ΠΑΡΕΛΑΣΗ,
ΑΥΤΟΑΦΑΝΙΣΜΟΣ, ΕΛΠΙΔΑ.
Ποτέ
δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι τα όσα
αποσπασματικώς δημοσιεύθηκαν από την
επιστολή που έλαβα (περί του γνωστού
θέματος της “παρέλασης υπερηφάνειας”),
θα έφερναν τόσα σχόλια που δημοσιεύθηκαν
αλλά και πολύ περισσότερα που δεν “βγήκαν
στον αέρα”.
Φαίνεται
πως το όλον θέμα απασχολεί και προβληματίζει
περισσότερους ανθρώπους, απ' όσο
επιφανειακώς τουλάχιστον φαίνεται, και
τούτο βεβαίως απ' όλες τις πλευρές.
Κρίσεις,
σχόλια, παρατηρήσεις, αγωνιώδεις κραυγές,
κάποιες φορές απελπισία και τόσα άλλα.
Μα εκείνο που θλίβει είναι το ότι βρέθηκαν
και κάποιοι που φαίνονται εύκολοι στο
να ρίχνουν τον “λίθον του αναθέματος”
όχι τόσο στην βδελυρή πράξη, όσο στο
πρόσωπο. (Όχι στην ασθένεια αλλά στον
ασθενή).
Και
ενώ ετοιμαζόμουν να δημοσιεύσω κάτι
επάνω στο θέμα, ως από “μηχανής θεός”
έφθασε μέσω διαδικτύου μια δευτέρα
επιστολή, προφανώς συνέχεια της πρώτης.
Αυτή τη φορά το “νυστέρι” αγγίζει
χαίνουσες πληγές και η “μαγνητική
τομογραφία” αποκρυπτογραφεί ιδιαίτερα
σημεία που οδηγούν σε περίεργες έως και
αφύσικες και καταδικαστέες από το Νόμο
του Θεού καταστάσεις, αλλά και σε
ελπίδα...
Τούτη
τη φορά η ύπαρξις που βασανίζεται, όχι
απλώς επιτρέπει να δημοσιευθεί ό,τι
κρίνεται ως αναγκαίο από την μακροσκελή
και συγκλονιστική επιστολή, αλλά
προτρέπει μάλιστα σ' αυτό.
Εννοείται
ότι για λόγους δεοντολογίας δεν
αναφέρονται οι απαντήσεις που έλαβε.
Απλώς παραμένουμε στην δημοσίευση από
της επιστολής όσων κρίνονται ότι πρέπει
να γίνουν γνωστά και σε άλλους.
Καιρός
όμως να σταματήσει η αργολογική εισαγωγή
και να δοθεί ο λόγος στην ψυχή αυτή που
εκτός των άλλων φαίνεται να γνωρίζει
πολύ καλά και την Ελληνική Γλώσσα και
που οπωσδήποτε διαθέτει ευαισθησία σε
πολλά θέματα, παραπάνω από τον μέσο όρο.
Γράφει
λοιπόν μεταξύ των άλλων:
“...Δεν
ξέρω το γιατί, αλλά σε πάρα πολλές πτυχές
της ζωής μου νιώθω τον λόγο τού μακαρίτη
πατέρα μου, και ταυτοχρόνως τον αισθάνομαι
τον ίδιον να είναι θλιμμένος μαζί μου...
Όταν ήμουν παιδί και παίζαμε, έπεφτα
στην αγκαλιά του και μέσα εκεί βρισκόταν
όλος ο κόσμος. Όταν έφθασα στην εφηβεία,
άρχισα να αισθάνομαι τους πρώτους
τριγμούς εναντίον της αυθεντίας του.
Κατόπιν νόμιζα ότι δεν γνωρίζει όσο
πρέπει την ζωή και φυσικά ότι δεν με
κατανοεί. Στα φοιτητικά έτη και λίγο
αργότερα άρχισα κρυφά μέσα μου να
παραδέχομαι ότι κάτι παραπάνω γνωρίζει
αυτός από εμένα. Τώρα; Τώρα αισθάνομαι
σαν έναν που είχε θησαυρό αμύθητο και
τον έχασε για πάντα...”
“...Θα
προσθέσω κάτι που ίσως έχει σχέση με
την ουσία τού όλου θέματος. Θυμάμαι ότι
στην εφηβεία (μια πολύ δύσκολη και
περιπετειώδη εφηβεία, που κανένας
άνθρωπος δεν μπόρεσε τότε να με καταλάβει),
αισθανόμουν τόση ευαισθησία για κάποια
πράγματα (με τα οποία τώρα γελάω), που
με κούραζαν και μου κόστιζαν σε τόσο
αφάνταστο βαθμό ώστε για αρκετές ημέρες
έχανα όλη μου τη διάθεση. Αυτό το είχε
επισημάνει ο πατέρας (σημειωτέον ότι
γνώριζε τέλεια και ψυχολογία και
παιδαγωγικά), και αρκετές φορές τόσο
μπροστά στη μητέρα όσο και ιδιαιτέρως,
μου έλεγε ότι την υπερβολική αυτή
ευαισθησία εάν δεν την αποβάλλω, τελικώς
θα με καταστρέψει...”
“...Το
καλοκαίρι, σε ένα νησί που βρισκόμουν
με τους “κολλητούς” μου για μπάνια και
ξεφάντωμα, μεταξύ “ανέμων και υδάτων”
που συζητούσαμε, φτάσαμε την συζήτηση
στο επίμαχο θέμα της ευαισθησίας. Ένα
θέμα που όλους μας απασχολεί. Παραδεχτήκαμε
το πού μπορεί αυτή να οδηγήσει ένα παιδί
εάν δεν προσεχθεί καταλλήλως από το
οικογενειακό του πρωτίστως περιβάλλον.
Μια κοπέλα της παρέας που μόλις είχε
πάρει το πτυχίο της (είμαστε όλοι
πυχιούχοι και με πολλά προσόντα και
ατού), μας “εξομολογήθηκε” τη δική της
περιπέτεια ακριβώς στο θέμα αυτό (λίγο
πολύ όλοι τη γνωρίζαμε). Την έπεισαν οι
δικοί της και κάποιοι φίλοι να συμβουλευτεί
έναν ειδικό. Αν και δίσταζε, τελικώς
δέχτηκε. Πήγε στον ειδικό και αφού αυτός
άκουσε τις ευαισθησίες της και τους
φόβους της, ξέρετε τι τη συμβούλευσε;
Όχι απλώς να μην υπολογίζει κανένα, να
μη φοβάται τίποτα, αλλά εάν πράγματι
θέλει να απελευθερωθεί απ' όλα αυτά που
την βασανίζουν, κυρίως να απελευθερωθεί...
“σεξουαλικά”, θα πρέπει να απορρίψει
την ομοφοβία της και να μην ντρέπεται
για τις επιλογές της. Για να την βοηθήσει
μάλιστα περισσότερο της εμπιστεύτηκε
ότι το ίδιο κάνει και το πρόσωπο αυτό
και έτσι ξεπέρασε τις φοβίες και τις
διάφορες ευαισθησίες που φώλιαζαν μέσα
στην ύπαρξη του ειδικού. Ξέρετε πάτερ
τι πρόσεξα; Ότι ενώ ξεκίνησε να μας
διηγείται η φίλη μας το γεγονός αυτό
εντελώς χαλαρά και όλοι την ακούγαμε
με διάθεση free
και
για χαβαλέ, στο τέλος της διηγήσεώς της
δυσκολευόμουν να διακρίνω εάν από μέσα
της έβγαινε περισσότερο λύπη ή θυμός ή
και τα δύο προς αυτόν τον όντως “ειδικό”
επί των θεμάτων τής ευαισθησίας και
μάλιστα των νέων ανθρώπων.”
“...Θα
πρέπει να γνωρίζετε ότι οι “ιδιαίτερες
ομάδες” που καλύπτονται από τον νόμο
με ιδιαίτερες ονομασίες που προσδιορίζουν
τα χαρακτηριστικά των ατόμων που
υπάγονται σ' αυτές, έχουν άμεση επαφή
με τις ανάλογες των άλλων χωρών. Φυσικά
υπάρχει όχι μόνο “αγαστή συνεργασία”
και “αλληλοβοήθεια” μεταξύ των προσώπων,
αλλά υφίστανται και ειδικές νομικές
ομάδες που ασχολούνται με το νομικό
πλαίσιο των “ιδιαιτεροτήτων” σε όλες
τις χώρες, ακόμα και τις χαρακτηριζόμενες
ως “παραδοσιακά αυστηρές”. Οι περίφημες
“παρελάσεις” μας δεν είναι παρά μια
απλή πτυχή στο όλο θέμα που μέρα με την
ημέρα αναδεικνύεται δυναμικότερα, όπως
όλοι βλέπουμε. Σκοπός όλων αυτών δεν
είναι μόνο το νομοθετικό πλαίσιο αλλά
και η προσπάθεια να περνά συνεχώς στην
κοινή γνώμη η “αναμφισβήτητη
πραγματικότητα” της “φυσιολογικότητας
της ομοφυλοφιλίας”. Το πόσο έχει τώρα
προοδεύσει και σημειώσει νίκες αυτή η
τακτική, καταλαβαίνετε ότι δεν χρειάζεται
να σας το επισημάνω εγώ. Όμως στο σημείο
αυτό θα σας αναφέρω κάτι που δείχνει
ότι παρά τις νίκες μας, ταυτοχρόνως
βάζουμε και “αυτογκόλ”.
Επιτέλους
μετά από μεγάλη προσπάθεια και εύστοχη
προπαγανδιστική τακτική, πέρασε στον
περισσότερο κόσμο (που κοιμάται) ότι
όχι απλώς επιλέγει κανείς τον ιδιαίτερο
τρόπο ζωής του εντελώς ελεύθερα, αλλά
και εν πολλοίς “γεννιέται έτσι”. Εμείς
φυσικά το πανηγυρίσαμε αυτό, διότι η
“ρετσέτα” μας, “αφού λοιπόν γεννιέται
κανείς έτσι, άρα είναι και φυσιολογικός
και άρα δε μπορείς να πας κόντρα στη
φύση γιατί η φύσις εκδικείται” ήδη
έδινε τους πλούσιους καρπούς της.
Να
όμως αυτό ακριβώς τώρα μας “αδειάζει”
και μας κάνει να μην ξέρουμε πού να
σταθούμε και τι ακριβώς να υποστηρίξουμε.
Το γιατί θα το δείτε στη συνέχεια.
Όταν
μια άλλη νέα γυναίκα, αποφάσισε τελικά
να ξεκόψει από την “παρέα” μας και να
δημιουργήσει δική της οικογένεια (και
πρέπει να σας πω και να γνωρίζετε ότι
υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις
που ζητούν να αποδεσμευθούν και τελικώς
το κατορθώνουν), οι καλοθελητές έσπευσαν
να προλάβουν το “όμορφο” παρελθόν της
στον υποψήφιο σύζυγό της. Φυσικά ο
άνθρωπος υπέστη μεγάλο σοκ. Στην
προσπάθεια τώρα η υποψήφια σύζυγος να
υποστηρίξει ότι όλα αυτά ανήκουν στο
σβησμένο παρελθόν και ότι και ο ίδιος
ο Θεός την έχει συγχωρήσει κτλ., έλαβε
δια στόματος του ανθρώπου που αγαπούσε
την χαριστική βολή, για να μείνει και
πάλι στη μοναξιά της: “Όταν κανείς
γεννιέται έτσι, όχι μόνο δεν αλλάζει,
αλλά κινδυνεύει να γεννήσει απογόνους
με το ίδιο κληρονομικό κουσούρι”! ...
Όντως πάτερ μου, “η φύσις εκδικείται”
και μάλιστα αμείλικτα.”
Ας
σκεφθεί τώρα ο καθένας που τόσο εύκολα
ρίχνει τον λίθο του αναθέματος στο
πρόσωπό μας ότι ναι, ο Θεός συγχωρεί, οι
άνθρωποι όμως; Μπορεί και αυτοί να
συγχωρούν κάποτε, αλλά δεν παύουν ποτέ
να θυμούνται και μάλιστα να φοβούνται.
Τώρα, ίσως παρατηρήσει κάποιος: “Όπως
στρώσατε κοιμάστε”. Ναι, έτσι είναι,
ουδεμία διαφωνία, αλλά χρειάζεται φίλε
μου σ' έναν που βρίσκεται πάνω στα καρφιά
να του το τονίζεις συνεχώς; ...”
“...Κάποτε
πέρασα μια κρίση, μια πολύ σκληρή
δοκιμασία. Οι “καθωσπρέπει” για να
σταθούν έστω και για λίγο δίπλα μου, θα
έπρεπε να αυτοεξευτελίζομαι μπροστά
τους, εξηγώντας τους συνεχώς τι ακριβώς
συνέβαινε, λες και ένιωθαν μια “ιδιαίτερη
ηδονή” ακούγοντας τη δοκιμασία μου και
την πικρή περιπέτειά μου. Ένα πρόσωπο
βρέθηκε στην κρίσιμη εκείνη στιγμή που
έδειξε κατανόηση και με αποδέχτηκε
χωρίς να ζητήσει καμία εξήγηση... Και
από εκεί και πέρα αρχίζει ουσιαστικά η
περιπέτειά μου...”
“...Είναι
αλήθεια ότι όσοι κρατούν στα χέρια τους
την τηλεόραση και το internet,
εξωθούν
την κοινωνία προς αυτή την κατεύθυνση...
Αυτό το βλέπει κανείς και στις ταινίες
του Hollywood.
Τα
περασμένα χρόνια στις ταινίες υπήρχαν
σκηνές με γάμους σε χριστιανικές
εκκλησίες. Αργότερα οι γάμοι πέρασαν
στο δημαρχείο και τώρα οι γάμοι
παρουσιάζονται στις συναγωγές και
κυρίως πλασάρονται οι γάμοι των
ομοφυλοφίλων τόσο στο δημαρχείο όσο
και σε “χριστιανικές εκκλησίες” που
δέχονται από “αγάπη” την “ελεύθερη
σεξουαλικότητα”...”
“...Φυσικά
τα αντιρατσιστικά νομοσχέδια που όλο
και θα πληθαίνουν, θα καλύπτουν απολύτως
τις επιλογές αυτές και η δικαιοσύνη των
χωρών θα γίνει αμείλικτη προς όσους
αρνούνται και αντιδρούν προς την δέσμη
αυτή των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”...”
“...Η
Εκκλησία όπως και σε τόσα άλλα, έτσι και
στο θέμα αυτό σέρνεται πίσω από τα
νομοθετικά διατάγματα που παρασκευάζονται
υπέρ ημών. Σαν σύνολο δεν κάνει τίποτε
απολύτως (όπως ήδη σας έχω επισημάνει
και στην πρώτη μας επικοινωνία)...”
“...Κάποιο
βράδυ επιστρέφοντας στο σπίτι από τον
κινηματογράφο που είχα πάει μ' ένα φίλο
για μια καταπληκτική ταινία (δεν είχα
όρεξη ούτε ένα ποτήρι νερό να πιω), κάθισα
στο γραφείο μου. Δεν υπήρχε διάθεση για
τίποτα. Πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο,
αλλά αμέσως το έκλεισα. Η ματιά μου
περιφερόταν στο κενό και κάποια στιγμή
έπεσε στον απέναντι τοίχο. Λες και πρώτη
φορά έβλεπα εκείνο το βράδυ την εικόνα
της Παναγίας που στη γιορτή μου μού είχε
χαρίσει η μακαρίτισσα η γιαγιά μου. (Δεν
ξέρω στο σημείο αυτό εάν με καταλαβαίνει
κανείς, γιατί μου είναι εντελώς αδύνατο
να περιγράψω τι αισθάνθηκα και τι έζησα
εκείνο το βράδυ). Λες και ότι ο χώρος και
ο χρόνος είχαν μονομιάς χαθεί από τη
συνείδησή μου και η Παναγία έβλεπε με
στοργή μέσα στα κατάβαθα της καρδιάς
μου. Δίχως να το συνειδητοποιήσω είχα
λουστεί στα δάκρυά μου. Απορούσα με τον
ίδιο μου τον εαυτό. Ποτέ δεν είχα κλάψει
παρόμοια, ούτε μπορούσα να φανταστώ
τέτοια κατάσταση... Η όλη μου ύπαρξη
έμοιαζε με ένα κερί που έλιωνε μπροστά
στη φλόγα. Κοίταζα συνεχώς την Παναγία
χωρίς να της λέω απολύτως τίποτε. Και
όμως της έλεγα τα πάντα... Αυτά που η ίδια
γνώριζε...”
“...Το
πρωί δειλά και πάλι στάθηκα να την
κοιτάζω... Πήρα ένα καθαρό πανί και την
καθάρισα από τις σκόνες. Τόλμησαν τα
χείλη μου να αγγίξουν τον Ιησού που
κρατούσε στην αγκάλη της και να φιλήσω
τα χέρια της... Δεν θυμάμαι για πόση ώρα
την κρατούσα σφιχτά στο στέρνο μου...”
“...Όμορφες
παιδικές αναμνήσεις κατέκλυσαν όλη μου
την καρδιά... Το χτύπημα του κινητού,
όταν είδα τον αριθμό, με τάραξε. Επέμενε
να χτυπά. Όμως για πρώτη φορά αποφάσισα
να μην απαντήσω...”
“...Και
πάλι μπροστά μου η μορφή του πατέρα.
(Του “ντάντυ” όπως τον έλεγα για να τον
πειράζω κάποιες φορές και αυτός γελούσε,
γιατί ήξερα ότι ήθελε να μιλάμε σωστά
τα ελληνικά). Το είχα ολωσδιόλου ξεχάσει.
Πώς μου ήρθε τώρα στη σκέψη; Όταν μας
ανέλυε τον στίχο του Λαπαθιώτη: “Μη
ζητάς να μ' αναστήσεις δε μπορώ”, μας
τόνιζε: “Εσείς, ό,τι κι αν αντιμετωπίσετε
στη ζωή σας, έστω κι αν συναντήσετε τον
ίδιο τον “θάνατο”, να γνωρίζετε ότι
για εσάς δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, αλλά
“δεν θέλω”. Και εσείς, πάντοτε να θέλετε
και πάντοτε θα μπορείτε...”.
“..................................................................................................ελπίζω.....
Φίλοι
μου, μού είναι εντελώς αδύνατον να
σχολιάσω έστω και το ελάχιστο.
Υ.Γ.:
Για δε την αντιγραφή, χειρ π.Ιωήλ.