Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2014

Ο Πειραιώς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ προς τον Πρωθυπουργόν κ. Α. Σαμαράν σχετικά με τα Δικαστήρια του Πειραιά


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4518476 e-mail: impireos@hotmail.com
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 
+ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
᾿Αριθ. Πρωτ. 822 
᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 3ῃ Ἰουλίου 2014
Πρός
Τόν Ἐξοχώτατον Κύριον
Ἀντώνιον Σαμαρᾶν
Πρωθυπουργόν-Πρόεδρον Ν.Δ.
Μέγαρον Μαξίμου
ΑΘΗΝΑΙ
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε,
Ἐκφράζων θερμές συγχαρητηρίους προσρήσεις διά τήν  τιτάνιο καί σύντονο προσπάθεια τήν ὁποία καταβάλλετε μετά τῆς Ἐξοχωτάτης Κυβερνήσεως διά τήν ἔξοδο τῆς Πατρίδος μας ἐκ τῆς στενωποῦ καί τοῦ ἀδιεξόδου τῶν ἐπιπτώσεων ἐκ τῆς ἠθικῆς καί οἰκονομικῆς κρίσεως, ἀπό καρδίας εὔχομαι ἐπιτυχίαν εἰς τό δυσχερέστατον καθῆκον Σας καί ἀμέριστην τήν βοήθειαν καί τήν χάρι τοῦ Παναγίου Θεοῦ.
Ἑνώνων τήν ταπεινή μου φωνήν μέ ὅλους τούς θεσμικούς παράγοντας τῆς πόλεως τοῦ Πειραιῶς διά τήν παραμονήν τῶν Δικαστηρίων Πειραιῶς καί ἰδιαιτέρως τοῦ Πρωτοδικείου Πειραιῶς καί τοῦ Ἐφετείου Πειραιῶς ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ Δήμου Πειραιῶς, ὑποβάλλω τήν θερμήν παράκλησι νά ἐπανεκτιμηθῆ ἡ Ἀπόφασι Σας μεταστεγάσεως τῶν Δικαστηρίων ἐκτός τοῦ Δήμου Πειραιῶς εἰς τό κτίριο ΚΕΡΑΝΗ τῆς Λεωφόρου Θηβῶν, ἐντός τῶν Διοικητικῶν ὁρίων τοῦ Δήμου Νικαίας-Ἁγ. Ἰωάννου Ρέντη πού ἀνεκαινίσθη ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου διά τήν στέγασι Ὑπουργείου καί ἐπωλήθη ὑπό τοῦ ΤΑΥΠΕΔ μέ τόν ἐπαίσχυντον ὅρον καί τήν λεόντειον σύμβασι ὁ ἀγοραστής νά ἀποσβέση τό τίμημα τῆς ἀγορᾶς μέ τήν μίσθωση ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου τοῦ ἀκινήτου πού μετεβιβάσθη.
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Ὁ Δῆμος Πειραιῶς ἐπίνειον τῆς Πρωτευούσης τῆς Χώρας καί πρῶτος λιμήν Αὐτῆς ἔχει δυστυχῶς ὑποστῆ ἀπομείωση τῆς ὑπεροχικῆς του ἀξίας λίαν προσφάτως μέ τήν ἀμφιλεγομένη ἀναδιάταξι τοῦ αὐτοδιοικητικοῦ χάρτου συνεπείᾳ τῆς ὁποίας ἀπεκόπησαν οἱ φυσικές προεκτάσεις τοῦ Δήμου Πειραιῶς ἀνατολικῶς μέν πρός τό ὅριο τοῦ Κηφισοῦ ποταμοῦ διά τῆς προσαρτίσεως τοῦ Δήμου Ἁγίου Ἰωάννου Ρέντη εἰς τόν Δῆμον Νικαίας καί δυτικῶς πρός τό ὅριο τοῦ φυσικοῦ λιμένος Πειραιῶς διά τῆς προσαρτίσεως τοῦ Δήμου Δραπετσώνας εἰς τόν Δῆμον Κερατσινίου μέ προφανές ἀποτέλεσμα ἀντί τῆς δημιουργίας ἑνός ἑνιαίου Μητροπολιτικοῦ Δήμου ἀνταξίου τῆς ἱστορίας καί τῆς πολυτιμήτου ἀξίας γιά τήν ἐθνική οἰκονομία τοῦ Πειραιῶς τήν συρρίκνωσι καί τήν ἀπαξίωσι πού ἀναποδράστως ὁδηγοῦν εἰς τήν περιθωριοποίησι τοῦ πρώτου λιμένος τῆς Χώρας.
Ἐν ταὐτῷ πέραν τῆς ἀνωτέρω περιγραφείσης ἀπαραδέκτου, ἀνιστορήτου καί ἐγκληματικῆς διά τήν πόλι τοῦ Πειραιῶς ρυθμίσεως ὑπό τῆς Πολιτείας, ἡ μεταφορά καί μεταστέγασις τῶν Δικαστηρίων τοῦ Πειραιῶς ἐκτός τῶν διοικητικῶν ὁρίων τοῦ Δήμου Πειραιῶς ἐπιτείνει, ὡς εὐχερῶς ἀντιλαμβά-νεσθε, τήν ἀπομείωσι τῆς πόλεως καί καταστρέφει ἔτι περισσότερο τήν δυστυχῶς ἤδη ἐλλειματικήν ἐμπορικήν κίνησι αὐτῆς.
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε, ὁ ἐμπορικός ἱστός τῆς πόλεως ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ ἀποσαθροῦται καί ἡ ἄλλοτε εὐημερούσα ἐμπορική τάξις τοῦ Πειραιῶς βαδίζει τήν ἀτραπόν τῆς πτωχεύσεως καί τῶν «λουκέτων». Ὅποιο κτίριο ἀπομισθώνεται δέν ἐπανεκμισθώνεται. Συνεπῶς ταπεινῶς φρονῶ ἐγνωσμένης οὔσης τῆς φιλοτιμίας Σας ὅτι δέν θά θελήσετε ἐπί τῆς Κυβερνήσεώς Σας, νά ἐπιτείνετε τό ἄλγος τῆς πόλεως τοῦ Πειραιῶς καί μάλιστα διά τήν ἐκπλήρωσι λεοντείου συμβάσεως contra bonus mores καί ἐναντίον τῶν συναλλακτικῶν ἠθῶν, ἐφ’ ὅσον οὐσιαστικά τό ἀκίνητον ἐδωρήθη ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου εἰς τόν φερόμενον ὡς δῆθεν ἀγοραστήν ἀποσβένοντα τό τίμημα τῆς ἀγορᾶς διά τῶν συμπεφωνημένων μισθίων.
Ἐπιτραπήτω μοι, Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε, νά ἐπισημειώσω ὅτι δύνασθε νά ὑπενθυμίσητε εἰς τόν ἀξιότιμον ἰδιοκτήτην τοῦ κτιρίου ΚΕΡΑΝΗ πού ὅπως ἀντιλαμβάνομαι ἐκ τῶν φερομένων δηλώσεων τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ ἐπί τῆς Δικαιοσύνης (ΑΥΓΗ 3/7/2014) πιέζει πρός τήν κατεύθυνσι τῆς ὑλοποιήσεως τῆς συμφωνίας ὅτι ἔχει ἤδη ἀρκετά «κείμενα εἰς ἔτη μακρά» καί ὅτι ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Βυζαντορωμαϊκοῦ δικαίου διά τούς «χάσκοντας» κληρονόμους δυστυχῶς ἰσχύει καί διά τούς γνησίους κατιόντας καί ἑπομένως δέν εἶναι εὔλογον καί τίμιον καί ὀρθόν νά ἀπομειοῦται ὁλόκληρη πόλις καί νά εὐτελίζεται διά μερικά «ὄβολα» πού ἁπλῶς θά ἐπαυξήσουν κατ’ ἐλάχιστον τόν ἤδη ὑφιστάμενον μέγιστον θησαυρόν τοῦ ἀξιοτίμου κ. ἰδιοκτήτου τοῦ κτιρίου ΚΕΡΑΝΗ.
Περαίνων ὡς Ποιμενάρχης τῆς πόλεως τοῦ Πειραιῶς ἐκφράζω τήν βούληση τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς νά ἀγωνισθοῦμε παντί σθένει διά τήν ἀποτροπήν τῆς καταδολιεύσεως καί τῆς ἀπομειώσεως τοῦ δυναμισμοῦ πόλεώς μας συντονιζόμενοι πλήρως μέ τούς λοιπούς θεσμικούς φορεῖς αὐτῆς.

Εὐελπιστῶν ὅτι ἡ φωνή ἀγωνίας τῶν φορέων τῆς πόλεως τοῦ Πειραιῶς καί ἡ ἐναλλακτική πρότασις ἰδιαίτερα τοῦ ἐκλεγέντος νέου Δημάρχου κ. Γ. Μώραλη θά εἰσακουσθοῦν σχετικῶς, διατελῶ ἐκ προοιμίου μετά θερμῶν εὐχαριστιῶν, 

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ 
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

« ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»; Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής Δ' Ματθαίου (Ματθ. Η' 5-13)

« ΥΠΑΡΧΟΥΝ  ΚΑΙ  ΤΑΠΕΙΝΑ  ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ»;
Ευαγγελικό ανάγνωσμα
Κυριακής Δ' Ματθαίου
(Ματθ. Η' 5-13)

            Αρκετές φορές επηρεαζόμενοι από το επάγγελμα που εξασκεί κανείς, σχηματίζουμε στην συνείδησή μας εντελώς διαφορετική την προσωπικότητα απ' ότι στην πραγματικότητα είναι. Αυτό φαίνεται καθαρά και στην περίπτωση του εκατόνταρχου της Ευαγγελικής μας περικοπής.
            Θα νόμιζε κανείς ότι ένός Ρωμαίου στρατιωτικού εκείνης της εποχής, και μάλιστα εκείνης της αυτοκρατορίας (pax romana), με σκληρές εμπειρίες αγρίων πολέμων και πατάξεων «αναρχικών στοιχείων» στις υποτελείς χώρες στην Ρώμη, το φυσικό του θα ήταν η σκληρότης και η αδιαφορία έναντι των πνευματικών θεμάτων.
            Και όμως, ο εκατόνταρχος της Ευαγγελικής μας περικοπής όχι μόνο αυτό δεν είναι, αλλά αποκαλύπτει μια άνευ προηγουμένου αγάπη προς τον δούλο του, και επίσης, αν και  ειδωλολάτρης, επαινείται υπό του Ιησού για την πίστη που έκλεινε μέσα στα φυλλοκάρδια του.
            Ο όλος διάλογος που καταγράφεται στο ιερό κείμενο του Ευαγγελιστού Ματθαίου, είναι όχι μόνο συγκινητικός και διδακτικός, αλλά και ελεγκτικός προς όλους εμάς, τόσο στο κορυφαίο θέμα της εις Χριστόν πίστεως, όσο και στις σχέσεις και στην αγάπη που πρέπει να τρέφουμε και βεβαίως να επιδεικνύουμε προς όλους τους εν Χριστώ και όχι μόνον αδελφούς μας.
            Ώστε λοιπόν ένας Ρωμαίος εκατόνταρχος μας αποδεικνύει πως το επάγγελμα δεν αποτελεί εμπόδιο στην πνευματική προκοπή και στην χριστοποίηση του ανθρώπου, όταν υφίστανται οι βασικές προϋποθέσεις.
            Αλλά ποίες είναι αυτές οι προϋποθέσεις, που απαιτείται να έχει ένα επάγγελμα ώστε να μη γίνεται αυτό εμπόδιο στην πνευματική ζωή, για εκείνον που το εξασκεί;
            Είναι πολύ εύκολο να καταλάβουμε όλοι μας ότι πρώτα απ' όλα χρειάζεται να μην έρχεται σε αντίθεση το επάγγελμα με τον Ευαγγελικό νόμο, δηλ. την Ορθόδοξη πνευματική ζωή. Και για να αναφερθούμε περισσότερο συγκεκριμένα και με παραδείγματα, τονίζουμε ότι είναι αδύνατον ένας Χριστιανός ή Χριστιανή να εργάζονται σε ποικίλα καταστήματα όπου ενεργείται η αμαρτία. Επίσης είναι αδύνατον ένας που λέγει ότι πιστεύει εις Θεόν, να «εμπορεύεται τον θάνατο» δια των ναρκωτικών και άλλων βλαβερών προς την ψυχοσωματική υγεία ουσιών. Είναι απαράδεκτον ένας που αισθάνεται μέσα του έστω και υποτονικώς την αγάπη προς την Πατρίδα να εργάζεται και να συνεργάζεται με «ξένα κέντρα αποφάσεων» να πληγώνει και να προδίδει την Πατρίδα του, με σκοπό την πλήρωση του βαλαντίου του. Όπως επίσης, είναι φύσει αδύνατον ένας πιστός, είτε διαθέτει δική του εργασία, είτε εργάζεται ως υπάλληλος στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, να ανήκει ταυτοχρόνως και σε σκοτεινές «παρακρατικές οργανώσεις», ή σε ζοφερές «μυστικιστικές οργανώσεις» με τα περίεργα πλοκάμια τους που όποιον αρπάσσουν, τον αποσπούν από την φυσιολογική και όμορφη ζωή και τον βυθίζουν στα απύθμενα μέλανα ύδατα της πλάνης, του αντικοινωνισμού, αντιχριστιανισμού, ανθελληνισμού και τέλος σ΄αυτή την κόλαση.
            Και στο σημείο αυτό που βρισκόμαστε, εύκαιρον είναι να θυμηθούμε τις δύο τελευταίες εγκυκλίους του αειμνήστου πρώτου κυβερνήτου της Ελλάδος Ιωάννου Καποδίστρια. Στα δυναμικά αυτά κείμενα που διασώζει η ιστορία μας (και που κάποιοι προσπάθησαν να τα «θάψουν», γιατί άραγε; ), ο βαθύς Ορθόδοξος και πεπνυμένος κυβερνήτης, απαγορεύει ρητώς, κατηγορηματικώς και άκρως αυστηρώς σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους του νεοσύστατου τότε Ελληνικού Κράτους, να ανήκουν σε «μυστικιστικές οργανώσεις», δηλ. σε μασσωνικές στοές. Και για την ιστορία πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η τελευταία απόφαση του ανεπανάληπτου εκείνου Κυβερνήτου ήταν να εκδοθεί μια Ιερά Σύνοψις με ακολουθίες, ώστε να την προσφέρει δωρεάν σε όλες τις οικογένειες της έως την εποχήν του ελευθέρας Ελλάδος. Φυσικά, μόνο τυχαίο δεν ήταν το γεγονός ότι εκείνη ακριβώς την χρονική περίοδο πραγματοποιήθηκε η άνανδρη δολοφονία του, που τα γεγονότα είναι εντελώς διαφορετικά απ' ότι έως τώρα παρουσιάζονται.
            Ο Θεός αξίωσε τον γνήσιο δούλο του να μαρτυρήσει την ιερότερη και αγιότερη στιγμή. Την ώρα δηλ. που πήγαινε να λατρεύσει τον Τριαδικό Θεό, διαβάζοντας στο ξεκίνημα του όρθρου τον εξάψαλμο. Είθε η μνήμη του να είναι αιωνία και εν χώρα ζώντων που ευρίσκεται η αγία του ψυχή, να πρεσβεύει υπέρ του ταλαιπώρου Ελληνικού μας Έθνους και υπέρ της τάλαινας Ελλαδικής μας Εκκλησίας.
            Στο δε ερώτημα τώρα, μπορεί ένας Χριστιανός και δη Ορθόδοξος να ασχολείται με την πολιτική; Την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Καποδίστριας με την όλη του βιοτή και τη στάσις του έναντι των εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων του Έθνους. Η φιλοπτωχεία του και κυρίως οι τελευταίες εγκύκλιοι, η μοναδική του αγάπη προς την Ελλάδα μας και ο θείος έρως που εκόχλαζε στην καρδιά του προς την Ορθοδοξία μας, δείχνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις.
            Γίνεται λοιπόν κατανοητό από τα παραπάνω ότι εκείνο το επάγγελμα το οποίο θα επιλέξει ο Χριστιανός να εργασθεί, εάν δεν ευρίσκεται στα ύψη του λειτουργήματος, επιβάλλεται να είναι ένα επάγγελμα το οποίο δεν θα έρχεται σε αντίθεση με την Ορθόδοξη βιοτή και γενικώς με τα Ελληνοχριστιανικά μας Ιδεώδη. Με μια φράση θα λέγαμε, ότι στο επάγγελμά του ο συνειδητός ορθόδοξος Χριστιανός, πρέπει να προσκαλεί τον Κύριο, και να αντέχει αυτή η παρουσία του Ιησού Χριστού μέσα στο επαγγελματικό πλαίσιο και τις εν γένει εργασιακές προδιαγραφές.
            Και κατόπιν αυτών, ας περάσουμε τώρα να δούμε τα «ταπεινά» επαγγέλματα. Αλήθεια, φίλοι μου, υφίστανται και τέτοια επαγγέλματα σε σχέση με τα «υψηλά» και τα «αριστοκρατικά»; Εάν όπως τονίσαμε προηγουμένως μέσα στο επάγγελμα αντέχει το θεανδικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, εάν μέσα στην συνεργασία του δούναι και λαβείν, πνέει η δρόσος της Χάριτος, τότε μόνο ως αστείο μπορεί να τεθεί το παραπάνω ερώτημα. Όταν μάλιστα ζούμε μια παγκόσμια οικονομική κρίση, και βιώνουμε την φοβερή ανεργία των νέων και των μεσηλίκων αδελφών μας στην πατρίδα μας σε πρωτοφανή υψηλό ποσοστό, τότε μπορεί κανείς να κάνει λόγο για το τι επάγγελμα θα εξασκήσει για να ζήσει αυτός και η «κατ' οίκον του εκκλησία», δηλ. η οικογένειά του;
            Όταν υπάρχουν οικογένειες οι οποίες - άνεργοι όντες και οι δύο γονείς - περιμένουν την πενιχρή σύνταξη του παππού ή της γιαγιάς για να «τα βγάλουν πέρα» και να ζήσουν, όταν τα φροντιστήρια των παιδιών ή ακόμα και αυτό το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο, παραπέμπουν στις «παλιές καλές εποχές», όταν οι άνθρωποι, ας μας επιτραπεί αυτό που με πόνο θα γράψουμε, καταντούν «αρουραίοι» ψάχνοντας μέσα στους κάδους των απορριμάτων για λίγη τροφή, άραγε υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που εμφανίζουν συμπλέγματα κατωτερότητος από το δήθεν «ταπεινό επάγγελμα» που καλούνται να εργαστούν;
            Αλλά εδώ θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι πληρώνουμε τα επίχειρα της αλαζονείας μας και του εγωισμού μας και στο πλαίσιο του επαγγελματικού προσανατολισμού ημών και των παιδιών μας. Η στενότης του χώρου δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε στον καμουφλαρισμένο ή στον «γυμνή τη κεφαλή» εγωισμό ο οποίος μας έκανε να αρνηθούμε τα απλοϊκά, ταπεινά αλλά όμορφα επαγγέλματα των γονέων μας και επιζητούμε την «εθνικήν κρατικοδίαιτην σωτηρίαν». Ούτε βεβαίως θα σταθούμε στο ότι εγκαταλείψαμε την γη μας, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, και στρέψαμε τις καρδιές μας στον εύκολο έως σκανδαλώδη πλουτισμό. Αρνηθήκαμε δηλ. τον πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγικό τομέα, αφήνοντας τους ξένους και λαθρομετανάστες να εργαστούν στην αιματοποτισμένη μας γη και να «κάνουν αυτοί τα μεροκάματα», διότι οι δικοί μας «πρίγκιπες» δεν μπορούν βλέπετε να ιδρώνουν. Αλλά τι να πρωτοσημειώσει κανείς, αφού η ίδια η ζωή τώρα έφερε το επάνω κάτω και σήμερα θεωρείται «τυχερός» αυτός που θα κατορθώσει να βρει έστω και δυο μεροκάματα την εβδομάδα.
            Και εάν τα μαθήματα αυτά ισχύουν για όλους βεβαίως τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο ισχύουν για τους Ορθοδόξους και Έλληνες. Τούτο δε διότι μεταλλάχθησσαν οι Έλληνες μέσα σε ελάχιστα χρόνια από λαός εργατικός και παραγωγικός, σε λαό τεμπέληδων και σε «ό,τι προλάβει» κανείς μέσω των δανείων. Αλλά κυρίως τα παραπάνω ισχύουν για κάθε συνειδητό πιστό, αφού Αυτός ο ίδιος ο Κύριος που αποτελεί το αιώνιο πρότυπό μας, έως τριάκοντα ετών εργαζόταν την ταπεινή, χειρωνακτική, δημιουργική και όμορφη τέχνη του μαραγκού.
            Αυτό δε βλέπουμε, την αναγκαιότητα δηλ. της εργασίας και στον απόστολο των Εθνών, τον Παύλο, ο οποίος αν και ο χρόνος του ήταν αναγκαίος περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, αν και οι πιστοί θεωρούσαν ευλογία να του χορηγούν τα προς το ζην, αυτός εργαζόταν την τέχνη του σκηνοποιού για να δίνει πρώτος το παράδειγμα, αναφέροντας τα εξής χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων: «Αργυρίου ή χρυσίου ή ιματισμού ουδενός επεθύμησα. Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και ταις ούσι μετ' εμού υπηρέτησαν αι χείρες αύται» (Πράξ. Απ. Κ' 33-34), δηλ. Ασήμι ή χρυσάφι ή ρουχισμό, τίποτε από αυτά δεν επιθύμησα. Εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου, υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια.
            Αλλά αυτόν τον αποστολικό τρόπο ζωής τον βλέπουμε σε όλους τους Αγίους της Εκκλησίας μας. Ουδέποτε υπήρξε Άγιος που να εργάστηκε παράνομο επάγγελμα και ουδέποτε θα εμφανιστεί Άγιος που να ζει εις βάρος των άλλων. Και πάλι εδώ ο λόγος του Θεού είναι ξεκάθαρος: «Ότι εί τις ού θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω» (Β' Θεσσ. Γ' 10). Δηλ. όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει.
            Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι το κεφάλαιο του επαγγέλματος για τον συνειδητό Χριστιανό δεν αποτελεί μια απλή παρένθεση, δοθέντος ότι η ίδια η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί μας κάνει θέλοντας και μη να αναθεωρούμε τις προς το θέμα απόψεις μας.
            Θα κλείσουμε με τούτο. Όποιο λειτούργημα και επάγγελμα εάν εργάζεται κανείς, θα πρέπει να προσκαλεί ως συνέταιρο τον ίδιο τον Ιησού. Αυτός θα τον ευλογεί, θα τον διαφυλάττει, θα τον κάνει να προκόπτει στο επαγγελματικό και κοινωνικό του πεδίο.
            Και ας μη λησμονούμε ότι ο τεμπέλης δεν γνωρίζει την απόλαυση της αναπαύσεως, διότι δεν την δοκίμασε ποτέ.
            Αλλοίμονο δε στον άνθρωπο που η μόνη του απόλαυση από την εργασία του είναι ο μισθός του.
Αμήν.


Αρχιμ. Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Κυριακή Δ Ματθαίου Θέλεις νὰ σὲ θαυμάσει;




Σέ κάθε θαῦμα τοῦ Χριστοῦ θαυμάζομε τήν δύναμή Του καί τήν ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς. Καί Τόν δοξάζομε. Σέ μερικά θαύματά Του ὅμως, βλέπομε καί τόν Χριστό νά θαυμάζει μερικούς ἀνθρώπους. Καί νά τούς δοξάζει.

Ἕνα τέτοιο περιστατικό εἶναι καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου (Ματθ. 8, 5-14). Ἕνας ρωμαῖος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος πού δέν ἦταν κἄν Ἰσραηλίτης, ζητάει ἀπό τόν Χριστό νά θεραπεύσει τόν κατάκοιτο δοῦλο του. Καί ὅταν ὁ Χριστός δέχεται νά πάει στόν σπίτι του, γιά νά τόν θεραπεύσει, ὁ ἀξιωματικός τοῦ ἀπαντάει: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά μπεῖς κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου. Πές μόνο ἕνα λόγο καί θά θεραπευθῆ ὁ δοῦλος μου. Φτάνει ἡ ἐντολή σου. Καί ἐγώ ἔχω στρατιῶτες ὑπό τήν ἐξουσία μου. Καί ὅταν λέω σέ κάποιον «ἔλα», αὐτός ὑπακούει καί ἔρχεται· καί ὅταν λέω στόν ἄλλον «κάνε αὐτό», αὐτός ὑπακούει καί τό κάνει»!

Τότε ὁ Χριστός θαύμασε τήν μεγάλη πίστη του. Καί εἶπε πρός αὐτούς πού Τόν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι τόση πίστη, οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες δέν βρῆκα».
 
* * *
 
Δέν εἶναι μικρό πρᾶγμα νά θαυμάζει ὁ Χριστός ἕναν ἄνθρωπο! Ὑπάρχει ἆραγε μεγαλύτερη δόξα; Μεγαλύτερη τιμή; Ὁ Θεός νά θαυμάζει ἕναν ἄνθρωπο! Νά τόν δοξάζει!

Καί ὁ Θεός δέν δοξάζει τόν ἄνθρωπο γιά τά χαρίσματα, πού τοῦ ἔχει δώσει. Τόν θαυμάζει καί τόν δοξάζει γιά τίς ἀρετές του· πού γιά νά τίς ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε καί ὁ ἴδιος τό δικό του χεράκι· τήν δική του προσπάθεια· τόν δικό του ἀγῶνα. Γιά τόν Θεό, ἡ ὀμορφιά τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔγκειται στά ὡραῖα μάτια καί στό παλληκαρίσιο ἀνάστημα. Ὁ Θεός δέν τιμάει καί δέν θαυμάζει σέ μᾶς τά δικά του δῶρα. Ὁ Θεός πάνω ἀπό ὅλα τιμάει καί θαυμάζει σέ μᾶς, τόν δικό μας ΚΟΠΟ καί τήν δική μας φιλότιμη ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ, νά καλλιεργήσωμε - ὅσο μποροῦμε περισσότερο - τά χαρίσματα πού μᾶς ἔδωσε.

Καί ὁ ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, εἶναι φανερό, ὅτι εἶχε δουλέψει πάνω στόν ἑαυτό του μέ καθαρή συνείδηση. Δέν «καβάλησε τό καλάμι» ἐξ αἰτίας τοῦ ἀξιώματός του. Ἐγνώριζε καί ἀνεγνώριζε τήν ἀδυναμία του καί τίς ἀτέλειές του. Καί αὐτή ἡ αὐτογνωσία του τόν ἔκανε ταπεινό καί προσγειωμένο.

Γι' αὐτό, βλέποντας τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ, δέν αἰσθάνθηκε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά Τόν δεχθῆ οὔτε κάτω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του!
 
* * *
 
Μπορεῖ ποτέ νά ἔχει «ταπείνωση» καί «αὐτογνωσία» ὁ ἄνθρωπος, πού

• ΑΠΑΙΤΕΙ ἀπό τόν Θεό - θέτοντάς Του μάλιστα καί χρονικές προθεσμίες - νά τοῦ φανερώσει ἤ νά τοῦ δώσει πράγματα: ὑγεία, ζωή, εὐτυχία, δουλειά!...

• δέχεται τυχόν ὁράματά του ἤ «ἀποκαλύψεις», μέ σιγουριά ὅτι προέρχονται ἀπό τόν Θεό;

• ζητεῖ ἀπό τόν Θεό σημεῖα καί θαύματα, θεωρώντας τόν Θεό ὑποχρεωμένο νά τοῦ κάμει ὅ,τι Τοῦ ζητάει;

Οἱ ἅγιοι, ποτέ δέν θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους ἄξιο, νά λάβουν ἀπό τόν Θεό χαρίσματα. Τό μόνο πού Τοῦ ζητοῦσαν μέ ἐπιμονή καί ὑπομονή στήν προσευχή τους, ἦταν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τήν λύτρωσή τους ἀπό τήν αἰωνία κόλαση τοῦ χωρισμοῦ τους ἀπό τό Φῶς τοῦ Προσώπου Του.

Καί ὅταν κάποτε ὁ Θεός τούς ἔδινε κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμά Του, πολλοί Τόν παρακαλοῦσαν νά τούς τό πάρει πίσω, φοβούμενοι τήν ἔπαρση καί τήν ὑπερηφάνεια.

Τό μεγαλύτερο, λοιπόν, χάρισμα πού θά ἦταν καλό νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ταπείνωση ἐκείνου τοῦ ἑκατοντάρχου. Εἶναι ὁ μόνος σίγουρος τρόπος γιά νά «χωρέσει» ὁ Χριστός κάτω ἀπό τήν στέγη τῆς ψυχῆς μας.

Κυριακή Δ Ματθαίου Ἡ δύναμη τῆς πίστεως «Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι»

«Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι»

Μιὰ συγκινητικὴ ἱστορία μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ἕνας Ρωμαῖος ἀξιωματικὸς ἦλθε νὰ παρακαλέσει τὸν Κύριο νὰ θεραπεύσει τὸ δοῦλο του, «ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος›› (Ματθ. 8,6). Εἶναι ἀξιόλογος καὶ θαυμαστὸς ὁ διάλογος ποὺ διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ Ἰησοῦ. Ἂς δοῦμε πιὸ ἀναλυτικάτα στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ θαύματος.


Τὸ πρόσωπο τοῦ ἑκατοντάρχου

Ὁ ἑκατόνταρχος προκειμένου νὰ πλησιάσει τὸ Χριστὸ κατ’ ἀρχὴν ἔστειλε ἄλλους· «ἀπέστειλεν πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων» (Λουκ. 7,3). Μετὰ ἀφοῦ ἄνοιξε κάπως τὸ δρόμο γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Ἰησοῦ, πῆγε καὶ ὁ ἴδιος προσωπικὰ νὰ Τὸν συναντήσει (Ματθ. 8,5). Αὐτὸ δείχνει πὼς εἶχε πάρει στὰ σοβαρὰ τὴν ὑπόθεση τῆς θεραπείας τοῦ δούλου του. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ κάποιο συγγενή του, ἀλλὰ γιὰ τὸ δοῦλο του. Εἶναι δὲ γνωστὸ πόση μηδαμινὴ ἀξία εἶχαν οἱ δοῦλοι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματικὸς εἶχε βαθιὰ πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴν τὴν πίστη ἤθελε νὰ ἀποκαλύψει ὁ Θεάνθρωπος. Χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ Χριστὸς ζήτησε νὰ πάει στὸ σπίτι του. Ὁ Ζιγαβηνὸς σημειώνει πὼς ὁ Κύριος «ἠθέλησε τὴν πολλὴν αὐτοῦ πίστιν ἐκκαλυφθῆναι καὶ τοῖς ἀκολουθοῦσι», δηλ. ἤθελε τὴν πολλή του πίστη νὰ τὴν ἀποκαλύψει καὶ στοὺς μαθητὲς ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν. Δὲ θαύμασε μόνο τὴν πίστη του ὁ Κύριος, ἀλλὰ τὴν πρόβαλλε γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦν κι ἄλλοι. Ἤθελε ἀκόμη ὁ Κύριος νὰ ταπεινώσει καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἀλαζονευόντουσαν πὼς κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἐνῶ παράλληλα ἤθελε νὰ δώσει θάρρος στοὺς ἐθνικοὺς γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ἐπίσης ἡ παρατήρηση τοῦ ἀξιωματικοῦ πὼς μπορεῖ νὰ κάνει τὸ δοῦλο του καλὰ χωρὶς νὰ πάει στὴν οἰκία του δείχνει τὴν μεγάλη του ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, καὶ ὅπως λέγει ἕνας ἀρχαῖος συγγραφεύς, «καὶ ζωῆς καὶ θανάτου εἶχεν ὁ ἑκατόνταρχος τὸν Ἰησοῦν ἐξουσιαστήν».


Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Χριστοῦ
Παντοῦ ὁ Κύριος ἀκολουθοῦσε τὴν προαίρεση τῶν αἰτουμένων ἀπ’ Ἐκεῖνον κάτι. Μέσα στὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων δὲν Τὸν βλέπουμε νὰ πίκρανε ποτὲ ἄνθρωπο. Ὅποιος πλησίαζε τὸν Ἰησοῦ, πάντοτε ἔφευγε ὠφελημένος. Ἀρκετὲς φορὲς πραγματοποιοῦσε καὶ τὶς ἁπλὲς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων ποὺ πήγαιναν κοντά Του, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν. Π.χ. ἤθελε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα νὰ πιάσει τὸ ροῦχο Του καὶ νὰ γίνει καλά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ἔδωσε τὴ θεραπεία της. Στὴν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου ὅμως ξεπέρασε κάθε ὅριο φιλανθρωπίας. Ὄχι μόνον ἤθελε νὰ τὸν θεραπεύσει, ἀλλὰ προθυμοποιήθηκε νὰ πάει καὶ καὶ στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸν ἄρρωστο δοῦλο. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε γιὰ νὰ φανεῖ ἡ πίστη κι ἡ ἀρετὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ Τοῦ ζητοῦσαν κάτι. Ἐδῶ γιὰ νὰ λάμψει ἡ πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου. Ὁ Χριστὸς εἶναι εὐμήχανος καὶ ἔχει ποκίλα φάρμακα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Πράγματι μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀξιωματικοῦ εἶδε νὰ ὑπάρχει ὁ πλοῦτος τῆς πίστεως, γι’ αὐτὸ καὶ συγκατέβη καὶ ταπεινώθηκε ὁ Κύριος καὶ εἶπε πὼς ἐπιθυμεῖ νὰ πάει στὸ σπίτι του νὰ δεῖ κι ἀπὸ κοντὰ τὸν ἄρρωστο δοῦλο.


Ἡ δύναμη τῆς πίστεως

Ὁ πιστὸς χριστιανὸς εἶναι βέβαιος πὼς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὸν πνευματικό του ἀγώνα θὰ ἐξαφανισθεῖ, ἐφ’ ὅσον ἔχει σύμμαχο τὸ Θεό. Ὁ πιστὸς χριστιανὸς δὲν εἶναι εὐκολόπιστος, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἄπιστος. Εἶναι πιστός. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ οἱ λοιπὲς ἀρετὲς εἶναι βιώματα ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπὸ τὰ θαύματα. Ἡ πίστη δὲν εἶναι πολυπραγμοσύνη. Ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτὴς Κύριος μᾶς διαβεβαίωσε «ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν» (Ματθ. 17,20). Ἡ πίστη καὶ βουνὰ μετακινεῖ ἀκόμη καὶ μπροστά της ἐξαφανίζονται ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ὁ πιστὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς πιστός, ἀλλὰ βεβαιόπιστος, δηλ. ἔχει ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του. Ὅλα τὰ ἀναθέτει σ’ Αὐτόν. Τὸ δικό μας χρέος εἶναι νὰ ἔχουμε πίστη ζωντανή, χωρὶς ἀμφιβολίες, γεμάτη ἀπὸ βεβαιότητα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει ποτὲ σ’ ὅλα τὰ συμβάντα τῆς ζωῆς μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Πίστη, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀπουσία της




Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μόνο σὲ δυὸ περιπτώσεις τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θαύμασε γιὰ κάτι. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις πρόκειται γιὰ τὴν πίστη. Γιὰ τὴν ἀξιοθαύμαστη δύναμή της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τραγικὴ ἀπουσία της. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀνήκει τὸ ἐπεισόδιο τοῦ ἑκατόνταρχου τῆς Καπερναούμ, ποὺ περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε».


Ἡ δύναμη τῆς «πίστεως»

Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος, μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἐνδιαφέρεται ὄχι γιὰ κάποιον συγγενῆ του, ἀλλὰ ἱκετεύει τὸν Χριστὸ γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ παράλυτου ὑπηρέτη του. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ξένος καὶ ἄσχετος μὲ τὴν πίστη καὶ τὶς παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων. Δὲν γνωρίζει τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν συνάνθρωπο, τὸν ὑπηρέτη του, καὶ ἔτσι συναντᾶ τὸν Χριστό. Ξεπερνᾶ ὅλους τοὺς περιορισμοὺς καὶ τὴν ἀρνητικὴ ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντός του. Ἀνοίγεται ὁλόκληρος στὸν Χριστό. Παραδίνει τὸν ἑαυτό του στὴν ἀγάπη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἕναν Κύριο καὶ λυτρωτή. Ὁ ἑκατόνταρχος ἀγνοοῦσε αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς γνωρίζουμε γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅμως, Τὸν ἐμπιστεύθηκε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο τὸν ἐμπιστευόμαστε ἐμεῖς.

Αὐτὴ ἡ δυνατὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται μία ὁρμητικὴ κίνηση τῆς ὅλης ὕπαρξής του πρὸς τὸν Χριστό. Μεταφράζεται στὴν πράξη σὲ βεβαιότητα, ποὺ δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ θεραπεία τοῦ ἄρρωστου ὑπηρέτη. Ἁπλὰ ταπεινώνεται, περιμένει καὶ ἐξαρτᾶ τὰ πάντα ἀπὸ ἕναν καὶ μόνο λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἀλλὰ μόνο εἰπὲ λόγῳ». Ἐδῶ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἔκρηξη ἑνὸς πρόχειρου συναισθηματισμοῦ. Δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ πεποίθηση δίπλα στὶς τόσες ἄλλες πεποιθήσεις καὶ ἰδεολογίες. Ἡ ζωντανὴ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου γίνεται τὸ μέτρο ποὺ ζυγίζει, κρίνει καὶ ἀξιολογεῖ ὄχι μόνο τὴν πίστη τῶν Ἰσραηλιτῶν τῆς ἐποχῆς του -«ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον», σᾶς βεβαιώνω ὅτι οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες δὲν βρῆκα τόση πίστη- ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν.


Ἡ ἀπουσία τῆς ζωντανῆς πίστεως

Τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, ὅπως καὶ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ περιγράφονται στὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι καρπὸς τῆς πίστεως καὶ ὄχι αἰτία της. Γιατί ἡ πίστη ὁδηγεῖ στὸ θαῦμα, ὄχι τὸ θαῦμα στὴν πίστη, ὅπως μᾶς λέει ξεκάθαρα ὁ Χριστὸς στὴ συναγωγὴ τῆς Ναζαρέτ. Ἐκεῖ οἱ συμπατριῶτες Του δὲν δέχονται τὸν Ἴδιο καὶ τὸ κήρυγμά Του: «καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ ποιῆσαι οὐδεμίαν δύναμιν [...] καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν» (Μκ. 6,5-6), καὶ δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνει κανένα θαῦμα [...] καὶ ἔμεινε κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους.

Εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς θαυμάζει, αὐτὴ τὴ φορὰ ὄχι τὴν πίστη, ἀλλὰ τὴν ἀπουσία της. Καὶ ὅμως, οἱ κάτοικοι τῆς Ναζαρὲτ εἶχαν ὀρθὴ πίστη καὶ τελετουργικὸ σύμφωνο μὲ τὶς πατρικὲς παραδόσεις. Ἀλλὰ αὐτὸ ἂν καὶ εἶναι ἀπαραίτητο δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ὅταν ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι στείρα καὶ ἡ «ὀρθοδοξία» μας νεκρὴ καὶ κλειστὴ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, τότε δὲν μᾶς ὠφελεῖ. Τότε λειτουργεῖ μέσα μας ὅπως ἡ ἀπιστία. Ἡ ἀπιστία, ποὺ θέλει νὰ γίνει πίστη μόνο ὅταν δεῖ, ὅταν ἀγγίξει, ὅταν μετρήσει καὶ ὅταν ἀναλύσει καὶ ἐξηγήσει τὰ πράγματα καὶ τὰ θαύματα, εἶναι τραγική. Σκλαβώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ὑποτάσσει στὴ φυλακὴ τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων. Κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, γιὰ νὰ κάνει θαύματα. Ὅμως ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς τόπους ἐπιμένουν νὰ λένε ὅτι βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ τὰ θαύματά Του, ὄχι, βέβαια, μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ξεπέφτει, ὅταν ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, γιὰ νὰ πιστέψει, πρέπει νὰ μάθει νὰ ἐξηγεῖ, νὰ μετρᾶ, καὶ νὰ ἀναλύει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διεισδύει στὰ μύχια του ἑαυτοῦ μας, στὸ βαθύτερο εἶναι τῆς ὕπαρξής μας. Ἐκεῖ βλέπει τί ἔχουμε μέσα μας. Βρίσκει, ἄραγε, σὲ ἐμᾶς τὴν πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου ἤ τὴν ἀπιστία τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ; θαυμάζει γιὰ τὴν πίστη μας ἤ γιὰ τὴν ἀπιστία μας; Μᾶς βρίσκει φυλακισμένους στὴ λογική μας ἤ παραδομένους στὴν ἀγάπη τῆς παρουσίας Του; Ἡ ἀπάντηση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν καθένα μας, ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ἀπὸ τὸν ἀγώνα του. Ἀμήν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου Anthony Bloom



26 Ἰουνίου 1988

Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πόσο μεγάλη πρέπει νά ἦταν ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου πού ἦρθε στόν Κύριο ζητώντας του νά θεραπεύσει τόν ὑπηρέτη του πού ἀγαποῦσε, πού τοῦ ἦταν πιστός. Ἄκουσε τόν Χριστό νά λέει: « Θά ἔρθω νά κάμω ἕνα θαῦμα στό σπίτι σου», καί θά μποροῦσε νά ἀπαντήσει, « Μήν ἔλθεις, ἕνας λόγος Σου εἶναι ἀρκετός γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγειά τοῦ ὑπηρέτη μου!».

Αὐτό εἶναι ἕνα γεγονός ἀπό τήν ζωή τοῦ Κυρίου· ἕνα γεγονός πού ἄγγιξε ὄχι μόνο τόν Ἑκατόνταρχο, ὄχι μόνο τόν ὑπηρέτη του, ἀλλά κάθε μέλος τοῦ σπιτιοῦ. Ἦλθε χωρίς τόν Χριστό, καί ὁ ὑπηρέτης θεραπεύτηκε.

Ποιός ἀπό ἐμᾶς μπροστά σ’ ἕνα τρομερό, ἀγωνιώδη πόνο, μπορεῖ νά στραφεῖ πρός τόν Κύριο, νά παρουσιάσει τό αἴτημά του, νά Τοῦ ζητήσει ἔλεος καί νά ἐκδηλώσει τή δύναμή Του, καί ὅταν μᾶς λέει, ὅταν πληροφορεῖ τήν καρδιά μας, «Θά ἔλθω, θά κάνω σ’ ἐσένα αὐτό τό θαῦμα» - ποιός ἀπό ἐμᾶς θά εἶχε τό θάρρος νά πεῖ, «Ὄχι, Κύριε! Ἀρκεῖ ὁ λόγος Σου!»…

Ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο, ἔχουμε τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων πού πολλοί ἔκτισαν μιὰ ζωή ἁγιότητος, ἀπό ἕνα λόγο τοῦ Εὐαγγελίου πού πῆραν σοβαρά καί στόν ὁποῖο ἀφιέρωσαν ὅλη τους τήν ἐνέργεια, ὅλη τους τήν ζωή. Ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο, ἕναν λόγο, ἐκεῖνον τόν λόγο πού μπορεῖ νά θεραπεύσει μιά ζωή, πού μπορεῖ νά μεταμορφώσει ἀνθρώπους, σχέσεις, ψυχές καί ζωές. Ποιός ἀπό ἐμᾶς εἶπε ποτέ στόν Κύριο, «Τό Εὐαγγέλιο μοῦ εἶναι ἀρκετό»; Καί πόσο συχνά στρεφόμαστε στόν Κύριο γιά νά ποῦμε «Ναί, Κύριε – Τό διάβασα ὅλο τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά ἔλα ἐσύ ὁ ἴδιος, μίλησέ μου, πές μου ἕναν λόγο πού δέν εἶναι γραμμένος, πές ἕναν λόγο πού θά διαπεράσει τήν ζωή μου, τήν καρδιά μου σάν τή φωτιά καί τό σίδερο! Μίλησε, πάλι καί πάλι, Κύριε!»…Καί ἔτσι παραβλέπουμε ὅλο τό Εὐαγγέλιο, τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ, τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ὅ,τι βλέπουμε στούς Ἀποστόλους, καί στούς μετέπειτα Ἁγίους, ἐπειδή θέλουμε μιὰ νέα ἀποκάλυψη, ἕναν νέο λόγο.

Καί θυμάστε ἐπίσης, πώς, ὅταν ὁ Χριστός ἔδωσε τήν ἐντολή στούς μαθητές νά ρίξουν τό δίχτυ τους στήν θάλασσα καί αὐτό τό δίχτυ ἔφερε πλῆθος ἀπό ψάρια, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, κατάλαβε ξαφνικά ποιός ἦταν ὁ Κύριος. Τά εἶχε ἀκούσει ὅλα, τήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μέ τόν Κύριο – καί ἀμυδρά μόνο εἶχε καταλάβει ποιός ἦταν. Ἐκείνη τήν στιγμή συνειδητοποίησε ποιός ἦταν στήν βάρκα του καί εἶπε, «Κύριε, φύγε ἀπό τήν βάρκα! Εἶμαι ἁμαρτωλός, εἶμαι ἀνάξιος τῆς παρουσίας Σου! »

Καί πάλι, ποιός ἀπό ἐμᾶς, σέ στιγμές πού ὁ Κύριος ἦρθε κοντά μας, σκέφτηκε νά πεῖ τέτοια λόγια, ἔχοντας ἀντιληφθεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἁγιότητας τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, πόσο δέν ἀξίζουμε τήν ζωή Του, τό θάνατό Του, τήν κάθοδό Του στήν κόλαση, τό κατώτερο σημεῖο τοῦ κακοῦ. Καί αὐτή ἡ κόλαση δέν εἶναι μοναχά μία εἰκόνα· δέν ὑπάρχει μέσα μας ; Δέν ὑπάρχει μέσα μας ἕνα σκοτάδι, πού χρειάζεται κάτι παραπάνω ἀπό φώτιση – τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό, τό φῶς τοῦ κόσμου.

Ἄς σκεφτοῦμε αὐτό πού ἀκοῦμε. Μόλις ἐπέστρεψα ἀπό τή Ρωσσία, καί κάθε πού ἔρχομαι, ἔχω ἕνα δέος γιά ὅ,τι εἶδα ἐκεῖ. Ὄχι ἀπό τίς σπουδαῖες λειτουργίες, ἀλλά ἀπό τούς ἀνθρώπους πού γιά περισσότερο ἀπό μισό αἰώνα, ἔφεραν τό βάρος τοῦ Σταυροῦ, καί πόσο τρομερό – πῶς ἐμπνέει – πόσο ταπεινωτικό εἶναι γιά κάποιον νά πρέπει νά μιλήσει σέ ἀνθρώπους πού ἡ ζωή τους εἶναι ἕνα κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἡ δική μας εἶναι ντροπή τοῦ Χριστοῦ. Ναί, εἶναι αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ἀπό τούς λόγους μας θά κριθοῦμε, θά σωθοῦμε ἤ θά καταδικαστοῦμε. Πόσο τρομαχτικό εἶναι νά πρέπει νά ποῦμε λόγους ἀληθείας ἀπό καθῆκον, ἀπό ἀνάγκη καί νά γνωρίζουμε ὅτι κάθε λόγος μᾶς καταδικάζει.

Καί ἔτσι ὅταν ἕνας ἱερέας ἐξέρχεται στό Ἅγιο Βῆμα, κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπαίνοντας κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ θανάτου, τήν θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ – προσευχηθεῖτε γι’ αὐτόν πού πρόκειται νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο, ἴσως τό κήρυγμα αὐτό νά τόν κρίνει καί νά τόν καταδικάσει– καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Καί τότε, ἴσως αὐτή ἡ προσευχή νά στηρίξει τόν ἱεροκήρυκα καί λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τήν βοήθεια τῆς Θ. Χάριτος, ἴσως νά δυναμώσει τή ζωή σας καί σᾶς βοηθήσει νά φθάσετε τόν Χριστό, ὄχι ἐκεῖνον: νά συνειδητοποιήσετε ξαφνικά ὅτι ὁ ἱεροκήρυκας δέν ὑπάρχει – ὑπάρχει μόνο ἕνα μήνυμα. Θυμηθεῖτε! Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής δέν ὀνομάστηκε κήρυκας τοῦ Θείου Λόγου· λέγεται γι’ αὐτόν ὅτι ἦταν «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Δέν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλά μήνυμα. Λάβετε τό μήνυμα, μήν σταθεῖτε στόν ταχυδρόμο, καί λάβετε τό μήνυμα καθώς τό περιγράφει ὁ Χριστός, ὅπως ἡ γῆ ἡ καλή πού θάβει μέσα της τόν σπόρο, τόν τρέφει καί φέρνει καρπούς, καρπούς ζωῆς: ὄχι καρπούς συναισθημάτων, σκέψεων, ἀλλά μιὰ ζωή πού εἶναι αὐτή τοῦ Θεοῦ, σαρκωμένη, ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς. Ἀμήν.

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟ ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ κ. κ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗ

monastery_faneromenis-iero-vima
Από τον Ιωάννη Λαμπρόπουλο
            Σεβασμιώτατε ευλογείτε.
            Αναγκάζομαι να σας αποστείλω δημοσίως την επιστολή αυτή, και να σας  ζητήσω δημοσίως να απαντήσετε,  αλλά ταυτόχρονα και να ενεργήσετε στα πολύ κρίσιμα και σοβαρά  ερωτήματα που σας έχω θέσει  και αφορούν Κανονικά θέματα λειτουργίας της Εκκλησίας.
            Σας έχω στείλει Σεβασμιώτατε δύο επιστολές στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της Μητροπόλεως, ( imka@imka.gr ) στις 19  και 23 Ιουνίου και ενώ θεωρώ πως οποιοσδήποτε άλλος επίσκοπος, θα είχε απαντήσει και θα είχε ενεργήσει  άμεσα λόγω της σοβαρότητος του θέματος, εσείς  αποφεύγετε την απάντηση δείχνοντας να αδιαφορείτε.
            Όπως σας γράφω και στις επιστολές, πρόκειται για την ανεξέλεγκτη είσοδο  λαϊκών, εντός του Ιερού Βήματος κατά την ώρα της  Θείας Λειτουργίας.  Ένα γεγονός που όπως γνωρίζετε έχει επιφέρει τις έντονες διαμαρτυρίες μου, σε σας, στους ιερείς,  καθώς και στους λαϊκούς για την ασέβεια που επιδεικνύουν.
 Όπως γράφω και στις επιστολές που σας έχω στείλει, αυτό  το γνωρίζετε, διότι έχουν δημιουργηθεί διάφορα επεισόδια.  Η συνεχιζόμενη όμως κατάσταση καθώς και η αδιαφορία σας,  με υποχρέωσαν να σας αποστείλω επιστολές , ζητώντας να μου  αιτιολογήσετε και να μου εξηγήσετε ΓΡΑΠΤΩΣ  γιατί επιτρέπετε αυτήν την ασέβεια. Εσείς όμως  μέχρι τώρα σιωπάτε.
            Τίς εξηγήσεις που μου έχετε δώσει και εσείς και οι ιερείς,  τις θεωρώ εντελώς  αντορθόδοξες  και για τον λόγο αυτό, σας  ζήτησα δια των επιστολών να μου απαντήσετε  και να μου  δώσετε τις εξηγήσεις σας ΓΡΑΠΤΩΣ.  Και δεν επιτρέπεται, ένας επίσκοπος να μην έχει το θάρρος και την παρρησία να διατυπώνει δημόσια τις θέσεις του.
            Σας ξαναστέλνω δημοσίως Σεβασμιώτατε τις δύο προηγούμενες επιστολές μου να τις διαβάσετε για τρίτη φορά, και αν νομίζετε πως έχετε υποχρέωση να απαντήσετε απαντήστε.
Αλλά ανεξάρτητα απο αυτό Σεβασμιώτατε, θέλω να σας πω πως δεν είναι δυνατόν να διώχνουν εμένα απ΄την εκκλησία οι ιερείς, επειδή με ενοχλεί η ασέβεια. Δεν είναι δυνατόν να μου λένε “αν δεν σας αναπαύει να πάτε αλλού”. Πως είναι άλλωστε δυνατόν να αναπαύομαι, όταν βλέπω το Ιερό Βήμα  να γίνεται «κέντρο διερχομένων»;
Γι’ αυτό Σεβασμιώτατε παρακαλώ πολύ να κατηχήσετε τους ιερείς της Μητροπόλεως, για το πως ακριβώς πρέπει να τελείται η Θεία Λειτουργία. Να τους πείτε πως η Θεία Λειτουργία δεν τελείται όπως νομίζει ο καθένας αλλά όπως ΟΡΙΖΟΥΝ οι ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ και η αγιοπατερική ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ των ΜΕΓΑΛΩΝ μας ΘΕΟΛΟΓΩΝ.
Να κάνετε δώρο σε όλους το «Παράγγελμα προς Ιερέα» του Μεγάλου Βασιλείου, για να μάθουν όλοι, πως στο άγιο Θυσιαστήριο πρέπει να στέκονται με φρίκη και φόβο, μπροστά στον τεμαχιζόμενο επουράνιο Βασιλέα και ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΣΠΕΥΔΟΥΝ  ούτε να ΠΕΡΙΚΟΠΤΟΥΝ τις ευχές. Επίσης να ΜΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ   και ο 69ος  ΙΕΡΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ της ΣΤ’ Οικ. Συνόδου, ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ την είσοδο λαϊκών στο ΙΕΡΟ ΒΗΜΑ.  Πως μπορούν  να λειτουργούν  τότε με παρουσία ατόμων  που ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ;
Αυτά είναι μερικά από τα παραγγέλματα του Μεγ. Βασιλείου Σεβασμιώτατε και πρέπει να πείτε στους ιερείς, πως οι επίτροποι και οι φίλοι τους, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΙΣΟΔΟΥ στο Ιερό Βήμα κατά την Θεία Λειτουργία. Αν ο ιερέας χρειάζεται κάποιον να τον διακονήσει, τότε επιλέγει κάποιον ευσεβή, στον οποίο πρέπει απαραίτητα να δώσετε εσείς ευλογία διαβάζοντας του την ΕΙΔΙΚΗ ΕΥΧΗ,  δωρίζοντας και σε αυτόν τον «Πίνακα οδηγιών Συμπεριφοράς των Διακονούντων στο Ιερό Βήμα». Διότι ακόμα και η ειδική ευχή που λαμβάνει, δεν του δίνει το δικαίωμα να μιλάει δυνατά , ούτε να κάθεται σε καρέκλα δίπλα στην Αγία Τράπεζα, ούτε να περιφέρεται ασκόπως , ούτε να γυρίζει την πλάτη στο Άγιο Θυσιαστήριο. Ακόμα όμως και τα «παπαδάκια» αναλόγως της ηλικίας τους πρέπει να κατηχούνται για την συμπεριφορά τους, διότι το Ιερό Βήμα δεν είναι «παιδότοπος»  αλλά ούτε και σημείο «συνάντησης» των μεγαλύτερων παιδιών.
Πρέπει όλοι να έχουν συναίσθηση του ΦΟΒΕΡΟΥ ΤΟΠΟΥ μέσα στον οίκο του Θεού που βρίσκονται  και να ΤΗΡΟΥΝ όλοι τον  «κώδικα» συμπεριφοράς, ΟΠΩΣ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ  οι ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ και οι  άγιοι Πατέρες που έγραψαν την Θεία Λειτουργία.
Αυτά Σεβασμιώτατε μπορεί να είμαι λαϊκός, αλλά από ενδιαφέρον για την Ορθόδοξη πίστη μας και την Θεία Λατρεία τα γνωρίζω. Είμαι σίγουρος πως και εσείς ως Επίσκοπος ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ. Γιατί όμως ΕΠΙΤΡΈΠΕΤΕ αυτήν την συνεχιζόμενη ασέβεια, δείχνοντας αδιαφορία;
Πρέπει Σεβασμιώτατε να κατηχήσετε άμεσα τους ιερείς , και να τους δωρίσετε το «παράγγελμα προς ιερέα»  του Μεγ. Βασιλείου, ή το «λατρευτικό εγχειρίδιο»  που περιέχει στοιχεία αγωγής για την τάξη και την Λατρεία της Εκκλησίας, του πατρός Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου, ή το «Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» Πίστη-Λατρεία-Ζωή , του μακαριστού πατρός Αντωνίου Αλεβιζόπουλου.  Διότι  περιμένω από την ερχόμενη Κυριακή, να παρακολουθήσω την Ορθόδοξη  Θεία Λειτουργία , να τελείται με την ευπρέπεια και τον σεβασμό, όπως αριβώς ορίζουν οι ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ και χωρίς επίσπευση και περικοπές των ευχών, όπως ακριβώς ορίζει η διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Αν όμως αδιαφορήσετε,  ή δεν εισακουσθείτε και εξακολουθήσουν οι ιερείς να τελούν με ασέβεια την Θεία Λειτουργία  κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων, με την επόμενη μου επιστολή,  θα απευθυνθώ  στην Ιερά Σύνοδο της Κρήτης.
Αυτές είναι οι επιστολές που σας έστειλα Σεβασμιώτατε  και απαξιώσατε να μου απαντήσετε. Λυπάμαι που τις δημοσιοποιώ , αλλά αφού είδατε τις επιστολές  και  γνωρίζετε και  τι συμβαίνει,  έπρεπε να ενεργήσετε με άλλο τρόπο. Όχι με αδιαφορία.

            Η επιστολή αυτή σας εστάλη Σεβασμιώτατε στο mail -  imka@imka.gr  στις 19 Ιουνίου 2014 από   giannis_lampropoulos@yahoo.com

Σεβασμιώτατε ευλογείτε.
Είμαι ο Ιωάννης Λαμπρόπουλος και νομίζω γνωρίζετε πως έχει δημιουργηθεί ένα θέμα εδώ και καιρό , διότι με ενοχλεί και αντιδρώ,  με την ανεξέλεγκτη είσοδο και παραμονή διάφορων  λαϊκών, εντός του Ιερού Βήματος κατά την Θεία Λειτουργία.
Σας είχα μιλήσει παλαιότερα για αυτό το φαινόμενο που  συμβαίνει στον Ιερό Νάο αγίας Παρασκευής Καλυβών και μου είχατε πεί τότε στο Δεσποτικό,  να κάθομαι σε άλλη θέση, ώστε να μην το βλέπω και με σκανδαλίζει.
Από τότε μέχρι σήμερα αλλάζω συνεχώς τους  Ιερούς Ναούς που εκκλησιάζομαι αλλά σε όλους αντιμετωπίζω το ίδιο πρόβλημα, που το θεωρώ μεγάλη ασέβεια. Στην Αγία Μαγδαληνή ο ιερέας μου είπε πως αν δεν μου αρέσει να βρώ ένα μοναστήρι να εκκλησιάζομαι.  Στόν Άγιο Νεκτάριο Σούδας ο ιερέας μου έλεγε συνέχεια  «θα το συζητήσουμε» αλλά συνέχιζε τα ίδια. Εδώ και δύο μήνες εκκλησιάζομαι σε άλλο Ιερό ναό που και εκεί συμβαίνει το ίδιο με απλούς λαϊκούς. Το είπα και σε αυτόν τον Ιερέα και μου είπε και αυτός αν δεν αναπαύομαι να πάω αλλού.
Θέλω να σας ρωτήσω γιατί επιτρέπετε αυτήν την ασέβεια και να σας ρωτήσω επίσης ποιοί κατά την γνώμη σας επιτρέπετε να εισέρχονται στο Ιερό Βήμα κατά την Θεία Λειτουργία,  ποιοί μπορούν να παραμένουν μέσα και για ποιό λόγο.
Ισχύει δηλαδή αυτό που μου είπε ο Ιερέας, όταν τον ρώτησα  για κάποιον λαϊκό,  γιατί παραμένει μέσα στο Ιερό,  ότι αυτός ο άνθρωπος λιβανίζει όλη μέρα και έχει και ιδιωτική εκκλησία;
Παρακαλώ απαντήστε μου στα ερωτήματα με μία ολοκληρωμένη απάντηση γιατί στην εκκλησία πηγαίνω για να προσευχηθώ και δεν είναι δουλειά μου να κυνηγάω τους ασεβείς. Αλλά θέλω να μπορώ να προσεύχομαι.
Ευλογείτε και εύχεστε υπέρ ημών.
Ιωάννης Λαμπρόπουλος

            Μετά από την πάροδο τεσσάρων ημερών χωρίς απάντηση, σας έστειλα Σεβασμιώτατε  μία νέα επιστολή στο  mail -   imka@imka.gr   στις  23  Ιουνίου 2014  από  giannis_lampropoulos@yahoo.com

Προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου κ. Δαμασκηνό.
            Σεβασμιώτατε ευλογείτε.
            Σας έστειλα μία επιστολή πρίν από τέσσερις ημέρες και περίμενα την απάντησή σας, διότι όπως θα καταλάβατε από το περιεχόμενο της επιστολής, το θέμα είναι  σοβαρό αλλά και άκρως θεολογικό διότι αφορά ΚΑΝΟΝΙΚΆ θέματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που έχουν σχέση με την ουσιώδη πράξη της Ορθόδοξης Λατρείας.
            Σας  στέλνω ξανά την πρώτη επιστολή να την ξαναδιαβάσετε και περιμένω την απάντηση σας.
            Όπως θα γνωρίζετε Σεβασμιώτατε, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας λειτουργεί από αιώνων, όχι με τον τρόπο που νομίζει ο κάθε Ιερέας ή ο εκάστοτε Επίσκοπος, αλλά με τους Ιερούς κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τις Οικουμενικές συνόδους και την Αγιοπατερική διδασκαλία των μεγάλων Θεολόγων μας.
            Γι’ αυτό λοιπόν περιμένω την θεολογική σας απάντηση στο σοβαρό θέμα που σας ρώτησα και αφορά την ανεξέλεγκτη είσοδο λαϊκών στο Ιερό Βήμα κατά την Θεία Λειτουργία, που παρατηρώ σε όλους τους Ιερούς Ναούς που εκκλησιάζομαι.
            Επίσης θα ήθελα και την θεολογική σας απάντηση στο ερώτημα: ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο αποφασίσατε την παραδοσιακά ΠΡΩΙΝΗ Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, να την μεταφέρετε την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ;
            Περιμένω Σεβασμιώτατε τις απαντήσεις σας.
            Ευλογείτε και εύχεστε υπέρ ημών.
            Ιωάννης Λαμπρόπουλος
Μετά από 14 συνολικά μέρες  χωρίς απάντηση , σας στέλνω Σεβασμιώτατε  την σημερινή ανοιχτή επιστολή. Τα ερωτήματα εξακολουθούν να περιμένουν απαντήσεις. Αλλά όπως σας είπα ανεξάρτητα από την διάθεση σας να απαντήσετε,  να μεριμνήσετε άμεσα ώστε η ασέβεια προς τον Ουράνιο Βασιλέα  εντός του Ιερού Βήματος να λάβει τέλος  και η Θεία Λειτουργία να επανέλθει μέσα στην ευπρέπεια και τον σεβασμό που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες.
            Με βαθύτατο σεβασμό στον Ιερό Θεσμό και στο Αξίωμα σας
                        Ιωάννης Λαμπρόπουλος
                        Συγγραφέας-ερευνητής

Στην ενορία του ο Χριστιανός λαμβάνει πείρα ότι η Εκκλησία δεν είναι κάτι το γενικό, αόριστο...




Η ενορία, ως συγκεκριμένη εν χρόνω και τόπω πραγματικότητα, καθιστά στον κάθε χριστιανό απτό και παρόν το Μυστήριο της Εκκλησίας. Στην ενορία του ο Χριστιανός λαμβάνει πείρα ότι η Εκκλησία δεν είναι κάτι το γενικό, αόριστο, αφηρημένο, αλλά η συγκεκριμένη ευχαριστιακή σύναξη, που ποιμαίνεται από συγκεκριμένους ποιμένες και ενώνεται με την καθολική Εκκλησία.

Οι επί το αυτό ευχαριστιακές συνάξεις της αρχαίας Εκκλησίας, που όταν ετελούντο στους οίκους των Χριστιανών ονομάζονταν και «κατ’ οίκον Εκκλησίες», αποτελούν τους προδρόμους των συγχρόνων ενοριών.

Στην ενορία ο Χριστιανός από τα παιδικά του χρόνια μπορεί να λάβει πείρα της Εκκλησίας ως της ευρύτερης πνευματικής οικογένειάς του, την οποία συγκροτεί ο Χριστός, ως της εν τόπω και χρόνω φανερώσεως της κοινωνίας των Αγίων. Αισθάνεται τον ιερέα ως πνευματικό του πατέρα και τους Χριστιανούς ως πνευματικούς του αδελφούς.

Την θεία Ευχαριστία προσφέρει η ευχαριστιακή ενοριακή σύναξη στο Θεό, αλλά δι’ αυτής και προσφέρεται στο Θεό, ώστε να λάβει την Χάρη του Θεού, να αγιασθεί, να μεταμορφωθεί σε καινή κτίση. Στην ευχαριστιακή αυτή προσφορά οι πιστοί συσσωματώνονται με τον Χριστό και μεταξύ τους.

Στον ένα Άρτο οι πολλοί γινόμεθα εν. Ο ουράνιος Άρτος τρέφει πνευματικά και ενώνει την εν Χριστώ οικογένεια. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στους Κορινθίους: «Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστίν; ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α΄ Κορ. 10,16).

Με το άγιο Βάπτισμα προστίθενται νέα μέλη στην εκκλησιαστική ενοριακή αδελφότητα. Η βάπτιση νέων μελών δεν πρέπει να είναι για την ενορία κάτι αδιάφορο ή ιδιωτική υπόθεση των συγγενών του βαπτιζομένου. Γι’ αυτό στην αρχαία Εκκλησία η βάπτιση εγίνετο κατά την θεία Λειτουργία. Η βάπτιση είναι γεγονός κατ’ εξοχήν εκκλησιολογικό. Το μυστήριο του γάμου ήταν επίσης γεγονός εκκλησιολογικό, αφορούσε όλη την Εκκλησία. Γι’ αυτό δεν ετελείτο χωρίς την ευλογία του επισκόπου ούτε ιδιωτικά, αλλά στην θεία Λειτουργία. Το μυστήριο της μετανοίας ήταν επίσης εκκλησιολογικό μυστήριο. Όλη η Εκκλησία δια του επισκόπου εδέχετο μετάνοια του αμαρτήσαντος μέλους της, αφού η αμαρτία προσβάλλει όχι μόνο το Θεό αλλά και την Εκκλησία του Θεού. Όλα τα μυστήρια, η λατρεία και οι πράξεις και θεσμοί της Εκκλησίας είχαν εκκλησιολογικό χαρακτήρα, που σήμερα δυστυχώς έχει ατονήσει.

Όσο η θεία Λειτουργία θεωρείται ατομική πράξη ευλαβείας, τα Μυστήρια «ιδιωτικές θρησκευτικές τελετές» και ο εκκλησιασμός «θρησκευτικό καθήκον μεταξύ πολλών» η ενορία δεν θα λειτουργεί εκκλησιολογικά, ως εν τόπω φανέρωση και πραγμάτωση της Εκκλησίας, αλλά ως διοικητικός θεσμός, ως ίδρυμα παροχής θρησκευτικών υπηρεσιών σε όσους επιμένουν ακόμη να θρησκεύουν, ως χώρος δημοσίων τελετών.

Τέτοιες ενορίες δεν λειτουργούν ως οικογένειες του Θεού αλλά ως απρόσωπα θρησκευτικά ιδρύματα. Σ’ αυτές τις ενορίες οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ότι τα πρόσωπα τους γίνονται αποδεκτά εν αγάπη. Ότι ο ιερέας είναι ο πνευματικός τους πατέρας που τους δέχεται, όπως ο Χριστός δέχεται στον άνθρωπο. Ότι οι συνενορίτες τους είναι οι εν Χριστώ αδελφοί τους που συμμετέχουν στον πόνο και την χαρά τους.

πηγή
Αρχιμ. Γεωργίου Γρηγοριάτη
Από το βιβλίο «Ενορία προς μια νέα ανακάλυψή της»

Η ποιμαντική ευθύνη έναντι της αντιχριστιανικής προπαγάνδας των ΜΜΕ


Η συνειδητοποίηση της αντιχριστιανικής προπαγάνδας πρέπει να συνοδευτεί και από τις προτάσεις αντιμετώπισής της, και δη από την κατάδειξη των ποιμαντικών ευθυνών που προκύπτουν από την κατάσταση που δημιουργείται. Στο ζήτημα αυτό αναφέρεται το σημερινό απόσπασμα της εργασίας του Δρ. Αθ. Κολιοφούτη (προηγούμενο άρθρο:www.pemptousia.gr/?p=71467).
β) Οι ποιμένες οφείλουν να ενεργοποιήσουν και να εντείνουν κάθε ποιμαντική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να συμβάλλει στην διεύρυνση της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας των πιστών. Οι χριστιανοί οφείλουν να ξέρουν τι πιστεύουν και γιατί το πιστεύουν. Όταν οι χριστιανοί δεν γνωρίζουν έστω και σε αδρές γραμμές το περιεχόμενο της πίστεως τους είναι πολύ πιο εύκολο να παρασυρθούν και να πέσουν στα δίχτυα οποιουδήποτε επιθυμεί συνειδητά η ασυνείδητα να τους παραπλανήσει.  Γι’ αυτό και το κήρυγμα των ιερέων της Εκκλησίας  οφείλει να προβαίνει διαρκώς σε αποσαφήνιση η επεξήγηση της δογματικής  και κοινωνικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου πίστεως η σε ανάλυση των ηθικών διδαγμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή του Ευαγγελίου στον σύγχρονο κόσμο. Όταν οι πιστοί γνωρίζουν τόσο το λόγο της αλήθειας, όσο και την αλήθεια του λόγου της πίστεως που πρεσβεύουν, δεν μπορούν να πέσουν εύκολα θύματα της αντιχριστιανικής προπαγάνδας.
ÓÕÍÅÄÑÉÁÓÇ ÔÇÓ ÉÅÑÁÑ×ÉÁÓ ÔÇÓ ÅÊÊËÇÓÉÁÓ ÃÉÁ ÔÏ ÖÏÑÏËÏÃÉÊÏ ÍÏÌÏÓ×ÅÄÉÏ ÔÇÓ ÊÕÂÅÑÍÇÓÇÓ-- ×ÑÇÓÔÏÓ ÌÐÏÍÇÓ/EUROKINISSI
Η ενίσχυση της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: α) Μέσα από τις κατηχητικές δομές της ενορίας, η οποία απεικονίζει εν τόπω και χρόνω την καθολική Εκκλησία, οι διάφοροι ενοριακοί κύκλοι μπορούν να συστηματοποιήσουν με έναν ακόμα πιο στοχευμένο και αποφασιστικό τρόπο απ’ ότι σήμερα την προαγωγή της γνώσης της ορθοδόξου πίστεως από τα μέλη της Εκκλησίας. β) Η ενίσχυση των εκκλησιαστικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδιαιτέρως δε της τηλεόρασης και του διαδικτύου, που επιδρούν τόσο καθοριστικά στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του σύγχρονου ανθρώπου, θα δώσει την ευκαιρία της προβολής πληθώρας ενημερωτικών εκπομπών για την πίστη της Εκκλησίας.
Ο πολλαπλασιασμός των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία διαθέτει σήμερα η Εκκλησία, θα δευρύνει με έναν αποφασιστικό τρόπο τις επικοινωνιακές δυνατότητες των ποιμένων να μορφώσουν τους πιστούς στην αλήθεια του Χριστού. Με την παρουσίαση ποικίλων εκπομπών, οι οποίες θα βρίσκονται στον πυρήνα και όχι στο περιθώριο του καθημερινού τηλεοπτικού προγράμματος, καταρτισμένοι θολόγοι επιστήμονες και ζηλωτές της πίστεως θα έχουν την ευκαιρία να αποσαφηνίζουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας, να προβαίνουν σε επικαιροποίησή της και να συσχετίζουν τις ηθικές αξίες του Ευαγγελίου με τα πολύπλοκα προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Με διαδραστικές εκπομπές, οι οποίες θα στοχεύουν στην ενεργοποίηση των τηλεθεατών και την συμμετοχή τους σε δημόσιες συζητήσεις, που θα φιλοξενούνται από εκκλησιαστικούς τηλεοπτικούς θεσμούς, θα δίδεται η ευκαιρία της αλληλεπίδρασης του Ευαγγελίου με τους φορείς της επιστημονικής κοινότητας και τη κοινωνία των πολιτών. Οι πιστοί θα συνειδητοποιήσουν ότι η Εκκλησία δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τον εξαντλητικό, πλην όμως καθαρό και δημοκρατικό διάλογο. Έναν διάλογο που σέβεται την αλληλοπεριχώρηση των ιδεών απ’ όπου και αν αυτές πηγάζουν, αλλά ταυτόχρονα δεν κόπτεται να συνθλίψει και να υποτιμήσει την προαγωγή της προβαλλόμενης αλήθειας, όταν αυτή δεν είναι συμβατή με τις ψευδεπίγραφες αλήθειες ύποπτων κέντρων εξουσίας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ποιμένες της Εκκλησίας θα επιτύχουν την ποιμαντική αντιμετώπιση της προπαγάνδας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, μέσα από τα ίδια τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αυτό θα αποδείξει περίτρανα την αλήθεια ότι η Εκκλησία δεν απορρίπτει συλλήβδην και εξ ορισμού κανένα μέσο επικοινωνίας, το οποίο σέβεται, προασπίζεται και διαφυλάσσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου προσώπου. Αυτή αποτελεί την μόνη αδιαπραγμάτευτη επιταγή της Εκκλησίας, με γνώμονα την οποία αξιολογεί κάθε στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού.
γ) Η εκκλησία οφείλει να καταστήσει ορατή την παρουσία της στα υπάρχοντα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τοπικής η πολύ περισσότερο πανελλαδικής εμβέλειας. Η συμμετοχή των ποιμένων της η εξειδικευμένων επιστημόνων, που έχουν σπουδάσει την ιερά επιστήμη και έχουν εντρυφήσει στη θεολογική έρευνα, σε στρογγυλές τράπεζες που φιλοξενούνται από τηλεοπτικές και διαδικτυακές εκπομπές αποτελεί μια αδιαμφισβήτη ποιμαντική αναγκαιότητα. Στο βαθμό που καθίσταται εφικτή η ικανοποίηση της παραπάνω προϋπόθεσης, οι ποιμένες της Εκκλησίας θα έχουν τη δυνατότητα να καταθέτουν με ένα έγκυρο και αξιόπιστο τρόπο την άποψη της Εκκλησίας επί σοβαρών και αμφιλεγόμενων κοινωνικών η ηθικών ζητημάτων. Δεν μπορεί για παράδειγμα να συζητούνται σε τηλεοπτικά πάνελ προβλήματα βιοηθικής και να μη καλούνται οι αρμόδιοι επί του θέματος θεολόγοι επιστήμονες για να συνεισφέρουν τις θέσεις τους και να αντιπαρατεθούν, στα πλαίσια ενός καλόπιστου και δημιουργικού διαλόγου, με τους φορείς αντίθετων προς την πίστη της Εκκλησίας απόψεων.
Εντός αυτού του διαλογικού πλαισίου, οι φορείς της Εκκλησίας θα έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν με νηφάλιο και αποτελεσματικό τρόπο σε ερωτήματα και ενστάσεις, που τίθενται από όσους υιοθετούν αντιχριστιανικές θέσεις και προσκαλούνται επίσης σε ανάλογες εκπομπές για να εκθέσουν τις απόψεις τους. Χωρίς μισόλογα η υπεκφυγές είναι αυτοί που με την γνωσιολογική τους επάρκεια και την αλήθεια του βιώματος που κομίζουν, μπορούν να ενισχύσουν το συναίσθημα της αυτοπεποίθησης των πιστών για το περιεχόμενο της πίστης που πρεσβεύουν. Με την ψυχραιμία τους, τη μακροθυμία τους, την υπομονή τους και την μη ανταπόκρισή τους σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που ενδεχομένως διατυπώνονται ορισμένες φορές από τους συνομιλητές τους, αλλά και την επιστράτευση σωρείας επιχειρημάτων, έχουν τη δυνατότητα να προάγουν ακόμα και σε αντιχριστιανικές εκπομπές την πανηγυρική επιβεβαίωση των αληθειών της ορθοδόξου πίστεως.
Μπορούν να ξεσκεπάζουν, όσο τους επιτρέπεται, τα ψεύδη και τις αναλήθειες. Και όλα αυτά με τρόπο που επιβεβαιώνει την εσωτερική τους πληρότητα και την απόλυτη βεβαιότητα των αληθειών που εκφράζουν. Έτσι, οι ποιμένες μεταβιβάζουν σταθερά το συναίσθημα της ασφάλειας στο ποίμνιό του, προσανατολίζοντας τους πιστούς με πυξίδα τις παραδεδομένες αλήθειες της πίστεως, οι οποίες, πέραν της βιωματικής διάστασής τους, για να εμπεδωθούν από τους πιστούς, απαιτούν και επιστημονική ανάλυση και ερμηνεία.
Για να υποστηριχθεί η σημασία της πρόσκλησης των ποιμένων της Εκκλησίας σε ανάλογες εκπομπές, η Ιερά Σύνοδος θα μπορούσε να κοινοποιήσει το παραπάνω αίτημα σε δημοσιογραφικούς φορείς και διοικήσεις τηλεοπτικών σταθμών. Θα μπορούσε να ζητήσει διακριτικά και προς χάριν της ολόπλευρης ενημέρωσης, την επίσημη εκπροσώπηση της Εκκλησίας σε τηλεοπτικές εκπομπές οι οποίες θέτουν υπό το μικροσκόπιο της δημοσιογραφικής τους έρευνας θέματα, που ενέχουν μεταξύ των άλλων και τη θεολογική διάσταση. Οι συνοδικοί μητροπολίτες, οι οποίοι ηγούνται των αντίστοιχων συνοδικών επιτροπών, θα μπορούσαν να συμμετέχουν ως καθ’ ύλην αρμόδιοι, σε στρογγυλές τράπεζες που επιδίδονται στη διερεύνηση θεμάτων συναφών  με το έργο των επιτροπών τους η να ορίσουν τους πλέον ενδεδειγμένους εκπροσώπους τους.
[Συνεχίζεται]
πηγή

Συμπεράσματα για τη θέση του Πρώτου στην Ορθόδοξη Εκκλησία


• Είναι προφανές ότι η άσκηση της διακονίας του Πρώτου στη σύγχρονη εποχή έχει καταστή καθήκον κατά πολύ επαχθέστερο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τόσο γιατί δεν υφίσταται πλέον Πενταρχία, αλλά η παρουσία 14 αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και αυτονόητα η μεταξύ τους ευκταία ομοφωνία έχει καταστή αγώνισμα επίπονο. Από την άλλη πλευρά όλες οι αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες οφείλουν να συμβάλουν στη σύσφιξη της μεταξύ τους ενότητας απαλλαγμένες από εθνοφυλετικές αγκυλώσεις και αναζήτηση χώρων επιρροής που πολλές φορές εξυπηρετούν αλλότριες πολιτικές σκοπιμότητες. Στον ορθόδοξο χώρο δε χωρεί η διάκριση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών, ούτε εκείνη μεταξύ των περισσότερο και ολιγώτερο ορθοδόξων
Πηγή:http://epanosifi.blogspot.gr/
Πηγή:http://epanosifi.blogspot.gr/
Ουδείς εξ άλλου δικαιούται να αυτοαναγορεύεται ως αυθεντικά ορθόδοξος. Κριτήριο αληθείας αποτελούσε και αποτελεί πάντοτε το ορθόδοξο φρόνημα. Το ορθόδοξο δε φρόνημα δεν μπορεί να ευρίσκεται έξω από τη διαχρονική δογματική και κανονική παράδοση και συνείδηση της Εκκλησίας.
• Το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας βάλλοντας κατά του Πρωτείου εξουσίας του επισκόπου Ρώμης, λανθανόντως ίσως, οδηγεί στην αποδυνάμωση της κανονικής θέσης του Οικουμενικού θρόνου, προδιαγεγραμμένης από αιώνες από τους ιερούς κανόνες και την κανονική παράδοση. Μια τέτοια όμως προσδοκία, έστω και λανθάνουσα, θέτει σε κίνδυνο την ενότητα τωνΟρθοδόξων Εκκλησιώνοι οποίες στην παρούσα συγκυρία όχι μόνο οφείλουν να επιλύσουν τα μεταξύ τους προβλήματα, αλλά και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου προβάλλοντας την ορθόδοξη μαρτυρία για την υπέρβασή τους. Εάν προτιμούμε να επικαλούμαστε τον Αγ. Κυπριανό Καρθαγένης, οφείλουμε να εγκύψουμε πρωτίστως στη θεολογική αποτίμηση, τα παραγωγικά αίτια και τις ολέθριες συνέπειες του σχίσματος που είναι διάσπαρτες σε όλο το έργο του, σε όλες τις επιστολές του και κυρίως στο πόνημά του De Unitate. Αυτό δε αφορά όλους μας.
• Με δεδομένο ότι η Ανατολή ουδέποτε μπορεί να αποδεχθεί για τον επίσκοπο Ρώμηςένα Πρωτείο εξουσίαςόπως το κατανοεί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και παρότι το κείμενο της Ραβέννας που αναγνωρίζει για την προ του σχίσματος περίοδο τον επίσκοπο Ρώμης ως πρώτον μεταξύ των Πατριαρχών επισημαίνει ότι «το ζήτημα περί του ρόλου του επισκόπου Ρώμηςεν τη κοινωνία όλων των Εκκλησιών εναπομένει να μελετηθή εις μεγαλύτερον βάθος»[184], το κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας υπενθυμίζει το αυτονόητο για το χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής. Το κείμενο της Ραβέννας εντάσσει τον επίσκοπο Ρώμης στο πλαίσιο της Πενταρχίας, τονίζει την αρχή της ομοφωνίας μεταξύ του Πρώτου και των άλλων Προκαθημένων στις κοινές τους αποφάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο και ασφαλώς δεν εξομοιώνειτον Πρώτο σε επαρχιακό  επίπεδο με τον Πρώτο σε παγκόσμιο επίπεδο
Η λειτουργία του Πρώτου σε τοπικό επίπεδο είναι διαφορετικής υφής με τη λειτουργία του Πρώτου σε επαρχιακό και με τη λειτουργία του Πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο.
• Οφείλει να συμφωνήσει κανείς με την επισήμανση του κειμένου του Πατριαρχείου Μόσχας ότι οθεσμός του Πρώτου στην ορθόδοξη Ανατολή είναι θεσμός κανονικός η εκκλησιαστικός. Η οιαδήποτε αναλογική αναγωγή στη Μοναρχία του Πατρός και στις ενδοτριαδικές σχέσεις δεν μπορεί για πολλούς λόγους να γίνει εύκολα αποδεκτή. Δεδομένου, για παράδειγμα, ότι ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό, αποτελών την αιτία του τρόπου της υπάρξεώς Του, δεν μπορεί να υπάρξει αναλογική σχέση μεταξύ Πρώτου και λοιπών επισκόπων, οι οποίοι λαμβάνουν την «ουσία» τους από το Αγ. Πνεύμα, από το οποίο και χειροτονούνται.
• Το κείμενο της Ραβέννας εξαγγέλλει ότι το περιεχόμενο του Πρωτείου και των προνομίων του επισκόπου Ρώμης θα συζητηθούν και θα καταγραφούν σε άλλο κείμενο στο μέλλον. Η κατανόηση των θεμάτων αυτών απαιτεί να ληφθεί υπόψη ότι ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως είχε τα ίσαΠρεσβεία με το θρόνο της Ρώμης και είχε τα προνόμια που του παρεχώρησαν οι θ´ και ιη´ κανόνες της Χαλκηδόνας. Παρομοίως οφείλει απαραιτήτως να μην αγνοηθεί ο α´ κανόνας της επί Ι. Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου (879-80).
• Η άμεση η έμμεση αμφισβήτηση του Πρωτείου του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, της κεφαλής των Ορθοδόξων Εκκλησιών, έτσι όπως αυτό κατανοήθηκε στην Ανατολή επί τη βάσει των ιερών κανόνων και της κανονικής παραδόσεως και πρακτικής, συνιστά ανατροπή της παραδεδομένης κανονικής τάξεως και θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της. Αυτό τονίζει και η από 12.3.1981 Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως[185], αναφερόμενη στον γ´ κανόνα της Β´ Οικουμενικής Συνόδου:
«Τούτο λέγομεν μόνον, ότι τω πνεύματι των θεσπισάντων τον κανόνα τούτον Θεοφρόνων Πατέρων στοιχούσα η καθ᾽ ημάς Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και προς το αγιώτατον και ύπατον της Εκκλησίας συμφέρον αποβλέπουσα, ήσκησε και ενήργησε, κατά καιρούς, το εις αυτήν υπό της Οικουμενικής ταύτης Συνόδου ανατεθέν ιερόν χρέος εκκλησιαστικήςδιακονίας, ουδαμώς δε πρόκειται ίνα αποστή της συνεχίσεως καταβολής της διακονίας ταύτης, εν τω πλαισίω και υπό το φως πάντοτε του πνεύματος των υπό της Αγίας Β´ Οικουμενικής Συνόδου θεσπισθέντων.
Τούτο δε και μόνον, ίνα μαρτυρήση, ότι οι θεόπνευστοι Πατέρες της Β´ Οικουμενικής εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, εν τη ευρυτέρα προοπτική αυτών, όντως υπέρ της ευτάκτου ιεραρχικής δομής της Εκκλησίας, απεφήναντο, και ότι η από της καθ᾽ ημάς Εκκλησίας άσκησις του χρέους τούτου εις ουδέν έτερον αποβλέπει, ειμή μόνον εις την συνοχήν τηςΟρθοδοξίας και την εν τη συνοχή ταύτη αναδομήν της Εκκλησίας του Χριστού εν τη πλήρεις αυτής ενότητι, κατά την παράδοσιν της Μιας και αδιαιρέτου Εκκλησίας».
• Είναι κοινός τόπος ότι η συμμετοχή στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς είναι χρέος και καθήκον των Ορθοδόξων, ανταποκρινόμενη στην εντολή του Χριστού και στην προσευχή της Εκκλησίας για την ενότητα. Οφείλει να είναι ένας διάλογος αληθείας και έκαστος με τη συμμετοχή του και την παρουσία του οφείλει να συμβάλει σ᾽ αυτό.
• Το παρόν κείμενο του Πατριαρχείου Μόσχας δεν αδικεί απλά την ιστορική πραγματικότητα, τους κανονικούς θεσμούς και την κανονική παράδοση, δεν αδικεί μόνο το κείμενο της Ραβέννας και τους συντάκτες του, αδικεί την ίδια την Εκκλησία της Ρωσσίας, η οποία μετά από μια μακρά περίοδο αναγκαστικής αποτελμάτωσης έχει να παρουσιάσει εντυπωσιακή και λαμπρή πρόοδο σε πολλούς τομείς, για την οποία ο κάθε καλόπιστος χριστιανός μπορεί μόνο να χαίρεται και να καυχάται. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αποστερούν όμως από κανένα το δικαίωμα της διαφωνίας, η οποία προσφέρεται απολύτως καλόπιστα προς προβληματισμό και διάλογο και ασφαλώς δε διαθέτει το τεκμήριο τουαλαθήτου.
[Τέλος]
[184]. http://www.ec–patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=848&tla=gr (σελ. 11).
[185]. Βλ. Επίσκεψις 254 (1981) άρθρ. 22. Εκκλησία ΝΗ´ (1981) 294.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...