Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Μαρτίου 06, 2015

ΟΙ Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η ερμηνεία της Β΄ Στάσης 

των Χαιρετισμών της Θεοτόκου

       Όλη η ανθρωπότητα "χαιρετά" σήμερα, για δεύτερη Παρασκευή την Παναγιά, την βάζει ξανά στην μέση των εκκλησιών, την προσκυνά και πάλι και της ζητά να μεσιτεύει στον Υιό της και Θεό μας, για εμάς και τα παιδιά μας, τους φίλους και τους συγγενείς μας. 
         
"Χαίρε νύμφη ανύμφευτε".
     Οι Χαιρετισμοί στην Παναγία, όπως είπαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση της ιστοσελίδας μας (κάντε κλικ στον σύνδεσμο για να διαβάσετε λεπτομέρειες) είναι υμνωδία που ο κάθε πιστός χαίρεται ιδιαίτερα να διαβάζει. Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή διαβάζονται οι Χαιρετισμοί κάθε Παρασκευή και για πέντε συναπτές εβδομάδες. Τα νοήματα των Χαιρετισμών είναι υψηλά και βαθιά και θεωρούμε πολύ χρήσιμη μία μικρή και σύντομη ερμηνεία.
Β΄ΣΤΑΣΗ
Ηκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν. Και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον. 
Οταν οι ποιμένες άκουσαν τούς αγγέλους να υμνούν την παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπου ως ανθρώπου έτρεξαν στο σπήλαιο να τον δουν. Περίμεναν να δουν ποιμένα και απεναντίας τον είδαν σαν άμωμο αρνί που είχε βοσκήσει και θραφεί μέσα στην κοιλιά της Μαρίας. Και τότε έκθαμποι της είπαν.
 Χαίρε, Αμνού και Ποιμένος μήτηρ. Χαίρε, αυλή λογικών προβάτων
Η Παναγία είναι μητέρα του ποιμένος όλων των ανθρώπων και του αμνού του θεού. Είναι ακόμα η μάνδρα των λογικών προβάτων, εκείνη δηλαδή που κλείνει στην αγκαλιά της όλους τους πιστούς.
Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον. Χαίρε, παραδείσου θυρών ανοικτήριον. 
Ασπίδα μας εναντίον των αοράτων εχθρών και εναντίων των δαιμόνων είσαι Παναγία μας.Και κλειδί που μας άνοιξες πάλι τις πόρτες του παραδείσου.
Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη. Χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς. 
Χάρη σε σένα ευφραίνονται μαζί ουρανός και γη, κι όλα τα κτίσματα ενωμένα δοξάζουν τον Κύριο.
Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα. Χαίρε, των Αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.
Οι απόστολοι σε είχαν για ασίγητο στόμα τους, και από σένα έπαιρναν το υπερφυσικό τους θάρρος και δύναμη οι μάρτυρες
Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα. Χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα.
Χαίρε στήριγμα ασάλευτο της πίστεως. Χαίρε λαμπρό αποτέλεσμα της Θείας χάριτος.
Χαίρε, δι’ ης εγυμνώθη ο άδης. Χαίρε, δι’ ης ενεδύθημεν δόξαν.
Εξ’αιτίας σου γυμνώθηκε από την δυναμή του ο θάνατος κι εμείς φορέσαμε τη δόξα.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Θεοδρόμον αστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη. Και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν άνακτα. Και φθάσαντες τον άφθαστον, εχάρησαν αυτώ βοώντες. Αλληλούια.

Οι μάγοι είδαν τον αστέρα, που είχε ανάψει ο Θεός στον ουρανό και τον ακολούθησαν. Το άστρο αυτό ήταν σαν λυχνάρι, που κρατώντας το στα χέρια, έψαχναν στο φως του για τον βασιλέα του παντός. Έφθασαν έτσι μπροστά στον άφθαστο εις δόξαν και χάρηκαν και του φώναξαν Αλληλούια.
‘Ιδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους. Και δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι, και βοήσαι τη ευλογημένη.
Οι μάγοι, που είχαν έλθει από τη μακρινή Χαλδαία, είδαν στα χέρια της Παρθένου αυτόν που τα χέρια Του έπλασαν τους ανθρώπους. Τον είδαν Κύριο του παντός, παρ’ όλο ότι είχε πάρει μορφή δούλου, μορφή ανθρώπινη, κι έσπευσαν να του προσφέρουν τα δώρα τους σαν σε Βασιλέα και να φωνάξουν στην ευλογημένη μητέρα Του τα εξής.
Χαίρε, αστέρος αδύτου μήτηρ. Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.
Χαίρε, συ που γέννησες τον αστέρα που δεν δύει ποτέ. Χαίρε, αυγή μιας καινούργιας ημέρας με φως μυστικό, θείο, πνευματικό.
Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα. Χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα.
Έσβησες Κόρη του Θεού την κολασμένη φωτιά της αμαρτωλής γνώσεως, και φωτίζεις τους μύστες της Αγίας Τριάδος.
Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβάλουσα της αρχής. Χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.
Γκρέμισες ακόμα από τον θρόνο του τον τύραννο διάβολο, και μας φανέρωσες τον φιλάνθρωπο Κύριο.
Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας. Χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.
Μας λυτρώνεις από τη θρησκεία των ειδώλων, μας σώζεις από τη λάσπη των κακών έργων.
Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα. Χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.
Έβαλες τέλος στην προσκύνηση του πυρός, που λάτρευαν οι αρχαίοι λαοί και μας απάλλαξες από την φλόγα των παθών.
Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης. Χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.
Είσαι οδηγός σωφροσύνης για τους πιστούς. Είσαι η ευφροσύνη όλων των γεννεών.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα, εκτελέσαντές σου τον χρησμόν, και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη, μη ειδότα ψάλλειν Αλληλούια.
Έγιναν οι μάγοι κήρυκες θεοφόροι και γύρισαν στη Βαβυλώνα, αφού συμμορφώθηκαν με το πρόσταγμα του Αγγέλου να μην περάσουν από τα Ιεροσόλυμα όπου τους περίμενε ο Ηρώδης για να μάθει από το στόμα τους που είχε γεννηθεί, ο Χριστός. Γύρισαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν σε όλους τον Χριστό, αφήνοντας στα παραμιλητά του τον Ηρώδη, που δεν ήξερε να ψάλλει Αλληλουία.
Λάμψας εν τη Αιγύπτω, φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος. Τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν, οι τούτων δε ρυσθέντες, εβόων προς την Θεοτόκον.
Όταν ο Ιωσήφ και η Παναγία πήραν τον Χριστό κι έφυγαν στην Αίγυπτο για να γλυτώσουν το Θείο Βρέφος από τη μανία του Ηρώδη, έλαμψε σ’ εκείνη τη χώρα το φως της αληθείας. Και τα είδωλά της, μην αντέχοντας την παρουσία του Σωτήρος, γκρεμνίσθηκαν μόνα τους. Κι όσοι σώθηκαν απ’ αυτά, φώναξαν στην Θεοτόκο:
Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων. Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.
Χαίρε συ που είσαι η ανόρθωση και η σωτηρία των ανθρώπων. Χαίρε συ που είσαι το γκρέμισμα των δαιμόνων.
Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα. Χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα.
Πάτησες και συνέτριψες την πλάνη και την απάτη. Απέδειξες τη δολερότητα των ειδώλων.
Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν. Χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν.
Όπως η ερυθρά θάλασσα, κατά την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, σκέπασε με τα κύματά της τον Φαραώ, που τους κατεδίωκε, έτσι και συ κατεπόντισες σαν άλλη θάλασσα τον νοητό Φαραώ, δηλαδή τον διάβολο και τα στρατεύματά του. Κι όπως ο βράχος στην έρημο, που τον χτύπησε ο Μωυσής με το ραβδί του, ανάβρυσε νερό, έτσι κι εσύ σαν άλλους Ισραηλίτες ξεδιψάς όσους διψούν την αληθινή ζωή, μέσα στην πνευματική έρημο του κόσμου.
Χαίρε, πύρινε στύλε οδηγών τους εν σκότει. Χαίρε, σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Όπως η πύρινη στήλη οδηγούσε τη νύχτα τους Εβραίους στην έρημο, έτσι κι εσύ μας οδηγείς μέσα στα πνευματικά σκοτάδια. Κι όπως η φωτεινή νεφέλη τους σκέπαζε την ημέρα, έτσι κι εσύ σκεπάζεις τον κόσμο, πλατύτερη από νεφέλη.
Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε. Χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.
Είσαι η τροφή που διαδέχθηκε το μάννα και η διάκονος των αγίων απολαύσεων.
Χαίρε, η γη της επαγγελίας. Χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα.
Όπως η γη της επαγγελίας ήταν το ωραίο τέρμα της πορείας του Ισραήλ έτσι είσαι και συ για μας η γη που μας υποσχέθηκε ο θεός από την οποία ρέει η χαρά και η ειρήνη.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος Διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν κράζων Αλληλούια.
Όταν επρόκειτο ο βαθύγερος Συμεών να φύγει από αυτόν τον απατηλό κόσμο αξιώθηκε να δεχθεί στις αγκάλες του τον Θεό ως βρέφος.Και γεμάτος έκπληξη για την ανείπωτη σοφία του θεού αναφώνησε Αλληλούια.

 «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».  

Ο Άγιος Γέροντας τον οποίο συνάντησε ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς στο Άγιον Όρος



Υπάρχουν αληθινοί άγιοι σήμερα;Απάντηση στο Μοναχό Βαραχία

Παρατηρείς τον κόσμο όπως είναι σήμερα και αναρωτιέσαι με κατάπληξη: Υπάρχουν αληθινοί άγιοι σήμερα; Εγώ θα σου γράψω για έναν απ' αυτούς, πού είχα την καλή τύχη να συναντήσω τελευταία. Αυτός είναι ό γέροντας Μιχαήλ πού ζει στη σκήτη της Θεοτόκου στον Άγιο Όρος.


Τον επισκέφτηκα με μια ομάδα προσκυνητών κατά την επιστροφή μου από τούς Αγίους Τόπους.
Φτάσαμε στη σκήτη την ώρα του εσπερινού. Ό γέροντας Μιχαήλ μας υποδέχτηκε σαν πατέρας, πολύ καλόκαρδα, κι αυτό μας γοήτευσε όλους. Μας οδήγησε πρώτα στην παλιά εκκλησία, μια από τις τρεις πού υπάρχουν στη σκήτη. Μας πήγε να προσκυνήσουμε την πολύ γνωστή εικόνα της Παναγίας, την ονομαζόμενη Γλυκοφιλούσα, μια θαυματουργή εικόνα, πού έχει και μεγάλη καλλιτεχνική αξία. 

Σε καμιά άλλη εικόνα δεν έχει Ιστορηθεί ή Παναγία τόσο χλωμή όσο σ' αυτήν εδώ. Γλυκοφιλούσα ονομάζεται επειδή εικονίζει την Παναγία ν' ασπάζεται το χέρι του Ουράνιου Νυμφίου, του Χριστού. Πλησιάσαμε όλοι κι ασπαστήκαμε ένας ένας την εικόνα.
-Θα σας ασπαστεί κι Εκείνη! Θα σάς ασπαστεί κι Εκείνη! είπε ήρεμα ό γέροντας Μιχαήλ, καθώς τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα στο πρόσωπο του. 

Αργότερα μας είπε:
-Έχω εδώ μαζί μου δεκαπέντε αδελφούς. Είναι όλοι τους ηλικιωμένοι κι αδύναμοι. Σήμερα οι Έλληνες δεν επιτρέπουν στους Σλάβους να έρχονται στο Άγιο Όρος. Πρέπει να φροντίζω τούς δεκαπέντε αυτούς αδελφούς σα να 'μουν κατά κάποιο τρόπο αντιπρόσωπος της Παναγίας σ' αυτόν τον τόπο, αυτή την εποχή. Για δύο πράγματα μόνο προσεύχομαι στο Θεό: Να κρατήσουμε την αγάπη, και μαζί μ' αυτήν, να μη μας λείψει το ψωμί.

Ό π. Μιχαήλ κατάγεται από τις Σέρρες. Από μικρό παιδί είχε την επιθυμία να γίνει μοναχός. Όταν του παρουσιάστηκε σε μια εκκλησία ό άγιος Νικόλαος και του είπε πώς θα γίνει πραγματικά μοναχός, ή χαρά του ήταν μεγάλη. Αμέσως άφησε τη μητέρα του και την οικογένεια του και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί ζει ως σήμερα.
Συνήθιζε να μας επισκέπτεται στην Αχρίδα. Μάζευε δωρεές για να συντηρήσει τους δεκαπέντε ηλικιωμένους μοναχούς του.
-Είμαι γέροντας στους γέροντες και πατέρας στους πατέρες, μας έλεγε. Πρέπει να τους διδάσκω, μα και να τους τρέφω, μ' όλο πού είμαι κι εγώ αγράμματος και αδύναμος. Πρέπει οπωσδήποτε όμως να τούς διδάσκω την αγάπη και να 'χω να τούς δίνω τουλάχιστο ψωμί. Αυτό είναι όλο πού κάνω, με τη βοήθεια της Παναγίας μας. Και δε θα μας εγκαταλείψει ή Γλυκοφιλούσα μας!

Έκανε τη λειτουργία για μας. Μετά του είπα:
-π. Μιχαήλ, πες κάτι στους ανθρώπους. Στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη και είπε:
-Θα σάς πω τρία διδάγματα:
α. Ό δρόμος πού οδηγεί στη σωτηρία είναι πιο στενός, απ' ότι είναι το φάρδος μιας τρίχας.
β. Όπου είναι ό νους σας, εκεί είναι κι ή πατρίδα σας.
γ. Στον κόσμο αυτόν ήρθαμε σαν σε αγορά, ν' αγοράσουμε κάτι καλό και να το πάρουμε μαζί μας στην πατρίδα μας. Αμήν.


Ή παρέα ενθουσιάστηκε με τη σύντομη αυτή διδαχή κι έτρεξαν όλοι να πάρουν την ευλογία του άγιου γέροντα.

Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε καθόλου. Όλη του ή φροντίδα κι ή μέριμνα ήταν για τούς αδελφούς και το μοναστήρι. Αγωνιζόταν γι' αυτούς, τούς πρόσφερε πολλή αγάπη και λίγο ψωμί, δαπανούσε τις σωματικές του δυνάμεις και πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Ή ψυχή του αναπαύεται τώρα στη βασιλεία των ουρανών, εκεί πού βασιλεύει ή Γλυκοφιλούσα.

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Η τραγωδία της πίστεως.Οι επτά αμαρτίες που μαραίνουν την πίστη
Εκδόσεις Πέτρου Μπότση

apantaortodoxias/αντιγραφή
το είδαμε εδώ

H Β΄ στάσις τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας μας

Αγιογραφία από το Καθολικό της Ι.Μ. ΙΒΗΡΩΝ Αγίου Όρους
Σήμερα τὸ ἀπόγευμα, ὅπως καὶ τὶς ἑπόμενες τρεῖς Παρασκευές, θὰ τελεσθεῖ στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος τῆς Θεοτόκου. Κάθε Παρασκευὴ διαβάζεται ἀπὸ μία «Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν» καὶ τὴν τελευταία Παρασκευή, διαβάζονται ὅλες μαζί. 

Β’ ΣΤΑΣΙΣ
κουσαν οἱ Ποιμένες, τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων, τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν· καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον, ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα, ἣν ὑμνοῦντες, εἶπον·

Χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος Μήτηρ· χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον· χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα· χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στεῤῥὸν τῆς Πίστεως ἔρεισμα· χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγυμνώθη ὁ ᾍδης· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θεοδρόμον Ἀστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ· καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι᾿ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα· καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον, ἐχάρησαν, αὐτῷ βοῶντες· 

Ἀλληλούϊα.

δον παῖδες Χαλδαίων, ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου, τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι, καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·

Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα· ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν, καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη, μὴ εἰδότα ψάλλειν·

Ἀλληλούϊα.

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχύν, πέπτωκεν· οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα· χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν· χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε, ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάννα διάδοχε· χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐξ ἧς ῥέει μέλι καὶ γάλα.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεῶνος, τοῦ παρόντος αἰῶνος, μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος, ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεὸς τέλειος· διό περ ἐξεπλάγη, σοῦ τὴν ἄῤῥητον σοφίαν, κράζων·

Ἀλληλούϊα.

Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄Κυριακὴ Νηστειῶν - Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Ἡ (νηστεία εἶναι) ὁδός, μέ τήν ὁποία ἐσύ καί ἐγώ βαδίζουμε πρός τήν Ἀνάστασι. Τήν ἀνάστασι τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ναί. Καί ἐσύ καί ἐγώ. Γι’ αὐτό ἡ νηστεία εἶναι θαυμαστή. Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία!

Σέ ἕνα θαυμάσιο στιχηρό αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ψάλλαμε καί προσευχηθήκαμε: «Ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι, τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Πέμπτη Α΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, Ἀπόστιχα Ἑσπερινοῦ).

Νηστεία – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Νά ἡ καλή εἴδησι, πού ὁ Κύριος μᾶς ἔφερε. Θέλεις νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας; Θέλεις νίκη κατά τοῦ ἐφευρέτου τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ ἰδίου τοῦ διαβόλου; Ὁρίστε, ἡ νηστεία –λέγει ὁ Σωτήρ.

Ναί, μέ τήν νηστεία ἐσύ γίνεσαι ὁ μεγαλύτερος νικητής σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ποιός νίκησε τόν διάβολο, ποιός, ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Κανένας ἄλλος. Γι’ αὐτό, Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, διότι μόνο Αὐτός εἶναι Θεός, πιό ἰσχυρός ἀπό τόν διάβολο. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι πιό ἀνίσχυρα ἀπό αὐτόν. Καί ἐμεῖς, ἀκολουθώντας Τον, στήν πραγματικότητα ἀκολουθοῦμε τόν Νικητή πού μᾶς δίνει πάντοτε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ κάθε διαβόλου πού μᾶς ἐπιτίθεται γιά νά μᾶς νικήσῃ καί νά μᾶς ρίξῃ στήν ἁμαρτία. Σέ τί, δηλαδή; Στόν θάνατο.
* * *

Ὕπαρξις ἀθάνατη. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἦλθε στόν γήινο κόσμο μας, γιά νά νικήσῃ τήν ἁμαρτία μας· γιά νά μᾶς δώσῃ τήν δύναμι, τά μέσα, νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο, νά κάνουμε τό ἴδιο μαζί Του, ὁδηγούμενοι ἀπό Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον.

Τί εἶναι οἱ ἀνθρώπινες νίκες; Τίποτε. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες νίκες, ἄν δέν νικοῦν τόν θάνατο, εἶναι ἧττες. Τί εἶναι ὅλες οἱ νίκες, τίς ὁποῖες πολλοί βασιλιάδες καί ἰσχυροί αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπέτυχαν καί ἐπιτυγχάνουν; Τί εἶναι οἱ εὐρωπαϊκοί πόλεμοι: πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, δέκατος καί πεντηκοστός; Τί εἶναι; Εἶναι ἧττες, ἧττα μετά τήν ἧττα. Δέν εἶναι νίκες. Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, ἐπενόησαν τόν πόλεμο καί τούς φόνους σάν μέσο, γιά νά νικήσουν τό κακό σ’ αὐτόν τόν κόσμο.

Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τό κακό σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μόνο ὁ Θεός καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά νικήσουν τόν δημιουργό κάθε κακοῦ καί κάθε ἁμαρτίας, τόν διάβολο. Ὁ Θεός ἔδωσε αὐτές τίς θεῖες δυνάμεις σέ κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, γιά νά νικᾶμε καί ἐμεῖς σάν λογικά ἀνθρώπινα ὄντα, σάν λογικά ὄντα τοῦ Θεοῦ, τό κακό· νά νικᾶμε τόν διάβολο μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ.

Ἰδού ἡ ἁγία νηστεία, ἰδού ἡ ἁγία προσευχή. Τί εἶναι αὐτές; Αὐτές εἶναι οἱ θεῖες δυνάμεις, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος ἄφησε καί ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του, ὥστε ἐμεῖς, κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς, νά νικοῦμε τόν διάβολο ἐπιγράφοντας σέ ἐμᾶς τούς ἴδιους τήν νίκη, νά νικοῦμε γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν ἡμῶν τῶν ἰδίων. Διότι, νά ξέρῃς, ἡ κάθε ἁμαρτία σου εἶναι πολεμιστής τοῦ διαβόλου. Κάθε ἁμαρτία πού ἐσύ ἀγαπᾶς, πού κρατᾶς μέσα σου –φανερά ἤ κρυφά, τό ἴδιο κάνει– εἶναι τό δόρυ τοῦ διαβόλου, ἀήττητο φοβερό ὅπλο. Ἀήττητο βέβαια ὅσο δέν ἀποτραβιέσαι ἀπό αὐτήν καί ὅσο δέν νοιώθεις ὅτι ἡ ἁμαρτία πού κάνεις, στήν πραγματικότητα σέ θανατώνει, σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τό μίσος π.χ., σέ κάνει νά αὐτοκτονῇς. Ὁ θυμός, ἡ σκληροκαρδία, ἡ φιλαργυρία, ὅλα αὐτά εἶναι ὅπλα, φοβερά ὅπλα τοῦ διαβόλου, τά ὁποῖα σοῦ δίνει στά χέρια καί ἐσύ σκοτώνεις τόν ἑαυτό σου.

Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀναγκάσῃ κανέναν ἀπό ἐμᾶς νά ἁμαρτήσῃ. Μπορεῖ μόνο νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία. Μπορεῖ νά σοῦ προσφέρῃ τό ξίφος γιά νά σκοτώσῃς τόν ἑαυτό σου. Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει αὐτή τήν δύναμι. Ἀλλά, ἄν ἐσύ δεχθῇς ἀπό αὐτόν τό ξίφος, ἄν δεχθῇς π.χ. τήν φιλαργυρία ἤ τόν θυμό ἤ τήν ζήλεια ἤ τήν πονηριά, τήν καταλαλιά, τήν κλοπή, νά!, τότε πῆρες στά χέρια σου τό ξίφος καί τό καρφώνεις στήν καρδιά σου. Ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία νά ἀναγκάσῃ τόν ἄνθρωπο νά ἁμαρτήσῃ· ἔχει μόνο τήν ἐξουσία νά προτείνῃ τήν ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο. Αὐτός προτείνει τήν ἁμαρτία σέ σένα καί σέ μένα. Καί ἐγώ καί ἐσύ (τί κάνουμε); Ἐγώ καί ἐσύ, ἤ ἀποδεχόμαστε τήν ἁμαρτία ἤ τήν διώχνουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἤ σκοτώνουμε τόν ἑαυτό μας, χωρίζουμε τήν ψυχή μας ἀπό τόν Θεό, ἤ διώχνοντας τήν ἁμαρτία βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρός τήν νίκη, τήν ὁριστική καί τελεία νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τά πάντα. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία νηστεία. Γι’ αὐτό μᾶς ἄφησε τήν ἁγία προσευχή. Γιά νά νικᾶμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργός τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Τί κάνει κάθε ἁμαρτία σέ μένα καί σέ σένα; Μᾶς σκοτίζει. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκότος. Βγάζει ἀπό μέσα της σκοτάδι, καί τό σκοτάδι κατακλύζει καί τήν δική σου καί τήν δική μου ψυχή, κατακλύζει τήν συνείδησί μας, κατακλύζει τίς αἰσθήσεις μας. Καί ἐμεῖς σάν νά εἴμαστε σέ παραμιλητό, σέ παραλήρημα, νυχτωμένοι, στό σκοτάδι. Δέν ξέρουμε τί κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι γιά τήν ψυχή μία παραζάλη.

Ὅμως ὁ Κύριος ἦλθε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Γιά νά μᾶς δώσῃ τό φῶς, νά μᾶς δώσῃ τήν ἀναμμένη δᾶδα, νά μᾶς δώσῃ τά φῶτα, γιά νά ἀποδιώξουμε ἐκεῖνο τό σκότος. Νά, αὐτό εἶναι ἡ ἁγία νηστεία! Εἶναι ἕνας τεράστιος προβολέας, ὁ ὁποῖος στέκεται στόν δρόμο τῆς ζωῆς μας. Ἡ νηστεία κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό στήν ψυχή σου τό οὐράνιο φῶς. Ἄν βέβαια εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια σέ κάθε κακό, ἐγκράτεια στήν τροφή, ἀλλά καί ἐγκράτεια σέ κάθε κακό καί ἁμαρτία.
* * *

Ἡ προσευχή τί κάνει σέ σένα; Σέ ἀνεβάζει στόν οὐρανό, καί τότε ἀπό τόν οὐρανό κατεβάζει στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς. Ποιοί εἴμαστε, τί εἴμαστε, ποῦ πορευόμαστε; Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύχτες μας; Ποῦ τρέχουμε; Εἴτε θέλεις εἴτε δέν θέλεις, εἴτε θέλω εἴτε δέν θέλω, δέν μποροῦμε νά σταματήσουμε τήν μέρα νά κυλήσῃ. Σέ παίρνει, σέ παίρνει. Ποῦ;

Νά, ἡ ἁγία νηστεία εἶναι μπροστά μας. Καί ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι αὐτή ἡ ἁγία ὁδός φέρει στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδού Φῶς πάνω ἀπό κάθε φῶς! Διότι μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος κατηύγασε ὅλους τούς κόσμους μέ τό θεῖο Του φῶς. Κατηύγασε ὅλη τήν κτίσι, κατηύγασε ὅλα τά ὄντα, κατηύγασε τούς ἀνθρώπους, κατηύγασε τίς ψυχές μας, κατηύγασε τά ἄστρα, τούς οὐρανούς, τά πουλιά, τά φυτά, τά ζῶα. Ὅλους τούς κόσμους κατηύγασε, καί ἔδειξε τί; Μέ τήν Ἀνάστασί Του ὁ Κύριος φανέρωσε τό τελευταῖο καί τελικό μυστήριο τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἔδειξε τί πρέπει κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς νά γνωρίζῃ καί νά κάνῃ. Αὐτό εἶναι τό μόνο πού μᾶς μένει. Ὅλα τά ἄλλα μᾶς τά κλέβει καί τά ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ὅλα. Ἐνῶ αὐτό ὁ Κύριος τό προσφέρει σέ ὅλους.

Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς, ἐνῶ κάθε ἀρετή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ὑπερηφάνεια, –αὐτό εἶναι φρίκη!

Σκληροκαρδία, –ἄν φωλιάσῃ στήν ψυχή μου καί στήν ψυχή σου, ὤ! μοιάζει μέ τό πιό βαθύ σκοτάδι, γιά τό ὁποῖο ὁ Σωτήρας μιλάει στό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Κόλασι!

Σκληροκαρδία, οἴησις, φιλαυτία, –νά ξέρῃς, ἀδελφέ καί ἀδελφή, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ δική σου μικρή κόλασις. Κουβαλᾶς μέσα σου τήν κόλασι.
* * *

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τό φάρμακο. Τό φάρμακο γιά τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στόν Κύριο, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου μπροστά στούς ἀδελφούς, καί νά! ἡ θεία δύναμις τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἁπλώσῃ πάνω στήν ψυχή σου τό θεῖο φῶς καί θά ἀποδιώξῃ καί θά φυγαδεύσῃ ὅλο τό σκοτάδι τῆς ὑπερηφανείας, τῆς σκληρότητος καί τῆς οἰήσεως τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ φιλάργυρος ἄνθρωπος δέν βλέπει τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα σορό χρημάτων. Φιλάργυρος δέν εἶναι (μόνο) ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τά χρήματα καί τά κτήματα. Φιλάργυρος εἶναι, γιά παράδειγμα, καί ὁ ἐπιστήμονας πού μένει πάνω σέ ἕνα βιβλίο ὅλη του τήν ζωή, βρῆκε ἀπασχόλησι καί ξέχασε τόν Θεό. Αὐτό εἶναι φιλαργυρία, αὐτό εἶναι ἕνα ψεύτικο εἴδωλο, αὐτό εἶναι ἕνας ψεύτικος θεός. Ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος βάζει σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του, ὡς θεό ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Νά τοποθετῇ κανείς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀντί τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι φιλαργυρία. Τό βλέπουμε αὐτό.

Νά! εἶσαι φιλάργυρος. Δέν γνωρίζεις λοιπόν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Σκοτάδι, νύχτα, πλάκωσε τήν συνείδησί σου, ἔπεσε στά μάτια τῆς ψυχῆς σου. Καί ἐσύ δέν βλέπεις τόν σωστό δρόμο. Δέν βλέπεις τό νόημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου. Δέν βλέπεις ὅτι τό μόνο φάρμακο πού θά θεραπεύσῃ τόν θάνατό σου, τήν κόλασί σου, εἶναι ἡ μετάνοια. Μάλιστα! Στήν περίπτωσι τῆς φιλαργυρίας ἡ μετάνοια εἶναι τό μοναδικό φάρμακο μπροστά στόν Κύριο.

Ἡ ἁμαρτία! Εἶναι σκοτισμός τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεώς μας.

Ἐνῶ ἡ ἀρετή! Αὐτή εἶναι μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς.

Ἡ νηστεία εἶναι σταδιακή μεταμόρφωσις τῆς ψυχῆς. Μέ τήν νηστεία ἡ ψυχή καθαρίζεται ἀπό κάθε ἀκαθαρσία, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἁμαρτία, καθαρίζεται ἀπό κάθε πάθος. Ἡ νηστεία, ὅταν γίνεται μέ προσευχή καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀσκήσεις, ξεριζώνει ἀποτελεσματικά, ξεριζώνει ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά κακά μας στοιχεῖα, ὅλες τίς κακές συνήθειες. Ἄν ἐσύ πρίν τήν νηστεία ἐπέτρεπες στόν ἑαυτό σου ἡ γλῶσσα σου νά λέγῃ ἀνόητα λόγια ἤ ψέμματα, ἡ νηστεία γι’ αὐτό εἶναι ἐδῶ, γιά νά μεταμορφωθῇ ἡ γλῶσσα σου, νά βάλῃς φρονημάδα στήν γλῶσσα σου. Τό ἴδιο κάνε μέ τά μάτια σου, μέ τά αὐτιά, μέ ὅλο τό εἶναι σου. Σταμάτα τήν ἁμαρτία! Αὐτό εἶναι νηστεία. Αὐτό εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ἄν καταλαλοῦσες, μή καταλαλῇς πλέον. Ἄν ἔκλεβες, μή κλέβῃς πλέον. Ἄν τσακώθηκες, νά συμφιλιωθῇς τό γρηγορότερο, ὅσο εἶσαι ἐν ζωῇ, μήπως καί σέ εὕρῃ ὁ θάνατος αὐτή τήν νύχτα, ἐνῶ ἐσύ θά εἶσαι μαλωμένος μέ τούς γείτονές σου. Ἀλοίμονό σου! Αὐτός ὁ τσακωμός εἶναι γιά σένα μιά θηλιά, μιά θηλιά πού σέ τραβάει κατευθεῖαν στό βασίλειο τῆς φιλονεικίας, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τήν κόλασι. Εἴθε ὁ Ἀγαθός Κύριος νά μοῦ δώσῃ ὅλα τά μέσα, γιά νά διώξω κάθε ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή μου.
* * *

Φθόνος. Τί εἶναι ὁ φθόνος; Ὁ φθόνος εἶναι πάθος τόσο μεγάλο, ὥστε πρόδωσε ἀκόμα καί τόν Θεό, τόν Χριστό. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο πρόδωσαν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό φθόνο! Μή λές ὅτι αὐτό εἶναι μικρή ἁμαρτία. Ὁ διάβολος, ὁ διάβολος ξεγέλασε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα ἀπό φθόνο. Φθόνησε τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τά θεόμορφα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόν πρῶτο ἄνδρα καί τήν πρώτη γυναῖκα, καί ἀπό φθόνο τούς ἔρριξε στήν ἁμαρτία, τούς εἰσηγήθηκε τήν φρικτή ἁμαρτία. Σήμερα θά φθονήσω, αὔριο θά φθονήσω, καί ἔτσι ὁ φθόνος θά ριζώσῃ μέσα μου. Ἀλλά νά ξέρῃς, μέσα σου ἔμεινε ὁ φονέας σου, μέσα σου ἔμεινε ἡ κόλασίς σου, μέσα σου ἔμεινε ὁ διάβολός σου διά τοῦ φθόνου. Διότι, ποτέ ἡ ἁμαρτία δέν ἔρχεται μόνη της. Ὁ Κύριος λέγει ὅτι πίσω ἀπό κάθε ἁμαρτία ἀκολουθεῖ ὁ διάβολος. Καί ὅταν ἐσύ ἀφήσῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία στήν ψυχή σου, ὅταν κάνῃς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, νά ξέρῃς ὅτι ὁ διάβολος ἔχει ἔρθῃ στήν ψυχή σου. Δέν εἶσαι μόνος σου, ἐκεῖνος σέ ὁδηγεῖ. Ποῦ; Στόν θάνατο, στόν θάνατο. Ποῦ; Στήν κόλασι, στά αἰώνια βάσανα.

Ἡ νηστεία, ἡ ἁγία νηστεία· ἡ προσευχή, ἡ ἁγία προσευχή· ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στήν Ἀνάστασι, στήν νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τοῦ θανάτου.
* * *

Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του.

Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν.

Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν. Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.

Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ μεγάλος ἀσκητής, γιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ διαβόλου. Ἔχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.

Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.

Κυριακὴ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ - Anthony Bloom

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, διαβάζουμε τὰ παρακάτω: Ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπειραν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, θὰ θερίσουν μὲ χαρά.. Ἐὰν στὴ διάρκεια τῶν ἑβδομάδων ποὺ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα εἴδαμε κάθε τι ἄσχημο καὶ ἀνάξιο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας νὰ καθρεφτίζεται στὶς παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐὰν σταθήκαμε ἐνώπιον τῆς κρίσης τῆς συνείδησής μας καὶ τοῦ Θεοῦ, τότε πραγματικὰ ἔχουμε σπείρει μὲ δάκρυα τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ὅμως ὑπάρχει ἀκόμα χρόνος ἐπειδὴ ἀκόμα καὶ ὅταν εἰσερχόμαστε στὴν περίοδο τοῦ θερισμοῦ, ὁ Θεὸς μᾶς δίνει παράταση· καθὼς προχωροῦμε προοδευτικὰ πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὴν Ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, μποροῦμε ἀκόμα, κάθε στιγμή, μὲ πρόσωπο πρὸς τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ, νὰ στραφοῦμε σὲ Ἐκεῖνον μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιά, καὶ νὰ ποῦμε: «Κύριε, ἴσως εἶμαι ὁ ἐργάτης τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, ἀλλὰ δέξου με ὅπως ὑποσχέθηκες!»

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα γιορτάσαμε τῆς γιορτὴ τοῦ Θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ ἐκκλησία διακήρυξε ὅτι εἶναι σωστὸ νὰ ἁγιογραφοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν μία δήλωση σὲ σχέση μὲ τὴν τέχνη, ἦταν μία βαθιὰ θεολογικὴ διακήρυξη τῆς Ἐνσάρκωσης. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἀντιπροσωπευθεῖ ἀπὸ καμία εἰκόνα, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα ἀπύθμενο μυστήριο· δὲν εἶχε κἄν ὄνομα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες ὄνομα ποὺ μόνο ὁ Ἀρχιερέας γνωρίζει. Ἀλλὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη μάθαμε καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας ἔχει ὑποταχθεῖ καὶ εἶναι ἀκόμα ὑποταγμένη γιὰ πάντα στὴν ἀνθρώπινη σάρκα· καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔχει ἀνθρώπινο ὄνομα: Ἰησοῦς καὶ ἔχει ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ μποροῦν νὰ ἀναπαραστήσουν οἱ εἰκόνες. Ἑπομένως ἡ εἰκόνα εἶναι μία διακήρυξη τῆς βεβαιότητάς μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπιτύχει μία ἔσχατη, ἔνδοξη, τραγικὴ ἑνότητα μέ μᾶς, νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά Του. Καὶ ἔτσι θὰ μπορούσαμε ἤδη τὴν περασμένη ἑβδομάδα νὰ χαροῦμε· καὶ νὰ γιατί μία ἑβδομάδα πρίν, ὅταν προετοιμαζόμασταν νὰ συναντήσουμε αὐτὸ τὸ θαῦμα, αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἐνσάρκωσης, διακριτικά, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μποροῦν σχεδὸν τὰ αὐτιά μας νὰ συλλάβουν, ἡ Ἐκκλησία ἔψαλλε τὸν κανόνα τοῦ Πάσχα: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! - ἐπειδὴ δὲν πρόκειται γιὰ μία ὑπόσχεση γιὰ τὸ μέλλον, εἶναι μία βεβαιότητα τοῦ παρόντος, ποὺ μᾶς ἀνοίγετε σὰν μιὰ πόρτα νὰ εἰσέλθουμε μέσω τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θύρας ὅπως καλεῖ τὸν ἑαυτό Του, στὴν αἰωνιότητα. 

Καὶ σήμερα θυμόμαστε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος διακήρυξε, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν καὶ ὅλων τῶν πιστῶν, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα κτιστὸ Δῶρο – εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν ἑαυτό Του ὥστε νὰ μᾶς διαπνέει ἡ παρουσία Του, ὥστε σταδιακά, ἐὰν μοναχὰ τὸν δεχτοῦμε, ἂν Τοῦ ἀνοιχτοῦμε, νὰ γίνουμε διάφανοι ἢ τουλάχιστον σχεδὸν διάφανοι στὸ φῶς Του, ὥστε νὰ γίνουμε ἀρχικὰ καὶ ὁλοένα πιὸ πολὺ μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς Του φύσης.

Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἁπλὰ μία ὑπόσχεση· εἶναι μία βεβαιότητα ποὺ ἔχουμε ἐπειδὴ αὐτὸ συνέβη σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ προσκυνοῦμε ὡς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ: ἔγιναν μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσεως, εἶναι γιὰ μᾶς μία ἀποκάλυψη καὶ μία βεβαιότητα γιὰ ὅ,τι καλούμαστε νὰ εἴμαστε καὶ νὰ γίνουμε. 

Καὶ σήμερα ἕνα ἀκόμα βῆμα μᾶς ὁδηγεῖ στὴν χαρά, στὴν δόξα τοῦ Πάσχα. Σὲ μία ἑβδομάδα θὰ ὑμνήσουμε τὸν Σταυρὸ- τὸν Σταυρὸ ποὺ ἦταν τρόμος γιὰ τοὺς ἐγκληματίες, καὶ ἔχει γίνει τώρα σημεῖο νίκης καὶ σωτηρίας, διότι γιὰ μᾶς ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ δὲν ἔχει μέτρο, δὲν ἔχει ὅρια, εἶναι τόσο βαθιὰ ὅσο ὁ Θεός, ἀγκαλιάζει τὰ πάντα ὅπως ὁ Θεός, καὶ εἶναι πράγματι τόσο τραγικὰ νικηφόρα ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἴδιο τραγικὸς καὶ νικηφόρος, ποὺ προκαλεῖ δέος, ποὺ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἤρεμο, εὐφρόσυνο φῶς ποὺ ψάλλουμε στὸν Ἑσπερινό.

Ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ συναντήσουμε τοῦτο τὸ γεγονός, τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ προσέξουμε, καὶ νὰ δοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης, μία νέα δυνατὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας· καὶ ὅταν ὁ χορὸς ψάλλει τούτη τὴ φορὰ πιὸ δυνατὰ τὸν κανόνα τῆς Ἀνάστασης, ἂς κατανοήσουμε ὅτι βῆμα – βῆμα ὁ Θεὸς μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία νίκη ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει κερδίσει, καὶ ποὺ θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας.

Καὶ τότε θὰ προχωρήσουμε· θὰ ἀκούσουμε τὸν Ἅγιο ποὺ μᾶς διδάσκει πῶς νὰ δεχτοῦμε τὴν χάρη ποὺ προσφέρει ὁ Θεός, πῶς νὰ γίνουμε ἀντάξιοί Του· καὶ μὲ ἕνα ἀκόμα βῆμα – θὰ δοῦμε τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ θὰ φθάσουμε στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ἀλλὰ ἂς θυμηθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε τώρα σὲ μία νέα περίοδο, μία ἐποχὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται, ποὺ καλούμαστε νὰ τὴν ἐνδυθοῦμε, νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴν μὲ εὐγνωμοσύνη, μία εὐγνωμοσύνη ποὺ θὰ μᾶς μεταμορφώσει σὲ νέους ἀνθρώπους- καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἐπίσης μὲ χαρά! Καὶ μία χαρὰ γεμάτη ἀπὸ δάκρυα σὲ ἀπάντηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μία χαρὰ ποὺ εἶναι μία ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὴν Θεϊκὴ ἀγάπη. Ἀμήν!

Κυριακή Β Νηστειών Ἡ χώρα τῶν θαυμάτων




Σχετικά πρόσφατα ξαναμεταφέρθηκε στήν μεγάλη ὀθόνη τό κλασικό ἔργο τοῦ Λούις Κάρολ «Ἡ Ἀλίκη στήν χώρα τῶν θαυμάτων». Μιλώντας γιά τήν ταινία ὁ σκηνοθέτης της, Τίμ Μπάρτον, εἶπε ἀνάμεσα στά ἄλλα καί τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:

«Τό ‘ταξίδι’ τῆς Ἀλίκης εἶναι ἕνα ταξίδι, πού ὅλοι πρέπει νά κάνουμε. Ἡ ‘Χώρα τῶν Θαυμάτων’ βρίσκεται μέσα μας, καί μᾶς περιμένει νά τήν ἀνακαλύψουμε. Πρόκειται γιά ἕνα ταξίδι ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ: ‘Ποιός εἶμαι; Ποῦ πηγαίνω; Τί πραγματικά θέλω;’ Καί σ’ αὐτό τό ταξίδι χρειαζόμαστε ὅλο καί περισσότερο ΦΩΣ! Κανείς δέν μπορεῖ νά παριστάνει ὅτι δῆθεν ὅλα μέσα του εἶναι φωτεινά. Ὅποιος ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο, καί ἐπιμένει, εἶναι ἐπικίνδυνος! Ἀποτελεῖ ... κινούμενη ὡρολογιακή βόμβα, πού κάποτε θά ἐκραγῆ!

»Ἀντίθετα, ὅποιος καταλαβαίνει τό σκοτάδι πού κουβαλάει μέσα του, μοῦ φαίνεται πιό ΑΓΝΟΣ καί πιό ΥΓΙΗΣ!...»
 
* * *

Τήν Δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν γιορτάζουμε τήν μνήμη ἑνός ὄντως ΥΓΙΟΥΣ καί ΑΓΝΟΥ ἀνθρώπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνα πολύ δυνατό καί κοφτερό μυαλό. Καί τό ἀξιοποίησε, κοπιάζοντας νά ἀποκτήσει τήν πιό συγκροτημένη μόρφωση – γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ἔπαιζε στά δάχτυλα ὅλη τήν κλασσική ἑλληνική γραμματεία. Καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε κάποτε σέ μιά φιλοσοφική συζήτηση μπροστά στόν αὐτοκράτορα, ἕνας τόσο μεγάλος σοφός, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης ἐνθουσιάστηκε μέ τήν σοφία τοῦ νεαροῦ τότε Γρηγορίου, καί ξέσπασε μέ τά λόγια: «Ἄν ἦταν ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης, θά σέ ἐπαινοῦσε καί θά σέ καμάρωνε!»...

Ὅμως, τά μυαλά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δέν ... πῆραν ἀέρα! Ἤξερε ὅτι ἡ κατά κόσμον σοφία, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, ἐλάχιστα φωτίζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά βρῆ τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς. Χρειάζεται μιά ἄλλη πηγή Φωτός, γιά νά φωτίσει τά ἐσωτερικά μας σκοτάδια. Χρειάζεται τό Ἀληθινό Φῶς τοῦ Χριστοῦ!

Γι’ αὐτό, ὅταν πῆγε νά ἀσκηθῆ στό Ἅγιον Ὄρος, ἡ συνεχής προσευχή του ἦταν: «Κύριε, φώτισόν μου τό σκότος! Φώτισόν μου τό σκότος!» Μέ αὐτή τήν προσευχή του ἀναγνώριζε ὅτι, παρ’ ὅλη τήν τεράστια μόρφωσή του, «κουβαλοῦσε μέσα του σκοτάδι»! Καί διακήρυττε ὅτι:

στήν ἀληθινή αὐτογνωσία, φτάνουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τήν «Χώρα τῶν Θαυμάτων», πού κρύβουμε μέσα μας, μποροῦμε νά τήν ἀνακαλύψουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τό πιό μεγάλο ΘΑΥΜΑ, πού μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα μας, εἶναι ὁ ΦΩΤΙΣΜΟΣ τοῦ Χριστοῦ·

τελικά ὁ ἄνθρωπος γίνεται ΑΛΗΘΙΝΟΣ, ΑΓΝΟΣ καί ΥΓΙΗΣ, ὅταν καταλάβει ὅτι δέν εἶναι αὐτόφωτος ἀλλά ΕΤΕΡΟΦΩΤΟΣ!
 
* * *

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, βέβαια, δέν ἀρκέστηκε σέ ὡραῖες διακηρύξεις καί διαπιστώσεις. Ἔδειξε στήν πράξη, μέ τήν συνεπῆ ἀσκητική του ζωή καί τήν ὑπακοή του στόν Χριστό, ὅτι:

1. χρειάζεται καί τό ... δικό μας τό «χεράκι», γιά νά γυρίσει ὁ «διακόπτης» καί νά ἀνάψει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας·

2. πρέπει νά μή φοβόμαστε νά ἀνοίξουμε τά «παράθυρα», γιά νά μπῆ μέσα μας τό ΦΩΣ τό ΑΛΗΘΙΝΟ, ὅσο κι ἄν δείξει βρώμικο καί ἀκατάστατο τό «δωμάτιο» τῆς ψυχῆς μας·

3. ἀξίζει νά κουραστοῦμε λιγάκι στό καθάρισμα τοῦ «δωματίου» μας, καί νά συνεχίσουμε μέ τήν διαρκῆ ΜΕΤΑΝΟΙΑ νά τό κρατᾶμε καθαρό, ὥστε νά χαιρόμαστε πάντοτε τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ νά πλημμυρίζει τήν ζωή μας.

Μόνον ἔτσι θά ἀπολαμβάνουμε τήν Ἀληθινή Χώρα τῶν Θαυμάτων, πού εἶναι ἡ ΟΛΟΦΩΤΗ ἁγία μας Ἐκκλησία.
Αρχιμανδρίτης  Βαρνάβας Λαμπρόπουλος
Πηγή/Έκδοση:Περιοδικὸ Λυχνία, Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης, τεῦχος Μαρτίου
Χρ.Έκδοσης:2011

Χαῖρε, ὀσμή τῆς Χριστοῦ εὐωδία

Κάθε Παρασκευή, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πλήθη πιστῶν κατακλύζουν τοὺς ἱεροὺς ναοὺς γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ ψάλουν τὸ «χαῖρε» πρὸς τὸ «εὔοσμον θυμίαμα», τὸ «μύρον τὸ πολύτιμον», τὴν Κυρία Θεοτόκο. Πλημμυρίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι ναοὶ ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐωδία ποὺ ἀναδίδει ἡ πάναγνος μορφὴ τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου.

Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνωδὸ ἀναφωνοῦν: «Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας»! Χαῖρε ἐσύ, Θεοτόκε, ποὺ ἀναδίδεις τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ. Εὐωδία Χριστοῦ! Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαίσιο, τὸ ὑπερουράνιο ἄρωμα τὸ ὁποῖο ἀναδίδει ἡ Παρθένος Μαρία. Μέσα σὲ ἕναν κόσμο ὁ ὁποῖος ἀπέπνεε ἔντονη τὴ δυσοσμία τῆς ἁμαρτίας· μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα ἀποπνικτικὴ ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις τῆς ἠθικῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς θρησκευτικῆς πλάνης, ἡ Παναγία ἔγινε «τῆς εὐωδίας τὸ σεπτὸν σκήνωμα», τὸ δοχεῖον τῆς Χάριτος τὸ ὁποῖο γέμισε ἀπὸ τὸ ἀκένωτο μύρο τῆς θεότητος. Τί ἦταν ὅμως αὐτὸ ποὺ κατέστησε τὴν Παρθένο Μαρία δοχεῖο κατάλληλο ποὺ ἔφερε τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο;

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς της. Ἡ Παναγία Παρθένος σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ ὑπῆρξε ἄσπιλη κι ἀμόλυντη. Ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας διατηροῦσε καθαρὴ καὶ ἁγνὴ τὴν ψυχή της. Δὲν ἄφησε τὸ ρυπαρὸ καὶ ἄθλιο περιβάλλον τῆς Ναζαρέτ, μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἐπὶ ἔτη, νὰ μολύνει στὸ παραμικρὸ τὴν ἠθικὴ καθαρότητά της. Ἀντιστάθηκε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου καὶ παρέμεινε ἄτρωτη κι ἀνεπηρέαστη.

Ἦταν ἡ Παναγία ἕνα ὁλόλευκο κρίνο ἁγνότητος. Τὸ μοναδικὸ λουλούδι ποὺ εἶχε νὰ προσφέρει ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ τὸ ἐπισκιάσει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νὰ δεχθεῖ τὸ οὐράνιο Μύρο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. «Οὐκ εἶχε», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἡ κατ’ ἐκείνην γενεὰ τῶν ἀνθρώπων ὁμότιμον τῆς καθαρότητος τῆς Μαρίας, ὥστε ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματος ὑποδέξασθαι» (PG 31, 1464BC). Δὲν εἶχε ἐκείνη ἡ γενεὰ τῶν ἀνθρώπων κανέναν ἰσάξιο μὲ τὴν καθαρότητα τῆς Μαρίας γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ καθαρὴ καὶ ἁγνὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου τὴν κατέστησε δοχεῖο κατάλληλο νὰ φιλοξενήσει τὸ ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα ἐ ξαίσιον ἄρωμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς της ἡ Παρθένος Μαρία φρόντιζε νὰ καλλιεργεῖ καὶ τὶς μοναδικὲς σὲ κάλλος θεῖες ἀρετές. Πῶς νὰ μὴ θαυμάσει κανεὶς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοὴ τῆς πανάγνου Κόρης, ὅταν εἶπε τὸ «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α΄ 38); Πῶς νὰ μὴν ἐγκωμιάσει τὴν εὐλάβεια, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωση στὸ Θεὸ αὐτῆς ποὺ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ζοῦσε στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου;

Πῶς νὰ μὴν ἐπαινέσει τὴν πίστη της στὰ παράδοξα γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ; Καὶ πάλι πόσα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀναφέρει γιὰ τὴ σύνεση, τὴ σεμνότητά της...

Καθὼς μελετοῦμε τὴ ζωὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μᾶς ἀποκαλύπτεται ἕνας ἀπέραντος κόσμος ἀρετῆς· γι’ αὐτὸ οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι τὴν ἀποκαλοῦν «κῆπον τῶν χαρίτων» καὶ «παράδεισον», μέσα στὸν ὁποῖο ἄνθισαν ὅλης τῆς ἀρετῆς τὰ πολύχρωμα καὶ μυρωδάτα λουλούδια.

Μονὴ αὐτὴ λοιπὸν ἡ Παρθένος Μαρία μπόρεσε ν’ ἀνθίσει καὶ νὰ σκορπίσει στὸν κόσμο, ποὺ ὑπέφερε μέσα στὴν πνιγερὴ ἀτμόσφαιρα τῆς κακίας, τὸ ἄρωμα τῆς πλέον εὐωδιαστῆς καὶ οὐράνιας ἀρετῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ πανάγαθος Θεὸς αὐτὴν διάλεξε γιὰ νὰ τὴν κάνει Μητέρα τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου του. Καὶ τότε πλέον ἡ Παναγία πλημμύρισε ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴ θεία κένωση ὅλο τὸ ἀκένωτο Μύρο γέμισε τὴν ὕπαρξη τῆς Παρθένου Μαρίας. Τὸ «καθαρώτατον δοχεῖον» ποὺ εὐωδίαζε ἀπὸ τὴν ἁγία ζωή της, τώρα συγκρατεῖ ἀπερινοήτως στὰ τοιχώματά του τὴν πηγὴ τῆς εὐωδίας, αὐτὸν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀνέδειξε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὡς τὸ πλέον «πολύτιμον μύρον», «ὀσμὴν τῆς Χριστοῦ εὐωδίας». Ἀπὸ τότε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία, σκορπίζει αὐτὴ τὴ θεϊκὴ εὐωδία, ὡς ὀσμὴ μύρου μοναδική, καὶ ἑλκύει τοὺς ἀνθρώπους κοντὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, στὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία.

«Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας»! Αὐτὴ τὴν ὀσμὴ τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ ὀσφραινόμαστε κι ἀπολαμβάνουμε κι ἐμεῖς κοντὰ στὴν Παναγία μας, κοντὰ στοὺς ἁγίους, κοντὰ στὸν Κύριο Ἰησοῦ! Μιὰ εὐωδία πνευματικὴ ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ τὴν νιώθουμε καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις μας, ὅταν προσκυνοῦμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες ποὺ μυροβλύζουν καὶ τὰ χαριτόβρυτα ἅγια Λείψανα ποὺ εὐωδιάζουν... Αὐτὴ τὴν ὀσμὴ τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἀναδίδει καὶ ἡ δική μας ζωή, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν» (Β΄ Κορ. β΄ 15). Ἀρκεῖ νὰ φροντίζουμε, ὥστε τὴν ψυχή μας νὰ τὴ διατηροῦμε καθαρὴ ἀπὸ πάθη καὶ ἁμαρτίες καὶ νὰ τὴ στολίζουμε μὲ τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Ἂς μιμηθοῦμε κι ἐδῶ τὸ παράδειγμα τῆς πανάγνου Κόρης τῆς Ναζαρέτ. Οἱ καιροί μας δὲν εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τοὺς τότε καιρούς. Μὲ τὶς πρεσβεῖες της ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ τῆς μοιάσει· στὴν ἁγνότητα, τὴν πίστη, τὴν ταπεινόφρονα ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες ἀρετὲς ἑλκύουν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ σκορπίζουν ζωογόνο εὐωδιαστὸ ἀέρα μέσα στὴν ἀσφυκτικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ ζοῦμε.

Πολὺ περισσότερο ὅμως, ἡ ζωή μας θὰ φέρει τὴν τοῦ «Χριστοῦ εὐωδίαν», ὅταν δεχόμαστε μέσα μας τὸ πιὸ εὐωδιαστὸ μύρο, τὸν Βασιλέα Χριστό. Ὅταν δηλαδὴ μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ κατάλληλη προετοιμασία προσερχόμαστε στὸ οὐράνιο Μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας. Τότε ὁ πιστὸς ἑνωμένος πλέον μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ, γίνεται ὁ ἴδιος εὐωδία Χριστοῦ!

Ἂς παρακαλοῦμε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ ἀξιώνει καὶ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς μὲ τὴν καθαρὴ κι ἐνάρετη ζωή του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ γίνεται ἕνα θυμιατήρι τοῦ Χριστοῦ ποὺ θὰ σκορπᾶ στὸ περιβάλλον του τὸ ἄρωμα τῆς πίστεως, τὴν «ὀσμὴν τῆς Χριστοῦ εὐωδίας».

Θεοτόκος, η Μεσίτρια του γένους των Χριστιανών

Η Παρθένος, έχοντας αφιερωθεί τελείως στο Θεό, παρόλο που απώθησε κάθε παρόρμηση προς αμαρτία, ένιωσε την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης πολύ περισσότερο από άλλους και επιθυμούσε διακαώς την έλευση του Σωτήρα. Μέσα στην ταπείνωσή της θεωρούσε τον εαυτό της ανάξιο ακόμη και να διακονήσει την Παρθένο που θα τον κυοφορούσε. Για να μην την αποσπά τίποτα από την προσευχή και την εγρήγορση, η Μαρία έδωσε στο Θεό όρκο να μην νυμφευθεί, έτσι ώστε να ευχαριστεί μόνον Αυτόν σε όλη της τη ζωή. Ήταν αρραβωνιασμένη με τον ηλικιωμένο Ιωσήφ. Όταν η ηλικία της δεν Της επέτρεπε να παραμείνει στο Ναό, εγκαταστάθηκε στην οικία του στη Ναζαρέτ.
A mosaic showing the Virgin Mary, Chora church, Istanbul
Εδώ η Παρθένος συγκατατέθηκε στον αρχάγγελο Γαβριήλ που της έφερε τα χαρμόσυνα νέα της γέννησης του Υιού του Υψίστου απ’ αυτήν· «Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί… Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού».Η Μαρία αποδέχθηκε την αγγελική χαρμόσυνη είδηση ταπεινά και υποτακτικά. «Τότε ο Λόγος, με τρόπο γνωστό σε αυτόν, κατήλθε και, όπως Αυτός ο ίδιος θέλησε, εισήλθε στη Μαρία και κατοίκησε μέσα σε αυτή». «Όπως η αστραπή φωτίζει ό,τι είναι κρυμμένο, έτσι και ο Χριστός εξαγνίζει ό,τι είναι κρυμμένο στη φύση των πραγμάτων. Εξάγνισε και τη Μαρία και ύστερα γεννήθηκε, έτσι ώστε να δείξει ότι εκεί που είναι ο Χριστός, είναι εμφανής η αγνεία σε όλη της τη δύναμη. Εξάγνισε την Παρθένο, έχοντας ετοιμάσει αυτή με το Άγιο Πνεύμα, και τότε η κοιλία, έχοντας γίνει αγνή, Τον συνέλαβε. Εξάγνισε την Παρθένο όταν αυτή ήταν άθικτη διότι, έχοντας γεννηθεί, την άφησε Παρθένο. Δεν λέω ότι η Μαρία έγινε αθάνατη, αλλά ότι όντας φωτισμένη με τη χάρη, δεν ενοχλείτο από αμαρτωλές επιθυμίες». «Το Φως κατοίκησε σε αυτή, εξάγνισε το νου της, έκανε τις σκέψεις της καθαρές , αγνές τις ανησυχίες της, καθαγίασε την Παρθενία της». «Εκείνη που ήταν αγνή σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, Αυτός την έκανε αγνή κατά χάρη».
Η Μαρία δεν είπε σε κανένα για την εμφάνιση του αγγέλου, αλλά ο ίδιος ο άγγελος αποκάλυψε στον Ιωσήφ τη θαυμαστή σύλληψη της Μαρίας από το Άγιο Πνεύμα μετά τη γέννηση του Χριστού με πλήθος επουρανίων στρατιών των αγγέλων, το ανήγγειλε στους ποιμένες. Οι ποιμένες, ερχόμενοι να προσκυνήσουν το νεογέννητο, είπαν πως είχαν ακούσει γι’ Αυτό. Έχοντας προηγουμένως υπομείνει την υποψία με σιωπή, η Μαρία και τώρα άκουσε με σιωπή και συντήρησε στη καρδιά Της τα ρήματα σχετικά με τη μεγαλοσύνη του Υιού της. Σαράντα ημέρες αργότερα άκουσε τη δοξαστική προσευχή του Συμεών και την προφητεία σχετικά με τη ρομφαία πού θα διαπερνούσε τη ψυχή της. Αργότερα είδε πώς ο Ιησούς προόδευε στη σοφία· τον άκουσε σε ηλικία δώδεκα ετών να διδάσκει στο Ναό, και όλα τα συντήρησε στη καρδιά της.
Παρ’ όλο που ήταν κεχαριτωμένη, δεν είχε ακόμα καταλάβει σε τί θα συνίστατο το λυτρωτικό έργο και η μεγαλοσύνη του Υιού της. Οι Εβραϊκές αντιλήψεις για το Μεσσία τής ήταν οικείες και φυσιολογικά συναισθήματα την έκαναν να ανησυχεί γι’ Αυτόν, προστατεύοντάς τον από εργασίες και κινδύνους που μπορούσαν να φανούν υπερβολικοί. Επομένως, στην αρχή ακουσίως ευνοούσε τον Υιό της κάτι που προκάλεσε την υπόδειξή του για την ανωτερότητα της πνευματικής συγγένειας από τη σαρκική. «Ανησυχούσε βέβαια για την τιμή της Μητέρας του, αλλά πιό πολύ για τη σωτηρία της ψυχής της και τη σωτηρία των ανθρώπων, για τους οποίους είχε ενδυθεί τη σάρκα».
Η Παναγία το κατανοούσε αυτό και άκουσε το λόγο του Θεού και τον φύλαξε. Όπως κανείς άλλος άνθρωπος, είχε τα ίδια αισθήματα με το Χριστό· αγόγγυστα σηκώνοντας τον πόνο μιας μητέρας, όταν έβλεπε τον Υιό της να διώκεται και να υποφέρει συναγαλλόμενη την ημέρα της Αναστάσεως, ενδεδυμένη την ημέρα της Πεντηκοστής με «δύναμη εξ ύψους». Το Άγιο Πνεύμα που κατήλθε σε Αυτήν .Την δίδαξε τα πάντα, και «Την οδήγησε εις πάσαν την αλήθεια». Όντας φωτισμένη, ξεκίνησε να εργάζεται όλο και περισσότερο ενθουσιωδώς για να εκτελέσει ό,τι είχε ακούσει από τον Υιό της και Σωτήρα, έτσι ώστε να ανέλθει σ’ Αυτόν και να είναι μαζί Του.
Το τέλος της επίγειας ζωής της Υπεραγίας Θεοτόκου ήταν η αρχή της μεγαλοσύνης της. «Όντας κεκοσμημένη με θεία δόξα» στέκεται και θα στέκεται και την ήμερα της Κρίσεως και στον μέλλοντα αιώνα, στα δεξιά του θρόνου του Υιού της. Βασιλεύει μαζί με Αυτόν και έχει παρρησία προς Αυτόν ως η κατά σάρκα Μητέρα του και ως ένα πνεύμα με Αυτόν ως μία που έκανε το θέλημα του Θεού και δίδαξε άλλους. Ελεήμων και γεμάτη αγάπη, επιδεικνύει την αγάπη της προς τον Υίό της και Θεό, από αγάπη για το ανθρώπινο γένος. Μεσιτεύει γι’ αυτό ενώπιον του Ελεήμονος, και ασχολούμενη με τον κόσμο, βοηθάει τους ανθρώπους.
Έχοντας ζήσει όλες τις δυσκολίες της επίγειας ζωής, η Μεσίτρια του γένους των χριστιανών βλέπει κάθε δάκρυ, ακούει κάθε στεναγμό και ικεσία απευθυνόμενη προς Αυτή. Ιδιαίτερα κοντά της είναι όσοι εργάζονται στη μάχη κατά των παθών και ποθούν ένθερμα μια θεάρεστη ζωή. Αλλά ακόμα και για τις επίγειες έγνοιες είναι αναντικατάστατη βοηθός. «Πάντων θλιβομένων η χαρά, και αδικούμενων προστάτις και πενομένων τροφή , ξένων τε παράκλησις και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων, σκέπη και αντίληψις και ορφανών βοηθός, Μήτερ του Θεού του Υψίστου, συ υπάρχεις Άχραντε»· «Η ελπίς και μεσιτεία και καταφύγιο των Χριστιανών». «Η εν πρεσβείαις ακοίμητη Θεοτόκος», «η κραταιά βοήθεια του κόσμου»· «ημέρας γαρ και νυκτός πρεσβεύεις υπέρ ημών και τα σκήπτρα της βασιλείας ταις σαις ικεσίαις κρατύνονται».
Δεν υπάρχει νους ή λόγια για να εκφραστεί το μεγαλείο Αυτής που γεννήθηκε στην αμαρτωλή ανθρώπινη φυλή αλλά έγινε «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασυγκρίτως των Σεραφείμ».
Πηγή: Αγ. Ιωάννης Μαξίμοβιτς, «Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία», εκδ. Μυριόβιβλος, σ. 83-91
πηγή

«Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων»



Ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἡ ἀνθρωπότητα μέσα στὴν ἱστορία της, ἐντοπίζεται στὸ πρόσωπο «τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας».
Ἐξέχουσα καὶ μοναδικὴ ἡ θέση της στὴ ζωὴ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας μὲ τὶς πολλὲς καὶ διαφορετικὲς ἑορτές της, μὲ τὶς προσφιλεῖς στοὺς πιστοὺς Ἀκολουθίες της. Μάλιστα στὴν κατανυκτικὴ περίοδο τῆς «Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς» οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ ψάλλεται ἡ Ἀκολουθία τῶν «Χαιρετισμῶν» γιὰ νὰ στηρίζει τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας.
Θαυμάζουμε τὸν σοφὸ ποιητὴ καὶ ὑ­­­μνογράφο, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ μὲ ἱερὸ ἐν­θουσιασμὸ καὶ εὐλάβεια νὰ τιμήσει τὴν πανύμνητη Μητέρα «τοῦ πάντων ἁγίων ἁγιωτάτου Λόγου».
Στὸ πρῶτο «χαῖρε» ποὺ ­ἀπηύθυνε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πρὸς τὴ Θεοτόκο τὴν ἡμέρα τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ», ὁ ποιητὴς προσθέτει δεκάδες «χαῖρε» γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν πνευματικὴ ἀγαλλίαση ποὺ προκαλεῖ στὴν ψυχή του τὸ πανάγιο Πρόσωπό της.

Ἀνάμεσά τους εἶναι καὶ ὁ στίχος «χαῖ­ρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων». Τὸν ἀ­­­κοῦμε στὴ Β΄ στάση τῶν ­«Χαιρετι­σ­μῶν». Χαῖρε, τῆς λέγει, ἐσὺ ποὺ συνε­τέ­λεσες καὶ ἔγινες ἡ αἰτία ν’ ἀνορθωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Μᾶς θυμίζει ὁ στίχος αὐτὸς τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ πῶς ἡ ­Παναγία μας ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἀνορθώσεώς μας.
Μέσα στὸ ἀσφαλὲς λιμάνι τοῦ Παραδείσου ὁ ἄνθρωπος ὑπέστη τὸ πιὸ τρομερὸ ναυάγιο, ὄχι λόγῳ τοῦ σφοδροῦ ἀνέμου ἢ τῆς μεγάλης τρικυμίας, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ του καὶ τῆς κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας του. ­Ἔσπευσε νὰ λάβει ἀγαθὰ ποὺ δὲν τοῦ ἀνῆκαν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσει καὶ ὅσα εἶχε καὶ αὐτὰ ποὺ θὰ λάμβανε ἀργότερα ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ πτώση ἔγινε, ἡ ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἀκολούθησε. Καὶ τώρα; ­Ξεκι­­νάει μιὰ πορεία ὄχι πρὸς τὰ ἄνω, ὅ­­πως εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός, ἀλλὰ πρὸς τὰ κάτω μὲ σύν­τροφο τὸ κακό, τὴν ἁμαρτία. ­Ἀλλάζουν οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν ­συνάνθρωπο. Ὁ Θεὸς γίνεται ξένος καὶ πρόξενος φόβου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀδὰμ ­κρύβεται. Ἡ θλίψη, ὁ πόνος, ἡ ­ἀσθένεια γί­νονται οἱ ἀχώριστοι σύντροφοί του, καὶ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ τρώει τὸν ἄρ­το του μὲ τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα τοῦ ­προσώ­που του. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ­πλάνη ­κυριαρχοῦν ­παντοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ­­ἀναλαμ­βάνει τὶς ­εὐθύνες τῶν πρά­ξεών του, ἐνῶ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωή του ἡ συν­τριβὴ καὶ ἡ μετάνοια. Τέλος, ἡ σταδιακὴ καὶ ­ἐθελοντική του ­ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν ­ὁδήγησε στὸ θάνατο. Γιὰ ­πρώτη φορὰ ὁ Ἀδὰμ ­γίνεται αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ ­φοβεροῦ ­μυ­στηρίου τοῦ θανάτου, ­βλέποντας τὸν δολοφονηθέντα γιό του Ἄβελ νὰ ­διαλύεται στὴ γῆ.
Σ’ αὐτὴ τὴν τραγικὴ κατάσταση ὁδήγη­σε ἡ ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐνῶ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα κατρακυλοῦσαν στὴν ἀπώλεια, ὁ πανάγαθος Θεὸς θέτει σὲ ἐ­­­φαρμογὴ τὸ σχέδιο ποὺ εἶχε προαιωνίως ἀποφασίσει γιὰ τὴν ἀνόρθωση τοῦ πλάσματός Του. Ἔρχεται ὁ Ἴδιος ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Αὐτὴν ἐπέλεξε ὁ Θεὸς νὰ γίνει Μητέρα Του. Ἔκθαμβη ἀκούει τὸ ἀρχαγγελικὸ μήνυμα καὶ μὲ ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση δέχεται νὰ κυοφορήσει στὰ μητρικά της σπλάχνα Ἐκεῖνον, ποὺ θ’ ἀνόρθωνε καὶ θὰ ἔσωζε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Αὐτὴ γεννᾶ τὸν Ἀνορθωτή. Αὐτή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «τὸν μὲν Θεὸν Υἱὸν ἀνθρώπου ἐποίησεν, υἱοὺς δὲ Θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους ἀπειργάσατο» (ΕΠΕ 10, 446). Τὸν μὲν Θεὸ ἔκανε Υἱὸ ἀνθρώπου, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἔκανε υἱοὺς τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παναγία ἄνοιξε καὶ πάλι τὸν ­δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Ἀνόρθωσε τὸ πεσμένο στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ­θάνατο ἀν­θρώπινο γένος. Αὐτὴ ἡ ­ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται κυρίως στὸ ­πρό­σωπο καὶ τὴ ζωὴ τῆς ἴδιας τῆς ­Ὑπεραγίας Θεοτόκου. «Ζωὴ πάναγνη, ἄρνηση κάθε κακίας, ἄσκηση ὅλων τῶν ἀρετῶν, ψυχὴ καθαρότερη ἀπὸ τὸ φῶς, σῶμα λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο», ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ἦταν ἡ ζωή της (Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου).
Αὐτὴ τὴ ζωή της καλούμαστε νὰ μιμη­θοῦμε ὅσοι τὴν τιμοῦμε καὶ τὴ μακαρίζουμε. Ἰδιαίτερα αὐτὴ τὴν ­περίοδο τῆς «Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς» ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μὲ κατάνυξη καὶ συντριβὴ μᾶς καλεῖ νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἐλέγξουμε τὶς πράξεις μας, νὰ με­τα­­νο­­ή­σουμε γιὰ τὶς πτώσεις μας καὶ ν’ ἀ­­­γω­νι­σθοῦμε γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἀνόρθωσή μας.
Συμπαραστάτη, σύμμαχο στὸν ἀγώνα μας αὐτὸ ἔχουμε τὴ Μητέρα μας, τὴν Παν­αγία.
Ἂς ἀτενίζουμε μὲ βλέμμα ἱκεσίας τὴν ἁγία μορφή της.
Ἂς ἀντλοῦμε θάρρος ἀπὸ τὴ στοργή της.
Ἂς παρηγορούμαστε γιὰ τὶς μέχρι τώ­ρα πτώσεις μας καὶ ἂς τὴν παρακαλοῦ­με νὰ μᾶς δίνει δύναμη, ὥστε ἀνορθω­μένοι νὰ βαδίζουμε πρὸς τὴν παμπόθητη ­Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της.


.πηγή 

Δόγμα και ήθος, πίστη και έργα (Μέρος Α΄)

Screen shot 2015-03-04 at 2.03.08 AM
Εάν μας ζητούσε κάποιος να του πούμε σε τι συνίσταται η πρακτική ευσέβεια των χριστιανών, δεν θα υπήρχε πιο σύντομος ορισμός για να απαντήσουμε, παρά αυτός: πίστη και έργα, δηλαδή δόγμα και ήθος. Δυο λέξεις παμπεριεκτικές, γιατί περικλείουν μέσα τους όλη την αποκάλυψη, όλο τον Θεό, όλη τη δημιουργία, όλο τον άνθρωπο και, το πιο ενδιαφέρον, όλη τη θεία οικονομία με την οποία επανευρίσκει ο άνθρωπος τη θέση του στους κόλπους της θείας αγάπης και με την οποία πραγματοποιήθηκε το μέγα μυστήριο της Θεανθρωπήσεως που αποτελεί δεύτερη δημιουργία, μεγαλύτερη από την πρώτη.
Η ουσία της θείας αποκαλύψεως βρίσκεται σ’ αυτούς τους δύο πόλους: το δόγμα και το ήθος. Εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με το ένα σκέλος, αυτό που μας εισάγει στην πρακτική ευσέβεια· θα αφήσουμε τα βαθύτερα θεολογικά νοήματα. Είμαστε, με τη Χάρη του Θεού, πιστοί· εκείνο που μας χρειάζεται είναι να πλησιάσουμε ουσιαστικά τον Θεό να γίνουμε δεκτικοί της θείας του αγαθότητας, ώστε να μας μεταδώσει όλα όσα Εκείνος μόνος του μας υποσχέθηκε και τα οποία βλέπουμε στη ζωή των αγίων του και όσων Τον αγάπησαν και φύλαξαν τις εντολές Του. Αυτή η πρακτική εφαρμογή της πίστεως είναι που μας λείπει τόσο πολύ σήμερα, ώστε, ενώ πιστεύουμε, να μη βλέπουμε ουσιαστικά αποτελέσματα στη ζωή μας.

***
Με τη θεία αποκάλυψη ο Θεός μας οδήγησε στην πίστη προς Αυτόν, αλλά συγχρόνως μας κάλεσε και στην υπακοή στο θείο Του θέλημα. Έτσι, έβαλε παράλληλα την προς Αυτόν πίστη με την προς Αυτόν υπακοή. Όταν χωριστούν αυτά τα δύο, τότε συμβαίνει εκείνο που λέει η Άγ. Γραφή, «Πίστις χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακ. β’ 26). Ας πάρουμε προς πίστωση των λεγομένων μας ένα κομμάτι από την αποκάλυψη του Θεού προς τον Αβραάμ, που αποδεικνύει ότι την αποκάλυψη ακολουθεί αμέσως η κλήση για πρακτική υπακοή: «Και φανερώθηκε ο Κύριος στον Άβραμ, και του είπε: Εγώ είμαι ο Θεός σου· να πορεύεσαι ενώπιον μου και να είσαι τέλειος. Και θα συνάψω τη διαθήκη μου μεταξύ σου και μεταξύ μου και θα σε πληθύνω πάρα πολύ» (Γεν. 17, 1-2).
Βλέπουμε εδώ πως ο Θεός συνάρμοσε κατά τρόπον αδιάρρηκτο την προς Αυτόν πίστη με την προς Αυτόν υπακοή. «Εγώ είμαι ο Θεός σου», λέει στον Αβραάμ, οδηγώντας τον στην αληθινή πίστη· κι αμέσως τον οδηγεί στην υπακοή: «να πορεύεσαι ενώπιον μου και να είσαι τέλειος». Αφού όμως πιστεύσει κανείς, ο Θεός δεν επιτρέπει καμμιά παραχάραξη ή οικονομία στην πίστη («Τη δόξα μου δεν θα δώσω σε κανένα ψεύτικο θεό, ούτε τον έπαινο των αρετών μου στα άψυχα είδωλα»(Ησ. 42, 8). «Εγώ είμαι ο Θεός σου», τονίζει λοιπόν κι αμέσως ζητά υπακοή: «να πορεύεσαι ενώπιον μου», προσθέτοντας εμφαντικά, «και να είσαι τέλειος». Δεν απαιτεί, δηλαδή, απλώς υπακοή, αλλά ζητά ακρίβεια πρακτικής εφαρμογής του θελήματός του. Σαν συνέπεια τούτου, επέρχεται η επαγγελία: «Και θα συνάψω τη διαθήκη μου… και θα σε πληθύνω πάρα πολύ».
Βλέπουμε εδώ μιά αδιάρρηκτη ενότητα στην αποκάλυψη δόγματος και ήθους, πίστεως και πράξεων, που είναι πράγματα αδιαχώριστα. Οποιαδήποτε άρνηση ή παραμέληση του ενός από τους δύο αυτούς πόλους, καταργεί το αποτέλεσμα και οδηγεί σε αποτυχία. Πράγματι, τί την θέλω την πίστη, αν αυτή είναι μόνη της; Τι θα ωφεληθώ πιστεύοντας ότι ο Θεός υπάρχει και είναι Αυτός όπως η αποκάλυψη τον περιγράφει; Μήπως και τα δαιμόνια δεν «πιστεύουν και φρίττουν», όπως λέγει η Γραφή; (Ιακ. β’ 19). Μήπως η πίστη μας προσφέρει τίποτε στον Θεό, ή πάλιν η απιστία μας τον μειώνει; «Εάν απιστούμε —λέει η Γραφή— εκείνος πιστός μένει» (Β’ Τιμ. β’ 13).
Σκοπός της πίστεώς μας και των έργων είναι, όπως αναφέρθηκε, να σχετισθούμε ουσιαστικά με τον Θεό, να τον πλησιάσουμε, να επανακτήσουμε την πατρική του εύνοια, την οποία χάσαμε με την πτώση μας, και να απολαύσουμε τις θείες δωρεές, που δεν είναι άλλο παρά η ανάσταση και θέωσή μας. Αυτό ακριβώς εννοεί κι ο Χριστός όταν λέει, «Στη βασιλεία του Θεού δεν θα μπει όποιος μου λέει Κύριε, Κύριε, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου» (Ματθ. ζ’ 21). Τα λόγια αυτά αποδεικνύουν την πλάνη εκείνων οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αρκεί μόνο να πιστεύει κάνεις για να σωθεί, ενώ, όπως είδαμε, την πίστη είναι απαραίτητο να ακολουθεί η υποταγή, η πράξη, μετά από την οποία έρχεται το αποτέλεσμα, η επαγγελία, που αναλόγως των ελλείψεων και αναγκών μας θα οδηγήσει τον καθένα στη θεραπεία, στη φώτιση στον καθαρισμό και τελικά στον αγιασμό, που είναι η σωτηρία.
Παρατηρείται όμως, ταυτόχρονα, και μια αντίθετη πλάνη: ότι δηλ. αρκούν τα καλά έργα που προστάζει ο Θεός και ότι, επομένως, για ένα που πράττει το καλό δεν είναι απαραίτητη η ορθή πίστη. Είναι μια θεωρία που αποτελεί αθεράπευτη αρρώστια του μεγαλύτερου μέρους του δυτικού κόσμου και που προκαλεί πολλή σύγχυση. Τέτοιες όμως κρίσεις και αποφάσεις δικαιούται ο άνθρωπος να εκφέρει και να λαμβάνει μόνο στη σφαίρα των δικών του γνώσεων. Όταν πρόκειται για το υπέρ φύσιν, το θείο, το υπερβατικό, δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει μόνος του την αλήθεια, αλλά θα τη δεχθεί μόνο διά υπερφυσικής αποκαλύψεως. Η αποκάλυψη του υπερφυσικού μόνο διά της πίστεως γίνεται δεκτή, και με βάση τις υποδείξεις της πίστεως εφαρμόζεται, και μόνον τότε γίνονται φανερές οι ενέργειες και οι επαγγελίες αυτού που δίνει την αποκάλυψη.

***
Ας δούμε όμως και μια άλλη πτυχή της πίστεως, αναγκαία και αυτή για την πνευματική ζωή των πιστών. Είναι η πίστη που μας διδάσκει τους τρόπους με τους οποίους Αυτός που πιστεύουμε σαν Θεό και Πατέρα μας, διοικεί και κυβερνά με τρόπο συχνά ακατάληπτο για μας την κτίση Του. Όπως ξέρουμε, ο κόσμος αυτός δεν παρέμεινε όπως τον έπλασε ο Θεός, αλλά λόγω της πτώσεως του ανθρώπου εισήλθε ο θάνατος και η φθορά σ’ αυτόν. Ο απ. Παύλος λέει: «ξέρετε, βέβαια, πως η κτίση υποτάχτηκε κι αυτή στη φθορά, όχι γιατί έφταιγε αλλά γιατί έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε. Έχει όμως πάντοτε την ελπίδα, κι αυτή ακόμα η κτίση, πως θ’απελευθερωθεί από την υποδούλωσή της στη φθορά, και θα μετάσχει στην ελευθερία που θ’ απολαμβάνουν τα δοξασμένα παιδιά του Θεού. Ξέρουμε καλά ότι ως τώρα όλη η κτίση στενάζει και κραυγάζει από πόνο, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα. Και όχι μόνο η κτίση. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς: έχουμε ως αρραβώνα του νέου κόσμου το Άγιο Πνεύμα, εσωτερικά όμως κι εμείς στενάζουμε, γιατί λαχταρούμε να γίνουμε για πάντα παιδιά του Θεού και να γλιτώσει το σώμα μας από τη φθορά»(Ρωμ. η’ 20-23).
Σ’ αυτόν λοιπόν τον κόσμο της εξορίας και της φθοράς δεν ενεργεί μόνο ο νόμος του Δημιουργού Θεού, αλλά παρενέβη και ο νόμος του διαβόλου και της αμαρτίας. Από το λαβύρινθο των αντίθετων πνευματικών καταστάσεων στον οποίον εισάγει τον άνθρωπο η συνύπαρξη των δύο αυτών αντίθετων δυνάμεων που ζητούν η καθεμιά να τον ελκύσει προς το μέρος της, ο άνθρωπος μόνο διά της πίστεως μπορεί να βρει το δρόμο του.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Πιστεύουμε και παραδεχόμαστε τον Θεό σαν παντοδύναμο, σαν πανάγαθο, σαν προνοητή και δωρεοδότη με τις τόσες του επαγγελίες. Και πράγματι είναι τέτοιος, «πιστός σε όλους τους λόγους του». Στις σχέσεις του όμως μέσα στον κόσμο φαίνεται να «συμβιβάζεται», να προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ασθένεια, κι έτσι να τροποποιεί τις αποφάσεις του. Η αδυναμία του ανθρώπου να φυλάξει υπακοή στο θείο θέλημα, φέρνει τον Θεό σε αντίθεση με τις επαγγελίες του και την εφαρμογή της δικαιοσύνης του. Μη θέλοντας δηλαδή από άπειρη αγαθότητα να καταδικάσει και άρα να απορρίψει τον άνθρωπο, μεταβάλλει με την πανσοφία του τους τρόπους της προνοίας Του με τους οποίους θα ευεργετούσε και θα έσωζε, και αντί αυτών παιδεύει, κρύβεται, σιωπά και φαίνεται να ενεργεί αντίθετα με τις θεοπρεπείς του ιδιότητες. Αυτό ακριβώς κάνει τον πιστό να τα χάνει και να διερωτάται, όπως παλιά ο Γεδεών.  Όταν τον πρόσταξε ο Άγγελος Κυρίου να συνεχίσει την προάσπιση των Ιουδαϊκών συμφερόντων βεβαιώνοντάς τον ότι «ο Κύριος είναι μαζί σου», απάντησε: «Αφού ο Κύριος είναι μαζί μας, γιατί μας βρήκαν τα κακά;». Χρειάζεται πολύς χρόνος να αναλύσει κανείς τα μυστήρια αυτά της διοικητικής του Θεού προνοίας προς την κτίση του, που συχνά φαίνονται στα μάτια μας αντίθετα απ’ ό,τι εμείς φανταζόμαστε. Το κλειδί που θα μας ανοίξει την είσοδο στην κατανόηση των μυστηρίων αυτών είναι η πίστη.
Η πτώση του ανθρώπου ανάτρεψε τα πάντα και έφερε σύγχυση σε όλα. Όπως είναι γνωστό, ένας ήταν στην αρχή ο νόμος στον οποίο κι εμείς και όλη η κτίση υπακούαμε. Τώρα στη γη αυτή της εξορίας επιβλήθηκε τυραννικά και άλλος νόμος: ο νόμος του άρχοντα του αιώνος τούτου, ο νόμος του σατανά. Ο «λογισμός του ανθρώπου είναι συνέχεια κακός από τη νηπιακή του ηλικία»(Γεν. 8, 21), τα πάθη και οι συνήθειες που απόκτησε, η αμαρτία που παίρνει από αυτά δύναμη, ο διάβολος που πλανά την οικουμένη, ακόμα και οι ασθένειες και όλα τα φυσικά κακά που προέρχονται από το νόμο της φθοράς, η αρρωστημένη προαίρεση κ.λπ., ανατρέπουν την υποσχεθείσα υπακοή προς τον Θεό και εμποδίζουν την εκπλήρωση των αγαθών του επαγγελιών. Και αντί γι’ αυτά, ακούμε ότι «πολλές είναι οι συμφορές που βρίσκουν τον αμαρτωλό» (Ψαλμ. 31, 10)· και πάλιν· «ας συσφιχθούν με φίμωτρο και χαλινάρι τα σαγόνια τους που δεν σε πλησιάζουν, για να δαμαστεί η άτακτη ορμή και η ατίθασση βούλησή τους» (Ψαλμ. 31,9).
Η αντίθεση αυτή προς τις επαγγελίες που περιέχει η πίστη, ότι «καμιά μάστιγα ασθένειας δεν θα αγγίξει την κατοικία σου» και ότι «θα δώσει εντολή ο Κύριος στους αγγέλους του για σένα να σε προστατεύσουν» (Ψαλμ. 90, 10-11), και γενικά προς το θρίαμβο τον οποίο ο Θεός επαγγέλλεται σε μας, προκύπτει από την αδυναμία μας να πειθαρχήσουμε στο θείο θέλημα. Οπότε προς αφυπνισμό και διόρθωση αφήνει ο Θεός κατ’ επάνω μας τα διάφορα δεινά για να μη προδώσουμε τελείως την επαγγελία της πίστεως και χωριστούμε από Αυτόν. Η ενέργεια αυτή του Θεού διαφορετικά φαίνεται στην πράξη και διαφορετικό σκοπό εξυπηρετεί· είναι μυστήριο το οποίο μόνο διά της πίστεως μπορεί να ερμηνευθεί.
Στον μυστηριώδη αυτόν τρόπο της ζωής του ανθρώπου υπετάγη και ο Κύριός μας Ιησούς, ο οποίος εκοινώνησε στη δική μας φύση και μετείχε σ’ όλα τα αδιάβλητα πάθη, κόπο, πόνο κ.λπ., τα οποία εισήγαγε η παρακοή του ανθρώπου στο θείο θέλημα. Και, αντίθετα προς τις περί προστασίας και σκέπης του Θεού επαγγελλίες, μαρτύρησε πάνω στο Σταυρό.

***
Η πίστη ήταν εξ αρχής ο πρώτος παράγοντας της ανταποκρίσεως του ανθρώπου στην αποκάλυψη του Θεού και με βάση αυτήν οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης έλαβαν από τον Θεό την καλή μαρτυρία, όπως με τόσες λεπτομέρειες μας περιγράφει ο Απ. Παύλος στη προς Εβραίους επιστολή. Η αποκάλυψη διά της πίστεως διδάσκει και ο άνθρωπος διά της πράξεως ενεργεί τα πιστευόμενα, και έτσι επιτυγχάνεται η ανακαίνιση από τη φθορά που προκάλεσε η αποστασία. Το πιο ζωντανό παράδειγμα που δείχνει αυτή την απαραίτητη ενότητα δόγματος και ήθους, πίστεως και έργων, είναι η επί του Όρους ομιλία του Κυρίου μας που αποτελεί τον κώδικα της Χριστιανικής ζωής, τον «καταστατικό» μας χάρτη.
Δεν ερευνά ο πιστός τι η πίστη τον προστάζει, γιατί δεν πιστεύει βάσει λογικών αποδείξεων και συγκριτικών στοιχείων. Δεν πλησιάζει τον Θεό σαν σαρράφης, σαν συναλλάκτης, για να ανταλλάξει προϊόντα ή να πάρει ποσοστά. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε η πίστη καταργείται αφού υπάρχει το είδος της καθορισμένης συναλλαγής. Ο Παύλος μας λέγει χαρακτηριστικά ότι σ’ αυτή τη ζωή, «διά πίστεως περιπατούμεν, ου διά είδους», δηλ. ζούμε με την πίστη και όχι με την άμεση όραση του Κυρίου (Β’ Κορ. ε’ 7).
Ίσως να πει κανείς· τότε, τα έργα τί χρειάζονται, και μάλιστα με τόση ακρίβεια και επιμονή; Η προς τον Αβραάμ πρόσκληση του Θεού, την οποία είδαμε στην αρχή, μας διδάσκει τον λόγο: «Εγώ είμαι ο Θεός σου· να πορεύεσαι ενώπιον μου και να είσαι τέλειος». Η εντολή «να είσαι τέλειος» αποδεικνύει την ύπαρξη ακαθαρσίας και βρωμιάς παράλληλα με τη φθορά που ντυθήκαμε και το «σώμα του θανάτου», για το οποίο θρηνεί ο Παύλος (Ρωμ. ζ’ 24). Τη φθορά και τη θνητότητα καταργεί η χάρη  του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Για την κατάργηση όμως της βρωμιάς και της ακαθαρσίας χρειάζεται και η δική μας συνέργεια, που είναι η πρακτική ομολογία της υποταγής και αφοσιώσεώς μας προς τον Θεό Πατέρα, τον οποίο αρχικά αρνηθήκαμε. Είναι, τρόπον τινά, η επανόρθωση της πρώτης παρακοής. Αυτή τη σημασία έχει και το «να γίνετε άγιοι, επειδή και εγώ είμαι άγιος, λέει Κύριος» (Α’ Πέτρ. α’ 16). Για να υπάρξει δηλαδή κοινωνία μεταξύ μας και του Θεού πρέπει να προηγηθεί μια κάθαρση, μια απαλλαγή από τα στίγματα της αμαρτίας και του θανάτου.
Πιο πάνω είχαμε αναφέρει τα επίκτητα κακά και ιδιαίτερα την ροπή στα πονηρά, τα οποία αποκτήσαμε μεταπτωτικά και τα οποία, τρόπον τινά, έγιναν σαν ένας δεύτερος νόμος βαρύτητας που επιδρά αρνητικά στη θέλησή μας να σηκωθούμε ψηλά, «προς τα άνω», όπου ο Χριστός, εκεί όπου έχουμε το «πολίτευμά» μας (Φιλιπ. γ’ 20). Οι θείες εντολές, βάσει των οποίων καλούμαστε να ενεργούμε, είναι η σκάλα η οποία μας οδηγεί προς τα άνω. Είναι τα φάρμακα που φέρνουν τη θεραπεία της αρρωστημένης μας φύσεως.
Ο άνθρωπος λοιπόν που δεν βρίσκεται στο νόμο του ήθους που επιβάλλουν οι θείες εντολές θα βρίσκεται στο αντίθετο μέρος. Π.χ. όποιος δεν υπακούει στην εντολή της αλήθειας, θα βρίσκεται στο ψέμα· όποιος δεν πειθαρχεί στη δικαιοσύνη, θα βρίσκεται στην αδικία· όποιος δεν είναι σώφρων και ηθικός, θα παρασύρεται στην ανηθικότητα και ασωτία· και γενικά όποιος δεν βρίσκεται στις θείες αρετές, που πηγάζουν από τις εντολές του Θεού, θα βρίσκεται στις αντίστοιχες κακίες. Όπως δε είναι γνωστό, «ο Θεός δεν παραμένει σε σώμα γεμάτο αμαρτίες». Εδώ βρίσκεται και η σημασία του λόγου του Κυρίου μας, «όποιος δεν είναι με το μέρος μου είναι εναντίον μου, κι όποιος δε μαζεύει μαζί μου σκορπίζει»(Ματθ. ιβ’ 30). Ο Ιησούς, κατά τους Πατέρες μας, βρίσκεται μέσα στις εντολές Του. Επομένως, όποιος κρατά και φυλάττει τις εντολές, βρίσκεται μετά του Ιησού και μαζεύει μαζί του. Εάν όμως δεν φυλάττει τις εντολές, τότε ούτε με τον Ιησού βρίσκεται, ούτε μαζί του μαζεύει, αλλά σκορπίζει.
Δεν είναι λοιπόν δουλεία η προς τον Θεόν υπακοή, όπως υποστηρίζουν οι ορθολογιστές και οι άπιστοι, αλλά φιλάνθρωπη οικονομία της αγαθότητάς του προς τον πεσόντα άνθρωπο. Εξ άλλου ο Θεός είναι ανενδεής, δεν έχει ανάγκη τον άνθρωπο, η εργασία του ανθρώπου δεν αποτελεί καμμιά προσφορά προς τον Θεό. Εκείνο που φανερώνει η υποταγή του ανθρώπου στις θείες εντολές είναι η πρακτική αντίθεσή του στον παρά φύση νόμο, που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τη ζωή μόνο των ζώων και των δαιμόνων και όχι του «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού» δημιουργήματος που λέγεται άνθρωπος.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...