Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 18, 2014

Το όραμα ενός μοναχού: "Παιδιά Μου, ετοιμαστείτε για την πρώτη θλίψη..."


Παιδιά Μου, έρχεται η πρώτη θλίψη. Πανικός, φόβος, λύπη, ταραχή και αναρχία θα επικρατεί παντού γύρω σας. Σ’ αυτό το ευλογημένο μέρος, την Ελλάδα, που τόσο πολύ λάτρεψε τον Μονογενή Μου, μα αγνοεί την ύπαρξή Μου, θα έρθει το πρώτο κακό. Ένα κακό που Εγώ θα επιτρέψω, για να καθυστερήσω τα διαβολικά τεχνάσματα των οπαδών του Εωσφόρου. Δεν θα αφήσω να καταστρέψουν τελείως τη χώρα που μέχρι τώρα Με δοξολογούσε. Πριν θελήσουν να της δώσουν το τελειωτικό χτύπημα, Εγώ θα αποτρέψω τα σχέδιά τους. Και όλοι θα καταλάβουν πόσο Εγώ σας στηρίζω. 
Τα παιδιά Μου στην Ελλάδα δεν θα καταλάβουν πως από θεία πρόνοια ήρθε το κακό και πολλοί θα Με καταραστούν, μα Εγώ πάλι θα τους συγχωρήσω, αφού η καρδιά Μου χτυπάει μητρικά. Μα όλοι αυτοί που ύπουλα υπονομεύουν το έθνος σας, θα καταλάβουν πόσο σας στηρίζω, αφού για άλλη μια φορά τα καταχθόνια σχέδιά τους θα πέσουν στο κενό. Χρόνια τώρα προσπαθούν να σας καταστρέψουν, μα Εγώ πάντα σας σκεπάζω. Και αυτό το ξέρουν. Μυστικά μεταφέρονται τα λόγια Μου, σε ανθρώπους ευλαβείς για το πώς θα κινηθούν προκειμένου να στηρίξουν το έθνος τους και μέχρι να τους αναδείξω Εγώ στις κατάλληλες θέσεις, δεν θα επιτρέψω να σας χτυπήσουν οι αλλόθρησκοι εχθροί. Όσοι ηγούνται τώρα, έχουν πολύ αλαζονεία και ενώ δεν θα ήθελαν να κάνουν κακό στη χώρα τους, θα το έκαναν άθελά τους, λόγω του εγωισμού τους, αφού γι’ αυτό θα μπορούσαν να γίνουν εύκολη λεία στα χέρια των οπαδών του Εωσφόρου. 


Παιδιά Μου, πάντα σας στήριζα και πάντα θα σας στηρίζω. Πριν έρθει το οποιοδήποτε κακό, η μητρική καρδιά Μου φροντίζει πάντα να σας προστατέψει. Ήδη έχω φροντίσει, εδώ και πολλά χρόνια ώστε να περάσετε όσο πιο ανώδυνα την δύσκολη αυτή δοκιμασία του πολέμου. Είστε πολύ ευάλωτοι στα χτυπήματα του Εωσφόρου και οι ψυχές σας είναι ακάλυπτες από την ευλογία Μου. Έτσι δεν θα αντέχατε το σκληρό πρόσωπο του πολέμου. Παλιά τα παιδιά Μου, είχαν θεϊκό φόβο στην καρδιά τους και με την προσευχή και την ευλάβεια τους, Με συγκινούσαν για να τους ευλογώ. Και πολύ τους ευλογούσα. Όμως τώρα, έχει χαθεί η ευγένεια και η ευλάβεια και παντού επικρατεί η αχαριστία και η ασέβεια. Γι’ αυτό παιδιά Μου, μη Μου ζητάτε να καθυστερήσω τα κακά που έρχονται, αλλά ζητήστε Μου να σας προστατέψω σε όσα σκληρά και απάνθρωπα συμβούν. Άλλα θα είναι δικές Μου επεμβάσεις και άλλα σατανικά σχέδια. Σε όλα όμως Εγώ, θα κρατήσω σφιχτά στην αγκαλιά Μου, όσους θελήσουν να μπουν εκεί για να προστατευτούν. Όσους γονατίζουν μέσα στην καρδιά Μου για να ζητήσουν την προστασία Μου από πίστη στα λόγια Μου, πριν χτυπήσει ακόμη το κακό.


Ναι παιδιά Μου, το κακό έρχεται και σε λίγο θα χτυπήσει την πόρτα εκατομμύρια σπιτιών, που δεν θέλησαν να Με φωνάξουν για να τα ευλογήσω, να γίνω Εγώ ο βασιλιάς τους, μόνο αναίσχυντα προτίμησαν να ανοίξουν διάπλατα την πόρτα τους στον σατανά για να τα μολύνει ακόμη περισσότερο. Όλα αυτά τα σπίτια σαν χάρτινοι πύργοι θα πέσουν και η ορμή της παιδαγωγικής Μου αγάπης σαν αγριεμένο κύτος θα κατασπαράξει τις περιουσίες τους. Δεν θα επιτρέψω να χαθούν πολλά παιδιά Μου, δίχως να μετανοήσουν, μα πολλές σκληρόκαρδες, ζηλόφθονες ψυχές θα χαθούν. Πολλοί θα πιστεύουν πως ο πόλεμος θα είναι το πρώτο κακό, μα η παιδαγωγική Μου αγάπη, άλλο θα επιτρέψει. Μέσα από την θλίψη και τον φόβο, θα επέλθει μεγάλη μετάνοια. Γι’ αυτό ζητήστε το Πανάγιο Μου Πνεύμα για να ετοιμαστείτε και φτιάξτε αλυσίδα προσευχής για να προστατέψετε τις ψυχές σας από αυτά που θα έλθουν. 


Δεν θα προλάβει να έρθει η πένθιμη περίοδος της βασίλισσάς Μου Μαριάμ και μεγάλο κακό θα βρει απροετοίμαστες πολλές ψυχές. Ψυχές που δεν Με πίστεψαν. Γιατί να ξέρεις γιε μου πιστέ, πως όχι μόνο μέσα από το στόμα σου, αλλά και μέσα από πολλά στόματα παραδομένα σε Μένα, η μητρική καρδιά Μου θέλησε να προειδοποιήσει τα παιδιά Μου να προετοιμαστούν για όσα θα επακολουθήσουν, μα πολλές ψυχές αγνόησαν τις προειδοποιήσεις Μου, σχολιάζοντας εσάς και όσους σας πίστεψαν. Δίκαια η Πατρική οργή Μου έπρεπε να τους τιμωρήσει, μα Εγώ είμαι Μάνα και η μάνα πονά και εύκολα συγχωρεί και αγκαλιάζει όσους ακόμη και τελευταία στιγμή αποφασίσουν ταπεινά να μπουν στην αγκαλιά της ζητώντας συγγνώμη. 


Αλλάξτε ζωή παιδιά Μου. Δεν έχετε πλέον άλλο χρόνο. Τα κακά ξεκινούν και κανείς δεν μπορεί να τα σταματήσει παρά μόνο οι ίδιες σας οι προσευχές. Όλα όσα πρέπει να γίνουν θα γίνουν, προσευχηθείτε μόνο μέσα στο πέλαγος των πειρασμών και των θλίψεων, να μην χαθούν οι ψυχούλες σας. Είναι για Μένα τα πιο πολύτιμα στολίδια. Μόνο που πολλά απ’ αυτά είναι βρόμικα και Εγώ θέλω να τα καθαρίσω για να τα στολίσω στο ουράνιο Μου βασίλειο. Σας περιμένω θησαυροί Μου. Μπείτε γρήγορα στην πατρική αγκαλιά Μου. Αλλά και ακόμη πιο βαθιά, στην μητρική καρδιά Μου. 






Ο στοργικός Πατέρας σας,


Θεός της άπειρης Αγάπης.     
  πηγή

Εγκώμια σε Σαμαρά,Στουρνάρα και ...Όλι Ρεν από τον μητρ.Θεσσαλονίκης

Εγκώμια σε Σαμαρά,Στουρνάρα και ...Όλι Ρεν από τον μητρ.Θεσσαλονίκης 
 https://www.youtube.com/watch?v=Oert_BmmimA#t=82 
ΑΝΟΗΤΕΣ ΚΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΓΕΝΙΚΕΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΟΡΓΗ ΘΕΟΥ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΜΕ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΟΙ. ΑΣ ΠΑΕΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙ ΑΥΤΑ Ο ΑΝΘΙΜΟΣ, ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΖΗΣΑΝΕ ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ Ο ΣΑΜΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΟΥ, ΜΕ ΤΟ ΕΤΣΙ ΘΕΛΩ, ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΟΛΟΚΛΗΡΗ. ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΝ ΘΕΟ - ΜΑΣ ΠΟΥΛΗΣΑΝΕ ΟΛΟΙ ΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΜΑΣ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΤΡΟΧΑΕΙ ΤΗΝ ΜΑΧΑΙΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΑΡΓΗΣΕΙ... \

ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΓΙΑ ΠΕΙΡΑΣΜΟ!


Του Αββά Ισαάκ του Σύρου


Όταν θελήσεις να κάνεις αρχή καλού έργου, πρώτα να ετοιμάσεις τον εαυτό σου για την αντιμετώπιση των πειρασμών, που πρόκειται να έρθουν εναντίον σου.
Γιατί ο εχθρός, όταν δει κάποιον ν' αρχίζει με θερμή πίστη μια θεάρεστη ζωή, συνηθίζει να του επιτίθεται με διάφορους και φοβερούς πειρασμούς, ώστε να δειλιάσει απ' αυτούς ο άνθρωπος και να εγκαταλείψει την καλή του πρόθεση.
Και παραχωρεί ο Θεός να πέσεις σε πειρασμό για να χτυπήσεις επίμονα τη θύρα (του ελέους) Του και για να ριζώσει μέσα στο νου σου, από το φόβο των θλίψεων, η μνήμη Εκείνου, και για να Τον πλησιάσεις με τις προσευχές, ώστε ν' αγιασθεί έτσι η καρδιά σου από την ακατάπαυστη ενθύμησή Του.
Και όταν Τον επικαλείσαι, θα σε ακούσει.
Και θα μάθεις έτσι, ότι ο Θεός είναι αυτός που σε λυτρώνει.
Και τότε θα νιώσεις την παρουσία Εκείνου που σ' έπλασε και σε δυναμώνει και σε προστατεύει.
Γιατί η σκέπη και η πρόνοια του Θεού αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.
Δεν γίνεται όμως ορατή παρά μόνο σ' εκείνους που καθάρισαν τον εαυτό τους από την αμαρτία και είναι συνεχώς προσηλωμένοι στο Θεό.
Εξαιρετικά μάλιστα φανερώνεται σ' αυτούς η βοήθεια και η πρόνοια του Θεού, όταν μπουν σε μεγάλη δοκιμασία για χάρη της αλήθειας, γιατί τότε την αισθάνονται πολύ καθαρά με την αίσθηση του νου.
Μερικοί, που είδαν αυτή (τη βοήθεια) και με τα σωματικά τους μάτια, ανάλογα με τις δοκιμασίες, και διαπίστωσαν έτσι τη συμπαράσταση του Θεού, υποκινήθηκαν απ' αυτή σε γενναίες πράξεις, όπως μαθαίνουμε για τον Ιακώβ και τον Ιησού του Ναυή και τους Τρεις Παίδες και τον απόστολο Πέτρο και τους άλλους αγίους, που άθλησαν για το Χριστό.
Σ' αυτούς (η θεία βοήθεια) ήταν ολοφάνερη, έχοντας ανθρώπινη μορφή, δίνοντάς τους θάρρος και προετοιμάζοντάς τους για τον αγώνα της ευσέβειας.
Αλλά και στους πατέρες, που έζησαν στην έρημο και έδιωξαν από κει τους δαίμονες και έγιναν κατοικητήρια αγγέλων, και σ' αυτούς παρουσιάζονταν συνεχώς οι άγιοι άγγελοι και με κάθε τρόπο τους βοηθούσαν και τους συμπαραστέκονταν σε όλα και τους στήριζαν και τους λύτρωναν από τους πειρασμούς, που οι άγριοι δαίμονες τους προξενούσαν.
Αλλά και μέχρι σήμερα δεν απομακρύνεται η βοήθεια του Θεού από τους ανθρώπους που ολοκληρωτικά αφιερώθηκαν στα έργα που Εκείνος ευαρεστείται, αλλά βρίσκεται κοντά σε όλους όσοι Τον επικαλούνται.

ΠΗΓΗ,Παραινέσεις των Αγίων Πατέρων, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη.

Μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ ἢ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία;








«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν συμπράττει μαζί 
μου εἶναι ἐχθρός».

Ἁγίου ωάννου τοῦ Χρυσοστόμου














 (Χρυσοστόμου Ἰωάννου, Ὑπόμνημα εἰς 
τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον,
 Ὁμιλ. ΜΑ΄, σ. 685-7, Ἔργα 10,
 Πατερικαὶ Ἐκδ. “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”).
πατερική παράδοση

Αγ.Ιωάννης Μαξίμοβιτς:Περι του μη επιτρεπτού να αγγίζουμε τις εικόνες με βαμμένα χείλη


Από εγκύκλιο σημείωμα του Αγ.Ιωάννη Μαξίμοβιτς προς τον κλήρο της αρχιεπισκοπής του:

«Σας αναθέτουμε το να υπενθυμίζετε στα άτομα που εισέρχονται στον ναό με βαμμένα χείλη να μην προσκυνούν τις εικόνες,το σταυρό και οτιδήποτε αγιασμένο για να μην αφήνουν επάνω τους ίχνη από κραγιόν.Να βάλετε αφίσες στην είσοδο της εκκλησίας και να υπενθυμίζετε στα κυρήγματά 
σας ότι αυτό είναι ασέβεια.
Επίσης να μην πλησιάζουν των αχράντων μυστηρίων χωρίς πρώτα να σκουπίσουν τα χείλη 
τους απο το κραγιόν».
πηγή

Το κρυφό Σχολειό, και η δράση του τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ο ρόλος του στον απελευθερωτικό αγώνα


Ήλθε φαίνεται και η σειρά του «Κρυφού Σχολειού»! Να το απομυθοποιήσωμε και αυτό. Γιατί, όπως είναι γνωστό, στα «Κρυφά Σχολειά», δηλ. στα κοινά σχολειά της Τουρκοκρατίας, γραμματοδιδάσκαλοι γίνονταν πάντοτε ρασοφόροι και μάλιστα ταπεινοί μοναχοί που κράτησαν την εθνική συνείδηση και διέδιδαν την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά Γράμματα. Σε κάποιο πρόχειρο συνήθως χώρο, στα κελλιά ενός μοναστηριού, μέσα σε ένα ξωκκλήσι ή εκκλησιά. Παράλληλα προς τα μεγάλα επίσημα σχολεία που κι αυτά η Ορθόδοξη Εκκλησία ίδρυσε και διατήρησε, εκεί όπου οι συνθήκες δεν ήταν πρόσφορες, στις ορεινές π.χ. και απομακρυσμένες περιοχές, που ήταν τα δημοτικά σχολειά της εποχής εκείνης. Άλλωστε στους περιβόλους των μοναστηριών, όπου άκμασε η βυζαντινή τέχνη, συντηρήθηκε η πνευματική παράδοση του Έθνους και λειτουργούσαν βιβλιογραφικά εργαστήρια, υπήρχαν εσωτερικά σχολειά για τις ανάγκες των ίδιων των κοινοβίων. Σε πρόσφατη επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, σε ένα από τα καλύτερα σύγχρονα κοινόβιά του, διαπίστωσα ότι είχε οργανωθή φροντιστήριο ελληνικών γραμμάτων, για να μπορούν οι μοναχοί (και οι νέοι και οι γεροντότεροι) να παρακολουθούνε το περιεχόμενο των βυζαντινών ύμνων που ακούνε στο ναό. Να, λοιπόν, ένα σύγχρονο «Κρυφό Σχολειό», όχι φανερό, όχι επίσημο, αλλά δημιουργημένο από συγκεκριμένη ανάγκη.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας τα μοναστήρια δεν ήταν μόνο θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα, αλλά και φιλανθρωπικά ταμεία, εστίες νοσοκομειακής περιθάλψεως όποιου προσέφευγε σ’ αυτά κ.λ.π. Οι μοναχοί ήταν περίφημοι «βοτανολόγοι». Το «Γεωπονικόν» του Αγαπίου Λάνδου θαυμάζεται και από τους σύγχρονούς μας επιστήμονες. Ήταν δηλαδή τα μοναστήρια καταφύγια του Ελληνισμού στην περίοδο της σκλαβιάς. Μέσα στους ναούς τους μάθαιναν οι ραγιάδες γράμματα, κοντά σε κάποιο μοναχό έβαζαν τα παιδιά τους να διδαχθούν το αλφαβητάρι.
«Οι διδάσκαλοι ήταν κατά κανόνα καλόγηροι…»
Θα αναφέρωμε και άλλο παράδειγμα. Σε τουρκοπατημένη σήμερα ελληνική περιοχή (για ευνόητους λόγους δεν σημειώνομε ποια είναι), μετά το κλείσιμο του ελληνικού σχολείου, που λειτουργούσε εκεί, από τον κατακτητή, ο παπάς συγκεντρώνει τα Ελληνόπουλα στην εκκλησιά και τους διδάσκει την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Όπως και άλλοτε έχω παρατηρήσει (βλ. το βιβλίο μου «Βυζάντιο και Εκκλησία», έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1978), οι ίδιοι οι ορθόδοξοι ναοί τι άλλο ήταν παρά «Κρυφά Σχολειά», αφού εκεί εκτός από την ελληνική γλώσσα, οι υπόδουλοι διδάσκονταν έμμεσα και την ελληνική ιστορία ακούγοντας τα πολυπληθή κοντάκια, απολυτίκια κ.λ.π. που συνδέονται μ’ αυτήν: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…», τα ειρηνικά, την «εκτενή» κ.λ.π. Η Ορθοδοξία κράτησε το Γένος στα δύσκολα χρόνια της δουλείας και το κράτησε με τους ολιγογράμματους παπάδες και τα «κρυφά» σχολειά της.
Έπρεπε, λοιπόν, να αμφισβητηθεί η ύπαρξή τους. Και δυστυχώς αυτό έγινε από τις σελίδες της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», που εκδίδει η «Εκδοτική Αθηνών», έργου κατά τα άλλα σοβαρού, με αποτέλεσμα να περάσει και στα σχολικά εγχειρίδια. Έτσι η όλη υπόθεση έφθασε στη δημοσιότητα. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό Παιδείας Ιωάννη Βαρβιτσιώτη κι εκείνος, προς τιμήν του, όπως αναφέρεται σε έγγραφο των Τμημάτων Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφημερίδα της 21.5.1978, έδωσε αμέσως εντολή, από τα υπό εκτύπωση νέα σχολικά βιβλία να απαλειφθεί η φράση: «Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της ιστορικής επιστήμης το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος και δεν υπήρξε στην πραγματικότητα», από τη σελ. 173 της «Ιστορίας» της Γ’ Λυκείου. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να αποκατασταθεί και η αλήθεια για το «Κρυφό Σχολειό». Η ίδια η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» πρέπει να πάρει υπ’ όψη της σε μια προσεχή επανέκδοσή της αυτό που γράφει ο Γεν. Γραμματεύς της Ακαδημίας Αθηνών, που φέρεται και ως μέλος του Εποπτικού της Συμβουλίου. Γράφει, λοιπόν, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος στο βιβλίο του «Το Εικοσιένα και ο Σύγχρονος Ελληνισμός» (Αθήναι 1972, σελ. 57):

«Το 1821 απετέλεσε την απαρχήν της καθάρσεως των Ελλήνων από την δευτέραν ιστορικήν των τραγωδίαν, η οποία διήρκεσε τετρακόσια χρόνια. Ο Δούρειος Ίππος δια την κάθαρσιν αυτήν ήτο η Ορθοδοξία, οι Κοινότητες, το Κρυφό Σχολειό και ο εμπορικός στόλος των υποδούλων Ελλήνων».
Είναι σαφές ότι ο ιστορικός αναφέρεται σε ανεπίσημα σχολεία. Ο ίδιος θεωρεί το έτος 1593, στον 16ο δηλ. αιώνα, οπότε τοποθετείται το «Κρυφό Σχολειό», «ορόσημο» για την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας. Και το ορόσημο αυτό οφείλεται στην Εκκλησία. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει σχετικά στην «Ιστορία» του «του Ελληνικού Έθνους»:
«Κατά τον πρώτον αιώνα της δουλείας οι πεπαιδευμένοι Έλληνες εις όλον το Έθνος ανήρχοντο εις 230. Την έλλειψιν της μορφώσεως του Έθνους ησθάνθησαν πάντες αλλά περισσότερον όλων το Πατριαρχείον. Ένεκα τούτου ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο μεγαλοπρεπής (ο Τρανός) το έτος 1593 συνεκάλεσεν Ιεράν Σύνοδον εις το μετόχιον του Παναγίου Τάφου και έλαβεν την εξής απόφασιν: «Έκαστον επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην των δυναμένων ποιείν, ώστε δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν».
Τα περί «μύθου» για το «Κρυφό Σχολειό» τα υποστήριξε στον Ι’ τόμο της νεώτερης «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» (1974), ο Καθηγητής σήμερα της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Άλκης Αγγέλου. Ο μελετητής αυτός, που είναι και μέλος του Ομίλου Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, αρνείται με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο την ύπαρξη του «Κρυφού Σχολειού», χωρίς όμως να πείθει με τα γραφόμενά του αλλά κάνοντας διάφορες υποθέσεις, που δεν τεκμηριώνει. Ο Αγγέλου συγκεντρώνει όσες αρνητικές θέσεις έχουν κατά καιρούς γραφή, αλλά δεν αναφέρει τις υπόλοιπες, όπως επιβάλλεται για ένα έργο όχι «προσωπικό», αλλά «συλλογικό», καθώς είναι η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», μιλώντας περί «ευφαντάστων καλοπροαιρέτων ιστορικών της εθνικής σκοπιμότητος» οι οποίοι κατά την άποψη του παρασύρθηκαν «από την χιονοστιβάδα του μύθου».
Ας δούμε, λοιπόν, στη συνέχεια τι αναφέρουν πάνω στο θέμα πολύ σοβαρές ιστορικές πηγές και έγκυροι συγγραφείς. Ο Αναστάσιος Ν. Γούδας, «διδάκτωρ της ιατρικής, ιππότης του τάγματος του αγίου Στανισλάου, μέλος διαφόρων επιστημονικών και φιλανθρωπικών εταιριών», στον β’ τόμο του περίφημου έργου του «Βίοι παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», όπου πραγματεύεται περί «Παιδείας» (εν Αθήναις 1870, σελ. κε’ κ.εξ.) γράφει:
«Σμικρόν κατά σμικρόν η διδασκαλία μετεφέρθη από των σκητών και των σπηλαίων εις τους νάρθηκας των εκκλησιών, ένθα και σήμερον έτι διδάσκουσιν εν τισι των υπό την Τουρκία ελληνικών χωρών. Τα δημόσια σχολεία τότε ήσαν παντελώς κατηργημένα• μόνον εν τοις Πατριαρχείοις της Κωνσταντινουπόλεως και εν αποκέντρω τινί πόλει διετηρήθησαν, ως λέγεται, ατελείς τινες σχολαί• ανώτερα δε εκπαιδευτήρια δεν εδύναντο να συστηθώσι, λέγει ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός «ειμή υπό τον τίτλον επανορθωτικά καταστήματα MAISON DE CORRECTION». Ούτω δε μόλις εδυνήθησαν οι άνδρες εκείνοι να διατηρήσωσιν εν τη Ανατολή άσβεστον τον λύχνον της παιδείας… «Παναγιώτης δε ο Νικούσης και ο διάδοχος αυτού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, λέγει Γιακωβάκης Ρίζος ο Νερουλός, κατώρθουν να λαμβάνωσιν άδειαν συστάσεως σχολείων εις διαφόρους πόλεις της τε Ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας και απεστόμουν τους κατά τόπους διοικητάς Τούρκους οτέ μεν δια δώρων, οτέ δε δια της ισχύος των παρά τοις υπουργοίς του Σουλτάνου». Αλλά σχολεία διατηρούμενα μόλις δια δωροδοκίας και δια της εμπνεύσεως φόβου, δεν ήτο δυνατόν να παρέξωσιν εις το έθνος και μεγάλους άνδρας• άπορον μάλιστα είναι πως εμορφώθησαν και τινες, ικανοί να διδάσκωσι τα καλά γραμματικά, και να διατηρώσιν ούτως άσβεστον τουλάχιστον την λυχνίαν της παιδείας».
«Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι θρύλος…»Για διώξεις μιλάει και ο ιστορικός της Επαναστάσεως του Εικοσιένα Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος αναφέροντας το «Κρυφό Σχολειό»:
«Ο παπάς κάτω από τα ράκη του ράσου του κρατεί το ψαλτήρι και πηγαίνει να μάθη τα παιδιά, που τον περιμένουν, να διαβάζουν. Ομιλεί ακόμη εις τα παιδιά και δια τους μεγάλους ανθρώπους που εδόξασαν άλλοτε αυτόν τον τόπον. Διδάσκει την ολίγην ιστορίαν που γνωρίζει και αυτός. Το κρυφό σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συνετήρησε παρά τας διώξεις, παρά την αξιοθρήνητον έλλειψιν παντός μέσου, παρά την φοβεράν πίεσι τόσων αμέσων αναγκών που θα ήτο φυσικόν να οδηγήσουν προς τον εξισλαμισμόν, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξη». (Η Ελληνική Επανάστασις, βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, ε’ έκδοση, τόμ α’, «Μέλισσα» , σελ. 21).
Ο Αγγέλου παρακάμπτει τελείως τις διώξεις και ούτε λίγο ούτε πολύ παρατηρεί: «Αν το Κρυφό Σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πραγματικότητα σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να μείνουν σκόπιμα στην αφάνεια. Θα έπρεπε, αντίθετα ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητος της φυλής και της εθνικής συνειδήσεως σύμφωνα με την ερμηνεία που θα του δώσουν κατά κανόνα οι μεταγενέστεροι, να εξαρθή με κάθε τρόπο. Αφού, λοιπόν, η απλή λογική μας οδηγεί να αποκλείσουμε παρόμοιο ενδεχόμενο, εκείνο που απομένει να δεχθούμε είναι ότι πιθανόν να βρισκόμαστε σε μια εξαιρετική – μοναδική ίσως – συμπτωματική εξαφάνιση κάθε σχετικής γραπτής μαρτυρίας. Την έσχατη όμως αυτή υπόθεση έρχεται να αναιρέση μια άλλη αδιαφιλονίκητη λογική παρατήρηση: Για ποιο λόγο ο Τούρκος να ενοχληθή από την ύπαρξη των σχολείων; Τι είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήση από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Ασφαλώς η περιορισμένη έκταση που μπορούσε να έχη την εποχή εκείνη η καλλιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιεργείας της γης. Άλλωστε τα γράμματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολείτο συστηματικά ο δυνάστης ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο». Απόκρυφον έργον συνετελείτο…»
Ασφαλώς ένας δυνάστης, σαν κι αυτόν θα ήταν τέλεια ιδανικός, όμως οι μαρτυρίες κάθε άλλο παρά αθώο τον εμφανίζουν. Από τη μια μεριά έδινε προνόμια κι από την άλλη, όπου μπορούσε, προέβαινε σε εξισλαμισμούς του πληθυσμού. Πώς θα άφηνε στην περίπτωση αυτή να λειτουργήσουν ομαλά τα σχολεία; Ο γνωστός ιστοριοδίφης Τάσος Γριτσόπουλος γράφει πάνω σ’ αυτό: «Πρέπει αναμφισβητήτως να τονισθή ότι παρά το δοθέν προνόμιον και παρά τας πολιτικάς αρετάς του Πορθητού, θηριώδης παρέμεινε και αμετάβλητος η ασιατική φυσιογνωμία αυτού του ιδίου και των διαδόχων του. Παρά το ανενόχλητον του Πατριάρχου ο Πατριάρχης ουχί σπανίως κατεβιβάσθη από τον θρόνον και ωδηγηθή εις τον θάνατον παρά δε τας χορηγηθείσας θρησκευτικάς ελευθερίας υπήρχον δεσμεύσεις και επί των απλουστέρων ζητημάτων, αύται δε συνήθως ήροντο δια της καταβολής χρημάτων. Γεμάτη από αντιφάσεις εξεδηλώνετο η τουρκική πολιτική έναντι των χριστιανών, πάντοτε όμως ρυθμιστής των σχέσεων ήτο η σκοπιμότης και χρυσούς κανών η εξαγορά, ποτέ η αρετή και το δίκαιον».
Ο ίδιος μελετητής έχει ασχοληθή ιδιαίτερα με την παιδεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έχει αφιερώσει στο «Κρυφό Σχολειό» μελέτημα που είδε το φως το 1962 στον δ’ τόμο του επιστημονικού φιλολογικού περιοδικού «Παρνασσός». Ο Γριτσόπουλος κατέγινε και με την ιστορία της Μεγάλης του Γένους Πατριαρχικής Σχολής, που την ίδρυσή της τοποθετεί αμέσως μετά την Άλωση:
«Βεβαίως, γράφει, δεν γνωρίζομεν πότε ακριβώς η Μ. Εκκλησία γενικώς και επισήμως επέβαλε εαυτήν ως την κατ’ εξοχήν επόπτριαν της διακανονιστικής κινήσεως διότι δεν έχομεν σαφή μαρτυρίαν αυθεντικήν. Αλλ’ είναι δυνατόν να υποθέσωμεν ότι επί του Γενναδίου και ζώντος του Πορθητού συνετελέσθη το μέγα γεγονός εις την Κωνσταντινούπολιν τουλάχιστον. Εις τας επαρχίας ωργανώθη μεν υπό την αιγίδα της Εκκλησίας η Παιδεία, τούτο όμως έγινε πολύ αργότερα, όταν οι καιροί ήσαν περισσότερον πρόσφοροι. Πάντως οφείλομεν να δεχθώμεν ότι απόκρυφον έργον συνετελείτο από της πρώτης στιγμής της συμφοράς εις τα μοναστήρια, όπου πρέπει να τοποθετήσωμεν τα θρυλικά Κρυφά Σχολειά» (Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, τόμ. α’, σσ. 70-71).
Κρυπτοχριστιανοί – Κρυφά Σχολειά .Η ύπαρξη επισήμων σχολείων, εξ άλλου, δεν αποκλείει τα κρυφά. Όπως και η διατήρηση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν αποκλείει την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών, εξισλαμισθέντων δηλ. χριστιανών, που λάτρευαν στα κρυφά τον αληθινό Θεό. Ο ίδιος δυνάστης, που ενώ αναγνώριζε το Πατριαρχείο, κυνηγούσε την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία με πραγματική μανία, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, όπως θα δούμε παρακάτω, έκλεινε τα ελληνικά σχολεία. Για τις ανάγκες των κρυπτοχριστιανών η Εκκλησία χρησιμοποιούσε και κρυφούς παπάδες. Ο Νίκος Ε. Μηλιώρης, που ασχολήθηκε συστηματικά με το αδιαμφισβήτητο τούτο γεγονός προσκομίζοντας σπουδαίες μαρτυρίες στο βιβλίο του «Οι Κρυπτοχριστιανοί» (Εκδόσεις Ενώσεως Σμυρναίων, σ. 47-48) γράφει: «Κρυφοί παπάδες ήσαν ακόμη δερβίσηδες – ιεραπόστολοι μυστικοί – που περιοδεύανε στα κέντρα των κρυπτοχριστιανών και τελούσαν τα χριστιανικά μυστήρια. Ήσαν απεσταλμένοι κάποιων μοναστηριών. Ειδική και επιμελημένη ήταν η επιλογή και η προετοιμασία από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου των περιοδευόντων αυτών μυστικών ιεραποστόλων και μακροχρόνια και γεμάτη από απρόοπτους και θανάσιμους συχνά κινδύνους η αποστολή τους. Διαλέγανε όσους από τους καλογέρους παρουσιάζανε τα περισσότερα για τον προορισμό, που θα αναλαμβάνανε προσόντα. Τους διδάσκανε τα τούρκικα, τους μυούσαν στους τύπους της μουσουλμανικής λατρείας και στις θρησκευτικές τελετές της κι ύστερα τους ντύνανε ντερβίσηδες και τους εξαποστέλνανε στον Πόντο. Μπαίνανε στα χωριά των Κρυπτοχριστιανών σαν κήρυκες του Μωάμεθ. Τη νύκτα λειτουργούσανε (σ.σ. τα ελληνικά) μέσα σε κατακόμβες και κρύπτες. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσανε και χρόνια ολόκληρα πολλές φορές, ταλαιπωρούμενοι και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο σε κάθε τους βήμα. Πολλοί υποκύπτανε στις κακουχίες• άλλοι αναγνωρίζονταν και τότε τελειώνανε με μαρτυρικό θάνατο. μερικοί είχανε την καλή τύχη να γυρίσουν πίσω στο μοναστήρι τους• αλλά και πάλιν αφού κάνανε εκεί την αναφορά τους, σύντομα ξαναφεύγανε σε καινούρια αποστολή. Σε τέτοια μοναστήρια του Πόντου κρατούσαν και κρυπτογραφικούς κώδικες• καταγράφανε σ’ αυτούς συνθηματικά την κίνηση των κρυπτοχριστιανών της δικαιοδοσίας ή της περιοχής των.
Οι αρνητές του «Κρυφού Σχολειού» σε κανένα τεκμήριο δεν βασίζονται παρά μόνο σε εικασίες. «Ένας αιώνας και πλέον μετά την Άλωση λένε, είναι το διάστημα που καλύπτεται λίγο πολύ από τους υπέρμαχους της μυθολογίας του Κρυφού Σχολειού. Το χρονικό όμως αυτό διάστημα μπορεί να δικαιολογήση με τον αργό ρυθμό που έχει η ζωή εκείνη την εποχή και με την επιβράδυνση την οποία προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση το γενικό μούδιασμα που έχει καταλάβει όλες τις δυνάμεις του έθνους». Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με όσα οι ίδιοι γράφουν για την ουδέτερη πολιτική του Τούρκου δυνάστη απέναντι στα σχολεία. Και σχολεία δεν δημιουργήθηκαν μόνο μετά τον 16ο αιώνα αλλά αμέσως μετά την Άλωση ιδρύθηκε η Μεγάλη του Γένους Πατριαρχική Σχολή. Αντίθετα αν υπήρξε μούδιασμα αυτό θα ήταν αποτέλεσμα των τουρκικών πιέσεων. Το ακριβές, όπως ήδη σημειώθηκε, είναι ότι ο κατακτητής επίσημα έδωσε προνόμια και ανεπίσημα επιδίωκε τον αφελληνισμό των υποδούλων, όπως έκανε με τη στρατολογία γενιτσάρων. «Το ελληνικό έθνος, γράφει ο Βλαχογιάννης, πλήρωσε με εκατομμύρια ζωντανές ψυχές τη δίψα του μουσουλμανικού φανατισμού» (Πρωία 5 Ιουνίου 1932).
εκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Ελλαδικής Εκκλησίας

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του


Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛΛΥΒΑΔΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ

 
Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξαιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.
Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρύβει η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.
Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.
Μπορεί μάλιστα κανείς να εντοπίσει μέσα στην εντυπωσιακή πράγματι εκπαιδευτική και συγγραφική δραστηριότητά τους και ειδική τάση και δράση απέναντι στον κίνδυνο των εξισλαμισμών και των εκλατινισμών. Είναι γνωστόν ότι πολλοί από τους Νεομάρτυρες είχαν ως «αλείπτας», ως προπονητάς θα ελέγαμε, οι οποίοι ψυχολογικά τους ετόνωναν και τους εστήριζαν στο δρόμο του μαρτυρίου, Κολλυβάδες αγίους, όπως τον Άγιο Μακάριο και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Και είναι βέβαιο πως όσα με παρρησία λέγουν πολλοί Νεομάρτυρες στις απολογίες τους απέναντι των Τούρκων δικαστών, προβάλλοντας την υπεροχή της Χριστιανικής πίστεως απέναντι στην θρησκεία του Μωάμεθ, την οποία υποτιμούν και απορρίπτουν, απηχούν τη διδασκαλία των Κολλυβάδων Αγίων. Πολλούς από τους διαλόγους αυτούς των Νεομαρτύρων με τους Τούρκους δικαστάς, που θυμίζουν τα αρχαία μαρτυρολόγια, διέσωσε ο άγιος Νικόδημος στο «Νέο Μαρτυρολόγιο». Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευθούν και τα ειδικά αντιλατινικά έργα του Αγίου Αθανασίου Πάριου «Αντίπαπας», «Ουρανού κρίσις», «Ο Παλαμάς εκείνος», και όσα άλλα σε ειδικά ή μη έργα γράφουν για τις εκτροπές και τις πλάνες των Λατίνων όλοι τους.
Η προσφορά βέβαια των Κολλυβάδων στο χώρο της παιδείας και του πολιτισμού δεν περιορίζεται μόνο στην ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας των Ορθοδόξων απέναντι στον διπλό κίνδυνο των επιρροών και αφομοιώσεων από Ανατολή και Δύση, που είναι και αυτή πολύ μεγάλη. Έχει και μία άλλη, εξ ίσου ευρεία διάσταση, στον χώρο της οποίας φάνηκε ότι δεν είχαν τότε τόσο μεγάλη επιτυχία, όχι γιατί η διδασκαλία τους δεν είχε απήχηση, αλλά διότι δυστυχώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία που εδημιούργησαν ένα οικουμενικό κράτος με οικουμενική ακτινοβολία, την Ρωμιοσύνη του Βυζαντίου, που άντεχε και κρατούσε όρθια την ψυχή και το πνεύμα του και κάτω από τη σκληρή δουλεία των κατακτητών, μετά το 1821 δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα.
Το νέο κράτος αποκόπηκε βίαια από την ελληνορθόδοξη παράδοση, εγκατέλειψε την παραδοσιακή ελληνοχριστιανική παιδεία και εστράφη καθοδηγούμενο και κηδεμονευόμενο από τη Δύση εναντίον της Βυζαντινής του κληρονομιάς, των Αγίων και των Πατέρων, των ιερών και όσιων του Γένους.

Είναι γνωστόν ότι οι Κολλυβάδες Άγιοι ήλθαν σε σύγκρουση, ιδιαίτερα ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, με τους ευρωπαϊστάς και ευρωπαΐζοντας εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι οποίοι υιοθέτησαν τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, ακόμη και την αθεΐα του Βολταίρου, και προσπάθησαν να στρέψουν την πορεία του νεοελληνικού πολιτισμού προς την κλασική αρχαιότητα, εκθειάζοντας και προβάλλοντας την θύραθεν, την κοσμική σοφία και γνώση και υποτιμώντας ή αγνοώντας την θεία σοφία.
Ο ορθός λόγος, η επιστήμη, η γνώση, η ελευθερία ήσαν οι νέες θεότητες του κηρύγματος του Διαφωτισμού. Ή βυζαντινή σύνθεση, όπου κατορθώθηκε η διάσωση και η ενίσχυση των υγιών στοιχείων του ελληνικού πνεύματος στην υπηρεσία του θείου κηρύγματος της αγάπης, της ταπεινώσεως, της καταλλαγής που απέρρεαν από το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Σταυρού, εγκαταλείφθηκε και υποτιμήθηκε. Ήταν ουσιαστικώς ένας νέος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας υπό άλλη μορφή, που συγγενεύει πολύ με την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου τον 4ο αιώνα να αναβιώσει τον ακραιφνή Ελληνισμό εναντίον του Χριστιανισμού και του Βαρλαάμ του Καλαβρού τον 14ο αιώνα να περάσει, μέσα στο ορθόδοξο Βυζάντιο, τον σχολαστικισμό και ορθολογισμό της Δυτικής Αναγέννησης, απορρίπτοντας την δοκιμασμένη μέθοδο φωτισμού και τελειώσεως των Πατέρων της Ανατολής, που έδιναν τα πρωτεία στη θεία σοφία χωρίς να απορρίπτουν την κοσμική, την ανθρώπινη.
Οι Τρεις Ιεράρχαι του 4ου αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, με την έξοχη ελληνική παιδεία τους, όπως και ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα, δεν επέτρεψαν την οπισθοδρόμηση προς ένα νοσηρό κλασικισμό που τοποθετεί το κτιστό πάνω από το άκτιστο, την ανθρώπινη σοφία πάνω από την θεϊκή σοφία, τα άθεα γράμματα πάνω από τα θεωτικά, όπως έλεγε ο όσιος μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος, βλέποντας την εσφαλμένη πορεία που ακολούθησαν μετά το 1821 οι δυτικοτραφείς λόγιοι και κληρικοί υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις των Ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αγωνισταί του 1821, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι, γαλουχημένοι με το πνεύμα της παραδόσεως των Κολλυβάδων, βρέθηκαν προδομένοι και στο σημείο αυτό. Αγωνίσθηκαν για να απελευθερώσουν σωματικά τους Έλληνες από τους Τούρκους, και είδαν την Ελλάδα να υποδουλώνεται πνευματικά, να παραδίδει την ψυχή, το πνεύμα της στους Ευρωπαίους. Ο εκλατινισμός επανήλθε με τη μορφή του εξευρωπαϊσμού και του εκδυτικισμού. Η Δύση που δεν μπόρεσε ούτε στο ελεύθερο Βυζάντιο με τον Βαρλαάμ Καλαβρό να «διαφωτίσει», δηλαδή να σκοτίσει τους Έλληνες, γιατί αντέδρασε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με το κίνημα του Ησυχασμού, ούτε στην Τουρκοκρατία, λόγω του νέου φιλοκαλικού - ησυχαστικού κινήματος των Κολλυβάδων, επεχείρησε να πάρει τη ρεβάνς μετά το 1821 θέτοντας υπό πνευματική κηδεμονία το νεοελληνικό κράτος, την παιδεία και τον πολιτισμό του. Φαίνεται όμως ότι και πάλι βγαίνει νικημένη. Οι δυσφημισμένοι ακόμη και κατά το όνομα Κολλυβάδες επηρεάζουν τώρα βαθύτατα την ορθόδοξη πίστη και ζωή ως γνήσιοι συνεχιστές της πατερικής ησυχαστικής παραδόσεως. Το Άγιον Όρος που τους εξέθρεψε, όπως και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, μπορεί να καυχάται για τους μεγάλους αυτούς διδασκάλους της Ορθοδοξίας και του Γένους.

1. Ό χαρακτηρισμός του κινήματος ως φιλοκαλικής αναγέννησης επεκράτησε με¬τά τη μελέτη του μητροπολίτου Μαυροβουνίου Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η φιλοκαλική αναγέννησις του ΙΗ' και ΙΘ' αι. και οι πνευματικοί καρποί της, Αθήναι 1984. Δεν παραθέτουμε εδώ τη σχετική με το κίνημα των Κολλυβάδων βιβλιογραφία. Για τους δύο εξ αυτών έγιναν στις ημέρες μας επιστημονικά συνέδρια, ένα για τον Αθανάσιο Πάριο στην Πάρο, τον Σεπτέμβριο του 1998, και ένα για τον Άγιο Νικόδημο Αγιορεί¬τη στην Ιερά Μονή Αγίου Νικόδημου στη Γουμένισσα Κιλκίς, τον Σεπτέμβριο του 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. Εντός του έ¬τους θα κυκλοφορήσουν τα πρακτικά και των δύο συνεδρίων. Στον Άγιο Αθανάσιο Πάριο αναφέρονται επίσης οκτώ εισηγήσεις που έγιναν κατά το επιστημονικό συνέ¬δριο που έγινε στην Πάρο το Σεπτέμβριο του 1996 για την Εκατονταπυλιανή. Τα πρα¬κτικά έχουν εκδοθή από το Ιερό Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου• Η 'Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσί¬ου (Πάρος 15-19 Σεπτεμβρίου 1996), Πάρος 1998. 
Πηγή: Θεοδρομία τεύχος 7- Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2000
http://www.impantokratoros.gr/

"Ορθόδοξος Τύπος" : Οι Μοναχοί ούτοι δεν δύνανται πλέον να μετέχουν της κακοφώνου, κακοδόξου και αιρετικής συναυλίας, την οποίαν διευθύνει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

..Και οι άγιοι Ιερομόναχοι και Μοναχοί του Αγίου Όρους, της Πάτμου, της Κρήτης ας υψώσουν το κέρας της διαμαρτυρίας αυτών έως άνω ουρανού και ας είπουν εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην το ιστορικόν ¨Ουκ έξεστί Σοι» , δηλαδή το μέγα «ΟΧΙ» της Ορθοδοξίας δια τας σαφώς προς το Δόγμα και  τας διαγορεύσεις των Πατέρων και της Ιεράς Παραδόσεως, παραδόξους και αλλοκότους και ασυγχόρδους πράξεις του. Οι Μοναχοί ούτοι δεν δύνανται πλέον  να μετέχουν της κακοφώνου, κακοδόξου και αιρετικής συναυλίας, την οποίαν διευθύνει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μικρόν λογιζόμενος το βαρύ και ένδοξον παρελθόν του οποίου τυγχάνει εφ΄ όρκω συνεχιστής. 
Θα ευαρεστήσουν  τω Θεώ οι Επιστάται και Μοναχοί του Αγίου Όρους, εάν, συνολικώς παύοντες την μνημόνευσιν του Οικουμενικού, αποτάξωσιν εαυτούς της μερίδος των Νέο-Αιρετικών του Φαναρίου, σώζοντες τας ψυχάς των και περιφυλάσσοντες την Ορθοδοξίαν.
πηγή

Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2014

«ΕΜΙΣΗΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΕΝΩΝ...»


Ὁ πιστός ἄνθρωπος, ὁ Ὀρθόδοξος πιστός Χριστιανός, σέ στιγμές πνευματικῆς περισυλλογῆς καί ἰδίως κατά τίς ὧρες τῆς προσευχῆς, πού ἡ ψυχή ἀνοίγεται στήν ἐπικοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἐκτός τῶν ἄλλων, ποιεῖ καρδιακή ἀναφορά καί γιά τήν ὅλη του συμπεριφορά. Ἀπό θετικῆς ἀπόψεως βλέπει τήν προσπάθεια τήν ὁποία ἔχει εἰς τό νά βαδίζῃ τήν ὁδόν τῆς Εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, ἀπό τό «κατ᾽ εἰκόνα» δηλαδή εἰς τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν» μέ ὅλες τίς παραμέτρους τοῦ θέματος, καί ἀπό ἀρνητικῆς ἀπόψεως παρακολουθεῖ τόν ἀκατάπαυστο ἀγῶνα πού διεξάγει εἰς τό νά μή συναναμιγνύεται μέ τούς ἀσεβεῖς. Μέ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους δηλαδή πού ἀρνοῦνται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀποστρέφονται τήν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης πού ὁδηγεῖ εἰς τήν ἁγιότητα.
Ὁμιλοῦμε βεβαίως γιά τούς συνειδητούς πιστούς καί τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, πού, παρά τίς μικρότερες ἤ μεγαλύτερες ἀδυναμίες τίς ὁποῖες γνωρίζουν ὅτι ἔχουν, ἐπιθυμοῦν νά τίς κατανικήσουν καί νά τίς μεταβάλλουν ἀπό κακίες καί πάθη σέ ἀρετές. Καί τό τονίζομε αὐτό, διότι ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅλως ἀνοήτως, φρονοῦν ὅτι μποροῦν δῆθεν νά συνδυάσουν τήν ζωήν τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ζωήν τῆς ἀδικίας καί τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ρίπτουν στάχτην εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας των μέ ἀποτέλεσμα νά ἀμβλύνεται ἡ συνείδησίς των καί νά φθάνῃ ἕως καί τῆς πωρώσεως. Τελικῶς δέ, νά φθάνουν εἰς τό κατάντημα νά τούς ἐγκαταλείπῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού σημαίνει ἑκουσία θεοεγκατάλειψι, δηλαδή αὐτοθεοεγκατάλειψι, ἀφοῦ ὁ Θεός οὐδέποτε ἀρνῆται τό πλάσμα Του.
Ἔτσι, γίνονται ἐν πολλοῖς ὑποκριταί, ἀλλά καί οἱ πράξεις των καθίστανται μισητές. Ἐμᾶς ὅμως ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει θέσει ὅριον καί μέτρον ἄριστον εἰς τίς πράξεις καί ἐνέργειές του καί αἰσθανόμενος τήν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν παρρησία νά ἀπευθύνεται πρός τόν Κύριον τῆς Δόξης. Ἐκεῖνο δηλαδή πού ἐφήρμοζαν κυρίως οἱ Ἅγιοι καί ἐκεῖνο πού βίωναν οἱ Δίκαιοι καί οἱ Προφῆτες εἰς τόν χῶρον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Μέσα σέ ἕνα τέτοιο πνεῦμα κατανυκτικῆς προσευχῆς καί δεήσεως καί μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα ἐξομολογητικῆς διαθέσεως, ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ, ἔχοντας ἀπολύτως ἤρεμη τήν συνείδησί του, καί ζητῶντας τήν Θεία προστασία ἐναντίον τῶν συκοφαντῶν του, βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος καί Θεός θά τόν προστατεύση, ἐκφράζει μέ ἕναν εἰλικρινῆ καί συγκινητικό τρόπο τήν ἀποστροφή του ἐναντίον ὅλων ἐκείνων πού σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά.
Ἀλλά, ἄς πάρωμε εἰς τά χέρια μας τό ἱερό κείμενο τοῦ Ψαλτηρίου καί θά αἰσθανθοῦμε τήν ἰδιαιτέρα εὐλογία ἀλλά καί τήν ἀγανάκτησι τοῦ Δαυΐδ. Τήν ἀγανάκτησι καί τήν ἀποστροφή πού ἔνοιωθε ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἔργων, ἕνεκεν τῆς πλουσίας Χάριτος πού ἐνοικοῦσε εἰς τήν ὕπαρξί του. Τό ἱερό κείμενο συγκλονίζει καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς οἱ Ο´ (ἑβδομήκοντα) μεταφρασταί μέ τήν «θεόθεν οἰκονομηθεῖσαν» μετάφρασίν των, χρησιμοποιοῦν τίς συγκεκριμένες λέξεις πού θά ἀναλύσωμε.
Ψαλμός ΚΕ´, 5: «Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καί μετά ἀσεβῶν οὐ μή καθίσω».
Δηλαδή, ἐμίσησα μέ ὅλην μου τήν καρδία κάθε σύναξι καί συναγωγή ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά. Καί δέν θά καθίσω ποτέ μέ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Δέν θά συναναστραφῶ καί δέν θά συνεργασθῶ μέ ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ συναφιοῦ. Δέν θά γίνω μέλος τῆς «κλίκας» εἰς τήν ὁποίαν ἐπιπολάζει ἡ ἁμαρτία.
Αὐτά λοιπόν λέγει εἰς τήν καρδιακή του προσευχή καί αὐτήν τήν ἁγία ἀγανάκτησι ἐκφράζει μέ τήν κινύρα του ὁ κατ᾽ ἄνθρωπον πρόγονος τοῦ Χριστοῦ μας!
Καί ἄς μήν εὑρεθῇ κανείς νά ὑποστηρίξῃ ὅτι αὐτές οἱ ἐκφράσεις ἐδικαιολογοῦντο μόνο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰς τήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ, πρό τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐνῶ σήμερα κρίνονται ὡς ἀπαράδεκτες, ἀκραῖες καί φανατικές. Ὅποιος ὑποστηρίξει τήν θέσι αὐτή, τό μόνο πού θά ἀποδείξη θά εἶναι ὅτι μέσα εἰς τήν ψυχή του δέν καλλιεργεῖται, οὔτε ἴχνος, οὔτε μόριο, οὔτε «ἠλεκτρόνιο» ἐνθέου ζήλου καί αὐθεντικῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς.
Φυσικά, ἐάν κανείς θέλῃ νά  ἔχῃ τό «χρῖσμα» τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀνομίας σέ ὅλα τους τά ἐπίπεδα καί σέ ὅλες τίς σφαῖρες τῆς κοσμικῆς τους ἐπιρροῆς, θά ψάξη καί θά βρῆ πολλές ἀδικαιολόγητες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες δέν θά εἶναι παρά «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ΡΜ´, 4). Ὅσοι δέ ἔχουν χλιαρή πίστι, ἀντί νά εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. ΙΒ´, 11), θά ἀποδέχωνται τήν «ἐκκλησίαν τῶν πονηρευομένων» καί θά ἄγωνται καί θά φέρωνται ἀπό αὐτήν.
Ὁ Δαυΐδ λοιπόν ἐμίσησε τήν πονηρευομένην ἐκκλησίαν, δηλαδή τήν σύναξι καί συναγωγή τῶν ἀνθρώπων πού σχεδιάζουν, δρομολογοῦν καί ἐνεργοῦν ἄκρως ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς, λαμβάνοντες τήν φρᾶσι αὐτή «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», μεταφέρομε τήν ἀγανάκτησι, τήν πικρία καί τόν πόνο μας γιά ὅσα ἀντιχριστιανικά, παράλογα καί ἐγκληματικά συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς πολιτείας, ἀλλά καί ὅσα, τό ὀλιγώτερον ἀπαράδεκτα, συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ὅσα ἄστοχα καί ἀντίθετα πρός τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσί μας ἐνεργοῦνται, ὄχι μόνον ἀπό κάποιους ποιμένες πού κατέχουν ὑψηλές θέσεις, ἀλλά καί ἀπό ὡρισμένους κληρικούς οὐ μήν ἀλλά καί μοναχούς, μά καί ἀπό ἄλλους, πού ἀνήκουν εἰς τόν λαό.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά σταθῇ εἰς τό ὕψος Της, ὡς Νύμφη τοῦ Ἐσταυρωμένου, μακρόθεν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων καί ἐπίσης νά μή καταντᾶ θεραπαινίς τοῦ κράτους.
«Ἐμίσησα» λοιπόν ἐκκλησίαν πονηρευομένων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού συνεργάζεται καί συνδειπνεῖ μέ τόν Καίσαρα καί παρουσιάζεται εἰς τόν κόσμον ὡς ἰχθύος ἀφωνοτέρα καί βατράχου ἀπραγοτέρα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ρίπτει ὕδωρ εἰς τόν οἶνον της μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκχυδαΐζονται τά ὅσια καί τά ἱερά.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν Παπίζουσαν, θεολογίαν Λατινίζουσαν καί ποιμαντικήν Βατικανίζουσαν.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία δέν ἀποκηρύσσει, πατερικῷ τῷ τρόπῳ, τόν ἐπάρατο Οἰκουμενισμό καί εὐκαίρως-ἀκαίρως κηρύσσει δῆθεν «Οἰκολογικήν Θεολογίαν».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού τούς λύκους ὁρᾶ, ἀλλά δέν προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό «στρατεύματα κατοχῆς», τήν ἐθνοκτονία, τόν ἀφελληνισμό, τήν ἀποδόμησι τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, ἀπό τήν οἰκογενειοκτονία, τήν κοινωνική ἐξαθλίωσι, νόμους ἀντιρατσιστικούς, πού σχεδιάζονται ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων (γιατί ἄραγε;)…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν ἀντιδρᾶ στήν ἀνέγερσι τζαμιῶν καί ἀνέχεται ἀδιαμαρτύρητα νά διδάσκεται τό ἀντίχριστο Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἐκεῖ ὅπου δεσπόζουν οἱ Τρεῖς Μέγιστοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, δηλαδή οἱ Προστάτες τῶν Ἑλληνορθοδόξων γραμμάτων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν διακηρύσσει ξεκάθαρα πώς τά «πάθη τῆς ἀτιμίας» (Ρωμ. Α´, 26) καί τά πονηρά ἔργα τῆς σαρκός, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ συμβίωσις τῶν ὁμοφύλων καί τά ἐπακόλουθα αὐτῶν εἶναι οἱ πλέον ἀηδιαστικές διαστροφές καί οἱ ἐπαχθέστερες τῶν ἁμαρτιῶν πού ἐπιφέρουν τήν «ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας» (Κολάσσ. Γ´, 6).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού, ἐνῶ σέ θέματα πίστεως καταντᾶ τήν Οἰκονομία παρανομία μέ τό νά καταργῇ πρακτικά ἐντελῶς τούς Κανόνες (π.χ. ἀμνηστεύοντας τά κωλύματα ἱερωσύνης, κλπ.), σέ θέματα ὅμως ἐξουσίας, δικαιοδοσίας, κλπ.ψάχνει καί τήν τελευταία ὑποπαράγραφο τοῦ τελευταίου ὑποκανόνα γιά νά ὑπερασπισθῇ τά «δικαιώματά» της, (διάφορες διεκδικήσεις, ἀπαγόρευσι Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, κλπ.).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού κάνει περικοπές, ἀλλαγές, ἀλλοιώσεις… εἰς τίς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικές διατάξεις, εἰς τίς ἀκολουθίες, εἰς τά Τυπικά, κλπ., (μεταφράσεις τῶν Λειτουργικῶν κειμένων…) θέλοντας δῆθεν νά βοηθήσῃ καί νά οἰκονομήσῃ τούς πιστούς. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι, ἀντί νά βοηθᾶ καί νά ἐκκλησιαστικοποιῇ τούς πιστούς, νά τούς ἀποκόπτῃ ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἀκρίβεια, πρᾶγμα ἀνεπίτρεπτο καί ἀπαράδεκτο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἀμνηστεύει ἁμαρτίες, ὅπως σέ θέματα ἀποφυγῆς τεκνογονίας, προγαμιαίων σχέσεων, παραβιάσεων τῶν διατεταγμένων νηστειῶν, κλπ.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού οἱ ποιμένες της εἶναι μόνον «θρόνων διάδοχοι» καί ὄχι ταυτοχρόνως καί «τρόπων μέτοχοι».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν ὡρισμένων κληρικῶν, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά εἶναι παγιωμένη σέ «δύο μέτρα καί δύο σταθμά» καί οἱ ὁποῖοι προσκολλῶνται μέν στό «γράμμα τοῦ νόμου», ὅταν δέ αὐτό ἀντιβαίνῃ στά «καλά καί συμφέροντα», ἀνακαλύπτουν μέ συγκίνησι τό «πνεῦμα τοῦ νόμου». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ποιμένες, στούς ὁποίους δέν μπορεῖς νά ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ἀφοῦ καί οἱ ἴδιοι οὐδέποτε παρουσιάζουν σταθερή καί ἀπρόσκοπτη πνευματική πορεία. Τό «ναί-ναί» καί τό «οὐ-οὐ» ἔχει ἀντικατασταθῆ ἀπό τό Ο.Φ.Α. (ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει νά καλλιεργῆται τό ἀγκάθι τοῦ «ἀρρωστημένου Γεροντισμοῦ» καί νά αὐξάνῃ τό τριβόλι τῆς πνευματικῆς ἐξαρτήσεως ἀπό ὡρισμένους «αὐτοτιτλοφορούμενους διορατικούς» «Γεροντάδες», «Γερόντισσες», ἀλλά τελευταίως καί λαϊκούς «Γεροντάδες». Εἶναι περιπτώσεις ἰδιορρύθμων προσώπων πού στραγγαλίζουν τήν ἐλευθερία «…οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β´ Κορ. Γ´, 17), δημιουργοῦν ὀπαδούς-ὁμάδες, ἀνοίγουν δικά τους «πηγαδάκια», καλλιεργοῦν τήν προσωπολατρία… καί τελικά μεταβάλλονται σέ φρέατα τῆς ἀβύσσου. Ἐδῶ πλέον δέν βασιλεύει στούς τυφλούς ὁ μονόφθαλμος, ἀλλά ἰσχύει ἡ λαϊκή ρῆσις «βαδίζουν ὡς οἱ στραβοί εἰς τόν ᾅδη».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μερίδα, δυστυχῶς, τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶνμοναχῶν μετετράπη εἰς νεοεποχήτικο ὄχημα καί δούρειο ἵππο τῆς Ε.Ο.Κ. καί ἄλλων «εὐεργετῶν». Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεταλλάξει τίς μοναχικές ὑποσχέσεις σέ σχέσεις διεθνοῦς καί ἐγχωρίου μάρκετινγκ... Μάλιστα, καθ᾽ ἥν στιγμήν ἐν ψυχρῷ θίγεται καί προσβάλλεται τό Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἀποδομεῖται ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, προωθεῖται ἡ ἐκκοσμίκευσις τῆς Ἐκκλησίας, κλπ., αὐτή ἡ μερίδα τῶν μοναχῶν, ἀντί νά στηλιτεύουν μέ σθένος καί ἀνυποχώρητο καί ἀδιαπραγμάτευτο λόγο τά κακῶς κείμενα, ἐβουβάθησαν, διότι ἀπέκτησαν τήν «νοεράν ἔνοχον σιωπήν»…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μονάζουσες τινές καί μοναχοί τινές λοξοδρομοῦν ἀπό τήν εὐλογημένη ὁδό τῆς γνησίας, ὑγιοῦς καί αὐθεντικῆς ὑποταγῆς καί ὑπακοῆς. Αὐτοί, ἐκτός τῶν ἄλλων, δέν ἔχουν Πατερικό φρόνημα καί δέν ἐφαρμόζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων. Ἐπίσης, καλλιεργοῦν ἕνα πνεῦμα αὐταρκείας, ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τά ἡμέτερα, τηροῦν δέ σιγήν ἰχθύος καί ἀδιαφοροῦν γιά τό ὅτι βάλλεται ἔσωθεν καί ἔξωθεν ἡ Ἐκκλησία…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου ἀπαραδέκτως οἰκειοποιοῦνται Γεροντάδες καί Ἁγίους καί ἀντί νά ἀσπασθοῦν τό φρόνημά τους, ὑψώνουν ἕως οὐρανοῦ τίς ἰδικές τους «προσωπικότητες» καί τίς ἰδικές τους «μάνδρες», λές καί οἱ Γεροντάδες καί οἱ Ἅγιοι ἀνήκουν εἰς τόν προσωπικό - ἰδιωτικό τους τομέα καί ὄχι εἰς τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς ὅλον τόν κόσμο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν μερίδος λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκχριστιανίζονται μόνον τίς Κυριακές, ἐνῶ τόν ὑπόλοιπο χρόνο ἀποκαλύπτεται ὅτι εἶναι «βαπτισμένοι εἰδωλολάτρες», πρόσωπα τά ὁποῖα ἔχουν ὁμάδα αἵματος «Α Φαρισαϊσμοῦ» καί φαινομενικῆς συμπεριφορᾶς στήν Ἐκκλησία «Καλοῦ Σαμαρείτου»… Τελῶνες ἔσωθεν εἰς τίς Λειτουργικές συνάξεις καί Φαρισαῖοι ἔξωθεν εἰς τούς κοσμικούς κύκλους. Κατά τά ἄλλα, ἄκουσον, ἄκουσον, διαλαλοῦν δημόσια, ὅτι δῆθεν τούς «ἐνοχλεῖ» ἡ σιωπή τῆς Ἐκκλησίας γιά τά τεκταινόμενα…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει τήν προσβολή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καθώς καί τά ἐγκλήματα μέσῳ τῶν ἀμβλώσεων, τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως, τῆς εὐθανασίας, τοῦ πειραματισμοῦ μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, κλπ. μέ τό ἐπικάλυμμα καί τήν «βοήθεια» τῆς κατευθυνομένης Βιοηθικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία καθορίζει τά πλαίσια τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Ἰατρικῆς.
Ναί, «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ἀποδέχεται, ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ζωῆς», τόν λεγόμενον «ἐγκεφαλικόν θάνατον» ὡς ἰσόκυρον τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καί τήν πρακτική τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς»,  δηλαδή ἀπό ζῶντες.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐν ὀνόματι δῆθεν τοῦ «αὐτεξουσίου» ἀνέχεται τόν πολιτικό γάμο καί σιωπᾶ εἰς τήν ἀθεολόγητη ἀποτέφρωσι τῶν νεκρῶν…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ὡρισμένοι, ἀκόμη καί θεολόγοι, προβάλλουν δική τους αἱρετική ἀνθρωπολογία (Ἐξελικτική Δημιουργία) πού θεωρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τόν πίθηκο, καί μάλιστα κάποιοι θέλουν νά τή κατοχυρώσουν παρερμηνεύοντας καί διαστρέφοντας τούς Πατέρες.
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ὑποτροπιάζει σέ κάθε ὑπάρχουσα κοινωνική ἀσθένεια καί μολύνεται ἀπό κάθε ἰό τῆς «Νέας Ἐποχῆς».
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού, εἴτε γενικῶς, εἴτε εἰδικῶς ἀντιτίθεται, περικόπτει, προσθέτει, ἀλλοιώνει… τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς Ἐκκλησιαστικές Διατάξεις, κλπ.
«Ἐμίσησα» μέ ὅλην τήν φλόγαν τοῦ πόνου καί τήν ὀδυνηράν ἀποστροφήν, τήν «ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού δέν ἀγωνίζεται νά κηρύσσῃ Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν κηρύσσει εὐθαρσῶς, ἔργῳ καί λόγῳ, «ὅτι ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτός ὁ Θεός» (Βασιλ. Γ´, 39), ἐκκλησίαν πού αἰσχύνεται καί φοβεῖται νά διακηρύξῃ: «Τίς Θεός Μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν».
«Ἐμίσησα», «ἐμίσησα», «ἐμίσησα»… Οὐαί, οὐαί, οὐαί τοῖς πονηρευομένοις…
Ἄς μή φανῇ ὑπερβολικός ὁ λόγος μας. Σέ κάθε ἐποχή, ἀλλά κυρίως στίς ἡμέρες μας, κριτήρια γνησιότητος καί αὐθεντικό δεῖγμα καρδίας ἀγαπώσης τόν Ἰησοῦν καί τήν Ἐκκλησίαν Του, μεταξύ τῶν ἄλλων, βεβαίως εἶναι τό «ἄμισον μῖσος», τό ὁποῖον εἶναιὑπέρτερον πάσης «ἀγάπης», ὁ πόνος καί ἡ ἀποστροφή πού θά πρέπη νά αἰσθάνεται ὁ κάθε Ὀρθόδοξος πιστός πρός τήν ποικίλη ἁμαρτία, πλάνη καί αἵρεσι.
Δεῖγμα ὑγιοῦς Πατερικοῦ ζήλου καί Ἀποστολικῆς συνεπείας γιά τόν κάθε ποιμένα, γιά τόν κάθε μοναχό, ἀλλά καί λαϊκό, εἶναι τό νά ἀποχωρίζεται καί νά ἀπομακρύνεται, ὡς ἄλλος θεόπνευστος Δαυΐδ, ἀπό τῆς κοινωνίας καί τῆς συνεργασίας μετά τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καί τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν.  
Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι ὅλοι οἱ πονηρευόμενοι «Ὀρθόδοξοι» οἰκουμενισταί, οἱ συμβιβασμένοι καί «σεσημασμένοι» κακοποιοί «Ὀρθόδοξοι», συμβιβάζονται καί συναγελάζονται μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ καί γι᾽ αὐτό τελικῶς σιωποῦν καί οὐδέποτε ἀντιδροῦν σέ προσβολές κατά τῆς Πίστεως... Ἄς ἀφήσουν δέ κατά μέρος τήν δικαιολογία, ὅτι δῆθεν ἐνεργοῦν μέ «ποιμαντική σύνεσι» γιά νά ἐπιφέρουν δῆθεν κάποιο καλό. Ὅσο ὅμως θετικό ψηφιδωτό προφίλ καί ἄν ἐπιχειροῦν νά παρουσιάζουν στήν κοινωνία γενικώτερα, καί ὅσες μωσαϊκές ἐνέργειες κοινωνικῆς προσφορᾶς καί ἄν συνθέτουν μέ ἀπώτερο σκοπό τήν παραπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν εἰδικώτερα, αὐτές οἱ δικαιολογίες οὐδένα πλέον δύνανται νά ξεγελάσουν. Διότι οὐδείς ἐκ τῶν πιστῶν ἀποδέχεται  αὐτά τά καμουφλάζ τῶν οἰκουμενιστῶν, πού εἶναι ἀπόρροια τῶν ἐνόχων φόβων των καί προπετάσματα καπνοῦ τῆς δειλίας των, διά τῶν ὁποίων  ἐπιδιώκουν νά καλύψουν τά πονηρά ἔργα τους.
Κακά τά ψέμματα.  Ἄς τό παραδεχθοῦμε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ψυχή πού δέν ἀγανακτεῖ, ψυχή πού δέν κοχλάζει ἀπό τίς ἀδικίες, ψυχή πού δέν μισεῖ, ναί, δέν μισεῖ τά ἔργα τοῦ Διαβόλου, ἀπ᾽ ὅπου κι ἄν αὐτά ὡς μανιτάρια ξεφυτρώνουν, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἔχει μολυνθῆ, ἴσως καί ἀνεπανορθώτως. Ὁ ἔσω ἄνθρωπος αὐτῆς τῆς ψυχῆς ἔχει καταντήσει μία πληγή χαίνουσα καί δυσώδης. «Ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία» (Ἡσαΐου Α´, 6). Καί, ὅπως ἕνας ὑγιής ἄνθρωπος ἔχει ἀκμαῖον καί ὑγιές τό νευρικό του σύστημα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὄχι μόνο παραμένει ἀσυμβίβαστη καί ἀδιάφθορη ἀπό τήν «ἐκκλησία τῶν πονηρευομένων», ἀλλά ταυτοχρόνως ἀντιδρᾶ μέ ἱερό παλμό καί μέ ἅγιο μῖσος ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ «Συνασπισμοῦ» τῶν ἀνόμων καί ἀναξίων καί οὐδεμίαν κοινωνίαν μαζί τους ἐπισυνάπτει.
Ἡ ἀγάπη τοῦ καλοῦ, ὁ ζῆλος τῆς ἀρετῆς καί ἡ ἕλξις τῆς ἁγιότητος γίνονται συνάμα μῖσος ἄσπονδον ἀπέναντι τοῦ αἰσχροῦ, τοῦ φαύλου, τῆς διαστροφῆς, τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως, τοὐτέστιν τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Σέ ἕναν μάλιστα ἀπό τούς τελευταίους ψαλμούς, εἰς τόν ΡΛΗ´ (στίχ. 21-22), ὅπου ὁ ψαλμωδός ἀντιπαραθέτει τήν ἰδική του ἀθωότητα πρός τήν κακία τῶν ἀσεβῶν γιά νά ζητήσῃ ἀπό τόν Θεό νά τόν ὁδηγήσῃ «ἐν ὁδῷ αἰωνίᾳ», ἀναφέρει, ὑπό τύπον ἐρωτήσεως, μέ τήν θεόπνευστη παρρησία πού τόν χαρακτηρίζει: «Οὐχί τούς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;» (ΡΛΗ´, 21) Δηλαδή, δέν ἐμίσησα Κύριε αὐτούς οἱ ὁποῖοι σέ μισοῦν καί ἐκ τοῦ ζήλου μου δέν ἔλειωσα ὅπως τό κερί λόγῳ τῆς ἀποστροφῆς μου πρός τούς ἐχθρούς σου; Καί προσθέτει μέ καρδίαν πάλλουσαν ἀπό ἱεράν ἀγανάκτησιν, ἀλλά καί ἀπό ἠφαιστιώδη ἀγάπη: «Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθρούς ἐγένοντό μοι» (ΡΛΗ´, 22 ).
Ὄχι, δέν κηρύσσομε μῖσος πρός τά πρόσωπα, ἀλλά μισοῦμε τήν ἁμαρτία, μισοῦμε τήν Πλάνη καί τήν Αἵρεσι, ὅπως καί ὁ ἰατρός πού ἀγαπᾶ τόν ἀσθενῆ, ἀλλά ἐκδιώκει καί ἀφανίζει τήν ἀσθένεια. Ἀκριβῶς δέ, ἐπειδή τόν ἀγαπᾶ, ὅταν κρίνῃ ὅτι χρειάζεται νά ἐπέμβῃ, τόν ἀπομονώνει, τοῦ καυτηριάζει τήν πληγή, τόν ἐγχειρίζει καί τοῦ ἀποκόπτει τά σεσηπότα μέλη γιά νά σώσῃ τόν ἴδιον τόν ἄνθρωπον.
Ἀλλά, τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων, ὅταν γι᾽ αὐτούς τούς θεοφόρους Πατέρας μας, τούς θεηγόρους Ὁπλίτας παρατάξεως Κυρίου, πού ἔφθασαν ἕως τίς ἀπρόσιτες κορυφές, τόσον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅσον καί τῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν των, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, γιά νά ἐξάρῃ τήν ποιμαντική τους διακονία καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, πανηγυρικῷ τῷ τρόπῳ ψάλλει εἰς τήν ἱεράν των μνήμην: «Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικήν ἐπιστήμην καί θυμόν  κινήσαντες, νῦν  τόν δικαιώτατον ἐνδικώτατα...»;
Αὐτοί λοιπόν οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι, αὐτοί οἱ Ἅγιοι, αὐτοί οἱ Μάρτυρες καί Ὅσιοι κατήρτιζαν μίαν καρδίαν πού ἐφλογίζετο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ταυτοχρόνως ἀντιδροῦσαν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις ἐναντίον τῆς κακίας, ἐναντίον τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν καί ὅλων ὅσων μισοῦσαν τήν ἀλήθεια καί λοιδοροῦσαν τήν Ἁγίαν μας Ὀρθοδοξία, τοὐτέστιν τήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
Καί, ὁπωσδήποτε, εἶναι τουλάχιστον ἀνόητο καί σίγουρα προδοτικό τό νά ἰσχυρίζωνται κάποιοι ὅτι διαθέτουν περισσότερο σύνεσι, ἀγάπη, διάκρισι καί ποιμαντική ἐπιστήμη ἀπό τούς Πατέρας καί διά τῶν ἔργων των νά ἀποδέχωνται, νά συνεργάζωνται καί να ἀποτελοῦν μέλη «ἐκκλησίας πονηρευομένων».
Ἐάν ὅμως ἐπιμένουν, ἐάν συνεχίζουν νά παραμένουν, εἴτε ὡς ἁπλοί παρατηρητές, εἴτε ὡς ἐνεργά μέλη εἰς τά «Καϊαφικά Συνέδρια», δέν θά ἀργήσουν νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἐπιλογῆς των.
Ἐμεῖς δέ, ἄς πορευώμεθα μετά ζήλου ἱεροῦ καί ἁγίας διακρίσεως, τήν ὁδόν τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων. Τῶν λαμπρῶν αὐτῶν προσωπικοτήτων, πού πορεύονταν ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ἀναμέλποντας τόν παιᾶνα τῆς πρός Χριστόν ἀγάπης. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης γιά τήν ὁποίαν «ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. Ἀπ. ΙΖ´, 28).
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων» καί ἠγάπησα τήν Ἀλήθειαν, τοὐτέστιν τήν«Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...