Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 08, 2016

Άγιος Χριστόφορος, ένας αχθοφόρος Μάρτυρας του Χριστού! +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


βαρος αμαρτιας ιστΣτίς 9 Μαΐου, ἀγαπητοί μας, ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γιορτάζει τή μνήμη τοῦ ἁγίου Χριστόφορου τοῦ μεγαλομάρτυρος
Γύρω ἀπό τή ζωή τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ὑπάρχουν παραδόσεις, πού, ὅσο παράξενες κι ἄν φαίνωνται, δέν παύουν νά εἶνε διδακτικές. 

Σ’ ἕνα παλιό μοναστήρι ἀνάμεσα στίς ἄλλες τοιχο­γραφίες εἶδα καί μιά εἰκόνα. Ἦταν ὁ ἅγιος Χριστόφο­ρος. Ζωγραφιζόταν ὡς κυνοπρόσωπος, μέ κεφάλι δη­λαδή ὄχι ἀνθρώπου ἀλλά σκυλιοῦ. Ἀσφαλῶς ὁ ἅγιος δέν ἦταν κυνοπρόσωπος. Ἀλλά μέ τήν εἰκόνα αὐτή ὁ ζωγρά­φος ἤθελε νά δείξη ὅτι ὁ Χριστόφορος ἤτανε
πολύ ἄσχη­μος καί ὅτι καταγόταν ἀπό ἄγρια μέρη, ἀπό χῶρες ἀν­θρωποφάγων, πού ζοῦσαν σάν ἄγρια θηρία. 
Ἀλλά ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καί αὐτούς τούς ἀγρίους τούς ἐξημερώνει καί τούς κάνει ἁγίους. Φοβεροί καί ἀπλησίαστοι πρίν, γίνονται ἥμεροι καί ἀγαθοί. Οἱ λύκοι ἀρνιά. 
Πάντως ἔχουμε τή γνώμη, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ὁ ἅγιος Χριστόφορος νά ζωγραφίζεται σάν κυνοπρόσωπος. Ὅσο ἄγριος καί ἄσχημος κι ἄν ἦταν, δέν ἔπαυε νά εἶνε ἄνθρωπος μέ ἀθάνατη καί λογική ψυχή. Ἀποροῦμε πῶς ἡ Ἐκκλησία ἐπέτρεψε νά ζωγραφίζεται ἔτσι στά παλιότερα χρόνια.
Μιά ἄλλη παράδοσις εἶνε περισσότερο διδακτική. 
Ὁ Χριστόφορος πρίν νά βαπτισθῆ ὠνομαζόταν μέ τό εἰδω­λολατρικό ὄνομα Ρέπροβος. 
Στό ἀνάστημα ἦταν γίγαν­τας. Ἡ δύναμίς του ἦταν τεράστια. Ἕνα εἶδος Γολιάθ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Σκορποῦσε φόβο καί τρόμο. Καί ἤθελε, λέει, νά ὑπηρετήσει σ” ἕνα βασιλιᾶ, πού νά εἶνε ὁ δυνατώτερος ἀπ’ ὅλους. 
Στήν ἀρχή πῆγε καί ὑπηρέτησε σ’ ἕνα βασιλιᾶ πού εἶχε πολύ στρατό καί φαινόταν πανί­σχυρος. Ἔγινε ὑπασπιστής του. Ἀλλ” ὅταν κάποτε περ­νοῦσαν ἀπό κάποια σπηλιά, ὁ βασιλιᾶς ἄρχισε νά τρέμη. – Τί ἔχεις; Τόν ρώτησε ὁ Ρέπροβος. – Ἐδῶ μέσα στή σπη­λιά, τοῦ ἀπάντησε ὁ βασιλιᾶς, κατοικεῖ ἕνας πού ἔχει δύναμι μεγαλύτερη ἀπό μένα. – Ποιός εἶνε αὐτός, βασι­λιᾶ; ρώτησε ὁ Ρέπροβος. – Εἶνε μάγος, εἶπε ὁ βασιλιᾶς. – Ἔ, εἶπε ὁ Ρέπροβος, ἄν ὁ μάγος εἶνε πιό δυνατός ἀπό σένα, σ” αὐτόν θά πάω νά ὑπηρετήσω. 
Ὁ Ρέπροβος ἔφυγε καί πῆγε στή σπηλιά, βρῆκε τό μάγο καί τοῦ δήλωσε ὅτι θά τοῦ εἶνε πιστός του ὑπηρέτης. 
Ὁ μάγος δέχτηκε, κι ὁ Ρέπροβος ἔμεινε ἀρκετό διάστημα κοντά του. Ἀλλ” ὅταν μιά μέρα ὁ μάγος κι ὁ Ρέπροβος περπατώντας κόντευαν νά φτάσουν σέ κάποιο λόφο, ὁ μάγος ἄρχισε νά τρέμη σάν τό φύλλο. Ὁ Ρέπροβος ρώτησε νά μάθη τήν αἰτία τοῦ φόβου του. Κι ὁ μάγος τοῦ εἶπε ὅτι πάνω στήν κορυφή τοῦ λόφου εἶνε ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ κι ὅτι ὁ Ἐσταυ­ρωμένος εἶνε πιό δυνατός ἀπ” ὅλους.
Ὁ Ρέπροβος, πού γιά πρώτη φορά ἄκουγε νά γίνεται λόγος γιά τό Χριστό, θέλησε νά γνωρίση ποιός εἶνε ὁ Χριστός, πού εἶνε πιό δυνατός ἀπ’ τό μάγο. 
Ἄφησε, λοι­πόν, τό μάγο καί πῆγε καί βρῆκε ἕνα σεβάσμιο πνευμα­τικό πατέρα καί σ” αὐτόν ἐξωμολογήθηκε τά ἁμαρτήματά του καί ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά γίνη χριστιανός καί στό ἑξῆς νά ὑπακούη σ” ὅ,τι τόν διατάζει ὁ Χριστός. 
Κι ἐδῶ ἀρχίζει ἡ τρίτη παράδοσις γιά τόν ἅγιο Χριστό­φορο, ἡ πιό συγκινητική καί ὠφέλιμη ἀπ” ὅλες.
Ὁ πνευματικός ἔδειξε στόν Ρέπροβο ἐκεῖ κοντά ἕνα ποτάμι πολύ ὁρμητικό, πού οἱ ἄνθρωποι τό χειμῶνα προσπαθώντας νά τό περάσουν πνίγονταν, γιατί δέν εἶχε γέφυρα. 
– Ἐσύ, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός, πού εἶσαι τόσο δυνατός, νά παίρνης τούς ἀνθρώπους στούς δυνατούς σου ὤμους καί νά τούς περνᾶς ἀπέναντι. 
Ὁ Ρέπροβος πρόθυμα δέχτηκε ν” ἀναλάβη αὐτό τό ἔργο. 
Ὁ Ρέπροβος ἔγινε ἀχθοφόρος
Στόν ὦμο του ἔπαιρνε ἀδύ­νατους ἀνθρώπους, ἔμπαινε στά νερά τοῦ ποταμοῦ καί τούς περνοῦσε στήν ἀπέναντι ὄχθη μέ εὐκολία. 
Ἔργο δύσκολο, ἀλλά γι” αὐτόν πού ἦταν γιγαντόσωμος, ἦταν εὔκολο. 
Ἦταν ἔργο ἀγάπης καί φιλανθρωπίας, κι ὁ Χριστός, πού ἀγαπάει ἐκείνους πού ὑπηρετοῦν τούς ἄλ­λους ἀνθρώπους, τίμησε καί βράβευσε τό Ρέπροβο.
Μιά μέρα στήν ὄχθη ἦρθε ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι. 
Τό πῆρε στόν ὦμο γιά νά τό περάση ἀπέναντι. 
Μπῆκε στό ποτάμι. 
Ἀλλ” ὅσο προχωροῦσε στό ποτάμι, ὅλο καί τό παιδάκι γινόταν βαρύτερο. 
Ὁ Ρέπροβος μέ μεγάλη δυσ­κολία σήκωνε τό φορτίο. Ἀπόρησε. Τί ἄραγε νά συμβαίνη; 
Ξαφνικά τό παιδί ἔλαμψε σάν τόν ἥλιο. 
Ἦταν ὁ Χριστός, πού τήν ἴδια στιγμή ἔγινε ἄφαντος. 
Ὁ Ρέπροβος γεμᾶτος συγκίνησι εὐχαρίστησε καί δόξασε τό Χρι­στό.
Ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη ἄλλαξε ὄνομα. 
Ὠνομάστηκε Χριστόφορος, γιατί σήκωσε πάνω του τό Χριστό. 
Κι οἱ ζωγράφοι τόν ζωγραφίζουν μέσα στό ποτάμι νά σηκώνη στόν ὦμο του τό Χριστό.

Ὁ Χριστόφορος ὠμολόγησε την πίστι του στό Χριστό καί μαρτύρησε στά χρόνια τοῦ Δεκίου. Πῶς; 
Ὁ Δέκιος ἔβγαλε διαταγή νά βασανίζουν ὅσους δέν θυσίαζαν στά εἴδωλα. 
Ὁ Χριστόφορος δέν ἦταν ἀκόμα χριστιανός, ὅμως ἐκτιμοῦσε τή χριστιανική θρησκεία. Ὅταν λοιπόν εἶδε τούς στρατιῶτες τοῦ Δεκίου νά χτυποῦν καί νά βα­σανίζουν τούς χριστιανούς, λυπήθηκε πολύ καί ἤθελε νά τούς ἐλέγξη γιά τά βασανιστήριά τους. Ἀλλ’ ἐπειδή δέν ἤξερε τή γλῶσσα τους, στενοχωρήθηκε καί παρακάλεσε τό Θεό θερμά νά τοῦ γνωρίση τή γλῶσσα, γιά νά μπορέση νά ἐλέγξη τόν τύραννο. 
Ἡ προσευχή του εἰσακούσθηκε. Ὁ Κύριος, πού ἔδωσε τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν στούς ψα­ρᾶδες τῆς Γαλιλαίας γιά νά διηγοῦνται τά μεγαλεῖα του σ” ὅλα τά ἔθνη, ἔδωσε καί στόν ἅγιο Χριστόφορο τό χά­ρισμα αὐτό. 
Μέ πολλή εὐκολία ἄρχισε νά μιλάη. Πῆγε στόν τόπο πού μαρτυροῦσαν οἱ χριστιανοί καί ἔλεγξε τούς διῶκτες. 
– Εἶσθε, τούς εἶπε, παιδιά τοῦ σκοταδιοῦ καί σᾶς ταιριάζει ἡ αιώνια κόλασις. 
Γιατί βιάζετε τούς χριστιανούς, πού λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό; 
Ἐγώ συμ­παθῶ τούς χριστιανούς, ἄν κι ἀνήκω στά στρατεύματά σας. Πάνω ἀπ” τόν αὐτοκράτορα ἔχω τό Χριστό, τόν παντοδύναμο βασιλιᾶ τοῦ κόσμου…
Οἱ εἰδωλολάτρες θύμωσαν καί ἤθελαν νά τόν πιάσουν, ἀλλά δέν τολμοῦσαν, γιατί ἦταν γίγαντας στό σῶμα. 
Ὁ Δέκιος ἔμαθε τό ἐπεισόδιο καί γεμᾶτος θυμό διέταξε τούς στρατιῶτες νά τόν δέσουν καί νά τόν φέρουν μπροστά του. Τό ἀπόσπασμα ξεκίνησε. Βρῆκε τόν ἅγιο Χριστόφορο. Ἀλλ” ἐκεῖνος τούς συμπεριφέρθηκε μέ εὐ­γένεια· τούς περιποιήθηκε τόσο πολύ, ὥστε ὅλοι οἱ στρατιῶτες δήλωσαν ὅτι ἐγκαταλείπουν τή θρησκεία τῶν εἰ­δώλων καί γίνονται χριστιανοί.
Ὅλοι μαζί τώρα, Χριστόφορος καί στρατιῶτες, σάν ἀδέλφια ἀγαπημένα, πῆγαν στόν ἅγιο Βαβύλα, τόν ἐπί­σκοπο Ἀντιοχείας, καί βαφτίστηκαν. 
Ὕστερα παρου­σιάστηκαν μπροστά στόν τύραννο. Οἱ στρατιῶτες ὁμο­λόγησαν μέ θάρρος τήν πίστι τους στό Χριστό καί μαρτύ­ρησαν. 
Κι ὅταν στό τέλος ἦρθε ἡ σειρά τοῦ Χριστόφο­ρου, ἐκεῖνος μέ ἀτρόμητη γλῶσσα δήλωσε ὅτι ὅσα μαρτύ­ρια κι ἄν τοῦ κάνουν δέν θά πάψη νά ὁμολογῆ τό Χρι­στό. 
Τόν ἔκλεισαν στή φυλακή, κι ἐκεῖ τοῦ ἔστειλαν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες γιά νά τόν παραπλανήσουν, ἀλλ’ ὁ ἅγιος Χριστόφορος κατώρθωσε νά τίς πείση νά ἐγκα­ταλείψουν τήν ἁμαρτία καί νά γίνουν χριστιανές. Καί ἔγιναν. Καί μαρτύρησαν οἱ δύο αὐτές γυναῖκες, ἡ Ἀκυλλίνα καί ἡ Καλλίνικη
Τέλος, ὕστερα ἀπό διάφορα φρι­κτά βασανιστήρια, ὁ ἅγιος Χριστόφορος ἀποκεφαλί­σθηκε.

Αὐτός ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Χριστόφορος. 
Ἕνας ἀχθοφό­ρος ἀξιώθηκε νά γίνη μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. 
Γι΄ αὐτό εἶνε ὁ προστάτης ἅγιος ὅλων ἐκείνων πού ἀσχολοῦνται μέ ἐργασίες μεταφορικές. 
Εἶνε προστάτης τῶν ἀχθοφό­ρων, τῶν ὁδηγῶν αὐτοκινήτων καί ἄλλων ἀνθρώπων πού ἀσχολοῦνται μέ μέσα συγκοινωνίας.

Κυριακή του Θωμά – Ο Κύριος φιλάνθρωπος εις την δυσπιστίαν(Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ ).



ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Η δεύτερη Κυριακή του Πεντηκοσταρίου σήμερα, η Κυριακή του Αντίπασχα η του Θωμά, όπως λέγεται, και η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου και του Αγίου Αρσενίου του Μεγάλου.
Με βάσι το ιερό κείμενο της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής είναι διακηρυγμένη και ομολογημένη η απιστία η μάλλον για την ακρίβεια η δυσπιστία του Αποστόλου Θωμά στο γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Ο εκκλησιαστικός ερμηνευτής Ζιγαβηνός διευκρινίζει ότι «γι᾽αυτό κατηγορείται ο Θωμάς· γιατί δεν επίστευσε στους συμμαθητές του, που ήταν αξιόπιστοι και τον διαβεβαίωναν γι᾽αυτό».
Είχαν και οι άλλοι Απόστολοι απιστήσει στο μήνυμα των Μυροφόρων γυναικών, αλλά η δυσπιστία του Θωμά ήταν ολιγώτερο δικαιολογημένη, αφού είχε την πρόσθετη μαρτυρία των Αποστόλων.

Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας δηλώνει ότι θεωρεί «πως κατά μεγάλη οικονομία συνέβη η πρόσκαιρος ολιγοπιστία του μαθητού με σκοπό να πιστεύωμε και εμείς οι μεταγενέστεροι χωρίς ενδοιασμούς, με τη δική του πληροφορία, ότι ο Ουράνιος Πατέρας δια του Υιού εζωοποίησε την σάρκα που κρεμάστηκε επάνω στο ατιμωτικό ξύλο του σταυρού και υπέστη τον σταυρικό θάνατο».
«Ζητεί ο ίδιος να τον ιδή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να ιδή και τον τύπον των ήλων. Και δεν σταματά μόνο σ᾽αυτό το περίεργο, αλλά και θέλει να βάλη τον δάκτυλό του στον τύπο (στο τραύμα) που προξένησαν τα καρφιά και το χέρι του στην πλευρά του που λογχεύθηκε» (Ζιγαβηνός).
Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσθέτει ότι ζητούσε να πιστεύση με την πιο παχειά αίσθησι (με την αφή) και δεν επίστευε ούτε στα μάτια του. Γιατί δεν είπε αν δεν ιδώ, αλλά αν δεν ψηλαφήσω …. μήπως αυτό που έβλεπε ήταν φαντασία».
Στο σημείο αυτό ο αείμνηστος σπουδαίος ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης Παναγιώτης Τρεμπέλας κάνει τα ακόλουθα εύστοχα σχόλια: «Ο Θωμάς ζητεί να πληροφορηθή με τις ίδιες του τις αισθήσεις. Δεν θυμάται τις προρρήσεις του Χριστού, που αναφέρονται στο πάθημά Του, αλλά και στην Ανάστασί του. Ούτε προσέχει στις βεβαιώσεις των συμμαθητών του. Λησμονεί ακόμη ο Θωμάς ότι ο Κύριος είχε αναστήσει ενώπιόν του τον μονογενή υιό της χήρας της Ναΐν και τον τετραήμερο νεκρό Λάζαρο. Όταν λοιπόν οι συμμαθητές του μαρτυρούσαν, ότι είδαν Αναστάντα τον Κύριο, έπρεπε επί τη βάσει και αυτών των προηγηθέντων να πεισθή. Αλλά αυτός ζητεί να ιδή με τα δικά του μάτια και να ψηλαφήση με το χέρι του τις ουλές των πληγών του Παναχράντου του Σώματος. Η αξίωσή του όμως αυτή, αν και δεν το εννοεί ο Θωμάς, υπονομεύει αυτά τα θεμέλια του Χριστιανισμού.
Αν ο καθένας αξίωνε πρώτα να πληροφορηθή με τις δικές του αισθήσεις και μετά να πιστεύση, τότε η απόδειξις από τα θαύματα θα έπρεπε συνεχώς δια μέσου των αιτίων, αλλά και ατομικά μπροστά στα μάτια του καθένα να επαναλαμβάνεται. Αλλά τότε το θαύμα θα έχανε την αξία και την ισχύ του, γιατί θα καταντούσε κάτι το συνηθισμένο και ένα κοινό γεγονός, που θα εντάσσονταν στην τάξι αυτών των φυσικών φαινομένων. Αλλά και η πίστις θα έπαυε πλέον να είναι αξιόμισθη. Αν ήταν δυνατόν, συνεχίζει ο αείμνηστος καθηγητής, με τα μάτια μου να ιδώ και με τα χέρια μου να ψηλαφήσω ότι ο Υιός του Θεού απέθανε και ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς ως αιώνιος Αρχιερεύς, και δεν απέμενε τίποτε, για να δείξω την ταπεινή υποταγή του λογικού μου στην μέσω των Αγίων Γραφών μαρτυρία του Θεού, που θα συνίστατο πλέον η ηθική αξία της πίστεως και πως μετά την γνώσι αυτή και πληροφορία των αισθήσεων η πίστις θα παρέμενε πίστις;».
Ο θείος Χρυσόστομος στο περιστατικό αυτό με τον Θωμά βλέπει την φιλανθρωπία του Δεσπότου Χριστού. «Εσύ όταν ιδής απιστούντα τον μαθητή, λέγει, εννόησε την φιλανθρωπία του Δεσπότου, πως και για μια ψυχή φανερώνει τον εαυτό του να έχη τραύματα και έρχεται, για να σώση και τον ένα». «Βρέθηκε μέσα από τις πόρτες και απροσδόκητα φαίνεται στο μέσον της οικίας, αφού έκανε ακριβώς το ίδιο θαύμα χάριν του μακαρίου Θωμά. Γιατί έπρεπε να δώση το κατάλληλο φάρμακο σ᾽αυτόν, ο οποίος φέρθηκε με δυσπιστία και λιγότερη πίστι» (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Μιλήσαμε μέχρι στιγμής, με την παράθεσι Πατερικών χωρίων, για την απιστία του Αποστόλου Θωμά στους αυτόπτες του Αναστάντος Κυρίου μας συμμαθητές του και την μακροθυμία και πολλή φιλανθρωπία του Θείου Λυτρωτού μας Σωτήρος Χριστού, με το να συγκαταβή στην αδυναμία του δυσπιστήσαντος μαθητού και τελικώς να αποσπάση την τρανή ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
Στη συνέχεια από το Αθωνικό Γεροντικό θα παραθέσωμε ένα περιστατικό εναρέτου και αγίου Μοναχού, ο οποίος διήνυσε τον ασκητικόν του δίαυλο με φλογερή πίστι και εμπιστοσύνη στην πάνσοφη Πρόνοια του Θεού μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Ο μέγας νηπτικός και έγλειστος ησυχαστής των Κατουνακίων Καλλίνικος, όταν επρόκειτο να παραδώση την ψυχή του, μετά από μίαν ζωήν ασκητικών κόπων και ιδρώτων, είπε:
-Σ᾽ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι αν δεν έκανα τίποτε άλλο στη ζωή μου, πεθαίνω Ορθόδοξος.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Έπειτα από την δύσπιστη αρχικά στάση του Αποστόλου Θωμά και την απαίτησι απτών αποδείξεων για την πιστοποίηση της Αναστάσεως του Κυρίου μας και ύστερα από την συγκινητική συγκατάβασι του Θεανθρώπου, την εκπλήρωσι του αιτήματός του και την τρανή ομολογία του δυσπιστήσαντος μαθητού, το μήνυμα της σημερινής Κυριακής εμπεριέχεται στον καταληκτικό της σημερινής περικοπής λόγο του Θείου Διδασκάλου Ιησού Χριστού: «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Μακάριοι οι άνευ όρων και προϋποθέσεων πιστοί. Αυτοί, οι οποίοι πιστεύουν αυθόρμητα και ανεπιφύλακτα στον Πανάγιο Κύριο και Θεό μας, διότι «το στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα».
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
† Ο Κυθήρων Σεραφείμ

Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς Anthony Bloom


 



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς εἶναι γνωστὸς, ὡς Ἄπιστος. Καὶ τὸ ὄνομα Ἄπιστος, συκοφαντεῖ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἄπιστος στὸν Διδάσκαλο καὶ Κύριό Του.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπειδὴ οἱ Ἐβραῖοι ἤθελαν νὰ Τὸν δολοφονήσουν, ἔμαθε γιὰ τὴν ἀρρώστεια καὶ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου· στράφηκε στοὺς μαθητές Του καὶ εἶπε, « Ἄς ἐπιστρέψουμε πίσω στὴν Ἱερουσαλήμ γιὰ νὰ τὸν κάνουμε καλὰ, νὰ τὸν φέρουμε πίσω στὴ ζωή.» Καὶ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔλεγε, «Θέλουν νὰ σὲ σκοτώσουν καὶ ἐπιστρέφεις ἐκεῖ;» Μόνο ὁ Θωμᾶς εἶπε στοὺς φίλους του Ἀποστόλους, «Ἄς πᾶμε μαζί Του καὶ νὰ πεθάνουμε μ’ Αὐτὸν». Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ λόγος ἑνὸς ἄπιστου, κάποιου ποὺ εἶναι διχασμένος ἀνάμεσα στὴν πίστη καὶ στὴ λογική. Εἶναι τὰ λόγια κάποιου ποὺ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένος στὸν δάσκαλο του, ποὺ εἶναι ὁλοκληρωτικὰ πιστὸς καὶ δοσμὲνος σ’ Αὐτὸν.

Τὶ συνέβη τότε, τὴν ἡμὲρα ποὺ ὁ Χριστὸς παρουσιάστηκε στοὺς μαθητὲς Του μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση Του, ὅταν ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς; Τὶ συνέβη, ὤστε ὅταν ἐπέστρεψε σ’ αὐτοὺς καὶ ἄκουσε τὰ νὲα τῆς Ἀνάστασης, κοίταξε γύρω καὶ εἶπε, «Θὰ πιστέψω μόνο ἄν τὸ διαπιστώσω ὁ ἴδιος, ἄν μπορῶ νὰ - ψηλαφίσω – τὴν Ἀνάσταση τοῦ Διδασκάλου, τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶδα σταυρωμένο καὶ νεκρὸ.» Τί συνέβει, γιατὶ δὲν πίστεψε στὰ λόγια τους;

Πιστεύω, ἐπειδὴ εἶχαν μιὰ χαρά ὅλο ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ τίποτα ἰδιαίτερο δὲν εἶχε συμβεῖ σὲ αὐτοὺς. Ναί, χάρηκαν ποὺ ὁ Χριστὸς τοὺς εἶχε ἐπισκεφτεῖ, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα τους, ποὺ ἦταν ζωντανός˙ ἀλλὰ παρέμειναν οἱ ἴδιοι. Ἐκεῖνος εἶχε ἀλλάξει, ἐκεῖνοι ὄχι. Μὀνο ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ἐπισκίασε, ἔγιναν καινούργια πλάσματα, καινούργιοι ἄνθρωποι, νέοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ἐπειδὴ τότε, οἱ ἄνθρωποι ὅταν τοὺς συνάντησαν, τοὺς κοίταξαν τοὺς ἄκουσαν, καὶ εἶδαν ἀνθρώπους ποὺ ἀπ’ αὐτὸν ἤδη τὸν κόσμο ἀπέπνεαν τὴν αἰώνια ζωή.

Ὁ C. S. Lewis σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ γραπτά του εἶπε, ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶδαν τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς κοίταξαν καλὰ καὶ εἶπαν, «κοιτᾶξτε, τὰ ἀγάλματα μεταμορφώθηκαν σὲ ζωντανοὺς ἀνθρώπους.» Ναί, ὅλοι μας εἴμαστε, μποροῦμε κάλλιστα νὰ εἴμαστε, σὰν ἀγάλματα. Ἀλλὰ καλούμαστε νὰ γίνουμε ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Καλούμαστε, ὅλοι μας, νὰ γίνουμε μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, τῆς νίκης τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ποῦν, ὅταν μᾶς συναντοῦν - ἐμένα κι ἐσένα- , «Ναί, εἶναι ἀλήθεια· ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ γυναίκα, αὐτὸ τὸ παιδί, αὐτὸς ὁ ἄνδρας εἶναι ζωντανοὶ μὲ μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν ὑποπτευόμουνα, μιὰ ζωὴ ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ φανταστῶ»; Ὄχι μιὰ ζωὴ μὲ τὴν ἔννοια μόνο τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἔνταση θεϊκῆς ζωῆς μέσα μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο γιὰ τὸν καθένα μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ γίνουμε φορεῖς αὐτῆς τῆς ζωῆς ὄχι μὲ λέξεις, ἀλλὰ κάπως διαφορετικά.

Θυμᾶμαι ἀπὸ παλιὰ μιὰ ἱστορία ἀπὸ τὴ νιότη μου. Ἕνας πολὺ ἀξιόλογος κήρυκας προσκλήθηκε νὰ δώσει ἕνα μάθημα στὰ παιδιὰ τοῦ κατηχητικοῦ σχολείου. Μίλησε ὑπέροχα. Ἐμεῖς, οἱ νέοι ἀρχηγοί, στηριζόμασταν στὸν τοῖχο, ἀκούγοντας μὲ θαυμασμὸ τὰ ὅσα εἶπε. Ἀλλὰ ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία, ὁ Καθηγητὴς Ζάντερ κάλεσε ἕνα μικρὸ ἀγόρι ἑπτὰ χρονῶν καὶ τοῦ εἶπε, «Λοιπὸν, πῶς ἦταν;» Καὶ τὸ μικρὸ ἀγόρι εἶπε, «Ὤ, ἦταν διασκεδαστική· ἀλλὰ τί κρίμα ποὺ ὁ Πατέρας δὲν πιστεύει ὅ,τι λέει.»

Δὲν ἦταν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση τῶν παιδιῶν προῆλθε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὁ ἱεροκήρυκας συνήθιζε νὰ μιλάει σὲ ἐνήλικες μ’ ἕνα πνευματικὸ ἐπίπεδο. Δὲν ἔβαζε τὴν καρδιά του σὲ ὅσα ἔλεγε, ἐπιχειρηματολογοῦσε, καὶ δὲν εἶχε ἀγγίξει τὰ παιδιά. Καὶ τὰ παιδιὰ νόμισαν ὅτι δὲν ἐννοοῦσε τὰ ὅσα εἶπε, ἐπειδὴ ὅ,τι εἶπε δὲν σήμαινε γι’ αὐτά κάτι.

Δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο καὶ μ’ ἐμᾶς ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν πίστη μας; Γιὰ τὴν αἰώνια ζωή; Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία; Μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ μᾶς κοιτάζουν καὶ νὰ λένε: «Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ἐπειδὴ μπορῶ νὰ δῶ ὅτι δὲν εἶναι πλέον ἄγαλμα, ἕνα κομμάτι ξύλο, ἕνα κομμάτι πέτρα. Εἶναι ζωντανὸς, ζεῖ μέσα του τὴν αἰώνια ζωή.» Καὶ αὐτὸ εἶναι πρόκληση γιὰ μᾶς. Πρέπει νὰ μάθουμε ὅλοι νὰ θέτουμε ἐρωτήματα γιὰ τὸν ἑαυτό μας σ’ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, καὶ νὰ ρωτᾶμε: γνωρίζω ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε; Ὄχι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε, ὄχι ἀπὸ βιβλία, ὄχι ἀπὸ ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία. Ζῶ μέσα μου τὴν αἰωνιότητα, ἤ ὄχι; Ἐὰν ναί, τότε οἱ λόγοι μου θὰ εἶναι λόγοι ζωῆς καὶ δύναμης. Ὅταν ὁ Χριστὸς μίλησε στοὺς μαθητές Του, καθὼς μᾶς λέει ὁ Θεῑος Ἅγιος Ἰωάννης, τὸ πλῆθος ἔφυγε, καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε, «Πρόκειται νὰ φύγετε κι ἐσεῖς;» Καὶ ὁ Πέτρος, μιλώντας ἐξ ὀνόματος ὅλων, εἶπε, «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου.» Δὲν ἦταν περιγραφὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς, δὲν ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ὁμιλία ποὺ εἶχαν διαβάσει. Ἀλλὰ κάθε λόγος Του ἦταν ζωή, καὶ φορέας ζωῆς· ὅταν μιλοῦσε, ξυπνοῦσε στὸν καθένα τους τὸν πόθο γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ λόγοι μας, ἡ παρουσία μας, ἡ μαρτυρία μας στὸν κόσμο. Ἄς τὸ συλλογιστοῦμε, ἐπειδὴ εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε. Εἴμαστε πραγματικὰ ζωντανοί, ἤ ἁπλὰ ἕνα κομμάτι ἑνὸς κόσμου ποὺ ἔχει χάσει τὸ δρόμο του; Ἀμήν.

O π. Φιλόθεος Ζερβάκος († 8 Μαΐου 1980) και ο θάνατος που οπισθοχώρησε


Την 17 – 3 – 1967 εις την κλινικήν «ΝΙΚΑ» έφερα στον κόσμον ένα υγιέστατο αγοράκι το οποίο ζύγιζε 4 κιλά περίπου. Και λέγω υγιέστατο διότι έτσι μου είπε ο παιδίατρος της κλινικής κ. Δουρίδας. Μετά 6 ημέρες παραμονής μου στην κλινική εξήλθα κρατώντας στην αγκαλιά μου τον μοναχογιό μου. Στο σπίτι εφρόντιζα το παιδί σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες του ιδίου παιδιάτρου. Επειδή ήμουν εργαζόμενη και η άδειά μου πλησίαζε να τελειώση πήγα στο ΙΚΑ περιοχής ΚΑΜΠΑ να ζυγίσω το μωρό και να πάρω νέες οδηγίες.
Philothe2
Από εδώ και πέρα όλα άλλαξαν μονομιάς. Η παιδίατρος κ. Παναγιωτάκη εξετάζοντας το μωρό είπε: «το μωρό είναι άρρωστο· έχει ηπατοσωληνομεγαλία, έχει και πυρετό γι’ αυτό δεν τρώει. Πρέπει να εισαχθή στο Νοσοκομείον Παίδων». Έμεινα άφωνη!! δεν πίστευα τα όσα είχα ακούσει. Στενοχωρημένη πήρα ταξί και πήγα στο Νοσοκομείον Παίδων Αγ. Σοφία στα εξωτερικά ιατρεία. Ο παιδίατρος ενέκρινε αμέσως την εισαγωγήν του « 15 – 5 – 1967».
Την επομένην ημέρα άρχισαν οι αιματολογικές εξετάσεις, των οποίων τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Ο ιατρός μου είπε: «το παιδί σας, είναι βαρειά, έχει ηπατοσωληνομεγαλία. Δεν παίρνει βάρος διότι δεν καταπίνει. Είναι εξαντλημένο από τον πυρετό γι’ αυτό δεν ανοίγει και τα ματάκια του. Δεν μπορούμε δυστυχώς να κάνουμε τίποτα, στο αίμα του έχει μεσογειακή αναιμία – δρεπανοκυτταρική. Θα χρειαστή να το μεταγγίσωμε». Εγώ ερωτώ: «αυτό θα γίνεται τακτικά;». «Δεν γίνεται διαφορετικά. Τα παιδιά αυτά έτσι μεγαλώνουν αν ζήσουν, με μεταγγίσεις, παίρνοντας μια μογγολοειδή μορφή».
Φοβερά απελπισμένη έφυγα απ’ το Νοσοκομείο για να πάρω τηλέφωνο τον άνδρα μου και να του πω τα συμβαίνοντα. Από κοινού αποφασίσαμε την βάπτισιν του παιδιού μας η οποία και εγένετο την 19 – 5 – 1967 με ανάδοχον τον κ. Αθανάσιον Κούμπουλα και με τον εφημέριον του Νοσοκομείου. Το μυστήριον έγινε διά ραντίσματος δίδοντας το όνομα ΓΕΩΡΓΙΟΣ.
Μετά δύο ημέρες από την βάπτισιν 21 – 5 – 67 η αδελφή μου κ. Φιλιώ Πιτσιδοπούλου μου είπε: Ευσταθία, πάμε στην οδόν Μακεδονίας. Έχει έλθει από την Πάρο ο πατήρ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ. Να σταυρώση το παιδί; Έτσι και έγινε. Βρήκαμε τον άγ. Γέροντα να κάθεται στην πολυθρόνα του ήρεμος και γαλήνιος. «Καλώς τες» μας ευλόγησε. Έπεσα στα πόδια του γονατιστή και με λυγμούς τον παρακαλούσα να πάμε στο Νοσοκομείο να σταυρώση το παιδί μου. Ο άγ. Γέροντας ακουμπώντας το χέρι του στοργικά στο κεφάλι μου λέγει: δεν χαίρεσαι που θα πάη κοντά στον Χριστό αγγελούδι; — Όχι, όχι, ανεφώνησα τρομαγμένη, θέλω να ζήση. Σε παρακαλώ άγ. Γέροντα πάμε να το σταυρώσης για να γίνη καλά. Αν πάλι είσαι κουρασμένος προσευχήσου από εδώ, το ίδιο είναι, σε παρακαλώ. Σηκώθηκε και μου λέγει: «Περίμενέ με, πάω να ντυθώ».
Στο Νοσοκομείο που φθάσαμε βρήκα τον άνδρα μου να κάθεται κοντά στο κρεββατάκι του και να το κοιτάζη με απέραντη απελπισία. Μια ασθενική αναπνοή έδειχνε πως το παιδί ζούσε ακόμη. Ο άγ. Γέροντας το πλησιάζει, προσεύχεται και το σταυρώνει με το σταυρό που έφερε επάνω του. Εν συνεχεία τοποθετεί την εικόνα της Παναγίας στο μαξιλαράκι του και ω Θεέ μου, το μωρό ανοίγει τα μέχρι τότε σφαλισμένα ματάκια του για μια μόνο στιγμούλα κοιτάζοντας την κίνησιν του χεριού του άγ. Γέροντος.
Πλησιάζω κλαίγοντας και τον ερωτώ: «και τώρα τι να κάνω; Να το αφίσω να πεθάνη εδώ; Ή να το πάρω σπίτι μου;». «Όχι θα σου το δώσουν οι γιατροί σε 2 – 3 ημέρες, αλλά στον χρόνο επάνω θα μου το φέρης στην Πάρο. θέλω να το ξανασταυρώσω». Αυτά τα λόγια άφησαν άναυδους όλους όσους είχαν μαζευτεί εκεί από περιέργεια. Μια νοσοκόμα του λέγει: «τι είναι αυτά παπούλη; Το παιδί είναι στα τελευταία του. Ίσως να μην προλάβουν οι γιατροί να του κάνουν απόψε την μετάγγισιν». Και ο άγ. Γέροντας κούνησε το κεφάλι του λέγοντας: «άλλα σκέπτεσθε εσείς και άλλα η Παναγία» και έφυγε.
Εγώ έμεινα κοντά στο παιδί. Ο πυρετός την νύκτα ανέβηκε στους 39 -40 βαθμούς, είχε δυσκολίες στην αναπνοή. Η διανυκτερεύουσα ιατρός με συνεβούλευσε να βρέχω τα χείλη του με λίγο τσάι ενώ εκείνη προσπαθούσε να του ανοίξη το στοματάκι του για να πιή αντιπυρετικό. Έτσι πέρασε όλη η νύκτα. Το πρωί ο πυρετός είχε κατέβει στα φυσιολογικά όρια. Το μωρό είχε ανοίξει τα ματάκια του και έκλαιγε δυνατά. Η νοσοκόμα που ήλθε στην παράκλησίν μου, μου είπε να το ζυγίσω πρώτα και μετά αν μπορείς τάϊσέ το. Αφού το ζύγισε έκπληκτη μου λέει: περίεργο, πήρε 100 γρ. βάρος. Πως είναι δυνατόν αφού είναι νηστικό 2 μέρες; Και το ξαναζύγισε για να δη μήπως έκανε λάθος, το σημείωσε στο φύλλο νοσηλείας, μου έδωσε ένα μπουκάλι γάλα και έφυγε για να ενημερώση την προϊσταμένη.
Μας κάλεσε ο κ. Δοξιάδης το μεσημέρι της ιδίας ημέρας και μας είπε: Τι εμεσολάβησε από χθες μέχρι σήμερα και το παιδί πήρε τόση καλυτέρευση; Μοιάζει σαν να μην πέρασε τόση ταλαιπωρία. Φυσικά την απάντησίν μας δεν την πίστεψαν οι γιατροί. Την τρίτη ημέρα μας έδωσαν εξιτήριον με την ένδειξιν αναιμία; Φεύγοντας από το Νοσοκομείον πήγα στον άγ. Γέροντα να τον ευχαριστήσω, ακούμπησα δακρυσμένη στα γόνατά του και του είπα: «Άγιε, το παιδί μου σας ανήκει». Και ο Άγιος απαντά: «κράτησέ το, αλλά να φροντίσης να μεγαλώση σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Έχε την ευλογία της Παναγίας και του Χριστού. Έχετε την ευχήν μου».
Την 28 – 11 – 1967 ο Άγιος ονόμασε το μικρό Γεωργάκη ΜΩΥΣΗ – ΘΕΟΣΩΣΤΟ. Σήμερα ο Θεόσωστος είναι 13 ετών χωρίς η ασθένειά του να τον ενοχλή. Στις 27 – 8 – 1978 πήγαμε για ευλογία στο Ιερό Ησυχαστήριο Θαψανών όπου ο Άγιος χάρισε στον Θεόσωστο έναν ξύλινο Σταυρόν με τον Εσταυρωμένον. Ο Θεός, η Παναγία και ο Άγ. Νεκτάριος διά του άγ. Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου έκαναν το θαύμα τους. Δοξάζω τον πανάγαθον Θεόν και την Παναγίαν Θεοτόκον παρακαλώντας να μας προστατεύουν.
Οι γονείς του Θεοσώστου: Ανδρέας και Ευσταθία Μπρούμα, Κρέμου 22 Καλλιθέα, Αθήναι.
Πηγή: Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου. Ένας ένθεος ασκητής – Ιεραπόστολος (1884-1980). Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου. Ιερόν Ησυχαστήριον Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, Θαψανών Πάρου. Σελ. 267-270.

Ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος

Ο Απόστολος κι Ευαγγελιστής Ιωάννης καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ήταν αγράμματος, όπως κι οι άλλοι Απόστολοι, άλλα από ευκατάστατη οικογένεια. Γιατί ο πατέρας του ο Ζεβεδαίος, είχε τράτες, όπου δουλεύανε πολλοί μισθωτοί. Σ’ αυτές δουλεύανε και τα δυο του παιδιά, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης. Όσο για τη μητέρα του Ιωάννη, τη Σαλώμη, αύτη ήταν εξαδέλφη της Παναγίας, και από τα Ευαγγέλια γνωρίζουμε πως διακονούσε τον Χριστό, πηγαίνοντας πίσω του μ’ άλλες ευσεβείς γυναίκες.
Όταν ο Πρόδρομος άρχισε να κηρύττει στην έρημο του Ιορδάνη τον ερχομό του Χριστού, ο Ιωάννης με τον Ανδρέα, τον αδελφό του Πέτρου, που ήτανε κι αυτοί ψαράδες, πήγανε κοντά του κι έγιναν μαθηταί του.
Μια μέρα, λίγο καιρό μετά τη Βάπτιση, ο Πρόδρομος έδειξε σ’ αυτούς τον Ιησού, που περπατούσε αντίκρυ, κι είπε:
- Να ο αμνός του Θεού. Τότε εκείνοι σίμωσαν τον Χριστό και σαν Αυτός τούς είδε, ρώτησε:
Τί ζητάτε;
Ο Ανδρέας κι ο Ιωάννης του είπανε:
Ραβί (δηλ. Διδάσκαλε), πού μένεις;
-Ελάτε να δείτε, αποκρίθηκε Ο Χριστός.
Ήρθαν στο σπίτι που έμενε και καθίσανε ως το βράδυ, ακούοντας από το θεϊκό στόμα για πρώτη φορά τα λόγια της ζωής.
Ύστερα από δυο μήνες, ο Υιός του Θεού κάλεσε κοντά του τον Ανδρέα και τον Πέτρο κι ευθύς κατόπιν τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Αυτό έγινε στο γιαλό τής λίμνης Γεννησαρέτ. Τα δυο ζευγάρια των αδελφών παρατήσανε βάρκες και δίχτυα και από κείνη την ώρα προσκολληθήκαμε στον Χριστό. Αλλάξανε τέχνη, κατά το λόγο που τους είπε, και από ψαράδες ψαριών, έγιναν ψαράδες ανθρώπων.
Ανάμεσα στους Αποστόλους ο Ιωάννης ήτανε ο πιό νέος. Αφοσιώθηκε στον Ιησού μ’ ενθουσιασμό.
Είχε στην αρχή χαρακτήρα αψύ. Με τον πύρινο ζήλο και τα παράφορα αισθήματα που φανέρωνε, θύμιζε συχνά τον πρώτο δάσκαλο που είχε, τον Πρόδρομο.
Κάποτε, πού ο Χριστός κι οι Απόστολοι βαδίζανε για τα Ιεροσόλυμα και δεν τους δεχθήκανε καλά σ’ ένα χωριό της Σαμάρειας, απ’ όπου είχανε περάσει, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης θυμώσανε και του είπανε να κάνει να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει τους αφιλόξενους εκείνους ανθρώπους.
Ό Χριστός τότε τους μάλωσε, λέγοντας πως δεν ήξεραν σε τι πνεύμα υπηρετούσαν, δηλαδή στο πνεύμα της αγάπης και της ανεξικακίας.
Άλλοτε πάλι, λίγο πριν από το θείο Πάθος, η Σαλώμη ζήτησε από τον Ιησού με την αλόγιαστη περηφάνια της μάνας, να βάλει τους γιούς της έναν στα δεξιά κι έναν στ’ αριστερά του, σαν θα ερχόταν στη Βασιλεία του.
Τη Βασιλεία αυτήν όλοι ακόμα γύρω από τον Χριστό την θεωρούσανε όχι μονάχα ουράνια, μα και επίγεια. Πιστεύανε πως ο Ιησούς θ’ ανέβαινε στον θρόνο του Δαβίδ, διώχνοντας τους Ρωμαίους από τα ιερά χώματα της Ιουδαίας. Μα ο Χριστός, καθώς ψάλλει ο υμνωδός της Εκκλησίας, αντί καθέδρας, χάρισε στον Ιωάννη το ίδιο του το στήθος.
Και πραγματικά αυτός ήτανε «ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς». Κανένας από τους άλλους Αποστόλους δεν συνδέθηκε τόσο στενά με τον Κύριο. Καθότανε πάντα πλάι στον Διδάσκαλο και συχνά έγερνε το κεφάλι στο στήθος του Χριστού.
Picture 027
Κάποιες ώρες που ο Υιός του Θεού χωρίζονταν από τους άλλους μαθητές για να προσευχηθεί μόνος με τον Πατέρα του, τον συντρόφευαν μονάχα τρεις απ’ αυτούς· ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης. Αυτοί ήταν σαν ένα τρίγωνο, που μέσα του ο Χριστός περνούσε τις πιο επίσημες στιγμές του βίου του, όπως λ. χ. σαν μεταμορφώθηκε πάνω στο Θαβώρ ή σαν προσευχήθηκε με αγωνία μέσα στον Κήπο των Ελαιών. Από τις κορφές αυτού του τριγώνου η πιό κοντινή στον Ιησού ήταν ο Ιωάννης. Τη δικιά του καρδιά πρώτη συναντούσανε τα λόγια κι οι αναστεναγμοί του Χριστού.
Όταν πιάσανε τον Χριστό κι οι άλλοι μαθηταί σκορπίσανε σαν τα πρόβατα, που τους πήρανε τον τσομπάνη, μονάχα ο Ιωάννης κι ο Πέτρος τον ακλουθήσανε ως την αυλή του αρχιερέα Άννα. Εκεί ο Πέτρος δείλιασε και τον αρνήθηκε μπροστά στην παιδίσκη. Μα ο Ιωάννης έμεινε πιστός. Ήταν, βέβαια, γνωστός στο περιβάλλον του αρχιερέα, όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο, μα ίσα – ίσα γι’ αυτόν το λόγο κινδύνευε να εκτεθεί περισσότερο γιατί μπορούσε να κινήσει εναντίον του την έχθρα. Μα αυτά όλα δεν τα λογάριασε. Κι όταν ο Χριστός υψώθηκε πάνω στο σταυρό, ο Ιωάννης μαζί με την Παναγία του παραστάθηκε τις τελευταίες στιγμές. Ο Ιησούς, λίγο πριν εκπνεύσει, του εμπιστεύθηκε τη μητέρα του.
Στην Αποκαθήλωση βοήθησε κι αυτός τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, κι έβαλε άλλη μια φορά κλαίοντας το μέτωπο πάνω στο τρυπημένο από τη λόγχη στήθος του Χριστού.
Αλλά και μετά την Ανάσταση, σαν την ανάγγειλαν οι Μυροφόρες στους Αποστόλους, πρώτος αυτός έφτασε στον άδειο τάφο, τρέχοντας πιο γρήγορα από τον ηλικιωμένο Πέτρο.
Αναγνώρισε επίσης αυτός τον Κύριο, όταν εκείνος φάνηκε στην ακρογιαλιά της Τιβεριάδας.
Ύστερα από την Πεντηκοστή, που το Άγιο Πνεύμα έπεσε όμοιο με πύρινες γλώσσες πάνω στους Αποστόλους, ο Πέτρος κι ο Ιωάννης γίνονται οι στύλοι, που στηρίζουνε τη νεαρή Εκκλησία του Χριστού.
Κανένας δεν έχει το κύρος το δικό τους.
Ο Χριστός είχε δώσει στον Ιάκωβο και τον Ιωάννη το παρανόμι «Βοανεργές» που θέλει να πει στα εβραϊκά «Υιοί Βροντής». Και πραγματικά, ο Ιωάννης στάθηκε αληθινή βροντή στο κήρυγμα του.
Αυτό φαίνεται στο Ευαγγέλιο, στις Επιστολές και στην Αποκάλυψη που έγραψε.
Για την αποστολική του δράση, η παράδοση μας λέγει αρκετά πράγματα. Στα 69 μ. Χ. έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και ήλθε στην Έφεσο. Η Παναγία είχε κοιμηθεί. Την είχε πάντα κοντά του σαν στοργικό παιδί, υπακούοντας στην εντολή, που πήρε από το Χριστό, όταν Εκείνος βρισκόταν πάνω στο σταυρό.
Μετά την ένδοξη μετάσταση της Θεομήτορος, ο Ιωάννης δεν είχε πια κανένα λόγο να μένη στα Ιεροσόλυμα. Στην Έφεσο που την είχε κάνει χριστιανική ο απόστολος Παύλος, κάθισε πολύ καιρό, στηρίζοντας με το λόγο του τα πρόβατα του Χριστού και διηγούμενος όσα θυμότανε από το Σωτήρα.
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ο φοβητσιάρης Δομιτιανός. Αυτός, ακούοντας πως ο Ιησούς θα βασίλευε στην οικουμένη, φαντάσθηκε, όπως άλλοτε ο Ηρώδης, πως θάτανε ένας κοσμικός βασιλιάς, και τρέμοντας μη χάση το θρόνο, έβαλε να βρούνε και να οδηγήσουν στη Ρώμη αλυσοδεμένους όλους τους συγγενείς του Χριστού. Έτσι φέρανε εκεί τα εγγόνια του αδελφόθεου Ιούδα, που γλυτώσανε το θάνατο, δείχνοντας τα ροζιασμένα από τη δουλειά χέρια τους, γιατί βέβαια ο Δομιτιανός δεν περίμενε να δει πρίγκιπες σε τέτοια κατάπτωση κοινωνική. Τότε πιάσανε και τον Ιωάννη. Τον πήγανε στη Ρώμη κι αυτόν και μετά από μια σύντομη δίκη, τον καταδικάσανε σε θάνατο.
Πρώτα τον μαστίγωσαν, καθώς ήτανε συνήθεια, κι ύστερα τον ρίξανε μέσα σε ζεματιστό λάδι. Μα δεν έπαθε τίποτα. Ο δικαστής τον κράτησε αρκετό καιρό στη φυλακή, μην ξέροντας πως να συμπεριφερθεί.
Στο μεταξύ όμως οι φόβοι του αυτοκράτορα λιγοστέψανε κι ο θυμός του μαλάκωσε. Έτσι μετατρέψανε την ποινή του Αποστόλου σε εξορία και τον στείλανε στην Πάτμο να δουλεύει στα μεταλλεία.
Εκεί ο Ιωάννης βρέθηκε ανάμεσα σε κακοποιούς, που θ’ αποτελούσαν τους συντρόφους της από δω και πέρα ζωής του. Μα δεν στενοχωρήθηκε γι’ αυτό. Μήπως ο Χριστός δεν έλεγε συχνά, πως δεν είχε έλθει στον κόσμο για τους δικαίους, παρά για τους αμαρτωλούς; Μέσα σ’ αυτό το σκληρό περιβάλλον όχι μονάχα δεν υπέφερε ψυχικά ο τρυφερότερος μαθητής του Κυρίου, μα, απεναντίας, βρήκε την ευκαιρία να βυθιστεί περισσότερο σε ιερούς στοχασμούς.
Εκεί, μια Κυριακή, οραματίστηκε το τέλος του Κόσμου, που το περιέγραψε μέσα στην Αποκάλυψη. Λένε πως είδε αυτή την οπτασία μέσα σε κάποια σπηλιά, όπου είχε αποτραβηχτεί, και που τη δείχνουν ακόμα και σήμερα. Την Αποκάλυψη την έγραψε ο μαθητής του Ιωάννη ο Πρόχορος, ακούοντας τον Απόστολο που βρισκότανε σε έκσταση.
Σαν πέθανε ο Δομιτιανός, τον διαδέχθηκε ο Νέρβας, που απελευθέρωσε τον Ιωάννη. Τότε ο Απόστολος γύρισε στην Έφεσο. Εκεί έγραψε το Ευαγγέλιο. Αιτία στάθηκε κάποιος Κήρινθος, που υποστήριζε πως ο Ιησούς δεν
ήταν Θεός. Ο Ιωάννης τότε σύντριψε την
κακοδοξία του   αιρετικού  αυτού με τ’ αστραπόβροντα του Ευαγγελίου του, όπου τονίζει με θεοκίνητη γλώσσα τη θεϊκή φύση του Χρίστου.
Τα χρόνια διαβαίνανε στο μεταξύ. Ο Ιωάννης είχε πια περάσει τον αιώνα. Υπέργηρος, δεν είχε τώρα άλλο κήρυγμα, παρά αυτά τα λόγια: «Τεκνία, αγαπάτε αλλήλους».
Οι μαθηταί του, ακούοντας να επαναλαμβάνει όλο την ίδια φράση, τον ρωτήσανε μια μέρα γιατί δεν έλεγε και τίποτ’ άλλο, Κι’ εκείνος αποκρίθηκε:
Αυτή είναι η μεγάλη εντολή του Κυρίου. Αυτή αρκεί.
Διηγούνται και το παρακάτω περιστατικό από τα τελευταία χρόνια της ζωής του Αποστόλου.
Όταν είχε πρωτοπάει στην Έφεσο, ανάμεσα στους μαθητές που έκαμε, ήτανε κι’ ένα μικρό παιδί, που ο Απόστολος Ιωάννης τ’ αγαπούσε πολύ και μ’ εξαιρετική φροντίδα καλλιεργούσε τη ψυχή του. Ο μικρός αυτός φάνταζε σαν άγγελος κι ήταν χάρμα αληθινό για τον Ιωάννη, που έβλεπε στο πρόσωπο του ένα διαλεχτό δημιούργημα της χάριτος, ένα αγνότατο λουλούδι του επίγειου παραδείσου, που είναι η Εκκλησία.
Γυρίζοντας από την εξορία, τον πληροφορήσανε πως το πνευματικό παιδί του αυτό είχε πάρει τον κακό δρόμο κι είχε γίνει ένας τρομερός ληστής, που ρήμαζε τα πάντα γύρω, σκορπίζοντας τον φόνο και την αδικία. Ο Ιωάννης λυπήθηκε βαθιά, μα δεν δοκίμασε απελπισία. Καβαλίκεψε ένα μουλάρι, κι έφερε γύρω τα βουνά, αναζητώντας το χαμένο πρόβατο σαν τον καλό Ποιμένα της παραβολής. Τέλος κατόρθωσε να συναντήσει το νέο. Εκείνος μόλις αντίκρισε τον ασπρομάλλη Απόστολο, έπεσε στα πόδια του μετανοιωμένος και κλαίοντας πικρά. Και τον ακολούθησε σαν αρνάκι.
Αναφέρεται επίσης και τούτο το περιστατικό: Ο γηραιός Απόστολος είχε μια ημερωμένη πέρδικα και συνήθιζε κάποτε – κάποτε να παίζει μαζί της και να περνά την ώρα του. Κάποιος κυνηγός απόρησε βλέποντας ένα τόσο τέλειο άνθρωπο να χάνει έτσι τον καιρό. Μα ο Απόστολος του είπε χαμογελώντας:
Κι εσύ δεν έχεις πάντα τεντωμένο το τόξο σου, γιατί θα χαλούσε. Κι ο πιό άγιος πρέπει να χαλαρώνει που και που τη ψυχή του. Αυτό δεν βλάφτει.
Ο Ιωάννης προαισθάνθηκε το θάνατο, σαν έφτασε η στιγμή να φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο. Έβαλε και σκάψανε το λάκκο του, έστρωσε σ’ αυτόν τον μανδύα του, ξαπλώθηκε μέσα και σφάλισε τα μάτια, παραδίνοντας τήν αγιασμένη ψυχή του στον Χριστό.

Σάββατο, Μαΐου 07, 2016

ΕΩΡΑΚΑΜΕΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΥΜΕΝ ΚΑΙ ΑΠΑΓΓΕΛΟΜΕΝ ΥΜΙΝ ΖΩΗΝ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ


     Αγαθή συγκυρία έκανε να συμπίπτει η Κυριακή του Θωμά με την μνήμη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Από την μία ο μαθητής ο οποίος αμφισβήτησε την ανάσταση του Χριστού και κλήθηκε να ψηλαφήσει  τον Αναστημένο Κύριο, για να ομολογήσει «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», και από την άλλη, ο ευαγγελιστής της αγάπης, ο οποίος ξεκινά την πρώτη από τις τρεις καθολικές επιστολές του με την περίφημη φράση:  «ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόκαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α’  Ιωάν. 1, 1-2), δηλαδή «σας γράφουμε για τον Ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής. Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε λοιπόν τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’  εμάς».
        Λόγια συγκλονιστικά, τα οποία όμως εκφέρονται από πρόσωπα τα οποία υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες και κοινωνοί της σχέσης με τον Αναστημένο Χριστό. Δεν είναι πεποιθήσεις περί Χριστού. Δεν είναι ιδέες και φιλοσοφίες. Είναι η προσωπική εμπειρία. Γι’  αυτό δεν χωρά συζήτηση περί της αυθεντικότητας της. Η όποια συζήτηση μπορεί να γίνει στο πεδίο της πίστης. Κατά πόσον η εμπειρία είναι αληθινή. Και η εμπειρία αυτή έχει να κάνει με το γεγονός της Αναστάσεως, όχι με την ζωή που οι μαθητές έζησαν κοντά στον Χριστό. Η ιστορικότητα του προσώπου του Κυρίου δεν αμφισβητείται. Η πίστη ότι είναι ο Αναστημένος Θεός έχει να κάνει με τον καθένα μας. Και οι δύο απόστολοι τολμούν και δίδουν τη δική τους αυθεντική μαρτυρία, όπως την έδωσαν και οι υπόλοιποι που Τον είδαν, συνομίλησαν, συνέφαγαν, Τον άκουσαν να διδάσκει και πάλι τη πλήρη αλήθεια και αποκάλυψη για το πρόσωπό Του, είδαν τα σημάδια από τα καρδιά και τη λόγχη να είναι χαραγμένα στο σώμα Του και μ’  αυτά να ανεβαίνει στον ουρανό. Είναι η μαρτυρία της πρώτης Εκκλησίας, η οποία δε στηρίχτηκε μόνο στις εμπειρίες των αποστόλων, αλλά και σε εκείνους και εκείνες που έζησαν με τον Χριστό τόσο στο έργο Του εν τω κόσμω, όσο και μετά την Ανάστασή Του και αποτέλεσαν επιπλέον μάρτυρες της αλήθειας. Αλλά και σύμπασα η Εκκλησία, δια των Αγίων της, μαρτυρεί στους αιώνες το μήνυμα της αναστάσιμης χαράς.
       «Εωράκαμεν», λέει ο Ιωάννης. Στην Ανάσταση συμμετέχουν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Την Ανάσταση την προσλαμβάνουμε και με το σώμα μας και όχι μόνο με το πνεύμα μας. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός μας καλεί σε μία νέα σχέση τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο. Το σώμα μας δεν είναι αμαρτωλό, δεν είναι περιφρονητέο, δεν είναι υποδεέστερο του πνεύματος. Αφού ο Χριστός ζητά και αφήνεται να Τον δούμε με τα σωματικά μάτια, να Τον ακούσουμε με τα αυτιά μας, να Τον ψηλαφήσουμε με την αφή μας, αυτό σημαίνει ότι το σώμα έχει ευλογία από τον Θεό. Και το δικό μας σώμα λοιπόν καλείται να γίνει μάρτυρας της Ανάστασης.
Αυτό επιτυγχάνεται πρωτίστως με την μετοχή μας στο ποτήριο της Ευχαριστίας, στο οποίο κοινωνούμε το Σώμα του Χριστού, γευόμενοι της πηγής της αθανασίας. Ο άρτος και ο οίνος δε λειτουργούν ως υλικά στοιχεία, αλλά έχουν μεταβληθεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος σε σώμα και αίμα του Αναστημένου Χριστού. Επιτυγχάνεται ακόμη με τη θέα του φωτός και του κάλλους με το οποίο ο Θεός έχει προικίσει τον κόσμο. Το φως είναι υλικό. Όμως εικονίζει και το πνευματικό φως, τη χαρά και την αισιοδοξία δια της οποίας ο Θεός μας βεβαιώνει ότι ο θάνατος νικήθηκε. Βλέποντας τα μεγαλεία της δημιουργίας, τις συνεχόμενες αναστάσεις της φύσης και την ανακαίνιση της ζωής, δεν μπορεί παρά κάποιος να δοξάσει τον Θεό για το σχέδιό Του και να αισθανθεί ότι αν για τον κόσμο ο Θεός έχει δώσει τέτοια ευλογία, πόσο μάλλον για τον άνθρωπο. Αλλά το δικό μας σώμα γεύεται τον τρόπο της ανάστασης δια της τιμής των λειψάνων των Αγίων. Ο ασπασμός και η προσκύνησή τους είναι σημείο της τιμής και της μετοχής στην ανάσταση. Διότι δεν είναι οστά νεκρών, αλλά ζώντων. Θαυματουργούν. Ελεούν. Προσεύχονται για μας. Μένουν ζώντες στις καρδιές και τη μνήμη μας. Δίνουν τα ονόματά τους στους ανθρώπους.  Με τη ζωή και το θάνατό τους δείχνουν ότι υπάρχει ελπίδα και νόημα. Αναστάσιμο.
«Μαρτυρούμεν», λέει ο Ιωάννης. Δεν αρκεί απλώς η μετοχή των αισθήσεων. Η μαρτυρία της Αναστάσεως δίνεται από τον άνθρωπο ο οποίος προσπαθεί στη ζωή του να αγωνιστεί, ώστε να νικηθεί το κακό και ο θάνατος, όπως κι αν αυτός εκφράζεται. Να νικηθεί ο θάνατος της αμαρτίας, ως χωρισμού από τον Θεό. Ο θάνατος του μίσους ή της αδυναμίας της αγάπης να κυβερνήσει την ύπαρξη. Ο θάνατος που γεννιέται από τον φόβο. Ο θάνατος ως αίσθηση ανυπαρξίας. Ο θάνατος ως απελπισία για τα όσα ο κόσμος υπόσχεται και δεν μπορεί να πραγματοποιήσει. Ο θάνατος των σταυρών που αποκρύπτουν ότι το μνήμα σε λίγο θα είναι κενό. Ο θάνατος της αδυναμίας για συγχώρεση και της επιλογής για εκδίκηση. Αυτή η μαρτυρία δίνεται από όποιον θέλει να είναι χριστιανός στο ήθος και τον τρόπο της Εκκλησίας. Στα μυστήρια, αλλά και στη συνάντηση με τον πλησίον, που γίνεται αφόρμηση ανάστασης για κάθε σχέση.
«Απαγγέλομεν υμίν ζωήν την αιώνιον», λέει ο Ιωάννης. Αν σε κάτι ξεχωρίζουμε οι χριστιανοί από τις άλλες θρησκείες, είναι η αναγγελία και η υπόσχεση και η βίωση της αιωνιότητας. Οι θρησκείες μιλούν άλλες για απολαύσεις της ψυχής, άλλες για μετενσαρκώσεις για να καθαριστεί η ψυχή από το κακό προσλαμβάνοντας άλλο σώμα, άλλες για παρουσία πνευμάτων ανάμεσά μας, όμως καμία δεν δίδει την απαγγελία της αιωνιότητας με τον Θεό. Οι θεότητες των άλλων θρησκειών δίδουν στους πιστούς τους χαρές, αλλά δεν είναι μαζί τους. Δεν κοινωνούν το φως και τη χαρά και την αγάπη πρόσωπο προς πρόσωπο, όπως γίνεται στη δική μας πίστη. Δια του Προσώπου του Αναστημένου Θεανθρώπου σωζόμαστε και ως πρόσωπα βιώνουμε την αιωνιότητα όντας σε κοινωνία με τον Χριστό. Δεν είναι ένας Θεός που μας αφήνει μόνους ή έστω με τα αγαθά μας ή με τους σταυρούς μας, αλλά ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής ο Οποίος είναι πάντοτε παρών μαζί μας πάσας τας ημέρας.
Αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας την οποία καλούμαστε να ψηλαφήσουμε, να ζήσουμε, να χαρούμε στο φως της Ανάστασης, μαζί με τους μαθητές και τους αγίους μας!
Χριστός Ανέστη!

Κέρκυρα, 8 Μαΐου 2016  

Π.Φιλόθεος Φάρος: Σε χασικλήδες και πόρνες είδα περισσότερο Θεό απ' ότι σε υποτιθέμενους ευσεβείς ...

Είναι φορές που η ανάγκη μας για στηρίγματα είναι μεγάλη, έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη στην ίδια τη ζωή και τη γεύση των αληθινών πραγμάτων. 

Από τη μια, η ανάγκη, από την άλλη, υπαρξιακά ερωτήματα, που έως τώρα δεν έχουν απαντηθεί, μ' έφεραν κοντά σε μια προσωπικότητα, τον πατέρα Φιλόθεο Φάρο.
Μερικοί από εσάς μπορεί να έχετε διαβάσει βιβλία του, αρκετοί μόνο το «Έρωτος Φύσις» εξαιτίας του οποίου πολλοί τον χαρακτήρισαν «επαναστάτη ή αναρχικό παπά», άλλοι, πάλι, τον ακούτε για πρώτη φορά. Άλλοι πιστεύετε στον Θεό και άλλοι όχι. Το βέβαιο είναι πως, όλοι είμαστε φτιαγμένοι απ' το ίδιο ύφασμα και άνθρωπος χωρίς ανησυχίες δεν υπάρχει.

«Μεγάλωσα στην Τρούµπα, ο πατέρας µου είχε εκεί κουρείο. Έτσι είχα την ευκαιρία να γνωριστώ µε τους χασικλήδες και τις πόρνες της περιοχής. Σας διαβεβαιώνω, πως σ' αυτούς τους ανθρώπους είδα περισσότερο Θεό απ' ό,τι σε υποτιθέμενους ευσεβείς. Γιατί είδα ανθρώπους οικτίρμονες. Σπλαχνικούς».

Γιατί γίνατε ιερέας;


Στην πραγματικότητα έγινα για να καλύψω δικές µου ανάγκες, για να σώσω εμένα...

Από τι;


Μεγάλωσα σ' ένα πολύ προβληματικό περιβάλλον, µε δυο γονείς που δεν είχαν καμιά επικοινωνία και τίποτα κοινό µεταξύ τους. Ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός.. Ήθελα να πιαστώ από κάπου, έψαχνα ένα καταφύγιο. Και το βρήκα στα λόγια των πατέρων της Εκκλησίας. Είναι πολύ σημαντικό ο άνθρωπος να γνωρίζει τον εαυτό του, αλλά και τα κίνητρά του. Δεν έχει σημασία τι κάνουμε και τι λέμε, αλλά γιατί το κάνουμε και γιατί το λέμε. Κυρίως το πρόβλημα δεν είναι «πόσα έχουμε», αλλά πώς τα διαχειριζόμαστε

Η σχέση σας µε τον Θεό;


Λίγο πριν χειροτονηθώ είχα πάει ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος και εκμυστηρεύτηκα στον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου πως δεν είχα αρκετή πίστη. Μα θέλετε να γίνετε παπάς και δεν έχετε αρκετή πίστη; µε ρώτησε. Μαζί µου ήταν τότε ο καθηγητής Θεολογίας Σάββας Αγουρίδης, ο οποίος του είπε, τι νομίζετε γέροντα, πως µόνο σαρκικές έγνοιες ταλαιπωρούν τους ανθρώπους; Είναι και οι υπαρξιακές.

Τί είναι πίστη; Πως μπορεί κάποιος να βοηθηθεί από κάτι που δεν γνωρίζει;


Είναι μια τραγική ερώτηση και δεν ξέρω αν καλυφθείτε από την απάντηση μου. Η πίστη βιώνεται μέσα από άσκηση, μέσα από τον περιορισμό του Εγώ, μέσα από την άρνηση του κόσμου των υλικών πραγμάτων και ο άνθρωπος δεν μπορεί να τη βρει όσο είναι απορροφημένος από τη ρηχή πραγματικότητα των υλικών ανέσεων, του εγωκεντρισμού και της ιδιοτέλειας.

Έρωτας η αγάπη; Οι φροϋδικοί, λένε ότι ερωτευόμαστε αυτόν που μας καθρεφτίζει καλύτερα απ' όλους τους άλλους.


Η δυσκολία είναι ότι φοβόμαστε πως αν αφεθούμε, δεν θα ερωτευτούμε αυτόν που «πρέπει». Ο έρωτας δεν είναι κατοχή, αλλά µία διαρκής αναζήτηση. Για να τον ζήσεις όσο γίνεται ουσιαστικότερα, πρέπει να ασχοληθείς µε την ωριμότητά σου. Ο Χριστός λέει «αν θέλεις να κερδίσεις τη ζωή σου, πρέπει να τη χάσεις». Στον έρωτα πρέπει να δοθείς µέχρι θανάτου, αν θέλεις να βιώσεις την πληρότητά του.

Γιατί οι θρησκείες μιλάνε για τη μετά θάνατον ζωή, την ανάσταση; Γιατί κανείς δεν δέχεται το «πεπερασμένο»του μυαλού μας;


Διότι ο θάνατος είναι η μεγαλύτερη ανθρώπινη αγωνία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί ότι θα «καταλήξει» στο μηδέν. Γι' αυτό είναι πολύ επιρρεπής σε οποιονδήποτε του προσφέρει κάποια διέξοδο, κάποια «θεραπεία» γι' αυτήν την αγωνία του θανάτου. Η πραγματική χριστιανική παράδοση δεν αναζητεί αλλού τη ζωή, αλλά εδώ και τώρα. Υποσχόμαστε τη μετά θάνατον ζωή, όταν δεν έχουμε να προσφέρουμε τίποτα τώρα.

Γιατί υπάρχουν αδικίες;


Επειδή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Αν δεν είναι ελεύθερος να κάνει κακό, παύει να είναι ελεύθερος.

Υπάρχει δρόμος για τη σωτηρία της ψυχής;


Όσο περισσότερο μοιραζόμαστε, κοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους, τόσο πιο ξεκάθαρα θα βλέπουμε που μπορούμε να πάμε. Ωστόσο, η αυτογνωσία είναι πάρα πολύ ρηχή. Δεν έχουμε ιδέα τι γίνεται μέσα μας. Ο άνθρωπος όταν περιμένει από αλλού να φτιαχτεί η ζωή του, είναι σε πολύ άσχημη θέση.

Γιατί χρειάζονται οι άλλοι; Δεν καταλαβαίνω. Εννοείτε το καθρέφτισμα;

Η δυνατότητα του ανθρώπου να αυτοεξαπατάται είναι ασύλληπτη. Υπάρχει μια ιστορία που λέει πως όταν ένας άνθρωπος σου πει πως είσαι άλογο, το παραθεωρείς. Όταν ένας δεύτερος σου το ξαναπεί, το σκέφτεσαι. Όταν ένας τρίτος στο επαναλάβει, πας και αγοράζεις μια σέλα. Η δυνατότητα να πιστεύω πως είμαι ο Βαλεντίνο, ενώ έχω μια μύτη τρία μέτρα, είναι πραγματικά ασύλληπτη.

Πως διαχειριζόμαστε τις ενοχές μας;


Η ενοχή είναι μια κρίση αλαζονείας. Είναι η άρνηση ενός ανθρώπου να δεχτεί ότι μπορεί να έχει κάνει κάτι αποκρουστικό και ότι έπεσε τόσο χαμηλά. Η αλαζονεία είναι ανωριμότητα, και είναι γεγονός πως ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να δεχτεί ότι είναι ατελής. Ο Σκοτ Πεκ έχει γράψει ότι η επίτευξη της κοινωνίας προϋποθέτει κατάθεση της κατάντιας. Ο άνθρωπος που ζει μόνος, που η ανάγκη του ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί δεν καλύπτεται, βιώνει μια οδύνη από την οποία αναπόφευκτα θα ζητήσει μια απόδραση: φάρμακα, πολιτική, θρησκεία, ταχύτητα, επιστήμη, δεν έχει σημασία το μέσο απόδρασης. Ο νέος άνθρωπος μεγαλώνει ευνουχισμένος σπίτι του, με την ψευδαίσθηση ότι είναι το κέντρο του κόσμου, κι έτσι όταν κάποια στιγμή στην εφηβεία βγαίνει στον κόσμο, τα χάνει...

Γιατί αγαπάτε τη λέξη «οικτίρμων;»


Στα στενά της Τρούµπας, όπως σας είπα, συνάντησα την Ορθοδοξία. Εκεί είδα ανθρώπους οικτίρμονες. Σπλαχνικούς. Έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάντιας τους, ήταν ανεκτικοί τόσο μεταξύ τους όσο και µε τους άλλους. Αυτοί οι «μεγάλοι αμαρτωλοί» βίωναν την πιο καίρια χριστιανική αρετή, που είναι η χωρίς όρους και προϋποθέσεις αποδοχή του άλλου. Στο βιβλίο μου «Κλήρος: Μια υπόσχεση πατρότητας που δεν έχει τηρηθεί», αναφέρεται πως ο Θεός έλαβε σάρκα για να προσφέρει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης και πληρότητας στον άνθρωπο. Αυτή η δυνατότητα δεν εξασφαλίζεται ούτε και προσφέρεται απρόσωπα και εξ αποστάσεως. Αν δεν «µπούμε και δεν περπατήσουμε μέσα στα παπούτσια των ανθρώπων», δεν µπορούµε να βοηθήσουμε. Όποιος Ζει, κάνει λάθη.

Μετανάστες, ξενοφοβία, ρατσισμός, φράχτες για να τους κρατάμε έξω, άλλοι τους πετάνε στη 
θάλασσα. Τι λέτε;

Μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες τους; Αν αγαπάς έναν άνθρωπο, σκέφτεσαι ποιες είναι οι δικές του πραγματικές ανάγκες. Η κοινωνία μας διέπεται από μια στάση, η οποία για μένα είναι παρακμιακή, που λέει πως, αν αγαπάς κάποιον, πρέπει να τον χαϊδεύεις. Αυτό δεν είναι αγάπη. Όταν ένας άνθρωπος έχει λιποθυμήσει, χρειάζεται ένα χαστούκι, όχι ένα χάδι.

Η ομοφυλοφιλία είναι αμάρτημα;


Η οµοφυλοφιλία δεν είναι επιλογή για να είναι αµαρτία. Η αµαρτία προϋποθέτει επιλογή. Είναι θεόδοτο το δικαίωμα του ανθρώπου να ζήσει και να πεθάνει όπως εκείνος θέλει. Ο Θεός δεν επεμβαίνει σε αυτήν την ελευθερία. Ποιος είμαι εγώ να επέμβω;

Στο βιβλίο σας «Ούτε πολύ νωρίς, ούτε πολύ αργά» αναφέρετε ότι η μέση ηλικία είναι παραμελημένη. Πώς ξεπερνιέται η κρίση της μέσης ηλικίας εσωτερικά αλλά και στις σχέσεις με τους άλλους;

Όσο μεγαλώνουμε, δύσκολα αλλάζουμε, αλλά ζωή χωρίς αλλαγές δεν είναι ζωή. Ό,τι δεν αλλάζει είναι νεκρό. Αν ο άνθρωπος θέλει να ζει μέσα στην πραγματικότητα, πρέπει ν' αλλάζει και εκείνος, αλλιώς μένει απέξω...

Είστε ευτυχισμένος πάτερ;

Δεν ξέρω τι πάει να πει ευτυχία. Για µένα καταλληλότερη λέξη είναι η «πληρότητα». Να αισθάνεσαι μέσα σου «γεμάτος». Χαρά, αγαλλίαση, συγκίνηση! Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχω και στιγμές δυσφορίας, απογοητεύσεις, στιγμές πικρίας... Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα μου είναι εσωτερική γαλήνη..

πηγή

Κυριακὴ του Θωμά.Οι Σύγχρονοι Θωμάδες.+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Οἱ σύγχρονοι Θωμᾶδες
(Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
« Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου  » (Ἰω. 20,28)
Ἑορτὴ σήμερα, ἀγαπητοί μου·  «αὕτη ἡ ἡ μέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 117,24).
Τριπλῆ ἑορτή. Εἶνε πρῶτον  Κυριακή . Δεύτερον εἶνε ὄχι ἁπλῶς Κυριακὴ ἀλλὰ ἡ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα·γι᾿ αὐτὸ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζεται  Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα , τῆς πρώτης δηλαδὴ ἐπαναλήψεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα,ποὺ θ᾽ ἀκολουθῇ ἐν συνεχείᾳ κάθε ὀκτὼ ἡμέρες. Καὶ τρίτον τὴν Κυριακὴ αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμᾷ τὸν ἅγιο ἀπόστολο Θωμᾶ. Ἀνοίγονται λοιπὸν πολλὰ θέματα. Ἐδῶ θὰ περιορισθοῦμε στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ .
Ὁ Θωμᾶς, ἀγαπητοί μου, ἦταν  ἕνας ἁπλὸς Γαλιλαῖος . Δὲν καταγόταν ἀπὸ τὶς μεγάλες οἰκογένειες, δὲν ἔζησε σὲ αὐλὲς βασιλέων, δὲν φοίτησε σὲ στοὲς φιλοσόφων καὶ ῥητόρων. Ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους  ποὺ κάλεσε ὁ Χριστός. Δέχθηκε τὴν πρόσκλησι  «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ  ποιήσω  ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,20) , ἐγκατέλειψε τὰ  πάντα, συγγενεῖς καὶ φίλους, καὶ ἀνῆκε πλέον  στὴ χορεία τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Ἦταν εὐγενὴς ὕπαρξι, ἀλλὰ  εἶχε ἕνα ἐλάττωμα . Ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ἐλάττωμα;Καὶ ὁ ἁγιώτερος θὰ ἔχῃ κάποιο ἐ λάττωμα, ὅπως πάλι καὶ ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος θὰ ἔχῃ κι αὐτὸς κάποιο προτέρημα. Μεῖγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος κακίας καὶ ἀρετῆς.
Ποιό λοιπὸν ἦταν τὸ ἐλάττωμα τοῦ Θωμᾶ;
Ἦταν μελάγχολος. Ὁ μελάγχολος χαρακτήρας τὰ βλέπει ὅλα μαῦρα (τὸ ἀντίθετο τοῦ αἰσιοδόξου, ποὺ καὶ τὰ μαῦρα τὰ βλέπει ἄσπρα). Ὁ Θωμᾶς τὰ ἔβλεπε ὅλα σκοτεινά. Κατ᾿ ἐπανά-ληψιν ἐκφράσθηκε ἀπαισιόδοξα ὡς πρὸς τὴν πορεία τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ἡ μελαγχολία του ἔφτασε στὸ ζενὶθ ἢ μᾶλλον στὸ ναδὶρ –πότε;Ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ὄνειρα κ᾽ οἱ ἐλπίδες του διαψεύσθηκαν. Ἤλπιζε, ὅτι μιὰ μέρα ὁ Ναζωραῖος θὰ  νικοῦσε τοὺς ἐχθρούς, θὰ ἔδιωχνε τὶς λεγεῶνες τῶν Ῥωμαίων κατακτητῶν, καὶ θὰ ἵδρυε παγκόσμιο βασίλειο. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸ Διδάσκαλό του νὰ συλλαμβάνεται, νὰ ὁδηγῆται στὰ πραιτώρια, νὰ ῥαπίζεται, νὰ μαστιγώνεται, νὰ σταυρώνεται, εἶπε· Πάει, ὄνειρο ἦταν καὶ διαλύθηκε. Ἐπέστρεψε λοιπὸν στὶς προηγούμενες ἀσχολίες του, ἀκόμη πιὸ μελάγχολος τώρα.
Ἀλλὰ ξαφνικὰ μέσ᾿ στὸ σκοτάδι ἔπεσε φωτοβολίδα. Ὄχι ἁπλῶς φωτοβολίδα ἀλλὰ ἥλιος ἦταν τὸ μεγάλο ἄγγελμα, τὸ μήνυμα τὸ ὑπὲρ πᾶν μήνυμα, ὅτι  ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε . Τὴν πρώτη κιόλας ἡ μέρα ἐμφανίσθηκε στοὺς συναθροισμένους μαθητὰς καὶ εἶπε τὸ θεσπέσιο ἐκεῖνο  «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰω. 20,19-20) . Αὐτὸ ποὺ ζητάει σήμερα ὁ κόσμος εἶνε ἡ ἐπιφανειακὴ εἰρήνη. Ἄλλη εἰρήνη παρέχει ὁ Χριστός, τὴν εἰρήνη τοῦ βάθους.
Ἡ εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς εἶνετριπλῆ· εἰ ρήνη μὲ τὸ Θεό, εἰρήνη μὲ τὸν πλησίον, εἰρήνη μὲ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὸ εἶνε τὸ βάθος τῆς εἰρήνης τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ.
Τότε οἱ μαθηταὶ πείσθηκαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Ὁ Θωμᾶς ὅμως ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν ἱερὰ σύναξι. Ὅταν κατόπιν τὸν εἶδαν οἱ συμμαθηταὶ τοῦ ἔλεγαν· – «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον»(Ἰω. 20,25) , ἀναστήθηκε! –Μπᾶ, τοὺς ἀπαντᾷ,  δὲν πιστεύω . –Ἀναστήθηκε! ἐπέμεναν ἐκεῖνοι. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψῃ. Σὰ ν᾽ ἀκούω τὸ διάλογό τους. –Μὰ δὲ μᾶς πιστεύεις λοιπόν; ψέματα σοῦ λέμε;  μᾶς ξέρεις γιὰ ψεῦτες, ἀπατεῶνες; –Ὄχι, δὲν πιστεύω· μόνο ἂν τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου, τὸν ἀκούσω μὲ τ᾽ αὐτιά μου, τὸν ψηλαφήσω μὲ τὰ χέρια μου, τότε θὰ πεισθῶ.
Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες στὴ σύναξί τους ἦταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται πάλι ὁ Χριστὸς  «τῶν  θυρῶν κεκλεισμένων» (ἔ.ἀ. 20,26) .Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀνοίγω μία παρένθεσι. Ἐ ρωτοῦν οἱ ἄπιστοι· Πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ ἐμφανισθῇ  «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν»;… Ὅταν  ἤμασταν μικροὶ στὸ σχολεῖο ἕνας δάσκαλος μᾶς ἔθετε τὸ αἴνιγμα· «Κλείνω τὸ σπιτάκι μου  κι ὁ κλέφτης εἶνε μέσα· τί εἶνε;». Ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ βροῦμε· κ᾽ ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο μᾶς βασάνιζε, ἔλεγε· Εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ περνάει τὰ τζάμια καὶ μπαίνει! Στὶς μέρες μας ἔχουμε κι ἄλλα παραδείγματα. Εἶσαι κλεισμένος στὸ σπίτι, ἀνοίγεις τὸ ῥαδιόφωνο  κι ἀκοῦς φωνὲς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς. Κλειστὸ εἶνε τὸ σπίτι, ἀνοίγεις τὴν τηλεόρασι καὶ βλέπεις μέσα στὸ δωμάτιό σου ποικίλα πρόσωπα, σὰν νὰ τά ᾿χῃς μπροστά σου. Πῶς γίνονται αὐτά; Δὲν εἶνε θαῦμα, εἶνε ἑρτζιανὰ κύματα ποὺ λέει ἡ φυσική. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔκανε τὸν ἥλιο ὥστε νὰ διαπερνᾷ τὰ τζάμια, ποὺ ἔκανε τὰ ἑρτζιανὰ κύματα ὥσ τε νὰ φτάνουν μέσα στὸ σαλόνι σου, δὲν μποροῦσε νὰ ἐμφανισθῇ  «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» ;
Εἶνε ὁ Κύριος τοῦ παντός. Εἰσῆλθε λοιπὸν  «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον» . Καλεῖ τότε τὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ λέει· Γιατί ἀπιστεῖς; Ἔλα, πλησίασέ με· «φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς  μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός» (ἔ.ἀ. 20,27) . Ὁ Θωμᾶς κατάπληκτος φωνάζει· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,28) . Ἔτσι  ἔσβησε κάθε ἀμφιβολία ποὺ ὑπῆρχε μέσα του. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» . Σὲ κάποιο ἄλλο κήρυγμα ἐπέστησα τὴν προσοχὴ στὴ ση μασία ποὺ ἔχει ἐκεῖνο τὸ  «μου» .
Ὅταν μιλᾶμε σὲ ἕνα γιατρό, τὸν προσφωνοῦμε «γιατρέ»· ἂν ὅμως ὁ γιατρὸς αὐτὸς σὲ θεραπεύσῃ καὶ σὲ σώσῃ, τότε  πλέον δὲν λὲς «γιατρέ», ἀλλὰ λὲς«γιατρέ μου» καὶ στοὺς ἄλλους λὲς «Αὐτὸς  εἶνε ὁ γιατρός μου». Αὐτὸ τὸ «μου» λείπει σήμερα.
Ζήτημα μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἀνθρώπους ἕνας νὰ λέῃ «ὁ Χριστός μου», «ὁ Σωτήρας μου», «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» , μὲ τρόπο δηλαδὴ ποὺ δείχνει ὄχι τυπικὴ ἀλλὰ στενὴ οὐσιαστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεάνθρωπο.
Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες. Τί στάσι τηροῦν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπέναντι στὸν ἀναστάντα Χριστό; Ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιά, θὰ διακρίνουμε  τρεῖς κατηγορίες.
⃝ Ὑπάρχουν οἱ  ἄπιστοι . Πέρα ἀπ᾿ τὸ φαΐ, τὴ δι ασκέδασι, τὸ αὐτοκίνητο, τὸ θέαμα, τὸ σέξ, τίποτε ἄλλο δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει. Ἡ ζωή τους  εἶνε  «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13 = Α´ Κορ. 15,32) .Δὲν τοὺς συγκινοῦν οὔτε θαύματα οὔτε διδασκαλίες. Ὅ,τι κι ἂν δοῦν,μένουν ἄ πιστοι. Αὐτοὶ εἶνε ἡ πλειονότης.
⃝ Ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχει μία μειονότης, ποὺ ὅσο πάει γίνεται καὶ πιὸ μικρή. Εἶνε οἱ  πιστοί  , αὐτοὶ ποὺ λένε  «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
⃝ Τέλος ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀμφιταλαντευόμενοι μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Αὐτοὶ εἶνε οἱ  δύσπιστοι ὅπως ὁ Θωμᾶς. Κυμαίνονται, προβληματίζονται. Ἀκοῦνε, διαβάζουν, μὰ πάλι λένε· Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε. Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σ᾿ αὐτούς;
Σύγχρονοι Θωμᾶδες! κανείς μὴ νομίζει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα». Πουθενὰ στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχει αὐτό (εἶνε δόγμα τῶν παπικῶν ἰησουϊτῶν). Ἀντιθέτως ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε  «Ἐρευνᾶτε…» (Ἰω. 5,39) . Ἔλα, λέει, ψηλάφησέ με. Δέχεται νὰ γίνῃ ἀντικείμενο ἐρεύνης. Κι ὅσο τὸν ἐρευνοῦμε καὶ τὸν δοκιμάζουμε, τόσο περισσότερο τὸν θαυμάζουμε.Ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα ὁ Ντοσκογιέφσκυ, ὅπως καὶ ἄλλοι διανοούμενοι, πίστεψαν καὶ φώναξαν κι αὐτοὶ  «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» .Τὸ δικό μου  «ὡσαννά» , εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, δὲν βγῆκε μέσα ἀπὸ θεωρίες, βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ πυρωμένο καμίνι τῆς δοκιμασίας.Σήμερα οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ δυσπιστοῦν στὴν χιλιομαρτυρημένη ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, παραδόξως εἶνε πολὺ  εὔπιστοι , ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν παραμύθια ἀπάτης.Στὴ Φλώρινα ὑπῆρχε ἕνας λαϊκὸς φιλόσοφος, ὁ  Δάντης . Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἄπιστος. Πῶς πίστεψε; Τοῦ συνέβη κάτι συγκλονιστικό. Σὲ καιρὸ χειμῶνος μὲ χιόνι, περπατώντας στὸ δάσος νομίζω στὴν Κλαδορράχη, βρέθηκε μπροστὰ σὲ λύκους. Σκαρφάλωσε σ᾿ ἕνα δέντρο, ἀλλὰ οἱ λύκοι δὲν ἔφευγαν· περίμεναν ὅλη τὴ νύχτα ἀπὸ κάτω, νὰ πέσῃ νὰ τὸν φᾶνε. Ἄρχισε τότε νὰ παρακαλῇ τὸ Θεὸ νὰ τὸν γλυτώσῃ. Ἐπὶτέλους βγῆκε ὁ ἥλιος, ἔφυγαν οἱ λύκοι καὶ κατέβηκε, ἀλλὰ τελείως ἀλλαγμένος· ἄπιστος ἀνέβηκε στὸ δέντρο, πιστὸς κατέβηκε. Καὶ συνέθεσε ἕναν ὕμνο, τὸν ὁποῖο ἔψαλλε·
«Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου, / μεγάλο τὸ ὄνομά σου…
Μιὰ ἀκτίνα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα σου / στεῖλε καὶ φώτισέ με…».
Βλέπετε; Πρέπει λοιπὸν νὰ μᾶς συμβοῦν συνταρακτικὰ γεγονότα γιὰ νὰ πιστέψουμε; Τώρα, ὅσο ἔχουμε καιρό, νὰ πιστέψουμε . Νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς  «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» .
Ὁ Χριστὸς οὕτως ἢ ἄλλως εἶνε Κύριος· κι ἂν ἐμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε,  «καὶ οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40) . Ὅλη ἡ κτίσις ὁμολογεῖ ὅτι  «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.) . Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, νὰ λύσουμε τὸ πρόβλημα αὐτό· ν᾽ ἀπαντήσουμε κ᾽ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ποιητή·
«Χριστὲ σὲ τοῦτα τ᾽ ἄπιστα καταραμένα χρόνια
ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτα οὔτ᾽ ἀγαποῦν κανένα,
ἐγὼ πιστεύω κι ἀγαπῶ ὁλόψυχα Ἐσένα.
Πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου, πιστεύω σὰν παιδάκι,
πίνω τὸ ἀθάνατο νερὸ κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνηςτὴν 22-4-1990.

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΕΝΔΟΞΗ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ...





Εάν δεν το έχετε δει, να το δείτε οπωσδήποτε!
Πρόκειται για ένα ιδιωτικά γυρισμένο βίντεο, 
 ένα πνευματικό οδοιπορικό, με πολύ καλές λήψεις, 
σε απρόσιτα για τους περισσότερους μέρη του Αγίου Όρους.

Η περιγραφή γίνεται από τον οδοιπορούντα, γνώστη της περιοχής 
και είναι γεμάτη από πνευματικά μηνύματα.

Φαίνεται παράξενο αλλά μεταδίδει άμεσα το φυσικό και το πνευματικό άρωμα της ερήμου του Αγίου Όρους και νοιώθεις πολύ απλά το "είμαι εκεί"...

ΔΕΙΤΕ ΤΟ


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...