Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 02, 2015

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Η οικουμενιστική ταυτότητα του Σεβ. Μητρ. Αργολίδος κ. Νεκταρίου



Ἐν Πειραιεῖ 30-1-2015
Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ κ . ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
 πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος  ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς 
Δύο πρόσφατες ἐνέργειες τοῦ Σεβ. Μητρ. Ἀργολίδος κ. Νεκταρίου ἀποκαλύπτουν ὅλο τὸ βάθος καὶ ὅλο τὸ μῆκος τῆς μετάλλαξης, ποὺ ἔχει ἐπιφέρει ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στοὺς Ἐπισκόπους. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ συμμετοχή καί ἡ εἰσήγηση τοῦ Σεβ. σέ παπική ἐκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης στίς 12 Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. στήν Ἀθήνα, μέ διοργανωτή τό Ἰνστιτοῦτο Ἀνθρωπιστικῶν Ἐπιστημῶν, ὄργανο τοῦ παπικοῦ «μοναχικοῦ» τάγματος τῶν ἐν Ἀθήναις Ἰησουϊτῶν καί μέ τίτλο τῆς ἐκδήλωσης «Γιά μιά Ἐκκλησία φτωχή καί τῶν φτωχῶν». Στήν ἐκδήλωση παρουσιάστηκε τό ὁμώνυμο μέ τόν τίτλο τῆς ἐκδήλωσης βιβλίο τοῦ Ἰησουΐτη αἱρεσιάρχου «πάπα» Φραγκίσκου τοῦ Α΄, καί στήν παρουσίαση ἔλαβαν μέρος ὁ παπικός ἰησουΐτης «ἱερεύς» κ. Θεόδωρος Κοντίδης, ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀργολίδος κ. Νεκτάριος καί ὁ συγγραφέας κ. Σταῦρος Ζουμπουλάκης[1]. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἐπιστολή τοῦ Σεβ. πρός τόν ἐν Ἀμερικῆ διαβιοῦντα ἱστολόγο κ. Παναγιώτη Τελεβάντο στίς 19-1-2015[2],
Ἐάν κανείς μελετήσει τίς παραπάνω δύο ἐνέργειες τοῦ Σεβ., θὰ μείνει ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἀνεπανόρθωτη ζημιὰ, ποὺ ἔχει προκαλέσει ὁ Οἰκουμενισμός στούς Μητροπολίτες. Θά διαπιστώσει ἐπίσης τήν πλήρη ἐφαρμογή ἐκ μέρους των τῆς Βατικάνειας ἐκκλησιολογίας στόν Ὀρθόδοξο χῶρο. Ὁ Σεβ. φανερώνει δημόσια τά πιστεύω του καί τόν ἑαυτό του καί οὐσιαστικά ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του μέ τὴν ἀκτινογραφία ἑνὸς Οἰκουμενιστῆ Ἐπισκόπου. Οἱ δικαιολογίες τοῦ Σεβ. εἶναι σαθρὲς· χρησιμοποιοῦν τήν μισή ἀλήθεια καί ἀποτελοῦν τὸ «ἀκριβὲς ἀντίγραφο» καὶ ὑπόδειγμα τοῦ Οἰκουμενιστῆ Ἐπισκόπου!
Ἤδη, γιά τήν πρώτη ἀπαράδεκτη ἐνέργεια τοῦ Σεβ., ἔχει γραφεῖ σχετικό κατάλληλο ἄρθρο ἀπό τό γραφεῖο αἱρέσεων καί παραθρησκειῶν τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς, μέ θέμα «Σχόλιο σέ θλιβερό ἐπισκοπικό οἰκουμενιστικό ὀλίσθημα»[3] στίς 29-1-2015.
Τά οἰκουμενιστικά μαργαριτάρια τῆς ἐπισκοπικῆς ἐπιστολῆς
Στό παρόν κείμενο θά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν ἐπιστολή τοῦ Σεβ. πρός τόν κ. Παναγιώτη Τελεβάντο καί τά ὅσα οἰκουμενιστικά καί στρεβλωτικά τῶν ἁγίων πατέρων μας γράφει σ’αὐτήν.
Ὁ Σεβ. εἰρωνεύεται τὸ καθῆκον τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ὀρθόδοξη Πίστη, ὀνομάζοντάς το ...«ὀρθοδοξόμετρο»! Λέει : «Σκέφτομαι ὅτι στὴν Ἀμερική ὅπου ζεῖτε, σὲ μία χώρα ποὺ φημίζεται γιὰ τὶς νέες ἐφευρέσεις καὶ ἀνακαλύψεις, ἀνακαλύψατε καὶ σεῖς τὸ «ὀρθοδοξόμετρο», ἕνα ἀλάθητο φαίνεται μηχάνημα, γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ μετρᾶτε τὴν ὀρθοδοξία τῶν ἄλλων! Ὅλους τοὺς βρίσκετε λειψούς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Κανένας δὲν ξεφεύγει ἀπ᾿ τὸ ὀρθοδοξόμετρό σας».
Ἀντὶ νὰ προβληματίζεται γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ποίμνιό του, ὅπως ὁμολογεῖ, ἀγνοεῖ παντελῶς τὴν ὕπαρξη τῆς Παναιρέσεως τῆς ἐποχῆς μας, ἐπιδίδεται σὲ μαῦρο χιοῦμορ, πληροφορώντας ὅτι ὁ λαὸς μπερδεύει τὸν «οἰκουμενισμὸ» μὲ τὸν «κομμουνισμό»!!!  Λέει : «Θυμᾶμαι, ἤμουν νέος φοιτητής στὴ δεκαετία τοῦ ᾿70, ὅταν ὁ οἰκουμενισμός βρισκόταν σὲ ἔξαρση καὶ κάποιοι θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναλάβουν τὴν εὐθύνη τοῦ ἀντιοικουμενισμοῦ. Κάποιος εὐλαβής ἐπίσκοπος, ἀλλά μᾶλλον ἐκτός πραγματικότητος, ἀνέλαβε τὸν ″τιτάνιο ἀγῶνα„ νᾶ ἐνημερώσει τὸ ποίμνιό του καὶ νὰ τὸν προφυλάξει ἀπό τὸν κίνδυνο τῆς «παναίρεσης τοῦ οἰκουμενισμοῦ». Ἡ ἐπαρχία του ἦταν μικρή. Πήγαινε, λοιπόν, στὰ χωριά τῆς ἐπαρχίας του καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸν οἰκουμενισμό. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλο θέμα. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν λύσει ὅλα τὰ θέματα, ἦταν, ὅπως πίστευε, βαθύτατα ὀρθόδοξοι καὶ ἀπό τὸ μόνο ποὺ κινδύνευαν ἦταν ὁ οἰκουμενισμός! Τὸν ἄκουγαν οἱ ἀγράμματοι ψαράδες, ἀγρότες, κτηνοτρόφοι καὶ νόμιζαν πῶς τοὺς μιλοῦσε κινέζικα. Στὸ τέλος ἀντέδρασαν οἱ ἄνθρωποι καὶ εἶπαν: «καλός ὁ Δεσπότης μας, ἀλλά συνεχῶς γιὰ τὸν κομμουνισμό μᾶς μιλάει»!
Θεωρεῖ τὴν αἵρεση ὡς τὸ μικρότερο πρόβλημα σήμερα, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν ἀξίζει νὰ ἀσχολεῖται κανείς! Γράφει μάλιστα ὅτι ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ «κανείς δὲν κινδυνεύει, οὔτε τὸ θέμα αὐτὸ ἀγγίζει κανένα»! Λέει : «Τὸ ξέρω, ἐσεῖς θὰ θέλατε σὲ ὅλα τὰ κηρύγματα νὰ κατακεραυνώνω τὸν πάπα καὶ τὸν οἰκουμενισμό. Ὅμως σᾶς ἐρωτῶ καὶ πάλι: Αὐτά εἶναι τὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ; Πέστε μου εἰλικρινά, πιστεύετε ὅτι τὸ μεγάλο ποιμαντικό πρόβλημα καὶ ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος στὴν Ἀργολίδα, ἀλλά καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ πάπας; Κινδυνεύει κανείς νὰ προσυλητιστεῖ στὸν παπισμό; Ἀκούσατε ἐσεῖς κανένα ὀρθόδοξο χριστιανό νὰ ἀσπάστηκε τὸν παπισμό; Ὄχι κύριε Τελεβάντε. Ἄλλα εἶναι τὰ ποιμαντικά προβλήματα, ποὺ μὲ ἀπασχολοῦν ὡς ἐπίσκοπο».
Βεβαίως, κανείς δὲν ἰσχυρίστηκε νὰ ἀφήσει ὁ Σεβ. τὶς ἄλλες ποιμαντικὲς του καὶ λειτουργικὲς δραστηριότητες καὶ νὰ ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὸν Οἰκουμενισμό. «Κακεῖνο ἔδει ποιῆσαι», ἀλλ’ ὅμως «μὴ ἀφιέναι» τὸ πρώτιστο, τὸ κακὸ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ γκρεμίζει ἐκ βάθρων τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μεταποιεῖ σὲ συγκρητιστικό καί Βατικάνειο, καὶ τὸ ὁποῖο συναντᾶμε πίσω ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα σύγχρονα προβλήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
Ἡ κολόβωση τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἀναφερόμενος ὁ Σεβ. κ. Νεκτάριος στον ἅγιο Παΐσιο τον Ἁγιορείτη, λέει : «Διαβάστε λίγο τὶ λέει καὶ ὁ π. Παΐσιος : - Νὰ ἀποφεύγονται τὰ ἄκρα˙ μὲ τὰ ἄκρα δὲν λύνονται τὰ θέματα. Βλέπαμε παλιά, ὁ μπακάλης ἔβαζε λίγο-λίγο μὲ τὴν σέσουλα στὴν ζυγαριά, καὶ ἔτσι ἔβρισκε τὴν ἀκρίβεια καὶ ἰσορροποῦσε καὶ ἡ ζυγαριά. Δηλαδή δὲν ἔβαζε ἀπότομα πολύ, οὔτε ἀφαιροῦσε ἀπότομα πολύ. Τὰ δύο ἄκρα πάντα ταλαιπωροῦν τὴν Μητέρα Ἐκκλησία καὶ οἱ ἴδιοι ποὺ τὰ κρατοῦν ταλαιπωροῦνται, γιατί τὰ δύο ἄκρα συνήθως καρφώνουν... Εἶναι σὰν νὰ κρατάη τὸ ἕνα ἄκρο δαιμονισμένος, ὅταν ἔχη ἀναίδεια πνευματική (περιφρόνηση γιὰ ὅλα), καὶ τὸ ἄλλο ἄκρο σὰν νὰ κρατάη τρελλός, ὅταν ἔχη μωρό ζῆλο μὲ στενοκεφαλιά. Ἕνας πνευματικά ἀναιδής δηλαδή μὲ ἕναν ζηλωτή, ποὺ ἔχη μωρό ζῆλο, ποτέ δὲν συμφωνοῦν, ἄλλά τρώγονται καὶ χτυπιοῦνται, γιατί καὶ οἱ δύο στεροῦνται τὴν θεία Χάρη. Τότε – Θεός φυλάξοι! – μπορεῖ νὰ χτυπιοῦνται συνέχεια τὰ δύο ἄκρα καὶ «ἄκρη νὰ μὴν τοὺς βρίσκη» κανείς. Ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ λυγίσουν τὰ δύο αὐτά ἄκρα, γιὰ νὰ ἑνωθοῦν - νὰ ὁμονοήσουν -, θὰ στεφανωθοῦν ἀπό τὸν Χριστό μὲ δύο ἀμάραντα στεφάνια. Δὲν εἶναι εἰλικρινής καὶ εὐθύς ἐκεῖνος ποὺ λέει κατά πρόσωπο τὴν ἀλήθεια οὔτε ἐκεῖνος ποὺ τὴν δημοσιεύει, ἀλλά ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη καὶ ἀληθινή ζωή καὶ μιλάει μὲ διάκριση, ὅταν πρέπει, καὶ λέει ἐκεῖνα ποὺ πρέπει στὴν πρέπουσα ὥρα. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐλέγχουν μὲ ἀδιακρισία ἔχουν πνευματική σκότιση καὶ κακία καὶ βλέπουν τοὺς ἀνθρώπους δυστυχῶς σὰν κούτσουρα. Καὶ ἐνῶ τοὺς πελεκᾶνε ἀλύπητα καὶ ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτοί χαίρονται γιὰ τὸ τετραγώνισμα ποὺ τοὺς κάνου, γιὰ τὸν κυβισμό»!
Ξεχνάει ὁ Σεβ. κ. Νεκτάριος ὅτι τά δύο ἄκρα, στα ὁποία ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, εἶναι ἀπ’τή μιά ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀπ’τήν ἄλλη τό σχίσμα τοῦ Ζηλωτικοῦ Παλαιοημερολογητισμοῦ. Ἡ συμπερίληψη ἐκ μέρους τοῦ Σεβ. τῶν ὑγιῶς καί ἐκκλησιαστικῶς ἀντιδρώντων καί ἀντιφρονούντων στά φιλενωτικά καί οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τῶν ἐπισκόπων στά προαναφερόμενα δύο ἄκρα εἶναι ἀνεπιτυχής καί ἄστοχη. Μέ τήν λογική αὐτή θά κατέτασσε ὁ Σεβ. καί τόν Ἅγιο Παΐσιο στούς ἀκραίους, διότι κι αὐτός ἀντέδρασε ὑγιῶς καί ἐκκλησιαστικῶς στά φιλενωτικά καί οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τῆς ἐποχῆς του. Φαίνεται ὅτι ὁ Σεβ. ἀποσιωπᾶ τίς δύο ἐπιστολές πόνου τοῦ Ἁγίου Παϊσίου κατά τῶν οἰκουμενιστῶν καί τῶν φιλενωτικῶν. Τό θέμα καί τό μήνυμά τους εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρα, καθώς ὁ οἰκουμενισμός Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Ἐπισκόπων καί θεολόγων ἔχει ὑπερβεῖ τά «ἐσκαμμένα» ὅρια καί εἶναι ὅσο ποτέ ἄλλοτε ἀκραῖος καί ἐπικίνδυνος.
Τήν πρώτη ἐπιστολή ὁ Ἅγιος Παΐσιος τήν ἔγραψε μαζί μέ ἄλλους δύο ἱερομονάχους στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα στίς 21-11-1968. Ἀνάμεσα στά ἄλλα λέγονται καί τά ἑξῆς :
«‘Το νόμισμα τῆς ἀγάπης, πού κυκλοφορεῖ μετά ἀπό τό ‘κλείσιμο τῶν δογμάτων’, ἡ ‘ἐπανίδρυσις τῆς Μιᾶς... Ἐκκλησίας καί τόσα ἄλλα εἶναι ἀκατανόητα καί κυριολεκτικῶς βλάσφημα διά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία... Ἡ ἄρνησις πρός τόν Πατριάρχη (Ἀθηναγόρα) δέν εἶναι ἄρνησι πρός τήν ἀγάπη οὔτε πρός τήν ἑνότητα. Εἶναι «ὄχι» πρός τό ψευδές καί «ναί» πρός τήν Ἀλήθεια, πού κρύβει μέσα της ἡ Ἐκκλησία. Ὅταν οἱ πιστοί διακρίνουν διαφορές, πού ὑπάρχουν μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων, δέν σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦν τό σχίσμα καί τή διαιώνισί του, ἀλλά ζητοῦν τήν ἀληθινή ἑνότητα, τή μόνη σωτήριο γιά ὅλους. Εἶναι ἄρα αὐτό ἕνας σταυρός, πού ὑποφέρουν ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἀδελφούς... Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού φάνηκαν «σκληροί» στή διατήρηση τοῦ Δόγματος, εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀγάπησαν περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον τόν ἄνθρωπο. Γιατί γνώρισαν τά ἀπύθμενα βάθη του καί δέν θέλησαν ποτέ νά τόν κοροϊδέψουν μέ τίς συνθηματολογίες ἐφήμερης καί ἀνύπαρκτης ἀγάπης, ἀλλά τόν σεβάστηκαν, προσφέροντάς του τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἀληθείας, πού χαρίζει τή μακαρία ἐν Ἁγίω Πνεύματι ζωή. Δέν εἶναι λοιπόν ἡ πιστότης στό Δόγμα στενοκεφαλιά οὔτε ὁ ἀγῶνας γιά τήν Ὀρθοδοξία μισαλλοδοξία, ἀλλά ὁ μοναδικός τρόπος ἀληθινῆς ἀγάπης»[4]. Αὐτά συνυπογράφει ὁ Ἅγιος Παΐσιος μαζί μέ ἄλλους δύο ἱερομονάχους στήν πρώτη ἐπιστολή. 
Τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὁ Ἅγιος Παΐσιος τήν ἔγραψε κι αὐτή στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα στίς 23-1-1969. Γράφει ὁ ἴδιος : «Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά μιά βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας... Φαντάζομαι ὅτι θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας βαθύς μου πόνος διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ. Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι, βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας: ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της, πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν... Μέ μιά τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως, ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ. Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν, διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει. Θά ἤθελα νά παρακαλέσω θερμά ὅλους τούς φιλενωτικούς ἀδελφούς μας : Ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχουμε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς, πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι νομολόγοι, πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας), τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ ἀναπτήρας τοῦ νεωκόρου. Ἄς γνωρίζομεν ὅτι δέν ὑπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι, ἀλλά καί πνευματικοί. Ἑπομένως ἡ μέλλουσα ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθῆ μέ συνεταιρισμόν ἁμαρτωλῶν (διότι διπλήν ὀργήν θά λάβωμεν), ἀλλά μέ μετάνοιαν καί τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἐπίσης ἄς γνωρίσωμεν καλά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη ἔλλειψις, πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί˙ ὅμως δέν εἶναι ἀνησυχητικόν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει... Ὁ Κύριος, ὅταν θά πρέπη, θά παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες, διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας».
Πιό κάτω ὁ Ἅγιος Παΐσιος μιλᾶ γιά τόν ὀλέθριο κίνδυνο ἀποσχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἱδρύσεως ἰδίας Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν ἀνοιγμάτων, ὅπως ἔκαναν τό 1924 οἱ σχισματικοί Γ.Ο.Χ., Ζηλωτές τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου. Λέει, λοιπόν : «Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης˙ ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἱδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ, ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον. Ἐάν διά τήν α' ἤ β' λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! - , θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη...». Καί καταλήγει ὁ Ἅγιος Παΐσιος αὐτή τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὡς ἑξῆς : «Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνει πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὀμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν ν' ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα»[5].
Τελικά, ὅμως, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἀπαίτησε καί ἐπέβαλε τή διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου καί στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα. Αὐτή τή θέση καί στάση τήρησε ὁ Ἅγιος, μολονότι στήν ἀνωτέρω ἐπιστολή του δέν συνιστοῦσε στίς ἀρχές τοῦ 1969, τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο ἀγώνα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἐπεκτείνονται τά ἤδη ζηλωτικά σχίσματα. Στό σημεῖο αὐτό διαπιστώνουμε ὅτι οὐδέποτε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὑποστήριξε τίς αἱρετικές καί βλάσφημες γνῶμες ὅτι δῆθεν τά ἱερά Μυστήρια εἶναι «ἄκυρα» χωρίς τό ἐπισκοπικό μνημόσυνο, ὅταν μάλιστα ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει αἵρεση «γυμνή τῆ κεφαλῆ». Ἀντίθετα, γνώριζε καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ λα΄ Ἀποστολικοῦ καί μάλιστα τοῦ ιε΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου. Ὅπως ἀκόμη γνώριζε καί τίς θέσεις, στάσεις καί πράξεις τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Πολύ ὀρθά ἔπραξαν τόσο ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅσο καί ἄλλοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα τήν τριετία 1970-1973. Εἶχαν ἄλλωστε ὁδοδεῖκτες τίς ἀντιπαπικές συνόδους, τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καί τόσους ἁγίους Πατέρες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες, τό πατριαρχικό μνημόσυνο διέκοψαν τότε καί τρεῖς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος˙ ὁ Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Ἐλευθερουπόλεως κυρός Ἀμβρόσιος καί ὁ Παραμυθίας κυρός Παῦλος. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς, ἀπ' ὅσους διέκοψαν καί ἔπαυσαν τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποκόπηκε εἴτε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ἐπέβαλαν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου στούς ἄλλους ἐπισκόπους, καταδικάζοντάς τους ὡς αἱρετικούς, οὔτε διακόπηκε ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ἐπίσης, μέγας ἦταν ὁ πόνος τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔλαβε γνώση τῆς Ρωσικῆς προσκλήσεως γιά συμμετοχή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος στίς ἑορτές τοῦ ἁγίου Σεργίου, ἀντιτάχθηκε σφόδρα. Μάλιστα ἔστειλε σέ πνευματικά του τέκνα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, Ἱερομόναχο καί θεολόγο τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα, ὁ ὁποῖος μετέφερε τό μήνυμα νά ματαιωθεῖ πάση θυσία ἡ μετάβαση Ἱεροκοινοτικῶν Ἀντιπροσώπων στή Μόσχα. Καί αὐτό νά μή γίνει σιωπηρῶς, ἀλλά μέ ἐπίσημο γράμμα ὁμολογιακό καί ἀποδοκιμαστικό τῆς ἀντορθόδοξης ρωσικῆς ἐνέργειας τῆς μεταδόσεως Θείας Κοινωνίας στούς αἱρετικούς Παπικούς. Δόθηκε σκληρή μάχη, γιά νά κερδηθεῖ ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, τήν ὁποία εἶχε παρασύρει καί παραπείσει ὁμάδα Ἀντιπροσώπων νεωτεριζόντων. Ὅμως, ἡ πρωτοβουλία, τό ὄνομα καί ἡ ἀνυποχώρητη ἐπίμονη τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, μαζί μέ τή δύναμη τῆς προσευχῆς του, ἔφεραν τό καλό ἀποτέλεσμα τῆς συντάξεως καί ἀποστολῆς τοῦ «ἀποκαλυπτικοῦ γράμματος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος κατά τῆς μεταδόσεως τῆς Θείας Κοινωνίας εἰς τούς αἱρετικούς Παπικούς ἀπό τήν Ρωσικήν Ἐκκλησίαν»[6] στίς 27-2-1977.
Γιά νά φανεῖ πόσο εὐαίσθητος καί προσεκτικός ἦταν ὁ Ἅγιος Παΐσιος σέ θέματα ἐπικοινωνίας καί συμπροσευχῆς μέ αἱρετικούς, μεταφέρουμε ἐδῶ τό ἑξῆς χαρακτηριστικό περιστατικό : «Κάποτε, διηγήθηκε ὁ Γέροντας, μοῦ ἦρθαν δύο παπικοί, λατίνοι... Μοῦ λέει λοιπόν ὁ ἕνας – Ἔλα νά ποῦμε τό ‘Πάτερ ἡμῶν...’ – Γιά νά τό ποῦμε μαζί, τοῦ εἶπα, πρέπει νά συμφωνοῦμε στό Δόγμα. Ὅμως, μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστί. Ὕστερα μοῦ λέει : - Μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι κοντά στό Θεό καί μόνο αὐτοί θά σωθοῦνε; Ὁ Θεός εἶναι μέ ὅλο τόν κόσμο. – Ναί, τοῦ εἶπα. Ἐσύ μπορεῖς νά μοῦ πῆς καί πόσος κόσμος εἶναι κοντά στό Θεό; Ἔχουμε λοιπόν διαφορές. Εἴμαστε φυσικά παιδιά τοῦ ἑνός Πατέρα, ἀλλά μερικά μένουν στό σπίτι καί μερικά γυρίζουν ἔξω. – Νά δείξουμε ἀγάπη, μοῦ λένε μετά. – Καί ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα, τούς λέω. – Καί αὐτό μέσα στήν ἀγάπη εἶναι, μοῦ λένε. – Ὅλοι μιλᾶνε γιά ἀγάπη, εἰρήνη καί ὁμόνοια, τούς εἶπα στό τέλος, ἀλλά ὅλοι αὐτοί εἶναι διχασμένοι καί μέ τόν ἑαυτό τους καί μέ τούς ἄλλους. Γι' αὐτό καί ἑτοιμάζουν ὅλο καί μεγαλύτερες βόμβες. Πολλοί, πού μιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεό, γιατί δέν τόν ἔχουν ἀγαπήσει, οὔτε ἔχουν ἀληθινή ἀγάπη. Ἀγάπη ἀληθινή ἔχει ἐκεῖνος, πού ἔχει ὀρθή πίστη, ζῆ κοντά στό Θεό, καί τότε ὁ Θεός ζωγραφίζεται στό πρόσωπό του καί οἱ ἄλλοι βλέπουν στό πρόσωπό του τόν Θεό. Εὔχομαι ὁ Θεός νά φωτίση ὅλους τούς ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους εἴμαστε κατά σάρκα ἀδέλφια – ἀπό τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα - νά ἔρθουν ‘εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας[7]’, γιά νά γίνουν καί πνευματικά μας ἀδέλφια. Ἀμήν»![8]
Χαρακτηριστικό εἶναι καί τό ἑξῆς περιστατικό : Ὁ τότε Πάπας, ἔχοντας ἀκούσει γιά τήν φήμη τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ἔστειλε μερικούς καρδιναλίους στή καλύβη τοῦ γέροντος, γιά νά τοῦ ἀνακοινώσουν ὅτι ὁ Πάπας τόν προσκαλεῖ στή Ρώμη, γιά νά συζητήσουν περί δογματικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων. Ἡ ἀπάντηση τοῦ γέροντος ἦταν ἀποστομωτική : «Ὁ πάπας δέν εἶναι ἕτοιμος ἀκόμη γιά μιά τέτοια συζήτηση. Πρέπει νά ἀποβάλλει τόν ἐγωϊσμό του».
Γιά τή θέση καί τή στάση τοῦ Ἁγίου Παϊσίου ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀντλοῦμε πληροφορίες καί ἀπό δύο ἄλλα βιβλία. Τό πρῶτο εἶναι τό βιβλίο «Ἐπιστολές», πού ἔγραψε ὁ ἴδιος, καί το δεύτερο το βιβλίο «Λόγοι Α΄. Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο».
Στό βιβλίο του «Ἐπιστολές» ὑπάρχουν σαφεῖς ἀναφορές γιά τίς «ἀρρωστημένες πλάνες» τῶν ἑτεροδόξων ἤ αἱρετικῶν. Γράφει μεταξύ ἄλλων : «Στήν ἐποχή μας, ὅμως, πολλοί ἀπό ἐμᾶς, ἐπηρεαζόμενοι δυστυχῶς ἀπό τήν κοσμική ἀγάπη, πού δέν ἔχει πνευματικό ἀντίκρυσμα, πᾶμε δῆθεν νά κάνουμε καλό, νά δώσουμε αἷμα, ἐνῶ τό αἷμα μας εἶναι γεμάτο ἀπό πνευματικά μικρόβια καί βλάπτουμε περισσότερο. Ἐάν ὅμως ζούσαμε Πατερικά, θά εἴχαμε ὅλοι πνευματική ὑγεία, τήν ὁποία θά ζήλευαν καί ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι καί θά ἄφηναν τίς ἀρρωστημένες τους πλάνες καί θά σώζονταν δίχως κήρυγμα. Διότι τώρα δέν συγκινοῦνται ἀπό τήν Ἁγία μας Πατερική παράδοση, γιατί θέλουν νά ἰδοῦν καί τήν Πατερική μας συνέχεια, τήν πραγματική μας συγγένεια μέ τούς Ἁγίους μας». Πιό κάτω λέει : «... Αὐτό πού ἐπιβάλλεται σέ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νά βάζη τήν καλή ἀνησυχία καί στούς ἑτεροδόξους, νά καταλάβουν δηλαδή ὅτι βρίσκονται σέ πλάνη, γιά νά μήν ἀναπαύουν ψεύτικα τόν λογισμό τους καί στερηθοῦν καί σ' αὐτήν τήν ζωή τίς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καί στήν ἄλλη ζωή στερηθοῦν τίς περισσότερες καί αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ...»[9].
Στό βιβλίο «Λόγοι Α΄. Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο» γράφονται τά ἑξῆς, τά ὁποία ἀποτελοῦν ἀπάντηση στόν διαθρησκειακό οἰκουμενισμό : «...Σήμερα δυστυχῶς μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκή εὐγένεια καί πᾶνε νά δείξουν τόν καλό. Θέλουν νά δείξουν ἀνωτερότητα καί τελικά πᾶνε νά προσκυνήσουν τόν διάβολο μέ τά δύο κέρατα. ‘Μία θρησκεία, σοῦ λένε, νά ὑπάρχη καί τά ἰσοπεδώνουν ὅλα. Ἦρθαν καί σ' ἐμένα μερικοί καί μοῦ εἶπαν : Ὅσοι πιστεύουμε στόν Χριστό νά κάνουμε μία θρησκεία. ‘Τώρα εἶναι σά νά μοῦ λέτε, τούς εἶπα, χρυσό καί μπακίρι (χαλκό) νά τά κάνουμε ἕνα... Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιά νά λαμπικάρη τό δόγμα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καί ἀπαγόρευσαν τίς σχέσεις μέ αἱρετικό. Σήμερα λένε : Ὄχι μόνο μέ αἱρετικό, ἀλλά καί μέ Βουδδιστή καί μέ πυρολάτρη καί μέ δαιμονολάτρη νά συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νά βρίσκωνται στίς συμπροσευχές τους καί στά συνέδρια καί οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μιά παρουσία. Τί παρουσία; Τά λύνουν ὅλα μέ τήν λογική καί δικαιολογοῦν τά ἀδικαιολόγητα. Τό εὐρωπαϊκό πνεῦμα νομίζει ὅτι καί τά πνευματικά θέματα μποροῦν νά μποῦν στήν Κοινή Ἀγορά...»[10].
            Ἐν κατακλείδι, ἀπό τά προαναφερθέντα, καθίσταται σαφές ὅτι ἀνέκαθεν ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἦταν κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Ζηλωτισμοῦ, ὅπως καί κατά παντός μοντερνισμοῦ ἤ νεωτερισμοῦ, ὡς ὑπαγορεύματος τοῦ διαβόλου. Ποτέ δέν ἔλεγε καί δέν ἔγραψε ὅτι «εἴμαστε τό ἴδιο» μέ τούς ἑτεροδόξους καί ὅλα ὅσα ἀνιστόρητα καί ἀντορθόδοξα καί ὄντως «ἀρρωστημένα καί πλανεμένα» ἔχουν πεῖ καί λένε καί γράφουν οἱ παλαιότεροι καί μάλιστα οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές καί φιλενωτικοί.
Ἡ νόθευση τῆς προφητείας τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ : «Τόν Πάπα νά καταρᾶσθε»
Ὁ Σεβ. στήν ἐν λόγω ἐπιστολή δέν δίστασε νά διαστρεβλώσει τόν μεγάλο διδάχο τοῦ Γένους μας, τόν ἱσαπόστολο καί ἐθνομάρτυρα ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό. Λέει : «Πρὶν ἀπό λίγες μέρες κάποια νέα κοπέλα ἀπό τὴ νεανική σύναξη τοῦ Ἄργους καλοπροαίρετα μὲ ρώτησε: «Πῶς παρεβρεθήκατε σὲ μία ἐκδήλωση γιὰ τὸν πάπα; Δὲν εἶναι ὁ πρόδρομος τοῦ ἀντιχρίστου; Δὲν ἔλεγε ὁ ἅγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀντίχριστος καὶ αὐτόν νὰ καταρρᾶσθε;» Ἡ νέα ἐπανέλαβε μία φράση ποὺ, ὑποτίθεται τὴν εἶπε ὁ ἅγ. Κοσμᾶς. Καὶ πάνω σ᾿ αὐτή τὴ φράση στηρίχτηκαν πλῆθος συγχρόνων ἀντιπαπικῶν. Καὶ συνεχῶς αὐτή ἡ φράση ἀναπαράγεται δεκαετίες τώρα. Εὐτυχῶς, ὅμως, ποὺ ἕνας σοβαρός ἐπιστήμονας καὶ ἐρευνητής, ὁ  κ. Ἰ. Μενοῦνος, ποὺ ἀσχολήθηκε χρόνια μὲ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ καὶ τὶς διδαχές του, ἀπέδειξε ὅτι αὐτή ἡ φράση δὲν ὑπάρχει. Εἶναι παρέμβλητη. Προσθήκη κάποιας εὐσεβοῦς ἀλλά φανατικῆς χειρός. Γράφει ὁ   κ. Μενοῦνος : «Ἡ φράση αὐτή ἦταν λόγος τοῦ Κωλέττη, καὶ ὄχι τοῦ ἅγίου Κοσμᾶ, ὁ ὁποίος σὲ καμιά ἄλλη ἀπό τὶς προφητεῖες του δὲν ἀναφέρει τίποτα γιὰ τὸν πάπα. Εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι οὔτε στὶς διδαχές του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀσχολήθηκε μὲ τὶς διδασκαλίες ἤ τὰ ἔργα τῶν παπῶν». Γιατί; Γιατί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς γνώριζε πολύ καλά ὅτι στὰ μέρη, ποὺ περιόδευε, δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος παπικοῦ προσηλυτισμοῦ. Τὰ ποιμαντικά προβλήματα, ποὺ ἀντιμετώπιζε, ἦταν ἤ ἄγνοια, ἡ ἠθική κατάπτωση τοῦ ἀγράμματου λαοῦ, οἱ συνεχεῖς ἐξισλαμισμοί».
Ὡς ἀπάντηση στούς ἀνωτέρω ἰσχυρισμούς τοῦ Σεβ. παραθέτουμε τήν ἐξαιρετική γνώμη τοῦ φιλολόγου καὶ θεολόγου κ. Κωνσταντίνου Σιαμάκη[11], ὁ ὁποῖος λέει ὅτι «πρόκειται γιὰ συκοφαντικὸ παιχνίδι δύο φίλων, Εἰρ. Δεληδήμου καὶ Ἰω. Μενούνου, οἱ ὁποῖοι, ὅσο κι ἂν κάνουν τὸν ἔξυπνο, δὲν καταφέρνουν μὲ κανέναν τρόπο νὰ κρύψουν ὅτι τὸ στήνουν γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. 1. Γιὰ νὰ διαφημίσουν τὸ περιοδικὸ τοῦ Μενούνου «Νειάτα» καὶ τὴ νέα ἔκδοσι τοῦ βιβλίου του «Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ – Διδαχὲς καὶ βιογραφία» καὶ νὰ πουλήσουν ἰδίως στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Σῦρο, ὅπου ἐπιχωριάζει τὸ σχεδὸν παιδικὸ περιοδικὸ τοῦ Μενούνου. 2. Γιὰ νὰ κολακεύσουν τοὺς παπικοὺς τῶν μερῶν αὐτῶν, ἐπιδεικνύοντας ζῆλο ὑπὲρ τοῦ πάπα ῾Ρώμης καὶ «συμφιλιώνοντάς» τον μὲ τὸν Κοσμᾶ, ποὺ εἶναι τὸ ἀντικείμενο τοῦ βιβλίου τοῦ Μενούνου. 3. Γιὰ νὰ σπιλώσουν μὲ μιὰ πρωτοφανῆ κατινιὰ τὸν Καντιώτη ὡς δῆθεν πλαστογράφο, ποὺ αὐτὸς δῆθεν νόθευσε τὶς Διδαχὲς τοῦ Κοσμᾶ, ὥστε νὰ τὶς κάνῃ ἀντιπαπικές. Ἐπιζητοῦν ὡς πελατειακό τους κοινὸ τοὺς παπικοὺς τῆς Σύρου καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος. 4. Εἰδικὰ ὁ Μενοῦνος ἔχει καὶ ψυχολογικὸ κίνητρο. Ἀπὸ πολλὰ χρόνια διακατέχεται ἀπὸ ἀνεξέλεγκτη ἀντιπάθεια ὑποδεεστέρου πρὸς τὸν Καντιώτη ὡς ἐκδότη τῶν Διδαχῶν τοῦ Κοσμᾶ μὲ μιὰ ἔκδοσί του πολὺ πληρέστερη, ποιοτικῶς καλλίτερη, κι ὡς πρὸς τὴν κυκλοφορία πολὺ ἀνώτερη καὶ γνωστότερη στὸ Πανελλήνιο καὶ στὴν Ὀρθοδοξία τόσο τοῦ ἐσωτερικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἔναντι αὐτῆς τῆς ἐκδόσεως Καντιώτου ἢ μᾶλλον τῶν 27 ἀλλεπαλλήλων ἐκδόσεων (1950-2007) νιώθει πολὺ μειονεκτικὰ ὡς ἐπιστήμων κι ὡς εἰδικὸς ἐπίσης. Γιὰ τὸ Μενοῦνο τὸ κρυφὸ αὐτὸ μαράζι εἶναι θέμα τόσο προσωπικοῦ γοήτρου, ὅσο κι ἐμπορικοῦ κέρδους. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζουληγμένος σὰ βαμβακόπιττα κάτω ἀπὸ ὁδοστρωτῆρα».
Παραθέτουμε, ἐπίσης, ἀπόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. αἰδεσιμολογιωτάτου πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση μέ θέμα «Ἡ ἐπικαιρότης τῶν διδαχῶν τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ»[12]. Ἀναφέρει σχετικά ὁ πατήρ ὅτι «ἐνοχλοῦνται οἱ φιλοπαπικοὶ Οἰκουμενιστές, ὅπως καί ὁ Σεβ., ἀπὸ τὴν ρήση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, ποὺ σώζεται ἀνάμεσα στὶς προφητεῖες του «Τὸν πάπαν νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία»[13]. Λόγῳ τοῦ μεγάλου σεβασμοῦ, τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ ἔχει ὁ λαὸς γιὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ, ποὺ συνέβαλε μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ στὴν σωτηρία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους, διστάζουν νὰ τὸν ἀμφισβητήσουν συνολικά, ὅπως δίσταζαν καὶ οἱ Ἑβραῖοι ἡγέτες μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, φοβούμενοι τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ. Ἂν, ὅμως, τιμοῦν καὶ σέβονται ἀληθινὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ, πρέπει, κατὰ τὴν σύστασή του, νὰ καταδικάσουν, νὰ ἀπορρίψουν, νὰ ἀναθεματίσουν τὸν πάπα. Νόμισαν ὅτι μποροῦν νὰ ἀποφύγουν αὐτὸν τὸν σκόπελο καὶ νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ἀγκαλιάζουν καὶ νὰ ἀσπάζονται τὸν πάπα, νὰ συμπροσεύχονται μαζί του καὶ νὰ τοῦ συνθέτουν ὕμνους καὶ τροπάρια, νὰ θεωροῦν τὸν Παπισμὸ ὡς ἀδελφὴ ἐκκλησία, μὲ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἔγκυρα μυστήρια, νά παρουσιάζουν βιβλία του, ἂν διέδιδαν ὅτι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς δὲν εἶπε ποτὲ αὐτὴν τὴν φράση, νοθεύοντας ἔτσι τὴν σωζόμενη διδασκαλία τοῦ Ἁγίου. Ἡ νόθευση συγγραμμάτων εἶναι παλιὰ τέχνη τῶν παπικῶν, γνωστὴ στὴν ἱστοριογραφία, καὶ τὴν γραμματολογία. Λυπηθήκαμε μόνο, γιατὶ αὐτὴν τὴν νόθευση πρὸς ἐξυπηρέτηση τῶν φιλοπαπικῶν τὴν ἐπεχείρησε καὶ τὴν διέδωσε ἕνας, κατὰ τὰ ἄλλα, τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν γνώση, ἐκλεκτὸς καὶ λογιώτατος κληρικός, ὁ ἀρχιμανδρίτης Εἰρηναῖος Δεληδῆμος, ποὺ ἀνήκει στὸ διδακτικὸ προσωπικὸ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ ἀντιπαπικὴ προφητεία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ δὲν ὑπάρχει στὰ χειρόγραφα· τὴν ἐπενόησε, τὴν ἐφεῦρε, ὁ ἀντιπαπικὸς Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ τὴν συμπεριέλαβε ἀνάμεσα στὶς ἄλλες προφητεῖες του, γιὰ νὰ δώσει κῦρος στὸν ἀντιπαπισμό του. Ὑπέστη βέβαια συντριπτικὸ πλῆγμα ἀπὸ τὸν φιλόλογο καὶ θεολόγο Κωνσταντῖνο Σιαμάκη, ὁ ὁποῖος ἔδειξε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ κάνει πολὺ κόπο, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν ψευδῆ ἰσχυρισμό του, ἀρκεῖ νὰ ἔβλεπε ἐκεῖ δίπλα του χειρόγραφο στὴν Βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο περιέχει τὴν ἀμφισβητηθεῖσα προφητεία. Τὸ πιὸ λυπηρὸ εἶναι ὅτι παρὰ τὴν ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς νοθείας οἱ φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς στὴν Θεσσαλονίκη βομβαρδίζονται μὲ τὴν ψευδῆ αὐτὴ ἐφεύρεση, μὲ τὴν νοθεία αὐτὴ τοῦ π. Εἰρηναίου. Μελετώντας τὴν βιβλιογραφία καὶ τὶς Διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἐντοπίζονται κι ἄλλα στοιχεῖα γιὰ τὴν γνησιότητα αὐτῆς τῆς προφητείας. Ἀκόμη καὶ ἂν ἔλειπε αὐτὴ ἡ προφητεία, ὑπάρχουν σὲ ἄλλα σημεῖα τῶν Διδαχῶν του ἀντιπαπικὲς ρήσεις, ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν νὰ ἀλλοιώσουμε τὴν πίστη τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, τὴν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, γιὰ τὸν πάπα, καὶ ἂς ἐνοχλοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές. Αὐτοὶ ἄλλωστε βλέποντας τὴν καθολική, σταθερὴ καὶ ἀδιάκοπη πίστη τῶν Ὀρθοδόξων ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση, ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Φωτίου μέχρι σήμερα, ἐπὶ 1200 χρόνια, καταδικάζουν τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση, εἰσήγαγαν ἄλλη αἵρεση, τὴν γνωστὴ Μεταπατερικὴ Θεολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ἡ ὁποία παραμερίζει τοὺς Ἁγίους Πατέρες, καταργεῖ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὡς ἀνεπίκαιρους καὶ ξεπερασμένους, παρωχημένους, μαζὶ καὶ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Τοὺς εἶναι ἐμπόδιο στὰ συγκρητιστικά, μασονοεβραϊκά, οἰκουμενιστικά, νεοεποχίτικα σχέδιά τους. Ἡ Γερόντισσα Εὐθυμία, Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Μεγαδένδρου, στὴν ἐξαιρετικὴ ἐρευνητικὴ καὶ ἐπιστημονική της ἐργασία «Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ μέσα στὴν ἱστορία», ποὺ θὰ μποροῦσε ἄνετα καὶ ἐπάξια νὰ τῆς χαρίσει τὸν τίτλο τοῦ διδάκτορος τῆς Θεολογίας, πρὶν ἀκόμη δημιουργήσει τὴν σχετικὴ νοθεία ὁ π. Εἰρηναῖος, διεπίστωσε ὅτι ἡ προφητεία γιὰ τὸν πάπα σώζεται σὲ δύο παραλλαγές, μία στὴν γνωστὴ συλλογὴ Καντιώτη «Τὸν πάπα νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία», καὶ μία στὴν συλλογὴ ἀλβανικοῦ χειρογράφου, ποὺ εἶναι πιὸ ὁλοκληρωμένη, διότι μᾶς λέγει σὲ τί ὁ πάπας θὰ εἶναι αἰτία : «Τὸν πάπα νὰ τὸν καταριέστε, γιατὶ αὐτὸς θὰ εἶναι αἴτιος τοῦ χαλασμοῦ τοῦ τόπου»[14]. Τὸ κενὸ τῆς προφητείας τῆς συλλογῆς Καντιώτη τὸ συμπληρώνει ἡ συλλογὴ τοῦ ἀλβανικοῦ χειρογράφου, ποὺ μαρτυρεῖ καὶ γιὰ τὴν γνησιότητα τῆς προφητείας. Εἶναι πολὺ χειρότερη ἡ ἄλλη ρήση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ γιὰ τὸν πάπα καὶ τὸν Μωάμεθ, γιὰ τὸν δεύτερο λίγο συγκεκαλυμμένα, λόγῳ τῆς δουλείας. Τοὺς ταυτίζει μὲ τὸν Ἀντίχριστο καὶ βρίσκεται στὴν Η´ Διδαχή του : «Ὁ Ἀντίχριστος εἶναι· ὁ ἕνας εἶναι ὁ πάπας καὶ ὁ ἕτερος εἶναι αὐτὸς, ὁποὺ εἶναι εἰς τὸ κεφάλι μας, χωρὶς νὰ εἰπῶ τὸ ὄνομά του, τὸ καταλαβαίνετε, μὰ λυπηρὸν εἶναι νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, διότι αὐτοὶ οἱ Ἀντίχριστοι εἶναι εἰς τὴν ἀπώλειαν, καθὼς τὸ ἔχουν. Ἡμεῖς ἐγκράτεια, αὐτοὶ ἀπώλεια· ἡμεῖς νηστεία, αὐτοὶ πολυφαγία· ἡμεῖς παρθενία, αὐτοὶ πορνεία· ἡμεῖς δικαιοσύνη, αὐτοὶ ἀδικία»[15]. Ἄλλωστε καὶ σ᾽ αὐτὰ ποὺ προηγουμένως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅτι ὅλες οἱ ἄλλες πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, τοῦ Διαβόλου, καὶ μόνη ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, δὲν περιλαμβάνει καὶ τὸν πάπα; Καὶ τὸ ὅτι τὰ εὐρωπαϊκὰ ρηγᾶτα, οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοί, θὰ μᾶς ἔβλαπταν στὴν πίστη, ἂν ὑποτασσόμασταν στοὺς Φράγκους, ἀντὶ γιὰ τοὺς Τούρκους, τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ δὲν ἐννοεῖ; Ὑπῆρχε τότε ἄλλη πίστη στὴν Εὐρώπη; Ἡ Ἁγιοκοσμίτισσα Ἡγουμένη Εὐθυμία, κατὰ τὴν μετακομιδὴ τμήματος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἀπὸ τὰ Τίρανα στὴν Μονὴ του στὸ Μέγα Δένδρο τὸ 2007, καὶ ἐνῶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος, ἐπιφανὴς Οἰκουμενιστής, κρατοῦσε τὸ Ἅγιο λείψανο, στὴν προσφώνησή της εἶπε, γυναίκα αὐτή, τὰ ἑξῆς ἀνδρικώτατα, ἀπευθυνόμενη πρὸς τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ : «Καί τώρα τί νὰ ποῦμε σὲ σένα Ἅγιε Γέροντα, βλαστάρι τῆς Αἰτωλίας, καλλιέργημα τοῦ Ἄθωνα, ᾽Αστέρι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ; Καλῶς ὅρισες στὴ Μονή σου, γιὰ νὰ ποιμάνεις μὲ τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου σου, μὲ τὸ ἅγιο παράδειγμά σου, μὲ τὶς διδαχές σου, μὲ τὶς προφητεῖες σου. Καλῶς ὅρισες στὴν ἑλληνικὴ γῆ. Ἔλα νὰ μᾶς διδάξεις ἄλλη μία φορὰ τὴν γνήσια Ὀρθόδοξη Πίστη μας σὰν τότε, Ἰσαπόστολε, καταδικάζοντας τὶς αἱρέσεις, ὅπως τότε. Ἔλα νὰ μᾶς πῆς πάλι τὴ διδαχὴ καὶ προφητεία σου "Τὸν πάπα νὰ τὸν καταριέστε, γιατὶ αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ αἴτιος τοῦ χαλασμοῦ τοῦ τόπου". Νὰ μᾶς συγκεντρώσεις τὴν προσοχὴ σ᾽ αὐτὸ τὸ χαλασμό, γιὰ τὸν τόπο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει καὶ στὸ χαλασμὸ τοῦ τόπου τοῦ Ἔθνους... Ν᾽ ἀνέβεις πάλι στὸ σκαμνί, τὸν ἄμβωνά σου, πού, ὅπως εἶπες, ἔχει τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διδάσκει Ἱερεῖς, Ἀρχιερεῖς, Πατριάρχες, λαϊκούς. Θὰ σὲ ἀκούσουν ἢ μήπως θελήσουν νὰ σὲ καθαιρέσουν;... Ἔλα νὰ ἐπιστήσεις τὴν προσοχή μας γιὰ τὶς βλέψεις του Σιωνισμοῦ, μὲ τὴν τολμηρὴ καὶ ἀκάθεκτη γλώσσα σου, ποὺ τὰ πλοκάμια του ἄδραξαν τὶς ἕδρες λειτουργίας τῶν λαῶν καὶ προωθοῦν τὰ σχέδια τους»[16].
Ἡ κολόβωση καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
Στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ Σεβ. δέν διστάζει νά ἐπιστρατεύσει τόν ἀντίπαπα καί παπομάστιγα, τόν ἄτλαντα καί μέγα πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἅγιο Μάρκο ἐπίσκοπο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, παραθέτοντας ὁρισμένα ἀποσπάσματα φράσεών του, τά ὁποία εἰπώθηκαν κατά τήν ληστρική σύνοδο τῆς Φεράρας - Φλωρεντίας. Λέει συγκεκριμένα : «Θέλετε νὰ πάμε καὶ λίγο μακρύτερα; Στὸ γνωστό γιὰ τοὺς ἀντιδυτικούς ἀγῶνες του, τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό. Ὁλοι τὸν ἐπαινοῦν, ποὺ δὲν ὑπέγραψε τὴν Ἕνωση, καὶ πολύ καλά ἔκανε, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν οἱ προϋποθέσεις. Ὅμως, ὁ ἅγιος Μᾶρκος δὲν ἀρνήθηκε τὸ διάλογο, δὲν ἀρνήθηκε νὰ πάει στὶς συνόδους Φεράρας-Φλωρεντίας. Ἴσως, ἄν ζούσατε τότε, θὰ τὸν κατηγορούσατε, ποὺ τόλμησε νὰ πάει στὸν «ἀντίχριστο πάπα». Ἔχετε διαβάσει τὸ λόγο τοῦ ἁγ. Μάρκου πρὸς τὸν τότε πάπα Ρώμης; Σᾶς μεταφέρω ἐλάχιστα αποσπάσματα. «Ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». «Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τὰ προοίμια˙ σήμερον αἱ νοηταί ἀκτῖνες τοῦ τῆς εἰρήνης Ἡλίου τῇ οἰκουμένῃ πάσῃ προαναγγέλουσι˙ σήμερον τὰ τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε καὶ ἐῤῥηγμένα, πρὸς τὴν ἕνωσιν ἀλλήλων ἐπείγεται˙ οὐ γὰρ ἀνέχεται ἡ κεφαλή πάντων Χριστός ὁ Θεός ἐφιστάναι διηρημένῳ τῷ σώματι, οὐδέ τὸν τῆς ἀγάπης δεσμόν ἐξ ἡμῶν ἀνηρῆσθαι παντάπασιν ἡ ἀγάπη βούλεται˙ διὰ τοῦτο ἐξήγειρέ σε τὸν τῶν Ἱερέων αὐτοῦ πρωτεύοντα πρὸς τὴν ἡμετέραν ταύτην κλῆσιν καὶ τὸν εὐσεβέστατον ἡμῶν Βασιλέα πρὸς τὴν σὴν ὑπακοήν διανέστησε καὶ τὸν ἁγιώτατον Ποιμένα καὶ Πατριάρχην, γήρως ἐπιλαθέσθαι καὶ ἀσθενείας μακρᾶς παρεσκεύασε καὶ ἡμᾶς τοὺς ὑπ᾿ αὐτῷ ποιμενομένους ἁπανταχόθεν συνήθροισε καὶ μακρᾶς ὁδοῦ καὶ πελάγους καὶ κινδύνων ἑτέρων κατατολμῆσαι πεποίηκεν, ἀφ᾿ οὖ προφανῶς Θεοῦ δυνάμει καὶ κρίσει γεγένηται καὶ τόπερ ὁποῖον ἔσται καλόν καὶ Θεῷ φίλον, ἐντεῦθεν ἤδη προοιμιάζεται». «Δεῦρο δὴ οὖν, ἁγιώτατε Πάτερ, ὑποδέξαι τὰ σὰ τέκνα μακρόθεν ἐξ ἀνατολῶν ἥκοντα, περίπτυξαι τοὺς ἐκ μακροῦ διεστῶτας του χρόνου, πρὸς τὰς σὰς καταφυγόντας ἀγκάλας˙ θεράπευσον τοὺς σκανδαλισθέντας, ἅπαν σκῶλον καὶ πρόσκομμα τῆς εἰρήνης κωλυτικόν ἐκ μέσου γενέσθαι κέλευσον˙ εἰπέ καὶ αὐτός τοῖς Ἀγγέλοις ὡς τοῦ Θεοῦ μιμητής, ὁδοποιήσατε τῷ λαῷ μου καὶ τοὺς λίθους ἐκ τῆς ὁδοῦ διαῥῥίψατε˙ μέχρι τίνος οἱ τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς αὐτῆς Πίστεως βάλλομεν ἀλλήλους καὶ κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οἱ τῆς αὐτῆς Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν ἀλλήλους καὶ κατεσθίομεν; ἕως ἄν ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῶμεν καὶ ὑπό τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν εἰς τὸ μηκέτι εἶναι χωρήσωμεν; Μὴ γένοιτο, Χριστέ Βασιλεῦ, τοῦτο, μηδέ νικήσῃ τὴν σὴν ἀγαθότητα τῶν ἡμετέρων ἁμαρτιῶν ἡ πληθύς, ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐν τοῖς πρότερον χρόνοις, ὅτε τὴν κακίαν εἶδες ὑπερταθεῖσαν καὶ ἐπί μέγα χωρήσασαν, διὰ σαυτοῦ καὶ τῶν σῶν Ἀποστόλων ἀνέστειλας αὐτήν τῆς πρόσω φορᾶς καὶ πρὸς τὴν Σὴν ἐπίγνωσιν ἐπέστρεψας ἅπαντας, οὕτω καὶ νῦν διὰ τῶν σῶν θεραπόντων, οἱ μηδέν τῆς σῆς ἀγάπης προυργειαίτερον ἔθεντο, σύναψον ἡμᾶς ἀλλήλοις καὶ Σεαυτῷ καὶ τὴν εὐχήν ἐκείνων ἐπιτελῆ ποίησον, ἥν ἡνίκα πρὸς τὸ πάθος ἀπήεις εὐχόμενος ἔλεγες˙ «(Δός αὐτοῖς) ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν» (Ἰωάν. ιζ΄22).
Ἀλήθεια τὶ θὰ λέγατε κύριε Τελεβάντε ἄν ἀκούγατε σήμερα τὸν ἅγ. Μᾶρκο νὰ ἀποκαλεῖ τὸν πάπα «ἁγιώτατο» καὶ «πρωτεύοντα». Τὶ θὰ λέγατε ἄν ἀκούγατε τὸν ἅγ. Μᾶρκο, μετά τὴν ἀποτυχία τῆς συνόδου, νὰ προτρέπει τοὺς ὀρθοδόξους νὰ δέχονται τοὺς ρωμαιοκαθολικούς στοὺς κόλπους τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας ὄχι μὲ βάπτισμα ἀλλά μὲ χρίσμα; Τὸ ξέρετε ὅτι σ᾿ ὅλες τὶς σλαβικές ἐκκλησίες ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ὀρθοδόξων εἶναι βαπτισμένοι διὰ ραντίσματος ἤ δι᾿ ἐπιχύσεως; Θὰ τοὺς καταδικάσετε καὶ αὐτούς; Ὥς πότε κύριε Τελεβάντε θὰ ζοῦμε μὲ φοβικά σύνδρομα; Ὥς πότε θὰ ἀνακαλύπτουμε κινδύνους ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν καὶ θὰ παραβλέπουμε τοὺς πραγματικούς κινδύνους ποὺ κατακλύζουν τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο; Ὥς πότε θὰ μετατρέπουμε τὴν ὀρθοδοξία σὲ μία τζιχαντικοῦ τύπου πίστη γεμάτη μισαλοδοξία καὶ φανατισμό; Μήπως συγχέουμε τὴν ὁμολογία μὲ τὸ φασισμό; Μήπως συγχέουμε τὴν μαρτυρία μὲ τὴν προπαγάνδα»;
Σχετικά μέ τά ἀποσπάσματα φράσεων τοῦ Ἁγίου, τά ὁποία παραθέτει ὁ Σεβ., θέλουμε νά παρατηρήσουμε  ὅτι εἶναι συνήθης τακτική πολλῶν, προκειμένου νά βγάλουν τά συμπεράσματα, πού θέλουν, νά ἀποσποῦν καί νά ἀπομονώνουν βιβλικά χωρία, ἤ φράσεις ἁγίων Πατέρων, χωρίς νά λαμβάνουν ὑπ' ὄψιν τους τά συμφραζόμενα, ἀλλά καί τήν γενικότερη ἱστορική συνάφεια καί τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα τῶν γεγονότων καί τῶν περιστάσεων, μέ τά ὁποία εἶναι συνδεδεμένες οἱ φράσεις αὐτές. Τό ἑρμηνευτικό αὐτό σφάλμα γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερο, ὅταν ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοία τους παραθεωροῦν καί ἀποσιωποῦν ἄλλους λόγους καί φράσεις τῶν ἐν λόγω Ἁγίων Πατέρων, ἐπί τῆ βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καλύτερα τό πνεῦμα καί ὁ σκοπός καί ἐκείνων τῶν λόγων, πού φαίνεται νά εὐνοοῦν τά συμπεράσματά τους.
Ἔτσι, στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι μέν ἀληθές ὅτι ὁ Ἅγιος, κατά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας προσεφώνησε τόν πάπα ὡς «Μακαριώτατον Πάπαν τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης», ὡς «τόν τῶν ἱερέων (τοῦ Θεοῦ) πρωτεύοντα», τόν παπισμό ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία» καί τήν Ἐκκλησία σά νά βρισκόταν σέ κατάσταση διασπάσεως : «τά τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε καί διερρηγμένα, πρός ἀλλήλων ἐπείγονται ἕνωσιν». Ἀλλά, εἶναι ἐπίσης ἀληθεῖς καί οἱ ἄλλοι λόγοι του πρός τήν Σύνοδο, ὅταν αὐτή πλησίαζε πρός τό τέλος της (στήν Φλωρεντία), στούς ὁποίους χαρακτηρίζει τούς παπικούς ὄχι μόνον ὡς σχισματικούς, ἀλλά καί ὡς αἱρετικούς : «Οὐ μόνον εἰσίν οἱ Λατίνοι σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί. Καί τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν, διά τό τό γένος εἶναι ἐκείνων πολύ ἰσχυρότερον ἡμῶν. Ἡμεῖς δέ οὐ δι' ἄλλο τί ἐσχίσθημεν αὐτῶν, εἰ μή ὅτι εἰσίν αἱρετικοί. Διό οὐδέ πρέπει ὅλως ἐνωθῆναι αὐτοῖς, εἰ μή ἐκβάλωσι τήν προσθήκην ἀπό τοῦ συμβόλου καί ὀμολογήσωσιν τό σύμβολον καθῶς καί ἡμεῖς»[17]. Τούς  ἴδιους χαρακτηρισμούς ἀποδίδει στούς παπικούς καί ἀργότερα, μετά τήν ὑπογραφή τοῦ ὅρου τῆς ψευδοενώσεως (τόν ὁποῖο βέβαια δέν ὑπέγραψε), σέ ἐπιστολή του, τήν ὁποία ἀπηύθυνε πρός τούς «ἁπανταχοῦ της γῆς» χριστιανούς. Ἔγραφε : «Ἐφ' ὅσον οἱ Παπικοί ἐξακολουθοῦν νά σφάλουν «περί τήν θεολογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (δηλαδή τήν κακοδοξία τοῦ filioque), εἰς ὅ βλασφημῆσαι κινδύνων ὁ χαλεπώτατος, αἱρετικοί εἰσίν ἄρα» καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι «ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν»[18]. Σέ ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη, μεταξύ ἄλλων ἔγραφε[19] : Ἐγώ «Μάρκος ὁ ἁμαρτωλός» σᾶς λέγω ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μνημονεύει τόν Πάπα, ὡς Ὀρθόδοξο ἀρχιερέα, εἶναι ἔνοχος, καί ὅποιος φρονεῖ τά δόγματα τῶν Λατίνων, θά κατακριθεῖ μέ τούς Λατίνους καί θά θεωρηθεῖ «ὡς παραβάτης τῆς πίστεως»[20]. Διαπιστώνει ὁ ἅγιος Μάρκος ὅτι «δύσκολα αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ Λατίνοι, πού μᾶς συμπεριφέρονται τόσο ὑπερήφανα, θά δεχθοῦν ν'ἀλλάξουν κάτι ἀπό τά δόγματά τους καί τά ἔθη τους. Ἔδειξαν καί φανέρωσαν ὅτι δέν ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἀλήθεια. Κατά πετρῶν ἐσπείραμεν», διότι σπείραμε σέ πέτρες. «Οἱ Λατίνοι φανέρωσαν τήν αἵρεση τοῦ Filioque, τήν ὁποία προηγουμένως πίστευαν μυστικῶς, τήν ἔλεγαν κάτω ἀπό τά δόντια τους. Οἱ Ὀρθόδοξοι χωρισθήκαμε μέ τήν θέλησή μας ἀπό τούς Λατίνους, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἰσοδυναμεῖ μέ τό ὅτι τούς ἀπεκόψαμε ἀπό τό κοινό τῆς Ἐκκλησίας Σῶμα, ἐπειδή φρονοῦν δυσσεβῆ δόγματα καί ἐπειδή πρόσθεσαν τήν λέξη Filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως παραλόγως. Οἱ Λατίνοι μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque εἶναι αἱρετικοί καί ὡς αἱρετικούς τούς ἀπεκόψαμε ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Οὐκούν ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεστράφημεν καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν…». Ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὀρθῶς πιστεύουν οἱ Λατίνοι καί ὀρθῶς ἐξέφρασαν τό δόγμα περί τοῦ Filioque, αὐτοί εἶναι «σφόδρα τόν ἐγκέφαλον διασεσησμένοι», ἔχουν πάθει διάσειση ἐγκεφάλου. «Ἄν ἐκβληθεῖ ἡ προσθήκη ἀπό τό ἅγιο Σύμβολο, τότε μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε». «Οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς πίστεως», διεκήρυττε στεντορία τῆ φωνῆ πρός τούς Λατινόφρονες. Δέν ἐπιτρέπεται συγκατάβαση, οἰκονομία στά θέματα τῆς πίστεως[21]. Σέ ἄλλη ἐγκύκλια ἐπιστολή του, «Πρός τούς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς»[22] , τήν ὁποία ἔγραψε, ὅταν ἦταν ἐξόριστος στή Λῆμνο (περί τό 1440), ὀνομάζει καί πάλι τούς Λατίνους, χωρίς περιστροφές, αἱρετικούς, διότι φρονοῦν ἄτοπα καί δυσσεβῆ, ἐνῶ σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς ὀνομάζει τούς Λατινόφρονες (προδρόμους τῶν σημερινῶν Οἰκουμενιστῶν) «μιξοθήρας ἀνθρώπους», δηλ. κατά τό ἥμισυ ἀνθρώπους καί κατά τό ἥμισυ θηρία, ἐπειδή ἀφ' ἑνός μέν παραδέχονται μαζί μέ τούς Λατίνους ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ», ἀφ' ἑτέρου δέ παραδέχονται μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους ὅτι αὐτό ἐκπορεύεται μόνον «ἐκ τοῦ Πατρός», τούς ὁποίους, συμβούλευε «φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τίς ἀπό ὄφεως», δηλ. πρέπει νά ἀποφεύγουμε τούς Λατινόφρονες, ὅπως ἀποφεύγουμε τά φίδια. Στόν ἀποστάτη Βησαρίωνα ἀπευθυνόμενος ὁ ἅγιος Μάρκος τοῦ λέει : «Ἐσύ εἶσαι κοπέλι του πάπα καί σάν κοπέλι του πάπα ὁμιλεῖς». Τήν δέ ψευδοσύνοδο Φεράρας– Φλωρεντίας ἀποκαλεῖ «Καϊαφαϊκόν συνέδριον»[23]. Κατά τήν «Ἀπολογία»[24] του, τήν ὁποία ἔγραψε λίγο πρίν τήν πρός Κύριον ἐκδημία του, ἔγραφε : «πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι (ὅσο ἀπομακρύνομαι) τούτου καί τῶν τοιούτων (τοῦ ἑνωτικοῦ πατριάρχου Μητροφάνους καί τῶν λατινοφρόνων γενικῶς), ἐγγίζω τῷ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς ἀγίοις, καί ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἐνοῦμαι τῆ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἀγίοις πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας». Καταθέτει παραλλήλως καί τήν ἑξῆς ὁμολογία : «Χωρίσθηκα ἀπό τούς Λατινόφρονες καί εἶμαι μόνος μου, ὥστε νά εἶμαι ἑνωμένος μέ τούς Ἁγίους Πατέρες καί Διδασκάλους, ἀλλά καί γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας στό μέλλον νά κρίνει, ἄν ὑποστήριζα τήν Ὀρθοδοξία καί ἔχαιρα γιά τά ὑγιῆ δόγματα ἤ ἄν δέχθηκα τήν ἕνωση μέ διεστραμμένα δόγματα καί διδασκαλίες». Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς «Ἀπολογίας» του δηλώνει ὅτι καί μετά θάνατον ἀκόμη ἀποστρέφεται κάθε κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί λατινίσαντας καί παραγγέλλει νά μήν παραστεῖ κανείς ἀπό αὐτούς οὔτε στήν κηδεία του οὔτε στό μνημόσυνό του[25]. Μέ τήν γενναῖα καί θαρραλέα αὐτή στάση του, ὁ ἄτλας αὐτός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀνάγκασε τόν πάπα Εὐγένιο νά ἀναφωνήσει, παραδεχόμενος τήν ἥττα του : «Εἰ Μάρκος οὐχ ὑπέγραψεν, ἐποιήσαμεν οὐδέν», δηλ. ἀφοῦ δέν ὑπέγραψε ὁ ἅγιος Μάρκος τόν ὅρο τῆς ψευδοενώσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τόν παπισμό, τότε δέν καταφέραμε τίποτα.
Μετά τά ὅσα ἀναφέραμε, νομίζουμε ὅτι θά ἔπρεπε ὁ Σεβ., ἐάν ἤθελε νά μήν κολοβώσει τόν ἅγιο καί νά μήν δώσει μιά παραπλανητική εἰκόνα γι' αὐτόν, νά μνημονεύσει καί ὅσα περί παπισμοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος περί τό τέλος τῆς ψευδοσυνόδου (στήν Φλωρεντία), ὅπως ἐπίσης καί μετά τήν ψευδοσύνοδο μέχρι τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.
Πῶς συμβιβάζονται, λοιπόν, οἱ πρῶτοι (εἰσαγωγικοί) λόγοι του ἁγίου Μάρκου μέ τούς μεταγενεστέρους, μέ τούς ὁποίους φαίνεται νά ἔρχεται ὁ Ἅγιος σέ φαινομενική τελεία ἀντίθεση; Καί ἐν πάση περιπτώσει σέ ποιούς πρέπει νά δώσουμε μεγαλύτερη καί βαρύνουσα σημασία;
Κατ' ἀρχήν, εἶναι ἀδύνατον νά ἐννοήσουμε ὅτι ὁ ὑπέροχος αὐτός ἄνδρας, ὁ «θεοειδής τήν τε ψυχήν καί προαίρεσιν», ὁ ὁποῖος «ἔργοις τε καί λόγοις στύλος ἀνεδείχθη Ὀρθοδοξίας, ἐναντίον βασιλέων καί τυράννων», σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του Μανουήλ τόν Ρήτορα[26], ὁ «παντοίας θείας σοφίας ἀνάπλεως», σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία τοῦ Θεοδώρου Ἀγαλλιανοῦ[27], νά ὑπῆρξε εἴτε καιροσκόπος ἐκκλησιαστικός διπλωμάτης, εἴτε ἀνιστόρητος θεολόγος, ὥστε νά ἀγνοεῖ τήν ἐπί Μεγάλου Φωτίου συνελθοῦσα Σύνοδο τοῦ 879-880 (Η΄ Οἰκουμενική) καί τήν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθοῦσα Σύνοδο τοῦ 1351 (Θ΄ Οἰκουμενική), οἱ ὁποῖες ἀπερίφραστα κατεδίκασαν τίς γνωστές ἤδη αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ παπισμοῦ. Ὅπως ἐπίσης, δέν ἀγνοοῦσε τήν ἀπό τοῦ 11ου ἀἰῶ. ἐπελθοῦσα διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί παπισμοῦ. Ὁ Ἅγιος γνώριζε σαφέστατα καί πίστευε ἀκράδαντα, καί πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ψευδοσυνόδου, ὅτι ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση. Ἄρα, οἱ εἰσαγωγικοί του ἐκεῖνοι λόγοι δέν ἐκφράζουν τό βαθύτερο πιστεύω του, ἀλλά ἀποτελοῦν ἔκφραση τοῦ φλογεροῦ πόθου του καί τῆς ἐπιθυμίας του νά ἐπανέλθει ἡ αἱρετική Ρώμη στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελοῦσαν λόγους οἰκονομίας, πού ἀποσκοποῦσαν στό νά φιλοτιμήσουν τούς παπικούς σέ προσέγγιση καί νά τούς παρακινήσουν σέ μετάνοια. Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος, ὅταν ἔλεγε τούς λόγους ἐκείνους, δέν εἶχε ἀκόμη λάβει ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία τοῦ τί ἐστί παπική διπλωματία, τί ἐστί παπική ἀδιαλλαξία καί θηριωδία. Δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ τίς δόλιες μεθοδεύσεις, τίς ραδιουργίες καί τά σκοτεινά παρασκήνια, στά ὁποία θά κατέληγε τό «καϊαφαϊκό» ἐκεῖνο συνέδριο. Ὅπως μαρτυρεῖ στά ἀπομνημονεύματά του ὁ Σύλβεστρος Συρόπουλος[28], αὐτόπτης μάρτυς τῶν γεγονότων, ὅταν ἔπαυσαν οἱ δημόσιες συζητήσεις, «κρύφα καί συνεσκιασμένως πάντα ἐγίνοντο». Ὁ βασιλιάς μέ μόνο μιά μικρή ὁμάδα «ἰδία καί μυστικῶς ἐλάλει μετά τοῦ πάπα». Δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ τίς δωροδοκίες, τούς ἐκβιασμούς καί τίς καταπιέσεις, πού ἔφθασαν μέχρι στερήσεως τροφῆς, τίς ὁποῖες θά ὑφίστατο τόσο αὐτός ὅσο καί τα ὑπόλοιπα μέλη της Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας ἐκ μέρους τοῦ πάπα, προκειμένου νά κάμψει τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε νά ὑπογράψουν τόν ὅρο τῆς συνόδου μέ τά παπικά δόγματα. Οἱ Ἕλληνες ὑπέγραψαν τελικά «στένοντες καί τρέμοντες», «ἐθελοακουσίως»[29], δεχόμενοι ἀφόρητες πιέσεις τόσο ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ὅσο καί ἀπό τόν πάπα. Ἄν ὁ Ἅγιος γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅλ’ αὐτά, οὔτε κἄν θά δεχόταν νά λάβει μέρος σέ μιά τέτοια ψευδοσύνοδο. Τό συμπέρασμα ἑπομένως εἶναι ὅτι ὁ Ἅγιος μέ τό νά μήν ὑπογράψει τόν προδοτικό ὅρο τῆς συνόδου, οὐσιαστικά κήρυξε ὡς ἄκυρους καί τούς εἰσαγωγικούς ἐκείνους λόγους του[30].    


[1] http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2015/01/blog-post_13.html, http://apotixisi.blogspot.gr/2015/01/blog-post_14.html#more, http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2015/01/blog-post_51.html
[2] Ἐφημ. Παραπολιτικά, Ἀργολίδα, καί http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2015/01/blog-post_27.html
[3] http://thriskeftika.blogspot.gr/2015/01/blog-post_497.html
[4] Ὀρθόδοξος Τύπος (1-3-1969) 4.
[5] ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, Ἁγιορείτης μοναχός, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[6] Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2007) 1,5.
[7] Α΄ Τιμ. 2,4.
[8] Λόγοι Ε΄. Πάθη καί ἀρετές, Σουρωτή Θεσ/κης 2006, σ. 285.
[9] Ἐπιστολές, ἔκδ. 8η, 2004, σσ. 123, 149-150.
[10] Λόγοι Α΄. Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Σουρωτή Θεσ/κης 2006, σ. 347.
[11] ΑΠΑΝΤΗΣΙ ΣΤΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, Πρὸς ὑπεράσπισι τοῦ «παναγιωτάτου» πάπα Ῥώμης καὶ τοῦ «καημένου» ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Χριστιανικὴ Σπίθα, φύλλα 684-687, Μάιος - Αὔγουστος 2010. http://www.symbole.gr/component/content/article/146-chrphi/967-augkan
[12] Ὀρθόδοξος Τύπος (31-10-2014) 1, 6 καί Θεοδρομία ΙΣΤ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2014) 332-348.
[13] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779). (Συναξάριον – Διδαχαί – Προφητεῖαι - Ἀκολουθία), ἔκδ. Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Ἀδελφότητος «Ὁ Σταυρός», Ἀθῆναι 200526, σ. 348, προφητ. 90.
[14] ΕΥΘΥΜΙΑ ΜΟΝΑΧΗ, (κατὰ κόσμον Ἰουλία Γκελτῆ), Ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Μεγαδένδρου Θέρμου, Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ μέσα στὴν ἱστορία, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀθῆναι 2004, σ. 241. 
[15] Βλ. τὴν Η´ Διδαχὴ εἰς Ἐπισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σ. 286 καὶ εἰς ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, 1714-1779. Ἡ βακτηρία τῶν σκλάβων. Τὸ καύχημα τῶν Αἰτωλῶν. Βίος, Διδαχὲς καὶ ἀσματικὴ Ἀκολουθία, ἐκδ. Ὀρθοδόξου Φιλανθρωπικοῦ Συλλόγου ΜΙΚΡΑ ΖΥΜΗ, Θέρμου Αἰτωλίας, 20054 , σ. 160.
[16] ΕΥΘΥΜΙΑ ΜΟΝΑΧΗ, Ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Μεγαδένδρου Θέρμου, Τῶν Πανελλήνων ὁ Ἅγιος, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Μεγαδένδρου, Ἀθῆναι 2009, σσ. 233- 235.
[17] Mansi 31A, 885DE. Bλ. καί «Πρακτικά τῆς ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς ἐν Φλωρεντία Συνόδου», εκδ.Gill, Pontificum Institutum Orientalium, Studiorum, Roma 1953, Vol. V, fasc. II, σ. 400 (25-53).
[18] ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς (…) Χριστιανοῖς, CFDS, Ser. A΄, Τομ. Χ, fasc II, σ. 144(29-33).
[19] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», Ἀθήναι 2007,                      σ. 177.
[20] ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐπιστολή πρός Θεοφάνην, PG 160, 1096-1100.
[21] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, «Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός γιά τούς Λατίνους», Θεοδρομία Γ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2001) 39-40.
[22] Τοῦ ἰδίου, Τοῖς ἀπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὐρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς, PG 160, 112-204.
[23] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,  ἔνθ' ἄνωτ., σ. 178.
[24] ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Ἀπολογία ρηθεῖσα ἐπί τῆ τελευτῆ αὐτοῦ αὐτοσχεδίως, PG 160, 536BC-536CD.
[25] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,  ἔνθ' ἄνωτ., σ. 201.
[26] ΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΡΗΤΟΡΟΣ, Λόγος περί Μάρκου τοῦ (…) Ἐφέσου…, CFDS, Ser. A΄, Τομ. Χ, fasc II, σσ. 212 (28-29), 209 (31-36).
[27] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, Ἰάσιον 1705, σ. 611.
[28] S. Sguropulym, εκδ. R. Creyghton, τομ. Χ, κεφ. ιη΄, σ. 310. 
[29]Σχ. βλ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΣΧΟΛΑΡΙΟΣ, Ἄπαντα τά εὑρισκόμενα…, τομ. ΙΙΙ, σσ. 45, 80.
πηγή

Ο δαίμονας της κοσμικής εξουσίας

«Ο Θρίαμβος του Θανάτου», έργο του Πήτερ Μπρύγκελ του Πρεσβύτερου, 1562. 

«Όχι η ανάγκη, όχι η επιθυμία – Όχι! Η αγάπη προς την δύναμη είναι ο δαίμονας των ανθρώπων. Τους δίνει τα πάντα, υγεία, τροφή, κατοικία, ψυχαγωγία – αυτοί είναι και παραμένουν δυστυχισμένοι και παράξενοι: γιατί ο δαίμονας περιμένει και περιμένει και θέλει να είναι ικανοποιημένος. Πάρτε τους όλα και ικανοποίησε τούτον: έτσι είναι σχεδόν ευτυχισμένοι – τόσο ευτυχισμένοι όσο είναι δυνατό να είναι άνθρωποι και δαίμονες. Όμως γιατί το λέω πάλι τούτο; Ο Λούθηρος το έχει ήδη πει, και καλύτερα από μένα, στους στίχους: ‘Πάρτε μας το σώμα, το κτήμα, την τιμή, το παιδί και τη γυναίκα: δεν πειράζει – το βασίλειο ωστόσο πρέπει να μείνει σε μας! Ναι, ναι! Το βασίλειο!’» 
Φρειδερίκου Νίτσε, «Ροδαυγή», εκδόσεις Λαδιά, αφορισμός 262, σελ. 170

Ο πρόλογος του βιβλίου, από το οποίο αλιεύθηκε το απόσπασμα, προειδοποιεί: «Μη τον αποκαλέσετε άγιο ή προφήτη. Το απέραντο μέτωπό του θα γεμίσει ρυτίδες από δυσαρέσκεια». Κι όμως, παρά την προειδοποίηση παραμένει εδραία πεποίθηση του υπογράφοντος ότι ο Νίτσε δεν είναι φιλόσοφος αλλά πολυγραφότατος προφήτης. Μαζί μ’ αυτή την σπάνια ιδιότητα διατέλεσε και κοσμοείδωλο με αίμα, σάρκα και χάρισμα ενόρασης. Ένας δύτης στα έγκατα της συνείδησης που έφερνε στην επιφάνεια τους θησαυρούς της αλήθειας που μένουν στα αζήτητα. Κανείς δεν τους διεκδικεί παρά ελάχιστοι. Μια αλήθεια κοστίζει όσο
ολόκληρη ζωή ψευδαισθήσεων και παρερμηνειών. Λίγοι είναι εκείνοι που προθυμοποιούνται να οδεύσουν μέχρι το ανταλλακτήριο όπου εξαργυρώνεται το ηδύ μηδέν της πλάνης με το πικρό όλον της φώτισης. Ο Νίτσε πέθανε από τη νόσο των δυτών στο βαθύ εγώ και εμείς αλλά δεν υποχώρησε έντρομος στη θέα της αβύσσου. Την είδε, εκείνη τον αντικοίταξε κι εμείς διαβάζουμε έκπληκτοι εκείνον που φώναξε «Ο Θεός πέθανε!» και συνέγραψε τον «Αντίχριστο», να εμπνέεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και να ξεμπροστιάζει το δαιμόνιο της ισχύος! Ο Νίτσε με τον αφορισμό 262 της «Ροδαυγής» δαχτυλοδείχνει τον ίδιο τον διάβολο που μας εμφανίζεται σαν άγγελος φωτός: την εξουσία.

Θάνατος εντός

Μόνο ο Θεός μπορεί να γνωρίζει αν ο βλοσυρός Γερμανός στοχαστής ήταν ο πιο ένθερμος και ο πιο παραπονεμένος οπαδός του. Όσο παράδοξο, αντιφατικό και στα όρια της ύβρεως κι αν φαντάζει, ο αναγνώστης των έργων του Νίτσε, μελετώντας τα, ξεμένει με μια μεγάλη απορία, δέος κι ένα συναίσθημα συγγενικό με την κατάνυξη αλλά και την οργή. Τα ίδια συναισθήματα κυριαρχούν στον αφορισμό 262 κατά την περιγραφή των συμπτωμάτων όσων έχουν καταληφθεί από το δαιμόνιο της ισχύος. Η δύναμη, η εξουσία, η επίγνωση της δυνατότητας άμεσης και δραστικής επίδρασης στις ζωές των άλλων, η κυριαρχία, δεν είναι καταστάσεις. Είναι οντότητες. Εισέρχονται στο νου, την καρδιά και το σώμα του ξενιστή τους, ο οποίος μόνο κατά τους τύπους κυβερνά. Τον καταλαμβάνουν και τον ωθούν στο να ταυτίζει κάθε έντονη στιγμή, κάθε εύγεστο βίωμα, κάθε ανατατική εμπειρία με την εκχώρηση του είναι τους στο «αξίωμα». Η απόλυτη ήττα σε κατάσταση θριάμβου. Ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού είχε ταυτίσει στο Ευαγγέλιό του την κοσμική εξουσία με τον Διάβολο: «Νυν κρίσις εστίν του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω·» (Κατά Ιωάννην, κεφ. 12, 31.2). «Ουκέτι πολλά λαλήσω μεθ’ υμών, έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων· και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Κατά Ιωάννην, κεφ. 14, 30.2). «Περί δε κρίσεως, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται». (Κατά Ιωάννην, κεφ. 16, 11.1)
Η προσωπολατρεία, η προσκόλληση στην εφήμερη ισχύ ενός προσώπου που καλείται να διαχειριστεί τα κοινά, η δικαιολόγηση των πράξεών του –ακόμα και των χειρότερων- δεν είναι στην ουσία τίποτε περισσότερο από δαιμονολατρεία. Ο φέρων το κακό εντός του σήπεται ταχέως σε αστραφτερό κέλυφος. Η όψη του αλλάζει, τα χαρακτηριστικά αλλοιώνονται, η κεφαλή σκεπάζεται με τα πρώτα άνθη του θανάτου, τις λευκές τρίχες. Δεν είναι οι μέριμνες για την πολιτεία που συντρίβουν τον κοσμικό εξουσιαστή αλλά το βάρος των αμέτρητων και μαζικής κλίμακας ανομημάτων του. Ακόμα και τις καλύτερες προθέσεις να έχει θα ηττηθεί από την ίδια της φύση της δυνάμεώς του.
πηγή

«Εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν»


                                                τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»
. Ὀ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ ἀκούγοντας τὰ ὅσα εἶπε ὁ πρεσβύτης Συμεών, βρίσκονταν σὲ συνεχῆ θαυμασμό (βλ. Λουκ. β´ 33). «Ἐθαύμαζον, οὐχ ὡς τότε πρῶτον περὶ αὐτοῦ μανθάνοντες, ἀλλ’ ὡς, ἐφ’ οἷς προμεμαθήκεσαν, ἔτι παραδοξότερα προσενωτιζόμενοι»1. Θαύμαζαν ὄχι σὰν νὰ μάθαιναν πρώτη φορὰ γι’ Αὐτόν, ἀλλὰ διότι σ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἤδη μάθει, ἄκουγαν καὶ ἄλλα πιὸ θαυμαστά! Τόσο ἡ Παρθένος Μαρία ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἦσαν ἤδη μυημένοι εἰς «τὸ περὶ τοῦ βρέφους μυστήριον»· ἡ μὲν Μαρία διὰ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε ἀναγγείλει τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὴν πληροφόρησε «περὶ τῆς τοῦ τικτομένου θεότητος». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶχε πληροφορηθεῖ σχετικῶς ἀπὸ ἄγγελο ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβηθεῖς νὰ παραλάβεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαρία, τὴ μνηστή σου. Διότι τὸ παιδὶ ποὺ συνέλαβε μέσα της προέρχεται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. α´ 20). Ὡστόσο, ἐνῶ ἦσαν μυημένοι σ’ αὐτά, «ἐθαύμαζον ἐκπληττόμενοι ἐπὶ τοῖς λεγομένοις περὶ αὐτοῦ»2. Θαύμαζαν λοιπὸν γιὰ τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι ἄκουγαν γιὰ πρώτη φορὰ τέτοια λόγια γιὰ τὸ «παιδίον Ἰησοῦν», ἀλλὰ διότι σ’ αὐτὰ ποὺ τοὺς ἀποκαλύφθηκαν μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἔρχονταν νὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλα, ποὺ τοὺς ἀνακαλοῦσαν στὴ μνήμη τὰ ὅσα γνώριζαν, καὶ ἔτσι τὸ θαῦμα ποὺ περιέβαλλε τὴ γέννηση ἀλλὰ καὶ γενικότερα τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ γινόταν ἀκόμη μεγαλύτερο.
. Ὁ δίκαιος Συμεὼν συνέδεσε τὸν ἀποχαιρετισμὸ «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα», καὶ μὲ εὐλογία πρὸς τοὺς γονεῖς τοῦ θείου Βρέφους, ἐπικαλούμενος γι’ αὐτοὺς τὴ θεία Χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἂς μὴ φανεῖ παράξενη ἡ ἐνέργειά του αὐτή. Διότι τέτοιο δικαίωμα, τέτοιο προνόμιο τοῦ τὸ ἔδινε ἡ ἡλικία του. Σχολιάζει ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως: «Ἀποδεχόμαστε, Συμεών, “τὴν ἐκ θείας ἀγάπης θερμοτάτην πρόθεσίν” σου. Ὡστόσο ἡ εὐλογία ἐκείνη ἦταν “ἀντὶ δοξολογίας”». Δηλαδὴ ὁ Συμεὼν ἐνήργησε ὅπως καὶ οἱ τρεῖς Παῖδες στὴ Βαβυλώνα. Διότι ἐκεῖνοι ὄχι μόνο «τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις, καὶ πᾶσαν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄψυχον καὶ ἀναίσθητον κτίσιν» παρεκίνησαν στὸ νὰ εὐλογήσει τὸν Θεό· διὰ τῆς εὐλογίας ὅμως προσέφεραν οὐσιαστικῶς «εἰς τὸ Θεῖον δοξολογίαν»3.
. Στὴ συνέχεια ὅμως ὁ Συμεὼν ἀπηύθυνε τὸν λόγο μόνο «πρὸς Μαριάμ», τὴν Μητέρα τοῦ παιδιοῦ, καὶ ὄχι καὶ πρὸς τὸν Ἰωσήφ, τὸν θεωρούμενο πατέρα τοῦ θείου Βρέφους. Ὡς ἄνθρωπος πνευματοφόρος ὁ πρεσβύτης Συμεὼν γνώριζε ὅτι ἡ Μαρία εἶναι ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινὴ Μητέρα. Ἐνῶ ὁ Ἰωσὴφ ὀνομαζόταν πατέρας μόνο κατ’ ὄνομα, «ἐπειδὴ οὐκ ἐκ σπέρματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Πνεύματος ἁγίου ἡ τῆς ἀπειρογάμου καὶ ἁγίας Παρθένου κυοφορία γέγονεν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Συμεὼν ἀφήνοντας τὸν κατ’ ὄνομα πατέρα, ἀπευθύνει τοὺς λόγους «πρὸς τὴν ἀληθῆ μητέρα»4. Ἔτσι τὴν μὲν εὐλογία «μεταδίδει» ὁ Συμεὼν καὶ στοὺς δύο, τὴν δὲ προσαγόρευση «τῶν ἀπορρητοτέρων» προσ­φέρει μόνο στὴ Μητέρα. Μὲ τὴν κοινὴ εὐλογία δὲν ἀπογυμνώνει τὸν Ἰωσὴφ «τοῦ σχήματος τῶν γεννητόρων», «διὰ δὲ τῶν πρὸς τὴν μητέρα λόγων» ­ξεχωρίζει ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν Παρθένο, τὴν ὁποία ­ἀνακηρύσσει «ὡς ἀληθῶς μητέρα» τοῦ Βρέφους5. Ἄλλωστε οἱ ­δοκιμασίες τοῦ παι­διοῦ, γιὰ τὶς ὁποῖες προφητεύει στὴ συν­έχεια ὁ Συμεών, ­συγκλονίζουν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴ μητρικὴ καρδιά.
. Μετὰ τὴν εὐλογία λοιπὸν ὁ δίκαιος Συμεὼν ἀπευθυνόμενος στὴν ­Παρθένο Μα­­­ρία, προφητεύει ­ἀποκαλύπτοντας μιὰ ἀ­­­προσδόκητη ἀλήθεια. Λέγει: «Ἰδοὺ οὗ­­­­τος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Λουκ. β´ 34). Ἰδού, τὸ παιδὶ αὐτό, ὁ Ἰησοῦς, εἶναι προορισμένος νὰ γίνει αἰτία πτώσεως καὶ ἀναστάσεως στὸν Ἰσραήλ. «Διὰ ­πρώτην φορὰν ἐν τῇ Κ. Διαθήκῃ γίνεται λόγος περὶ τοῦ παθήματος τοῦ Σωτῆρος», τὰ ὅσα δὲ ἀκούστηκαν «τόσον θαυμασμὸν διήγειραν»6.
. Ἡ ἔννοια τῆς ὅλης φράσεως εἶναι σπουδαιότατη. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς ἐμβαθύνουν ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, καὶ πάντως δεχόμενοι τὸν φωτι­σμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σχολιάζει: «Τοποθετήθηκε βέβαια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα ὁ Ἐμμανουὴλ στὰ θεμέλια τῆς Σιών, ἐπειδὴ ἦταν λίθος ἐκλεκτός, ἀκρογωνιαῖος, βαρύτιμος. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν σ’ αὐτὸν δὲν ντροπιάστηκαν, ἐνῶ οἱ ἄπιστοι καὶ ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν τὸ μυστήριο ποὺ κρυβόταν σ’ αὐτόν, ἀφοῦ ἔπεσαν, συνετρίβησαν. Διότι εἶπε κάπου πάλιν ὁ θεὸς καὶ Πατέρας: “ Ἰδού, τοποθετῶ στὴ Σιὼν λίθο γιὰ πρόσκομμα καὶ πέτρα σκανδάλου, καὶ καθένας ποὺ θὰ στηρίζει τὴν πεποίθησή του σ’ Αὐτόν, δὲν θὰ ντροπιασθεῖ καθόλου, καὶ δὲν θὰ διαψευσθοῦν καθόλου οἱ ἐλπίδες ποὺ στήριξε σ’ Αὐτόν, ἐνῶ σ’ ὅποιον θὰ πέσει θὰ τὸν λιχνίσει” (πρβλ. Ἡσ. κη´ [28] 16). Ὅμως ὁ προφήτης (Ἡσαΐας) ­ἀσφάλισε τοὺς Ἰσραηλίτες λέγοντας· “συναισθανθεῖτε τὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου καὶ ἀποδῶστε σ’ Αὐτὸν τὴ δόξα ποὺ Τοῦ πρέπει, καὶ μόνο ὁ φόβος ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ αὐτὴν ἂς εἶναι ὁ φόβος σας. Καὶ ἂν ἔχεις στηριγμένη τὴν πεποίθησή σου σ’ Αὐτόν, Αὐτὸς θὰ εἶναι γιὰ σένα σωτήριο καὶ προστατευτικὸ ἁγίασμα, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ παραβιάσει· καὶ δὲν θὰ Τὸν συναντήσετε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σας σὰν λίθο στὸν ὁποῖο θὰ ­σκοντάψετε οὔτε σὰν πέτρα πτώσεως” (πρβλ. Ἡσ. η´ 13-14). Ἐπειδὴ λοιπόν», συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν τίμησε τὸν Ἐμμανουήλ, ποὺ εἶναι ­Κύριος ὁ Θεός, οὔτε καὶ θέλησε νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες του σ’ Αὐτόν, προσκρούοντας ἐπάνω Του σὰν σὲ λίθο ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας του, ἔπεσε καὶ συντρίφθηκε. ­Ὡστόσο πολλοὶ σηκώθηκαν, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν σ’ Αὐτόν. Ἢ καί, ὅπως γράφει ὁ ­σοφότατος Παῦλος, ὁ σταυρωμένος Χριστὸς γιὰ τοὺς ­Ἰουδαίους, ποὺ ­περιμένουν τὸν Μεσσία Χριστὸ ὡς ἐπίγειο βασιλιά, εἶναι σκάνδαλο, ἐμπόδιο πάνω στὸ ὁποῖο σκον­τάφτουν καὶ δὲν πιστεύουν. Γιὰ δὲ τοὺς Ἕλληνες (τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους) πα­ρουσιάζεται ὡς ἰδέα μωρὴ καὶ ἀνόητη (…). Γιὰ μᾶς ὅμως, ποὺ εἴμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, εἶναι δύναμη Θεοῦ ποὺ σώζει (Α´ Κορ. α´ 23· 18)»7



«Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ συνεπάγεται κρίση καὶ χωρισμὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων».

Ὀ Λεόντιος, ἐπίσκοπος Νεαπόλεως τῆς Κύπρου, σχολιάζοντας τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ θεοδόχου Συμεὼν πρὸς τὴν Παρθένον «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», σχολιάζει: «Εἰς πτῶσιν μὲν τῶν ἀπίστων, εἰς ἀνάστασιν δὲ τῶν πιστευόντων». Δὲν εἶναι βέβαια τὸ Βρέφος ποὺ θὰ γίνει ἡ αἰτία πτώσεως τῶν μὲν καὶ ἀναστάσεως τῶν δέ· αἰτία θὰ εἶναι ἡ ἐλεύθερη θέληση καὶ ἀπόφαση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὅπως τὸ βεβαιώνουν πολλὲς μαρτυρίες. Ἔτσι τὰ μὲν πλήθη τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματα τοῦ Σωτῆρος, ἔτρεχαν κον­τά Του, ἐνῶ οἱ ἀνόητοι ἀρχιερεῖς ἔλεγαν «δαιμόνιον ἔχει… τί αὐτοῦ ἀκούετε;» (Ἰω. ι´ 20· πρβλ. Ματθ. ια´ [11] 18). Ὥστε οἱ μὲν μὲ τὴ θέλησή τους «ἀνίσταντο, οἱ δὲ ἑκουσίως» ὄχι μόνο ἔπεφταν, ἀλλὰ παρέσυραν καὶ ἄλλους στὴν πτώση τους. Ἐπίσης ἐνῶ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, ποὺ ἀπήλαυσε θαυματουργικῶς τὸ φῶς του, ἀνεκήρυττε γεμάτος εὐγνωμοσύνη «τὴν τοῦ εὐεργέτου μεγαλειότητα», ἀντιθέτως οἱ ἀναίσχυντοι ἀρχιερεῖς καὶ ­πρεσβύτεροι τοῦ ἔλεγαν «δόξασε τὸν Θεὸ ὁμολογών­τας ὅτι πλανήθηκες καὶ ἀναγνωρίζον­τας τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὸν ποὺ σὲ θεράπευσε. Ἐμεῖς ξέρουμε καλὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ καταλύει τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁμαρτωλός (Ἰω. θ´ 24)». Καὶ πάλι στὴν περίπτωση τῆς ἀναστάσεως τῆς θυγατρὸς τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου, ὁ μὲν πατέρας τῆς κόρης, «ἑλκόμενος» ἀπὸ τὴν πίστη, καλεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γνωρίζοντας δὲ ὁ Χριστός, «ἡ ζωή», ὅτι, μόλις παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὴ νεκρὴ θυγατέρα, «ὁ θάνατος (θά) δραπετεύσει», ὀνόμασε «τὸ πάθος ὕπνον καὶ ὄχι θάνατον», οἱ δὲ παρευρισκόμενοι, ἐπειδὴ ἦσαν «ἀνόητοι», δὲν σταματοῦσαν νὰ περιγελοῦν Ἐκεῖνον ποὺ ἔδιωχνε τὸν θάνατο καὶ ἐπανέφερε στὴ ζωὴ τὴν κόρη (βλ. Μάρκ. ε´ 22-23· 35-42). Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Σταύρωση ὁ μὲν ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστὲς χλευάζοντας τὸν Κύριο ἔλεγε· ἐὰν εἶσαι «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς»· ὁ δὲ ἄλλος ληστὴς ὄχι μόνο ἐπέπληξε τὸν χλευαστὴ ληστή, ἀλλὰ στράφηκε καὶ πρὸς τὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπε· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Γι’ αὐτὸ καὶ δίκαια ὁ εὐγνώμων ληστὴς καλεῖται μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Παράδεισο (βλ. Λουκ. κγ΄ [23] 39-43). Βλέπεις, ἐρωτᾶ ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως, ἄλλους μὲν νὰ πέφτουν ἑκούσια ἀπὸ τὴν ἀπιστία τους καὶ ἄλλους νὰ ἀνίστανται μὲ τὴ θέλησή τους χάρη στὴν πίστη τους; Ἀλλὰ ἡ προφητεία τοῦ Συμεὼν ἔχει ἐκπληρωθεῖ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο. Διότι ἡ κατ’ οἰκονομίαν σάρκωση τοῦ Σωτῆρος ἔγινε γιὰ μὲν τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες πτώση, ἀνάσταση δὲ ὅσων εἶχαν νικηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ δουλωθεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο. «Βλέπεις πῶς κεῖται τὸ Βρέφος εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν; ἀλλὰ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον;». Τὸ πιστοποιοῦν τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα. «Ἀντιλέγουσι δὲ» καὶ ὅσοι ἐφεῦραν «τὰς διεστραμμένας αἱρέσεις (…) παρερμηνεύοντες τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον»8.
.           Ὁ ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνὸς λέγει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι «εἰς πτῶσιν» ­ἐκείνων ποὺ Τὸν βλέπουν μόνο ὡς ἄνθρωπο καὶ ἀπιστοῦν στὴ θεότητά Του, εἰς «ἀνάστασιν» δὲ ἐκείνων ποὺ δέχονται τὴ θεότητά Του. Εἶναι δὲ ὁ Κύριος «λίθος ἀκρογωνιαῖος», διότι ἑνώνει «τοὺς δύο λαούς, τόν τε παλαιόν (τὸν Ἰσραήλ) καὶ τὸν νέον (τὸν χριστιανικό)». Εἶναι δὲ «εἰς πτῶσιν μὲν σαρκός, ἤτοι (δηλαδή) τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ παθῶν καὶ λογισμῶν πονηρῶν καὶ δαιμόνων καὶ τοῦ κατὰ τὸ γράμμα νόμου· (εἰς) ἀνάστασιν δὲ πνεύματος, ἤγουν (δηλαδή) πνευματικοῦ φρονήματος καὶ φυσικῶν δυνάμεων καὶ ἀρετῆς καὶ γνώσεως καὶ τοῦ κατὰ τὸ πνεῦμα νόμου». Θὰ εἶναι δὲ «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», δηλαδὴ «εἰς θαῦμα ἀν­τιλεγόμενον» γιὰ τοὺς ἀπίστους, δηλαδὴ θαῦμα ὑπαρκτὸ καὶ ἀφορμὴ ­ἀντιλογίας. Διότι ἦταν θαῦμα τὸ ὅτι δὲν ἦταν «μήτε ἄνθρωπος μόνον, μήτε Θεὸς μόνον, ἀλ­λὰ Θεάνθρωπος». Ἀντιλέγουν δέ, ­διότι ὅλα τὰ ἑρμηνεύουν καὶ τὰ ἐξετάζουν «κατὰ φύσιν», μὴ μπορώντας νὰ ἐννοήσουν τίποτε τὸ «ὑπερφυές», τὸ ὑπερφυσικό. Εἶναι καὶ ἄλλοι, κατὰ τὸν Ζιγαβηνό, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» εἶναι ἡ Σταύρωση. «Σημεῖον μέν, ὡς σύμβολον φιλανθρωπίας», διότι ὁ Κύριος ὑπέμεινε τὴ Σταύρωση χάριν τῶν ἀνθρώπων. «Ἀντιλεγόμενον» δὲ διότι ἡ Σταύρωση ὀνειδίζεται καὶ χλευάζεται ἀπὸ τοὺς ἀπίστους9.
.               Ὥστε ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο δὲν εἶχε ὁμοιόμορφο ἀποτέλεσμα γιὰ ὅλους. Διότι διαφορετικὰ «ἐπενεργεῖ ὁ Κύριος εἰς ταύτην τὴν ψυχὴν καὶ κατ’ ἄλλον εἰς ἐκείνην. Ἀλλὰ καὶ πάλιν εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ψυχὴν διαφόρως ἐπιδρᾷ κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς τῆς ἱστορίας της. Τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγαθὴ θέλησις περιορίζεται ὑπὸ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι δύνανται νὰ ἀντιταχθοῦν εἰς αὐτὴν καὶ νὰ ματαιώσουν τὰ σωτηριώδη σχέδιά της, ὁπότε ὁ Χριστὸς καθίσταται πέτρα σκανδάλου καὶ λίθος προσκόμματος δι’ αὐτούς. Συμβαίνει δὲ ὥστε ἄνθρωποι» ποὺ ἄρχισαν κακῶς, «νὰ ὁδηγηθοῦν διὰ τῶν σοφῶν μέσων καὶ μεθόδων τῆς θείας Προνοίας εἰς ἀνάνηψιν, ὁπότε ἡ δι’ αὐτοὺς πέτρα τοῦ σκανδάλου μεταβάλλεται εὐθὺς εἰς λίθον θεμέλιον καὶ ἀκρογωνιαῖον» πάνω στὸν ὁποῖο «οἰκοδομοῦνται εἰς σωτηρίαν»10.
.             Ἡ ἔλευση λοιπὸν τοῦ Μεσσία Χριστοῦ συνεπάγεται κρίση καὶ χωρισμὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλοι ἀγαποῦν τὸν Χριστό, τὸ φῶς, ἄλλοι τὸ σκοτάδι, διότι εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα τους (βλ. Ἰω. γ´ 19). Ὡστόσο ὁ σκοπὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἡ πτώση, ἀλλὰ ἡ σωτηρία. Καὶ εἶναι χαρμόσυνο νὰ σκέπτεται κανεὶς ὅτι σὲ πλῆθος ἀνθρώπων ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του εἶναι «ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν», θλιβερότατο δὲ νὰ σκέπτεται ὅτι εἰς ἄλλους εἶναι «ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον» (Β´ Κορ. β´ 16).
Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ αὐτό: Ὅταν ὁ Κύριος εἶχε προσαχθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ἱερὸ ὡς Βρέφος, προφητεύθηκαν ἀντιλογίες οἱ ὁποῖες Τὸν ἀνέμεναν. Ὅταν δὲ ὁ Ἴδιος παρουσιάστηκε στὸ ναὸ γιὰ τελευταία φορά, εἶπε Αὐτὸς ὁ ἴδιος λόγια παρόμοια μὲ ἐκεῖνα τοῦ Συμεών: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους…»· «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας…» (Ματθ. κγ´ [23] 37 καὶ κα´ [21] 42-45). Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια λοιπὸν τῆς ἐπὶ γῆς δράσεώς Του ἦταν «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Καὶ σήμερα εἶναι. Καὶ πάντοτε θὰ εἶναι. Ἄλλοι θὰ δέχονται τὸ κήρυ­γμά Του καὶ ἄλλοι θὰ τὸ ἐπικρίνουν καὶ θὰ τὸ ἀποκηρύσσουν. Τελικῶς ὅμως νικητὴς θὰ εἶναι ὁ Ἴδιος καὶ ἡ Ἐκκλησία Του  

 

 1.EΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λου­κᾶν, κεφ. Γ´, PG 129, 893Β.

2. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγ. εἰς Συμεῶνα, PG 93, 1577Β.

3. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ὅ.π., PG 93, 1577ΒC.
4. ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ὅ.π., PG 93, 1577CD.
5. ΦΩΤΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ, Τὰ Ἀμφιλόχια, Ἐ­­­ρώτ. ρνϛ´, PG 101, 828Α.
6. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κα­τὰ Λουκᾶν, ἔκδ. «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ.   109.
7. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, Β΄ 34, PG 72, 505ΑΒ.

 8.ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Λόγ. εἰς Συμεῶνα, Α´, PG 93,  1577D-1580ABC.
  9.ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. Γ´, PG 129, 893ΒC. 

10. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κα­τὰ Λουκᾶν, ἔκδ. «ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι, σελ. 109.

πηγή



π. Φιλόθεος Φάρος: Κυριακή του Ασώτου - Η επιστροφή από την εξορία.



π. Φιλόθεος Φάρος: Κυριακή του Ασώτου - Η επιστροφή από την εξορία.

Όσο ο άνθρωπος είναι ναρκωμένος από το μεθύσι της ναρκισσιστικής αυτοαποθεώσεως δεν βιώνει άμεσα την οδύνη της υπαρξιακής του μοναξιάς, αν και υφίσταται έμμεσα τις συνέπειές της με την μορφή των σωματικών συμπτωμάτων ή των διαπροσωπικών δυσκολιών. Μόλις απαλλαγεί από τη νάρκη της αυτοαποθεώσεως βιώνει βαθιά αυτή την οδύνη και διαπιστώνει ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση εξορίας, μακριά από το σπίτι του πατέρα του, τη γη της Επαγγελίας. "Ω πόσων αγαθών ο άθλιος εμαυτόν εστέρησα. Οποίας βασιλείας εξέπεσα ο ταλαίπωρος εγώ" (δοξαστικό Εσπερινού Κυριακής Ασώτου).Όταν ο άνθρωπος κάνει αυτή τη διαπίστωση, αναπότρεπτα θα αισθανθεί την ανάγκη της επιστροφής και θα πει σαν τον άσωτο γιο της παραβολής, "αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου". Είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση του ανθρώπου για την αποξένωσή του από την πηγή της ζωής του, το Θεό, που ονομάζουμε μετάνοια. Η μετάνοια δεν έχει καμιά σχέση με νομικές αφέσεις αμαρτιών, για απάλειψη συναισθημάτων ενοχής και βαυκαλιστικά ξαλαφρώματα. Ούτε έχει καμιά σχέση η μετάνοια με πνευματκές λογιστικές και μαθηματικές πράξεις. Αυτού του είδους η "μετάνοια" είναι είτε ένας άλλος τρόπος αυτοδικαιώσεως είτε μια άλλη μορφή επιδιώξεως ναρκισσιστικής ευφορίας.
Επειδή ακριβώς η μετάνοια έχει αυτές τις βαθιές υπαρξιακές διαστάσεις, γι' αυτό ακούμε συχνά τους αγίους να παραπονούνται ότι δεν έχουν μετάνοια. "Ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν τα επανάγοντά με, τέκνα, εις ιδίαν κληρονομίαν", όπως λέει ο συγγραφέας του κανόνα στον Ιησού Χριστό. Και ο αββάς Σισώης που έζησε μια ολόκληρη ζωή χύνοντας καυτά δάκρυα μετανοίας, έτσι που να αυλακώσει το πρόσωπό του, όταν έφθασε η στιγμή του θανάτουζητούσε απότ ο Θεό και τους αγίους περισσότερο χρόνο για να μετανοήσει κι όταν οι μαθητές του απόρησαν λέγοντας: "Γέροντα, εσύ ζητάς καιρό για να μετανοήσεις που γνώρισες τόσο πολύ και τόσο καλά τη μετάνοια; - Μόλις τώρα αρχίζω να γνωρίζω τη μετάνοια" απάντησε ο άγιος αββάς.
Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να επιτύχει ο άνθρωπος αυτή την πραγματική μετάνοια, όταν όμως την επιτύχει δεν του χρειάζονται πια τα πνευματικά μέσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία, κυρίως για να καλλιεργήσει και να αναπτύξει τη μετάνοια μέσα στην ψυχή του πιστού. Γι' αυτό και ο Ποιμήν δεν έρχεται σε αντίφαση με το Πηδάλιο ή τους Κανόνες, με τις απόψεις που διατυπώνει στο ακόλουθο περιστατικό: "Αδελφός ηρώτησε τον αββά Ποιμένα λέγων. Εποίησα αμαρτίαν μεγάλην, και θέλω μετανοήσαι τρία έτη. Λέγει αυτώ ο Γέρων: πολύ εστίν. Και είπε αυτώ ο αδελφός: Ένα χρόνο; και είπε πάλι ο Γέρων: πολύ εστιν. Οι δε παρόντες έλεγον: έως 40 ημέρες; Και πάλι είπε: πολύ εστιν. είπε δε, εγώ λέγω, ότι εάν εξ όλης καρδίας μετανοήσει άνθρωπος, και μη προσθή έτι ποιείν την αμαρτίαν, και εις τρεις ημέρας δέχεται αυτόν ο Θεός.
Πραγματικά, στην παραβολή ο πατέρας δέχεται αμέσως τον άσωτο χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς όρους, χωρίς κυρώσεις, χωρίς ούτε καν επιπλήξεις, αλλά με χαρές και γλέντια και χορούς.
Όμως η μετάνοια, όπως και όλες οι άλλες πνευματικές πραγματικότητες, δεν βιώνεται ή απόλυτα ή καθόλου, αλλά περισσότερο ή λιγότερο. Κανείς δεν έχει την τέλεια μετάνοια όπως δείχνει το παράδειγμα του Σισώη. Και από την άλλη μεριά, και ο πιο αμετανόητος έχει νιώσει έστω και ελάχιστα, αυτό το αίσθημα του αποδήμου από τη Χάρη του Θεού, γι' αυτό και ο συγγραφέας του κανόνα στον Ιησού Χριστό ζητάει "μετάνοιαν ολόκληρον".
Όπως όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια γεύση μετάνοιας έτσι κι όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια, όσο κι αν είναι ελάχιστη, γεύση της παρουσίας του Θεού στην καρδιά τους.
Έτσι τον αναστημένο Χριστό θα συναντήσουμε τόσο, όσο έχουμε νιώσει αυτό το βαθύ υπαρξιακό αίσθημα της αποξενώσεως και της αποδημίας από το πατρικό σπίτι, από τον παράδεισο της τρυφής.

πηγή

ΣΧΟΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ - Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος

ΣΧΟΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (86 - Ν)
Σαράντα ἡμέρες μετά τήν Γέννησι τοῦ Ἰησοῦ, τό Παιδίον προσεφέρθη στόν Ναό κατά τόν τότε Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος, πρίν σαρκωθῆ, εἶχε δώσει ρητή ἐντολή περί καθαρισμοῦ τῆς λεχοῦς στόν θεόπτη Μωϋσῆ: «Εἶπε δέ Κύριος πρός Μωϋσῆν λέγων ''ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους˙ ἐμοί ἐστιν''» (Ἔξοδος ΙΓ´ 1, 2). Λέγει λοιπόν ὁ μέχρι τότε ἄσαρκος Λόγος τοῦ Πατρός στόν Μωϋσῆ: «Ἀφιέρωσε σέ Μένα κάθε πρωτότοκο, δηλαδή πρωτογέννητο, τό ὁποῖο, μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀπό ἀνθρώπου ἕως κατοικιδίου ζώου, πρωτοανοίγει κάθε μήτρα, διότι αὐτό ἀνήκει σέ Μένα».
Τότε, ἡ ἐντολή αὐτή ἐδόθη, ἐπειδή εἶχαν μέν ἐξολοθρευθῆ τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, εἶχαν διασωθῆ ὅμως οἱ Ἰσραηλῖται μέ ὅλα τους τά ὑπάρχοντα καί ἀπέφυγε τότε τήν καταστροφή ὁ ἠγαπημένος Ἰσραηλιτικός λαός. Ἀμέσως μετά ἀπό αὐτήν τήν πάταξι τῶν πρωτοτόκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων ἐδόθη αὐτή ἡ ἐκ Θεοῦ ἐντολή. Τότε ὁ Φαραώ ἠναγκάσθη καί ἔδωσε ἄδεια στούς Ἑβραίους γιά νά φύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Ὅλα αὐτά ἔλαβαν χώρα πρίν τήν θαυμαστή διάβασι τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης.
Σέ ἐλεύθερη ἑρμηνεία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, τό σχετικό κομμάτι ἀποδίδεται ὡς ἑξῆς: «Διότι θά διαβῶ - Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός - θά περάσω κατά τήν νύκτα ταύτην τήν χώραν τῆς Αἰγύπτου καί θά φονεύσω πᾶν πρωτότοκον τῆς Αἰγύπτου ἀπό ἀνθρώπου ἕως κατοικιδίων ζώων. Θά ἐκδικηθῶ ὅλους τούς θεούς τῶν Αἰγυπτίων. Ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος. Τό αἷμα τοῦτο τοῦ ἀμνοῦ ἤ ἐρίφου ἐντός τῶν οἰκιῶν ὅπου σεῖς μένετε, θά εἶναι σημεῖον εὐνοίας Μου πρός ὑμᾶς. Θά ἴδω δηλαδή τό αἷμα τοῦτο καί θά σᾶς προφυλάξω καί δέν θά σᾶς πλήξῃ ἡ θανατική πληγή ὅταν θά κτυπῶ τήν Αἴγυπτο» (Ἔξοδος ΙΒ´ 12, 13).
Σέ ἄλλο σημεῖο μᾶς λέγει τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου: « Ὁ Μωϋσῆς παρεκάλεσε ὅλην τήν γερουσία τῶν Ἰσραηλιτῶν καί εἶπε πρός αὐτούς. Πηγαίνετε καί λάβετε δι᾽ ἑαυτούς ἀνά ἕναν ἀμνόν κατά οἰκογένειαν καί θυσιάσατε τόν πασχαλινόν τοῦτον ἀμνόν διά τό πάσχα. Θά λάβετε δέσμην ριγάνεως ἀνθισμένης, θά ὑγράνετε αὐτήν διά τοῦ αἵματος εὑρισκομένου πλησίον τῆς θύρας. Θά ἀλείψετε τό ἀνώφλιον τῆς θύρας σας καί τάς δύο παραστάδας ταύτης διά τοῦ αἵματος τούτου, τό ὁποῖον θά εἶναι πλησίον τῆς θύρας. Οὐδείς ἐξ ὑμῶν θά ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ οἴκου του μέχρι τῆς πρωΐας, διότι ὁ Κύριος θά διέλθῃ νά φονεύσῃ τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων. Θά ἴδῃ τό αἷμα εἰς τό ἀνώφλιον καί εἰς τάς δύο παραστάδας τῆς θύρας σας καί δέν θά ἀφήσῃ τόν διά τήν καταστροφήν τῶν Αἰγυπτίων ὁρισθέντα ἄγγελον νά εἰσέλθῃ καί νά πλήξῃ θανατηφόρως τούς εὑρισκομένους εἰς τάς οἰκίας σας.
Φυλάξατε τήν ἐντολήν ταύτην ὡς νόμον διά τόν ἑαυτόν σας καί τούς ἀπογόνους σας πάντοτε. Ὅταν εἰσέλθητε εἰς τήν γῆν Χαναάν, τήν ὁποίαν θά σᾶς δώσῃ ὁ Κύριος, καθώς σᾶς τό ὑπεσχέθη, φυλάξατε τήν ἑορτήν ταύτην. Καί ὅταν σᾶς ἐρωτήσουν οἱ υἱοί σας ''τί εἶναι ἡ ἑορτή αὕτη;'' θά ἀπαντήσητε εἰς αὐτούς: ''Τό πάσχα τοῦτο εἶναι θυσία χάριν τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἐπροστάτευσε τάς οἰκογενείας τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, ὅταν διά θανάτου ἔπληξε τούς Αἰγυπτίους, τάς δέ οἰκογενείας μας ἀπήλλαξε τοῦ ὀλέθρου τούτου''. Ὁ λαός, ἀκούσας ταῦτα, εὐγνωμωνῶν κύψας προσεκύνησε. Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπελθόντες ἔπραξαν ὅσα διέταξεν ὁ Κύριος τόν Μωϋσῆ καί Ἀαρών. Ναί, συνεμορφώθησαν οὗτοι ἀπολύτως μέ τά διαταχθέντα.
Πράγματι, λοιπόν, κατά τό μεσονύκτιον ἔγινε τοῦτο. Ὁ Κύριος δηλαδή ἐκτύπησε διά θανάτου πᾶν πρωτότοκον ἐν Αἰγύπτῳ, ἀπό τοῦ πρωτοτόκου τοῦ Φαραώ, τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου του, μέχρι τοῦ πρωτοτόκου αἰχμαλώτου γυναικός φυλακισμένης ἐντός λάκκου καί μέχρι πρωτοτόκου παντός κατοικιδίου ζώου. Ὁ Φαραώ ἠγέρθη τήν νύκτα καί μετ᾽ αὐτοῦ οἱ αὐλικοί του καί ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι καί ἔγινε κραυγή μεγάλη εἰς ὅλην τήν Αἴγυπτον, διότι δέν ἦτο οἰκία ὅπου δέν ὑπῆρχε νεκρός.
Ὁ Φαραώ, ἐν συνεχείᾳ, ἐκάλεσε τόν Μωϋσῆ καί Ἀαρών ἐν καιρῷ νυκτός καί εἶπε εἰς αὐτούς. Σηκωθῆτε καί φύγετε ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ μας σεῖς καί οἱ Ἰσραηλῖται. Βαδίζετε καί λατρεύσατε Κύριον τόν Θεόν σας, ὅπως εἴπατε. Παραλαβόντες τά πρόβατα καί τούς βόας σας πηγαίνετε· προσευχήθητε δέ καί ὑπέρ ἐμοῦ. Οἱ Αἰγύπτιοι ἐβίαζον τόν Ἰσραηλιτικόν λαόν, ὥστε νά φύγουν τό συντομώτερον ἐκ τῆς χώρας των, διότι ἔλεγον, ἄν δέν φύγουν, θά ἀποθάνωμεν ὅλοι!» (Ἔξοδ. ΙΒ´ 21-33).
Τί καταπληκτικά πράγματα πού συνέβησαν! Οἱ ἴδιοι οἱ Αἰγύπτιοι ἠναγκάσθησαν νά πιέσουν τούς Ἰσραηλῖτας διά νά φύγουν τό συντομώτερον δυνατόν διά νά μή ἀποθάνουν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι μετά ἀπό αὐτήν τήν μεγάλη θεϊκή τιμωρία.
Στό Λευϊτικό τώρα, δίδονται περισσότερες πληροφορίες, καί μάλιστα ὑπάρχουν διαφορές μεταξύ τῶν γεννηθέντων ἀγοριῶν ἀπό τά κορίτσια. Ἐάν ἡ γυνή γεννήση ἄρρεν, θά εἶναι αὐστηρῶς ἀκάθαρτη ἐπί ἑπτά ἡμέρες. Ἐάν δέ ἡ γυνή γεννήση θῆλυ, θά εἶναι αὐστηρῶς ἀκάθαρτη στό διπλάσιο, δέκα τέσσαρες δηλαδή ἡμέρες. Καί ἄλλες βέβαια ὁδηγίες δίδονται ἐκεῖ.
Τώρα, ἐν προκειμένῳ γιά τόν Χριστό, ἡ σχετική τελετή εὐγνωμοσύνης καί ἀφιερώσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: Τήν ὀγδόη ἡμέρα ἔχομε Περιτομή καί τήν τεσσαρακοστή ἔχομε προσφορά στόν Ναό. Ἡ αἰτιολογία ὅλων αὐτῶν εὑρίσκεται, ἐκτός ἀπό τόν στίχο 26 τοῦ ΙΒ´ Κεφαλαίου πού ἤδη ἀναφέραμε, καί στούς στίχους 14-15 τοῦ ΙΓ´ Κεφαλαίου, ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ὁ υἱός σου - ἕνας Ἰσραηλίτης ἀπόγονός σου -, σέ ἐρωτήση μετά ταῦτα λέγων˙ ''τί εἶναι αὐτό τό ὁποῖο κάνεις;'' Θά ἀπαντήσης σέ αὐτόν: ''Τό κάμνω, διότι ὁ Κύριος μέ τό παντοδύναμο χέρι μᾶς ἔβγαλε ἀπό τήν Αἴγυπτο, τόν τόπο ἐκεῖνο τῆς δουλείας. Ὅταν ὁ Φαραώ δέν ἐκάμπτετο νά μᾶς ἀφήση ἐλευθέρους, ὁ Θεός ἐφόνευσεν ἐν Αἰγύπτῳ πᾶν πρωτότοκον, ἀπό ἀνθρώπου μέχρι τῶν κατοικιδίων ζώων. Γι᾽ αὐτό τώρα ἐγώ κάνω ὅλα αὐτά εἰς ἀνάμνησιν ὅλων ἐκείνων''». Βλέπομε δηλαδή, πῶς ὁ Θεός θέλει καί ἐπιζητεῖ νά εἴμεθα εὐγνώμονες σέ Αὐτόν γιά τίς παρελθοῦσες εἰς ἡμᾶς ἐκ Θεοῦ εὐεργεσίες Του.
Ἐφ᾽ ὅσον ὅμως ὁ ἄσαρκος τότε Χριστός - γιατί καί τότε ὁ Χριστός ἦτο ὁ ἐνεργῶν ὡς πρόσωπο, ἀλλά πρίν σαρκωθῆ, ἐννοεῖται - τότε ἔδωσε ἕναν τέτοιο νόμο στόν Μωϋσῆ, ἔπρεπε τώρα, ὡς ἄνθρωπος, νά τόν ἐφαρμόση καί ὁ Ἴδιος. Καί αὐτό φυσικά, ὄχι ἐπειδή ὑπῆρχε τέτοια ἀνάγκη - ἄπαγε τῆς βλασφημίας -, ἀλλά ἁπλῶς γιά νά μή φανῆ στούς ἄλλους, πού δέν ἤξεραν μέχρι τότε τήν πλήρη ταυτότητα τοῦ Μεσσίου Χριστοῦ, ὅτι ἦτο παραβάτης τοῦ Νόμου ὁ νομιζόμενος υἱός τοῦ Ἰωσήφ τοῦ μαραγκοῦ. Ὅπως λέγει σχετικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς «πάντως οὐκ ἦν χρεία καθαρισμοῦ, ἀλλ᾽ ὑπακοῆς ἦν ἔργον». Δηλαδή, ὅ,τι συνέβη, ἔγινε μόνον λόγῳ ὑπακοῆς.
Τώρα, νά τονίσωμε ὅτι, γενικῶς, τό κάθε παιδί καί ἡ κάθε μητέρα ἔπρεπε νά καθαρισθοῦν ἀπό τίς ἐπιπτώσεις καί τίς συνέπειες τῆς γεννήσεως. Διότι, προσφέρονται μέν θυσίαι μετά τήν γέννησι τοῦ τέκνου, γιά νά δηλώσουν κατ᾽ ἀρχάς, ὅτι ἀρχηγός τῆς ζωῆς εἶναι μόνον ὁ Θεός, ἡ λεχώ ὅμως εἶναι ἀκάθαρτος, διότι διά τῆς γεννήσεως μοιραίως γίνεται ἡ μετάδοσις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Καί, γενικῶς, ὁ τρόπος τῆς ἀνθρωπίνης γεννήσεως, ἀπό τήν μία μέν μεριά ἀναμφισβήτητα εἶναι μεγάλη εὐλογία, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως ἐκφράζει τό κατά παραχώρησιν καί ὄχι τό κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καρπός τῆς πτώσεως, διότι ὁ γάμος ἐθεσμοθετήθη ἐκτός τοῦ Παραδείσου. Ἡ παρθενία εἶναι τό κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού θά ξαναανατείλη ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Ἔτσι ἐξηγοῦνται ὅλες αὐτές οἱ διαδικασίες τοῦ καθαρισμοῦ.
Ἡ Παναγία ὅμως δέν εἶχε σπερματισθῆ, δέν ἐδέχθη δηλαδή μέσα Της σπέρμα ἀνδρός, διότι συνέλαβε πάνω ἀπό τήν ἀνθρωπίνη δυνατότητα. Μόνον ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἑπομένως, δέν εἶχε ἀνάγκη τεσσαρακονθήμερης καθάρσεως. Οἱ Ἑβραῖοι ὅμως μή γνωρίζοντες τοῦτο, δικαιολογημένα δέν θά Τῆς ἐπέτρεπαν νά προχωρήση καί νά εἰσέλθη ἐντός τοῦ Ναοῦ, ἐάν ἡ Παναγία ἐπήγαινε στόν Ναό πρίν τίς σαράντα ἡμέρες. Ἔτσι λοιπόν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπῆγε στόν Ναό ὄχι διότι ὑπῆρχε κάποια πραγματική ἀνάγκη, ἀλλά μόνο γιά νά τηρήση τόν Νόμο, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο εἶχαν τήν συνήθεια καί ἐπήγαιναν τά παιδία καί τά ἀφιέρωναν στό Ἱερό. Διότι, κατά τόν Νόμο τοῦ Μωϋσέως, κάθε παιδίο τό ὁποῖο θά πρωτοάνοιγε τήν μήτρα τῆς μητέρας του θά ἦταν ἅγιο καί χρισμένο ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος αὐτός φαινομενικῶς μέν ἐκπληρώνεται σέ κάθε παιδίο πού θά πρωτογεννηθῆ. Ἄν ὅμως τό ἐξετάσωμε βαθύτερα καί κατά κυριολεξία, ἐφαρμόζεται καί ἐκπληρώνεται μόνο στόν Χριστό. Γιατί;
Ἀνατρέχοντας στήν ἱστορία, εὐθύς ἀμέσως διαπιστώνομε τά ἑξῆς: Ὁ Κάϊν κάθε ἄλλο παρά ἅγιος ἦτο, ἐφ᾽ ὅσον ἐσκότωσε τόν μικρότερο ἀδελφό του Ἄβελ. Ὁ Ἠσαῦ, πού ἀντί πινακίου φακῆς ἐπώλησε τά πρωτοτόκια, ἔδωσε τά πρωτεῖα του στόν ἀδελφό του Ἰακώβ, καί ἐπί πλέον λόγῳ τῶν πολλῶν πορνειῶν του, ὠνομάσθη Ἐδώμ, λόγῳ τῆς θερμασίας τῆς πορνικῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά καί ὁ Ρουβίμ, ὁ πρωτόγονος τοῦ Ἰακώβ, δέν ἐπώλησε τόν ἀδελφό του Ἰωσήφ; Καί ἀκόμη ὁ ἴδιος ἔπεσε σέ ἁμαρτία μέ τήν παλλακίδα τοῦ πατρός του, ὀνόματι Βαλάν, κι ἔτσι ἐμίανε τήν κοίτη τοῦ πατρός του.
Ὁπότε, ὅλοι αὐτοί οἱ πρωτότοκοι ἀπορρίπτονται καί ἡ προηγουμένη ρῆσις παίρνει ἀποκλειστικά χριστολογικό καί μεσσιανικό χαρακτῆρα, ἐφ᾽ ὅσον ἐφαρμόζεται μόνον στόν Μεσσία Χριστό. Καί συνδέεται μέ τήν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα, πού λέγει «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστί μεθερμηνευόμενον μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἡσ. Ζ´, 14). Διότι, καί μέ τίς δύο αὐτές ρήσεις δηλώνεται ἡ παρθενική γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ὅπως λέγει ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, «τοῦ δέ νόμου λέγοντος ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν μόνον εἰς τόν Χριστόν ἐπληρώθη τοῦτο καθολικά, διότι μόνον ὁ Χριστός ὄντως διήνοιξε τήν μήτρα τῆς παρθένου Μαρίας, ἐπειδή εἰς τάς ἄλλας μητέρας ὁ ἄνδρας ἀνοίγει τήν μήτραν». Ἐν προκειμένῳ τονίζει χαρακτηριστικά καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι δέν ἀνοίγουν τά ἑκάστοτε βρέφη τήν μήτραν τῆς μητέρας τους, «ἀλλά ἡ τοῦ ἀνδρός πρός τήν γυναῖκα συνέλευσις», δηλαδή συνεύρεσις. Αὐτό εἶναι παραπάνω ἀπό προφανές καί ἀναντίρρητο ἀπό ὅλους, ὅτι ἡ μήτρα διανοίγεται κατά τήν συνέλευσι ἀνδρός καί γυναικός καί τήν σύλληψι τοῦ παιδίου.
Μοναδικωτάτη τώρα ἐξαίρεσις σέ ὅλην τήν παγκοσμία ἱστορία διανοίξεως μήτρας, ὄχι ἀπό ἄνδρα, ἀλλά ἀπό τό γεννώμενον παιδίον, ἀποτελεῖ ὁ Μεσσίας Χριστός, διότι μόνον Ἐκεῖνος ὄντως διήνοιξε τήν μήτραν τῆς ἀειπαρθένου Μητέρας Του, χωρίς μάλιστα στό ἐλάχιστο νά καταστρέψη τήν παρθενία Της, ἀφοῦ Τήν ἄφησε καί πάλι κεκλεισμένη. Ὅπως ψάλλομε τό Πάσχα «ὁ τάς κλεῖς τῆς Παρθένου μή λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ Σου». Ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει χαρακτηριστικά: «Μηδενός κρούσαντος ἔξωθεν, αὐτό τό Βρέφος ἔσωθεν διανοίγει».
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶχε ὁρίσει αὐτή ἡ προσφορά τοῦ ἀρσενικοῦ πρωτοτόκου νά γίνεται ταυτόχρονα μέ προσφορά, ἤ ἀμνοῦ ἐνιαυσίου καί ἀμώμου, ἄνευ δηλαδή κάποιου ἐλαττώματος, ἤ ζεύγους τρυγόνων, ἤ δύο νεοσσῶν περιστερῶν. Ὁ Ἰωσήφ, ὁ νομιζόμενος πατέρας τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ Παναγία, ἐπειδή ἦσαν πτωχοί, δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά προσφέρουν ἀμνό. Βέβαια, ἡ κατ᾽ ἐξοχήν «πτωχεία» τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ αὐτήν ταύτην τήν ταπεινή ἐνανθρώπισί Του, πού θεληματικά ἐπτώχευσε «ἵνα ἡμεῖς πλουτίσωμεν τῇ αὐτοῦ Θεότητι». Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Ἔτσι, ὁ νόμος τώρα, γιά τούς πτωχοτέρους, ὅπως ἦταν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, εἶχε προνοήσει νά προσφέρουν, ἤ ἕνα ζευγάρι τρυγόνων, δείχνοντας ὅτι καρπός σώφρονος συζυγίας εἶναι ἡ παιδοποιΐα, διότι λέγουν ὅτι ἡ τρυγόνα εἶναι πολύ σῶφρον πουλί, ἔτσι ὥστε ὅταν χάση τό ταῖρι της δέν συνουσιάζεται πλέον μέ ἄλλο τρυγώνι. Ἤ προσέφεραν δύο μικρά περιστερόπουλα γιά νά γίνη ἡ ζωή τοῦ παιδίου ἐκείνου πολύτεκνος, ἐφ᾽ ὅσον ἡ περιστερά εἶναι πολύτεκνον ζῶον.
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τά δύο μικρά περιστέρια προετύπωναν τήν παρθενία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητέρας Του Παναγίας. Γενικῶς, ὅπως ἀναλύουν οἱ θεοφόροι Πατέρες καί ὅπως τονίζει καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, αὐτή ἡ προσφορά πού καθώριζε τότε ὁ Νόμος ἦτο τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν δηλαδή μία ἄφθογγος προφητεία τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτό θά πῆ ''τύπος''. Ἕνα γεγονός, πού ἀπό μόνο του προφητεύει κάτι ἄλλο, ἀλλά χωρίς νά ὑπάρχουν λόγια.
Καί νά περάσωμε τώρα στόν δίκαιο Συμεών, ὁ ὁποῖος ἐπερίμενε τήν σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ. Ἀνέμενε δηλαδή νά ἔλθη στόν ἰσραηλιτικό λαό, διά τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία, παρηγοριά ἀπό ὅλα τά κακά καί τίς θλίψεις πού ὑπέφεραν, ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά, ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ἀνεμένετο καί περίμενε μία βαθυτέρα παράκλησι. Ἀνέμενε μέ ἀγωνία, γιατί ἀκριβῶς, ἐνῷ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἶχε λάβει τήν σχετική πληροφορία - «ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μή ἰδεῖν θάνατον πρίν ἤ ἴδῃ τόν χριστόν Κυρίου» -, δηλαδή τοῦ εἶχε φανερώσει τό Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι δέν θά ἀπέθνησκε προτοῦ ἴδη ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ὁ Κύριος καί Θεός ἔχρισε Βασιλέα καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου, τόν Μεσσία δηλαδή.
Ὁ Συμεών λοιπόν προσδοκοῦσε τήν πραγματική καί αἰώνια παρηγοριά τοῦ Ἰσραήλ. ''Ἰσραήλ'' ἑρμηνεύεται ὡς ''νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν». Γι᾽ αὐτό, ὅλοι ἐμεῖς πού ἐπιστεύσαμε στήν μεσσιανικότητα τοῦ Χριστοῦ λεγόμεθα τώρα, στήν πραγματικότητα, ''νέοι Ἰσραηλῖτες'', ''νέος Ἰσραήλ''. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ἀνέμενε ὁ δίκαιος Συμεών πότε θά ἤρχετο ἡ παρηγοριά τῶν ἀνθρώπων-Χριστιανῶν γιά νά ἐλευθερώση ὅλους ἡμᾶς ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, κλπ. Ὁ Χριστός φυσικά εἶναι Αὐτός.
Αὐτό ἄλλωστε προανήγγειλε καί ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, ὅταν εἶπε ἐκεῖνο τό καταπληκτικό «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως ἄν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γένεσις, ΜΘ´, 10). Σέ μετάφρασι: «Δέν θά ἐκλείψῃ ἄρχων ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καί ἀρχηγός ἐκ τῆς γενεᾶς του, μέχρις ὅτου ἐκπληρωθοῦν τά ἀποτεταμιευμένα εἰς Κάποιον. Αὐτός δέ ὁ Κάποιος θά εἶναι ἡ ἀναμονή τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας». Καί ἑρμηνεύει ἐδῶ ὁ μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος τό «ἕως ἄν ἔλθῃ» ὡς ἑξῆς: «Τό ''ἕως ἄν'' ἔχει δύο ἐννοίας. Σημαίνει, πρῶτον, ὡρισμένον χρονικόν διάστημα πέραν τοῦ ὁποίου παύει νά συμβαίνῃ κάτι. Λ.χ., ''θά σᾶς περιμένω ἕως ἄν ἔλθητε''. Ἑπομένως, ὅταν ἔλθητε θά παύσω νά περιμένω. Καί, δεύτερον, ἔχει ἀπεριόριστον χρονικήν διάρκειαν. ''Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου''. Ἡ συνθρόνησις τοῦ Χριστοῦ μετά τοῦ Θεοῦ δέν θά εἶναι μόνον μέχρις ὅτου νικηθοῦν οἱ ἐχθροί Του, ἀλλά πάντοτε.
Κατά τήν πρώτη σημασία, οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα θά ὑπάρχουν μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ Μεσσίας Χριστός, κατόπιν δέν θά ὑπάρχουν. Κατά τήν δευτέρα σημασία, ἡ βασιλεία τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα θά εἶναι ἀπεριορίστου χρονικῆς διαρκείας, αἰωνία. Συνέβησαν καί τά δύο. Τό μέν πρῶτον, εἰς τόν τόπον, τήν φυλήν τοῦ Ἰούδα, τό δέ δεύτερον εἰς τήν οὐσίαν, τόν Χριστόν, τόν καταγόμενον ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Πράγματι, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ παύουν ὁριστικῶς νά ἄρχουν οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, διά τοῦ Χριστοῦ ὅμως διαιωνίζεται, ὡς καταγομένου ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ἡ βασιλεία τοῦ Ἰούδα, ὡς εἶπεν ὁ ἄγγελος εἰς τήν Θεοτόκον ''καί τῆς βασιλείας Αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος''». Βέβαια, μέ τήν στενή ἔννοια δέν ὑπάρχουν οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα ἀπό τότε πού ἦλθε ὁ Χριστός.
Ὅπως λοιπόν καί νά τό ἑρμηνεύση κανείς, ἐξεπληρώθη στό ἀκέραιο ἡ ἐξαισία προφητεία τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ γιά Ἐκεῖνον τόν ἕναν καί μοναδικόν, τήν προσδοκία δηλαδή τῶν ἐθνῶν, τόν Μεσσία. Διότι, πράγματι, οἱ Ἑβραῖοι, ἕως οὗ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, εἶχαν βασιλεῖς. Αὐτό εἶναι ἱστορικό δεδομένο. Ἀπό τότε, δέν ἐβασίλευσε ἀνάμεσά τους κανείς βασιληᾶς. Καί αὐτό εἶναι ἱστορικό δεδομένο, διότι ὁ Χριστός, ἁπλούστατα, εἶναι ὁ αἰώνιος πλέον διαχρονικός Βασιλεύς τῆς δόξης. Ἀλλά, δυστυχῶς, ἐδῶ ἰσχύει, καί ὄχι μόνον ἐδῶ, τό ἀρχαῖο ἑλληνικό ρητό «οὐ μέ πείσεις, κἄν μέ πείσῃς».
Τήν ''προσδοκία τῶν ἐθνῶν'' ὁρίζει καί ὁ Εὐαγγελιστής ὡς «παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεών ὁ Θεοδόχος ἀγωνιοῦσε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, νά ἰδῆ τόν Μεσσία Χριστό, πρᾶγμα πού τοῦ εἶχε προαναγγελθῆ πολλά χρόνια πρίν.
Ἡ Παράδοσις, μέ τρόπο ρεαλιστικώτατο, ἀναφέρει διάφορα, τά ὁποῖα ἔχουν σχέσι μέ τήν ἀπορία καί μέ τήν δικαιολογημένη ἀρχική δυσπιστία τοῦ Ἁγίου Συμεών γιά ὅλα αὐτά πού θά ἀντίκρυζε πρίν πεθάνη. Ἀλλά ὁ Θεός πού προσβλέπει στήν καρδία τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι ἁπλᾶ στίς ἐξωτερικές ἐνέργειές τους, ὄχι μόνον δέν ἄλλαξε τήν προαιώνια αὐτή ἀπόφασί Του γιά τόν δίκαιο Συμεών, ἀλλά μέ τρόπο παιδαγωγικό τοῦ δίνει ἐπί πλέον τά πρῶτα τότε πειστήρια αὐτοῦ τοῦ μελλοντικοῦ γεγονότος. Διότι, ὁ Θεός βολιδοσκοπεῖ τά βαθύτατα κίνητρά μας.
Ἐν προκειμένῳ, ἀκόμη πιό θαυμαστό εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Προφήτης Ἀμώς (Γ´, 7) ὅτι «οὐ μή ποιήσει Κύριος ὁ Θεός πρᾶγμα, ἐάν μή ἀποκαλύψῃ παιδείαν πρός τούς δούλους Αὐτοῦ τούς προφήτας». Ὁ Θεός δηλαδή δέν κάμνει κάτι, ἐάν δέν δείξη πρῶτον αὐτό εἰς τούς Προφήτας Του. Καί μάλιστα ὅταν πρόκειται γιά παιδεία, πού εἶναι ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ, πού φυσικά ἔχει πάντα παιδαγωγικό καί ὠφέλιμο χαρακτῆρα.
Ὄντως, ἐπειδή οἱ Προφῆτες εἶναι οὐσιαστικά φίλοι τοῦ Θεοῦ, συνήθως ὁ Θεός ἀποκαλύπτει σ᾽ αὐτούς κάποια μυστικά Του. Βέβαια κατά κυριολεξίαν τά ἀποκαλύπτει μέχρις ἑνός βαθμοῦ, ὅσο χρειάζεται γιά τήν σωτηρία μας. Γι᾽ αὐτό, πλεῖστα ὅσα εἶναι τά παραδείγματα τῶν προφητειῶν γιά τήν Γέννησι, τήν Βάπτισι, τήν Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου, τήν Ἀνάστασι, κλπ.
Ἐν προκειμένῳ, γιά τήν Ὑπαπαντή, «χριστός Κυρίου» ὀνομάζεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπειδή ἐχρίσθη ὑπό τοῦ Πατρός, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, μέ τό ἔλαιον τῆς ἀγαλλιάσεως. Ἄλλωστε, αὐτό προφητεύει καί ὁ Προφήτης Δαυΐδ, λέγοντας «ἔχρισέ σε ὁ Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου» (Ψαλμ. ΜΔ´, 8) . Δηλαδή, διά τοῦτο, ὦ Θεέ, Χριστέ μου, ὁ Θεός Πατήρ Σου Σέ ἔχρισε μέ τό πνευματικόν χρῖσμα πού φέρει ἀγαλλίασιν εἰς τούς χριομένους, πολύ ἀνώτερον τοῦ χρίσματος τῶν δι᾽ ἐλαίου χρισθέντων ἱερέων, Προφητῶν καί βασιλέων, κλπ. Μέτοχοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅσοι ἄνθρωποι κάνουν τό ἅγιον καί ἱερόν θέλημά Του.
Τώρα, στό σημεῖο ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὅτι ὁ Θεοδόχος Συμεών ἦλθε ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τό Ἱερόν, δηλώνει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί τόν ὡδήγησε νά ὑπάγη εἰς τό Ἱερό, ἀλλά καί τόν ἐνίσχυσε πρός τοῦτο, δηλαδή, καί τοῦ ἐνεδυνάμωσε τά πόδια, καί τοῦ ἐνίσχυσε τά χέρια γιά νά κρατήσουν τόν Χριστό. Γι᾽ αὐτό καί ἡ σχετική προφητεία τοῦ Ἡσαΐα λέγει «ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καί γόνατα παραλελυμένα...... ἰσχύσατε, μή φοβεῖσθε» (Ἡσ. 35, 3-4). Αὐτή ἡ προφητεία ἐξεπληρώθη κυριώτατα στόν παραλελυμένο, ἐκ τοῦ βαθέος γήρατός του Ἅγιο Συμεών, καθ᾽ ὅ,τι ὅτι ἦτο ὑπέργηρος ὅταν ἔλαβαν χώραν ὅλα αὐτά.
Ἐκεῖ λοιπόν στό Ἱερό ἐδέχθη τό Παιδίον στίς ἀγκάλες του καί ἐδόξασε τόν Θεόν καί εἶπε «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου Δέσποτα....», δηλαδή «τώρα, Κύριε, μπορεῖς νά ἀφήσῃς τόν δοῦλον Σου νά πεθάνῃ εἰρηνικά, ὅπως Τοῦ ὑπεσχέθης, διότι τά μάτια μου εἶδαν τόν Σωτῆρα, ὁ ὁποῖος θά φέρῃ τήν γενική σωτηρία, τήν ὁποία σωτηρία ἡτοίμασες διά νά γίνῃ φανερή ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν πρός εὐεργεσίαν, ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά καί τῶν ἐθνικῶν. Καί θά εἶναι, ἔτσι, τό σωτήριον τοῦ Θεοῦ, φῶς πνευματικό, πού θά ἀποκαλύψῃ εἰς τά ἔθνη τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά θά εἶναι καί δόξα τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ἀφοῦ ἀπό τόν Ἰσραήλ κατάγεται, ὡς ἄνθρωπος, ὁ Σωτήρ».
Αὐτό εἶναι σέ ἐλεύθερη ἑρμηνεία τό γνωστόν μας «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου Δέσποτα κατά τό ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ...»
Βέβαια, τό ὅτι μόλις ἀντίκρυσε ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος τόν Χριστόν ἐζήτησε τήν προσωπική του ἀπόλυσι, ἐξηγεῖται, διότι ἐφλέγετο πλέον ἀπό ἕναν καινούργιο τώρα πόθο νά ἀναγγείλη, καί στόν Ἅιδη τήν ἔλευσι τοῦ Μεσσία. Ἐπί τέλους, ἐσαρκώθη ὁ Θεός, ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου καί ὅλων τῶν δικαίων, πού μέχρι τότε οἱ δίκαιοι μοιραίως εὑρίσκοντο εἰς τόν Ἅιδη, ἐφ᾽ ὅσον δέν εἶχε ἀκόμη ἀνοίξη ὁ Παράδεισος.
Ὅπως διατυπώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τρόπον τινά βιαζόταν ὁ δίκαιος Συμεών νά ὑπάγη στόν Ἅιδη γιά νά μή προλάβουν νά ἀναγγείλουν αὐτό τό γεγονός τά νήπια, τά ὁποῖα σέ λίγο ἐπρόκειτο νά σφαγοῦν ἀπό τόν Ἡρώδη. Βέβαια, ὁ κατ᾽ ἐξοχήν πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅιδη ὑπῆρξε ὁ ἐπί τῆς γῆς Πρόδρομός Του, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὅπως ἀναφέρεται καί στό θαυμάσιο ἀπολυτίκιό του. Ἀλλά, ὅμως, χρονικά, προηγεῖται ὁ Ἅγιος Συμεών. Ὅλα αὐτά ἐξάγονται ἀπό τήν χρονική συσχέτισι ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων.
Τώρα, νά ἐπιμείνωμε στό σκηνικό, κατά τό ὁποῖο ὁ γέρων Συμεών μέ τά ἴδια του τά χέρια, ἐνισχυόμενα, λόγῳ τῆς ἡλικίας του, ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐκράτησε τόν Χριστό καί ἐδόξασε τόν Θεό. Αὐτό ὅλο, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτάς, μᾶς παραπέμπει σέ ἕνα καταπληκτικό ὅραμα πού εἶχε δεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας.
Τό ὅραμα αὐτό ἀναφέρεται στήν ἐνανθρώπισι τοῦ Θεοῦ Λόγου. Σέ μετάφρασι, λέγει ὁ Προφήτης: «Κατά τό ἔτος ἐκεῖνο κατά τό ὁποῖον ἀπέθανεν ὁ βασιλεύς Ὀζίας εἶδον τόν Κύριον καθήμενον ἐπί μεγάλου καί μετεώρου καί εἰς μέγα ὕψος τοποθετημένου θρόνου. Ὁ ναός ἐγέμισε ἀπό τήν θεία λάμψι τοῦ θρόνου τούτου καί τοῦ ἐπ᾽ αὐτοῦ Καθημένου. Γύρω τοῦ θρόνου τούτου ἵσταντο Σεραφείμ. Ἕξ πτέρυγας εἶχε ἕκαστον ἐξ αὐτῶν. Διά τῶν δύο πτερύγων ἐκάλυπτον τό πρόσωπον αὐτῶν, διά τῶν ἄλλων δύο ἐσκέπαζον τούς πόδας των καί διά τῶν ἄλλων δύο ἵπταντο. Ἕκαστον ἐξ αὐτῶν μετά φωνῆς μεγάλης ἔλεγε πρός τό ἄλλο: '' Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ καί ἡ γῆ ὅλη εἶναι πλήρης τῆς θείας Αὐτοῦ δόξης''. Τόσον δέ μεγάλαι ἦσαν αἱ κραυγαί τάς ὁποίας ἐξεφώνουν, ὥστε ἀνεπετάσθη ὁ γεῖσος τοῦ ναοῦ καί ὅλος ὁ ναός ἐγέμισε ἀπό καπνόν. Τότε εἶπον: ''Ὦ, ταλαίπωρος ἐγώ! Ἐχάθηκα! Διότι εἶμαι ἁμαρτωλός ἄνθρωπος μέ ἀκάθαρτα χείλη, ἐν μέσῳ ἀνθρώπων ἀκάθαρτα χείλη ἐχόντων κατοικῶ καί ὅμως εἶδον διά τῶν ὀφθαλμῶν μου τόν Βασιλέα Κύριον Παντοκράτορα''. Τότε, ἀπεστάλη πρός ἐμέ ἕν ἐκ τῶν Σεραφείμ, τό ὁποῖον εἶχε ἄνθρακα ἀναμμένον τόν ὁποῖον διά λαβίδος ἔλαβεν ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου. Τόν ἄνθρακα τοῦτον ἤγγισεν εἰς τά χείλη μου καί εἶπεν: ''Ἰδού! Ἤγγισε τοῦτο τά χείλη σου καί ἀφήρεσε τάς ἀνομίας σου καί ἐκαθάρισε τάς ἁμαρτίας σου''» (Ἡσ. ΣΤ´, 1-7).
Ὁ καπνός εἶναι τό ὁρατόν δεῖγμα τῆς παρουσίας τοῦ ἀοράτου φωτεινοῦ ἀλλά καί ἀπροσίτου Θεοῦ, διότι ὁ καπνός εἶναι σκοτεινός ἄν καί προέρχεται ἐκ φωτεινοῦ πυρός. Ὅμοιον τούτου, λέγει ὁ μακαριστός Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, εἶναι καί ἡ νεφέλη (Ἔξ. ΙΘ´, 16-18) (Ἱεζ. Α´, 13) (Ἀποκ. Ε´, 8). Ὁ Ἡσαΐας ἐξαγνίζεται διά τό προφητικόν του ἔργον. «Ὦ, τάλας ἐγώ...». Κατά τήν Παλαιάν Διαθήκην, ὁ ἰδών τόν Κύριον δέν πρόκειται νά ζήσῃ. Ὁ Ἡσαΐας γι᾽ αὐτό ταλανίζει ἑαυτόν, διότι, ἁμαρτωλός ὤν, εἶδε τόν Ἅγιον Θεόν καί θά ἀποθάνῃ. Καί λέγει ''κατανένυγμαι''. Τοῦτο ἐκ τοῦ ''κατανύσσομαι'', σημαίνει τήν συγκίνησιν, τό θάμβος τοῦ Προφήτου ἐπί τῷ ὁράματι τοῦτο. Μέ ἁπλᾶ λόγια, εἶναι σάν νά λέγῃ ὁ Προφήτης: «Συμφορά μου, κακό πού ἔπαθα! Χάθηκα!» Τοῦτο δέ προῆλθεν ἐκ τῆς συναισθήσεως τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν του καί τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ὁποίου κατῴκει καί διότι εἶδε τόν Θεόν ἰδίοις ὄμμασιν, ὅπως λέγει ρητῶς ὁ ἴδιος, καί κυρίως διότι δέν δύναται νά ἑνώσῃ τήν ὑμνωδίαν του μετά τῆς τῶν ἀγγέλων ὑμνωδίας, διότι ὁ Ἡσαΐας θεωρεῖ ὅτι ἔχει χείλη ἀκάθαρτα, οὐδέ τό προφητικόν του ἔργον διά χειλέων ἀκαθάρτων μπορεῖ ὡς ἐκ τούτου νά ἐκτελέσῃ. Φοβεῖται λοιπόν μήπως ἀποθάνῃ εὑρισκόμενος εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ὅπως λέγει, «ἀκάθαρτα χείλη ἔχων». Κάτι ἀνάλογον ἔλεγαν καί οἱ τρεῖς παῖδες «οὔκ ἐστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τό στόμα», ὅπως σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Τί θαυμασία προσευχή!
Καί συνεχίζει ὁ μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης: «Παρίσταται ἀνάγκη καθάρσεως αὐτοῦ, τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου δηλαδή, τήν ὁποίαν ἀναλαμβάνει ἕν τῶν Σεραφείμ, καί ἐπί μικρῷ ταλανίζει ἑαυτόν. Ἡ ταπεινή ἐξομολόγησις ἐπέτυχε τήν πλήρη συγγνώμην.
Τώρα, διά τόν στίχον 7 τοῦ ΣΤ´ Κεφαλαίου, ὅπου λέγει «ἥψατο τῶν χειλέων σου», ἐξηγεῖ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας τό ἑξῆς: ''Διά τούτων ἁπάντων παιδεύοντος ἡμᾶς τοῦ λόγου μή ἄλλως δύνασθαί τινα τυχεῖν ἀφέσεως ἁμαρτημάτων ἤ διά θείου πυρός''. Μόνον διά τοῦ θείου πυρός μπορεῖ νά ἐπιτύχη ὁ ἀνθρωπος τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του.
Ἡ προφητική κλῆσις τοῦ Ἡσαΐου συνίσταται εἰς τόν καθαρισμόν τῶν χειλέων. Ἐδῶ εἶναι τό κλειδί. Ὅπως αὐτό συνέβη καί στόν Προφήτη Ἱερεμία (Ἱερ. Α´, 9) . Ὁ Ἱεζεκιήλ, ρεαλιστικώτατος, ἔφαγε τό βιβλίο τοῦ Κυρίου (Ἱεζ. Γ´, 2). Ὁ ἄνθραξ τώρα οὗτος τοῦ Ἡσαΐου ἐν προκειμένῳ εὑρίσκεται ἐν τῇ λειτουργικῇ χρήσει καί συμβολίζει τήν Θείαν Κοινωνίαν.
Ὅπως λοιπόν ὁ Προφήτης Ἡσαΐας δεχόμενος τόν ἄνθρακα, ὄχι μόνο δέν κατεκάη, ἀλλά ἐκαθαρίσθη καί ἔτσι κατέστη ἄξιος νά εἶναι Προφήτης, τοιουτοτρόπως καί ὁ εὐλαβής Συμεών, τώρα στήν Ὑπαπαντή, ἐδέχθη τόν ἐνυπόστατο ''ἄνθρακα'' Χριστόν ἀπό τήν Παναγία. Ἐπειδή δέ εἶχε Ἅγιον Πνεῦμα, ὄχι μόνον δέν κατεκάη, ἀλλά καί ἐκαθαρίσθη. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἡ Ἐκκλησία ὥρισε, ὥστε αὐτή ἡ φρᾶσις νά προφέρεται ἀπό τόν ἑκάστοτε ἱερέα ἀμέσως μετά τήν λήψι τῆς Θείας Κοινωνίας.
Ἔτσι, γιά νά μή κάψη ἡ Θεία Κοινωνία τόν κάθε πιστό ὅταν κοινωνῆ, πρέπει, διά τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως, νά ἔχη μέσα του Χάριν Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως εἶχε δηλαδή ὁ δίκαιος Συμεών. Ἔστω βέβαια σέ ἕνα ποσοστό, γιατί δέν ἠμποροῦμε νά φθάσωμε ἀσφαλῶς στά μέτρα τοῦ δικαίου Συμεών.
Καταλήγοντας λοιπόν στήν ἑνότητα αὐτή, ὁ φλεγόμενος ἄνθρακας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Χριστός. Ἡ μυστική λαβίδα πού κρατεῖ τόν ἄνθρακα εἶναι ἡ Παναγία, πού Τόν ἐκυοφόρησε. Ἄλλωστε, τί ψάλλομε σέ ἕνα ἀπό τά μεγαλυνάρια τῆς ἑορτῆς; «Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἡ τόν ἄνθρακα Χριστόν συλλαβοῦσα ἐν γαστρί, Σύ ὑπάρχεις Μαριάμ». Ἤ, κατ᾽ ἄλλους, πιό ἀναλυτικά, τά Σεραφείμ τοῦ ὁράματος εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος. Θυσιαστήριο εἶναι ἡ ἄχραντος κοιλία Της. Λαβίς μυστική εἶναι τά ἴδια τά χέρια τῆς Παναγίας πού προσφέρουν τόν ἐνυπόστατο Ἄνθρακα, τόν Χριστό δηλαδή, στόν ἄξιο Συμεών.
Τώρα, σχετικά μέ τήν προφητεία τοῦ Ἁγίου Συμεών γιά τόν Χριστό, ὅτι «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», εἶναι μία πραγματικότητα, διότι ὅλα αὐτά τά ζοῦμε ἕως τῆς σήμερον, καί κάθε ἡμέρα καί χειρότερα. Αὐτή ἡ προφητεία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐκπληρώνεται ὅλο καί περισσότερο καθ᾽ ὅ,τι ὁ Χριστός εἶναι σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Στήν προφητεία αὐτή, ''σημεῖον'' ὀνομάζει τήν σάρκωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τόν Σταυρόν Του.
Ὅσο γιά τήν δεύτερη προφητεία, πού ἀνεφέρετο στήν Παναγία, ὅτι θά διαπερνοῦσε τήν καρδίαν Της ξίφος δίστομο, προφανῶς ἐννοοῦσε τήν ὀδύνη Της, ὅταν θά ἔβλεπε κρεμάμενον ἐπί Σταυροῦ τόν Υἱόν Της καί Θεόν Της. ῎Ετσι, καί μέ αὐτόν τόν πόνο τῆς Παναγίας, ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Παναγία εἶναι πραγματική μητέρα καί ὅτι ὁ Χριστός ἔχει, ὄχι κατά φαντασίαν, ἀλλά πραγματικό ἀνθρώπινο σῶμα.
Αὐτή ἡ διπλῆ τρανταχτή προφητεία τοῦ Ἁγίου Συμεών ἐπεκτείνεται καί σέ ὅλη τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι Σῶμα Χριστοῦ.
Τώρα, γιά τήν Προφήτιδα Ἄννα λέγει τό ἱερό κείμενο ὅτι «ἀνθωμολογεῖτο», εὐχαριστοῦσε δηλαδή καί ἐδοξολόγει τόν Θεόν, καί ἔλεγε περί Αὐτοῦ σέ ὅλους, πού τότε στά Ἱεροσόλυμα ἀνέμεναν αὐτήν τήν αἰωνία, παντοτεινή καί πραγματική λύτρωσι. Ἡ Προφῆτις Ἄννα οὐσιαστικά εἶναι «ὑποφῆτις», ὅπως τό τονίζει καί ὁ ἱερός Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος, λέγοντας «.... ἱερῶς ἀνθωμολογεῖτο ὑποφητεύουσα». Ὁ ὑποφήτης διαφέρει κάπως ἀπό τόν προφήτη μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ προφήτης συνήθως ἀποκαλύπτει τό ἀπώτερο μέλλον, ἐνῷ ὁ ὑποφήτης ἑρμηνεύει μόνον, τά παρελθόντα, τά ἐνεστῶτα, ἀλλά καί ἀποκαλύπτει ὅσα πρόκειται νά λάβουν χώρα στό ἐγγύς μέλλον. Ὅλα τά τοῦ ὑποφήτου τά κάνει καί ὁ προφήτης. Ἡ ἀποκάλυψις τοῦ ἀγνώστου παρόντος καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ ἐγγύς μέλλοντος ἀποτελοῦν βεβαία ἐγγύησι γιά τήν πραγμάτωσι τῆς σημαντικωτέρας προφητείας, πού ἀναφέρεται στό ἀπώτερο μέλλον καί εἶναι καθολικωτέρας σημασίας.
Τώρα, σχετικά μέ τόν στίχο μέ τόν ὁποῖον τελειώνει ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Ὑπαπαντῆς «τό δέ παιδίον ηὔξανε καί ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας καί Χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾽ αὐτό» (Λουκ. Β´, 40), ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ηὔξανε δέ ὁ Ἰησοῦς κατά τό σῶμα· μέ ὅλον ὅπου ἠδύνατο καί ἐξ αὐτῆς τῆς μήτρας νά ἀνέβῃ εἰς μέτρον ἀνδρικῆς ἡλικίας· ὅμως ἤθελε λογισθῆ πώς κατά φαντασίαν ἐσαρκώθη, διά τοῦτο αὐξάνει ἀπό ὀλίγον, ὀλίγον. Καί ὅσον αὐξάνετο κατά τό κορμί, τοσοῦτον ἐφανερώνετο καί ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Διότι, δέν ἐγένετο κατά προκοπήν καί μάθησιν σοφός, μή γένοιτο· ἀλλ᾽ ἀπό ὀλίγον, ὀλίγον, δείχνοντας τήν φυσικήν του σοφίαν, κατά τήν τάξιν τῆς σωματικῆς ἡλικίας· λέγεται πώς ἐπρόκοπτε, καί ἐνεδυναμώνετο μέ τό Πνεῦμα. Διότι ἄν ἤθελε δείξῃ ὅλην τήν σοφίαν ἐξ ἀρχῆς ἀκόμη ἕως ὅπου ἦτο μικρόν παιδίον, ἤθελε φανῆ τίποτε παράξενον θαῦμα· ἀλλά τώρα λόγῳ νά δείχνῃ τήν σοφίαν του, κατά τό μέτρον τῆς ἡλικίας, ἐπλήρωσε τήν οἰκονομίαν, ὄχι πώς ἐλάμβανε σοφίαν· διότι τί νά ἤθελε γίνῃ τελειότερον, τοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς τελείου; ἀλλά τήν σοφίαν ὅπου ἦτο εἰς αὐτόν, τήν ἐφανέρωνεν ἀπό ὀλίγον, ὀλίγον».
Ὁ Χριστός, φυσιολογικῷ τῷ τρόπῳ, ἀκολουθεῖ τήν φυσική ὁδό τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως, διότι, ἄν ξαφνικά ἐνεφανίζετο μέ μιᾶς ὡς ἄνδρας, δικαιολογημένως θά ἐνομίζετο ὅτι κατά φαντασίαν ἐσαρκώθη. Ἄν ἤθελε νά δείξη ὅλην τήν σοφία Του ἐξ ἀρχῆς, ἀπό τότε πού ἦτο μικρό παιδίον, θά ἐφαίνετο σάν ἕνα παράξενο καί ἀνεξήγητο θαῦμα. Ὅσον ηὔξανε κατά τό κορμί, τοσοῦτον ἐφανερώνετο ἡ ἅμα τῇ συλλήψει ἐνυπάρχουσα ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ σαρκωμένος Θεός ἠθέλησε νά δείχνη τήν σοφία Του ἀνάλογα μέ τό μέτρον τῆς ἡλικίας Του. Γι᾽ αὐτό, τήν ἐφανέρωνε πρός τά ἔξω κλιμακωτά, σταδιακά.
Βέβαια, ὅπως ἑρμηνεύη ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, τήν ἀπάντησι γιά τά προαναφερθέντα τήν δίδει ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς πιό κάτω, ὅταν λέγη ὅτι «ὁ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ» (Λουκ. Β´, 52). «Ἐξηγῶντας τί εἶναι τό προκόπτειν σοφίᾳ, προσθέτει καί ἡλικίᾳ, διότι τήν προκοπήν τῆς ἡλικίας λέγει πώς εἶναι προκοπή τῆς σοφίας».
Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά γίνη πιό τέλειος ἀπ᾽ ὅ,τι εἶναι. Διότι, εἶναι ἄπειρα τέλειος. Ἄν, ὑποτεθείσθω, ἐγίνετο πιό τέλειος, στήν οὐσία δέν θά ἦταν Θεός. Τό Θεῖον εἶναι ἐντελῶς ἀμετάβλητον.
Ἀνάλογες θέσεις διατυπώνει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, πού εἶναι ἡ ἐγγύησις τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς καί ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων.
Αὐτά, βέβαια, τώρα γιά μᾶς εἶναι πιό εὐκολονόητα, διότι μᾶς ἔχει ἀναπτυχθῆ, κατ᾽ ἄνθρωπον βέβαια, ἡ Χριστολογία ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες. Διότι, τόν Χριστό, σέ τέλειο βαθμό τόν γνωρίζει μόνον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ξέρει μόνος καί τά βαθέα τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τά ἀνέλυσαν, τά διεσαφήνισαν, τά περιχαράκωσαν καί τά δεχόμεθα ὡς ἀποκεκαλυμμένα.
Τώρα, ἐμεῖς ξέρομε, ἀπό τήν Χριστολογία, ὅτι μέ τήν ἕνωσι θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στήν μία ὑπόστασι τοῦ Λόγου, στό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέσα στά σπλάγχνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ ἐθεώθη ἅμα τῇ συλλήψει. Ἄν καί ὁ Χριστός ἦταν νήπιο, ταυτόχρονα ἦτο ὁ πρό αἰώνων ἀϊδίως ὑπάρχων Θεός ἔχοντας ὅλον τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς καί ὅλην τήν γνῶσι καί σοφία, καθ᾽ ὅ,τι, ὡς πρόσωπο, ἅμα τῇ συλλήψει ἦτο ἡ ἐνυπόστατος Σοφία. Ἄλλωστε ὁ Χριστός, κατά τήν δημόσια δρᾶσι Του - καί κυρίως στήν ἀρχή -, ὡμιλοῦσε «κατά τήν ὑπόνοια τῶν ἀκουόντων», σύμφωνα δηλαδή μέ τήν ἀντιληπτική δυνατότητα τῶν ἀκροατῶν Του περί Αὐτοῦ.
Τήν ἑορτή τοῦ Σαραντισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τήν ἐθέσπισε ὡς γνωστόν ὡς ἀκολουθία κάθε ἀνθρώπου σαράντα ἡμέρες μετά τήν γέννησί του. Οἱ εὐχές τῶν εἴκοσι ἡμερῶν - οἱ εὐχές τοῦ Μισοσαραντισμοῦ -, εἶναι ξένες, καί πρός τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπίσης, νά τονίσωμε ὅτι τό γεγονός τῆς Ὑπαπαντῆς ἐξιστορεῖται μόνον ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Τό ὅτι δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς ἄλλους, δέν σημαίνει προφανῶς ὅτι τό ἀρνοῦνται, κάθε ἄλλο. Ἁπλῶς, ἔτσι ἔκρινε, ἐφώτισε καί ἐνήργησε ἡ Θεία Πρόνοια. Διότι, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη. Μία ἀπό τίς συνέπειες πού ἔχει αὐτό εἶναι ὅτι, ἐάν ἕνας Ἅγιος ἀσχολῆται μέ ἕνα θέμα καί ἕνας ἄλλος Ἅγιος δέν ἀσχολῆται μέ τό ἴδιο θέμα, δέν συνεπάγεται ἐκ τούτου, ὅτι ὁ δεύτερος Ἅγιος ἔχει κατ᾽ ἀνάγκην ἄλλη γνώμη, ἤ ὅτι διαφωνεῖ μέ τόν πρῶτο. Αὐτό, φυσικά, δέν ἰσχύει μόνο γιά τούς παλαιούς Ἁγίους, ἀλλά καί γιά τούς συγχρόνους Ἁγίους. Γι᾽ αὐτό, νά μήν ἑρμηνεύωμε λανθασμένα τά λόγια, τίς ἐνέργειες, ἀκόμη καί τήν σιωπή, κάποιες φορές, τῶν ἀνθρώπων πού ὅμως ὄντως ἀνεδείχθησαν ἐκ Θεοῦ σκεύη ἐκλογῆς.
Τώρα, ἀντί ἐπιλόγου, νά ποῦμε τά ἑξῆς:
Ἀπό τήν σημερινή ἑορτή - ὅπως καί ἀπό πολλές ἄλλες - βλέπομε πῶς ''δένει'' ἡ Παλαιά μέ τήν Καινή Διαθήκη. Δέν ἠμποροῦμε νά ἀπομονώσωμε τήν Παλαιά ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, διότι καί τά δύο ἀποτελοῦν τήν σταδιακή ἀλλά ἑνιαία ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἄν ὑποτιμοῦμε τήν μία ἐκ τῶν δύο, οὐσιαστικά, αὐτομάτως καί μοιραίως ὑποτιμοῦμε τόν Ἴδιο τόν ἀποκαλύπτοντα καί ἀποκαλυπτόμενο Θεό, πού αὐτό βέβαια εἶναι παμμεγίστη ἁμαρτία-ἀστοχία.
Τέλος, ''ὑπαπαντή'' σημαίνει ''ἔρχομαι σέ συνάντησι μέ κάποιον ἄλλον'', ὑπαντῶ κάποιον. Μέ αὐτήν λοιπόν τήν ἔννοια, εὔχομαι ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ νά συντελέση ὥστε νά γίνεται ὁλοένα καί περισσότερο καί ἑορτή καί γεγονός τῆς ἰδικῆς μας προσωπικῆς ὑπαπαντῆς μετά τοῦ Χριστοῦ, συναντήσεως μετά τοῦ Χριστοῦ.
Γιά νά γίνη ὅμως αὐτό, πρέπει πρῶτα νά οἰκειοποιηθοῦμε τό ἑξῆς τροπάριο τῆς Ὑπαπαντῆς: «Λάμπρυνόν μου τὴν ψυχήν, καὶ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ὅπως ἴδω καθαρῶς, καὶ κηρύξω σέ Θεόν». Τότε καί μόνον τότε, καταυγαζόμενοι ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀβιάστως καί αὐθορμήτως θά Τόν κηρύξωμε πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, ἔργῳ πρῶτα καί λόγῳ ὕστερα, ἀληθινόν Θεόν.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος

(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 4/2/2007) 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...