Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαρτίου 23, 2014

Ποιμένας, πένθος και παιδιά ,Ο ρόλος του ποιμένα και η διαχείριση του πένθους στα παιδιά



Ο ρόλος του ποιμένα και η διαχείριση του πένθους στα παιδιά

Όλοι οι άνθρωποι άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την ιδέα του θανάτου ή ακόμα χειρότερα με την πραγματικότητα ενός θανάτου.  Συνήθως, «ο άνθρωπος απωθεί την ιδέα αυτή γιατί θέλει να προστατεύσει τις εγκόσμιες αξίες, τις οποίες δεν έχει το θάρρος να εγκαταλείψει, μολονότι η ιδέα του θανάτου έχει ήδη αποκαλύψει τη μηδαμινότητά του»[1]. Η ψυχολογική ανησυχία του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλη, όταν βλέπει κάποιο δικό του να χάνεται και συχνά να σβήνει μέσα σε αγωνία και πόνους. Ο θάνατος και κατ’ επέκτασιν ο φόβος του θανάτου εισήλθε στην ζωή μας κατά παραχώρησιν Θεού από την πτώση και μετά. 

Στη σημερινή εποχή όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν τη βοήθεια των ποιμένων, στα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, και ζητούν από την Εκκλησία να σκύψει επάνω στις ανάγκες τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος καταβάλλει προσπάθεια  να αποφύγει επιμελώς κάθε σκέψη ή συζήτηση σχετική με το θάνατο και καλλιεργεί την αντίληψη για αποσιώπηση και όχι για μνήμη του θανάτου. Γι’ αυτό και ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Εκκλησία είναι ζωτικής σημασίας. Η κατανόηση της θλίψης, η συμπαράσταση και η παρηγοριά των θλιμμένων ήταν πάντοτε μια από τις κύριες επιδιώξεις των πραγματικών ποιμένων[2]. Επομένως, κρίνεται αναγκαία η ποιμαντική προετοιμασία και υποστήριξη τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο που οδεύει προς το θάνατο όσο  και για τους οικείους του και κυρίως για  τα παιδιά της οικογένειας. Γι’ αυτό ο ποιμένας καλό είναι να είναι ενημερωμένος και να πληροί κάποιες προϋποθέσεις[3]. Πάνω από ικανότητες και επιστημονικές γνώσεις χρειάζεται η αγάπη και η πίστη, που πρέπει να δείξει, για να προσεγγίσει την ψυχή των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών.


Ιδιαίτερα ο χειρισμός των ανθρώπων που πενθούν χρειάζεται μια ξεχωριστή αντιμετώπιση. Ένα πλήθος παραγόντων, όπως η ηλικία του ατόμου, ο ρόλος του, η βιαιότητα του θανάτου, η άδικη πλευρά του χαμού του, καθιστούν τη διεργασία του πένθους λιγότερο ή περισσότερο δύσκολη. Ο κάθε άνθρωπος το βιώνει με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικό τρόπο εκφράζει τον πόνο του[4]. Πολλοί αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου με έντονη άρνηση, στη συνέχεια με κλάμα και λυγμούς. Υπάρχουν, βέβαια, οι περιπτώσεις ατόμων που δείχνουν μια στωικότητα και ψυχραιμία στο πένθος, αλλά επειδή η συμπεριφορά τους δεν έχει τα εμφανή στοιχεία δακρύων και λυγμών, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως περιπτώσεις ψυχρής αδιαφορίας[5].  Ιδιαίτερα οι περισσότεροι γονείς, αν χάσουν το παιδί τους, στο πρώτο στάδιο του πένθους, δεν μπορούν να δεχτούν το γεγονός ότι το παιδί τους πέθανε (άρνηση). Ελπίζουν ότι θα συμβεί κάτι μαγικό, θέλουν απελπισμένα να πιστέψουν ότι όλα είναι μόνο ένας εφιάλτης[6]. Μερικοί άνθρωποι, για παράδειγμα, έχουν ανάγκη να κάνουν μόνοι τους μακρινούς περιπάτους. Το συναίσθημα της μοναξιάς, έρχεται στα συγγενικά πρόσωπα λίγες μέρες ή λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο και ακολουθείται από έντονα συναισθήματα εγκατάλειψης, άγχους, απόρριψης και συχνά απόγνωσης[7].  Άλλοι πάλι θέλουν να έχουν γύρω τους πολύ κόσμο. Ο ρόλος του ποιμένα στη θεραπεία της θλίψης εξαρτάται πάρα πολύ από τη σχέση που είχε με το θλιμμένο πριν από το θάνατο[8].        

Όπως αντιλαμβανόμαστε η παρουσία της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του ποιμένα είναι καθοριστική για την ανακούφιση των ταραγμένων ψυχών. Ιδιαίτερα ο κόσμος επιβάλλεται να κατανοήσει πόσο μεγάλη βοήθεια μπορεί να έχει από την επαφή του με τον κατεξοχήν «θεραπευτή των ψυχών και των σωμάτων» τον Ιησού Χριστό, μέσω των ποιμένων. Με την παρουσία του μπορεί να συμβολίζει τη βαθιά ελπίδα που δεν εκφράζεται πάντοτε με λόγια, ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει τα παιδιά του στις κρίσιμες στιγμές της ζωής τους.

Γι’ αυτό ο ποιμένας επιβάλλεται να είναι προετοιμασμένος και να μην καταλαμβάνεται από φόβο καθώς η ζωή του είναι ένας διαρκής αγώνας για τη νίκη κατά του θανάτου. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Κύριος νίκησε το θάνατο με την ανάστασή του οφείλει να περιφρονεί το θάνατο και να τον διακρίνει μια αισιοδοξία[9]. Τούτο αποδεικνύεται και στον Κατηχητικό Λόγο στην αναστάσιμη ακολουθία «που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, Άδη το νίκος. Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι»[10]. Ο Χριστός αναστάς «συνανέστησε τον Αδάμ παγγενεί»[11] και «ωδοποίησε την ανάστασιν πάση σαρκί»[12]∙ «ώσπερ γάρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται»[13]. Ο θάνατος επομένως, δεν συνιστά το τέλος του ανθρώπου, αφού υπάρχει η προοπτική της αιωνιότητας ως δώρο του Θεού[14].

Για τον ποιμένα οι άγιοι της Εκκλησίας μας θα πρέπει να αποτελούν πρότυπα στον επίγειο βίο τους που τους προσφέρουν παραμυθία και ανακουφίζοντάς τους γιατί είναι εκείνοι που «έφτασαν με θάρρος και χαρά στη στιγμή του θανάτου τους. Οι βίοι τους μάς διδάσκουν ότι με τον αγώνα για κάθαρση από τα πάθη και ομοίωση με τον Θεό μπορεί κανείς να περιφρονήσει τον θάνατο και ενωμένος με τον Κύριο της ζωής και του θανάτου να οδεύσει προς την αιωνιότητα, θεωρώντας το τέλος της βιολογικής του ζωής, ως την απαρχή μιας καινούριας, της αιωνίας»[15]. Μέσα στην κοινωνία της αγάπης της εκκλησίας ο λόγος του ποιμένα λειτουργεί θεραπευτικά και ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία και ταραχή, γιατί η δύναμη και η χαρά της σωτηρίας με την Ανάσταση είναι καταλυτικά. Επομένως η παρουσία του στους πενθούντες είναι καθοριστική για την παραμυθία και την παρηγοριά. Οι πρώτες στιγμές βέβαια δεν είναι κατάλληλες για διδασκαλία.

Συνήθως τα παιδιά αντιδρούν διαφορετικά, ανάλογα με την ηλικία τους, την ψυχοσυναισθηματική τους ωριμότητα, τη σχέση που διατηρούσαν με το άτομο που πέθανε, αλλά και τους χειρισμούς των γονιών τους. Έτσι, άλλα παιδιά απομονώνονται, έχουν κακή διάθεση ή παρουσιάζουν ανορεξία, εφιάλτες, ενούρηση, επιθετικότητα, πόνους στην κοιλιά, κεφαλαλγίες κ.λ.π.[16] Στην ηλικία των 3 έως 5 ετών η έννοια του θανάτου δεν έχει ακόμα αφομοιωθεί από τα παιδιά. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν την αίσθηση ότι ο νεκρός κοιμάται συνέχεια και συχνά ρωτούν αν τρώει ή πονάει. Μπορούν να εκφράσουν τη λύπη τους, αν οι μεγάλοι τους το επιτρέψουν. Αν, δηλαδή, κάνουν το παιδί να νιώσει ότι η λύπη του είναι φυσιολογική και ότι τα συναισθήματα υπάρχουν για να τα εκφράζουμε.  Η λύπη των παιδιών δεν καταργεί το γέλιο και το παιχνίδι τους. Είναι πολύ συχνό μετά από το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου να παίζουν παιχνίδια όπου παριστάνουν τους πεθαμένους. Μπορεί να έχουν περιόδους υπερκινητικότητας ή κατάπτωσης[17].


Ενώ παλαιότερα οι άνθρωποι είχαν εμπειρίες θανάτου βλέποντας συγγενικά πρόσωπα, στην εποχή μας η κοινωνική ζωή οργανώνεται  κατά τέτοιο τρόπο που αποκρύβει το θάνατο. Σήμερα πολλοί ενήλικες θέλουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από  το κεφάλαιο «Λύπη» στη ζωή τους φτάνοντας στο σημείο να μην τα επιτρέπουν να παραστούν  στην κηδεία του παππού ή της γιαγιάς. Με αποτέλεσμα να μην έχουν εμπειρία θανάτου, που ευνοεί την εμπειρία και τη μνήμη του[18].  Αυτή η τακτική όμως είναι λανθασμένη  γιατί  ο θάνατος γίνεται γι’ αυτά ένα θέμα ταμπού[19]. Παραθεωρείται  τελείως η ανάγκη διαπαιδαγώγησης για το θάνατο. Το φαινόμενο αυτό τροφοδοτεί αρρωστημένες καταστάσεις και έχει  ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις δημιουργώντας σοβαρότατα ψυχικά τραύματα στα παιδιά, όταν αποκλείονται από την κηδεία και τη διαδικασία θανάτου προσφιλών τους προσώπων. Η μνήμη θανάτου δεν θα πρέπει να βιώνεται ως «πεισιθάνατη μάθηση θανάτου, αλλά ως πέρασμα σε μία άλλη ζωή»[20]. Γι’ αυτό χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία και διαπαιδαγώγηση.

Ο πιστός με την εσωτερική όραση προχωρεί από τα βλεπόμενα στα μη βλεπόμενα. Βλέπει το νεκρό, αλλά βλέπει και την αφθαρσία και την αθανασία που θα ντυθεί το φθαρτό. Πίσω από το θάνατο οραματίζεται την ανάσταση. Ο πόνος και τα δάκρυα είναι ήρεμα γιατί αναμιγνύονται με την ελπίδα[21]. Εξάλλου ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει: «Ου θέλομεν υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[22]. Λυπήσου, μας λέει, όχι όμως σαν ειδωλολάτρης, που δεν πιστεύει στην Ανάσταση και δεν ελπίζει στη μέλλουσα ζωή.

Το παιδί για να αφομοιώσει την έννοια του θανάτου πρέπει να φτάσει στην ηλικία των εφτά - οχτώ ετών, όταν δηλαδή θα έχει συνειδητοποιήσει δύο απαραίτητες έννοιες: της ολότητας και της μη αναστρεψιμότητας. Αυτό όμως δε σημαίνει πως μέχρι την ηλικία αυτή το παιδί δεν αντιλαμβάνεται την απουσία οικείων προσώπων ή δεν πρέπει να γνωρίζει τι συμβαίνει, καθώς μέρα με τη μέρα πληθαίνουν τα αναπάντητα ερωτήματα: «Πού είναι;» «Γιατί λείπει;» «Γιατί δε μου τηλεφωνεί;» «Πότε θα γυρίσει;»[23]. Τα παιδιά ηλικίας 7 έως 9 ετών νιώθουν έντονο άγχος. Φοβούνται μήπως πεθάνουν τα ίδια ή άλλα κοντινά τους πρόσωπα.

Για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μέχρι και την ηλικία των 11-12 χρόνων ο θρήνος είναι μικρής διάρκειας, επειδή η αντοχή τους στον ψυχικό πόνο είναι μικρότερη[24]. Έρευνες όμως έχουν δείξει ότι παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών, που έχουν χάσει έναν από τους γονείς τους, το 40% εμφανίζει κατάθλιψη βαριάς μορφής. Τα αγόρια στην εφηβική ηλικία εκδηλώνουν μια αντικοινωνική συμπεριφορά, που κάποιες φορές συνοδεύεται από επιθετικότητα προς τον ίδιο τους τον εαυτό ή τους άλλους. Μπορεί δηλαδή να αρχίσουν τα ναρκωτικά, να έχουν τάσεις αυτοκτονίας ή απομόνωσης. Πολλές φορές, στην ηλικία των 12 με 13 ετών, το παιδί μπορεί να προσκολληθεί στο γονέα που απέμεινε, από φόβο μη χάσει κι αυτόν[25]. Πολλοί γονείς φτάνουν στο σημείο να μην ανακοινώνουν στο παιδί το θάνατο αγαπημένων του προσώπων.  Έτσι όμως, όχι μόνο δεν προστατεύουμε το παιδί, αλλά το εκθέτουμε στον κίνδυνο της αποκάλυψης από τρίτους, χωρίς καμία προετοιμασία, και εκτός αυτού κλονίζεται η μεταξύ μας εμπιστοσύνη και η ασφάλεια του παιδιού. Τα παιδιά υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό όταν αντιλαμβάνονται πως κάτι συμβαίνει και μένουν απέξω. Ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να κρυφτούμε από το θάνατο. Είναι ένα μέρος της ζωής[26].

            Το να συμμετέχει το παιδί στο τελετουργικό του πένθους δε βλάπτει, αφού πρώτα εκτιμήσουμε τη σχέση του παιδιού με το άτομο που πέθανε, την ευαισθησία και την ηλικία του. Η συμμετοχή του θα του επιτρέψει να αναπαραστήσει το θάνατο μέσα στη δική του πραγματικότητα, χωρίς να τον φαντάζεται σαν κάτι τρομερό[27]. Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά χρειάζονται τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με τα συναισθήματα λύπης και θυμού, να θέσουν ερωτήσεις και να αποκτήσουν τις δικές τους εμπειρίες. Και οι πλέον κατάλληλοι γι’ αυτό το ρόλο είναι τόσο οι γονείς όσο και ο ποιμένας της ενορίας τους[28]. Επειδή οι γονείς δεν έχουν έτοιμες απαντήσεις για πολλά θέματα μια συζήτηση με τον ιερέα είναι μια «θαυμάσια ευκαιρία για μια κοινή αναζήτηση του Σκοπού, του Γιατί και του Πώς του θανάτου, και για την απόκτηση εκατέρωθεν πληροφοριών[29]. Εάν θέλει να βοηθήσει πραγματικά θα πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στα παιδιά να πουν την ιστορία τους με δικό τους τρόπο και με τις δικές τους λέξεις, γιατί έτσι θα μπορέσουν να εκφράσουν τα συναισθήματα που τα βαραίνουν και να ξαλαφρώσουν. Δεν υπάρχει λόγος να υποκρίνεται κανείς ότι δεν πονάει ή ότι η απώλεια δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο πραγματικά είναι[30]. Κατά τον παπά Φιλόθεο Φάρο πραγματικά ορφανό δεν είναι το παιδί που ο γονιός έχει πεθάνει, αλλά το παιδί που ο γονιός του έχει ολοκληρωτικά εξαφανιστεί και δεν ζει μέσα στις καρδιές των υπόλοιπων μελών της οικογένειας[31].

            Ένα σημείο που δεν μπορούν να κατανοήσουν τα παιδιά είναι η αντίφαση που δημιουργείται ανάμεσα στην τελετουργία της ταφής και στην πίστη για τη μεταθανάτια ζωή. Ο ποιμένας θα εξηγήσει στο παιδί ότι το σώμα μπαίνει μέσα στη γη, επιστρέφει σ’ αυτήν και αποσυντίθεται, η ψυχή όμως πάει στον ουρανό, κοντά στον καλό Θεούλη. Επίσης, επιβάλλεται να πείσει τους ενήλικες να εκφράζουν τα συναισθήματά τους διότι η απόκρυψη ή η υπεκφυγή απλά επιτείνει τη σύγχυσή τους[32]. Αυτό που καταδικάζεται και που το καταδικάζει αυστηρότατα και ο θείος Χρυσόστομος είναι το πένθος το οποίο υπερβαίνει το μέτρο, και μάλιστα τους κοπετούς και τα μοιρολόγια. Τα χαρακτηρίζει «ασχημοσύνην», «επίδειξιν», «κενοδοξία». Ο πιστός καλείται να πενθεί «κατά ψυχήν ηρέμα» στο σπίτι του. Η κόσμια και συγκρατημένη αυτή στάση είναι απόδειξη αληθινής «συμπαθείας» προς τον απερχόμενο∙ ωφελεί δε και αυτόν που πενθεί[33]. Εξάλλου ο θνήσκων μετέβη στην άλλη ζωή, όπου δεν υπάρχει κανείς κόπος. Εκεί «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός». Εκεί υπάρχει «ευφροσύνη αιώνιος»[34].

            Ο ποιμένας, επιβάλλεται να δείξει ότι συμπάσχει μαζί τους «σαν ένα δείγμα συμμετοχής και ενδιαφέροντος που πηγάζει από την αγάπη του. Είναι εύλογος και ο πόνος και η θλίψη και τα δάκρυα. Χρειάζεται κατανόηση και παραδοχή ότι ο πόνος είναι φυσικός και μάλιστα θα πρέπει να φαίνεται ότι αγγίζει και τον ίδιο» [35] . Επιβάλλεται να διδάξει στους ενήλικες ότι το νεκροταφείο δεν είναι ένας τόπος στον οποίο ανατριχιάζει κανείς και επιβάλλεται μόνο να ψιθυρίζει και να περνά με προσοχή. Γι’ αυτό καλό είναι να πηγαίνουν κατά διαστήματα στο νεκροταφείο σε μέρες που δεν έχει πολύ κόσμο και να δίνουν στα παιδιά την ευκαιρία να κινηθούν στο χώρο και να αναπτύξουν το δικό τους τρόπο αντιμετώπισης του νεκροταφείου. Σ’ αυτές τις επισκέψεις ο ιερέας μπορεί πρόθυμα να εξηγήσει στα παιδιά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ταφή των νεκρών, καθώς και γενικότερα πράγματα για την κουλτούρα του θανάτου[36]. Καλό είναι όταν τα παιδιά επισκέπτονται έναν τάφο, να αφήσουν κάτι πάνω στον τάφο (όπως για παράδειγμα λουλούδια) και να ενθαρρυνθούν  να μιλήσουν με το νεκρό, ώστε να έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να κάνουν ερωτήσεις[37].


            Η ανακούφιση και ο τερματισμός του πένθους έρχονται αργά ή γρήγορα σε συνάρτηση με τις δομές της προσωπικότητας των συγγενών που επιβιώνουν. Κάθε κοινωνία ορίζει συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για το πένθος. Εάν οι συγγενείς διακόψουν το πένθος πολύ πιο νωρίς από τα προβλεπόμενα, η συμπεριφορά τους θα χαρακτηρισθεί ασεβής, απρεπής και προσβλητική για τη μνήμη του εκλιπόντος. Εάν, πάλι, η περίοδος πένθους επιμηκυνθεί πολύ πιο πέρα από τα προβλεπόμενα, τότε το άτομο που πενθεί με αυτόν τον τρόπο, θα θεωρηθεί ανώριμο, συναισθηματικά ασταθές και ίσως να έχει ανάγκη κάποια έστω βραχύχρονης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης[38].

            Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι ποιμένες επιβάλλεται να προετοιμάζουν και να διδάσκουν το μυστήριο του θανάτου στους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους σε ανύποπτο χρόνο δίνοντας τους τη δυνατότητα να βιώσουν το γεγονός του θανάτου όχι «ώσπερ οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα». «Η  μνήμη θανάτου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προετοιμασία για την όσο το δυνατό ανώδυνη και εύκολη συνάντηση με το σημείο της μεταβάσεώς μας από αυτή στην άλλη ζωή»[39]. Αυτό που έχει σημασία είναι ο ιερέας να περπατήσει μαζί με αυτόν που υποφέρει και να τον βοηθήσει στη διαδικασία διαχείρισης της θλίψης και του πένθους με όποιο τρόπο δύναται.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ασκητή Θ., & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007.
Βάντσου Χρ., Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990.
Γκίκα, Α., πρωτ. Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001.
Καππάτου, Α., Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999.
 Κεσελόπουλου, Α. Γ.,  Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003.
Κουτσοσταμάτη, Σ., Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008.
Μαντζαρίδη, Γ. Ι., Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
Μελέτη, Γ.Β., Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991.
Παππά, Β., Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009.
Παππά, Β., «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», στο περ. Γρηγόριος Παλαμάς τεύχ. 820  (2008) 103-120.
Πιπερόπουλου, Γ., Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008.
π. Φάρου, Φ., Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
BaumH., Η Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. ΘυμάριΑθήνα 2003.
Olson R., An introduction to existentialism, N. York 1962.

Βασιλική Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγου-Δημοσιογράφου
Θεσσαλονίκη 2014



[1]               Βλ. Olson RobertAn introduction to existentialism, N. York 1962,  p. 196.
[2]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, Το πένθος. Ορθόδοξη, Λαογραφική και Ψυχολογική Θεώρηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1993, σ. 91.
[3]               Ο ποιμένας επιβάλλεται να έχει ικανότητα λόγου, να είναι κοινωνικός, να μην έχει αισθήματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, να έχει αυτοέλεγχο. Βλ. Βάντσου Χρήστου, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 47-55.
[4]               Bλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, Ας μιλήσουμε για τις σχέσεις μας… Εικόνες της ζωής μας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2007, σ. 119.
[5]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, Καληνύχτα Ελλάδα, έκδ. Δομή, Αθήνα 2008, σ. 71.
[6]               Βλ. Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 120.
[7]               Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σσ. 71-72.
[8]               Βλ. π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 281.
[9]               Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, Το μυστήριο του θανάτου. Ποιμαντική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 6, 9.
[10]             Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχητικός Λόγος, PG 59, 724.
[11]             Παρακλητική, Ήχος Α΄, Σαββάτω εσπέρας, απόστιχα.
[12]             Μ. Βασιλείου, Θεία Λειτουργία, ευχή αναφοράς.
[13]             Α΄ Κορ. 15, 22.
[14]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, Εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 120.
[15]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 10. Επίσης βλ. Β. Παππά, Οι Βίοι Αγίων και οι εικονιζόμενες μορφές τους ως πρότυπα πνευματικής ζωής, Θεσσαλονίκη 2009, σ.σ. 23, 28. Β. Παππά, «Οι εικόνες των Αγίων ως αρχέτυπα ορθοδόξου φρονήματος και πνευματικής ζωής», περ. Γρηγόριος Παλαμάς (2008), τεύχ. 820.
[16]               Α. Καππάτου, Γνωρίστε το παιδί σας, εκδ. Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα 1999, σ. 324.
[17]             Σ. Κουτσοσταμάτη, Ανάλυσέ το μόνος σου, έκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σ. 341-342.
[18]             Βλ. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 643, 644.
[19]             Heike BaumΗ Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[20]             Βλ. Α. Γ. Κεσελόπουλου, ό.π., σ. 138, 139-140.
[21]             Βλ. Γ.Β. Μελέτη, Τί γίνεται μετά το θάνατο;, εκδ. Ζωής, Αθήναι 1991, σ. 91.
[22]             Α΄ Θεσ. δ΄ 13.
[23]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122. 
[24]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 324.
[25]             Σ. Κουτσοσταμάτη, ό.π. σ. 342.
[26]             Θ. Ασκητή & Συνεργάτες, ό.π. σ. 122.
[27]             Α. Καππάτου, ό.π. σ. 325.
[28]             Heike BaumΗ Γ ιαγιά πήγε στον ουρανό;, εκδ. Θυμάρι, Αθήνα 2003, σ. 11.
[29]             Heike Baum, ό.πσ. 11.
[30]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 289.
[31]             Βλ.  π. Φιλόθεου Φάρου, ό.π., σ. 369.
[32]             Heike Baum, ό.πσ. 18.
[33]             Ι. Χρυσοστόμου, Εις τον πλούσιον και τον Λάζαρον Ομ. 5, 2 PG 48, 1019∙ Του Ιδίου, Εις Φιλιπ. Ομ. 3, 4 PG 62, 203.
[34]             Ησ. λε΄ 10.
[35]             Βλ. Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 17.
[36]             Heike Baum, ό.π. σ. 38.
[37]             Heike Baum, ό.π. σ. 39.
[38]             Γ. Πιπερόπουλου, ό.π. σ. 72.
[39]             Πρωτ. Α. Γκίκα, ό.π. σ. 45.
πηγή

Ποιος είναι ο λόγος που σήμερα αυξήθηκε τόσο πολύ η αμαρτία;

Σας πληροφορώ, αδελφοί μου, ότι αν όλοι συνεργούμε στη σωτηρία των αδελφών μας, με βεβαιότητα γρήγορα πρόκειται να διορθωθούν οι κακοί, και να ελευθερωθούν οι πολιτείες μας από τα κακά και τις αμαρτίες. Διότι, αν ένας μόνο άνθρωπος, που έχει ζήλο θεϊκό στην καρδιά του και αγάπη αδελφική, μπορεί να διορθώσει έναν ολόκληρο λαό, πόσο μάλλον μπορεί να διορθώσει τους αμαρτωλούς τόσο και τόσο πλήθος Χριστιανών, αρκεί μόνο να θελήσουν να αποκτήσουν ζήλο και αδελφική αγάπη στην ψυχή τους;
Αλήθεια! όλη η αιτία της απώλειας των σημερινών αμαρτωλών, και όλη η αιτία, για την οποία σήμερα αυξήθηκε τόσο και βασίλεψε η αμαρτία και ο διάβολος στον κόσμο, δεν είναι άλλη παρά εμείς. Διότι βλέποντας τους αδελφούς μας να αμαρτάνουν φανερά και να κάνουν τόσες κακίες, δεν επιμελούμαστε να πάμε όλοι να τους διορθώσουμε πότε με αδελφικές συμβουλές, και πότε με ελέγχους επιπληκτικούς. Αλλά άλλος άλλην πρόφασιν προφασιζόμενος, όλοι με μιας σιωπούμε, ησυχάζουμε και αφήνουμε τον καθένα να κάνει εκείνα τα κακά, που θέλει και βούλεται. Αυτό το βεβαιώνει ο Χρυσόστομος Ιωάννης λέγοντας:
«Μη λέμε ότι δε μας ενδιαφέρει για τους άλλους, αλλά να δείχνουμε τη φροντίδα που ταιριάζει σε αδελφούς. Εγώ μάλιστα σας υπόσχομαι επακριβώς και εγγυώμαι σε όλους σας, ότι αν εσείς θελήσετε όλοι, όσοι βρίσκεστε παρόντες εδώ, να μοιραστείτε (τη φροντίδα για) τη σωτηρία όσων κατοικούν σ’ αυτή την πόλη, σύντομα θα τη διορθώσετε ολόκληρη… Ας μοιραστούμε λοιπόν (τη φροντίδα για) τη σωτηρία των αδελφών μας. Αρκεί ένας άνθρωπος πεπυρωμένος με ζήλο για να διορθώσει ολόκληρο δήμο. Όταν λοιπόν αυτός δεν είναι ένας, ούτε δυο-τρεις, αλλά τόσο πλήθος, που μπορεί να φροντίσει για τη διόρθωση όσων αμελούν, τότε λοιπόν δε φταίει τίποτε άλλο, που οι περισσότεροι χάνονται και καταπίπτουν, παρά  μόνο η δική μας ραθυμία, και όχι η αδυναμία μας. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο, όταν μεν βλέπουμε να γίνεται στην αγορά κάποιος καβγάς, να τρέχουμε και να συμφιλιώνουμε τους μαχόμενους -αλλά γιατί να μιλάω για μάχη; Γάιδαρο να δούμε πεσμένο, τρέχουμε να βάλουμε το χέρι μας και να τον σηκώσουμε-, ενώ για τους αδελφούς μας, που χάνονται, να αμελούμε; (Ανδρ. α΄).
Από τη “Χρηστοήθεια των Χριστιανών” του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη,
Λόγος ΙΑ΄, μέρος Α΄
σελ. 274
πηγή

ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ' 21


Μια ανάγνωση προσευχής του Στρατηγού Μακρυγιάννη 
στα ῾Οράματα και Θάματα᾽ 

Τα λίγα λόγια που ακολουθούν δεν μπορούν να θεωρηθούν λόγια κάποιου ειδικού στο έργο του Μακρυγιάννη. Επομένως δεν μπορούν να έχουν χαρακτήρα ακφραιφνώς επιστημονικό. Περισσότερο συνιστούν τις πρώτες αποτιμήσεις μιας ανάγνωσης εκτενούς ασφαλώς προσευχής του στρατηγού, με κριτήριο το Σύμβολο της Πίστεως της Εκκλησίας μας, τη δομή των βασικών προσευχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την αίσθηση του κατά πόσον η προσευχή του αυτή φανερώνει τυπική ή ζωντανή σχέση με τον εν Τριάδι Θεό. Παρ᾽ όλα αυτά έχουμε την πεποίθηση ότι αυτά που θα αναφερθούν δεν θα απέχουν πολύ από όσα θα λέγονταν από κάποιον  που ενδελεχώς έχει μελετήσει τον Μακρυγιάννη και έχει εντρυφήσει στα σωζόμενα γραπτά του.
Το θέμα μας είναι τέτοιο που δεν μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο ουδ᾽ ἐπ᾽ ελάχιστον στη συγκλονιστική ζωή του ήρωα αυτού του ᾽21 ούτε και στον παραμικρό προβληματισμό για την αυθεντικότητα ιδίως των Απομνημονευμάτων του. Ξεκινάμε με δεδομένη την αυθεντικότητα όλων των κειμένων του Μακρυγιάννη, με δεδομένη τη βασική γνώση της πορείας της ζωής του και έχουμε μόνο να εξετάσουμε, με μία ανάγνωση, μία εκτενή προσευχή του, η οποία και θα μας δώσει τη δυνατότητα να κρίνουμε, έστω και ακροθιγώς, τη γνησιότητά του ως ορθοδόξου χριστιανού. Η εκτενής αυτή προσευχή του, εκτάσεως δέκα περίπου σελίδων στην έκδοση των Οραμάτων του από το Μορφωτικό ´Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήναι 1985, σελ. 154-164, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον Μακρυγιάννη ως ῾αμαρτωλή και απλή και αγράμματη᾽. Η επιλογή της προσευχής  αυτής ως βάσης μας για το υπόψη θέμα μας στηρίχτηκε στο γεγονός ότι, ενώ όλο το κείμενο των Οραμάτων αποτελεί καταγραφή προσευχών, θαυμάτων, ονείρων του, σ᾽ αυτήν κυρίως την προσευχή αποκορυφώνονται τα συναισθήματα και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του, κάτι που το επισημαίνουν και οι ασχοληθέντες επισταμένως με αυτόν. Ο Λίνος Πολίτης για παράδειγμα, στον Πρόλογο της αναφερθείσης έκδοσης των Οραμάτων, σημειώνει: ῾Ιδιαίτερα μπορεί να ξεχωρίσει κανείς, ανάμεσα σε άλλα, τα εξομολογητικά λόγια που τα γράφει σαν είδος επίλογο, και προπάντων την αμαρτωλή και απλή και αγράμματη προσευχή του (σ. 154-164), μια φωνή εκ βαθέων, συγκλονιστική ακόμη και στην απίθανη έκτασή της και στην ορμητική και ασταμάτητη, συχνά ασυνάρτητη, ροή του λόγου᾽.
Θα πρέπει τέλος να υπενθυμίσουμε εισαγωγικά ότι τα Οράματα και Θάματα, όπως έτσι τα χαρακτήρισε ο ιδιαιτέρως ασχοληθείς και μεταγράψας αυτά ´Αγγελος Παπακώστας, είτε πρόκειται για το τελευταίο έργο του Στρατηγού Μακρυγιάννη, συμπληρωματικό των Απομνημονευμάτων του, εἴτε, κατ᾽ άλλους, για οργανικό τμήμα των Απομνημονευμάτων που απέσπασε ο ίδιος και το μετέγραψε εκτενέστερα, είναι κείμενο κατά την κρίση του διασώσαντος αυτό μεγάλου ιστορικού Ι. Βλαχογιάννη, ῾γέμον πάθους φλέγοντος και πνέον αίσθημά τι απελπισίας υπέροχον, ενιαχού δε εκφεύγον εις μονότον έκρηξιν ασυναρτήτων φράσεων᾽. Ο δε επίσης μελετητής των κειμένων του Μακρυγιάννη Γ. Θεοτοκάς επιλέγει σε αναφορά του προς αυτά: ῾Συμπεραίνω πως η μυστικιστική αυτή εξομολόγηση μπορεί να είναι κάτι καταπληκτικά ενδιαφέρον, ένα από τα γνήσια διαμάντια του νεοελληνικού λόγου. Ο Βλαχογιάννης, με το πνεύμα της εποχής του, δεν μπορούσε ίσως να συλλάβει όλη την ψυχολογική και λογοτεχνική σημασία ενός τέτοιου ῾τρελού᾽ έργου. Εμείς όμως, που τόσο ασχοληθήκαμε και εξοικειωθήκαμε με το στοιχείο ῾όνειρο᾽, είναι πιθανό να βρούμε σ᾽ αυτό το τετράδιο σελίδες συναρπαστικές᾽.

1. Ποιον Θεό επικαλείται ο Μακρυγιάννης στην προσευχή του και τι πιστεύει γι᾽ Αυτόν;

Ο Μακρυγιάννης αποκαλύπτεται με την προσευχή του ως ακραιφνώς ορθόδοξος χριστιανός. ´Ολα τα στοιχεία της προσευχής του προϋποθέτουν την πλήρη αποδοχή της πίστεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μία βιωματική γνώση του Συμβόλου της Πίστεως.
Η επίκλησή του πάντοτε, και στην αρχή και στη μέση και στο τέλος της προσευχής, και σε κάθε σχεδόν στιγμή, είναι στην ῾άγια  Τριάδα᾽, στον εν Τριάδι Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το ´Αγιον Πνεύμα, τον ῾Τρισυπόστατον Θεόν᾽, που τις περισσότερες φορές Τον προσφωνεί ως κύριο του παντός. ´Ηδη ξεκινά με την Τριαδική επίκληση του ελέους του Θεού: ῾´Αγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς᾽. Ακόμη και στη δοξολογία του Θεού που συχνά κάνει, τριττώς αναφέρεται σε αυτήν: ῾Δόξα, δόξα, δόξα της παντοδυναμίας σου και της βασιλείας σου, Κύριε᾽. ῾Η δόξα, η δόξα, η δόξα της παντοδυναμίας σου και της βασιλείας σου, Κύριε, μας ανάστησες...και μας λευτέρωσες᾽.
Χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αναφοράς του Μακρυγιάννη στον εν Τριάδι Θεό αποτελεί η προσφώνηση στον Θεό Πατέρα. Και σε άλλες σελίδες των έργων του και εδώ Τον ονομάζει συχνά ῾αφέντη᾽, για να φανερώσει τη διάκριση του προσώπου Του από τον Κύριο Ιησού Χριστό και ότι Αυτός είναι η πηγή της θεότητος - μολονότι υπάρχει η ένσταση από μελετητές του έργου του ότι κυρίως ῾ο αφέντης στα οράματα και ενύπνια του Μακρυγιάννη είναι ο διάβολος᾽, κάτι που προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι ο Στρατηγός ῾έδωσε μεγάλη βαρύτητα στα όνειρα᾽(βλ. πρωτ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Παρεμβάσεις, Ιστορικές και Θεολογικές, εκδ. Διήγηση, Αθήνα 1998, σελ. 114).
 ῾´Ολα τ᾽ αθώα και αγαθά παιδάκια, οπού ᾽στε εις την βασιλείαν του Θεού, και προσκυνάτε και δοξολογάτε και ευκαριστάτε τον Θεόν του παντός, τον γενικόν Πατέρα, τον γενικόν αφέντη και προστάτη του παντός, τον Χριστόν, την Θεοτόκον και τους αγίους...᾽ (σελ. 159).
Μαζί με την επίκληση στον Τριαδικό Θεό επικαλείται και ξεχωριστά ο ήρωας Στρατηγός τον Κύριο Ιησού Χριστό, που είναι ο Εσταυρωμένος και Αναστάς Κύριος. ῾Δόξα σε, Κύριε Χριστέ, σταυρέ σταυρωμένε, λαμπρέ και αναστημένε᾽. Κι Αυτός ο Εσταυρωμένος και Αναστάς Χριστός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, που μας έσωσε όμως με κοινή ενέργεια όλων των προσώπων της Τριαδικής θεότητος. Νομίζουμε ότι καθαρά φαίνεται η θεολογική αυτή αλήθεια της Εκκλησίας μας, την οποία διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με τον δικό του απλό και βαθύ ταυτοχρόνως τρόπο: ῾Και να σώσεις, Σωτήρ, και να σώσεις, Σωτήρη, και να σώσεις, Σωτήρα, τη ματοκυλισμένη μας πατρίδα και θρησκεία᾽.
Ο Μακρυγιάννης βεβαίως, ως γνησίως ορθόδοξος όπως είπαμε, επικαλείται τον Τριαδικό Θεό, επικαλείται τον Ι. Χριστό, αλλά δεν παύει να επικαλείται και τους αγίους, με πρώτη την υπεραγία Θεοτόκο, οι οποίοι κατά την πίστη μας έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύουν και για τους υπολοίπους αμαρτωλούς πιστούς. Συχνότατη λοιπόν είναι η επίκλησή του και σ᾽αυτούς - ακόμη δε και στα κεκοιμημένα παιδιά που τα θεωρεί ότι έχουν ιδιαίτερη δύναμη προσευχής, λόγω προφανώς της ψυχικής καθαρότητάς τους, (είναι συγκινητική η αποστροφή της προσευχής του στο δικό του κεκοιμημένο παιδί Δημήτρη) – αλλά κατεξοχήν στη Μητέρα του Κυρίου που είναι ἡ ῾Θεοτόκος, η αγαθή μητέρα, η μητέρα του παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής, και τα πάντα της αγαθότης᾽.
Αυτή λοιπόν, επειδή εμείς δεν έχουμε θάρρος, γιατί ῾με τι πρόσωπον, Κύριέ μου, να παρουσιαστώμεν ομπρός σου, και με τι στόμα και γλώσσα να περικαλέσωμεν και εις το εξής, οπού κιντυνεύομεν, οι αχάριστοι, οι ιδιοτελείς, οι κακοί τεμπέληδες του κόσμου, οι προδότες και ασεβείς, αφού ό,τι ανταμοιβή ήβρες από τους Οβραίους, οπού ᾽ταν αλλόθρησκοι και σε σταύρωσαν, ήβρες και από τους ορθοδόξους χριστιανούς᾽, η Θεοτόκος λοιπόν μπορεί να ῾περικαλέσει᾽ ῾τον αφέντη μας και τον μονογενή του᾽, ῾να σηκώσει τη δικιά του οργή οπού ᾽χει σε μας τους αχάριστους᾽.
Η προσευχή του Μακρυγιάννη στον Τριαδικό Θεό και τον Σωτήρα Χριστό με τις πρεσβείες των αγίων και μάλιστα της Θεοτόκου, προϋποθέτει, όπως δείχνει, αφενός τη βαθιά του πίστη ότι Αυτός ο Θεός με τους αγίους Του είναι γεμάτος αγάπη και έλεος προς τους ανθρώπους και μάλιστα τους πιστούς Του, αφετέρου, ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ότι πρόκειται για Θεό που δεν λειτουργεί κατά το πρότυπο των θεών των φιλοσόφων, των ευρισκομένων συνεπώς σ᾽ ένα επίπεδο απρόσωπο  και ακοινώνητο, αλλά που ενδιαφέρεται για τον κόσμο Του, μετέχει και επεμβαίνει σ᾽ αυτόν, όπως ακριβώς έκανε και παλαιότερα με όλους τους προφήτες Του, κατεξοχήν όμως με τη σάρκωση του Υιού Του. Εν αγνοία του ο ήρωας Στρατηγός με τη βαθειά και φωτισμένη πίστη του λόγω της αγιότητάς του, φανερώνει αυτό που η θεολογία της Εκκλησίας μας έχει αιώνες διατυπώσει περί της διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Ο Θεός μας είναι απρόσιτος και αμέθεκτος κατά την ουσία Του, αλλά προσιτός και μεθεκτός κατά την ενέργειά Του. Χωρίς λοιπόν ο απλός Μακρυγιάννης να γνωρίζει αυτές τις θεολογικές διακρίσεις, τις προϋποθέτει λόγω της γνήσιας εμπειρίας του Θεού του, βασισμένης ασφαλώς στην παιδιόθεν εκκλησιαστική αγωγή του, τις πολύωρες προσευχές και μετάνοιες του, την πορεία της ζωής του πάνω στις εντολές του Χριστού.
Μιλεούνια τούτα κακά, Κύριε, πανάγαθε Θεέ. Εγώ δεν έχω κανένα καπετάλι παστρικόν να σου προσφέρω...όλο κάλπικη μονέδα έχω, ότ᾽ είμαι τοιούτος. Η παντοδυναμία σου είσαι πολυέλεος, πολυέσπλαχνος, η αγαθότης σου είναι άβυσσος θαλάσσης. ´Ελεος ζητώ...Τρέχομεν εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου και της βασιλείας σου. Το έλεός σου ζητούμεν...Πού αλλού να τρέξω;...᾽.
Και βεβαίως είναι περιττό και να σημειώσουμε ότι αυτό το έλεος και η αγάπη του Θεού συνυπάρχει και με την άγια δικαιοσύνη Του, που Τον κάνει ακριβώς να στέκεται πάντοτε με το μέρος των φτωχών και καταπιεσμένων και ενάντια προς κάθε τύραννο: ῾Να σώσεις, Σωτήρα, τη ματοκυλισμένη μας πατρίδα και θρησκεία, γενικώς τη δυστυχισμένη ανθρωπότη, οπού την τρώνε οι ανθρωποφάγοι οι τύραγνοι, σαν σαλάτα᾽.

2. Το περιεχόμενο της προσευχής του Μακρυγιάννη.

Αν ο Θεός της προσευχής του Μακρυγιάννη είναι ακριβώς ο Θεός της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αν προϋποθέτει  όλες τις διακρίσεις που οι πατέρες μας έχουν επισημάνει γι᾽ Αυτόν με βάση το έδαφος της εν Χριστώ αποκάλυψής Του, εκεί που πράγματι φανερώνει ο Μακρυγιάννης περισσότερο την αυθεντικότητα της ορθόδοξης πίστης του και του ακέραιου ήθους του είναι στο περιεχόμενο της προσευχής του. Η προσευχή του έχει όλα τα γνωρίσματα των προσευχών της Εκκλησίας μας και όλων των αγίων μας. Εκτός από την ορθή πίστη του, κινείται συνεχώς στην τριπλή διάσταση των προσευχών, δηλαδή τη δοξολογία, την ευχαριστία, την ικεσία-δέηση. Σε κάθε σχεδόν παράγραφο διαπιστώνουμε την αρχοντιά της καρδιάς του, η οποία διακαώς επιθυμεί να δοξολογεί τον Θεό, όπως και να Τον ευχαριστεί, γιατί βλέπει την αγάπη και το έλεος του Θεού να πλημμυρίζουν την πατρίδα του και γενικώς τον κόσμο, αλλά εξίσου διαπιστώνουμε και την αγωνία του για την αμετανοησία και την απιστία των ανθρώπων, που τη μετουσιώνει σε σπαρακτική δέηση και ικεσία.
Η διαπίστωση από τον Στρατηγό της απιστίας και της ανοησίας των Ελλήνων, σε βαθμό που παρομοιάζει τους ορθοδόξους χριστιανούς με τους Εβραίους που σταύρωσαν τον Χριστό, τον οδηγεί στο να επικεντρώνει την προσευχή του κυρίως στη δέηση, την ικεσία και την παράκληση. Με ποιό σκοπό; Να μετανοήσουν οι χριστιανοί, να αποκτήσουν καθαρή ψυχή για να φτάσουν να δοξολογήσουν τον Θεό και τη Βασιλεία Του. Αυτό ακριβώς είναι το διαρκώς ζητούμενο από τον άγιο ήρωα: να δοξολογούν οι ´Ελληνες και ο κόσμος όλος τον Θεό και τη Βασιλεία Του.
Προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοι σου και οι σκλάβοι σου εις το έλεός σου...έλεος ζητούμεν, να μας δώσεις καθαρά σπλάχνα και καθαρά ψυχή, να δυνηθώμεν να σε προσκυνήσουμε και να σε δοξολογήσουμε  εξ όλης καρδίας, ευεργέτη και προστάτη αληθινέ᾽.
Τη δέησή του αυτή την επαναλαμβάνει επίμονα και για τον εαυτό του, αλλά και για τον λαό και τους ηγέτες του. Μέσα στους ηγέτες δε, περιλαμβάνει όχι μόνο τους πολιτικούς, αλλά και τους στρατιωτικούς, ακόμη και τους εκκλησιαστικούς. Δυστυχώς, διαπιστώνει ο Μακρυγιάννης  ότι ῾πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν᾽, ακόμη και οι ῾αρχιγερείς᾽, γι᾽ αυτό και δέεται στον Θεό ῾ν᾽ απλώσεις το λαμπρό σου χέρι να μας βγάλεις μέσα από το σκότος, οπού είμαστε τόσες αιώνες νεκροί και μολυσμένοι... οπού μας έχουν φυλακωμένους...και μας αστόχησαν, και οι βασιλείς σου και οι αρχιγερείς σου και οι κριτές σου᾽, φέροντας εδώ την προσευχή του στο υψηλό και δραματικό επίπεδο του ύφους των προφητών της Π. Διαθήκης.
Εκεί που ιδιαιτέρως στέκεται κανείς συγκλονισμένος και με δέος μπρος στις ικεσίες του αγίου αυτού άνδρα είναι όταν διαβάζει ότι αφενός ο ίδιος έχει χρέος και μάλιστα μεγάλο για να προσεύχεται για όλους, είτε ηγέτες, θρησκευτικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς, εἴτε συγγενείς είτε προσωπικούς ευεργέτες και την οικογένειά του - ῾δι᾽ όλους αυτούς έχω χρέος, Κύριέ μου, μεγάλο να σε περικαλώ, ο αμαρτωλός, ο ανάξιος σκλάβος σου᾽ - αφετέρου νιώθει την ανάγκη να δέεται και για τους εχθρούς του να τους συγχωρήσει ο Θεός. ῾Συχώρεσε, Κύριέ μου, σε περικαλώ, τους ατομικούς μου οχτρούς, ότι εγώ τους έφταιξα και τους φταίγω᾽.
Στο σημείο αυτό ο ορθόδοξος αναγνώστης  της προσευχής του Στρατηγού ψαύει κυριολεκτικά την παρουσία της χάρης του Θεού που επαναπαυόταν στην καρδιά του. Γιατί μόνον ένας που ᾽χει πλούσια την ένθεη χάρη, χάρη δηλαδή της αγάπης, μπορεί να νιώθει ως χρέος την προσευχή του για όλους, κι ακόμη περισσότερο να προσεύχεται για τους εχθρούς του. Το λιγότερο, πρόκειται για χαρισματική συνέχεια του παραδείγματος του ίδιου του Χριστού πάνω στον Σταυρό: ῾Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι᾽!
Τι κι αν ο απλοϊκός Στρατηγός, λόγω της άγνοιας αλλά και των πολλαπλών τραυμάτων του στο κεφάλι, έπεσε θύμα μιας μάγισσας που συχνά τον παραπλανούσε με όνειρα και οράματα; ´Ανθρωπος ήταν, αμαρτωλός πολύ, όπως το πίστευε και το δήλωνε, και γι᾽ αυτό έπεσε σ᾽ αυτήν την παγίδα. Μα, πιστεύουμε ακράδαντα ότι δεν είναι αυτό στο οποίο θα σταθεί ο δίκαιος Κριτής. Εκεί που φανερώνεται το μεγαλείο του είναι η σταθερή κατά τα άλλα πίστη του, η ατσάλινη και γιγάντια θέλησή του, η γεμάτη αγάπη καρδιά του.
Αυτή η καρδιά φλεγόταν για όλους, κυρίως όμως για την πατρίδα και τη θρησκεία του. Κι εδώ επίσης πρέπει λίγο να σταθούμε. Ο άγιος Στρατηγός προσεύχεται, και μάλιστα ῾αδιαλείπτως᾽, για την πατρίδα και τη θρησκεία. Αυτές ήταν οι μεγάλες του αγάπες, οι οποίες τον κινούσαν όχι βεβαίως ιδεολογικά – έχουμε πολλά πάθει από τα ιδεολογήματα τέτοιου τύπου – αλλά βιωματικά, τόσο που και τη ζωή του ανά πάσα στιγμή έδινε γι᾽ αυτές. Μη ξεχνάμε εκτός από τις συνεχείς προσευχές, τις νηστείες και τις μετάνοιες του Στρατηγού, και τα επτά χαίνοντα τραύματά του και στο κεφάλι και στα πόδια και στα χέρια του και σ᾽ όλο του το σώμα.
Και πρέπει να σημειώσουμε ότι η αγάπη του για την πατρίδα προσδιοριζόταν απολύτως από την πίστη του στον Χριστό. Την πατρίδα την ήθελε ελεύθερη και αγωνίστηκε με πάθος γι᾽ αυτήν, προκειμένου οι ´Ελληνες να ζουν με πίστη στον Θεό, με τιμιότητα και δικαιοσύνη.
 ῾Περικαλέστε, (αθώα παιδιά), να σώσει την πατρίδα σας, την θρησκεία σας, τους γονέους σας και τους συγγενείς σας, γενικώς την ανθρωπότη, και να μας βγάλει από μέσα από το σκότος και από την τυραγνίαν... και να μας φέρει εις το φως το αληθινόν της παντοδυναμίας του και της βασιλείας του...και όποτε είναι η αγαθή του θέληση...να μας αξιώσει να τον προσκυνήσωμεν και να τον δοξολογήσωμεν με καθαρή καρδιά᾽.
Χωρίς την κατανόηση αυτής της σχέσεως πατρίδας και θρησκείας στον Μακρυγιάννη, αδυνατεί κανείς να κατανοήσει και τα προκλητικά ακουσμένα λόγια του μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, όταν έβλεπε ότι οι ελευθερωμένοι πια ´Ελληνες απεμπολούσαν την πίστη τους και τά δίκια του Θεού τους. Λέει με απελπισία: ῾...σιχάθηκα τέτοια ᾽λευθερία. Αν μας έλεγε κανένας αυτή την ελευθερία οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεό να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα είπη πατρίδα, τι θα είπη θρησκεία, τι θα είπη φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη. Αυτά λείπουν απ᾽ όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς...᾽
Ας επιτραπεί ένας παραλληλισμός με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. ´Οπως ο άγιος Κοσμάς ήθελε την παιδεία και αγωνιζόταν με πάθος γι᾽ αυτήν, αλλά με σκοπό ν᾽ ανοίξει τα μάτια των ανθρώπων για να γνωρίσουν τον Θεό, τον Χριστό, την Εκκλησία, τους αγίους, έτσι κι ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Θέλει ελεύθερη την πατρίδα, αλλά με σκοπό να ζουν ένθεα και τίμια οι άνθρωποι μέσα σ᾽ αυτήν. Διαφορετικά, η ελευθερία από μόνη της, ως ῾επικάλυμμα της κακίας᾽, γίνεται καταστροφική.

Ο Μακρυγιάννης αποκαλύπτεται ως κατεξοχήν άνθρωπος της προσευχής. Η προσευχή γι᾽ αυτόν δεν ήταν περιθωριακό γεγονός της ζωής του, δηλαδή ένα τυπικό θρησκευτικό καθήκον. Η προσευχή γι᾽ αυτόν ήταν ζυμωμένη με την ύπαρξή του, ήδη από βρεφικής σχεδόν ηλικίας, κάτι που αποκορυφώθηκε σ᾽  αυτόν τότε που τα προβλήματα της ζωής, προσωπικά, οικογενειακά, εθνικά, τον κυρίευσαν. Ο Μακρυγιάννης φαίνεται να ακολουθεί με πιστότητα την προτροπή του αποστόλου Παύλου ῾αδιαλείπτως προσεύχεσθε᾽, κατεξοχήν δε την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει ῾δει πάντοτε προσεύχεσθαι και μη εκκακείν᾽. Αιτία γι᾽ αυτό η απόλυτη πεποίθησή του ότι ο Θεός είναι η πηγή της ζωής του. Ο στρατηγός βιώνει την προσευχή ως πιστός μέλος του σώματος του Χριστού: ως ζωή δηλαδή και αναπνοή. Ως μέλος του Χριστού και της Εκκλησίας νιώθει ενωμένος με Εκείνον και με τον Θεό, κατά συνέπεια θεωρεί ότι η προσευχή είναι η φυσική κίνηση της ύπαρξής του. Γι᾽ αυτό και χαρακτηρίζεται η προσευχή του αυτή από ένταση, από θερμότητα, από την αίσθηση της παρουσίας του Θεού, από την πεποίθησή του ότι τα πάντα εξαρτώνται από Αυτόν. Η προσευχή του Μακρυγιάννη κινείται σχεδόν στο επίπεδο των προσευχών των αγίων μας, γι᾽ αυτό και μεταδίδει τη συγκίνηση και τη χάρη που μεταδίδουν και εκείνες.
Τελειώνουμε με την αναφορά του μακαριστού Γέροντος και λογιωτάτου μοναχού του αγίου ´Ορους π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ο οποίος πολλές μελέτες και άρθρα έγραψε γι᾽ αυτόν. Νομίζουμε ότι οι χαρακτηρισμοί του είναι από τους πιο επιτυχημένους που έχουν ποτέ γραφεί για τον ήρωα.
῾῾Στρατηγέ Μακρυγιάννη, με όλας τας ατελείας σου ως ανθρώπου, υπήρξες ο ηρωϊκώτερος χριστιανός αγωνιστής του ᾽21 και ο χριστιανικώτερος ήρως εις την ελεύθερον Ελλάδα και είθε να σε εννοούσαν και να σε εμιμούντο οι πολιτικοί άνδρες της μεγάλης, αλλ᾽ ατυχούς Πατρίδος σου, η οποία διέρχεται την μεγαλυτέραν κρίσιν της ιστορίας της να φθαρή η Ελληνοχριστιανική ταυτότης καί η Ορθόδοξος ιδιομορφία της, υπέρ των οποίων εθυσιάσθης και απέβης αληθής Διδάσκαλος και Πατήρ του Γένους...αλλά και πραγματικός εθνομάρτυς, ῾τάσι φαρφουρένιον αμόλυντον᾽᾽᾽.

«Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ καθημερινοῦ ἁγίου μαρτυρίου» π. Αθανασίου Μηνά


(Πρεσβύτερου Αθανασίου Μηνά)

Μὲ δάκρυα πικρὰ καὶ μετάνοια οἱ Πρωτόπλαστοι ἀντιμετώπισαν τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη ἐξαιτίας τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἐκπτώσεως ἐκ τοῦ Παραδείσου κρατώντας τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπαγγελίας, δηλαδὴ τῆς ἐπικείμενης συντριβῆς τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος ποὺ τοὺς ξεγέλασε καὶ τῆς ἐν καιρῷ ἀναγεννήσεως τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.


 Ὁ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς Πατριάρχης Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σάρρα ἡ γυναίκα του ἐδέχθησαν μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς καλοῦσενὰ ἀπομακρυνθοῦν ἐκ τῆς συγγενείας των καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν μετανάστες σὲ ξένη γῆ, τὴν ὁποίατοὺς ὑπέδειξε ὁ Τριαδικὸς Θεός,τὸν ὁποῖον Θεὸν ἀξιώθηκαν νὰ φιλοξενήσουν ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς. Ἐκεῖ ἄκουσεὁ Ἀβραὰμ ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματός του καὶ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς[1] καὶ ἔλαβε πολύτιμο δῶρο τὸν Ἰσαάκ. Ἐπίσης, γνωρίζουμε, ὅτι δάκρυα ἔρρεαν ἡμέραν καὶ νύκτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ, καὶ τοιουτοτρόπως ἀντιμετώπιζε τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν ψυχή του, ἐξαιτίας τῆς διπλῆς ἁμαρτίας στὴν ὁποία εἶχε ὑποπέσει: «Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.» (Ψαλμ. στ΄). Μεγάλη ἡ μετάνοια!!! Ὁ Δαυΐδ ἔλαβε τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ὀνομάζεται ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση Υἱὸς Δαυΐδ.[2]

Ἀλλὰ τί νὰ συνεχίσω; Δὲν θὰ ἔφθανε ὁ χρόνος, τὸ χαρτὶ καὶ τὸ μολύβι νὰ διηγηθοῦμε ὅσα πλεῖστα παραδείγματα μετανοίας ἀναφέρονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀφοροῦν ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνίστηκαν ἀπὸ τὸν πρῶτο Ἀδὰμ ἕως τὸν Τίμιο Πρόδρομο, οἱ ὁποῖοι στὸν πόνο, στὶς θλίψεις καὶ στὶς ἀνάγκες τῆς μεταπτωτικῆς καρδίας καὶ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου(παλιανθρώπου) διαχρονικὰἀναφωνοῦσαν: «Θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν με, αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου.[3]», «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου[4]», «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην...[5]», «διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον[6]», «ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με[7]»,καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια. 

Καὶ βέβαια, τί ἔτι χρεία ἔχομεν περαιτέρω μαρτύρων! Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ στὸ Θεανδρικὸ πρόσωπό Του ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,ἀπεκάλυψε τὴν ἐν Χριστῷ ὑπομονὴ ἕως τέλους· «...ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται[8]»· ὄχι μόνο μὲ λόγια «...ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον[9]»ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις· μὲ τὴν ἀπόλυτη δηλαδὴὑπακοή Του στὸν Πατέρα, φθάνοντας ὡς τὸν σταυρικὸ θάνατο.«...Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ’ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου.[10]», δηλ. «Πάτερ μου, ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ ποτήριον αὐτὸ νὰ παρέλθῃ ἀπὸ ἐμέ, καὶ δὲν μπορῇ νὰ γίνῃ διαφορετικὰ παρὰ νὰ πίω τὸ ποτήριον, ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου.» (Μετάφρασις Παν. Τρεμπέλα).

Ἔτσι,ἡ ἀπάντησή Του στὴν παράκληση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ποὺ πονοῦσε, ἦταν: «...ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται...[11]».

Ἐπιπλέον, στὰ μαρτύρια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ στὰ φοβερὰ ἀσκητικὰ γυμνάσματα Ἀσκητῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων μας, Αὐτοπροσώπως,ἐπαρουσιάζετο ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἐνεθάρρυνε νὰ ὑπομείνουν εἰς τέλος τὰ μαρτύρια καὶ τὶς θλίψεις γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ἐν δικαιοσύνῃ τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον (π.χ. Ἅγιος Πολύκαρπος Ἐπίσκοπος Σμύρνης, Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Στὸ πνεῦμα αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦντες κατὰ πόδας τὸν Κύριο, μᾶς τονίζουν: «καὶ αὐτὸ τοῦτο δὲ σπουδὴν πᾶσαν παρεισενέγκαντες ἐπιχορηγήσατε ἐν τῇ πίστει ὑμῶν τὴν ἀρετήν, ἐν δὲ τῇ ἀρετῇ τὴν γνῶσιν, ἐν δὲ τῇ γνώσει τὴν ἐγκράτειαν, ἐν δὲ τῇ ἐγκρατείᾳ τὴν ὑπομονήν, ἐν δὲ τῇ ὑπομονῇ τὴν εὐσέβειαν, ἐν δὲ τῇ εὐσεβείᾳ τὴν φιλαδελφίαν, ἐν δὲ τῇ φιλαδελφίᾳ τὴν ἀγάπην. ταῦτα γὰρ ὑμῖν ὑπάρχοντα καὶ πλεονάζοντα οὐκ ἀργοὺς οὐδὲ ἀκάρπους καθίστησιν εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπίγνωσιν· ᾧ γὰρ μὴ πάρεστι ταῦτα, τυφλός ἐστι, μυωπάζων, λήθην λαβὼν τοῦ καθαρισμοῦ τῶν πάλαι αὐτοῦ ἁμαρτιῶν.»(Β΄Πέτρ.α΄,5-9).«Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.»( Ἰακ.α΄,2-4).

Ὑπάρχει, λοιπόν, αἰώνια ἡ μαρτυρία ὅτι μόνον μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ φιλότιμο, διεξάγεται ὁ πνευματικὸς ἀγώνας εἰς τέλος, μὲ πολλὲςπτώσεις καὶ ἀνατάσεις.Δέν ἀπομακρυνόμαστε ποτὲ ὅμως ἔξω καὶ πέρατῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίωνστὸν ἀγώνα μας ἑναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τῶν τεχνασμάτων του, τὰὁποῖα πολλάκις προξενοῦνπόνο,θλίψη, σκοτάδι καὶ ἀγωνία στὶςψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀρχέκακος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προσπαθεῖ νὰ ἀποθαρρύνειτοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ πρακτική.Τὰ ὅπλα καὶ τὰ πνευματικὰφάρμακα ποὺ συστήνουν οἱ Ἅγιοι, βγαλμένα ἀπὸ τὴν δική τους βιωτή, εἶναι ἡ μυστηριακὴ ζωή, ὁ ἁγιασμός, ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἐκ βάθους ἐξομολόγηση σὲ Ὀρθόδοξο πνευματικό, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ἡ ἐντρύφηση στοὺς ὀρθόδοξους κανόνες τῶν λειτουργικῶν βιβλίων καὶ σὲ ὅλα τὰ ἀποφθέγματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, καθὼς καὶ ἡ μὲ ταπείνωση νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ ποὺ ἀποτελοῦν οὐράνια χαρίσματα.Μὲ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ φάρμακα καὶ τὴ συνεχὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ φώτισόν μου τὸ σκότος» καὶ πάντοτε διὰ τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, σταδιακὰ ἀνεβαὶνουμε τὴν κλίμακα τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης καθ’ὅσον λίγο ὡς πολὺ κατανοοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας ὅτι «ἐν τῇ οἰκίᾳ-Βασιλείᾳ- τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν[12]». Τότε ἡ ψυχή μας καὶ ἡ καρδιά μας,χαίρονται, ἀγαλλιοῦν καὶ ἀναπαύονται.

Καὶ σήμερα;!!! Τί ἀκοῦμε, σήμερα; Θεέ μου!!! Τί ἄλλο θὰ δοῦμε; Μᾶς συστήνουν μὲ ὅλα τὰ μέσα ψυχολόγους καὶ ψυχοθεραπευτές, βελονιστὲς καί ὁμοιοπαθητικούς, ρεφλεξολόγους καί οὐροθεραπευτὲς καθὼς καὶ ἄλλα παρεμφερῆ τεχνάσματα, ξένα πρὸς τὴν κλασσικὴ ἰατρική, μὲσκευάσματα δῆθεν θεραπευτικά, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάζονται μὲἐπίκληση δαιμόνων καὶ εἰδωλολατρικῶν τελετῶν,ἀντίθεταβέβαια τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Προπαγανδίζοντας, προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι δῆθεν θὰ ἐπιτύχουμε τὴν εἰρήνητῆς ψυχῆς μας, τὴν ἠρεμία τῆς καρδιᾶς μας, ἀξιοπρεπὴ διαβίωση χωρὶς πόνο καὶ ἄγχος, φθάνουν ἀκόμηνὰ ὁμιλοῦν καὶ γιὰ δῆθεν ἀξιοπρεπῆθάνατο. Μὲ κάθε τρόπο καὶ κάθε μέσο βουτηγμένοι στὴν πλάνη τους συστήνουν τὴ φυγοπονία, τὸν ὠχαδελφισμὸ καὶ τὴ χαλαρότητα, καθὼς καὶ ἄλλα τοιαῦτα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων. Τελικὸς στόχος τους εἶναι «νὰ περνᾶμε καλά», «χαλαρὰ» καὶ ἡ μία σαρκικὴ ἁμαρτία νὰ διαδέχεται τὴν ἄλλη στὸν κατήφορο χωρὶς τέλος. Δηλαδή, παίρνουν θέση καὶ στάση καθ’ὅλα ἀντίθετη πρὸς τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ποὺ διαχρονικὰ ὑπερτονίζουν οἱ Ἅγιοί μας μὲ τὴ ζωή τους καὶ τὸ λόγο τους μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

Δυστυχῶς πρὸς στιγμήν, οἱ Νεοεποχῖτες ἔχουν καταφέρει νὰ μυήσουν στὴν πλάνη τουςἐκτὸς ἀπὸτοὺς πολλοὺς λαϊκούς,καὶ Ὀρθόδοξους κληρικούς, ποὺ προβάλλουν τὴν ψυχολογία, τὴν παιδοψυχολογία καὶ τὴν ψυχοθεραπευτικὴ ὡς δῆθεν βοηθητικὰ καὶ θεραπευτικὰ φάρμακα τῆς ψυχῆς καὶ μὲ πλάγιο τρόπο ἁλωνίζουν τὰ Ὀρθόδοξα σχολεῖα τῆς πατρίδος μας, τὶς Ὀρθόδοξες οἰκογένειες, τὴν Ὀρθόδοξη νεότητα, τὸ γῆρας, ὥστε ἔχουνε φθάσει στὸ φοβερὸ σημεῖο πίσω ἀπὸ κάθε ἀτύχημα καὶ δυστύχημα, ὅταν συμβαίνει, νὰ τρὲχουν πρῶτοι γιὰ νὰ στηρίξουν δῆθεν κάθε πονεμένο, ἀποκλείοντας ἔτσι ἔντεχνα καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις τὴν βοήθεια τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν ποὺ παραμένουν πιστοὶ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ πρακτικὴ βοηθείαςτῶν πονεμένων διὰ τῶν ἀχράντων Μυστηρίων.

Θὰ λέγαμε, λοιπόν, μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἡ Νέα ἐποχή, αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο πολυκέφαλο τέρας, μὲ τὴν ψυχολογία καὶ τὴν παραψυχολογία ἔχει σὰν τελικὸ σκοπὸ καὶ στόχο νὰ ἰσοπεδώσει κάθε τί αὐθεντικὸ καὶ Ὀρθόδοξο, νὰ ξεγελάσει κάθε ἄνθρωπο εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Ἔτσι ὥστεμὲ τὰ ψυχοφάρμακα, τὴ φυγοπονία καὶ φυγομαχία, τὴν δειλία καὶ τὴν ἀπελπισία,νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα εἰς τὴν ἀποτυχία τῆς ὑπαρξιακῆς της προοπτικῆς ποὺ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία. Σημαία τους εἶναι τὸ σύνθημα: «Προσπαθῆστε νὰ ἀδιαφορεῖτε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, μάθετε νὰ αὐτοθεραπεύεσθε καὶ νὰ αὐτοσυγχωρεῖστε, καλλιεργῆστε ὅλα τὰ σαρκικά σας πάθη καὶ ὅσο μπορεῖτε θεραπεύετε ὁ ἕνας τὰ πάθη τοῦ ἄλλου». Σοφιστεῖες, δηλαδή, καὶ τεχνάσματα, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἀπαλλάσσουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ τυχὸν θὰ τοὺς πιστέψει, ἀλλὰ τοὐναντίον τόν βυθίζουν ἔτι περαιτέρω στὴν ἀπελπισία, στὸ ἄγχος, στὴν ἀγωνία, σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο, ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν,τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ βίου,ἕως τὴν τελικὴπτώση καὶ αὐτοκαταστροφή.

Σὲ ἀντίθεση πάντοτε, ὅπως προαναφέραμε, μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ποὺ εἶναι ἡ ὑπομονή, ἡ ἀνδρεία, τὸ ἀνδρικὸ φρόνημα, ἡ παράκλησις, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἡ δοξολογία καὶ ἡ ψαλμωδία, ἡ καθαρὰ ἐξομολόγησις.Τὰ ἀριστουργηματικὰ θεόπνευστα τροπάρια ποὺ καὶ ὁ πιὸ ἀδαὴς συνειδητοποιεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ἀποτελοῦν τὴν ἄμεση βοήθεια στὴν πεπτωκυΐα φύση μας, τὴν ὁποία ἡ ἁμαρτία κατέστησε θνητή. Εἶναι τὰ πνευματικὰ φάρμακα ποὺ δίνουν τὴν δυνατότητα, αὐτὴ ἡ θνητή μας φύση νὰ ἐπανέλθει ἀναστημένη στὴν προπτωτικὴ παραδείσια κατάστασή της, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.Τί νὰ προσθέσει καὶ τί νὰ ἀφαιρέσει κανεὶς ἀπὸ τὰ παρακάτω ἐνδεικτικὰ τροπάρια;

«Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν.»(Κοντάκιον Μεγάλου Κανόνος).

«Δέξαι μου τὰς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει...» (Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς). 

Ἀψευδεῖς μάρτυρες τῶν εὐεργεσιῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὶς θλίψεις ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει καὶ παραχωρεῖ, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη θεώρηση, εἶναι καὶ οἱ σύγχρονοί μας Ἅγιοι, Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τῶν ὁποίων τὰ κείμενα, γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων καὶ τὴν εἰς βάθος κατανόησή τους, εἶναι ἀπαράμιλλα καὶ ταυτίζονται ἀπόλυτα μὲ τὰ προλεγόμενα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ ξεκάθαρα εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ψυχοσαβούρα τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου:

«Αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι καλὰ πνευματικά, εἶναι μερικοὶ Ἱερωμένοι ποὺ σπουδάζουν ψυχολογία, γιὰ νὰ βοηθήσουν τὶς ψυχὲς (μὲ ἀνθρώπινες τέχνες). Καὶ τὸ παράξενο εἶναι ποὺ οἱ δάσκαλοί τους οἱ ψυχολόγοι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ καὶ δὲν παραδέχονται οὔτε ψυχὴ ἢ τὴν παραδέχονται μὲ ἕνα δικό τους τρόπο (σχεδὸν ὅλοι). Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πράξη τους οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ φανερώνουν ὅτι πνευματικὰ εἶναι ἄρρωστοι καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ Ἁγιοπατερικὲς ἐξετάσεις, καί, ἀφοῦ θεραπευθοῦν, τότε θὰ διακρίνουν καὶ μόνοι τους τὸ ἄρρωστο αὐτὸ πνεῦμα καὶ θὰ γνωρίσουν παράλληλα καὶ τὴ θεία Χάρη, γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦν στὸ ἑξῆςγιά τὶς ψυχὲς ποὺ πάσχουν τὴν θεία ἐνέργεια καὶ ὄχι τὶς ἀνθρώπινες τέχνες...

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βοηθηθεῖ νὰ πιστέψει στὸ Θεὸ καὶ στὴ μέλλουσα ζωή, τὴν αἰώνιο – συλλάβει δηλαδὴ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς – καὶ μετανοήσει, ἀλλάξει ζωή, ἔρχεται ἀμέσως ἡ θεία παρηγοριὰ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει τὸν ἄνθρωπο, διώχνοντας καὶ ὅλα τὰ κληρονομικά του. Ἔτσι ἔγινε σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους πού μετανόησαν, ἀγωνίστηκαν μὲφιλότιμο ταπεινά, χαριτώθηκαν, ἔγιναν καὶ Ἅγιοι καὶ τοὺς προσκυνᾶμε τώρα μὲ εὐλάβεια καὶ ζητᾶμε καὶ τὶς πρεσβεῖες τους, ἐνῶ πρὶν εἶχαν πολλὰ πάθη καὶ κληρονομικά.Ἐπὶ παραδείγματι, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς ὁ Αἰθίωψ, ἐνῶ πρὶν ἦταν ὁ πιὸ αἱμοβόρος ληστής, μὲ κληρονομικὴ κακία, μόλις πίστεψε στὸν Θεό, μετανόησε, ἀσκήθηκε, ἔφυγαν ὅλα τὰ πάθη, τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε νὰ λάβει ἀκόμα καὶ τὸ προφητικὸ χάρισμα. Πέρασε δὲ στὴν εὐαισθησία ἀκόμα καὶ τὸ Μέγα Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης, μὲ κληρονομικὲς ἀρετὲς καὶ ἐπιστημονικὴ μεγάλη μόρφωση.

Ἑπομένως, τὸ πᾶν εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τὴν ψυχὴ μπορεῖ νὰ τὴν βοηθήσει μόνο ἕνας χαριτωμένος Πνευματικός, μὲ πίστη, ποὺ ἀγαπάει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν πονάει, γιατί γνωρίζει τὴ μεγάλη της ἀξία.Τὴν βοηθᾶ στὴ μετάνοια, τὴν ξαλαφρώνει μὲ τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο ἢ πετάει τὸ λογισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο βασανίζει τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ ὁ πονηρός, καὶ θεραπεύεται.Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀρρώστια στὸν κόσμο ἀπὸ τὸ λογισμό, ὅταν δηλαδὴ πείσει ὁ διάβολος τὸν ἄνθρωπο μὲ λογισμοὺς ὅτι δὲν εἶναι καλά. Ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἀνώτερος γιατρὸς σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἀπὸ τὸν ἔμπειρο Πνευματικό, ποὺ ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη μὲ τὴν ἁγιότητά του καὶ πετάει αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὰ εὐαίσθητα πλάσματα τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύει ψυχὲς καὶ σώματα δίχως φάρμακα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὶς ἐξασφαλίζει καὶ τὸν Παράδεισο».(Γέροντος Παϊσίου,«Ἐπιστολές», α΄ ἔκδοση, 1994, σελ. 102-103.Πρόκειται γιὰ κείμενα ποὺ ὁἴδιος ὁ γέροντας ἔγραψε μὲ τὸ χέρι του).

Ἐν συνεχείᾳ, παραθέτουμε λόγους τοῦ Ἁγίου Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου: «Ξέρεις, καθὼς σκεπτόμουν μία φορὰ μοῦ γεννήθηκε ἡ ἀπορία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ψυχίατροι, ποὺ δὲν πιστεύουν στὴν ψυχή; Ἔτσι σηκώθηκα καὶ πῆγα μερικὲς φορὲς στὸ Πανεπιστήμιο καὶ παρακολούθησα μαθήματα ψυχιατρικῆς. Ἔ, κάτι προσπαθοῦν νὰ κάνουν, ὰλλὰ τί νὰ κάνουν; Οἱ ψυχίατροι καὶ οἱ ψυχολόγοι μοιάζουν μὲ τὸν τυφλό, ποὺ μὲ τὴν ἁφὴ προσπαθεῖ νὰ καταλάβη τὰ πράγματα, ποὺ βρίσκονται γύρω του. Ἡ ψυχὴ εἶναι πολὺ βαθιὰ καὶ μόνο ὁ Θεὸς τὴνγνωρίζει… Τὴν ψυχιατρικὴ δὲν τὴ θέλω, ὅμως τοὺς ψυχίατρους τοὺς ἀγαπῶ»(Κ. Γιαννιτσιώτη. Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο σελ. 198).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας Ἰησοῦ εἶναι ἀψευδὴς καὶ αἰώνιος. Λέγει: «...μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ» (Μάρκ. α΄,15).Τὸ τονίζει αὐτὸ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ μόνο ὁ λόγος Του ὡς Θεϊκὸς καὶ Πνευματοφόρος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τελικὰ λυτρώνει ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἀπὸ ὁποιονδήποτε πόνο, στεναγμό, λύπη καὶ σκότος τὸν πιστὸ καὶ ὑπάκουο στὶς ἐντολές Του καὶ τὸ θέλημά Του. Ἔτσι, διὰ τοῦ Μεσσίου καὶ Βασιλέως Ἰησοῦ,ἀποδυναμώνεται κάθε τέχνασμα τῆς νεοεποχίτικης ψυχολογίας καὶ ψυχοθεραπευτικῆς,διότι μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Σταύρωση περνᾶμε στὴν Ἀνάσταση.Χριστὸς ἀνέστη, χαρά μου! Σ’Αὐτόν, τὸν Κύριον, ἀνήκουν ἡ Δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Παραπομπές:
[1] «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἄβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου... καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.» (Γεν.ιβ΄,1-3)
[2]«Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν..., ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου»(Τιμ.Β΄,β΄,8)
[3] (Μεσονυκτικὸν τὸ καθ’ἡμέραν)
[4] (Μεσονυκτικὸν τὸ καθ’ἡμέραν)
[5] (Ψαλμ.οστ΄,4)
[6] (Μεσονυκτικὸν τὸ καθ’ἡμέραν)
[7] (Ψαλμ.δ΄,2)
[8] (Ματθ.κδ΄,13-14)
[9] (Ἰωάν.ιστ΄,33)
[10] (Ματθ.κστ΄,42)
[11] (Β΄ Κορ.ιβ΄,9).
[12] (Ίωάν.,ιδ΄,2)

Διήγηση γιὰ τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ Anthony Bloom




Διήγηση στὰ παιδιὰ τοῦ κατηχητικοῦ γιὰ τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ

Εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ἔχει σώσει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει τὴ δύναμη νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ ν' ἀρχίζουμε ἀπὸ τώρα πάνω στὴ γῆ μιὰ καινούρια ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Πῶς νὰ φανταστοῦμε ὅμως τὴ δολοφονία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ φέρνει τὴ συμφιλίωση τῶν δύο μερῶν; Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω αὐτὸ μὲ ἕνα παράδειγμα παρμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία μας, τὴ Ρωσικὴ ἱστορία, ποὺ δείχνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὅποιο ἡ ἀγάπη ποὺ ἐκφράζεται ὡς θυσία τῆς ζωῆς μας ἔχει τὴ δύναμη νὰ φέρνει τὴ συμφιλίωση.

Τὸ 1192, τὸ δωδέκατο δηλαδὴ αἰώνα, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρίγκηπές μας, ὁ πρίγκηπας τοῦ Μοῦρομ ἦταν σὲ πόλεμο μ' ἕνα μικρὸ πριγκηπάτο τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε ἀκόμα ἀσπαστεῖ τὸ Χριστιανισμό. Μ' ἕνα γρήγορο πόλεμο κατάφερε νὰ περικυκλώσει τοὺς ἀντιπάλους του μέσα στὸ κάστρο τους. Αὐτὸ ποὺ ἀπέμενε, ἂν ἤθελε νὰ κερδίσει μία εὔκολη καὶ ἀποφασιστικὴ νίκη, ἦταν νὰ ἀποκλείσει τὴ μικρὴ πόλη καὶ νὰ περιμένει μέχρις ὅτου ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια τοὺς σκοτώσουν ἤ διαφορετικά τοὺς ὑποχρεώσουν νὰ παραδοθοῦν. Ὁ πρίγκηπας ὅμως ἦταν Χριστιανὸς καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ διανοηθεῖ πὼς θὰ γινόταν αἴτιος ἑνὸς τέτοιου βασανισμοῦ, μιᾶς τέτοιας κακομεταχείρισης καὶ τοῦ θανάτου τόσων ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς εἶχε δημιουργήσει μὲ ἀγάπη κι ἐλπίδα, κι ἔτσι τοὺς πρόσφερε εἰρήνη, εἰρήνη χωρὶς κανένα ὅρο, εἰρήνη γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐκεῖνοι ἦταν εἰδωλολάτρες, δὲν πίστευαν στὸ Θεὸ τῶν Χριστιανῶν. Δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν πὼς δὲν ὑπῆρχε κάποιο στρατήγημα, κάποιο ὕπουλο παιγνίδι κρυμμένο πίσω ἀπὸ τὴν εἰσήγηση αὐτή, καὶ ἀφοῦ ἔκαναν μία συνεδρίαση ἀποφάσισαν νὰ δεχτοῦν τὴν προσφορὰ τοῦ πρίγκηπα μὲ τὸν ὅρο ὅτι θὰ τοὺς ἔστελνε γιὰ ὅμηρο στὸ κάστρο τους ἕναν ἀπὸ τοὺς γιούς του ὥστε, ἂν ἐκεῖνος τοὺς πρόδωνε, νὰ πάρουν ἐκδίκηση μὲ τὸ νὰ σκοτώσουν τὸ παιδὶ μπροστὰ στὰ ἴδια του τὰ μάτια.

Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὸ πῶς ἔνιωσε ὁ πατέρας: δὲν ἐμπιστευόταν τὴν τιμὴ καὶ τὸ λόγο τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων κι ὅμως ἔνιωθε πὼς εἶχε καθῆκον νὰ κάνει ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὶς δυνάμεις του γιὰ νὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴ συμφιλίωση ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ὅρους, γιὰ χατήρι τῆς ἀγάπης. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ τοϋ Μοῦρομ μᾶς λέει ὅτι ὁ πατέρας του βημάτιζε τὴ νύχτα πάνω καὶ κάτω μέσα στὴ σκηνὴ του ἄυπνος, ὅλος ἀγωνία. Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά του ποὺ ἦταν γύρω στὰ δεκατέσσερα κοιμόταν βαθειά, τὸ μικρότερο ὅμως, ποὺ ἦταν ἐννιὰ χρόνων, παρακολουθοῦσε τὸν πατέρα του κι ὕστερα τὸν φώναξε καὶ κάνοντας τὴ μία ἐρώτηση ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν κατάφερε μὲ πολὺ κόπο νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια.

Ὅταν ἔγινε αὐτὸ κάθισε καλὰ στὴ θέση του καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: «Πατέρα μου, δὲν τὸ βλέπεις πὼς μποροῦμε τώρα κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ εἶχαν κάνει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ἂν μὲ στείλεις σ' ἐκείνη τὴν πόλη, ἀκόμη κι ἂν μὲ σκοτώσουν, ἐσὺ θὰ ἔχεις μιμηθεῖ τὸ Θεὸ κι ἐγὼ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· ἐσὺ δὲ μ' ἔχεις μάθει πὼς πρέπει νὰ μιμούμαστε ὅλες τὶς πράξεις τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Σωτήρα μας;»

Ὕστερα ἀπ' αὐτὸ ὁ πατέρας δέχτηκε τὴν ἀπόφαση τοῦ παιδιοῦ. Τὴν ἑπόμενη μέρα μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου μποροῦσες νὰ δεῖς αὐτὸ τὸ ἐννιάχρονο ἀγόρι, μόνο του, ὅλο ἐμπιστοσύνη, προετοιμασμένο γιὰ νὰ θυσιαστεῖ ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ν' ἀφήνει τὸ σκοτεινὸ δάσος στὸ ὁποῖο καθόταν ὁ πολιορκητὴς στρατὸς καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸ εἰδωλολατρικὸ φρούριο. Μεγάλη γαλήνη βασίλευε στὸ δάσος καὶ οἱ ματιὲς ὅλων ἦταν καρφωμένες στὸ μικρὸ πρίγκηπα. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν συγκινηθεῖ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἁπλοχωριὰ τῆς καρδιᾶς του.

Ἦταν ὅμως καὶ κάποιος ποὺ δὲν εἶχε συγκινηθεῖ, ποὺ εἶχε μίσος στὴν καρδιά. Πῆρε τὸ τόξο του, ἔρριξε ἕνα βέλος καὶ τὸ παιδὶ ἔπεσε, πληγωμένο θανάσιμα. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ πρίγκηπα κι ὁλόκληρος ὁ λαὸς τῆς πόλης, ξεχνώντας τὸν κίνδυνο, ξεχνώντας πὼς ἦταν ἐχθροὶ ἔτρεξαν γιὰ νὰ δοῦν ἂν τὸ παιδὶ εἶχε πεθάνει ἤ ἂν ὑπῆρχε ἀκόμα ἐλπίδα. Τὸ παιδὶ πέθαινε.

Ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ οἱ Χριστιανοὶ ξαφνικὰ θυμήθηκαν πὼς ἦταν σὲ πόλεμο εἶδαν τοὺς στρατοὺς τους ἀναμιγμένους καὶ κατάλαβαν τότε πὼς δὲν ἦταν πιὰ ἐχθροί: ἦταν ἁπλῶς ἄνθρωποι, βαθειὰ συγκινημένοι, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ πόνο στὴν καρδιά, ποὺ στεκόντουσαν μὲ φρίκη μπροστὰ στὴν ἀσπλαχνία καὶ τὸ μίσος. Τὸ παιδὶ μὲ τὸ θάνατό του τοὺς εἶχε ἐνώσει, τοὺς εἶχε φέρει τὴν εἰρήνη.

Κάτι παρόμοιο μποροῦμε ὅλοι νὰ κάνουμε, ἀπὸ τὸ μικρότερο στὸ μεγαλύτερο. Ὅταν γίνονται τσακώματα καὶ συζητήσεις, στὸ σχολεῖο ἢ τὸ σπίτι, δὲν μπορεῖ τὸ παιδὶ νὰ πεῖ στὸν πατέρα του, τὴ μητέρα, τὸ μεγαλύτερο ἀδελφό: «Μὴν τὸ κάνετε αὐτό. Ἐγὼ ἀγαπῶ καὶ τοὺς δυό σας, κι ὅμως ἐσεῖς μὲ πληγώνετε, μὲ σκοτώνετε»; Ἡ ἀγάπη φέρνει τὴ συμφιλίωση, τὴν εἰρήνη, τὴν ἀγάπη κι εἶναι δυνατότερη ἀπὸ ὅ,τιδήποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ στὸ μέσο τοῦ ταξιδιοῦ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ ἐκκλησία μᾶς δείχνει τὸ Σταυρό: εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, ἡ μόνη ἀληθινή μας ἐλπίδα, εἶναι ἡ χαρά μας, εἶναι ἡ ἀπόδειξη πὼς ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ καὶ πὼς τὰ πάντα εἶναι δυνατὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.


† Κυριακή 23 Μαρτίου 2014 (Γ' Νηστειών, Σταυροπροσκυνήσεως)

Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον

Κεφ. η' : 34-38, θ' : 1

Ε
ἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν, ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.


Απόστολος,

Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ. δ' : 14-16, ε' : 1-6
δελφοί, ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. Οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ ὁ Ἀαρών. Οὔτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ᾿ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε»· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· «Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ».



Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ ΣΤ΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν 
Κεφ. κδ' : 36-53

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστὰς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκ νεκρῶν ἔστη ἐν μέσῳ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε· ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. Καὶ τοῦτο εἰπὼν, ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. Ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων, εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς, ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωσέως καὶ Προφήταις καὶ Ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν, τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς· καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅτι οὕτω γέγραπται, καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν, καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν, καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ. Ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερουσαλὴμ, ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς, διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης. Καὶ ἦσαν διαπαντὸς ἐν τῷ Ἱερῷ, αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...