει τὴ ζωή της. Ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι πλέον τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ νόημα τῆς ζωῆς του καὶ τὴν κλήση τὴν ὁποία ἔλαβε, τὴν κλήση τῆς θεώσεώς του.

Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος μπολιάζεται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται κοινωνὸς τῆς ζωῆς του. Μὲ τὸ μπόλιασμα αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος γίνεται πιὸ δυνατὸς καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Καλεῖται, μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀλληλοπεριχωρηθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ νὰ συγκροτήσουν τὴν κοινωνία τῶν προσώπων ὡς μία ἀγαπητικὴ κοινωνία κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Τριαδικῆς.

Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Σάρτρ ἔλεγε: «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μου!» ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ὅποιον συναντοῦσε στὸ δρόμο του τὸν προσφωνοῦσε μὲ τὰ λόγια: «Χριστὸς ἀνέστη! χαρά μου!».

Βλέπετε, γιὰ τὸν ἕνα, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή του! γιὰ τὸν ἅγιο Σεραφείμ, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ χαρά του! καὶ γιὰ σύνολη τὴν ἀσκητικὴ παράδοση: «εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν Θεόν σου». Μία καίρια καὶ ἀπόλυτη διάκριση ἀνάμεσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ φῶς.



-Πεῖτε μας, τέλος, πῶς ἕνας Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ζήσει βιωματικὰ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἐθιμοτυπικά;

Τὸ ἐρώτημά σας μοῦ θυμίζει μία παλαιότερη ἐκπομπή μου σὲ ραδιόφωνο τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας μου. Ἤμουν καλεσμένος ἀπὸ μία δημοσιογράφο γιὰ ἄσχετο θέμα. Ξεκινώντας τὴν ἐκπομπή, ἦταν ἡ ἑβδομάδα ἡ μετὰ τὰ Θεοφάνεια, μοῦ εἶπε: «Πρὶν ξεκινήσουμε τὴν ἐκπομπὴ μας θέλω νὰ σᾶς θέσω ἕνα προσωπικό μου ἐρώτημα. Χθὲς τὸ ἀπόγευμα εἶχαν ἔλθει στὸ σπίτι μου μερικὲς φίλες γιὰ νὰ πιοῦμε καφέ. Συνειδητοποιήσαμε ὅλες ὅτι οἱ γιορτὲς εἶχαν περάσει καὶ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε καταλάβει σχεδὸν τίποτα. Κάναμε ἕνα ἀπολογισμὸ καὶ διαπιστώσαμε ὅτι καὶ οἰκονομικὰ καὶ ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ εἴμασταν χαμένες καὶ μάλιστα νοιώθαμε μία κατάθλιψη νὰ μᾶς βαραίνει. Πεῖτε μου κάτι γι’ αὐτό!».

Τὴν ἐρώτησα πῶς πέρασε τὰ Χριστούγεννα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι τὴν παραμονὴ τὸ βράδυ μαζὶ μὲ κάποιες φιλικὲς οἰκογένειες εἶχαν πάει σὲ κάποιο κέντρο καὶ γύρισαν σχεδὸν ξημερώματα. Τὴν ρώτησα ἐὰν εἶχαν πάει στὴν Ἐκκλησία καὶ μοῦ ἀπάντησε ἀρνητικά. Τῆς ζήτησα νὰ σκεφθεῖ τί σχέση εἶχαν ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ Χριστούγεννα.

Σὲ ποιοὺς χώρους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πῆγε, συνάντησε τὸν Χριστό. Γιατί θεωρεῖ ὅτι γιόρτασε Χριστούγεννα. Τῆς ἐξήγησα ὅτι οἱ ἑορτὲς ἔχουν ἀπὸ μόνες τους μία προσδοκία χαρᾶς καὶ ὅταν οἱ γιορτὲς περνᾶνε καὶ τὴ χαρὰ αὐτὴ δὲν τὴν ζοῦμε, γιατί τὶς ἑορτάζουμε μὲ λάθος τρόπο, τότε μετὰ τὶς ἑορτὲς ἡ κατάθλιψή μας γίνεται μεγαλύτερη· γι’αὐτὸ αὐτοὶ ποὺ μετὰ τὶς ἑορτὲς ἔχουν τὴν μεγαλύτερη πελατεία εἶναι οἱ ψυχίατροι.

Ξεκίνησα στὸ ἐρώτημά σας ἀπὸ ἕνα περιστατικὸ ἀρνητικὸ γιὰ νὰ καταλήξω στὴ θέση: Τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὴ ζήσουμε παρὰ μόνο στὴν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὰ Χριστούγεννα δὲν λένε τίποτα στὸν ἄνθρωπο. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Ἡ ἱστορία τέμνεται στὰ δύο στὴν πρὸ καὶ μετὰ Χριστὸν ἐποχή.

Ζῶ μετὰ Χριστὸν σημαίνει ὅτι ζῶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Τὰ μεγάλα γεγονότα ἤ τὰ καταλαβαίνουμε καὶ ἐπηρεάζουν τὴ ζωή μας ἤ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε καὶ μᾶς ξεπερνᾶνε καὶ μένουμε στὴν πνευματική μας φτώχεια. Ζῶ βιωματικὰ τὰ Χριστούγεννα σημαίνει ὅτι τὰ ζῶ μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Προετοιμάζομαι μὲ τὴ νηστεία, ψηλαφῶ μὲ τὸ δικό τους φῶς τὸν κόσμο σήμερα, ἐκκλησιάζομαι καὶ μάλιστα τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἀφήνω τὴν καρδιά μου νὰ γλυκαθεῖ ἀπὸ τοὺς γλυκύτατους καὶ θεολογικότατους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων, μετατρέπω τὴν καρδιά μου σὲ φάτνη ὅπου διὰ τῆς Θείας κοινωνίας ἀνακλίνεται ὁ ἀχώρητος Θεὸς καὶ ἔτσι ἐπιστρέφω στὸ σπίτι γιὰ νὰ ζήσω τὰ ἔθιμα ὄχι σὰν ξεκάρφωτες συνήθειες, ἀλλὰ σὰν συνέχεια τῆς οὐσιαστικῆς βιώσεως τῶν Χριστουγέννων.

Τὰ Χριστούγεννα δὲν σημαίνουν κατανάλωση, ἀλλὰ σοβαρότητα καὶ προβληματισμό. Τὰ Χριστούγεννα γιὰ μία ἀκόμη φορὰ στέλνουν τὸ μήνυμα σ’ ἕνα κόσμο ποὺ παραπαίει.

Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῶν δικῶν μᾶς ἱκανοτήτων. Ἡ κένωση-ταπείνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο γιὰ νὰ βρεῖ τὸν χαμένο ἑαυτό του καὶ νὰ συναντήσει ἀγαπητικὰ τὸν συνάνθρωπό του.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...