Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιανουαρίου 05, 2014

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής




Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014


ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ, Θεοπέμπτου & Θεωνᾶ μ., Συγκλητικῆς ὁσίας

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 1 - 8
1 Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 2 Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· 3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, 4 ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 6 ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 1 - 8
1 Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού έγινε ο Ιωάννης· 2 σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή στους προφήτας περί του Ιωάννου του Προδρόμου·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προφήτου Μαλαχίου, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος και θα προπαρασκευάση την οδόν σου (δηλαδή τας ψυχάς και τας καρδίας των ανθρώπων) δια να σε υποδεχθούν”.3 Και ο σταλμένος αυτός από τον Θεόν αγγελιοφόρος είναι εκείνος, δια τον οποίον ο προφήτης Ησαΐας είπε· “Φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά εις έρημον· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου· κάμετε ευθείς τους δρόμους του (ευθύνατε τας καρδίας σας)”. 4 Εγινε δε ο Ιωάννης αρχή κατά την εποχήν εκείνην, βαπτίζων εις την έρημον και κηρύσσων βάπτισμα εις πιστοποίησιν της μετανοίας, δια να λάβουν οι βαπτιζόμενοι την άφεσιν των αμαρτιών, όταν θα εδέχοντο τον ερχόμενον μετ' ολίγον Μεσσίαν. 5 Και επήγαιναν προς αυτόν οι κάτοικοι ολοκλήρου της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην ποταμόν, εξομολογούμενοι συγχρόνως τας αμαρτίας των. 6Εφορούσε δε ο Ιωάννης ένδυμα από τρίχας καμήλου και είχε δερματίνην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριον. 7 Και εκήρυττε λέγων· “έρχεται ύστερα από εμέ εκείνος που είναι ισχυρότερός μου και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. 8 Εγώ μεν σας εβάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον”. 

Οἱ Ἅγιοι Θεόπεμπτος καὶ Θεωνᾶς




Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε πρωτοπόροι, ἂν θέλουμε νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια δόξα καὶ ὄχι αὐτὴ τὴν προσωρινὴ τοῦ κόσμου.

Ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, ποὺ στὶς 23 Ἰανουαρίου 303 ὑπέγραψε διάταγμα ἀνελέητου διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Τότε, ὁ πρῶτος ποὺ ὁμολόγησε Χριστὸν Ἐσταυρωμένον καὶ ἤλεγξε τὸν Διοκλητιανὸ γιὰ τὴν πλάνη του, ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Θεόπεμπτος. Βέβαια, ἀμέσως μετὰ ἤξερε τί τὸν περίμενε. Καὶ πράγματι, ὑποβάλλεται σὲ μία σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων, ποὺ συγχρόνως συνοδεύονται ἀπὸ θαύματα. Πρῶτα τὸν βάζουν σὲ φοῦρνο ἀναμμένο γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ θαυματουργικὰ βγαίνει ζωντανὸς καὶ ἀβλαβής. Ἔπειτα, τοῦ βγάζουν τὸ ἕνα μάτι καί, ἀμέσως μετά, τοῦ ἐπιβάλλουν νὰ πιεῖ θανατηφόρα δηλητήρια. Ἐπειδή, ὅμως, φυλάχτηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀβλαβής, τὸν ἀποκεφαλίζουν.

Ἀλλὰ ἡ ἀνδρεῖα, ἡ ἀσάλευτη πίστη, ἡ ἔξοχη καρτερία καὶ ἡ ἠθικὴ λάμψη ποὺ φώτιζαν τὴν φυσιογνωμία τοῦ μάρτυρα Θεοπέμπτου, μίλησαν πειστικὰ καὶ νικηφόρα στὴν καρδιὰ τοῦ εἰδωλολάτρη μάγου Θεωνᾶ, ποὺ παρασκεύαζε τὰ φάρμακα. Καί, ἐνῷ ἀκόμα ἡ λουσμένη στὰ αἵματα κεφαλὴ τοῦ μάρτυρα ἦταν κατὰ γῆς, ὁμολόγησε κι αὐτὸς τὸ Χριστό. Μανιασμένοι τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη αὐτὴ ὁμολογία, τὸν θάβουν ζωντανό, στὸ χῶμα. Ἔτσι ὁ Θεωνᾶς βρῆκε ἔνδοξο θάνατο καὶ ἡ ψυχή του μαζὶ μ᾿ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου, ἀνέβηκαν στὸν ἀθλοθέτη καὶ στεφανοδότη Θεό.
 
 
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱερωσύνης τῇ στολῇ διαπρέπων, ἀθλητικῶς τὸν δυσμενῆ ἐτροπώσω, ὡς Ἱεράρχης ἔνθεος Θεόπεμπτε· ὅθεν πρὸς ἐπίγνωσιν, ἀληθείας προσάγεις, Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, προσελθόντα Κυρίῳ· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε σοφέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερεὺς, τῶν ἀπορρήτων ὅσιος, καὶ λειτουργὸς, θεοειδὴς τῆς χάριτος, μαρτυρίου τοῖς παλαίσμασι, μυσταγωγεῖς πρὶς πίστιν ἔνθεον, Θεόπεμπτε τὸν Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, μεθ’ οὗ ἐν τῷ σταδίῳ ἀνεκραύγαζες· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων τὸ ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον Αἴγλη διαλάμπων ἀθλητικῇ, Θεόπεμπτε μάκαρ, κατεφώτισας πρὸς ζωήν, Θεωνᾶν τὸν θεῖον, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, μεθ’ οὗ καὶ συναθλήσας, ἡμῶν μνημόνευε.
 
 
 

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ


 


Γεννήθηκε στὴν Κρήτη τὸ 755. ΟΊ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνομάζονταν Θεοφάνης καὶ Ἰουλιανή. Σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν ὁ νεαρὸς Γρηγόριος, μὲ τὴν ἄδεια τῶν γονέων του, πῆγε στὴν Παλαιστίνη, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο νὰ προσκυνήσει τοὺς ἁγίους τόπους καὶ νὰ ζήσει μερικὰ χρόνια ἐκεῖ, ὅπου γεννιέται συγκινητικὴ ἡ ἐνθύμηση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη, ἀποφάσισε μετὰ ἀπὸ καιρὸ νὰ πάει στὴ Ῥώμη, ἐπὶ πατριαρχίας Νικηφόρου Α´ καὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Ῥαγκαβέ (811). Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ Μητροπολίτης Συνάδων Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητής, ἔπεισε τὸν Γρηγόριο νὰ ἔλθει μαζί του στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τὸν ἐνέγραψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα. (Ἡ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα βρισκόταν στὸν Ἀστάκηνο κόλπο τῆς Βιθυνίας στὸ ὁμώνυμο ἀκρωτήριο).

Ἐδῶ, χρησιμοποιούμενος καὶ σὲ ἐσωτερικὴ ἀποστολὴ τῆς Μητροπόλεως τελείωσε τὴν ζωή του, τύπος καὶ ὑπογραμμὸς θερμῆς πίστης, καθαρῆς καὶ εἰρηνικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου λαμπρότητι καλλωπιζόμενος, σκεῦος πολύτιμόν της θείας Χάριτος καὶ καὶ ἀρετῶν ὑπογραμμὸς ἐδείχθης δὶ' ἐγκρατείας, Ὅσιε Γρηγόριε, Κρήτης ἅγιον βλάστημα, τῆς Ἀκρίτα Μάνδρας δὲ ἱερὸν ἐγκαλώπισμα. Καὶ νῦν μὴ διαλίπης πρεσβεύων, Πάτερ, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων.

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος


Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος



Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στις 10 Ἰανουαρίου 1815 στὸ χωριὸ Τσερνάφσκα τῆς ἐπαρχίας Ὀρλὼφ τῆς Ρωσίας. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἤταν Γεώργιος Γκοβόρωφ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας. Ἀπὸ μικρὸς δέχθηκε τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση, ποὺ ἐξασκεῖ στὴν ψυχὴ τὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον, μὲ τὶς εἰκόνες, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀκολουθίες, τὶς τελετές. Ὁ ἴδιος ἔγραφε ὅτι τὸ περιβάλλον αὐτὸ ἀποτελεῖ ἰσχυρότατο παράγοντα για τὴν σωστὴ ἀγωγὴ τῆς παιδικῆς ψυχῆς.
Φοίτησε στο ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ὀρλὼφ καὶ στὴν συνέχεια σπούδασε στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Αὐτὸ ὅμως ποὺ χαράχθηκε περισσότερο στὴν ψυχὴ του ἦταν οἱ προσκυνηματικὲς ἐπισκέψεις στὴν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Όσιος Θεοφάνης ο ΈγκλειστοςΤὸ ἔτος 1841 κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Θεοφάνης. Λίγο ἀργότερα χειροτονεῖται Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος καὶ διορίζεται καθηγητὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ Νόβγκοροντ, γιὰ νὰ γίνει κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἡ βάση τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας γιὰ τὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ τὰ μέσα, ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήρια. Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος καὶ ἐγνώριζε τὸν τρόπο νὰ ἀγαπᾶται ἀπὸ τοὺς μαθητές. Ἐξάλλου αἰσθανόταν βαθιὰ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν σημασία τῆς ἀποστολῆς του. Ἔλεγε πάντοτε: «Ἀπὸ ὅλα τὰ ἅγια ἔργα, τὸ πιὸ ἅγιο εἶναι ἡ ἀγωγή».
Ὁ πόθος του για ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεὸ τὸν ὁδηγεῖ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Συγχρόνως ἐπισκέπτεται πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες τῆς Παλαιστίνης, ἐνῶ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ζοῦσε ὁ Ἅγιος Ἐρημίτης Ἰωσήφ. Ἡ παραμονὴ του ἐκεῖ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογημένη εὐκαιρία να γνωρίσει καλὰ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν παράδοση τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων καὶ τοῦ Ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Στὴν συνέχεια ἐπιστρέφει στὴν Ρωσία, ἀλλὰ γρήγορα ἔρχεται καὶ πάλι στὴν Ἀνατολή, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς ἱερεὺς τῆς Ρωσικὴς Πρεσβείας. Τὸ 1857 διορίζεται ἐκ νέου καθηγητὴς καὶ κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας. Παραιτεῖται ὅμως καὶ περιορίζεται στὴν θέση τοῦ ἐπιθεωρητοῦ τῶν θρησκευτικῶν σχολείων τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Όσιος Θεοφάνης ο ΈγκλειστοςὍμως ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς ἐπαρχίας Ταμπὼφ καὶ ἀργότερα τῆς ἐπαρχίας Βλαντιμίρ. Γιὰ τὸ ἔργο του, γράφει ἕνας βιογράφος του: «Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὑπῆρξε ἕνας ἀληθινὸς ποιμένας, στὸ μέσον ἐνὸς λαοῦ εἰδωλολατρικοῦ, ποὺ δὲν γνωρίζε καλά - καλὰ τὸν Θεό. Ὄντας ὁ ἴδιος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς κληρικοὺς του, ἀφιερώθηκε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ στὴν ἀποστολὴ του καὶ ἰδιαίτερα στὸ κήρυγμα. Ζῶντας πολὺ ἁπλᾶ, ἀπασχολεῖτο ἐναλλακτικὰ μὲ τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Στὴν ζωὴ του ὡς Ἐπίσκοπος φροντίζε να κάνει πιὸ στενὲς καὶ πιὸ ἐγκάρδιές τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς πιστούς. Ἤθελε νὰ μὴν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ ἐμποδίζει τὸν λαὸ νὰ ἔρχεται κοντὰ του. Τοῦ ἄρεσε να βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ποὺ τοὺς ἀγαποῦσε μὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ καὶ πατρικὴ ἀφοσίωση».
Τὸ 1861, ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, λαμβάνει ἐνεργὸ μέρος στὴν τελετὴ ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ (1724 – 1783) καὶ στὴν συνέχεια στην ἀνακήρυξή του ὡς Ἁγίου.
Τὸ 1866 παραιτεῖται ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀφήνει τὴν ἐπαρχία του καὶ κλείνεται για εἴκοσι ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια σὲ ἕνα πτωχὸ κελὶ στὴν ἔρημο τοῦ Βισὲνκ καὶ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ ἐγκλείστου. Ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ πλήρη ἀφοσίωση στὸν Θεὸ καὶ τὴν θεωρία τοῦ Προσώπου Αὐτοῦ. Προσευχόταν ὅλη μέρα χωρὶς διακοπή. Τὸ φαγητὸ του ἦταν πολὺ ἁπλό. Καὶ ὅταν ἤθελε νὰ ξεκουραστεῖ, πάλι ἐργαζόταν χειρονακτικά. Πολὺ χρόνο τῆς ἔγκλειστης ζωῆς του ὁ Ὅσιος τὸν ἀφιέρωσε στην ἀλληλογραφία. Ἔτσι στὸ διάστημα τῶν εἴκοσι ὀκτῶ ἐτῶν τοῦ ἐγκλεισμοῦ του ἔγραψε χιλιάδες ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἕνα ἀνεκτίμητο πνευματικὸ θησαυρὸ ὀρθοδόξου πίστεως καὶ θεογνωσίας.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, δίδει πολὺ σημασία στὴν μυστηριακὴ ζωή. Ἡ ἐξομολογήση καὶ ἡ Θεία Μετάληψη, εἶναι γιὰ τὸν Ἅγιο Θεοφάνη τὰ δύο βασικὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς τελειότητας. Γιὰ τὴν μετάνοια γράφει, ὅτι εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης κοιμήθηκε, ὁσίως, μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1894, σὲ ἡλικία 79 ἐτῶν.

Συναξαριστής της 5ης Ιανουαρίου

Παραμονὴ τῶν Θεοφανείων
(Νηστεία ἐκ πάντων)

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τὴ μηλωτὴ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἥλιου, καὶ διηρεῖτο τὰ ὕδατα ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ γέγονεν αὔτω ξηρὰ ὁδὸς ἡ ὑγρά, εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δὶ' οὐ ἠμεῖς τὴν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν. Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνῃ ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ' . Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν τοῖς ρείθροις σήμερον, τοῦ Ἰορδάνου, γεγονῶς ὁ Κύριος, τῷ Ἰωάννῃ ἐκβοά• Μὴ δειλιάσης βαπτίσαι μέ• σώσαι γὰρ ἤκω Ἀδὰμ τὸν Πρωτόπλαστον.

 

 
Οἱ Ἅγιοι Θεόπεμπτος καὶ Θεωνᾶς

 


Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε πρωτοπόροι, ἂν θέλουμε νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια δόξα καὶ ὄχι αὐτὴ τὴν προσωρινὴ τοῦ κόσμου.

Ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, ποὺ στὶς 23 Ἰανουαρίου 303 ὑπέγραψε διάταγμα ἀνελέητου διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Τότε, ὁ πρῶτος ποὺ ὁμολόγησε Χριστὸν Ἐσταυρωμένον καὶ ἤλεγξε τὸν Διοκλητιανὸ γιὰ τὴν πλάνη του, ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Θεόπεμπτος. Βέβαια, ἀμέσως μετὰ ἤξερε τί τὸν περίμενε. Καὶ πράγματι, ὑποβάλλεται σὲ μία σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων, ποὺ συγχρόνως συνοδεύονται ἀπὸ θαύματα. Πρῶτα τὸν βάζουν σὲ φοῦρνο ἀναμμένο γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ θαυματουργικὰ βγαίνει ζωντανὸς καὶ ἀβλαβής. Ἔπειτα, τοῦ βγάζουν τὸ ἕνα μάτι καί, ἀμέσως μετά, τοῦ ἐπιβάλλουν νὰ πιεῖ θανατηφόρα δηλητήρια. Ἐπειδή, ὅμως, φυλάχτηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀβλαβής, τὸν ἀποκεφαλίζουν.

Ἀλλὰ ἡ ἀνδρεῖα, ἡ ἀσάλευτη πίστη, ἡ ἔξοχη καρτερία καὶ ἡ ἠθικὴ λάμψη ποὺ φώτιζαν τὴν φυσιογνωμία τοῦ μάρτυρα Θεοπέμπτου, μίλησαν πειστικὰ καὶ νικηφόρα στὴν καρδιὰ τοῦ εἰδωλολάτρη μάγου Θεωνᾶ, ποὺ παρασκεύαζε τὰ φάρμακα. Καί, ἐνῷ ἀκόμα ἡ λουσμένη στὰ αἵματα κεφαλὴ τοῦ μάρτυρα ἦταν κατὰ γῆς, ὁμολόγησε κι αὐτὸς τὸ Χριστό. Μανιασμένοι τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη αὐτὴ ὁμολογία, τὸν θάβουν ζωντανό, στὸ χῶμα. Ἔτσι ὁ Θεωνᾶς βρῆκε ἔνδοξο θάνατο καὶ ἡ ψυχή του μαζὶ μ᾿ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου, ἀνέβηκαν στὸν ἀθλοθέτη καὶ στεφανοδότη Θεό.
 
 
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱερωσύνης τῇ στολῇ διαπρέπων, ἀθλητικῶς τὸν δυσμενῆ ἐτροπώσω, ὡς Ἱεράρχης ἔνθεος Θεόπεμπτε· ὅθεν πρὸς ἐπίγνωσιν, ἀληθείας προσάγεις, Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, προσελθόντα Κυρίῳ· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε σοφέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερεὺς, τῶν ἀπορρήτων ὅσιος, καὶ λειτουργὸς, θεοειδὴς τῆς χάριτος, μαρτυρίου τοῖς παλαίσμασι, μυσταγωγεῖς πρὶς πίστιν ἔνθεον, Θεόπεμπτε τὸν Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, μεθ’ οὗ ἐν τῷ σταδίῳ ἀνεκραύγαζες· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων τὸ ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον Αἴγλη διαλάμπων ἀθλητικῇ, Θεόπεμπτε μάκαρ, κατεφώτισας πρὸς ζωήν, Θεωνᾶν τὸν θεῖον, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, μεθ’ οὗ καὶ συναθλήσας, ἡμῶν μνημόνευε.
 
 
 

 
Ἡ Ὁσία Συγκλητική

Ἡ Ὁσία Συγκλητικὴ ἔζησε στὸν καιρὸ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Οἱ γονεῖς της ἦταν πλούσιοι, ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐσεβεῖς. Τὰ χέρια τους ἦταν πάντοτε ἀνοιχτὰ πρὸς τοὺς φτωχούς, καὶ ἡ μόνη εὐχαρίστησή τους ἦταν νὰ μένουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦν στὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πατρικὰ πλούτη ἔφερναν διακεκριμένους γαμπροὺς στὸ σπίτι τους γιὰ τὴν ὡραία κόρη τους.

Ἡ Συγκλητικὴ ὅμως, παρακάλεσε τοὺς γονεῖς της νὰ μὴ ἐπιμένουν νὰ παντρευτεῖ, διότι ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Πράγματι, οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς σεβάστηκαν τὴν ἀπόφαση τῆς κόρης τους. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Συγκλητικὴ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν ἀσθενῶν, τῶν λυπημένων, τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν φτωχῶν. Εὐχαρίστησή της ἦταν νὰ βλέπει τὸ γέλιο, ἐκεῖ ὁποῦ δέσποζε πρὶν ὁ σπαραγμός, καὶ νὰ σφουγγίζει τὰ δάκρυα, γιὰ νὰ ἐπανέρχεται στὰ μάτια ἡ ἀκτινοβολία τῆς γαλήνης καὶ τῆς ἀγαλλίασης.

Ὁ πολὺς κόπος ὅμως, στὴν Ἱερὴ αὐτὴ διακονία, ἔκαναν τὸ σῶμα τῆς Συγκλητικῆς ἀσθενικό. Ἀλλ᾿ ἡ ὁσία, στὴ δοκιμασία αὐτὴ ὑπῆρξε καρτερική, χωρὶς ποτὲ νὰ γογγύσει πρὸς τὸν Θεό. Τελικὰ πέθανε 80 χρονῶν μὲ τὴν συνείδηση ἀναπαυμένη, καὶ τὶς εὐχὲς χιλιάδων, τοὺς ὁποίους βοήθησε, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τὴν εὐλογία τοῦ στεφανοδότη Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ καὶ χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ἀκλόνητος ἔμεινας, ὡς ὁ Ἰὼβ ὁ κλεινός, ἐχθροῦ ἐπίθεσιν· ὅθεν Συγκλητική σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, ὡς παρθένον φρονίμην· ἐν ᾗ τῶν μεμνημένων σου ἀεὶ μνημόνευε.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀρετῶν ἐκλάμψασα, ταῖς οὐρανίαις ἀκτῖσιν, ὡς λαμπὰς ἀείφωτος, Συγκλιτικὴ θεοφόρε, ἤμβλυνας, τοῦ παλαμναίου ἐχθροῦ τὰ κέντρα, ἴθυνας πρὸς τὸν νυμφῶνα τῆς ἄνω δόξης, δῆμον ἅγιον παρθένων, μεθ’ ὧν δυσώπει, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις τῶν παρθένων ἡ καλλονή, καὶ Ἰὼβ τοῦ θείου, ἐκμαγεῖον ἐν πειρασμοῖς· χαίροις οὐρανίου, συγκλήτου κληρονόμε, Συγκλητικὴ θεόφρον, Πνεύματος ὄργανον.

 

 
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ

 


Γεννήθηκε στὴν Κρήτη τὸ 755. ΟΊ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνομάζονταν Θεοφάνης καὶ Ἰουλιανή. Σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν ὁ νεαρὸς Γρηγόριος, μὲ τὴν ἄδεια τῶν γονέων του, πῆγε στὴν Παλαιστίνη, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο νὰ προσκυνήσει τοὺς ἁγίους τόπους καὶ νὰ ζήσει μερικὰ χρόνια ἐκεῖ, ὅπου γεννιέται συγκινητικὴ ἡ ἐνθύμηση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη, ἀποφάσισε μετὰ ἀπὸ καιρὸ νὰ πάει στὴ Ῥώμη, ἐπὶ πατριαρχίας Νικηφόρου Α´ καὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Ῥαγκαβέ (811). Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ Μητροπολίτης Συνάδων Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητής, ἔπεισε τὸν Γρηγόριο νὰ ἔλθει μαζί του στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τὸν ἐνέγραψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα. (Ἡ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα βρισκόταν στὸν Ἀστάκηνο κόλπο τῆς Βιθυνίας στὸ ὁμώνυμο ἀκρωτήριο).

Ἐδῶ, χρησιμοποιούμενος καὶ σὲ ἐσωτερικὴ ἀποστολὴ τῆς Μητροπόλεως τελείωσε τὴν ζωή του, τύπος καὶ ὑπογραμμὸς θερμῆς πίστης, καθαρῆς καὶ εἰρηνικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου λαμπρότητι καλλωπιζόμενος, σκεῦος πολύτιμόν της θείας Χάριτος καὶ καὶ ἀρετῶν ὑπογραμμὸς ἐδείχθης δὶ' ἐγκρατείας, Ὅσιε Γρηγόριε, Κρήτης ἅγιον βλάστημα, τῆς Ἀκρίτα Μάνδρας δὲ ἱερὸν ἐγκαλώπισμα. Καὶ νῦν μὴ διαλίπης πρεσβεύων, Πάτερ, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων.

 

 
Ὁ Ὅσιος Φωστήριος

Ὁ Ὅσιος αὐτὸς στὴν ἀρχὴ ἔζησε αὐστηρὰ ἀσκητικὴ ζωή, ἀφοσιωμένος στὴ μελέτη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν καταπολέμηση τῶν παθῶν. Ἀφοῦ ἀρκετὰ καταρτίστηκε, ἵδρυσε μοναστήρι, ὅπου ἦλθαν πολλοὶ μοναχοί. Ἀφοῦ τοὺς ἐξέτασε ὅλους, κράτησε ἐκείνους, ποὺ βρῆκε ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ζωντανῆς πίστης. Δηλαδὴ μὲ γνήσια διάθεση νὰ ζήσουν τοὺς μοναστικοὺς κανόνες καὶ νὰ ἐπιβιώνουν μὲ τὸν κόπο τῶν χεριῶν τους.

Αὐστηρὸς τηρητής, ἰδιαίτερα τοῦ τελευταίου αὐτοῦ, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Φωστήριος. Ἂν καὶ ἡγούμενος, δὲν ἐπιβάρυνε κανένα ἀδελφό του. Ἐργαζόταν μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, ἀρνούμενος νὰ δεχτεῖ ὁποιοδήποτε δῶρο εἴτε ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς, ποὺ ἐκτιμοῦσαν ἀπεριόριστα τὴν ἀρετή του, εἴτε ἀπὸ ἀδελφοὺς του μοναχούς, ποὺ δὲν ἤθελαν ὁ πνευματικός τους καθοδηγὸς νὰ κοπιάζει τόσο πολύ.

Ἐπίσης ὁ Ὅσιος Φωστήριος στὸν καιρὸ τῶν αἱρέσεων, ἀγωνίστηκε πολὺ γιὰ τὰ ὀρθὰ δόγματα. Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 5ης Ἰανουαρίου, τότε ποὺ καὶ ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν μνήμη του.


 

 
Ὁ Ἅγιος Σάϊς

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.


 

 
Ὁ Ἅγιος Θεόειδος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν καταπάτησαν οἱ δήμιοι.


 

 
Ἡ Ὁσία Δομνίνα (ἢ Δόμνα)

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Ἡ Ὁσία Τατιανή

Ἦταν μοναχὴ ἀσκήτρια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Ῥωμανός

Καταγόταν ἀπὸ τὸ Σοβολὰκ τοῦ Καρπενησίου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς καὶ ἀγράμματους, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανούς. Παρέμεινε καὶ ὁ ἴδιος ἀγράμματος, καὶ κάποτε ἦλθε σὰν προσκυνητὴς στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἄκουσε διηγήσεις γιὰ νεομάρτυρες τῆς πίστης καὶ ἔτσι τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου.

Ἀργότερα πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος μπροστὰ στὸν κριτὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῷ ἀντίθετα κατηγόρησε τὸν Μωάμεθ σὰν παραμυθά. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν σὲ βάρος του, ἦταν φρικτὰ καὶ ἀνελέητα. Οἱ δήμιοὶ μὲ λύσσα ἔγδερναν τὸ σῶμα του. Ἐπειδὴ ὅμως παρέμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του, ὁ κριτὴς ἐξέδωσε θανατικὴ καταδίκη.

Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ παρευρισκόμενος ἀρχηγὸς τοῦ τούρκικου στόλου, ζήτησε ἀντὶ νὰ τὸν θανατώσουν, νὰ τοῦ δοθεῖ ποινὴ ἰσόβιας δουλείας στὰ κουπιὰ τῶν πλοίων. Κάποιοι χριστιανοὶ ὅμως, κατόρθωσαν καὶ τὸν ἐλευθέρωσαν ἀντὶ χρημάτων καὶ τὸν ἔστειλαν στὸ Ἅγιον Ὄρος στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ ἔμεινε κοντὰ στὸν ὅσιο Ἀκάκιο, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο.

Μὲ τὴν εὐλογία λοιπὸν τοῦ πνευματικοῦ του, μοναχὸς πλέον τώρα, ξεκίνησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ μαρτυρήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ κάτι κακὸ στὸν Πανάγιο Τάφο, τελικὰ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ προκάλεσε τοὺς Τούρκους, οἱ ὅποιοι τὸν πῆγαν στὸν βεζίρη καὶ κατόπιν, μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια, τὸν ἔριξαν μέσα σ᾿ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε νηστικὸς γιὰ 40 μέρες. Τελικά, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1694.

Τὸ Ἱερὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀντὶ 500 γροσιῶν ἀπὸ ἕναν Ἄγγλο πλοίαρχο καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀγγλία. Ἐνῷ μαντήλι μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἁγίου, βρίσκεται στὴ Μονὴ Δοχειαρίου.

Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου βρίσκεται στὸν Κώδ. 61 σελ. 265 τῆς Καλύβης Ἰωασαφαίων στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκδόθηκε στὸ Βόλο τὸ 1937.


 

 
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος

Ἀναφέρεται ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς καὶ κτίτωρ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλιοκόμου Ἀμάσειας.

Ὁ γέρων Προκόπιος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου διηγεῖται….




Ο ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, Ο ΓΙΑΚΟΥΜΑΡΟΣ
Την ακόλουθη ιστορία μου διηγήθη ο ευλαβέστατος αείμνηστος Ιερομόναχος Προκόπιος, πού ήταν τυφλός και γηροκομήθηκε στη Ί. Μονή Παρακλήτου:
Υπήρχε ένας άνθρωπος στο νησί Πάρος, απλούς και ταπεινός, ο όποιος ώνομάζετο Ιωάννης Γιακούμαρος και με το παρατσούκλι «Χονδρογιάννης», διότι είχε χονδρά πόδια. Αγαθός άνθρωπος. Περιουσία μεγάλη δεν είχε. Και όσα είχε τα άφησε όλα στις τρεις αδελφές του. Κατήγετο από την περιφέρεια Καμπί – Μάγγανο. Εκοιμήθη το 1918. Αρκετά έτη προ του θανάτου του έμενε ως δόκιμος ή ως υπηρέτης της Μονής. Βοηθούσε στα μετόχια.
Είχε ο ευλογημένος μεγάλη ευλάβεια προς τον προφήτη Ηλία. Έκτισε τρία εξωκκλήσια, αφιερωμένα στο όνομα του Προφήτου, στην θέση Γουλιανού, στο υψηλό βουνό, στα Μούκινα. Όπου και εάν πήγαινε διηγείτο τον βίο και την πολιτεία του πυρφόρου αγίου. Παρ’ όλον πού οι προεστώτες της Μονής δεν τον είχαν σέ μεγάλη υπόληψη, αυτός διεκρίνετο διά την ταπείνωση και καθαρότητα της καρδίας. Ομοίαζε σαν ένα μικρό παιδί.
Κάποια ήμερα, κοντά στη θέση Καμάρες, έναντι της Λογγοβάρδας, όπου υπάρχουν μερικές «κατοικίες», κάθετο σέ μία πεζούλα και κουβέντιαζε με ορισμένες γυναίκες. Διηγείτο «αγιωτικά» για τον προφήτη Ηλία, για την Παναγία. Την ώρα εκείνη τον είδε ένα μοναχός, και συλλογισθείς πονηρά, ανέφερε στον ηγούμενο Ιερόθεο Βοσινιώτη το γεγονός.
Ερχόμενος ο Χονδρογιάννης στο μοναστήρι μετά την δύση του ηλίου βρήκε την Πύλη κλειστή. Τί να κάνη;Η απλότης και η πίστη, πού είχε προς την Θεοτόκον, τον ανάγκασε να καταφυγή στην προσευχή, βέβαιος ότι κάποιος θα άνοιγε την Πύλη. Άρχισε, λοιπόν, να κάνη γονυκλισίες εκεί, εμπρός στην Πύλη, προσευχόμενος:
—«Και Κυρά μου Παναγία, έλεγε, άνοιξε την πόρτα. Και Κυρά μ’ Παναγία άνοιξέ μου».
Σέ μία στιγμή —ώ του θαύματος!— η Πύλη ανοίγει αυτομάτως! Και ο Χονδρογιάννης εισέρχεται μέσα στη Μονή και χωρίς να τον αντιληφθή ουδείς κατηυθύνθη προς την κέλλα του.
Το πρωί στην Εκκλησία επαρουσιάσθη σαν κομήτης
στον Όρθρον.
Ο Ηγούμενος επί τη εμφανίσει του απόρησε.
—       Που ήσουν Χονδρογιάννη; Τί έκανες; – τον ερώτησε.
—       Γέροντα μου πήγα εκεί κι εκεί. Έκανα αυτό κι αυτό…
—Καλά, τί δουλειά είχες και συζητούσες με τις γυναίκες;
—Και γέροντά μου έλεγα αγιωτικά λόγια. Και γέροντά μου, συγχώρεσε με, δεν έκανα κανένα κακό. Συγχώρεσέ με, και φιλούσε τα χέρια ο απλούς, ο ιδών θαυμαστά πράγματα και θεάματα Χονδρογιάννης.
Κάποτε συνοδεύοντας ένα επίσημο επισκέπτη της Μονής με το ζώο, τους πρόλαβε η βροχή στον δρόμο. Ο Χονδρογιάννης έδωσε την ομπρέλα στον επισκέπτη και ο ίδιος βάδιζε αλλά… (τί παράδοξο) χωρίς να βρέχεται! Μέχρι την ώρα πού εισήλθαν στην Πύλη της Μονής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΠΛΟΙ ΚΑΙ ΑΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ. 2000

Τί κάνεις γιά τούς ἀνθρώπους;


ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ;
Πες μου, τί λόγο θα δώσεις στο Θεό εσύ που ντύνεις τους τοίχους και όχι τους ανθρώπους; Εσύ που στολίζεις ένα ζώο και αδιαφορείς για τα κουρέλια που φοράει ο συνάνθρωπός σου; Εσύ που σου σαπίζουν τα φαγητά και δε δίνεις σ’ αυτούς που πεινάνε;
Μ. Βασίλειος
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΣΕ ΠΡΟΔΙΔΕΙ
Βλέπεις αυτούς τους τοίχους που καταρρέουν από το χρόνο, και που τα ερείπιά τους ξεφυτρώνουν μέσα στην πόλη όπως οι σκόπελοι αναδύονται μέσα από το νερό; Όταν χτίζονταν, οι πλούσιοι νοιάζονταν για τους τοίχους και αδιαφορούσαν για τους φτωχούς. Πού πήγε λοιπόν η μεγαλοπρέπειά τους; Πού πήγε κι αυτός που περηφανευόταν γι’ αυτή τη μεγαλοπρέπεια;Βλέπεις πώς γκρεμίζονται και χάνονται σαν τα παλάτια που χτίζουν τα παιδιά στην άμμο για  να παίξουν; Κι ο πεθαμένος κλαίει στον Άδη για τη ζωή που χαράμισε σε μάταια πράγματα. Να έχεις ψυχή μεγάλη. Οι τοίχοι, οι μικροί και οι μεγάλοι, κάνουν την ίδια δουλειά.
Όταν μπω σε σπίτι ανθρώπου κακόγουστου και νεόπλουτου και το δω πνιγμένο στα στολίδια, ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει τίποτα πιο πολύτιμο από αυτά που φαίνονται, και πως στολίζει τα άψυχα ενώ αφήνει αστόλιστη την ψυχή του . Πες μου ποιά ανάγκη εξυπηρετούν καλύτερα τα πολυτελή κρεβάτια ή τραπέζια , οι πολυθρόνες και τα αμάξια, ώστε να ,μην περνάει το χρήμα στους φτωχούς , που χιλιάδες παρακαλάνε έξω απ’ τις πόρτες με σπαρακτική φωνή; Και συ αρνείσαι να δώσεις , γιατί λες πως δεν έχεις για όλους αυτούς. Κι ενώ τα χείλη σου ορκίζονται, το χέρι σου σε προδίδει. Γιατί το χέρι σου σε διαψεύδει, φωνάζοντας χωρίς να μιλά, έτσι καθώς λάμπει πάνω του το δέσιμο του δαχτυλιδιού. Πόσους μπορεί να σώσει από τα χρέη ένα σου  δαχτυλίδι; Πόσα σπίτια που χάνονται θα έκανε να ορθοποδήσουν; Μία σου ντουλάπα μπορεί να ντύσει πόλη ολόκληρη που τρέμει από το κρύο. Κι εσύ κάθεσαι και διώχνεις το φτωχό αβοήθητο , χωρίς να φοβάσαι το Θεό που θα σε κρίνει. Δεν έδωσες συμπόνια , δε θα πάρεις συμπόνια. Δεν άνοιξες την πόρτα , θα σε διώξουν από τη Βασιλεία. Δεν έδωσες ψωμί, δε θα πάρεις αιώνια ζωή.
Μ. Βασίλειος

Ἡ εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου π. Paul Evdokimov




 
 
 

Μέχρι τόν Δ ́ αἰώνα, ἡ Γέννηση καί ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἑορτάζονταν τήν ἴδια ἡμέρα. Ἡ ἑνότης τους εἶναι ἀκόμη ὁρατή στήν παρόμοια σύσταση τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν τῶν δύο ἑορτῶν καί δείχνει μιά ὁρισμένη συμπλήρωση τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως σ ̉ ἐκεῖνο τῆς Βαπτίσεως. Στή Γέννησή του, λέγει ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν κόσμο μέ κρυφό τρόπο, στήν Βάπτισή του ἐμφανίστηκε μέ φανερό τρόπο. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Τά Θεοφάνεια δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως ἀλλά τῆς Βαπτίσεως. Πρίν ἦταν ἄγνωστη ἀπό τό λαό, μέ τή Βάπτιση, ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους.

Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται αἰώνια ἐπάνω στόν Υἱό· ἐκδηλωτική δύναμη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό στόν Πατέρα καί τόν Πατέρα στόν Υἱό καί πραγματοποιεῖ ἔτσι τή θεία γενεαλογία, εἶναι ἡ αἰώνια χαρά... ὅπου οἱ τρεῖς χαίρονται μαζί. Ἡ ἐνσάρκωση ριζώνεται στήν ἴδια πράξη γενεαλογίας ἀλλά πού καλύπτει προοδευτικά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ.

Στή Γέννηση, τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει στήν Παρθένο καί τήν κάνει πραγματικά Θεοτόκο, Μητέρα τοῦ Θεοῦ: «τό γενώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35). «Τό δέ παιδίον ηὔξανε... καί χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ̉ αὐτό» (Λουκ. 2, 40). «Καί Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52). Γιά νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τή φυσική καί προοδευτική ἀνάπτυξή της· ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τή συνοδεύει, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πνεύματος πού ἀναπαύεται σ ̉ αὐτόν ὅπως αὐτή ἀναπαύεται αἰώνια στή θεότητά του. Λοιπόν, μιλώντας γιά τή Βάπτιση, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἀναφέρουν τίς Πράξεις (10, 38): «Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτόν ὁ Θεός Πνεύματι Ἁγίῳ», καί ὑπογραμμίζουν στό γεγονός τό ὕψιστο σημεῖο τῆς ὡριμότητος, τήν κατακόρυφη ἐκδήλωση τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Κυρίου ἀπό τότε ἐντελῶς θεοποιημένη. Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κεχρισμένος· τό πνεῦμα ἀποκαλύπτει τήν Ἀνθρωπότητά του στόν Πατέρα, καί ὁ Πατήρ τή δέχεται σάν τόν Υἱό του: «Καί ἰδού φωνή ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα: οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17). Τό πνεῦμα κατεβαίνει στόν σαρκωθέντα Υἱό σάν ἡ πνοή υἱοθεσίας κατά τήν ἴδια στιγμή ὅπου ὁ Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε».

 


Ἡ στοργή μου ἤ ἡ εὔνοιά μου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πού ἀπό τότε ἀναπαύεται στό Χριστό στήν ὑποστατική κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Ὁ Θεός - Ἄνθρωπος ἀποκαλύπτεται πραγματικά Υἱός στίς δύο φύσεις του καί αὐτό τό πλήρωμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀληθινοῦ ἀνθρώπου θά διαβεβαιωθεῖ πάλι κατά τό χρόνο τῆς Μεταμορφώσεως σάν ἐνέργεια πιά ἐκδηλωμένη στή Βάπτιση: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Γι ̉ αὐτό ἡ Βάπτιση ὀνομάζεται Θεοφάνεια, Ἐπιφάνεια, ἐκδήλωση τῶν Τριῶν Προσώπων στήν ὁμόφωνη μαρτυρία τους. Ἐάν τό τροπάριο τῆς Μεταμορφώσεως λέγει: Μεταμορφώθηκες γιά νά δείξεις στούς μαθητές σου τή δόξα σου, τό τροπάριο τῆς Βαπτίσεως ἀναγγέλει: Κατά τήν Βάπτισή σου στόν Ἰορδάνη, Χριστέ... ἡ φωνή τοῦ Πατρός σέ μαρτύρησε δίνοντάς σου τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, μέ τή μορφή τοῦ περιστεριοῦ, διαβεβαίωσε τήν ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ λόγου...

Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς αὐξάνει μέχρι τήν ὡριμότητά του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) — ὅταν στή συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀναγγέλει αὐτός ὁ ἴδιος πανηγυρικά. «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ̉ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (Λουκ. 4, 18). Εἶναι ἐκεῖ τό ἴδιο τό μυστήριο στήν Ἐνσάρκωση.

Ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τόν ἐλεύθερο προσδιορισμό του. Ὁ Ἰησοῦς ἀφιερώνεται συνειδητά στήν ἐπίγεια ἀποστολή του, ὑποτάσσεται ὁλοκληρωτικά στή θέληση τοῦ Πατρός καί ὁ Πατήρ τοῦ ἀπαντᾶ ἀποστέλλοντας σ ̉ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὅλος, ὁ πυκνός καί συγκεντρωμένος συμβολισμός τῆς Βαπτίσεως πού ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς μᾶς δείχνει, κάνει νά κατανοήσουμε τή φοβερή ἔκταση αὐτῆς τῆς πράξεως. Εἶναι πιά ὁ θάνατος ἐπάνω στό Σταυρό· ὁ Χριστός λέγοντας στόν ἅγιο Ἰωάννη: «οὕτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15) προλαβαίνει τόν τελευταῖο λόγο πού θά ἀντηχήσει στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πάτερ, γενηθήτω τό θέλημά σου...». Ἡ λειτουργική ἀνταπόκριση τῶν ἑορτῶν τό ὑπογραμμίζει ρητά: ἔτσι οἱ ψαλμωδίες τῆς ἀκολουθίας τῆς 3ης Ἰανουαρίου παρουσιάζουν μιά ἐκπληκτική ἀναλογία μέ ἐκεῖνες τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ἡ ἀκολουθία τῆς 4ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί ἡ ἀκολουθία τῆς 5ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἔχει χρισθεῖ μέ μιά ὑπηρεσία μαρτυρίας: εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς τελευταίας κένωσεώς του. Ἀλλά στόν Ἰωάννη Βαπτιστή σάν Ἀρχέτυπο, σάν ἀντιπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ὅλη ἡ Ἀνθρωπότης πού εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς θείας Ἀγάπης. Ἡ «Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ» μεσουρανεῖ στήν πράξη τῆς Βαπτίσεως, «ἐκπλήρωση τῆς δικαιοσύνης», μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση στό τέλος ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας ἀποφάσεως πού ἔχουμε παρατηρήσει στήν εἰκόνα τῆς Τριάδος.

«Ἐγένετο δέ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τόν λαόν καί Ἰησοῦ βαπτισθέντος» (Λουκ. 3, 21). Ὁ Λόγος ἔρχεται ἐπάνω στή γῆ, πρός τούς ἀνθρώπους, καί ἐμεῖς εἴμαστε παρόντες τῆς πιό συνταρακτικῆς Συναντήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἀνθρωπότητος «ὅλος ὁ λαός». Μυστικά, στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναγνωρίζονται υἱοί μέσα στόν Υἱό, οἱ ἀγαπημένοι υἱοί στόν ἀγαπημένο Υἱό καί ἄρα οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ μάρτυρες. Τό γένοιτο τῆς Παρθένου ὑπῆρξε τό ναί ὅλων τῶν ἀνθρώπων στήν Ἐνσάρκωση, στήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στούς δικούς του. Στόν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτόν τόν ἄλλο τῶν «δικῶν του», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λέγουν «γένοιτο» στήν Συνάντηση, στή θεία Φιλία, στή Φιλανθρωπία τοῦ Πατρός, φίλου τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ Συμεών ὠθούμενος ἀπό τό Πνεῦμα συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-βρέφος, ἐπίσης ὁ Ἰωάννης συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-Μεσσία: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι ̉ αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 6 - 7). Μαρτυρεῖ γιά ὅλους, στή θέση ὅλων καί αὐτή ἡ μαρτυρία εἶναι ἕνα γεγονός στό ἐσωτερικό ὁλοκλήρου τῆς Ἀνθρωπότητος καί ἀφορᾶ ὅλο τόν ἄνθρωπο.

 

 

Τό Δ΄ εὐαγγέλιο μιλᾶ γιά τόν Ἰωάννη στόν πρόλογό του, ἀμέσως μετά τό Λόγο, πού εἶναι στήν ἀρχή, καί ὅταν διαβάζει κανείς ὑπῆρχε ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἔλευσή του, σέ μιά ὁρισμένη ἔννοια ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν ἀρχή, τήν αἰωνιότητα. Ὁ οὐρανός ἀνοίγει μπροστά ἀπό αὐτόν καί μαρτυρεῖ: «ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ἐπ ̉ αὐτόν... οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1, 29 -34)· σ ̉ αὐτό τόν σύντομο λόγο εἶναι πιά, μέ μιά μορφή περιορισμένη ὅλο τό Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωάννης εἶναι αὐτός πού γνωρίζει, προσδιορίζει τόν Ἀμνό γιατί εἶναι μυημένος στό μυστήριο τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου...».

Ὁ Ἰωάννης δέν ἔχει τίποτε προαγγείλει καί εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, ὅπως ὁ δάκτυλος τοῦ Θεοῦ προσδιορίζει τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πιό μεγάλος διότι εἶναι ὁ πιό μικρός, αὐτό πού θέλει νά πεῖ ἀπελεύθερος ἀπό τήν ἴδια του ἐπάρκεια γιά νά μήν εἶναι ἐκεῖνος πού μένει ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποῦ τέρπεται ἀκούοντας τή φωνή τοῦ Νυμφίου, καί ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη χωρίς μέτρο. Εἶναι ἡ πιό ἐνδόμυχη ἐγγύτης ὅπου ὁ Λόγος ἀντηχεῖ· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ πού δέν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου παρά ὁ Λόγος τοῦ Πατρός· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Πνεύματος γιατί δέν λέγει τίποτε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μιλᾶ στό ὄνομα Αὐτοῦ πού ἔχει ἔλθει. Εἶναι αὐτός ὁ ὁρμητικός πού ἁρπάζει τούς οὐρανούς καί τό μαρτύριό του λαμπρύνει θαυμαστά ἕνα ἀρχαῖο μοναστικό λόγιο: Δῶσε τό αἷμα σου καί πάρε τό Πνεῦμα... Μέ τή Θεοτόκο περιβάλλει τό Χριστό Κριτή καί μεσιτεύει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά τό κάνει γιατί ἡ φιλία του φθάνει τό ἐπίπεδο ἑνός ἄλλου μεγάλου πνευματικοῦ τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει ἀναφερθεῖ στά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιά τόν μαθητή του πού εἶχε ἀρνηθεῖ τό Χριστό, καί ὅταν προσευχόταν, ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε καί τοῦ λέγει: «Παΐσιε, γιά ποῖον προσεύχεσαι; Δέν γνωρίζεις ὅτι μέ ἔχει ἀρνηθεῖ;». Ἀλλά ὁ ἅγιος δέν ἔπαυε νά ἔχει ἔλεος καί νά προσεύχεται γιά τόν μαθητή του, καί λοιπόν ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Παΐσιε, ἔχεις ἐξομοιωθεῖ μέ ἐμένα μέ τήν ἀγάπη σου...

Ἡ λειτουργία ὀνομάζει τόν Ἰωάννη: κήρυκα, ἄγγελο καί ἀπόστολο. Μαρτυρεῖ καί ἡ φωνή τοῦ Νυμφίου προκαλεῖ τήν πρώτη ἀποστολική κλήση: «Ἀνδρέας καί Ἰωάννης ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1, 37). Πιό ἀργά, ἐγκαταλείπει αὐτό τόν κόσμο καί κατεβαίνει στόν Ἅδη σάν Πρόδρομος τῆς Καλῆς Ἀγγελίας.

Τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη πρό τῶν Θεοφανείων δέν ἦταν παρά ἕνα «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. 3, 3), ἦταν ἡ μεταβολή τῆς τελευταίας ἀναμονῆς. Πηγαίνοντας στόν Ἰορδάνη, ὁ Ἰησοῦς δέν πῆγε νά μετανοήσει ἀφοῦ ἦταν χωρίς ἁμάρτημα· νά ποῦμε ὅτι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινότητος δέν ἀπαντᾶ ἀκόμη στό μέγεθος τοῦ γεγονότος. Ἡ βάπτιση τού Ἰησοῦ εἶναι ἡ προσωπική Πεντηκοστή του, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά τριαδικά Θεοφάνεια: Κατά τό χρόνο τῆς βαπτίσεώς σου στόν Ἰορδάνη, Κύριε, ἐκδηλώθηκε ἡ προσκύνηση πού χρειαζόταν στήν ἁγία Τριάδα (τροπάριο ἑορτῆς). Εἶναι ἀπό αὐτό τό πλήρωμα πού ἔρχεται τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, αὐτό τό ὄνομα καθορίζεται, ἄμεσα στόν πλήρη βαπτιστικό τύπο: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τά λειτουργικά κείμενα ὀνομάζουν τήν ἑορτή τό μεγάλο Νέο Ἔτος γιατί τό συμβάν ἐπανέρχεται στό φῶς τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ στιγμή πού οἱ Ἐπίσκοποι ἐξέλεγαν γιά νά ἀναγγείλουν στίς ἐκκλησίες τό χρόνο τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς καί τή χρονολογία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.

 


Ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων προσφέρει τήν εὐαγγελική διήγηση ἀλλά προσθέτει μερικές λεπτομέρειες πού ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ στή λειτουργία τῆς ἑορτῆς καί δείχνει αὐτό πού ὁ Ἰωάννης θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ. Ἐπάνω στήν εἰκόνα ἕνα τμῆμα ἑνός κύκλου παριστᾶ τούς οὐρανούς πού ἀνοίγουν, καί κάποτε ἀπό μιά διπλή πτυχή πού ὁμοιάζει μέ κροσσό ἑνός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι τοῦ Πατρός πού εὐλογεῖ. Ἀπό αὐτό τόν κύκλο ἀναχωροῦν ἀκτῖνες φωτός, χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Αὐτόματη ἀνάμνηση τοῦ ἀρχικοῦ λόγου «καί ἐγένετο φῶς», ἡ ἐκδηλωτική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός μας, μᾶς ἐκδηλώνεται χωρίς διαίρεση. Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) ἀπό ἐκεῖ δέ τό ὄνομα τῆς «Ἑορτῆς τῶν φώτων». Ἐνῶ ὁ Χριστός κατέβαινε στά νερά, ἡ φωτιά ἄναψε μέσα στόν Ἰορδάνη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή τοῦ Κυρίου καί ὁ προεικονισμένος Λόγος, μέ στύλο φωτός δείχνει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι φωτισμός, γέννηση τῆς ὑπάρξεως στό θεῖο φῶς.

Ἄλλοτε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς γινόταν τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων καί ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό φῶς, σημεῖο μυήσεως στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι δοσμένος στό γεγονός γιατί αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» καί οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35).

Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή ἑνός περιστεριοῦ ἐκφράζει τήν κίνηση τοῦ Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υἱό του. Ἐξ ἄλλου, ἐξηγεῖται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ἀναλογία μέ τόν κατακλυσμό καί τό περιστέρι μέ τόν κλάδο ἐλαίας, σημεῖο τῆς εἰρήνης. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πού φέρεται ἐπάνω ἀπό τά ἀρχέγονα νερά ἀνέδειξε τή Ζωή, ἐπίσης αὐτό πού αἰωρεῖται ἐπάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, προκαλεῖ τή δεύτερη γέννηση τοῦ νέου δημιουργήματος.

 


Ὁ Χριστός παριστάνεται ὀρθός ἐνάντια πρός τό βυθό τοῦ νεροῦ σκεπασμένος ἀπό τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολῆς του, ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τά κοσμικά στοιχεῖα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάμεις: τό νερό, τόν ἀέρα καί τήν ἔρημο. Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι ἀπό τίς μορφές τοῦ βαπτίσματος: ἡ νίκη ἀπό τό Θεό τοῦ δράκοντος τῆς θαλάσσης, τοῦ τέρατος Rahab. Ἕνα ἰδιόμελο τῆς ἑορτῆς κάνει νά κατανοήσουμε τόν Κύριο λέγοντας στόν Ἰωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, ἔλα νά μέ βαπτίσεις... Βιάζομαι νά χαθεῖ ὁ κρυμμένος στά νερά ἐχθρός, ὁ πρίγκηπας τοῦ σκότους, γιά νά ἀπελευθερώσω τόν κόσμο ἀπό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, μπαίνοντας στόν Ἰορδάνη ὁ Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήμερα τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη μεταβάλλονται σέ φάρμακο καί ὅλη ἡ δημιουργία ποτίζεται μέ μυστικά κύματα... (εὐχή ἁγίου Σωφρονίου). Εἶναι ὅλο τό σύμπαν πού δέχεται τήν ἁγιοποίησή του: Ὁ Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει ἀπό τό νερό καί μέ αὐτό ἀποκαλύπτει τόν κόσμο (ἰδιόμελο τοῦ Κοσμᾶ). Σπάζει τό κεφάλι τῶν δρακόντων καί ἀναζωογονεῖ τόν Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνάπλαση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ἀναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό τοῦ μυστηρίου. Ὁ Δίδυμος Τυφλός καθορίζει: «ὁ δέ Κύριος ἔδωκέ μοι μητέρα τήν κολυμβήθραν (Ἐκκλησία), πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι ̉ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα».

Στήν εἰκόνα μέ τό δεξιό του χέρι ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά νερά καί τά ἑτοιμάζει νά γίνουν τά νερά τῆς βαπτίσεως πού ἁγιάζει μέ τήν ἴδια του κατάδυση. Τό νερό ἀλλάζει σημασία, ἄλλοτε εἰκόνα τοῦ θανάτου (κατακλυσμός), εἶναι τώρα ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6· Ἰω. 4, 14). Μυσταγωγικά τό νερό τῆς βαπτίσεως δέχεται τήν ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Στά πόδια τοῦ Κυρίου, στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, ἡ εἰκόνα δείχνει δύο μικρές ἀνθρώπινες μορφές, εἰκονογράφηση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων πού ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀκολουθίας: «τί σοί ἐστι, θάλασσα ὅτι ἔφυγες, καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὁπίσω» (Ψαλμ.113, 5). Τό τροπάριο (ἦχος Δ΄) ἐξηγεῖ: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν· καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι ̉ οὗ ἡμεῖς τήν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν». Εἰκόνα συμβολική πού μιλᾶ γιά τή μετάνοια ἀκόμη ἀόρατη τῆς κοσμικῆς φύσεως, τῆς μεταστροφῆς τῆς ὀντολογίας της. Ἡ εὐλογία τῆς ὑδρόβιας φύσεως ἁγιάζει τήν ἴδια ἀρχή τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γι ̉ αὐτό, μετά τή θεία λειτουργία γίνεται ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν ὑδάτων (ἑνός ποταμοῦ, μιᾶς πηγῆς ἤ ἐντελῶς ἁπλά ἑνός δοχείου τοποθετημένου μέσα στήν ἐκκλησία).

Μιλώντας γιά τά μή ἁγιασμένα νερά, εἰκόνα τοῦ θανάτου - κατακλυσμοῦ ἡ λειτουργία τά ὀνομάζει ὑδατόστρωτο τάφο. Πραγματικά, ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Ἰησοῦ νά εἰσέρχεται στά νερά, στόν ὑγρό τάφο. Αὐτός ἐδῶ ἔχει τή μορφή ἑνός σκοτεινοῦ σπηλαίου (εἰκονογραφική μορφή τοῦ ἅδη) περιέχοντας ὅλο τό σῶμα τοῦ Κυρίου (εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, πού προσφέρεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος μέ ὁλική κατάδυση, μορφή τοῦ πασχαλίου τριημέρου), γιά νά ἀποσπάσει τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς μας στή ζοφερή διαμονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συμβολισμό τῆς Γεννήσεως, ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη: «καταβάς ἐν τοῖς ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζει: ἡ κατάδυση καί ἡ ἀνάδυση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου στόν ἅδη καί τῆς ἀναστάσεως.

 
 

 

Ὁ Χριστός παριστάνεται γυμνός, εἶναι ντυμένος μέ τήν ἀδαμική γυμνότητα καί ἔτσι ἀποδίδει στήν ἀνθρωπότητα τό ἔνδοξο παραδεισιακό ἔνδυμά της. Γιά νά δείξει τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας ἤ κάνοντας ἕνα βῆμα πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη: ἐλεύθερα ἔρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ταραγμένος: ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με; »... Ὁ Ἰησοῦς τόν διατάζει: «ἄφες ἄρτι». Ὁ Ἰωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ μιά τελετουργική χειρονομία, στό ἀριστερό κρατεῖ ἕνα εἰλητάριο, κείμενο τοῦ κηρύγματός του.

Οἱ ἄγγελοι τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι σέ μιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασμένα χέρια τους σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ. Συμβολίζουν ἐπίσης καί εἰκονογραφοῦν τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε...».

Λόγος ιζ΄, Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος




Α.  Πάλιν Ἰησοῦς ὁ ἐμὸς͵ καὶ πάλιν μυστήριον μυστήριον οὐκ ἀπατηλὸν͵ οὐδ΄ ἄκοσμον͵ οὐδὲ τῆς Ἑλληνικῆς πλάνης͵ καὶ μέθης (οὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ τὰ ἐκείνων σεμνὰ͵ οἶμαι δὲ͵ καὶ τῶν εὐφρονούντων ἕκαστος)͵ ἀλλὰ μυστήριον ὑψηλόν τε καὶ θεῖον͵ καὶ τῆς ἄνω λαμπρότητος πρόξενον. Ἡ γὰρ ἁγία τῶν Φώτων ἡμέρα͵ εἰς ἣν ἀφίγμεθα͵ καὶ ἣν ἑορτάζειν ἠξιώμεθα σήμερον͵ ἀρχὴν μὲν τὸ τοῦ ἐμοῦ Χριστοῦ βάπτισμα λαμβάνει͵ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς͵ τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον· ἐνεργεῖ δὲ τὴν ἐμὴν κάθαρσιν͵ καὶ βοηθεῖ τῷ φωτὶ͵ ὃ παρ΄ αὐτοῦ λαβόντες ἄνωθεν ἀπ΄ ἀρχῆς͵ ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν.

Β.  Τοιγαροῦν ἀκούσατε θείας φωνῆς͵ ἐμοὶ μὲν καὶ λίαν σφοδρῶς ἐνηχούσης͵ τῷ μύστῃ καὶ μυσταγωγῷ τῶν τοιούτων͵ εἴη δὲ καὶ ὑμῖν· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Καὶ διὰ τοῦτο͵ Προσέλθετε πρὸς αὐτὸν͵ καὶ φωτίσθητε͵ καὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν οὐ μὴ καταισχυνθῇ͵ τῷ ἀληθινῷ φωτὶ σημειούμενα. Καιρὸς ἀναγεννήσεως γεννηθῶμεν ἄνωθεν. Καιρὸς ἀναπλάσεως· τὸν πρῶτον Ἀδὰμ ἀναλάβωμεν. Μὴ μείνωμεν ὅπερ ἐσμὲν͵ ἀλλ΄ ὅπερ ἦμεν γενώμεθα. Τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει͵ τῷ βίῳ τούτῳ͵ καὶ τῷ σαρκίῳ καὶ ὑπὸ τῆς σκοτίας διώκεται μὲν͵ οὐ καταλαμβάνεται δὲ͵ τῆς ἀντικειμένης λέγω δυνάμεως͵ τῷ φαινομένῳ μὲν Ἀδὰμ προσπηδώσης ἐξ ἀναιδείας͵ τῷ Θεῷ δὲ περιπιπτούσης καὶ ἡττωμένης ἵν΄ ἡμεῖς τὸ σκότος ἀποθέμενοι͵ τῷ φωτὶ πλησιάζωμεν͵ εἶτα καὶ φῶς γενώμεθα τέλειον͵ τελείου φωτὸς γεννήματα. Ὁρᾶτε τῆς ἡμέρας τὴν χάριν; ὁρᾶτε τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν; οὐκ ἀπὸ γῆς ἤρθητε; οὐκ ἄνω τέθεισθε σαφῶς ὑψωθέντες ὑπὸ τῆς ἡμετέρας φωνῆς καὶ ἀναγωγῆς; Καὶ ἔτι μᾶλλον τεθήσεσθε͵ ἐπειδὰν εὐοδώσῃ τὸν λόγον ὁ Λόγος.

Γ.  Μή τις τοιαύτη κάθαρσις νομικὴ καὶ σκιώδης͵ προσκαίροις ῥαντίσμασιν ὠφελοῦσα͵ καὶ σποδῷ δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους; μή τι τοιοῦτο μυσταγωγοῦσιν Ἕλληνες; ὧν λῆρος ἐμοὶ πᾶσα τελετὴ καὶ μυστήριον͵ δαιμόνων εὕρημα σκοτεινὸν͵ 36.337 καὶ διανοίας ἀνάπλασμα κακοδαίμονος͵ χρόνῳ βοηθούμενον͵ καὶ μύθῳ κλεπτόμενον. Ἃ γὰρ ὡς ἀληθῆ προσκυνοῦσιν͵ ὡς μυθικὰ συγκαλύπτουσιν· δέον͵ εἰ μὲν ἀληθῆ͵ μὴ μύθους ὀνομάζεσθαι͵ ἀλλ΄ ὅτι μὴ αἰσχρὰ δείκνυσθαι· εἰ δὲ ψευδῆ͵ μὴ θαυμάζεσθαι͵ μηδ΄ οὕτως ἰταμῶς ἐναντιωτάτας ἔχειν δόξας περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος· ὥσπερ ἐν ἀγορᾷ μειρακίων παίζοντας͵ ἢ ἀνδρῶν κακοδαιμόνων ὡς ἀληθῶς͵ ἀλλ΄ οὐκ ἀνδράσι διαλεγομένους νοῦν ἔχουσι͵ καὶ Λόγου προσκυνηταῖς· κἂν τὴν ἔντεχνον ταύτην͵ καὶ ῥυπαρὰν πιθανότητα διαπτύωσιν.

Δ.  Οὐ Διὸς ταῦτα γοναὶ καὶ κλοπαὶ͵ τοῦ Κρητῶν τυράννου͵ κἂν Ἕλληνες ἀπαρέσκωνται· οὐ δὲ Κουρήτων ἦχοι͵ καὶ κρότοι͵ καὶ ὀρχήσεις ἔνοπλοι͵ Θεοῦ κλαίοντος ἠχὴν συγκαλύπτουσαι͵ ἵνα πατέρα λάθῃ μισότεκνον· δεινὸν γὰρ ἦν ὡς παιδίον κλαυθμυρίζεσθαι͵ τὸν ὡς λίθον καταποθέντα· οὐδὲ Φρυγῶν ἐκτομαὶ͵ καὶ αὐλοὶ͵ καὶ Κορύβαντες͵ καὶ ὅσα περὶ τὴν Ρέαν ἄνθρωποι μαίνονται͵ τελοῦντες τῇ μητρὶ τῶν Θεῶν͵ καὶ τελούμενοι͵ ὅσα τῇ μητρὶ τῶν τοιούτων εἰκός· οὐδὲ κόρη τις ἡμῖν ἁρπάζεται͵ καὶ Δημήτηρ πλανᾶται͵ καὶ Κελεούς τινας ἐπεισάγει͵ καὶ Τριπτολέμους͵ καὶ δράκοντας͵ καὶ τὰ μὲν ποιεῖ͵ τὰ δὲ πάσχει. Αἰσχύνομαι γὰρ ἡμέρᾳ δοῦναι τὴν νυκτὸς τελετὴν͵ καὶ ποιεῖν τὴν ἀσχημοσύνην μυστήριον. Οἶδεν Ἐλευσὶς ταῦτα͵ καὶ οἱ τῶν σιωπωμένων͵ καὶ σιωπῆς ὄντως ἀξίων ἐπόπται. Οὐδὲ Διόνυσος ταῦτα͵ καὶ μηρὸς͵ ὠδίνων ἀτελὲς κύημα͵ ὥσπερ ἄλλο τι κεφαλὴ πρότερον· καὶ Θεὸς ἀνδρόγυνος͵ καὶ χορὸς μεθυόντων͵ καὶ στρατὸς ἔκλυτος͵ καὶ Θηβαίων ἄνοια τοῦτον τιμῶσα͵ καὶ Σεμέλης κεραυνὸς προσκυνούμενος. Οὐδὲ Ἀφροδίτης πορνικὰ μυστήρια͵ τῆς αἰσχρῶς͵ ὡς αὐτοὶ λέγουσι͵ καὶ γεννωμένης καὶ τιμωμένης. Οὐδὲ Φαλλοί τινες καὶ Ἰθύφαλλοι͵ αἰσχροὶ καὶ τοῖς σχήμασι καὶ τοῖς πράγμασιν· οὐδὲ Ταύρων ξενοκτονίαι͵ καὶ Λακωνικῶν ἐφήβων ἐπιβώμιον αἷμα͵ 36.340 ξαινομένων ταῖς μάστιξι͵ καὶ τοῦτο μόνον κακῶς ἀνδριζομένων οἷς τιμᾶται θεὰ͵ καὶ ταῦτα παρθένος. Οἱ γὰρ αὐτοὶ͵ καὶ μαλακίαν ἐτίμησαν͵ καὶ θρασύτητα ἐσεβάσθησαν.

Ε. Ποῦ δὲ θήσεις τὴν Πέλοπος κρεουργίαν͵ πεινῶντας θεοὺς ἑστιῶσαν͵ καὶ φιλοξενίαν πικρὰν καὶ ἀπάνθρωπον; ποῦ δὲ Ἑκάτης τὰ φοβερὰ καὶ σκοτεινὰ φάσματα͵ καὶ Τροφωνίου κατὰ γῆς παίγνια καὶ μαντεύματα͵ ἢ Δωδωναίας δρυὸς ληρήματα͵ ἢ τρίποδος Δελφικοῦ σοφίσματα͵ ἢ Κασταλίας μαντικὸν πόμα; Τοῦτο μόνον οὐ μαντευσάμενα͵ τὴν ἑαυτῶν σιωπήν. Οὐδὲ Μάγων θυτικὴ͵ καὶ πρόγνωσις ἔντομος· καὶ Χαλδαίων ἀστρονομία καὶ γενεθλιαλογία͵ τῇ τῶν οὐρανίων κινήσει συμφέρουσα τὰ ἡμέτερα͵ τῶν μηδὲ ἑαυτοὺς ὅ τί ποτε εἰσὶν͵ ἢ ἔσονται͵ γνῶναι δυναμένων· οὐδὲ Θρᾳκῶν ὄργια ταῦτα͵ παρ΄ ὧν καὶ τὸ θρησκεύειν͵ ὡς λόγος· οὐδὲ Ὀρφέως τελεταὶ καὶ μυστήρια͵ ὃν τοσοῦτον Ἕλληνες ἐπὶ σοφίᾳ ἐθαύμασαν͵ ὥστε καὶ λύραν αὐτῷ ποιοῦσι͵ πάντα τοῖς κρούμασιν ἔλκουσαν· οὐδὲ Μίθρου κόλασις ἔνδικος. κατὰ τῶν μυεῖσθαι τὰ τοιαῦτα ἀνεχομένων· οὐδὲ Ὀσίριδος σπαραγμοὶ͵ ἄλλη συμφορὰ τιμωμένη παρ΄ Αἰγυπτίοις· οὐδὲ Ἴσιδος ἀτυχήματα͵ καὶ τράγοι Μενδησίων αἰδεσιμώτεροι͵ καὶ Ἄπιδος φάτνη͵ μόσχου κατατρυφῶντος τῆς Μεμφιτῶν εὐηθείας· οὐδ΄ ὅσα τὸν Νεῖλον ταῖς τιμαῖς καθυβρίζουσι͵ τὸν καρποδότην͵ ὡς ἀνυμνοῦσιν αὐτοὶ͵ καὶ εὔσταχυν͵ καὶ μετροῦντα τὴν εὐδαιμονίαν τοῖς πήχεσιν. Ἐῶ γὰρ λέγειν ἑρπετῶν καὶ κνωδάλων τιμὰς καὶ τὸ τῆς ἀσχημοσύνης φιλότιμον· ὧν καθ΄ ἕκαστον ἰδία τις τελετὴ καὶ πανήγυρις͵ καὶ κοινὸν τὸ τῆς 36.341 κακοδαιμονίας ἐφ΄ ἅπασιν· ὡς εἴπερ ἀσεβεῖν αὐτοὺς ἔδει πάντως͵ καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης ἀποπεσεῖν͵ εἰς εἴδωλα κατενεχθέντας καὶ τέχνης ἔργα͵ καὶ χειρῶν πλάσματα͵ μὴ ἂν ἄλλο τι κατ΄ αὐτῶν εὔξασθαι τούς γε νοῦν ἔχοντας͵ ἢ τοιαῦτα σεβασθῆναι͵ καὶ οὕτω τιμῆσαι͵ ἵνα τὴν ἀντιμισθίαν͵ ἣν ἔδει τῆς πλάνης͵ ὥς φησι Παῦλος͵ ἀπολαμβάνωσιν͵ ἐν οἷς σέβονται· οὐ μᾶλλον τιμῶντες͵ ἢ δι΄ ἐκείνων ἀτιμαζόμενοι. Βδελυκτοὶ τῆς πλάνης͵ βδελυκτότεροι τῆς εὐτελείας τῶν προσκυνουμένων καὶ σεβομένων͵ ἵνα καὶ αὐτῶν τῶν τιμωμένων ὦσιν ἀναισθητότεροι͵ τοσοῦτον ὑπερβάλλοντες ἀνοίᾳ͵ ὅσον εὐτελείᾳ τὰ προσκυνούμενα.

Ζ.  Ταῦτα μὲν οὖν παιζέτωσαν Ἑλλήνων παῖδες͵ καὶ δαίμονες͵ παρ΄ ὧν ἐκείνοις ἡ ἄνοια͵ τὴν τοῦ Θεοῦ τιμὴν εἰς ἑαυτοὺς μεθελκόντων͵ καὶ ἄλλους ἄλλως κατατεμνόντων εἰς αἰσχρὰς δόξας καὶ φαντασίας͵ ἀφ΄ οὗ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς ἐκβαλόντες ἡμᾶς͵ τῷ ξύλῳ τῆς γνώσεως οὐ κατὰ καιρὸν͵ οὐδ΄ ἐπιτηδείως μεταληφθείσης͵ ὡς ἀσθενεστέρους ἤδη κατέδραμον͵ τὸν ἡγεμόνα νοῦν συναρπάσαντες͵ καὶ τοῖς πάθεσι θύραν ἀνοίξαντες. Οὐ γὰρ ἔφερον͵ φύσις ὄντες φθονερὰ καὶ μισάνθρωπος͵ μᾶλλον δὲ διὰ τὴν ἑαυτῶν κακίαν γενόμενοι͵ τοὺς κάτω τῶν ἄνω τυχεῖν͵ αὐτοὶ πεσόντες ἐπὶ γῆς ἄνωθεν͵ οὐδὲ τοσαύτην μετάστασιν γενέσθαι τῆς δόξης͵ καὶ τῶν πρώτων φύσεων. Τοῦτό ἐστιν ὁ διωγμὸς τοῦ πλάσματος· διὰ τοῦτο ἡ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ καθυβρίσθη· καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκιμάσαμεν φυλάξαι τὴν ἐντολὴν͵ παρεδόθημεν τῇ αὐτονομίᾳ τῆς πλάνης· καὶ καθὼς ἐπλανήθημεν͵ ἠτιμάσθημεν ἐν οἷς ἐσεβάσθημεν. Οὐ γὰρ τοῦτο μόνον δεινὸν͵ τὸ πεποιημένους ἐπ΄ ἀγαθοῖς ἔργοις͵ εἰς δόξαν καὶ ἔπαινον τοῦ πεποιηκότος͵ καὶ Θεοῦ μίμησιν͵ ὅσον ἐφικτὸν͵ ὁρμητήριον γενέσθαι παντοίων παθῶν͵ βοσκομένων κακῶς καὶ δαπανώντων τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον· ἀλλὰ τὸ καὶ θεοὺς στήσασθαι συνηγόρους τοῖς πάθεσιν͵ ἵνα μὴ μόνον ἀνεύθυνον τὸ ἁμαρτάνειν͵ ἀλλὰ καὶ θεῖον νομίζηται͵ εἰς τοιαύτην καταφεῦγον ἀπολογίαν͵ τὰ προσκυνούμενα.

Η.  Ἡμῖν δὲ ὥσπερ ἐχαρίσθη τὸ φυγοῦσι τὴν δεισιδαίμονα πλάνην͵ μετὰ τῆς ἁληθείας γενέσθαι͵ καὶ δουλεύειν Θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ͵ καὶ τὴν κτίσιν ὑπεραναβῆναι͵ πάντα περάσασιν͵ ὅσα ὑπὸ χρόνον καὶ πρώτην κίνησιν· οὕτω καὶ εἴδωμεν͵ καὶ φιλοσοφήσωμεν τὰ περὶ Θεοῦ καὶ τὰ θεῖα. Φιλοσοφήσωμεν δὲ͵ ἀρχόμενοι͵ ὅθεν ἄρχεσθαι ἄμεινον· ἄμει 36.344 νον δὲ͵ ὅθεν Σολομὼν ἡμῖν ἐνομοθέτησεν· Ἀρχὴ σοφίας͵ φησὶ͵ κτῆσαι σοφίαν· τί τοῦτο λέγων ἀρχὴν σοφίας; Τὸν φόβον. Οὐ γὰρ ἀπὸ θεωρίας ἀρξαμένους. εἰς φόβον χρὴ καταλήγειν (θεωρία γὰρ ἀχαλίνωτος τάχα ἂν καὶ κατὰ κρημνῶν ὤσειεν)· ἀλλὰ φόβῳ στοιχειουμένους͵ καὶ καθαιρομένους͵ καὶ͵ ἵν΄ οὕτως εἴπω͵ λεπτυνομένους͵ εἰς ὕψος αἴρεσθαι. Οὗ γὰρ φόβος͵ ἐντολῶν τήρησις· οὗ δὲ ἐντολῶν τήρησις͵ σαρκὸς κάθαρσις͵ τοῦ ἐπιπροσθοῦντος τῇ ψυχῇ νέφους͵ καὶ οὐκ ἐῶντος καθαρῶς ἰδεῖν τὴν θείαν ἀκτῖνα· οὗ δὲ κάθαρσις͵ ἔλλαμψις· ἔλλαμψις δὲ͵ πόθου πλήρωσις͵ τοῖς τῶν μεγίστων͵ ἢ τοῦ μεγίστου͵ ἢ ὑπὲρ τὸ μέγα ἐφιεμένοις.

Θ.  Διὰ τοῦτο καθαρτέον ἑαυτὸν πρῶτον͵ εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον· εἴπερ μὴ μέλλοιμεν τὸ τοῦ Ἰσραὴλ πείσεσθαι͵ μὴ φέροντος τὴν δόξαν τοῦ προσώπου Μωσέως͵ καὶ διὰ τοῦτο δεομένου καλύμματος· ἢ τὸ τοῦ Μανωὲ͵ καὶ πείσεσθαι͵ καὶ λέξειν· Ἀπολώλαμεν͵ ὦ γῦναι. Θεὸν ἑωράκαμεν͵ ἐν φαντασίᾳ Θεοῦ γενομένου· ἢ͵ ὡς Πέτρος͵ τοῦ πλοίου τὸν Ἰησοῦν ἀποπέμψασθαι͵ ὡς οὐκ ἄξιοι τοιαύτης ἐπιδημίας. Πέτρον δὲ ὅταν εἴπω͵ τίνα λέγω; Τὸν κατὰ κυμάτων πεζεύσαντα. ῍Η͵ ὡς Παῦλος͵ τὴν ὄψιν πληγήσεσθαι͵ πρὶν καθαρθῆναι τῶν διωγμῶν͵ τῷ διωκομένῳ προσομιλήσας͵ μᾶλλον δὲ βραχείᾳ τοῦ μεγάλου φωτὸς λαμπηδόνι· ἢ͵ ὡς ὁ ἐκατόνταρχος͵ τὴν μὲν θεραπείαν ἐπιζητήσειν͵ τῇ οἰκίᾳ δὲ τὸν θεραπευτὴν οὐκ εἰσδέξασθαι διὰ δειλίαν ἐπαινουμένην. Λεγέτω τις καὶ ἡμῶν͵ ἕως οὔπω καθαίρεται͵ ἀλλ΄ ἔστιν ἑκατόνταρχος ἔτι͵ πλειόνων ἐν κακίᾳ κρατῶν͵ καὶ στρατεύεται Καίσαρι͵ τῷ κοσμοκράτορι τῶν κάτω συρομένων· Οὐκ εἰμὶ ἰκανὸς͵ ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς. Ὅταν δὲ Ἰησοῦν θεάσηται͵ καίτοι μικρὸς ὢν τὴν πνευματικὴν ἡλικίαν͵ ὡς ὁ Ζακχαῖος ἐκεῖνος͵ καὶ ὑπὲρ τὴν συκομωραίαν ἀρθῇ͵ νεκρώσας τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς͵ καὶ ὑπεραναβὰς τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως͵ τότε καὶ εἰσδεχέσθω τὸν Λόγον͵ καὶ ἀκουέτω· Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ͵ καὶ λαμβανέτω τὴν σωτηρίαν͵ καὶ καρποφορείτω τὰ τελεώτερα͵ σκορπίζων καὶ διαχέων καλῶς͵ ἃ κακῶς ἐτελώνησεν.

Ι.  Ὁ γὰρ αὐτὸς Λόγος͵ καὶ φοβερὸς τοῖς οὐκ ἀξίοις διὰ τὴν φύσιν͵ καὶ χωρητὸς διὰ φιλανθρωπίαν τοῖς οὕτως ηὐτρεπισμένοις· ὅσοι τὸ ἀκάθαρτον καὶ ὑλικὸν πνεῦμα τῶν ψυχῶν ἀπελάσαντες͵ καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς τῇ ἐπιγνώσει σαρώσαντες καὶ κοσμή 36.345 σαντες͵ μηδὲ ἀργὴν͵ μηδὲ ἄπρακτον εἴασαν͵ ὥστε μετὰ πλείονος τῆς παρασκευῆς͵ αὖθις καταληφθῆναι ὑπὸ τῶν ἑπτὰ τῆς κακίας πνευμάτων͵ ὅσα καὶ τῆς ἀρετῆς ἀπηρίθμηται (τὸ γὰρ δυσμαχώτερον͵ περισπουδαστότερον)· ἀλλὰ πρὸς τῷ φεύγειν τὴν κακίαν͵ καὶ τὴν ἀρετὴν ἐργάζονται͵ ὅλον τὸν Χριστὸν͵ ἢ ὅτι μάλιστα͵ ἑαυτοῖς εἰσοικίσαντες͵ ὥστε μηδενὶ κενῷ τὴν πονηρὰν δύναμιν ὁμιλήσασαν͵ ἑαυτῆς πάλιν πληρῶσαι͵ καὶ γενέσθαι τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων͵ διὰ τὸ τῆς καταδρομῆς σφοδρότερον͵ καὶ τὸ τῆς φρουρᾶς ἀσφαλέστερον καὶ δυσαλωτότερον. Ὅταν δὲ πάσῃ φυλακῇ τηρήσαντες τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν͵ καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ διαθέμενοι͵ καὶ νεώσαντες ἑαυτοῖς νεώματα͵ καὶ σπείραντες εἰς δικαιοσύνην͵ ὡς Σολομῶντι͵ καὶ Δαβὶδ͵ καὶ Ἱερεμίᾳ δοκεῖ͵ φωτίσωμεν ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως· τηνικαῦτα λαλῶμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν ἀποκεκρυμμένην͵ καὶ τοῖς ἄλλοις ἐκλάμπωμεν. Τέως δὲ καθαιρώμεθα καὶ προτελώμεθα τῷ Λόγῳ͵ ἵν΄ ὅτι μάλιστα αὐτοὺς ἡμᾶς εὐεργετῶμεν͵ θεοειδεῖς ἐργαζόμενοι͵ καὶ ἥκοντα τὸν Λόγον ὑποδεχόμενοι· οὐ μόνον δὲ͵ ἀλλὰ καὶ κρατοῦντες͵ καὶ τοῖς ἄλλοις προφαίνοντες.

ΙΑ.  Ἐπεὶ δὲ ἀνεκαθήραμεν τῷ λόγῳ τὸ θέατρον͵ φέρε τι περὶ τῆς ἑορτῆς ἤδη φιλοσοφήσωμεν͵ καὶ συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις καὶ φιλοθέοις ψυχαῖς. Ἐπεὶ δὲ κεφάλαιον ἑορτῆς μνήμη Θεοῦ͵ Θεοῦ μνημονεύσωμεν. Καὶ γὰρ τὸν ἐκεῖθεν τῶν ἑορταζόντων ἦχον͵ ἔνθα εὐφραινομένων πάντων ἡ κατοικία͵ οὐκ ἄλλο τι ἢ τοῦτο εἶναι νομίζω͵ Θεὸν ὑμνούμενόν τε καὶ δοξαζόμενον τοῖς τῆς ἐκεῖσε πολιτείας ἠξιωμένοις. Εἰ δέ τι τῶν ἤδη προειρημένων ὁ νῦν ἕξει λόγος͵ θαυμαζέτω μηδείς. Οὐ γὰρ τὰ αὐτὰ καὶ φθέγξομαι μόνον͵ ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν αὐτῶν͵ φρίττων καὶ γλῶσσαν͵ καὶ νοῦν͵ καὶ διάνοιαν͵ ὅταν περὶ Θεοῦ φθέγγωμαι καὶ ὑμῖν ταυτὸ τοῦτο συνευχόμενος τὸ ἐπαινετὸν πάθος καὶ μακάριον. Θεοῦ δὲ ὅταν εἴπω͵ ἑνὶ φωτὶ περιαστράφθητε καὶ τρισί· τρισὶ μὲν͵ κατὰ τὰς ἰδιότητας͵ εἴτουν ὑποστάσεις͵ εἴ τινι φίλον καλεῖν͵ εἴτε πρόσωπα (οὐδὲν γὰρ περὶ τῶν ὀνομάτων ζυγομαχήσομεν͵ ἕως ἂν πρὸς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν αἱ συλλαβαὶ φέρωσιν)· ἑνὶ δὲ͵ κατὰ τὸν τῆς οὐσίας λόγον͵ εἴτουν θεότητος. Διαιρεῖται γὰρ ἀδιαιρέτως͵ ἵν΄ οὕτως εἴπω͵ καὶ συνάπτεται διῃρημένως. Ἓν γὰρ ἐν τρισὶν ἡ θεότης͵ καὶ τὰ τρία ἕν. τὰ ἐν οἷς ἡ θεότης͵ ἢ͵ τό γε ἀκριβέστερον εἰπεῖν͵ ἂ ἡ θεότης. Τὰς δὲ ὑπερβολὰς καὶ ἐλλείψεις ἐλλείψω 36.348 μεν· οὔτε τὴν ἕνωσιν σύγχυσιν ἐργαζόμε νοι͵ οὔτε τὴν διαίρεσιν͵ ἀλλοτρίωσιν· Ἀπέστω γὰρ ἡμῶν ἐξ ἴσου͵ καὶ ἡ Σαβελλίου συναίρεσις͵ καὶ ἡ Ἀρείου διαίρεσις͵ τὰ ἐκ διαμέτρου κακὰ͵ καὶ ὁμότιμα τὴν ἀσέβειαν· τί γὰρ δεῖ Θεὸν͵ ἢ συναλείφειν κακῶς͵ ἢ κατατέμνειν εἰς ἀνισότητα;

ΙΒ.  Ἡμῖν δὲ͵ εἰς Θεὸς ὁ Πατὴρ͵ ἐξ οὗ τὰ πάντα͵ καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς͵ δι΄ οὗ τὰ πάντα͵ καὶ ἓν Πνεῦμα ἅγιον͵ ἐν ᾧ τὰ πάντα· τοῦ ἐξ οὗ͵ καὶ δι΄ οὗ͵ καὶ ἐν ᾧ͵ μὴ φύσεις τεμνόντων (οὐδὲ γὰρ ἂν μετέπιπτον αἱ προθέσεις͵ ἢ αἱ τάξεις τῶν ὀνομά των)͵ ἀλλὰ χαρακτηριζόντων μιᾶς καὶ ἀσυχύτου φύσεως ἰδιότητας. Καὶ τοῦτο δῆλον͵ ἐξ ὧν εἰς ἒν συνάγονται πάλιν͵ εἴτῳ μὴ παρέργως ἐκεῖνο ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ αὐτῷ ἀποστόλῳ͵ τὸ͵ Ἐξ αὐτοῦ͵ καὶ δι΄ αὐτοῦ͵ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα· αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. Πατὴρ ὁ πατὴρ͵ καὶ ἄναρχος· οὐ γὰρ ἔκ τινος. Υἱὸς ὁ υἱὸς͵ καὶ οὐκ ἄναρχος· ἐκ τοῦ Πατρὸς γάρ. Εἰ δὲ τὴν ἀπὸ χρόνου λαμβάνοις ἀρχὴν͵ καὶ ἄναρχος· ποιητὴς γὰρ χρόνων͵ οὐχ ὑπὸ χρόνον. Πνεῦμα ἅγιον ἀληθῶς τὸ πνεῦμα͵ προϊὸν μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς͵ οὐχ ὑϊκῶς δὲ͵ οὐδὲ γὰρ γεννητῶς͵ ἀλλ΄ ἐκπορευτῶς· εἰ δεῖ τι καὶ καινοτομῆσαι περὶ τὰ ὀνόματα σαφηνείας ἕνεκεν. Οὔτε τοῦ Πατρὸς ἐκστάντος τῆς ἀγεννησίας͵ διότι γεγέννηκεν· οὔτε τοῦ Υἱοῦ τῆς γεννήσεως͵ ὅτι ἐκ τοῦ ἀγεννήτου. Πῶς γάρ; οὔτε τοῦ Πνεύματος͵ ἢ εἰς Πατέρα μεταπίπτοντος͵ ἢ εἰς Υἱὸν͵ ὅτι ἐκπεπόρευται͵ καὶ ὅτι Θεὸς͵ κἂν μὴ δοκῇ τοῖς ἀθέοις· ἡ γὰρ ἰδιότης ἀκίνητος. ῍Η πῶς ἂν ἰδιότης μένοι͵ κινουμένη καὶ μεταπίπτουσα; Οἱ δὲ τὴν ἀγεννησίαν͵ καὶ τὴν γέννησιν φύσεις Θεῶν ὁμωνύμων τιθέμενοι͵ τάχα ἂν καὶ τὸν Ἀδὰμ͵ καὶ τὸν Σὴθ ὅτι ὁ μὲν οὐκ ἀπὸ σαρκός· πλάσμα γάρ· ὁ δὲ ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας) ἀλλήλων κατὰ τὴν φύσιν ἀλλοτριώσουσιν. Εἷς οὖν Θεὸς ἐν τρισὶ͵ καὶ τὰ τρία ἓν͵ ὥσπερ ἔφαμεν.

ΙΓ.  Ἐπεὶ δὲ οὕτω ταῦτα͵ ἢ τοῦτο͵ ἔδει δὲ μὴ τοῖς ἄνω μόνον τὴν προσκύνησιν περιγράφεσθαι͵ ἀλλ΄ εἶναί τινας καὶ κάτω προσκυνητὰς͵ ἵνα πληρωθῇ τὰ πάντα δόξης Θεοῦ͵ ἐπεὶ καὶ Θεοῦ· καὶ διὰ τοῦτο κτίζεται ἄνθρωπος͵ χειρὶ Θεοῦ τιμηθεὶς καὶ εἰκόνι. Τοῦτον δὲ φθόνῳ διαβόλου͵ καὶ πικρᾷ γεύσει τῆς ἁμαρτίας͵ Θεοῦ τοῦ πεποιηκότος ἐλεεινῶς χωριζόμενον παριδεῖν͵ οὐ Θεοῦ. Τί γίνεται; καὶ τί τὸ μέγα περὶ ἡμᾶς μυστήριον; Καινοτομοῦνται φύσεις͵ καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται· καὶ ὁ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολὰς τῆς ἰδίας 36.349 δόξης τε καὶ λαμπρότητος͵ ἐπὶ δυσμῶν δοξάζεται τῆς ἡμετέρας εὐτελείας καὶ ταπεινότητος͵ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δέχεται καὶ υἱὸς ἀνθρώπου γενέσθαι τε καὶ κληθῆναι· οὐχ ὃ ἦν μεταβαλὼν (ἄτρεπτον γὰρ)͵ ἀλλ΄ ὃ οὐκ ἦν προσλαβὼν (φιλάνθρωπος γὰρ)͵ ἵνα χωρηθῇ ὁ ἀχώρητος͵ διὰ μέσης σαρκὸς͵ ὁμιλήσας ἡμῖν͵ ὡς παραπετάσματος· ἐπειδὴ καθαρὰν αὐτοῦ τὴν θεότητα φέρειν͵ οὐ τῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ φύσεως. Διὰ τοῦτο τὰ ἄμικτα μίγνυται· οὐ γενέσει μόνον Θεὸς͵ οὐδὲ σαρκὶ νοῦς͵ οὐδὲ χρόνῳ τὸ ἄχρονον͵ οὐδὲ μέτρῳ τὸ ἀπερίγραπτον· ἀλλὰ καὶ παρθενίᾳ γέννησις͵ καὶ ἀτιμίᾳ τῷ καὶ τιμῆς ἁπάσης ὑψηλοτέρῳ͵ καὶ πάθει τὸ ἀπαθὲς͵ καὶ τῷ φθαρτῷ τὸ ἀθάνατον. Ἐπειδὴ γὰρ ᾤετο ἀήττητος εἶναι τῆς κακίας ὁ σοφιστὴς͵ θεότητος ἐλπίδι δελεάσας ἡμᾶς͵ σαρκὸς προβλήματι δελεάζεται· ἵν΄ ὡς τῷ Ἀδὰμ προσβαλὼν͵ τῷ Θεῷ περιπέσῃ͵ καὶ οὕτως ὁ νέος Ἀδὰμ τὸν παλαιὸν ἀνασώσηται͵ καὶ λυθῇ τὸ κατάκριμα τῆς σαρκὸς͵ σαρκὶ τοῦ θανάτου θανατωθέντος.

ΙΔ.  
Τῇ μὲν οὖν γεννήσει τὰ εἰκότα προεορτάσαμεν͵ ἐγώ τε ὁ τῆς ἑορτῆς ἔξαρχος͵ καὶ ὑμεῖς͵ καὶ πᾶν ὅσον ἐγκόσμιον τε καὶ ὑπερκόσμιον. Μετὰ ἀστέρος ἐδράμομεν͵ καὶ μετὰ Μάγων προσεκυνήσαμεν͵ μετὰ ποιμένων περιελλάμφθημεν͵ καὶ μετὰ ἀγγέλων ἐδοξάσαμεν͵ μετὰ Συμεὼν ἐνηγκαλισάμεθα͵ καὶ μετὰ Ἄννης ἀνθωμολογησάμεθα͵ τῆς γεραιᾶς καὶ σώφρονος· καὶ χάρις τῷ εἰς τὰ ἴδια ἐλθόντι ἀλλοτρίως͵ ὅτι τὸν ξένον ἐδόξασεν. Νυνὶ δὲ πρᾶξις ἄλλη Χριστοῦ͵ καὶ ἄλλο μυστήριον. Οὐ δύναμαι κατέχειν τὴν ἡδονὴν͵ ἔνθεος γίνομαι͵ μικροῦ καὶ͵ ὡς Ἰωάννης͵ εὐαγγελίζομαι͵ εἰ καὶ μὴ πρόδρομος͵ ἀλλ΄ ἀπὸ τῆς ἐρημίας. Χριστὸς φωτίζεται͵ συναναστράψωμεν· Χριστὸς βαπτίζεται͵ συγκατέλθωμεν͵ ἵνα καὶ συνανέλθωμεν. Βαπτίζεται Ἰησοῦς· τοῦτο μόνον; ἢ καὶ τὰ ἄλλα τηρεῖν ἐπιμελῶς ἀναγκαῖον; Τίς ὤν; καὶ παρὰ τίνος; καὶ κατὰ πηνίκα; Ὁ καθαρὸς͵ καὶ παρὰ Ἰωάννου͵ καὶ τῶν σημείων ἀρχόμενος; Ἵνα τί μάθωμεν͵ καὶ τί παιδευθῶμεν; Προκαθαίρεσθαι͵ καὶ ταπεινοφρονεῖν͵ καὶ κηρύσσειν ἐν τελειότητι͵ καὶ τῆς πνευματικῆς͵ καὶ τῆς σωματικῆς ἡλικίας. Ἐκεῖνο πρὸς τοὺς τὸ βάπτισμα σχεδιάζοντας͵ καὶ μὴ προευτρεπιζομένους͵ μηδὲ τὸ ἀσφαλὲς τῇ λυτρώσει 36.352 χαριζομένους͵ διὰ τῆς εἰς τὸ καλὸν ἕξεως. Καὶ γὰρ εἰ ἄφεσιν ἔχει τῶν παρελθόντων τὸ χάρισμα (χάρισμα γὰρ)͵ ἀλλὰ τότε μᾶλλον εὐλαβείας ἄξιον͵ μὴ πρὸς τὸν αὐτὸν ἔμετον ἐπανέλθωμεν. Τοῦτο πρὸς τοὺς ἐπαιρομένους κατὰ τῶν οἰκονόμων τοῦ μυστηρίου͵ ἂν ἀξίᾳ τινὶ προέχωσιν. Τὸ τρίτον πρὸς τοὺς θαῤῥοῦντας νεότητι͵ καὶ πάντα καιρὸν οἰομένους εἶναι διδασκαλίας͵ ἢ προεδρίας. Ἰησοῦς καθαίρεται· καὶ σὺ καταφρονεῖς τῆς καθάρσεως; Ὑπὸ Ἰωάννου· καὶ σὺ κατεξανίστασαι τοῦ σοῦ κήρυκος; Τριακονταέτης ὤν· καὶ σὺ πρὸ τῆς γενειάδος διδάσκεις τοὺς γέροντας͵ ἢ τὸ διδάσκειν πιστεύεις͵ οὔτε παρὰ τῆς ἡλικίας͵ οὔτε παρὰ τοῦ τρόπου τυχὸν ἔχων τὸ αἰδέσιμον; Εἶτα ὁ Δανιὴλ ἐνταῦθα͵ καὶ ὁ δεῖνα͵ νέοι κριταὶ͵ καὶ τὰ παραδείγματα ἐπὶ γλώσσης. Πᾶς γὰρ ἀδικῶν εἰς ἀπολογίαν ἕτοιμος. Ἀλλ΄ οὐ νόμος Ἐκκλησίας͵ τὸ σπάνιον· εἴπερ μηδὲ μία χελιδὼν ἔαρ ποιεῖ͵ μηδὲ γραμμὴ μία τὸν γεωμέτρην͵ ἢ πλοῦς εἷς τὸν θαλάττιον.

ΙΕ.  Πλὴν Ἰωάννης βαπτίζει͵ πρόσεισιν Ἰησοῦς· ἁγιάσων τυχὸν μὲν καὶ τὸν βαπτιστήν· τὸ δὲ πρόδηλον͵ πάντα τὸν παλαιὸν Ἀδὰμ͵ ἵν΄ ἐνθάψῃ τῷ ὕδατι· πρὸ δὲ τούτων καὶ διὰ τούτους͵ τὸν Ἰορδάνην· ὥσπερ ἦν πνεῦμα καὶ σὰρξ͵ οὕτω Πνεύματι τελειῶν καὶ ὕδατι. Οὐ δέχεται ὁ Βαπτιστής· ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται· Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι͵ ὁ λύχνος τῷ Ἡλίῳ φησὶν͵ ἡ φωνὴ τῷ Λόγῳ͵ ὁ φίλος τῷ Νυμφίῳ͵ ὁ ἐν γεννητοῖς γυναικῶν ὑπὲρ ἅπαντας͵ τῷ Πρωτοτόκῳ πάσης κτίσεως͵ ὁ προσκιρτήσας ἀπὸ γαστρὸς͵ τῷ ἐν γαστρὶ προσκυνηθέντι͵ ὁ προδραμὼν καὶ προδραμούμενος͵ τῷ φανέντι καὶ φανησομένῳ. Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτι σθῆναι· πρόσθες καὶ τὸ͵ ὑπὲρ σοῦ. ῎Ηδει γὰρ τῷ μαρτυρίῳ βαπτισθησόμενος· ἢ͵ ὡς Πέτρος͵ μὴ τοὺς πόδας μόνον καθαρθησόμενος. Καὶ σὺ ἔρχῃ πρὸς μέ; Καὶ τοῦτο προφητικόν. ῎Ηδει γὰρ ὡς μετὰ Ἡρώδην͵ Πιλᾶτον μανησόμενον͵ οὕτως αὐτῷ προαπελθόντι Χριστὸν ἑψόμενον. Τί δὲ Ἰησοῦς; Ἄφες ἄρτι· τοῦτο γὰρ ἡ οἰκονομία. ῎Ηδει γὰρ μετ΄ ὀλίγον͵ αὐτὸς βαπτίσων τὸν Βαπτιστήν. Τί δὲ τὸ πτύον; Ἡ κάθαρσις. Τί δὲ τὸ πῦρ; Ἡ τοῦ κούφου δαπάνη͵ καὶ ἡ ζέσις τοῦ Πνεύματος. Τί δὲ ἡ ἀξίνη; Τῆς ἀθεραπεύτου ψυχῆς ἡ ἐκτομὴ͵ καὶ μετὰ τὴν κόπρον. Τί δὲ ἡ μάχαιρα; Ἡ τομὴ τοῦ Λόγου͵ ἡ διαιροῦσα τὸ χεῖρον ἀπὸ τοῦ κρείττονος͵ καὶ διχοτομοῦσα τὸν πιστὸν καὶ τὸν ἄπιστον͵ καὶ ἐπεγείρουσα τὸν υἱὸν͵ καὶ τὴν θυγατέρα͵ καὶ τὴν νύμφην͵ τῷ πατρὶ͵ καὶ τῇ 36.353 μητρὶ͵ καὶ τῇ πενθερᾷ͵ τὰ νέα καὶ πρόσφατα. τοῖς παλαιοῖς καὶ σκιώδεσι. Τί δὲ ὁ σφαιρωτὴρ τοῦ ὑποδήματος͵ ὃν οὐ λύεις ὁ βαπτίζων Ἰησοῦν͵ ὁ τῆς ἐρημίας καὶ ἄτροφος͵ ὁ νέος Ἡλίας͵ ὁ προφήτου περισσότερος͵ ὅσῳ καὶ τὸν προφητευόμενον εἶδες͵ ὁ Παλαιᾶς καὶ Νέας μεσίτης; Τί τοῦτο; Τυχὸν ὁ τῆς ἐπιδημίας λόγος͵ καὶ τῆς σαρκὸς͵ οὗ μηδὲ τὸ ἀκρότατον εὐδιάλυτον͵ μὴ ὅτι τοῖς σαρκικοῖς ἔτι͵ καὶ νηπίοις ἐν Χριστῷ͵ ἀλλ΄ οὐδὲ τοῖς κατὰ Ἰωάννην τῷ Πνεύματι.

ΙΣΤ.  Ἀλλὰ καὶ ἄνεισιν Ἰησοῦς ἐκ τοῦ ὕδατος. Συναναφέρει γὰρ ἑαυτῷ τὸν κόσμον͵ καὶ ὁρᾷ σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς͵ οὓς ὁ Ἀδὰμ ἔκλεισεν ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς μετ΄ αὐτὸν͵ ὥσπερ καὶ τῇ φλογίνῃ ῥομφαίᾳ τὸν παράδεισον. Καὶ τὸ Πνεῦμα μαρτυρεῖ τὴν θεότητα· τῷ γὰρ ὁμοίῳ προστρέχει· καὶ ἡ ἐξ οὐρανῶν φωνή· ἐκεῖθεν γὰρ ὁ μαρτυρούμενος· καὶ ὡς περιστερὰ͵ τιμᾷ γὰρ τὸ σῶμα͵ ἐπεὶ καὶ τοῦτο τῇ θεώσει Θεὸς͵ σωματικῶς ὁρωμένη. Καὶ ἅμα πόῤῥωθεν εἴθισται περιστερὰ κατακλυσμοῦ λύσιν εὐαγγελίζεσθαι. Εἰ δὲ ὄγκοις καὶ σταθμοῖς κρίνεις θεότητα͵ καὶ διὰ τοῦτο μικρόν σοι τὸ Πνεῦμα͵ ὅτι ἐν εἴδει περιστερᾶς͵ ὦ μικρόλογε περὶ τὰ μέγιστα͵ ὥρα σοι καὶ βασιλείαν οὐρανῶν ἀτιμάζειν͵ ὅτι κόκκῳ σινάπεως ἀπεικάζεται· καὶ τῆς Ἰησοῦ μεγαλειότητος ὑπεραίρειν τὸν ἀντικείμενον͵ ὅτι ὁ μὲν ὄρος μέγα καλεῖται͵ καὶ λευϊαθὰν͵ καὶ βασιλεὺς τῶν ἐν τοῖς ὕδασιν· ὁ δὲ ἀμνὸς͵ καὶ μαργαρίτης͵ καὶ σταγὼν͵ καὶ τὰ τοιαῦτα προσαγορεύεται.

ΙΖ.  Ἐπεὶ δὲ βαπτίσματος ἡ πανήγυρις͵ καὶ δεῖ μικρόν τι προσκακοπαθῆσαι τῷ δι΄ ἡμᾶς μορφωθέντι͵ καὶ βαπτισθέντι͵ καὶ σταυρωθέντι͵ φέρε͵ τὶ περὶ διαφορᾶς βαπτισμάτων φιλοσοφήσωμεν͵ ἵν΄ ἀπέλθωμεν ἐντεῦθεν κεκαθαρμένοι. Ἐβάπτισε Μωϋσῆς͵ ἀλλ΄ ἐν ὕδατι· καὶ πρὸ τούτου͵ ἐν νεφέλῃ καὶ ἐν θαλάσσῃ. Τυπικῶς δὲ τοῦτο ἦν͵ ὡς καὶ Παύλῳ δοκεῖ· ἡ θάλασσα͵ τοῦ ὕδατος· ἡ νεφέλη͵ τοῦ Πνεύματος· τὸ μάννα͵ τοῦ τῆς ζωῆς ἄρτου· τὸ πόμα͵ τοῦ θείου πόματος. Ἐβάπτισε καὶ Ἰωάννης͵ οὐκ ἔτι μὲν Ἰουδαϊκῶς· οὐ γὰρ ἐν ὕδατι μόνον͵ ἀλλὰ καὶ εἰς μετάνοιαν· οὔπω δὲ ὅλον πνευματικῶς· οὐ γὰρ προστίθησι τὸ͵ ἐν Πνεύματι. Βαπτίζει καὶ Ἰησοῦς͵ ἀλλ΄ ἐν Πνεύματι. Τοῦτο ἡ τελειότης. Καὶ πῶς οὐ Θεὸς͵ ἵνα τι παραθαῤῥήσω μικρὸν͵ ἐξ οὗ καὶ σὺ 36.356 γίνῃ Θεός; Οἶδα καὶ τέταρτον βάπτισμα͵ τὸ διὰ μαρτυρίου καὶ αἵματος͵ ὃ καὶ αὐτὸς Χριστὸς ἐβαπτίσατο͵ καὶ πολύ γε τῶν ἄλλων αἰδεσιμώτερον͵ ὅσῳ δευτέροις ῥύποις οὐ μολύνεται. Οἶδα καὶ πέμπτον ἔτι͵ τὸ τῶν δακρύων· ἀλλ΄ ἐπιπονώτερον͵ ὡς ὁ λούων καθ΄ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην αὐτοῦ καὶ τὴν στρωμνὴν τοῖς δάκρυσιν͵ ᾧ τῆς κακίας προσώζεσαν καὶ οἱ μώλωπες· ὃς πενθῶν καὶ σκυθρωπάζων πορεύεται͵ καὶ ὃς μιμεῖται τὴν ἐπιστροφὴν Μανασσῆ͵ καὶ τὴν τῶν Νινευϊτῶν ἠλεημένην ταπείνωσιν· ὃς φθέγγεται τὰς τοῦ τελώνου φωνὰς ἐν τῷ ἱερῷ͵ καὶ δικαιοῦται παρὰ τὸν μεγάλαυχον Φαρισαῖον· ὃς συγκύπτει κατὰ τὴν Χαναναίαν͵ καὶ ζητεῖ φιλανθρωπίαν͵ καὶ ψίχας͵ κυνὸς τροφὴν ἄγαν λιμώττοντος.

ΙΗ. Ἐγὼ μὲν οὖν (ἄνθρωπος εἶναι γὰρ ὁμολογῶ͵ ζῶον τρεπτὸν καὶ ῥευστῆς φύσεως)͵ καὶ δέχομαι τοῦτο προθύμως͵ καὶ προσκυνῶ τὸν δεδωκότα͵ καὶ τοῖς ἄλλοις μεταδίδωμι͵ καὶ προεισφέρω τοῦ ἐλέου τὸν ἔλεον. Οἶδα γὰρ καὶ αὐτὸς ἀσθένειαν περικείμενος͵ καὶ ὡς ἂν μετρήσω͵ μετρηθησόμενος. Σὺ δὲ τί λέγεις͵ τί νομοθετεῖς͵ ὦ νέε Φαρισαῖε͵ καὶ καθαρὲ τὴν προσηγορίαν͵ οὐ τὴν προαίρεσιν͵ καὶ φυσῶν ἡμῖν τὰ Ναυάτου μετὰ τῆς αὐτῆς ἀσθενείας; Οὐ δέχῃ μετάνοιαν; οὐ δίδως ὀδυρμοῖς χώραν; οὐ δακρύεις δάκρυον; Μὴ σύ γε τοιούτου κριτοῦ τύχοις. Οὐκ αἰδῇ τὸ Ἰησοῦ φιλάνθρωπον͵ τοῦ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν λαβόντος͵ καὶ τὰς νόσους βαστάσαντος͵ τοῦ μὴ δικαίοις ἐλθόντος͵ ἀλλ΄ ἁμαρτωλοῖς εἰς μετάνοιαν͵ τοῦ ἔλεον θέλοντος μᾶλλον ἢ θυσίαν͵ τοῦ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ συγχωροῦντος τὰ ἁμαρτήματα; Ὡς μακάριόν σου τὸ ὑψηλὸν͵ εἰ καθαρότης ἦν͵ ἀλλὰ μὴ τῦφος͵ νομοθετῶν ὑπὲρ ἄνθρωπον͵ καὶ λύων τῇ ἀπογνώσει τὴν ἐπανόρθωσιν. Ὁμοίως γάρ ἐστι κακὸν͵ καὶ ἄνεσις ἀσωφρόνιστος͵ καὶ κατάγνωσις ἀσυγχώρητος· ἡ μὲν ὅλην ἐφιεῖσα τὴν ἡνίαν͵ ἡ δὲ τῷ σφοδρῷ κατάγχουσα. Δεῖξόν μοι τὴν καθαρότητα͵ καὶ δέχομαί σου τὴν θρασύτητα. Νῦν δὲ δέδοικα͵ μὴ βρύων ἕλκεσιν͵ εἰσάγῃς τὸ ἀνιάτρευτον. Οὐδὲ τὸν Δαβὶδ δέχῃ μετανοοῦντα͵ ᾧ καὶ τὸ προφητικὸν χάρισμα ἡ μετάνοια συνετήρησεν; Οὐδὲ Πέτρον τὸν μέγαν παθόντα τι ἀνθρώπινον περὶ τὸ σωτήριον πάθος; Ἰησοῦς δὲ ἐδέξατο͵ καὶ τῷ τρισσῷ τῆς ἐρωτήσεως καὶ τῆς ὁμολογίας͵ τὸ τρισσὸν τῆς ἀρνήσεως ἐθεράπευσεν. ῍Η οὐδὲ τελειωθέντα δέχῃ δι΄ αἵματος; Ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο τῆς σῆς ἀπο 36.357 νοίας. Οὐδὲ τὸν ἐν Κορίνθῳ παρανομήσαντα; Παῦλος δὲ καὶ ἀγάπην ἐκύρωσεν͵ ἐπειδὴ τὴν διόρθωσιν εἶδε· καὶ τὸ αἴτιον· Ἵνα μὴ τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος͵ βαρηθεὶς τῇ ἀμετρίᾳ τῆς ἐπιπλήξεως. Οὐδὲ τὰς νέας γαμίζεις χήρας͵ διὰ τὸ τῆς ἡλικίας εὐάλωτον; Παῦλος δὲ τοῦτο ἐτόλμησεν͵ οὗ σὺ δηλαδὴ διδάσκαλος͵ ὡς ἐπὶ τέταρτον οὐρανὸν φθάσας͵ καὶ ἄλλον παράδεισον͵ καὶ ἀποῤῥητοτέρων ἀκούσας ῥημάτων͵ καὶ μείζονα κύκλον τῷ Εὐαγγελίῳ περιλαβών.

ΙΘ.  Ἀλλ΄ οὐ μετὰ τὸ βάπτισμα ταῦτα. Τίς ἡ ἀπόδειξις; ἢ δεῖξον͵ ἢ μὴ κατάκρινε. Εἰ δὲ ἀμφίβολον͵ νικάτω τὸ φιλάνθρωπον. Ἀλλὰ Ναυάτος͵ φησὶν͵ οὐκ ἐδέξατο τοὺς ἐν τῷ διωγμῷ παραπεσόντας. Τί τοῦτο; Εἰ μὲν οὐ μεταγνόντας͵ δικαίως· οὐδὲ ἐγὼ δέχομαι τοὺς͵ ἢ μὴ καμπτομένους͵ ἢ μὴ ἀξίως͵ μηδὲ ἀντισηκοῦντας τῷ κακῷ τὴν διόρθωσιν· καὶ ὅταν δέξωμαι͵ τὴν προσήκουσαν αὐτοῖς ἀπονέμω χώραν. Εἰ δὲ τοὺς ἐκτακέντας τοῖς δάκρυσιν͵ οὐ μιμήσομαι. Καὶ τίς μοι νόμος ἡ Ναυάτου μισανθρωπία͵ ὃς πλεονεξίαν μὲν οὐκ ἐκόλασε͵ τὴν δευτέραν εἰδωλολατρείαν· πορνείαν δὲ οὕτω πικρῶς κατεδίκασεν͵ ὡς ἄσαρκος καὶ ἀσώματος; Τί φατε; Πείθομεν ὑμᾶς τοῖς λόγοις τούτοις; Δεῦρο͵ στῆτε μεθ΄ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Μεγαλύνωμεν ἅμα τὸν Κύριον. Μή τις ὑμῶν εἰπεῖν τολμήσῃ͵ μηδὲ εἰ λίαν ἑαυτῷ τεθάῤῥηκε· Μή μου ἅπτου͵ καθαρὸς γάρ εἰμι͵ καὶ τίς οὕτως ὥσπερ ἐγώ; μετάδοτε καὶ ἡμῖν τῆς λαμπρότητος. Ἀλλ΄ οὐ πείθομεν; καὶ ὑπὲρ ὑμῶν δακρύσομεν. Οὗτοι μὲν οὖν͵ εἰ μὲν βούλοιντο͵ τὴν ἡμετέραν ὁδὸν καὶ Χριστοῦ͵ εἰ δὲ μὴ͵ τὴν ἑαυτῶν πορευέσθωσαν. Τυχὸν ἐκεῖ τῷ πυρὶ βαπτισθήσονται͵ τῷ τελευταίῳ βαπτίσματι͵ τῷ ἐπιπονωτέρῳ τε καὶ μακροτέρῳ͵ ὃ ἐσθίει ὡς χόρτον τὴν ὕλην͵ καὶ δαπανᾷ πάσης κακίας κουφότητα.

Κ. Ἡμεῖς δὲ τιμήσωμεν τὸ Χριστοῦ βάπτισμα σήμερον͵ καὶ καλῶς ἑορτάσωμεν͵ μὴ γαστρὶ τρυφῶντες͵ ἀλλὰ πνευματικῶς εὐφραινόμενοι. Τρυφήσωμεν δὲ πῶς; Λούσασθε͵ καθαροὶ γίνεσθε. Εἰ μὲν φοινικικοὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐστὲ͵ καὶ ἧττον αἱματώδεις͵ λευκάνθητε ὡς χιών· εἰ δὲ κόκκινοι καὶ ἄνδρες αἱμάτων τέλειοι͵ κἂν εἰς ἐρίου λευκότητα φθάσατε. Πάντως δὲ καθάρθητε καὶ καθαίρεσθε. Ὡς 36.360 οὐδενὶ τοσοῦτον χαίρει Θεὸς͵ ὅσον ἀνθρώπου διορθώσει καὶ σωτηρίᾳ͵ ὑπὲρ οὗ λόγος ἅπας καὶ ἅπαν μυστήριον· ἵνα γένησθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ͵ ζωτικὴ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις δύναμις͵ ἵνα φῶτα τέλεια τῷ μεγάλῳ φωτὶ παραστάντες͵ καὶ τὴν ἐκεῖσε μυηθῆτε φωταγωγίαν͵ ἐλλαμπόμενοι τῇ Τριάδι καθαρώτερον καὶ τρανότερον͵ ἧς νῦν μετρίως ὑποδέδεχθε τὴν μίαν αὐγὴν ἐκ μιᾶς τῆς θεότητος͵ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν͵ ᾧ ἡ δόξα͵ καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΡΩΜΑΝΟΣ (†1694)

alt
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Σοβολὰκ τοῦ Καρπενησίου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς καὶ ἀγράμματους, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανούς. Παρέμεινε καὶ ὁ ἴδιος ἀγράμματος, καὶ κάποτε ἦλθε σὰν προσκυνητὴς στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἄκουσε διηγήσεις γιὰ νεομάρτυρες τῆς πίστης καὶ ἔτσι τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. 

Ἀργότερα πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος μπροστὰ στὸν κριτὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῷ ἀντίθετα κατηγόρησε τὸν Μωάμεθ σὰν παραμυθά. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν σὲ βάρος του, ἦταν φρικτὰ καὶ ἀνελέητα. Οἱ δήμιοὶ μὲ λύσσα ἔγδερναν τὸ σῶμα του. Ἐπειδὴ ὅμως παρέμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του, ὁ κριτὴς ἐξέδωσε θανατικὴ καταδίκη. 

Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ παρευρισκόμενος ἀρχηγὸς τοῦ τούρκικου στόλου, ζήτησε ἀντὶ νὰ τὸν θανατώσουν, νὰ τοῦ δοθεῖ ποινὴ ἰσόβιας δουλείας στὰ κουπιὰ τῶν πλοίων. Κάποιοι χριστιανοὶ ὅμως, κατόρθωσαν καὶ τὸν ἐλευθέρωσαν ἀντὶ χρημάτων καὶ τὸν ἔστειλαν στὸ Ἅγιον Ὄρος στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ ἔμεινε κοντὰ στὸν ὅσιο Ἀκάκιο, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο. 

Μὲ τὴν εὐλογία λοιπὸν τοῦ πνευματικοῦ του, μοναχὸς πλέον τώρα, ξεκίνησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ μαρτυρήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ κάτι κακὸ στὸν Πανάγιο Τάφο, τελικὰ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ προκάλεσε τοὺς Τούρκους, οἱ ὅποιοι τὸν πῆγαν στὸν βεζίρη καὶ κατόπιν, μετὰ ἀπὸ βασανιστήρια, τὸν ἔριξαν μέσα σ᾿ ἕνα ξεροπήγαδο, ὅπου ἔμεινε νηστικὸς γιὰ 40 μέρες. Τελικά, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1694. 

Τὸ Ἱερὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀντὶ 500 γροσιῶν ἀπὸ ἕναν Ἄγγλο πλοίαρχο καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀγγλία. Ἐνῷ μαντήλι μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἁγίου, βρίσκεται στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. 

Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου βρίσκεται στὸν Κώδ. 61 σελ. 265 τῆς Καλύβης Ἰωασαφαίων στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκδόθηκε στὸ Βόλο τὸ 1937.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...