Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2016

ΜΕΓΑΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ- ΜΕΓΑΛΟ ΦΑΡΜΑΚΟ. ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΑΓΙΑΣΜΟ!

Εσφαλμένες απόψεις που, δυστυχώς, διδάσκονται στις μέρες μας
ακόμη και από Κληρικούς! 

theofaneia
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Ε. Βολουδάκη

Στις 5 Ιανουαρίου, τελείται στους Ορθοδόξους Ιερούς Ναούς η Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού και εν συνεχεία οι ιερείς θα αγιάσουν τα σπίτια όσων χριστιανών το επιθυμούν και το ζητήσουν.
Η ίδια Ακολουθία θα τελεσθεί και στις 6 Ιανουαρίου,  εορτή των Θεοφανείων, κατά την οποία εορτή πανηγυρίζουμε  το γεγονός της Φανερώσεως επί της γης του Χριστού ως Μονογενούς Υιού και λόγου του Θεού Πατρός. Ταυτοχρόνως εορτάζουμε και τη φανέρωση της Αγίας Τριάδας, καθ’ ότι, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν».
Ο αγιασμός και των δύο ημερών, 5ης και 6ης Ιανουαρίου, είναι ίδιος. Δηλαδή έχει την ίδια αγιαστική δύναμη.
Μερικοί, όμως, παρασυρόμενοι από το γεγονός ότι την παραμονή των Θεοφανείων παραλείπεται η ανάγνωση της πρώτης μεγάλης Ευχής ισχυρίζονται ότι, ένεκα αυτής της ελλείψεως, ο αγιασμός της 6ης Ιανουαρίου είναι μεγαλυτέρας αγιαστικής χάριτος. Οι υποστηρικτές αυτής της απόψεως δεν έχουν δίκιο, διότι η παραλειπομένη ευχή δεν είναι αγιαστική αλλά κηρυκτική. Αναλύει θεολογικά το νόημα της εορτής χωρίς, όμως, να περιέχει επίκληση της αγιαστικής Θ. Χάριτος.
Πραγματική διαφορά αγιαστικής δυνάμεως υπάρχει μεταξύ του Μεγάλου Αγιασμού και του Μικρού αγιασμού που τελείται στην αρχή κάθε μηνός.
Η διαφορά αγιαστικής Χάριτος Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. Δεν διαφέρει η ποιότητα της Θ. Χάριτος, η Οποία είναι η αυτή πάντοτε αλλά διαφέρει η ποσότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιερωσύνη. Και οι τρεις βαθμοί της, Επίσκοπος, Πρεσβύτερος, Διάκονος έχουν λάβει την ίδια ποιότητα Θ. Χάριτος αλλά όχι την ίδια ποσότητα και γι’ αυτό υπάρχει διαφορά στην ενέργεια των τριών βαθμίδων της Ιερωσύνης.
Ο Μέγας Αγιασμός είναι το σπουδαιότερο φάρμακο της Εκκλησίας μας μετά τη Θ. Κοινωνία και γι’ αυτό μεταλαμβάνουμε του αγιασμού πριν να λάβουμε το αντίδωρο, ενώ, αντιθέτως, ο μικρός Αγιασμός, ως τέταρτος κατά σειράν δυνάμεως, λαμβάνεται μετά το αντίδωρο. Μέγα Αγιασμό λαμβάνουν και όσοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις και την ανάλογη προετοιμασία για τη Θ. Μετάληψη.
Ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της Μετανοίας και την Εξομολόγηση, καθ’ ότι η αρχή του ανάγεται στο βάπτισμα μετανοίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίο ενεργοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε με την Παρουσία και την Βάπτιση του Κυρίου μας στον Ιορδάνη ποταμό.
Η σύνδεση του Μ. Αγιασμού με το μυστήριο της Μετανοίας επιτάσσει να προηγείται της μεταλήψεως του Μεγάλου Αγιασμού νηστεία άνευ ελαίου, δεδομένου ότι η νηστεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μετάνοια. Η ανέλαιος νηστεία για την μετάληψη του Μ. Αγιασμού τηρείται πάντοτε και όχι μόνο κατά την παραμονή των Θεοφανείων, εφ’ όσον μετάληψη Μεγάλου Αγιασμού γίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Μερικοί επιμένουν να πιουν Μ. Αγιασμό την παραμονή των Θεοφανείων, χωρίς να έχουν νηστέψει το λάδι, συνεπικουρούμενοι και από κάποιους ιερείς που τους εξοπλίζουν με το τάχα… ακαταμάχητο επιχείρημα: «Μα, γιατί να χρειάζεται να νηστέψουμε το λάδι για να πιούμε Μ. Αγιασμό, αφού με αυτόν ραντίζουμε τους τοίχους και τον χύνουμε στο έδαφος;».
Οι άνθρωποι που προτάσσουν αυτό το επιχείρημα πρέπει να γνωρίζουν ότι μόνο δύο ημέρες (5 και 6 Ιανουαρίου) το χρόνο ο Μέγας Αγιασμός ρίπτεται στο έδαφος και ραντίζεται και αυτό, για να αγιασθεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμεθα εμείς οι άνθρωποι. Το πάτωμα και τα πλακάκια δεν μπορούν να νηστέψουν! Οι πιστοί, όμως, μπορούμε και πρέπει να νηστέψουμε, γιατί, όπως προείπαμε, ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται με το μυστήριο της Μετανοίας.
Εξαίρεση στην ανέλαιο νηστεία γίνεται αν συμπέσει η παραμονή των Θεοφανείων, ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, οπότε γίνεται κατάλυση ελαίου, διότι ποτέ δεν νηστεύουμε το λάδι, τα Σάββατα και τις Κυριακές παρεκτός μόνο το Μέγα Σάββατο.
Οι αγιαστικές Ευχές καθιστούν το νερό του Μ. Αγιασμού ισοδύναμο με το νερό της βαπτίσεως και γι’ αυτό ο Μ. Αγιασμός χρησιμοποιείται για την βάπτιση βρεφών, που είναι ετοιμοθάνατα, ή βαρειά άρρωστα προς συντόμευση της Ακολουθίας της Βαπτίσεως. Επίσης, εάν τελεσθεί βάπτιση την ημέρα των Θεοφανείων χρησιμοποιείται στην κολυμβήθρα Μέγας Αγιασμός, χωρίς να αναγνωσθεί η Ευχή του Αγιασμού του ύδατος αλλά μόνο τα λόγια, που αφορούν στον βαπτιζόμενο. Η Ακολουθία του Μικρού Αγιασμού (που τελείται κάθε μήνα) δεν περιέχει αγιαστική Ευχή, δηλαδή επίκληση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος αλλά ο αγιασμός του ύδατος γίνεται μόνο με την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Επίσης, ο Μικρός Αγιασμός ρίπτεται και ραντίζεται στο έδαφος καθ’ όλο το έτος εν αντιθέσει με τον Μεγάλο Αγιασμό, ο οποίος, όπως μαρτυρείται στους χειρογράφους κώδικες «ου ρίπτεται το σύνολον»(κωδ. 979 του Σινά) κατά τις λοιπές ημέρες, πλην των ημερών της παραμονής και της εορτής των Θεοφανείων.
Ο Μέγας Αγιασμός φυλάσσεται καθ’ όλο το έτος στο Ιερό Βήμα του Ναού και χρησιμοποιείται από τους Ιερείς στις περιπτώσεις, που προαναφέραμε αλλά και σε άλλες περιστάσεις. Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος να φυλάσσεται και στα σπίτια των χριστιανών, δεδομένου ότι για να διατηρηθεί στο σπίτι πρέπει να επικρατούν σ’ αυτό πνευματικές συνθήκες. Εξ άλλου η Εκκλησία μας είναι το «ταμείον της Θ. Χάριτος»και φυσικά δεν θα αρνηθεί ποτέ να μας χορηγήσει τον Μεγάλο Αγιασμό, όταν η περίσταση το καλέσει και ο Πνευματικός κρίνει ότι θα αποβεί «προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειος».
                                                              Πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
Περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία», Ιανουάριος 2004

Ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῶν Θεοφανείων

Π. Εὐδοκίμωφ
Μέχρι τόν Δ° αἰώνα, ἡ Γέννηση καί ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἑορτάζονταν τήν ἴδια ἡμέρα. Ἡ ἑνότης τους εἶναι ἀκόμη ὁρατή στήν παρόμοια σύσταση τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν τῶν δύο ἑορτῶν καί δείχνει μιά ὁρισμένη συμπλήρωση τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως σ’ἐκεῖνο τῆς Βαπτίσεως. Στή Γέννησή του, λέγει ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν κόσμο μέ κρυφό τρόπο, στήν Βάπτισή του ἐμφανίστηκε μέ φανερό τρόπο. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Τά Θεοφάνεια δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως ἀλλά τῆς Βαπτίσεως. Πρίν ἦταν ἄγνωστη ἀπό τό λαό, μέ τή Βάπτιση, ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται αἰώνια ἐπάνω στόν Υἱό ἐκδηλωτική δύναμη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό στόν Πατέρα καί τόν Πατέρα στόν Υἱό καί πραγματοποιεῖ ἔτσι τή θεία γενεαλογία, εἶναι ἡ αἰώνια χαρά… ὅπου οἱ τρεῖς χαίρονται μαζί. Ἡ ἐνσάρκωση ριζώνεται στήν ἴδια πράξη γενεαλογίας ἀλλά πού καλύπτει προοδευτικά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Στή Γέννηση, τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει στήν Παρθένο καί τήν κάνει πραγματικά Θεοτόκο, Μητέρα τοῦ Θεοῦ: «τό γενώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35).
«Τό δέ παιδίον ηὔξανε… καί χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ̉ αὐτό» (Λουκ. 2, 40). «Καί Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52). Γιά νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τή φυσική καί προοδευτική ἀνάπτυξή της· ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τή συνοδεύει, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πνεύματος πού ἀναπαύεται σ ̉ αὐτόν ὅπως αὐτή ἀναπαύεται αἰώνια στή θεότητά του. Λοιπόν, μιλώντας γιά τή Βάπτιση, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἀναφέρουν τίς Πράξεις (10, 38): «Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτόν ὁ Θεός Πνεύματι Ἁγίῳ», καί ὑπογραμμίζουν στό γεγονός τό ὕψιστο σημεῖο τῆς ὡριμότητος, τήν κατακόρυφη ἐκδήλωση τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Κυρίου ἀπό τότε ἐντελῶς θεοποιημένη. Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κεχρισμένος· τό πνεῦμα ἀποκαλύπτει τήν Ἀνθρωπότητά του στόν Πατέρα, καί ὁ Πατήρ τή δέχεται σάν τόν Υἱό του: «Καί ἰδού φωνή ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα: οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17).
 Τό πνεῦμα κατεβαίνει στόν σαρκωθέντα Υἱό σάν ἡ πνοή υἱοθεσίας κατά τήν ἴδια στιγμή ὅπου ὁ Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ἡ στοργή μου ἤ ἡ εὔνοιά μου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πού ἀπό τότε ἀναπαύεται στό Χριστό στήν ὑποστατική κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Ὁ Θεός – Ἄνθρωπος ἀποκαλύπτεται πραγματικά Υἱός στίς δύο φύσεις του καί αὐτό τό πλήρωμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀληθινοῦ ἀνθρώπου θά διαβεβαιωθεῖ πάλι κατά τό χρόνο τῆς Μεταμορφώσεως σάν ἐνέργεια πιά ἐκδηλωμένη στή Βάπτιση: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Γι ̉ αὐτό ἡ Βάπτιση ὀνομάζεται Θεοφάνεια, Ἐπιφάνεια, ἐκδήλωση τῶν Τριῶν Προσώπων στήν ὁμόφωνη μαρτυρία τους. Ἐάν τό τροπάριο τῆς Μεταμορφώσεως λέγει: Μεταμορφώθηκες γιά νά δείξεις στούς μαθητές σου τή δόξα σου, τό τροπάριο τῆς Βαπτίσεως ἀναγγέλει: Κατά τήν Βάπτισή σου στόν Ἰορδάνη, Χριστέ… ἡ φωνή τοῦ Πατρός σέ μαρτύρησε δίνοντάς σου τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, μέ τή μορφή τοῦ περιστεριοῦ, διαβεβαίωσε τήν ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ λόγου… Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς αὐξάνει μέχρι τήν ὡριμότητά του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) — ὅταν στή συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀναγγέλει αὐτός ὁ ἴδιος πανηγυρικά. «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ̉ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (Λουκ. 4, 18). Εἶναι ἐκεῖ τό ἴδιο τό μυστήριο στήν Ἐνσάρκωση.
Ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τόν ἐλεύθερο προσδιορισμό του. Ὁ Ἰησοῦς ἀφιερώνεται συνειδητά στήν ἐπίγεια ἀποστολή του, ὑποτάσσεται ὁλοκληρωτικά στή θέληση τοῦ Πατρός καί ὁ Πατήρ τοῦ ἀπαντᾶ ἀποστέλλοντας σ ̉ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλος, ὁ πυκνός καί συγκεντρωμένος συμβολισμός τῆς Βαπτίσεως πού ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς μᾶς δείχνει, κάνει νά κατανοήσουμε τή φοβερή ἔκταση αὐτῆς τῆς πράξεως. Εἶναι πιά ὁ θάνατος ἐπάνω στό Σταυρό· ὁ Χριστός λέγοντας στόν ἅγιο Ἰωάννη: «οὕτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15) προλαβαίνει τόν τελευταῖο λόγο πού θά ἀντηχήσει στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πάτερ, γενηθήτω τό θέλημά σου…». Ἡ λειτουργική ἀνταπόκριση τῶν ἑορτῶν τό ὑπογραμμίζει ρητά: ἔτσι οἱ ψαλμωδίες τῆς ἀκολουθίας τῆς 3ης Ἰανουαρίου παρουσιάζουν μιά ἐκπληκτική ἀναλογία μέ ἐκεῖνες τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ἡ ἀκολουθία τῆς 4ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί ἡ ἀκολουθία τῆς 5ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἔχει χρισθεῖ μέ μιά ὑπηρεσία μαρτυρίας: εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς τελευταίας κένωσεώς του. Ἀλλά στόν Ἰωάννη Βαπτιστή σάν Ἀρχέτυπο, σάν ἀντιπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ὅλη ἡ Ἀνθρωπότης πού εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς θείας Ἀγάπης.
 Ἡ «Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ» μεσουρανεῖ στήν πράξη τῆς Βαπτίσεως, «ἐκπλήρωση τῆς δικαιοσύνης», μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση στό τέλος ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας ἀποφάσεως πού ἔχουμε παρατηρήσει στήν εἰκόνα τῆς Τριάδος. «Ἐγένετο δέ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τόν λαόν καί Ἰησοῦ βαπτισθέντος» (Λουκ. 3, 21). Ὁ Λόγος ἔρχεται ἐπάνω στή γῆ, πρός τούς ἀνθρώπους, καί ἐμεῖς εἴμαστε παρόντες τῆς πιό συνταρακτικῆς Συναντήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἀνθρωπότητος «ὅλος ὁ λαός». Μυστικά, στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναγνωρίζονται υἱοί μέσα στόν Υἱό, οἱ ἀγαπημένοι υἱοί στόν ἀγαπημένο Υἱό καί ἄρα οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ μάρτυρες. Τό γένοιτο τῆς Παρθένου ὑπῆρξε τό ναί ὅλων τῶν ἀνθρώπων στήν Ἐνσάρκωση, στήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στούς δικούς του. Στόν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτόν τόν ἄλλο τῶν «δικῶν του», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λέγουν «γένοιτο» στήν Συνάντηση, στή θεία Φιλία, στή Φιλανθρωπία τοῦ Πατρός, φίλου τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ Συμεών ὠθούμενος ἀπό τό Πνεῦμα συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-βρέφος, ἐπίσης ὁ Ἰωάννης συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-Μεσσία: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι ̉ αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 6 – 7). Μαρτυρεῖ γιά ὅλους, στή θέση ὅλων καί αὐτή ἡ μαρτυρία εἶναι ἕνα γεγονός στό ἐσωτερικό ὁλοκλήρου τῆς Ἀνθρωπότητος καί ἀφορᾶ ὅλο τόν ἄνθρωπο.
 Τό Δ΄ εὐαγγέλιο μιλᾶ γιά τόν Ἰωάννη στόν πρόλογό του, ἀμέσως μετά τό Λόγο, πού εἶναι στήν ἀρχή, καί ὅταν διαβάζει κανείς ὑπῆρχε ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἔλευσή του, σέ μιά ὁρισμένη ἔννοια ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν ἀρχή, τήν αἰωνιότητα. Ὁ οὐρανός ἀνοίγει μπροστά ἀπό αὐτόν καί μαρτυρεῖ: «ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ἐπ ̉ αὐτόν… οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1, 29 -34)· σ ̉ αὐτό τόν σύντομο λόγο εἶναι πιά, μέ μιά μορφή περιορισμένη ὅλο τό Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωάννης εἶναι αὐτός πού γνωρίζει, προσδιορίζει τόν Ἀμνό γιατί εἶναι μυημένος στό μυστήριο τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου…». Ὁ Ἰωάννης δέν ἔχει τίποτε προαγγείλει καί εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, ὅπως ὁ δάκτυλος τοῦ Θεοῦ προσδιορίζει τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πιό μεγάλος διότι εἶναι ὁ πιό μικρός, αὐτό πού θέλει νά πεῖ ἀπελεύθερος ἀπό τήν ἴδια του ἐπάρκεια γιά νά μήν εἶναι ἐκεῖνος πού μένει ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποῦ τέρπεται ἀκούοντας τή φωνή τοῦ Νυμφίου, καί ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη χωρίς μέτρο. Εἶναι ἡ πιό ἐνδόμυχη ἐγγύτης ὅπου ὁ Λόγος ἀντηχεῖ· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ πού δέν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου παρά ὁ Λόγος τοῦ Πατρός· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Πνεύματος γιατί δέν λέγει τίποτε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μιλᾶ στό ὄνομα Αὐτοῦ πού ἔχει ἔλθει. Εἶναι αὐτός ὁ ὁρμητικός πού ἁρπάζει τούς οὐρανούς καί τό μαρτύριό του λαμπρύνει θαυμαστά ἕνα ἀρχαῖο μοναστικό λόγιο: Δῶσε τό αἷμα σου καί πάρε τό Πνεῦμα… Μέ τή Θεοτόκο περιβάλλει τό Χριστό Κριτή καί μεσιτεύει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά τό κάνει γιατί ἡ φιλία του φθάνει τό ἐπίπεδο ἑνός ἄλλου μεγάλου πνευματικοῦ τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει ἀναφερθεῖ στά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων.
 Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιά τόν μαθητή του πού εἶχε ἀρνηθεῖ τό Χριστό, καί ὅταν προσευχόταν, ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε καί τοῦ λέγει: «Παΐσιε, γιά ποῖον προσεύχεσαι; Δέν γνωρίζεις ὅτι μέ ἔχει ἀρνηθεῖ;». Ἀλλά ὁ ἅγιος δέν ἔπαυε νά ἔχει ἔλεος καί νά προσεύχεται γιά τόν μαθητή του, καί λοιπόν ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Παΐσιε, ἔχεις ἐξομοιωθεῖ μέ ἐμένα μέ τήν ἀγάπη σου… Ἡ λειτουργία ὀνομάζει τόν Ἰωάννη: κήρυκα, ἄγγελο καί ἀπόστολο. Μαρτυρεῖ καί ἡ φωνή τοῦ Νυμφίου προκαλεῖ τήν πρώτη ἀποστολική κλήση: «Ἀνδρέας καί Ἰωάννης ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1, 37). Πιό ἀργά, ἐγκαταλείπει αὐτό τόν κόσμο καί κατεβαίνει στόν Ἅδη σάν Πρόδρομος τῆς Καλῆς Ἀγγελίας. Τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη πρό τῶν Θεοφανείων δέν ἦταν παρά ἕνα «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. 3, 3), ἦταν ἡ μεταβολή τῆς τελευταίας ἀναμονῆς. Πηγαίνοντας στόν Ἰορδάνη, ὁ Ἰησοῦς δέν πῆγε νά μετανοήσει ἀφοῦ ἦταν χωρίς ἁμάρτημα· νά ποῦμε ὅτι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινότητος δέν ἀπαντᾶ ἀκόμη στό μέγεθος τοῦ γεγονότος. Ἡ βάπτιση τού Ἰησοῦ εἶναι ἡ προσωπική Πεντηκοστή του, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά τριαδικά Θεοφάνεια: Κατά τό χρόνο τῆς βαπτίσεώς σου στόν Ἰορδάνη, Κύριε, ἐκδηλώθηκε ἡ προσκύνηση πού χρειαζόταν στήν ἁγία Τριάδα (τροπάριο ἑορτῆς).
 Εἶναι ἀπό αὐτό τό πλήρωμα πού ἔρχεται τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, αὐτό τό ὄνομα καθορίζεται, ἄμεσα στόν πλήρη βαπτιστικό τύπο: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τά λειτουργικά κείμενα ὀνομάζουν τήν ἑορτή τό μεγάλο Νέο Ἔτος γιατί τό συμβάν ἐπανέρχεται στό φῶς τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ στιγμή πού οἱ Ἐπίσκοποι ἐξέλεγαν γιά νά ἀναγγείλουν στίς ἐκκλησίες τό χρόνο τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς καί τή χρονολογία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων προσφέρει τήν εὐαγγελική διήγηση ἀλλά προσθέτει μερικές λεπτομέρειες πού ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ στή λειτουργία τῆς ἑορτῆς καί δείχνει αὐτό πού ὁ Ἰωάννης θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ. Ἐπάνω στήν εἰκόνα ἕνα τμῆμα ἑνός κύκλου παριστᾶ τούς οὐρανούς πού ἀνοίγουν, καί κάποτε ἀπό μιά διπλή πτυχή πού ὁμοιάζει μέ κροσσό ἑνός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι τοῦ Πατρός πού εὐλογεῖ. Ἀπό αὐτό τόν κύκλο ἀναχωροῦν ἀκτῖνες φωτός, χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Αὐτόματη ἀνάμνηση τοῦ ἀρχικοῦ λόγου «καί ἐγένετο φῶς», ἡ ἐκδηλωτική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός μας, μᾶς ἐκδηλώνεται χωρίς διαίρεση.
 Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) ἀπό ἐκεῖ δέ τό ὄνομα τῆς «Ἑορτῆς τῶν φώτων». Ἐνῶ ὁ Χριστός κατέβαινε στά νερά, ἡ φωτιά ἄναψε μέσα στόν Ἰορδάνη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή τοῦ Κυρίου καί ὁ προεικονισμένος Λόγος, μέ στύλο φωτός δείχνει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι φωτισμός, γέννηση τῆς ὑπάρξεως στό θεῖο φῶς. Ἄλλοτε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς γινόταν τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων καί ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό φῶς, σημεῖο μυήσεως στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι δοσμένος στό γεγονός γιατί αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» καί οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35). Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή ἑνός περιστεριοῦ ἐκφράζει τήν κίνηση τοῦ Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υἱό του. Ἐξ ἄλλου, ἐξηγεῖται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ἀναλογία μέ τόν κατακλυσμό καί τό περιστέρι μέ τόν κλάδο ἐλαίας, σημεῖο τῆς εἰρήνης. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πού φέρεται ἐπάνω ἀπό τά ἀρχέγονα νερά ἀνέδειξε τή Ζωή, ἐπίσης αὐτό πού αἰωρεῖται ἐπάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, προκαλεῖ τή δεύτερη γέννηση τοῦ νέου δημιουργήματος. Ὁ Χριστός παριστάνεται ὀρθός ἐνάντια πρός τό βυθό τοῦ νεροῦ σκεπασμένος ἀπό τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολῆς του, ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τά κοσμικά στοιχεῖα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάμεις: τό νερό, τόν ἀέρα καί τήν ἔρημο.
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι ἀπό τίς μορφές τοῦ βαπτίσματος: ἡ νίκη ἀπό τό Θεό τοῦ δράκοντος τῆς θαλάσσης, τοῦ τέρατος Rahab. Ἕνα ἰδιόμελο τῆς ἑορτῆς κάνει νά κατανοήσουμε τόν Κύριο λέγοντας στόν Ἰωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, ἔλα νά μέ βαπτίσεις… Βιάζομαι νά χαθεῖ ὁ κρυμμένος στά νερά ἐχθρός, ὁ πρίγκηπας τοῦ σκότους, γιά νά ἀπελευθερώσω τόν κόσμο ἀπό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, μπαίνοντας στόν Ἰορδάνη ὁ Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήμερα τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη μεταβάλλονται σέ φάρμακο καί ὅλη ἡ δημιουργία ποτίζεται μέ μυστικά κύματα… (εὐχή ἁγίου Σωφρονίου). Εἶναι ὅλο τό σύμπαν πού δέχεται τήν ἁγιοποίησή του: Ὁ Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει ἀπό τό νερό καί μέ αὐτό ἀποκαλύπτει τόν κόσμο (ἰδιόμελο τοῦ Κοσμᾶ). Σπάζει τό κεφάλι τῶν δρακόντων καί ἀναζωογονεῖ τόν Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνάπλαση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ἀναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό τοῦ μυστηρίου. Ὁ Δίδυμος Τυφλός καθορίζει: «ὁ δέ Κύριος ἔδωκέ μοι μητέρα τήν κολυμβήθραν (Ἐκκλησία), πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι ̉ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα». Στήν εἰκόνα μέ τό δεξιό του χέρι ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά νερά καί τά ἑτοιμάζει νά γίνουν τά νερά τῆς βαπτίσεως πού ἁγιάζει μέ τήν ἴδια του κατάδυση. Τό νερό ἀλλάζει σημασία, ἄλλοτε εἰκόνα τοῦ θανάτου (κατακλυσμός), εἶναι τώρα ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6· Ἰω. 4, 14).
Μυσταγωγικά τό νερό τῆς βαπτίσεως δέχεται τήν ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Στά πόδια τοῦ Κυρίου, στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, ἡ εἰκόνα δείχνει δύο μικρές ἀνθρώπινες μορφές, εἰκονογράφηση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων πού ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀκολουθίας: «τί σοί ἐστι, θάλασσα ὅτι ἔφυγες, καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὁπίσω» (Ψαλμ.113, 5). Τό τροπάριο (ἦχος Δ΄) ἐξηγεῖ: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν· καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι ̉ οὗ ἡμεῖς τήν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν». Εἰκόνα συμβολική πού μιλᾶ γιά τή μετάνοια ἀκόμη ἀόρατη τῆς κοσμικῆς φύσεως, τῆς μεταστροφῆς τῆς ὀντολογίας της. Ἡ εὐλογία τῆς ὑδρόβιας φύσεως ἁγιάζει τήν ἴδια ἀρχή τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γι ̉ αὐτό, μετά τή θεία λειτουργία γίνεται ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν ὑδάτων (ἑνός ποταμοῦ, μιᾶς πηγῆς ἤ ἐντελῶς ἁπλά ἑνός δοχείου τοποθετημένου μέσα στήν ἐκκλησία). Μιλώντας γιά τά μή ἁγιασμένα νερά, εἰκόνα τοῦ θανάτου – κατακλυσ-μοῦ ἡ λειτουργία τά ὀνομάζει ὑδατόστρωτο τάφο.
Πραγματικά, ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Ἰησοῦ νά εἰσέρχεται στά νερά, στόν ὑγρό τάφο. Αὐτός ἐδῶ ἔχει τή μορφή ἑνός σκοτεινοῦ σπηλαίου (εἰκονογραφική μορφή τοῦ ἅδη) περιέχοντας ὅλο τό σῶμα τοῦ Κυρίου (εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, πού προσφέρεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος μέ ὁλική κατάδυση, μορφή τοῦ πασχαλίου τριημέρου), γιά νά ἀποσπάσει τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς μας στή ζοφερή διαμονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συμβολισμό τῆς Γεννήσεως, ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη: «καταβάς ἐν τοῖς ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζει: ἡ κατάδυση καί ἡ ἀνάδυση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου στόν ἅδη καί τῆς ἀναστάσεως.
 Ὁ Χριστός παριστάνεται γυμνός, εἶναι ντυμένος μέ τήν ἀδαμική γυμνότητα καί ἔτσι ἀποδίδει στήν ἀνθρωπότητα τό ἔνδοξο παραδεισιακό ἔνδυμά της. Γιά νά δείξει τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας ἤ κάνοντας ἕνα βῆμα πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη: ἐλεύθερα ἔρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ταραγμένος: ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με; »… Ὁ Ἰησοῦς τόν διατάζει: «ἄφες ἄρτι». Ὁ Ἰωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ μιά τελετουργική χειρονομία, στό ἀριστερό κρατεῖ ἕνα εἰλητάριο, κείμενο τοῦ κηρύγματός του. Οἱ ἄγγελοι τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι σέ μιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασμένα χέρια τους σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ. Συμβολίζουν ἐπίσης καί εἰκονογραφοῦν τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε…».

Τα άγια Θεοφάνεια Τα δύο βαπτίσματα

Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης

Τα άγια Θεοφάνεια

Τα δύο βαπτίσματα


ΕΟΡΤΗ μεγάλη σήμερα, αγαπητοί μου, για όλους τους ορθοδόξους λαούς. Ιδιαιτέρως την εορτάζει ή Ελλάς, χώρα ναυτική. Οι ναυτικοί μας, όπου και να πλέουν, εϊτε στον Ατλαντικό εϊτε στον Ειρηνικό ωκεανό, την τιμούν χαρμοσύνως• σήμερα αγιάζονται τα νερά και οί θάλασσες με τον τίμιο σταυρό.

Ή εορτή των Φώτων είναι το τέλος μιας εκκλησιαστικής περιόδου πού ονομάζεται Δωδεκαήμερο. Τελειώνει σήμερα το Δωδεκαήμερο, πού άρχισε με τη γέννηση του Χριστού. Να μιλήσουμε για την εορτή των Φώτων; Μικρά ή διάνοια μας, ασθενής ή γλώσσα μας, και το μυστήριο πού αποκαλύπτεται σήμερα με τη βάπτιση του Κυρίου απέραντο όπως ό ωκεανός. Μάλλον πρέπει να σιωπήσουμε. Άλλα για να μη μείνη ό άμβωνας άφωνος τέτοια μέρα, τολμώ, επικαλούμενος τη χάρι του αγίου Πνεύματος, κάτι να πω.

Ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρουσιάστηκε στη γη ως άνθρωπος υπό τις πλέον ταπεινές συνθήκες• ήλθε ως νήπιο, γεννήθηκε από πάμπτωχη κόρη σε μια κωμόπολη της Ιουδαίας μέσα σ' ένα σπήλαιο. Ποιος, βλέποντας το βρέφος εκείνο, ήταν δυνατόν να φανταστή, ότι κάτω από αυτό το σχήμα κρυβόταν ή Θεό- της; Μετά από οκτώ ήμερες δέχθηκε την περιτομή και έλαβε το όνομα Ιησούς Χριστός, «το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. 2,9). Δώδεκα ετών τον βλέπουμε πάλι στο ναό του Σολομώντος, όπου κατέπληξε τους σοφούς πρεσβυτέρους με τις ερωτήσεις και απαντήσεις του. Μετά, για το διάστημα από δώδεκα ετών έως τριάντα, ορισμένοι λένε πολλά φανταστικά, άσχετα με το Ευαγγέλιο. Άλλ' ένα είναι το βέβαιο• ότι ό Ιησούς Χριστός έζησε αφανής. Αφάνεια. Ωραία είναι ή αφάνεια! Που ήταν; Έμενε και εργαζόταν στη Ναζαρέτ ως ξυλουργός. Κρατούσε σκεπάρνια, πριόνια, σφυριά και καρφιά. Είναι ό πρώτος εργάτης! Τίμησε την εργασία εκεί στο- εργαστήριο του νομιζομένου πατρός του. Έτσι έμεινε άγνωστος. Ποιος φανταζόταν, ότι αυτός ό ξυλουργός είναι ό προφητευμένος από αιώνων «υιός ανθρώπου» (Δαν. 7,13);

Άλλ' ήρθε ή ώρα να εμφανιστεί. Και τότε παρουσιάστηκε ό Ιωάννης ό Πρόδρομος. Κήρυττε μετάνοια και είλκυε κόσμο πολύ. Όλοι έσπευδαν στα ρείθρα του Ιορδανού, μετανοούσαν και έβαπτίζοντο. Μέσα στο πλήθος ήρθε και ό Χριστός. Ήταν απέριττος, χωρίς κάποιο εξωτερικό διακριτικό• δέ φορούσε διάδημα. Ό Ιωάννης όμως διέκρινε, ότι κάτω από το φτωχικό του παρουσιαστικό υπήρχε ή Θεότης. Τον αντελήφθη, γι' αυτό ακριβώς ήταν εκεί. Ό Χριστός του λέει• —Βάπτισε με. Ό Ιωάννης• —Δεν είμαι άξιος• εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα. Ό Χριστός επιμένει καΐ στο τέλος ό Ιωάννης πειθαρχεί. Κι όταν τον βάπτισε, τότε άνοιξαν οι ουρανοί, είδε το Πνεύμα το άγιο σαν περιστερά λευκή να κατεβαίνει επάνω στην κεφαλή του Χριστού μας, και ακούστηκε ή φωνή του ουρανίου Πατρός να μαρτυρεί γι' αυτόν. Έτσι απεκαλύφθη το μέγα μυστήριο.

Ένας ασεβέστατος «λογοτέχνης» τόλμησε να διακωμώδηση το μυστήριο αυτό. Μα τί θα πή «λογοτέχνης »; Άν σου βρίσει τον πατέρα, θα το δεχτής επειδή είναι λογοτέχνης; Ό ένας βρίζει χυδαίως κι ό άλλος βρίζει λογοτεχνικώς• τί σημασία έχει; είτε σε χυδαία γλώσσα εϊτε σε λογοτεχνική, ϋβρις είναι. Το ύβρισαν λοιπόν οι άπιστοι το μυστήριο• τους φαίνεται σκάνδαλο. Εμείς το βλέπουμε διαφορετικά.

Υπάρχει μία λέξη του ευαγγελίου πολύ χαρακτηριστική. Τί λέγει. Στόν Ιορδάνη έμπαιναν γυμνοί στο νερό και, όπως ήταν, έξωμολογοΰντο τις αμαρτίες τους. Και άλλοι μεν έμεναν περισσότερο, άλλοι λιγώτερο, αναλόγως των αμαρτημάτων πού είχαν να πουν. Όλοι πάντως έμεναν ένα διάστημα βυθισμένοι. Ένας μόνο δεν έμεινε καθόλου• ό Χριστός. Το λέει το ευαγγέλιο• «Και βαπτισθείς ό Ιησούς ανέβει ευθύς από του ύδατος» (Ματθ. 3,16). Είδες μια λέξι τί σημασία έχει; «Ευθύς», λέει. Μόλις μπήκε, βγήκε. Γιατί; Διότι δεν είχε τίνα πή, δεν είχε αμαρτήματα! Το «ευθύς» είναι μαρτυρία της αγίας Γραφής, οτι ό Κύριος ήταν λευκός όχι μόνο από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και από προσωπικά αμαρτήματα. Ήταν ό μόνος πού απηύθυνε εκείνο το αναπάντητο ερώτημα• «Τίς εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ίωάν. 8, 46).

Άλλ' αφού είναι αναμάρτητος, τότε γιατί βαπτίσθηκε; Ή βάπτισις του Χρίστου έχει πολλούς λόγους. Έβαπτίσθη, για ν' άκουσθή ή μαρτυρία του Πατρός, να φανή ή συμφωνία του αγίου Πνεύματος, και να βεβαιωθεί έτσι ή θεότης του Υΐοϋ. Έβαπτίσθη, για να φανερωθή το μέγα μυστήριο της αγίας Τριάδος. Έβαπτίσθη, για να αγιάσει τα ύδατα. Έβαπτίσθη ακόμα, για να είναι το βάπτισμα του υπόδειγμα σ' εμάς• αν βαπτίσθηκε εκείνος πού δεν είχε ανάγκη βαπτίσεως, πολύ περισσότερο έχουμε εμείς ανάγκη να βαπτισθούμε.

Στο βάπτισμα γίνεται μυστήριο. Ποιος όμως το νιώθει; Γελούν τώρα οι καλεσμένοι θεομπαίχτες καταντήσαμε... Άλλα και στο βαπτιζόμενο, λόγω τής ηλικίας, δεν υπάρχει συνείδησις του μυστηρίου. Το μυστήριο θέλει πίστη' «... ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών» (Σύμβ. πίστ.). Αν πιστεύαμε, αν είχαμε μάτια αγγέλων, θα βλέπαμε ότι ή ψυχή εκείνου πού βαπτίζεται, προτού να μπη στην κολυμβήθρα είναι μαύρη σαν τα φτερά του κόρακα• άλλ' όταν βγαίνει από την κολυμβήθρα, μετά την τρίτη κατάδυση «εις το όνομα του Πατρός και του Υιοϋ και του αγίου Πνεύματος» —αύτη είναι ή πίστις μας—, βγαίνει πιο λευκή κι άπ' το χιόνι πού καλύπτει τώρα τα βουνά της πατρίδος μας. Για αυτό βλέπεις, το παιδί πού βαπτίζεται είναι υποχρεωτικό να το ντύνουν στα λευκά, σύμβολο ότι καθαρίστηκε. Σά' να λέη• Πλϋνε με, Κύριε, «και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9).

Γεννάται όμως το ερώτημα" μετά το βάπτισμα τί γίνεται; Όλοι λερώνουμε το χιτώνα του βαπτίσματος, δεν τον κρατούμε καθαρό και αμόλυντο, όπως λέει σήμερα ή Εκκλησία «Όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Και το ερώτημα, πού συνεκλόνισε αιώνα ολόκληρο την Εκκλησία είναι• Τα αμαρτήματα προ του βαπτίσματος, είτε κληρονομικά είτε προσωπικά, συγχωρούνται τα αμαρτήματα μετά το βάπτισμα συγχωρούνται; Διχάστηκαν στην πρώτη Εκκλησία. Άλλοι είπαν, ότι δεν συγχωρούνται. Άλλα ή Εκκλησία είπε ότι, κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, συγχωρούνται. Πώς συγχωρούνται; Έχει ή Εκκλησία ένα άλλο μυστήριο, πού είναι ένα δεύτερο βάπτισμα. Βαπτισθήκαμε στην κολυμβήθρα, πρέπει να βαπτισθούμε και σ' αυτό. Όπως αυτός πού δέ' βαπτίζεται δέ' θεωρείται Χριστιανός, έτσι και αυτός πού αμάρτησε δέ' συγχωρείται αν δεν πέραση από αυτό. Ποιο είναι το δεύτερο βάπτισμα; Είναι ή μετάνοια και εξομολόγησης. Πολλά άχρηστα δάκρυα χύνουν οί άνθρωποι• ένα δάκρυ έχει αξία• δώστε μου ένα τέτοιο δάκρυ! είναι το δάκρυ για τις αμαρτίες, το δάκρυ της μετανοίας. Αυτό γίνεται Ιορδάνης ποταμός, δεύτερο βάπτισμα. Πού τελείται; "Οταν πας στον πνευματικό πατέρα και ομολογήσεις είλικρινώς τα αμαρτήματα σου, εκείνα πού δεν ξέρει ούτε ή γυναίκα σου ούτε ό είσαγγελεύς ούτε ό κόσμος (πού μπορεί να σε θεωρεί καλό και έντιμο άνθρωπο, αλλά ή συνείδησι βοά μέσα σου...).

Σπεύσε λοιπόν σ' αυτό το δεύτερο βάπτισμα το συνιστώ έπ' ευκαιρία σήμερα. Οί περισσότεροι δυστυχώς είναι ακόμη άνεξομολόγητοι. Το τονίζω• ή εξομολόγησης είναι ή κάθαρσις του αγίου Πνεύματος. Το είπαν και μεγάλοι ψυχολόγοι ή έξομολόγησις σε έμπειρο πνευματικό πατέρα απαλλάσσει τον άνθρωπο από το άγχος. Λίγοι δοκίμασαν την έξομολόγησι. Μεταξύ αυτών είναι και ένας 'Ρώσος συγγραφεύς, προφήτης του 'Ρωσικού λαού, ό Ντοστογιέφσκυ. Ήταν κατάδικος επί τσάρου μέσα στις φυλακές της Σιβηρίας, και εκεί γνώρισε τον Κύριο. Εκεί διάβασε και θαύμασε το Ευαγγέλιο, πίστεψε στο Χριστό. Βρήκε λοιπόν ένα πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε όλα τα αμαρτήματα πού έκανε ως άνθρωπος. Τότε είπε• «Όταν εξομολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στην ψυχή μου».

Αγαπητοί μου, χωρίς εξομολόγηση παράδεισο δέ' θα δούμε. Γι' αυτό μικροί και μεγάλοι, όλοι στην έξομολόγησι. Ας πέσει από το μάτι μας ένα δάκρυ ενώπιον του πνευματικού. Και το δάκρυ αυτό θα γίνει Ιορδάνης. Και ή αγία Τριάς θα κάνη ν' ανοίξουν και για μας οί ουρανοί των ουρανών. Και τότε θα αισθανθούμε, ότι μέσα στην καρδιά μας ήλθε αυτή ή αγία Τριάς, Πατήρ Υιός και άγιον Πνεύμα• ω ή δόξα εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

Επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον ί. ναό Αγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης την 6-1-1990 με άλλο τίτλο. Καταγραφή και σύντμησις 6-1-2005

Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2016

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΩΡΑ ΘΕΕ ΜΟΥ!!!

π. Ηλίας Υφαντής
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
 ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"

Τὰ Φῶτα στ’ Ἀϊβαλὶ



DSC08329[1]Φώτη Κόντογλου
Στά θαλασσινὰ τὰ μέρη ῥίχνουνε τὸν Σταυρό, ὓστερ’ ἀπὸ τή Λειτουργία τῶν Θεοφανίων. Ἔτσι τὸν ῥίχνανε καὶ στήν πατρίδα μου, κ’ ἤτανε ἕνα θέαμα ἔμορφο καὶ παράξενο.
Ξεκινοῦσε ἡ συνοδεία ἀπὸ τή μητρόπολη. Μπροστὰ πηγαίνανε τὰ ξαφτέρουγα καὶ τὰ μπαϊράκια, κ’ ὕστερα πηγαίνανε οἱ παπάδες μὲ τὸν δεσπότη, ντυμένοι μὲ τὰ χρυσᾶ τὰ ἄμφια, παπάδες πολλοὶ κι ἀρχιμαντρίτες, γιατὶ ἡ πολιτεία εἶχε δώδεκα ἐκκλησίες, καὶ κατὰ τὶς ἐπίσημες μέρες στίς μικρὲς ἐνορίες τελειώνανε γλήγορα τή Λειτουργία καὶ πηγαίνανε οἱ παπάδες στή μητρόπολη, γιά νά γίνεται ἡ γιορτὴ πιὸ ἐπίσημη. Οἱ ψαλτάδες ἤτανε καὶ κεῖνοι κάμποσοι κ’ οἱ πιὸ καλλίφωνοι, καὶ ψέλνανε μὲ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδὴ ἑλληνικά, κι ὄχι σὰν σήμερα πού τρελλαθήκαμε καὶ κάναμε τὴν ψαλμωδία μας σὰν ἀνάλατα καὶ ξενικὰ θεατρικὰ τραγούδια. Ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς.
Σὰν φτάνανε στ’ Ἀγγελὴ τὸν Γιαλό, ὅπως λέγανε κείνη τὴν ἀκρογιαλιά, ὁ δεσπότης μὲ τοὺς παπάδες ἀνεβαίνανε σὲ μία μεγάλη σανιδωτὴ σάγια ἐμορφοσκαρωμένη, γιά νά κάνουνε τὸν Ἁγιασμό, Ὁ κόσμος ἔπιανε τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβαινε ὁ καθένας ὅπου εὕρισκε, γιά νά μπορεῖ νά βλέπει. Τὰ σπίτια πού ἤτανε ἕνα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οἱ γυναῖκες θυμιάζανε ἀπὸ τὰ παραθύρια. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας ἤτανε μαζεμένα ἴσαμε ἑκατὸ καΐκια καὶ βάρκες ἀμέτρητες, μὲ τίς πλῶρες γυρισμένες κατὰ τὸ μέρος πού στεκότανε ὁ δεσπότης. Ἔτσι πού ἤτανε παραταγμένα τὰ καΐκια, μοιάζανε σὰν ἁρμάδα πού θὰ κάνει πόλεμο. Πιὸ ἀνοιχτά, κατὰ τὸ πέλαγο, ἔβλεπες φουνταρισμένα τὰ μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο καὶ κεῖνα. Ἄλλα πάλι εἴχανε περιζωσμένες τίς βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ἤτανε κι αὐτὰ γεμάτα κόσμο, πρὸ πάντων θαλασσινοὶ καὶ παιδομάνι.
Σ’ αὐτὰ τὰ μέρη κάνει πολὺ κρύο, καὶ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἀντένες τῶν καραβιῶν ἤτανε χιονισμένες, ἕνα θέαμα πολὺ ἔμορφο. Ἀπάνου στά ξάρτια καὶ στίς σκαλιέρες, στίς γάμπιες καὶ στά μπαστούνια τῶν καραβιῶν ἤτανε σκαλωμένοι πλῆθος θαλασσινοί, μεγάλοι καὶ μικροί. Ἡ θάλασσα ἤτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε ἀπὸ τὰ ξάρτια σὲ πολλὰ καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στήν κάθε βάρκα ἀπὸ κεῖνες πού εἴχανε κοντοζυγώσει στή στεριὰ καὶ περιμένανε νά πέσει ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, στεκόντανε ἀπὸ ἕνα – δυό νοματέοι ἀπάνω στήν πλώρη, ἐνῶ ἄλλοι δυό ἤτανε στά κουπιά. Αὐτοὶ πού στεκόντανε ὀρθοὶ στήν πλώρη, ἤτανε ὁλόγυμνοι, ἐξὸν ἕνα ἄσπρο βρακὶ πού φορούσανε σὰν πεστιμάλι. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε σὰν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τὰ κορμιὰ τους ἤτανε κόκκινα ἀπὸ τὸ κρύο. Τὰ ποδάρια τους ἤτανε γερὰ καὶ φουσκωμένα σὰν ἀδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζῆδες, κοντραμπατζῆδες, ψημένοι μὲ τ’ ἁλάτι. Οἱ πιὸ πολλοὶ εἴχανε ῥιχμένες στίς πλάτες τίς γοῦνες τους, γιά νά μὴν παγώσουνε. Ἕνα – δυό ὅμως στεκόντανε γυμνοὶ καὶ κάνανε κάπου – κάπου τὸν σταυρὸ τους. Μὰ τὸ μάτι τους ἤτανε καρφωμένο στό μέρος πού θὰ ‘ῥιχνε τὸν Σταυρὸ ὁ δεσπότης.
Ἀνάμεσα στούς γυμνοὺς ἤτανε ὁ Κωστῆς ὁ Γιωργάρας, ὁ Στρατῆς ὁ Μπεκός, ὁ Γιωργῆς ὁ Σόνιος, ὁ Δημητρός ὁ Μπούμπας, Πέτρος ὁ Κλόκας, ὁ Βασίλης ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβὸ – Παρασκευὰς κι ἄλλοι. Σὰν νά τοὺς βλέπω μπροστά μου. Ὁ Γιωργάρας ἤτανε μίαν ἀνθρωπάρα θηρίο, σὰν Κουταλιανός, μὲ μουστάκια μαῦρα, μ’ ἕναν λαιμὸ σὰν βαρέλι. Εἶχε δεμένο στό κεφάλι του ἕνα μαντίλι κ’ ἤτανε ἴδιος κουρσάρος. Ἀκουμποῦσε ἀπάνω σ’ ἕνα κοντάρι, λές κ’ ἤτανε ὁ Ποσειδώνας ζωντανός. Ὁ Δήμητρος ὁ Μπούμπας ἤτανε ἕνα ἄλλο θεριόψαρο, χοντρὸς καὶ κοντόφαρδος, μαυριδερὸς σὰν Σαρακηνός, καὶ καθότανε ἀνεκούρκουδος, σκεπασμένος μὲ τή γούνα του, μὲ τὸ μάτι του καρφωμένο στόν δεσπότῃ. Ὁ Πατσὸς ὁ Ἀράπης, ὁ λεγόμενος παλαβὸ – Παρασκευάς, εἶχε γένεια κατσαρὰ καὶ κόκκινα καὶ τὸ πετσὶ του ἤτανε ἀπὸ φυσικὸ του κόκκινο. Στό κορμὶ ἤτανε ἀντρειωμένος καὶ σβέλτος σὰν τζαμπάζης καὶ δέν χαμπάριζε ὁλότελα ἀπὸ κρύο. Στό σουλούπι ἤτανε ἴδιος Ῥοῦσος. Αὐτὸς ἤτανε ἀνεβασμένος ἀπάνω στά ξάρτια σὲ μία μπρατσέρα φουνταρισμένη, καὶ στεκότανε δίχως νά σαλέψει, σὰν τ’ ἄγαλμα. Μυστήριο πῶς δέν πάγωνε! Ὁ Πέτρος ὁ Κλόκας ἤτανε ὁ μοναχὸς πού δὲ φοροῦσε βρακιά. Αὐτὸς ἤτανε εὐρωπαϊσμένος, φοροῦσε στενὸ πανταλόνι καὶ ναυτικὸ σκουφί. Στό κορμὶ ἤτανε λιγνὸς καὶ μάγκας στό σχέδιο. Τὰ χέρια του τὰ ‘χε μπλεγμένα μπροστὰ στό στῆθος του καὶ σουλατσάριζε ἀπάνω στή βάρκα, ὁλοένα μιλοῦσε κ’ ἔκανε καὶ κάμποσα θεατρικά.
Σὰν σίμωνε λοιπὸν ἡ συνοδεία στή θάλασσα, κι ἀκουγότανε ἀπὸ μακριὰ ἡ ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος ἀλαλαγμὸς ἀπάνω στίς βάρκες. Οἱ βουτηχτάδες πετούσανε τίς γοῦνες τους κ’ οἱ ἄλλοι τραβούσανε τὰ κουπιά, γιά νά ‘ναι οἱ βάρκες τους κοντὰ στό μέρος πού θὰ ‘πεφτε ὁ Σταυρός. Ἄλλοι φωνάζανε ἀπὸ τὰ ξάρτια, ἄλλοι μαλώνανε, ἄλλοι ἀνεβαίνανε στίς κουπαστὲς γιά νά δοῦνε. Τέλος φτάνανε οἱ στρατιῶτες καὶ ταχτοποιούσανε τὸν κόσμο. Μπροστὰ πήγαινε ὁ ἀξιωματικὸς ὁ Τοῦρκος κι ἄνοιγε τὸν δρόμο νά περάσει ὁ δεσπότης, κ’ ἔλεγε: «Γιὸλ βέριν ἐφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στόν ἀφέντη!» Ὁ στρατὸς ἀραδιαζότανε σὲ παρατάξη κ’ οἱ ψαλτάδες ψέλνανε πολλὲς φορὲς «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στό τέλος τὸ ‘ψελνε κι ὁ δεσπότης κ’ ἔριχνε τὸν Σταυρὸ στή θάλασσα. Ἀλαλαγμὸς σηκωνότανε μέσα στή θάλασσα. Οἱ βάρκες καὶ τὰ καΐκια καργάρανε τὰ κουπιὰ καὶ τρακάρανε τὸ ‘να τ’ ἄλλο. Οἱ πλῶρες χτυπούσαμε ἡ μία τὴν ἄλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, ἀπόχες μπερδευόντανε μεταξὺ τους. Οἱ βουτηχτάδες πέφτανε στό νερὸ κ’ ἡ θάλασσα ἄφριζε σὰν νά παλεύανε σκυλοψαρά. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς κάνανε ὥρα πολλὴ ν’ ἀνεβοῦνε ἀπάνω, παίρνανε μακροβούτι καὶ ψάχνανε στόν πάτο νά βροῦνε τὸν Σταυρό. Γιά μία στιγμὴ φανερωνότανε κανένα κεφάλι καὶ βούλιαζε γλήγορα πρὶν νά τὸ δεῖς.
Ἄξαφνα βγῆκε ἕνα κεφάλι μὲ κόκκινα γένεια κ’ ἕνα χέρι ξενέρισε καὶ βαστοῦσε τὸν Σταυρό. Ἤτανε ὁ παλαβὸ – Παρασκευάς. Μὲ δυό – τρεῖς χεροβολιὲς κολύμπησε κατὰ τὸ μέρος τοῦ δεσπότῃ καὶ σκάλωσε στήν ἀραξιά. Ἔκανε μετάνοια καὶ φίλησε τὸ χέρι του κ’ ἔδωσε τὸν Σταυρό. Ὁ δεσπότης τὸν πῆρε, τὸν ἀσπάστηκε καὶ τὸν ἔβαλε στόν ἀσημένιο δίσκο κ’ ὕστερα ἔδωσε τὸν δίσκο στόν Παρασκευά. Οἱ ψαλτάδες πιάσανε πάλι καὶ ψέλνανε κι ὁ κόσμος ἀλάλαζε. Ὕστερα ἡ συνοδεία τράβηξε πάλι γιά τὴν ἐκκλησία. Ὁ Παρασκευὰς θεόγυμνος, μὲ τὸν δίσκο στά χέρια, γύριζε στούς μεγάλους καφενέδες καὶ στίς ταβέρνες κ’ ἔρριχνε ὁ κάθε ἕνας ὅ,τι ῥεγάλο ἤθελε. Τόσες ὧρες ὁλόγυμνος καὶ βρεμένος, μὲ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τοὺς ὤμους του δέν ἀνεσήκωνε. Ὅπως ἤτανε κοκκινογένης ἀστακόχρωμος, ἔλεγε κανένας πώς ἤτανε ὁ Σκύθης Ἀναχαρσις, πού γύριζε τὸν χειμῶνα γυμνὸς μέσα στήν Ἀθήνα τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, κ’ οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ῥωτούσανε γιατὶ δέν κρυώνει, κι αὐτὸς ἀποκρινότανε πώς ὅλο τὸ κορμὶ του εἶναι σὰν τὸ κούτελο, πού δέν κρυώνει ποτές.
Τὴν ὥρα πού ἔπεφτε ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, ὅλα τὰ καΐκια καὶ τὰ καράβια, πού ἤτανε φουνταρισμένα ἀνοιχτὰ στό πέλαγο, γυρίζανε τὴν πλώρη τους κατὰ τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ κεῖ πού ἦρθε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :«Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Θεοφάνεια = Φανέρωση Θεού
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το σύγχρονο άνθρωπο, με τα ποικίλα προβλήματα, τις έννοιες και τα τρεχάματα;
Ποιο μήνυμα ζωής θα μπορούσε να δώσει στον καθένα μας η γιορτή της Βάφτισης του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη πριν δυο χιλιάδες χρόνια;
Δεν θα ήθελα μ' αυτό το σημείωμα ν' αναλύσω τη σημασία της γιορτής, ν' αναφερθώ στη φανέρωση της αγίας Τριάδος στον κόσμο και τι σημαίνει αυτό, ή στη σημασία του αγιασμού των υδάτων.
Θέλω να επισημάνω ότι όλα τα πιο πάνω, τα Θεολογικά και σπουδαία για την ανθρώπινη ζωή, δεν είναι για όλους! Δεν τα καταλαβαίνουν, αλλά κυρίως δεν ενδιαφέρουν όλους! Αυτή δεν είναι η πραγματικότητα σε μας και στους άλλους; Οι περισσότεροι δεν είμαστε προσκολλημένοι στις μέριμνες; Δεν είναι «πάρεργο» η ενασχόλησή μας με την Εκκλησία, το δόγμα και το ήθος της; Δεν είναι αλήθεια ότι χρησιμοποιούμετις ακολουθίες των ημερών, για να νιώσουμε κάτι διαφορετικό; Μπορεί να ακούγονται τα πιο πάνω κάπως σκληρά. Αλλά ο απόστολος Παύλος μας λέει ότι «δεν πιστεύουν όλοι». Δεν είναι για όλους το μυστήριο της Θεολογίας. Δεν έχουν όλοι τη δυνατή ερωτική σχέση με το Θεό. Δεν βιώνουν όλοι το ίδιο την εμπειρία της Χάριτος.
Είναι αναγκαίο να κατανοούμε αυτό το «ου γαρ πάντων η πίστις» για να ταπεινωνόμαστε όταν η Εκκλησία μας παρουσιάζει τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια ως όντως φανέρωση Θεού και εμείς μένουμε ψυχροί και αδιάφοροι αναμένοντας τη συναισθηματική και ψυχολογική χαρά, όπως και να αποδεχόμαστε την ελευθερία του καθενός να σταθεί με τον τρόπο που θέλει και στο ποσοστό που θέλει απέναντι στην πνευματική και μυστηριακή ζωή. Για να «πιστέψουμε», να σταθούμε δηλαδή με δέος μπροστά στο μυστήριο της Θεοφανείας, που οι γιορτές μάς προσκαλούν, χρειάζεται να «σχολάσουμε», να ησυχάσουμε όντως. «Σχολάστε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος». Γιατί η ησυχία θα οδηγήσει στην αυτογνωσία και η αυτογνωσία στην προσπάθεια για αλλαγή, δηλαδή τη μετάνοια που είναι η θύρα προς τη βασιλεία.
Κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε, ένεκα του τρόπου ζωής που μπλεχτήκαμε, τουλάχιστο ας έχουμε τη συναίσθηση της αδυναμίας και οκνηρίας μας. «Όταν είμαστε ανίκανοι ν' αναρριχηθούμε στις βουνοκορφές της αρετής, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κατεβούμε τουλάχιστον στο φαράγγι της ταπεινώσεως» (Στάρετς Μακάριος). Αυτή η ταπείνωση, ως συναίσθηση ότι «ουδέν ειμί», φέρει τη χάρη που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί». Τότε ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει τη φανέρωση του Θεού μέσα του ως φως, ως χαρά, ως αγαλλίαση και ηρεμία, που δεν τον απομονώνει από τους άλλους, αλλά τον ενώνει με όλο τον κόσμο με αγάπη, και συγχρόνως του δίνει την ελπίδα για νέα αληθινή πορεία προς την όντως ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση η ελευθερία του καθενός μας καθορίζει και τη συμμετοχή μας στη Χάρη των μυστηρίων του Θεού, που η εκκλησία κάθε χρόνο μας προσφέρει με τις γιορτές της και μας καλεί να δεχτούμε καρδιακά, απλά και ουσιαστικά τη φανέρωση του Θεού μας.

Κυριακή, Ιανουαρίου 03, 2016

Ο πάσχων άνθρωπος



Μ.Ε.Λαγκουβάρδου

Ο πάσχων άνθρωπος

Ο πάσχων άνθρωπος , στη μακρόχρονη πορεία του , απέτυχε να θεραπεύσει με το μυαλό , τα δεινά που τον μαστίζουν. Το ίδιο το μυαλό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα.. Η γνώση κάνει τον άνθρωπο υπερήφανο, αλαζονικό, μοναχικό. Φτώχεια, αρρώστιες, πόλεμοι, πυρηνική απειλή, δεν εξαλείφονται με περισσότερο μυαλό, αλλά με περισσότερη αγάπη.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, το περιστατικό αυτό από τη ζωή του Ιησού στο ναό. γιατί είναι και μια παραβολή για το θέμα που γράφουμε. Οι ευαγγελιστές αναφέρουν τη θεραπεία των τυφλών και των χωλών που προσήλθαν στο ναό, όταν ο Ιησούς έδιωξε από αυτόν τους πωλητές και τους αγοραστές που υπήρχαν εκεί.. Η θεραπεία ακολουθεί τον εξαγνισμό του ναού. Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή από το ευαγγέλιο του Ματθαίου.
«Τω καιρώ εκείνω εισήλθεν ο Ιησούς εις το Ιερόν του Θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω Ιερώ, και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς. Και λέγει αυτοίς. Γέγραπται. Ο οίκος μου, οίκος προσευχής κληθήσεται. Υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών. Και προσήλθον αυτώ τυφλοί και χωλοί, εν τω Ιερώ και εθεράπευσεν αυτούς.
(Ο Ιησούς εισήλθε στο Ιερό του Θεού και έδιωξε όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν στο χώρο του ναού, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν περιστέρια. Και τους είπε: Η Γραφή λέει: Ο οίκος μου πρέπει να είναι οίκος προσευχής εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών. Και προσήλθαν τυφλοί και χωλοί και τους θεράπευσε.)
Το περιστατικό αυτό διδάσκει ότι ο Ιησούς. θεραπεύει αφού εξαγνίσουμε την καρδιά μας από το πάθος της ιδιοτέλειας. Ότι η καρδιά του ανθρώπου είναι ναός του Θεού. Ότι οι ιδιοτελείς σκέψεις στην καρδιά, διώχνουν από αυτήν τη αναζωογονητική χάρη του Θεού. Ότι η καρδιά δεν είναι ο τόπος για ιδιοτελείς σκέψεις, όπως ο ναός δεν είναι ο τόπος για τις συναλλαγές
« Αιτία όλων των προσωπικών και κοινωνικών νοσημάτων είναι η αναζητούσα την ευδαιμονία ιδιοτέλεια» , δηλαδή η συμπεριφορά που αποβλέπει στο ατομικό μόνο συμφέρον ή όφελος, μ΄ ένα τρόπο που ξεπερνάει τα όρια του επιτρεπτού.
Μια τέτοια ιδιοτελή συμπεριφορά περιγράφει το παρακάτω ανέκδοτο:. Ένας νέος ανέβαλε συνεχώς το γάμο του, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες, στην πραγματικότητα όμως ανέβαλε το γάμο για να του δώσουν , την αγελάδα που του είχαν τάξει. Μια μέρα ο πεθερός, μετά από μια νέα αναβολή του γάμου , οδηγεί τον νέο στο σταύλο κι αφού ρίχνει στην αγελάδα το νυφικό πέπλο, του λέει: «Έλα, πάρ’ την.Αγελάδα θέλεις, δεν θέλεις νύφη.» Όταν η ιδιοτέλεια μπαίνει στην καρδιά, ο άνθρωπος γίνεται δούλος των πραγμάτων. Η ταύτιση του κτιστού και του Ακτίστου, είναι αρρώστια, η λεγόμενη «νόσος της θρησκείας.»
Ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης στην Δογματική του γράφει: « Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της . Το κλειδί δια την κατανόησιν της μεταβολής της Ορθοδόξου Καθολικής Παραδόσεως από παρανόμου εις νόμιμον θρησκείαν και κατόπιν εις επίσημον Εκκλησίαν, έγκειται εις το γεγονός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διεπίστωσε ότι δεν είχε απέναντί της απλώς μίαν επί πλέον μορφήν θρησκείας ή φιλοσοφίας, αλλά μίαν καλώς οργανωμένην Εταιρείαν Νευρολογικών Κλινικών, αι οποίαι εθεράπευον την νόσον της θρησκείας και την αναζητούσαν την ευδαιμονίαν ασθένειαν της ανθρωπότητος και έτσι παρήγον φυσιολογικούς πολίτας με ανιδιοτελή αγάπην, αφιερωμένους εις την ριζικήν θεραπείαν των προσωπικών τους και των κοινωνικών νοσημάτων. Η σχέσις που ανεπτύχθη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ήτο ακριβώς αντίστοιχος προς την σχέσιν μεταξύ Κράτους και συγχρόνου Ιατρικής».
ΠΗΓΗ

Λόγος στην εορτή Θεοφανείων Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας

γίου Λουκρχιεπ. Κριμαίας,
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.
Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.
 Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ Σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺἔρχη πρὸς μέ;» (Μτ. 3, 14).
Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).
Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πᾶσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.
Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.
Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμειἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦνἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢοἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πράξ. 4, 32-35).
Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧεὐδόκησα.» (Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδίᾳ σαρκίνῃ». Ἀμήν.
 «Λόγοι κα μιλίες», τ. Β΄, κδ. ρθόδοξος Κυψέλη

Σάββατο, Ιανουαρίου 02, 2016

Ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ

Βασιλείου Στογιάννου
Ἐπιφάνεια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μία ἀποκάλυψη τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει πρῶτα-πρῶτα ἀληθινὴ θεογνωσία. Ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὄχι σὰν φοβερὸς καὶ ἀποτρόπαιος, ὅπως τὸν πίστευαν οἱ εἰδωλολάτρες οὔτε σκληρὸς καὶ ἄτεγκτος κριτής, ὅπως τὸν φανταζόταν ὁρισμένοι ἰουδαϊκοὶ κύκλοι. Ὁ Θεὸς ποὺ φανερώνεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι μία ψυχρὴ λογικὴ ἐξήγηση τοῦ σύμπαντος, ὅπως νόμιζαν οἱ φιλόσοφοι οὔτε ὁ ὁδηγὸς ἑνὸς μόνο λαοῦ στὴν πορεία του, ὅπως πίστευε ὁ Ἰσραήλ.
Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν Ἐπιφάνειά του ὡς Πατέρας στοργικὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ φυλετικές, πολιτικές, πολιτιστικὲς ἢ καὶ θρησκευτικὲς ἀκόμη παραδόσεις. Ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας τῶν ἀνθρώπων ὄχι μόνον ὡς Δημιουργός, ἀλλὰ κυρίως ὡς Πατέρας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου πρωτότοκου ἀδελφοῦ ὅλων μας. Καὶ ἀποκαλύπτει αὐτὴ τὴ νέα του σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ὄχι μέσα ἀπὸ βροντὲς καὶ καπνούς, ὅπως ἄλλοτε στὸ Σινά, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπεινὴ ἀνθρώπινη μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σκηνὴ κατὰ τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μετὰ ἡ Μεταμόρφωση καὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι σκηνὴ δόξας καὶ ἀποκάλυψη τῆς Θείας μεγαλειότητας. Δὲν ἔχουν ὅμως σὰν στόχο νὰ καταπλήξουν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τοῦ θυμίσουν πὼς ἡ καινούρια θεογνωσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο ποὺ ἔγινε σάρκα καὶ ὄχι ἀπὸ ἕναν οἱοδήποτε ἄνθρωπο. Κι ἀκόμα οἱ λίγες ἀκτίνες τῆς δόξας ἀφήνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ ἀπὸ τώρα, ὅσο μπορεῖ, τὸ νέο κόσμο κοντὰ στὸν Θεὸ Πατέρα του.
Περισσότερο ὅμως ἀπὸ τὴ δόξα, μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Ἐπιφάνεια τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι δεῖγμα περίτρανο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅσοι βιάζονται νὰ δοῦν γύρω τους σκοτάδι καὶ ἀντιμετωπίζουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὴ γῆ χωρὶς νόημα, δὲν ἔχουν παρὰ νὰ θυμηθοῦν τὴ φιλανθρωπία, ὅπως φανερώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου. Θὰ ἀνακαλύψουν τότε πὼς ὁ Θεὸς Πατέρας βρίσκεται πάντα κοντά μας, δίπλα μας, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐμεῖς τὸν ἐγκαταλείπουμε -κυρίως τότε!
Ἔτσι ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία γίνεται πηγὴ ἐλπίδας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, φῶς γιὰ τὴν καθημερινή του πορεία μέσα στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ Ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου εἶναι ὅμως καὶ ἀληθινὴ κοσμογνωσία. Ὄχι φυσικὰ μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνει ἡ φυσικὴ καὶ οἱ συναφεῖς ἐπιστῆμες. Ἡ ἀνακάλυψη τῶν μυστικῶν τῆς κτίσεως καὶ ἡ διατύπωση τῶν νόμων ποὺ τὰ διέπουν ἀφέθηκε ἀπὸ τὸν Θεό στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ δύναμη τοῦ νοῦ του. Ὁ Θεὸς προίκισε τὸν ἄνθρωπο μὲ πολλὲς ἱκανότητες, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βρεῖ μέσα ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῆς ἐπιστήμης τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας καὶ νὰ ἀχθεῖ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸν Δημιουργό. Τὰ μεγάλα ὅμως ἐρωτήματα γιὰ τὴν πορεία τοῦ κόσμου ὡς κατοικίας τοῦ ἀνθρώπου μένουν πάντα ἀναπάντητα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Γιατί ἡ ἐπιστήμη βλέπει περιορισμένα τοπικὰ καὶ χρονικά, ὅπως περιορισμένος εἶναι κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Τὸ πολὺ-πολὺ φτάνει μέχρι τὴ διατύπωση τῶν μεγάλων ἐρωτημάτων. Ἐκεῖ σταματᾶ, περιμένοντας μία ἀπάντηση ἀπὸ ἀλλοῦ. Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐπιφάνειας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν θεόπνευστων μαθητῶν καὶ ἀποστόλων του. Δὲν εἶναι ἀπάντηση σὲ λεπτομέρειες, ἀλλὰ στὸ σύνολο. Μιλᾶ ἡ ἀποκάλυψη γιὰ τὴν παρέλευση τοῦ παρόντος σχήματος τοῦ κόσμου καὶ γιὰ τὴν προοδευτικὴ ἀνάκτησή του ἀπὸ τὴν παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου. Μὲ εἰκόνες καὶ παραβολὲς μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα νέο κόσμο ποὺ κατοικεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς σκιαγραφεῖ ἕνα κόσμο χωρὶς κακὸ καὶ ἁμαρτία, χωρὶς φθορὰ καὶ θάνατο. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι φανερὴ καὶ στὴ νέα, ἀληθινὴ κοσμογνωσία…
Ἡ Ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅμως καὶ ἀληθινὴ ἀνθρωπογνωσία Ἡ πιὸ μεγάλη ἀποκάλυψη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν πραγματικὴ φύση του, γιὰ τὴ θέση του μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν πορεία του τόσο ἀτομικὰ ὅσο καὶ συλλογικά, γιὰ τὸ προσωπικὸ καὶ ὁμαδικὸ μέλλον του, ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ μιά γιὰ πάντα μὲ τὴν Ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου, μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀναστροφὴ τοῦ ἀνάμεσά μας. Ὅσο εὔκολα ὅμως θυμόμαστε τὴ θεϊκὴ φύση τοῦ Χριστοῦ τόσο δύσκολα φέρνουμε στὸ νοῦ μας τὴν ἀνθρώπινη φύση Του -αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ νέα ἀνθρωπογνωσία, ποὺ μᾶς ἄνοιξε τὸ μυστικὸ κόσμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Ἐπιφάνεια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ὅμως καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἐσώτερης οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὁ Χριστὸς παίρνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἀναπλάσει, τὴν ἀνακαινίζει, τὴν ἀναγεννᾶ. Οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας ἐπιμένουν πολὺ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Γιατί ἀκριβῶς συνδέεται μὲ τὴ χριστιανικὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ξέρουμε τὸν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Χριστός μᾶς τὸν ἀποκάλυψε σ’ ὅλο τὸ βάθος του, σ’ ὅλη τὴν ἔκταση τῶν σχέσεών του μὲ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τοὺς συνανθρώπους. Κοντολογίς, ξέρουμε ποιοὶ εἴμαστε, γιατί ξέρουμε ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὁ Χριστός. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτήσαμε ἕνα καθρέφτη, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συγκρίνουμε κάθε φορά τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ βλέπουμε πόσο ἔχουμε ἀποκτήσει τὴν πραγματικὰ ἀνθρώπινη μορφή.
Ἡ νέα, ἀληθινὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀποκάλυψε μὲ τὴν παρουσία του στὴ γῆ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι βέβαια πάντα εὐχάριστη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γιατί τοῦ δείχνει γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, τοῦ θυμίζει πόσο λίγο εἶναι ἄνθρωπος, πόσο λίγο συμπεριφέρεται ὡς ἄνθρωπος, πόσο λίγο λογαριάζει τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση τῶν συνανθρώπων του. Νὰ γιατί οἱ ἄνθρωποι φαίνονται πολλὲς φορὲς πρόθυμοι νὰ δεχτοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ τὸ ἐγκαταλείπουν γρήγορα, ἀμέσως μόλις γίνει λόγος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὡς ὁμοίωση μὲ τὸν Χριστό…
Ἄνθρωπος εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀδελφός του Χριστοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν ἁπλὴ πρόταση συνοψίζεται ἡ νέα ἀνθρωπογνωσία. Ἁπλὴ στὴ διατύπωση, ἀλλά μὲ συνέπειες ἀνυπολόγιστες γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν καθημερινὴ πράξη μας. Γιατί θεμελιώνει τὴν ὕπαρξή μας στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Γιατί μᾶς συνδέει μὲ τὴν ἄκρα ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο μὲ τὰ μάτια τῆς ἐλπίδας τοῦ νέου, μεταμορφωμένου καὶ αἰώνιου κόσμου. Κι ὅλα τοῦτα μπορεῖ νά φαίνονται ὄμορφα καὶ ἑλκυστικὰ ὅσο μένουν στὴ θεωρία. Μόλις ὅμως ἔλθει ἡ ὥρα ποὺ πρέπει νὰ μεταβληθοῦν σὲ πράξη, ποὺ πρέπει νὰ κατευθύνουν τὴ ζωή μας καὶ τὶς καθημερινὲς συναλλαγές μας, ἀρχίζει νὰ μεταβάλλεται ἡ εἰκόνα. Ἡ ἀνθρωπογνωσία μᾶς γίνεται βάρος καὶ βαρεία ἐπιταγή, ποὺ προσπαθοῦμε νὰ ἀποφύγουμε μὲ κάθε τρόπο καὶ μ’ ὁποιαδήποτε δικαιολογία. Ἡ ἀνθρωπογνωσία ἀποκτᾶ τότε καὶ μία ἄλλη διάσταση: γίνεται κριτήριο, δικαστήριο φοβερὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο δὲν ἀνοίγει διάπλατη τὴν καρδιὰ του σ’ ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ σ’ ὅλη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ἡ τελευταία διάσταση τῆς Ἐπιφάνειας, ἡ κρίση ποὺ ἐπιφέρει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, φαίνεται νὰ λειτουργεῖ ὑποτονικὰ μέσα στὸ χριστιανικὸ κόσμο τὸν τελευταῖο καιρό. Ἀπόδειξη ἡ πνευματικὴ ραθυμία τοῦ καιροῦ μας καὶ ἡ πρακτικὰ ἀντιπνευματικὴ καὶ ἀντικοινωνικὴ στάση τῶν πολλῶν. Ἡ ἀνθρωπογνωσία μας ἔφτασε νὰ περιορίζεται στὴ γνώση τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῆς ὕλης καὶ μάλιστα σὲ μία ἀτομοκρατικὴ διάσταση. Εἶναι κι αὐτὸ μία τρανὴ ἀπόδειξη γιὰ τὸ πόσο ἀπομακρύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι πὼς δὲν ὑποψιάζονται κἄν οἱ πολλοὶ τὴν ὕπαρξη τῆς ἐλπίδας, τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ τῆς ἀλλαγῆς ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ ἐπιφανεῖς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Παχυλὴ ἄγνοια, πρακτικὸς ὑλισμὸς καὶ κυρίως ἡ ἀντιπνευματικὴ ἀτμόσφαιρα –δημιούργημα τῶν πολέμων-, συντελοῦν στὴν παραθεώρηση τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπογνωσίας, τῆς ἀληθινῆς κοσμογνωσίας, τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο, θεῖο καὶ λυτρωτικὸ δῶρο ὁ Χριστός.
Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἱστορία ποὺ ἀνήκει στὸ παρελθόν. Εἶναι τὸ παρόν, ἡ βεβαία ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ αἰσιόδοξη προοπτικὴ γιὰ ἕνα νέο κόσμο, γιὰ μία νέα σχέση μὲ τὸν Θεό, γιὰ μία νέα ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τοὺς συνανθρώπους. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἕτοιμος ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχτεῖ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου…
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἡ Ἐκκλησία στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν».
Ἔκδ. Π. Πουρναρὰ

Παρασκευή, Ιανουαρίου 01, 2016

Ἅγιος Παΐσιος: «Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας θὰ ἔπιανε ξανὰ τὴν σπηλιὰ καὶ τὸ κομποσχοίνι»


Ἁγίου  Γέροντα Παϊσίου Ἁγιορείτου

…Οἱ περισσότεροι Πνευματικοί τῆς ἐποχῆς μας εἶναι καλογερομάχοι καὶ ποικιλοτρόπως βάλλουν κατὰ τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ μάλιστα χρησιμοποιοῦν καὶ Μεγάλους Βασιλείους μὲ Βασιλειάδες καὶ κοινωνικὴ δράση κ.λ.π. Δὲν θέλω νὰ ἀναφέρω τὴν ζωὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πρὶν ἀρχίση τὶς Βασιλειάδες, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ πῶ τὸν λογισμό μου, τί θὰ ἔκανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας. Ἔχω τὴν γνώμη ὅτι θὰ ἔπιανε ξανὰ τὴν σπηλιὰ καὶ τὸ κομποσχοίνι, βλέποντας τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης (ἀπὸ τὶς Βασιλειάδες καὶ ἄλλων Ἁγίων Πατέρων) νὰ ἔχη ἁπλώσει παντοῦ, ὄχι μόνο στοὺς πιστοὺς ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στοὺς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι μαζὶ ἀποτελοῦν τὴν Κοινωνικὴ Πρόνοια, ποὺ περιθάλπει ἀκόμη καὶ μέλη τῶν Πνευματικῶν Φιλανθρωπικῶν Συλλόγων (μὲ χαρτὶ μόνον ἀπορίας). Μὲ λίλα λόγια, ἡ Κοινωνικὴ Πρόνοια καθημερινῶς φωνάζει: «Ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς μας, ἀφῆστε τὴν φιλανθρωπία σ΄ ἐμᾶς τοὺς λαϊκούς, ποὺ δὲν μποροῦμε να κάνουμε καὶ κάτι ἄλλο, καὶ ἐσεῖς κοιτάξτε νὰ ἀσχοληθῆτε μὲ κάτι τὸ πνευματικώτερο». 

Δυστυχῶς ὅμως, ὄχι μόνον αὐτὸ δὲν κάνουν μερικοὶ Κληρικοί, διότι δὲν τὸ καταλαβαίνουν, ἀλλὰ τὸ κακὸ εἶναι ποὺ ἐμποδίζουν καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸ καταλαβαίνουν καὶ θέλουν νὰ δοθοῦν ὁλόκληροι στὸν Χριστὸ καὶ αἰσθάνονται ἔντονα τὴν κλίση τῆς ἀναχωρήσεως. Δὲν φτάνουν...
δηλαδὴ τὰ ὅσα ἀκούει ἕνας ἀρχάριος Μοναχὸς ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, ἀκούει καὶ ἕνα σωρὸ ἀπὸ τοὺς Κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη καὶ τὴν παράλογη ἀπαίτηση ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς νὰ ἀφήσουν τὴν ἔρημο καὶ νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν κοινωνικὴ δράση τῆς φιλανθρωπίας. Καλὸ εἶναι νὰ ἀναφέρω καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ στεφάνια ποὺ τοὺς πλέκουν: «τεμπέληδες, ἀτομιστές, ἄνανδρους, κ.λ.π.», ἐπειδὴ θεωροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τους ἥρωες, ποὺ ἀγωνίζονται μέσα στὴν ἁμαρτωλὴ κοινωνία, καὶ τοὺς Μοναχοὺς δειλούς, ποὺ φεύγουν, γιὰ νὰ σώσουν μόνον τὴν ψυχή τους.
Ἀπορῶ πῶς δὲν καταλαβαίνουν τὴν μεγάλη ἀποστολὴ τοῦ Μοναχοῦ!!! Ὁ Μοναχὸς φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι γιατί μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸν κόσμο καὶ κατ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τὸν βοηθήση περισσότερο διὰ τῆς προσευχῆς του σὲ πράγματα ποὺ δὲν γίνονται ἀνθρωπίνως παρὰ μόνο μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση. Ἔτσι σώζει ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ὁ Μοναχὸς δὲν λέει ποτέ: «νὰ σώσω τὸν κόσμο», ἀλλὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, παράλληλα μὲ τὴν δική του. Ὅταν ὁ καλὸς Θεὸς ἀκούση τὴν προσευχή του καὶ βοηθήση τὸν κόσμο, πάλι δὲν λέει «ἔσωσα ἔγω κόσμο», ἀλλὰ «ὁ Θεός».

 
πηγή:Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἐπιστολές», (Ἁγίου) Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου» Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης
το είδαμε     εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...