Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

Δεν ήταν οι εβραίοι…αλλά ΕΓΩ Κύριέ μου!


xristosΤου Φιλούμενου Χατζή /πηγή
Δεν ήταν οι Ιουδαίοι, Ιησού Χριστέ, φως και χαρά μου, που Σε σταύρωσαν, Δεν ήταν αυτοί που Σε πρόδωσαν στο δικαστήριο, που με μοχθηρία Σε έφτυσαν στο πρόσωπο, που σε χτύπησαν, σε κορόϊδεψαν, σε μαστίγωσαν.
Δεν ήταν οι στρατιώτες με τις σιδερένιες τους γροθιές που σε βασάνισαν, σου φόρεσαν το αγκάθινο στεφάνι, σήκωσαν το σφυρί να μπήξουν τα καρφιά, σήκωσαν τον καταραμένο μέχρι εκείνη την ημέρα Σταυρό, ή έπαιξαν στα ζάρια τον χιτώνα σου:
Εγώ είμαι Κύριε, Εγώ είμαι Χριστέ μου αυτός που τα έκανε όλα αυτά. Εγώ είμαι το βαρύ ξύλο που κουβάλησες, Εγώ το χοντρό σκοινί που Σε δέσανε, Εγώ τα καρφιά και η λόγχη, Εγώ το μαστίγιο που Σε φραγγέλωσε, Εγώ το καταματωμένο στεφάνι.
Επειδή όλα αυτά έγιναν, αλλοίμονο! για τις αμαρτίες μου.
Oταν πλησίασε και είδε την Πόλη, έκλαψε γι αυτήν και είπε: 
«μακάρι νάξερες κι εσύ, έστω την ημέρα αυτή, τι θα μπορούσε να σου χαρίσει την ειρήνη. Τώρα όμως αυτό μένει κρυφό απο τα μάτια σου. Γιατί θάρθουν για σένα μέρες που οι εχθροί σου θα σε χωρίσουν με χαρακώματα, θα σε περικυκλώσουν και θα σε πολιορκήσουν απο παντού. Θα αφανήσουν κι εσένα και τα παιδιά σου και δεν θα σου αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα. Κι όλα αυτά γιατί δεν έδωσες σημασία την ημέρα που σ’ επισκέφθηκε ο Θεός». (Λουκάς 19: 41-44)
Γεθσημανή 
Νύχτα της 4ης Απριλίου του έτους 30… Νύχτα 16η του μηνός Νισσάν η πρώτη νύχτα των αζύμων...
Νύχτα γαλήνης, στον κήπο των ελαιών,
στη γή της ελιάς και της πέτρας,
απέναντι απο την αγαπημένη Πόλη,
Ο Άνθρωπος λύγισε...
Ο Θεός αγρυπνά μαζί Του...
Οι άνθρωποι κοιμούνται ανυποψίαστοι,
Οι προδότες αγρυπνούν...
Σείς δένδρα αιώνια που μιλάτε με τον άνεμο,
Σείς πουλιά της νύχτας ακοίμητα,
Σύ νύχτα που αγκαλιάζεις την πλάση,
Αγρυπνείστε σείς μαζί μου,
Τη νύχτα της αγωνίας, τη στιγμή του πόνου..
Μην μ’ εγκαταλείπετε.
Μην μ’ εγκαταλείπετε μόνον με την καρδιά μου.
O Iησούς στο όρος των Ελαιών (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14,32-36)
Ο Ιησούς γνωρίζει ότι ήδη καταδικάσθηκε από τις θρησκευτικές αρχές, γνωρίζει ότι ένας απο τους αδελφούς του, ο Ιούδας, τον πρόδωσε, γνωρίζει ότι το τέλος του πλησιάζει…
Ο Ιησούς είναι ένας άνθρωπος, ένας απλός κανονικός άνθρωπος όπως εμείς, και μπροστά στο αίνιγμα του θανάτου, ενός θανάτου ατιμωτικού, βίαιου που τον περιμένει, αγωνιά και φοβάται όπως κάθε άνθρωπος.
Οι μαθητές του, οι φίλοι του δεν καταλαβαίνουν και κοιμούνται…
Έτσι αρχίζει το πάθος του Ιησού, πάθος ανθρώπινο, και σε τούτο το πάθος του Ιησού, του Υιού, αρχίζει και το πάθος του Θεού Πατρός: Ακόμη και σε τούτη την ώρα του μαρτυρίου Ο Ιησούς και Ο Πατήρ είναι ένα, μία ουσία, μία θέληση μία κοινωνία εν πνεύματι αγίω.
Αλλά γιατί αυτό το μαρτύριο, γιατί αυτό το πάθος;
Υπάρχει μόνον μία απάντηση:
Σ’ έναν άδικο κόσμο, το δίκαιο μπορεί μόνον να απορριφθεί, να καταδικασθεί, να καταδιωχθεί.
Στον αθώο πέφτει η βίαιη λύσσα των ενόχων.
Στον αμνό ορμάνε οι λύκοι,
Στον άνθρωπο της ειρήνης ορμάνε αυτοί που αγαπούν τον πόλεμο. Ο Ιησούς που γνωρίζει μία αιτία για την οποία αξίζει να θυσιάσει τη ζωή του, γνωρίζει ότι ακόμη και το μαρτύριο μπορεί να έχει ένα νόημα.
Ναι, Ο Ιησούς προσδίδει σ’ αυτό του το μαρτυρικό τέλος την συμπαράστασή του με εμάς,

Αποδέχεται τον βίαιο θάνατό που χτυπάει τα θύματα της ιστορίας,
Αποδέχεται μέσα στην αμφιβολία και τον ανθρώπινο δισταγμό την θέληση του Πατρός και συνεχίζει να τον καλεί με το όνομα Του:
"Abba, Πάτερ ηγαπημένε".
Κύριε, Πατέρα και αδελφέ μας,
Μπροστά στα στην αγωνία και το μαρτύριο του θανάτου
Στεκόμαστε με φόβο.
Στάσου δίπλα μας, συμπαραστάσου μας.
Ο Ιησούς προδίδεται απο τον Ιούδα, συλλαμβάνεται. (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14,43-46)
Κι ενώ οι πιστοί μαθητές κοιμούνται,
Ενας άλλος μαθητής αγρυπνά και προδίδει τον ηγαπημένο.
Νάτος έρχεται μέσα στο σκοτάδι, οδηγός ληστών και κακοποιών, σπείρας που κινείται γρήγορα για μιά αιφνιδιαστική σύλληψη.
Κτηνωδία των γεγονότων:
Ενα μέλος της κοινωνίας των ανθρώπων,
Ενας φίλος που έζησε τρία χρόνια με τον Υιό του Ανθρώπου,
Τον παραδίδει στην σπείρα,
Τον προδίδει με ένα φιλί.
Το φιλί που χαρακτηρίζει την αγάπη, γίνεται σημείο ενοχής.
Και ο Ιησούς δεν αμύνεται:
Ήδη αμετάκλητα επρόφερε με την καρδιά και τα χείλη το «Αμήν» στον Πατέρα, στο θέλημα εκείνου που τον έστειλε, απεδέχθη να στρατευθεί με το μέρος των ανωνύμων θυμάτων και παραδίδεται στους σφαγείς του.
Αλλά με τον λόγο συνεχίζει να αποδεικνύει την ελευθερία του, να παραδίδεται την νύχτα που καλύπτει ενόχους και αθώους και να διαφεύγει την ημέρα που ευρίσκετο στον ναό ανάμεσα σε όλους διδάσκοντας.
Είναι ο καιρός των σκιών και του φόβου:
Το κακόν φαίνεται να υπερισχύει και το φώς φαίνεται να σβέννυται.
Και εμείς που ευρισκόμαστε;
Οπως ο Ιούδας εκτελούμε σημεία αγάπης που γίνονται εκδηλώσεις μίσους;
Όπως οι άλλοι μαθηταί που εγκατέλειψαν τα πάντα για να ακολουθήσουν τον Ιησού, όλοι τον εγκαταλείπουμε, δραπετεύοντας την εσχάτη ώρα του πόνου και του μαρτυρίου;
Ιησού Αγαπημένε, φίλε μας μοναδικέ,
Στο σκοτάδι σε προδώσαμε,
Προδώσαμε αυτόν που αγαπάμε;
Μόνον Εσύ δεν μας προδίδεις ποτέ.
Ο Ιησούς καταδικάζεται απο τους Αρχιερείς. (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14,55 61β-64)
Ιδού ανακοινώνεται επισήμως η καταδίκη. Η καταδίκη εκείνη
Που, όπως κάθε δίκη ενάντια στο δίκαιο,
Εχει αποφασισθεί πρίν ακόμη αρχίσει η διαδικασία:
Απο πάντοτε οι αθώοι καταδικάζονται έτσι,
Απο πάντοτε οι θρησκευτικοί άρχοντες καταδικάζουν έτσι τους προφήτες.
Στον χώρο που αγιάσθηκε για το δίκαιο,
Στον οίκο της γνώσεως,
Στο χώρο που αφιερώθηκε στην εξομολόγηση στον Θεό της αληθείας,
Ο Ιησούς δικάσθηκε ένοχος θανάτου, γιατί έπραξε και εδίδαξε την αλήθεια.
Πόσοι δίκαιοι καταδικασμένοι ανα τους αιώνας
Αναγνωρίζουν επιτέλους στο πρόσωπο του μοναδικού δικαίου και αθώου την αξία της δικής τους άδικης θυσίας;
Ο Ιησούς, ο αμνός του πατρός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου,
Ταπεινός και ήσυχος άν και βασανιζόμενος,
Σιωπά και δεν ανοίγει το στόμα του.
Κι αυτή του η σιωπή κραυγάζει την αλήθεια με τη δύναμη της θύελλας.
Και έτσι οι άρχοντες της θρησκείας των πατέρων Του,
Μπροστά στον αθώο Υιό του Πατρός, δεν μπορούν τίποτε άλλο να κάνουν για να υποκριθούν το δίκαιο της ατιμίας τους απο το να σκίζουν τα ενδύματά τους – σημάδι πένθους του λαού Του- για να δηλώσουν ότι το Ευαγγέλιο είναι για κείνους – τους «Εκλεκτούς» άγγελμα ζοφερόν και κακόν.
Και όμως ακόμη και σ’ αυτούς ο Ιησούς δίδει μιά ελπίδα σωτηρίας:
Θα ιδούν τον Υιόν του Ανθρώπου να ανέρχεται εις τους ουρανούς και όλοι τους θα χτυπούν με απελπισία το στήθος τους, ακόμη και εκείνοι που τον επρόδωσαν.
Ιησού, Προφήτη και Πατέρα μας,
Ακόμη και εμείς οι χριστιανοί, πολλές φορές στην ιστορία, σε καταδικάσαμε ερήμην σου, καταδικάζοντας τους μάρτυρές σου.
Η σιωπή σου μας το θυμίζει με οδύνη.

Ο Πέτρος αρνείται τον Κύριο (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 14, 66. 70β-72)
Ο Πέτρος, ο Πρώτος απο τους Αποστόλους, αυτός που πρώτος αναγνώρισε στο πρόσωπο του Διδασκάλου τον Μεσσία, αυτός που επελέγη και ονομάστηκε η πέτρα πάνω στην οποία η εκκλησία του Κυρίου θα θεμελιωθεί, αυτή την ώρα που ο Ιησούς παρουσιάζεται στους εχθρούς και σταυρωτές του, αυτή ακριβώς την ώρα δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο εκείνου με τον οποίο έζησε μαζί για τρία χρόνια.
Η σκληρή πέτρα δεν αντέχει. Υποχρεούται να αναγνωρίσει την αδυναμία της να εμπιστευτεί ακόμη και τον εαυτό της.
Ο Ιησούς είχε προειδοποιήσει τον Πέτρο:
Μην εμπιστεύεσαι ούτε τον εαυτό σου, να πιστεύεις στον ακλόνητο βράχο που είναι ο Θεός Πατέρας!
Αρκεί ένας υπηρέτης, μία σκλάβα για να προκαλέσει αγωνία θανάτου στον Πέτρο, για να τον κάνει να παραλύσει απο φόβο, αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλοιώς!
Ο Πέτρος δεν μπόρεσε να δεχθεί ούτε την ταπείνωση του Θεού, ούτε την ταπείνωση του Διδασκάλου, ούτε την ιδέα του μαρτυρίου του Μεσσία. Ήταν βέβαιος ότι ο Θεός θα επικρατούσε,
Ότι ο Υιός του Θεού θα αποδείκνυε την δόξα του, ότι η Βασιλεία θα εγκαθίστατο με πυγμή.
Διεμαρτυρήθη στον Ιησού
Όταν τους μίλαγε για το πάθος,
Όταν θέλησε να τους πλύνει τα πόδια
Ταπεινωνόμενος σαν δούλος.
Και τώρα δίπλα στον κόκκορα της αυγής, ο Πέτρος κλαίει,
Κλαίει με πικρό δάκρυ,
Ως ο πρώτος αμαρτωλός που μετανοεί και συγχωρείται απο τον Ιησού, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να ηγηθεί με την αγάπη, όχι με την δόξα,
Χωρίς χρυσό ή άργυρο,
Πλένοντας τα πόδια στους αδελφούς,
Προσφέροντας την ζωή
Δούλος των δούλων του Κυρίου.
Ιησού, Υιέ του Ανθρώπου,
Φαντάζει τόσο εύκολο για τον καθένα μας να σ’ αρνηθεί:
Να πούμε ότι δεν σε γνωρίζουμε, ούτε σαν Υιό του Θεού, ούτε σαν Ιουδαίο, ούτε σαν τον πλησίον.
Χάρισέ μας δάκρυα μετανοίας.
Ο Ιησούς καταδικάζεται απο τον Πιλάτο, (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 6.11-15)
Λίγες μέρες πρίν ο Ιησούς εισήλθε θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ,εισήλθε σαν Βασιλεύς.
Τώρα ο όχλος κραυγάζει τον θάνατό του:
Άρον, άρον, Σταύρωσον Αυτόν.
Ο πιλάτος ο κυβερνήτης, γνωρίζει την αθωότητα του Ιησού,
Γνωρίζει ότι δεν παρέβη τον νόμο.
Μα γνωρίζει επίσης ότι δεν μπορεί να απογοητεύσει τις μάζες
Για να διασώωσει την εξουσία του Καίσαρος.
Όπως τότε έτσι και σήμερα.
Σε πόσες άραγε «λειτουργίες» φάρσα έχουμε συμμετάσχει:
Μακάβριες τελετές στις οποίες οι όχλοι υποκλινόταν μπροστά στην εξουσία των βασανιστών του πλησίον μας,
Πόσες φορές σιωπήσαμε μπροστά στους καταδικασμένους χωρίς δίκη, στα Άουσβιτς, στα γκουλάγκ, στους ορυζώνες της Καμπότζης και της Κίνας, στα δάση του Αμαζονίου.
Ας ελευθερωθεί ο εγκληματίας,
Ας καταδικασθεί ο αθώος που μας ενοχλεί και μόνον να τον βλέπουμε!
Κραυγές των όχλων σ’ όλες τις εποχές
Που πίσω τους αναγνωρίζουμε την φωνή της εξουσίας,
Του πολιτικού ολοκληρωτισμού που την διευθύνει,
Για να πνίξει την φωνή των φτωχών,
Των καταδεδιωγμένων, των καταπιεσμένων,για να σβήσει για πάντα ο διάλογος της ψυχής με τη συνείδηση των ανθρώπων.
Αντί του Ιησού που σαρκώνει τον Υιό του Θεού Πατρός και του Ανθρώπου, αντί της πορείας ειρήνης, ταπείνωσης και ελέους
Προτιμάται αυτός που έγινε ο υιός του Πατρός, Βαραβάς, (Bar-Abba), ο δρόμος του εγκλήματος, της παρανομίας, του φόνου.
Ναι! Ο Ιησούς είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος που θα καλύψει με το θάνατό του τα εγκλήματα της εξουσίας.
Σταύρωσον Αυτόν!
Αλλά ο αποδιοπομπαίος τράγος μετατρέπεται στον αμνό τον αίροντα τας αμαρτίας του κόσμου δια της ελευθερίας που του δίδει η αγάπη.
Θα μπορούσε να τους συντρίψει με ένα του βλέμμα,
Ρίχνοντας πάνω τους ποταμούς φωτιάς
Αλλά υπέμεινε τον θάνατο σαν άνθρωπος.
Αυτό είναι το πραγματικό θαύμα, η αποδοχή του θανάτου, η αγάπη.
Γι αυτό λοιπόν δεν έχω ανάγκη την ανάσταση και τη βασιλεία του για να τον αγαπήσω με όλη μου την δύναμη της αδύναμης ανθρώπινης καρδιάς μου...
Τον λατρεύω σήμερα, αυτή την θλιμμένη Παρασκευή, αυτή την ημέρα, αυτή την ώρα του θανάτου Του.
Ιησού, Πατέρα, Αδελφέ και Βασιλέα,
Υποκρισία, απληστία και ψεύδος μας κυριεύουν:
Κι έτσι ο δίκαιος και ο αθώος διώκονται.
Εως πότε Κύριε, έως πότε;
Ο Ιησούς μαστιγώνεται και περιβάλλεται στέφανον εξ ακανθών. (κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 16-20)
Δεν αρκεί η καταδίκη, απαιτείται ο εξευτελισμός η ταπείνωση.
Ο Μεσσίας ο Βασιλεύς του Ισραήλ Γίνεται ο τελευταίος, ο κατάπτυστος, ο περιφρονούμενος απο τους ανθρώπους, ο άνθρωπος του πόνου που γνωρίζει το μαρτύριο.
Ενδεδυμένος την βασιλική πορφύρα,
Περιτεθείς τον στέφανον εξ ακανθών,
Λοιδορείται, βασανίζεται.
Αυτό το πρόσωπο που στο Θαβώρ
Έλαμψε ως ο ήλιος,
Αυτό το πρόσωπο που μετεμορφώθη,
Σήμερα εδώ, αυτές τις ώρες, στο χλωμό φώς
Μιάς αυλής σβήνει...
Το πρόσωπο του Ιησού,
Εικών του αοράτου Θεού,
Υπόσχεση του προσώπου που αναμένει κάθε άνθρωπο,
Μετεβλήθη στο πρόσωπο του δούλου,
Αυτού που στερείται προσώπου,
Μετεμορφώθη στην εικόνα εκείνου που στερείται κάθε ανθρώπινης ιδιότητος.
Συντρίβεται το όνειρο, η ψευδαίσθηση
Ενός Μεσσία ισχυρού και εκδικητή,
Ενός Θεού που επιβάλλει
Και υποχρεώνει στόν άνθρωπο
Την αναγνώρισή του.
Ο Ιησούς σήμερα αποδεικνύεται περισσότερο απο ποτέ Θεός,
Περισσότερο απο ποτέ ότι είναι το πρόσωπο του Θεού:
Εδώ στο Πραιτώριον περισσότερο απο ότι στο Θαβώρ.
Το πρόσωπον εκείνου που ταπεινώνεται
Και δεν εκδικείται,
Το πρόσωπον εκείνου που αγαπά τόσον που δέχεται χτυπήματα
Και δεν ανταποδίδει,
Το πρόσωπον εκείνου που χάνει την ταυτότητα του
Για να αναγνωρισει την ταυτότητα του πλησίον.
Κύριε, ποιό είναι το πρόσωπόν σου που αναζητούμε;
Σε ποιό πρόσωπον θέλουμε να σε αναγνωρίσουμε;
Κύριε Ιησού Χριστέ, Εικόνα του Θεού του Αοράτου,
Ημείς αναζητούμε το πρόσωπόν σου, Το πρόσωπον του Θεού, το πρόσωπον του αληθώς ανθρώπου.
Βοήθησέ μας να σε αναγνωρίσουμε στο πρόσωπον του πλησίον μας που υποφέρει.
Ο Σίμων ο Κυρηναίος βοηθά τον Κύριο να σηκώσει τον Σταυρό Του (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 20-21)
Αρχίζει το πραγματικό μονοπάτι του σταυρού. O Ιησούς όμως συντετριμμένος καταρρέει κάτω απο το βάρος του σταυρού του ατιμωτικού θανάτου και του μαρτυρίου του.
Ο Ιησούς μεταφέρει το σταυρό του,
Πρώτος απο εκείνους που επιστρέφουν μεταννοούντεςστον Θεο. Εκείνος που είπε: «Οστις θέλει οπίσω μου ελθείν άρον τον σταυρόν αυτού και ακολούθει μοι» ανοίγει σήμερα πρώτος τον δρόμο.
Αλλά κανείς απο τους ηγαπημένους μαθητές δεν βρίσκεται πίσω του: Εφυγαν όλοι, εκρύβησαν απο τον φόβο. Ομως υπάρχει ένας Ιουδαίος ο Σίμων ο Κυρηναίος που επέστρεψε σήμερα στη γή του Ισραήλ, στις πύλες της Ιερουσαλήμ.
Γυρνάει άραγε στο σπίτι του; Ανεβαίνει στο Ναό για το Πάσχα; Δεν γνωρίζει τίποτε για τον Ιησού, ούτε για τα τεκταινόμενα.
ΟΙ φρουροί τον πλησιάζουν, τον υποχρεώνουν να μεταφέρει τον σταυρό, έναν σταυρό που δεν είναι δικός του, τον σταυρό του Κυρίου.
Εκείνον μόνον απο το πλήθος που παρακολουθεί. Έναν Ιουδαίο, ακόμη έναν Ιουδαίο. Ο Σίμων δεν αρνείται ούτε κρύβεται στο πλήθος για να φύγει, υποχρεώνεται να κουβαλήσει-όπως τόσοι ανάμεσά μας-ένα σταυρό που δεν είναι δικός τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι κουβαλούν τον σταυρό του Κυρίου τους...όπως τόσοι που δεν γνωρίζουν ούτε το όνομα του σταυρού, στην καθημερινή κούραση, την δυστυχία και τον πόνο της ζωής.
Ο Σίμων δέχεται να άρει εκείνο τον Σταυρό, τον Σταυρό ενός αγνώστου απο συμπάθεια σ’ εκείνο τον συντετριμμένο άνθρωπο που κατέρρευσε εμπρός του.
Στο Πρόσωπο του Ιησού αναγνωρίζει έναν άλλον συνάνθρωπόν του, ημιθανή, καταδικασμένο, βασανισμένο, κυνηγημένο: έναν άνθρωπο που χρειάζεται βοήθεια.
Πόσοι Σίμωνες Κυρηναίαοι μέσα στον κόσμο: Ισως και να μην είναι χριστιανοί, ίσως να μην γνωρίζουν τον Χριστό, αλλά είναι άνθρωποι που αναγνωρίζουν στον πόνο του άλλου την δική τους ανθρώπινη υποχρέωση, φτωχοί άνθρωποι που βοηθούν φτωχούς ανθρώπους.
Μιά μέρα ο Κύριος θα θυμηθεί αυτή την βοήθεια που αυτοί προσέφεραν στον συνάνθρωπο, για τον σταυρό που βοήθησαν να κουβαληθεί.
Τότε θα του απαντήσουν: «μα ποτε Κϋριε σε βοηθήσαμε να άρεις τον Σταυρόν Σου;» Ο δέ Κύριος θα τους πεί: «κάθε φορά που κουβαλήσατε τον σταυρό ενός εκ των ελαχίστων τον ιδικόν μου Σταυρόν άρατε ως άλλοι Σιμωνες Κυρηναίοι.
Κύριε και Θεέ μας, δούλε και Υιέ του Πατρός Και εμείς κουβαλάμε τον σταυρό και κάποτε δεν το γνωρίζουμε κάν:
Τον σταυρό του θανάτου μας, του αινίγματος της αμαρτίας, το μυστήριο της ζωής.
Για τον καθένα μας Εσύ Κύριε είσαι καθημερινά ο Σίμων ο Κυρηναίος.
Ο Χριστός Σταυρώνεται (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 22-27)
Γολγοθάς-κρανίου τόπος: εκεί ευρίσκεται κατα την παράδοση το κρανίου του Αδάμ, του ανθρώπου. Στον τόπο που πέθανε ο Αδάμ ο πρώτος άνθρωπος, πεθαίνει σήμερα ο νέος Αδάμ, ο Ιησούς.
Ο Αθώος κρεμάται στο ξύλο.
Κρεμάται ανάμεσα σε ουρανό και γή,
Κρεμάται ανάμεσα σε δύο εγκληματίες.
Ο θάνατος του Σταυρού, θάνατος των καταραμένων απο Θεό και ανθρώπους,
Θάνατος για εκείνους που η κοινωνία ήθελε να ξεχάσει...
Οι περαστικοί βλαστημούν εκείνον που ανέστησε νεκρούς,
Οι «ευσεβείς» ιερείς ασχημονούν κατα εκείνου που έσωσε άλλους,
Οι κακοποιοί προσβάλλουν εκείνον που έζησε κάνοντας μόνον το καλό: «Δείξε μας τώρα άν είσαι ο Μεσσίας , επέβαλλε τη θέλησή σου στους ανθρώπους με δύναμη και δόξα!»
Κι όμως αυτά τα τρυπημένα χέρια θέλουν να τα φιλήσουν όλοι, ακόμη και οι εχθροί που τα τρύπησαν, ακόμη και οι διώκτες που τον εσταύρωσαν.
Ο καθένας μας, πιστός ή όχι οδεύει προς τον θάνατο, που όταν τον συναντήσει θα συναντηθεί με τον Ιησού που τον συνάντησε πρίν απο όλους: Θα τον συναντήσει να έχει τα χέρια του ανοιχτά έτοιμον να αγκαλιάσει όλη την ανθρωπότητα απο την οποία ουδείς-ούτε και ο θάνατος μπόρεσε να τον χωρήσει.
Αυτή είναι ή αίτησή του προς τον Πατέρα,
Αίτηση που διετυπώθη με παρρησία
Αίτηση που διετυπώθη με την ανίκητη δύναμη της αγάπης.
Επέτρεψε σε όλους Πατέρα μου να με προσκηνύσουν νεκρό. Και στον φονηά και στον ληστή και στην πόρνη και στον βλάσφημο. Και δώς τους άφεση και συνείδηση της αμαρτίας τους για να επιστρέψουν σε σένα.
Ο Χριστός στο σταυρό. Τα πόδια αγγίζουν τη γή. Οι τρείς σταυροί βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Ο Χριστός δεν βρίσκεται στη μέση, είναι ο τριτος εσταυρωμένος.
Η μαύρη γενειάδα πέφτει στο πρόσωπο. Το πρόσωπο δεν είναι η εξειδανικευμένη μορφή των ζωγράφων. Είναι πρόσωπο αποστεωμένο, σκληρό, πρόσωπο εβραϊκό.
Αυτό το πρόσωπο δεν το βλέπω και θα επιμένω να το αναζητώ μέρι την τελευταία μέρα της πορείας μου στη γή.
Ιησού Εσταυρωμένε, ακομη και στον θάνατο, τον θάνατο των καταραμένων στο σταυρό, μας αγκαλιάζεις.
Τα χέρια σου ανοιχτά μοιάζουν να θέλουν να αγκαλιάσουν όλη την πλάση.
Σε αντικρύζουμε ντροπιασμένοι απο το βάρος της αμαρτίας μας, η αγκαλιά σου θα μας εξιλεώσει.
Ο Ιησούς πεθαίνει στον Σταυρό. (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15, 33-39)
Απεσταλμένος του Θεού για τους ανθρώπους, Ο Ιησούς επιστρέφει στον Θεό.
Ιδού ο θάνατος, το τέλος του ανθρώπου:
Για τον Ιησού θάνατος βίαιος, τον συναντά στο μέσον της ζωής.
Ο θάνατος είναι εκεί, αλλά που είναι ο Θεός;
Ο Ιησούς φωνάζει, προσεύχεται, καλεί...
Στον Ιορδάνη την ώρα της βάπτισης ο Πατήρ ενεφανίσθη: «Ιδού ο Υιός μου ο αγαπητός!...»
Στο Θαβώρ την ώρα της Μεταμόρφωσης, οι μαθηταί ήκουσαν την ίδια φωνή.
Στον Γολγοθά την ώρα του θανάτου, η φωνή του Θεού είναι η σιωπή: Ο Θεός σιωπά, όπως και ο Ιησούς στο μαρτύριο.
Ο Ιησούς τον καλεί: «Θεέ μου Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;»
Στην αγωνιώδη αυτή επίκληση σαρκώνονται όλες οι αμφιβολίες μας, όλες μας οι δυσπιστίες, όλες μας οι απομακρύνσεις.
Ο Ιησούς μας έδειξε τον δρόμο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Υπήρξε μαζί μας μέχρι το τέλος, προσέγγισε ακόμη και την μικρότερη αδυναμία μας, έφτασε μέχρι εκεί που στην ψυχή μας δεν υπάρχει ο Θεός.
Αυτός είναι ο Σταυρός, το σκάνδαλο του Σταυρού, ο τόπος του μαρτυρίου του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ο Κύριος πεθαίνει με μιά φωνή, μιά κραυγή αγωνίας προς τον ουρανό, μιά φωνή που πρίν απο εμάς συγκέντρωσε όλες τις επιθανάτιες αγωνίες κάθε ανθρώπου στη γή: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες;»
Χριστέ μου, Αγάπη άχρι θανάτου,
Κατήλθες έως του Άδου,
Όπου δεν υπάρχει Θεός, όπου απουσιάζει η χάρις,
Και ανέστης θριαμβευτής,
Ενίκησες για όλους μας.
Οι γυναίκες στον Γολγοθά (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15,40-41)
Μόνον μερικές γυναίκες παρακολουθούν απο μακρυά το μαρτύριο και το πάθος του Κυρίου. Μερικές γυναίκες που τον ακολουθήσαν απο την Γαλιλαία, έως την Ιερουσαλήμ, είναι μαθήτριες δίπλα απο τους μαθητές στην μικρή μετακινούμενη κοινότητα του Χριστού. Οι μαθητές έφυγαν και κρύφτηκαν, οι γυναίκες όμως όχι!
Με αφοσίωση ακολούθησαν τον Διδάσκαλο και προφήτη τους μέχρι τον θάνατο.
Κατά τη διάρκεια όλης της επίγειας πορείας τους ο Ιησούς υπερασπίστηκε τη γυναίκα, την άκουσε, την υποδέχθηκε σαν ίσος προς ίσον σε μια κοινωνία που την θεωρούσε λίγο καλύτερα απο ένα ζώο, την παρηγόρησε, την υποστήριξε.
Καμμιά γυναίκα δεν υπήρξε εχθρός του Ιησού, Ο Διδάσκαλος ουδέποτε επιτίμησε τις γυναίκες όπως το έκανε στους ιερείς τους γραμματείς και τους ανθρώπους του ναού.
Ανάμεσα στις γυναίκες μοναδικούς μάρτυρες του μαρτυρίου και του θριάμβου της ταπείνωσης του διδασκάλου, βρίσκεται η μητέρα του Ιησού, μάρτυρας αιώνιος της αγάπης που γεννιέται, δίπλα της βρίσκεται μόνος ο μαθητής ο ηγαπημένος ο Ιωάννης, μάρτυρας αιώνιος της αγάπης που δεν θνήσκει.
Ελάχιστα έχουν γραφεί γι αυτή την παρουσία των γυναικών στο πάθος του Κυρίου. Άραγε μάθαμε έστω και σήμερα να αναγνωρίζουμε αυτή την διακριτική παρουσία την γεμάτη αγάπη στην εκκλησία μας και τις κοινωνίες μας;
Ιησού, Δίκαιε και Άμωμε, εσύ θα βρίσκεσαι επι του σταυρού μέχρι το τέλος των ημερών:
Υπάρχουν αυτοί που σε αντικρύζουν με αγάπη και κλαίνε,
Υπάρχουν κι αυτοί που σε κοιτάζουν και δεν σε βλέπουν.
Κι εμείς, εμείς σε βλέπουμε άραγε όλες τις ημέρες της ζωής μας;
Ο Ιησούς τίθεται στο μνημείο (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 15,42-46)
Το βράδυ αυτής της αγίας ημέρας, Παρασκευή 7 Απριλίου του έτους 30, το σώμα του Ιησού, όπως το σώμα κάθε θνητού, τίθεται στο μνήμα.
Ο Ιωσήφ ο απο Αριμαθαίας, μέλος του Συνεδρίου, ζητά απο τον Πιλάτο το σώμα του Κυρίου: κατεβάζει το άγιο σώμα χωρίς ψυχή απο τον σταυρό, το τυλίγει στο σάββανο και το εναποθέτει σε μνήμα σκαμμένο στο βράχο. Κι ένας βράχος φράζει το μνημείο.
Τέλειωσαν άραγε όλα;
Τέλειωσαν μ΄ένα προβλέψιμο, λογικό τρόπο;
Τέλειωσε λοιπόν έτσι μιά ιστορία που για πολλούς ήταν η ιστορία του Θεού;
Το σώμα του Ιησού, χάνεται στο σκοτάδι της γής και κάθε ελπίδα φαίνεται να σβύνει για πάντα μ΄ εκείνο το σεισμό που ακολουθεί.
Με τον θάνατο του Ιησού ο ουρανός εσκοτίσθη και φαντάζει αδιαπέραστος:
Για τις γυναίκες που μοιρολογούν, για τον Ιωσήφ που περιμένει την βασιλεία τώρα δεν αντικρύζει παρά μόνον την σιωπή του Θεού.
Δύσκολα σκέφτεσαι μιά νέα αυγή.
Το σώμα του Ιησού, βασανισμένο, μαστιγωμένο, εξευτελισμένο, ταπεινωμένο, αυτό το σώμα το σημαδεμένο απο το αίμα του, αυτό το σώμα τυλιγμένο στο σάββανο, αυτό το σώμα αναπαύεται και αναμένει την φωνή του Πατρός.
Ιησού μου Λόγε και Σιωπή του Θεού Πατρός, στην ζωή σου υπήρξες λόγος και παρηγορία των αδυνάτων, στο σάββανο και την παγωνιά του μνήματος υπήρξες ελπίδα και ανάστασις των κεκοιμημένων. Άραγε μές στις κραυγές του κόσμου μας μπορούμε να ακούσουμε τον ψίθυρο της σιωπής στην αναμονή της Ανάστασης;
Η αυγή του Πάσχα (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 16,1-4)
Ακόμη και μετά απο μιά τέτοια Παρασκευή ανέτειλε το Σάββατο, ημέρα γιορτής, ημέρα ανάπαυσης, ημέρα του Θεού που σώζει. Ύστερα η αυγή της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, ημέρα που ο Θεός δημιούργησε το φώς, ημέρα που το σκότος ενικήθη.
Αλλά ακόμη και σ’ αυτή την θλίψη του σκότους, ακόμη και μέσα σ’ αυτή την σιωπή του θανάτου οι γυναίκες μαθήτριες του Κυρίου, συνεχίζουν να αισθάνονται την παρουσία του Διδασκάλου και Προφήτη, ανάμεσα τους η Μαρία απ’ τα Μάγδαλα, που ήδη είδαν την συντριβή της δικής τους σκοτίας.
Ο Ιησούς είναι νεκρός αλλά η αγάπη ζεί:
Το σώμα που αναπαύεται στο μνήμα πρέπει να αρωματισθεί, να διατηρηθεί, να προφυλαχθεί απο την σήψη και την φθορά, πρέπει να φιληθεί, πρέπει να θρηνηθεί.
Υπάρχει λοιπόν μιά αγάπη πιο δυνατή απο τον θάνατο, υπάρχει μιά αγάπη πιο δυνατή απο την κόλαση!
Τρεις γυναίκες προχωρούν προς το μνήμα, στο πρώτο χάραγμα της ημέρας μετά το Σάββατο, πιστές  μυροφόρες, μα ποιός θα μετακινήσει το λίθο που στέκεται ανάμεσα στην αγάπη τους και τον Ιησού;
Κι όμως ο βράχος απεκυλήθη, κανένα εμπόδιο για μιά νέα κοινωνία εν Χριστώ Ιησού.
Επι του μνήματος ένας νέος,καθήμενος ενδεδυμένος φώς
Στο Θαβώρ τρείς άνδρες με φορέματα φωτός.
Και μία φωνή απο φώς υποδέχεται τις μαθήτριες του Κυρίου:
«Μην φοβείσθε! Ζητείτε τον Ιησού απο την Ναζαρέτ τον Εσταυρωμένο; Τι ζητείτε τον ζώντα μετα των νεκρών; Ανέστη ουκ έστιν ώδε!»
ΝΑΙ, ο Πατήρ απήντησε στον Υιό:
Το αγαθόν επεκράτησε του πονηρού, ο θάνατος κατοικήθηκε απο τον Θεό τον ζώντα, η ζωή κατατρόπωσε τον θάνατο!
Οι γυναίκες φεύγουν απο το μνημείο άφωνες: ανακοίνωση που δεν μπορεί να ανακοινωθεί, ευαγγέλιον μή αναγνώσιμο.
Για να το κοινωνήσουμε στους άλλους πρέπει μόνον να το ζήσουμε στην ελπίδα της ανάστασης.
Αναστημένε μας Ιησού, η μόνη θανάσιμη αμαρτία είναι η απιστία στην Ανάστασή σου, η απιστία στη νίκη της ζωής επι του θανάτου: στερέωσε την πίστη μας, την ελπιδα μας, το έλεός μας προς τον πλησίον.

Μεγάλη Παρασκευὴ βράδυ Τὸ ἔγκλημα Τὸ ἔγκλημα

«Ὤ τῆς παραφροσύνης καὶ τῆς χριστοκτονίας
τῆς τῶν προφητοκτόνων!»  
(Γ΄ στάσις ἐγκωμίων)





  Ἔγκλημα, φόνος ἀνθρώπου! Ἄλλοτε ὁ φόνος ἦταν κάτι σπάνιο. Τώρα, ἀλλοίμονο, δὲν περνάει μέρα χωρὶς ἕνα ἢ περισσότερα ἐγκλήματα. Καὶ γίνονται τόσο «τέλεια», ὥστε δὲνἀφήνουν ἴχνη· οἱ δράστες μένουν ἄγνωστοι.


     Ὁ πλανήτης μας, ἀφ᾿ ὅτου ὁ Κάιν σκότωσε τὸν Ἄβελ, μιάνθηκε μὲ αἷμα ἀδελφικό. Καὶ τὸ παράδειγμά του δυστυχῶς μιμήθηκαν πολλοί.


Ἂν μαζευόταν ὅλο τὸ αἷμα τῶν ἀδικοσκοτωμένων, «ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως  τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου» (Ματθ. 23,35) καὶ τῶν θυμάτων τῶν ἡμερῶν μας, θὰ σχηματιζόταν μία θλιβερὴ λίμνη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Λίμνη Ἄβελ».


     Ὅταν γίνεται κάποιο ἔγκλημα, τὸ πρῶτο ποὺ ρωτοῦν ὅλοι εἶνε· Ποιός εἶνε ὁ δράστης;


Ἡ Δικαιοσύνη προσπαθεῖ νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ, καὶ αἴσθημα ἀνακουφίσεως δημιουργεῖται ὅταν ὁ ἔνοχος συλλαμβάνεται καὶ τιμωρεῖται.


Ἀναρίθμητα τὰ ἐγκλήματα. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει ἕνα ἔγκλημα ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀνθρωπίνης κακίας· μπροστά του τὰ ἄλλα ὠχριοῦν. Εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἔγκλημα, ἀλλὰ τὸ ἔγκλημα.


Ποιό εἶνε αὐτό; Εἶνε ὁ φόνος ἐκείνου, ποὺ μπόρεσε, μόνο αὐτός, νὰ σταθῇ ἐμπρὸς στὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ πῇ «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ὁ Ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἀξίζει νὰ γράφεται μὲ ἄλφα κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Χριστός. Κ᾽ ἐπειδὴ ὅπως λέει ὁ Παῦλος «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9), γι᾽ αὐτὸ ὁ φόνος του δὲν εἶνε ἁπλῶς μία ἀνθρωποκτονία· εἶνε, ὅπως λέει ἡ ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, χριστοκτονία καὶ θεοκτονία. Θεοκτονία, ὄχι γιατὶ εἶνε δυνατὸν νὰ φονευθῇ ὁ Θεός – ἄπαγε τῆς βλασφημίας· τὸ θεῖον εἶνε ἀπαθὲς καὶ ἀπρόσβλητο ἀπὸ πληγὲς καὶ θάνατο. Θεοκτονία, γιατὶ στὸ ἔγκλημα αὐτὸ διαφαίνεται ἡ ἀπύθμενη κακία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θέλει νὰ ἐξοντώσῃ εἰδυνατὸν καὶ τὸ Θεό! Ἕνας ὕμνος λέει· «Βροτοκτόνον ἀλλ᾿ οὐ θεοκτόνον ἔφυ τὸ πταῖσμα τοῦ Ἀδάμ· εἰ γὰρ καὶ πέπονθέ σου τῆς σαρκὸς ἡ χοϊκὴ οὐσία, ἀλλ᾿ ἡ θεότης ἀπαθὴς διέμεινε…» (3ο τροπ. στ΄ ᾠδ. καν. Μ. Σαββ.).


Ἡ σφαγὴ τοῦ Ἀθῴου χριστοκτονία καὶ θεοκτονία. Καὶ ποιοί οἱ ἔνοχοι; Οἱ Ἰουδαῖοι. Ἕνας ἄλλος ὕμνος λέει· «Τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον, πρὸς Πιλᾶτον ἐμμανῶς ἀνακράζων ἔλεγε· Σταύρωσον Χριστὸν τὸν ἀνεύθυνον· Βαραββᾶν δὲ μᾶλλον οὗτοι ᾐτήσαντο…» (3ο τροπ. Μακαρ., βράδυ Μ. Πέμπτ.). Ἀλλὰ καὶ στὴν γ΄ στάσι τῶν ἐγκωμίων τοῦ ἐπιταφίου θρήνου ὁ ποιητὴς ἀναφωνεῖ˙ «Ὤ τῆς παραφροσύνης καὶ τῆς χριστοκτονίας τῆς τῶν προφητοκτόνων!».


Οἱ Ἰουδαῖοι λοιπόν, οἱ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ, εἶνε οἱ δράσται τοῦ ἐγκλήματος τῆς σφαγῆς τοῦ Δικαίου. Ἀλλ᾿ ἂς ἐπιτραπῇ ἐδῶ μία τολμηρὴ ὑπόθεσις. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν γεννιόταν στὴν Παλαιστίνη, ἀλλὰ γεννιόταν δίδασκε καὶ δροῦσε σὲ κάποια ἄλλη χώρα, π.χ. στὴν Ἑλλάδα, ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων τῆς χώρας αὐτῆς θὰ διέφερε ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων; Ἂν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι στὶς ἄλλες χῶρες με τὰ τὴν ἀνάστασι καὶ ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ πῆγαν μαθηταὶ καὶ ἀπόστολοί του καὶ κήρυξαν ὅ,τι κήρυξε Ἐκεῖνος κι ὅτι αὐτοὶ διώχθηκαν βασανίστηκαν καὶ θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους, τότε ἔχουμε τὴν ἀπάντησι· ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἄλλων χωρῶν δὲν θὰ διέφερε ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε πὼς ὅ,τι κάνει κανεὶς στοὺς μαθητάς του, στοὺς ἀδελφούς του, εἶνε σὰν νὰ τὸ κάνῃ σ᾽ αὐτὸν τὸν ἴδιο;


«Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40). Οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν καὶ θανάτωσαν τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ θὰ βασάνιζαν καὶ θὰ θανάτωναν, ἂν ἐρχόταν στὴ χώρα τους.


Στὰ Ἰεροσόλυμα σταυρώθηκε ὁ Κύριος· ἀλλὰ καὶ στὴν Πάτρα, πόλι τῆς πατρίδος μας, σταυρώθηκε ὁ ἀπόστολός του, ὁ Πρωτόκλητος Ἀνδρέας. Γολγοθᾶς ἐκεῖ, Γολγοθᾶς καὶ ἐδῶ!


Τὸ λέμε αὐτό, διότι συνήθως ὑπάρχει μεγάλη καταφορὰ τῶν χριστιανῶν κατὰ τῶν Ἰουδαίων μόνο γιὰ τὸ μεγάλο ἔγκλημα. Μὴ παρεξηγηθοῦμε. Δὲν ἀμνηστεύουμε τὴν ἐνοχὴ τῶν Ἰουδαίων, οὔτε συμφωνοῦμε μὲ τοὺς θεολογοῦντας τῆς Δύσεως πού, ἐνοχλούμενοι ἀπὸ τοὺς βαρεῖς, ὅπως λένε, χαρακτηρισμοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ποιήσεως στοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ζητοῦν νὰ «ἐκκαθαρίσουν» τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τέτοιους χαρακτηρισμούς, ἀπὸ ἐκφράσεις κατὰ τῶν σταυρωτῶν Ἰουδαίων. Ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ γιὰ τὴν χριστοκτονία θὰ μένῃ· θὰ μένῃ μέχρι τὴν ἁγία ἐκείνη ἡμέρα ποὺ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ὅπως πιστεύουμε, θὰ μετανοήσῃ, θὰ κλίνῃ γόνυ πρὸ τοῦ Ἐσταυρωμένου, καὶ ἐκεῖνος, ὅπως συγχώρησε τοὺς τότε σταυρωτάς του καὶ ἀνέδειξε ἀπὸ αὐτοὺς ἁγίους καὶ μάρτυρας, πολὺ περισσότερο θὰ συγχωρήσῃ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων.


Ἱστορικὴ ἡ ἐνοχὴ τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλὰ δὲν εἶνε ὀρθὸ νὰ περιορισθοῦμε καὶ νὰ τονίζουμε τὴν ἐνοχὴ μόνο τῶν Ἰουδαίων γιὰ τὴν σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι! Ἡ ἐνοχὴ ἐπεκτείνεται καὶ συμπεριλαμβάνει ἀναρίθμητο πλῆθος. Αὐτὸ θὰ τὸ καταλάβουμε, ἂν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι τὸ ἔγκλημα τοῦ Γολγοθᾶ δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνας φόνος, μιὰ ἀνθρωποκτονία· περικλείει μυστήριο.


Ὁ Χριστός, λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μὲ τὴν θεία, μποροῦσε ν᾿ ἀποφύγῃ τὸ θάνατο καὶ νὰ διασωθῇ ἀπὸ ὅλες τὶς παγίδες τῶν ἐχθρῶν του. Κανείς δὲν θὰ μποροῦσε ν᾽ ἀγγίξῃ τὸ θεανδρικό του πρόσωπο. Ὁ Χριστὸς ὄχι ἀκουσίως ἀλλὰ ἑκουσίως βάδισε πρὸς τὸν φρικτὸ θάνατο. Οὔτε ὁ Ἰούδας οὔτε οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι οὔτε οἱ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς οὔτε ὁ Πιλᾶτος οὔτε κανεὶς ἄλλος μποροῦσε νὰ κάνῃ κάτι ἐναντίον του, ἐὰν δὲν ἦταν «δεδομένον ἄνωθεν» (Ἰω. 19,11).


Ἦταν θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς νὰ προσφέρῃ ὁ Υἱὸς θυσία τὸν ἑαυτό του «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ. Μ. Βασ. καθαγ.). Ἔπρεπε νὰ ὑποστῇ τὰ πάθη τοῦ σταυροῦ, νὰ θυσιασθῇ,νὰ χύσῃ τὸ ἁγνὸ καὶ τίμιο αἷμα του, γιὰ νὰ λυτρωθῇ μὲ αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν τυραννίδα τοῦ διαβόλου. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16).


Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁμάρτανε, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ἐμφανιζόταν ὡς ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ καὶ δὲν θὰ σταυρωνόταν. Ἦταν τόσο βαθειὰ ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου, τόσο μεγάλο τὸ τραῦμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὥστε πρὸς θεραπείαν καὶ ἀνάπλασιν τοῦ ἀνθρώπου, χρειάστηκε τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου. Πρόκειται γιὰ τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Χωρὶς τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου καμμία ἄφεσις ἁμαρτιῶν, καμμία λύτρωσις. Ἔτσι ὥρισε ὁ Θεός, μὲ τὸ αἷμα αὐτὸ νὰ σωθοῦμε.


Τὸ συμπέρασμα εἶνε, ὅτι οἱ ἁμαρτίες ὅλων μας, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν τελευταῖο ποὺ θὰ ζήσῃ πάνω στὴ γῆ, εἶνε ἐκεῖνες ποὺ ἀνέβασαν τὸ Χριστὸ στὸ σταυρό. Στὸ σταυρὸ ἐξοφλοῦνται ὅλες οἱ ἁμαρτίες. Ἄρα κάθε ἄνθρωπος σχετίζεται μὲ τὸ δρᾶμα τοῦ Γολγοθᾶ καὶ μπορεῖ, μὲ καρδιὰ συντετριμμένη ἀτενίζοντας τὸν Ἐσταυρωμένο, νὰ πῇ· «Κύριε, ἐγὼ ὑπῆρξα ὁ ἔνοχος τῆς σταυρώσεώς σου. Σὺ εἶσαι “ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29). Σὺ στὸ σταυρὸ σήκωσες καὶ τὸ βάρος τῶν δικῶν μου ἁμαρτιῶν!”. Αὐτὸ διεκήρυξε ὁ προφήτης Ἠσαΐας στὴν περίφημη προφητείᾳ του· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται… Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμελάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν» (Ἠσ. 53,4-5).


Ἀγαπητοί μου! Ὁ κόσμος γιὰ τὴν σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ καταφέρεται μόνο ἐναντίον τῶν ἐνόχων τῆς ἱστορικῆς ἐκείνης περιόδου.


Ἀλλὰ γιὰ τὸν πιστὸ ἔνοχος εἶνε καὶ κάθε ἄνθρωπος. Ἔνοχος κ᾽ ἐγώ, ἀδελφέ μου, ἔνοχος κ᾽ ἐσύ. Ὤ ἐὰν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο μᾶς φώτιζε νὰ καταλάβουμε τὴν θεμελιώδη αὐτὴ ἀλήθεια!


Τότε, βλέποντας κ᾽ ἐμεῖς τὸν Ἐσταυρωμένο, θὰ αἰσθανόμασταν τὸν ἅγιο ἐκεῖνο σεισμὸ ποὺ αἰσθάνθηκαν οἱ σταυρωταὶ ὅταν τοὺς μίλησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ τοὺς κατήγγειλε ὡς σφαγεῖς τοῦ Δικαίου (βλ. Πράξ. 2,22 κ.ἑ.).


Ὁ Κύριος θυσιάστηκε ἀντὶ ἡμῶν καὶ ὑπὲρ ἡμῶν. Ἔτσι λένε οἱ διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος προσευχόταν στὸν Ἐσταυρωμένο λέγοντας· «Τί ἔκανες, ὦ Ἰησοῦ μου γλυκύτατε, γιὰ νὰ ὑποφέρῃς τέτοια καταδίκη;… Ἐγὼ εἶμαι ἡ αἰτία τῶν πόνων σου, ὁ ὑπεύθυνος τῆς σφαγῆς σου… Ἁμαρτάνει ὁ παραβάτης, καὶ κολάζεται ὁ δίκαιος… Ἐγὼ ἔκανα τὸ πονηρό, καὶ σὺ καταδικάστηκες… Ἐμπρὸς στὸ σταυρό σου λάμπουν δυὸ ἀλήθειες· ἡ μία ὅτι εἶμαι ἔνοχος, ἡ ἄλλη ὅτι εἶσαι εὔσπλαχνος… Τί λοιπὸν θὰ σοῦ ἀνταποδώσω γιὰ τὴν ἄπειρη εὐεργεσία σου;… Μένω ἐκστατικὸς ἐμπρὸς στὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης σου. Σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίσι δὲν ὑπάρχει ἀντίβαρο τῆς θυσίας σου» (βλ. καὶ τὸ βιβλίο μας «Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν», Ἀθῆναι 19894, σσ. 283-284).

Μεγάλη Παρασκευή (Μέγα Σάββατο)«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού»(Μάρκ. ιε΄ 42-47)

«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού»
(Μάρκ. ιε΄ 42-47)
Ο Μέγας Διδάσκαλος είναι πια νεκρός.

Ο φόβος των Ιουδαίων βρίσκεται σφραγισμένος μέσα σ’ ένα τάφο. Όμως, οι συνειδήσεις τόσο ταράχθηκαν από το τέλμα τους με τα λόγια Εκείνου, που και νεκρό ακόμη τον φοβούνται. Το Όνομά Του προκαλεί την απέχθεια και το μίσος. Η ατμόσφαιρα είναι ικανά ηλεκτρισμένη που κανείς δημόσια δεν μπορεί χωρίς κίνδυνο να μιλά γι’ Αυτόν. Από εκείνους που στάθηκαν θαυμαστές του Ιησού, διακρίνονται δυο κατηγορίες. Εκείνοι που φανερά τον ακολουθούσαν, και εκείνοι που για τον φόβο των Ιουδαίων έμειναν κρυφοί Μαθητές Του.
Κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι τολμηρός. Αν μέσα σου ορκίζεσαι ότι αγαπάς τον Ιησού και είσαι έτοιμος να πεθάνεις γι’ Αυτόν, ο Απόστολος Πέτρος και οι άλλοι Δέκα Μαθητές σε διαψεύδουν. Αν πάλι, μέσα σου αισθάνεσαι βεβαιότητες πίστεως και αγάπης, έρχονται στιγμές που στέκεσαι πιο πάνω από τα γεγονότα. Κι αυτό το δείχνουν ο Νικόδημος, ο Ιωσήφ και οι Μυροφόρες Γυναίκες.
Η προσέγγιση του νου και της καρδιάς στο Θεό απαιτεί τόλμη. Ο νους έχει τους δισταγμούς του, η καρδιά τους λόγους της…
Η τόλμη είναι θεϊκό δώρο που δίνεται στους ταπεινούς. «Ουχ ότι ικανοί εσμεν αφ’ εαυτών, … αλλ’ η ικανότης ημών εκ του Θεού» (Β΄ Κορ. γ΄ 5). Το κήρυγμα του Χριστού θέλει τόλμη. Ακόμη και η βίωση η χριστιανική απαιτεί τόλμη. Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος και πρόθυμος να αποδεχτεί το Ευαγγέλιο, γι’ αυτό και αντιτίθεται. Η φυσική κατάσταση του Χριστιανού είναι ο κίνδυνος. Πότε όμως δεν θα πρέπει να λογαριάζεται. Τρεις κινδύνους έχει ν’ αντιμετωπίσει: Τους ανθρώπους, τη ζωή και τις αντίθεες πνευματικές δυνάμεις. Η τόλμη που του δίνει ο Χριστός θα του χαρίσει την περιφανέστερη νίκη.
 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ(ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟ)Η εις Άδου Κάθοδος π. Χρίστος Πιτυρίνης

Ὅτι καὶ Χριστός ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθεὶς μὲν σαρκί, ζωοποιηθείς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν»
(Α´ Πέτρ. γ´ 18-19).

apokathilosiΚατά το  Άγιο και Μέγα Σάββατο, η  Εκκλησία μνημονεύει την εις  Άδου κάθοδο του Κυρίου μας  Ιησού Χριστού.  Ότι δηλαδή, κατά τις τρεις ημέρες μετά τον θάνατό Του και μέχρι της αναστάσεώς Του, ο Κύριος κατήλθε στον Άδη, στον τόπο, όπου ευρίσκονταν φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων, κήρυξε και, στη συνέχεια, με θεϊκή εξουσία ανέστησε και ελευθέρωσε τις ψυχές και κυριολεκτικά «ἐκένωσε» τα ταμεία του ζοφερού αυτού τόπου.  Η προσδοκία του διαβόλου ήταν, ότι τελικά θα μπορούσε να κρατήσει ένα μέρος της δημιουργίας του Θεού υπό την εξουσία του. Αυτός ήταν ο  Άδης.
Ο  Άδης δεν είναι τόπος, αλλά τρόπος ζωής των πνευμάτων. Είναι δε ως τρόπος και κατάσταση ζωής αντίθετος του Παραδείσου.  Εάν στον Παράδεισο ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος επειδή ζει με τον Θεό, στον  Άδη ζει δυστυχισμένος επειδή ζει με τούς διαβόλους. Στον  Άδη κατέρχονταν όλοι οι ζώντες.  Εκεί δεν μπορούσαν να αινούν πια τον Θεό, να ελπίζουν στην δικαιοσύνη Του, στην πιστότητά Του. Πρόκειται για μία ολοκληρωτική εγκατάλειψη.
Σ’  αυτό τον τραγικό χώρο της δυστυχίας και απελπισίας, κατέβηκε ο Χριστός για να ελευθερώσει τούς αιωνίους αιχμαλώτους, οι οποίοι ευρίσκονταν εκεί παρά την θέλησή τους. Αυτό δε αποτελούσε την δύναμη και την χαρά του διαβόλου, ότι είχε την δύναμη, μπορούσε, να εμποδίσει τούς δικαίους να ζήσουν με τον Θεό. Αυτή την αδικία επισημαίνει ο  Απόστολος Παύλος όταν γράφει· «᾿Αλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας» (Ρωμ. ε´ 14).
Ο Άδης δεν ταυτίζεται με την κόλαση.  Ο  Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση. Οι θύρες του  Άδη, όπου κατέβηκε ο  Ιησούς Χριστός, άνοιξαν, για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ, όταν ο κολασμένος κατεβαίνει στην κόλαση, η πόρτα της κλείνει πίσω του αιωνίως και δεν θα ανοίξει ποτέ.  Ο  Άδης και η κόλασις είναι το βασίλειο του θανάτου και, χωρίς τον  Ιησού Χριστό, δεν θα υπήρχε στον κόσμο παρά μια μόνο κόλασις και ένας μόνο θάνατος, ο θάνατος με την απεριόριστη δύναμή του.
Εάν υπάρχει «δεύτερος θάνατος» (᾿Αποκ. κα´ 8), ξεχωριστός από τον πρώτο, είναι επειδή ο Ιησούς Χριστός συνέτριψε με τό θάνατό Του «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (῾Εβρ. β´ 14-15). Την κάθοδο του  Ιησού Χριστού στον Άδη εορτάζει και πανηγυρίζει η  Εκκλησία του Χριστού κατά το  Άγιο και Μέγα Σάββατο. «Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον». Η θεολογία της  Εκκλησίας μας φωτίζει επαρκώς το θέμα αυτό, το οποίο αφορά όλους μας.
Η κάθοδος του Χριστού στον  Άδη είναι ένα άρθρο πίστεως, και είναι πράγματι ένα βέβαιο δεδομένο της Καινής Διαθήκης.  Ο χριστολογικός κανόνας του  Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου είναι ύμνος, τραγούδι για τον νεκρωμένο Θεο. Εάν «ὁ Θεὸς ἀνέστησε τὸν ᾿Ιησοῦν λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου» (Πράξ. β´ 24), είναι επειδή τον βύθισε αρχικά στον Άδη, αλλά χωρίς ποτέ να τον εγκαταλείψει εκεί. Εάν ο Χριστός, στο Μυστήριο τῆς Αναλήψεως, «ἀνέβη ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν», είναι επειδή «κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς».
Επρεπε να γίνει αυτή η φοβερή κάθοδος, για να μπορέσει ο Χριστός να «πληρώσῃ τὰ πάντα» καί νά βασιλεύσει ὡς Κύριος στό Σύμπαν. ῾Η χριστιανική πίστη ομολογεί, ότι ο  Ιησούς Χριστός είναι Κύριος στον ουρανό μετά την ανάβασή Του από τούς νεκρούς. «῞Ινα σου τῆς δόξης, τὰ πάντα πληρώσῃς, καταπεφοίτηκας, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», ψάλλουμε την λαμπρά και φωταυγή νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Το τίμημα της ταφής του Κυρίου για τον άνθρωπο ήταν η αφθαρσία και η καινοποίηση της φύσεώς του.
Όπως η φθορά υπήρξε το τίμημα της αμαρτίας, ως νέκρωση και χωρισμός από τον Θεό, έτσι η ανακαίνιση και η αφθαρσία υπήρξαν ο ειδικός καρπός της θείας ενανθρωπήσεως.  Ο Χριστός με τον θάνατο και την ταφή Του αφαίρεσε τα ράκη της φθοράς, τα οποία είχαν στοιβαχθεί σ’ αυτήν από την παράβαση του  Αδάμ και έσβηναν την ομορφιά της· και με το αίμα Του έπλυνε το πλάσμα Του από το μίασμα της αρχαίας παρακοής, αφάνισε την δυσωδία του θανάτου, την οποία απέπνεε το πτώμα της αμαρτίας, ανακούφισε το γένος των ανθρώπων, από το βάρος της αποστασίας του και έκαμε ν’ αστράψει και πάλι η φύσις, να ζωντανέψουν οι θεοειδείς χαρακτήρες, να λάμψει και πάλι η αρχέγονος ομορφιά της, ενδεδυμένη την άφθαρτη δόξα του Θεού.
Αυτό το υπέρτατο λυτρωτικό αγαθό, την αφθαρσία δηλαδή και την αθανασία, το οποίο κορυφώνεται στην ένδοξη Ανάσταση του Χριστού, ψάλλει με ρίγη ιεράς συγκινήσεως και ανεκλάλητης χαράς η  Ορθοδοξία.  Η κάθοδος του  Ιησού Χριστού στον Άδη υπήρξε θεοπρεπής και ένδοξος.  Ο Κύριος πραγματοποίησε δύο καθόδους. Κατήλθε από ψηλά από τον ουρανό στην γη, το πρώτο. Και κατήλθε με ταπείνωση και πτωχεία. Δεύτερον, κατήλθε από την γη στα βασίλεια του  Άδη.  Εκεί όμως κατέβηκε παντοκρατορικά, με όλη την «ἄστεκτη» δυναστεία Του, εξουσιαστικώς. Τον είδαν οι δαίμονες και τρόμαξαν. Τον είδαν οι δίκαιοι και αναπήδησαν με χαρά και αγαλλίαση.
Ο Άγιος  Επιφάνιος,  Επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου, στον θεολογικώτατο λόγο του «Τῷ ἀγίῳ και μεγάλῳ Σαββάτῳ» περιγράφει αυτόν τον θεοπρεπέστατο τρόπο της καθόδου του Χριστού στον  Αδη· «Χθὲς (ἐννοεῖ τήν Μεγ. Παρασκευή) συνέβαινον τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται. Χθὲς ἐρραπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ῞ᾼδου ραπίζει οἰκητήριον. Χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον. Χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται. Χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ῞ᾼδου ἰδόντες αὐτὸν ἔφριξαν... ῾
Ο χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ᾿Αγγέλων παραιτούμενοςϜ σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ῞ᾼδου καὶ θανάτου  ῾Ως γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ ἀνέσπερα τοῦ ῞ᾼδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια ἡ θεόδημος τοῦ Δεσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριήλ ἀρχιστράτηγος καὶ βοᾶ τό ῎Αρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν.
Καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι. ῞Αμα αἱ ἀγγελικαί δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπάρθησαν, καὶ αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐνάντιαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξαν.
᾿Εκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστός ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν». «᾿Εδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καί νεκρουμένου», θεολογεῖ ἡ ποικίλη μοῦσα τῆς δικῆς μας αὐλῆς, τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε. Αὐτός μᾶς ζύμωσε μέ τήν θεότητά Του, μᾶς ἐνέδυσε τήν θεία εὐπρέπεια, μᾶς λάμπρυνε μέ τήν τριαδική δόξα Του, μᾶς χάρισε τήν ἀνάστασι καί τήν ζωή.«῾Ως ζωηφόρος, ὡς Παραδείσου ὡραιότερος ὄντως καὶ παστάδος πάσης βασιλικῆς, ἀναδέδεικται λαμπρότερος Χριστὲ ὁ τάφος σου, ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως». ΑΜΗΝ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΣΠΕΡΑΣ῾Τοῦτό ἐστι τό ὑπερευλογημένον Σάββατον, ἐν ᾧ Χριστός ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος᾽ π.Γεώργιος Δορμπαράκης

 


῾Τοῦτό ἐστι τό ὑπερευλογημένον Σάββατον, ἐν ᾧ Χριστός ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος᾽
(Αυτό είναι το υπερευλογημένο Σάββατο, κατά το οποίο ο Χριστός αφού κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου, θα αναστηθεί σε τρεις ημέρες)

         Ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι ἐντελῶς ξεχωριστή. ῎Οχι μόνον εἶναι Μεγάλη, ἀλλά καί ὑπερευλογημένη. Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, ἀφοῦ διῆλθε ἀπό τόν Σταυρό, πάνω στόν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε κυρίως ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέ τήν κατάργηση τοῦ σώματος τῆς ἁμαρτίας, κατέπαυσε ἀπό τά ἔργα Του καί ἐτάφη ὡς κοινός θνητός, εἰσερχόμενος ἔτσι μέ τήν ψυχή Του στό βασίλειο τοῦ θανάτου. Ὁ Κύριος, ὅπως σημειώνει καί τό γνωστό τροπάριο, εἶναι ῾ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ῞Αδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ μετά ληστοῦ καί ἐν θρόνῳ μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὡς παντοδύναμος᾽. Τά τροπάρια τοῦ Μ. Σαββάτου εἶναι καταπληκτικά στήν ἀπόδοση τῆς θεοσώμου ταφῆς τοῦ Κυρίου καί τῆς εἰς ῞Αδου καθόδου Του, χρησιμοποιώντας ἐκφράσεις ἄφθαστης ποιητικῆς σύλληψης. 

       Μέ ἐξαίσιο τρόπο καταγράφεται ἐν πρώτοις τό μυστήριο τῆς ἴδιας τῆς ταφῆς, πού προκαλεῖ τήν κατάπληξη ὄχι μόνον τῶν πιστῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων. Κι αὐτό γιατί ἀντιμετωπίζεται τό μεγαλύτερο παράδοξο: νά κηδεύεται ἡ ἴδια ἡ ζωή. ῾Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καί ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν᾽ (῾Χριστέ, που είσαι η ζωή κατατέθηκες στον τάφο, και οι στρατιές των αγγέλων εκπλήττονταν, δοξάζοντας τη συγκατάβασή Σου᾽). Ταυτόχρονα, διατρανώνεται ἡ πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας γιά τό τί διαδραματίστηκε τήν ἡμέρα αὐτή ἀπό τή συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τόν ῞Αδη, τί ὑπέστη δηλαδή ὁ θάνατος ἀπό τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη ἁγία ψυχή Του: ῾Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον, ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν ῞Αδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος᾽ (῾Όταν κατέβηκες στον θάνατο, Συ που είσαι η αθάνατη ζωή, τότε νέκρωσες τον Άδη με την αστραπή της θεότητός Σου᾽).  ῾Τέτρωται ῞Αδης, ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν, καί στένει πυρί θείῳ δαπανώμενος᾽ (῾Πληγώθηκε ο Άδης κατάστηθα, καθώς δέχτηκε Αυτόν που πληγώθηκε με τη λόγχη στην πλευρά, και στενάζει καθώς κατατρώγεται από τη θεία φωτιά᾽).  ῾Φρίττουσιν ῞Αδου οἱ πυλωροί, βλέποντες ἠμφιεσμένον στολήν ᾑμαγμένην τῆς ἐκδικήσεως᾽ (Φρίσσουν οι θυρωροί του Άδη, βλέποντάς Σε να φοράς τη ματωμένη στολή της εκδίκησης᾽).  ῾Ὁ ἐχθρός ῞Αδης ἐσκύλευται᾽ (῾Ο εχθρός Άδης απογυμνώθηκε᾽).

        Ἡ διάλυση αὐτή τοῦ βασιλείου τοῦ ῞Αδη, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου σημαίνει κατά συνέπεια τήν ἐλευθερία καί τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά θανατερά αὐτά δεσμά. ῾Ὑπνοῖ ἡ ζωή καί ῞Αδης τρέμει καί ᾽Αδάμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται᾽(῾Κοιμάται η ζωή και ο Άδης τρέμει και ο Αδάμ λύνεται από τα δεσμά του᾽). Ἡ ζωή εἶναι ἕτοιμη πιά νά βασιλεύσει καί πάλι, γιατί γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο ὁ Δημιουργός.῾Δεῦτε ἴδωμεν τήν ζωήν ἡμῶν ἐν τάφῳ κειμένην, ἵνα τούς ἐν τάφοις κειμένους ζωοποιήσῃ᾽ (῾Ελάτε να δούμε Αυτόν που είναι η ζωή μας, να βρίσκεται στον τάφο, με σκοπό να δώσει ζωή σ᾽αυτούς που βρίσκονται στους τάφους᾽). Πῶς εἶναι τό λιοντάρι πού ᾽ναι μισοκοιμισμένο κι ἕτοιμο νά ξυπνήσει; ῎Ετσι καί ὁ Χριστός,  θανατώνοντας τόν ῞Αδη καί τό θάνατο, εἶναι ἕτοιμος νά ἀναστηθεῖ. ῾᾽Αναστήσεται τριήμερος᾽. ῾Δεῦτε σήμερον, τόν ἐξ ᾽Ιούδα ὑπνοῦντα θεώμενοι, προφητικῶς αὐτῷ ἐκβοήσωμεν. ᾽Αναπεσών κεκοίμησαι ὡς λέων. Τίς ἐγερεῖ σε, βασιλεῦ; ᾽Αλλ᾽ ἀνάστηθι αὐτεξουσίως, ὁ δούς σεαυτόν ὑπέρ ἡμῶν ἑκουσίως᾽ (῾Ελάτε σήμερα, βλέποντας να κοιμάται Αυτόν που προήλθε από τη γενιά του Ιούδα, να Του φωνάξουμε δυνατά με προφητικό τρόπο: Ξάπλωσες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι. Ποιος θα σε ξυπνήσει, βασιλιά; Αλλά αναστήσου με τη θέλησή Σου, Συ που έδωσες τον εαυτό Σου για χάρη μας με τη θέλησή Σου᾽).

        Ὁ Κύριος ὅμως καί στόν ῞Αδη ἀκόμη δέν ἔρχεται ἐκβιαστικά πρός τόν ὑπόδουλο ἄνθρωπο. Πράγματι, διαλύει τό βασίλειο τοῦ θανάτου, ἀλλά καλεῖ τίς ψυχές πού βρίσκονταν ἐκεῖ ν᾽ ἀνταποκριθοῦν στήν κλήση Του. Ὁ Κύριος κι ἐκεῖ ἀκόμη κηρύσσει τήν πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον, ὥστε ἐλεύθερα οἱ ψυχές νά σωθοῦν, νά ἀναστηθοῦν μαζί Του. Μᾶς τό ἀποκαλύπτει ἰδίως ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅταν μᾶς λέει ὅτι ὁ Κύριος ῾ἐκήρυξε καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι᾽, ὥστε νά μήν ὑπάρξει κανείς πού νά πεῖ ὅτι ἡ σωτηρία ἦρθε μονομερῶς στούς ἀνθρώπους, δηλαδή μόνον γιά τούς μετά Χριστόν. Εἴτε πρό Χριστοῦ εἴτε μετά Χριστόν οἱ πάντες κλήθηκαν καί καλοῦνται μέ προσωπική τους εὐθύνη νά σταθοῦνε μπροστά σ᾽ Εκεῖνον. ῎Ετσι, γιά νά ἐπανέλθουμε, τό Μ. Σάββατο μοιάζει μέ τή νηνεμία πού ἐπικρατεῖ πρίν ἀπό τήν καταιγίδα. Ὑπάρχει μιά φαινομενική ἠρεμία: ἡ ζωή εἶναι ἕτοιμη νά ξεσπάσει, τό φῶς νά ἀνατείλει. Ἡ νίκη εἶναι δεδομένη. ῾Απλῶς προσδοκοῦμε τήν ὥρα νά φανερωθεῖ. ῾Σήμερον ὁ ῞Αδης στένων βοᾶ. Κατεπόθη μου τό κράτος, ὁ ποιμήν ἐσταυρώθη, καί τόν ᾽Αδάμ ἀνέστησε. Ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι. Καί οὕς κατέπιον ἰσχύσας, πάντας ἐξήμεσα. ᾽Εκένωσε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς. Οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τό κράτος᾽ (῾Σήμερα ο Άδης φωνάζει στενάζοντας: Εξαφανίστηκε η δύναμή μου, ο ποιμένας σταυρώθηκε και ανάστησε τον Αδάμ. Στερήθηκα αυτούς στους οποίους κυριαρχούσα. Και όσους κατάπια ως ισχυρός, όλους αυτούς τους ξέρασα. Άδειασε τους τάφους Αυτός που σταυρώθηκε. Δεν έχει πια  δύναμη το κράτος του θανάτου᾽). Ἡ γνωστή εἰκόνα τῆς ὀρθόδοξης ᾽Εκκλησίας μας, τῆς εἰς ῞Αδου καθόδου τοῦ Κυρίου, φανερώνει μέ αἰσθητό τρόπο τήν πραγματικότητα αὐτή: ὁ Κύριος διαλύει τό βασίλειο τοῦ θανάτου καί ἀνασταίνεται, ἀνασταίνοντας ταυτόχρονα καί τούς ἀνθρώπους, τύποι τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ᾽Αδάμ καί ἡ Εὔα. 

         Ἡ ᾽Εκκλησία μας αὐτήν τήν ἀνατολή τοῦ φωτός τῆς  ᾽Αναστάσεως πού μαρτυρεῖ ἡ σημερινή ἡμέρα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τό ἑσπέρας τῆς Μ. Παρασκευῆς, τήν προβάλλει μέ τά πανηγυρικά πιά τροπάριά της, τά γεμάτα χαρά καί φῶς – φεύγουμε ἀπό τό πένθιμο στοιχεῖο τῶν προηγουμένων ἡμερῶν – ἀλλά καί μέ τά φωτεινά ἐνδύματα τῆς ῾Αγίας Τράπεζας καί τῶν ἀμφίων τῶν ἱερέων. Ὅλα μᾶς προσανατολίζουν, μέ ρυθμό μάλιστα καταιγιστικό, στή νέα ἡμέρα, 
῾τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων᾽῾τήν ἑορτήν ἑορτῶν καί τήν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων᾽.

Αποκαθήλωση του Κυρίου και ο Επιτάφιος Θρήνος

Μεγάλη Παρασκευή. Αποκαθήλωση του Κυρίου και ο Επιτάφιος Θρήνος.
Κορυφώνεται σήμερα το θείο δράμα. Σε κάθε γωνιά της γης, η Ορθοδοξία με κατάνυξη, ευλάβεια και συντριβή, βιώνει τα πάθη του Θεανθρώπου. Οι πιστοί συρρέουν στις εκκλησίες και παρακολουθούν την τελετή της αποκαθήλωσης. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η πιο θλιβερή μέρα τού χρόνου. Ολημερίς χτυπά η καμπάνα πένθιμη.

Η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές του Εκκλησιαστικού έτους, με τις ακολουθίες της το λειτουργικό και υμνογραφικό πλούτο της. Το βράδυ, από άκρη σε άκρη της γης, οι Ελληνες.., οι Ορθόδοξοι, ψάλλουν το "Ω γλυκύ μου έαρ", καθώς το πένθος κορυφώνεται. Κρατώντας αναμμένα κεριά, ακολουθούν τις περιφορές των Επιταφίων, που είναι στολισμένοι με πολύχρωμα λουλούδια.

Η συγκίνηση κορυφώνεται , όταν μετά την περιφορά το σύνολο τού εκκλησιάσματος εισέρχεται πάλι στο ναό διαβαίνοντας κάτω από τον Επιτάφιο, που στην επαρχία τον συγκρατούν ψηλά τα μόλις απολυθέντα από το στρατό παλληκάρια. Με τον τρόπον αυτό παίρνουν οι πιστοί την ευλογία που θα τους συντροφέψει μέχρι τού χρόνου. Καταβαίνουν έτσι και οι άνθρωποι, για μια στιγμή, στον τάφο τού Χριστού. Θάβονται μαζι του για να συναναστηθούν το επόμενο βράδυ.


Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μέρα απόλυτου πένθους. Σε πολλά χωριά οι χωρικοί δεν στρώνουν τραπέζι όλη μέρα παρά βάζουν στο τραπέζι ένα πιάτο με ξύδι όπου όλοι βουτούν το ψωμί και το γεύονται για να συμμεριστούν το Πάθος του Χριστού. Επειδή η Μεγάλη Παρασκευή θεωρείται η μέρα των νεκρών οι άνθρωποι ευπρεπίζουν τους τάφους γιατί πιστεύουν ότι με την Ανάσταση θα έρθουν από τον κάτω κόσμο οι νεκροί και πρέπει να βρουν τους τάφους τους περιποιημένους. Σύμφωνα με την παράδοση τη Μεγάλη Παρασκευή το ράψιμο και το κάρφωμα είναι δουλειές απαγορευμένες. Τα ρούχα που ράβονταν εκείνη την ημέρα θεωρούνταν κακότυχα καθώς πίστευαν ότι θα είχαν την τύχη των ρούχων του Χριστού.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

«Οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καί καθελὼν αὐτό ἐνετύλιξε σινδόνι
καί ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ»

(Λουκ. 23, 52-53)



Μὲ αὐτὸ τὸν λιτό τρόπο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει τήν ἀποκαθήλωση τοῦ ἀχράντου Σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου μας καὶ τὸν ἐνταφιασμό του. Ὁ Ἰωσήφ, «εὐσχήμων βουλευτής» ἀπό τὴν ἰουδαϊκή πόλη τῆς Ἀριμαθαίας, χτυπᾶ τήν πόρτα τοῦ ρωμαϊκοῦ πραιτωρίου. Συναντᾶ τὸν Πιλάτο καὶ τοῦ ζητεῖ τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει. Καὶ ὁ Πιλάτος ἐγκρίνει τὸ αἴτημά του καὶ δωρίζει στὸν Ἰωσήφ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου.

Ὁ Ἰωσήφ σπεύδει στὸν Γολγοθᾶ μαζί μὲ τὸν Νικόδημο, τὸν νυκτερινό μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό κοντά καὶ οἱ Μυροφόρες γυναῖκες. Κατεβάζουν τὸ Σῶμα ἀπό τὸν σταυρό. Τὸ τυλίγουν μ᾽ ἕνα λευκό σεντόνι. Καὶ τὸ ἀποθέτουν εὐλαβικά σ᾽ ἕνα λαξευμένο μνῆμα, στὸ ὁποῖο δὲν εἶχαν βάλει ποτέ ἄλλοτε κανέναν σ’ αὐτό. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, ὥρα δειλινοῦ, καὶ πλησίαζε τὸ Σάββατο.
Εὐγενική μορφή ἀλλά ταυτόχρονα καὶ θαρραλέος ἄνδρας ὁ Ἰωσήφ, ἀδελφοί μου. Ἡ ἀπόφασή του νὰ ζητήσει ἀπό τὸν Πιλάτο τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τὸ σῶμα ἑνός σταυρωμένου κατάδικου, τὸν ὁποῖο οἱ πάντες εἶχαν ἐγκαταλείψει —ἀκόμα καὶ οἱ μαθητές του—, δείχνει τὴν εὐψυχία καὶ τὸ θάρρος του. Καὶ ἡ πράξη του αὐτή, νὰ ἀποκαθηλώσει, νὰ κατεβάσει ἀπό τὸν σταυρό τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσει τὶς ὕστατες νεκρικές τιμές, φανερώνει εὐλάβεια καὶ σεβασμό πρὸς τὸ νεκρό Σῶμα τοῦ Διδασκάλου του Ἰησοῦ.
Ὁ Ἰωσήφ κατέβασε ἀπό τὸν σταυρό τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό εὐλάβεια καί σεβασμό, γιὰ νὰ τὸ τιμήσει, γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.
Ἀντίθετα, κάποιοι ἄλλοι στὶς μέρες μας ἐπιδιώκουν νὰ ἀποκαθηλώσουν τὸν Χριστό, νὰ Τὸν ἀπομακρύνουν ἀπό τὶς καρδιές καί τὴ ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό ἀσέβεια, ἀπιστία καὶ ἄρνηση. Ἐπιθυμοῦν νὰ ἐξορίσουν τὸν Χριστό ἀπό τὴ σύγχρονη ζωή, νὰ ἀκυρώσουν τὸ Εὐαγγέλιό Του, νὰ περιθωριοποιήσουν τὴν Ἐκκλησία Του. Θέλουν νὰ ἀπομακρύνουν τὸ ἱερό σύμβολο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ποὺ εἶναι ὁ σταυρός Του καὶ νὰ κατεβάσουν τὶς εἰκόνες Του ἀπὸ σχολεῖα καὶ δημόσιες ὑπηρεσίες. Σκοπεύουν νὰ ἀπαλείψουν, ἄν εἶναι δυνατόν, κάθε ἴχνος χριστιανικῆς μαρτυρίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας ἀπό τὴν κοινωνική καὶ δημόσια ζωή.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Ἰωσήφ ἀπό τὴν Ἀριμαθαία κατέβασε ἀπό τὸν σταυρό τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου μας γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει μὲ σεβασμό. Γιὰ νὰ ἀποδώσει τὶς ὀφειλόμενες τιμές στὸν Μεγάλο νεκρό. Ἐμεῖς ἄραγε οἱ μαθητές Του τὶ κάνουμε; Μήπως μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σκεφτόμαστε καί ζοῦμε, Τὸν διώχνουμε κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή ἀπό τὴν καρδιά μας; Μήπως Τοῦ κλείνουμε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς οἰκογένειάς μας; Μήπως Τὸν ἀπομακρύνουμε ἀπό τὰ παιδιά μας ἤ ἀπομακρύνουμε τὰ παιδιά μας ἀπό Ἐκεῖνον καὶ τὴν Ἐκκλησία Του; Μήπως καὶ ἐμεῖς, ἄν καί βαπτισμένοι στό ὄνομά Του καὶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, τελικά δὲν Τὸν θέλουμε παρόντα στὴν κοινωνική καὶ δημόσια ζωή μας; Μήπως ὅταν ἄλλοι —«οἱ ἐχθροί τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ»— ἐπιδιώκουν μὲ πάθος, μεθοδικά καὶ ὀργανωμένα, νὰ Τὸν ἐκθρονίσουν ἀπό παντοῦ, νὰ Τὸν βάλουν στὸ περιθώριο, ἐμεῖς, οἱ χριστιανοί δὲν κάνουμε τὸ παραμικρό γιὰ νὰ παραμείνει;
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καθώς σήμερα, Μεγάλη Παρασκευή, στεκόμαστε κάτω ἀπό τὸν Σταυρό Του, καθώς προσκυνοῦμε εὐλαβικά τὰ ἄχραντα Πάθη Του, ἄς παρακαλέσουμε ταπεινά τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο νὰ μείνει παντοτινά στὸν θρόνο τῆς καρδιᾶς μας. Ἄς τὸν παρακαλέσουμε ταπεινά  νὰ μᾶς δυναμώνει μὲ τὴν Χάρη Του γιὰ νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιό Του. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε μὲ θάρρος καὶ παρρησία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἀμήν.

Προσευχή στον Εσταυρωμένο Κύριο


Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τί ἄραγε κακό ἔκανες γιά νά ὑποστεῖς τό φοβερό σταυρικό θάνατο; Ποιό εἶναι τό ἔγκλημά Σου, γιά νά ὑποφέρεις τά τόσο φοβερά παθήματα τοῦ θανάτου; Ποιά εἶναι ἡ ἐνοχή Σου; Ποιά ἡ αἰτία τοῦ θανάτου Σου;
Κύριε, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος εἶμαι ἡ αἰτία πού Σοῦ προξενεῖ τούς πόνους πάνω στό σταυρό. Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀφορμή τοῦ θανάτου Σου, χάρη τοῦ ὁποίου ἐσύ ὁ ἀναμάρτητος δικάστηκες.
 
 

Ὤ θαυμαστό μυστήριο πού δέν ἐξηγεῖται καί δέν ἑρμηνεύεται μέ τό ἀνθρώπινο μυαλό! Ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ παραβάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί τιμωρεῖται γιά χάρη του ὁ ἀναμάρτητος καί δίκαιος Ἰησοῦς!
Πόσο πολύ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀγάπησες! Πόσο πλούσιο φάνηκε τό ἔλεός Σου! Μέχρι ποίου σημείου ἔφτασε ἡ στοργή Σου πρός τούς ἀνθρώπους! Καί πόσο πολύ προχώρησε ἡ πρός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους συμπαθειά Σου!
Τί λοιπόν, Κύριε, νά σοῦ ἀνταποδώσω γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες Σου καί τίς δωρεές Σου πού ἔκανες γιά μένα; Ἀσφαλῶς δέν ἔχω τίποτε νά Σοῦ ἀνταποδώσω. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά βρεῖ κανείς κάτι στήν ἀνθρώπινη καρδιά πού νά ἀξίζει νά δοθεῖ σάν ἀνταπόδοση στίς τόσο μεγάλες εὐεργεσίες Σου. Καί ὅμως ὑπάρχει, Κύριε. Καί αὐτό πάλι δικό Σου δῶρο εἶναι. Τό νά ἐπισκεφθεῖς καί νά βοηθήσεις τήν ψυχή μου νά σταυρωθεῖ ὡς πρός τήν ἁμαρτία. Νά νεκρώσει τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες της. Διότι, ὅταν μέ τή βοήθειά Σου μοῦ δώσεις αὐτό, τότε καί ἡ ψυχή μου θά ἀρχίσει νά συμμετέχει στά παθήματά Σου καί νά πάσχει μαζί μέ Σένα. Τότε ὁπλισμένη ἡ ψυχή μου μέ τή χάρη Σου θά πολεμεῖ καί θά νικᾶ τό κακό.
Κύριε, κάνε νά μή φοβᾶμαι καθόλου τά ὅσα δυσάρεστα παρουσιάζει ὁ κόσμος γιά νά μέ φοβίσει, ἐπειδή θέλω νά ἀνήκω σέ Σένα. Ἀμήν.
πηγή  το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...