Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Μαρτίου 09, 2015

Παρασκευή Γ΄ Χαιρετισμῶν «Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἔξ᾿ οὗ τρόφονται πιστοί»

«Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἔξ᾿ οὗ τρόφονται πιστοί»
  Ὁ Ἀκάθιστός Ὕμνος, ἀγαπητοί μου, ἔχει 144  στίχους, 144 χαῖρε. Κάθε ἕνας στίχος εἶναι καί ἕνα μαργαριτάρι, ἕνα διαμάντι. Μέ κάθε ἕνα Χαῖρε προσφέρουμε καί ἕνα λουλούδι στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἕνα ἀπό αὐτά θά πάρουμε σήμερα νά ὀσφρανθοῦμε καί νά ἀπολαύσουμε τήν εὐωδία του. Ἕνα στίχο θά προσπαθήσουμε νά ἑρμηνεύσουμε σύντομα.Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ᾿ οὗ τρέφονται πιστοί.
  Ὁ ἱερός ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας, ἀπευθυνόμενος στήν Παναγία, τήν ἀποκαλεῖ δένδρον καί μάλιστα ἀγλαόκαρπον. Δέντρο πού ἔχει ὡραίους, γλυκεῖς καί χυμώδης καρπούς. Τρῶς καί εὐχαριστιέσαι, τούς ἀπολαμβάνεις.
Ὑπάρχουν ὅμως δύο εἰδῶν δέντρα. Τό ἕνα εἶναι τό φυσικό δέντρο καί τό ἄλλο τό πνευματικό. Τό φυσικό δέντρο εἶναι δῶρο καί εὐλογία τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Εἶναι θαυμαστά καί εὐεργετικά τά δέντρα. Εὐεργετικά, γιατί μᾶς δίνουν τούς καρπούς τους, τά φύλλα καί τά ξύλα. Μᾶς τρέφουν, μᾶς θερμαίνουν, μᾶς ἀναπαύουν καί μᾶς δροσίζουν κάτω ἀπό τόν ἴσκιο τους. Πρέπει νά εἴμαστε πολύ εὐγνώμονες στό Θεό γιά τά  δέντρα. Ὅπου ὑπάρχει δέντρο, ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι καθαρή, ἔχουμε πλούσιο ὀξυγόνο. Ὅπου ἔχουμε δέντρα, ἐκεῖ ὑπάρχει ὑγεία καί ὀμορφιά. Δέν εἶναι ὡραία ἡ γυμνή, φαλακρή γῆ.  
Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ἔχουμε διάφορα εἴδη δέντρων: μηλιά, πορτοκαλιά, ἐλιά, ἀχλαδιά, ἀμπέλι καί ἄλλα πολλά. Τό κάθε δέντρο ἔχει κορμό, κλαδιά, φύλλα, ἄνθη καί καρπούς. Ὅλα ἔχουν ρίζες καί τρέφονται ἀπό τήν γῆ. Ἀπό αὐτήν παίρνουν τό ἴδιο νερό καί τά ἴδια συστατικά. Πῶς τώρα στό ἕνα φυτό τά συστατικά γίνονται μῆλα, στό ἄλλο πορτοκάλια, σταφύλια κ.ο.κ; Καί τό ἄλλο θαυμαστό, πῶς αὐτό πού ρουφᾶνε οἱ ρίζες στό ἴδιο δέντρο γίνεται ἄλλο κορμός, ἄλλο φύλα καί ἄλλο καρπός; Ἄς ἔρθει ἡ ἐπιστήμη νά μᾶς τό ἐξηγήσει. Δέν μπορεῖ, εἶναι ἀνεξήγητο. Ἐ, μία ρίζα, ἕνα δέντρο φωνάζει, μαρτυράει καί λέει, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἄθεοι καί ἄπιστοι, ὅσοι δεν πιστεύετε στό Θεό, φτιᾶξτε ἕνα δέντρο, μία ρίζα, δέν μπορεῖτε!
  Εἶναι αὐτό πού λέει μέσα στό Εὐαγγέλιο, κἄν ἐγώ σιωπήσω, οἱ λίθοι κεκράξονται. Οἱ πέτρες καί τά ξύλα βροντοφωνάζουν, ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Ἀλλά ἄς πᾶμε τώρα στό ἄλλο δέντρο, τό πνευματικό. Αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως τό φυσικό δέντρο ἔχει ρίζα, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ρίζα ὅμως τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι στή γῆ, ἀλλά στόν οὐρανό. Ἡ ρίζα πού δίνει χυμό στόν ἄνθρωπο, γιά νά καρποφορεῖ ἔργα ἀγαθά, εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός εἶναι τό ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, ὅπως ψάλλουμε στίς καταβασίες τῶν Χριστουγέννων. Ὅπου ὑπάρχει αὐτή ἡ ρίζα, ὁ Χριστός, ἐκεῖ βλέπουμε καρπούς, ἀρετές, τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἡ ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις , πραότης, ἐγκράτεια.
  Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ἀπέραντο δάσος καί δέντρα καρποφόρα οἱ προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὅσιοι, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ὅλοι οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος χριστιανοί. Τό μεγαλύτερο δέ, τό ὡραιότερο ἀπό ὅλα, τό ἀγλαόκαρπο δέντρο εἶναι ἡ Παναγία, διότι ἔφερε στόν κόσμο τόν πλουσιότερο καί πολυτιμότερο καρπό, τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ οὐράνιος ἄρτος, ἡ τροφή τοῦ παντός κόσμου.
  Τώρα νά ρωτήσουμε, ἐμεῖς τί εἴμαστε; Εἴμαστε δέντρα καρποφόρα; Ἄς ἐξετάσουμε τούς ἑαυτούς μας. Ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ποῦ εἶναι ἡ πίστη μας; Τίφανερώνει ἡ ζωή μας; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη μας; Γιατί τόσο μίσος ἀκόμη καί μεταξύ τῶν συγγενῶν; Ποῦ εἶναι ἡ χαρά; Ὅλοι μελαγχολοῦν. Γεμᾶτες οἱ καρδιές μας μελαγχολία, ἆγχος καί ἀγωνία.
Καταντίσαμε δέντρα ἄκαρπα καί ὡς ἄτομα καί ὡς οἰκογένειες. Ποῦ εἶναι οἱ καρποί τοῦ γάμου, ἡ τεκνογονία; Ἁμαρτία, ναί, μεγάλη. Πολύ διαδεδομένα τά σαρκικά παραπτώματα, περιορισμένη ὅμως στό ἐλάχιστο ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν. Τά νοσοκομεῖα καί οἱ κλινικές ἔγιναν σφαγεῖα. Οἱ γιατροί μετατράπηκαν σέ σφαγεῖς. Οἱ γονεῖς δολοφόνοι τῶν παιδιῶν τους, σκοτώνουν μέ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ τά ἴδια τους τά παιδιά. Ἐγίναμε δέντρα ἄκαρπα. Μόνο τό κακό κάνουμε. Ἡ πατρίδα μας, παλαιότερα εὐλογημένο δέντρο, τώρα μαραζώνει. Κατάντησε ἕνα ἄκαρπο γερασμένο δέντρο.
  Τί θά γίνει, ἐδῶ πού φτάσαμε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Νά ρωτήσουμε τόν Τίμιο Πρόδρομο, ὅπως τόν ρώτησαν τότε οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι. Οἱ σαδδουκαῖοι, οἱ διανοούμενοι, οἱ στρατιωτικοί καί οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Σᾶς φύτεψε ὁ Θεός, τούς εἶπε, γιά νά φέρετε καρπό, μά ἐσεῖς γίνατε ἄκαρπα δέντρα. Νά τώρα, τό τσεκούρι βρίσκεται στή ρίζα τῶν δέντρων. Κάθε δέντρο, πού δέν κάνει καλό καρπό, τό κόβουν καί τό ρίχνουν στή φωτιά. Ἔτσι κι᾿ ἐμᾶς μᾶς περιμένει τσεκούρι καί φωτιά. Δηλαδή μεγάλη τιμωρία καί φοβερή κόλασις.
  Ἕνα πρᾶγμα ὑπολείπεται νά κάνουμε. Νά πέσουμε στά γόνατα. Νά πέσουμε μπροστά στήν Παναγία καί νά τήν θερμοπαρακαλέσουμε, αὐτή πού εἶναι τό δένδρον τό ἀγλαόκαρπον, τό ἐγκαλλώπισμα ὅλης τῆς οἰκουμένης, νά βοηθήσει κι᾿ ἐμᾶς νά γίνουμε δέντρα καρποφόρα. Ἀπό ἄγρια ξύλα καί ἄκαρπα πού εἴμαστε, νά ἐμβολιαστοῦμε μέ τό ἐμβόλιο τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Νά ἑλκύσουμε πάνω μας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά κάνουμε καρπούς σωτηρίας. Ἀμήν.- 

Γ΄Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως) - «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι»



Απόστολος: Εβρ. δ΄ 14-ε΄ 6
Ευαγγέλιο: Μαρκ. η΄ 34-θ΄1
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. η΄ 34).
Παρά το ότι από το ύψος του εικονοστασίου προβάλλει η μορφή του Εσταυρωμένου, εντούτοις η Εκκλησία προβάλλει και ανάμεσα μας το Σταυρό του Κυρίου για να μας θυμίζει από τη μια το αντίτιμο της εξαγοράς μας από  την αμαρτία και από την άλλη τη δική μας υποχρέωση για το σήκωμα του δικού μας σταυρού. Επειδή δε «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. ζ΄14), για τούτο και χρειαζόμαστε τη στήριξη και βοήθεια του Θεού στο δύσκολο αυτό αγώνα.

Διπλός, λοιπόν, ο στόχος της σημερινής γιορτής. Πρώτον να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία της σταυρικής θυσίας του Κυρίου ξεχωριστά και δεύτερον να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους θα φανούμε αντάξιοι αυτής της μεγάλης θυσίας, αυτής τη μεγάλης αγάπης. Ιδιαίτερα βοηθητικά είναι τα σημερινά αναγνώσματα. Ο «Απόστολος» μας καλεί να «κρατήσουμε σταθερή την πίστη που ομολογούμε. Γιατί έχουμε μέγαν αρχιερέα που έφτασε ως το θρόνο του Θεού, τον Ιησού, τον Υιό του Θεού. Δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάσουμε, λοιπόν, με θάρρος το θρόνο της χάριτος του Θεού, για να μας σπλαχνιστεί και να μας δωρίσει τη χάρη του, την ώρα που τη χρειαζόμαστε».
Για να τολμήσουμε να πλησιάσουμε με το θρόνο της χάριτος του Θεού και να γίνουμε κοινωνοί αυτής της μεγάλης του αγάπης θα πρέπει να υλοποιήσουμε τις σημερινές συστάσεις του κυρίου όπως αυτές διατυπώνονται στο σημερινό «ευαγγέλιο». Δηλαδή, όποιος θέλει να τον ακολουθήσει θα πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του, να σηκώσει το σταυρό του και να τον ακολουθεί.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι, ενώ πριν λίγο μιλώντας για το δικό του Σταυρό χρησιμοποίησε το όρο «δει», πρέπει, όταν απευθύνθηκε στον κόσμο και τους Μαθητές του χρησιμοποίησε τις λέξεις «όστις θέλει». Ο ίδιος προσφέρει της δυνατότητα της σωτηρίας για όλους μαζί, αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά. Για να γίνουμε δέκτες και συμμέτοχοι της χάριτος του Θεού θα πρέπει να το θελήσουμε κι εμείς. Ο Θεός θέλει ελεύθερα να δεχθούμε αυτή τη δωρεά και μέσα από την πίστη και τον τρόπο της καθημερινής μας ζωής να φαινόμαστε αντάξιοι αυτής της δωρεάς. Αν παρ’ ελπίδα δεν ανταποκριθούμε επάξια σ’ αυτή τη δωρεά, είτε με την πλήρη άρνηση μας, είτε με τη μη συμμόρφωση στο θέλημα του, τότε ως αξιοκατάκριτοι πλέον θα περιφρονηθούμε και από το Υιό του ανθρώπου «όταν έλθη εν τη δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων».
Σαφής, λοιπόν, και ξεκάθαρος σήμερα ο Ιησούς. Αυτός, ως η ελπίδα του κόσμου που πρόβαλε μέσα από το ευαγγέλιο της περασμένης Κυριακής, έρχεται σήμερα να καλέσει τον άνθρωπο να τον ακολουθήσει. Επειδή δε η υλοποίηση αυτής της ελπίδας δε θα είναι δοτή ή και αποτέλεσμα εξαναγκασμού για τούτο και απευθύνει ανοικτή πρόσκληση σε όλους.  Η σωτηρία είναι για όλους. «Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι» (Α΄ Τιμ. β΄ 4). Όμως, το ότι δεν σώζονται όλοι οι άνθρωποι αυτό οφείλεται στους ίδιους τους ανθρώπους, επειδή αρνούνται να γίνουν μέτοχοι της σωτηρίας που τους προσφέρεται.
Έτσι ο Κύριος απευθύνει πρόσκληση σε όλους. Απευθύνει πρόσκληση γενική, καθολική, αλλά και πρόσκληση προσωπική. Ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο: «Ο Ιησούς κάλεσε τότε τον κόσμο μαζί με τους μαθητές και τους είπε: Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί».
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός της υλοποίησης αυτής της πρόσκλησης. Προσκαλεί όλους, αλλά στη συνέχεια προχωρεί στον καθένα ξεχωριστά θέτοντας κάποιες προϋποθέσεις. (α) Να απαρνηθούμε τον εαυτό μας (β) Να σηκώσουμε το σταυρό μας και (γ) Να τον ακολουθούμε δια βίου.
Ο Ιησούς θέλει ανθρώπους ελεύθερους και όχι δούλους, θέλει να τους διακρίνει η αγάπη πάνω από τον ίδιο τον εαυτό τους, έχοντας σαν πρότυπο τη δική του αγάπη. Σε ότι αφορά το σταυρό κάνει διάκριση από το δικό του Σταυρό. Ο Σταυρός Του ήταν μέσο σωτηρίας όλων των άλλων ανθρώπων. Ο ανθρώπινος σταυρός είναι ξεχωριστός του καθενός και αποβλέπει στη δική του και μόνο σωτηρία. Πολλές φορές το Χριστιανικό χρέος, το Χριστιανικό καθήκον, είναι στ’ αλήθεια σταυρός βαρύς, γιατί μέσα από την αυταπάρνηση καλείται να προχωρήσει σε θυσία, ακόμα και αυτοθυσία.
Σταυρός βαρύς και μάλιστα με δύο έννοιες. Πρώτον, γιατί μέσα από την αποδοχή του δικού μας σταυρού θα εκφραστεί ο βαθμός της πίστεως μας και δεύτερον μέσα από τον τρόπο που εμείς θα σηκώνουμε το δικό μας σταυρό θα γινόμαστε το ζωντανό παράδειγμα τόσο στο χώρο της οικογένειας, όσο και στο χώρο της κοινωνίας. Το παράδειγμα της υπομονής την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας, η δύναμη της πίστης και της ελπίδας ότι θα τα καταφέρουμε με τη δύναμη και τη βοήθεια του Θεού. Μέσα από την όλη αναστροφή μας θα δώσουμε στην πράξη τις πιο πειστικές αποδείξεις για την ανωτερότητα και την ορθότητα της χριστιανικής μας πίστεως. Μιας πίστεως που οικοδομεί, που ομολογεί με παρρησία και εκφράζεται πρακτικά σαν ήθος και σαν τρόπος καθημερινής ζωής. Μέσα από αυτό το ήθος και αυτό τον τρόπο ζωής θα γινόμαστε αφορμή για να δοξάζεται το όνομα του Θεού. Βαρύ το φορτίο, μεγάλη όμως και η δύναμη του Θεού. Ας μην ξεχνούμε τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φίλιπ. δ΄ 13). Όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει.
Αδελφοί μου, ο Σταυρός του Κυρίου προβάλλει και σήμερα μπροστά μας για προσκύνηση στέλλοντας μας ταυτόχρονα το μήνυμα ότι Αυτός που υψώθηκε πάνω στο σταυρό βρίσκεται ανάμεσα μας, δίπλα μας, για να μας στηρίξει. Αυτό το γεγονός μας δίνει δύναμη και μαζί με τον υμνωδό ομολογούμε: «Ο Σταύρος Σου Κύριε, ζωή και Ανάστασις υπάρχει τω λαώ σου». Άρα και για μας. Είναι ταυτόχρονα πηγή δύναμης και ελπίδας ότι και ο δικός μας σταυρός θα έχει σαν τελική κατάληξη και τη δική μας ανάσταση. Ας παρακαλέσουμε το Θεό να μας δίνει δύναμη και υπομονή σ’ αυτόν τον αγώνα. Μέσα από αυτή την υπομονή θα εκφραστεί η δύναμη της πίστης μας, αλλά και η πιο γνήσια και ειλικρινής προσκύνηση του Σταυρού του Κυρίου. Ναι, Κύριε, Φιλάνθρωπε κι’ εμείς μετά του υμνωδού αναφωνούμεν: «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν Δέσποτα, κα την Αγίαν Σου Ανάστασιν δοξάζομεν». Αμήν.

Θεόδωρος Αντωνιάδης – Ι.Μ.Π

«Μόνο με πνευματική ζωή θα τα βγάλει κανείς πέρα»



alt
alt
Aπό το βιβλίο του γ.Ισαάκ του Λιβανέζου :"ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ" σελ. 308-309
το είδαμε εδώ

Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός ( Γέροντος Εφραίμ, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλόθεου. )

Γέρων Εφραίμ ΦιλοΘεΐτης

Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός ( Γέροντος Εφραίμ, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλόθεου. )

Σήμερα θα μιλήσουμε για την μεγάλη πνευματική ασθένεια που λέγεται εγωισμός.
Ο εγωισμός είναι ένα παράλογο πάθος που μαστίζει κυριολεκτικά όλο το ανθρώπινο γένος· όλοι οι άνθρωποι πάσχουμε από αυτή τη μεγάλη ασθένεια. Τον εγωιστή άνθρωπο ο εγωισμός τον ρεζιλεύει και τον θεατρίζει. Αυτόν τον εγωισμό καλούμεθα από το Θεό να αγωνιστούμε, να τον καταπολεμήσουμε, για να απαλλαγούμε απ’ αυτόν.
εξορία Αδάμ
Ο παλαιός άνθρωπος είναι η εμπαθής κατάσταση της ψυχής και
στην κυριολεξία είναι εγωισμός.
Όλα τα πάθη, όλα τα αμαρτήματα, όλες οι πτώσεις, έχουν την αρχή τους, την αφετηρία τους στον εγωισμό. Μεγάλο κακό. Δεν αφήνει τον άνθρωπο ήσυχο· τον τυραννά νύχτα -μέρα. Όλοι γενικά οι άνθρωποι πάσχουν από αυτό το κακό, και περισσότερο από όλους εγώ ο αμαρτωλός.
Στον πρώτο καιρό που ήμουνα κοντά στον άγιο Γέροντά μου, όταν πρωτοπήγα κοντά του εκεί σ’ εκείνον τον απαράκλητο τόπο της ερήμου, εκεί κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γνώρισα και είδα στην πράξη τον εγωισμό μου.
Όταν ήμουν στον κόσμο, οι άνθρωποι της Εκκλησίας με νόμιζαν ότι ήμουν ένα αγιασμένο παιδί. Εγώ αντιδρούσα σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς, πλην όμως σιγά-σιγά οι έπαινοι μου κάνανε κακό. Και το κακό, αυτό το είδα στη πράξη, όταν έβαλα την κατά Θεόν αρχή να θεραπευθώ ψυχικά από όλα μου τα πάθη.
Όταν πρωτοπήγα στο Γέροντα Ιωσήφ, από την πρώτη μέρα αμέσως άρχισε την επίβλεψή του, άρχισε τη θεραπεία του. Και με μεταχειριζόταν αυστηρά· με ήλεγχε συνέχεια, με μάλωνε, και με κούραζε αρκετά, διότι ήμουν αδύνατος ψυχικά.
Είναι αλήθεια ότι, όταν μου έκανε τους ελέγχους, δηλαδή όταν έβαζε το φάρμακο πάνω στην πληγή μου, εγώ πονούσα. Ο εγωισμός μου κλωτσούσε μέσα μου και μου έλεγε· γιατί μόνο σε μένα ο Γέροντας εξασκεί αυτή την αυστηρή παιδεία, γιατί να με μαλώνει, γιατί και γιατί…; Εγώ με την ευχή του Γέροντά μου αντιδρούσα, αντέλεγα, άνοιγα μαζί του πόλεμο. Και πολλές φορές, μετά από έναν κραταιό αγώνα, πήγαινα μέσα στο κελάκι μου και έπαιρνα τον Εσταυρωμένο και έκλαιγα επάνω του και του έλεγα:
«Ιησού μου γλυκύτατε! Εσύ που ήσουν ο αναμάρτητος Θεός, υπέμεινες τόσα και τόσα κακά, τόση αντιλογία, τόσες ύβρεις και χλευασμούς από ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που σε μισούσαν και είχαν μεγάλη κακία απέναντι σου. Και εσύ με ανεξικακία όλα αυτά τα υπέμεινες για τη δική μου αγάπη και σωτηρία. Και εγώ ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ένας εμπαθής και ελεεινός να διαμαρτύρομαι και να λέω, γιατί μου βάζει ο Γέροντας το πικρό φάρμακο της σωτηρίας μου; Άξια αυτών που έπραξα απολαμβάνω. Επομένως δεν έχω ούτε μια δικαιολογία αλλά μόνο πρέπει να κάνω υπομονή να σηκώσω το Σταυρό τον οποίο μου χάρισε η αγαθότητά Σου προς σωτηρία μου».
Αυτά του έλεγα του Χριστού και πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ανακούφιση. Μετά από ένα τέτοιο κλάμα ένοιωθα μια δύναμη μέσα στην καρδιά μου, στο να υπομείνω μέχρι τέλους, έως ότου να σταυρωθώ ψυχικά για να δεχθώ στη συνέχεια την ανάσταση της ψυχής μου.
Πολλά παραδείγματα αγίων ανθρώπων μας δίνουν πολύ κουράγιο για να σηκώσουμε και εμείς αυτόν το σταυρό, αυτή τη δυσκολία στην αντιμετώπιση του τρομερού εγωισμού.
Κακό πάθος, δύσκολο. Την καρδιά την έχει περιπλέξει πολύ δύσκολα. Γι’ αυτό ο μεγάλος Πατέρας της ερήμου, ο Ποιμήν, λέει, ότι, εκείνος που θέλει να ξεριζώνει τα πάθη του, πονάει και αιμορραγεί. Και πράγματι έτσι έχει η αλήθεια.
Όταν κάποιος μας ελέγξει, μας προσβάλει, αμέσως μέσα μας γίνεται ένα κλώτσημα, μια δυσκολία εσωτερική, μια στενοχώρια, ένας πνιγμός, μια πίεση που μας σπρώχνει να αντιμιλήσουμε, να ανταποδώσουμε, να θυμώσουμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο που μας έκανε τον μεγάλο. Εκείνη την ώρα χρειάζεται σφίξιμο, χρειάζεται να καταπιούμε μέσα βαθειά στη ψυχή μας, το φαρμάκι αυτό του εγωισμού. Να πνίξουμε το θηρίο που έρχεται να βγει προς τα έξω για να μας ενοχοποιήσει. Και όταν στη συνέχεια, σε κάθε τέτοια περίπτωση, αντιμετωπίσουμε το κακό κατ’ αυτό τον τρόπο, πνίγοντας το θηρίο όταν πρόκειται να βγει προς τα έξω, με το πέρασμα του χρόνου, εσωτερικά θα ψοφήσει. Όταν ένα θηρίο το κλείσει κανείς μέσα σ’ ένα κλειστό χώρο και δεν το τροφοδοτεί, δεν του ρίχνει τροφή, κατά φυσική συνέπεια, μετά από ένα διάστημα χρόνου θα πεθάνει. Έτσι και με το θηρίο αυτό του εγωισμού, εάν δεν το τροφοδοτούμε με υποχωρήσεις, με τη χάρη του Θεού σιγά-σιγά θα εκλείψει.
Μια παρθένος πήγε στον Αββά Παμβώ και του λέγει: «Αββά, εγώ νηστεύω πολύ και τρώω ανά επτά ημέρες. Κάνω και διάφορες άλλες ασκήσεις. Έχω αποστηθίσει τη Πάλαια και Καινή Διαθήκη. Τί μου υπολείπεται ακόμη να πράξω, ώστε να φθάσω στην τελειότητα;»
Ο σοφός γέροντας της λέει:
-Παιδί μου, όταν κανείς σε βρίσει, σε χλευάσει, σου φαίνεται μέσα σου σαν να σε επαινεί;
ασκητές
-Όχι.
-Όταν σε επαινεί κάποιος, σου φαίνεται μέσα σου σαν να σε βρίζει;
-Όχι Αββά.
-Άντε παιδάκι μου πήγαινε, λέει, και τίποτα δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα.
Ο Αββάς Ποιμήν είχε άλλους έξι αδελφούς. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Αββάς Ανούβ. Και κάποτε όλοι μαζί πήγανε και κατοικήσανε σε ένα κελί, σε ένα παλιό ειδωλολατρικό ναό που έξω από αυτόν ήταν στημένο ένα άγαλμα, μία θεότητα. Και κάποια μέρα ο Αββάς Ανούβ, κατά παράδοξο τρόπο, πήγε και άρχισε να ρίχνει πέτρες στο άγαλμα και να το βρίζει. Την άλλη μέρα πήγε και το προσκυνούσε και του έλεγε πολλά επαινετικά λόγια.
Όταν είδαν τον Αββά να κάνει κάτι τέτοιο, οι αδελφοί τον ρώτησαν:
-Γέροντα μ’ αυτό που έκανες τί θέλεις να μας διδάξεις;
-Να, λέγει, όταν με είδατε που πήγα και το λιθοβολούσα και το έβριζα το είδωλο αυτό, μου απαντούσε;
-Όχι.
-Όταν την άλλη μέρα, είδατε να το προσκυνώ και να το επαινώ, είδατε πάλι να μου πει τίποτα;
-Όχι, Αββά.
-Ε, αν θέλετε κι εσείς να μείνουμε όλοι μαζί και να βιώσουμε με αγάπη, έτσι πρέπει να κάνουμε.
Να υπομένουμε ο ένας τον άλλο.
Ο εγωισμός είναι μια κληρονομιά που δεχθήκαμε από τους πρωτοπλάστους, από τον Αδάμ και την Εύα. Και οι πρωτόπλαστοι νικήθηκαν από το διάβολο, τον εωσφόρο. Εκείνος ξεκίνησε το θέμα.
Ο εωσφόρος είχε το πρώτο τάγμα των αγγέλων. Ήταν το πλησιέστερο προς τη δόξα του Θεού. Απολάμβανε την πρώτη χάρη. Δεχόταν τις πληροφορίες, τις αποκαλύψεις πιο μπροστά από τα άλλα 9 τάγματα. Για όλη αυτή τη δόξα του και τη χάρη του, σκέφτηκε πονηρά κατά του Θεού. Έλεγε στο λογισμό του: «Γιατί ο Θεός να είναι τόσο ψηλά; Γιατί να έχει αυτή τη δόξα; Γιατί να τον προσκυνούμε; Γιατί να του υποτάσσονται τα πάντα. Και εγώ δεν μπορώ να γίνω Θεός; Θ’ ανεβώ κι’ εγώ ψηλά και θα καθίσω δίπλα Του, θα γίνω και εγώ όμοιός Του. Και θα με προσκυνούν τα πάντα. Και θα έχω και εγώ την ιδία δόξα.
Όταν σκέφτηκε αυτά και τα πίστεψε, αμέσως ο Θεός τον απέρριψε από το πρόσωπό Του, τον πέταξε κάτω. Όλο το τάγμα χάθηκε στην άβυσσο. Έτσι και κάθε υπερήφανος και εγωιστής· αποβάλλεται από το Θεό.
Ο διάβολος, ο εωσφόρος, δεν αρκέστηκε στη δική του μόνο πτώση. Φθόνησε και τον άνθρωπο τον οποίον είχε πλάσει με ιδιαίτερο τρόπο ο Θεός και τον είχε κάνει βασιλέα μέσα στον παράδεισο, και σε όλη την κτίση. Σου λέει: «Γιατί αυτός να απολαμβάνει τέτοια ευτυχία; Όχι. Και αυτός πρέπει να προσβάλει το Θεό και αυτός δεν πρέπει να Του υποτάσσεται· και αυτός πρέπει να πλανηθεί. Τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει τα ίδια πράγματα, με το να του πει· «γιατί ο Θεός να σου απαγορεύσει να φάς από αυτό τον καρπό· αυτό είναι πονηριά του Θεού, για να μη γίνεις κι εσύ Θεός, ώστε να γνωρίζεις το καλό και το κακό, το πονηρό και το αγαθό· φάε και θα δεις ότι θα γίνεις Θεός».
Τον άκουσε ο πρωτόπλαστος και στη συνέχεια έγινε το παραπάτημα· γνώρισε στην πράξη ότι έπρεπε να πειθαρχήσει στην εντολή του Θεού. Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός έβγαλε τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο του Θεού. Κληρονομήσαμε και μείς σαν μια περιουσία τον εγωισμό αυτό και τώρα υποφέρουμε και αγωνιζόμαστε μέχρις αίματος για να απαλλαγούμε.
Ο μοναχισμός είναι το άμισθο ιατρείο· είναι η κλινική του Θεού, που έρχεται ο άνθρωπος για να γίνει καλά. Τον καλεί ο Θεός με κλήση αγία και τον φέρνει με την αγάπη του σ’ αυτό το ιατρείο.
Ο άνθρωπος ζητά τη θεραπεία του και φωνάζει: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
-Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός. Και αρχίζει ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων τη θεραπεία.
Χριστός
Μας στέλλει διάφορες θλίψεις, επιτρέπει πειρασμούς. Και όλα αυτά είναι τα φάρμακα, τα πικρά φάρμακα που θεραπεύουν τη ψυχή του ανθρώπου.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να πει ότι στον καιρό της εγχειρήσεως ή της ιατρικής επεμβάσεως δεν πονά, δεν αγωνίζεται να ξεπεράσει το πόνο και τη θλίψη· ωστόσο όμως στο τέλος της θεραπείας γίνεται ψυχικώς καλά.
Όταν ο Γέροντας μου ήταν αρχάριος στην έρημο, ήταν στην υποταγή του γέροντα Εφραίμ, ενός απλού ανθρώπου. Ήταν ένα γεροντάκι ευλογημένο. Κάποτε ένας γείτονας μοναχός, δεν γνωρίζω τί είχε συμβεί, το έθλιβε το Γεροντάκι. Ο παππούς φώναζε διότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Διαμαρτυρόταν, έβγαζε φωνές, τσίριζε… Ο Γέροντας ο δικός μου, νέο παιδί, δυνατό που μπορούσε να τα βάλει με δέκα ανθρώπους, όταν άκουγε το Γέροντά του να φωνάζει έξω και ο άλλος να σηκώνει το ανάστημά του, μέσα του άρχιζε να βράζει ο θυμός και η οργή. Μόλις είδε τον κίνδυνο ότι αν βγει έξω δεν μπορούσε να προβλέψει τί θα συνέβαινε, σαν νέος που ήταν, αμέσως τρέχει στην εκκλησία, γονατίζει κι’ αρχίζει να φωνάζει: «Παναγία βοήθησε με». Και άρχισε να κλαίει· να κλαίει, και να παρακαλεί, ώστε να επέμβει η Παναγία να βοηθήσει μη τυχόν και σ’ αυτή την κατάσταση βγει έξω. Και αφού έκλαψε πολύ, και έχυσε πολλά δάκρυα, τότε είδε το θηρίο του εγωισμού και τού θυμού να μαλακώνει και να υποχωρεί. Όταν είδε ότι ήρθε σε μια κατάσταση που μπορούσε να βγει έξω και να μιλήσει με πραότητα και ηρεμία, βγήκε και απάλλαξε, βέβαια με ήρεμο τρόπο και με ευγένεια, τον γέροντα από το γείτονα. Και αυτό μας το έλεγε σαν παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζεται ο εγωισμός στη πράξη.
Έρχεται και στον μοναχό ο πειρασμός και του ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα με εκείνα που ψιθύρισε στον Αδάμ. Αν ο Γέροντας τον μαλώνει ή του κόβει το θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ο εγωισμός και ψιθυρίζει στο μοναχό να αντιλογήσει, να φιλονικήσει, να στήσει το δικό του θέλημα· μ’ αυτό τον τρόπο δεν πρόκειται να θεραπευθεί ποτέ.
Ο μοναχός πρέπει να έχει συνεχώς την προσοχή για να αντιμετωπίζει την κάθε περίπτωση, τον κάθε πειρασμό με επιτυχία, ώστε με τη χάρη του Θεού να απαλλαγεί από τον παλαιό άνθρωπο. Στη θέση του παλαιού να μπεί ο νέος, ο κατά Χριστόν, ο άνθρωπος της απάθειας και της αναστάσεως.
Ο αγώνας δεν είναι μικρός, ούτε και σε λίγο χρόνο κατορθώνεται η νίκη και ο θρίαμβος κατά του εγωισμού. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.
Ο Όσιος Εφραίμ λέει: «Με λιοντάρι καταπιάστηκες; Πρόσεξε μη σου συντρίψει τα οστά.»
Αυτό το θηρίο είναι ο Ε γ ω ι σ μ ό ς. Σαν λιοντάρι παραφυλάει και μας επιτίθεται. Εμείς πρέπει να έχουμε στα χέρια μας το όπλο και το μαχαίρι της αντιρρήσεως κατά των λογισμών.
Οι τύραννοι των χριστιανών στους χρόνους των διωγμών προσπαθούσαν να παρασύρουν τους Μάρτυρες στο να αρνηθούν τη Θεότητα του Χριστού. Τους υπόσχονταν πολλά· πλούτη, δόξες τιμές. Οι Μάρτυρες όμως δεν υποχωρούσαν. Θριαμβευτικά ομολογούσαν τη πίστη στο Χριστό και στο τέλος δέχονταν το στεφάνι του μαρτυρίου, και έτσι ο Χριστός δοξαζόταν.
Και τώρα οι τύραννοι των παθών μας πιέζουν. Τα πάθη μας υπόσχονται, αν υποχωρήσουμε, απόλαυση και ικανοποίηση. Δεν πρέπει ο μοναχός να υποχωρεί σε μια τέτοια βία, αλλά να αντιστέκεται με όλη την ανδρεία της ψυχής και να περιμένει μετά από μια νόμιμη πάλη το στεφάνι του μαρτυρίου.
Οι Μάρτυρες μαρτύρησαν σε λίγο χρόνο. Πολλοί μάρτυρες σε λίγα λεπτά δεχθήκανε το στεφάνι. Ο μοναχός μαρτυρεί συνέχεια, σε όλη του τη ζωή. Όχι σε ένα τύραννο άλλα σε πολλούς. Κάθε πάθος και ένας τύραννος. Γι’ αυτό όχι λιγότερο θα στεφανωθούν οι μοναχοί που θα αντισταθούν στη βία των παθών και θα ομολογήσουν την καλή ομολογία της ασκήσεως, της μη υποχωρήσεως.
Μας σπρώχνει το πάθος της αντιλογίας. Εμείς πρέπει να βάλουμε εμπόδιο, φράγμα, να ανοίξουμε όρυγμα, να πέσει το άρμα της αντιλογίας μέσα μας.
Ο αγώνας πρέπει να είναι συνεχής. Να μην παρουσιάζουμε κενά· διότι τα κενά τα εκμεταλλεύεται ο διάβολος και σφηνώνει μέσα στα κενά και μας δημιουργεί κατάσταση επικίνδυνη. Η προσευχή πρέπει να είναι ακατάπαυστη. Η προσευχή είναι το όπλο μας. Και μόνο να προσεύχεται κανείς, ο διάβολος δεν τον πλησιάζει εύκολα.
Ας αγωνισθούμε εναντίον κυρίως αυτού του πάθους, διότι από εδώ ξεκινούν όλα. Και το κυρίως φάρμακο κατά του εγωισμού είναι η ταπείνωση. Ο Κύριος μας, μας είπε· «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσεται ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Η ταπείνωση και η πραότητα χαρίζουν μια πνευματική ανάπαυση στη ψυχή. Της χαρίζουν φως και βλέπει καθαρότερα τα πράγματα.
Χριστός
Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, την ταπείνωση την αποκαλεί «Θεοΰφαντον στολήν». Την ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ο Υιός και Λόγος του Θεού και μπόρεσε και κατήλθε εκ των ουρανών, και μπόρεσε η γη να τον δεχθεί χωρίς να καταφλεχθεί.
Η ταπεινοφροσύνη στολίζει τον άνθρωπο. Ο ταπεινός άνθρωπος όπου και αν σταθεί, όπου και αν βρεθεί, σκορπάει μια κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη και γίνεται αγαπητός και προσφιλής. Την ταπείνωση οι δαίμονες την τρέμουν, όπως ακριβώς συνέβη και με έναν υποτακτικό.
Ένας χριστιανός είχε μια κόρη δαιμονισμένη και την πήγε σε πολλούς γιατρούς αλλά δεν βρήκε τη θεραπεία της. Αυτός ο χριστιανός είχε ένα φίλο, πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος είχε σχέση με τους μοναχούς, και λέγοντάς του το παράπονο, τον πόνο του για το κορίτσι του, του λέει εκείνος· «Το παιδί σου θα βρει θεραπεία μόνον όταν καλέσεις ένα μοναχό, υποτακτικό, και έλθει στο σπίτι σου και κάνει μια ευχούλα, θα δεις αμέσως το παιδί σου θα γίνει καλά.
-Και που θα τον βρω εγώ αυτόν τον μοναχό;
-Να! Κάτω στην αγορά κατεβαίνουν, λέει, από την έρημο νεώτεροι υποτακτικοί μοναχοί και πωλούν διάφορα εργόχειρα. Σ’ ένα τέτοιο μοναχό πες του· «Έλα στο σπίτι να σου πληρώσω τα εργόχειρα, διότι τώρα επάνω μου δεν έχω χρήματα». Και πες του να σου κάνει μια ευχή και θα δεις ότι το παιδί σου θα γίνει καλά.
Αυτός αμέσως το πρωί κατεβαίνει στην αγορά, βλέπει ένα νέο μοναχό να πουλά διάφορα, εκεί, εργόχειρα.
Του λέει: Πάτερ, πόσο τα δίνεις αυτά;
-Τόσο. Είπε ο μοναχός.
-Μπορείς να έλθεις μέχρι το σπίτι να σε πληρώσω, γιατί επάνω μου δεν έχω χρήματα;
-Έρχομαι, λέει.
Και αφού προχωρούσαν προς το σπίτι και πλησίαζαν, ο διάβολος μυρίστηκε το πράγμα, ότι ήρθε η ώρα του να πάρει το εξιτήριο του και να φύγει από τον άνθρωπο, ετοιμάστηκε και αυτός. Και μπαίνοντας ο μοναχός μέσα στο σπίτι, τον συναντά η κόρη και σηκώνει το χέρι και του δίνει ένα ράπισμα, του μονάχου. Αυτός, ο μοναχός, γύρισε και την άλλη πλευρά του προσώπου και του δίνει και απ’ εκεί ένα ράπισμα, και αμέσως η κόρη έπεσε κάτω κι’ έβγαζε αφρούς. Και στο τέλος, φεύγοντας το δαιμόνιο είπε, ότι η εντολή του Χριστού με βγάζει και με διώχνει. Και αμέσως το παιδί έγινε καλά.
Ο υποτακτικός αυτός, από την πράξη αυτή φαίνεται ότι ήταν ένας προοδευμένος, ένας πετυχημένος μοναχός ο οποίος θα είχε εξασκηθεί στην παιδία και τη θεραπεία της ψυχής του.
Στην προσευχή μας πάντοτε να παρακαλούμε και να δεόμεθα του Θεού να μας απαλλάσσει απ’ αυτό το θηρίο, τον εγωισμό, και να μας χαρίζει την αγία ταπείνωση της ψυχής .
Γέροντος Εφραίμ, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλόθεου.
το είδαμε εδώ

Ὁ Γάμος ὡς Μυστήριον


 
 
Εἶναι κοινὴ διαπίστωσις ὅτι σήμερον ὁ γάμος περνᾶ κρίσιν. Αὐτὸ μαρτυρεῖ τὸ πλῆθος τῶν διαζυγίων. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ τόσα ζεύγη ποὺ χωρὶς νὰ φθάσουν εἰς τὸ διαζύγιον ζοῦν κατὰ συνθήκην καὶ κατ᾿ ἀνοχὴν συζυγικὴν ζωὴν καὶ δὲν εὑρίσκουν καμμίαν εὐτυχίαν καὶ καμμίαν χαρὰν εἰς τὸν δεσμόν των.
Ἓν σοβαρὸν αἴτιον τῆς κρίσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι οἱ ἐρχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν τὸν γάμον των, ὡς Μυστήριον.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸν καὶ ἄθεον κλίμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ εἶναι σήμερα διάχυτον (ἐφημερίδες, τραγούδια, περιοδικά, θεάματα, διαφημίσεις) ἀντιλαμβάνονται τὸν γάμον ὡς ἓν φυσικόν, βιολογικὸν ἢ κοινωνικοοικονομικὸν μόνον γεγονός. Ὁ πανσεξουαλισμὸς ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα τὴν σκέψιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποθέτῃ τὴν εὐτυχίαν του ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὸ σέξ. Ἔτσι ὁ γάμος θεωρεῖται ὡς ἐν νόμιμον καὶ ἐγκεκριμένον ἀπὸ τὴν κοινωνίαν ἐρωτικὸν παιχνίδι, χωρὶς καμμίαν συνείδησιν εὐθύνης καὶ ἀποστολῆς. Ὅταν παρέλθῃ ἡ ἐρωτικὴ εὐχαρίστησις τότε καὶ ὁ γάμος δὲν ἔχει νόημα. Οἱ σύζυγοι χωρίζουν διὰ νὰ εὕρουν νέον σύντροφον καὶ νέαν περιπέτειαν.
Ὅταν ὅμως ὁ γάμος μένει ἓν φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν γεγονὸς χωρὶς νὰ γίνη «μυστήριον», χωρίς, δηλαδή, νὰ περάσῃ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Βασιλείαν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μεταμορφωθῇ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ καὶ νὰ σώσῃ.
Ὁ γάμος ὡς φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν γεγονὸς ἀνήκει εἰς τὸν κόσμον ποὺ ὑπάρχει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας κόσμος, ζωή, ἄνθρωπος, φύσις, κοινωνία, εἶναι ἀλύτρωτα. Εἶναι ὄψεις τοῦ πεσόντος κόσμου, ποὺ λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔχει δηλητηριασθῆ, ἔχει ἀρρωστήσει θανάσιμα. Ἔτσι καὶ ὁ γάμος ὡς γεγονὸς φυσικὸν ἢ κοινωνικὸν εἶναι ἄρρωστος καὶ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν ἰδίαν του τὴν φύσιν νὰ λυτρώσῃ τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ τοῦ χαρίσῃ ἀκεραίαν καὶ ὠλοκληρωμένην ζωήν.
Ὅταν ὁ γάμος γίνῃ «Μυστήριον» μεταθέτει τοὺς συζύγους καὶ τὸν φυσικόν των γάμον ἀπὸ τὸν παλαιόν, ἀλύτρωτον καὶ χωρὶς Θεὸν κόσμον τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, εἰς τὸν καινόν, θεανθρώπινον κόσμον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, τῆς Ἐκκλησίας.
Κάθε Μυστήριον, ἄλλως τέ, εἶναι μία μετάβασις καὶ μία μεταμόρφωσις τοῦ παλαιοῦ κόσμου καὶ τῆς παλαιᾶς ζωῆς εἰς καινὸν κόσμον καὶ καινὴν ἐν Χριστῷ ζωήν, ποὺ προσφέρεται ὡς δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδιαιτέρως μὲ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν παλαιὸν κόσμον διὰ νὰ εἰσέλθῃ ὁριστικῶς εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν ἑνοῦται διὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ ὅλους τοὺς λελυτρωμένους πιστούς. Χωρὶς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ πιστοὶ δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ γίνουν ἓν νέον θεανθρώπινον σῶμα.
Αὐτὸ ποὺ γίνεται εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν γίνεται καὶ εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου. Οἱ σύζυγοι ἑνοῦνται μὲ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ των εἰς μίαν αἰωνίαν καὶ θεανθρωπίνην ἕνωσιν. Ἀπὸ μίαν ἕνωσιν τοῦ παλαιοῦ, ἀρρωστημένου κόσμου μεταμορφοῦται εἰς μίαν ὑγιᾶ ἐν Χριστῷ ἕνωσιν μέσα εἰς τὴν καινὴν κτίσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἁπλούστερον: Μὲ τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου δὲν ἐνοῦται μόνον ὁ γαμβρὸς καὶ ἡ νύμφη, ἀλλ᾿ ἐνοῦται μαζύ των καὶ ὁ Χριστὸς ἢ μᾶλλον ἀμφότεροι ἑνοῦνται ἐν τῷ Χριστῷ, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ ἔτσι τὴν ἕνωσίν των ἁγίαν, τελείαν, ὑγιᾶ, θεανθρωπίνην. Ἐννοεῖται ὅτι διὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος ἓν γεγονὸς μεταμορφώσεως εἰς τᾶς διαστάσεις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀρκεῖ ἐκ μέρους τῶν μελλονύμφων τυπικὴ παρακολούθησις τῆς ἱερολογίας τοῦ Γάμου χωρὶς καμμίαν συνειδητὴν συμμετοχὴν εἰς τὸ τελούμενον Μυστήριον.
Μετὰ ἀπὸ μίαν συνειδητὴν μετοχὴν εἰς τὸ Μυστήριον ἱδρύεται ἓν νέον «σπίτι», μία μικρὰ Ἐκκλησία, ἓν μικρὸν Βασίλειον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι τὸ Μυστήριον ἀρχίζει, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, μὲ τὴν εὐλογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Ὅ,τι ἑνώνει τοὺς συζύγους δὲν εἶναι μόνον ἡ φυσικὴ ἕλξις τῶν δυὸ φύλων, ἡ κοινωνικὴ σκοπιμότης κ.τ.λ. ἀλλὰ πρώτιστα ὅλων ὁ Χριστός. Εἰς τὸ νέον σπίτι δὲν βασιλεύει αὐταρχικῶς ὁ ἀνὴρ ἢ ἡ γυνή, ἀλλὰ ὁ Χριστός, διότι ἀμφότεροι θέλουν νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὸ ἰδικόν των θέλημα. Μὲ τὴν ἵδρυσιν τῆς Χριστιανικῆς οἰκογενείας ἱδρύεται ἓν μικρὸν Βασίλειον τοῦ Θεοῦ. Οἱ σύζυγοι κατὰ τὴν ἱεροτελεστίαν στεφανοῦνται ὡς βασιλεῖς, ἐνῶ ψάλλεται τὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς».
Εἶναι τόσον ἁγία ἡ θεανθρωπίνη ἕνωσις τοῦ κατὰ Θεὸν Γάμου, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴν σχέσιν τῶν συζύγων μὲ τὴν σχέσιν τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστὶν ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. Ε´ 32).
Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι διὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος μία φανέρωσις καὶ μία ἀποκάλυψις τοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, πρέπει οἱ σύζυγοι συνεχῶς νὰ ξεπερνοῦν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ποὺ κρύβουν μέσα των, νὰ σταυρώνουν τὸν ἐγωϊσμὸν καὶ τὰ πάθη των καὶ νὰ ἀποκτοῦν εἰς βάθος τὴν ἁγίαν ἀρετὴν τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀπὸ τὴν ἄποψιν αὐτὴν ὁ Γάμος εἶναι μία συμμετοχὴ εἰς τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ.
Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ τὴν καινὴν ἀναστημένην ζωὴν τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν δὲν σταυρωθῇ πρῶτα μαζύ του καὶ δὲν θάψῃ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον. Οἱ δυὸ σύζυγοι βοηθοῦνται ἀμοιβαίως νὰ σταυρώσουν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον. Αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολον. Εἶναι ἓν εἶδος μαρτυρίου. Δὲν εἶναι τυχαῖον ὅτι εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Γάμου ψάλλεται τὸ «Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες...», ἐνῶ γίνεται μία λιτανεία προηγουμένου τοῦ ἱερέως φέροντος τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Ἡ λιτανεία αὐτὴ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Γάμος εἶναι μία συνεχὴς πορεία τῶν συζύγων πρὸς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἰς συνεχὴς ἀγὼν διὰ τὴν κατάκτησιν τῆς ἁγιότητος. Ἡ πορεία αὐτὴ τῶν συζύγων θὰ γίνῃ προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου διὰ τῆς μαρτυρικῆς ὁδοῦ τοῦ καθημερινοῦ ἀγῶνος τῶν συζύγων νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν κακὸν ἑαυτόν των καὶ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσφερόμενοι εἰς τὸν σύντροφον τῆς ζωῆς των. Ἐὰν οἱ Χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν ἀποδεχθοῦν τὸν Γάμον των ὡς ἀγώνα καὶ θυσίαν, πῶς θὰ ἐπιζήσῃ ἡ σχέσις των ὅταν ἐμφανισθοῦν αἱ πρῶται δυσκολίαι;
Τὰ ἀνωτέρω δὲν ἐξαντλοῦν τὴν Ὀρθόδοξον θεολογία τοῦ Γάμου. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς ὡρισμένας εἰσαγωγικὰς σκέψεις.
Πρέπει πάντως νὰ κατανοηθῇ ὅτι ὁ Γάμος καὶ ἡ Οἰκογένεια δὲν ἠμποροῦν νὰ σωθοῦν, ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν κατηχηθοῦν καὶ δὲν ἀποκτήσουν συνείδησιν τῆς οὐσίας τοῦ γάμου, ὡς Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Πολλὰ ἔχομεν νὰ πράξωμεν πρὸς τὴν κατεύθυνσιν αὐτὴν οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργον μας δὲν εἶναι ἔργον ληξιάρχου - εὐλογίας καὶ καταγραφῆς ἑνὸς κοινωνικοῦ γεγονότος - ἀλλὰ ἔργον ποιμένος καὶ χειραγωγοῦ ἐν Χριστῷ.
Οἱ μελλόνυμφοι, οἱ νεόνυμφοι καὶ οἱ ἔγγαμοι Χριστιανοὶ πρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τοὺς ποιμένας των ποίαν σημασίαν ἔχει ὁ γάμος των, διατί εἶναι «μυστήριον» καὶ πῶς δύνανται ἀξίως νὰ διάγουν τὸν ἔγγαμον βίον των. Εἰς τὸ δύσκολον αὐτὸ ἔργον μας -ἔργον πράγματι ποιμαντικόν- πρέπει νὰ βοηθηθῶμεν καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς, ποὺ εἶναι αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κληρικῶν.
Ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ Γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας δὲν εἶναι ἔργον μόνον τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ὁλοκλήρου της κοινότητος, τῆς ἐνορίας καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅλοι καλοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν εἰς τοὺς ποιμένας ἕκαστος κατὰ τὴν κλῆσιν του καὶ τὸ δοθὲν εἰς αὐτὸν χάρισμα.
 
Περίληψις μαθήματος διδαχθέντος εἰς τὸ Κέντρον Συμπαραστάσεως Οἰκογενείας τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.

Περιοδικὸ «Ἐφημέριος» Ἀπρίλιος 2003
 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ, ΟΙ ΕΝ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ



«Οι άγιοι αυτοί που προέρχονταν από διάφορες πατρίδες, ήταν στρατιώτες στο ίδιο τάγμα. Συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και οδηγήθηκαν σε εξέταση, κι επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, κτυπήθηκαν καταρχάς με πέτρες στα πρόσωπα και στο στόμα. Οι βολές όμως των πετρών αντί να πλήττουν αυτούς, αντιστρέφονταν και  έπλητταν μάλλον αυτούς που τις έριχναν. Έπειτα, σε καιρό χειμώνα, καταδικάστηκαν να διανυκτερεύσουν στο μέσο της λίμνης που βρισκόταν μπροστά από την πόλη. Εκεί δείλιασε ο ένας από αυτούς, ο οποίος έτρεξε στο κοντινό λουτρό κι ευθύς  με την επαφή της θερμότητας διαλύθηκε. Ο δήμιος τότε που τους παρατηρούσε και τους φύλασσε, έβαλε αμέσως τον εαυτό του στη θέση αυτού που έφυγε, καθώς είδε μέσα στη νύκτα φως γύρω από τους μάρτυρες και στεφάνια να κατεβαίνουν πάνω στον καθένα τους.

Όταν ξημέρωσε, επειδή οι άγιοι δεν είχαν ξεψυχήσει και ανέπνεαν ακόμη, τους έσπασαν τα σκέλη και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Αποδείχθηκε όμως ότι ο θάνατος ήταν αποδεκτός και ευχάριστος από αυτούς και με το εξής: ο τύραννος άφησε ζωντανό κάποιον από τους μάρτυρες που ακόμη λόγω της ηλικίας του και της σωματικής του δύναμης ανέπνεε, γιατί νόμισε ότι ίσως αυτός αλλάξει γνώμη. Η μητέρα του όμως παρέμενε κοντά στους μάρτυρες, βλέποντας το παιδί της. Διότι ήταν ο νεώτερος από όλους στην ηλικία και φοβόταν μήπως η νεότητά του αυτή και η αγάπη του για τη ζωή τού φέρει δειλία και βρεθεί ανάξιος της τάξης και της τιμής των συστρατιωτών του. Στεκόταν λοιπόν βλέποντάς τον επίμονα και με το σχήμα  της και με το βλέμμα της, όπως φαινόταν, προσπαθώντας να του εμβάλει θάρρος, και με απλωμένα διαρκώς τα χέρια της σ’ αυτόν έλεγε: Γλυκύτατό μου τέκνο, τέκνο ήδη του ουράνιου Πατέρα, κάνε υπομονή λίγο ακόμη, για να γίνεις τέλειος. Μη φοβηθείς τα βάσανα. Γιατί, να, παρευρίσκεται βοηθός σου ο Χριστός ο Θεός. Λοιπόν, τίποτε άσχημο και καμιά ταλαιπωρία  δεν πρόκειται να συναντήσεις. Όλα εκείνα έφυγαν, όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα έρχεται η χαρά, η ηδονή, η άνεση, η ευφροσύνη, που θα τα έχεις συμβασιλεύοντας με τον Χριστό και γινόμενος πρεσβευτής προς Αυτόν και για εμένα που σε γέννησα.

Οι άγιοι λοιπόν με συντριμμένα τα σκέλη παρέδωσαν τις ψυχές τους στον Θεό. Οι δε στρατιώτες αφού έφεραν άμαξες και έβαλαν σ’ αυτές τα ιερά σώματα, τις οδήγησαν κοντά στο χείλος του γειτονικού ποταμού. Τον νέο όμως εκείνον, που το όνομά του ήταν Μελίτων, παρατηρώντας ότι είναι ακόμη ζωντανός, τον άφησαν για να ζήσει. Βλέποντάς τον η μητέρα του να έχει μείνει μόνος αυτός, θεωρώντας ότι τούτο είναι μάλλον θάνατος γι’ αυτήν και το παιδί της, άφησε κατά μέρος τη γυναικεία αδυναμία, ξέχασε τα σπλάγχνα αγάπης της μάνας, πήρε στους ώμους της τον γιο της κι ακολούθησε με μεγαλοψυχία τα αμάξια, πιστεύοντας ότι τότε θα ζήσει, όταν τον δει νεκρό μάλλον και να έχει φύγει από τη ζωή. Επειδή λοιπόν την ώρα που τον μετέφερε έτσι, άφησε το πνεύμα του, τότε η μάνα άφησε τις φροντίδες της, σκίρτησε πάρα πολύ από χαρά για το τέλος του γιου της, και πήγε το νεκρό σώμα του φίλτατου παιδιού της μέχρι τον τόπο που ήταν τα σώματα των αγίων. Τον έβαλε πάνω σ’ αυτά και τον συναρίθμησε μαζί με τους άλλους, ώστε ούτε και το σώμα να μείνει μακριά από τα σώματά τους, του γιου της που έσπευδε και η ψυχή του να συναριθμηθεί με τις ψυχές εκείνων. Αφού άναψαν δε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου, κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Κι έπειτα, κινούμενοι από φθόνο προς τα λείψανα των χριστιανών, τα ρίχνουν στο ποτάμι. Αλλά εκεί, με θεϊκή οπωσδήποτε οικονομία, συγκρατήθηκαν από κάποιο βράχο όλα μαζί. Κάποια χέρια χριστιανών τότε τα σήκωσαν και μας δώρισαν πλούτο παντοτινό. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο Μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πλησίον του Χαλκού Τετραπύλου».

Σπάνια να βρεθεί χριστιανός, ο οποίος να μη γνωρίζει τη φράση «δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», έστω κι αν αγνοεί ότι σχετίζεται με τους αγίους σαράντα μάρτυρες. Πράγματι, η συγκεκριμένη γνωστή φράση αποτελεί σφραγίδα, θα λέγαμε, του μαρτυρίου των αγίων αυτών, δεδομένου ότι οι ίδιοι, λέγοντάς την, λειτουργούσουν ως αλείπτες του εαυτού τους, δηλαδή ως προπονητές, ως καθοδηγητές αυτών των ίδιων, που παρότρυναν και ενίσχυαν ο ένας τον άλλον, για να μείνουν σταθεροί στο μαρτύριο που περνούσαν. Κι είναι αυτό που έλεγαν ό,τι πιο επίκαιρο και καίριο μπορούσαν να σκεφτούν, δεδομένου ότι έδιναν ώθηση στον εαυτό τους να αντέξουν τη δεινότητά τους με μετάθεση του λογισμού τους στο πέρα από αυτό, στο ανώτερο και καλύτερο, στον ίδιο τον Παράδεισο. Αυτό σημαίνει ότι  οι άγιοι λειτουργούσαν ως αληθινοί και γνήσιοι θεραπευτές του εαυτού τους, αγωνιζόμενοι να κρατούν  τους λογισμούς εκείνους που κινούνταν στη χαρισματική διάσταση της αποκάλυψης του Χριστού. Ο Κύριος δεν αποκάλυψε ότι το μαρτύριο και οι θλίψεις αποτελούν την οδό που εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού  - «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» - και ότι αυτό που υφίσταται ο πιστός στον κόσμο ως διωγμό συνιστά συμμετοχή στο δικό Του πάθος; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν».   Το σημειώνει και ο απόστολος:«Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται». Έτσι ο προσανατολισμός των αγίων και η στερέωση του λογισμού τους όχι στο φαινόμενο – το μαρτύριο και τα βάσανα – αλλά στο αποτέλεσμα ως βάθος και νόημα του μαρτυρίου – τη βασιλεία του Θεού – ήταν αφενός η επιβεβαίωση της γνησιότητας της πίστης τους: έβλεπαν τα πράγματα εν Χριστώ, αφετέρου και η λύτρωσή τους: ενεργοποιείτο έτσι η χάρη του Κυρίου στην ύπαρξή τους. Κι από την άποψη αυτή δείχνουν σε όλους τους χριστιανούς με ποιο τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε δυσκολία και θλίψη της ζωής, είτε λέγεται οικονομική κρίση είτε «αναποδιά» είτε ανατροπή των «κεκτημένων»: να μη μένουμε δηλαδή στο πρόβλημα, αλλά στη λύση του προβλήματος, την υπέρβασή του. Με τον τρόπο αυτό κινητοποιείται ολόκληρη η ύπαρξή μας, αποκτώντας μία δυναμικότητα που εκβάλλει, με τη χάρη του Θεού, εκεί που λάμπει ο ήλιος της χαράς και της ευφροσύνης.

Ο υμνογράφος των αγίων, Ιωάννης ο μοναχός, επιμένει πολύ στην παραπάνω αλήθεια. Ήδη από τα στιχηρά του εσπερινού επισημαίνει: «Υποφέροντας τα παρόντα με γενναιότητα, με χαρά γι’ αυτά που έλπιζαν, έλεγαν ο ένας στον άλλον οι άγιοι μάρτυρες: Μήπως τάχα ξεντυνόμαστε κανένα ρούχο; Τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας βγάζουμε. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκός ο παράδεισος. Προκαλεί πόνο η πήξη του νερού, αλλά είναι γλυκιά η απόλαυση. Μη λοιπόν χάσουμε τον δρόμο, ω συστρατιώτες. Ας υπομείνουμε για λίγο, ώστε να φορέσουμε τα στεφάνια της νίκης από τον Χριστό τον Θεό μας και Σωτήρα των ψυχών μας» («Φέροντες τα παρόντα γενναίως, χαίροντες τοις ελπιζομένοις, προς αλλήλους έλεγον οι άγιοι Μάρτυρες Μη γαρ ιμάτιον αποδυόμεθα; Αλλά τον παλαιόν άνθρωπον αποτιθέμεθα. Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος αλγεινή η πήξις, αλλά ηδεία η απόλαυσις. Μη ουν εκκλίνωμεν, ω συστρατιώται μικρόν υπομείνωμεν, ίνα τους στεφάνους της νίκης αναδησώμεθα, παρά Χριστού του Θεού και Σωτήρος των ψυχών ημών»). Και παρακάτω: «Ρίχνοντας τα ρούχα τους όλα, μπαίνοντας ατρόμητα στη λίμνη, έλεγαν μεταξύ τους οι άγιοι μάρτυρες: Χάριν του Παραδείσου που χάσαμε, ας μην κρατήσουμε σήμερα φθαρτό ιμάτιο. Ντυθήκαμε κάποτε εξαιτίας του φθοροποιού φιδιού διαβόλου, ας ξεντυθούμε τώρα χάριν της ανάστασης όλων» («Ρίπτοντες περιβόλαια πάντα, βαίνοντες ατρόμως εις λίμνην, προς αλλήλους έλεγον οι άγιοι μάρτυρες Διά Παράδεισον, ον απωλέσαμεν, ιμάτιον φθαρτόν σήμερον μη αντισχώμεθα δι’ όφιν ποτέ φθοροποιόν ενδυσάμενοι, εκδυσώμεθα νυν διά την πάντων ανάστασιν»). Ώστε για τους αγίους μας τα βάσανά τους ισοδυναμούσαν με την οδυνηρή πράγματι απέκδυση του παλαιού αμαρτωλού φρονήματός τους και την ταυτόχρονη ευφρόσυνη ένδυσή τους από τη χάρη του Θεού που τους έκανε να κερδίζουν τον Παράδεισο. «Σεις που μισήσατε εν Χριστώ τη σάρκα και τον αμαρτωλό κόσμο, ξεντυθήκατε μαζί με τα πρόσκαιρα ρούχα και τον παλαιό άνθρωπο, ντυθήκατε δε τη στολή της αφθαρσίας» («Οι εν Χριστώ σάρκα και κόσμον μισήσαντες, τον παλαιόν μεν άνθρωπον συνεξεδύσασθε, τη προσκαίρω εσθήτι, στολήν δε αφθαρσίας περιεβάλεσθε») (ωδή α΄).

Ο παραπάνω τονισμός της μετάθεσης των λογισμών των αγίων από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, από τα βάσανα στην απόλαυση του Παραδείσου, παραπέμπει βεβαίως και σ’ αυτό που επισημαίνει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όπως και το: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Κίνδυνος ή μάχαιρα ή θλίψις ή στενοχωρία; Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης του Χριστού», με άλλα λόγια κινητήρια δύναμη των αγίων ήταν η αγάπη τους για τον Χριστό, η προσκόλλησή τους σ’ Εκείνον. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «τω εν ουρανοίς Δεσπότη προσεκολλήθητε, αθλοφόροι Κυρίου τεσσαράκοντα» (κοντάκιο) «τον Χριστόν αντί πάντων εκληρώσαντο», τον Χριστό διάλεξαν αντί οποιουδήποτε άλλου (ωδή γ΄). Αλλά προχωρεί και πιο πολύ στη θεολογία του μαρτυρίου των αγίων. Ερμηνεύοντας το σπάσιμο των σκελών τους, διά του οποίου επέσπευσαν οι δήμιοι τον θάνατό τους, λέει ότι ανάγεται τούτο στο πάθος του ίδιου του Κυρίου: αναπλήρωναν έτσι το υστέρημα του πάθους Του, κάτι που τονίζει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος. «Τα παθήματα που περνάμε αναπληρώνουν τα υστερήματα του σώματος του Χριστού» (Πρβλ. Κολασ. 1, 24). «Αναπληρώνουμε οι σαράντα το υστέρημα του πάθους Σου, Σωτήρα Κύριε, καθώς μας συνέτριψαν τα σκέλη» («Πληρούμεν υστέρημα σου, Σώτερ, πάθους, τεσσαράκοντα, συντριβέντες τα σκέλη») (στίχοι συναξαρίου). Δεν παραξενεύει λοιπόν η θέση των αγίων, όπως το βάζει στο στόμα τους ο υμνογράφος, ο μοναχός Ιωάννης, ότι δηλαδή οι άθεοι με αυτά που έκαναν εναντίον τους αποδείκνυαν απλώς τη φρενοβλάβειά τους, διότι ενώ έκαναν κάτι που τους προξενούσε ζημιά, αυτοί τελικώς το επέλεγαν με τη θέλησή τους. «Φρενοβλαβείτε, έλεγον οι αθληταί, την πρόξενον ζημίας δωρεάν προτείνοντες, αθεώτατοι» (ωδή δ΄).

Ο υμνογράφος έχει πολλά να θίξει από τους αγίους σαράντα. Ο «φακός» του επικεντρώνει, εκτός του μεγαλείου των ίδιων των αγίων, και στη γενναία και θαυμαστή μητέρα του νεωτέρου μάρτυρα που άντεξε και δεν πέθανε αμέσως, στον φρουρό που πήρε τη θέση του λιπόψυχου στρατιώτη, αλλά και στον τραγικό και αξιοθρήνητο λιπόψυχο, που δείλιασε την τελευταία στιγμή.

 Και να ξεκινήσουμε αντίστροφα. Είναι μεγαλειώδεις ως προς τον πένθιμο χαρακτήρα τους οι στίχοι που αφιερώνει στην τραγική φιγούρα του έκπτωτου από τους σαράντα: τον θεωρεί ως λάφυρο του αρχέκακου διαβόλου, τον παραλληλίζει με τον προδότη Ιούδα, με τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στον κήπο της Εδέμ. Κι η δραματικότητα των στίχων του φτάνει στο απώγειό της, όταν πικρόχολα θα πει: ο παρ’ ολίγον μάρτυς τελικά έχασε και τις δύο ζωές, και την αιώνια και την πρόσκαιρη. Η αγάπη του για τη ζωή, αποκομμένη από την πηγή της Ζωής, τον έκανε να χάσει κάθε ζωή. «Με μεγάλη χαρά ο αρχέκακος άρπαξε τον έκπτωτο από τη σαραντάδα, όπως από τη δωδεκάδα τον δειλό Ιούδα και τον άνθρωπο από την Εδέμ» («Γεγηθώς ο αρχέκακος ήρπασεν, ως της δωδεκάδος Ιούδαν τον δείλαιον, και της Εδέμ τον άνθρωπον, της τεσσαρακοντάδος τον έκπτωτον») (ωδή ς΄). «Είναι ματαιόφρονας και εντελώς άξιος για θρήνους όποιος αστόχησε και στις δύο ζωές: με τη θέρμη της φωτιάς διαλύθηκε και εκδήμησε προς την άσβεστη φωτιά» («Ματαιόφρων και θρήνων επάξιος, ος τις των ζωών αμφοτέρων διήμαρτε διά πυρός γαρ λέλυται, και προς πυρ εξεδήμησεν άσβεστον») (ωδή ς΄). «Έτρεξε γρήγορα στο ψυχοφθόρο λουτρό αυτός που αγαπούσε αυτήν τη ζωή, και πέθανε» («Λουτρώ προσδραμών ψυχοφθόρω θανατούται ο φιλόζωος») (ωδή η΄).

Ο Ιωάννης ο υμνογράφος επικεντρώνει όμως και στον φύλακα που η χάρη του Θεού τον κάλεσε την τελευταία στιγμή. Δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από ό,τι συνέβη και να μη σκεφτεί αντίστοιχες στιγμές χάρης: τον ληστή πάνω στον σταυρό που πρώτος μπήκε στον Παράδεισο με το «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου», τον απόστολο Ματθία, που πήρε τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα. Όπως αυτοί, έτσι και ο φύλακας καλείται να αναπληρώσει τα ελλείποντα, με ταυτόχρονη οδύνη του τυράννου διαβόλου. «Επειδή είναι  αναιδής ο τύραννος διάβολος, δικαίως όπως παλιά φυσούσε και ξεφυσούσε από την οργή του για τον Ληστή και τον Ματθία, έτσι και τώρα σπαράσσεται από την κλήση του Θεού στον φρουρό» («Αναιδής ων δικαίως φρυάττεται, οία γαρ Ληστή και Ματθία το πρότερον, ούτω και νυν ο τύραννος του φρουρούντος τη κλήσει σπαράττεται») (ωδή ς΄). Για τον Ιωάννη ο μάρτυς φύλακας υπήρξε ένας φιλόχριστος άριστος άρπαγας, που η χάρη του Θεού τον έκανε με θεοσημία να ξεπεράσει και την ίδια τη φυσική αγάπη  για τη ζωή του. «Βρέθηκε σε έκσταση ο φρουρός των σαράντα, βλέποντας τα στεφάνια τους. Και κάνοντας πέρα την αγάπη για τη ζωή του, αναπτερώθηκε από τον έρωτα της φανερωθείσας δόξας Σου» («Εξέστη ορών τους στεφάνους ο φρουρός των τεσσαράκοντα, και παρωσάμενος το φιλόζωον, ανεπτερώθη τω έρωτι της επιφανείσης σου δόξης») (ωδή ζ΄). «Ο φιλόχριστος φρουρός έγινε άριστος άρπαγας των στεφανιών που είδε» («ο φιλόχριστος άρπαξ άριστος των θεαθέντων γενόμενος») (ωδή ζ΄).

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η λυρική διάθεση του υμνογράφου μας είναι όταν εστιάζει την προσοχή του στην όντως επική, ηρωική  και γεμάτη τραγικό μεγαλείο προσωπικότητα της μάνας του νεαρού μάρτυρα. Ποιος άνθρωπος δεν θα κλάψει μαζί της και δεν θα παραδειγματιστεί από το ρωμαλέο κυριολεκτικά  αυτό φρόνημά της; Κι η εξήγηση του υμνογράφου είναι μία: η μάνα αυτή ήταν φιλόθεη. Αγαπούσε τον Θεό παραπάνω από όλα, γι’ αυτό και δεν δίστασε να «θυσιάσει» τον υιό της, γινόμενη ένας δεύτερος Αβραάμ. Δεν ξέρουμε τίνος το μαρτύριο ήταν μεγαλύτερο: των αγίων σαράντα ή τελικά της μάνας που υψώνεται σε αιώνιο πρότυπο γυναίκας και μάνας; «Η φιλόθεη μητέρα, με ρωμαλέο νου, παίρνοντας στους ώμους της αυτόν που γέννησε, τον φέρνει μάρτυρα μαζί με τους μάρτυρες, σαν καρπό της πίστης της, μιμούμενη την ιερουργία του Αβραάμ» («Ρωμαλεότητι φρενών, ον εκύησεν επ’ ώμων αραμένη η φιλόθεος μήτηρ, της ευσεβείας καρπόν προσάγει συν Μάρτυσι Μάρτυρα, την ιερουργίαν Αβραάμ μιμουμένη») (ωδή η΄). «Γιε μου, τράβα τον δρόμο σου ίσια προς την αιώνια ζωή, φώναζε η φιλόχριστη μητέρα στο φιλόχριστο παιδί της. Δεν το αντέχω να εμφανιστείς δεύτερος στον αγωνοθέτη Θεό» («Την προς την άληκτον ζωήν ευθυδρόμως, ω υιέ, στέλλου πορείαν, η φιλόχριστος μήτηρ τω φιλοχρίστω παιδί, εβόα ου φέρω σε δεύτερον, τω αγωνοθέτη Θεώ εμφανισθήναι») (ωδή η΄).  

Ο υμνογράφος τελειώνοντας τον θαυμαστό κανόνα του στους αγίους σαράντα, εν είδει επιλόγου, τους σχετίζει με την περίοδο που διανύουμε, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Σαράντα εκείνοι, σαράντα οι ημέρες της νηστείας. Για να πει τι; Ότι η μνήμη τους καθιστά πιο λαμπρή και πιο χαρμόσυνη από πλευράς πνευματικής τη νηστεία. Διότι με το μαρτύριό τους προβάλλουν το σωτήριο πάθος του Κυρίου που μιμήθηκαν, συνεπώς επιτείνουν τον αγιασμό της περιόδου αυτής με την άθλησή τους. «Αθλοφόροι Χριστού, κάνατε την πάνσεπτη νηστεία πιο λαμπρή και χαρμόσυνη με τη μνήμη της ένδοξης άθλησής σας. Διότι σαράντα εσείς, αγιάζετε την σαρανταήμερη νηστεία, καθώς μιμηθήκατε με την άθλησή σας υπέρ του Χριστού το σωτήριο πάθος Του. Γι’ αυτό έχοντας παρρησία, πρεσβεύσατε να φτάσουμε κι εμείς με ειρήνη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεού και Σωτήρα των ψυχών μας» («Αθλοφόροι Χριστού, την πάνσεπτον νηστείαν φαιδροτέραν απειργάσασθε, τη μνήμη της ενδόξου υμών αθλήσεωςΤεσσαράκοντα γαρ όντες, την τεσσαρακονθήμερον αγιάζετε, το σωτήριον πάθος μιμησάμενοι, διά της υπέρ Χριστού υμών αθλήσεως. Διό έχοντες παρρησίαν πρεσβεύσατε, εν ειρήνη καταντήσαι ημάς εις την τριήμερον Ανάστασιν του Θεού, και Σωτήρος των ψυχών ημών») (δοξαστικό αίνων όρθρου).

Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Χρίστος ιερέας και Πανάγος

Μαρτύρησαν στην Γαστούνη τον Μάρτιο του 1716
Το έτος 1685 κατέλαβαν οι Ενετοί την Πελοπόννησο, την οποία ως τότε κατείχαν οι Τούρκοι, και την κράτησαν στην εξουσία τους ως το 1715. Το χρονικό αυτό διάστημα ανέπνευσαν τον αέρα κάποιας ελευθερίας και οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Πελοποννήσου, χτίστηκαν ναοί, μονές, πολλοί δε, οι οποίοι είχαν εξισλαμισθεί εξαιτίας των πιέσεων των Τούρκων, επέστρεψαν στην εκκλησία.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και οι γονείς των δύο Νεομαρτύρων. Ο μεν ιερέας Χρίστος καταγόταν από την Ανδραβίδα, έγγαμος ιερέας με τέκνα, ο δε Πανάγος (Παναγιώτης),από την Γαστούνη, από την μεγάλη οικογένεια Σισίνη. Ήταν άνθρωπος μορφωμένος, ευλαβής και οξύνους και είχε εκλεγεί επανειλημμένως από τους συμπατριώτες του ως σύνδικος, αντιπρόσωπός τους δηλαδή στον Ενετό διοικητή, τον Προβλεπτή, όπως λεγόταν, για θέματα αγορανομίας και απονομής δικαιοσύνης.
Το 1715 ανακατέλαβαν οι Τούρκοι την Πελοπόννησο, οπότε άλλοι κάτοικοι έφυγαν με τους Ενετούς κι άλλοι κρύβονταν στα όρη, για να αποφύγουν τις βιαιότητες και τις εκτελέσεις των Τούρκων. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός ακουγόταν σε όλη την Πελοπόννησο, σφαγές, λεηλασίες εξευτελισμοί, εξανδραποδισμοί, σε όλη την περιοχή. Μεταξύ των άλλων διαταγή των Τούρκων ήταν και η εξής. Όλοι όσοι είχαν εξισλαμισθεί και κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας είχαν επιστρέψει στον Χριστιανισμό, έπρεπε ή να επιστρέψουν πάλι στο ισλάμ ή να θανατωθούν. Έτσι πολλοί κάτοικοι και στην περιοχή της Γαστούνης συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, τόσοι πολλοί που είχαν γεμίσει τα κατώγια ακόμα και οι στάβλοι. Ένα ολόκληρο πλήθος θανατώθηκε γιατί δεν ήθελε να εξισλαμισθεί σύμφωνα με τη διαταγή. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και οι δύο Άγιοι Νεομάρτυρες και ένας νέος με το όνομα Κανέλλος.
Ο ένας από τους δύο Νεομάρτυρες,ο Πανάγος, επειδή ήταν άρχοντας, ηγετική φυσιογνωμία ανάμεσα στους ρωμιούς, προσεγγίστηκε αρχικά από τους Τούρκους με φιλικό και ήπιο τρόπο, για να εξισλαμισθεί όπως « συνετά » είχαν κάνει και οι γονείς του
. Ο Άγιος,αν και δεν είχε συνέλθει από μια σοβαρή ασθένεια που του συνέβη, διατάχθηκε να παρουσιασθεί στον πασά. Μετά από πολλή προσευχή, με πνεύμα ταπεινώσεως και συντριβής εμφανίστηκε μπροστά του. Τότε εκείνος άρχισε να τον φοβερίζει και να τον απειλεί με φρικτές τιμωρίες και θάνατο. Ο Άγιος με σύνεση και θάρρος του απάντησε :
Μάθε, ηγεμόνα πως από τη γέννησή μου είμαι Χριστιανός και δούλος του Χριστού και από τότε που συνειδητοποίησα την αλήθεια της πίστεως, χαίρομαι και καυχώμαι γι’ αυτόν τον πλούτο. Τα δε δικά σας ψεύτικα πιστεύω και εκείνον που τον θεωρείτε προφήτη του Θεού και απόστολο, τα θεωρώ σαν τα παραμύθια που λένε οι γυναίκες στα μικρά παιδιά. Ο Χριστός, πλανεμένοι, είναι ο μοναδικός Θεός, Αυτός που δημιούργησε τον ουρανό, την γη, την θάλασσα, όλα τα ορατά και τα αόρατα, Αυτός έπλασε τον άνθρωπο, κύριο του Παραδείσου. Αυτός γεννήθηκε τέλειος άνθρωπος από την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία, εξαιτίας της πτώσης του Αδάμ και σταυρώθηκε και ετάφη και αναστήθηκε και ανελήφθη και εκάθησε στα δεξιά του Θεού Πατρός. Γι’ αυτό και όσα οι παλαιοί και αληθινοί προφήτες έγραψαν και είπαν, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, εκπληρώθηκαν στον Ιησού Χριστό. Και πλέον προφήτης δεν εμφανίστηκε, ούτε χρειάστηκε, ούτε θα χρειαστεί. Τον Μωάμεθ, που τον ονομάζετε προφήτη, είναι ψεύτης, πλάνος, απατεώνας και πρόδρομος του αντιχρίστου. Μην πλανάσθε, μην εθελοτυφλείτε και παρακινείτε και τους άλλους να οδηγούνται σαν και σας στην απώλεια.
Μετά από όλα αυτά καταδικάστηκε στον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο. Μόλις το άκουσε ο Άγιος, ξεκίνησε μόνος του για τον τόπο της εκτέλεσης, όπου,αφού προσευχήθηκε, αποκεφαλίστηκε στις 2 Μαρτίου το 1716.
Το τίμιο λείψανό του έμεινε τρία ημερόνυχτα εκτεθειμένο στον τόπο της εκτέλεσης, για να καταφαγωθεί από όρνια και σκυλιά. Τίποτα όμως δεν το πλησίαζε. Για να το κάνουν πιο ελκυστικό μάλιστα, έψησαν την κεφαλή και την πέταξαν στον τόπο της εκτέλεσης αλλά και πάλι δεν έγινε τίποτα. Οπότε επέτρεψαν στους Χριστιανούς την ταφή, η οποία έγινε εντός του ιερού Βήματος του παλαιού ναού του Αγίου Νικολάου Γαστούνης.
Όσο για τον ιερομάρτυρα Χρίστο, αφού τον οδήγησαν στον πασά, προσπαθούσαν, με ήπιο τρόπο αρχικά, να τον πείσουν να αρνηθεί τον Χριστό, προβάλλοντάς του το νεαρόν της ηλικίας του, τη σύζυγό του, τα δύο μωρά παιδιά του. Του πρότειναν χρήματα, αξιώματα αλλά και τις απολαύσεις στον υλικό παράδεισο του ισλάμ. Ο Άγιος τους απάντησε με πολύ θάρρος ανατρέποντάς τους τα επιχειρήματα για υλικό παράδεισο. Διότι, αν η ψυχή έχει υλικές ανάγκες, σημαίνει και ότι πεθαίνει. Όσο για την οικογένειά του, την εμπιστεύεται στον Θεό, ο οποίος θα την φροντίσει. Τα δε υλικά αγαθά τα θεωρεί τίποτε μπροστά στην αιώνια ζωή.
Μετά από αυτή την ομολογία ο πασάς διέταξε να τον δείρουν και να τον φυλακίσουν. Έμεινε στη φυλακή αρκετές ημέρες. Τον επισκεπτόταν δε συχνά η σύζυγός του με τα παιδιά τους. Κινδύνευσε πνευματικά εξαιτίας αυτών των επισκέψεων, διότι η σύζυγός του προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό, παρουσιάζοντάς του το ζοφερό μέλλον που θα ακολουθούσε γι’ αυτούς μετά τον θάνατό του. Επίσης χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι ο Χριστός συγχωρεί τα πάντα κι ότι θα μπορούσε να αρνηθεί και ύστερα να μετανοήσει. Πράγματι τα λόγια της συζύγου του τον κλόνισαν, ώστε αποφάσισε την άλλη μέρα να αρνηθεί. Τι συνέβη όμως; Ο πασάς κάλεσε όλους τους ιερείς της περιοχής και τους ζήτησε να καταδώσουν ποιους γνωρίζουν πρώην μουσουλμάνους, που να είχαν γυρίσει στον Χριστιανισμό. Εκείνοι απάντησαν πως δεν γνωρίζουν κανένα. Έτσι τους έκλεισε όλους στη φυλακή. Εκεί, μέσα στη φυλακή, συναντήθηκαν με τον ιερομάρτυρα, είχε δε μαθευτεί η απόφασή του να αρνηθεί την άλλη μέρα.
Αρχικά ακούγοντας τον ελεγκτικό λόγο του προεστώτος, που απευθυνόταν στους ιερείς, μετανόησε. Κατόπιν ενισχύθηκε πνευματικά από τους αδελφούς του κληρικούς, οι οποίοι του θύμισαν τους Αγίους μάρτυρες, την ματαιότητα των ανθρωπίνων αλλά και την αιώνια ζωή. Την άλλη μέρα, οι Τούρκοι,με πολλή χαρά,τον οδήγησαν στο δικαστήριο, περιμένοντας την δημόσια εξώμοσή του. Αντί γι’ αυτό ο Άγιος τους μίλησε με πολύ θάρρος και μεγάλη τόλμη:
Ανάθεμά σας με κείνον τον πλάνο που σας δίδαξε τέτοια απάτη και που με τους νόμους του σας έκανε χειρότερους και από τα γουρούνια. Πλάνη στην οποία παραλίγο να πέσω κι εγώ. Αλλά ευχαριστώ τον Χριστό μου, που δεν μ’ άφησε να χαθώ και μου έστειλε οδηγούς σωτηρίας και με οδήγησαν στην ευσέβεια.
Κοιτάζοντας δε τους ουρανούς έλεγε :
Μη γένοιτο, Χριστέ μου, να σε αρνηθώ.
Προς δε τους Τούρκους έλεγε
Τι στέκεστε, πλανεμένοι; Τι αργοπορείτε; Χριστιανός είμαι και ήμουν και τον Χριστό μου σέβομαι, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι.
Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί και αυτός στον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο. Προσευχόμενος οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, στις 9 Μαρτίου. Μόνος του γονάτισε και έκλινε την κεφαλή. Το πρώτο σπαθί που χρησιμοποίησε ο δήμιος, αν και ακονισμένο, έσπασε. Το δεύτερο λύγισε σαν το μολύβι. Τελικά τον έσφαξε με το μαχαίρι σαν το πρόβατο.
Το τίμιο λείψανό του, μετά την τριήμερη παραμονή του στον τόπο της εκτέλεσης, δόθηκε για ενταφιασμό στους Χριστιανούς, οι οποίοι το ενταφίασαν με τιμές, στον ίδιο τάφο με τον Νεομάρτυρα Πανάγο.
Οι Άγιοι τιμώνται στις 9 Μαρτίου και η ακολουθία τους συμψάλλεται με την ακολουθία των τεσσαράκοντα μαρτύρων.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...