Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 05, 2015

Γνώση τοῦ Θεοῦ!

http://www.imaik.gr/wp-content/uploads/Untitled-149.jpg

  Ο άγιος σε προχωρημένη ηλικία.
Ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου

Ο Πατέρας μᾶς ἀγάπησε τόσο, πού μᾶς ἔδωσε τόν Υἱό Του. ᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Υἱός θέλησε καί ἐνσαρκώθηκε κι ἔζησε μαζί μας στή γῆ. Κι οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι καί ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων εἶδαν τόν Κύριο κατά σάρκα, ἀλλά δέν τόν ἐγνώρισαν ὅλοι ὡς Κύριο. Σ᾿ ἐμένα δέ, τόν γεμάτον ἁμαρτίες, δόθηκε ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα νά γνωρίσω πώς ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι Θεός.
 
῾Ο Κύριος ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί ἐμφανίζεται σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὁ ῎Ιδιος εὐδοκεῖ. Καί ἡ ψυχή, ὅταν δῆ τόν Κύριο, εὐφραίνεται ταπεινά γιά τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Δεσπότη καί δέν μπορεῖ πιά ν᾿ ἀγαπήση τίποτε ἄλλο τόσο, ὅπως ἀγαπᾶ τόν Δημιουργό της. Κι ἄν ἀκόμα ὅλα τά βλέπη κι ὅλους τούς ἀγαπᾶ, ὅμως πάνω ἀπ᾿ ὅλους θά ἀγαπᾶ τόν Κύριο. 
 
῾Η ψυχή γνωρίζει αὐτή τήν ἀγάπη, δέν μπορεῖ ὅμως νά τήν μεταδώση μέ λόγια, γιατί γνωρίζεται μόνο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
῾Η ψυχή ξαφνικά βλέπει τόν Κύριο καί Τόν ἀναγνωρίζει. 
 
Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψη αὐτή τή χαρά καί ἀγαλλίαση; 
 
Μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γνωρίζεται ὁ Κύριος καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα γεμίζει ὅλο τόν ἄνθρωπο.καί τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τό σῶμα. 
 
῎Ετσι γνωρίζεται ὁ Θεός καί στόν οὐρανό καί στή γῆ. 
 
῾Ο Κύριος μοῦ ἔδωσε κατά τό ἄμετρο ἔλεός Του κι ἐμέ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτή τή χάρη, γιά να γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό καί νά στραφοῦν πρός Αὐτόν. 
 
Γράφω στό ὄνομα τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. 
 
Ναί, τήν ἀλήθεια. 
 
Μάρτυράς μου ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος. 
 
῾Ο Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ σάν παιδιά Του καί ἡ ἀγάπη Του εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τῆς μάνας.γιατί ἡ μάνα μπορεῖ νά λησμονήση τό παιδί της, ἐνῶ ὁ Κύριος ποτέ δέν μᾶς λησμονεῖ. Κι ἄν ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος δέν ἔδινε τό ῞Αγιο Πνεῦμα στόν ὀρθόδοξο λαό καί τούς μεγάλους μας ποιμενάρχες, δέν θά μπορούσαμε νά γνωρίσωμε πόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶ. 
 
῎Ας εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος καί ἡ μεγάλη Του εὐσπλαγχνία πού δίνει σ᾿ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς τή χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Πλούσιοι καί βασιλιάδες δέν γνωρίζουν τόν Κύριο, ἀλλά ἐμεῖς οἱ φτωχοί μοναχοί καί βοσκοί γνωρίζομε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhneqpwdn3_jCY-aPIztxnMQyli4mLvUMp_dLSqoRe_ZmEA2xaX4Pgh7T0_foC3KgxUHwFh60415dS4JM2g5ZEQOxeoZ5lJjcw9__H1ELdR7fkDRc_CeiXX_4MmgMp2S1KRSsLYTCLNH0SJ/s1600/Agios+Silouanos+o+Athonitis8.jpg
  
Ο άγιος Σιλουανός σε πρώιμη φωτογραφία του.
Γιά νά γνωρίση κανείς τόν Κύριο δέν χρειάζεται νά εἶναι πλούσιος ἤ ἐπιστήμονας, ἀλλά χρειάζεται νά εἶναι ὑπάκουος, ἐγκρατής, νά ἔχη πνεῦμα ταπεινό καί ν᾿ ἀγαπᾶ τόν πλησίον. ῾Ο Κύριος θ᾿ ἀγαπήση μιά τέτοια ψυχή, θά τῆς φανερώση ὁ ῎Ιδιος τόν ῾Εαυτό Του καί θά τήν διδάξη τή θεία ἀγάπη καί ταπείνωση καί θά τῆς δώση κάθε τι ὠφέλιμο γιά νά βρῆ ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό. 
 
῞Οσα κι ἄν μάθουμε, εἶναι πάρα ταῦτα ἀδύνατο νά γνωρίσωμε τόν Κύριο, ἄν δέν ζήσωμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του. Γιατί ὁ Κύριος δέν γνωρίζεται μέ τήν ἐπιστήμη, ἀλλά μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Πολλοί φιλόσοφοι καί ἐπιστήμονες ἔφτασαν μέχρι τήν πίστη στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν ἐγνώρισαν τόν Θεό. Κι ἐμεῖς οἱ μοναχοί μελετοῦμε μέρα καί νύχτα τόν νόμο τοῦ Κυρίου, ἀλλά δέν ἐγνώρισαν ὅλοι τόν Θεό - ἀπέχομε πολύ ἀπ᾿ αὐτό - παρότι ὅλοι πιστεύουν. 
 
῎Αλλο νά πιστεύης πώς ὑπάρχει Θεός κι ἄλλο νά γνωρίζης τόν Θεό. 
 
Νά τό μυστήριο.῾Υπάρχουν ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο.ὑπάρχουν ψυχές πού δέν Τόν γνώρισαν, ἀλλά πιστεύουν.ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλες, πού οὔτε Τόν γνώρισαν οὔτε πιστεύουν - κι ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν ἀκόμα ἐπιστήμονες καί διανοούμενοι. 
 
῾Η ἀπιστία προέρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. ῾Ο ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πώς θά γνωρίση τά πάντα μέ τό νοῦ του καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι᾿ αὐτόν, γιατί ὁ Θεός γνωρίζεται μόνο μέ ἀποκάλυψη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Ο Κύριος ἀποκαλύπτεται στίς ταπεινές ψυχές. Σ᾿ αὐτές δείχνει ὁ Κύριος τά ἔργα Του, πού εἶναι ἀκατάληπτα γιά τό νοῦ μας. Μέ τό φυσικό μας νοῦ μποροῦμε νά γνωρίσωμε μόνο τά γήϊνα πράγματα, κι αὐτά μερικῶς, ἐνῶ ὁ Θεός καί ὅλα τά οὐράνια γνωρίζονται μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
Μερικοί μοχθοῦν ὅλη τή ζωή τους γιά νά μάθουν τί ὑπάρχει στόν ἥλιο ἤ στή σελήνη ἤ κάτι παρόμοιο, ἀλλ᾿ αὐτά δέν ὠφελοῦν τήν ψυχή. ῎Αν ὅμως προσπαθούσαμε νά γνωρίσωμε τί ὑπάρχει μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά, τότε θά βλέπαμε στήν ψυχή τοῦ ἁγίου τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί στήν ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ σκοτάδι καί κόλαση. Κι εἶναι ὠφέλιμο νά τό ξέρωμε, γιατί θά εἴμαστε αἰώνια εἴτε στή Βασιλεία εἴτε στή κόλαση. 
 
῾Ο νωθρός στή προσευχή ἐξετάζει μέ περιέργεια πάντα, ὅσα βλέπει στή γῆ καί στόν οὐρανό, ἀλλά δέν γνωρίζει ποιός εἶναι ὁ Κύριος οὔτε προσπαθεῖ νά τό μάθη καί ὅταν ἀκούη διδασκαλία γιά τόν Θεό λέει· 
 
“Μά πῶς εἶναι δυνατό νά γνωρίσωμε τόν Θεό; Καί σύ ἀπό πού Τόν γνωρίζεις;” 
 
Θά σοῦ πῶ.Μαρτυρεῖ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Αὐτό γνωρίζει καί μᾶς διδάσκει. 
 
“᾿Αλλά μήπως τό Πνεῦμα εἶναι ὁρατό;” 
 
Οἱ ᾿Απόστολοι Τό εἶδαν νά κατεβαίνη σέ πύρινες γλῶσσες κι ἐμεῖς Τό αἰσθανόμαστε μέσα μας. Εἶναι γλυκύτερο ἀπό κάθε τι γήϊνο. Αὐτό γεύονταν οἱ Προφῆτες καί μιλοῦσαν στόν λαό κι ὁ λαός τούς πρόσεχε. Οἱ ῞Αγιοι ᾿Απόστολοι πῆραν ῞Αγιο Πνεῦμα καί κήρυξαν σωτηρία στόν κόσμο χωρίς νά φοβοῦνται τίποτε, γιατί τό ῞Αγιο Πνεῦμα τούς ἐνίσχυε. ῾Ο ᾿Απόστολος ᾿Ανδρέας εἶπε στό ἡγεμόνα τῶν Πατρῶν πού τόν ἀπειλοῦσε πώς θά τόν σταυρώση, ἄν ἐξακολουθῆ νά κηρύττη· 
 
“῎Αν φοβόμουν τόν Σταυρό, δέν θά τόν ἐκήρυττα”. 
 
Τό ἴδιο καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ᾿Απόστολοι καί μετά οἱ μάρτυρες καί ὕστερα οἱ ἅγιοι ἀσκητές πήγαιναν χαρούμενοι στό μαρτύριο καί τά πάθη. Κι ὅλα αὐτά, γιατί τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τό ἀγαθό καί γλυκύ, ἔλκει τήν ψυχή στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου κι ἔτσι ἡ ψυχή δέν φοβᾶται τά βασανιστήρια, ἕνεκα τῆς γλυκύτητας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. 
 
Πολλοί ἅγιοι μάρτυρες γνώρισαν μέσα στά βασανιστήρια τόν Κύριο καί τή βοήθειά Του. Πολλοί μοναχοί ἀντέχουν σέ μεγάλη ἄσκηση καί σέ πολλούς κόπους γιά χάρη τοῦ Κυρίου. Κι αὐτοί γνώρισαν τόν Κύριο καί παλαίβουν γιά νά νικήσουν τά πάθη καί προσεύχονται γιά ὅλη τήν οἰκουμένη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τούς ἐμπνέει τήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς. Γιατί ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς, αὐτός δέν γνώρισε ἀκόμη ὅλο τόν πλοῦτο τῆς χάρης τοῦ Κυρίου, ὁ ῾Οποῖος πέθανε στό Σταυρό γιά τούς ἐχθρούς καί μᾶς ἔδωσε τόν ῾Εαυτό Του ὡς πρότυπο καί μᾶς ἔδωσε τήν ἐντολή ν᾿ ἀγαποῦμε τούς ἐχθρούς. 
 
῾Ο Κύριος εἶναι ἀγάπη. Καί μᾶς ἔδωσε ἐντολή ν᾿ ἀγαποῦμε ἀλλήλους καί ν᾿ ἀγαπούμε τούς ἐχθρούς.καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει αὐτη τήν ἀγάπη.

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhy5m_zubxu-yLpwiLfCi6_QZVnU5jiyiI_-ZaSvo1tOLMKr-BjJ5URFpWbI1fGFM4OZF3_UVRQnOruFTY1MIw6VUsu-QgyIMk5biAcu2Ys7TtO-5esxhw3YcpeCJJqYzU4BUV2tD7AVsK-/s1600/Agios+Silouanos+o+Athonitis7b.jpg
Ψυχή πού δέν γνώρισε τό ῞Αγιο Πνεῦμα δέν καταλαβαίνει πῶς εἶναι δυνατό ν᾿ ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς καί δέν τό δέχεται αὐτό. ῾Ο Κύριος ὅμως σπλαγχνίζεται τούς πάντες κι ὅποιος θέλει νά εἶναι μέ τόν Κύριο ὀφείλει ν᾿ ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς. 
 
῞Οποιος γνώρισε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γίνεται ὅμοιος μέ τόν Κύριο, ὅπως εἶπε ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος.“῞Ομοιοι Αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα Αὐτόν καθώς ἐστιν” καί θά βλέπωμε τή δόξα Του. 
 
Λές πώς πολλοί ἄνθρωποι πάσχουν ἀπό πολλές δυστυχίες καί ἀπό κακούς ἀνθρώπους. Σέ παρακαλῶ ὅμως, ταπείνωσε τόν ἑαυτό σου κάτω ἀπό τό ἰσχυρό χέρι τοῦ Θεοῦ καί τότε ἡ χάρη θά σέ διδάξη καί θά ἐπιθυμῆς καί σύ ὁ ἴδιος νά πάσχης γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Νά τί θά σέ διδάξη τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο γνωρίσαμε ἐμεῖς στήν ᾿Εκκλησία.
 
῞Οποιος ὅμως κατηγορεῖ τούς κακούς ἀνθρώπους, ἀντί νά προσεύχεται γι᾿ αὐτούς, αὐτός δέν θά γνωρίση τή χάρη τοῦ Θεοῦ. 
 
῎Αν θέλης νά μάθης πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, μίσησε τίς ἁμαρτίες καί τούς κακούς λογισμούς καί προσευχήσου ἔνθερμα μέρα καί νύχτα καί θά σοῦ δώση ὁ Κύριος τή χάρη Του καί θά γνωρίσης μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα τόν Κύριο καί μετά θάνατον, ὅταν θά πᾶς στόν παράδεισο, θ᾿ ἀναγνωρίσης κι ἐκεῖ μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα τόν Κύριο, ὅπως τόν γνώρισες στή γῆ. 
 
Καί στόν οὐρανό καί στή γῆ ὁ Κύριος γνωρίζεται μόνο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί ὄχι μέ τήν ἐπιστήμη. Καί τά παιδιά πού δέν σπούδασαν καθόλου γνωρίζουν τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής βρικόταν ἀκόμα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του ὅταν αἰσθάνθηκε τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου. ῾Ο Συμεών ὁ Στυλίτης ὁ Θαυμαστορείτης ἦταν ἑφτά χρονῶν, ὅταν Τοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριος καί Τόν ἐγνώρισε. ῾Ο ῞Οσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ βρισκόταν σέ ὥριμη ἡλικία ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε κατά τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας. Κι ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος ἐγνώρισε τόν Κύριο στά βαθειά γηρατειά του καί Τόν δέχτηκε στά χέρια του. 
 
῎Ετσι ὁ Κύριος προσαρμόζεται μ᾿ ἐμᾶς, γιά νά παρηγορήση κάθε ψυχή ὅσο τό δυνατόν περισσότερο. 
 
῾Η ἀγάπη τοῦ Κυρίου δέν γνωρίζεται ἀλλιῶς, παρά μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Καί εἰρηνική ψυχή, πού κρατᾶ καθαρή τή συνείδηση, ἀπό τή θεωρία τῆς δημιουργίας γνωρίζει τόν Θεό, γιατί αὐτός ἔκτισε τόν οὐρανό καί τή γῆ. Κι αὐτό εἶναι, παρότι μικρό ακόμη, ἔργο τῆς χάρης. Χωρίς ὅμως τή χάρη δέν μπορεῖ ὁ νοῦς μᾶς νά γνωρίση τόν Θεό, ἀλλά σύρεται πάντα πρός τή γῆ, πρός τόν πλοῦτο, πρός τή δόξα, πρός τίς ἡδονές. 
 
῞Οπως ἡ ἀγάπη τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί τά πάθη Του ὑπῆρξαν τόσο μεγάλα, πού δέν μποροῦμε νά τά καταλάβωμε, γιατί ἀγαποῦμε λίγο τόν Κύριο. ῞Οποιος ὅμως ἀγαπᾶ περισσότερο, αὐτός μπορεῖ νά καταλάβη βαθύτερα καί τά πάθη τοῦ Κυρίου. ῾Υπάρχει ἀγάπη μικρή, ὑπάρχει μέση, ὑπάρχει καί ἡ τέλεια ἀγάπη. Κι ὅσο τελειότερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο τελειότερη ἡ γνώση.

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjYzaW_cKeV5m2uIXkuhnFUTKcgGeK69juNmcmCP8BPglgXYJ3M6qEYbOQiEriUsSGDOknkHySVy_m0nKFfMy0DZoqzypZTCWIhsb0ZP-s09zcgI-gFQYbcyIYiTW_eHGKhYFoWkqOx6pRq/s400/Agios+Silouanos+o+Athonitis6b.jpg
Γενικῶς καθένας μας μπορεῖ νά κρίνη γιά τόν Θεό κατά τό μέτρο τῆς χάρης τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πού ἐγνώρισε. Γιατί πῶς εἶναι δυνατόν νά σκεφτώμαστε καί νά κρίνωμε γιά πράγματα πού δέν εἴδαμε ἤ γιά τό ὁποῖα δέν ἀκούσαμε καί δέν ξέραμε; Νά, οἱ ῞Αγιοι λέγουν πώς εἶδαν τόν Θεό. ᾿Αλλά ὑπάρχουν καί ἄνθρωποι πού λέγουν πώς δέν ὑπάρχει Θεός. Εἶναι φανερό πώς μιλοῦν ἔτσι, γιατί δέν γνώρισαν τόν Θεό, αὐτό ὅμως δέν σημαίνει καθόλου πώς ὁ Θεός δέν ὑπάρχει. 
 
Οἱ ῞Αγιοι μιλοῦν γιά πράγματα πού πραγματικά εἶδαν καί γνωρίζουν. Δέν μιλοῦν γιά κάτι πού δέν εἶδαν. Δέν λέγουν, ἐπί παραδείγματι, πώς εἶδαν ἕνα ἄλογο ἕνα χιλιόμετρο μῆκος ἤ ἕνα πλοῖο δέκα χιλιομέτρων, πού δέν ὑπάρχουν. Κι ἐγώ νομίζω πώς, ἄν δέν ὑπῆρχε Θεός, δέν θά μιλοῦσαν κἄν γι᾿ Αὐτόν στή γῆ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως θέλουν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό δικό τους θέλημα, καί γι᾿ αὐτό λένε πώς δέν ὑπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας ἔτσι μᾶλλον πώς ὑπάρχει. 
 
Καί τῶν ἐθνικῶν ἡ ψυχή αἰσθανόταν πώς ὑπάρχει ὁ Θεός, ἄν καί δέν ἤξεραν νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό. Τό ῞Αγιο Πνεῦμα ὅμως δίδαξε τούς ἅγιους Προφῆτες, ἔπειτα τούς ᾿Αποστόλους, κατόπι τούς ἅγιους Πατέρες καί τούς ἐπισκόπους μας κι ἔτσι ἔφτασε μέχρι ἐμᾶς ἡ ἀληθινή πίστη. Καί ἐμεῖς γνωρίσαμε τόν Κύριο μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα, καί ὅταν Τόν γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ᾿ Αὐτόν ἡ ψυχή μας. 
 
Γνωρίσατε λαοί, πώς κτισθήκαμε γιά νά δοξάσωμε τόν οὐράνιο Θεό καί μήν προσκολλᾶσθε στή γῆ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας καί μᾶς ἀγαπᾶ σάν πολυπόθητα παιδιά Του. 
 
Ο ᾿Ελεήμων Κύριος ἔδωκε τό ῞Αγιο Πνεῦμα στή γῆ καί στό ῞Αγιο Πνεῦμα στερεώθηκε ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία. 
 
Τό ῞Αγιο Πνεῦμα μᾶς ἀπεκάλυψε ὄχι μόνο τά ἐπίγεια, ἀλλά καί τά ἐπουράνια. Μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα γνωρίσαμε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. ῾Η ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι φλογερή. Γεμάτοι ἀπό ἀγάπη οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι διέτρεξαν ὅλη τήν οἰκουμένη καί διψοῦσε τό πνεῦμα τούς, νά γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν Κύριο. 
 
Τό ῞Αγιο Πνεῦμα χαροποιοῦσε τούς ἀγαπημένους τοῦ Θεοῦ Προφῆτες κι ὁ λόγος τούς ἦταν δυνατός καί εὐχάριστος, γιατί κάθε ψυχή ἐπιθυμεῖ ν᾿ ἀκούση τό λόγο τοῦ Κυρίου.
 
῎Ω θαῦμα! ῾Ο Κύριος δέν μέ παρέβλεψε, ἐμέ τόν τόσο μεγάλο ἁμαρτωλό, ἀλλά μοῦ ἔδωσε νά Τόν γνωρίσω μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
῞Ω Πνεῦμα ῞Αγιο, Μεγάλε Βασιλιά! Τί νά σοῦ ἀνταποδώσω ἐγώ, ἡ ἁμαρτωλή γῆ; ᾿Εσύ μοῦ ἀπεκάλυψες ἕνα ἀκατάληπτο μυστήριο. ᾿Εσύ μοῦ ἔδωσες νά γνωρίσω τόν Κτίστη μου. ᾿Εσύ μοῦ ἔδωσες νά γνωρίσω πόσο ἄμετρη εἶναι ἡ ἀγάπη Του γιά μᾶς. 
 
῾Ο Κύριος εἶπε.“οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς”. Καί βλέπομε πώς πραγματικά δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, ἀλλά μᾶς ἔδωσε τό ῞Αγιο Πνεῦμα. 
 
Τό ῞Αγιο Πνεῦμα δίνει ἀοράτως στήν ψυχή τή γνώση. Στό ῞Αγιο Πνεῦμα βρίσκει ἡ ψυχή τήν ανάπαυση. Τό ῞Αγιο Πνεῦμα εὐφραίνει τήν καρδιά καί τῆς δίνει χαρά ἐπί γῆς. Πόση ἄραγε θά εἶναι ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση στούς οὐρανούς; ᾿Εμεῖς γνωρίσαμε μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐκεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά εἶναι τέλεια. ῞Ω, ἐγώ ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος! ᾿Εγνώρισα μόνο στήν τελειότητά της τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν μπορῶ νά τήν ἀποκτήσω καί καθημερινά θρινεῖ ἡ ψυχή μου καί συνεχῶς σκέφτομαι. “ἀκόμη δέν ἔλαβε ἡ ψυχή μου αὐτό πού ποθεῖ”. 
 
῞Οταν τό ῞Αγιο Πνεῦμα ἐπεφοίτησε στούς ᾿Αποστόλους, τότε ἔμαθαν μέ τήν πείρα τους τί εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο.
 
“Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν”, λέγει ὁ ᾿Απόστολος (Γαλ. δ´ 19). 
 
Πόσο εὐτυχής θά ἤμουν ἄν ὅλοι οἱ λαοί ἐγνώριζαν τόν Κύριο! 
 
Κύριε, δῶσε Σύ ὁ ῎Ιδιος, νά Σέ γνωρίσουν μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.ὅπως ἔδωσες στούς ᾿Αποστόλους τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί Σέ γνώρισαν, δῶσε ἔτσι καί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο νά Σέ γνωρίση μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα.
 
Πηγή: paterikakeimena.blogspot.gr

Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος Κὺριε, δος ὓδωρ πιεῖν π. Χρίστος Πιτυρίνης

Κὺριε, δος ὓδωρ πιεῖν 

h_samareitidaΚυριακή της Σαμαρείτιδος σήμερα, ἀδελφοί μου, καί ὅλο τό Εὐαγγέλιο μᾶς μιλᾶ γιά μία δίψα, γιά μία αἰώνια ἔλλειψη τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀναζήτηση αὐτή, ἀλλά καί ἡ ἱκανοποίησή της ἦταν ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα αἰτήματα τοῦ ἀνθρώπου ὅλα τού  τά χρόνια. Ἡ γυναίκα ἀπό τή Σαμάρεια προσφέρει νερό στό Χριστό μας χωρίς νά ξέρει ποιός εἶναι καί ὅτι τελικά Ἐκεῖνος θά τήν ξεδιψάσει. Τό πηγάδι εἶναι βαθύ καί ὁπωσδήποτε μπορεῖ νά καλύψει τό ἐσωτερικό κενό πού δημιούργησε ἡ προσκόλλησή μας σέ ἄλλου εἴδους «νερά», ἄσχετα μέ τήν ψυχική μας δίψα.
Αἰῶνες τώρα ἀντλοῦμε συμβουλές καί ἰδέες ἀπό ἀκατάλληλους ἀνθρώπους χωρίς πίστη καί μεταφυσικές ἀνησυχίες. Οἱ διάφοροι «Μεσσίες» μᾶς ἔχουν κουράσει, ἀλλά καί ἡ διάθεσή μας νά βροῦμε τό νερό τῆς ζωῆς ἔχει ἐπικίνδυνα ἀλλοτριωθεῖ. Ὁ Χριστός ξεδιψᾶ σήμερα τήν γυναίκα πού Τόν πλησίασε μέ τόν λόγο καί τήν παρηγοριά Του πού εἶναι βάλσαμο, διότι ἀναφέρονται στήν ἀγάπη, τή συγχώρεση, τήν καθαρότητα καρδιᾶς, ψυχῆς καί σώματος καί δίνουν ταυτόχρονα καί τίς ἀνάλογες ἐμπειρίες σ’ αὐτόν πού τίς ψάχνει.

Ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ σου προσφέρει γαλήνη καί δύναμη ἐνῶ ὁ σατανικός ἄνθρωπος σέ γεμίζει μέ ταραχή, πονηριά καί σού δημιουργεῖ διάθεση γιά ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τῆς ζωῆς. Σ’ αὐτή τή βάση ἐπάνω ἄς κρίνουμε καί ὅλες ἐκεῖνες τίς μορφές πού πέρασαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἀλλά καί  τίς τεχνολογικές προόδους καί τ’ ἀποτελέσματά τους.
Τό δέντρο φαίνεται ἀπό τούς καρπούς του, ἀδελφοί μου, καί δυστυχῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ εὐτυχία δέν βρίσκεται στά γλέντια, τίς σαρκικές ἀπολαύσεις, τήν κακῶς ἐννοούμενη ἀνεξαρτησία ἀκόμα καί στή σύγχυση τοῦ ρόλου τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Εἴμαστε ἀνικανοποίητοι οἱ ἄνθρωποι καί χρειαζόμαστε κάποιον ἄλλον γιά νά συμπληρώσουμε τήν ἀδυναμία μας.
Τρέχουμε συνεχῶς καί μέ πολύ ἄγχος γιά τή ζωή μας χωρίς μετάνοια, χωρίς συγχώρεση, χωρίς προσευχή, χωρίς νά προσπαθοῦμε συνεχῶς ν’ ἀντλοῦμε ἀπό τήν οὐράνια πηγή τοῦ Χριστοῦ, νερό σωτηρίας. Ὅλες οἱ ἐπιστῆμες πλέον παραδέχονται τήν εὐεργετική παρουσία τῆς πίστεως στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνθρωποι πού πιστεύουν γίνονται καλύτεροι, ξεμπλέκουν ἀπό τά ναρκωτικά, δημιουργοῦν ὄμορφες οἰκογένειες, πετυχαίνουν καί γιά τούς ἄλλους, ζοῦν καί χαίρονται μέσα σ’ ἕνα κόσμο τόσο ἄχαρο.
Πιστεύουν στό Θεό, ἀλλά δέν στέκονται μέ σταυρωμένα τά χέρια Διαρκῶς ἀναζητοῦν τό πνεῦμα Του, τήν ἁγιότητά Του καί δέν προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν ἄλλους Θεούς πού θά βολεύουν τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τους. «Πνεῦμα ὁ Θεός» γι’ αὐτό καί ζητᾶ τίς ἁμαρτίες μας καί τήν καρδιά μᾶς πρῶτα καί μετά τά προσκυνήματα, τά τάματα καί τό κερί μας. Δυστυχῶς πολλές φορές «ἀφήνουμε τό γάμο καί πᾶμε στά πουρνάρια» ὅπως λέει ἡ σχετική θυμόσοφη ἑλληνική παροιμία μας.
Τελειώνοντας, ἀδελφοί μου, θέλω νά προσέξετε κάτι σημαντικό ἀπό τήν σημερινή συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ την  Σαμαρείτιδα, ἡ ὁποία ὅπως γνωρίζετε εἶναι ἡ σημερινή ἑορταζόμενη Ἁγία Φωτεινή ἡ ἱεραπόστολος πού ἄλλαξε τή  δική της ζωή καί αὐτῶν πού τήν πλησίασαν μετά ἀπό ἐκείνη τή συνάντηση. Ὁ Χριστός λοιπόν μίλησε μαζί της μία ὥρα πού ἦταν γιά ὅλους ὥρα ξεκούρασης. Ἡ ἕκτη ὥρα, δηλαδή τρεῖς τό μεσημέρι, ὅπως θά λέγαμε σήμερα. Αὐτό τό γεγονός μᾶς κάνει νά σκεφτόμαστε ὅτι οἱ ἐλεύθερες ὧρες μας δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἶναι ἄχρηστες ὧρες. Φεύγουν συνέχεια καί εἶναι πολύτιμες.
Πάντοτε καί παντοῦ μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τόν Χριστό. Πάντοτε νά δροσίζουμε τόν ἄλλο μέ τό νερό Του, τό νερό τῆς παρηγοριᾶς, τῆς κατανόησης, τῆς ἀγάπης. Πάντοτε νά καθαρίζουμε τά πνευματικά νεφρά μας, τίς αἰσθήσεις μας δηλαδή, πού λερώνονται συνεχῶς καί δέν καθαρίζουν χωρίς τό νερό τῆς αἰωνιότητας. Πάντοτε νά δυναμώνουμε τόν ἄλλον ἀλλά καί τόν ἑαυτό μας, διότι δίνοντας χαρά καί ἀγάπη, παίρνουμε χαρά καί ἀγάπη ἀπό τούς ἄλλους, ἰδίως ὅταν μᾶς λείπει πολύ. Ἄς ζητήσουμε ταπεινά καί ἐμεῖς νερό ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖνος δέν φοβᾶται νά μᾶς ζητήσει τήν καρδιά μας. Ἄς Τοῦ τήν δώσουμε γιά νά κερδίσουμε τήν αἰώνια Βασιλεία Του, τήν ὁποία εὔχομαι σέ ὅλους. Ἀμήν.

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ «Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε δετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. 4,28-29) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣΚυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

«Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε δετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰωάν. 4,28-29)


     ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣΚΑΤΩ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἦταν μία πόλι ποὺ ὠνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες.
Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους παίρνανε, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν πίνανε ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ καλησπέρα δὲν τοὺς λέγανε. Δὲν περνοῦσαν οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Καὶ ἂν τύχαινε νὰ περάσῃ κανείς, τίναζε τὰ παπούτσια του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, νάτος, μπῆκε στὴ Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως δὲν εχανε ἀκούσει τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ξέρανε τίποτε γιὰ τὸ Χριστό. Ποιός τοὺς ἔφερε κοντά Του; Οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ μιὰ γυναίκα.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναίκα ἤτανε καμμιὰ δασκάλα, καμμιὰ καθηγήτρια, καμμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα; Ὄχι. Ἤτανε μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Πολὺ ἁμαρτωλή. Ἤτανε ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες αὐτὴ τὴ γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τιμοῦμε ὅλοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες. Αὐτή, μόλις ἐγνώρισε τὸ Χριστό, ἔτρεξε καὶ εἶπε·
―Ἐλᾶτε, συγχωριανοί μου, νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστός;
Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ Χριστό, καὶ δὲν χόρταινε ν᾿ ἀκούῃ τὰ λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλώντας νὰ μείνῃ κοντά τους. Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό τους.
Αὐτὰ λέει σήμερα μὲ ἁπλᾶ καὶ σύντομα λόγια τὸ Εὐαγγέλιο.

* * *

Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε;
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τ᾿ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ῥαβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ βουνὰ καὶ ῥεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστό, μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε. Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ κήρυξε τὸ Χριστό, καὶ βαπτισθήκανε πολλοὶ καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες κτίσανε πρὸς τιμήν της τὴν πιὸ ὄμορφη ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ 1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλάδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει πιά.

* * *

Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸ Χριστό; Μιὰ γυναίκα, ἡ ἁγία Φωτεινή.
Γι᾿ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανε ἡ ἁγία Φωτεινή, νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
―Μπᾶ, θὰ μοῦ πῆτε, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ῥαβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελάθηκες; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά…
Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾷς νὰ κηρύξῃς τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ, στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλι σου νὰ τὸν κηρύξῃς. Θὰ μοῦ πῇς·
―Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδι ἡ γλῶσσα σου δὲν σταματᾷ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι, εἶνε χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρῶ τὸ διαμάντι; Γιατὶ οἱ λέξεις ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι εἶνε χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶνε ὁ Χριστός. Εἶπες μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό; Μπά!
Ὅταν βάπτισα στὴ Φλώρινα τοὺς τσιγγάνους, ρωτῶ ἕναν ἔξυπνο γύφτο ἀπ᾿ αὐτούς·
―Τόσα χρόνια, ποὺ μένεις ἐδῶ στὴ Φλώρινα, δὲ μοῦ λές, ἄκουσες ποτὲ κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό;
―Ναί, μοῦ λέει, ἄκουσα· ὅταν τὸν βλαστημᾶνε!
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάντια φτάσαμε· νὰ ἀκούεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μόνο στὶς βλαστήμιες.
Γιὰ καλὸ ἡ λέξι Χριστὸς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη σου. Κουβεντιάζεις γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ γίδια, γιὰ τὰ χωράφια, γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ τὶς καταθέσεις, γιὰ τὶς παντρειὲς καὶ τὰ διαζύγια. Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν μιλᾷς.
Τὸ νὰ μὴ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ σοῦ δίνει τὸ φῶς, τὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, τὰ πάντα, εἶνε ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ ἁγία Φωτεινὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἔτσι νὰ μιλᾷς κ᾿ ἐσὺ γι᾿ αὐτόν.
Νὰ μιλᾷς μέσα στὸ σπίτι. Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάσῃ, φώναξε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, καὶ μίλα τους γιὰ τὸ Χριστό. Πάρε καὶ διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, καὶ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσουν τὰ παιδιά, καὶ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη. Ἕνα δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ. Ὅτι τοὺς μιλοῦσες γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν θὰ ξεχάσουν ποτὲ τὴ μάνα, τὸν πατέρα καὶ τὴ γιαγιά, ποὺ τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Δάκρυα μοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ὅταν θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου σπίτι. Μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Στὴ Ῥωσία ἄθεοι ἦταν. Καμπάνα δὲν χτυποῦσε, κήρυγμα δὲν ἐπιτρεπόταν, τὸ κατηχητικὸ ἀπαγορευόταν. Παιδάκι νὰ πλησιάσῃ παπᾶς δὲν τολμοῦσε. Στὰ σχολεῖα πολεμοῦσαν τὴν πίστι. Πῶς κρατήθηκε ἡ Ἐκκλησία; Ποιός δίδασκε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Οἱ Ῥωσίδες μανάδες καὶ οἱ γιαγιάδες! Μακάρι νὰ πιστεύαμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅπως ἐκεῖνες. Τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, παίρνανε τὰ παιδιά, τὰ γονάτιζαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς κάνανε μάθημα.
Στὸ ἄθεο ἐκεῖνο καθεστὼς ἔβλεπες στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ δικαστὰς ποὺ πιστεύανε στὸ Χριστό. Καὶ ἀποροῦσαν οἱ ἄπιστοι, ποιός τοὺς δίδαξε τὴ θρησκεία!
Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε ἡ πίστι στὴ Ῥωσία, ἀλλὰ καὶ θριάμβευσε. Γιατί; Γιατὶ ὑπῆρχαν οἱ Σαμαρείτισσες.
Πάρτε λοιπὸν κ᾿ ἐσεῖς τὰ παιδιά σας καὶ μιλῆστε τους γιὰ τὸ Χριστό.
Θὰ γεράσῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ὅταν σὲ θυμᾶται τὸ παιδάκι, θὰ λέῃ· Ἄχ, καλή μου μάνα, ποὺ μοῦ σταύρωνες τὰ χεράκια καὶ μὲ μάθαινες τὴν προσευχή, εὐλογημένη νά ᾿σαι!
Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶτε στὴν Ἀφρικὴ καὶ νὰ κηρύξετε τὸ Χριστό, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σας.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ ἡ μαϊμοῦ ἔχει γλῶσσα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ. Καὶ τὸν παπαγάλο μπορεῖς νὰ τὸν μάθῃς δυὸ – τρεῖς λέξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς καταλαβαίνει. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζωντανὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος μιλάει. Καὶ εἶνε μεγάλο προνόμιο αὐτό.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ βρίζῃς, νὰ καταριέσαι καὶ νὰ στέλνῃς τὸ παιδί σου στὸ διάβολο· ὄχι γιὰ νὰ βλαστημᾷς καὶ νὰ κοτσομπολεύῃς, ὄχι γιὰ νὰ συκοφαντῇς καὶ νὰ αἰσχρολογῇς. Ὄχι γιὰ νὰ κάθεσαι μὲ τὶς ὧρες στὰ καφενεῖα καὶ στὶς τηλεοράσεις καὶ νὰ συζητᾷς τὰ ασχη ποὺ βλέπεις. Γιατὶ τότε δὲν  εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κτῆνος.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, γιὰ νὰ πῇς μόλις σηκωθῇς τὸ πρωΐ· Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποῦ μοῦ ἔδωσες τὸ φῶς. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ μεσημέρι νὰ πῇς· Σ᾿εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ ψωμί. Καὶ ὅταν βραδιάσῃ νὰ πῇς· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ φύλαξες ὅλη τὴν ἡμέρα.
Δὲς τὰ πουλάκια, ποὺ κελαϊδᾶνε καὶ λένε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσῃς τὸ Θεό.
Νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸ Χριστό. Μὲ τὴ ζωή σου καὶ τὸ παράδειγμά σου. Τότε θὰ εἶσαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ εἶσαι Χριστιανός, ἀλλὰ θὰ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ χειρότερος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους.
Εθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα αὐτά, ποὺ επαμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ μιμούμενοι κ᾿ ἐμεῖς τὴ Σαμαρείτισσα νὰ εμεθα πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Ομιλία που έγινε στην Σιταρια Φλωρίνης στις 7-5-1972,

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάν. 4,5-42) ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΔΙΨΟΥΝ Κ” ΕΜΕΙΣ ΑΔΡΑΝΟΥΜΕ; «…Ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα»(Ἰωάν. 4,14) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰωάν. 4,5-42)

ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΔΙΨΟΥΝ Κ” ΕΜΕΙΣ ΑΔΡΑΝΟΥΜΕ;

«…Ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα»(Ἰωάν. 4,14)
Tου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
π. Αυγ. ομιλΟ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε αὐτάρκης. Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἀφήνει τὴν ὑστάτη του πνοή, χρειάζεται γιὰ νὰ ζήσῃ ὡρισμένα πράγματα. Πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε χρήσιμα καὶ κάνουν τὴ ζωή του εὐχάριστη, ὅπως εἶνε λ.χ. ἕνα καλὸ σπίτι, ἕνα ὑγιεινὸ ροῦχο, ἕνα μέσο μεταφορᾶς. Ὡρισμένα ὅμως δὲν εἶνε ἁπλῶς χρήσιμα, εἶνε κυριολεκτικῶς ἀπαραίτητα· χωρὶς αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητα εἶνε καὶ τὸ νερό. Χωρὶς νερὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ. Ἡ δίψα εἶνε ἀνάγκη ἐπιτακτική. Καὶ αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος ἀκόμα, ὅπως ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη αὐτή.
Ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀνάγκες μόνο τὸ σῶμα· ἀνάγκες ἔχει καὶ ἡ ψυχή. Ἔχει ἐφέσεις, ἐπιθυμίες, πόθους, λαχτάρες. Ἑλκύεται ἀπὸ ἀξίες, ὀνειρεύεται ὕψη, ἀναζητεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ γαλήνη, ποθεῖ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυσι… Καὶ ἂν αὐτὰ ἀναζητῇ ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων, ἡ ψυχὴ τοῦ Θεανθρώπου τί ἐπιθυμεῖ ἆραγε;
Τὴν ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δίδει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Σαμαρείτιδος.

* * *

  Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅπως μᾶς διηγεῖται στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής του, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων καὶ κατευθύνεται πρὸς βορρᾶν. Εἶνε Μάιος, καὶ ὁ ἥλιος ῥίχνει τὶς καυστικές του ἀκτῖνες· ἐπικρατεῖ μεγάλη ζέστη. Ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὴ συνοδεία τῶν μαθητῶν του βαδίζει· δὲν ὑπολογίζει τὴ ζέστη, τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρῶτα. Ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες τῆς γῆς, πλούσιοι μὲ τὶς ἀστραφτερές σας λιμουζίνες, ἰδέστε καὶ θαυμάστε τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς Ἐκείνου! Δὲν ἔχει ἅμαξα ποὺ τὴν σύρουν ὑπερήφανα ἄλογα. Αὐτὸς ποὺ εἶπε ὅτι «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58), πεζοπορεῖ σὰν τὸν πιὸ φτωχὸ ἄνθρωπο. Βαδίζει δεκάδες χιλιόμετρα, διασχίζει κατὰ μῆκος τὴν ἐπαρχία τῆς Ἰουδαίας, περνάει τὰ σύνορα καὶ μπαίνει στὴν ἄλλη ἐπαρχία, τῆς Σαμαρείας. Νά τώρα φαίνεται ἀπὸ μακριὰ ἡ πόλι τῆς Συχάρ. Ἐκεῖ, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, σὲ μία πηγή, στὸ ἱστορικὸ φρέαρ (πηγάδι) τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, κάθεται ὁ Κύριος.
Γιατί κάθεται ἐδῶ ὁ Χριστός; Ἁπλῶς γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇ; Καὶ γιατί δὲν κάθησε σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο τῆς μακρᾶς καὶ κουραστικῆς ὁδοιπορίας του; Ἔχει τὸ λόγο του. Κάθεται στὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, γιὰ νὰ δροσίσῃ κάποια διψασμένη πνευματικῶς ψυχή, ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ πάρῃ νερὸ ὡδηγημένη ἐκεῖ ἀπὸ τὴ σωματική της δίψα. Κάθησε δηλαδὴ ἐκεῖ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τραβήξῃ μέσα ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας μία ψυχὴ ποὺ χρόνια ὁλόκληρα ἐκυλίετο στὴ σαρκικὴ ἀκαθαρσία, νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ νὰ τὴν κάνῃ, ἀπὸ μαύρη – κατάμαυρη ποὺ ἦταν, λευκὴ σὰν τὸ χιόνι. Γιὰ μία ψυχὴ λοιπὸν σηκώθηκε ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα καὶ ἦρθε στὴ Σαμάρεια. Ἀλλὰ τί λέω; Ἡ ἀπόστασι αὐτὴ εἶνε μικρὴ ἐμπρὸς στὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴν ἰλιγγιώδη ἀπόστασι ποὺ διήνυσε ὅταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἦρθε στὴ γῆ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, ὅταν «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Β΄ Βασ. 22,10· Ψαλμ. 17,10· πρβλ. 143,5). Ἐνανθρώπησε, καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ σώσῃ ἔστω καὶ μία ψυχὴ ἁμαρτωλή. Δηλαδή, καὶ ἂν ἀκόμη κάτω ἐδῶ στὴ γῆ ὑπῆρχε μία μόνο ψυχὴ ἁμαρτωλή, γι᾿ αὐτὴν καὶ μόνο θὰ ὑπέφερε προθύμως τὰ πάντα (τοὺς ἐμπτυσμούς, τὴ μαστίγωσι, τὸ ἀγκάθινο στεφάνι, τὴν κόκκινη χλαμύδα καὶ πρὸ πάντων τὸ σταυρικὸ θάνατο), γιὰ νὰ τὴν πάρῃ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ σατανᾶ καὶ νὰ τῆς χαρίσῃ τὴ σωτηρία.
Καὶ ποιά εἶνε ἡ ψυχὴ αὐτή, τὴν ὁποία ἐκεῖ παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ ἦρθε νὰ σώσῃ ὁ Θεάνθρωπος; Εἶνε, ὅπως επαμε, μιὰ δυστυχισμένη ἁμαρτωλὴ ὕπαρξι, στὴν ὁποία κανείς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς δὲν ἔδινε σημασία. Εἶνε μία γυναίκα τῆς Σαμαρείας, ποὺ μέρα μεσημέρι, ὅταν κανείς δὲν ἐκινεῖτο ἀπὸ τὴν πολλὴ ζέστη, ἔρχεται στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὰ δοχεῖα στὰ χέρια, γιὰ νὰ πάρῃ νερό.
Καθὼς πλησιάζει στὸ πηγάδι, ἀντικρύζει κάποιον ποὺ καθόταν δίπλα ἐκεῖ. Ἦταν ὁ Κύριος. Εἶχε μείνει μόνος, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν μεταβῆ στὴν κωμόπολι γιὰ ν᾿ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἀφήνει λοιπὸν τὴ στάμνα ἡ Σαμαρεῖτις, βγάζει νερὸ καὶ τὴ γεμίζει. Τῆς λέει ὁ Κύριος· ―«Δός μοι πιεῖν» (Ἰωάν. 4,7), δός μου λίγο νερὸ νὰ πιῶ. Ἐκείνη, ἀντὶ νὰ δώσῃ νερὸ στὸ διψασμένο, ἐξέφρασε ἔκπληξι πῶς τῆς ζητάει νερό, καὶ τοῦ λέει· ―Πῶς ζητᾷς νερὸ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα Σαμαρείτιδα, ἐνῷ σὺ εἶσαι Ἰουδαῖος;… Τὸ εἶπε αὐτό, διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν καμμία ἐπικοινωνία καὶ καμμία σχέσι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες. Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν θανασίμως τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ Σαμαρεῖτες τοὺς Ἰουδαίους· κι ἂν ἀκόμα καιγόταν κανεὶς ἀπὸ τὴ δίψα, ὁ ἄλλος δὲν τοῦ ἔδινε νερό. Ἔτσι ὅμως, μὲ τὸ νὰ ζητήσῃ ὁ Κύριος νερό, ἀρχίζει μία διαλογικὴ συζήτησι μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός. Ὁ Κύριος τῆς λέει· ―Ἂν γνώριζες ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό, ἐσύ θὰ τοῦ ζητοῦσες κ᾿ ἐκεῖνος θὰ σοῦ ἔδινε «ὕδωρ ζῶν». ―Πῶς εἶνε δυνατόν, ρωτᾷ ἡ γυναίκα, ἐφ᾿ ὅσον οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶνε βαθύ, νὰ βγάλῃς νερὸ καὶ νὰ δώσῃς καὶ σ᾿ ἐμένα; ―Ὅποιος πίνει ἀπ᾿ τὸ νερὸ αὐτό, τῆς ἀπαντᾷ ὁ Κύριος, θὰ διψάσῃ πάλι· ὅποιος ὅμως πιῇ ἀπ᾿ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, δὲν θὰ ξαναδιψᾴσῃ ποτέ πιά… Ἡ καημένη ἡ γυναίκα δὲν εἶχε ἐννοήσει γιὰ ποιό νερὸ τῆς μιλοῦσε ὁ Χριστός, καὶ λέει· ―Κύριε, δός μου αὐτὸ τὸ νερό!… Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατὰ βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή της, μὲ ἄριστο παιδαγωγικὸ τρόπο τὴ διαφωτίζει. Τὴ μεταφέρει ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ πνεῦμα, ὑψώνει τὸ νοῦ της στὶς ἰλιγγιώδεις κορυφὲς τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καὶ τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ὑψίστη ἀποκάλυψι· ὅτι αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶνε ὁ διος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου.
Ἡ ἡμέρα αὐτή, ποὺ ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει καὶ πιστεύει στὸ Χριστό, εἶνε ἡ σπουδαιοτέρα ἡμέρα τῆς ζωῆς της, ἡμέρα ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς της. Παίρνει τὸ ὄνομα Φωτεινή, καὶ ἕνας νέος κόσμος ἀνατέλλει τώρα μπροστά της. Ἡ μοιχαλίδα, ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα, γίνεται εὐαγγελίστρια – ὤ τῶν θαυμάτων σου, Χριστέ! Αὐτὴ τώρα θὰ καλέσῃ σὲ μετάνοια ὅλο τὸν κόσμο τῆς πόλεώς της καὶ ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Θὰ τρέξῃ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πατρίδα της, σὲ ἄλλες χῶρες, γιὰ νὰ κηρύξῃ παντοῦ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πράγματι περιώδευσε ἐν συνεχείᾳ ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία μέχρι τὶς ἀκτὲς τοῦ Αἰγαίου πελάγους. Ἔφθασε μάλιστα καὶ στὴν ὡραία ἑλληνικὴ πόλι τῆς Σμύρνης, ἡ ὁποία πρὸς τιμὴν τῆς εὐαγγελιστρίας αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἀνεγείρει κατόπιν μεγαλοπρεπέστατο ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματί της, τὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑορτάζει σήμερα, τετάρτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα.

* * *

  Καταλάβατε, ἀγαπητοί μου, ποιά εἶνε ἡ δίψα τοῦ Θεανθρώπου; Ὁ Κύριος βάδισε χιλιόμετρα ὁλόκληρα γιὰ νὰ σώσῃ μία ψυχή. Κ᾿ ἐμεῖς; Δυστυχῶς ἀδρανοῦμε. Τί θά ᾿πρεπε νὰ κάνουμε; Μποροῦμε ὅλοι νὰ γίνουμε κήρυκες, ὁ καθένας στὸν κύκλο του, μέσα στὸ σπίτι μας, στὴ γειτονιά μας, στὴν ἐργασία μας, ἐκεῖ ποὺ περιμένουν ἀναρίθμητες ψυχὲς περιφρονημένες ἀπὸ τὸν κόσμο, κουρασμένες ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς. Ἂς τὶς πλησιάσουμε καὶ ἂς τὶς ἀνακουφίσουμε μὲ τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ τοὺς ποῦμε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, καὶ ἂν κάποιος πιῇ ἀπ᾿ τὸ δικό του τὸ νερό, δὲν θὰ ξαναδιψάσῃ ποτέ.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτό, πρέπει νὰ πιοῦμε ἐμεῖς πρῶτοι ἀπ᾿ τὸ νερὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ πιοῦμε – πότε; Ὅταν ἐκτελοῦμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχουμε ζωντανὴ σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὰ μυστήριά της, ὅταν διαδίδουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθοῦμε τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴ διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ καὶ θὰ μπορέσουμε κι ἄλλους νὰ σώσουμε, ὥστε ὅλοι νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνιο βασιλεία, τὴν ὁποία κληρονόμησε καὶ ἡ ἁγία Φωτεινή. Γένοιτο.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως Θεοτόκου Νέας Μεσημβρίας Γεφύρας – Θεσ/νίκης 15-5-1955)

Δημ. Νατσιός, Με το κομποσκοίνι και το καριοφίλι

201429152094276364424699178541X020925jNHUyb8LYGk3.jpg
ς
Είναι γνωστό πως  αν θέλεις να δοκιμάσεις την «Ορθοδοξία και Ορθοπραξία» κάποιου, ρώτησέ τον τι γνώμη έχει για τον ορθόδοξο μοναχισμό, για τα μοναστήρια και τους καλογέρους. Όποιος σέβεται τον μοναχισμό είναι Ορθόδοξος, όποιος τον διακωμωδεί ή κατηγορεί τους μοναχούς για ανθρωποφοβία ή δειλία, ουσιαστικά δεν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός. (Το ίδιο ισχύει και για την Παλαιά Διαθήκη. Κι  εδώ «σκοντάφτουν πολλοί, ιδίως οι νεοπαγανιστές).

Συζητώ πολλές φορές και με ανθρώπους που προβάλλουν με παρρησία την πίστη τους και πραγματικά θλίβομαι και εκπλήσσομαι, όταν τους ακούω να εκφράζουν υποτιμητική και περιφρονητική γνώμη για τους μοναχούς. Το επιχείρημα πίσω από το οποίο θωρακίζουν την βεβαιότητά τους είναι πως οι καλόγεροι είναι άνθρωποι δειλοί, που δεν αντέχουν τα φορτία και τα βάσανα της ζωής, ριψάσπιδες του βίου, που αναχωρούν για να περάσουν άνετα και ξεφρόντιστα. Τα μοναστήρια είναι γι’ αυτούς, στην καλύτερη περίπτωση, πολύτιμη «πολιτιστική κληρονομιά», που πρέπει να διατηρηθεί σαν ένα αρχαϊκό παρελθόν ή, στην χειρότερη περίπτωση, τόπος παιδιάς και ραστώνης, όπου βρίσκουν καταφυγή προβληματικές προσωπικότητες.
Η πρώτη κατηγορία, των εντός της Εκκλησίας, «ευσεβών» κατά τα άλλα, χριστιανών, επισκέπτονται το τάδε μοναστήρι, γιατί αυτό εντάσσεται στα ψυχοσωτήρια χριστιανικά τους καθήκοντα, αλλά πόσο οίκτο, πόση λύπηση νιώθουν για τα αξιοθρήνητα αυτά καλογεράκια, που άφησαν την… τεθλιμμένη και στενή οδό του ηδονόπληκτου αυτού κόσμου, για να ακολουθήσουν την ευρύχωρο και πλατιά οδό του ασκητισμού.
Στην δεύτερη κατηγορία, των εκτός της Εκκλησίας επιτιμητών του μοναχισμού, ανήκει κυρίως η ψευτοπροοδευτική αγέλη, η οποία, κατά τον αείμνηστο καθηγητή της Θεολογίας Ηλία Βουλγαράκη, «αντικρίζει με αποστροφή το ένδυμα των ιερέων, παρερμηνεύει το χειροφίλημα στους ιερείς ως πράξη δουλοπρέπειας, νιώθει την βυζαντινή μουσική σαν μουσειακό κατάλοιπο. Καταλογίζει στην εκκλησιαστική ζωγραφική, ανελευθερία έκφρασης και αποστράγγισης της ζωής. Ερμηνεύει την τιμή των λειψάνων σαν νεκρολατρική έκφραση ενός αρρωστημένου ψυχισμού. Βλέπει τα άμφια και ανατρέχει στο σκοταδιστικό Βυζάντιο, απορεί με την μονοτονία και τον βραδύ ρυθμό των ιερών ακολουθιών. Πληροφορείται για τις νηστείες και προσγράφει στον Θεό χαιρεκακία. Αντικρίζει τον μοναχισμό ως μία διαστροφή της ανθρώπινης ύπαρξης, φορτισμένο με στυγνότητα αισθήματος και καρδιάς, που υπεραναπληρώνει την μειονεξία του με αυταρέσκεια, φανατισμό και μισαλλοδοξία». («Εισαγωγή στην Θεολογία», σελ. 74, Θεσ/νίκη 1998, συλλογικός τόμος).
Δεν είναι όμως ένδειξη αχαριστίας και ανιστορησίας να κατηγορούμε τον Ορθόδοξο μοναχισμό για αδιαφορία και αναισθησία για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία; Ας γνωρίζουμε, όμως, όλοι ότι αν δεν υπήρχε ο μοναχισμός σήμερα Χριστιανούς Ορθοδόξους και Έλληνες σ’ αυτόν τον τόπο δεν θα εύρισκες.
«...δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα του Κυρίου συνεργούντος...», γράφει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που εγκατέλειψε την ησυχία του Αγίου Όρους για να αφυπνίσει το αμαθές Γένος. Όταν ο Μιχαήλ ο Η’ ο Παλαιολόγος επιζητούσε την Ένωση των Εκκλησιών, την υποδούλωση της Ορθοδοξίας στον υπερφίαλο παπισμό, οι καλόγεροι, Αγιορείτες Πατέρες όρθωσαν το ανάστημά τους. «Ο της υγιούς πίστεως και το βραχύ ανατρέπων το παν λυμαίνεται», όποιος υποχωρεί έστω και ελάχιστα στην πίστη του λυμαίνεται το παν, απαντούν στους τότε και σήμερα προβατόσχημους, πεμπτοφαλαγγίτες του Οικουμενισμού. Τα μοναστήρια κράτησαν και κρατούν ανόθευτο και ακηλίδωτο την πάτριον δόξαν, την υγιή πίστη.
Καλόγεροι, κληρικοί, ήταν όλοι σχεδόν οι «Δάσκαλοι του Γένους», που αντί να καθίσουν φρόνιμα και να γίνουν νοικοκύρηδες, πρόσφεραν και την ζωή τους ακόμη, ως ποιμένες καλοί, υπέρ του δεινοπαθούντος λαού. Ο Μελέτιος Πηγάς, ο Κύριλλος Λούκαρις, ο Ηλίας Μηνιάτης, ο Γιαννούλης Ευγένιος ο Αιτωλός, ο Αναστάσιος Γόρδιος, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, όλοι τους «Δάσκαλοι του Γένους» που βγήκαν από τα μοναστήρια. «Φως μεν μοναχοίς, άγγελοι, φως δε κοσμικοίς, μοναχοί» γράφει ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος. Ο ορθόδοξος μοναχισμός φώτιζε και φωτίζει και σήμερα εν μέσω του πνευματικού σκότους που μας περιβάλλει.
Γι’ αυτό και μετά την Επανάσταση η βαυαρέζικη συμμορία επέπεσε με λύσσα στα μοναστήρια και έκλεισε περίπου 400. «Διάλυσαν τα μοναστήρια», θρηνεί ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «συμφώνησαν με τους Μπουαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά (=ιερά) εις το παζάρι και τα ζωντανά διαδίχως τίποτα... Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καημένοι οι καλόγεροι, όπου αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους όπου αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας».
(Απομνημονεύματα).
«Πρέπει, επί τέλους, να μάθη ο Ελληνισμός και να ομολογήση, ότι κατά τα χρόνια της σκλαβιάς και της στυγνής δουλείας όχι μόνο μέσα στο Αγιονόρος, αλλά και στους απανταχού χώρους της παρουσίας και επιρροής του, η παιδεία ήταν σχεδιασμός και προγραμματισμός εθνωφελής και πράξις θαρραλέα των επί μέρους εκκλησιαστικών και μοναστικών αρχών, και πιο συγκεκριμένα, έργο και επίτευγμα λαμπρών κληρικών, με κέντρο τον ενοριακό ναό και τα προσκτίσματά του, και μοναχών μεγάλης βουλής για το Γένος και διδακτικής προσφοράς στ’ αρχονταρίκια και στους νάρθηκες των Μοναστηριών των. Και ότι “τα απανταχού της Ελλάδος, κατά θείαν πάντως μοίραν, κατεσπαρμένα Μοναστήρια, ως δένδρα μεγάλα και υψίκορμα, και πάντοτε ου μικράν τοις Ορθοδόξοις Έλλησι παρέσχον την ωφέλειαν, πολλώ δε μάλλον κατά τον δεινόν... χειμώνα, διότι ου μόνο υπήρχον η των δυστυχών καταφυγή και το... άσυλον, αλλά και της πατρίου παιδείας, της τε θύραθεν και της ιεράς, διετήρουν βαρυτίμους θησαυρούς και Σχολεία εν τοις πλείστοις ου διέλιπον”. (Σοφοκλ. Οικονόμος βλ. Ματθ. Παρανίκα, Σχεδίασμα περί της εν τω Ελληνικώ Έθνει καταστάσεως των γραμμάτων... ΚωνΠολις 1867, σελ. 6). Εννοείται ότι το «απανταχού της Ελλάδος» θα πρέπει να εκληφθή ως απανταχού του Ελληνισμού, απανταχού της Γένους μας. Ο λόγος είναι προφανής και αι αποδείξεις βοώσαι».
(Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, «Γράμματα και άρματα στον Άθωνα», Άγιον Όρος, 2000, σελ. 333).
Προπύργια τα μοναστήρια της ελευθερίας και της Ορθοδοξίας και περισσότερο σήμερα που εισβάλλουν πλημμυρηδόν οι δυτικές ασχήμιες. Τα μοναστήρια διαφυλάσσουν το ορθόδοξο ήθος, τον ασκητικό τρόπο ζωής, την ολιγόδεια, σήμερα ιδίως, που έχουμε μπουκώσει από τα πολιτιστικά (και κοινωνικά και πολιτικά) ξυλοκέρατα, ημέτερα και οθνεία.
Προϋπόθεση, κατά την Εκκλησία μας για το «ακολουθείν τον Χριστόν» είναι τα «απαρνησάσθω εαυτόν» και «αράτω τον σταυρόν», φράσεις που δηλώνουν αποφάσεις και πράξεις του ανθρώπου αντίθετες από την ίδια του τη φύση. Αντί να θαυμάζουμε και να παραδειγματιζόμαστε από ανθρώπους που απαρνήθηκαν τον εαυτό τους, εμείς τους ελέγχουμε για δειλία... Θέλουμε τα μοναστήρια τουριστικά θέρετρα και τους μοναχούς κοινωνικούς λειτουργούς, ακτιβιστές.
Να κλείσω με μία ακόμη παραπομπή στο προαναφερόμενο βιβλίο του επ. Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, για κάποιες άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας και για την παρουσία των μοναχών στους εθνικούς αγώνες «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία:
«Κρίμα που δεν έχουμε σε κάδρο και την μορφή του «Καπετάν Καλόγερου» (μετά ταύτα γνωστού ως Σαμουήλ) του θρυλικού Κουγκιού, που δεν ήταν άλλος απ’ τον Δανιήλ Ιβηρίτη, καθώς επίσης και του «Παχωμίου εξ Άθω», του πρώτου παλικαριού που πήδηξε μέσα στο Παλαμήδι και έκανε την αρχή της καταλήψεως. Ταπεινός όπως ήταν, καθ’ ο αγιορείτης, απέφυγε την τιμή τότε, δεν τον ενδιέφερε και η υστεροφημία, και σβήστηκε το κατόρθωμά του απ’ τον αγνώμονα πίνακα της λήθης. Γι’ αυτό του Στάϊκου Σταϊκόπουλου το άγαλμα είναι στημένο στο Ναύπλιο σήμερα, ενώ για εκείνον, όπως και για τον Ιβηρίτη, κανείς δεν κάνει λόγο...».

Οἱ προβλέψεις γιὰ τὸ μέλλον



 



Τό μέλλον, (τί θά γίνει αὔριο, τοῦ χρόνου, μετά ἀπό χρόνια!), τό ξέρει μόνο ὁ Θεός. Κανένας ἄλλος.


Εἶδικά ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: Μή ψάχνετε νά βρεῖτε πότε θά γίνει ἡ Δευτέρα παρουσία!... Αὐτό δέν τό ξέρουν οὔτε οἱ ἄγγελοι. Ὁ Θεός τό κρατάει μυστικό δικό του (Ματθ. 24, 36).

 
* * *
 

Λοιπόν!


Μή μπλέξεις μέ ἀνθρώπους, ἤ μέ αἱρέσεις, ἤ μέ συστήματα, πού λένε πώς τάχα ξέρουν τό μέλλον!


• Δέν μιλᾶμε γιά προβλέψεις, γιά συμπεράσματα, πού βγαίνουν λογικά μέ βάση αὐτά πού ἔχομε ὑπ᾿ ὄψη μας. Γιά τέτοια χρειάζεται ἁπλά λίγη ἀνθρώπινη πεῖρα· λίγο μυαλό.


• Μιλᾶμε γιά ἐκείνους πού πᾶνε νά μᾶς παραστήσουν, ὅτι ἔχουν εἰδικά χαρίσματα καί τάχα ἔλαβαν ἀποκάλυψη νά προβλέπουν τά μέλλοντα, γιατί τάχα ἔχουν ἀνοιχτή γραμμή ἐπικοινωνίας μέ τόν Κύριο. Καί γι᾿ αὐτό, ὅ,τι καί ἄν εἰποῦν, ὅ,τι καί ἄν λένε, ὅλα βγαίνουν σωστά! Τετραγωνικά σωστά.


Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς λέγει: Μακριά ἀπό τέτοιους καί τέτοια!...


Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς λέγει:


«Κανένας δέν κάνει νά ἀσχολεῖται μέ μαντεία, μέ ἀποκρυφιστικές ἐπιστῆμες, μέ μάγια!


Κανένας δέν κάνει νά γίνεται μάγος, ἤ νά ἀκούει μάγους.


Ὅποιος κάνει τέτοια πράγματα εἶναι μισητός στόν Θεό. Καί ὁ Θεός θά τόν ἐξολοθρεύσει! Θά τόν τιμωρήσει» (Δευτ. 18, 10‐12).


Καί συνεχίζει:


Ἐγώ θά σᾶς στείλω ἕναν προφήτη. Θά βάλω τά λόγια μου στό στόμα του. Καί θά σᾶς φανερώσει αὐτά πού ἐγώ θά τόν διατάξω.


Ἄν ἄλλος, προσπαθήσει νά σᾶς μιλάει τάχα ἐκ μέρους μου, νά τόν θεωρήσετε ἐχθρό σας, νά τόν θανατώσετε!...


Θά μέ ἐρωτήσετε:


Καί πῶς θά ξεχωρίσουμε τόν ἀληθινό προφήτη, ἀπό τόν ψευτοπροφήτη; ἀπό ἐκεῖνον, πού κάνει πώς τάχα ἀναφέρεται στόν Θεόν, ἀλλά μιλάει ἀπό τήν κοιλιά του; δηλαδή λέει «ὅ,τι τοῦ ἔρχεται»;


Διερωτήθηκες ποτέ, γιατί ἕνα τέτοιο θέμα τράβηξε τό ἐνδιαφέρον σου; Τί ἦταν αὐτό πού σέ ἔκαμε νά τό ψάχνεις;

 
* * *
 

Δέν χρειάζεται πολλή συζήτηση!


Μᾶς ἀρέσει νά ἔχουμε σέ ὅλα τά θέματα, καί σέ τοῦτο, σιγουριά. Καί γιά τήν ζωή μας· καί γιά τό μέλλον. Καί πιό πολύ γιά τήν δευτέρα παρουσία!...


Καί γι᾿ αὐτό ψάχνομε μέ ζῆλο καί μέ μεράκι νά βροῦμε ἀπάντηση σέ τέτοιο θέμα.


Μᾶς φαίνεται, ὅτι ἡ πιό μεγάλη ἐφεύρεση καί ἀνακάλυψη θά εἶναι νά μάθωμε πότε θά γίνει καί πῶς θά γίνει ἡ δευτέρα παρουσία.


Καί λοιπόν;


Ποία εἶναι ἡ ἀπάντηση;


Ἡ ἀπάντηση τῶν ἁγίων Γραφῶν εἶναι:


‐Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει!... Λοιπόν. Στηρίξου σ᾿ Αὐτόν. Μάθε νά παραθέτεις, νά ἐμπιστεύεσαι τόν ἑαυτό σου· καί τήν ζωή σου ὅλη· καί ἑαυτούς καί ἀλλήλους «Χριστῷ τῷ Θεῷ».


Ὅλα εἶναι στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς· καί σταυρώθηκε καί πέθανε στόν Σταυρό γιά μᾶς.


Τί ἄλλο θά μποροῦσα νά εἰπῶ;


Μόνο τοῦτο: Ὅταν ὁ Θεός εἶναι μαζί μας, τί πιά καί ἄν ὁ κόσμος ὅλος εἶναι ἐναντίον μας;...


Ἄμα αὐτό τό συνειδητοποιήσουμε, τότε: οὔτε θάνατος, ὁ ὅποιος θάνατος· οὔτε ζωή, ἡ ὅποια ζωή· οὔτε ἄγγελοι· οὔτε διάβολος· οὔτε ἐπίγεια· οὔτε οὐράνια· ‐ τίποτε, δέν θά μπορέσει ποτέ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ‐ Τίποτε, μά τίποτε δέν θά σταθῆ ἱκανό νά μᾶς κάμει νά ξεχάσωμε τήν ἀγάπη τοῦ θεοῦ γιά μᾶς, ὅπως μᾶς φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ρωμ. 8, 37‐38).


Νά, πῶς! Τά λόγια τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ μου καί ἀπεσταλμένου μου, θά βγοῦν ὅλα ἀληθινά. Τά λόγια τοῦ ψευδοπροφήτη, θά κάνουν μιά προσωρινή ἐντύπωση (στούς ἀφελεῖς καί ἐπιπόλαιους). Μετά ἀπό λίγο θά ξεγυμνώνονται!...


Καί μᾶς συμβουλεύει:


Μήν ἀκολουθεῖτε ψευδοπροφῆτες. Μή τούς ἀγαπᾶτε. Νά τούς μισεῖτε πρέπει. Νά τούς σιχαίνεσθε (Δευτερ. 18, 19‐22).

 
* * *
 

Αὐτά μᾶς λέγει ὁ Κύριος.


Ἐμεῖς τί κάνομε;


• Ἐμεῖς λυσσᾶμε γιά θρησκευτικές διηγήσεις θρίλλερ!


• Καί ἀντί νά τρέχωμε ξοπίσω τοῦ Χρσιτοῦ, τρέχομε ξοπίσω τῶν ψευδοπροφητῶν.

Η Αγία μεγαλομάρτυς Ειρήνη

Η Αγία μεγαλομάρτυς Ειρήνη (5 Μαΐου)
Έλαμψε στον 4ο μ. Χ. αιώνα. Ήταν Περσίδα. Εκτάκτου καλλονής και σοφίας μεγάλης και χάριτος. Ο πατέ­ρας της ήταν διοικητής μιας επαρχίας. Κι ελέγετο Λικίνιος. Την είχε μονάκριβη. Και  έφτιαξε πύργο, όπως ξέρομε για την αγία Βαρβάρα, και την έβαλε εκεί, κι έβαλε και κοπέλες να την υπηρετούν κι ένα σοφό δάσκαλο, τον Απελλιανό, να την μαθαίνει γράμματα. Για τον χριστιανισμό δεν είχε ακούσει. Ή, μάλλον, είχε ακούσει τα χειρότερα. Δυσφη­μούσαν εκεί τους χριστιανούς, μ’ ό,τι ανοίκειο και μ’ ό,τι αρνητικό. Πήγε μια μέρα, βρήκε ο πατέρας της απ’ το παζάρι μια θεραπαινίδα, υπηρέτρια ωραιότα­τη. Και την πήρε να υπηρετεί την κόρη του. Αυτή ήταν, όμως, χριστιανή. Συνετή και ταπεινή. Την αγάπησε η Πηνελόπη, έτσι λέγανε αρχικά την Ειρήνη, και σιγά σιγά εκείνη, με τον υπέροχο τρόπο της, την έφερε στον Χριστό. Κι εβαπτίσθη.
ageir2
Πηγή:xrostiras.blogspot.com
Τό ’μαθε ο πατέρας της και σκύλιασε. Και την υπέβαλε σε βασανιστήρια. Έβαλε άλογα άγρια και αδάμαστα, να την καταπατήσουν. Κι ένα φεύγει από ’κει που ήταν και πατούσαν την Πηνελόπη, την είχαν βάλει εν τω μεταξύ Ειρήνη, τό ’χε ζητήσει ο Χριστός τ’ όνομά της, γι’ αυτό η Πηνελόπη γιορτάζει της αγίας Ειρήνης, να το ξέρουν, και πάει και σκοτώνει τον Λικίνιο. Τά ’χασαν όλοι. Και πόνεσε η ψυχή της, όμως. Γιατί οι χριστιανοί έχουν τα καλύτερα αισθήματα για τους φυσικούς γονείς και για κάθε άνθρωπο. Για τους αμαρτωλούς όλους. Για τους διώκτες. Και προσευχήθηκε θερμά στον Αναστάντα και σηκώθηκε ο πατέρας της. Ήταν καλή φύσις.
Ήταν, όμως, στο σκοτάδι. Στην πυρσολατρεία και στην ηλιολατρεία. Και μόλις το είδε αυτό, κατεπλάγη. «Τί ειν’ αυτό, παιδί μου;» λέει. «Αυτή είναι θρησκεία. Πού ’μαστε τόσο καιρό στο σκοτάδι;» Και την ημέρα εκείνη εβαπτίσθη και αυτός και η γυναίκα του και τρείς χιλιάδες Πέρσες. Και μάλιστα ο Λικίνιος άφησε τη θέση που είχε, δεν μπορούσε, άλλωστε να την κρατήσει, την άφησε και μόνος του, και πήγε εκεί στο παλάτι πού ’χε φτιάξει στην κόρη του, στο εξοχικό, κι έμεινε εκεί και μόνασε ο άνθρω­πος. Κι είχε και την Ειρήνη από κοντά κι εκείνη έκανε όλες τις φιλανθρωπίες, όλες τις αγαθοεργίες.
Αλλά ο νέος άρχοντας που ήλθε, ο Σεδδεκίας, κι αφού απέθανε ο Λικίνιος, τον οποίο εσέβετο, παρότι είχε γίνει, δεν ήτο αυτοκράτωρ ο Λικίνιος, λοιπόν, χριστιανός, γι’ αυτό δεν τον εδίωκε. Μόλις έφυγε ο Λικίνιος, την υπέβαλε, λοιπόν, σε πολλά και μεγά­λα βασανιστήρια.  Κι εκείνη στο τέλος νίκησε. Και αμέ­τρητοι Πέρσες, χιλιάδες Πέρσες, ήλθαν στην Εκκλησία του Χριστού. Μεγάλη αγία η αγία Ειρήνη. Πολύ μεγάλη αγία. Πάρα πολύ μεγάλη αγία. Και μετά, ο Σαπώρ ο Β’, ο Σαβώρειος, κατά τον άγιο Θεοφάνη, την εξεδίωξε. Πήρε στράτευμα και πήγε στα βουνά, εκεί που κατέφυγε η αγία, να την κατα­διώξει. Και τί έπαθε; Τυφλώθηκε. Και αυτός και όλο το στράτευμα. Και ακινητοποιήθηκαν και δεν ήξεραν τι συμβαίνει. Και τότε η αγία τούς θεράπευσε θαυματουργικά. Και την άφησε. Τί να κάνει το θηρία αυτό; Σου λέει, εδώ αυτή είναι πιο δυνατή από μένα. Κι απ’ τούς Θεούς μας κι απ’ τους μάγους μας κι απ’ τις φωτιές μας κι από τους ήλιους μας. Την άφησε.
Κι εκείνη, σιγά-σιγά, άρχισε να κάνει την Ιεραπό­στολο. Γιατί είναι ιεραπόστολος και ισαπόστολος η αγία Ειρήνη. Και ήλθε μέχρι την Έφεσο. Έκαμε κέντρο ιεραποστολής την Έφεσο, συνέχισε το έργο και του αποστόλου Παύλου και του ευαγγελιστή Ιωάννη, του Θεολόγου, του αγίου Τιμοθέου κι έφερε αμέτρητους στην Εκκλησία. Και πλήρης ημερών εκοιμήθη στην ’Έφεσο η αγία μεγαλομάρτυς και ισαπόστολος Ειρήνη, αφού έφερε αμέτρητους στον Χριστό και τους έβαλε στον παράδεισο. Νά ’χουμε την ευχή της. Κι όσοι την εορτάζουν κι έχουν τ’ όνομά της και την τιμούν, να την έχουν παραπά­νω.

( Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, Εαρινό Συναξάρι, τ. Β΄, σ. 90-93)

Ο Άγιος νεομάρτυρας Εφραίμ ο Νεοφανής

Για τον Άγιο αυτόν Νεομάρτυρα δεν γνωρίζαμε τίποτε μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 1950, οπότε και φανέρωσε τον τόπο της ταφής του, στην αρχαία Μονή του Ευαγγελισμού, στο όρος Αμώμων (Πεντέλη), στην Νέα Μάκρη Αττικής. Από το 1965 μέχρι σήμερα, ο Άγιος εμφανίσθηκε πολλές φορές σε μοναχές της μονής ή σε προσκυνητές, στον ύπνο τους ή μπροστά τους, καλυπτόμενος από υπέρλαμπρο φως και γλυκύτατη ευωδία, διηγούμενος με λεπτομέρειες, για τις οποίες υπάρχει εντυπωσιακή ταύτιση, τον βίο του και τις συνθήκες του μαρτυρίου του.
Ο Άγιος Εφραίμ έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε μονή που άκμαζε την εποχή εκείνη. Μετά από είκοσι χρόνια ασκητικής βιοτής, συνελήφθη από τους Τούρκους που έσφαξαν όλους τους υπόλοιπους μοναχούς και κατέστρεψαν την μονή. Από τις 14 Σεπτεμβρίου του 1425 μέχρι τις 5 Μαΐου 1426 υποβλήθηκε σε πλήθος βασανιστηρίων. Τέλος, οι βάρβαροι τον κρέμασαν ανάποδα σε μια μουριά, κάρφωσαν τα πόδια του και το κεφάλι στο δένδρο και παρέδωσαν το σώμα του στις φλόγες.
Μετά την αποκάλυψη αυτή, ο Άγιος δεν έπαυσε να δείχνει ότι είναι εν Θεώ ζωντανός, με πολλές εμφανίσεις και ιάματα. Εμφανίζεται με την μορφή ενός κάτισχνου στην όψη ασκητή ή με τα ιερατικά του άμφια και δηλώνει την ταυτότητα του λέγοντας: «Ονομάζομαι Εφραίμ!» Στους μεν θεραπεύει ανίατες ασθένειες, σε άλλους ενδυναμώνει την κλονισμένη πίστη, σώζει από κινδύνους ή πυρκαγιά, ή πάλι παρηγορεί τους βασανισμένους από πίκρες και θλίψεις, δείχνοντας τους τα βάσανα που πέρασε ο ίδιος για την αγάπη του Χριστού.
Το 1982, ο Άγιος Εφραίμ εμφανίσθηκε σε έναν πιστό μαζί με τον Άγιο ιερομάρτυρα Ραφαήλ τον εκ Μυτιλήνης, που φανερώθηκε κι αυτός σε πρόσφατους καιρούς κάτω από παρόμοιες συνθήκες [9 Απρ.]. Ο Κύριος φαίνεται με τον τρόπο αυτό να θέλει να δείξει προφητικά ότι σήμερα, όπως και χθες, χαίρεται εν τοις αγίοις Του και επιχέει μέσω αυτών την χάρη του προς οικοδομήν της Εκκλησίας και παρηγορίαν των πιστών.
Κείμενο-Εικόνα: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος ένατος – Μαϊος, σελ. 64-66)

ο χουλιγκανισμός των κρετίνων…


χουλιγκανισμοί 2
Ας το πούμε για μια ακόμη φορά: Αυτά τα Eurogroup και όλα τα υπόλοιπα πομπώδη, προκειμένου, δήθεν, να βρεθεί λύση σχετικά με την παγίδα του χρέους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ανούσιο και παραπλανητικό πηγαινέλα. Οι αξιότιμοι αυτοί κύριοι δεν ενδιαφέρονται να βρουν καμιά απολύτως λύση, ούτε τώρα ούτε στο απώτερο μέλλον. Δεδομένου ότι το χρέος δεν χαλκεύτηκε για τη σωτηρία, όπως λέγεται, αλλά για την καταστροφή της πατρίδας μας και τη γενοκτονία του λαού μας. Προκειμένου να κερδοσκοπήσουν σε βάρος μας τόσο οι ντόπιοι εφιάλτες, όσο και οι δολοφόνοι τοκογλύφοι. Γι’ αυτό και, όχι μόνο δεν προσπαθούν να μας απεγκλωβίσουν, αλλά χαλκεύουν σε βάρος μας ολοένα και βαρύτερα δεσμά, στα οποία μας εκβιάζουν να μείνουμε υποταγμένοι. Και βέβαια δεν σταματούν το τροπάρι των χλευασμών και των απαξιωτικών και σε βάρος μας χαρακτηρισμών.
Και δεν φαίνεται καθόλου τυχαίο το γεγονός της ταυτόχρονης, σχεδόν, επίδειξης χουλιγκανισμού, τόσο στην ελληνική Βουλή, όσο και σε βάρος του κ. Βαρουφάκη στο Eurogroup της Λετονίας. Όπου επιστρατεύτηκαν βαρύτατες ύβρεις και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί, που μας θυμίζουν τους σχετικούς με τους «τεμπέληδες» και «διεφθαρμένους» Έλληνες, που είχαν επικαλεστεί όταν ήθελαν να μας πτοήσουν και να μας φορέσουν την αγχόνη του ατιμωτικού χρέους. Για να αποδειχθεί στις μέρες μας-και μάλιστα με την επίσημη σφραγίδα του ΟΟΣΑ-ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί ήταν τόσο άδικοι και δόλιοι, ώστε να ισχύει το τελείως αντίθετο. Αφού οι Έλληνες είναι μεταξύ των σκληρότερα εργαζομένων, ενώ οι συκοφάντες μας-Γερμανοί, Ολλανδοί, κλπ-φιγουράρουν στη βιτρίνα του παγκόσμιου τεμπελχανείου. Πράγμα που σημαίνει ότι ο πλούτος, τον οποίο έχουν σωριάσει είναι , όπως φαίνεται, καρπός της αδικίας και της καταλήστευσης των λαών, που όπως εμείς, έχουν προδοθεί και παραδοθεί στο έλεος της απανθρωπιάς τους από αρχιπροδότες πολιτικούς.
Συνεπώς έκαμε πολύ καλά ο κ. Βαρουφάκης, που δεν πήρε μέρος στη συνεστίαση, που έγινε μετά το ευρωγκρούπ της Ρίγας. Γιατί όσοι διαθέτουν ένα σπυρί μυαλό και δυο δράμια φιλότιμο γνωρίζουν πόσο είναι ανιαρό και ανυπόφορο να χαραμίσεις, έστω και ελάχιστο απ’ τον πολύτιμο χρόνο της ζωής σου, σε έναν χώρο, όπου κάποιοι κάνουν επίδειξη μωρολογίας και μικρολογίας φτηνού πνεύματος και εκλεπτυσμένης χοντροκοπιάς. Γιατί ποια ποιότητα μπορεί να έχει ο λόγος αυτών, που κομπάζουν και χλευάζουν στο όνομα της τοκογλυφίας. Και συμπεριφέρονται ως λακέδες των πατρώνων τους. Μπορεί να έχει και την παραμικρή έστω νοστιμιά και γεύση το φαγητό και το ψωμί και η συζήτηση μαζί τους! Δεν θα μυρίζει μούχλα και σήψη και πτωμαΐνη! Και δεν θα προκαλεί ανία και ναυτία…
Δεν πρέπει να μας κάνουν την παραμικρή εντύπωση, συνεπώς, τα όσα λέγονται και γράφονται από κάποιους πολιτικούς κρετίνους ή εξωνημένους και μίσθαρνους λακέδες της δημοσιογραφίας: Οι οποίοι παρακολουθούν μήπως φταρνιστεί ή βήξει κάποιος υπουργός και αρχίζουν να στριγγλίζουν υστερικά σαν τις ξεμωραμένες κυράτσες ή να ωρύονται σαν ντόπερμαν, απαιτώντας την παραίτηση πότε του ενός και πότε του άλλου υπουργού. Έτσι ώστε ν’ αρχίσει το ξήλωμα των έντιμων, για να επανακάμψει η μαφία των μνημονιακών καθαρμάτων, προκειμένου να ολοκληρώσουν το προδοτικό και καταστροφικό τους έργο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτοί, τους οποίους κατηγορούν και υπονομεύουν κάποια μεγκάλα κανάλια και κάποιες μεγκάλες εφημερίδες και οι λακέδες των τοκογλύφων πολιτικοί σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, τους κατηγορούν και τους υπονομεύουν επειδή πολιτεύονται σωστά. Ενώ η πείρα διδάσκει ότι αυτοί, τους οποίους προβάλλουν πολιτεύτηκαν και πολιτεύονται προδοτικά και εγκληματικά. Που σημαίνει ότι τα λεγόμενά τους και τα γραφόμενά τους πρέπει να τ’ ακούμε και να τα διαβάζουμε απ’ την ανάποδη.
Προβλήθηκε, για παράδειγμα, χαρακτηριστικά ότι κάποιος μεγαλόσχημος πολιτικός ισχυρού κράτους παρατήρησε στον κ. Βαρουφάκη «να λέει λιγότερα και ν’ ασχοληθεί περισσότερο με τον προϋπολογισμό της χώρας του». Γιατί βέβαια προϋπολογισμοί και απολογισμοί κάποιων ισχυρών και πλούσιων χωρών γράφονται, όχι με τον ιδρώτα του προσώπου τους, αλλά με τον ιδρώτα και το αίμα των φτωχών λαών. Μεταξύ των οποίων και ο δικός μας. Τον οποίο κάποιοι τέτοιοι μεγαλόστομοι κύριοι αφαιμάσσουν, μέχρι σημείου να έχει το στερέψει αίμα μας.
Η γερμανική εξάλλου Bild γράφει: «Τα χρήματα τα οποία έχουν δαπανήσει μέχρι τώρα ο δανειστές για την Ελλάδα, από την υπαγωγή της στο μηχανισμό στήριξης έως σήμερα, είναι τόσα πολλά που θα μπορούσαν να μεταφερθούν με 88 φορτηγά, βάρους 40 τόνων το καθένα». Δεν λέει όμως ότι τα 80 και περισσότερα φορτηγά πάνε και ξεφορτώνουν στα θησαυροφυλάκια των τοκογλύφων και στην Ελλάδα καταλήγουν ελάχιστα. Ούτε θυμάται τα απείρως περισσότερα καμιόνια και βαγόνια, με τα οποία οι Γερμανοί ναζί μετέφεραν τον ελληνικό πλούτο στην χώρα τους…
Η επίδειξη, λοιπόν, χουλιγκανικού κρετινισμού απέναντι στους εκπροσώπους της χώρας μας, αποδεικνύει απλά και μόνο την λογική και ηθική πενία, τόσο των ντόπιων εφιαλτών, όσο και των διεθνών ληστάρχων, προκειμένου να αντιτάξουν επιχειρήματα. Γι’ αυτό και επιστρατεύουν τον χουλιγκανισμό και την αλητεία. Που αναμασούν και επιμόνως προβάλλουν τα εξωνημένα μέσα μαζικής εξαπάτησης (ΜΜΕ), προκειμένου να παραπλανούν και τρομοκρατούν το λαό.
Συνεπώς το δίλημμα για μας δεν είναι με ποιους θα πάμε και ποιους θα αποστραφούμε. Το δίλημμά μας είναι, αν θα επιβιώσουμε όρθιοι, έστω και φτωχότεροι ή θα συρόμαστε τετραποδητί, σύμφωνα με τον κ. Σαμαρά, στο καραβάνι του αργού και ατιμωτικού θανάτου, που με ιδιάζοντα σαδισμό θέλουν να μας επιβάλουν.

παπα-Ηλίας
http://papailiasyfantis.Wordpress.com
e mail: papailias6391@gmail.com

Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας



Σπουδάζουμε τὴν ἱστορία τοῦ «νεώτερου» Ἑλληνισμοῦ μὲ ἀφετηρία συνήθως, τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453). Ἦταν ἡ τελικὴ πράξη στὴν κατάρρευση τοῦ «βυζαντινοῦ» -ὅπως λέμε σήμερα- Ἑλληνισμοῦ, τὸ τέλος τῶν «μέσων» καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν νεώτερων χρόνων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.

Ἀπὸ τὴν σκοπιά, ὡστόσο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ὁρόσημο ἡ ἀφετηρία τῶν «νεώτερων» χρόνων δὲν εἶναι τὸ 1453. Εἶναι μᾶλλον τὸ 1354: ἡ χρονιὰ ποὺ ὁ Δημήτριος Κυδώνης, μὲ προτροπὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνοῦ, μεταφράζει στὰ ἑλληνικὰ τὴ Summa Theologiae τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἐκστασιασμένος ὁ Κυδώνης ἀπὸ τὸ καινούργιο «φῶς» ποὺ ἔρχεται «ἐξ ἑσπερίας», ἀναλαμβάνει νὰ τὸ μεταδώσει στοὺς συμπατριῶτες του Ἕλληνες.

Τὸ γεγονὸς ὁριοθετεῖ μία καινούργια ἐποχὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, μιὰ νέα ἱστορικὴ περίοδο. Περίοδο ὅπου τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἑλλήνων μετατίθεται προοδευτικὰ ἀπὸ τὴ δική τους παράδοση καὶ τὸν δικό τους πολιτισμὸ σὲ κάποιο ἄλλο πρότυπο καὶ ὅραμα βίου.

Σίγουρα ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πάντοτε ἕνα σταυροδρόμι πολιτισμῶν, ἀντιλήψεων καὶ ἰδεῶν, ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας. Ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα κιόλας χρόνια οἱ Ἕλληνες ἐνδιαφέρονται μὲ πάθος γιὰ ἀλλότριες παραδόσεις, προσλαμβάνουν στοιχειὰ ἀπὸ ξένους πολιτισμούς. Ὅμως τὸ βασικὸ γνώρισμα τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἱκανότητά τους νὰ ἀφομοιώνουν τὶς προσλήψεις καὶ τὰ δάνεια. Κάθε ξένο στοιχεῖο νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἐμπλουτισμοῦ καὶ ἀνανεώσης τῆς ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας. Στὴν περίοδο ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὶς μεταφράσεις τοῦ Κυδώνη, αὑτὴ ἡ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μοιάζει ὑποτονικὴ ἢ ὁλότελα χαμένη. Τὰ δάνεια καὶ οἱ προσλήψεις δὲν ὑποτάσσονται πιὰ στὸν ἑλληνικὸ τρόπο τοῦ βίου, στὴν ἑλληνικὴ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ τοῦ βίου. Ἀντίθετα, ὑποτάσσουν οἱ προσλήψεις καὶ ἀμβλύνουν προοδευτικὰ τὴν πολιτιστικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλοτριώνουν τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα. Εἴτε ὑποταγμένοι στὶς βαρβαρικὲς ὀρδὲς τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια, εἴτε συγκροτημένοι σὲ κράτος μὲ συμβατικὰ γεωγραφικὰ σύνορα, μετὰ τὸ 1827, οἱ Ἕλληνες ζοῦν πιὰ μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὸ πνεῦμα τους στραμμένα στὰ «φῶτα» τῆς Δύσης.

Ὅσο κι ἂν λογαριάσει κανεὶς τὶς ἀντιστάσεις τοῦ λαϊκοῦ σώματος σὲ αὐτὴ τὴν προοδευτικὴ ἀλλοτρίωση, ἢ καὶ τὶς ἐπώνυμες ἀντιδράσεις κάποιων ἐλάχιστων λόγιων, τὸ στοιχεῖο ποὺ τελικὰ κυριαρχεῖ εἶναι ἡ αὐξανόμενη ἄγνοια τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν πολιτιστική τους παράδοση, οἱ παραποιημένες ἀντιλήψεις, συχνὰ ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ περιφρόνηση γιὰ τὴν ἑλληνικότητα. Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸν πολιτισμὸ ποὺ διαμορφώνεται στὴ Δύση καὶ ποὺ μονοπωλεῖ στὶς συνειδήσεις τὴν ἔννοια τῆς προόδου. Ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια πληροφορήση γιὰ τὴν πολιτιστική τους κληρονομία τὴν ἀντλοῦν πιὰ οἱ Ἑλληννες ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς μελετητὲς -τοὺς «οὐμανιστὲς» καὶ ἀρχαιολάτρες τῆς Εὐρώπης- ἀνυποψίαστοι γιὰ τυχὸν παρανοήσεις ἡ καὶ ἐσκεμμένες διαστρεβλώσεις.

Ὅμως ἐδῶ θὰ χρειαστεῖ μία πρώτη παρένθεση: ἕνα ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖ τὸ ὁρόσημο τοῦ 1354.

Εἶναι ἄραγε θεμιτὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ Ἑλληνισμὸ καὶ γιὰ ἑλληνικὸ πολιτισμὸ στὸν 14ο αἰώνα; Ἦταν λοιπὸν Ἕλληνες οἱ «Βυζαντινοί», οἱ κάτοικοι τῆς ἀνατολικῆς καὶ πολυεθνικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας;

Ὁ τρόπος ποὺ σπουδάζουμε σήμερα τὴν Ἱστορία προϋποθέτει - σχεδὸν αὐτονόητα- κάποιες σχηματοποιήσεις: ἴσως ἀναπόφευκτες προκειμένου νὰ τιθασεύσουμε τὸ ἱστορικὸ ὑλικό. Διαιροῦμε σχηματικὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο σὲ περιόδους καὶ διαστέλλουμε, ἐπίσης σχηματικά, τοὺς πολιτισμοὺς ἢ τὶς ἐθνότητες. Καὶ ἡ λογικὴ τῶν ἱστορικῶν μας σχηματοποιήσεων, πολὺ συχνά, πειθαρχεῖ σὲ κριτήρια ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τὸν «πολιτισμὸ» ἢ τὴν «ἐθνότητα»- καὶ ποὺ δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ κριτήρια καὶ οἱ ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐξετάζουμε. 

Ἔτσι καὶ στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κράτος, γιὰ πολλὲς δεκαετίες, οἱ Ἕλληνες διδάσκονταν στὰ σχολεῖα τὴν ἱστορία τους χωρισμένη σὲ τρεῖς μεγάλες καὶ μᾶλλον σχηματικὲς περιόδους: Τὴν περίοδο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν πρωτοελλαδικὴ καὶ πρωτομινωικὴ ἐποχὴ (2900 π.Χ.) ὡς τὴν κατάκτηση τῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (146 π.Χ.) ἢ ὡς τὸ κλείσιμο τῶν τελευταίων φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς Ἀθηνᾶς (529 μ.Χ.). Τὴν περίοδο τῆς «βυζαντινῆς» ἡ μεσαιωνικῆς Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης (325 μ.Χ.) ὡς καὶ τὴν πτώση της (1453). Καὶ τὴν περίοδο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας- ἀπὸ τὸ 1453 ὡς σήμερα.

Αὐτὴ ἡ ἐκπαιδευτικὰ παγιωμένη διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπηχοῦσε μίαν ἀντίληψη διαχρονικῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ-καὶ μάλιστα μὲ βάση τὴν ἐθνοφυλετικὴ ὁμοιογένεια. Ἑνὸς Ἑλληνισμοῦ φυλετικὰ ἑνιαίου μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν γενεῶν: μὲ συνέχη βιολογικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια ὡς σήμερα.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν πολὺ ἔγκαιρα, στὸν 19ο αἰώνα, κάποιος ἀσήμαντος γερμανὸς ἱστορικός, ὁ Φαλλμεράυερ, ἀμφισβήτησε τὴν ἀπευθείας καταγωγὴ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ἡ ταραχὴ ποὺ προκλήθηκε στὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο ἦταν ἀποκαλυπτικὴ μιᾶς βαθύτερης συγχύσης. Οἱ Νεοέλληνες δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ὁρίσουν τὴν ἑλληνικότητά τους. Καὶ τὸ μεγαλύτερο σκάνδαλο ἦταν ἡ βυζαντινὴ ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τους: Μὲ ποιὸ κριτήριο νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς Ἕλληνες οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πανσπερμίας τῶν φυλῶν ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία -μίαν αὐτοκρατορία ὡστόσο μὲ κυρίαρχη γλῶσσα τὴν ἑλληνική, μὲ φιλοσοφία καὶ τέχνη ποὺ συνέχιζε ὀργανικὰ καὶ ἀνέπλαθε δημιουργικὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κληρονομία. Σίγουρα οἱ βυζαντινοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας -κάποιοι μὲ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα- συνέχιζαν τὸν προβληματισμὸ καὶ τὸν λόγο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῆς Στοᾶς καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅμως παράλληλα ἔγραφαν λόγους «κατὰ Ἑλλήνων», ἀφοῦ στὴν ἐποχή τους ἡ λέξη Ἕλληνας σημαῖνε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο εἰδωλολάτρης. Ἀλλὰ καὶ ὁ συνολος πληθυσμὸς πρέπει νὰ γνώριζε ἀρκετὰ καλὰ τὰ κείμενα τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἐπὶ χίλια περίπου χρόνια ἀλφαβητάρι γιὰ τὴν ἐκμάθηση ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς ἦταν ὁ Ὅμηρος.

Τὸ δυσεπίλυτο πρόβλημα ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας διαιωνίζεται στὸ νεοελληνικὸ κρατίδιο ὡς σήμερα.

Ὑπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοὶ» διανοούμενοι, ποὺ θεωροῦν ὑποτιμητικὴ κάθε ἐπιμειξία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀμφισβητοῦν πεισματικὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ὑπάρχουν καὶ κάποιοι χριστιανοὶ διανοούμενοι, μὲ ἰδεολογικὰ ἐπεξεργασμένη πίστη, ποὺ προτιμᾶνε τὸ ὄνομα τοῦ «Ῥωμιοῦ» καὶ τῆς «Ῥωμιοσύνης» στὴ θέση τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς ἑλληνικότητας. Ὑπῆρξε καὶ νεοέλληνας Πρωθυπουργὸς καὶ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μιλάει γιὰ τὶς πολλαπλὲς ὑποδουλώσεις ποὺ γνώρισαν οἱ Ἕλληνες: πρῶτα στοὺς Ῥωμαίους, ὕστερα στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μετὰ στοὺς Τούρκους!...

Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσεγγίσουμε τὴ σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴ Δύση στὰ νεώτερα χρόνια, χωρὶς νὰ διατυπώσουμε καταρχὴν μιὰ πρόταση ἐξόδου ἀπὸ τὴν πελώρια αὐτὴ συγχύση-πρόταση κάποιου ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας. Ἡ πρόταση εἶναι νὰ δοῦμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει κανεὶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπέκτησε γεωγραφικὰ σύνορα γιὰ πρώτη φορὰ στὸν 19ο αἰώνα -μόλις πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήντα χρόνια. Καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ σύνορα- τοῦ συμβατικοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στοὺς Τούρκους- ἄφηναν ἀπέξω τὰ τρία τέταρτα τῶν ἑλληνόφωνων πληθυσμῶν τῆς τότε Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δὲν εἶχε ἑνιαία κρατικὴ ὑπόσταση, οὔτε καὶ σύνορα. Ἦταν τὸ σύνολο τῶν «ἑλληνίδων πόλεων» -ἀνεξάρτητες πόλεις- κράτη, ποὺ ἁπλωνόταν ἀπὸ τὴν Μακεδονία ὡς τὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰωνία ὡς τὴν Σικελια, τὴν κάτω καὶ κεντρικὴ Ἰταλία. Οἱ πόλεις αὐτὲς ἀναγνωρίζονταν ὡς «ἑλληνίδες» ὄχι μόνο γιὰ τὴν κοινή τους ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κοινὸ τρόπο τοῦ βίου, δηλαδὴ τὸν κοινὸ πολιτισμό τους [Ἡ κοινὴ ἑλληνικὴ συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικὰ ἔκδηλη στὶς περιπτώσεις τῶν κοινῶν ἑορτῶν καὶ ἀγώνων (στὴν Ὀλυμπία, στὴν Νεμέα, στὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου καὶ στοὺς Δελφούς), ὅπου μόνο Ἕλληνες μποροῦσαν νὰ συμμετάσχουν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πόλη καταγωγῆς τους]. Θὰ ἀπαιτοῦσε μία ἐκτενῆ ἀναπτύξη τὸ περιεχόμενο τῆς λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ ταύτιση μὲ τὸν ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καταρχὴν ὁρισμός.

Στὸν 4ο π.Χ. αἰώνα ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἑνώνει κάτω ἀπὸ τὴ στρατιωτική του ἰσχὺ τὶς περισσότερες ἑλληνίδες πόλεις, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει μία μεγαλεπίβολη ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Κατατροπώνει τοὺς Περσες, ἀλλὰ συνεχίζει τὴν ἐκσταρατεία του ὡς τὴν Βακτριανὴ καὶ τὶς Ἰνδίες. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος ἀντιλαμβάνεται τὴν κατάκτηση αὐτῶν τῶν ἀπέραντων περιοχῶν -ἀπὸ τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Κασπίας ὡς τὴν Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αἴγυπτο καὶ ὡς τὸν Ἰνδικὸ ὠκεανό- εἶναι νὰ ἱδρύει παντοῦ καινούργιες ἑλληνίδες πόλεις, ποὺ μεταφέρουν τὸν ἑλληνικὸ ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Ἔτσι γεννιέται ὁ «μέγας κόσμος» τῆς ἑλληνικῆς οἰκούμενης- ἕνα ἐκπληκτικὸ φαινόμενο πολιτισμικῆς ἔκρηξης ποὺ δὲν ἔχει τὸ ὅμοιο στὴν Ἱστορία.

Ὅταν ἀργότερα ἡ Ῥώμη, ἀκολούθωντας τὸ ὅραμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, θὰ ἑνοποιήσει μὲ τὶς δικές της κατακτήσεις καὶ κάτω ἀπὸ τὸ δικό της διοικητικὸ σύστημα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐξελληνισμένων ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο περιοχῶν, τὸ κοινὸ καὶ συνεκτικὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας της θὰ παραμείνει ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Συνειδητοποιοῦμε ὄχι μόνο τὴν ἔκταση, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος ἡ τὴν ποιότητα ἐξελληνισμοῦ τῆς ῥωμαϊκῆς «οἰκούμενης», ὅταν διαβάζουμε τὰ ἑλληνικὰ κείμενα ἑνὸς φανατικὰ συντηρητικοῦ Ἑβραίου: τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν λαὸς ποὺ ἀντιστάθηκε σθεναρὰ καὶ μὲ αἱματηρὸ τίμημα στὸν ἐξλληνισμό του, καὶ ὁ Παῦλος ἀνῆκε στὴν πιὸ συντηρητικὴ κοινωνικὴ ὁμάδα τῶν Ἑβραίων, στοὺς Φαρισαίους. Κι ὅμως ὁ ἐθνοφυλετικὸς συντηρητισμός του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ χειρίζεται τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὶς ἑλληνικὲς φιλοσοφικὲς ἔννοιες, ἀλλὰ καὶ κάποιους ἕλληνες συγγραφεῖς, μὲ μίαν εὐχέρεια ποὺ δύσκολα θὰ τὴν συναγωνιζόταν ὁποιοσδήποτε Ἀλεξανδρινὸς ἢ καὶ Ἀθηναῖος της ἐποχῆς του.

Ἀπὸ τὸν 2ο κιόλας π.Χ. αἰώνα, ἡ ἴδια λατινικὴ ἀριστοκρατία τῆς Ῥώμης προτιμάει στὶς κοινωνικὲς ἀναστροφὲς τὴ χρήση τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας, καὶ ὅταν τὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα ὁ Παῦλος καὶ πάλι γράφει τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους, δὲν διανοεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὰ λατινικά. Δυόμισι αἰῶνες ἀργότερα, ἡ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα τοῦ Διοκλητιανοῦ θὰ διακρίνει ὅτι τὸ κέντρο τῶν ἱστορικῶν ἐξλιξεων ἔχει ὁριστικὰ μετατεθεῖ στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, γι' αὐτὸ καὶ θὰ περάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς βασιλείας του στὴν Νικομήδεια. Ἔτσι ἔχει προετοιμασθεῖ καὶ τὸ τολμηρὸ ἐγχείρημα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου νὰ μεταθέσει τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας σὲ μιὰ καινούργια ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, τὴ Νέα Ῥώμη, ποὺ ὁ λαὸς θὰ τὴν ἀποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.

Μὲ κέντρο πιὰ τὴν Νέα Ῥώμη, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ διανύσει μία θαυμαστὴ σὲ κάθε φάση τῆς ἱστορικὴ διαδρομὴ ὁλόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, ἡ πολιτισμική της ταυτότητα δὲν εἶναι οὔτε ἀμιγῶς ῥωμαϊκή, οὔτε ἀμιγῶς ἑλληνική. Εἶναι τὸ χριστιανικὸ στοιχεῖο ποὺ πρωτεύει, καὶ μάλιστα ἡ ἐμμονὴ καὶ πιστότητα στὴν ὀρθόδοξη πρωτοχριστιανικὴ παράδοση. Μὲ ἄξονα βίου τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ ἀναχωνεύσει ὀργανικὰ καὶ δημιουργικὰ τὴ ῥωμαϊκὴ παράδοση τοῦ δίκαιου καὶ τῆς διοίκησης, καὶ παράλληλα τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τέχνη. Μετὰ τὸν 6ο αἰώνα θὰ εἶναι καὶ ἐπίσημα μία ἑλληνόφωνη αὐτοκρατορία, καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰώνα θὰ υἱοθετήσει καὶ τοὺς ὅρους Ἕλληνας καὶ ἑλληνικός, φορτισμένους πιὰ μὲ ἀξιολογικὸ περιεχόμενο, γιὰ νὰ ἀντιπαρατάξει τὴ δίκη τῆς πολιτισμικὴ ταυτότητα στὸν καινούργιο πολιτισμὸ ποὺ γεννιέται στὴν κατακτημένη ἀπὸ βάρβαρα φύλα καὶ φυλὲς Δύση.

Αὐτοὶ οἱ καινούργιοι κάτοικοι τῆς δυτικῆς καὶ κεντρικῆς Εὐρώπης, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν ὑποτάξει καὶ ἐξουθενώσει τοὺς λατινόφωνους Ῥωμαίους, φιλοδοξοῦν νὰ σφετερισθοῦν, μὲ τὴ λογικὴ τῆς γεωγραφικῆς ὁριοθετήσης, τὸν τίτλο καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Ῥωμαίου στοὺς πολίτες τῆς ἀνατολικῆς καὶ ἐξελληνισμένης αὐτοκρατορίας. Τοὺς ἀποκαλοῦν χλευαστικὰ «Γραικούς», καὶ ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα ἡ ἱστοριογραφία τους θὰ ἐπινοήσει τὸ πρωτοφανὲς ὄνομα Βυζάντιο καὶ «Βυζαντινός». Βέβαια τὸ Βυζαντιο ὑπῆρξε ἱστορικά: ἦταν ἡ πολίχνη στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου -ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποικία- ποὺ στὴν θέση της ὁ Κωνσταντῖνος ἔχτισε τὴ Νέα Ῥώμη. Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀνάκληση τοῦ παλαιοῦ τοπωνυμίου ἐνδιέφερε τοὺς Δυτικοὺς μόνο γιὰ νὰ ὑποκατασταθεῖ τὸ ὄνομα τῆς Νέας Ῥώμης. Γιὰ τοὺς ἐλληνοφώνους Ῥωμαίους, ἀκόμα ὡς τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ ὄνομα «Βυζαντινὸς» θὰ ἦταν μᾶλλον ἀκατανόητο -θὰ ἠχοῦσε τόσο παράλογα, ὡς ἂν ἀποκαλοῦσε κάποιος τὸν σημερινὸ κάτοικο τῆς Ἑλλάδας «Πλακιώτη» (ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς παλιᾶς συνοικίας ποὺ γύρω χτίστηκε ἡ καινούργια πόλη τῶν Ἀθηνῶν). Κι ὅμως τὸ αὐθαίρετο ἐπινόημα τῶν Δυτικῶν κυριάρχησε τελικά, καὶ εἶναι σήμερα καθιερωμένο στὴν κοινὴ συνείδηση καὶ στὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη.

Στὸ μεταξύ, στὸν 2ο π.Χ. αἰώνα ὡς τὸν 19ο, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ ὅπου ἄνθισαν οἱ ἀρχαῖες ἑλληνίδες πόλεις, γνώρισε διαδοχικὰ περίπου δεκαεπτὰ ἐπιδρομὲς βάρβαρων φύλων καὶ φυλῶν. Ἀπὸ τὶς παραδουνάβιες περιοχὲς ὡς τὴν Κρήτη, καὶ ἀπὸ τὴν νότια Ἰταλία ὡς τὰ βάθη τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τὸν Πόντο, οἱ ἑλληνόφωνοι πληθυσμοὶ δοκιμάστηκαν σκληρὰ ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν κατακτήσεων, ποὺ σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες ἐπιμειξίες μὲ τοὺς γηγενεῖς Ἕλληνες. Ἔτσι, ὁποιοσδήποτε ἰσχυρισμὸς γιὰ φυλετικὴ ὁμοιογενεια καὶ «καθαρότητα αἵματος» τῶν νεώτερων Ἑλλήνων θὰ εἶχε ἐρείσματα μᾶλλον περιορισμένα ἡ συγκεχυμένα, καὶ σὲ μεγάλο ποσοστὸ θὰ ἦταν μόνο ῥομαντικὴ αὐθαιρεσία. Ἀλλὰ τὸ ἱστορικὸ παράδοξο εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ τὴν ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ὁ στρατηγὸς Μακρυγιαννης στὸν 19ο αἰώνα: «ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε τοὺς Ἕλληνες καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά». Αὕτη ἡ «μαγιὰ» τῶν ἑλληνίδων πόλεων καὶ ἀργότερα τῶν κοινοτήτων, μέσα ἀπὸ τὶς κατακτήσεις καὶ ἐπιμειξίες, ἔσῳζε τελικὰ τὴν ἑλληνικὴ ἰδιαιτερότητα: τὴ γλώσσα, τὴ νοοτροπία, τὴν ἑλληνικὴ νοηματοδοτήση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς· ἀπὸ κάποια ἐποχὴ καὶ μετὰ ἑνωμένα ὅλα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀρθοδοξία.

Βέβαια μία τέτοια «μαγιὰ» δυναμικῆς καὶ ἀδιάκοπα ἀνανεουμενης ἑλληνικότητας δὲν ἀνιχνεύεται μὲ ἀναφορὰ σὲ γενεαλογικὰ δέντρα - στὴ συνεχῆ ἱστορικὴ διαδοχὴ οἰκογενειῶν καὶ ὀνομάτων. Ἀνιχνεύεται στὴ λαϊκὴ ποίηση, στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὸν τρόπο ποὺ ἔχτιζαν καὶ εἰκονογραφοῦσαν τὶς ἐκκλησιὲς ὡς τὴν πιὸ ἀπομακρυσμένη ἑλληνικὴ κοινότητα, ἀνιχνεύεται στὴ μουσική, στὶς λαϊκὲς φορεσιές, στὰ προικοσύμφωνα καὶ στὰ συνεταιρικὰ συμβόλαια. Κυρίως στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, ἦταν ἡ ΠΡΑΞΗ τῆς ζωῆς, ἐκφράση τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης (ὄχι ἰδεολογικὰ ἢ φυλετικὰ κριτήρια), ποὺ ξεχώριζαν τὸν ὀρθόδοξο Ἕλληνα ἀπὸ τὸν ἀλλόθρησκο Τοῦρκο ἡ τὸν ἑτερόδοξο «Φράγκο»: Ἦταν ἡ νηστεία, ἡ γιορτή, ὁ χορὸς στὸ πανήγυρι, τὸ ἀναμμένο καντήλι στὸ οἰκογενειακὸ εἰκονοστάσι, τὸ ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ὁ ἁγιασμὸς κάθε μήνα.

Ἔτσι, ὅταν τὸν δεύτερο χρόνο τῆς ἐξέγερσής τους ἐνάντια στὴν τουρκικὴ τυραννία (1822) οἱ Ἕλληνες συγκροτοῦν τὴν πρώτη καὶ ἱδρυτικὴ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, δὲν ἔχουν ἄλλο τρόπο νὰ ὁρίσουν τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα, παρὰ μόνο καταφεύγοντας στὴν θρησκευτική του πίστη. Στὸ τμῆμα Β´ παρ. β τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου διαβάζουμε: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσιν Ἕλληνες».

Εἶναι μᾶλλον ἡ πιὸ ἀπερίφραστη δικαίωση τῆς πρότασης νὰ ὁρίζουμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ βίου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...