Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 01, 2014

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Το κλειδί του χαμένου παραδείσου (Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή της Τυρινής)



ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή της Τυρινής)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
      Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή της Τυρινής όπως ονομάζεται, είναι αφιερωμένη στην ενθύμηση της εξόδου των Πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Στην πικρή ανάμνηση του πιο τραγικού γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας.
      Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα Του, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» Αυτού (Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2ο κεφ.). Ο άνθρωπος όμως έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτή η επιλογή του στέρησε τον Παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό κοινωνία με το Θεό και τη στέρηση των ακένωτων ευλογιών Του.
      Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε! Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε. Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προβλέποντας το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου, όπου ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν. Όμως δυστυχώς ο θρήνος τους δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους. 
     Αλλά ο Θεός οικονόμησε ώστε το ανθρώπινο γένος να σωθεί δια του νέου Αδάμ, του Υιού και Λόγου Του, του Ιησού Χριστού, ο Οποίος καταδέχτηκε να γίνει όμοιος με τον πρώτο χοϊκό Αδάμ, χωρίς όμως την αμαρτία, για να λυτρώσει «παγγενή τον Αδάμ», δηλαδή ολόκληρο το γένος εκείνου. Δια του επί γης σωτηρίου έργου Του επιτέλεσε τη σωτηρία υπακούοντας στο θέλημα του Ουράνιου Πατέρα «εγώ σε εδόξασα επὶ της γης, το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω»
(Ιωάν.17,4), «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»(Φιλιπ.2,8). Αν η ανυπακοή του πρώτου Αδάμ έφερε την συμφορά και την καταστροφή στο ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη δημιουργία, η υπακοή του δευτέρου Αδάμ έφερε την ευλογία, την καταλλαγή και την απολύτρωση. Ο πρώτος άνθρωπος έκλεισε την πόρτα του Παραδείσου και ο δεύτερος την άνοιξε διάπλατα, να εισέρχονται, δι’ Αυτού, όσοι το επιθυμούν και έχουν διάθεση να αγωνισθούν.
     Την ημέρα αυτή μας διδάσκει η εκκλησία μας να μιμηθούμε το Χριστό μας συγχορώντας τα παραπτώματα των συνανθρώπων μας. Όπως Εκείνος πήρε επάνω Του τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, και «το καθ’ ημών εξαλείψας χειρόγραφον…προσηλώσας αυτό τω σταυρώ» (Κολ.2,14), οφείλουμε και εμείς να συγχωρούμε τα παραπτώματα των αδελφών μας, αφού η συγχώρηση των δικών μας αμαρτιών από το Θεό, προϋποθέτει την συγχώρηση των παραπτωμάτων εναντίον μας, σταυρώνοντας τον εγωισμό μας και το μίσος μας για τους αδελφούς μας.
     Η συγχώρηση αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται και από έμπρακτα έργα αγάπης. Καλούμαστε να ανοίξουμε τις αποθήκες  της ψυχής μας και συνάμα τις αποθήκες των υλικών θησαυρών μας και να μοιράσουμε την αγάπη μας σε όσους την έχουν ανάγκη. Η ελεημοσύνη δεν είναι μιαν τυπική εντολή, αλλά τρόπος  ζωής για τον πιστό, διότι η «ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται, και αύτη αποκαθαριεί πάσαν αμαρτίαν»(Τωβίτ12,9). Η ελεημοσύνη θα πρέπει να εξαλείψει το αμαρτωλό πάθος μας για τη συσσώρευση υλικών αγαθών, την πλεονεξία μας. Καλούμαστε να πάψουμε να αποθηκεύουμε στις γήινες αποθήκες, αλλά στις ουράνιες, με την αγαθοεργία μας. Μόνο που αυτή θα πρέπει να μην έχει υποκριτικό και εγωιστικό χαρακτήρα, να γίνεται «εν τω κρυπτώ», χωρίς την παραμικρή επίδειξη της φιλανθρωπίας μας.
    Ακόμη μας συμβουλεύει η Εκκλησία μας πως η νηστεία και γενικά ο πνευματικός μας αγώνας αυτή την ιερή περίοδο μπορεί να μας ωφελήσει υπό μια προϋπόθεση. Ο Κύριος, έχοντας υπόψη του την υποκριτική νηστεία των φαρισαίων της εποχής του, μας συμβουλεύει να νηστεύουμε με διακριτικότητα και ταπείνωση, κρυφά από τα μάτια των ανθρώπων, ώστε να μην εγείρεται στην ψυχή μας ίχνος εγωπάθειας για το «κατόρθωμά» μας. Η νηστεία είναι άλλωστε το πολύτιμο μέσο για την  ψυχοσωματική κάθαρση, διότι, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριος «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ.9,29). Δια της ηδονής, της λαιμαργίας και της ακράτειας γίναμε ξένοι του Θεού και απομακρυνθήκαμε, σαν τον Άσωτο, της πατρικής οικίας. Δια της νηστείας επιστρέφουμε και πάλι στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα και στην πατρική μας εστία.            
     Η ενθύμηση του αδαμιαίου θρήνου αυτή την ημέρα είναι επιβεβλημένη από την Εκκλησία μας, διότι από την επόμενη ημέρα αρχίζει η αυστηρή νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ο αγώνας κατά των ψυχοκτόνων παθών μας, «το στάδιον των αρετών ηνέωκται», «έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή, η κατά των δαιμόνων νίκη, πάνοπλος εγκράτεια», «ο καλός της νηστείας αγών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Οι προπάτορές μας αποτελούν ιδανικό παράδειγμα συνετισμού μας. Η λαιμαργία τους, τους οδήγησε στην απώλεια. Η ψυχοσωματική νηστεία η δική μας και η άσκηση των αρετών μας φέρνει στην ουρανοδρόμο πορεία για να συναντήσουμε ξανά το Θεό. Μόνο που ο θρήνος μας δεν θα πρέπει να είναι ωφελιμιστικός, όπως των πρωτοπλάστων, αλλά οντολογική συντριβή και μετάνοια για την αμαρτωλότητά μας. Είναι το μόνο αντίδοτο για την ύβρη μας απέναντι στο Θεό και ο μόνος τρόπος της σωτηρίας μας.

      Η Εδέμ βρίσκεται δίπλα μας, κλεισμένη. Όμως ο φιλάνθρωπος Θεός μας έδωσε το κλειδί να ανοίξουμε τη θύρα και να εισέλθουμε, με την ειλικρινή μετάνοιά μας και την προσαρμογή της ζωής μας στη ζωή του Χριστού, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ.4,19). Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια καλή ευκαιρία για να αξιωθούμε της εν Χριστώ μορφοποίησής μας, με προσευχή, νηστεία, εκκλησιασμό, μετάνοια,  εξομολόγηση,  Θεία Κοινωνία, μελέτη της Αγία Γραφής και άλλων πνευματικών και ψυχωφελών αναγνωσμάτων. Ας αρχίσουμε από αύριο τον καλό αγώνα μας για προσωπική σωματική και ψυχική κάθαρση από τα πάθη μας και τις αμαρτωλές μας έξεις, «ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ἡμᾶς ήδη εξ ύπνου εγερθῆναι· νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρᾳ ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίτας και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλῳ, ἀλλ᾿ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησοῦν Χριστόν, και της σαρκὸς πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ.13,11-14). Ας πάρουμε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση, να βρούμε το χαμένο Παράδεισο και να τον ανοίξουμε, ξεκλειδώνοντάς τον  με τη σώζουσα χάρη του Χριστού και τη δική μας συντριβή και μετάνοια!   

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΠΛΑΝΑΣ (2 ΜΑΡΤΙΟΥ)


«Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.

Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.

Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες εκεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών.

Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.

Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.

Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.
Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.

Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.

Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιος του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.

Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.

Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.

Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η. Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.

Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδύαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.

Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.

Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.

Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.

Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.

Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:

"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"

...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.

Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!

Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού».

(Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ 
- Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας)

Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Υπήρξε δηλαδή το όργανο του Θεού, διά της απλότητος του οποίου διαχύθηκε στον κόσμο πλούσια η σοφία Εκείνου. Δεν είχε κάτι από τα σπουδαία φυσικά προσόντα, τα οποία πολλές φορές, αν δεν προσέξει ο κατέχων αυτά,  λειτουργούν πειρασμικά και μπαίνουν εμπόδιο στη θέα του Θεού. Το απόλυτο προσόν του ήταν  η απλότητά του, που σήμαινε τη φανέρωση  της ταπείνωσής του, άρα της ύπαρξης της χάρης του Θεού σ’ αυτόν. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» λέει ο λόγος του Θεού κι αυτήν την ταπείνωση είχε ο γνωστός και αγαπητός σε όλους παπα-Νικόλας. Με άλλα λόγια μπροστά στον άγιο Νικόλαο είναι σα να τοποθετούμαστε ενώπιον του ίδιου του Θεού μας και να αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια καταπληκτική διαφάνεια του ουρανού ήταν η όλη πορεία της ζωής του.   Η ακολουθία του νεώτερου αυτού αγίου της Εκκλησίας μας πρώτα από όλα την παραπάνω αλήθεια θίγει: «Ω, παράδοξο θαύμα! Τα μωρά του κόσμου διάλεξε ο Θεός και ντρόπιασε με αυτά την έπαρση των σοφών» («Ω του παραδόξου θαύματος! Τα μωρά του κόσμου ο Θεός επέλεξε, την δ’ έπαρσιν των σοφών τούτοις κατήσχυνεν»). «Πω, πω, για τα θαυμάσιά σου, Χριστέ! Εσύ αξίωσες, με την ευδοκία και τη χάρη Σου,  τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα κι από τα ισχυρά και να φθάσουν πετώντας από τη γη στον ουρανό» («Βαβαί! Των σων θαυμασίων, Χριστέ! Συ τα ασθενή του κόσμου, ισχυρών υπέρτερα, και γήθεν εις ουρανόν μολείν υπόπτερα, ηξίωσας αγαθέ, τη παρά σου ευδοκία και χάριτι») (στιχηρά εσπερινού).

Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η απλότητα ενός ανθρώπου δεν στρέφει κατ’ ανάγκην τον άνθρωπο στον Θεό και στην απόκτηση των θεϊκών χαρίτων. Υπάρχουν δυστυχώς απλοί άνθρωποι, με την έννοια της απλοϊκότητας, οι οποίοι ακριβώς γι’ αυτό πολύ εύκολα οδηγούνται στην πονηρία και σε μία περίεργη υπερηφάνεια. Που θα πει: ο άγιος Νικόλαος την απλοϊκότητά του την «έδεσε» με την αγάπη του προς τον Θεό, ώστε να φανερωθεί με τον τρόπο που είπαμε, η σοφία του Θεού. Τίποτε επίγειο δεν τον τραβούσε και δεν τον γοήτευε. Η καρδιά του χτυπούσε μόνον για τον Σωτήρα του Χριστό, και μάλιστα «εκ παίδων».  «Εσένα ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον Σωτήρα σου» («Σε ο κόσμος ουχ είλκυσεν, ουδέ φίλον εκτήσατο, σην καρδίαν δ’ έδωκας τω Σωτήρι σου») (στιχηρό εσπερινού). Γι’ αυτό και όλοι, όπως παλαιότερα τον άγιο Αντώνιο που τον χαρακτήριζαν οι άνθρωποι του καιρού του «θεοφιλή», ονόμαζαν τον παπα-Νικόλα «άνθρωπον όντως του Θεού», με όλα τα χαρίσματα ενός τέτοιου ανθρώπου: την αφιλαργυρία, την αγάπη και την ελεημοσύνη, την αγιασμένη ιερωσύνη.  «Αυτά είπε ο λόγος όσων σε γνωρίζουν, πάτερ Νικόλαε: ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς» («Τάδε έφη των ειδότων σε, πάτερ Νικόλαε, ο λόγος. Δεύτε ίδετε άνθρωπον όντως του Θεού∙ αυτού θεράποντα γνήσιον∙ λειτουργόν της Χάριτος ηγιασμένον∙ απλούν τον τρόπο και αφιλάργυρον∙ εν ελεημοσύναις και οικτιρμοίς πενήτων τον Χριστόν αγαπώντα και διακονούντα») (δοξαστικό εσπερινού).

Ο μακαριστός υμνογράφος του αγίου Νικολάου Πλανά, Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς, παίρνει αφορμή από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη όντως αγάπη του προς τον ομώνυμο άγιό του - «είθε να χαίρεις συ που γέμισες από θείο ζήλο και ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας» (στιχηρό αποστίχων εσπερινού) – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να κάνει ωραίους συσχετισμούς ως προς τον αγιασμένο βίο του. Σ’ ένα ιδιόμελο της λιτής για παράδειγμα διαβάζουμε: «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο, τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη  του» («εν ύμνοις τιμήσωμεν ηγιασμένον Νικόλαον, τον Πλανάν μεν τη κλήσει, απλανή δε την πίστιν»). Και στο απολυτίκιο: «Ξέφυγες από τις παγίδες του πλάνου, ιερώτατε, και πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά» («Τας του πλάνου παγίδας εκφυγών, ιερώτατε, απλανώς επορεύθης διά βίου, πατήρ ημών, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά»).

Κι ασφαλώς ο ταλαντούχος μακαριστός Μητροπολίτης δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι ο άγιος παπα-Νικόλας καταγόταν από τη νήσο Νάξο, ήταν βραδύγλωσσος, ήταν έξοχος λειτουργός του Υψίστου, σχετιζόταν με μεγάλα αναστήματα των ελληνικών γραμμάτων. Πώς να παραλείψει την καταγωγή του, όταν από το ίδιο νησί της Νάξου καταγόταν το άλλο μεγάλο αστέρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης; Για τον υμνογράφο η χώρα των Ναξίων έχει διπλό λόγο να καυχάται, ενώ ο νεώτερος Νικόλαος αγιάστηκε, γιατί θέλησε να ακολουθήσει την ίδια στενή οδό του παλαιοτέρου συμπατριώτη του Νικοδήμου. «Η χώρα των Ναξίων απέκτησε τώρα διπλό όνομα ως  πλούτο αδαπάνητο: τον Νικόδημο και τον Νικόλαο» («Ναξίων η χώρα…νυν πλούτον αδαπάνητον δυώνυμον εκτήσατο, Νικόδημον, Νικόλαον») (ωδή α΄).  «Είδε τον μεγάλο Νικόδημο, τον μέγα αγιορείτη και ένδοξο και συμπολίτη άγιο ο Νικόλαος ο Νάξιος, και στερεώθηκε προς αγιασμό του στην ίδια στενή οδό» («Ιδών τον Νικόδημον τον πάνυ, τον μέγαν αγιορείτην και κλεινόν και συμπολίτην άγιον, Νικόλαος ο Νάξιος εν τη αυτή στενή οδώ αγιασθείς εστερέωτο») (ωδή α΄).

Η βραδυγλωσσία του επίσης: παραλληλίζεται με τη βραδυγλωσσία του προφήτη Μωυσή, ο οποίος προς διευκόλυνσή του είχε βοηθό τον αδελφό του Ααρών. Κι όπως ο Μωυσής μπόρεσε να επιτελέσει το καθοδηγητικό του έργο, παρά το πρόβλημά του, έτσι και ο άγιος Πλανάς: καθοδήγησε πολλούς στην πίστη, έχοντας όμως ως βοηθό του όχι άνθρωπο, αλλά το ίδιο το Παράκλητο άγιον Πνεύμα. «Άρθρωσε ατελή λόγο ο παμμακάριος Νικόλαος, μοιάζοντας στον βραδύγλωσσο παλιά Μωυσή, και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο» («Λόγον ατελή αρθρώσας ο παμμάκαρ Νικόλαος, και τω βραδυγλώσσω πάλαι Μωυσεί ομοιούμενος, πολλούς Κυρίω φωτίσας ουχ υστέρησεν») (ωδή δ΄). «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαος» («Ααρών συμπαραστάτης Μωυσέως εγένετο και τω Νικολάω ήλθεν αρωγός ο Παράκλητος») (ωδή δ΄).

Εκεί που αποκαλύπτεται περίτρανα η αγιότητα του παπα-Νικόλα ήταν στον λειτουργικό τομέα. Ο άγιος υπήρξε άφθαστος λειτουργός του Υψίστου, όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή έβγαζε ωραία κηρύγματα – τίποτε από αυτά – αλλά γιατί λειτουργούσε με αίσθηση ψυχής, «κατεβάζοντας στη γη τον ουρανό». Τα παιδιά ιδιαιτέρως, και όσοι είχαν καρδιά παιδιού, τον έβλεπαν να λειτουργεί μαζί με τους αγγέλους και να ίπταται πάνω από το έδαφος. «Από τη θεϊκή δόξα σου, φάνηκες στα μάτια των παιδιών, πάτερ, σαν λαμπτήρας φωτεινότατος, και όταν ιερουργούσες με λαμπρούς αγγέλους φαινόσουν να μη πατάς πάνω στη γη» («Λαμπτήρ φαεινότατος, επί τη θεία δόξη σου, φαίνει οφθαλμοίς παιδίων, πάτερ, ιερουργών δε μετά αγγέλων φαιδρών ώφθης μη πατών επί της γης») (ωδή ε΄). Σαν τον άγιο Σπυρίδωνα, που απλός και αυτός ως άνθρωπος, «αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας αυτώ». Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι οι πράγματι σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, οι μεγάλοι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όπως και πλήθος άλλων, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις διάφορες ακολουθίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν ως μύστη των αρρήτων και αθεάτων μυστηρίων, αυτόν έρχονταν να βοηθήσουν στο ψαλτήρι του.  Ο υμνογράφος, συνεσκιασμένα είναι αλήθεια, κάνει λόγο και για τη σχέση του, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, με τους ανθρώπους αυτούς των γραμμάτων. Οι εγγράμματοι θέλγονταν από τον αγράμματο. Όχι βεβαίως για την αγραμματοσύνη του, αλλά για την πλησμονή της χάρης του Θεού που ζούσε πλούσια στην καρδιά του. «Είχες άξιους συνεργάτες, που τραγουδούσαν και έψαλλαν με την καρδιά τους στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής» («Αξίους έσχες συνεργούς, άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω. Τούτων τα ονόματα περίπυστα τοις των γραμμάτων ερασταίς, τω δε Θεώ γεγραμμένα εν βίβλω ζωής») (λιτή).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ «᾽Εάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτών, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 15) π. Γεώργιος Δορμπαράκης


«᾽Εάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτών, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 15)

α. Στο τελευταίο σκαλοπάτι για την είσοδό μας στην Μεγάλη Σαρακοστή η Εκκλησία μας έρχεται διά του ευαγγελικού αναγνώσματος – τμήματος της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο – να επιτείνει ό,τι ετόνισε στις προηγούμενες εισαγωγικές Κυριακές του Τριωδίου: ότι δεν είναι δυνατόν να πορευτούμε την ευλογημένη αυτήν περίοδο, που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, ότι δεν μπορούμε να έχουμε δηλαδή πραγματική σχέση με τον Θεό μας, αν δεν πετάξουμε από πάνω μας τις «μάσκες» της υποκρισίας και δεν σταθούμε έναντι Αυτού με το αυθεντικό πρόσωπό μας, αυτό που δημιουργεί η αληθινή μετάνοια: χωρίς τις επακαλύψεις της μνησικακίας, με αληθινή νηστεία που γίνεται για εμάς τους ίδιους, με συναίσθηση ότι το κέντρο βάρους της ζωής μας, ο αληθινός θησαυρός μας, βρίσκεται όχι στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου του παρερχομένου, αλλά στη Βασιλεία του Θεού. Κι αυτό σημαίνει ότι η Μεγάλη Σαρακοστή λειτουργεί ως τύπος όλης της ζωής μας, αφού ο καθημερινός αγώνας του χριστιανού είναι πώς να διατηρηθεί ακέραιο το αυθεντικό του πρόσωπο, εκείνο που βγήκε από την αγία κολυμβήθρα της Εκκλησίας μας ως μέλος Χριστού. Ο Κύριος λοιπόν τονίζει: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό και να διατηρεί το δώρο της χάρης Του, χωρίς  πρώτα από όλα να δίνει αδιάκοπα τη συγγνώμη του στον συνάνθρωπό του. Κατά τη διατύπωση του Ίδιου: «᾽Εάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν».

β. 1. Κι είναι αλήθεια ότι η επισήμανση του Κυρίου είναι καίριας και αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι η μνησικακία, ως μνήμη της κακίας των άλλων και αδυναμία συνεπώς προσφοράς της συγγνώμης μας για τα τυχόν παραπτώματά τους απέναντί μας, αποτελεί ένα από τα βασικά και μόνιμα σχεδόν προβλήματα στις σχέσεις μας με αυτούς. Λόγοι προσβλητικοί, κακές συμπεριφορές, στάσεις αδιαφορίας του άμεσου ή ευρύτερου περίγυρού μας, έρχονται πολλές φορές να προκαλέσουν τον υπάρχοντα εγωισμό μας, ο οποίος απαιτεί την αποδοχή και τον έπαινο, ίσως μάλιστα και την κυριαρχία επί των άλλων, ακυρώνοντας έτσι τη μοναδική και αποκλειστική σχεδόν προϋπόθεση παρουσίας του Θεού στη ζωή μας: την αγάπη. Με άλλα λόγια η μνησικακία αποτελεί το μεγαλύτερο φράγμα για να παραμένουμε εν τω Θεώ, αφού «ο Θεός αγάπη εστί», ενώ αποκαλύπτει περίτρανα τον εγωισμό που έχει θρονιαστεί ως βασιλιάς στην καρδιά μας, συνεπώς και την κατίσχυση της αμαρτίας πάνω μας.

2. Ο Κύριος λοιπόν είναι σαφής: αν δεν αποτινάξουμε από την καρδιά μας, δηλαδή από τον βαθύτερο εαυτό μας, την όποια μνησικακία μας, αν δεν αγωνιζόμαστε να είμαστε ανεξίκακοι με αγάπη μέσα μας, πρόσωπο Θεού δεν πρόκειται να δούμε, ούτε εν τω νυν ούτε εν τω μέλλοντι αιώνι. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι ο αγώνας αυτός δεν είναι μία απομείωσή μας: χάνουμε κάτι,  αλλά ο κατεξοχήν εμπλουτισμός μας: διώχνουμε αυτό που συνιστά δηλητήριο της ψυχής μας και ενέργεια δαιμονική και κρατάμε και αυξάνουμε τη χάρη του Θεού. Την αλήθεια αυτή ο Κύριος δεν την κήρυξε μόνον με τα παραπάνω λόγια, με θετική και αρνητική διατύπωση, που και μόνον αυτά ήταν βεβαίως υπεραρκετά για τη συνειδητοποίηση της φοβερής σημασίας της ανεξικακίας, αλλά και με τα λόγια της προσευχής που μας έμαθε να λέμε, στην Κυριακή λεγόμενη προσευχή, στο γνωστό «Πάτερ ημών»: «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»: συγχώρησε τις αμαρτίες μας, όπως και εμείς συγχωρούμε τις αμαρτίες των άλλων. Η συγγνώμη του Θεού προς εμάς έχει ως μοναδική προϋπόθεση τη συγγνώμη τη δική μας προς τους συνανθρώπους μας. Ο Κύριος δηλαδή «έδεσε» τη σωτηρία μας με την καλή σχέση μας προς τους άλλους. Αυτό που τόνισε το ευαγγέλιο της κρίσεως της προηγουμένης Κυριακής, έρχεται σήμερα να τονιστεί και με έναν άλλον τρόπο.

3. Εκεί όμως που ο Κύριος έδωσε το συγκλονιστικότερο «μάθημα» της ανεξικακίας ήταν με την ίδια τη ζωή Του, όταν βρισκόταν μάλιστα πάνω στον Σταυρό. Ο Σταυρός Του, που περικλείει όλη την τελειότητα (όσιος Μάρκος ο ασκητής),  ήταν η αποκάλυψη της άπειρης αγάπης Του και της ανεξικακίας Του, απέναντι μάλιστα σε μία ανθρωπότητα, η οποία τόσο είχε εκτροχιαστεί, ώστε θέλησε να σκοτώσει τον ίδιο τον Δημιουργό και Ευεργέτη της. «Πάτερ, άφες αυτοίς• ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» είναι τα λόγια προσευχής Του υπέρ των σταυρωτών Του. Και το παράδειγμα αυτό συγγνώμης και ανεξικακίας συνέχισαν, με τη βοήθεια και τη χάρη βεβαίως του Ίδιου, και οι απόστολοι και οι μάρτυρες και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας. Ο άγιος Στέφανος για παράδειγμα: τι άλλο κάνει όταν την ώρα που λιθοβολείται από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους επαναλαμβάνει, απλώς παραλλαγμένα, τα ίδια λόγια του Κυρίου; «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»; Το ίδιο και ο νεώτερος άγιος, για να μνημονεύσουμε και έναν ακόμη, Διονύσιος Αιγίνης: κρύβει και καλύπτει από το απόσπασμα που τον κυνηγά, τον φονιά του αδελφού του και στη συνέχεια τον φυγαδεύει.
Έτσι όρος, προϋπόθεση για να είναι κανείς Χριστιανός, είναι η βίωση της ανεξικακίας και της συγγνώμης. Δεν μπορεί κανείς να λέγεται Χριστιανός, χωρίς να συγχωρεί τους πάντες, έστω κι αν αυτοί είναι εχθροί του. Κι αυτό άλλωστε, ως γνωστόν, είναι το διακριτικό που ξεχωρίζει τον χριστιανό μάρτυρα από οποιοδήποτε άλλο είδος μάρτυρα: ο χριστιανός πεθαίνει προσευχόμενος υπέρ των διωκτών του, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη γνησιότητα της πίστης του στον Χριστό.

4. Βεβαίως η απόκτηση της ανεξικακίας δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί αγώνα διαρκή και επίπονο. Χρειάζεται να «ματώσει» κανείς εσωτερικά, για να μπορέσει να σταθεί με καθαρή καρδιά απέναντι στον συνάνθρωπό του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ασκητή εκείνου στο Γεροντικό, που έφτυνε αίμα τη στιγμή που τον πλησίασε ένας άλλος αδελφός. Και στην ερώτηση του αδελφού τι συνέβη, εκείνος απάντησε: Πριν από λίγο ένας αδελφός με πίκρανε. Και παρακάλεσα τον Θεό να μου βγάλει την πίκρα από μέσα μου. Και να, ο Θεός με άκουσε και έκανε αίμα την πίκρα μου και την έβγαλα.
Θα πρέπει μάλιστα να διέλθει ο πιστός από ορισμένα στάδια, που μας τα έχουν υποδείξει και καθορίσει οι ασκητικοί Διδάσκαλοι και Πατέρες της Εκκλησίας. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, για παράδειγμα, ο επονομαζόμενος της Κλίμακος, μας μιλάει για τρεις βαθμίδες στην ανεξικακία. Πρώτη βαθμίδα, γράφει, είναι να αποδέχεται κανείς τις προσβολές και τις ατιμίες, έστω με οδύνη και πικρία ψυχής. Στη δεύτερη βαθμίδα φθάνουν αυτοί που έχοντας πια περάσει από την πρώτη, δεν θλίβονται  για τις προσβολές και τις αναποδιές που τους συμβαίνουν, αλλά και δεν χαίρονται βεβαίως. Και η τρίτη βαθμίδα, το στάδιο των τελείων, είναι γι’ αυτούς που όχι μόνον δεν πονούν και δεν πικραίνονται, αλλά θεωρούν ως επαίνους τις ατιμίες. Πρόκειται για στάδιο τελείωσης που χαρακτηρίζεται από το σύγχρονο λογικοκρατούμενο και αυτονομημένο άνθρωπο ως τρέλα. «Αρχή ανεξικακίας – λέει επακριβώς –εν πικρία και οδύνη ψυχής τας ατιμίας καταδέχεσθαι. Μεσότης, αλύπως εν ταύταις διακείσθαι. Τέλος δε, ως ευφημίας ταύτας λογίζεσθαι».

5. Ο ίδιος μάλιστα άγιος προβαίνει και σε άλλα σημεία των λόγων του και σε συγκεκριμένες συμβουλές, που μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να ξεπεράσει τη μνησικακία. Μερικά παραδείγματα.
- Αν αισθάνεσαι πικρία και μίσος απέναντι σε κάποιον αδελφό και δεν έχεις τη δύναμη να τον αγαπήσεις με την καρδιά σου, τουλάχιστον να μετανοείς απέναντί του και να τον πλησιάζεις με τα λόγια, με το στόμα. Ίσως έτσι ντραπείς τα λόγια σου και τον αγαπήσεις πραγματικά.
- Αν ακούσεις ότι κάποιος αδελφός σε κατηγόρησε, μην αφεθείς εσύ στο πάθος της μνησικακίας, αλλά ξεπέρασέ το λέγοντας γι’ αυτόν επαινετικά λόγια.
- Αν δεις ή ακούσεις κάτι που σου κινεί το πάθος της κατακρίσεως (καρπού της μνησικακίας), μη λες ότι από αγάπη κατακρίνεις, διότι η αγάπη οδηγεί σε κρυφή προσευχή υπέρ αυτού που έσφαλε, και όχι σε κατηγόρια. Αυτός ο τρόπος αντιδράσεως μάλιστα – προσευχή υπέρ αυτών που μας φταίνε – αποτελεί κατά τον άλλον μεγάλο ασκητικό διδάσκαλο όσιο Μάρκο τον ασκητή, «κτύπημα και πληγή των δαιμόνων».

γ. Η ανεξικακία, ενόψει μάλιστα της Σαρακοστής που μας ωθεί με όλες τις εκφράσεις της στην αποκάλυψη του γνήσιου εαυτού μας, όπως είπαμε, παρ’ όλες τις δυσκολίες αποκτήσεως και βιώσεώς της, είναι ό,τι πιο απαραίτητο για την πορεία μας ως χριστιανών. Δεν θα σωθούμε από τις τυχόν νηστείες ή τις ελεημοσύνες ή τις προσευχές μας, αν όλα αυτά δεν βρίσκουν την κατάληξή τους στην ανεξικακία ή και δεν την έχουν ως προϋπόθεσή τους. Διότι, και πάλι θα το πούμε, η αρετή αυτή είναι έκφραση της αγάπης και η αγάπη είναι και θα είναι το απόλυτο κριτήριο της ζωής μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ Ευαγγέλιο : Μτθ. 6,14-21 π.Γερασιμάγγελος Στανίτσας


Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ Μ. ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

            Εν ολίγοις

            Βρισκόμαστε στο τέλος του πρώτου μέρους του κατανυκτικού Τριωδίου και από αύριο εισερχόμαστε στο δεύτερο μέρος του, τη Μ. Σαρακοστή που θα τελειώσει το Μ. Σάββατο. Η Εκκλησία μας δίδαξε την αρετή της ταπεινοφροσύνης, μας βεβαίωσε για τη σωτήρια μετάνοια και μας πρόβαλλε το λόγο για την επιστροφή μας  στο Θεό εν αναμονή της Β΄ Παρουσίας του Κυρίου.
            Και στις τέσσαρες Κυριακές τα ευαγγέλια απευθύνονται σε μας ως μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας. Σήμερα ακούσαμε συγκεκριμένες οδηγίες για την νηστεία και τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, για τη συγχωρητικότητα και τον θησαυρισμό.
            Ιδιαίτερα αυτό το τελευταίο είναι μία μεγάλη παγίδα για τον πιστό, γιατί εύκολα ξεγελιέται και μεταβάλλει την πορεία του σε αδιέξοδο. Και εδώ βρίσκεται το ερώτημα πού βρίσκεται ο θησαυρός του ανθρώπου. Εδώ φαίνεται πόσο βαθιά είναι ριζωμένος ο χριστιανισμός μας, γιατί η καρδιά μας βρίσκεται εκεί , όπου βρίσκεται και ο θησαυρός μας, λέει ο Κύριος.
            Στην εποχή μας επικρατεί η αντίληψη, ότι η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στην απεριόριστη αύξηση της καταναλωτικότητας ως μοναδικού στόχου της κοινωνικής ζωής και προβάλλεται με κάθε τρόπο η οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για μία νοοτροπία που δημιούργησε ένα υλιστικό τρόπο ζωής και διέστρεψε κάθε έννοια ηθικής. Η μεγιστοποίηση του κέρδους γίνεται πλέον το ιδανικό που κατευθύνει την ατομική και κοινωνική ζωή του ανθρώπου. Γίνεται όμως και το μέσον που διαφθείρει την ηθική ποιότητά του. Έτσι η κοινωνία μεταβάλλεται σ’ ένα τεράστιο καταναλωτικό μηχανισμό και ο άνθρωπος είναι ένα από τα εξαρτήματά του. Η οικονομική ζωή αυτονομείται, ενώ η πνευματική ζωή συμπνίγεται και ο άνθρωπος ευτελίζεται μέσα στον ατομοκεντρισμό του.
            Όμως το σημερινό ευαγγέλιο μας προτείνει μία διαφορετική συμπεριφορά λέγοντας μας: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης». Αντίθετα «θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ». Και μας προσκαλεί να μπούμε στον καλό αγώνα της πίστης με την άσκηση των αρετών, της προσευχής και της νηστείας και της άρνησης του επίγειου θησαυρισμού.
            Η Εκκλησία μας στην άσκηση είδε το αντίδοτο της αποξένωσης του ανθρώπου από το Θεό και η έμπρακτη άρνηση της αμαρτίας θα λέγαμε ότι είναι η αποκατάσταση της πνευματικής υγείας του ανθρώπου. Με τη στέρηση των τροφών και των ανέσεων ο χριστιανός ασκεί τη θέλησή του, καταπολεμά τα πάθη του και κυριαρχεί στις αισθήσεις του και αποκρούει το νόμο της αμαρτίας, ενώ η υλική άνεση προκαλεί πνευματική παράλυση και ταλαιπωρεί τον άνθρωπο.
            Είναι λυπηρό να παρασύρεται ο πιστός από το πνεύμα της εποχής  ικανοποιώντας περιττές ανάγκες. Καλείται να κυριαρχείται από τη δύναμη της αγάπης και το ασκητικό πνεύμα της ορθοδοξίας, το οποίο είναι συγχρόνως και δημιουργικό. Σέβεται τη δημιουργία, την προστατεύει, ενώ ο καταναλωτισμός καταστρέφει την κτίση και συμβάλλει στην αλλοτρίωση του ανθρώπου. Οπότε αν έτσι έχουν τα πράγματα δεν μπορούμε να θεωρούμε το ασκητικό πνεύμα σαν κάποιο είδος πολυτελείας, ούτε ως επιλογή κάποιας μερίδας πιστών, των μοναχών. Όταν η Εκκλησία προβάλλει τους ασκητές και ερημίτες ως πρότυπα ζωής, αποβλέπει στην καλλιέργεια παρόμοιου πνεύματος  και στάση ζωής σε όλους τους πιστούς.
            Μέσα σ’ αυτή την προοπτική μπορούμε να εντάξουμε και τη νηστεία ως ασκητικού μέσου που παίζει σπουδαίο ρόλο στην πνευματική μας ζωή. Η νηστεία ακόμη και ως ασιτία, ήταν γνωστή από την αρχή στην Εκκλησία. Ο ίδιος ο Χριστός νήστεψε και σύστησε τη νηστεία ως μέσον καταπολέμησης των παθών. Στη συνέχεια η Εκκλησία συνέδεσε τη νηστεία με την ελεημοσύνη και ο λόγος είναι  προφανής. Αυτό που στερούμαι εγώ το προσφέρω στον άλλο που το έχει ανάγκη.
            Κατά συνέπεια το ασκητικό πνεύμα στην Εκκλησία συνδυάζεται με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που συνεπάγεται φροντίδα για την επίλυση των προβλημάτων του σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Ένας τέτοιος θεσμός είναι η Μ. Σαρακοστή. Δεν είναι απλά μία λειτουργική περίοδος, αλλά ένας τρόπος και πρόταση ζωής με έντονη ασκητική φυσιογνωμία. Θα ήταν φοβερή αμέλεια ν’ αφήσουμε αναξιοποίητο αυτόν τον πνευματικό και ηθικό πλούτο που μας προσφέρει η Εκκλησία και η παράδοση της ορθοδοξίας.

            Καλή Σαρακοστή


            π. γ. στ.

Γέροντας Παϊσιος-Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη

 Γέροντας Παϊσιος 
 «Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση».
Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο.
Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση.
Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι” αυτόν.
Η μετά θάνατον ζωή -  Οι υπόδικοι νεκροί
- Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
- Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ” αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής;
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.


Η προσευχή και τα μνημόσυνα  για τους κεκοιμημένους
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι” αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του;
Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ” αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι” αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή.
Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
- Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι” αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν” αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι” αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ” όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι” αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι” αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι” αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι” αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι” αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν».
Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό.
Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.
Πηγή: Από το βιβλίο: «Οι δοκιμασίες στη ζωή μας» Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, Ψήγματα Ορθοδοξίας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...