Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 15, 2014

Μ. Εβδομάδα: τα «απόρρητα» γεγονότα της θείας Οικονομίας (1ο Μέρος)

Ο Θεός μας αξίωσε και περάσαμε την περίοδο της νηστείας, όπως κι αν νηστέψαμε ο καθένας, και  μπαίνομε πια στη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή η Εβδομάδα λέγεται Μεγάλη, όχι γιατί τάχα οι ώρες και οι ημέρες τώρα είναι μεγαλύτερες και περισσότερες, μα γιατί σ’ αυτήν εορτάζουμε τα μεγάλα και θαυμαστά που έγιναν για τη σωτηρία μας. Όλα τα γεγονότα της θείας οικονομίας είναι τόσο μεγάλα, που δεν τα χωράει ο λογισμός μας, μα αυτά που έγιναν αυτές τις ημέρες είναι το δίχως άλλο τα μεγαλύτερα.
mebdom2
Κι όχι μόνο έγιναν μια φορά, αλλά και γίνονται, κάθε που η Εκκλησία, τα εορτάζει, γιατί αυτό ακριβώς είναι οι εορτές της Εκκλησίας, όχι ιστορικές αναμνήσεις των όσων έγιναν, αλλά μυσταγωγικές επαναλήψεις των γεγονότων της θείας οικονομίας- επαναλήψεις δηλαδή μέσα στις καρδιές των πιστών, που η Εκκλησία με τον κάθε εορτασμό τους χειραγωγεί για να ζήσουν μυστικά όσα έκαμε ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου. Όταν λέμε «μυστικά», εννοούμε να ζήσουν οι πιστοί μέσα τους, και να αισθανθούν το έργο του Θεού για τον άνθρωπο, όχι με το μυαλό τους, με την ψυχρή δηλαδή λογική και με τις σωματικές αισθήσεις, ­αλλά με κάποια άλλα εσωτερικά αισθητήρια στον άνθρωπο· εκείνα, που όταν μιλάνε, δεν ακούεται η φωνή τους έξω, αλλά μόνο μας πλημμυρίζει μέσα μας μία ανείπωτη και ανέκφραστη χαρά και ευφροσύνη.
Άλλη χαρά αυτή και πολύ διαφορετική από κείνη που μας δίνει ο κόσμος με την απόλαυση των αγαθών του. Δεν φοβούμαι τώρα μήπως και δεν με καταλαβαίνετε, γιατί κάθε άνθρωπος, ακόμα κι ο πιο απλός, μάλιστα δε αυτός ίσως περισσότερο, ζει και ξέρει τι είναι αυτή η εσωτερική χαρά, όσο κι αν τον στέγνωσε η ξερή γνώση του μυαλού, όσο κι αν πάει να τον σκοτώσει εσωτερικά η επιστήμη και η τεχνική, καθώς το λέει ο νεοέλληνας ποιητής, ότι «μού ’γινε η γνώση παιδεμός και πάει να με σκοτώσει».
Φτάσαμε λοιπόν στην Εβδομάδα, όπου η Εκκλησία εορτάζει τα μεγάλα γεγονότα της πίστεως μας, τα «απόρρητα» και «άρρητα», που δεν μπορεί δηλαδή να τα συλλάβει ο νους και να τα εκφράσει το στόμα. Ο Υιός του Θεού, που έγινε Υιός ανθρώπου, έρχεται προς το εκούσιο πάθος του, έρχεται να χτυπηθεί με το θάνατο, να τον νικήσει και να μας δώσει τη ζωή. Αυτή είναι η θεία πραγματικότητα των όσων μας διηγούνται τα ιερά Ευαγγέλια και μας παραδίδει η Εκκλησία ότι έγιναν στα Ιεροσόλυμα μέσα σ’ αυτή την Εβδομάδα. Αν δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε στην πραγματικότητα των γεγονότων αυτών, επειδή μας λείπει ή πίστη, κι αν όσα ακούμε και βλέπομε αυτές τις ημέρες τα δεχόμαστε μόνο και τα ζούμε με μια ρηχή συναισθηματικότητα κι ακόμα, όπως είναι της μόδας, με μια λαογραφική αντίληψη, τότε δεν εγγίζουμε στο μυστήριο του Θεού μήτε ζούμε την άρρητη χαρά και ευφροσύνη για τη σωτηρία μας· δεν αισθανόμαστε καν μέσα μας τη δίψα της σωτηρίας.
Αυτά που έγιναν στα Ιεροσόλυμα αυτή την Εβδομάδα η Εκκλησία τα ονομάζει «απόρρητα», δηλαδή που δεν λέγονται γι’ αυτό δεν τα εξηγεί, αλλά τα υμνολογεί με τους καλύτερους ύμνους, που μεγάλοι Πατέρες και υμνογράφοι συνέθεσαν, και τα προσκυνάει, με όλη την ευπρέπεια και τη σεμνότητα της ευσέβειας. Αυτός είναι ο γνήσιος τρόπος της «λογικής» λατρείας της Εκκλησίας· δεν εξηγεί και δεν ερμηνεύει τα «απόρρητα» γεγονότα της θείας οικονομίας, αλλά τα ομολογεί και τα προσκυνάει. Ό,τι κάνει ο Θεός για τη σωτηρία μας εμείς, δεν μπορούμε να το καταλάβουμε και να το εξηγήσουμε· το προσκυνάμε μόνο και το δοξάζουμε· «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν». Το ζούμε μυστικά μέσα μας και η ψυχή μας γίνεται ο τόπος, όπου ο Χριστός πάλι σταυρώνεται και ανασταίνεται· μάλλον δε, οδηγημένοι από την πίστη, εμείς πάσχουμε μαζί με το Χριστό, που έπαθε μια φορά κι αναστήθηκε για μας.
Ό,τι και να πούμε δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εκφράσουμε αυτό που η Εκκλησία ονομάζει «απόρρητο», γιατί πραγματικά αυτό δεν μπορεί μα και δεν πρέπει να λέγεται αλλά είναι εκείνο που το ζει ο πιστός μέσα του. Το μυστήριο του Θεού μένει πάντα για τον άνθρωπο μυστήριο·  το αισθανόμαστε και το ζούμε, μα δεν είναι τρόπος να το καταλάβουμε λογικά και να το εκφράσουμε με λόγια. Γι’ αυτό σωπαίνουμε και το προσκυνάμε. Η καλύτερη γλώσσα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι η σιωπή και η προσκύνηση. Ούτε να κλαίμε και να λυπούμαστε το Χριστό που πάσχει, γιατί εκείνος δεν είχε τάχα το ατύχημα να εμπλακεί σε μια δυσάρεστη γι’ αυτόν περιπέτεια, αλλά και ήξερε και ήθελε αυτό που έκανε· πορεύεται μόνος του προς το εκούσιο Πάθος. Πηγαίνοντας να τον σταυρώσουν, σε κάποιες γυναίκες που τον έκλαιγαν είπε· «Να μην κλαίτε για μένα, αλλά για σας να κλαίτε». Αν είναι λοιπόν κι εμείς να κλάψουμε, για μας να κλάψουμε, γιατί εξαιτίας μας και για χάρη μας ο Ιησούς Χριστός έπαθε. Κι όχι μόνο έπαθε, αλλά και πάσχει και ξανασταυρώνεται από μας κάθε μέρα.
Η καλύτερη γλώσσα της Εκκλησίας είναι η ιερή Ακολουθία. Αυτή είναι η γλώσσα, με την οποία η Εκκλησία μιλάει στον ορθόδοξο λαό. Η ιερή Ακολουθία είναι μια σύνθεση από αγιογραφικά αναγνώσματα, από ψαλτικά τροπάρια, κι από ιερατικές ευχές και δεήσεις. Ο ορθόδοξος λαός αυτή τη γλώσσα την ξέρει πολύ καλά σαν μητρική του γλώσσα και την αγαπά, σαν τον καλύτερο τρόπο προσευχής, αλλά και διδασκαλίας. Γιατί η Εκκλησία με τις ιερές ακολουθίες όχι μόνο προσεύχεται, αλλά και διδάσκει· τα καλύτερα και τα μεθοδικότερα μαθήματα θρησκευτικής και εκκλησιαστικής διδασκαλίας είναι οι ιερές Ακολουθίες. Γι’ αυτό η Εκκλησία έχει πολλές ιερές Ακολουθίες, για κάθε ώρα της ημέρας, για κάθε εποχή του εκκλησιαστικού έτους και για κάθε περίσταση του βίου των πιστών. Όλος ο βίος του χριστιανού, η κάθε μέρα του φυσικού έτους, το κάθε γεγονός της θείας οικονομίας, ο κάθε άγιος και η μνήμη του, όλα είναι δεμένα από την Εκκλησία με μια εορτή και με μια Ακολουθία.

H Αγία Κασσιανή,η ιστορία του τροπαρίου της και ο Κωστής Παλαμάς.

 

επιμέλεια:πρωτοπρεσβυτέρου Δημ.Αθανασίου

Το Τροπάριο της Κασσιανής

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
——————————————–
(Φώτη Κόντογλου μεταγραφή)
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
Σύντομα βιογραφικά στοιχεία της Οσίας  της Κασσιανής
Δυστυχώς μερικοί τα λόγια του Τροπαρίου τα αποδίδουν στην ίδια την Κασσιανή, που δή­θεν ήταν αμαρτωλή με περιπετειώδεις και αμαρ­τωλούς έρωτες με τον Αυτοκράτορα Θεόφιλο. Διάφορoι μυθιστοριογράφοι, ανίκανοι να συλ­λάβουν το μεγαλείο της και τυφλωμένοι από τη μέθη των παθών τους, προσπάθησαν να παρα­χαράξουν την αλήθεια και να δημιουργήσουν ένα μύθο, που δυστυχώς στάθηκε ικανός να ξεγελάσει πολλούς. «Την ωραία, αγνή, σοφή παρθένο, τη φιλοσοφούσα και τω Θεώ μόνω ζώσα», όπως γράφει Βυζαντινός χρονογράφος της εποχής της, παρουσίασαν με σκανδαλώδεις περιπέτειες και αμαρτωλή. Σύγχρονοι και νεώτεροι χρονογράφoι, όπως ο Γλυκάς, Πτω­χοπρόδρομος, Κωδινός, Γεώργιος Αμαρτω­λός, Ζωναράς κ.λπ. που έγραψαν για τη ζωή της Κασσιανής, αναφέρουν ότι ήταν απλώς μια υποψήφια νύφη για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Η Κασσιανή και ο αυτοκράτορας Θεόφιλος.
Τίποτε δεν υπήρξε περισσότερο μεταξύ Κασσιανής και Θεόφιλου ούτε πριν, ούτε μετά τη στιγμή που το χρυσό μήλο δόθηκε στη συ­νυποψήφιά της νύφη Θεοδώρα. Έτσι η σπου­δαία αυτή μορφή της Οσίας Κασσιανής για πολύ κόσμο είναι παρεξηγημένη και αδικημένη, όπως και η άλλη μεγάλη Αγία Μαρία Μαγδαλη­νή, που ενώ δεν υπήρξε τίποτε το αμαρτωλό στη ζωή και της μιας και της άλλης από πολλούς (εί­τε από άγνοια, είτε από κακή προαίρεση), πα­ρουσιάζονται σαν αμαρτωλές – πόρνες γυναί­κες με φανταστικές και βλάσφημες ιστορίες.
Από τα λίγα βιογραφικά στοιχεία που ανα­φέρουν διάφοροι Βυζαντινοί χρονογράφοι, γνωρίζομε ότι η Κασσιανή είχε ευγενική κατα­γωγή, με πολύ μόρφωση και αρετή.
Την εικόνα της ζωής και της προσωπικότη­τάς της την συμπληρώνει το λαμπρό συγγραφι­κό της έργο. Η ποίησή της μαρτυρεί μια γυναίκα σοφή, με αναπτυγμένο καλλιτεχνικό συναί­σθημα, με μεγάλη πνευματική δύναμη, με βαθιά θρησκευτικότητα και θεολογική γνώση της Α­γίας Γραφής. Ο Κρουμβάχερ, ο πατέρας της Βυζαντινής λογοτεχνίας γράφει: «Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημό­νευτη βυζαντινή ποιήτρια, προσωπικότητα ενδιαφέρουσα για το άτομο και τη λογοτεχνική της θέση και συνδύασε τη λαμπρή συναισθη­ματικότητα, με τη βαθιά θρησκευτικότητα και τη δραστήρια ειλικρίνεια».
Όταν το 830 μ.Χ. στο Τρίκλινο των ανα­κτόρων κάλεσε ο Θεόφιλος τις ωραιότερες κό­ρες του Βυζαντίου για να διαλέξει τη πιο καλή για γυναίκα του, δεν άρχιζε για την Κασσιανή μια ζωή ακολασίας όπως παρουσιάζουν μερικοί αλλά μια ζωή αγιότητας που της χάρισε το στεφάνι της αιωνιότητας.
Η ομορφιά και η χάρη της Κασσιανής ξε­χώριζε μέσα στις τόσες όμορφες της Πόλης και ο Θεόφιλος την πρόσεξε. Και στην απόφασή του να την κάνει βασίλισσα, ίσως για να δοκι­μάσει τη σοφία της, είπε το θρυλικό εκείνο «εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα», δηλ. από τη γυναί­κα πηγάζουν τα κακά (εννοώντας την Εύα που έφερε το προπατορικό αμάρτημα). Η ενάρετη και σοφή Κασσιανή έχοντας κατά νου το μεγα­λείο και Αγιότητα της Παναγίας Θεοτόκου α­πάντησε: «Αλλά και δια της γυναικός πηγάζει τα κρείττονα ω Βασιλεύ». Τη σοφή αυτή απάντη­ση της Κασσιανής ο αλαζονικός αυτοκράτορας τη θεώρησε προσβολή και με θυμό, ίσως και με αόριστο φόβο της είπε «ω γύναι! Είθε να εσί­γας» δηλαδή καλύτερα να σιωπούσες και έδω­σε το μήλο και την εκλογή στη Θεοδώρα.
Η Κασσιανή ως μοναχή
Θα πρέπει να πιστέψομε, ότι η θεία πρόνοια επενέβη για να γίνει αυτοκράτειρα η Θεοδώρα που με την ορθόδοξη πίστη της και το δυναμικό χαρακτήρα της έμελλε να βοηθήσει στο θρίαμ­βο της Ορθοδοξίας και την τακτοποίηση του θέματος των εικόνων (εικονομαχίες) το 843 μ.Χ. Και η Κασσιανή να φορέσει το μοναχικό σχήμα και μακριά από τους περισπασμούς και τύρβη του κόσμου να αναδειχθεί η μεγάλη υμνωδός και Αγία της Εκκλησίας μας.
Η Κασσιανή αρνήθηκε την ύλη για το πνεύμα, τα πρόσκαιρα για τα αιώνια, τα φθαρτά για τα άφθαρτα εγκατέλειψε το αρχοντικό της, τον κόσμο και τους δικούς της και έγινε μονα­χή, και ίδρυσε τη Μονή της Κασσίας ή Εικασίας ή Κασσιανής. Δεν την οδήγησε στο Μοναστή­ρι η αμαρτωλή της ζωή, γιατί ποτέ της δεν υπήρ­ξε αμαρτωλή.
Η Εκκλησία μας έχει τη δύναμη να παρου­σιάσει στο φως της δημοσιότητας αμαρτωλές ψυχές και να τις προβάλλει ακόμη σαν παρά­δειγμα μετανοίας, όπως συμβαίνει με τη Οσία Μαρία την Αιγυπτία και την Πόρνη του Ευαγ­γελίου. Δεν θα της ήταν δύσκολο να διακηρύ­ξει ότι και η Κασσιανή υπήρξε μετανοημένη α­μαρτωλή, αν πραγματικά ήταν τέτοια
Η Κασσιανή δεν νικήθηκε από το ανθρώπι­νο πάθος και την αδυναμία, διότι η ψυχή της φλεγόταν από θείο έρωτα, που την οδήγησε τελικά στην υπηρεσία του θείου θελήματος και τη μοναδική αφιέρωσή της.
Στο Μοναστήρι η Κασσιανή έγραψε πολλά ποιήματα με τα οποία τραγούδησε την ευδαιμονία του μοναχικού βίου και δίδαξε βαθύτατη θεολογία. Επίσης έγραψε και άλλα συγγράμματα και συλλογές, προ πάντων όμως πάρα πολλά τροπάρια, ιδιόμελα, εκκλησιαστικούς ύμνους κ.λ.π. μεταξύ των οποίων και το γνωστό ΄΄Τροπάριο της Κασσιανής΄΄, το οποίο είναι ένα ολοκληρωμένο σε σύλληψη ποίημα, γεμάτο Χριστιανικό μεγαλείο, αγάπη και γνώση θεολογική και ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης στους Ιερούς Ναούς συγκεντρώνοντας πλήθη πιστών για να το ακούσουν.
Σύμφωνα με μια ρομαντική μεν, αλλά καθόλου αληθινή παράδοση, ο Θεόφιλος δεν λυτρώθηκε ποτέ από τον έρωτα που του ενέπνευσε η ομορφιά της Κασσιανής και την αναζητούσε στα Μοναστήρια της αυτοκρατορίας του. Κάποτε που έφτασε στο μοναστήρι της, η Κασσιανή κρύφτηκε για να αποφύγει την ανεπιθύμητη αυτή συνάντηση. Ήταν τότε που συνέθεσε το ιδιόμελο της. Το κείμενο βρισκόταν στο αναλόγιο μισοτελειωμένο, ως τη φράση : “ών (ποδών) έν τώ παραδείσω Εύα το δειλινόν”.
Ο Θεόφιλος διάβασε το τροπάριο, αναγνώρισε το ύφος της Κασσίας, και θέλησε να την πειράξει για μια ακόμα φορά. Πήρε τη γραφίδα και συμπλήρωσε τη φράση “κρότων τοίς ωσίν ηχηθείσα τώ φόβω εκρύβη”, κάνοντας έτσι υπαινιγμό στο φόβο που αυτή ένιωσε όταν άκουσε τον θόρυβο των βημάτων του. Όταν ο Θεόφιλος έφυγε, η Κασσία γύρισε στο κελί της και με έκπληξη είδε την επέμβαση του Θεόφιλου. Χωρίς όμως να απαλείψει τη φράση, συνέχισε και ολοκλήρωσε τον ύμνο της.
Η ζωή και η ιστορία έχουν τους δικούς μυστικούς νόμους. Δύο γυναίκες αντίπαλες σε μια κορυφαία κρίση υποβολής και κοσμικής εξουσίας, παραδόθηκαν στη συνέχεια στην κρίση της ιστορίας. Η μια έγινε βασίλισσα κι αργότερα αγία, η άλλη ταπεινή μοναχή. Οπωσδήποτε και οι δύο δικαιώθηκαν ενώπιον του θρόνου του Θεού.
Γνωρίζουμε όμως εμείς ποια από τις δύο κέρδισε την υστεροφημία και τη συμπάθεια των ανθρώπων. Η ταπεινή μοναχή Κασσιανή έχασε τον επίγειο θρόνο, αλλά έγινε πιο διάσημη και πιο δημοφιλής με ένα μόνο τροπάριο.
Η Κασσιανή ως υμνογράφος
Η Κασσιανή κατέχει στην ιστορία των Βυζαντινών γραμμάτων ξεχωριστή θέση ως αξιόλογη ποιήτρια με πολλά κοσμικά ποιήματα και άλλα συγγράμματα, αλλά και πολλά εκκλησιαστικά ποιήματα, ύμνους, τροπάρια, ιδιόμελα κ.λ.π. Σπουδαίο υμνογραφικό έργο είναι το πρώτο δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων “Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γής…”. Με την εκκλησιαστική ποίησή της μας μεταφέρει σε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα. Δεν γράφει για τον εαυτό της, για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, αλλά θέτει την πλούσια ποίησή της στην υπηρεσία της Εκκλησίας και την κάνει φωνή θρησκευτικού ενθουσιασμού, μετάνοιας, προσευχής και δοξολογίας.
Το επεισόδιο της Κασσιανής με το Θεόφιλο ήταν φυσικό να περάσει και στην περιοχή της λόγιας λογοτεχνίας και προ πάντων στην νέα Ελληνική Λογοτεχνία όπου γράφηκαν πολλά ποιήματα και τρυφερά διηγήματα και μυθιστορήματα. Το θέμα της Κασσιανής επηρέασε έντονα πολλούς Βυζαντινούς χρονογράφους, ιστορικούς και φιλολόγους, τον Κωστή Παλαμά, τον Ψυχάρη, τον Πολίτη κ.α. “
Το τροπάριο της Κασσιανής και ο Κωστής Παλαμάς.
Κων/νου Παπαδημητρίου.
Τα δραματικά εκείνα λόγια του τροπαρίου της Κασσιανής δεν ήταν πάλι δυνατόν να μην μιλήσουν και στην περιπαθή και ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κ. Παλαμά, που με πολλούς τρόπους ύμνησε τον κόσμο του Βυζαντίου σε διάφορους τόνους λυρικής μέθης. Ζη και αυτός παρόμοιες καταστάσεις κάτω από το βάρος της δικής του αμαρτωλότητας, των τύψεων και της λαχτάρας για συγχώρεση. Τούτο το ποίημα της Κασσιανής, σαν ένα παθητικό κρυφομίλημα, εκφράζει και τη δική του κριματισμένη και αμαρτωλή ψυχή. Νιώθει και τη δική του ψυχική κατάσταση να ταυτίζεται με κείνες της Κασσιανής και της αμαρτωλής μοιχαλίδας. Πολύ συχνά, γεμάτος μυστικοπάθεια και συντριβή, αισθανόμενος την αμαρτία να τον βαραίνη, βυθίζεται στη συντριβή που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου του. Εκείνη η συντριβή, θα πη ο ίδιος, «με βυθίζει σε μια εκστατική προσδοκία, με φτερώνει και μ’ εξαγνίζει, με κάνει να διαβλέπω το είναι μου σ’ έναν καθρέφτη μαγικό, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια». (Ποιητική)
Στην «Ποιητική» και στο «Λυρισμό του εγώ» ο ίδιος θα σημειώση:
«Ο ποιητής γνωρίζει, ζει με την αντίληψη και το πάθος, με το φόβο κάποιας ενθύμησης και με την απόγνωση κάποιας συμφοράς. Είναι κάτι σαν αμαρτία και σαν ξεπεσμός, σαν κατρακύλισμα, σαν εξορία, χαμός κάποιου παράδεισου που θα λογάριαζε πως της ήταν αρχικά της ζωής του γραμμένο να κατοικήσει, ένας εκτοπισμός απάνου σε μιαν άγονη πια κι αχάριστη γη. Τον τρώει το σαράκι. Η τύψις. Κάτι που δεν τον αφήνει να πατήσει ποτέ στέρεα. Μια φοβερή αδυναμία…»
Από το τροπάριο της Κασσιανής στέκεται ιδιαίτερα στους στίχους της: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας». Αυτόν τον «οίστρο της ακολασίας» θέλει να πετάξη από μέσα του και να υψωθή προς τον «έμπυρο ουρανό».
Αισθανόμενος κι αυτός συχνά την ίδια νύχτα και τον ίδιο οίστρο ακολασίας, μα και τον ίδιο ζοφώδη και ασέληνο έρωτα της αμαρτίας μέσα του, θέλησε να εκφραστή με δικό του τρόπο. Ενδοσκοπείται ο ίδιος και καταθέτει μια συγκλονιστική μαρτυρία που αντικαθρεπτίζει την προσωπική, την «εκ βαθέων» δραματική εξομολόγηση και υπαρξιακή τοποθέτησή του. Συνθέτει η παραφράζει το κείμενο του τροπαρίου της Κασσιανής δίνοντάς του το χρώμα της δικής του εσωτερικής κατάστασης, της αυτοσυνειδησίας του, ολόκληρης της ψυχής του, απογυμνωμένης και ανυπόκριτης. Σε τούτους τους στίχους του δεν εκφράζει κάποιες σκέψεις η νοήματα που συμφωνούν πολύ η λίγο με τις αρχές της Ορθοδοξίας, αλλά αποτυπώνεται ολόκληρη η στάση ζωής του Χριστιανού. Αυτή τη στάση ζωής την ονόμασε ο ίδιος «Κασσιανισμό» από το όνομα της Κασσιανής, και αποτελεί ασφαλώς μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής και προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Παραθέτουμε τους στίχους του:
………………………………………………………………………………………
«Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα, ω Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!
………………………………………..
Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας…Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τάκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε…Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση».
Μα και στο ποίημά του «Νέοι Ανάπαιστοι και Ίαμβοι» των «Βωμών» πάλι ο νους του πηγαίνει στη βυζαντινή καλόγρια και ποιήτρια Κασσιανή και την υμνεί μέσω της αμαρτωλής γυναίκας του Ευαγγελίου:
«Με της Κασσίας καλόγριας
τα δάκρυα, τα τροπάρια
κλαίω, βρέχω, φιλώ τ’ άχραντα,
πόρνη, του θείου ποδάρια.
Ξεπλέκω ολόμαυρα ύστερα
μαλλιά, τα κρίματά μου,
για να σφουγγίσω τ’ άχραντα
ποδάρια του έρωτά μου»
Από κάποιες σκέψεις που τον ξεστρατίζουν σε πονηρούς και ακόλαστους συλλογισμούς προέρχεται η εσωτερική του δοκιμασία που τον βασανίζει, αλλά και τον ανεβάζει σε κόσμους πνευματικούς. Καθώς συμβαίνει με την εξωτερική και επιδερμική χαρά που στην αρχή σ’ ευχαριστεί κι ύστερα σε ταπεινώνει αντίθετα η άλλη, η πνευματική χαρά, πρώτα σε δυσκολεύει, ώσπου να τη γευτής, ύστερα όμως σε ανυψώνει, σε εξαγνίζει, σε μεταρσιώνει και σε κάνει να προσδοκάς και να ελπίζης, το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική πορεία του ανθρώπου.
Δεν είναι εύκολα να ζη πάντοτε ο άνθρωπος σύμφωνα με το νόμο του Θεού. «Βλέπω», θα πη ο Απόστολος Παύλος, «εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσί μου…». Το κακό είναι η στάση που παίρνει ψυχικά ο άνθρωπος απέναντι στην αμαρτία. Η βασική και θεμελιακή αμαρτία είναι η εμμονή και παραμονή σ’ αυτήν και η προσπάθεια να αποσπασθής από τον Θεό και να αυτονομηθής από αυτόν. Αν τελειώνης μια αμαρτία, την ξεχνάς και τραβάς για την άλλη. Η ορθή θέση του Χριστιανού είναι να μην ξεχνά την αμαρτία του, αυτή να συνέχη το νου του και οι τύψεις του γι’ αυτήν να τον συγκρατούν, ώστε να μην την επαναλαμβάνη. Να θυμάται τα λόγια της Κασσιανής: «Νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας…» η το του Ψαλμού: «Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστιν δια παντός». Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και από τη σκέψη του Παλαμά δεν απομακρύνεται. Και με μια τέτοια κασσιανική στροφή η αμαρτία του γίνεται θεμέλιο για τον θρησκευτικό έρωτα. Και όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στον «Παλαμά» του, «Τότε η αμαρτία γίνεται σκληρός πυρήνας που χωρίς αυτόν δεν θάνοιγαν τα φτερά του πόθου προς το γαλήνεμα των ουρανών… Μέσα σ’ αυτό το διαλεκτικό σύμπλεγμα διακινείται η ζωή του και ξετυλίγεται ο κασσιανισμός του ποιητή. Μα τελικά η αμαρτία και του ίδιου του ποιητή αδερφώνεται με την αθωότητα… Ο Παλαμάς βρήκε ένα νέο ρίγος στη διατύπωση του πιο ανθρώπινου συντριμμού. Κάποτε «ο απολωλός έχει μια χάρη που δεν την έχει ο αναμάρτητος. Μέσα απ’ τα κάγκελα της αμαρτίας του ο αμαρτωλός, ταπεινός, σπαραγμένος, νικημένος ως τα βάθη του είναι του, νιώθει το κρίμα του, τη μοίρα του κι ένας καημός την ομορφαίνει που δένεται με την νοσταλγία. Σε μακρινό λυκόφως υποφώσκει κατάβαθα στη μνήμη της ψυχής το φάσμα της χαμένης καλοσύνης, της σβησμένης ιδέας…Ο έρωτας γι’ αυτήν ξυπνά την ανάμνηση της ιδέας, η αμαρτία γίνεται πηγή του έρωτα, δακρύων νοσταλγικών (για το καλό). Έτσι αδερφώνεται έρωτας και αμαρτία στη συνείδησή του». ( Κ. Τσάτσου, «Παλαμάς» σελ. 31)
Σε αρκετά ποιήματά του ο Παλαμάς δίνει στην προσευχή του κασσιανικό και φλογισμένο τόνο. Στη ζοφερή και κολασμένη ψυχική του ροπή αντιπαραθέτει τον κασσιανισμό του. Ιδιαίτερα αυτός ο κασσιανικός του παραδαρμός και το αυτομαστίγωμα φαίνεται στο έργο του «Εκατό φωνές» στο τέταρτο βιβλίο «Πολιτεία και Μοναξιά», στα «Παθητικά Κρυφομιλήματα», αλλά και στο «Στερνό λόγο» του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που ανήκει στη μεγάλη κατηγορία των ποιημάτων του , που ο ίδιος ονομάζει «Κασσιανικά» και στα οποία μας «αποκαλύπτει φανερά τον εσωτερικό σπαραγμό της ψυχής του και την απόγνωσή του και αυτοτιμωρούμενος επίμονα σκαλίζει τα οδυνηρότερα τραύματα του ηθικού του κόσμου και βγάζει προς τα έξω τον αυτοδιασυρμό του, την εξομολόγηση και τις τύψεις της βασανισμένης του ψυχής» (Ιωάν. Συκουτρή «Μελέται και άρθρα» σελ. 509)
Αισθάνεται στα κατάβαθα του εγώ του πως είναι ένας αμαρτωλός, αισθάνεται τύψεις να τον βαραίνουν και να τον ελέγχουν και σε κείνες τις ώρες της συνειδησιακής του κρίσης δέεται με πόνο ψυχής κάτω από το βάρος του ξεπεσμού του, αλλά και γενικότερα του ανθρώπου, υψώνει τα χέρια του προς τον ουρανό και γεμίζει όλο το είναι του από την προσδοκία της συγχώρεσης. Αυτό του φέρνει δάκρυα στα μάτια, τον εξαγνίζει, τον γαληνεύει εσωτερικά.
Στο κεφάλαιο «Ο πυρισμός του εγώ» της «Ποιητικής» του, ενδοσκοπούμενος για να δείξη πως η ζωή του διχάζεται ανάμεσα σε ορέξεις και πράξεις καθαρά υλιστικές από το ένα μέρος και από το άλλο σε ανατάσεις καθαρά μεταφυσικές της ψυχής, γράφει: «..Αισθάνομαι πως δύο ιδεατές γυναίκες, πότε η μία πότε η άλλη, συγκυρίαρχες κάθονται μέσα στη φαντασία μου. Η μια βακχίδα καλεί οργιαστικά, η άλλη μεγαλόχαρη, κρατεί το χέρι της απλωμένο πάντα από πάνω μου σε μια χειρονομία που μου ευαγγελίζεται ζωή μιας αγνείας παραδείσιας». Απ τήν πρώτη ξεκινά αμαρτωλός και ακόλαστος για να υποταχθή στη δεύτερη μετανοημένος και συντριμμένος με θερμές ικεσίες συγχώρεσης και εξιλασμού. Το τυραννικό, το βασανιστικό αίσθημα της αμαρτίας και της αναμενόμενης τιμωρίας είναι εκείνο που τον κάνει να στρέφη διαρκώς το βλέμμα του προς τον ουρανό. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και της ενοχής, η βαθειά τύψη είναι η αρχή της μετάνοιας.
Ο καθημερινός εσωτερικός του διάλογος με τον πιο μύχιο εαυτό του δημιουργεί μια συναισθηματική στάση που της έδωσε το όνομα Κασσιανισμό και που αποτελεί για τον Παλαμά μια μεταφυσική ενατένιση της ζωής, που τον οδηγεί σε ουσιαστικά θρησκευτικά βιώματα. Με τον Κασσιανισμό του ο Παλαμάς προσεγγίζει το αληθινό νόημα της Ορθοδοξίας. Ο «οίστρος της ακολασίας», που η Μοναχή Κασσιανή ετόνισε στο πύρινο άσμα της προς τον Νυμφίον και που κατέκαιε τα σπλάχνα της, χρησίμευσε σα θείο πιοτό να θερμάνη και την καρδιά του Παλαμά και να τον καταστήση ένα «πολύαυλον εκκλησιαστικόν όργανον», όπως τον χαρακτήρισε ο Ν. Λούβαρης.
Και ο Λεωνίδας Φιλιππίδης στο βιβλίο του «Ο Κωστής Παλαμάς ως εθνική και θρησκευτική προσωπικότης» θα γράψη:
«Με συναρπάζει η θρησκευτική ιδιοτυπία του Παλαμά, το βάθος των θρησκευτικών του ενοράσεων, το πλάτος της θρησκευτικής του πίστεως, το ύφος της θρησκευτικής του εξάρσεως, το πλέγμα των εσωτέρων θρησκευτικών συγκινήσεων εις τα τρίσβαθα της ψυχής του, ο πόθος του, ο πόνος του και η προσπάθειά του για λύτρωση. Αναμόχλευσε τα απύθμενα τρίσβαθα της ανθρωπίνης προσωπικότητας. Ολόκληρος, ο ζωντανός και ο γραπτός, ο ολοζώντανος Παλαμάς, κάτω από κάθε του λέξη και στίχο και στροφή. Η γραμμή των απομνημονευμάτων του παρουσιάζει ανάγλυφη την εσωτερική πηγαία σχέση θρησκείας και ζωής, σε όλες της ζωής τις εκδηλώσεις, και σ’ αυτές ακόμα που δεν φαίνονται αμέσως, να είναι ειδικά αρωματισμένες από την θρησκευτική πνοή, που μοσχοβολάει το θρησκευτικό βίωμα και η θρησκευτική έξαρσις»
Το καλύτερο εκ μέρους μας μνημόσυνο για τον εθνικό ποιητή που ετίμησε το Έθνος, την Εκκλησία μας και την Ιστορία μας, που σαν τανύπτερος αετός ξεπέρασε εκστατικός από θαυμασμό τις ψηλοκορφές του Ολύμπου και των θεών της αρχαίας Ελλάδας για να φτάση μέχρι του να ψαύση ευλαβικά τα κράσπεδα του θρόνου του αληθινού Θεού της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, του Θεού της Χριστιανικής Ελλάδας, είναι να μελετήσουμε και να προσδιορίσουμε επιστημονικά την θρησκευτική ιδιοτυπία της προσωπικότητάς του.
Τέτοια τιμή ανήκει δίκαια στον Παλαμά. Πολύ μεγαλύτερο όμως ταιριάζει στη μεγαλόπνοη ποιήτρια Κασσιανή που με το ομώνυμο, το αριστούργημα της βυζαντινής υμνολογίας και τα άλλα όπως: «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον», «Εξέλθετε εξέλθετε και λαοί», «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», «Ήπλωσας τα παλάμας» κ.α., ενεργοποίησε το ποιητικό ταλέντο του Παλαμά και έγραψε πάμπολλους σχετικούς στίχους. Έχασε βέβαια η Κασσιανή τις γήϊνες τιμές τότε. Έχασε έναν γαμπρό βασιλιά και δεν υποκλίθηκαν μπροστά της αυλικοί και υπήκοοι του βυζαντινού αυτοκράτορα. Κέρδισε όμως τον ουράνιο Νυμφίο, έκανε και κάνει χιλιάδες Χριστιανούς να γονατίζουν κάθε χρόνο μπροστά σ’ αυτόν τον Νυμφίο, παρακαλώντας για την σωτηρία τους και άφησε πίσω ένα άγιο παράδειγμα και μια άγια φήμη που θυμίζει σ’ όλους μας, ιδιαίτερα τις άγιες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, πως όλα τα αγαθά του κόσμου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στη σωτηρία της ψυχής «υπέρ ης Χριστός απέθανεν».–
ΠΗΓΗ.
Εφημερίδα-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Ποια ήταν η Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος-Μερικές σημαντικές επισημάνσεις για το Τροπάριο


Ποια ήταν η Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος-Μερικές σημαντικές επισημάνσεις για το Τροπάριο
To σημερινό τροπάριο μάς δίνει τη δυνατότητα να θυμηθούμε ποια ήταν η Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος η οποία εορτάζει στις 7 Σεπτεμβρίου. Επίσης στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρονται μερικές σημαντικές επισημάνσεις για το Τροπάριο της Κασσιανής.
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αγνώστου προελεύσεως 

Βιογραφία
Η Οσία Κασσιανή (ή Κασσία ή Ικασία ή Εικασία) η Υμνογράφος γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου (829 -842 μ.Χ.).
Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής διάλογος ήταν:
- Εκ γυναικός τα χείρω.
- Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.

Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα για σύζυγό του.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 μ.Χ. ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα μ.Χ., με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56).
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το γνωστό τροπάριο της, που ψάλλεται στις Εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Η μεγάλη αυτή ποιήτρια, υμνογράφος και μελωδός της εκκλησίας μας, η Αγία Κασσιανή, ταξίδεψε στην Ιταλία και την Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο ετελείωσε η επίγεια ζωή της. Μετά το θάνατό της, τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα μ.Χ. Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσσο, τα οστά της Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Παρόλο που την μνήμη της δεν την αναφέρει κανένας Συναξαριστής, οι Κάσιοι, από τη συγγένεια του ονόματος της με το νησί τους, καθιέρωσαν τη μνήμη αυτής την 7η Σεπτεμβρίου και ο Γεώργιος Σασσός ο Κάσιος φιλοπόνησε και ειδική Ακολουθία, που δημοσιεύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1889 μ.Χ. στο τυπογραφείο της «Μεταρρυθμίσεως». Το παράδοξο όμως είναι, ότι η Ακολουθία αυτή αφιερώθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, που ο ίδιος στην συνέχεια την έδωσε για εκτύπωση στον Μητροπολίτη Θηβαΐδας Γερμανό (την 1η Σεπτεμβρίου 1889 μ.Χ.) και έτσι, επισημοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο η αγιοποίηση της Κασσιανής από την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, όπως το ποθούσαν οι κάτοικοι της Κάσου.
Η παρουσία της Κασσιανής έχει επισκιάσει τους υμνογράφους και μελωδούς της εποχής της, διότι αποτελεί την πλέον επιφανή γυναίκα μελωδό (έγραφε και τους ύμνους και τη μελωδία) στην ιστορία της βυζαντινής μουσικής. Έχοντας ιδιαίτερο ταλέντο, ευφυΐα, ευαισθησία και εκφραστικό πλούτο διακρίθηκε στον τομέα της μελουργίας (σ' αυτό τη βοήθησε η μεγάλη μόρφωση, που η ευγενής καταγωγή της, της επέτρεψε να έχει). Γι' αυτό και το έργο της είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, και συγκινεί ιδιαίτερα τον ορθόδοξο κόσμο.
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αγνώστου προελεύσεως. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμνογράφων. Από τα πιο γνωστά τροπάρια είναι το περίφημο «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» , σε ήχο πλ. δ΄, που ψάλλεται στους ναούς το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, καθώς και οι ειρμοί από την Α΄Ε΄ ωδή του Κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης» ). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελείται από στιχηρά για εορταζομένους Αγίους. Στην ίδια αποδίδεται και ο τετραώδιος κανόνας: «Ἄφρων γηραλέε» , όπως και πολλά δοξαστικά, μεταξύ των οποίων και ένα περίφημο δοξαστικό των Χριστουγέννων, το «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», σέ ήχο β΄. Κατά τον βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Μερικές σημαντικές επισημάνσεις για το Τροπάριο της Κασσιανής
Αρκετοί πιστοί πιστεύουν (λανθασμένα) ότι η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της. Όπως όμως διαβάζουμε στον βίο της, από πουθενά δεν φαίνεται αυτό. Η Κασσιανή ήταν μία οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό σχήμα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους.
Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);
Στην ερώτηση αυτή, αρκετοί απαντούν (λανθασμένα) ότι αφού δεν είναι η Οσία Κασσιανή, τότε η αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα θα πρέπει να είναι η Μαρία η Μαγδαληνή! Η αλήθεια όμως είναι ότι η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέγει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Ακολουθούσαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθηταί και γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία είχε βγάλει εφτά δαιμόνια» (Λουκ. 8, 2). Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν λοιπόν δαιμονισμένη και ο Χριστός της έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων.
Και τότε ποιά είναι η πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, η πόρνη, για την οποία μιλάνε τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);
Η αμαρτωλή και διεφθαρμένη πόρνη, αυτή που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, μας είναι άγνωστη, είναι ανώνυμη. Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Διαβάσατε στον Ευαγγελιστής Λουκά, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, να αναφέρει πουθενά το όνομα της; Όχι! Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν θέλουν να τους διαπομπεύσουν.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γυνή,
την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι, προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι, υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ·
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους Ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει·
καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις·
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους,
τις εξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
πηγή

«Εις τί η απώλεια αύτη;» (Μεγάλη Τετάρτη)


Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φυσιογνωμίες, δύο ψυχικές καταστάσεις, δύο πράξεις: μία γυναίκα έρχεται να αλείψει την κεφαλή του Ιησού με πανάκριβα μύρα κι ένας μαθητής, ο Ιούδας, προδίδει τον Διδάσκαλο. Αυτές οι δύο πράξεις δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, γιατί ο ίδιος μαθητής διαμαρτύρεται γι’ αυτή την ολοφάνερη σπατάλη.
Το γεγονός μάς το διηγείται το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (26: 6-16): «Του Ιησού γε­νομένου εν Βηθανία, εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου…». Οι μαθητές αγανάκτησαν. Γιατί τόση σπατάλη; Αυτό μπορούσε να πωληθεί και να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς. Ο Ιησούς απαντά επαινώντας την πράξη της γυναίκας: «Τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Κι αν άλειψε το μύρο στο σώμα μου, το έκανε ως προτύπωση του ενταφιασμού μου. Τότε ο Ιούδας έφυγε για να συναντήσει τους ιερείς. «Τί μοι θέλετε δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν;» Συμφώνησαν στα τριάντα αργύρια.
Ο Ιησούς επιδοκίμασε την πράξη της γυναίκας, καταρχάς μεν, επειδή προτύπωνε τον θάνατο και τον ενταφιασμό Του, και, εν συ­νεχεία, επειδή ήταν έκφραση μεγάλης αγάπης που νόμιμα απευθυνόταν προς Αυτόν που θα ήταν κοντά τους για λίγο μόνο ακόμη. Εμείς όμως μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι για τη δική μας ζωή από τα λόγια του Ιησού; Φαίνεται πως ναι. Αφενός, ο Ιησούς επαινεί τη σπατάλη της γυναίκας λόγω κάποιων πολύ συγκεκριμένων συγκυριών: σωματικά και ορατά θα είναι για πολύ λίγο ακόμη κοντά τους, και η ταφή Του πλησιάζει. Τώρα όμως που οι συγκυρίες αυτές δεν υφίστανται πια, το δικό μας καθήκον είναι διαφορετικό. Χωρίς να έχουμε αντίρρηση στο να τίθενται η ομορφιά και τα πλούτη στην υπηρεσία του Θεού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την κεφα­λή την τιμούμε στο πρόσωπο των μελών του σώματος της που υποφέρουν. Θα ήταν προσβολή προς τον Θεό να κτίζουμε πολυτελείς εκκλησίες, αφήνοντας τους φτωχούς να πεθαίνουν από την πείνα.
Αφετέρου, το περιστατικό στη Βηθανία έχει σημασία ευρύτερη από την προσφορά ενός δοχείου με πολύτιμο μύρο. Μπορούμε να προσφέρουμε πλουσιοπάροχα στον Ιησού, αφιερώνοντάς Του όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά αγαθά άυλα: μια ζωή προσευχής και άσκησης, κάποια θυσία ακριβή μα φαινομενικά άχρηστη. Ο κόσμος θα διαμαρτυρηθεί, όπως και οι μαθητές στη Βηθανία: προς τι τόση σπατάλη, τόση απώλεια; Μια κανονική ζωή αφιερωμένη στους ανθρώπους δεν θα ήταν πιο χρήσιμη; Και, όμως, αυτές οι «άχρηστες αξίες» παραμένουν η ραχοκοκαλιά κάθε αληθινά ζωντανής πίστης. Εάν τελικά έχουμε χρέος να στραφούμε προς τη χειροπιαστή ή κραυγαλέα απόγνωση των συνανθρώπων μας, έχουμε κάθε δικαίωμα, όσον αφορά τον εαυτό μας, να χύσουμε το αόρατο μύρο στην κεφαλή του Ιησού, να «χάσουμε» δηλαδή (και στην πραγματικότητα να κερδίσουμε) το καλύτερο κομμάτι της ζωής μας.
Η καρδιά μας είναι το πρώτο μυροδοχείο που πρέπει να σπάσει μπροστά Του και για χάρη Του. Η περίπτωση του Ιούδα είναι τόσο τρομερή και τόσο σκοτεινή που δεν τολμούμε να διεισδύσουμε σ’ αυτή και να την εξηγήσουμε. Ας κρατήσουμε όμως μια φράση από την ακολουθία του Νυμφίου της Μεγάλης Τρίτης: «…καπηλεύων ο δεινός Ιούδας την φιλόθεον χάριν…». Είναι δυνατόν να καπηλευτούμε τη χάρη, αφού πρώτα έχουμε γεμίσει από αυτή. Και πόσοι δεν είναι οι χριστιανοί που στη διάρκεια της ζωής τους έχουν πει στο κυρίαρχο πάθος τους -τη σάρκα, το χρήμα, το εγώ-: «είμαι έτοιμος να πουλήσω τον Ιησού. Πες μου τι θα μου προσφέρεις κι εγώ θα σου τον παραδώσω».
(Lev Gillet, «Πασχαλινή κατάνυξη», εκδ. Ακρίτας)
πηγή

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ (ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ)

῾Ἡ πρώην ἄσωτος γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τά ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας καί ἡδονάς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τήν αἰσχύνην τήν πολλήν καί κρίσιν τῆς κολάσεως, ἥν ὑποστῶσι πόρνοι καί ἄσωτοι. ῟Ων περ πρῶτος πέλω, καί πτοοῦμαι, ἀλλ᾽ ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων. Ἡ πόρνη δέ γυνή, καί πτοηθεῖσα καί σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρός τόν Λυτρωτήν: Φιλάνθρωπε καί οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με᾽ (οἶκος τοῦ κοντακίου τοῦ ὄρθρου).




       Ἡ ἑσπερινή ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Τρίτης, κατά τήν ὁποία μετέχουμε στήν ὀρθρινή ἀκολουθία τῆς Μ. Τετάρτης, σφραγίζεται ἀπό τό τροπάριο τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ συγκλονιστική μετάνοια τῆς πόρνης γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία προσῆλθε στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό μέ πολύτιμο μύρο, προκειμένου νά ἀλείψει μέ αὐτό τά ἄχραντα πόδια Του, ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιά τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία τήν δέχτηκε καί τήν περιέβαλε καί γιά τή συγχώρηση βεβαίως πού εἰσέπραξε ἀπό Αὐτόν. Κι εἶναι βεβαίως περιττό καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ἁγία Κασσιανή, μεγάλη ἁγία καί ποιήτρια τῆς ᾽Εκκλησίας μας τοῦ ἔνατου μ.Χ. αἰώνα, δέν ἔχει καμμία σχέση πρός τήν πόρνη αὐτή, πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἁγία χρησιμοποίησε τό περιστατικό τοῦ Εὐαγγελίου γιά νά τό ἀποδώσει μέ ὑψηλότατη ποιητική εὐαισθησία καί νά τό παραδώσει ἔτσι στό πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας στούς αἰῶνες, προκαλώντας πάντοτε, μέχρι καί σήμερα, κατάνυξη καί διάθεση μετανοίας σέ κάθε καλοδιάθετη ψυχή. Κι αὐτός εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἕνας λόγος πού ἡ ᾽Εκκλησία μας μᾶς προβάλλει τό περιστατικό: νά μιμηθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος τή μετάνοια αὐτῆς τῆς γυναίκας, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη τό προβάλλει τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα καί γιά λόγους ἱστορικούς, σύμφωνα μέ τό συναξάρι τῆς ἡμέρας: ῾ὅτι μικρόν πρό τοῦ Πάθους τοῦτο γέγονε᾽. Μιά προσέγγιση στή διαδικασία τῆς μετάνοιας τῆς γυναίκας αὐτῆς, πέραν τοῦ τροπαρίου τῆς Κασσιανῆς, μᾶς δίνει ὁ παραπάνω οἶκος τοῦ κοντακίου τῆς ἀκολουθίας.

       1. ῾Ἡ πρώην ἄσωτος Γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη᾽. Ἡ πρώην ἄσωτη γυναίκα, ξαφνικά φάνηκε σώφρων. Τί προκάλεσε τή συνταρακτική μεταστροφή της, πού συνιστᾶ βεβαίως παραδοξότητα, ὅταν μάλιστα γνωρίζει κανείς τήν καταστροφική δύναμη τῆς συνήθειας; Γιατί πολλοί ἐπιθυμοῦν τήν ἀλλαγή τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τους, μή ἀντέχοντας τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας –῾τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος᾽ καί ῾θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν᾽ -  ἀλλά στήν πράξη διαπιστώνουν τήν ἀδυναμία τῆς θέλησής τους γιά νά τό κατορθώσουν - ὅ,τι δραματικά ἐπισημαίνει καί ὁ ὑμνογράφος: ῾ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων᾽! Ὁ ὑμνογράφος μᾶς καθοδηγεῖ ἐν προκειμένῳ: ἡ γυναίκα μεταστράφηκε ῾μισήσασα τά ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας καί τάς ἡδονάς τοῦ σώματος᾽, γενόμενη ἔτσι παράδειγμα καί γιά ὅλους τούς πιστούς. Κι αὐτό σημαίνει: κανείς δέν μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά γίνει σώφρων, νά μπορεῖ δηλαδή νά ζεῖ μέ ἐγκράτεια, ἔχοντας τόν ἔλεγχο τῶν ψεκτῶν παθῶν του καί καθοδηγούμενος ἀπό τόν ἡγεμόνα νοῦ, ἄν δέν σταθεῖ ἀρνητικά πρός τήν αἰσχρή ἁμαρτία καί δέν ἀναπτύξει τό λεγόμενο ἅγιο μίσος πρός τίς ἡδονές τοῦ σώματος. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἐμμονή στίς ἡδονές σημαίνει τόν παθολογικό ἔρωτα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐμπλοκή του πρός τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἄρα τήν ἀδυναμία θέας τοῦ Θεοῦ. ῾Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν᾽! Σχέση μέ τόν Θεό καί δουλεία στήν ἁμαρτία εἶναι καταστάσεις ἀσυμβίβαστες. Ὅπως τό διατυπώνει ὁ μεγάλος σύγχρονος Γέροντας Σωφρόνιος:῾Ἡ ὁλοκληρωτική μετάνοια μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τό θανάσιμο ἐναγκαλισμό τοῦ ἐγωκεντρικοῦ ἀτομισμοῦ καί εἰσάγει στή θεωρία τῆς θείας παγκοσμιότητος τοῦ Χριστοῦ, ῾τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς εἰς τέλος᾽ (πρβλ. ᾽Ιωάν. ιγ´1). Ὅταν μισήσουμε τούς ἑαυτούς μας λόγω τῆς ζωντανῆς μέσα μας κακίας, τότε διανοίγονται σέ μᾶς οἱ ἀτέρμονες ὁρίζοντες τῆς ἐντεταλμένης ἀγάπης᾽. Καί παρακάτω: ῾Τί θέλω κατ᾽ οὐσίαν νά πῶ μέ ὅλα αὐτά; Αὐτό ἀκριβῶς: Διά τῆς δοθείσης σέ μένα μετανοίας, μέχρι καί τοῦ αὐτομίσους, ἔλαβα χωρίς νά τό περιμένω πεῖρα θαυμαστῆς εἰρήνης, καί τό ἄκτιστο Φῶς μέ περιέβαλε, εἰσέδυσε μέσα μου, ἔκανε καί μένα φῶς ὅμοιο πρός Αὐτό καί μοῦ ἔδωσε νά ζήσω τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τῆς ᾽Αγάπης, Βασιλεία, τῆς ὁποίας ῾οὐκ ἔσται τέλος᾽ (῾᾽Οψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστιν᾽).

       2. Τί προκαλεῖ μέ τή σειρά του τό μίσος αὐτό κατά τῆς ἁμαρτίας, σύμφωνα μέ τόν ὑμνογράφο; Δύο τινά: (1) ἡ κρίση τῆς κολάσεως καί ἡ ντροπή πού τή συνοδεύει - ῾διενθυμουμένη τήν αἰσχύνην τήν πολλήν καί κρίσιν τῆς κολάσεως, ἥν ὑποστῶσι πόρνοι καί ἄσωτοι᾽- καί (2) ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ - ῾Φιλάνθρωπε καί οἰκτίρμον,..ρῦσαί με᾽. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος μέ ἄλλα λόγια ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, κάτι πού ἀποτελεῖ χάρη δική Του, προσφερόμενη ὅμως σ᾽ ἐκείνους πού ἔστω καί στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας διατηροῦν κάποια ψήγματα ἀγαθά - ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ αὐτό πού ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, ὅτι βεβαίως ὁ Θεός δίνει τήν ἀγάπη Του σέ ὅλους, ἀλλά θέλει γιά νά γίνει αὐτή ἡ ἀγάπη Του αἰσθητή κάτι ἐλάχιστο ἀπό τόν ἄνθρωπο, μιά ἐπιθυμία του νά θελήσει κι αὐτός τήν ἀγάπη αὐτή - τόσο καί θέλγεται ἀπό ᾽Εκεῖνον καί στρέφεται ἐν μετανοίᾳ σέ Αὐτόν. Κι ἄν δέν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη αὐτή, ἐκεῖνο πού μπορεῖ λίγο νά τόν συνετίσει καί νά τόν ξυπνήσει εἶναι ὁ φόβος γιά τήν κόλαση καί ἡ ντροπή πού ὁ ἄνθρωπος θά νιώσει τότε μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού συνιστᾶ κι αὐτό χαρισματική κατάσταση, κατώτερο θά λέγαμε σκαλοπάτι τῆς ἀγάπης. Ἡ πόρνη γυναίκα ἔνιωσε τίς χαρισματικές αὐτές καταστάσεις, τοῦ φόβου καί τῆς ἀγάπης, γεγονός πού τίς φανέρωσε μέ τή σπουδή τῆς στροφῆς της πρός τόν Λυτρωτή - ῾ἡ πόρνη δέ γυνή, καί πτοηθεῖσα καί σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρός τόν Λυτρωτήν᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι τά στάδια αὐτά τῆς μετανοίας, ὅπως μᾶς τά προσφέρει ὁ ὑμνογράφος μέσα ἀπό τό παράδειγμα τῆς γυναίκας τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ἀσφαλῶς τά ἴδια στάδια πού μᾶς προβάλλει ἡ κλασικότερη παραβολή τοῦ Κυρίου στό θέμα αὐτό: ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου. Ὅ,τι ἔκανε ὁ ἄσωτος – συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας του καί στροφή στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα -  τό ἴδιο βλέπουμε νά κάνει καί ἡ ἄσωτος γυναίκα. Τό ἕνα εἶναι παραβολή, τό ἄλλο πραγματικότητα. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι τό ἴδιο: ἡ ἀνοιχτή ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ πού μᾶς συγχωρεῖ καί μᾶς ἐξυψώνει σέ παιδιά Του.


Το τάλαντο.

Σχόλιο στην Μεγάλη Τρίτη
Το χάρισμα είναι “σημείον αντιλεγόμενον” στη ζωή μας. Ο χαρισματικός άνθρωπος θεωρείται πρότυπο, εμπνέει εμπιστοσύνη και μίμηση, οδηγεί σε προόδους όσους τον ακολουθούν. Το χάρισμα όμως είναι και παγίδα. Οδηγεί στην βεβαιότητα της αυτάρκειας, στον ναρκισσισμό, τον θρίαμβο του εγωισμού και μπορεί να προξενήσει περισσότερο κακό, τόσο στον χαρισματούχο όσο και στην κοινωνία.
Η Εκκλησία την Μεγάλη Τρίτη μας δίνει μια πολύτιμη συμβουλή. Ό,τι έχουμε ως χάρισμα δεν είναι δικό μας, αλλά μας δόθηκε από το Θεό. Και είναι ανάγκη να εργαστούμε πάνω σ’ αυτό “φιλοπόνως”, για να μη μείνουμε “έξω του νυμφώνος Χριστού”. Ο Κύριος, με την παραβολή του ανθρώπου που μοίρασε τα τάλαντα στους δούλους του και ζήτησε λογαριασμό για τη χρήση τους, μας υποδεικνύει ότι δεν αρκεί απλώς να κρατήσει κανείς το τάλαντο. Αν δεν το αύξησε, προσφέροντας, αποδεικνύεται πονηρός και οκνηρός και ο δρόμος του είναι το σκοτάδι της μοναξιάς, η κόλαση του ατομισμού, ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων της ζωής χωρίς ελπίδα και κοινωνία.
Ο Χριστός ζητά από μας ό,τι έχουμε να το μοιραστούμε. Όποιου του δόθηκε αγάπη, να δώσει αγάπη. Όποιου του δόθηκε λόγος, να προσφέρει λόγο. Όποιου του δόθηκε πλούτος, να δώσει πλούτο. Όποιου του δόθηκε γνώση, να προσφέρει γνώση. Ο Κύριος αρνείται το δικαίωμά μας να κρατήσουμε για τον εαυτό μας το χάρισμα ή να το κρύψουμε “υπό γης”. Συνεπώς, αρνείται τη φιλοσοφία του δικαιώματος ως στοιχείου ατομικής κατοχύρωσης και ευζωίας και ζητά κοινωνία, συλλογικότητα, φιλαδελφία.
Στην εποχή μας όλοι αγωνιζόμαστε για τα περισσότερα που είναι δικαίωμά μας να τα αποκτήσουμε. Χρήμα, πληροφορία, ηδονή, ελευθερία, εκτάσεις, υλικά αγαθά, δύναμη, εξουσία, μας ανήκουν. Είναι δικαίωμά μας. Η κοινωνία υποχρεώνεται να μας τα χαρίσει ή να μας επιτρέψει να τα κατακτήσουμε. Παρόλα αυτά, με τον πολιτισμό του δικαιώματος, δεν λιγόστεψε η αγωνία, δεν αυξήθηκε η χαρά.
Ο άνθρωπος που εγκλωβίζεται σε ό,τι δικαιούται και δεν μοιράζεται ό,τι του χαρίστηκε παίζει το παιχνίδι του θανάτου, του κακού και του διαβόλου. Αυτοεγκλωβίζεται στην αυτάρκειά του και δεν ζει αληθινά. Ο Κύριος, με το αυθεντικό παράδειγμα της θυσιαστικής αγάπης Του, μας φανερώνει ότι μόνο με το να χαρίζουμε τα χαρίσματά μας, να παραιτούμαστε από τα δικαιώματά μας χάριν της αγάπης για τους άλλους παίζουμε το παιχνίδι της όντως ζωής. Ό,τι μας βγάζει από τον εγωκεντρισμό μας, ό,τι δεν πληρώνεται, είναι το σημαντικό και σπουδαίο. Και αυτό γεννά νέα τάλαντα ή έστω τοκίζεται στην τράπεζα του Θεού. Αυτή που απαρτίζει την Εκκλησία, την στολισμένη από το αίμα των Αγίων, αυτών που δεν λυπήθηκαν τα χαρίσματά τους, τα νιάτα, τη ζωή τους, αλλά τα πρόσφεραν ολοκαύτωμα αγάπης για το Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα των χαρισμάτων. Τα μεταμορφώνουμε υπό το πρίσμα του μείζονος. Και αυτό δεν είναι άλλο από τη δωρεά της σωτηρίας. Τους καρπούς του Πνεύματος. Την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, την μακροθυμία, την καλοσύνη, την πίστη, την αρετή, την ασκητικότητα. Αυτά δεν αγοράζονται. Δωρίζονται. Και αποτελούν το μεγαλύτερο δικαίωμα που μας έδωσε ο Θεός. Αρκεί να παραιτηθούμε από τον ατομισμό και την αυτάρκειά μας. Και αν τα επιστρέψουμε στον Κύριό μας, τότε θα λάβουμε το αντίδωρο της αγάπης Του. Την είσοδό μας στη χαρά Του. Την βεβαιότητα και το γεγονός ότι Αυτός είναι ο προσωπικός Θεός και Σωτήρας μας.

Μεγάλη Τρίτη

Κείμενο από το βιβλίο του Τριωδίου
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τήν σήν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναβαλοῦσαν τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι  πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ.
Κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τούς οὐρανούς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις΄
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τήν σήν δούλην παρίδης, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό μέγα ἔλεος.
 
Μετάφραση από τον Κωστή Παλαμά
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά, πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου. Μα, Ω Κύριε, πώς η θεότη Σου μιλά μέσ’την καρδιά μου! Κύριε, προτού Σέ κρύψ’η εντάφια γη από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα κι απ’της λατρείας την τρίσβαθη πηγή Σού φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά, σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει, το σκοτάδι της αμαρτίας΄ φωτιά με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου, κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά τα δάκρυά μου.
Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί! Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί και σάρκα επήραν.
Στ’άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω και με της κεφαλής μου τα μαλλιά θα στα σφουγγίσω.
Τ’άκουσεν η Εύα μέσ’στο αποσπερνό της παράδεισος φως ν’αντιχτυπάνε, κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ, σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’, οι αμαρτίες μου λαός΄ τα ξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύση; Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός! Άβυσσο η κρίση.

kasianiΗ Κασσιανή θεωρείται και είναι από τους σημαντικότερους υμνογράφους της εκκλησίας. Ζει στην Κωνσταντινούπολη, κατά τον 9ο αιώνα, κατάγεται από οικογένεια ευγενών αριστοκρατών της εποχής, γεγονός που της επιτρέπει να αποκτήσει υψηλή μόρφωση, κυρίως θεολογική και φιλολογική. Σε νεαρή ηλικία αποφασίζει να μονάσει σε μοναστήρι της περιοχής της Κωνσταντινούπολης και εκεί αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία.
Το Δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της Μ. Τετάρτης αποτελεί έναν από τους ωραιοτέρους ύμνους της εκκλησίας και υπενθυμίζει κατά πολύ τον 50ο ψαλμό, γνωστό, ως τον ψαλμό της μετανοίας: «Ἐλέησόν με ὁ Θεός». Ο ύμνος αναφέρεται σε γεγονός που εξιστορούν οι ευαγγελιστές και κατά τον οποίο η πόρνη πλένει τα πόδια του Ιησού με μύρον πολύτιμο, με τά δάκρυά της και εν συνεχεία τα σφουγγίζει με τα μαλλιά της. Η εικόνα παρουσιάζεται βέβαια εξειδανικευμένη, ο στόχος, όμως είναι να υπογραμμισθεί το γεγονός της μετάνοιας για τον άνθρωπο. Το περιστατικό υπενθυμίζει ένα άλλο ανάλογο γεγονός, κατά το οποίο οι Φαρισαίοι ζητούν από τον Ιησού να πάρει θέση έναντι μιας γυναίκας που είχε διαπράξει μοιχεία. Ο Ιησούς αφού έσκυψε και πήρε την πέτρα του λιθοβολισμού, την έτεινε προς τους «αγανακτισμένους» για την αμαρτία της γυναίκας ζηλωτές και τιμωρούς Ιουδαίους, λέγοντάς τους: «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω».
Στην Ορθόδοξη θεολογία, η αμαρτία ταυτίζεται με την αστοχία. Ο άνθρωπος αποτυγχάνει με τις πράξεις του να πετύχει το στόχο του που δεν είναι άλλος παρά το πέρασμα από το κατ’εικόνα Θεού στο καθ’ομοίωσιν, στη θέωση. Αντιλαμβανόμενος ότι αστόχησε, επανεξετάζει την στάση του σε προσωπικό, ατομικό, κοινωνικό και κοσμικό επίπεδο και αναζητεί τρόπους αλλαγής της συμπεριφοράς του. Αλλάζει λοιπόν σκέψη, μυαλό για τη χρήση της δημιουργίας από τον ίδιο και μετα-νοεί. Αυτή η αλλαγή τού νου παίρνει τη μορφή της δημόσιας παραδοχής και ομολογίας για τα λάθη που έκανε και τον οδήγησαν στην αστοχία. Επειδή, όμως, αυτή η πορεία του προς τη θέωση είναι έντονα καί κοινωνική και κοινοτική ζητά από τους συνανθρώπους του να του επιτρέψουν την επανένταξη στο χώρο της εκκλησίας, έτσι ώστε όλοι μαζί να πορευθούν το δρόμο της ελευθερίας, της αγάπης και της θέωσης. Εδώ βρίσκεται η αξία της   συγ-χώρεσης, ως πράξης που απαιτεί υψηλό βαθμό κοινωνικοποίησης και ατομικής ευθύνης, καθώς η αμαρτία έχει έντονα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά. Το σχήμα περιφραστικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: αμαρτία-μετάνοια-εξομολόγηση-συγχώρεση.
Ο άνθρωπος καλείται μέσα από την επαναπροσέγγιση του συνανθρώπου του και του κόσμου ως δημιουργίας του Θεού, να νιώσει ότι ο Θεός τον αγαπά, παρ’ότι αυτός τον λησμονεί και τον αποστρέφεται λογαριάζοντας τον ως εμπόδιο στις επιθυμίες του. Αυτή η αγάπη του Θεού, για τον άνθρωπο είναι αμέτρητη. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό του Θεού που έχει ως μοναδικό του σκοπό να συγχωρεί και να αγαπά. Και ο άνθρωπος που κατανοεί και μετανοεί για τις άστοχες πράξεις του πλησιάζει τον Θεό με δάκρυα στα μάτια. Οι οποιεσδήποτε ανθρώπινες παρεμβάσεις για έλεγχο και τιμωρία των «αμαρτωλών» ανθρώπων χάνονται μπροστά στο μέγεθος της αγάπης του Θεού-Πατέρα για τα παιδιά του. Κάνουν λάθος όποιοι πιστεύουν ότι μπορούν  να τιμωρούν τους συνανθρώπους τους εν ονόματι του Θεού, γιατί απλούστατα ο Θεός από τη φύση του αδυνατεί να σκεφθεί ηθικοπλαστικά, ευσεβιστικά και καταδικαστικά. Δε θέτει κανόνες και νόρμες, γιατί δεν τον ενδιαφέρει να τιμωρήσει τους παραβάτες. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι με ποιό τρόπο θα συγχωρεί και με ποιό τρόπο θα δείχνει συνεχώς την αγάπη του. Το ίδιο καλείται να κάνει και ο άνθρωπος, για τους συνανθρώπους του. Να συγχωρεί και να αγαπά. Αυτό άλλωστε είναι και η μόνη προϋπόθεση για να προσέλθει κάποιος στή θεία Κοινωνία με τον Χριστό.
Χριστόφορος Αρβανίτης
Δρ. Θεολογίας, Kοινωνιολογίας της Θρησκείας
Διδ. στη Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης

Μεγάλη Τρίτη Εσπέρας π. Γεώργιος Ρ. Ζουμῆς


Ἡ ἀποψινή βραδιά, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀφιερωμένη σέ μία πόρνη, σέ μία ἁμαρτωλή γυναίκα, τήν ὁποία ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, οἱ συνοδοιπόροι τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά μιμηθοῦμε καί νά ἀκολουθήσουμε.
Θά ἔλεγε τώρα κάποιος: Τί εἶναι αὐτά πού μᾶς λές, πάτερ; Ἀκοῦς ἐκεῖ, νά μοιάσουμε μία ἁμαρτωλή γυναίκα! Δηλαδή νά γίνουμε κι᾿ ἐμεῖς πόρνοι; Νά πέσουμε στήν ἀνηθικότητα, στήν αἰσχρή ἁμαρτία;
Ὄχι. Νά μοιάσουμε τήν γυναίκα αὐτή, νά τήν ἀκολουθήσουμε, μά ὄχι στήν ἁμαρτία ἀλλά στήν ἔμπρακτη καί εἰλικρινή της μετάνοια. Ἐξ ἄλλου γι᾿ αὐτό τήν προβάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.
Τό σημαντικότατο, συγκινητικότατο καί διδακτικότατο γεγονός, κατά τό ὁποῖο μία ἁμαρτωλή γυναίκα ἄλειψε μέ μύρο τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό διασώζουν καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές, ἀκρινῶς γιατί εἶναι πολύ σπουδαῖο. Ὁ Ματθαῖος, ὁ Μᾶρκος καί ὁ Ἰωάννης ὁμιλοῦν γιά τήν ἴδια γυναίκα, τήν Μαρία, τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τήν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της ἔκανε τήν σπουδαία αὐτή πράξη πού προηγεῖται χρονικά. Αὐτή ἡ Μαρία δέν ἦταν ἁμαρτωλή, ἀλλά πιστή καί ἀφοσιωμένη στόν Κύριο.
Ἀντίθετα ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται σέ μία ἄλλη γυναίκα, πού δέν μᾶς λέει τό ὄνομά της. Καί αὐτή ἔκανε ὅ,τι καί ἡ Μαρία, εἶναι ὅμως διαφορετικό περιστατικό καί ἕπεται χρονικά. Εἶναι ἐκείνη ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, πού θά λιθοβολοῦσαν οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι, ἄν δέν προλάβαινε ὁ Ἰησοῦς. Ἡ καλωσύνη τοῦ Κυρίου καί ἡ συμβουλή του, στό ἑξῆς νά μή ἁμαρτάνει, μπῆκαν μέσα της, τήν συνεκλόνισαν. Ἔτσι σταμάτησε τήν ἁμαρτία καί ἔρχεται τώρα νά δείξει τήν εὐγνωμοσύνη της. Ὄχι τόσο γιατί γλύτωσε τόν λιθοβολισμό τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά κυρίως γιατί Ἐκεῖνος ἔγινε αἰτία νά σταματήσει αὐτή τήν αἰσχρή ἁμαρτία. Ἡ ζωή μέσα στήν ἁμαρτία εἶναι καταισχύνη, μαρτύριο, κόλαση καί βίος ἀβίωτος.
Σύμφωνα μέ τόν ἱερό Εὐαγγελιστή, κάποιος φαρισαῖος Σίμων στό ὄνομα κάλεσε τόν Χριστό γιά δεῖπνο στό σπίτι του. Ἐκεῖ ὅπως ἔτρωγαν, ἔρχεται ἡ γυναίκα αὐτή κρατώντας στά χέρια της ἕνα ἀλαβάστρινο δοχεῖο γεμάτο μέ πολύτιμο μύρο. Στάθηκε πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ καί ἄρχισε νά κλαίει γοερά. Ἔκλαιε μέ σπαραγμό γιά τίς πολλές της ἁμαρτίες. Ἔκλαιε, γιατί ἐλύπησε τόν Θεό, γιατί πρόσβαλε τόν ἑαυτό της, τόν ἔρριξε τόσο χαμηλά.
Ξέρετε κανένα στόν καιρό μας νά κλαίει τόσο σπαρακτικά γιά τίς πολλές του ἁμαρτίες; Ἤ μήπως ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτό εἴπαμε στήν ἀρχή, ὅτι ἐμεῖς πρέπει νά τήν μιμηθοῦμε καί νά τήν μοιάσουμε.
Ἄνοιξε τό δοχεῖο μέ τό μύρο καί ἔπλυνε μέ αὐτό τά πόδια τοῦ Χριστοῦ ἀνακακατεύοντας καί τά καυτά της δάκρυα. Μετά τά σκούπισε μέ τά μακρυά μαλλιά της.
Ἀφήνουμε τίς διαμαρτυρίες τοῦ Ἰούδα γιά τήν δῆθεν σπατάλη καί πηγαίνουμε στόν Σίμωνα τόν φαρισαῖο.
Μονολογεῖ μέσα του καί λέει: Ὑποτίθεται πώς ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι προφήτης. Δέν ξέρει ποιά εἶναι ἡ γυναίκα αὐτή, πῶς τῆς ἐπιτρέπει νά τόν ἐγγίζει; Βλέπετε δέν μᾶς μολύνουν οἱ δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλά ἡ ἁμαρτία τῶν ἄλλων. Ἀδιαφοροῦμε γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες καί ἀσχολούμεθα μέ τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Ὅπως εἶπε ὁ Κύριος παρατηροῦμε ἕνα σκουπιδάκι, πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἄλλου καί δέν προσέχουμε τό δοκάρι, πού εἶναι στό δικό μας μάτι.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι καταπέλτης γιά τόν φαρισαῖο. Σίμων, τοῦ λέει, μπῆκα στό σπίτι σου καί δέν μοῦ ἔπλυνες μέ νερό τά πόδια, ὅπως ὁρίζει ὁ νόμος καί ἡ συνήθεια τῶν Ἑβραίων. Αὐτή ἡ γυναίκα μοῦ τά ἔπλυνε μέ τά πολύτιμα δάκρυά της. Χαιρετισμό μέ ἀσπασμό δέν μοῦ ἔδωσες, ὥς ὄφειλες. Αὐτή στιγμή δέν ἔπαυσε νά μοῦ φιλάει τά πόδια. Δέν μοῦ ἄλειψες τό κεφάλι μέ ἀρωματικό λάδι, ὅπως θά ἔπρεπε. Αὐτή μοῦ ἄλειψε τά πόδια μέ πολύτιμο μύρο. Ἐσύ ὁ δῆθεν εὐσεβής δέν ἔκανες τίποτε, ἐνῷ ἡ ἁμαρτωλή αὐτή γυναίκα, πού ἐσύ περιφρονεῖς, ἔκανε τόσα πολλά. Μετά ἀπό ὅλα αὐτά δέν θά ἔπρεπε νά τῆς πῶ, σοῦ συγχωροῦνται οἱ πολλές σου ἁμαρτίες; Ἁμάρτησε πολύ, ἔφταιξε πολύ, ἀλλά καί βαθιά μετενόησε. Μέ ἀγάπησε πολύ, ἀφοῦ συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες της.
Μέ αὐτά τά λόγια, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστός ἐγκαινίασε μία νέα ἀντίληψη γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη τῆς ἰουδαϊκῆς κοινωνίας. Ὁ ἁμαρτωλός δέν εἶναι μιασμένος ἀπό τή φύση του, ἀλλά εἶναι πνευματικά ἀσθενής, ὁ ὁποῖος χρειάζεται βοήθεια. Σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δέν τοῦ κόβουμε τό κεφάλι, ἀλλά τόν ὁδηγοῦμε στό γιατρό, στή θεραπεία. Ναί, νά εἴμαστε πιστοί στό Θεό, μά νά ἔχουμε ἀγάπη καί στόν ἄνθρωπο, στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό πίστη στό Θεό δέν σκοτώνουμε τόν ἄνθρωπο, ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι. Αὐτό τό βλέπουμε νά συμβαίνει συχνά μέσα στούς μουσουλμάνους, στούς ταλιμπάν. Δέν θά ἔπρεπε ὅμως νά γίνεται καί ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Ἀγαποῦμε ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεός καί μισοῦμε ὅ,τι προέρχεται ἀπό τόν διάβολο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἀγαποῦμε, ὅποιος καί ἄν εἶναι. Ἡ ἁμαρτία προέρχεται ἀπό τόν διάβολο καί τήν μισοῦμε ἀπό καρδίας, τήν ἀποστρεφόμαστε μετά βδελυγμίας.
Ἡ γυναίκα αὐτή παραδόθηκε καί κατρακύλισε στόν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας. Ὁ ψυχικός της κόσμος διεφθάρη ὁλοκληρωτικά. Ὅμως μέσα της εἶχε μία μικρή σπίθα λυτρώσεως καί σωτηρίας βαλμένη ἀπό τόν Θεό, ὅπως ἄλλωστε σέ κάθε ἄνθρωπο. Μία φορά συναντήθηκε μέ τόν Χριστό ἡ γυναίκα αὐτή καί ἡ σπίθα ἔγινε φλόγα. Ἔγινε φωτιά μεγάλη. Ἄναψε πυρκαγιά μέσα της. Ἄφησε τήν ἁμαρτία, ἔκλαψε, μετάνοιωσε, ἔγινε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἡ συνάντησή της μέ τόν Χριστό τήν συνεκλόνησε, τήν ἀνέστησε.
Ἐμεῖς, ὑποτίθεται, πώς εἴμαστε χριστιανοί. Γνωρίσαμε τόν Χριστό ἀπό τήν βρεφική μας ἡλικία. Ἀποκτήσαμε σχέσεις μαζί Του ἐδῶ καί χρόνια. Τόν συναντήσαμε ἀμέτρητες φορές μέσα στήν Ἐκκλησία, στήν προσευχή, στή νηστεία, στήν ἐξομολόγηση, στή Θεία Κοινωνία. Ποῦ εἶναι ἡ δική μας ἀλλαγή; Ἐγκαταλείψαμε τήν ἁμαρτία; Τήν σταματήσαμε;  Διακόψαμε τίς σχέσεις μας μέ αὐτήν; Δυστυχῶς ὄχι ἀκόμη. Καλά λέει ὁ Χριστός, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ τελῶνες καί οἱ πόρνες μπαίνουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ κι᾿ ἐμεῖς μένουμε ἀπ᾿ ἔξω.
Ἀγαπητοί μου,
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σκόπιμα ἔβαλαν σήμερα μπροστά μας τήν μακαρία πρώην πόρνη. Ἡ μορφή της προβάλλει σάν φωτεινός ὁδηγός στή μέση τῆς Μ. Ἑβδομάδας, στήν πορεία μας πρός τό Θεῖο Πάθος. Θέλει νά πεῖ καί νά μᾶς δείξει, ὅτι, ἄν δέν συντριβοῦμε ὅπως ἐκείνη, ἄν δέν ἐπιδείξουμε ἔμπρακτη μετάνοια, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, δέν μποροῦμε νά λεγώμαστε χριστιανοί.
 Καλός χριστιανός δέν εἶναι ὁ ἐγωϊστής, αὐτός πού λέει, ὅτι εἶναι καθαρός, αὐτός πού νομίζει ὅτι ἔφτασε σέ ἐπίπεδο ἁγιότητας καί ἄρα δέν χρειάζεται πιά ἄλλο ἀγώνα. Καλός χριστιανός εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, πού κλαίει γιά τίς ἁμαρτίες του. Πού τά δάκρυά του χύνονται πάνω στό στῆθος του, στήν καρδιά του, πού πέφτουν μπροστά στά πόδια τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός θά ἀκούσει τά λόγια τοῦ Χριστοῦ σάν τήν πρώην πόρνη, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου, πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἀμήν.-

«Τα τάλαντα…» (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)

talents_main
….Πρόσεξε δε ότι παντού δεν απαιτεί αμέσως αυτά που εμπιστεύθηκε. Διότι στην παραβολή του αμπελώνα (Ματθ. 21, 33), αφού τον παρέδωκε στους γεωργούς, αποδήμησε. Και εδώ εμπιστεύθηκε τα τάλαντα και αποδήμησε. Για να μάθεις από αυτό τη μακροθυμία Του.

Εγώ δε, νομίζω ότι λέγοντας αυτά υπονοεί και την Ανάσταση. Μόνο που εδώ δεν αναφέρονται πλέον γεωργοί και αμπελώνας, αλλά όλοι είναι εργάτες. Διότι δεν αναφέρεται μόνο στους άρχοντες, ούτε στους Ιουδαίους, αλλά σε όλους. Και εκείνοι μεν που προσφέρουν ομολογούν με ευγνωμοσύνη και τα δικά τους, αλλά και όσα τους έδωσε ο δεσπότης. Έτσι ο μεν ένας λέει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μου έδωσες», ο δε άλλος λέει «δύο», δείχνοντας ότι από Εκείνον πήραν το κεφάλαιο της εργασίας τους, και Του αναγνωρίζουν μεγάλη χάρη, και αποδίδουν το παν σ’ Αυτόν. Τι λέει λοιπόν ο δεσπότης; «Εύγε, δούλε καλέ» (διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό του αγαθού, το να βλέπει στον πλησίον) «και πιστέ· σε λίγα φάνηκες πιστός, σε πολλά θα σε εγκαταστήσω. Μπές στη χαρά του Κυρίου σου», φανερώνοντας με την απάντηση όλη τη μακαριότητα.
Δεν μιλάει όμως και ο άλλος έτσι, αλλά πώς; «Γνώριζα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος και ότι θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις εκεί όπου δεν σκόρπισες. Και επειδή φοβήθηκα, έκρυψα το τάλαντό σου. Ορίστε, πάρε πίσω αυτό που είναι δικό σου». Τι του απαντά λοιπόν ο Δεσπότης; «Έπρεπε να βάλεις τα χρήματά σου στους τραπεζίτες», δηλαδή, έπρεπε να μιλήσει, να παραινέσει, να συμβουλέψει. Αλλά δεν πείθονται; Αυτό δεν αφορά εσένα. Τι θα μπορούσε να γίνει περισσότερο λογικό από αυτό;
Οι άνθρωποι όμως δεν κάνουν έτσι, αλλά καθιστούν υπεύθυνο του απαιτουμένου εισοδήματος τον ίδιον τον δανειστή τους. Αυτός όμως δεν ενεργεί έτσι, αλλά λέει ότι συ έπρεπε να πληρώσεις και να μου επιστρέψεις το απαιτούμενο κέρδος. «Και εγώ θα τα έπαιρνα πίσω με τόκο»· τόκο εννοώντας την επίδειξη των έργων. Συ έπρεπε να κάνεις το ευκολότερο και να αφήσεις το δυσκολότερο σε μένα. Επειδή λοιπόν δεν το έκανε αυτό, λέει: «Παρτε το τάλαντο από αυτόν κσι δώστε το σ’ εκείνον που έχει τα δέκα τάλαντα, διότι σ’ εκείνον που έχει θα δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν. Όμως από εκείνον ο οποίος δεν έχει, θα του αφαιρεθεί και αυτό που έχει».
Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Εκείνος που έχει το χάρισμα του λόγου και της διδασκαλίας για να ωφελεί και δεν χρησιμοποιεί το χάρισμά του, θα χάσει και το χάρισμα. Ενώ εκείνος που καταβάλλει προσπάθεια, θα δεχθεί μεγαλύτερη δωρεά, όπως εκείνος χάνει και αυτό που είχε λάβει. Δεν περιορίζεται όμως μόνο μέχρις εδώ η ζημιά για όποιον δεν εργάζεται, αλλά τον αναμένει και βαριά τιμωρία και μαζί με την τιμωρία και η απόφαση που είναι γεμάτη με βαριά κατηγορία. Διότι λέει: «Τον άχρηστο δούλο ρίξτε τον έξω στο σκοτάδι, όπου θα υπάρχει το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών». Είδες ότι όχι μόνο εκείνος που αρπάζει και είναι πλεονέκτης, ούτε εκείνος που κάνει κακά τιμωρείται με την χειρότερη τιμωρία , αλλά και εκείνος που δεν κάνει αγαθές πράξεις.
Ας ακούσουμε λοιπόν τα λόγια αυτά. Όσο είναι καιρός ας φροντίσουμε για τη σωτηρία μας. Ας πάρουμε λάδι στις λαμπάδες. Ας καλλιεργήσουμε το τάλαντο. Διότι εάν αμελήσουμε και αν περνάμε το χρόνο μας εδώ χωρίς να εργαζόμαστε, δεν θα μας ελεήσει κανενας εκεί, έστω και αν χύσουμε μύρια δάκρυα. Κατηγόρησε τον εαυτό του και εκείνος που είχε βρώμικα ρούχα, αλλά δεν ωέλησε τίποτε. Επέστρεψε και ό,τι του εμπιστεύθηκε και εκείνος που πήρε το ένα τάλαντο, και όμως καταδικάστηκε. Παρακάλεσαν και οι παρθένοι και ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα, αλλά μάταια.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, άς καταθέσουμε και χρήματα και προθυμία και προστασία και όλα για την ωφέλεια του πλησίον. Διότι τάλαντα εδώ είναι η δυνατότητα που διαθέτει καθένας, είτε για να προστατέψει, είτε σε χρήματα, είτε δυνατότητα διδασκαλίας, είτε σε οποιοδήποτε παρόμοιο πράγμα. Ας μη προφασίζεται κανένας ότι ένα μόνο τάλαντο έχω και δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Διότι μπορείς και με ένα να προκόψεις. Δεν είσαι φτωχότερος από εκείνη τη χήρα (Μαρκ. 12, 42). Δεν είσαι περισσότερο ακαλλιέργητος από τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Πράξ. 3, 6), που και άπειροι ήσαν και αγράμματοι, αλλ᾽ όμως επειδή έδειξαν προθυμία και έκαναν τα πάντα για το κοινό συμφέρον, κέρδησαν τους ουρανούς. Διότι τίποτε δεν αγαπά ο Θεός τόσο, όσο το να ζούμε και να κάνουμε ότι καλό μπορούμε για τους άλλους.
Γι᾽ αυτό μας έδωσε ο Θεός τη δυνατότητα του λόγου, και τα χέρια και τα πόδια και τη σωματική δύναμη και το νου και τη φρόνηση, για να τα χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά και για τη δική μας σωτηρία, αλλά και για την ωφέλεια του πλησίον. Διότι ο λόγος δεν είναι χρήσιμος μόνο για να υμνούμε και ευχαριστούμε, αλλ᾽ είναι χρήσιμος και για να διδάσκουμε και να συμβουλεύουμε. Και αν μεν τον χρησιμοποιήσουμε γι’ αυτο το σκοπό, μιμούμαστε τον Δεσπότη. Αν όμως όχι, τότε μιμούμαστε το διάβολο. Διότι και ο Πέτρος, όταν μεν ομολόγησε τον Χριστό, μακαρίστηκε επειδή ομολόγησε τα λόγια του Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ενώ όταν παρακάλεσε τον Κύριο να αποφύγει τη σταύρωση, επιτιμήθηκε πολύ, γιατί φρονούσε εκείνα που αρέσουν στο διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Και αν γι᾽ αυτό που είπε τότε από άγνοια ο Πέτρος τόση ήταν η κατηγορία, ποια συγγνώμη θα έχουμε εμείς, όταν αμαρτάνουμε πολύ και με τη θέληση μας;
Ας μιλήσουμε λοιπόν έτσι, ώστε από την ομιλία μας να γίνωνται φανερά τα λόγια του Χριστού. Διότι δεν λέω τα λόγια του Χριστού, αν πω μόνο «σήκω και περπάτησε» (Πραξ. 3, 6), ούτε αν πω «Ταβιθά σήκω» (Πραξ. 9, 40). Αλλά πολύ περισσότερο, όταν ενώ με βρίζουν ευλογώ. Ενώ με απειλούν προσεύχομαι υπέρ εκείνου που με απειλεί (Ματθ. 5, 44). Αλλοτε μεν λοιπόν έλεγα ότι η γλώσσα μας είναι χέρι το οποίο ακουμπά τα πόδια του Θεού. Τώρα όμως με πολλή επίταση λέω, ότι η γλώσσα μας είναι γλώσσα, που μιμείται τη γλώσσα του Χριστού, όταν βέβαια δειχνει την προσοχή που χρειάζεται, όταν λέμε όσα Εκείνος θέλει. Ποια δε είναι αυτά που Εκείνος θέλει να λέμε; Είναι τα γεμάτα επιείκεια και πραότητα λόγια. Όπως λοιπόν μιλούσε και Εκείνος, λέγοντας σ᾽ αυτούς που Τον ύβριζαν: «Εγώ δεν έχω δαιμόνιο» (Ματθ. 11, 18), και αλλού: «Αν μίλησα κακώς ομολόγησε το καλό που είπα» (Ιω. 18, 23). Αν έτσι μιλάς και συ, άν μιλάς αποβλέποντας στη διόρθωση του πλησίον, έχεις γλώσσα που μοιάζει με τη γλώσσα του Χριστού.
Και αυτά τα λέει ο Ίδιος ο Θεός, με το να λέει: «αυτός που βγάζει έντιμο από ανάξιο, είναι σαν στόμα μου» (Ιερ. 15, 19). Όταν λοιπόν η γλώσσα σου είναι όπως η γλώσσα του Χριστού, και το στόμα σου γίνει στόμα του Πατέρα, και είσαι ναός του Αγίου Πνεύματος, τότε με ποια τιμή θα μπορούσε να συγκριθεί αυτή; Διότι ούτε εάν το στόμα σου ήταν φτιαγμένο από χρυσάφι, ούτε άν ήταν από πολύτιμους λίθους, θα έλαμπε τόσο, όπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται από τον κόσμο της επιείκειας. Διότι τι είναι πιο ποθητό από ένα στόμα που δεν ξέρει να βρἰζει, αλλά έχει μάθει να ευλογεί και να καλομιλάει; Αν δε δεν ανέχεσαι να ευλογείς εκείνον που σε καταριέται, τότε σιώπα, και αυυό κάμε το στην αρχή. Έπειτα βαδίζοντας στήν οδό και προσέχοντας, θα φτάσεις και σ᾽ εκείνο και θ’ αποκτήσεις στόμα τέτοιο σαν αυτό που αναφέραμε προηγουμένως.
Και μη νομίσεις πως είναι τολμηρό αυτό που είπα. Διότι ο Δεσπότης είναι φιλάνθρωπος και αυτό θα σου δοθεί σαν δώρο της αγαθότητάς Του. Τολμηρό είναι να έχει στόμα που να μοιάζει στο διάβολο, να έχει γλώσσα όμοια με του πονηρού δαίμονα, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνος ο οποίος συμμετέχει σε τόσο μεγάλα μυστήρια και κοινωνεί την ίδια τη Σάρκα του Δεσπότου. Έχοντας λοιπόν στο νου σου αυτά, γίνε όπως ταιριάζει σε Εκείνον όσο μπορείς. Όταν λοιπόν γίνεις όμοιος με Αυτόν, δεν θα μπορέσει ο δάβολος πλέον να σε αντιμετωπίσει. Επειδή θα διακρίνει στη μορφή σου το χαρακτήρα τον βασιλικό. Γνωρίζει τα όπλα του Χριστού, με τα οποία ηττήθηκε. Και ποια είναι αυτά; Η επιείκεια και η πραότητα. Διότι, όταν κατά τους πειρασμούς τον ξέσχισε στο όρος και τον εξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δεν ήταν γνωστό, ότι ήταν ο Χριστός, αλλά τον έδιωξε με τα λόγια μόνο. Τον νίκησε με την επιείκεια, τον κατατρόπωσε με την πραότητα. Αυτό κάνε και συ. Όταν δείς άνθρωπο ο οποίος έγινε διάβολος και σε πλησιάζει, έτσι νίκησέ τον και συ. Σου έδωσε ο Χριστός τη δύναμη να Του μοιάσεις όσο εξαρτάται από σένα. Μη φοβηθείς ακούοντας αυτό το λόγο. Φόβος είναι να μη γίνεις όπως εκείνος. Μίλησε λοιπόν όπως Εκείνος και Του έμοιασες σ᾽ αυτό, στα ανθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αυτό είναι ανώτερος εκείνος που μιλά έτσι, παρά εκείνος που προφητεύει. Διότι η μεν προφητεία είναι χάρισμα. Ενώ εδώ, το να μιλάς δηλαδή όπως ο Χριστός, χρειάζεται και κόπος δικός σου και ιδρώτας. Δίδαξε τη ψυχή σου να σου διαπαιδαγωγήσει το στόμα έτσι, που να μοιάζει με το στόμα του Χριστού. Γιατί μπορεί αν θέλει και αυτό να κατορθώσει. Γνωρίζει τον τρόπο, αν δεν είναι ράθυμη. Και πως φτιάχνεται τέτοιο στόμα; Με ποια χρώματα; Με ποιο υλικό; Με κανένα υλικό βέβαια και χρώμα, παρά μόνο με αρετή και επιείκεια και ταπεινοφροσύνη.
Ας δούμε πως γίνεται και το στόμα του διαβόλου, για να μη φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πώς φτιάχνεται λοιπόν; Με κατάρες, με βρισιές, με βασκανίες, με επιορκίες. Διότι όταν κάποιος χρησιμοποιεί τα λόγια του διαβόλου παίρνει και τη γλώσσα του. Ποια λοιπόν συγχώρηση θα έχουμε, ή μάλλον ποια τιμωρία δεν θα υποστούμε, όταν επιτρέπουμε στη γλώσσα, με την οποία αξιωθήκαμε να γευθούμε τη Σάρκα του Δεσπότη Χριστού, να χρησιμοποιεί λόγια του διαβόλου; Ας μη της επιτρέψουμε λοιπόν, αλλά ας καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να την εκπαιδεύσουμε να μιμείται το Δεσπότη της. Διότι αν αυτό τη διδάξουμε, με πολλή παρρησία θα μας τοποθετήσει στο Βήμα του Χριστού. Αν κανένας δεν γνωρίζει να μιλά έτσι, ούτε ο Κριτής θα τον ακούσει. Γιατί όπως, όταν συμβεί να είναι Ρωμαίος ο δικαστής, δεν θα καταλάβει τι λέει εκείνος που απολογείται και δεν γνωρίζει να μιλά Ρωμαϊκά, έτσι και ο Χριστός. Αν δεν μιλάς με το δικό Του τρόπο, δεν θα σε ακούσει, ούτε θα σε προσέξει.
Ας μάθουμε λοιπόν να μιλάμε έτσι, όπως συνήθισε να ακούει ο Βασιλιάς ο δικός μας. Ας προσπαθήσουμε να μιμούμαστε την γλώσσα εκείνη. Και αν βρεθείς σε πένθος, πρόσεχε να μη σου διαστρεβλώσει το στόμα η μεγάλη λύπη, αλλά να μιλήσεις όπως ο Χριστός. Διότι πένθησε και Αυτός τον Λάζαρο (Ιω. 11, 33-35) και τον Ιούδα. Αν βρεθείς σε φόβο, φρόντισε πάλι να μιλήσεις όπως Εκείνος. Διότι βρέθηκε και Αυτός σε φόβο για σένα “κατ᾽ οικονομίαν”. Πές και συ: «Ας μη γίνει όμως το θέλημά μου αλλά το δικό σου» (Λουκ. 22, 42). Και όταν κλαις, δάκρυσε ήρεμα όπως Εκείνος. Και όταν βρεθείς σε σκευωρίες και λύπη, και αυτά να τα αντιμετωπίσεις όπως ο Χριστός. Διότι και μηχανορραφίες αντιμετώπισε και λυπήθηκε, αλλά είπε: «Η ψυχή μου είναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Και σου χάρισε όλα τα υποδείγματα, για να τα τηρείς “ως μέτρον” και να μη καταστρατηγείς τους κανόνες, που σου έχουν δοθεί. Έτσι θα μπορέσεις να έχεις στόμα, όμοιο με το στόμα Εκείνου. Έτσι, ενώ θα βαδίζεις πάνω στη γη, θα δειχνεις σε μας γλώσσα όμοια με τη γλώσσα Εκείνου που βρίσκεται στον ουρανο, διατηρώντας το μέτρο στη λύπη , στην οργή, στο πένθος, στην αγωνία. Πόσοι από σας είναι εκείνοι που επιθυμούν να δουν τη μορφή Του;
Να λοιπον, ότι είναι δυνατόν όχι μόνο να Τον δούμε, αλλά και να γίνουμε όμοιοι με Αυτον, αν προσπαθήσουμε. Ας μη αναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δεν αγαπά τόσο το στόμα των προφητών, όσο εκείνο των επιεικών και πράων ανθρώπων. «Πολλοί», λέει, «θα μου πουν: Δεν προφητεύσαμε στο όνομά Σου; Και εγώ θα τους πω: Δεν σας γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Το δε στόμα του Μωυσή, επειδή ήταν πολύ επιεικής και πράος (διότι «ο Μωυσής», λέγει, «ήταν άνθρωπος πράος περισσότερο από όλους τους ανθρώπους της γης» (Αριθμ. 12, 3), τόσο πολύ το αγαπούσε, ώστε να πει: «μιλούσε από πολύ κοντά, στόμα με στόμα, όπως μιλά ένας φίλος με το φίλο του» (Εξ. 33, 11 καί Αριθμ. 12, 8). Δεν θα δίνεις εντολές στους δαίμονες τώρα, αλλά θα διατάσσεις τότε εκεί το πυρ της γεέννης, αν βέβαια έχεις το στόμα σου όμοιο με το στόμα του Χριστού. Θα διαάσσεις την άβυσσο του πυρός και θα λές: «Σιώπα φιμώσου» (Μαρκ. 4, 39), και με πολλή παρρησία θα ανέβεις στους ουρανούς και θα απολαύσεις τη βασιλεία, την οποία είθε να επιτυχουμε όλοι εμείς, με τη Χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίον ανήκει, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, η δόξα, η δύναμη, η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ομιλία στην Γυναίκα την αλείψασα τον Κύριο Μύρω

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΚΟΝΙΟΥ
Α’ Πολύ ωφέλησε την ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάμνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί η ευφροσύνη. Γιατί ποιος τελώνης ή πόρνη ή απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητήν του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, ή εκείνον που μας δίδει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, ή των τσαμπιών τον χορηγό να ντύνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε την πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινά γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσποτη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτήν τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται το ίδιο τραπέζι. Μα για τούτον το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός.
Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζομένους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτηξε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμνούς στάθηκε κι αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στην ποίμνη των, σαν ακυβέρνητα πρόβατα. Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατον», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Κι επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα επίλοιπα, μα κι ούτε πάλιν θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ την πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβον Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Όθεν και τον Ζακχαίον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογικήν αυλήν των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετήν τον εκόσμησε. Και όπως ο ποιμήν που επιθυμεί να ξαναβρή το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και συντροφιαστά επιστρέψουνε στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένον, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, ένεκεν της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνην.
Β’ Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιές τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό που τον έβλεπαν να τρώγει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παληά ανοίξανε γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν τον καινούριο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορείαν του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίον τον τελώνην έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνην την αμαρτωλήν, την εργάτιδα τόσων κακών, ετράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε.
Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι από την άλλην των Φαρισαίων την παραφροσύνην και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω τούτες τις ευαγγελικές ρήσεις, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημά τους. Ηρώτησε, λέγει, τις των Φαρισαίων τον Ιησούν, ίνα φάγη μετ’ αυτού. Και εισελθών εις τον οίκον του Φαρισαίου ανεκλίθη. Ω ανείπωτη χάρις! Ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα διαλέγεται· και στη Χαναναίαν απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδον του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικίαν του, πλην οικίαν γιομάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της υπερηφανίας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί ως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπον αισχύνης και βέβηλον διαλέγει και τη βρωμερήν αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητος.
Γ’ Έτσι ευθύς επήγε στον Φαρισαίον· ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, την οικίαν και της πολιτείας τα βρώματα· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως γίνηκε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμόν και φωτεινόν τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, ευθύς συγκατανεύει για να διδάξη παρουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πώς πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. Ιδού γαρ, λέγει, γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός. Γυναίκα· η ανερμάτιστη φύση, το πρώτο δίχτυ του διαβόλου, η εισαγωγή της πλάνης, η διδασκάλισσα της παραβάσεως και της ανομίας. Αυτή που γίνηκε για βοήθεια του αντρός, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρόν του, που δημιουργήθηκε και είναι εκ φύσεως καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση γίνηκε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισον έχασε. Και ιδού γυνή, εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα ειπώ πρώτα για την προηγούμενή της συμπεριφορά και πώς σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για να αντιληφθήτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.
Δ’ Ο Θεός έλαβεν οστούν από την πλευράν του Αδάμ, του προσέθηκε σάρκα και έτσι έκαμε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν τον νόμο και διωχθήκανε από τον Παράδεισον, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει κι ο άλλος να βλασταίνει. Κι ότι μετά την εισέλαση του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με την Εύα. Κι έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από τον Παράδεισο, τότε εγνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· προ της αμαρτίας λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, ύστερα από την τιμωρία του θανάτου εισέλασε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθή το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθυνθεί ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ερεθίζωνται ανάμεσό τους και να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Όθεν η μίξις ύστερα από νόμιμον γάμον είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος· πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο Θεός. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες· όπως η Σάρρα, και η Ραβέκκα, και η Ραχήλ. Και οποιαδήποτε άλλη. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναόν του Θεού καταστρέφουν. Ει τις γαρ, λέγει, φθείρει τον ναόν του Θεού, φθερεί τούτον ο Θεός. Και από τούτες ήτανε η αμαρτωλή που λέγουμε. Κι αφού τόσον αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πώς να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.
Ε’ Και δεν τα λέγω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά τουναντίον για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από πού ξεκίνησε και πού έφτασε. Και λέγω ποια ήτανε πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα αμαρτήματά της καταλεπτώς τα ιστορώ, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε ως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους εμάγευε με τα δάκρυά της κι άλλους με τη θρασύτητά της και όλους από παντού τους ωδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικόν έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή.
Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι άλλη φορά να διαπιστώνει την κλοπή της αιμορροούσης, και πότε να τρώγει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταράω σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας; Δε θα μείνω για πάντα στον κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στον καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι οι ομορφιές του προσώπου. Και τι θα πάθω για τα έργα μου; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πώς να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων κι είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες.
Ω πόσους νεαρούς κατέστρεψα με τις ματιές μου, τις γιομάτες αναίδεια και πάθος. Κι έκαμνα πολλά φτιασίδια κι αυτό για βλάβη πάλιν εκείνων που με κυτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να χαλούν στο μέτωπό μου. Και τα μάγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκαμνα τους νέους να πέφτουνε μπροστά μου. Ω, τι θα καταντήσω για τούτα, και ποιο γιατρό θα βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι από πού να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και πού να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται την πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με τους Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τι να του ζητήσω σαν πάω; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω την κόλαση. Θα μιμηθώ την πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναικός. Και τίποτε άλλο δε ζητεί ο Θεός πλην της μετανοίας.
Ϛ’ Και σα σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε τον νου της στην πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήση την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσεν· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τι θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι εργάστηκε την ανομία; Πώς ερωτεύονταν κι απολάμβανε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδιάς μας. Επειδή λοιπόν εγνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάση, σφάληξε το στόμα της κι άνοιξε τα δάκρυά της να μιλήσει. Στάσα γαρ, λέγει, παρά τους πόδας του Ιησού, κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσιν. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκαμε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι ήξερε καλά πως για ότι έλεγε ελάβαινε την συγχώρεση. Είπα γαρ, λέγει, εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Και όχι μόνον χωρίς να ομιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδιάς της· αλλά εξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Εδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· και με τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο· με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλά της· ήγουν με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…….
Μετάφρ. Θεοδόση Νικολάου, Κυπρίου
ΚΙΒΩΤΟΣ
ΕΤΟΣ Α’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1952
ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛ. 3

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...