Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 14, 2014

Ο αθάνατος ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης 14/3/1957



Ο αθάνατος ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης 14/3/1957
του Κων. Α. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου της μαρτυρικής Κύπρου μας στις 27 Φεβρουαρίου 1938. Το 1949 η οικογένειά του μετακόμισε στο Κτήμα. Σαν μαθητής του Γυμνασίου από το 1950, έζησε τους δύσκολους καιρούς που περνούσε η Κύπρος στην προσπάθειά της να διώξει το ζυγό του Άγγλου κατακτητή που δήλωνε απερίφραστα ότι ουδέποτε θα έδιδε την ελευθερία στους Κυπρίους. Πίστευε ακράδαντα στο δίκαιο του αγώνα της Κύπρου και η όλη πορεία του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα, στα 13 του χρόνια, από το ιστορικό Δημοψήφισμα του 1950 όπου με συντριπτικό ποσοστό οι Έλληνες της Κύπρου αξίωναν την Ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα. Πρέπει να σημειωθεί ότι καμιά άλλη εποχή της πολυτάραχης ιστορίας της Κύπρου δεν εμπνεύστηκαν τόσοι πολλοί και διαλεχτοί νέοι να αγωνιστούν και να πέσουν στο βωμό της ελευθερίας, γιατί το όραμα ήταν διπλό: Ελευθερία και Ένωση. 

Μέσα σ' αυτό το πνεύμα, ο Ευαγόρας από νωρίς έγινε ένας φλογερός αγωνιστής, ένας ακατανίκητος επαναστάτης, που με τη δυναμική του προσωπικότητα ενέπνεε τους συμμαθητές του, τους συμπολίτες του, και στο τέλος όλους τους Έλληνες της Κύπρου. Ο έφηβος Ευαγόρας συχνά γεμάτος από το πάθος για ελευθερία, έβρισκε διέξοδο στην ποίηση. Το ταλέντο και η αγνότητα της ψυχής του μας έδωσαν στίχους, που αντηχούν στις ψυχές όλων των Ελλήνων αλλά και όλων των ανθρώπων που αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Την 1 Ιουνίου 1953 (15 ετών), παραμονή της στέψης της βασίλισσας των Άγγλων κατακτητών Ελισάβετ Β', και με αφορμή την ανάρτηση της Αγγλικής σημαίας στη θέση της Ελληνικής στο Ιακώβειο Γυμναστήριο Πάφου, οργανώθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας από μαθητές.
Ο Ευαγόρας ανναρριχήθηκε στον ιστό και κατέβασε την σημαία του κατακτητή. Τον Απρίλιο 1955 ορκίστηκε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α., ενώ στις 19 Ιουνίου 1955 έλαβε μέρος στην ανατίναξη των δικαστηρίων της Πάφου. Στις 17 Νοεμβρίου 1955 συνελήφθηκε για την προσπάθειά του να προστατεύσει συμμαθητή του που δεμένο τον κτυπούσαν Αγγλοι στρατιώτες. Κατηγορήθηκε και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση μέχρι την δίκη που θα γινόταν στις 6 Δεκεμβρίου. Όμως, μια μέρα πριν τη δίκη, στις 5 Δεκεμβρίου 1955 (17 ετών), πήγε αντάρτης στα βουνά της Πάφου. Ηταν μια καλά ενέργεια, σοβαρού προβληματισμού και έντονων αισθημάτων, για τους ανθρώπους που αγαπούσε, για τα ιδανικά του, για την πατρίδα του, και για τη λατρεία του για την ελευθερία. Αυτό φαίνεται από τους στίχους του ποιήματος “Λευτεριά”, που άφησε ως αποχαιρετισμό στους συμμαθητές του:
“Θα πάρω μιαν ανηφοριά, Θα πάρω μονοπάτια,
Να βρώ τα σκαλοπάτια Που παν στη Λευτεριά.
Θ' αφήσω αδέρφια, συγγενείς, τη Μάνα, τον Πατέρα,
μεσ' στα λαγκάδια πέρα, και τις βουνοπλαγιές.
Ψαχνοντας για τη λευτεριά, θα ‘χω παρέα μόνη,
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ‘ρθει το καλοκαίρι,
τη Λευτεριά να φέρει,σε πόλεις και χωριά.
Μα δεν μπορώ να καρτερώ. Θα πάρω μιαν ανηφοριά,
Θα πάρω μονοπάτια, Να βρώ τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά. Τα σκαλοπάτια θ' ανεβώ,
θα μπω σ' ένα παλάτι, το ξέρω θα ‘ν' απάτη,
δε θα ‘ναι αληθινό. Μες το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω το θρόνο βασίλισσα μια μόνο
θα κάθεται σ' αυτόν. Κόρη πανώρια, θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου,
Μονάχ' αυτό ζητώ.
Το βάπτισμα του πυρός πήρε στην επίθεση κατά του Αστυνομικού Σταθμού Δρούσειας λίγο πριν τα Χριστούγεννα 1955, και η δράση του συνεχίστηκε για 12 μήνες στα χωριά της Πάφου, στο Κτήμα, στη Λευκωσία, στα χωριά Τάλα, Τσάδα, Λυσό, Κινούσα, και αλλού. Την νύκτα της 18 Δεκεμβρίου 1956 (18 ετών) συνελήφθηκε από τους Αγγλους μαζί με άλλους συντρόφους του μεταφέροντας οπλισμό κοντά στο χωριό Λυσός στην Πάφο. Στις 25 Φεβρουαρίου 1957, όταν κατηγορήθηκε για μεταφορά όπλου, αψηφώντας τις επιπτώσεις, λεοντόκαρδα παραδέχτηκε ενοχή καταδικαζόμενος σε θάνατο. Ακολούθησαν πολλές διαμαρτυρίες τόσο από την Κύπρο όσο και από το εξωτερικό. Εγινε αίτηση χάριτος προς τη βασίλισσα των Αγγλων κατακτητών, αλλά στην “καρδιά” της 30χρονης μητέρας και βασίλισσας του μεγαλύτερου αποικιακού κράτους δεν υπήρχε ανθρωπιά και δεν έδωσε χάρη. Βέβαια ο Ευαγόρας, η ψυχή της επαναστατημένης “διαψασμένης” για Ελλάδα Κύπρου, ποτέ δεν θα άντεχε τον οίκτο του κατακτητή, τη ντροπή της χάριτος. Ο Ευαγόρας τελικά απαγχονίστηκε τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957. Ηταν 18 ετών μα έγινε αθάνατος. Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης, επηρεασμένος από τα νωπά γεγονότα της Ένωσης της ιδιαίτερής του πατρίδας με την Ελλάδα (1948), έγραψε ένα συγκλονιστικόποίημα-ελεγεία για τον Ευαγόρα. Αξίζει να το θυμηθούμε:
«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι; - Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».
Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό, προ του 2006, βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος. Δεν άρεσε στους ιθύνοντες της Παιδείας μας, που έπαψε να είναι Εθνική. Τους φάνηκε προφανώς «εθνικιστικό». Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές, άλλωστε αίματα και κόκαλα, θα δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, δεν θα κοιμούνται, θα βλέπουν εφιάλτες. Άλλωστε οι μαθητές μας σήμερα καλούνται να αξιοποιήσουν τις “νέες γνώσεις” της πολυπολιτισμικής, χρεοκοπημένης, γενικής, άνοστης και ανούσιας εκπαίδευσης που θα βγάλει ικανούς χλιαρούς πολίτες μιας παγκόσμιας “σούπας” πολιτισμών, μιας σούπας που δε θα συνάδει με ηρωισμούς και επαναστάσεις. Ενώ «οι συνταγές μαγειρικής», «οι οδηγίες χρήσης καφετιέρας», «η Σόνια, η γάτα που έγινε ήρωας» και τόσα άλλα κεντρικά αναγνώσματα “λογοτεχνίας” ή καλύτερα “λογοχρησίας, ανταποκρίνονται πλήρως στην υψηλή αποστολή της διά βίου….απαιδευσίας. Βγαίνει ο Παλληκαρίδης από τα βιβλία για να μπει στη θέση του συνταγή για μακαρόνια με κιμά. Αχ, πατρίδα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια». Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, κάτω από το μανδύα της οικονομικής κρίσης και μέσα στο κρυφό ροκάνισμα αξιών της πατρίδας μας, όσοι Έλληνες, πρέπει να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Ευαγόρα, σήκω Λεωνίδα, σήκω Παλαιολόγε, σήκω Νικηταρά, σήκω Διάκο, σήκω Παύλε, σήκω Δαβάκη, να μας πείτε ελληνική ιστορία.

Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2014

Η ΚΡΙΣΗ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ . . . ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ Του Πρωτοπρεσβύτερου Χρήστου Τσάκαλου

Η ΚΡΙΣΗ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ . . . ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ
 Του Πρωτοπρεσβύτερου Χρήστου Τσάκαλου

Το Μυστήριο του Γάμου είναι ένα από τα επτά Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Στην

πιο σημαντική στιγμή της ζωής του ζευγαριού έρχεται η Εκκλησία μας να τους ευλογήσει, προκειμένου να ξεκινήσουν τη ζωή τους με την ευλογία του Θεού. Έτσι ατενίζουν τη νέα αυτή περίοδο της ζωής τους με αισιοδοξία και ελπίδα. Μυσταγωγός του Μυστηρίου είναι ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Το σημαντικό αυτό Μυστήριο του Γάμου έχει αρχίσει εδώ και μερικά χρόνια να υποβαθμίζεται από τους ενδιαφερομένους και να θεωρείται απλώς μια επισημοποίηση της σχέσης τους. Στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας τη θέση του Μυστηρίου του Γάμου έχει καταλάβει σε κάποιες περιπτώσεις ο πολιτικός γάμος, ο οποίος θεσπίστηκε το έτος 1982 και πραγματοποιείται στα δημαρχεία των πόλεων με τις «ευλογίες» του δημάρχου.

Ο λόγος για την αύξηση τελέσεως πολιτικών γάμων έναντι θρησκευτικών λόγω διαφοράς κόστους.
Σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδος ΕΘΝΟΣ (Σάββατο 9 Μαρτίου 2013 σελ. 21), παρουσιάζει την αύξηση των πολιτικών γάμων και την μείωση των θρησκευτικών λόγω υψηλοτέρου οικονομικού κόστους του θρησκευτικού και χαμηλοτέρου του πολιτικού. Κάνοντας ένα υποθετικό κοστολόγιο καταλήγει ότι, το κόστος του θρησκευτικού γάμου ανέρχεται στο ποσό των 2.600 έως 4.200 €, στο ποσό αυτό στην εκκλησία αναλογεί το ποσό των 100 έως 500 €. Αντιστοίχως δε του πολιτικού γάμου ανέρχεται στο ποσό των 55 έως 600 €.
Και εδώ λέμε ότι περισσεύει η υποκρισία. Και αναρωτιόμαστε: Τα 100 έως 500 ευρώ, που αναλογούν στην Εκκλησία, οδηγούν τα ζευγάρια στην τέλεση πολιτικού γάμου; Όχι βέβαια. Η Εκκλησία τελεί τα ιερά Μυστήρια και παρέχει τις υπηρεσίες της δωρεάν. Τελούμε Γάμους και Βαπτίσεις, άνευ ουδεμίας οικονομικής απαιτήσεως. Εάν το ζευγάρι οργανώνει και στήνει μια τελετή με όλα τα κοσμοκοινωνικά χαρακτηριστικά, τα πριν και τα μετά το ιερόν Μυστήριον, μια φολκλορική παράσταση ικανοποιώντας δαπανηρές απαιτήσεις που ανεβάζουν το κόστος, δεν είναι άδικο να το φορτώνουμε στην εκκλησία με το να το χαρακτηρίζουμε κόστος για την τέλεση θρησκευτικού γάμου;
Η Εκκλησία, καλεί τους πιστούς να προσέλθουν στο ιερό Μυστήριο του Γάμου, με μόνες προϋποθέσεις την σωστή προετοιμασία, που είναι η προσευχή, η εξομολόγηση, η αγνότητα, η καθαρότητα των προθέσεων και η πεποίθηση ότι ο Γάμος είναι Μυστήριο αγάπης αλλά και θυσίας.
Πεποίθησή μας είναι ότι, η αύξηση των πολιτικών γάμων έναντι των θρησκευτικών δεν είναι το οικονομικό κόστος, αλλά τα πιστεύω αυτών που επιλέγουν τον πολιτικό γάμο. Βεβαίως και ένα ποσοστό τέτοιων γάμων είναι αποτέλεσμα αναγκαστικής και όχι θεληματικής επιλογής, οι οποίοι εν καιρώ καταλήγουν στον θρησκευτικό.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα και ας σταματήσουμε τις υποκρισίες και τις σκόπιμες αιτιάσεις. Η στρατευμένη αυτή επίθεση δεν μας αγγίζει. Η ποιμαντική μέριμνά μας στρέφεται και κινείται τόσο στην διαδικασία προετοιμασίας των μελλονύμφων για την δημιουργία σωστών και καταλλήλων προϋποθέσεων για ένα πετυχημένο γάμο, όσο και συμπαραστάσεως κατά την διάρκεια του Γάμου, για την δημιουργία σωστής οικογένειας.
Με την ευκαιρία θα ήθελα να στρέψω τον λόγο σ’ ένα πρόβλημα, που καθημερινά παίρνει μεγάλες και ανησυχητικές διαστάσεις και έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, το γάμο δηλαδή.
Ασχολούμαστε, δυστυχώς, με το υψηλό η το χαμηλό κόστος τελέσεως ενός γάμου πελαγοδρομούντες σε ανώφελες αναλύσεις και δεν μας απασχολεί το πολύ τραγικό, η αύξησις των διαζυγίων. Βλέπουμε το δένδρο και χάνουμε το δάσος.
Ας τολμήσουμε όλοι με ευθύνη και σοβαρότητα να μελετήσουμε τους λόγους και να αγωνισθούμε να μειώσουμε η και να σταματήσουμε αυτή την ραγδαία εξέλιξη, που υπονομεύει την οικογένεια, την κοινωνία και το έθνος ολόκληρο.
Ας βοηθήσουμε τους νέους ανθρώπους να αποκτήσουν γνήσιο πνεύμα συνυπάρξεως. Να τους διδάξουμε πως ο γάμος είναι άδειασμα του εαυτού μας χάριν του άλλου, ότι στο γάμο δεν ισχύει το εγώ και το εσύ, αλλά το εμείς. Ότι ο γάμος είναι πορεία σταυρική – θυσιαστική, άλλωστε τι σχέση θα μπορούσε να έχει με την αγάπη, αφού αγάπη σημαίνει θυσία. Ας τους πούμε πως στο πιο δύσκολο αγώνισμα δεν είναι μόνοι τους. Προσερχόμενοι στην Εκκλησία ήσαν δύο, μετά το Μυστήριο αποχωρούν τρεις. Ανάμεσά τους δια του Μυστηρίου εισήλθε ο Μέγας Νυμφαγωγός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Προσφέρουμε υπηρεσίες προς αυτή την κατεύθυνση στο βαθμό που βάζουμε το θέμα στη σωστή του βάση.
Σωστή βάση για ένα πετυχημένο γάμο, δεν είναι το «οικονομικό κόστος», αλλά η σωστή, μέσα από την Εκκλησία προετοιμασία του ζευγαριού, καθώς και η εκ μέρους τους στην πορεία αγωνιστική και θυσιαστική συμπροσφορά.

Αν, πραγματικά θέλουμε να προσφέρουμε θετικές υπηρεσίες στον τομέα αυτό, θα ήταν προτιμώτερο να κάνουμε στατιστική με ουσιαστικό περιεχόμενο, που θα αναδεικνύουν τα βαθύτερα αίτια, που υπονομεύουν το γάμο και την οικογένεια, ώστε να οδηγούμαστε στην πρόληψη καί θεραπεία καί ἀποφυγή τῶν διαζυγίων. 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ (14 ΜΑΡΤΙΟΥ)



«Ο όσιος Βενέδικτος στα ελληνικά λέγεται Ευλογημένος. Καταγόταν από τη γη των Ρωμαίων, από χώρα που λεγόταν Νουρσία, κι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Άφησε την οικία του και τους γονείς του και την πατρική περιουσία από πολύ μικρή ηλικία και πήγε σε έναν ερημικό τόπο με την παραμάνα του. Εκεί κατέστησε τον εαυτό του κατοικητήριο του Θεού με την αρετή και την άσκησή του κι έλαβε από τον Θεό δύναμη και χάρη των ιάσεων. Και η μεν ιστορία του διηγείται αναλυτικότερα όλα τα παράδοξα που επιτέλεσε,  τα διάφορα θαύματα που έκανε και τις αναστάσεις των νεκρών και πώς μιλούσε για τους απόντες ως παρόντες. Εκείνο όμως πρέπει να πούμε επί πλέον ως αναγκαίο: ότι καθώς έμελλε αυτός να εκδημήσει προς τον Κύριο, εκ των προτέρων είπε στους μαθητές του που βρίσκονταν μαζί του, αλλά και σε εκείνους που ήταν μακριά, με μήνυμα που τους έστειλε, ότι θα υπάρξει κάποιο σημάδι, με το οποίο θα γνωρίσουν όλοι ότι αυτός χωρίζεται από το σώμα του.

Πριν από έξι λοιπόν ημέρες από την οσία του κοίμηση, έδωσε εντολή να ανοιχθεί το μνημείο του. Κι αμέσως τον έπιασε πολύ μεγάλος πυρετός, από τον οποίο επί έξι ημέρες το σώμα του κατακαιγόταν. Την έκτη ημέρα είπε στους μαθητές του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στον ναό. Αφού τον οδήγησαν εκεί και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευρισκόμενος εν μέσω των μαθητών του, βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό, και έτσι ατενίζοντας προς τα πάνω και προσευχόμενος άφησε την αγιασμένη του ψυχή. Την ίδια ώρα, σε δύο αδελφούς, στον ένα που ησύχαζε στο κελλί του και στον άλλον που έμενε μακρύτερα, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή και οι δύο κάποια θαυμαστή οδό που υψωνόταν προς ανατολάς από το κελλί του οσίου μέχρι τον ουρανό, στρωμένη όλη από λαμπρά ένδοξα μεταξένια ιμάτια. Σ’ αυτήν την οδό ανέρχονταν και κάποιοι άνδρες εξαίσιοι, που κρατούσαν λαμπάδες και πήγαιναν με τάξη. Κάποιος άλλος άνδρας δε, ασπρομάλλης και φωτεινός στην όψη του, που στεκόταν κοντά του, ρωτούσε αυτούς, αν γνωρίζουν τίνος είναι η οδός αυτή που βλέπουν με θαυμασμό. Όταν αυτοί είπαν ότι δεν το ξέρουν, είπε αυτός που τους φανερώθηκε: Αυτή είναι η οδός, διά της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος ανέρχεται στους ουρανούς. Χάθηκε τότε το όραμα που έβλεπαν και ήλθε ο καθένας στον εαυτό του, οπότε κατάλαβαν το τέλος του αγίου άνδρα, όπως ακριβώς ήταν και τον έβλεπαν να τελειώνεται».

Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε: «Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας» («Πίστει και αγάπη αληθεί, κόσμον αρνησάμενος, Πάτερ, εκ βρέφους, όσιε, χαίρων ηκολούθησας τω σταυρωθέντι Χριστώ και πολλοίς αγωνίσμασι την σάρκα νεκρώσας, χάριν των ιάσεων πλουσίως έλαβες, παύειν ασθενείας ποικίλας, και της πονηρίας διώκειν πνεύματα»).

Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστης: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθιά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου.  Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους.  Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα. «Πάλαι ως Ηλίας υετούς, Πάτερ, ουρανόθεν εντεύξει θεία κατήγαγες βλύζειν δε το έλαιον άγγος εποίησας, και νεκρόν εξανέστησας, και άλλα μυρία θαύματα ετέλεσας» (στιχηρό εσπερινού). Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε, «εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (το ίδιο).

Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσης μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους, να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο. «Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου» («Τας σας αγίας προσευχάς προσδεχόμενος Θεός τοις ενδεέσι διά σου εχορήγει τας προς το ζην αφορμάς, μεγάλως επί γης δοξάζων σε, ταις θαυματουργίαις, Βενέδικτε τρισμάκαρ») (ωδή η΄).  

Αν είμαστε αδιάφοροι, δεν μας ωφελούν οι προσευχές των άλλων


Ποια ανάγκη όμως υπάρχει να μιλώ για την αδελφή του Μωυσή, αφού ο ίδιος ο Μωυσής δεν μπόρεσε να προστατέψη τον εαυτό του, αλλ’ ύστερα από αμέτρητους κόπους και ταλαιπωρίες και αγώνες σαράντα ετών, εμποδίσθηκε να πατήση στη χώρα για την οποία του είχαν δοθή πάρα πολλές υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις; Ποια ήταν η αιτία; Δεν θα ήταν ωφέλιμο να φθάση ο Μωυσής στη γη της επαγγελίας , αλλά θα ήταν επικίνδυνο και θα κατέστρεφε πολλούς από τους Ιουδαίους. Αφού λοιπόν λησμόνησαν το Θεό και στηρίχθηκαν απόλυτα στο Μωυσή και νόμιζαν ότι αυτός αποτελεί το παν γι’ αυτούς , απλά και μόνο επειδή έφυγαν μακριά από την Αίγυπτο , σε ποιο βαθμό θα έφθανε η ασέβειά τους, αν έβλεπαν ότι ο Μωυσής τους εγκαθιστά στη γη της επαγγελίας; Γι’ αυτό ακριβώς δε βρέθηκε πουθενά ούτε ο τάφος του.
Αλλά και ο Σαμουήλ δεν μπόρεσε να σώση τον Σαούλ από την Οργή του Θεού, έσωσε όμως πολλές φορές τους Ισραηλίτες. Και ο Ιερεμίας δεν μπόρεσε να σώση τους ιουδαίους . Και ο Ιερεμίας δεν μπόρεσε να σώση τους Ιουδαίους, προφύλαξε όμως κάποιον άλλον με την προφητεία του. Και ο Δανιήλ μπόρεσε να σώση από την οργή τους βαρβάρους, δεν μπόρεσε όμως να σώση τους Ιουδαίους από την αιχμαλωσία ( Δαν. 2 ) . Και στα Ευαγγέλια συναντούμε περιπτώσεις που συμβαίνουν και τα δύο αυτά στο ίδιο πρόσωπο. Συναντούμε δηλαδή περιπτώσεις που το ίδιο πρόσωπο άλλοτε να σώζη τον εαυτό του και άλλοτε να το καταστρέφη. Ο χρεώστης , για παράδειγμα, των δέκα χιλιάδων ταλάντων κατώρθωσε να σώση τον εαυτό του με τις παρακλήσεις του, αλλά στο τέλος καταστράφηκε.
Κάποιος άλλος αντίθετα στην αρχή κατέστρεψε τον εαυτό του, αργότερα όμως μπόρεσε να τον βοηθήση πάρα πολύ. Και ποιός είναι αυτός; Εκείνος που έφαγε την πατρική του περιουσία.
Ώστε αν εμείς είμαστε αμελείς και αδιάφοροι, δεν θα μπορέσουν να μας σώσουν οι άλλοι. Αντίθετα, αν εμείς είμαστε ευσεβείς , θα σωθούμε με τις δικές μας δυνάμεις και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ό,τι με τις δυνάμεις των άλλων. Διότι ο Θεός προτιμά να μας προσφέρη την βοήθειά Του αμέσως και όχι μέσω άλλων, για να ελευθερωθούμε από την κακία και να γίνουμε καλλίτεροι, προσπαθώντας να καταπαύσουμε την οργή του Θεού. Έτσι βοήθησε την Χαναναία, έτσι έσωσε την  πόρνη, έτσι τον ληστή˙ χωρίς να μεσολαβήση και χωρίς να τους υπερασπίση κανείς.
Αυτά τα λέγω όχι για να μην παρακαλούμε τους αγίους, αλλά για να μην είμαστε αδιάφοροι , να μην μείνουμε αδρανείς και ήσυχοι και να στηρίζουμε τις ελπίδες μας μόνο στους άλλους.
( Κατά Ματθαίον Ε΄, ΕΠΕ 9, 176-182. PG 57, 58-60 )

Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων
Ε΄
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους

ΧΑΙΡΕ ΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΑΝΝΑ ΔΙΑΔΟΧΕ, ΧΑΙΡΕ ΤΡΥΦΗΣ ΑΓΙΑΣ ΔΙΑΚΟΝΕ





                Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την τροφή για να επιβιώσει. Έτσι πλάσθηκε από το Θεό. Η λήψη της τροφής όμως συνοδεύεται και από μία συγκεκριμένη στάση ζωής, καθώς ο άνθρωπος ενηλικιώνεται. Από την αυτόματη, ενστικτώδη κίνηση, η τροφή γίνεται έλλογη επιλογή, καθώς ο καθένας ακολουθεί την πορεία της σωματικής και πνευματικής ανάπτυξής του. Η τροφή συνοδεύεται από την ηδονή του να αρέσει ή να μην αρέσει, τόσο στη γεύση όσο και στον τρόπο της βρώσης της. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος σταδιακά μπορεί να τρώει για να ζει ή και να ζει για να τρώει. Να συνδέεται με αυτούς που του παρασκευάζουν την τροφή,  με την προσωπική σύνδεση με την μητέρα ή την σύζυγο ή τους οικείους από την οποία την δέχεται ή με την απρόσωπη σύνδεση με εκείνους που πουλούνε τροφή. Γι’ αυτό και η στάση του καθενός έναντι της τροφής δείχνει κατά κάποιον τρόπο τι άνθρωπος είναι.
Συχνά στα ιερά κείμενα  βλέπουμε να γίνεται αναφορά στο θέμα της τροφής. Στην Παλαιά Διαθήκη η τροφή γίνεται αφορμή της πτώσης του ανθρώπου, της έκπτωσής του από τη σχέση με το Θεό στον Παράδεισο και της εξορίας του στον κόσμο που δεν είναι πια στολίδι. Ο άνθρωπος καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να τρώει τον άρτο του. Και η γη βγάζει ακάνθας και τριβόλους, που κάνουν τον άνθρωπο να μην μπορεί να γευτεί την τροφή ως δωρεά από το Θεό και την αγάπη Του, αλλά να τη βλέπει ως αποτέλεσμα του δικού του κόπου. Γι’ αυτό και η τροφή αποσυνδέεται από την πρόνοια του Θεού και γίνεται αφορμή για πόλεμο και συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή, στην Παλαιά Διαθήκη, η τροφή αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα των Εβραίων, όταν φεύγουν από την Αίγυπτο για να ακολουθήσουν την οδό προς τη γη της Επαγγελίας. Στην έρημο θα γογγύσουν εναντίον του Θεού, γιατί μέσα τους θα συνεχίσουν να φέρουν το σπέρμα της ανταρσίας, που δεν δέχεται ότι η τροφή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά δωρεά σχέσης του ανθρώπου με το Θεό, ότι η τροφή έρχεται δεύτερη σε μία ζωή στην οποία υπάρχει η εμπιστοσύνη στο Θεό. Και τότε ο Θεός θα τους στείλει το «μάννα», λύνοντας το ζήτημα της επιβίωσης, φανερώνοντας την αγάπη και την πρόνοια προς εκείνους και την ίδια στιγμή, καθώς τους ζητά να το τρώνε αυθημερόν και να μην το κρατάνε για δεύτερη ημέρα, δείχνοντάς τους ότι όσο επιλέγουν την σχέση μαζί Του ως το πρώτο της ζωής, όσο δεν έχουν αγωνία για την τροφή τους, αυτή θα τους έρχεται. Η στάση την οποία καλούνται να έχουν είναι η ευχαριστία. Ο δοξασμός του Θεού για το ότι τους αγαπά.  Η ευγνωμοσύνη για το ότι Εκείνος υπάρχει.
Η Υπεραγία Θεοτόκος αποτελεί την διαδοχή της τροφής του μάννα και γίνεται η ίδια τροφή για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Μαζί με όλες τις άλλες αλλαγές, τις ανακαινίσεις του κόσμου που συνοδεύουν την κίνησή της να αποδεχτεί την πρόσκληση του Θεού να γεννήσει τον Υιό της, η Παναγία μας δείχνει ότι αποτελεί η διάδοχος της τροφής του μάννα, μόνο που επισημαίνει το αληθινό νόημά της. Γιατί στο πρόσωπό της βλέπουμε την ανάγκη μας να λειτουργούμε με εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Χριστού και την πρόνοιά Του για τον καθένα μας. Βλέπουμε την ανάγκη μας να αναφέρουμε δια της προσευχής τη ζωή και την επιβίωσή μας σ’ Εκείνον. Να μην μένουμε στα υλικά αγαθά, αλλά να βιώνουμε το «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος». Και να εκφράζουμε με την ευχαριστία και την ευγνωμοσύνη προς τον Δωρεοδότη της τροφής Κύριο και την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον μας τα συναισθήματά μας έναντι της δωρεάς της τροφής και κάθε αγαθού, αλλά και κάθε περιστάσεως της ζωής μας, όπως Εκείνος επιτρέπει να μας συμβούνε.
Η Παναγία εμπιστεύθηκε το Θεό και δέχτηκε να συμμετάσχει στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του κόσμου. Τρέφει λοιπόν ως μάνα τους ανθρώπους με ένα νέο μάννα, το οποίο παραμένει άφθαρτο στους αιώνες. Είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο οποίος δεν φθείρεται από το πέρασμα της ημέρας, από το χρόνο, από το σκοτάδι της αμαρτίας και της κακίας, ακόμη και από την νοοτροπία μας να εκζητούμε την ηδονή στα ευτελήΤην ίδια στιγμή, το νέο μάννα συνεχίζει να δίδεται καθημερινά στους ανθρώπους ως ο Άρτος της Ζωής. Το παλαιό μάννα δεν μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να αποφύγουν το θάνατο, όχι μόνο τον σωματικό, αλλά και τον πνευματικό, γιατί θεράπευε την ανάγκη της τροφής. Της επιβίωσης. Το νέο μάννα, που είναι ο Χριστός, δίνει ζωήν αιώνιον και ανασταίνει τους ανθρώπους που θα πιστέψουν σ’ Αυτόν, γιατί τρέφει με την Αγάπη του Θεού όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή. Συγχωρεί τις αμαρτίες μας και λυτρώνει από τον πνευματικό θάνατο την ύπαρξή μας. Ζωοποιεί με έναν μυστικό, εσωτερικό τρόπο το σύνολο της ύπαρξής μας και οδηγεί σε μία άλλη τρυφή, την αγία, της αγιότητας, της συνεχούς κοινωνίας με το Θεό που αλλάζει την πορεία της ζωής μας, διότι τώρα γνωρίζουμε τι θέλει ο ουρανός από την καθημερινότητα, τη στάση ζωής μας, τις κρίσεις με τον εαυτό μας και τους ανθρώπους, στις ποικίλες επιθέσεις του κακού και του διαβόλου και, κυρίως, γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Το παλαιό μάννα χορηγούνταν σε όλους, ανεξαρτήτως αν δόξαζαν ή όχι το Θεό, γιατί ο Θεός είναι δίκαιος, δηλαδή αγαπά, και ανατέλλει τον ήλιο επί δικαίους και πονηρούς. Το νέο μάννα δίδεται και αυτό σε όλους, όμως,  επειδή δεν αναφέρεται στην επιβίωση, είναι επιλογή του ανθρώπου αν θα το προσλάβει.Η δωρεά δηλαδή του νέου μάννα, του Χριστού, είναι δωρεά ελευθερίας και επαφίεται στον καθέναν αν θα την αποδεχτεί. Και ο τρόπος της αποδοχής είναι η ευχαριστία. Όχι μόνο το μυστήριο της Εκκλησίας, αλλά και η σύνολη στάση ζωής μας. Η δοξολογία του Θεού. Η προσφορά στο συνάνθρωπο. Η αποδοχή του θείου θελήματος, ασχέτως αν μας ευχαριστεί ή όχι.
Πρώτη η Παναγία άνοιξε τον δρόμο ώστε να γευτεί στην ύπαρξή της αυτό το νέο και αιώνιο μάννα. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται μανναδόχος στάμνα. Όπως σε μία στάμνα ο Μωυσής κρατά ως θησαυρό πολύτιμο λίγο μάννα, το οποίο είναι το μοναδικό που παραμένει άφθαρτο εντός της, έτσι και η Παναγία κρατά στα σπλάχνα της το αιώνιο μάννα, το Χριστό, ο Οποίος παραμένει άφθαρτος και αναλλοίωτος, ενώ αλλοιώνει την φθορά μας. Στο πρόσωπο του Χριστού τόσο η υλική, όσο και η κάθε άλλη τροφή αλλάζουν προσανατολισμό. Ο χριστιανός ξεκινά τη ζωή του από την κοινωνία με τον Άρτο της Ζωής και αυτή είναι η μεγαλύτερη τρυφή, η οποία διασώζει από την έρημο των παθών, της μοναξιάς, του θανάτου τον καθέναν μας και μας δίδει την ευκαιρία να βαδίσουμε προς τη γη της προσωπικής μας Επαγγελίας, τον Παράδεισο της Εκκλησίας και της σχέσης της Αγάπης. Και συνεχίζει τον αγώνα του και στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά και πάσας τας ημέρας της ζωής του με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού, χωρίς αγωνία για την επιβίωσή του και με πνεύμα ευχαριστίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εργάζεται για τα υλικά. Βλέπει όμως πού βρίσκεται η αληθινή ηδονή. Η τρυφή που είναι ατελεύτητος. Στη σχέση με το Θεό στην Εκκλησία. Και προσεύχεται στην Παναγία να μην επιτρέψει να επηρεαστεί από το πνεύμα του κόσμου, που όχι απλώς αποθεώνει την τροφή, αλλά εκδιώκει τον Δωρεοδότη της από τη ζωή μας. Και συνεχίζει να διακηρύττει  ότι μπορούμε και χωρίς Αυτόν να παλέψουμε με τας ακάνθας και τας τριβόλους τόσο της γης όσο και του εαυτού μας. Μόνο που βλέπουμε καθημερινά τις συνέπειες της επιλογής μας.

Κέρκυρα, 14 Μαρτίου 2014    π.ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ  

-Ορθόδοξη Πίστη και Ζωή.(Ἕνα φωτισμένο κείμενο ἀπὸ φωτισμένους Ἁγιορεῖτες Πατέρες γιὰ τὴν κρισιμότητα τῆς ἐποχῆς μας)

Δύσκολοι Καιροί, εἶναι ἕνας χαρακτηρισμὸς ποὺ καὶ παλιὰ ἔδιναν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή τους ἀναπολώντας τὰ περασμένα. Δὲν εἶναι ὅμως ἀρκετός, πιστεύουμε, γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα. Τὰ γεγονόντα αὐτὰ καθεαυτά, ἡ μεταξύ τους σχέση, ἡ σύγκλιση, ἡ ἔκταση καὶ ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ἐξελίσσονται ἀναγκάζουν πολλοὺς νὰ τὴν δοῦν ὡς ἀποκαλυπτική. Ἡ προχωρημένη καὶ γενικευμένη κρίση ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ ὅλα τὰ πεδία -εἶναι περιττὸ νὰ τὰ ἀπαριθμήσουμε- δὲν ἔχει αἴτια οἰκονομικά, πολιτικά, ἀλλὰ πνευματικὰ καὶ φανερώνει ὅτι πίσω ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς κρύβεται ὁ ἀόρατος ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὸς ὅμως δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα, ἱκανότερο βέβαια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνη τὸ κακό, ὡς πνεῦμα πονηρό, ἀδύναμο ὅμως ἐμπρὸς στὸν Δημιουργὸ καὶ Κτίστη τῶν ἁπάντων. Γι’ αὐτό, καὶ ἂν τὸν συναντήση μὲς στὸν ἄνθρωπο, φεύγει μακριὰ καὶ τὰ σχεδιά του ματαιώνονται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ ἁλώσει ἰδιαίτερα τὶς ὀρθόδοξες χῶρες, ὥστε, καὶ ἂν αὐτὲς εἶναι μικρὲς καὶ ἀδύναμες σὰν τὴν Ἑλλάδα μας. Τὸν φοβίζουν ὅσο τίποτε ἄλλο οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν μέσα τους Χριστό, γι’ αὐτό, στὴν ὕστατη προσπάθειά του νὰ ἀπομακρύνει τὴ Χάρη ποὺ ἔλαβαν μὲ τὸ Βάπτισμα  καὶ τὸ Χρίσμα, ἔχει ἐπιστρατεύσει…. ὅλη του τὴν πονηρὶα καὶ τοὺς πιὸ ἔμπιστους συνεργάτες του.
Μὴν παρασυρθοῦμε ὡστόσο ἀπὸ τὰ κατορθώματα ποὺ ἔχει νὰ ἐπιδείξη στὴν ἐποχή μας καὶ τὸν θεωρήσουμε κυρίαρχο τῶν πάντων. Ὁ μόνος Δυνατὸς, ὁ Παντοκράτωρ εἶναι μαζί μας, μέσα μας, ὅταν βέβαια τὸν ἀκολουθοῦμε ἀπαρνούμενοι τὸν ἑαυτό μας καὶ γινόμαστε μέλη ζωντανὰ τοῦ Σώματός του, τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα, ἂν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὸ παράδειγμά Του νὰ γινόμαστε μέτοχοι τῆς  Χάριτος τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος ἡ ὁποία ἀνασταίνει  τὶς ψυχὲς ἀπὸ τώρα καὶ θὰ δοξάση τὰ ἀναστημένα σώματα στὴν Δευτέρα Παρουσία Του. Ἐμεῖς ἀδικήσαμε τὸν ἑαυτό μας, λησμονώντας τὴν ὕψιστη αὐτὴ τιμὴ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνη ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μᾶς δώση τὴν δυνατότητα νὰ γίνουμε ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν.
Ἂν ἀναλογιστοῦμε αὐτὲς τὶς ἀλήθειες θὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι αἴτιοι τοῦ κακοῦ καὶ εἰδικά τῆς  σημερινῆς κατάστασης εἴμαστε ἐμεῖς ἐφ’ ὅσον μποροῦμε νὰ τὰ ἀποτρέψουμε μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ δὲν τὸ κάνουμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ βασικὴ εὐθύνη δὲν ἀνήκει τόσο στὸν εἰσηγητὴ τῆς κακίας ὅσο σὲ ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε τὴν δύναμη καὶ δὲν τὴν ἐνεργοποιοῦμε. Ἀκοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην (ἀρετή) αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα (τὰ γήινα) προστεθήσεται ὑμίν» καὶ ὡς χριστιανοὶ τὸ δεχόμαστε, ἀλλὰ μόνο στὴν θεωρία.
Στὴν καθημερινὴ ζωὴ τὸ πρωταρχικὸ ἐνδιαφέρον μας ἔχει μεταφερθῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό, «ὅπου ὑπάρχει τὸ πολίτευμά μας» ἡ ἀληθινὴ πατρίδα μας, σὲ τούτη ἐδῶ τὴν γῆ στὴν ὁποία μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς μὲ ἀποκλειστικὸ σκοπὸ νὰ προετοιμασθοῦμε γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
«Οὐδεὶς ἀναβέβηκε εἰς τὸν οὐρανὸν μετὰ ἀνέσεως» μᾶς λέει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὸ στόμα τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ ὅλων τῶν ἁγίων της. Ἐμεῖς θεωροῦμε τὴν ἄνεση ὡς αὐτονόητο δικαίωμα καὶ τὴν ἐπιδιώκουμε μὲ κάθε τρόπο καὶ χωρὶς καμμία συστολή. Ἔτσι ὅμως καλλιεργοῦμε ἀντὶ νὰ καταπολεμήσουμε τὴν φιλαυτία μας καὶ προετοιμάζουμε τὴν ψυχή μας νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ δεχθῆ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἀπομακρύνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νεκρώνει ἔτσι τὴν ψυχή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μᾶς βρίσκουν ὅλα τὰ κακά, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ καὶ στὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν αἰώνια.
Δὲν ἁμαρτάνει βέβαια ὅποιος χρησιμοποιεῖ εὐχαριστιακὰ καὶ ἀπολαμβάνει ἔννομα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς τὰ ἔδωσε  γιὰ νὰ ἀναγώμεθα σ’αὐτόν. Ἁμαρτωλὰ δὲν εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ τὰ γήινα ἀγαθά, ἀλλὰ ἡ ἐμπαθὴς προσκόλληση σὲ αὐτά.
Αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ μεγάλη πτώση μας γι’αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τὰ πάρουν στὰ χέρια τους καὶ νὰ μᾶς τὰ στεροῦν οἱ ἐχθροί του, μήπως συνέλθουμε ἀπὸ τὴν ἀχαριστία μας καὶ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ ἔσχατη πτώση;
Τὸ ὅτι θὰ προτιμήσουν οἱ πολλοὶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς ὑποσχεθῆ ὅτι θὰ τοὺς ἐξασφαλίση τὰ γήινα ἀγαθὰ ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ οὐράνια καὶ πνευματικὰ καὶ κωφεύοντας στὴν ὁλοκάθαρη καὶ πατρικὴ φωνὴ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία τους βεβαιώνει μέσα ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφὲς ὅτι στὴν μέλλουσα ζωὴ θὰ πᾶνε μαζὶ μ’ αὐτὸν ποὺ ἀκολούθησαν στὴν παρούσα.
Ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ μας  εἶναι ἀδύνατον νὰ μᾶς τὸ χαρίση ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν ὁ ὁποῖος μᾶς ἔπλασε ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀνέπλασε μὲ τὴν Σταύρωση  καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.
Δικαιοῦται ὡστόσο νὰ εἶναι, καθὼς λέει ὁ ἴδιος, Θεὸς ζηλότυπος καὶ θέλει νὰ Τὸν ἀγαποῦμε ὅπως μᾶς Ἀγαπᾶ Αὐτός, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά.
«Υἱέ μου, δός μοι σὴν καρδίαν» μᾶς παραγγέλλει στὴν Π.Διαθήκη καὶ «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς  καρδίας  σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς  ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς  δυνάμεώς σου» στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ ὡς πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.
Ἂς ἐπιστρέψουμε λοιπὸν μὲ τὴν μετάνοια στὴν ἀγκαλιά Του παρακαλώντας Τον νὰ μᾶς δώση τὴν διάθεση νὰ Τὸν ἀναζητήσουμε, νὰ θέλουμε νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε καὶ αὐτὸ νὰ γίνει τὸ πρῶτο μέλημα τῆς ζωῆς μας. Ἂς φροντίσουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ πλῆθος καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ μὴ δικαιολογοῦμε συνεχῶς  τὸν ἑαυτό μας.
Ὅπως δὲν ὠφέλησε τοὺς πρωτοπλὰστους ἡ δικαιολογία καὶ ἡ μετάθεση τῆς εὐθύνης, ἔτσι καί μᾶς. Δὲν θὰ εἶχε ὁ νοητὸς ὄφις οὔτε οἱ συνανθρωποί μας τὴν δυνατότητα νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν ἐμεῖς εἴχαμε μείνει πιστοὶ στὴν Πατρική Του ἀγάπη καὶ εἴχαμε ἐκτιμήσει τὰ δῶρα του.
Ὡς Πατέρας φιλόστοργος δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ, ἀλλὰ περιμένει μὲ μακροθυμία τὴν μετανοιά μας.Ὅλα αὐτὰ ποὺ σήμερα συμβαίνουν στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο, στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ στὸ παγκόσμιο προσκήνιο μᾶς κρούουν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου. «Ὥρα ἡμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι» κατὰ τὸν Ἀπόστολο.
Ἂν τώρα δὲν ξυπνήσουμε, σὲ λίγο θὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Ὁ ὕπνος θὰ γίνη λήθαργος καὶ νάρκη. Ἡ κακομοιριὰ στὴν ὁποία καταδικάσαμε τὸν ἑαυτό μας δὲν ἁρμόζει στὶς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα σὲ Ὀρθόδοξους Ἕλληνες. Δὲν μᾶς χάρισε ὁ Ὕψιστος Θεὸς τὴν ὕπαρξη σὰν μία παρένθεση μέσα στὴν ἀνυπαρξία, ὥστε νὰ κυλιώμαστε στὰ γήινα, μάταια ἢ ἁμαρτωλά.
Ὅποιος δὲν φοβᾶται τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων φοβᾶται καὶ ὑποδουλώνεται στὰ κτὶσματά Του, ἀλλὰ καὶ ἀντιστρόφως.
Μή μᾶς κυριεύση λοιπὸν ἡ ἡττοπάθεια, ὡς πρόσωπα καὶ ὡς ἔθνος καὶ ὑποκύπτουμε στὶς ἐπιβουλὲς τῶν ὁρατῶν καὶ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν. Μᾶς ἔφεραν πρὸ ἀλλεπάλληλων τετελεσμένων γεγονότων ποὺ κανένας μας δὲν θέλει καὶ ὅμως τὰ ἀποδεχόμαστε μοιρολατρικὰ καὶ σχεδὸν ἀδιαμαρτύρητα. Ἐδῶ ποὺ φθάσαμε εἶναι πλέον ἀδύνατον, ἀνθρωπίνως, νὰ ἐπανέλθουμε στὴν ὁμαλότητα, τὴν λογική, τὴν χαρά, τὴν ἑνότητα, τὴν ἀγάπη, τὴν  ἐλευθερία.
Ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλη ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο καὶ νὰ μᾶς   χαρίση  ὅλα τὰ καλὰ εἶναι ὁ Χριστός μας, τὸν ὁποῖο παραγκωνίσαμε καὶ βάλαμε στὴν θέση του, στὸ κέντρο τῆς ζωῆς τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἑαυτό μας. Καὶ θὰ τὸ κάνη ἂν μετανοήσουμε ἔμπρακτα καὶ τοῦ ἀναθέσουμε «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν» ἀπὸ τὶς σωστικὲς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Του Μητρὸς καὶ Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τοῦ γένους τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ προσβάλη τὸ πλάσμα ποὺ τίμησε μὲ τὸ κατ’εἰκόνα Του γι’ αὐτό, σεβόμενος τὸ αὐτεξούσιο ποὺ ἄλλοι πασχίζουν τώρα νὰ μᾶς στερήσουν, θέλει τὴν συγκατάθεσή μας.
Ἂν παρ’ ὅλα ταῦτα ἐμεῖς δὲν ταπεινωθοῦμε, ἀλλὰ προτιμήσουμε νὰ αὐτονομηθοῦμε ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο καὶ  Παντοδύναμο  τὸν Κυριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τότε κι αὐτὸς ἀναγκαστικὰ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψη καὶ οὐσιαστικὰ θὰ χάσουμε τὴν ἐπίγεια πατρίδα μας. Ὅποιος ὅμως  ξεχωρίσει ἀπὸ τὴν μᾶζα καὶ Τὸν ἀκολουθήσει, θὰ ἔχη τὴν δυνατότητα νὰ κερδίσει τὴν οὐράνια πατρίδα τὴν ὁποία ἐπόθησε καὶ προσδοκᾶ. Καὶ ἂν ὁ Κύριός μας δῆ νὰ ἀλλάζουμε ὁμαδικὰ πορεὶα νὰ μετανοοῦμε σὰν τοὺς Νινευΐτες, μπορεῖ μὲ ἕνα νεῦμα νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν Του, νὰ εὐλογήσει καὶ πάλι τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὶς ψυχὲς νὰ σώσει.
Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν νὰ ἑλκύσουμε τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξὺ τους, ὥστε νὰ ἐπικρατήσει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὁμόνοια, ὅπως στὸν οὐρανὸ ἔτσι στὴν Ἑλλάδα μας, στοὺς Ὀρθοδόξους λαοὺς -καὶ ποιὸς δὲν τὸ εὔχεται- σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Ἱερὸν Κελλίον Μπουραζέρη Ἁγ. Νικολάου, 08/06/2013
ΠΗΓΗ-ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ

«Μου έβαλαν “κανόνα” να γίνω Πνευματικός!…» [Θαυμαστό χρονικό μιας γνήσιας κι αληθινής πνευματικής πατρότητος]


images
[Α΄]     Γνήσια και δυσεύρετα γνωρίσματα ενός αγίου Πνευματικού συναντάμε στην μεγάλη μορφή του Αγίου Όρους, τον παπα–Σάββα, τον –όνομα και πράγμα– «Πνευματικό» (1821–4/4/1908). Μέρα με την μέρα, ξεχώριζε σαν σπουδαίος θεραπευτής ψυχών. Όσοι τον πλησίαζαν, κατενθουσιασμένοι δεν έπαυαν να τον συνιστούν σ’ όλο τον κόσμο. Η φήμη του, σαν άριστος Πνευματικός, δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα της Ορθοδοξίας.
     Η συγκαταβατικότητά του, η μακροθυμία του, το ευσυμπάθητο του τρόπου του, η διαγνωστική του δεινότητα, η ικανότητα να παρηγορεί, να ενισχύει και να καθοδηγεί και, μαζί μ’ αυτά, η αγιότητα του βίου του, τον καταξίωσαν σαν απαράμιλλο Πνευματικό. Στην συνέχεια, παραθέτουμε ένα από τα χαρακτηριστικά ανέκδοτα που κυκλοφορούν ακόμη στον Αγιονορείτικο χώρο γύρω από αυτόν, το οποίο διατρανώνει, το πόσο υπέροχος και χαρισματικός λευκαντής ψυχών ήταν ο παπα–Σάββας.
[Β΄]     Στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κάπου ψηλά, είχε την Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός μεν κι αυτός, αλλά χωρίς την πείρα και την διάκριση του παπα–Σάββα. Μια φορά, κατέφθασε στο εξομολογητήριό του ένας βαριά, πολύ βαριά αμαρτωλός. Άλλος άνθρωπος, με τόσα πολλά κρίματα, δεν του ξανάτυχε.
     Εκείνος ο φτωχός προσκυνητής του θείου ελέους, σαν «κάλαμος συνετριμμένος», άρχισε την εξαγόρευση. Ο Πνευματικός, καθώς τον άκουγε, κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχτηκαν τα σωθικά του. «Θεέ μου! Πω, πω, φρικαλεότητες! Τί, ακούω! Τί, σατανάς είναι τούτος!».
     Δεν πρόλαβε, ο δυστυχής εξομολογούμενος ν’ αποτελειώσει, κι ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή τον διέκοψε:
     –Σταμάτα! Έχω φρίξει! Θα χάσω το μυαλό μου! Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες, αυτές! Σατανικές, είναι! Φύγε! Η συγχώρεση, σού ’λειπε! Φύγε! Δεν μπορώ άλλο να σ’ ακούω! Φύγε!…
[Γ΄]     Το μόνο που είχε απομείνει στον κόσμο, για τον άτυχο προσελθόντα, ήταν το έλεος του Θεού. Αφού όμως κι η πόρτα αυτή του ελέους έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε άλλο, πια. Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα, σκεφτόταν την μόνη λύση: Να ορμήσει κάτω και να πνιγεί! Να θέσει ένα τέρμα στην τραγωδία του.
     Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στην κατάσταση αυτή τον είδε κάποιος Αγιαννανίτης μοναχός που έτυχε να περνάει από ’κει και να του είναι και γνώριμος.
     –Εε! Τί, συμβαίνει; Πώς, είσαι έτσι; Τί, έχεις;
     Εκείνος, δεν μιλούσε.
     –Εε! Τί, έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
     Με τα πολλά, κατόρθωσε να μάθει τα καθέκαστα. Στεναχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς όμως να τον βοηθήσει; Σκέφθηκε πως μία μόνο λύση απέμεινε: να τον οδηγήσει με κάθε τρόπο στον παπα–Σάββα. Κουράστηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε…
[Δ΄]     Σαν τον αντίκρυσε, ο παπα–Σάββας, κατάλαβε όλο του το δράμα. «Ο αδελφός μου», σκέφθηκε, «βρίσκεται στην άβυσσο. Για να τον ανεβάσω, χρειάζεται να κατεβώ κι εγώ ως εκεί».
     –Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
     –Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους, υπάρχει σωτηρία. Η ευσπλαχνία του Θεού, είναι πιο πλατειά κι από τον ουρανό· και πιο βαθειά κι από την άβυσσο!
     –Μπαα! Για μένα, τον αμαρτωλό, δεν υπάρχει σωτηρία! Αδύνατον! Δεν υπάρχει, σωτηρία για μένα!…
     –«Για σένα δεν υπάρχει σωτηρία»;! Αστείο, πράγμα! Αφού, να σκεφθείς, υπήρχε για μένα! Για σένα, δεν θα υπάρχει;!…
     –Και, σαν τί αμαρτίες έκανες εσύ;
     –Εγώ; Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες!
     –Τί «μεγάλες», μου λες;! Ποιος μπορεί να έχει φταίξει στον Θεό τόσο πολύ σαν εμένα τον ταλαίπωρο;
     –Κι όμως! Να! Κάποτε, δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι έπεσα στην τάδε αμαρτία.
     –Αα, Πνευματικέ μου! Την αμαρτία αυτή, έτσι ακριβώς όπως μου την λες, την έχω κάνει κι εγώ!
     –Κι εσύ; Αα, μην ανησυχείς τότε! Ο Θεός, θα σε συγχωρέσει τώρα. Αρκεί, που το ομολόγησες.
     Ο παπα–Σάββας, προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το αγαθό και ψυχοσωτήριο τέχνασμα, πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των αμαρτιών του. Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο Πνευματικός που τον άκουγε, ήταν όμοιός του.
     Του λέει στο τέλος, ο παπα–Σάββας:
     –Εγώ, που λες, μετανόησα και έκλαψα πικρά. Κι έχω δυο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μάλιστα δε, μου έβαλαν και «κανόνα» να γίνω Πνευματικός. Τί, να κάνω; Το έκανα κι αυτό! Έκανα ελεημοσύνες, έκανα νηστείες, έγινα άλλος άνθρωπος!
     –Κι εγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ’ όλη μου την ψυχή!
     –Εε, αφού αποφασίζεις ν’ αλλάξεις κι εσύ ζωή, τότε, έλα να σου διαβάσω και την «Συγχωρητική Ευχή», να σου εξαλείψει ο Θεός όλες σου τις αμαρτίες…
[Ε΄]     Ύστερα από λίγο, ένας άνθρωπος, ένας άλλος άνθρωπος, φτερούγιζε από χαρά γιατί πέταξε από πάνω του πολλά δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στην Σκήτη της Αγίας Άννης τον γνωστό του, του είπε:
     –Μ’ έσωσες! Έγινα άλλος άνθρωπος!
     –Να δοξάζεις τον Θεό!
     –Καλός Πνευματικός! Καλός! Πονετικός. Μόνο που, ο καημένος, έκανε στην ζωή του πολύ χειρότερα πράγματα από μένα!!
     Ο γνωστός του, μπήκε αμέσως στο νόημα.
     –«Χειροτέρα από σένα»;! Ας γελάσω! Χριστιανέ μου, αυτός ζει και εγκαταβιώνει από μικρός μέσα στο Όρος και, τόσα χρόνια εδώ πέρα μέσα, έχει γίνει σωστός άγγελος! Γι’ αυτό και αξιώθηκε να γίνει Ιερεύς και Πνευματικός…
     Ο άλλος, έμεινε άναυδος. Τί, συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν, κατάλαβε το καλοκάγαθο τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξη. Αλλά, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να σωθεί από το χείλος της αβύσσου. Από την στιγμή εκείνη, κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μία απεριόριστη αγάπη για τον παπα–Σάββα τον περίφημο «Πνευματικό». Τον υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή των πληγωμένων και πονεμένων, από την αμαρτία, ψυχών…
ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ (1920–1979)
 [Αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα: «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές – Σάββας ο Πνευματικός» (τευχ. 6), σελ. 49–50, 54–57, Θ΄ έκδοσις, Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998.]

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ (ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Ο καπετάν Μιχάλης» & «Ο τελευταίος πειρασμός») ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ



 Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ  ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ
 (ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
Ο καπετάν Μιχάλης» & «Ο τελευταίος πειρασμός»)
 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ


Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ 
«Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά» (Α ' Κο 16,22)

«Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είνε μπάσταρδος και η Παναγία μου πόρνη, το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον;  Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να φονεύση τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν και ύστερα το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίζη τον Χριστόν μου και την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω»
(Κοσμάς ο Αιτωλός • Δ' Διδαχή του ιερομάρτυρος)


    Ο νέος Ιούδας στεφανώνεται
    Εις την Αποκάλυψιν του ευαγγελιστού Ιωάννου υπάρχει προφη­τεία, κατά την οποίαν το εν τω κόσμω ηθικόν κα­κόν, η πλάνη και η αμαρτία, η υπό μορφήν πολυκεφάλου τέρατος εμφανιζόμενη, θα εξαπλώση τους πλοκάμους λίαν επικινδύνως, θα λάβη διαστάσεις τοιαύτας, ώστε θα έλθη εποχή, κατά την οποίαν το κακόν όχι μόνον θα λέγεται και θα πράττεται αναισχυντίας, αλλά και το χείριστον εξ όλων, ο λέγων την χυδαιοτέραν ύβριν και ο πράττων το φρικιαστικώτερον έγκλημα θα επαινήται, θα χειροκροτήται και θα στεφανώνεται δημοσία. Έκαστη κεφαλή του τέρατος θα φέρη διάδημα χρυσούν. Η κακία, δηλαδή, εστεμμένη, ο διάβολος θριαμβεύων (Ιδέ Απ 12,3).
Αδελφοί και πατέρες! Η εποχή αυτή έφθασε. Πλείστα γεγονότα των τελευταίων δεκαετηρίδων του παρόντος αιώνος του απατεώνος μαρτυρούν τούτο. Συχνά παριστάμεθα ακροαταί και θεαταί ανθρώπων, οι οποίοι σπεύδουν να συγχαρούν, να χειροκροτήσουν και να βραβεύσουν άθλια έργα άπιστων, που υποσκάπτουν το ηθικόν και θρησκευτικόν οικοδόμημα. Το σκότος καλείται φως και το φως σκότος. Ιδού και κεφαλή τις ασεβείας, έχουσα εν ασφαλεία την φωλεάν της εις την κυανήν ακτήν της Γαλλίας, εξακοντίζει εκείθεν τον φαρμακερόν σίελον και δηλητηριάζει ψυχάς και άφρονες υιοί και θυγατέρες της Ελλάδος αντί να λαμβάνουν μέτρα προφυλάξεως, επιθέτουν επί της κεφαλής αυτής στεφάνους. Και η κεφαλή υψώνεται περισσότερον και μεγαλαυχεί.
Αλλά τις η στεφανουμένη αύτη κεφαλή; Είνε ο εκ Κρήτης λογοτέχνης Ν. Καζαντζάκης. Αυτός ως άλλος Ιούδας προδίδει την Ορθόδοξον πίστιν. Την προδίδει και την καθυβρίζει δια των ασεβών δημοσιευμάτων του.
Το βιβλίον του Καζαντζάκη «Ο καπετάν Μιχάλης»
    Εκ των δημοσιευμάτων του Ν. Καζαντζάκη λαμβάνομεν εδώ σήμερον εν και μόνον, το βιβλίον το υπό το τίτλον «Ο καπετάν Μιχάλης». Εξεδόθη εν Ελλάδι, ετυπώθη εις το τυπογραφείον του Αρ. Μαυρίδη τον Οκτώβριον του 1953, αποτελείται από 483 πυκνοτυπωμένας σελίδας και εκυκλοφόρησεν ευρέως εν Ελλάδι. Εις το βιβλίον αυτό ο συγγραφεύς ως μυθιστορηματογράφος πλάθει φανταστικά πρόσωπα και δι’ αυτών με τέχνην εκχύνει το δηλητήριον, που κρύπτει κάτω από τους οδόντας του ο φαρμακερός αυτός της απιστίας όφις. Ελίσσεται και επιτίθεται αγρίως κατά του Χριστιανι­σμού. Ουδέν δόγμα εξ όσων περιέχει το Σύμβολον της αμωμήτου ημών πίστεως αφήνει άθικτον. Τοεχθρικόν κατά της Ορθοδόξου πίστεως πνεύμα του φαίνεται ποικιλοτρόπως εκδηλούμενον. Προκειμένου μεν περί θεμάτων, που ο συγγραφεύς αγαπά και εκτιμά υπέρ την αξίαν, που έχουν δια την ζωήν, η γραφίς του εκλέγει τας καλυτέρας των λέξεων, συσσωρεύει πλούτον επαινετικών επιθέτων, δια να τα δοξάση και να τα λαμπρύνη, αλλά προκειμένου περί του υψίστου θέματος, περί της θρησκείας, η γραφίς του αμέσως βυθίζεται εις δηλητήριον, εις πύον, εις βόρβορον και εκλέγει τας χυδαιοτέρας των λέξεων, δια να καθυβρίση και ατιμάση την θρησκείαν των πατέρων του, την θρησκείαν, εις την οποίαν και αυτός εβαπτίσθη.
Εντός αρωμάτων η Κρήτη ως φυσικός κόσμος, αλλ’ εντός βορβόρου η θεότηςΕκ του εσωτερικού του θησαυρού, εκ της διεφθαρμένης καρδίας του και της απίστου διανοίας του, εκ του υποσυνειδήτου, εκ του βυθού της υπάρξεώς του, ως εξ άλλων καταπακτών του άδου, εκπηδούν οι «ήρωές» του, τέρατα που πλάθει η νοσηρά φαντασία του και δι’ αυτών εξωτερικεύεται μεν ο εσωτερικός του κόσμος, αλλ’ αυτός κρύπτεται ως υποβολεύς θεάτρου, που ομιλεί, αλλ’ οι λόγοι του φέρονται δια του στόματος των επί σκηνής δρώντων ηθοποιών.
Εάν τις δι’ όσα μετ’ αναισχυντίας κατά της πίστεως λέγονται ήθελε διαμαρτυρηθή, ο Καζαντζάκης θα έχη πρόχειρον την απάντησιν «Λάθος κάμνετε. Δεν τα λέγω εγώ. Τα λέγουν οι ήρωές μου, τα τέρατά μου (καπετάν Μιχάλης, το Θρασάκι, ο Πολυξίγκης, ο Νουρήμπεης, η Εμινέ, ο Σήφακας...). Όπως ακριβώς συνέβη προ ετών, ότε άλλος τις συγγραφεύς, ομοίου προς τον Καζαντζάκην φυράματος, εκδώσας βιβλίον, χλευάζον τας βάσεις της χριστιανικής ηθικής, και ελεγχθείς απήντησεν ότι δεν τα λέγει αυτός, αλλά... το τέρας, όπερ εννοείται, είχε πλάσει ο ίδιος και το παρουσίαζε σκεπτόμενον, συναισθανόμενον και ενεργούν, ως ο Νίτσε έπλασε τον Ζαρατούστραν του και δι’ αυτού εξωτερικεύεται λέγων «Τάδε λέγει Ζαρατούστρας»... Αυτή είνε η νοοτροπία των απίστων και ανάνδρων συγγραφέων. Δια στόματος τεράτων ομιλούν και διαχέουν τα δηλητήρια και καυχώνται δια την τέχνην των. Αλλά, ω υποκριταί! Διατί κρύπτεσθε όπισθεν προσωπείων; Σας ερωτώμεν: Αυτά που λέγουν τα τέρατά σας τα παραδέχεσθε ή τα αποδοκιμάζετε; Απαντήσατέ μας με εν καθαρόν ναι ή όχι.
   Αλλά δεν είνε ανάγκη να μας απαντήσητε. Διότι η δομή του έργου, η πλοκή, το πνεύμα που διαχέεται εις όλας τας σελίδας δίδουν την απάντησιν. Ουδεμίαν στενοχώριαν δι’ όσα ασεβή λέγουν τα τέρατά σας διακρίνεται. Οι αείμνηστοι ευσεβείς λογοτέχναι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης αναφέροντες δηλώσεις απίστων και βλασφήμων, πενθούν και αναστενάζουν, ενώ εσείς; Νομίζει τις ότι ακούει τα χειροκροτήματά σας. Ουδεμία λύπη, ουδεμία σοβαρά απόπειρα, ίνα ανασκευασθούν αι ύβρεις. Τα τέρατά σας, ως λέοντες, βρυχώμενα και εξεμούντα κρουνούς ύβρεων κατά των ιερών και των θείων φαίνονται κυρίαρχα εις το πεδίον της λογοτεχνικής ταύτης μάχης. Ουδαμού παρουσιάζετε τα αντί-τέρατα, που να ενσαρκώνουν τας ουρανίας δυνάμεις και να πολεμούν τα τέρατα της ασεβείας και να τα νικούν κατά κράτος και ούτω να επέρχεται η κάθαρσις, ως εις τας αρχαίας τραγωδίας. Υποκριταί, που κρύπτεσθε μέσα εις τα λογοτεχνικά σας παιγνίδια! Δια μέσου ανθέων συρίζοντες όφεις. «Γεννήματα εχιδνών», πως θα εκφύγητε την οργήν του Κυρίου;
Αι ιδέαι του βιβλίου του
   Και επειδή δεν θέλομεν να νομισθώμεν ότι αδικούμεν τον συγγραφέα κρίνοντες αορίστως, θα παραθέσωμεν εκ του βιβλίου συγκεκριμένα στοιχεία, δια να ιδούν και να πεισθούν οι αναγνώσταί μας εις ποια βάθη περιφρονήσεως, εξυβρίσεως, διακωμωδήσεως, μυκτηρισμού, διασυρμού και ασεβείας κατέπεσε και κυλιέται ο δυστυχής και ότι προς τα βάθη αυτά ζητεί να παρασύρη και τους άλλους με την φήμην του μεγάλου συγγραφέως. Πολλοί ευσεβείς θα φρικιάσουν και θα μας είπουν ότι δεν θα έπρεπε να μεταφερθούν εις τας στήλας της «Σπίθας» τοιαύται ύβρεις, αλλά δυστυχώς το  επιβάλλει πλέον η ανάγκη. Η ανάγκη να διαφωτισθή ο ευσεβής λαός περί του μεγέθους της ασεβείας και να χαρακτηρίση δεόντως την χειρονομίαν όλων εκείνων, οι οποίοι εν γνώσει των κακοηθεστάτων ύβρεων, που περιέχουν τα δημοσιεύματα του Καζαντζάκη, έσπευσαν να τον συγχα­ρούν.
Ας αρχίσωμεν με λύπην μεγάλην δια τον συγγραφέα και με ακόμη μεγαλυτέραν δι’ εκείνους, οι οποίοι τον συνεχάρησαν.
Περί του εν Τριάδι Θεού, τον οποίον πιστεύει όλος ο χριστιανικός κόσμος, εν τω υπό κρίσιν βιβλίω «Ο καπετάν Μιχάλης» δια του στόματος μιας Τουρκάλας πορνευομένης μετά χριστιανού λέγει· «Ώχου, κι’ εδώ θαρώ θα τα κάμω μούσκεμα! Ένας είναι και τρεις· πατέρας, γυιός και άγιο πνέμα. Ο Πατέρας είναι γέρος κοτσονάτος με άσπρα γένια κι έχει στα πόδια του κι ακουμπάει ένα σκαμνί από σύννεφα· ο Γυιός είναι ροδοκόκκινος, όμορφος ντεληκανής, με ξανθά μουστάκια σαν τα δικά σου και χωρίστρα μα δε φοράει φέσι κρατάει στα χέρια του ένα τόπι» (Ιδέ σελ. 228).
Περί του Χριστού δια μεν του στόματος της ιδίας Τουρκάλας εκφράζεται ούτω· «Ο γυιός του Θεού· είπαμε, όμορφος ντεληκανής. Κατέβηκε στη γης και σταβρόθηκε για να σώσει, λέει, τους ανθρώπους. Τι έκαμαν; Τι του έκαμαν; Κάθου γύρεβε! Ένα είναι σίγουρο πως σταβρόθηκε, ας είναι καλά, και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε και σκαρφάλοσε πάλι στον ουρανό... Καλά τα λέω;». Δια δε στόματος του κατηχητού της καπετάν Πολυξίγκη, θαυμάζοντος την αρίστην(!) αυτήν απάντησιν της υποψηφίας χριστιανής, ετοιμαζομένης δια το βάπτισμα, λέγει· «Καλά, λέει! Εσύ κάνεις για Μητροπολίτης, Εμινέ μου, να σε χαρώ. Ξύσε με λίγο στην γάμπα, ν’άχεις την εφκή μου... Το λοιπόν αναστήθηκε, ε; Μά τόπαμε, πούχες το νου σου; Αναστήθηκε μαθές και σκαρφάλοσε στον ουρανό, έτσι χωρίς σκοινί, χωρίς σκάλα, σαν μπεχλιβάνης, στον αέρα...» (Ιδέ σελ. 224). Δια δε της γλώσσης ενός Τούρκου Νουρή εκστομίζεται η χυδαιοτάτη βλασφημία κατά του Κυρίου «Φτου στον Χριστό σου τον μπάσταρδο...» (Ιδέ σελ. 198).
Περί της Εκκλησίας, την οποίαν ίδρυσεν ο Θεάνθρω­πος, ιδού πως ομιλεί όχι αυτός... αλλά το τέρας του, το Θρασάκι του, υιός και εγγονός οπλαρχηγών της Κρήτης, πλάσμα που δεν ημπορούσε ποτέ να πλάση η ευσέβεια των Κρητών, αλλά μόνον η απιστία και η αθεΐα του αιώνος μας... η αντίχριστος μανία των άθεων κομμουνιστών, οι οποίοι και εν τοις πράγμασι κατά τα πρώτα έτη της επικρατήσεώς των εν Ρωσία εφήρμοσαν το σχέδιον του Θρασάκι. Ποιον δε το σχέδιον; Δια της βίας ν’ απομακρύνουν την Κυριακήν εκ της Εκκλησίας όσους δεν κατώρθωσαν δια της διαβολής του αρχαίου δράκοντος να πείσουν ότι η θρησκεία είνε ένα παραμύθι και η Εκκλησία μία εκμετάλλευσις. Απέναντι της Εκκλησίας το Θρασάκι είχε τον σταύλον του και εκεί μέσα ωργίαζε αυτός και οι φίλοι του διακωμωδούντες την θείαν Λειτουργίαν. Ας παραθέσωμεν την περικοπήν αυτήν ως χαρακτηριστικήν του πνεύματος, με το οποίον είνε γραμμένον το βιβλίον· «Αλήθεια κάθε Κυριακή το Θρασάκι με τους φίλους του έκαναν αντίπραξη στην επίσημη εκκλησιά και λειτουργούσαν μέσα στο στάβλο του Κρασογιώργη. Πήγαιναν πρωί πρωί κι’ έπιαναν τα περάσματα κι’ έστεκαν καραούλι στην πόρτα του άη Μηνά και στις γύρα γωνιές κι όταν έβλεπαν έναν τους συμμαθητή να προβαίνει με τα κυριακάτικά του, με το καθαρό μαντηλάκι στο χέρι, με το μεταλίκι μέσα στο μαντηλάκι, για να πάρει από τον πάγκο το κερί, έπεφταν επάνω του και πότε με το καλό, πότε με το ζόρι, κάπου κάπου και με ξύλο, τον άρπαχναν και τον πήγαιναν στο στάβλο «έχουμε δικιά μας εκκλησιά, τούλεγαν, δεν ντρέπεσαι να πηγαίνεις στην ξένη;» (Ιδέ σελ. 261).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης. Και ερωτώ ολόκληρον την μεγαλόνησον που εγέννησε ήρωας και μάρτυρας της Ορθοδόξου πίστεως. συνέβη ποτέ υιός Κρητός, πιστόν τέκνον της Εκκλησίας, να στέκεται απ’ έξω από τον ι. ναόν της ενορίας του και να εμποδίζη την προσέλευσιν των νέων εις την Εκκλησίαν; Ουδέποτε τοιούτον φαινόμενον είδεν η Κρήτη η πιστεύουσα εις τον Χριστόν. Θα ίδη όμως εις το μέλλον πολλά «Θρασάκια» να απομακρύνουν βιαίως εκ των ναών της Κρήτης τους πιστούς και με το κνούτον να τους οδηγούν εις τους σταύλους των οργίων και να μεταβάλλουν εις κέντρα διασκεδάσεως τους ναούς, θα ίδη, λέγομεν, τοιαύτα θεάματα πολλά η Κρήτη, εάν επικρατήσουν αι θεωρίαι του Καζαντζάκη, όστις δια των ανωτέρω εκφράζει τον μύχιον πόθον του άθεου να ίδη τους ναούς ερήμους εκκλησιάσματος και τους σταύλους πλήρεις δίποδων κτηνών.
Σημειωτέον ότι το «Θρασάκι» του είνε υιός του κυριωτέρου ήρωος του μυθιστορήματος, του καπετάν Μιχάλη, όστις ακούων από το παραθυράκι του σπιτιού του «τις φωνές» των οργιαζόντων εν τω σταύλω «ξεχώριζε την στερνή φωνή του γυιού του· Θα σάς σπάσω στο ξύλο» (Το διατί θα τους σπάση στο ξύλο, το λέγει παραπάνω «Την άλλην Κυριακή, όποιος από σάς δεν έρθει, θα τον σπάσω στο ξύλο, φώναζε το Θρασάκι»)· αφτό’ ταν πάντα το απολυτίκι κι η λειτουργιά (μέσα εις τον σταύλον) έπαιρνε τέλος και ο καπετάν Μιχάλης χαμογέλασε «Γειά σου, μωρέ Θρασάκι, έτσι σε θέλω, να δέρνεις, μουρμούρισε...» (Ιδέ σελ. 262).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης. Και ερωτώ και πάλιν ολόκληρον την μεγαλόνησον από του ενός ακρωτηρίου μέχρι του άλλου· Υπάρχει πατέρας κρητικός, όστις πληροφορού­μενος ότι ο υιός του κατά τοιούτον βέβηλον τρόπον ενήργησε τας πρωινάς ώρας της Κυριακής, θα ευφρανθή και θα συγχαρή τον υιόν του; Δεν υπήρξεν, ούτε υπάρχει επί της Κρήτης τοιούτος πατέρας αντίχριστος. Υπάρχει μόνον σήμερον εν τη φαντασία του Καζαντζάκη, θα υπάρξουν δε πολλοί εις το μέλλον, εάν το βιβλίον του, που εκθειάζει το «Θρασάκι», κατά προτροπήν «σοβαράς» εθνικόφρονος εφημερίδος των Αθηνών εισαχθή ως αναγνωστικόν εις τας τά­ξεις του Δημοτικού σχολείου (Ιδέ το ύπ’ αριθμ. 155 φύλλον της «Σπίθας»).
Με το «Θρασάκι» του διακωμωδεί την Εκκλησίαν. Αλλά και τι δεν διακωμωδεί ο περίφημος αυτός συγγραφεύς; Διακωμωδεί το μάθημα της ιεράς κατηχήσεως, την οποίαν αναλαμβάνει να κάμη προς την νεαράν Τουρκάλαν Εμινέ εκλέξας ως ώραν κατάλληλον την ώραν των αισχρών περιπτύξεων του Πολυξίγκη μετά της πόρνης ταύτης (Ιδέ σελ. 223-224). Διακωμωδεί το πρόσωπον της Υπεραγίας Θεοτόκου, της οποίας την εικόνα ζωγραφίζει ως αυτός θέλει (Ιδέ σελ. 88). Διακωμωδεί τα πρόσωπα των αγίων, ως βλέπομεν εις τας σελ. 297, 321, εις τας οποίας ο χρι­στιανός του(;) με μίαν απερίγραπτον αυθάδειαν απευθυνόμενος προς τον εικονιζόμενον άγιον Νικόλαον λέγει. «Το ακούς, άη Νικόλα; Μη μου σκαρώσεις πάλι καμμιά βρωμοδουλειά σαν και την άλλη φορά;».
Τέλος ο Καζαντζάκης κρημνίζει και τα δύο τελευταία άρθρα του Συμβόλου της πίστεως· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Διότι περί του ανθρώπου γράφων δεν παραδέχεται ότι έχει προορισμόν, ως τον διδάσκει η χριστιανική πίστις. Εν τη διανοήσει του ο άνθρωπος φέρεται ως πλοίον, που ευρίσκεται εν μέσω ζοφώδους πελάγους και δεν γνωρίζει που φέρεται. Εις ένα μακρόν διάλογον, που γίνεται γύρω από την κλίνην ενός γέροντος οπλαρχηγού βαδίζοντος προς τον θάνατον και διερωτώντος εαυτόν «τι έστιν άνθρωπος», φαίνεται όλη η απιστία του. Δια των τεράτων του, που ομιλούν όλα το εν κατόπιν του άλλου, ακούονται όλαι αι φωναί της απιστίας, κυ­ρίως δε η φωνή του Νίτσε κηρύττοντος τον υπεράνθρωπον. «Με ρώτησες, λέγει δια του στόματος ενός εξ αυτών, θα πω κι’ εγώ το λόγο μου, αρέσει σου, δε σου αρέσει. Από που ερχόμαστε; ρωτάς· από το χώμα, καπετάν Σήφακα! Που πάμε; ρωτάς· στο χώμα, καπετάν Σήφακα! Ποιο ’ναι το χρέος μας; Να σου το πω εγώ, με λίγα λόγια Αν είσαι λύκος να τρως· αν είσαι αρνί, να σε τρώνε! Κι’ αν ρωτάς και για Θεό, αφτός είναι ο Μέγας Λύκος· αφτός δα τρώει αρνιά και λύκους συγκόκαλα». Εις τα λόγια αυτά του τέρατος κάποιο άλλο τέρας προσπαθεί να δώση απάντησιν, μειώνουσαν πως την βαρύτητα των εκφράσεων, λέγον, ότι ο Μέγας Λύκος είνε ο Χάρος, όχι ο Θεός, αλλά τούτο λέγεται επίτηδες, δια να δοθή αφορμή εις το πρώτον τέρας και να φωνάξη πλέον καθαρά την αθεΐαν του «Θεός και Χάρος είναι ένα, κουμπάρε!  Μα τι να σου κάνω; Το μιαλό σου κουκιά έφαε κουκιά μολογάει...» (Ιδέ σελ. 445).
   Καιρός, νομίζω να εγκαταλείψωμεν το βιβλίον. Εμμένοντες εις τας σελίδας τας πλήρεις βορβόρου και δηλητηριω­δών αερίων, υπάρχει φόβος να πάθωμεν ασφυξίαν, εάν δεν είμεθα ωπλισμένοι με αντιασφυξιογονικάς προσωπίδας.
Αλλά διατί δεν λέγεται τίποτε και περί του άλλου βιβλίου, όπερ εκυκλοφόρησεν εν γερμανική γλώσση «Ο τελευταίος πειρασμός»; Δεν υπάρχει πλέον άλλος χώρος. Δια τούτο ας αναβάλωμεν τον έλεγχον του βιβλίου τούτου δι’ επόμενον φύλλον. Τόσον δε μόνον εδώ λέγομεν ότι οι αναγνώσαντες αυτό έχουν φρικιάσει προ των γραφόμενων και λέγουν ότι ουδέποτε τοιούτος υβριστής του Θεανθρώπου ενεφανίσθη επί της γης, αφού τολμά ο άθλιος ν’ ανοίξη την καρδίαν του Ιησού μας και να ίδη ότι κατά τας ώρας της αγωνίας Του επί του Σταυρού τίποτε άλλο δεν επόθει παρά μόνον... τα κάλλη των πορνών!!! Κύριε! Συγχώρησόν μας. «Ιδέ επιστολήν Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Μιχαήλ δημοσιευθείσαν εις το φύλλον της 22 Ιουνίου 1954 της «Εστίας»)…


ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ      
ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΣΦΕΝΔΟΝΗ τ. Α» Αθήνα 1988
(Βλ.«Χριστ. Σπίθα», αριθμ. φύλ. 169, Απρ. 1955)
Φωτογραφίες από εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...