Παραμονὴ τῶν Θεοφανείων
(Νηστεία ἐκ πάντων)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τὴ μηλωτὴ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἥλιου, καὶ διηρεῖτο τὰ ὕδατα ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ γέγονεν αὔτω ξηρὰ ὁδὸς ἡ ὑγρά, εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δὶ' οὐ ἠμεῖς τὴν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν. Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ' . Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν τοῖς ρείθροις σήμερον, τοῦ Ἰορδάνου, γεγονῶς ὁ Κύριος, τῷ Ἰωάννῃ ἐκβοά• Μὴ δειλιάσης βαπτίσαι μέ• σώσαι γὰρ ἤκω Ἀδὰμ τὸν Πρωτόπλαστον.
Οἱ Ἅγιοι Θεόπεμπτος καὶ Θεωνᾶς
Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε πρωτοπόροι, ἂν θέλουμε νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια δόξα καὶ ὄχι αὐτὴ τὴν προσωρινὴ τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, ποὺ στὶς 23 Ἰανουαρίου 303 ὑπέγραψε διάταγμα ἀνελέητου διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Τότε, ὁ πρῶτος ποὺ ὁμολόγησε Χριστὸν Ἐσταυρωμένον καὶ ἤλεγξε τὸν Διοκλητιανὸ γιὰ τὴν πλάνη του, ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Θεόπεμπτος. Βέβαια, ἀμέσως μετὰ ἤξερε τί τὸν περίμενε. Καὶ πράγματι, ὑποβάλλεται σὲ μία σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων, ποὺ συγχρόνως συνοδεύονται ἀπὸ θαύματα. Πρῶτα τὸν βάζουν σὲ φοῦρνο ἀναμμένο γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ θαυματουργικὰ βγαίνει ζωντανὸς καὶ ἀβλαβής. Ἔπειτα, τοῦ βγάζουν τὸ ἕνα μάτι καί, ἀμέσως μετά, τοῦ ἐπιβάλλουν νὰ πιεῖ θανατηφόρα δηλητήρια. Ἐπειδή, ὅμως, φυλάχτηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀβλαβής, τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Ἀλλὰ ἡ ἀνδρεῖα, ἡ ἀσάλευτη πίστη, ἡ ἔξοχη καρτερία καὶ ἡ ἠθικὴ λάμψη ποὺ φώτιζαν τὴν φυσιογνωμία τοῦ μάρτυρα Θεοπέμπτου, μίλησαν πειστικὰ καὶ νικηφόρα στὴν καρδιὰ τοῦ εἰδωλολάτρη μάγου Θεωνᾶ, ποὺ παρασκεύαζε τὰ φάρμακα. Καί, ἐνῷ ἀκόμα ἡ λουσμένη στὰ αἵματα κεφαλὴ τοῦ μάρτυρα ἦταν κατὰ γῆς, ὁμολόγησε κι αὐτὸς τὸ Χριστό. Μανιασμένοι τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη αὐτὴ ὁμολογία, τὸν θάβουν ζωντανό, στὸ χῶμα. Ἔτσι ὁ Θεωνᾶς βρῆκε ἔνδοξο θάνατο καὶ ἡ ψυχή του μαζὶ μ᾿ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου, ἀνέβηκαν στὸν ἀθλοθέτη καὶ στεφανοδότη Θεό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱερωσύνης τῇ στολῇ διαπρέπων, ἀθλητικῶς τὸν δυσμενῆ ἐτροπώσω, ὡς Ἱεράρχης ἔνθεος Θεόπεμπτε· ὅθεν πρὸς ἐπίγνωσιν, ἀληθείας προσάγεις, Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, προσελθόντα Κυρίῳ· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε σοφέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τοὺς ἄθλους σου.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερεὺς, τῶν ἀπορρήτων ὅσιος, καὶ λειτουργὸς, θεοειδὴς τῆς χάριτος, μαρτυρίου τοῖς παλαίσμασι, μυσταγωγεῖς πρὶς πίστιν ἔνθεον, Θεόπεμπτε τὸν Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, μεθ’ οὗ ἐν τῷ σταδίῳ ἀνεκραύγαζες· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων τὸ ἑδραίωμα.
Μεγαλυνάριον Αἴγλη διαλάμπων ἀθλητικῇ, Θεόπεμπτε μάκαρ, κατεφώτισας πρὸς ζωήν, Θεωνᾶν τὸν θεῖον, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, μεθ’ οὗ καὶ συναθλήσας, ἡμῶν μνημόνευε.
Ἡ Ὁσία Συγκλητική
Ἡ Ὁσία Συγκλητικὴ ἔζησε στὸν καιρὸ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Οἱ γονεῖς της ἦταν πλούσιοι, ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐσεβεῖς. Τὰ χέρια τους ἦταν πάντοτε ἀνοιχτὰ πρὸς τοὺς φτωχούς, καὶ ἡ μόνη εὐχαρίστησή τους ἦταν νὰ μένουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦν στὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πατρικὰ πλούτη ἔφερναν διακεκριμένους γαμπροὺς στὸ σπίτι τους γιὰ τὴν ὡραία κόρη τους.
Ἡ Συγκλητικὴ ὅμως, παρακάλεσε τοὺς γονεῖς της νὰ μὴ ἐπιμένουν νὰ παντρευτεῖ, διότι ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Πράγματι, οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς σεβάστηκαν τὴν ἀπόφαση τῆς κόρης τους. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Συγκλητικὴ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν ἀσθενῶν, τῶν λυπημένων, τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν φτωχῶν. Εὐχαρίστησή της ἦταν νὰ βλέπει τὸ γέλιο, ἐκεῖ ὁποῦ δέσποζε πρὶν ὁ σπαραγμός, καὶ νὰ σφουγγίζει τὰ δάκρυα, γιὰ νὰ ἐπανέρχεται στὰ μάτια ἡ ἀκτινοβολία τῆς γαλήνης καὶ τῆς ἀγαλλίασης.
Ὁ πολὺς κόπος ὅμως, στὴν Ἱερὴ αὐτὴ διακονία, ἔκαναν τὸ σῶμα τῆς Συγκλητικῆς ἀσθενικό. Ἀλλ᾿ ἡ ὁσία, στὴ δοκιμασία αὐτὴ ὑπῆρξε καρτερική, χωρὶς ποτὲ νὰ γογγύσει πρὸς τὸν Θεό. Τελικὰ πέθανε 80 χρονῶν μὲ τὴν συνείδηση ἀναπαυμένη, καὶ τὶς εὐχὲς χιλιάδων, τοὺς ὁποίους βοήθησε, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τὴν εὐλογία τοῦ στεφανοδότη Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ καὶ χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ἀκλόνητος ἔμεινας, ὡς ὁ Ἰὼβ ὁ κλεινός, ἐχθροῦ ἐπίθεσιν· ὅθεν Συγκλητική σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, ὡς παρθένον φρονίμην· ἐν ᾗ τῶν μεμνημένων σου ἀεὶ μνημόνευε.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀρετῶν ἐκλάμψασα, ταῖς οὐρανίαις ἀκτῖσιν, ὡς λαμπὰς ἀείφωτος, Συγκλιτικὴ θεοφόρε, ἤμβλυνας, τοῦ παλαμναίου ἐχθροῦ τὰ κέντρα, ἴθυνας πρὸς τὸν νυμφῶνα τῆς ἄνω δόξης, δῆμον ἅγιον παρθένων, μεθ’ ὧν δυσώπει, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν παρθένων ἡ καλλονή, καὶ Ἰὼβ τοῦ θείου, ἐκμαγεῖον ἐν πειρασμοῖς· χαίροις οὐρανίου, συγκλήτου κληρονόμε, Συγκλητικὴ θεόφρον, Πνεύματος ὄργανον.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ
Γεννήθηκε στὴν Κρήτη τὸ 755. ΟΊ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνομάζονταν Θεοφάνης καὶ Ἰουλιανή. Σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν ὁ νεαρὸς Γρηγόριος, μὲ τὴν ἄδεια τῶν γονέων του, πῆγε στὴν Παλαιστίνη, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο νὰ προσκυνήσει τοὺς ἁγίους τόπους καὶ νὰ ζήσει μερικὰ χρόνια ἐκεῖ, ὅπου γεννιέται συγκινητικὴ ἡ ἐνθύμηση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη, ἀποφάσισε μετὰ ἀπὸ καιρὸ νὰ πάει στὴ Ῥώμη, ἐπὶ πατριαρχίας Νικηφόρου Α´ καὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Ῥαγκαβέ (811). Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ Μητροπολίτης Συνάδων Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητής, ἔπεισε τὸν Γρηγόριο νὰ ἔλθει μαζί του στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τὸν ἐνέγραψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα. (Ἡ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα βρισκόταν στὸν Ἀστάκηνο κόλπο τῆς Βιθυνίας στὸ ὁμώνυμο ἀκρωτήριο).
Ἐδῶ, χρησιμοποιούμενος καὶ σὲ ἐσωτερικὴ ἀποστολὴ τῆς Μητροπόλεως τελείωσε τὴν ζωή του, τύπος καὶ ὑπογραμμὸς θερμῆς πίστης, καθαρῆς καὶ εἰρηνικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου λαμπρότητι καλλωπιζόμενος, σκεῦος πολύτιμόν της θείας Χάριτος καὶ καὶ ἀρετῶν ὑπογραμμὸς ἐδείχθης δὶ' ἐγκρατείας, Ὅσιε Γρηγόριε, Κρήτης ἅγιον βλάστημα, τῆς Ἀκρίτα Μάνδρας δὲ ἱερὸν ἐγκαλώπισμα. Καὶ νῦν μὴ διαλίπης πρεσβεύων, Πάτερ, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων.
Ὁ Ὅσιος Φωστήριος
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς στὴν ἀρχὴ ἔζησε αὐστηρὰ ἀσκητικὴ ζωή, ἀφοσιωμένος στὴ μελέτη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν. Ἀφοῦ ἀρκετὰ καταρτίστηκε, ἵδρυσε μοναστήρι, ὅπου ἦλθαν πολλοὶ μοναχοί. Ἀφοῦ τοὺς ἐξέτασε ὅλους, κράτησε ἐκείνους, ποὺ βρῆκε ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ζωντανῆς πίστης. Δηλαδὴ μὲ γνήσια διάθεση νὰ ζήσουν τοὺς μοναστικοὺς κανόνες καὶ νὰ ἐπιβιώνουν μὲ τὸν κόπο τῶν χεριῶν τους.
Αὐστηρὸς τηρητής, ἰδιαίτερα τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Φωστήριος. Ἂν καὶ ἡγούμενος, δὲν ἐπιβάρυνε κανένα ἀδελφό του. Ἐργαζόταν μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, ἀρνούμενος νὰ δεχτεῖ ὁποιοδήποτε δῶρο εἴτε ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς, ποὺ ἐκτιμοῦσαν ἀπεριόριστα τὴν ἀρετή του, εἴτε ἀπὸ ἀδελφοὺς του μοναχούς, ποὺ δὲν ἤθελαν ὁ πνευματικός τους καθοδηγὸς νὰ κοπιάζει τόσο πολύ.
Ἐπίσης ὁ Ὅσιος Φωστήριος στὸν καιρὸ τῶν αἱρέσεων, ἀγωνίστηκε πολὺ γιὰ τὰ ὀρθὰ δόγματα. Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 5ης Ἰανουαρίου, τότε ποὺ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Σάϊς
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.
Ὁ Ἅγιος Θεόειδος
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν καταπάτησαν οἱ δήμιοι.
Ἡ Ὁσία Δομνίνα (ἢ Δόμνα)
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ὁσία Τατιανή
Ἦταν μοναχὴ ἀσκήτρια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Ῥωμανός
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Σοβολὰκ τοῦ Καρπενησίου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς καὶ ἀγράμματους, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανούς. Παρέμεινε καὶ ὁ ἴδιος ἀγράμματος, καὶ κάποτε ἦλθε σὰν προσκυνητὴς στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἄκουσε διηγήσεις γιὰ νεομάρτυρες τῆς πίστης καὶ ἔτσι τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου.
Ἀργότερα πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος μπροστὰ στὸν κριτὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῷ ἀντίθετα κατηγόρησε τὸν Μωάμεθ σὰν παραμυθά. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν σὲ βάρος του, ἦταν φρικτὰ καὶ ἀνελέητα. Οἱ δήμιοὶ μὲ λύσσα ἔγδερναν τὸ σῶμα του. Ἐπειδὴ ὅμως παρέμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του, ὁ κριτὴς ἐξέδωσε θανατικὴ καταδίκη.
Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ παρευρισκόμενος ἀρχηγὸς τοῦ τούρκικου στόλου, ζήτησε ἀντὶ νὰ τὸν θανατώσουν, νὰ τοῦ δοθεῖ ποινὴ ἰσόβιας δουλείας στὰ κουπιὰ τῶν πλοίων. Κάποιοι χριστιανοὶ ὅμως, κατόρθωσαν καὶ τὸν ἐλευθέρωσαν ἀντὶ χρημάτων καὶ τὸν ἔστειλαν στὸ Ἅγιον Ὄρος στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ ἔμεινε κοντὰ στὸν ὅσιο Ἀκάκιο, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο.
Μὲ τὴν εὐλογία λοιπὸν τοῦ πνευματικοῦ του, μοναχὸς πλέον τώρα, ξεκίνησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ μαρτυρήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ κάτι κακὸ στὸν Πανάγιο Τάφο, τελικὰ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ προκάλεσε τοὺς Τούρκους, οἱ ὅποιοι τὸν πῆγαν στὸν βεζίρη καὶ κατόπιν, μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια, τὸν ἔριξαν μέσα σ᾿ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε νηστικὸς γιὰ 40 μέρες. Τελικά, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1694.
Τὸ Ἱερὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀντὶ 500 γροσιῶν ἀπὸ ἕναν Ἄγγλο πλοίαρχο καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀγγλία. Ἐνῷ μαντήλι μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἁγίου, βρίσκεται στὴ Μονὴ Δοχειαρίου.
Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου βρίσκεται στὸν Κώδ. 61 σελ. 265 τῆς Καλύβης Ἰωασαφαίων στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκδόθηκε στὸ Βόλο τὸ 1937.
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος
Ἀναφέρεται ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς καὶ κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλιοκόμου Ἀμάσειας.