Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαΐου 07, 2016

«ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΣΗ»

Στήν ἱστορία αὐτῶν ποῦ ἀκολούθησαν τόν Χριστό ὑπῆρξαν ἀρκετές περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού σέ μία στιγμή ἀδυναμίας λύγισαν. Τά γεγονότα γύρω ἀπό τό Πάθος καί τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, μᾶς θύμισαν τρεῖς χαρακτηριστικές ἐπώνυμες περιπτώσεις: τήν κάμψη τοῦ Πέτρου, τήν πτώση τοῦ Ἰούδα καί, σήμερα, τήν ἀναστολή τοῦ Θωμᾶ
Ἡ κάμψη τοῦ Πέτρου ἦταν μία ἔκφραση ἀδυναμίας, μιά συνέπεια τῆς ὑπερβολικῆς ἐμπιστοσύνης στήν ἀφοσίωσή του στό Διδάσκαλο• Ἡ πτώση τοῦ Ἰούδα εἶχε ἀφορμή μία βαθειά ἀποκαρδίωση καί σύγχυση. Διαφορετικά εἶχε φαντασθεῖ τόν Μεσσία κι ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ πραγματικός Χριστός δέν ἐμοίαζε στό εἴδωλο πού εἶχε πλάσει μέ τό μυαλό του, ζήτησε νά βγάλει ἀπό τή μέση τήν Ἀλήθεια κι ὄχι τήν ψευδαίσθησή του. Τόν Θωμά τόν σταμάτησε ἡ συρροή τῶν τελευταίων θλιβερῶν γεγονότων. Εἶχε κουρασθεῖ πιά, εἶχε ἐξαντληθεῖ• καί ἀναζήτησε τήν ἡρεμία στή μοναξιά του.
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει προσωπικά. Στήν πρώτη, τοῦ Πέτρου, εἶχε προηγηθεῖ μία πρόρρηση• καί στήν κρίσιμη ὥρα ἕνα βλέμμα ἔκανε τό μάθητή νά συναισθανθεῖ, νά συντριβῆ, νά πλύνει τό λάθος του στό πικρό κλάμα. Στή δεύτερη περίπτωση, τοῦ Ἰούδα, ἡ ἐπέμβαση ἦταν πιό αἰσθητή καί ἄμεση. Δύο φορές πραγματοποιήθηκε μιά ἐπαφή τοῦ μαθητοῦ μέ τό σῶμα τοῦ Διδασκάλου ὅταν συνδειπνοῦσαν στό Μυστικό Δεῖπνο, ἄγγιξε τό μυστικό σῶμα Του. Στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἄγγιξε μέ φίλημα τό πρόσωπό Του. Οὔτε ὅμως τή μία φορά οὔτε τήν ἄλλη συνῆλθε.
Στήν τρίτη περίπτωση, τοῦ Θωμά, ἔφθασε ἡ ἁπλή παρουσία τοῦ Κυρίου γιά νά τόν συνεφέρει καί νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του σχέση καί ἐμπιστοσύνη. Ὁ Θωμάς εἶχε ἀποσυρθεῖ στή μόνωση γιά νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ἡ λύση ὅμως τοῦ προβλήματος πού τόν ἀπασχολεῖ δέν πραγματοποιεῖται στή μοναξιά του, ἀλλά ὅταν ἐπιστρέφη στήν κοινότητα τῶν μαθητῶν. Ἐκεῖ τόν συναντᾶ ὁ Χριστός καί ὄχι στό μέρος πού ἦταν ἀπομονωμένος. Ἔρχεται μέσα στήν κοινότητα τῶν μαθητῶν, στήν Ἐκκλησία.
Ἰδιαίτερα πρέπει νά προσέξουμε ὅτι καί τά τρία περιστατικά συναντῶνται με το πάθος. Ὅταν τά πράγματα στήν ζωή ἐξελίσσονται ὁμαλά ἄνετα ἀκολουθοῦμε τόν Διδάσκαλο. Ὅταν ὅμως βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι στίς τραγικές καί κρίσιμες ὥρες τοῦ πόνου, τῆς θυσίας, τοῦ σταυροῦ, τότε ἕνα σύστημα δυνάμεων αὐτοσυντηρήσεως μᾶς ἀναστέλλουν, μᾶς καθηλώνουν καί κα΄ποτε μᾶς ὁδηγοῦν σέ πτώση. «Ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου» ὑπήρξε ἡ πιό σαφής, προσωπική καί ἀποφασιστική πασχαλινή διακήρυξη τοῦ Θωμᾶ.
Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής

Ομολογία πίστεως “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”

Κλεισμένοι στο υπερώο των Ιεροσολύμων ήταν οι δέκα μαθητές, αλλά απουσίαζε ο Θωμάς. Και αυτό γιατί τους διακατείχε μεγάλος φόβος μετά από τα όσα έζησαν κατά τη διάρκεια του Πάθους του Διδασκάλου τους. Ιδιαίτερα μετά το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως, ο κίνδυνος καταδίωξής τους ήταν ιδιαίτερα έντονος.
Έτσι εξηγείται γιατί το βράδυ της Αναστάσεως οι μαθητές ήταν τρομοκρατημένοι και βρίσκονταν σε αμηχανία για το τί έπρεπε να πράξουν. Ξαφνικά όμως και χωρίς να ανοίξει η πόρτα του υπερώου εμφανίσθηκε ο Αναστάς Κύριος και είπε: “Ειρήνη υμίν”. Βέβαια δεν εμφανίσθηκε με το φθαρτό ανθρώπινο σώμα, αλλά με το νέο, το αφθαρτοποιημένο. Η εμφάνιση αυτή συνδέεται πιο πολύ με την ανάγκη να τους ενημερώσει και να τους διαβεβαιώσει ότι το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, στο οποίο είχαν κληθεί να γίνουν συνεργοί και αυθεντικοί μάρτυρες, θα συνεχιζόταν. Για να τους στηρίξει λοιπόν στην πίστη και να μην τους αφήσει περιθώρια αμφιβολιών, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά Του προκειμένου να δουν τα σημάδια των πληγών Του που άφησε στο σώμα Του η Σταύρωση.
Παρών και ο Θωμάς
“Μεθ’ ημέρας οκτώ” στον ίδιο χώρο του υπερώου ο Αναστάς Κύριος πραγματοποιεί νέα εμφάνιση, παρόντος τώρα και του Θωμά, η οποίος έμελλε να διαδραματίσει σημαντικά ρόλο στη μαρτυρία του γεγονότος της Ανάστασης του Κυρίου. Όταν είχε έλθει στο χώρο, του διηγήθηκαν οι άλλοι μαθητές τα όσα συνέβησαν. Εκείνος από υπερβολικό ζήλο για να συναντήσει τον Κύριο τους είπε: “Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν Αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείραν μου εις την πλευράν Αυτού, ου μή πιστεύσω”.
Ο εσωτερικός κόσμος του Θωμά δεν διέλαθε της προσοχής του Παντογνώστη Κυρίου. Φαινόταν καθαρά η καλή προαίρεσή του και ο μεγάλος σεβασμός που έτρεφε απέναντι στον Διδάσκαλό του. Έτσι ο Χριστός αφού του απηύθυνε τον ίδιο χαιρετισμό, είπε αμέσως στον Θωμά: “Φέρε τον δάκτυλό σου εδώ και βάλε το χέρι σου στην πλευράν μου και μήν μένεις άπιστος αλλά γίνε πιστός”.
Ο Κύριος του μίλησε τόσο απλά και ήρεμα που ο Θωμάς συγκλονίστηκε από τα βάθη της ψυχής του. Δονήθηκαν τόσο όμορφα οι χορδές της καρδιάς του που σε δίκην μουσικής μελωδίας απέδωσαν στην πιο ωραία αρμονία τη σωτήρια ομολογία: “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Η ομολογία αυτή του Θωμά που είναι ομολογία πίστεως στην Θεότητα του Κυρίου μας, μπορεί να αποδίδεται και από τις χορδές της δικής μας καρδιάς και να εκπέμπεται σαν πράξη καθημερινής ζωής. Αυτό σημαίνει ότι η ομολογία του Θωμά μπορεί να εκφράζεται στην καθημερινή μας ζωή ως μια γεννήτρια πίστεως που να μας υποκινεί να επαναλαμβάνουμε κι΄ εμείς με τον δικό μας τρόπο: “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Αγαπητοί αδελφοί, η ομολογία αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο φραστικά αλλά θα πρέπει να λειτουργεί σαν οδοδείκτης στην πορεία του κάθε ανθρώπου που αγωνίζεται για να ενωθεί με το Θεό. Η αναγνώριση της θεότητας του Αναστημένου Κυρίου μας γίνεται ιδιαίτερα μετά από την άξια συμμετοχή μας στο Ευχαριστιακό Δείπνο, το οποίο μας προσφέρει σε κάθε Θεία Λειτουργία ως ευκαιρία για να συνδεθεί το θνητό με το αθάνατο, το φθαρτό με το άφθαρτο, το κτιστό με το άκτιστο. Γι΄ αυτό και μετά τη μετάληψη της Θείας Κοινωνίας διακηρύσσουμε με βεβαιότητα ότι “είδομεν το Φως το αληθινόν” στη βάση της εμπειρικής διακήρυξης του Θωμά “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

Κυριακή του Θωμά –«καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»

Ἀπόστολος: Πράξ. ε´ 12-20
Εὐαγγέλιον: Ἰωάν. κ´ 19-31
«καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ, ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»
Ὁ Ἀναστὰς Κύριος, τὴν ἑπομένην Κυριακὴ («τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων») ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως, ἐμφανίζεται στοὺς φοβισμένους μαθητὲς διά τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς μεταδίδει μήνυμα εἰρήνης καὶ χαρᾶς. Τοὺς χαιρετίζει μὲ τὸν χαιρετισμὸ «εἰρήνη ὑμῖν», τὸν ὁποῖον ἐπαναλαμβάνει ἄλλες δύο φορές. Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἁπλὴ καθημερινὴ ἔκφραση χαιρετισμοῦ, ἀλλὰ ἔχει βαθύτερο νόημα. Ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ὁ Χριστὸς σχίζει τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ συμφιλιώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό. Ἐνεργεῖται τὸ μυστήριο τῆς καταλλαγῆς (συμφιλιώσεως) μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ποὺ καλοῦνται νὰ ζήσουν τὴν νέα πνευματικὴ πραγματικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος, νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀδελφοὶ ἐν Κυρίῳ.
Ὁ Κύριος δείχνει στοὺς μαθητὲς τὰ σημάδια τῆς Σταυρώσεως, τὶς πληγὲς στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά Του στὸ ἀναστημένο ἔνδοξο Σῶμα Του. Οἱ μαθητὲς «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον».
Μετὰ τὴν μεγάλη θλίψη, τὸν φόβο, τοὺς λογισμοὺς ἀμφιβολίας ποὺ ἀκολούθησαν τὰ δραματικὰ γεγονότα τῆς Σταυρώσεως καὶ τῆς Ταφῆς τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται τὸ ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ νὰ χαροποιήσει τοὺς μαθητές. Ἡ χαρὰ τῶν μαθητῶν εἶναι καὶ δική μας χαρά, διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου γίνεται γιὰ τοὺς πιστοὺς ἡ ἀπαρχὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς (Ἰω. ια´ 25-26).
Ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ συνάντηση τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς μαθητὲς ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς. Ἐν ὅσῳ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς βιώνουν τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὴν βεβαιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὁ Θωμᾶς ἐξακολουθεῖ νὰ βασανίζεται ἀπὸ λογισμοὺς ἀμφιβολίας καὶ ὀλιγοπιστίας. Γιὰ νὰ πιστεύσει θέλει ἁπτὲς ἀποδείξεις, νὰ ἀγγίσει τὶς πληγὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὰ λεγόμενα τῶν ἄλλων μαθητῶν.
Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσει ἡ στάση τοῦ Θωμᾶ, διότι μὲ αὐτὴν ταυτίζεται ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν ἀρκεῖται στὸν λόγο καὶ τὶς διαβεβαιώσεις τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ζητοῦν τὸ κάτι περισσότερο, τὴν ἀκλόνητη ἀπόδειξη, τὸ ἀδιάσειστο τεκμήριο τοῦ δακτύλου ἐπὶ τῶν τύπων τῶν ἥλων. Ἡ πίστη μας πολλὲς φορὲς χωλαίνει ὅταν τὴν ἀναμειγνύουμε μὲ λογισμοὺς ἀμφιβολίας, ὅταν μὲ τὴν πεπερασμένη μας ἀνθρώπινη λογικὴ προσπαθοῦμε νὰ προσεγγίσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν προκειμένῳ τὴν Ἀνάσταση.
Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ μὴ θαυμάσουμε τὴν ἄκρα συγκατάβαση τοῦ Κυρίου ποὺ συγκατανεύει στὴν ἀδυναμία τοῦ Θωμᾶ καὶ ἐμφανίζεται «μεθ᾽ ἡμέρας ὀκτώ», γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημα τοῦ ὀλιγοπίστου ἢ δυσπίστου Θωμᾶ. Κατὰ θείαν οἰκονομίαν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς τὴν προσωρινὴ ὀλιγοπιστία τοῦ μαθητοῦ, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν πραγματικότητα τῆς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ προσηλώσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως Αὐτοῦ. Ἡ ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ τῶν πληγῶν τοῦ Κυρίου βεβαιώνει ὅτι τὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔνδοξο βεβαίως, δὲν εἶναι πνευματικὸ ἢ ἀερῶδες (φάντασμα, ὀπτασία) ἀλλὰ πρα γματικό, σαρκικό, ἁπτό. Ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει στὸν Θωμᾶ νὰ ἀγγίσει τὶς πληγὲς τῆς ἁγίας Αὐτοῦ χειρὸς καὶ ἔτσι διά τῆς ψηλαφήσεως τῆς ἁγίας σαρκός, κατὰ χάριν Θεοῦ οἱ πιστοὶ μετέχουμε τῆς μυστικῆς εὐλογίας, δεχόμενοι τὸν Χριστόν, γιὰ νὰ πιστεύσουμε καὶ ἐμεῖς στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως (Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἡ εὐλογημένη ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, καταλήγει στὴν μεγαλειώδη ὁμολογία πίστεως: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Μία ὁμολογία πίστεως ποὺ κονιορτοποιεῖ τοὺς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες αἱρετικοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Τέλος, γιὰ νὰ μὴ ἀδικήσουμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ, ποὺ ἔλαβε τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ «ἀπίστου Θωμᾶ», ὀφείλουμε νὰ διευκρινήσουμε ὅτι καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς ἀρχικῶς ἦσαν δύσπιστοι («ἀπιστούντων αὐτῶν καὶ θαυμαζόντων» – Λουκ. κδ´ 41) καὶ ὅτι ἡ πίστη τοῦ ἀτυχῶς ἀποκαλουμένου «ἀπίστου Θωμᾶ» ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε πῆγε πολὺ πιὸ μακρυὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους. Ἔφθασε μέχρι τὴν μακρινὴ Ἰνδία, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.
Ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος

Ἡ δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ




Μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ στοὺς τρομοκρατημένους μέχρι τότε μαθητὲς Του εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπεμβαίνει προσωπικά· «ἐν μέσῳ ἔστη εἰρήνην παρέχων αὐτοῖς», διαλύει τὶς φοβίες τῶν μαθητῶν Του καὶ βοηθᾶ τὸν Θωμᾶ νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἀναστολές του.


Δισταγμοὶ καὶ ἀμφιβολίες τῆς πίστης

Ὁ Θωμᾶς κλονισμένος καὶ ταραγμένος μέσα στὴν ἀπομόνωση (δὲν βρισκόταν μὲ τοὺς ἄλλους μαθητὲς) καὶ τὴν κατάθλιψή του, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσει τὶς ἀναστολὲς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου του. Ὅμως ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ἐμφανίζεται ἀνάμεσα σὲ ὅλους μαζί τους μαθητές Του, γιὰ νὰ πιστεύσει πραγματικὰ ὁ ἕνας. Δὲν ἐλέγχει τὴ δυσπιστία του. Δὲν κρίνει τὴ στάση του, δὲν καταδικάζει τὴ συμπεριφορά του. Ὁ Θεὸς δοκιμάζει τὶς ἀντοχές μας στὶς ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ πόνου, τῆς ἀδυναμίας, τῆς κόπωσης καὶ τῆς ἐξάντλησης. Βέβαια, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὰ ὅριά μας, ἁπλῶς ἐμεῖς στὶς δύσκολες στιγμὲς συνειδητοποιοῦμε τὴν ὀλιγοπιστία μας. Αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Θεὸ νὰ ἀποκαλύπτεται μὲ ἀγάπη σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Νὰ φανερώνει καὶ νὰ προσφέρει τὰ σημάδια τῆς μυστικῆς Του παρουσίας καὶ ἐνέργειας σὲ ὅποιον ἀναζητᾶ νὰ Τὸν ψηλαφήσει, δηλαδὴ σὲ ὅποιον οἰκοδομεῖ τὴν πίστη του στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ πνευματικὸ βίωμα. Μᾶς ἐκπλήσσει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς ψυχῆς μας, στὶς νοοτροπίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας, κάποτε ἀκόμη καὶ στὶς ἀμφιβολίες καὶ τοὺς δισταγμούς μας. Ἐδῶ ὁ ἐγωισμὸς μας συντρίβεται. Ἡ ἀλαζονικὴ λογική μας, ποὺ νομίζει ὅτι μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κατακτήσει τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια, ταπεινώνεται καὶ τότε αὐθόρμητα παραδινόμαστε ὁλόψυχα «ἐν πίστει» στὴν ἀγαπώσα ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.


Ἡ φυλακὴ τῆς λογικῆς

«Ἐὰν μὴ ἴδω οὐ μὴ πιστεύσω». Κάποτε ὁ λόγος αὐτὸς γιὰ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διανόηση τοῦ κόσμου τούτου γίνεται ἕνας πειρασμὸς ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μία ἀναλήθεια. Σὲ ἕνα τρομακτικὸ ψέμα, σὲ ἕναν δαιμονικὸ πειθαναγκασμό, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι οἱ αἰσθήσεις του ἀντιλαμβάνονται, ὅ,τι βλέπει, ὅ,τι παρατηρεῖ, ὅ,τι ἀποδεικνύει μὲ τὶς ἔρευνες καὶ τὰ πορίσματά του. Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπιστημονικὸ κοσμοείδωλο ἡ λογικὴ θεοποιεῖται σὰν τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ γνώση καὶ τὴν ἀλήθεια. Τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ εὐαισθησίες, οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ τὰ ἀποκαλυπτικὰ βιώματα, ἡ πίστη καὶ τὸ θαῦμα παραμερίζονται καὶ ἐμπαίζονται. Ἡ οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης παραμένει ἄγνωστη. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προορισμοῦ γεμίζουν ἀπὸ ἀντιφάσεις, κενά, ἀπορίες καὶ ἀναπάντητα ἐρωτήματα. Ὁ κόσμος τοῦ πνεύματος μικραίνει καὶ φτωχαίνει πολύ. Γίνεται ρηχός, ἐπιφανειακὸς καὶ ἐπίπεδος. Γιὰ τὸν ὀρθολογιστὴ ἄνθρωπο ποὺ αὐτάρεσκα καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιστημοσύνη του, οἱ διαστάσεις τοῦ ὕψους καὶ τοῦ βάθους ἰσοπεδώνονται. Ἡ καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθει γι' αὐτό. Καμία πνευματικὴ ἀνάβαση, ἀναζήτηση καὶ ἀναφορὰ στὸ μυστήριο τῆς πραγματικότητας τοῦ Θεοῦ. Καμία ἐνδοσκόπηση, καμία αὐτογνωσία, κανένας ἐσωτερικὸς ἀγώνας μὲ τὸν «ἔσω τῆς καρδίας κρυπτόμενον ἄνθρωπον».

Ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι βυθίζονται στὶς ἀμφιβολίες καὶ παγιδεύονται στὴν ἀπιστία ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κενό τῆς ζωῆς. Ἔχουν μία ὑπερτροφικὴ αὐτοπεποίθηση ὅτι μποροῦν νὰ καταλάβουν τὰ πάντα. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἀναθεωρήσουν τὶς ἰδέες τους καὶ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ μποροῦν, δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, πού, ἐνῶ ἤθελε νὰ πιστέψει, δὲν μποροῦσε. Γιατί ἐκεῖνος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προκατάληψη τοῦ κάθε ἀπίστου, μέσα ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὶς ἀμφιβολίες του ἀναζητοῦσε νὰ ψηλαφήσει. Ἀναζητοῦσε τὰ σημάδια τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσωπικὰ ὄχι ἐγωκεντρικά, γι' αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκουμπήσει τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀναφώνησε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐμβαθύνει στὴν ἐμπειρία τῆς πίστns, ὅταν γράφει «ἔμαθον ἀφ' ὧν εἶδον μὴ λογοθετεῖν· ἔμαθον ἀφ' ὧν ἐψηλάφησα προσκυνεῖν, μὴ ζυγομαχεῖν· ἕνα Κύριον καὶ Θεὸν ἐπίσταμαι, τὸν Δεσπότην Χριστόν...»• δηλαδή, πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου καὶ μὲ δίδαξαν νὰ μὴν κρίνω, ψηλάφησα καὶ ἔμαθα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ φιλονικῶ, ἕναν Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἂς εἶναι καὶ γιὰ ἐμᾶς μία διαρκὴς ἐμπειρία καὶ ὁμολογία πίστης. Ἀμήν.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ



ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΕΝΑ-ΕΝΑ






Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 8 Μαΐου 2016
1. Η ΓΕΝΕΣΗ
1. Ἐπιθυμῶ, ἀδελφοί μου χριστιανοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, ἐπιθυμῶ, λέγω, νά γνωρίζετε, ἔστω καί γενικά καί μέ λίγα λόγια, τό περιεχόμενο τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἰδιαίτερα τό ἐπιθυμῶ αὐτό γιά τά νέα τά παιδιά, πού στά σχολεῖα τους, φεῦ!, μέ τά νέα διατάγματα ἀπίστων κυβερνώντων, δέν θά διδάσκονται τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, ὅπως ἐμεῖς παλαιότερα, ὡς μάθημα ὀρθόδοξης πίστης, ἀλλά, θά τό διδάσκονται γενικά, ὡς ἕνα λόγο γιά ὅλα τά θρησκεύματα. Γιά τόν σκοπό λοιπόν αὐτό ἀρχίζω μιά νέα σειρά κηρυγμάτων, πού παρακαλῶ νά τήν παρακολουθεῖτε μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, γιατί πρόκειται γιά τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, γιά τήν Ἁγία Γραφή. Εὔχομαι τά ὅσα ὀλίγα θά ἀκοῦτε κάθε φορά μέ τό κήρυγμά μου γιά κάθε βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς νά σᾶς κεντρίζουν τήν ἐπιθυμία νά διαβάζετε ἔπειτα μόνοι σας στό σπίτι ὅλο τό βιβλίο. Ἐννοεῖται ὅτι ὅλα τά σπίτια τῶν χριστιανῶν πρέπει νά ἔχουν τήν Ἁγία Γραφή. Καί νά τό θεωροῦμε ὡς μεγάλη μας ἁμαρτία τό ὅτι δέν ἔχουμε διαβάσει ἔστω καί μία φορά τήν Ἁγία Γραφή.  
2. Ἀρχίζουμε μέ τήν Παλαιά Διαθήκη. Τό πρῶτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τό ἔχει ὁ Κανόνας της, εἶναι ἡ Γένεση. Τό βιβλίο αὐτό καί οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι τό ἔγραψε ὁ Μωυσῆς. Αὐτός εἶναι πού ἔγραψε τά πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού μέ ἕνα ὄνομα τά καλοῦμε Πεντάτευχο. «Γένεση» σημαίνει «ἀρχή». Καί πραγματικά τό βιβλίο αὐτό περιέχει δύο ἀρχές καί γι᾽ αὐτό διαιρεῖται σέ δύο μέρη. Τό πρῶτο μέρος τό ἀποτελοῦν τά ἕνδεκα πρῶτα κεφάλαια (1-11), τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν «ἀρχή», δηλαδή, γιά τήν δημιουργία, τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, καί στήν συνέχεια ὁμιλοῦν γιά τήν ἱστορία τῶν ἀπογόνων τους. Τό δεύτερο μέρος τῆς Γένεσης τό ἀποτελοῦν τά ὑπόλοιπα κεφάλαια (12-50), τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ, πού ἀρχίζει μέ τούς τρεῖς πατριάρχες τῶν Ἑβραίων, τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ, καί γιά τούς ἀπογόνους τους, τίς δώδεκα φυλές τους. Ὁ Θεός κάλεσε τόν ᾽Αβραάμ μακρυά ἀπό τήν Μεσοποταμία καί τόν ἔφερε στήν Χαναάν (12,1 ἑξ.), γιά νά τόν κάνει γενάρχη ἑνός νέου λαοῦ, δικοῦ Του λαοῦ, τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλά ἡ πείνα, πού ἔπληττε συχνά τήν Παλαιστίνη, ἔφερε τούς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, τόν Ἰακώβ καί τά παιδιά του καί τίς οἰκογένειές του, στήν Αἴγυπτο, Ἐγκαταστάθηκαν δέ ὅλοι ἐκεῖ, γιατί ὁ ἀδελφός τους, ὁ Ἰωσήφ, εἶχε ἀνέλθει σέ ὑψηλά ἀξιώματα (46,28-47,4). Ἐδῶ τελειώνει τό βιβλίο τῆς Γενέσεως. Αὐτό γενικά εἶναι τό περιεχόμενό του. – Τό βιβλίο μᾶς λέγει ὅτι ὁ Θεός ἔκανε ὅλα τά πράγματα «καλά λίαν» (1,31), ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε καί ἐπαναστάτησε κατά τοῦ Θεοῦ (κεφ. 3). Ὁ Θεός ὅμως ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο καί φροντίζει γι᾽ αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί ἐκλέγει τόν Ἀβραάμ, τόν ὁποῖο θά κάνει γενάρχη ἑνός λαοῦ, ἀπό τόν ὁποῖον θά προέλθει ὁ Μεσσίας, ὁ Ὁποῖος θά φέρει τήν λύτρωση στήν ἀνθρωπότητα.
3. Ἡ Γένεση ἀρχίζει ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί φθάνει μέχρι τόν ἐρχομό τῶν Ἑβραίων στήν Αἴγυπτο. Σπουδαῖα εἶναι τά πρῶτα τρία κεφάλαια τοῦ βιβλίου, πού μιλᾶνε γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου καί γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί λέγουν ὅτι θά γίνει ἡ ἀνόρθωσή του ἀπό τήν πτώση, μέ τόν ἐρχομό τοῦ Λυτρωτῆ (3,15). Ἀπό τήν ἀρχή στήν Γένεση διακρίνονται δύο γενεές τῶν ἀνθρώπων, ἡ καλή γενεά μέ ἀρχηγό τόν Ἄβελ καί ἡ κακή γενεά μέ ἀρχηγό τόν Κάϊν (4,3 ἑξ.). Στήν κακή γενεά, γιά τά ἁμαρτήματά της, ἦλθε κρίση καί τιμωρία τοῦ Θεοῦ μέ τόν κατακλυσμό (6,1-11,32). Ἀπό τόν κατακλυσμό σώθηκε μόνον ὁ Νῶε καί ἡ οἰκογένειά του, πού κατάγονταν ἀπό τήν καλή γενεά τοῦ Σήθ (5,28-29).
4. Τό βιβλίο τῆς Γένεσης μᾶς λέγει μεγάλες ἀλήθειες: Τό πρῶτο βασικό πού μᾶς λέγει εἶναι ὅτι ὅλος ὁ κόσμος καί ἐμεῖς, καί οἱ ἄγγελοι ἀκόμη, εἴμαστε κτίσματα καί ἐγίναμε ἀπό τόν Θεό. Εἴμασταν μή ὄντα καί ἤλθαμε σέ ὕπαρξη ἀπό τόν Ὄντα καί Ζῶντα Θεό (κεφ. 1). Ὁ Θεός στήν Γένεση παρουσιάζεται ἀπό τήν ἀρχή σέ πληθυντικό ἀριθμό (Ἐλωχ-ίμ), γιατί εἶναι ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ. Γιά τόν ἄνθρωπο, λέγει ἡ Γένεση, ὅτι εἶναι τό ἀνώτερο δημιούργημα, γιατί πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (1,26). Ἡ φύση δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πνευματική καί ἔτσι ἔχει τήν δυνατότητα νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, νά θεωθεῖ. Ἔγινε ὅμως ἡ θλιβερή «πτώση» (κεφ. 3), μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν ἀγαθή κοινωνία του μέ τόν Θεό καί στό σῶμα του ἦλθε ἡ φθορά· ἀλλά γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία καί ὅλη ἡ φύση καί κτίση δουλώθηκε στήν φθορά (3,18 ἑξ. Βλ. καί Ρωμ. 8, 19-22). Ἔτσι, ἀρχίζει τώρα ἡ ταλαίπωρη ζωή τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση στήν ἁμαρτία (κεφ. 4 ἑξ.). Καί θά ἦταν ἀπελπιστική ἡ ζωή αὐτή, ἄν ὁ Θεός, ἀπό ἀγάπη, δέν ἔδινε τήν ὑπόσχεση ὅτι ἀπό τήν γυναίκα, καί μόνο ἀπό αὐτή, θά γεννηθεῖ Κάποιος, ὁ Ὁποῖος θά ἔχει θεϊκή δύναμη καί θά συντρίψει τό κεφάλι τοῦ Διαβόλου, πού παραπλάνησε τόν ἄνθρωπο καί παρήκουσε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ (3,15). Ἡ παρήγορη αὐτή ὑπόσχεση εἶναι ἡ πρώτη προφητεία γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, τοῦ Λυτρωτοῦ καί Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προφητεία αὐτή εἶναι Εὐαγγέλιο, εἶναι τό «Πρωτο-εὐαγγέλιο», ὅπως ἔχει ὀνομασθεῖ. Ἄν δέν διδόταν αὐτή ἡ προφητεία θά ἦταν σέ ἀπελπισία ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
5. Πολλοί ἅγιοι Πατέρες παραλλήλισαν πολλά ἀπό τό βιβλίο τῆς Γένεσης μέ αὐτά πού διαβάζουμε στήν Καινή Διαθήκη. Ἔτσι, στόν ὕπνο τοῦ Ἀδάμ γιά τήν πλάση τῆς Εὔας ἀπό τήν πλευρά του (βλ. Γεν. 2,21-22) οἱ Πατέρες βλέπουν τήν Γένεση τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν λογχίστηκε ἡ πλευρά Του καί ἔτρεξε αἷμα καί ὕδωρ (βλ. Ἰωάν. 19,34-35). Στήν σωτηρία τοῦ Νῶε καί τῆς οἰκογένειάς του ἀπό τόν κατακλυσμό μέσα στήν κιβωτό (βλ. Γεν. 6,7-8,16), οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλέπουν τήν δική μας σωτηρία ἀπό τήν ἁμαρτία μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «κιβωτός τῆς σωτηρίας μας». Καί ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ, γιά τήν ὁποία διαβάζουμε στήν Γένεση (κεφ. 22), προτυπώνει τήν θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.  
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Διάγραμμα τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης
Ι. Ἡ ἀρχική ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου (1,1-11,27)
        Α. Δημιουργία καί πτώση τοῦ ἀθρώπου (1,1-5,32)
        Β. Κρίση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κατακλυσμό καί τόν πύργο τῆς Βαβέλ (6,1-11,32)
ΙΙ. Ἡ ἀρχική ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ (12,1-50,26)
        Α. Οἱ πατριάρχες καί οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ (12,1-36,42)
        Β Ὁ Ἰσραήλ στήν Αἴγυπτο (37,1- 50,26)  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ - ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ











Ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ Anthony Bloom


 


Σήμερα τιμᾶμε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Πολλοὶ συχνὰ τὸν θυμόμαστε μοναχὰ σὰν τὸν ἄπιστο Θωμᾶ· στὴν πραγματικότητα εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε γιὰ τὰ νέα ποὺ τοῦ μετέφεραν οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ὅταν τοῦ εἶπαν : Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε! Τὸν εἴδαμε ζωντανό!

Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφέβαλλε σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἢ ποὺ παρέμεινε ἄπιστος στὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς ἀποκάλυψης τοῦ Κυρίου. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὅταν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος ἔμαθαν ὅτι ἀρρώστησε ὁ Λάζαρος, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἂς ἐπιστρέψουμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπάντησαν: Ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν ἐκεῖ, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἐπιστρέψουμε; Μονάχα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: Ἂς Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ ἂς πεθάνουμε μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον. Ἦταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νὰ εἶναι στὰ λόγια μαθητής Του, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὅπως ἕνας μαθητὴς ἀκολουθεῖ τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ πεθάνει μαζί Του, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀποφασίζει νὰ πεθάνει μὲ τὸν φίλο του καὶ ἐὰν χρειαστεῖ χάριν τοῦ φίλου του. Ἂς θυμηθοῦμε λοιπὸν τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του.

Τί συνέβη ὅμως ὅταν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἀνήγγειλαν σ’ αὐτὸν ποὺ μονάχα αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ τὸν Κύριο, ὅτι ἀντίκρισαν πραγματικὰ τὸν ἀναστάντα Χριστό; Γιατί δὲν πίστεψε τὰ λόγια τους; Γιατί ἀμφέβαλλε; Γιατί εἶπε ὅτι χρειαζόταν ἀποδείξεις, ἁπτὲς ἀποδείξεις; Ἐπειδὴ ὅταν τοὺς ἀντίκρισε τοὺς εἶδε χαρούμενους μὲ ὅ,τι εἶδαν, ἦταν χαρούμενοι ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πιὰ νεκρός, ποὺ ἦταν ζωντανός, χαρούμενοι γιὰ τὴν νίκη ποὺ εἶχε κερδηθεῖ. Καὶ ὅμως παρατηρώντας τους δὲν εἶδε σὲ αὐτοὺς καμία ἀλλαγή. Ἦταν οἱ ἴδιοι, μόνο ποὺ ἦταν γεμάτοι ἀπὸ χαρὰ ἀντὶ γιὰ φόβο. Καὶ ὁ Θωμᾶς τοὺς εἶπε : Μόνο ἐὰν Τὸν δῶ, μόνο ἐὰν γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως θὰ μπορέσω νὰ πιστέψω.

Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ κάποιος ποὺ μᾶς συναντᾶ;

Πρὶν λίγες ἡμέρες ὁμολογήσαμε μὲ πάθος, μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ πίστη τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ πιστεύουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι· καὶ ὅμως, ὅταν μᾶς συναντοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας μας, μᾶς βλέπουν καὶ ἀναρωτιοῦνται: Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τί τοὺς συνέβη;

Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν δεῖ τὸν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλὰ ἡ Ἀνάσταση δὲν ἤτανε γι’ αὐτοὺς βίωμα, δὲν σήμαινε γι’ αὐτοὺς τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σέ μᾶς· ἐὰν ἑξαιρέσουμε τοὺς ἁγίους, ποὺ ὅταν τοὺς συναντάει κάποιος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ μήνυμα ποὺ φέρουν εἶναι ἀληθινό.

Τί ὑπάρχει στὸ δικό μας μήνυμα ποὺ δὲν ἀκούγεται; Ἐπειδὴ μιλᾶμε ἀλλὰ δὲν εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἴμαστε. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαφέρουμε τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν νοιώσει τὴν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ, ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ μοιράστηκε μὲ μᾶς τὴ ζωή Του, ποὺ μᾶς ἔστειλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ C. S. Lewis, διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπές, λαμπρό, ἀλλὰ εἶναι πέτρα. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς συγκινεῖ λιγότερο ἐξωτερικά, εἶναι ὅμως ζωντανός, εἶναι μία μαρτυρία ζωῆς.

Ἂς ἐξετάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε σὲ ποιὰ κατάσταση βρισκόμαστε, γιατί οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντᾶμε δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καὶ ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γιατί;

Ὁ καθένας μας ἔχει νὰ δώσει τὴ δική του ἀπάντηση σ’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἂς ἐξετάσει τὸν ἑαυτό του καὶ ἂς ἑτοιμαστεῖ νὰ ἀπαντήσει μὲ βαθειὰ συνείδηση, ἂς κάνουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ἔτσι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, ὅταν θὰ μᾶς βλέπουν, θὰ λένε: Δὲν ἔχουμε ξανασυναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους, ἔχουν κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε δεῖ σὲ κανέναν ἄλλον. Τί εἶναι αὐτό; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός Του. Μέσα ἀπὸ ἐμᾶς ἐνεργεῖ ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴμαστε ναός Του. Ἀμήν.

Ὁμιλία εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν




Ἔρχομαι ἐπειγόντως νὰ καταβάλω τὴν ὀφειλή μου. Διότι, ἂν καὶ εἶμαι πτωχός, βιάζομαι νὰ ἀποσπάσω ὁπωσδήποτε τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Εἶχα δώσει ὑπόσχεση νὰ φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ, καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω.

Ἡ πρόθεσίς μου εἶναι νὰ ἐξοφλῶ πρῶτα τὶς παλαιότερες ὀφειλές, γιὰ νὰ μὴ μὲ πιέζουν οἱ τόκοι ποὺ συγκεντρώνονται. Συνεργασθεῖτε μαζί μου στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους, καὶ ἱκετεύσετε τὸν Θωμᾶ νὰ εὐλογήση τὰ χείλη μου μὲ τὴν ἁγία δεξιά του, μὲ τὴν ὁποίαν ἤγγισε τὴν πλευρὰ τοῦ Δεσπότου, ὥστε νὰ νευρώση τὴν γλώσσα μου, γιὰ νὰ σᾶς ἐξηγήσω αὐτὰ ποὺ ποθεῖτε. Καὶ ἐγώ, ἐνθαρρυνόμενος μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἀποστόλου καὶ μάρτυρος Θωμᾶ, διακηρύττω τὴν ἀρχικὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν τελικὴν ὁμολογία του, ἡ ὁποία ἔγινε κρηπὶς καὶ Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅταν εἰσῆλθε ὁ Σωτὴρ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἐκεῖ ὅπου εἶχαν συγκεντρωθῆ οἱ μαθηταί του καὶ ἐξῆλθε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀπουσίαζε μόνον ὁ Θωμᾶς. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἀπουσία τοῦ μαθητοῦ νὰ γίνη πρόξενος περισσοτέρας ἀσφαλείας καὶ βεβαιότητος. Διότι, ἐὰν παρευρίσκετο ὁ Θωμᾶς, δὲν θὰ ἀμφέβαλλε. Καὶ ἂν δὲν ἀμφέβαλλε, δὲν Θὰ ζητοῦσε νὰ περιεργασθῆ. Ἐὰν δὲν ζητοῦσε, δὲν θὰ ψηλαφοῦσε. Καὶ ἐὰν δὲν ψηλαφοῦσε, δὲν θὰ ἀνεκήρυττε τὸν Χριστὸ Κύριον καὶ Θεόν. Ἐὰν δὲν τὸν εἶχε ἀποκαλέσει Κύριον καὶ Θεόν, ἐμεῖς δὲν θὰ εἴχαμε διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μὲ τὸν τρόπον αὐτόν. Ὥστε καὶ μὲ τὴν ἀπουσία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια” καὶ μὲ τὴν παρουσία του ὕστερα μᾶς ἐβεβαίωσε περισσότερο στὴν πίστη.

Ἔλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταί, ὅταν ἦλθε ἀργοπορημένος: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια». Εἴδαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπη μέσα στὰ γεγονότα. Εἴδαμε αὐτὸν ποὺ εἶπε: «μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι», καὶ βλέποντας τὴν ἀνάσταση, ἐπροσκυνήσαμε τὸν ἀναστάντα. Τὸν ἀκούσαμε ποὺ μᾶς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», καὶ μεταστρέψαμε τὴν ζάλη τῆς λύπης σὲ γαλήνια εὐφροσύνη. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια του ποὺ ἐδέχθησαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴν λύσσα τῶν θεομάχων θηρίων. Ἀντικρίσαμε τὰ χέρια ποὺ μᾶς ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία, ἀντικρίσαμε καὶ τὴν πλευρὰν ποὺ φανερώνει λαμπρότερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν εὐσπλαχνία τοῦ πληγωμένου. Αὐτὴν τὴν πλευρὰ τὴν ὁποίαν ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ εὐλαβοῦνται οἱ πιστοὶ καὶ φρίττουν οἱ δαίμονες. Ὑποδεχθήκαμε καὶ ἐμφύσημα θεῖον ἀπὸ τὸ θεῖον στόμα του, ἐμφύσημα πνευματικόν, ἐμφύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ἐχειροτονηθήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο, κύριοι της ἀφέσεως τῶν πλημμελημάτων. Ἀποκτήσαμε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἐντολή: «ἂν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς. Ἂν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια εἴχαμε τὴν βαθειὰ χαρὰ νὰ ἀκούσωμε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, τέτοιες δωρεὲς ἀπολαύσαμε. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν πλουτήσωμε, ἀφοῦ εὑρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Ἀλλὰ μόνο σὺ ἔμεινες πτωχός, ἀφοῦ ἀπουσίαζες.

Καὶ τί τοὺς εἶπεν ὁ Θωμᾶς; Εἴδατε τὸν Κύριο; Καλῶς. Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ εἴδατε, νὰ τὸν σέβεσθε περισσότερο. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, μὴν παύσετε νὰ τὸν κηρύττετε. Ἐγὼ ὅμως «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χείρα μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω». Καὶ σεῖς δὲν θὰ εἴχατε πιστεύσει ἐὰν πρῶτα δὲν ἐβλέπατε. Ἔτσι κι ἐγώ, ἐὰν δὲν ἴδω, δὲν θὰ πιστεύσω.

Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, διατήρησε τὸν ζῆλο σου, ὥστε βλέποντας ἐσὺ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου. Ζήτησε μὲ ἐπιμονὴ αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Μὴν παύσης νὰ ἐρευνᾶς εἰλικρινῶς, ἐὰν δὲν εὕρης τὸν θησαυρὸ ποὺ ζητεῖς. Μὴν παύσης νὰ κρούης τὴν θύρα τῆς ἀναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξη αὐτὸς ποὺ εἶπε: «κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν». Ἀγαπῶ τὸν διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, ἐπειδὴ ἀναιρεῖ κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴν φιλομάθειά σου ἐπειδὴ καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι νὰ σὲ ἀκούω πολλὲς φορὲς νὰ λέγης: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπιστῆς ἐσύ, ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Σκάπτοντας ἐσὺ μὲ τὴν δικέλλα τῆς γλώσσης τὸ θεῖον σῶμα, ἐγὼ ἀκόπως θερίζω τὸν καρπὸ καὶ τὸν συλλέγω γιὰ μένα.


 



Ἐὰν δὲν ἰδῶ μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια τὶς πληγὲς τὶς ὁποῖες ἄνοιξαν οἱ ἀσεβεῖς στὰ ἁγιά του χέρια, δὲν πρόκειται νὰ συγκατατεθῶ στοὺς λόγους σας. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ ἴδιο μου τὸ δάκτυλο στὰ κοιλώματα τῶν καρφιῶν, δὲν θὰ δεχθῶ τὴν καλή σας ἀγγελία. Ἐὰν δὲν κρατήσω μὲ τὸ χέρι μου τὸ ἴδιο τὴν πλευρὰ τοῦ εὑρισκομένου πέραν ἀπὸ κάθε ὑποψία μάρτυρος τῆς Ἀναστάσεως, δὲν ἠμπορῶ νὰ πιστεύσω στὸ δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχθῆ τὴν συνηγορία ἀπὸ τὰ γεγονότα. Καὶ κάθε λόγος ποὺ στερεῖται τὴν ἀπὸ τὰ ἔργα μαρτυρία, ἐξαφανίζεται στὸν ἀέρα. Ἔχω νὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Διδασκάλου. Πῶς λοιπὸν θὰ διηγηθῶ μὲ λόγια ἐκεῖνα ποὺ δὲν παρέλαβα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου; Πῶς θὰ πείσω τοὺς ἀπίστους νὰ πιστεύσουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα οὔτε ἐγὼ ἔχω παρακολουθήσει; Νὰ εἰπῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι εἶδα τὸν Κύριό μου νὰ σταυρώνεται, δὲν τὸν εἶδα ὅμως ἀναστημένο, παρὰ μόνον ἤκουσα; Καὶ ποῖος δὲν θὰ περιπαίξη τὰ λόγιά μου; Ποῖος δὲν θὰ περιφρονήση τὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο εἶναι ἡ ἀπαγγελία λόγων, καὶ ἄλλο ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων.

Αὐτοὺς τοὺς ἀμφιβόλους λογισμοὺς εἶχεν ὁ Θωμᾶς, ὅταν μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες ἐπαρουσιάσθη πάλιν ὁ Κύριος στοὺς συνηθροισμένους μαθητάς του. Ἄφησε πρῶτα τὸν Θωμᾶ, κατὰ τὶς ἡμέρες ποὺ παρεμβάλλονται, νὰ κατηχηθῆ ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του, παραχωρώντας ἔτσι νὰ ἀναφλεγῆ ἀπὸ τὴν δίψα τῆς συναντήσεώς του. Καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας, τότε, τὴν κατάλληλη στιγμή, ὁ ποθούμενος ἀπεκαλύφθη σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ποθοῦσε. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ὅπως πρίν, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ πάλι, ὅπως τὴν πρώτη φορά, τοὺς εἶπε: «εἰρήνη ὑμῖν», γιὰ νὰ ταυτισθῆ τὸ γεγονὸς μὲ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ βεβαιώση τὴν ἀναγγελία τῶν Ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήση τὴν ἀκρίβεια τῆς δευτέρας ἐπισκέψεώς του. «Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾶ. Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου». Ὦ ὕψος ἀπεράντου φιλανθρωπίας! Ὦ πέλαγος ἀμετρήτου συγκαταβάσεως! Δὲν ἐπερίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν ἀνέμεινε νὰ προσέλθη αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέση καὶ νὰ ἐπιτύχη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Δὲν τὸν ἐστέρησε οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ποθούμενος προσείλκυσε κοντὰ του διὰ τῆς βίας τὸν ἐραστήν, ὁ ἴδιος ἔσυρε μὲ τὴν φωνή, στὴν πληγὴ τὸ δάκτυλο αὐτοῦ ποὺ τὴν ποθοῦσε, ὁ ἴδιος μὲ τὴν Δεσποτική του γλώσσα ἐτράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ’ αὐτόν: «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου».

Ἤκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν ὡς ἄνθρωπος, παρὼν ὅμως ὡς Θεός, αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν μαζί σας κατὰ τὴν θεότητα, ἂν καὶ ἀποχωρισμένος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια σου; Δὲν εἶπες: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω»; Ἀπὸ τὰ χείλη σου δὲν ἐξῆλθαν τὰ λόγια αὐτά; Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν ἐκφράζουν τοὺς λογισμούς σου; Γι’ αὐτὰ λοιπὸν ἦλθα πάλι, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀμφιβάλλεις. Γι’ αὐτὸ ἦλθα πάλι κοντά σας, εἶμαι ἐδῶ γι’ αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ ἐπιθυμεῖς.

Γιὰ σὲ τὸν ἕνα ἦλθα καὶ τώρα κοντά σου, ἐγὼ ποὺ κατῆλθα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιὰ τὸ πλανώμενο πρόβατο, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψω τοὺς οὐρανούς. Μὴ λοιπὸν διστάσης νὰ μάθης αὐτὰ ποὺ ποθεῖς, μὴν ἐντραπῆς νὰ περιεργασθῆς αὐτὰ ποὺ ἐπιζητεῖς. Μὴν ἀποφύγης νὰ βάλης τὸ δάκτυλό σου ἐπάνω στὰ ἴδιά μου τὰ χέρια. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάκτυλα, ὅπως ἀνέχθηκα καὶ τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπέμεινα τὴν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν.

Ὅταν ἐσταυρώθηκα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, δὲν ἠγανάκτησα, καὶ δὲν θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἔρευνα; «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἐτραυματίσθησαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν σας. «Ἴδε τὰς χεῖρας μου» καὶ ἀναλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἑκουσίως ἐσταυρώθη ἢ μήπως κάποιος ἄλλος; «Ἴδε τὰς χεῖρας μου», ποὺ ἄφησα νὰ διατηρήσουν τὰ σύμβολα τῆς ἰουδαϊκῆς μανίας, ὥστε ὅταν μὲ τὴν συνηθισμένη ἀναίδειά τους οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, μοῦ εἰποῦν ὅτι ἐμεῖς, Κύριε, δὲν σὲ ἐσταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ ἐπολέμησαν τὰ χέρια μου μὲ τὰ ἀποτυπώματα τῶν πληγῶν, καὶ θὰ ἐντροπιάσω τοὺς Ἰουδαίους μόλις μὲ ἀντικρύσουν. Κοίτα τὰ χέρια μου καὶ μὴ νομίσης ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως εἶναι φαντασία. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ὁμήρους της ἰδικῆς σας ἀναγεννήσεως. Κράτα τὰ χέρια αὐτὰ ὡς ἄγκυρα ποὺ ἀνειλκύσθη ἀπὸ τὸν βυθὸ τοῦ Ἅδου.

Μὴ φοβηθῆς κανένα βιοτικὸν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμικὴ μὴ σὲ τρομάξη, μὴ φοβηθῆς τοὺς ἀντιθέτους ἀνέμους, μὴ φροντίσης καθόλου γιὰ τὶς καταιγίδες καὶ τοὺς σκοπέλους τῆς θαλάσσης τῶν ἐχθρῶν. Πλεῦσε μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τοῦ βίου, πλεῦσε κρατώντας δυνατὰ τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, πλεῦσε προσέχοντας στὸν οὐρανὸ σὰν σὲ λιμάνι, πλεῦσε φοβούμενος μόνο τῆς ἰδικῆς μου ἀρνήσεως τὸ ναυάγιο. Περιγέλασε τὸν θάνατον ὡς νεκρό, περίπαιξε τὴν φθορὰν ὡς ἀνίσχυρη, χαιρέτισε τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ θάνατον ὡς ἀρχὴν ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ «φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου…». Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴν κρήνην αὐτὴν τῆς ζωῆς τὸ νάμα ποὺ ποθεῖς καὶ παρηγόρησε τὴν δίψα σου. «Φέρε τὴν χαρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», τοποθέτησε τὸ χέρι σου μέσα στὸ ἰατρεῖο τῆς φύσεως καὶ ἀπόβαλε τὸ δηλητήριο τῆς προαιρέσεώς σου. Ἀνέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μὲ ἀγαπᾶ, ἐγὼ ποὺ ἐδέχθην τὴν πληγὴ τῆς λόγχης.

«Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», ὥστε νὰ ἠμπορῆς νὰ λέγης σὲ ὅσους ἀντιστέκονται στὴν ἀλήθεια, ὅτι μετὰ τὴν Ἀνάσταση μὲ εἶδες καὶ μὲ ἐξέτασες καὶ μὲ ἐψηλάφησες μὲ ἀκρίβεια. «Φέρε τὴν χεῖρά σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου», διότι γιὰ σὲ τὴν διετήρησα ἔτσι, ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἐθεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων, προγνωρίζοντας ὡς Θεὸς ὅτι θὰ θελήσεις νὰ τὴν ἰδῆς σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ὥστε βλέποντας σὺ τὰ ἴχνη τοῦ πάθους τῆς σαρκός μου, νὰ θεραπεύσης τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. «Φέρε τὴν χεῖρα σου, καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου» τὴν ὁποίαν ἐφύλαξα ἔτσι ὅπως τὴν βλέπεις, ὥστε, ὅταν ἐπανέλθω ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, νὰ ἰδοῦν οἱ Ἰουδαῖοι ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τους νὰ φανερώνωνται τὰ ἔργα τῆς κακῆς ἐργασίας τους, καὶ νὰ γίνουν αὐτοκατάκριτοι. «Καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Εἶναι κακὸν ἡ ἀπιστία. Βυθίζει τὸν νοῦν. Ἡ πίστις τὸν ἐξυψώνει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχὴ” ἡ πίστις φωτίζει τοὺς λογισμούς. Ἡ ἀπιστία καὶ τὰ ἀόρατα τὰ βλέπει καθαρά. Ὁ ἄπιστος ἔχει πλήρη ἄγνοια. «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Ἀποδίωξε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίτα τὶς καθαρὲς ἀκτίνες τῆς πίστεως. Πάρε ὅλα τὰ ἐφόδια γιὰ νὰ γίνης ἄξιος Ἀπόστολος τῆς θεότητός μου.

Γίνε ὅπως πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ συνανεστράφη μαζί μου, καὶ εἶχε τὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχες ἐσύ. Ὁμοίως μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκλήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐτιμήθης, ὁμοίως μὲ αὐτοὺς ἐξοπλίσου. Τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους εἶδες καὶ σύ, σοῦ ἐνεπιστεύθην σὰν φίλο ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ σ’ αὐτούς. Ὁμοίως μὲ αὐτοὺς κήρυττε τὴν δύναμή μου. Μὴν εἰπῆς πάλι γιὰ δευτέρα φορά: «ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, οὐ μὴ πιστεύσω». Ὅσον εἶμαι μαζί σας, ὅπως θέλης ἠμπορεῖς νὰ μὲ περιεργασθῆς. Ὅσον ἔχεις κοντά σου τὸ οὐράνιον κλῆμα, ἐξερεύνησε ὅλους τους κλάδους καὶ τὰ σταφύλια του. Θὰ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ ὅπου ἦλθα στὴν γῆ, θὰ ἀνέλθω ἐκεῖ ὅπου εἶμαι, θὰ ἀνέλθω ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπίνη μου φύσιν ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου συγκατέβην γιὰ χάρη σας ὡς πρὸς τὴν θεότητα. Θὰ ἀνέλθω μὲ τοῦτο τὸ σῶμα, ἐγὼ ποὺ χωρὶς αὐτὸ ἔχω ἐκδημήσει ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ δὲν ἔπαψα νὰ παραμένω ἐκεῖ. Θὰ ἀνέλθω μὲ τὴν ἰδικὴ σας φύση πρὸς τὸν πατρικὸν κόλπο, ἐγὼ ποὺ εὑρίσκομαι στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός. Διότι ἐξεπλήρωσα τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖον ἔκαμα ὅλον αὐτὸν τὸν δρόμο.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θωμᾶς ἤγγισε τὰ δεσποτικὰ χέρια καὶ τὴν θεία πλευρά, καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ δειλία καὶ χαρὰ μὲ τὴν θέα αὐτῶν ποὺ ἐπεθύμησε, κινεῖ εὐθὺς τὴν γλώσσα πρὸς ὑμνωδίαν ἀναφωνώντας πρὸς τὸν Κύριον: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὺ εἶσαι καὶ ἄνθρωπος καὶ φιλάνθρωπος, σὺ εἶσαι ἀξιοθαύμαστος καὶ παράδοξος ἰατρὸς τῆς φύσεως. Δὲν ἀποκόπτεις μὲ νυστέρι τὰ παθήματα, δὲν καυτηριάζεις μὲ φωτιὰ τὶς πληγές, δὲν ἀντλεῖς ἀπὸ τὰ βότανα τὴν ἰσχὺ τῶν φαρμάκων, δὲν ἐπιδένεις μὲ ἐπιδέσμους ὁρατοὺς τὰ πάσχοντα τραύματα. Διαθέτεις ἀοράτους ἐπιδέσμους εὐσπλαχνίας, οἱ ὁποῖοι ἀοράτως τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγον ὀξύτερον ἀπὸ τὸ μαχαίρι, ἔχεις διδασκαλία πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴν φωτιά, ἔχεις βλέμμα πιὸ προσιτὸ ἀπὸ βάλσαμο. Ὡς δημιουργός, χωρὶς δαπάνη καὶ ἀντίτιμο, ἁγιάζεις τὸ δημιούργημά σου. Ὡς πλάστης, χωρὶς νὰ κοπιάσης, μεταπλάττεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ ἐκαθάρισες λεπροὺς μὲ τὸ θέλημά σου, σὺ ἔκαμες χωλοὺς νὰ τρέχουν, σὺ ἔδωσες στοὺς παραλύτους νὰ σηκώσουν τὰ κρεβάτια τους, σὺ ἐπρόσταξες ἐκ γενετῆς τυφλοὺς νὰ ξεπλύνουν τὸ σκοτεινό τους κάλυμμα, σὺ ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὰ πλάσματά σου, σὺ συνελήφθης μὲ τὴν θέλησή σου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, σὺ ἔπαθες τὰ πάντα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ἑκουσίως πρὸς χάριν μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἀνεγνώρισα τὸν Δεσπότη μου, ἀνεγνώρισα τὸν ἁλιέα μου καὶ φύλακα, τὸν Βασιλέα καὶ Κύριό μου. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν πρόσληψη τῆς φύσεώς μου, πιστεύω στὸν προσκυνητὸν Σταυρόν σου, πιστεύω στὰ Πάθη τῆς σαρκός σου, πιστεύω στὸν τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στὴν Ἀνάστασίν σου. Πλέον δὲν ἐξετάζω. Πιστεύω, δὲν φιλολογῶ. Πιστεύω, δὲν ζυγίζω. Πιστεύω, δὲν περιεργάζομαι. Πιστεύω στοὺς ὀφθαλμούς μου καὶ στὰ χέρια μου. Αὐτὰ ποὺ εἶδα μὲ ἐδίδαξαν νὰ μὴ φιλολογῶ. Ἔμαθα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐψηλάφησα νὰ προσκυνῶ καὶ ὄχι νὰ συγκρίνω μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά. Ἕναν Κύριον καὶ Θεὸν γνωρίζω μόνον, τὸν Δεσπότην Χριστό, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Οι άγιοι μιλάνε για αυτά που είδαν

20160506-3Καθένας μας μπορεί να κρίνει για τον Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πώς είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε η δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Οι άγιοι λένε πως είδαν τον Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Είναι φανερό πως μιλούν έτσι γιατί δεν Τον γνώρισαν αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει. Οι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι’ Αυτόν στη γη. Οι άνθρωποι όμως θέλουν να ζουν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι’ αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει.
Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

πηγή
το  είδαμε εδώ

Δέν φθάνουμε στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς!



 



Στό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζουμε τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀκοῦμε: «Μηδείς θρηνήτω πτωχείαν, ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος».

Ὅπως, λοιπόν, πρίν ἀπό τήν Ἀνάσταση ἡ ζωή ὅλων εἶχε ἕνα ἀνολοκλήρωτο νόημα, ἔτσι τώρα ἡ Ἀνάσταση γεμίζει τούς πάντες καί τά πάντα μέ φῶς καί χαρά, γιατί, ὅταν ἕνα μόνο μέρος τοῦ κόσμου ἀποκτᾶ τό πλῆρες νόημά του, αὐτό τό πλῆρες νόημα ἐκπέμπεται στά πάντα.

Μέ τήν Ἀνάσταση μιᾶς μονάχα ὕπαρξης -τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ- ὁ χρόνος, πού ξετυλίγεται μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐπανάληψης τῆς σύνθεσης καί τῆς χωρίς νόημα ἀποσύνθεσης, ἔγινε χρόνος, πού ὁδεύει πρός τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή• τό φῶς πού ἔφερε στήν ἀνθρωπότητα ὁ Χριστός δείχνει τό στόχο, πρός τόν ὁποῖο ὁ χρόνος ὁδηγεῖ ὅλα ὅσα ζοῦν μέσα στό χρόνο. Ὁλόκληρος ὁ χρόνος κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος δέν φαντάζουν πιά σάν ἀδιάκοπη ροή ἀνάμεσα στίς γεννήσεις καί στούς θανάτους, ἀλλά σάν μιὰ πραγματικότητα φωτισμένη ἀπό νόημα, σάν μιὰ ὁδός πρός τήν ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων μέσα στήν Ἀνάσταση καί τήν αἰώνια καί πλήρη ζωή, σάν παραμονές τῆς μεγάλης δίχως τέλος γιορτῆς.

Ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου, τῆς χρονιᾶς ὁλόκληρης ἀποτελοῦν γιορτές ἤ σταθμούς μιᾶς πορείας πού φέρνει προοδευτικά στή μεγάλη γιορτή, τήν τελική καί αἰώνια. Τό φῶς τῆς αἰώνιας γιορτῆς ρίχνει τίς ἀκτίνες του σ’ ὅλες τίς μέρες. Ἤ μ’ ἄλλα λόγια, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου ἀποτελοῦν προεόρτια, πού μᾶς προετοιμάζουν προοδευτικά γιά τήν ἔσχατη Κυριακή, γιά τήν αἰώνια ζωή μέσα στό φῶς, πού ἀποκαλύφθηκε μέ τήν Ἀνάσταση, ἔτσι ὅπως οἱ μέρες τῆς ἑβδομάδας, οἱ μέρες οἱ ἀφιερωμένες στούς ἁγίους, ἀποτελοῦν προπαρασκευαστικές γιορτές γιά τή συνάντηση μέ τό Χριστό, πού συμβολίζει καί προεικονίζει ἡ Κυριακή ἡμέρα.

Ἔτσι, ὅπως ἡ χαρά τῆς Ἀνάστασης ξεπερνᾶ κάθε χαρά καί σκεπάζει κάθε λύπη, τό φῶς της ξεπερνᾶ ὅλα τά φῶτα, πού γεννᾶ ἡ σκέψη καί ἡ φυσική φαντασία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὅλες οἱ φιλοσοφικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξη καί ὅλες οἱ ὀμορφιές, πού ἀνακαλύπτει μέσα της ἡ καλλιτεχνική φαντασία. Μά ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τά ἀτελῆ φῶτα τῆς Ἀποκάλυψης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στή Παλαιά Διαθήκη μία πύρινη στήλη ὁδηγοῦσε ἀπό τήν ἐπίγεια σκλαβιά σέ μία ἐπίγεια ἐξωτερική ἐλευθερία καί ὁ Μωϋσῆς γνωστοποιοῦσε τίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού ἔμενε κρυμμένος μέσα στό γνόφο. Μέ τήν Ἀνάσταση ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς ὕπαρξης φανερώθηκε ὁλόλαμπρος καί φώτισε ἄπλετα τή δημιουργία ὁλόκληρη, ὁδηγώντας ἤδη ἀπό τούτη τήν ἐπίγεια ζωή στό ξεπέρασμά της, στήν πληρότητα τῆς ζωῆς. «Ἀντί στύλου πυρός, δικαιοσύνης ἀνέτειλεν Ἥλιος• ἀντί Μωϋσέως Χριστός, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Θεοτοκίον Κυριακῆς του Πάσχα).

Ἔχει λεχθεῖ σωστά πώς ἡ Καλή Ἀγγελία, τό Εὐαγγέλιο τῶν χριστιανῶν, συμπυκνώνεται στό ἄγγελμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, ὡς τό θεμέλιο τῆς βεβαιότητας ὅτι καί ἐμεῖς θά ἀναστηθοῦμε. Καί μόνο αὐτό νά εἶχε φέρει στόν κόσμο ὁ χριστιανισμός, θά εἶχε προσφέρει ἄπειρα περισσότερα, ἀπ’ ὅλα ὅσα πρόσφεραν στό κόσμο ὅλες οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες σ’ ὅλες τίς ἐποχές. Γι’ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι εἶδαν σάν ἀποστολή τους τή μαρτυρία γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 1,22). Ἀναμφίβολα αὐτό τό ἄγγελμα ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν «καλό» ἄγγελμα. Ὄχι γιατί ἀναγγελλόταν ἡ ἀνάσταση ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, γιατί δέν θά μποροῦσε νὰ θεμελιωθεῖ ἡ ἐλπίδα ὅλων στό γεγονός τῆς ἀνάστασης ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἀνάσταση δέν θά ἦταν μιὰ ἀνάσταση γιά πάντα μέσα στήν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά μιὰ ἐπανάληψη τῆς ζωῆς στήν κατάσταση τοῦ παρόντος, ἤ σέ μιὰ κάπως διαφορετική κατάσταση, ἀλλά ὁπωσδήποτε σχετική. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε τό κατ’ ἐξοχήν καλό Ἄγγελμα, γιατί ἦταν ἡ ἀνάσταση Ἐκείνου πού, ὄντας ἄνθρωπος, ἦταν καί Θεός καί ὡς Θεός μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους στήν ἀνάστασή Του. Γιατί ἡ δική μας μελλοντική ἀνάσταση, θεμελιωμένη πάνω στή δική Του, θά εἶναι μετοχή στήν ἀνθρώπινη ζωή Του, ὑψωμένη ὡς τή ζωή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως στόν ὕψιστο καί ἀπόλυτο βαθμό της.

Οἱ Ἀπόστολοι, μαρτυρώντας τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μαρτυροῦσαν τήν ἀνάσταση τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, γιατί μαρτυροῦσαν ὅλα τά σημεῖα καί τούς λόγους, μέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φανέρωσε τή θεότητά Του, στή διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ἀφοῦ ἔζησαν κοντά Του «ἐν παντί χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθε ἐφ’ ἡμᾶς» (Πράξεις 1,21). Μονάχα αὐτή ἡ ἀνάσταση μποροῦσε νά εἶναι ἡ ἀνάσταση μέσα στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί μονάχα αὐτή θεμελιώνει ἤ ταυτίζεται μέ τή χαρά πού πληροῖ τά πάντα.

Οἱ γυναῖκες φεύγουν ἀπ’ τό μνῆμα ὄχι μόνο γεμάτες χαρά, ἀλλά καί τρέμοντας ἀπό φόβο. Γιατί ἡ χαρά τους συνέχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου, ἀπό τήν αἴσθηση ὅτι μέσα στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξής μας, ξεπηδάει μία ἐντελῶς διαφορετική κατάσταση. Ἡ χαρά τους δέν εἶναι μιὰ συνηθισμένη χαρά, μιὰ χαρά πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στά ὅρια τῆς συνηθισμένης ζωῆς του. Ὁ Χάιντεγγερ κάνει διάκριση ἀνάμεσα στό «φόβο» (furcht) γιά κάτι πού ἀνήκει στόν κόσμο, καί στόν τρόμο (angst) μπροστά στή θάνατο πού θέτει τέρμα στήν ὕπαρξή μας, μέσα στό κόσμο. Ἡ χαρά πού ἔνιωσαν οἱ γυναῖκες στό ἄγγελμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάμεικτη μ’ ἕνα τέτοιο τρόμο, πού τίς ἔθετε μπροστά σέ μία κατάσταση τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κόσμου. Ἀλλά αὐτός ὁ τρόμος δέν τίς συνέθλιψε, γιατί δέν προερχόταν ἀπό ἕνα αἴσθημα κενοῦ, χάους, ἀλλά ἦταν τρόμος μέσ’ στή χαρά, γιατί τόν προξενοῦσε ἡ αἴσθηση πώς μιὰ ἄλλη ὕπαρξη ἀναβλύζει, πού ἡ πληρότητά της ξεπερνᾶ τή συνηθισμένη ὕπαρξη. «Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς νέας ἄφθαρτης ζωῆς» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Πέμπτη.

Ἀλλά ἡ ὕπαρξη στήν πληρότητά της δέν κλείνει μέσα της μόνο μιὰ πληρότητα χαρᾶς, ἀλλά καί μιὰ πληρότητα φωτός. Μιὰ ὕπαρξη πού ἔχει ὅρια, περιορίζει τή γνώση τοῦ νοήματός της. Ἐξάλλου, ἕνας τρόπος ὕπαρξης περιορισμένος, δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τά ὅριά του, προοδεύοντας σταδιακά• δέν μπορεῖ ἑπομένως νά φθάσει οὔτε στή γνώση τοῦ πλήρους νοήματός της, οὔτε στό πλῆρες φῶς μέ μιὰ τέτοια πρόοδο. Δέν φθάνει κανείς στό ἄπειρο προσθέτοντας ἀριθμούς. Δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν πληρότητα ζωῆς καί ἑπομένως τήν πληρότητα χαρᾶς καί φωτός, παρά μόνο μ’ ἕνα ἅλμα, πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πραγματοποιήσουμε ἀλλά πού τό πραγματοποιεῖ ὁ Θεός, πού κάνει τήν ὕπαρξή μας νά μετέχει διά τῆς χάριτος στή ζωή Του.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...