Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουνίου 14, 2015

Ἅγιοι τῆς Βορείου Ἠπείρου: «Ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ Χειμαρριώτης ἢ Καυσοκαλυβίτης»


Ἅγιοι τῆς Βορείου Ἠπείρου
Ὁ Ὅσιος Νήφων καταγόταν ἀπὸ τὸ Λούκοβο τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας. Σὲ ἡλικία 10 ἐτῶν τὸν πῆρε ὁ ἀδελφός τοῦ πατέρα του καὶ τὸν πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μεσοποτάμου, κοντὰ στὸ Δέλβινο. Ἀπὸ μικρὸς ἄρχισε νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ ἔγινε πολυμεθέστατος. Ἐπειδὴ διψοῦσε νὰ ζήσει τελειότερα τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀποφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πῆγε ὑποτακτικὸς σὲ ἕνα γέροντα σιναΐτη στὸ Γηρομέρι καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ γέροντα πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ ἐγκαταστάθηκε στὰ μέρη τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἐκεῖ ἔγινε ὑποτακτικός τοῦ θαυμαστοῦ ἀσκητή Θεόγνωστου. Μὲ τὴ συνεχῆ ἄσκηση ἔφθασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καὶ πάρα πολλοὶ μοναχοὶ ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν ὑποτακτικοί τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδὴ ὅμως ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία, ἔφυγε καὶ πῆγε κοντὰ στὸν Ἅγιο Μάξιμο τόν Καυσοκαλυβίτη καὶ ἡσύχαζε μαζί του ἀρκετὰ χρόνια. Ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος γνώριζε ἀπὸ πρὶν γιὰ τὴν κοίμησή του, ἔφυγε ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο στὶς 14 Ἰουνίου 1330 σὲ ἡλικία 96 ἐτῶν. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη του τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τῆς ΣΦΕΒΑ 2015

το είδαμε εδώ

Σάββατο, Ιουνίου 13, 2015

ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ Ο ΓΕΡ. ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ π ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΤΕΡΕΛΟΣ

Όσιος Παΐσιος: Είδες ποτέ σάβανο με τσέπες; Όλα εδώ μένουν!

Κάποτε ήλθε εδώ ένας πολύ γνωστός γιατρός για να μιλήσουμε. Ήταν και η γυναίκα του γιατρός, θρησκευόμενοι άνθρωποι και οι δύο. 

Παραπονιόταν ότι τα παιδιά του ζούσαν κοσμική ζωή και όχι μόνο δεν τηρούσαν τις εκκλησιαστικές παραδόσεις της οικογένειας τους, αλλά και τις ειρωνεύονταν. Χαρακτήριζαν τους χριστιανούς καθυστερημένους, βολεμένους, ανειλικρινείς, υποκριτές και θεομπαίχτες, επειδή η ζωή τους -έλεγαν- δεν συμβαδίζει με τα λόγια τους και τα έργα τους δεν είναι χριστιανικά.

Ακόμη και στο ευχέλαιο, που οι γονείς κάνουν μία φορά το χρόνο στο σπίτι τους και τα παιδιά, όσο ήταν μικρά συμμετείχαν, τώρα αντιδρούν και δεν παρευρίσκονται.

Ο γιατρός έδειχνε πολύ κουρασμένος και απελπισμένος για την πνευματική αδράνεια των παιδιών του. Και νόμιζε ότι όλες οι προσπάθειες, οι δικές του και της γυναίκας του πήγαν χαμένες, δεν έπιασαν τόπο, δεν άγγιξαν τα παιδιά.

Σε κάποια στιγμή ο γιατρός, βάζοντας το κεφάλι μέσα στις δυό του παλάμες, σαν να ήθελε να καλύψει το πρόσωπό του από ντροπή, μου είπε: Φοβάμαι πως το πολύ χρήμα μας έχει κάνει ζημιά.

Τον ρώτησα να μου πει, τί εννοούσε και εκείνος με απόλυτη ειλικρίνεια παραδέχτηκε ότι είχαν ξεφύγει από το μέτρο κι είχαν αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία απολύτως μη αναγκαία. Έχουμε τρία μεγάλα σπίτια, μου είπε. Ένα για μας και από ένα για το κάθε παιδί. Επίσης, δυό εξοχικά, τέσσερα ακριβά αυτοκίνητα, ένα σκάφος, καταθέσεις, πολλά υλικά.

Και συνέχισε: τα παιδιά κακόμαθαν και τώρα μας κατηγορούν ότι προκαλούμε.

Επίσης, μας λένε ότι έχουμε παντρέψει πολύ όμορφα τον πλούτο και τον Χριστιανισμό. Και με παρακάλεσε να του πω τί πρέπει να κάνει για να βρουν πάλι την ειρήνη και την ενότητα στην οικογένεια τους.

Του είπα να τα δώσουν όλα στους φτωχούς και να κρατήσουν μόνο ένα σπίτι, ένα εξοχικό και τους μισθούς τους. Τρόμαξε, άλλαξε χρώμα, φοβήθηκε, απογοητεύθηκε από την απάντηση που του έδωσα.

Έφυγε και δεν ξαναήλθε. Είχε δεθεί με τα εδώ, όχι τα Άνω. Γι’ αυτό και τα παιδιά του αναζήτησαν άλλο τρόπο ζωής, διαφορετικό από αυτόν που οι γονείς τους είχαν προτείνει.

Όταν ακούω ότι υπάρχει μεγάλη φτώχεια, ανέχεια, πονάω πολύ και δεν μπορώ να προσευχηθώ.

Δεν λέω, όταν έχεις δύο χιτώνες να δώσεις τον ένα. Αυτό είναι ασυνήθιστο και δύσκολο για τους πολλούς. Αλλά, αν θέλεις να λέγεσαι χριστιανός και κατέχεις όλα τα αγαθά του Θεού, γιατί ιδρώνεις και αγωνιάς για το παραπάνω και δεν κάνεις ελεημοσύνες και καλά έργα; Να ξέρεις, ότι θεμελιώνει στην άμμο, όποιος έχει πολλά χρήματα και τα διαχειρίζεται εγωιστικά, αδιαφορώντας για τη φτώχεια και τη δυστυχία των συνανθρώπων του.

Είδες ποτέ σάβανο με τσέπες; Όλα εδώ μένουν. Μόνο οι αγαθοεργίες πηγαίνουν στον ουρανό. Ξέρεις γιατί γίνονται οι πόλεμοι; Για το χρήμα.. Γιατί οι πλούσιοι δεν μπορούν να βάλουν χαλινάρι στη λαιμαργία τους και οι φτωχοί δεν εύχονται να αποκτήσουν τα αναγκαία, αλλά ζηλεύουν τα πλούτη και τη δόξα των πλουσίων.

Οι τσέπες σας πρέπει να είναι ανοιχτές, ώστε να φεύγουν τα χρήματα για φιλανθρωπίες. Είναι σκάνδαλο να υπάρχουν τσέπες γεμάτες λεφτά και να είναι ραμμένες. 

Του Τάσου Μιχαλά «Τέσσερις ώρες με τον π. Παΐσιο»

πηγή

Ηγούμενος Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Γρηγόριος: Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ [βίντεο]

alt




το είδαμε εδώ

O ΠΑΠΑΣ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΟΝ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ: ΔΙΠΛΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ, ΔΙΠΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ...


ΘΕΛΕΙ ΚΟΙΝΟ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ Ο ΠΟΝΤΙΦΗΚΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ !!!



ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΣΕ ΑΡΑΓΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ ΟΤΑΝ ΛΑΛΟΥΣΕ ΤΟ
"ΔΙΠΛΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ, ΔΙΠΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ";
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΠΑΣ ΠΡΟΟΡΟΥΝ ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ) ΓΙΑ ΚΟΙΝΟ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΜΕΝΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ Ο "ΓΕΝΙΚΟΣ ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ" ΠΟΥ Ο ΙΔΙΟΣ ΠΡΟΕΙΔΕ ...
ΑΝ ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 16, ΤΟΤΕ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ:


«Θάρθουν δυο χρονιές η μια πίσω από την άλλη που τα ξεροπάλουκα του Μάρτη θα μείνουν στη θέση τους και το γιόμα του φεγγαριού θα κάνει τους παπικούς να γιορτάσουν το Πάσχα αντάμα με το δικό μας. Γράψτε το για να το βάλουν σημάδι τα τρισεγγόνια σας και να ξεύρουν πότε σιμώνουν τούτα που σας λέγω» . 

To είδαμε εδώ

Ἑρμηνεία τῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς (Ρώμ. 2, 10-16) τῆς Κυριακῆς Β’ Ματθαίου κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος

 Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Τήν Κυριακή Β΄ Ματθαίου ἐμμελῶς ἀπαγγέλλεται στούς Ἱερούς Ναούς τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τό 2ο κεφάλαιο καί περιλαμβάνει τούς στίχους 10-16.
Ἀφήνοντας τούς δύο πρώτους στίχους (10-11) διά τό εὐκολονόητον («Δόξα δέ καί τιμή καί εἰρήνη παντί τῶ ἐργαζομένω τό ἀγαθόν, Ἰουδαίω τε πρῶτον καί Ἕλληνι˙ οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρά τῶ Θεῶ»), σπεύδουμε νά παρουσιάσουμε τήν ἑρμηνεία, πού δίδει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[1] στούς ὑπολοίπους στίχους.
Ὁ στίχος 12 λέει : «Ὅσοι γάρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καί ἀπολοῦνται˙ καί ὅσοι ἐν νόμω ἥμαρτον, διά νόμου κριθήσονται».
Σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι μέ τά παραπάνω λόγια ὁ Ἀπ. Παῦλος δείχνει ὅτι, κατά τήν τιμωρία, βαρύτερα κολάζεται ὁ Ἰουδαῖος ἀπό τόν Ἕλληνα (εἰδωλολάτρη), διότι οἱ μέν Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες), λέει, «ἀνόμως ἥμαρτον», δηλ.χωρίς νά ἔχουν τήν διδασκαλία καί τήν κατήχηση τοῦ γραπτοῦ νόμου, γι’αὐτό καί«ἀνόμως ἀπολοῦνται», δηλ. ἐλαφρότερα θά κολασθοῦν, ἐπειδή δέν ἔχουν τόν γραπτό νόμο νά τούς κατηγορεῖ. Γιατί, τό «ἀνόμως», σημαῖνει τό «χωρίς τήν κατάκριση τοῦ γραπτοῦ νόμου». Ὁ δέ Ἰουδαῖος, ἐπειδή ἁμάρτησε μέ τόν γραπτό νόμο, δηλ. ἔχοντας τήν διδασκαλία καί τήν κατήχηση τοῦ γραπτοῦ νόμου, γι’αὐτό καί θά κριθεῖ, δηλ. θά κατακριθεῖ, μέ τόν γραπτό νόμο, ἐπειδή ὁ νόμος σφοδρότερα στέκεται καί τόν κατηγορεῖ ὅτι τόν παρέβη καί ἀκολούθως τοῦ προξενεῖ μεγαλύτερη καταδίκη.
Στό σημεῖο αὐτό ἐπισημαῖνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι ἀπό τόν παραπάνω λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου μαθαίνουμε ὅτι δέν καταδικάζονται τό ἴδιο ἐκεῖνοι, πού ἔπραξαν τό ἴδιο ἁμάρτημα πρό τοῦ νόμου, καί ἐκεῖνοι, πού τό ἔπραξαν μετά τόν νόμο, ἀλλά διαφορετικά, ἀνάλογα μέ τήν γνώση, τήν δύναμη καί τήν τελειότητα τοῦ καθενός καί ἀνάλογα μέ τήν διαφορά τῶν καιρῶν.
Παραθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος καί τήν ἑρμηνευτική προσέγγιση τῶν Οἰκουμενίου καί Θεοφυλάκτου. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, λέει, ἑρμηνεύουν τό«ἀνόμως» καί τό «διά νόμου κριθήσονται» οἱ ἑρμηνευτές Οἰκουμένιος καί ἱερόςΘεοφύλακτος, μέ τήν διαφορά, ὅμως, ὅτι ὁ Οἰκουμένιος προσθέτει πώς οἱ μέν Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες) θά κολασθοῦν ἐλαφρότερα, ἐπειδή παρέβησαν μόνο τόν νόμο τῆς φύσεως, οἱ δέ Ἰουδαῖοι θά κολασθοῦν βαρύτερα, ἐπειδή παρέβησαν καί τόν νόμο τῆς φύσεως καί τόν γραπτό νόμο.  
Καί συνεχίζει ὁ 13ος στίχος : «Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῶ Θεῶ, ἀλλ’ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται».
Ἀντικρούοντας μιά ἑσφαλμένη Ἰουδαϊκή τοποθέτηση, ρωτᾶ ὁ ἅγιος Νικόδημος : Πῶς, λοιπόν, ἐσύ Ἰουδαῖε, λές ὅτι δέν χρειάζεσαι τήν Χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδή δικαιώνεσαι μόνο ἀπό τόν παλαιό νόμο; Γιατί, νά, φάνηκες πώς τίποτε δέν ὠφελήθηκες ἀπό τόν νόμο. Ἄρα, περισσότερο χρειάζεσαι τήν Χάριν τοῦ Χριστοῦ ἐσύ, παρά ὁ Ἕλληνας (εἰδωλολάτρης), ἐπειδή δέν ἔγινες δίκαιος στόν Θεό μόνο ἀπό τήν ἀκρόαση τοῦ νόμου. Διότι, στούς μέν ἀνθρώπους, οἱ ἀκροατές τοῦ νόμου μποροῦν νά φαίνονται σεμνοί και δίκαιοι, ὄχι ὅμως καί στον Θεό, ἀλλά οἱ ποιητές τοῦ νόμου εἶναι αὐτοί, πού δικαιώνονται ἀπό τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος παραθέτει καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Κορεσίου στόν στίχο 13, σύμφωνα μέ τήν ὁποία διττῶς δικαιώνεται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ δικαίωση, λοιπόν, τοῦἀνθρώπου εἶναι διπλή, ἐπειδή ἤ ἀπό ἁμαρτωλός γίνεται δίκαιος, ἤ ἀπό δίκαιος γίνεται δικαιότερος. Ἡ δέ δικαίωση γίνεται διά μέν τῆς πίστεως ἀρχικῶς καί ποιητικῶς, διά δέ τῶν ἔργων ὀργανικῶς. Καί δι’ἀμφοτέρων γίνεται ἡ δικαίωση.«Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου». Νά, ἡ πίστη. «Ἀλλ’ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου». Νά, ἡ πράξη. Ὁ μέν Θεός δικαιώνει, ὁ δέ ἄνθρωπος διαθέτει τόν ἑαυτό του πρός δικαιοσύνη.
Στή συνέχεια, στόν στίχο 14 λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος : «Ὅταν γάρ ἔθνη, τά μή νόμον ἔχοντα, φύσει τά τοῦ νόμου ποιῆ, οὖτοι νόμον μή ἔχοντες, ἑαυτοῖς εἰσί νόμος» καί συνεχίζει στό α΄ μέρος τοῦ 15ου στίχου «οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου γραπτόν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς καλεῖ νά προσέξουμε πώς, ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος λαλεῖ ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, μεταχειρίζεται τά λόγια του τόσο συνετά, ὥστε φαίνεται ὅτι δέν λέει τίποτε ἐναντίον τοῦ νόμου. Γι’αὐτό λέει ἐδῶ, σά νά ὑψώνει καί νά μεγαλώνει τόν νόμο, πώς ἐκεῖνοι, πού δέν ἔχουν μέν νόμο, κάνουν δέ τά ἔργα τοῦ νόμου φύσει, δηλ. πειθόμενοι στόν φυσικό νόμο, τόν ἔμφυτο λόγο τῆς συνειδήσεως, αὐτοί εἶναι θαυμαστοί καί ἐπαινετοί. Γιατί δέν χρειάστηκαν τόν γραπτό νόμο καί γιατί ἐκπλήρωσαν τίς παραγγελίες τοῦ γραπτοῦ νόμου μέ τό νά τύπωσαν μέσα στίς καρδιές τους καί στό συνειδός τους ὄχι γράμματα, ἀλλά ἀγαθά ἔργα, καί μέ τό νά μεταχειρίζονται ἀντί τοῦ γραπτοῦ νόμου, τόν φυσικό νόμο καί λογαριασμό πρός μαρτυρία καί ἀπόδειξη τοῦ καλοῦ καί τῆς ἀρετῆς.
Τρεῖς νόμους ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο : α) τόν γραπτό, β) τόν φυσικό και γ) τόν διά τῶν ἔργων θεωρούμενον. «Ἔθνη, τά μή νόμον ἔχοντα». Ποιόν νόμο; Τόν γραπτό. «Φύσει τά τοῦ νόμου ποιῆ». Ποιοῦ νόμου. Τοῦ διά τῶν ἔργων θεωρουμένου. «Οὖτοι νόμον μή ἔχοντες». Ποιόν νόμο; Τόν γραπτό. «Ἑαυτοῖς εἰσί νόμος». Πῶς καί μέ ποιό τρόπο; Μεταχειριζόμενοι τόν φυσικό νόμο καί τόν λόγο τῆς συνειδήσεως. «Οἵτινες ἐνδείκνυνται τό ἔργον τοῦ νόμου». Ποιοῦ νόμου; Τοῦ διά τῶν ἔργων θεωρουμένου.
Σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅτι οἱ Κορέσιος καί Θεοφύλακτος «νόμο τῶν ἔργων» ὀνομάζουν τόν νόμο τοῦ Μωυσέως, δηλ. τόν ἴδιο γραπτό νόμο.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος μᾶς δίνει, ἐπίσης, καί τήν ἑρμηνευτική τοῦ σοφοῦΘεοδωρίτου στόν 14ο στίχο, κατά τήν ὁποία «Ὅτι ὁ θεῖος νόμος ἀπαιτεῖ τήν πράξη, μαρτυροῦν αὐτοί, πού χρησιμοποίησαν εὐσεβεῖς λογισμούς πρό τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, καί κατακόσμησαν τόν βίο τους μέ ἀγαθές πράξεις καί ἔγιναν νομοθέτες τοῦ ἑαυτοῦ τους».
Στηριζόμενος σέ μερικούς Ἠθικούς, ὁ ἅγιος Νικόδημος λέει ὅτι τρία εἶναι τάγενικά καί καθολικά ἀξιώματα, πάνω στά ὁποῖα στηρίζεται ὁ φυσικός νόμος, καί τά ὁποῖα χρωστᾶ νά φυλάττει, ὅποιος δέν θέλει νά πλανηθεῖ ἀπό τήν ὀδό τῆς ἀρετῆς : Α) Ὅ,τι δέν θέλεις νά γίνεται σ’ἐσένα, μήν τό πράττεις ἐσύ στούς ἄλλους. Β) Ὅ,τι θέλεις νά πράττουν οἱ ἄλλοι στόν ἑαυτό τους, πράξε κι ἐσύ στόν ἑαυτό σου. Καί Γ)Ὅ,τι θέλεις νά πράττουν οἱ ἄλλοι σ’ἐσένα, πράξε κι ἐσύ στούς ἄλλους. Τό πρῶτο ὀνομάζεται ἀξίωμα τοῦ δικαίου. Τό δεύτερο, ἀξίωμα τοῦ τιμίου, καί τό τρίτο, ἀξίωμα τοῦ καθήκοντος ἤ πρέποντος. Ὅλ’αὐτά ὁ Κύριος τά περιέλαβε στά ἑξῆς λόγια : «Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς˙ οὖτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καί οἱ προφῆται»[2]            
Μᾶς καλεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος νά στοχαστοῦμε τήν σοφία τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁ ὁποῖος δέν ἐπέπληξε τούς Ἰουδαίους, καθώς τό ἀπαιτεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ νόμου. Ἐπειδή, κατά τό ἀκόλουθον, ἔπρεπε νά πεῖ : «Γιατί, ὅταν τά ἔθνη χωρίς νόμο, φύσει τά τοῦ νόμου ποιῆ, βέβαια πολύ καλύτερα εἶναι αὐτά ἀπό τούς Ἰουδαίους, πού διδάσκονται ἀπό τόν νόμο». Ὅμως, δέν εἶπε ἔτσι, ἀλλά ἰλαρώτερα, ὅτι τά ἔθνη εἶναι νόμος στόν ἑαυτό τους.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κορέσιος λέει ὅτι, κατά τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, «ἔθνη» ἐδῶ ἐννοοῦνται αὐτά, πού πίστεψαν στόν Χριστό, ἐπειδή ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι συγγενής μέ τήν φύση, καθώς καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶπε στό ἐγκώμιο πρός τόν Μ. Ἀθανάσιο ὅτι ἡ ἔλλαμψη εἶναι συγγενής μέ τήν φύση μας. Κατά δέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, τόν Θεοδώριτο καί τόν Οἰκουμένιο «ἔθνη» ἐδῶ ἐννοοῦνται αὐτά, πού δέν πιστεύουν στόν Χριστό, πράττουν, ὅμως, φυσικῶς μερικές ἀγαθοεργίες τῆς συνειδήσεως.
Ἀπό τά παραπάνω, σύμφωνα πάντα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο, δείχνει ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅτι καί στούς παλαιούς χρόνους καί πρό τοῦ νά δοθεῖ ὁ νόμος, ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων λάμβανε ἀπό τόν Θεό κάθε πρόνοια καί ἐπιμέλεια. Ταυτόχρονα ἐπιστομίζει ὁ Ἀπόστολος καί ἐκείνους, πού ρωτοῦν : «Γιά ποιά ἀφορμή δέν ἤλθε ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου ὁ Χριστός, γιά νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τήν ἐργασία τοῦ καλοῦ»; Ἀποκρίνεται σ’αὐτούς ὁ Ἀπ. Παῦλος, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός ἐξ ἀρχῆς ἔβαλε σέ ὄλους τούς ἀνθρώπους τήν γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ἀφοῦ, ὅμως, εἶδε ὅτι δέν κατορθώνει τίποτα, ἤλθε κι Αὐτός στούς ἐσχάτους καιρούς. 
Παρακάτω τό β΄ μέρος τοῦ 15ου στίχου λέει : «καί μεταξύ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγοροῦντων ἤ καί ἀπολογουμένων»».
Ἀπό ἄλλη ἀρχή, συμβουλεύει ὁ ἅγιος Νικόδημος, πρέπει νά ἀναγνωσθεῖ αὐτό τό ρητό, διότι ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐδῶ διδάσκει περί τοῦ πῶς θά κριθοῦμε ὅλοι κοινῶς οἱ ἄνθρωποι. Γιατί, τότε στέκονται οἱ λογισμοί μας, ἄλλοι μέν κατηγορώντας μας, ἄλλοι δέ ἀπολογούμενοι πρός βοήθειά μας. Δέν χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος κανένα ἄλλον κατήγορο ἤ συμβοηθό σ’ἐκεῖνο τό κριτήριο.
Κατά τόν Οἰκουμένιο τό «κατηγοροῦντων ἤ καί ἀπολογουμένων» ἑρμηνεύεται ὄχι ἐπί ἑνός προσώπου, ἀλλ’ἐπί διαφορετικῶν. Γιατί, οἱ λογισμοί κατηγοροῦν μέν αὐτούς, πού πρόκειται νά κολασθοῦν, ἀπολογοῦνται δέ πρός βοήθεια αὐτῶν, πού πρόκειται νά δικαιωθοῦν. Ἐπειδή, ὅμως, κανένας δέν εἶναι ἀναμάρτητος, γι’αυτό καί οἱ λογισμοί αὐτῶν, πού πρόκειται νά δικαιωθοῦν, τούς κατηγοροῦν, ἐπειδή ἁμάρτησαν συγγνωστά. Νικοῦν, ὅμως, οἱ λογισμοί, πού απολογοῦνται πρός βοήθειά τους, προβάλλοντας τό ἀσθενές τῆς φύσεως καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Σ’αὐτούς, πού πρόκειται νά κολασθοῦν, ὑπερνικοῦν οἱ λογισμοί, πού τούς κατηγοροῦν, ἐπειδή ἁμάρτησαν ἀσύγγνωστα καί ἀμετανόητα. Ὅμως, καί τήν κατάκριση τῶν κατηγορούντων λογισμῶν καί τήν δικαίωση τῶν ἀπολογουμένων, μόνος ὁ Κριτής ἐπάγει. Ἔτσι, λοιπόν, στό μέλλον κριτήριον ὅσοι πολιτεύθηκαν ἔξω ἀπό τόν νόμο ἤ κατηγοροῦνται ἀπό τό συνειδός ὅτι ἁμάρτησαν, δικαίως θά κολασθοῦν ἀπό τόν Θεό. Ἤ ἡ συνείδησή τους ἀπολογεῖται ὑπέρ αὐτῶν, προβάλλοντας ὅτι ἁμάρτησαν ἐν ἀγνοία.
Ὁ μέγας Μακάριος, ἐρμηνεύοντας αὐτόν τόν στίχο, λέει : «Ὅπως σ’ἕνα πλοῖο ὁ κυβερνήτης ὄλους διοικεῖ καί οἰκονομεῖ, ἄλλους μέν ἐπιπλήττοντας, ἄλλους δέ καθοδηγώντας, ἔτσι εἶναι καί ἡ καρδιά, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κυβερνήτη τόν νοῦ, ἔχει τήν συνείδηση γιά νά ἐλέγχει καί τούς λογισμούς νά κατηγοροῦν ἤ καί νά ἀπολογοῦνται. Γιατί, λέει : «μεταξύ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγοροῦντων ἤ καί ἀπολογουμένων». Μᾶς καλεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος νά διαπιστώσουμε ὅτι ἡ συνείδηση δέν ἐγκρίνει τούς λογισμούς, πού ὑπακοῦν στήν ἁμαρτία, ἀλλά εὐθύς τούς ἐλέγχει, γιατί δέν ψεύδεται. Ἐπειδή τί μπορεῖ νά πεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως;  Μαρτυρεῖται, ἐπειδή ἐλέγχει πάντοτε.
Βασιζόμενος σέ κάποιους Ἠθικούς ὁ ἅγιος Νικόδημος, μᾶς δίδει τόν ὁρισμό τῆς λέξεως συνείδηση«Συνείδηση εἶναι ἐκείνη ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία κρίνει ὅτι οἱ πράξεις της εἶναι σύμφωνες μέ τόν νόμο ἤ ὄχι». Γι’αὐτό ἀπό τόν ὁρισμό αὐτόν φαίνεται ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι τέλειος συλλογισμός, τοῦ ὁποίου ἡ μεγαλύτερη πρόταση περιέχει τόν νόμο, ἡ μικρότερη τήν πράξη καί τό συμπέρασμα τήν ψῆφο, ἄν ἡ πράξη εἶναι σύμφωνη μέ τόν νόμο ἤ ὄχι. Γι’αὐτό καί ἡ συνείδηση ὀνομάζεται κανόνας τῶν πράξεων τοῦ ἀνθρώπου, κατήγορος, μάρτυς καί κριτής, ὅπως ὁ Ἀπόστολος δηλώνει μέ τά παραπάνω λόγια του. 
Κατακλείει ἡ ἀποστολική περικοπή μέ τόν 16ο στίχο : «ἐν ἡμέρα ὅτε κρινεῖ ὁ Θεός τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων κατά τό εὐαγγέλιόν μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Θέλοντας νά αὐξήσει ὁ Ἀπόστολος τόν φόβο, δέν εἶπε ὅτι ὁ Θεός θά κρίνει τά ἁμαρτήματα, ἀλλά τά κρυπτά, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι κρίνουν μόνο τά φανερά ἁμαρτήματα, ὁ δέ Θεός θά κρίνει τά κρυπτά διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλ. ὁ Πατήρ διά τοῦ Υἱοῦ. Διότι, «ὁ Πατήρ κρίνει οὐδένα, ἀλλά τήν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῶ Υἱῶ»[3].Ἤ μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τό «διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» ὡς κατά τό εὐαγγέλιο, πού ἀφιερώθηκε σ’ἐμένα διά Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δείχνει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος ὅτι δέν διδάσκει τούς Ρωμαίους διά τοῦ εὐαγγελίου του, δηλ. διά τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος, κανένα πρᾶγμα ἀλλόκοτο καί καινούριο, ἀλλά ἐκεῖνα, τα ὁποία τούς δίδαξε ἡ φύση, δηλ. τήν κρίση καί τήν κόλαση. Αὐτά τά ἴδια διδάσκει καί τό εὐαγγέλιό του.   


[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀπ. Παύλου, τ. Α΄. εκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989, σσ. 92-99.
[2] Ματθ. 7, 12.
[3] Ἰω. 5, 22.

Κυριακή Β Ματθαίου Γνωρίζουμε όντως τον Ιησού; Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος



Ευαγγελικό ανάγνωσμα
Κυριακής Β' Ματθαίου
(Ματθ. Δ' 18-23)

 Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. & Κονίτσης

Η θετική απάντηση των πρώτων μαθητών στην πρόσκληση του Ιησού, όχι μόνο συγκινεί και γίνεται παράδειγμα, αλλά κάνει τους πιστούς να εστιάσουν την προσοχή του νου και την μελέτη της καρδιάς στην προσωπική ο καθένας πρόσκληση Σωτηρίας δια Ιησού.
Τα δύο ζευγάρια των αδελφών μαθητών, οι: Πέτρος και Ανδρέας, μαζί με τον Ιάκωβο και Ιωάννη, ενεργούν με τρόπο δυναμικό που υπαγορεύει ο «λόγος της καρδιάς», γι αυτό, «ευθέως αφέντες τα δίκτυα, το πλοίο και τον πατέρα αυτών, ηκολούθησαν Αυτώ».
  Δεν μπορούσαν βεβαίως εξ' αρχής να γνωρίζουν οι απλοϊκοί και αγράμματοι, αλλά ειλικρινείς ψαράδες της Γαλιλαίας τι θα ακολουθούσε στη συνέχεια. Δεν ήταν δυνατόν να συλλάβουν με το νου τους όλα αυτά τα γεγονότα της θείας οικονομίας που έζησαν και τους συνεκλόνισαν. Αν και δεν ήσαν άσχετοι με το θέλημα του Θεού διότι υπήρχαν μαθητές του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, όμως διαφορετικά στο χώρο της φαντασίας είχαν πλάσει την εικόνα.
Την εικόνα Αυτού για τον οποίον ο Ευαγγελιστής αναφέρει πως «ηλπίζομεν ότι αυτός εστίν  ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ» (Λουκ ΚΔ' 21). 
Ακριβώς λοιπόν διότι ενώ πίστευαν, δεν γνώριζαν τι ακριβώς είναι ο Θεάνθρωπος και πώς ενεργεί, γι αυτό ενώ με την Σταύρωση και την Ταφή απογοητεύονται, χρειάσθηκε κατόπιν να ζήσουν την Ανάσταση και κυρίως να βιώσουν το μοναδικό γεγονός της Πεντηκοστής, ώστε να καταστούν νέοι άνθρωποι. Να γνωρίσουν τον Ιησού όπως πραγματικά είναι και συνάμα να μαθητεύσουν στα «μυστήρια της βασιλείας των ουρανών» (Ματθ. ΙΓ' 11).
Οι μαθητές και μετέπειτα Απόστολοι της Εκκλησίας με το να αφήσουν τα πάντα και να ακολουθήσουν αμέσως τον Κύριο, απέδειξαν ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί κανείς την πρόσκληση του Ιησού με προϋποθέσεις.
Η φράσις του Χριστού «δεύτε οπίσω μου», έχει τέτοιο και τόσο βάθος, που αδυνατεί ο άνθρωπος εξ' αρχής να το γνωρίσει και να το προσμετρήσει. Είναι κάτι το οποίο με τον καιρό αποκαλύπτεται και διά της χάριτος βιώνεται. Η προσωπική πρόσκληση που απευθύνει ο Κύριος Ιησούς δια της Εκκλησίας Του, στην κάθε ψυχή, αυτό δηλ. το «δεύτε οπίσω μου», συμπυκνώνει ολόκληρη την πορεία που θα διανύσει ο άνθρωπος.
Ολόκληρο το στάδιο από την πνευματική του γέννηση δια του Βαπτίσματος, έως και τον οδυνηρό προσωπικό του Σταυρό (που είναι μετρημένος για τις δυνάμεις του), και φυσικά, δια της υπομονής έως την Ανάσταση την Πεντηκοστή και γενικώς όλες τις εκφάνσεις της θείας Οικονομίας που υπαρξιακώς θα βιώσει. Όλα δε αυτά τα ανακαλύπτει κανείς στην συνειδητή και ειλικρινή του πορεία που ξεκινά με ζήλο ένθεο από το πρώτο στάδιο της καθάρσεως, έως εκεί που η προαίρεσίς του θα επιτρέψει στην χάρη του Θεού να τον καθοδηγήσει.
Απλά πριν περάσουμε στις υψηλές και δυσθεώρητες καταστάσεις που μας περιγράφουν οι Άγιοι οι οποίοι έφθασαν στον φωτισμό και αγγίζουν τα κράσπεδα της Θεώσεως, ας αναρωτηθούμε στο ξεκίνημα ή και στην πορεία της οδού του Κυρίου που επιλέξαμε ή ακόμα στο ανέβασμα του «φρικτού μας Γολγοθά», εμείς πώς αντιλαμβανόμαστε τον Κύριο; Έχουμε πραγματικά γνωρίσει τον Ιησού; Μήπως αντί αυτού του Κυρίου που είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας μας, Αυτόν για τον οποίον αναφέρει το Ευαγγελικός λόγος και βιωματικώς γνώρισαν και ζουν οι Άγιοι της Ορθοδοξίας μας, εμείς έχουμε αντ' Αυτού κάτι διαφορετικό μέσα μας που αλλοιώνει στην ύπαρξή μας «Αυτό το πρόσωπο του Ιησού»;
Ίσως παραξενεύουν ή και σοκάρουν τα παραπάνω ερωτήματα. Είναι όμως πραγματικά και βοηθούν ώστε να σπάσει η κρούστα του υποκειμενισμού που καλύπτει την πλάνη σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Και εννοείται ότι στο επίπεδο αυτό που αγγίζουμε το θέμα, δεν έχουμε εμπρός μας όσους δυστυχώς αρνούνται την πρόσκληση του Ιησού. Δεν βλέπουμε απίστους, άθεους και διώκτες της Εκκλησίας, αλλά ήδη βρισκόμαστε εντός του χώρου του Σώματος κι ατενίζουμε προς «τα άγια των αγίων». Γι αυτό και περισσότερο προσεκτική ανασκόπηση του θέματος, θα μας οδηγήσει όχι μόνο στον καθηγητή της ερήμου, τον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος λέγει πως «μπορεί κανείς να βρίσκεται εκατό έτη μέσα στο κελλί του και τελικώς να μη γνωρίζει την ουσία της μοναχικής ζωής», αλλά θα μας προβάλλει και τον αφυπνιστικό λόγο του Κυρίου μας, ότι «πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη την ημέρα Κύριε Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνω υμάς...» (Ματθ. Ζ' 22-23).
Μετά λοιπόν από τον συγκλονιστικό λόγο του ίδιου του Κυρίου, επανέρχεται περισσότερο δυναμικά το ερώτημα.
«Γνωρίζουμε ακριβώς Ποιόν ακολουθούμε και έχουμε επίγνωση Ποιου είμαστε οπαδοί;»
Ήδη είπαμε για τους μαθητές, ότι παρά την ολοπρόθυμη αποδοχή της προσκλήσεως δεν είχαν την ορθή γνώση περί του Χριστού και τούτο φαίνεται από πλείστα όσα σημεία  των Ευαγγελικών διηγήσεων, ιδίως όμως το βλέπουμε στην παρεξήγηση που συνέβη μεταξύ των μαθητών για το θέμα της «πρωτοκαθεδρίας» (Ματθ. Κ' 20-21). Αλλά αυτά συνέβησαν προ της Πεντηκοστής.
Εμείς τώρα, γνωρίζουμε έστω και στοιχειωδώς τη βασική δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας;
Γνωρίζουμε επί παραδείγματι Τριαδολογία και Χριστολογία;
Έχουμε γνώση περί Θεοτόκου, περί Εκκλησιολογίας, Σωτηριολογίας και Εσχατολογίας; Και εάν όχι, τότε πώς ανεχόμαστε να γνωρίζουμε τόσα και τόσα, να λαμβάνουμε καθημερινώς ουδέτερες ή και επιζήμιες γνώσεις και να αγνοούμε αυτά που είμαστε υποχρεωμένοι όσο το δυνατόν περισσότερο να γνωρίζουμε; Μα, εάν δεν γνωρίζουμε το δόγμα, πώς στην συνέχεια θα έρθει το ορθό βίωμα που μας παραδίδουν οι  Άγιοι;
Ίσως περισσότερο από ποτέ ισχύει η στενόχωρη διαπίστωση του Μ. Βασιλείου ότι«Τεχνολογούσι, ου θεολογούσιν οι άνθρωποι». Αυτή είναι η σκληρή και οδυνηρή πραγματικότητα, η άγνοια του Χριστού υπό των Χριστιανών, με αποτέλεσμα, όπως έλεγε σύγχρονος Άγιος, σήμερα, ο κόσμος να έχει γεμίσει «βαπτισμένους ειδωλολάτρες». Να προσθέσουμε ακόμα ότι κάποιους τους βολεύει αυτή η απαράδεκτη κατάσταση και πως πάνω στην παχυλή αυτή άγνοια, οικοδομούν το φρικτό οικοδόμημα της πλάνης, και επενδύουν απολύτως στον ψευδοσυναισθηματισμό των πιστών; Και αυτό επίσης είναι μιά σκληρή και άθλια πραγματικότητα, η οποία όμως αλλάζει άρδην όταν ο πιστός αρχίζει να μελετά στα σοβαρά την κλίση του, να  μελετά και να γνωρίζει την πίστη του και φυσικά να καθοδηγείται υπό αυθεντικών ποιμένων.
Φαίνεται πως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα ή όσο πρέπει ότι ο όλος αγώνας ο προσωπικός αλλά και οι αγώνες στην πορεία της Εκκλησίας μας, συγκλίνουν στο να γνωρίσει ο πιστός ολοένα και περισσότερο το Θεανδρικό πρόσωπο στου οποίου την πρόσκληση «δεύτε οπίσω μου» απαντήσαμε θετικά. Αλλοίμονο δε εάν μια ζωή ολάκαιρη, παρά την αποδοχή μας, παραμείνουμε «καταρτίζοντες τα δίκτυα» της καθηκοντολογίας και αυτής της «Εκκλησιαστικής δεοντολογίας του πρωτοκόλλου».
Αποτελεί κατάντημα το να προσέχει ο πιστός απλώς την «ισορροπία των σχέσεων και των θεσμών και της λεπτής και διακριτής κοινωνίας Εκκλησίας και Κράτους». Και τρισαλλοίμονο εάν οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων αποκτήσουν μια δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία ή αποστεωθούν μέσα σε «ποικίλες τάσεις γεροντισμού» και κοινωνικού συμβατισμού.
Αλλά για ν' αποφευχθούν όλα αυτά, θα πρέπει να δώσουμε το χέρι στους Αποστόλους. Η Αποστολική απλότητα και ο Πατερικός ζήλος, θα πρέπει να γίνονται σύνθημα σε κλήρο και λαό. Έτσι με αυτές τις προϋποθέσεις και τις προδιαγραφές της Ορθοδόξου και αγιαστικής ζωής, μπορούμε να ξεκινήσουμε μετά το ολοκάρδιο “ΝΑΙ” στον Ιησού, την γνώση του Κυρίου μας.
Αδελφοί μου. Οι διάδοχοι των Αποστόλων, δεν μπορεί να είναι απλοί διαβιβαστές των ιστορικών γεγονότων της Βιβλικής Ιστορίας και της Διδασκαλίας του Ιησού. Ούτε πάλι οι πιστοί μπορούν να είναι άνευροι αποδέκτες των ουρανίων μηνυμάτων και να παραμένουν ασυγκίνητοι εμπρός στο μοναδικό πρόσωπο του Χριστού.
Ο ίδιος ο Κύριος στους αποστόλους της κάθε εποχής διαβεβαιώνει πως θα τους κάνει «αλιείς ανθρώπων»! Τούτο δηλώνει μια ιδιαίτερη δημιουργική πράξη, μια ανάπλαση και ένα χάρισμα που όμως χρειάζεται και ο ίδιος ο άνθρωπος να το καλλιεργεί και να το «αναζωπυρώνει» ακαταπαύστως και ισοβίως.
Αλλά και το Σώμα της Εκκλησίας χρειάζεται να ενδιαφέρεται για τους ποιμένες και διδασκάλους του. Να προσεύχεται και να προσέχει αναδεικνύοντας νέους διαδόχους στο πνεύμα των Αποστόλων, αποκλείοντας ταυτοχρόνως όσους έκαναν λάθος και αντί για κάπου αλλού, βρέθηκαν καταμεσής στα άγια των αγίων βλασφημώντας το Ιερόν θυσιαστήριον. 
Έτσι λοιπόν δεν θα ακούγεται τόσο το παράπονο μιας ψυχής που έλεγε «αργά σε έγνων Κύριε», αλλά ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας θα αναμέλπει την λειτουργική ευχή «Ευχαριστούμεν σοι, Κύριε ο Θεός των σωτηρίων ημών, ότι πάντα ποιείς εις ευεργεσίαν της ζωής ημών, ίνα δια παντός προς σε αποβλέπωμεν, τον σωτήρα και ευεργέτην των ημετέρων ψυχών...».


Αμήν.
Αρχιμ. Ιωήλ  Κωνστάνταρος

Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!. Κυριακή Β΄ Ματθαίου. (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας

Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!. Κυριακή Β΄ Ματθαίου. (†) ἐπίσκοπος Γεώργιος Παυλίδης Μητροπολίτης Νικαίας



Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!
«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ, δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ».
  Κυριακή Β΄ Ματθαίου (Ματθ. δ΄ 18-23)

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου ΝικαίαςἮταν αἱ πρῶται ἡμέραι ἀκόμη. Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος, ἔρριχνεν ἁπαλὰ τὶς ἀκτῖνες τοῦ σωτηρίου φωτός Του εἰς τὴν γῆν, ποὺ ζοῦσε στὸ φρικτὸ σκοτάδι τῆς πλήρους ἀγνοίας τῶν ἐθνικῶν, ἤ τῆς ἀναιμικῆς πίστεως τῶν Ἰουδαίων. «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»..... Ἔτσι ἤρχισε τὸ κήρυγμά Του.
Ἡ βασιλεία, ποὺ θὰ ἀντικαθίστα τὴν «χώραν»καὶ τὴν «σκιὰν» τοῦ θανάτου, ἐπλησίαζε...
Μίαν ἡμέραν, ἐνῷ περιπατοῦσεν εἰς τὴν παραλίαν τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδεν ἐκεῖ τοὺς ἀδελφούς, τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἀνδρέαν. Ἔρριχαν τὰ δίχτυα εἰς τὴν θάλασσαν. Ψαράδες ἦταν..
-Ἐλᾶτε κοντὰ μου καὶ θὰ σᾶς κάμω «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», τοὺς εἶπε. Τίποτε ἄλλο. Καμμιὰν ἄλλην ἀμοιβὴν καὶ ὑπόσχεσιν. Ἀλληλοκοιτάχτηκαν. Καὶ χωρὶς συζήτησιν, ἄφησαν τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἠκολούθησαν.

Λίγο πιὸ κάτω ἦσαν ἄλλοι δύο ἀδελφοί: Ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωνάννης. Κοντά των καὶ ὁ πατέρας των, ὁ Ζεβεδαῖος. Τακτοποιοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὰ δίχτυα. Μὲ ἁπλότητα καὶ χωρὶς πολλὰ λόγια ἐκάλεσε καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀδελφούς. Δὲν ἐπερίμεναν περισσότερο. Σηκώθηκαν. Ἄφησαν τὸν πατέρα τους καὶ τὰ δίχτυα καὶ «εὐθέως» ἠκολούθησαν τὸν Χριστόν...
Δὲν τὸν ἠρώτησαν ποῦ θὰ πάνε! Τί θὰ κάμουν!  Πῶς θὰ ζήσουν!  Ἀ μ έ σ ω ς   καὶ χωρὶς ἀναβολὴν παρέδωκαν τοὺς ἑαυτοὺς των  ὁ λ ο ψ ύ χ ω ς  εἰς τὸν Χριστόν.
Αὐτὸ τὸ «εὐθέως», ποὺ σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὑαγγελιστής, εἶναι πολὺ σημαντικόν, ἀγαπητέ μου ἀναγνῶστα. Ἀφορᾶ καὶ ἡμᾶς. Ἄς τὸ μελετήσωμεν προσεκτικά.
Δεῦτε ὀπίσω μου...
Ἔτσι ἐκάλεσεν ὁ Κύριος τοὺς μαθητάς Του.  Χωρὶς καμμίαν ἄλλην ἐλκυστικὴν  πρότασιν. Ἁπλῶς τοὺς ὑπεσχέθη νὰ τοὺς κάμῃ «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Περίεργος, βέβαια, κλῆσις. Ἀσφαλῶς δὲν θὰ κατάλαβαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸ βαθύτερον νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Ἦτο χωρὶς λάμψιν ὁ Διδάσκαλος. Χωρὶς πλοῦτον. Χωρὶς μέγαρα καὶ ἀνέσεις. Ἄν ἠρνοῦντο, θὰ ἦτο φυσικόν, δικαιολογημένοι. Καὶ ὅμως δὲν ἠρνήθησαν. Ἐπίστευσαν χωρὶς ἐπιφύλαξιν. Ἠκολούθησαν ἄνευ ἀναβολῆς. Ὁλοψύχως.
Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἤμειψε. Τοὺς ἀνέδειξε πράγματι «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἐτράβηξαν εἰς τὴν θείαν «σαγήνη», εἰς τὸ εὐλογημένο δίχτυ τῆς πίστεως, τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἐθεμελίωσαν ἔτσι τὸν νέον κόσμον. Αὐτοὶ ἔγιναν οἱ οἰκοδόμοι. Δοξασμένοι καὶ αἰώνιοι.
Τὶ θὰ ἔχαναν ἄν δὲν ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστόν!  Ἄν ἀνέβαλλον!  Ἄν ἔλεγαν: «ἔχομεν δουλειές», ἀργότερα!
Θὰ ἔμεναν ἀφανεῖς ψαράδες, ποὺ θὰ τοὺς ἔτρωγε τὸ κῦμα, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ βιοπάλη... ὅπως τόσοι ἄλλοι στὴν ἐποχή των... Καὶ ὅμως χάρις εἰς τὸ «εὐθέως» ἐσώθησαν.
«Δεῦτε ὀπίσω μου». λέγει καὶ εἰς ἡμᾶς, φίλε ἀναγνῶστα, ὁ Κύριος. Ὄχι βέβαια διὰ νὰ μᾶς κάμῃ «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ὡρισμένοι παίρνουν καὶ αὐτὴν τὴν τιμητικὴν ἀποστολήν.  Καὶ γίνονται οἱ σύγχρονοι μικροὶ ψαράδες, ποὺ προσελκύουν εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν τοὺς ἄλλους.
Οἱ ἄλλοι ὅλοι καλοῦνται ἀπὸ τὸν Χριστὸν διὰ νὰ γνωρίσουν βαθύτερα τὸ θέλημά Του, νὰ γίνουν συνειδητότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του, νὰ αἰσθανθοῦν δυνατότερα τὶς συγκινήσεις τῆς ἁγίας καὶ εὐλογημένης γνησίας χριστιανικῆς ζωῆς, νὰ καταστοῦν «υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας», νὰ ἀναδειχθοῦν «ἅλας τῆς γῆς», πολῖται τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Μεγάλη ἡ κλῆσις. Καὶ ὑψηλή. Καὶ αἰωνίων συνεπειῶν. Καὶ τὸ ἄξιον προσοχῆς εἶναι, ὅτι δὲν ζητεῖ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὰς οἰκογενείας μας καὶ τὰς ἐργασίας μας. Οὔτε νὰ ὑποστῶμεν ταλαιπωρίας καὶ θυσίας, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι. Ἐκεῖνοι Τὸν ἠκολούθησαν μέχρι τέλους καὶ ἔδωσαν καὶ τὸ αἷμα των δι’ Αὐτόν. Ἀπὸ ἡμᾶς ὁ Χριστὸς ζητεῖ μόνον νὰ διακόψωμεν τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν ἁμαρτίαν, νὰ εἴμεθα πρᾷοι καὶ εἰλικρινεῖς, ἄνθρωποι τῆς ἀγάπῃς καὶ τῆς καλωσύνης, ψυχαὶ μὲ ἰδανικὰ καὶ ἀνώτερα αἰσθήματα, ὑπάρξεις μὲ δημιουργικὴν πνοὴν καὶ εὐγενεῖς ἐπιδιώξεις. Μὲ ἄλλας λέξεις, ζητεῖ νὰ μᾶς κάμη προσωπικότητας, ποὺ θὰ ξεχύνουν ἄρωμα καὶ πολιτισμὸν κὰι θὰ δημιουργοῦν γύρω των ἀτμόσφαιρα πλυμμυρισμένην ἀπὸ φῶς καὶ ἀρετήν.
Κρῖμα ὅμως!  Ἡ ἀπάντησις εἰς τὴν κλῆσιν τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς στερεότυπη: «Σήμερα ἔχομε δουλειές. Αὔριον βλέπομεν». «Ἄν περάσῃ καὶ αὐτὸς ὁ χρόνος». «Ἔχομε καιρόν». «Βρὲ ἀδελφέ, μὴ βιάζεσαι. Δὲν χάθηκε ὁ κόσμος».  Καὶ ὁ καιρὸς περνᾷ. Καὶ ἡ ἡλικία προχωρεῖ καὶ αὐτή.  Καὶ τὰ μαλλιὰ ἀσπρίζουν. Καί....
Γιὰ σταθῆτε. Τὸ λάθος μας εἶναι φοβερόν.
Αὐτὴ ἡ ἀναβολὴ ἠμπορεῖ νὰ θάψῃ τὴν αἰώνιαν εὐτυχίαν μας.  Δὲν λέγομεν ὑπερβολάς. Γιατὶ λησμονοῦμεν δυὸ σοβαρὰς πλευρὰς τοῦ θέματος;
Πρῶτον. Ποῦ τὸ ξέρεις;
Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ ζήσωμεν ἀρκετὰ ἀκόμη χρόνια, ὥστε νὰ δικαιολογῆται αὐτὴ ἡ ἀναβολή; Δὲν βλέπομεν γύρω μας πόσον ἀδυσώπητος εἶναι ὁ θάνατος; Τὸ δρεπάνι του κοφτερό, θερίζει ἀπροειδοποίητα τοὺς φτωχοὺς ὁδοιπόρους τῆς γῆς.... Δὲν κάμει διακρίσεις.  Βασιλεῖς καὶ μεγάλοι εἰς τὸν τάφον, ὅπως καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ ἄσημοι.
Ἔρχεται ὡς «κλέπτης ἐν νυκτί» ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου, διὰ νὰ θέσῃ τέρμα εἰς ὄνειρα καὶ ἐπιδιώξεις, διὰ νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κυνηγᾷ τὴν «χίμαιραν», διὰ νὰ διαλύσῃ οἰκογενείας, διὰ νὰ διαψεύσῃ προσδοκίας, διὰ νά....
Καὶ ἄν ἔλθῃ, ἀδελφέ, εἰς ὥραν, ποὺ ἡμεῖς ἔχομεν ἀκόμη ἁπλωμένα τὰ δίχτυα τῶν ὑποθέσεών μας, χάριν τῶν ὁποίων ἀνεβάλαμεν τὴν προσέλευσίν  μας εἰς τὸν Χριστόν; Ἄν ἔλθῃ εἰς τοιαύτην ὥραν; Γυμνὴ ἡ ψυχή μας, τραυματισμένη ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ διαβόλου, ρυπαρὰ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν, ἀνίσχυρη, ἔνοχος, ἀπροσταύτευτη, ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλους, τί θὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὸν Θεόν, πῶς θὰ δικαιολογηθῇ διὰ τὴν ἀναβολή, διὰ τὴν κατάπτωσίν της;
Μή!  Μὴ ἀναβάλωμεν δι’ αὔριον, ὅ,τι ἠμποροῦμεν νὰ κάνωμεν σήμερον. Τὸ «αὐριον» δὲν εἶναι ἰδικόν μας. Εἶναι ἐνδεχόμενον νὰ μὴ τὸ ἀντικρύσωμεν. Τὸ «σήμερον» μόνον μᾶς ἀνήκει. Ἄς μὴ τὸ ἀφήσωμε νὰ παρέλθῃ ἀνεκμετάλλευτον καὶ νεκρόν. Ὁ δρόμος τοῦ «αὔριον» ὁδηγεῖ εἰς τὴν πόλιν τοῦ «ποτέ», λέγει μία σοφὴ παροιμία.
Πολλὰ ἔργα ἔμειναν στὴ μέση, ἐνῷ ἦτο δυνατὸν νὰ ὁλοκληρωθοῦν. Ἡ συνεχὴς ἀναβολὴ τὰ ἐματαίωνεν. Ἔτσι ἦλθεν ὁ θάνατος καί.... Ἄς κάμωμεν, λοιπόν, χωρὶς ἀναβολὴν τὸ καθῆκόν μας. Εἶναι πιὸ ἀργὰ ἀπὸ ὅ,τι νομίζομεν. Τὸ κερὶ τῆς ζωῆς μας σβήνει κάποτε ἀπότομα. Καὶ ἄν ἤδη πλησιάζῃ;
Καὶ δεύτερον. Θὰ τὸ θέλῃς τότε;
Ἀναβάλλομεν. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς. Ἡμεῖς τίποτε. «Ὅταν γηράσω. Ἔχω καιρόν». Πολὺ καλά. Ἔχεις καιρόν. Δηλ. ἄν τὸν ἔχῃς. Ἔστω ὅμως. Θὰ ἕχῃς ἇρά γε τότε τὴν διάθεσιν; Καὶ ἄν σκληρυνθῇ ἡ ψυχή; Καὶ ἄν ἡ ἁμαρτία διαποτίσῃ τὸ εἶναι μας κατὰ τρόπον μόνιμον καὶ ὁλοκληρωτικόν; Καὶ πεθάνῃ μέσα μας ἡ ἐπιθυμία μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς; Καὶ διαστραφῇ ἡ συνείδησις; Καὶ νεκρωθῇ ἡ πίστις;
Ἡ διάθεσις τῆς ψυχῆς πρὸς μετάνοιαν ὁμοιάζει μὲ εὐαίσθητο σπάνιο λουλούδι. Φυτρώνει ὡρισμένην ἐποχὴν καὶ χρειάζεται πολὺ ὁμαλὰς καιρικὰς συνθήκας.  Στὸ χειμῶνα, στὸ λίβα δὲν ἀντέχει.  Καίεται καὶ ξηραίνεται....
Πόσες ψυχὲς ἔπαθαν αὐτὴν τὴν φθοράν!  Πόσοι ἄφησαν τὴν εὐκαιρίαν νὰ περάσῃ, καὶ ἀργότερα δὲν ξανῆλθε ἤ δὲν ἦσαν πιὰ πρόθυμοι νὰ τὴν ἐκμεταλευθοῦν!  Καὶ ἔφυγαν μὲ τὰ μεγάλα χρέη ἀνεξόφλητα!  Ὑπόδικοι!  Χρεῶσται!  Γιὰ πάντα. Χωρὶς ἐλπίδα πιὰ ἀλλαγῆς!  Μὴν ποῦμε, λοιπόν, ὅτι θὰ «ἀκολουθήσω τὸν Χριστὸν ἀργότερα».
Αὐτὸ σημαίνει ματαίωσιν.  Καὶ αὐτὴ ἡ ματαίωσις εἶναι ὄλεθρος. Χωρὶς τέλος.  Χωρὶς ἐλπίδα μεταβολῆς. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς, εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορινθ. στ΄ 2) . «Νῦν».  Τώρα. Ὅχι αὔριον.  Λοιπὸν, ἀδελφοί, «μὴ καθεύδωμεν, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν» (Α΄ Θεσ/κεῖς ε΄ 6), μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἡ ἀναβολὴ εἶναι ὕπνος ὕπουλος. Ἀποκοιμίζει τὸν ἄνθρωπον σὲ στιγμὴν, ποὺ ὁ διάβολος κάμει ἀνεμπίδιστα τὸ ἔργον τῆς φθορᾶς.
Βγάζει σιγὰ-σιγὰ  τὰ ἀγκωνάρια ἀπὸ τὴν οἰκοδομήν. Μᾶς ξεγελάει μὲ τὴν σκέψιν, ὅτι ἔχομεν καιρόν.... Και αἴφνης, ὅλα γίνονται συντρίμμια. Τὸ σπίτι πέφτει. Καὶ παρασέρνει μὲ τὴν πτῶσιν του τὰ πάντα. Ψυχήν, σωτηρίαν, παράδειον... Τρομερόν!

Ἀγαπητοί,

Ἦταν κλειδοῦχος σὲ σιδηροδρομικὸ σταθμό. Χρόνια πολλά.  Κανόνιζε μὲ τὰ κλειδιὰ του τὶς γραμμές. Ἤξερε πότε ἔρχονται τὰ τραῖνα.
Μιὰ βραδιὰ εἶχαν ἔλθει κάποιοι φίλοι του. Θέλησε νὰ τοὺς περιποιηθῇ. Ἔστρωσαν τραπέζι στὸ σπίτι του. Εἶχαν καὶ λιγάκι κρασί.  Ἦλθαν στὸ κέφι... Ὥρα 10.30΄ μ.μ.  Σκοτάδι ἔξω.  Στὶς 12.15΄ περνοῦσεν ἡ ταχεῖα. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἐλεύθερη τὴ γραμμή. Δὲν σταματοῦσε σ’ αὐτὸν τὸν σταθμόν.  Κοίταξε τὸ ὡρολόγι του.
-Ἔχουμε ἀκόμη καιρό, εἶπε. Ἀργότερα.
Ὥρα 11. 39΄.... 12.... 12.14΄... Σφυρίζει ἡ ταχεῖα... Θυμήθηκε τότε, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀνοίξῃ τὴ γραμμή... Ἔτρεξε.  Δὲν ἐπρόφθασε. Σὲ λίγο ἀκούστηκε ἕνας δαιμονιώδῃς κρότος. Φωνές, κλάματα, αἵματα... Καὶ τὸ σκοτάδι ἀπαίσιο... Τὶ εἶχε συμβῇ... Ἡ ταχεῖα μπῆκε σὲ ἄλλη γραμμή. Ἔπεσαν ἐπάνω σὲ σταματημένα βαγόνια. Σύγκρουσις τρομερά. Ἔξετροχιάσθη.  Νεκροὶ καὶ τραυματίαι ἀρκετοί.... Ὁ κλειδοῦχος τρελλάθηκε ἀπὸ τὴ θλῖψι του. Ἐγύριζε χρόνια στοὺς δρόμους καὶ ἐφώναζε:
-Ἐγὼ φταίω.  Ἐγὼ φταίω.

Ἀδελφοί μου,

 Ἀπὸ τὰ συντρίμμια τοῦ τραίνου, ἀπὸ τὰ αἵματα τῶν τραυματιῶν, ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔρχεται καθαρὰ ἡ προτροπή, ποὺ μᾶς λέγει:
-Σᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ Τὸν ἀκολουθήσετε. Μὴ ἀναβάλλετε οὔτε στιγμήν. Ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία σας. Σπεύσατε!  Ἀμέσως καὶ ὁλοψύχως!....



Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
(σελ.52-56)
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία 
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 

Κυριακή Β Ματθαίου Ξανά από την αρχή - δ. Γρηγόριος Φραγκάκης



Ξανά από την αρχή
(Κυριακή Β΄Ματθαίου)
Από τoν αµπελώνα της Μεγάλης Εκκλησίας

Στο ευαγγελικό ανάγνωσµα της Κυριακής ο Χριστός καλεί τους πρώτους µαθητές στην αλιεία του ανθρώπου από τον βυθό του κόσµου. Εκείνοι, αναγνωρίζοντας το αυθεντικό και το αληθινό –τί άλλο– στο πρόσωπό Του παρατούν πλοία και δίχτυα και αφήνονται στη µέριµνά Του. Έτσι χάνουν τη δική τους µέριµνα για όσα µπορεί να καλύψει το σκοτάδι του θανάτου και µέριµνά τους γίνεται Εκείνος που δεν είχε στέγη µόνιµη να διαµένει. Στη σύγχρονη εποχή τα πάντα γίνονται βιαστικά επιδιώκοντας τη µέριµνα ολοένα περισσότερων ζητηµάτων. Πρόχειρες φιλίες, γνωριµίες σκοπιµότητας, οικονοµικές συνεργασίες, κοινωνικές επαφές, µια ζωή ολόκληρη στο βωµό της µέριµνας. Το σηµαντικότερο, όµως, είναι ότι στο τέλος όλων αυτών ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές και ιδίως όταν µένει µόνος του, δεν αισθάνεται ευτυχισµένος. Απελπίζεται. Νιώθει χαµένος, κενός, χωρίς νόηµα ζωής. Ζει για να εργάζεται ή καλύτερα για να δουλεύει. Οι κόποι πολλοί. Οι µέριµνες ατελείωτες. Τελειώνουν µόνο όταν κάποια τυχόν λυπηρή σύµπτωσι αναστατώσει τη µονότονη καθηµερινότητα.

Η ψυχή του ανθρώπου δε διαφέρει από εποχή σε εποχή. Πάντα αναζητά το αληθινό και το γνήσιο. Και όπου και οποτεδήποτε το εντοπίσει καταφεύγει κοντά του παρατώντας µε ευχαρίστησι τα δίχτυα µε τα οποία η ζωή τους
µπλέκει διαρκώς στη µαταιότητα και στο κίβδηλο. Με το φρόνηµα αυτό προστρέχει ο άνθρωπος και καταφεύγει στη σκιά των Αγίων. Γοητεύεται από την αγία αµεριµνησία τους, καλύτερα από τη µέριµνά τους µόνο για τη Βασιλεία του Θεού. Με αυτόν τον πόθο και οι Πατέρες που επέλεξαν τον Άθω για να αναζητήσουν, µέσα από την άσκησι και την υπακοή, τον Θεό µέσα τους, έγιναν και γίνονται το καταφύγιο όπου ο κόσµος προσπαθεί να περισώσει κάτι από το αρχαίο κάλλος.
Θυµάται και συνάζει αυτήν την Κυριακή τους Αγίους του Αγίου Όρους η Μεγάλη Εκκλησία. Τιµά τους κόπους τους. Τιµά την ποικίλη προσφορά τους. Σεµνύνεται για την ύπαρξί τους. Επικαλείται τις προσευχές τους. Κυρίως, όµως, τους περιφέρει στης ανθρωπότητας την δήθεν αλιεία για να ελκύσει σε µια ζωή αληθινή. Οι περισσότεροι από εκείνους άφησαν πλούτη, σπίτια, οικογένεια, και το πιο σπουδαίο άφησαν πίσω, εκεί όπου ανήκει, στον κόσμο, «το ίδιον θέλημα». Έτρεξαν πίσω από την υπακοή για να βρουν Εκείνον που µε τη θέλησί Του έκανε υπακοή στον Πατέρα, αγίασε αυτήν την έννοια και έδειξε τον δρόµο που οδηγεί αναµφισβήτητα  στη  Βασιλεία  Του.  Στους  βράχους  του Όρους πάλαιψαν ανελέητα µε το «εγώ». Στα κελλιά τους µετανοούσαν για τις αµαρτίες τους. Στις νηστείες και στις µακρές Ακολουθίες έθεταν τα όρια ανάµεσα στο σώµα και στο πνεύµα. Στις αγρυπνίες µε αγωνία ζητούσαν το Φως. Στην εγκράτεια το ακόρεστο της επιθυµίας για θέωσι. Στις ερηµίες την κοινωνία µαζύ Του. Στη σιωπή τις απαντήσεις Του. Στα δάκρυα την ατέλειωτη χαρά. Στη φύσι τον Δηµιουργό. Με µια φράσι, µε τη ζωή τους ολόκληρη προσπάθησαν να ευαρεστήσουν τον Θεό κάνοντας το ακριβώς αντίθετο από τους Πρωτόπλαστους. Από τον πρώτο ως τον πλεόν σύγχρονο. Στα µάτια των Αθωνιτών Αγίων ξεκουράζεται κανείς. Ο βυθός τους κρύβει τη γαλήνη του Ευαγγελίου και τί πιο ωφέλιµο για όσους βυθιζόµαστε στην ατελεύτητη αναζήτησι κάθε µέριµνας εκτός από αυτής που χρειάζεται.
Οι ψαράδες άφησαν τα δίχτυα των πλοίων και ξεχύθηκαν στου κόσµου τις φουρτουνιασµένες θάλασσες για να  κηρύξουν  τον  Βασιλέα  της  Ειρήνης.  Οι  Αγιορείτες Άγιοι, αλιεύµατα αποστολικά, µας διδάσκουν του περιττού και του άσκοπου και του αγχώδους την περιφρόνησι. Ξεκινώντας εµείς τον αγώνα και τη γνωριµία µαζύ Του ξανά από την αρχή, ας Τον συναντήσουµε όπως Εκείνος θέλει: εκούσια, αποκλειστικά, ανεπιτήδευτα. Ο Παράδεισος µας περιµένει να τον ποθήσουµε.

δ. Γρηγόριος Φραγκάκης

Πηγή: Απογευματινή Κωνσταντινουπόλεως
το είδαμε εδώ

Για τους αντίπαλους της πίστης (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)



Στον θεολόγο Κ.Ι. 

Γιατί φοβήθηκες; Ξεσηκώθηκαν οι φτωχοί εναντίον του πλούτου σου κι εσύ φοβήθηκες! Ανέκαθεν ήταν έτσι, οι φτωχοί να βλέπουν τους πλούσιους με δυσαρέσκεια. Η πίστη σου είναι ο πλούτος σου. Η χριστιανική σου πίστη περιλαμβάνει τον ουρανό και την αιωνιότητα και τη χαρά και το φως και τους αγγέλους και το τραγούδι. Και εκείνοι που είναι χωρίς όλα αυτά εξεγείρονται εναντίον σου, του αληθινά πλούσιου. Εάν αυτοί εξεγείρονταν , για να γίνουν και οι ίδιοι πνευματικά πλούσιοι σαν εσένα, τότε να χαιρόμασταν. Αλλά όχι∙ αυτοί θέλουν μόνο να φτωχύνουν εσένα. Σ’ αυτό έγκειται η διαφορά μεταξύ των εξεγειρόμενων εναντίον των κοσμικά πλουσίων και των εξεγειρόμενων εναντίον των πνευματικά πλουσίων....


Εκείνοι οι πρώτοι θά ‘θελαν να τους αφαιρέσουν τον πλούτο και να τον οικειοποιηθούν, ενώ αυτοί οι δεύτεροι να τον αφαιρέσουν και να τον πετάξουν. Σ’ εκείνους τους πρώτους είναι συχνή η ανάγκη, καμιά φορά και η ζήλια, ενώ στους δεύτερους είναι η μοχθηρία. Και η μοχθηρία τρέφεται με το σκοτάδι της άγνοιας και στα στήθη της φέρει την τιμωρία για τον εαυτό της. Εάν μισείς τον μοχθηρό, τον τιμωρείς διπλά. Εάν τον φοβάσαι, τιμωρείς τον εαυτό σου. «μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», μας διδάσκει οι απόστολος αφού, λέει, «ἥτις αὐτοῖς μέν ἐστιν ἔνδειξις ἀπωλείας, ὑμῖν δὲ σωτηρίας, καὶ τοῦτο ἀπὸ Θεοῦ» (Φιλ. 1, 28). Ο Κύριος που βλέπει τα πάντα, βλέπει κι εσένα και τους αντιπάλους σου ασταμάτητα, από το πρωί έως το βράδυ και από το βράδυ έως το πρωί. Να σκέπτεσαι τον Κύριο και δεν θα φοβάσαι. Ένας θαρραλέος νεαρός μου έγραφε πως παλεύει για την ψυχή του. «Όταν σκέπτομαι», λέει «τον Θεό δίπλα μου, ούτε καν φοβάμαι τον αντίπαλο∙ όμως μόλις η σκέψη μου για την εγγύτητα του Θεού απομακρυνθεί από μένα, με καταλαμβάνει ο φόβος». Και το πρόβατο αισθάνεται θαρραλέο δίπλα στον ποιμένα του. Πλησίασε κι εσύ δίπλα στον καλό Ποιμένα, τον Χριστό. Να προσεύχεσαι σ’ Αυτόν, να ανοίξει τα μάτια και την καρδιά στους αντιπάλους της πίστης, για να μπορέσουν να δουν, ότι αυτοί δεν είναι αντίπαλοι κανενός παρά μόνο του εαυτού τους. Για να μπορέσουν να δουν μόνο τη σωτηρία τους.


Ειρήνη σε σένα από τον Θεό.




(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Β΄», Εκδόσεις «Εν Πλω»)
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...