Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2017

Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Γαλ. 1,11-19) Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ» «Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον…» (Γαλ. 1,11)

Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Γαλ. 1,11-19)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ»

«Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον…» (Γαλ. 1,11)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, Κυριακὴ με­τὰ τὴν Χρι­στοῦ Γέννησιν, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε ὁμιλεῖ περὶ «τοῦ εὐαγγελίου» (Γαλ. 1,11). Ὁ ἀ­πό­στολος Παῦλος θέλει νὰ προφυλάξῃ τοὺς Χρι­στιανοὺς ἀπὸ τὴν διαστρέβλωσι τοῦ ἱεροῦ εὐ­αγγελίου· καὶ προηγουμένως ἔκανε λόγο πε­ρὶ «ἄλλων εὐαγγελί­ων» («ἕτερον εὐαγγέλιον» ἔ.ἀ. 1,6), ποὺ ἀποτελοῦν πλαστογράφησι τοῦ πρα­γματικοῦ εὐαγγελίου. Γι᾽ αὐτὸ θὰ μιλήσουμε περὶ τοῦ μοναδικοῦ εὐαγγελίου, ἐν ἀντιθέ­­σει καὶ ἀντιπαραβολῇ πρὸς τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια» ποὺ κηρύττει ὁ κόσμος. Τὸ θέμα εἶνε εὐ­ρὺ καὶ χρειάζεται ὥρα πολλή· θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἀναπτύξω κάπως συνεπτυγμένα.

* * *

Τί σημαίνει «εὐαγγέλιον»; Καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, ποὺ μπο­ρεῖ καὶ ἐκφράζει καὶ τὶς λεπτότερες ἀποχρώσεις τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας. Εὐαγγέλιον εἶ­νε ἡ κα­λὴ – εὐχάριστη εἴδησι. Ὑπάρχουν στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μερικὲς λέξεις ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μεταφραστοῦν· μένουν ἔτσι ἀμετάφραστες, στὸ κάλλος τοῦ ἀρχαίου λόγου.
Ἡ λέξι «εὐαγγέλιον» ὑπῆρχε καὶ πρὸ Χριστοῦ, καὶ ὑπάρχει πάντοτε, ὡς καλὴ – εὐ­χάρι­στη εἴδησι. Οἱ καλὲς – εὐχάριστες εἰδήσεις εἶ­­νε ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐπιθυμίες. Ὅ­σοι ἄν­θρω­ποι, τόσες καὶ ἐπιθυμίες, τόσες ἄ­ρα καὶ οἱ κα­λὲς εἰ­δήσεις. Θέλετε παραδείγματα;
⃝ Ἂν ἕνα πλοῖο κινδυνεύῃ στὸν ὠκεανὸ κι ὁ ἀ­σύρματος ἐκπέμπῃ τὸ S.O.S. – «σώσατε τὰς ψυχάς μας», γιὰ τοὺς ἐπιβάτες ποὺ φοβοῦν­ται ὅτι θὰ τοὺς φάῃ ἡ μαύρη θάλασ­σα, ἡ καλὴ εἴδησι εἶνε, ν᾿ ἀκούσῃ ὁ ἀσυρματι­στὴς ὅτι ἔρ­χονται ἄλλα πλοῖα νὰ τοὺς σώσουν.
⃝ Ἂν κάποιος εἶνε χρεωμένος καὶ παρὰ τὶς προ­σπάθειές του δὲν μπο­ρῇ ν᾽ ἀνταπο­κριθῇ στὴν ὀ­φειλὴ καὶ πιέζεται, καὶ ξαφνικὰ βρεθῇ κά­ποιος πρόθυμος νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ πο­σό, αὐτὸ γι᾽ αὐ­­τὸν εἶνε εὐαγγέλιο, εὐχάριστη εἴδησι.
⃝ Ἂν ἕνας ἄλλος πάσχῃ ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, οἱ για­τροὶ τὸν ἔχουν πλέον ἀπελπίσει, καὶ ἀ­νοίγοντας τὸ ῥαδιόφωνο ἀκούσῃ ὅτι βρέθηκε τὸ φάρμακο ποὺ θεραπεύει τὴ μάστιγά του, ἡ εἴδησι αὐτὴ εἶνε γι᾿ αὐτὸν χαρᾶς εὐαγγέλιο.
⃝ Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅ­τι κάποιος ἔχει καταδικασθῆ εἰς θάνατον κι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ περιμένῃ νὰ τὸν πάρουν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσε­ως, ποιά ἆ­ραγε θὰ ἦ­ταν γι᾽ αὐτὸν εὐχάριστη εἴδησι; μήπως νὰ τοῦ ποῦν ὅτι τοῦ ἔπεσε τὸ πρῶτο λαχεῖο, ἢ νὰ τοῦ ἑ­τοιμάσουν ἕνα καλὸ φαγητό, ἢ νὰ μάθῃ ὅτι κάποιος συγγενὴς τοῦ ἄ­φησε μιὰ με­γάλη κληρονο­μιά; Τίποτε ἀπ᾿ αὐ­τά. Γι᾿ αὐ­τὸν εὐαγγέλιο θὰ ἦταν, νὰ τρέξῃ κάποιος νὰ τοῦ ἀ­ναγγεί­λῃ, ὅτι πρὶν λίγα λεπτὰ ὁ βασιλιᾶς ὑ­πέγραψε γι᾽ αὐτὸν διάταγμα χάριτος.
Ἡ εὐχάριστη λοιπὸν εἴδησι εἶνε· γιὰ τὸ ναυ­αγὸ ὅτι ἔρχεται ναυαγοσωστικό, γιὰ τὸν χρε­ωμένο ὅτι βρέθηκε φιλάνθρωπος ἐξοφλητής, γιὰ τὸν ἀσθενῆ ὅτι ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακό του, γιὰ τὸν μελλοθάνα­­το ὅ­τι ὑπεγράφη δι­άτα­γμα χάριτος. Καταλάβατε;
Θέλησα μὲ παραδείγματα νὰ σᾶς δώσω μία σκιὰ τοῦ μεγαλείου τῶν ἡμερῶν ποὺ δι­ανύουμε. Διότι, ἀδελφοί μου, ἀπ᾽ ὅ­λες αὐτὲς τὶς εἰδήσεις ἡ ἀνώτερη ποὺ μπορεῖ ν᾽ ἀκού­σῃ ἀνθρώπου αὐτί –γιὰ ἐκείνους ἐννοεῖ­ται ποὺ πιστεύουν– εἶνε αὐτὴ ποὺ ἀκούσα­με τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων· ἡ εἴ­δησι ποὺ μετέ­δωσε ὁ ἄγγελος ὄχι σὲ φιλοσό­φους τῆς Ἀ­καδημίας οὔτε σὲ συγκλητικοὺς τῆς ῾Ρώ­­μης, ἀλλὰ –ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο– σὲ βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ. Ἡ εἴδησι αὐτὴ λέει· «Ἰδοὺ εὐ­αγ­γελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγά­λην, ἥτις ἔσται παν­τὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμε­ρον σωτήρ, ὅς ἐ­στι Χριστὸς Κύριος…» (Λουκ. 2,10-11). Νά γιατί αὐ­τὸ εἶνε ὄντως «εὐαγγέλιον»· μᾶς φέρνει τὴ μεγά­λη εἴδησι, ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας μας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ δοκιμάσῃ κανεὶς αὐτὴ τὴ χαρά, ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας του καὶ Σωτήρας ὅ­λου τοῦ κόσμου, εἶνε ἀ­νάγκη – τί; νὰ συν­αισθανθῇ τὴν ἀθλία του κατάστασι· νὰ νιώσῃ καὶ νὰ πα­ραδεχθῇ, ὅτι αὐτὸς εἶνε σὲ χειρότερη μοῖ­­­ρα ἀ­πὸ τὸ ναυαγό, ἀπὸ τὸν χρεωμένο, ἀπὸ τὸν καρ­κινοπαθῆ, ἀπὸ τὸν μελλοθάνατο. Ὅ­πως ὁ ναυ­αγὸς χαίρεται γιατὶ ἔφθασε ὁ ναυαγοσώ­στης, ὅ­πως ὁ χρεωμένος χαίρεται γιατὶ βρέθηκε ἕνας φιλάνθρωπος εὐεργέτης, ὅπως ὁ ἄρρωστος χαίρε­ται γιατὶ ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακό του, ὅπως ὁ μελλο­θάνατος χαίρεται γιατὶ ὑπεγράφη δι­ά­ταγμα χά­ριτος, ἔτσι ἀδελφοί μου –ἂν πιστεύουμε ὅ­τι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶ­μα, τὸ φθαρτὸ τοῦτο περί­βλη­μά μας, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλ­λο ἄ­υλο καὶ ἀθάνατο καὶ συναισθανώμεθα ὅτι τοῦτο κιν­δυνεύει–, ἔ­τσι μύριες φο­ρὲς περισσότερο θὰ χαροῦμε καὶ θὰ δοξάσουμε καὶ θὰ προσ­κυνήσουμε τὸ Χριστό, ποὺ μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὸ μέγα κακό, τὴν ἁμαρτία.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ ἔννοια τοῦ «εὐαγγελίου»· «ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ».

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, οἱ πολλοὶ δὲν ἀκοῦ­νε δυστυχῶς τὴν εὐχάριστη αὐτὴ εἴδησι· τ᾽ αὐ­­τιά τους εἶνε φραγμένα, τά ᾿χει φράξει ὁ δι­άβο­λος μὲ βουλοκέρι. Ἀλλοῦ στρέφονται. Ἔ­χουν τὰ αὐτάκια τους τεντωμένα ν᾿ ἀκούσουν «ἕτερα εὐαγγέλια» (Γαλ. 1,6). Διότι, ἐκτὸς τοῦ αἰ­ωνί­ου καὶ ἀθανάτου εὐαγγελίου, κυκλοφοροῦν ἄλ­λα «εὐαγγέλια», ποὺ τάζουν ὑποσχέσεις στὴν κουρασμένη ἀνθρωπότητα, στὸν ἄνθρωπο τὸν πιεσμένο ἀπὸ τὰ ἄγχη καὶ τὰ προβλήματά του (τὰ ἀτομικά, οἰκογενειακά, ἐθνικά, παγκόσμια), τὸν ἄνθρωπο ποὺ κουράστηκε μέσα ἀπὸ δύο φρικτοὺς παγκοσμίους πολέμους. Ἔρχονται τώρα κάποιοι ἄλλοι καὶ κηρύττουν «ἄλλα εὐ­αγγέλια». Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὰ παρου­σιάσω· θὰ χρειαζόταν ἕνα εἰ­δικὸ κήρυγμα ἐ­πάνω στὰ «ἕτερα εὐαγγέλια» ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος. Ἡ Ἐκκλησία λέει «Ἐκ τοῦ κατὰ Ματ­θαῖον» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Μᾶρκον», ἢ «Ἐκ τοῦ κα­τὰ Λουκᾶν» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐ­αγγελίου…»· ὁ διάβολος ἀνοίγει τὰ δικά του «εὐαγγέλια» καὶ λέει «Ἐκ τοῦ κατὰ Νῦ…» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Φῖ…» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Μῦ…» – δὲν θέλω ν᾽ ἀναφέρω τὰ ὀνόματα. Καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα τὰ αὐτάκια ὅλων εἶνε ἐκεῖ· στήνουν τὸ αὐτί τους ν᾽ ἀκούσουν τὸν ἄλφα ἢ τὸν βῆ­τα, ποὺ ὑ­πόσχονται μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο νὰ τοὺς δώσουν τὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία.
Εἶνε γεγο­νὸς –γιὰ νὰ εἴμαστε τίμιοι–, ὅτι μέσα στὰ «εὐ­αγγέλια» αὐτὰ τοῦ κόσμου ὑ­πάρχουν καὶ μερικὲς σταγόνες ἀλήθειας, ἀ­λήθειας ποὺ εἶ­νε κλεμμένη ἀπὸ τὸ αἰώνιο Εὐ­αγγέλιο τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλλὰ οἱ λίγες αὐτὲς σταγόνες δὲν φτάνουν γιὰ νὰ ξεδιψάσουν τὸν ἄν­θρωπο, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς βαθύτερους – ἐν­δόμυχους πόθους του. Εἶνε ἀν­επαρκῆ τὰ «εὐ­αγγέλια» αὐτά· ὁ χρόνος θ᾽ ἀποδείξῃ, ὅτι περι­έχουν σκουριὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ χαθοῦν. Ἐνῷ πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ καὶ παν­τοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο· ὁ κόσμος θὰ πει­σθῇ, ὅτι ἕνα καὶ μόνο εὐαγγέλιο ὑπάρχει, τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κήρυξε ὁ Χριστὸς καὶ ἑρμήνευσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὁ Παῦλος, καὶ διέδωσαν στὸν κόσμο οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Λένε μερικοὶ εἰρωνικά· Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐ­κείνῳ»… Ὄχι, κύριε· ὑπάρχουν μερικὰ πρά­γματα, ὅπως τὸ ὀξυγόνο ἢ τὸ νερὸ ἢ ὁ ἥλιος, ποὺ δὲν παλιώνουν. Ἔτσι καὶ πολὺ πε­ρισσότερο τὸ Εὐαγγέλιο. Ποιός μπορεῖ νὰ πῇ ὅτι αὐ­τὰ πάλιωσαν; Ὁ ἥλιος δὲν παλιώνει· πάν­τοτε ὅλοι θὰ ἔχουμε τὴν ἀνάγκη του. Παραπά­νω ὅ­μως ἀπὸ τὸν ἥλιο αὐτὸν εἶνε ὁ ἄλλος ἥ­λιος, ὁ «Ἥ­λιος τῆς δικαιοσύνης». Ὁ ἥλιος τοῦτος θὰ σβήσῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν σὰν τὰ φύλλα· ὁ ἄλλος Ἥλιος δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ, εἶ­νε αἰώνιος. Ἥλιος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό του.

* * *

Τὰ λόγια αὐτά, ἀδελφοί μου, σᾶς τὰ εἶπα ἀ­πὸ πίστι στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ στὸ αἰώνιο Εὐαγγέλιό του. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο κρατῆστε το. Κάψτε ἐφημερίδες περιοδικὰ βιβλία τοῦ κόσμου. Βυθισθῆτε – κο­λυμ­πῆ­στε στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ βγῆτε ἀετοί. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά, πρέπει νὰ δοκιμάσῃς, γιὰ νὰ πιστέψῃς ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ μοναδι­κὸ φάρμακο, ὁ βασιλιᾶς τῶν βιβλίων, ἡ πιὸ εὐ­χάριστη εἴδησι. Κι ἀφοῦ πιστέψῃς, νὰ ζήσῃς τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ γίνῃ ὁ κανόνας τοῦ βίου σου. Προχωρῶ· τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε μόνο γιὰ τὴν ἁγία τράπεζα· τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μπῇ παντοῦ, καὶ στὰ σπίτια καὶ στὰ σχολεῖα καὶ στὰ παν­επι­στήμια καὶ στὴ βουλὴ καὶ στὰ παλάτια καὶ στὸ στρατὸ καὶ στὰ δικαστήρια· ὄχι ἁπλῶς στὴν ἕ­δρα ἀλλὰ στὶς καρδιὲς τῶν δικαστῶν.
Νὰ γίνουμε λαὸς τῆς Βίβλου, λαὸς τοῦ Εὐ­αγγελίου. Ἂς ἔχουν οἱ ἄλλοι τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια»· ἐμεῖς νὰ κρατήσουμε αἰωνίως τὸ Εὐ­αγ­γέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ καθένας μας νὰ τὸ ἐφαρμόζῃ, ὥστε ἡ ζωή του, ἡ ἀτομικὴ καὶ ἡ οἰκογενειακή, νὰ γίνῃ ἕνα εἰκονογραφημένο Εὐαγγέλιο, ποὺ μὲ ὅλες τὶς σελίδες του θὰ διδάσκῃ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ἀλλὰ καὶ σήμερα ζῇ καὶ θριαμβεύει· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν τὴν 29-12-1963. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 25-11-2013.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2016

Στον απόηχο μας κρίσιμης χρονιάς που φεύγει





του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
Για μια χρονιά ακόμα αναμένουμε την μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων και η κοινωνία μας βρίσκεται σε μεγάλη ανησυχία. Η οικονομική κρίση επηρεάζει όλο και περισσότερους ανθρώπους, που ψυχολογικά γονατίζουν και ελπίδα δεν βλέπουν στον ορίζοντα. Είναι όμως όντως η οικονομική κρίση που κάνει τον άνθρωπο να απογοητεύεται;  Είναι πασιφανές ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Η κρίση είναι βαθύτερη και έχει σχέση με την γενικότερη προσέγγιση των ανθρώπων με το Θεό, με τον πλησίον τους και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι μια πνευματική κρίση. Δεν γίνεται όμως λόγος γι᾽αυτήν. Ο λόγος στρέφεται γύρω από τράπεζες, δάνεια, χρέη κ.τ.λ. και κανείς δεν μιλάει για την ουσία του προβλήματος. Κοιτούν το δέντρο και όχι το δάσος. Για παράδειγμα, δεν αναφέρει κανείς ότι ο εγωισμός ήταν και είναι το αίτιο της σημερινής κατάστασης. Η φιλαυτία είναι αυτή που θαμπώνει τον νου των ανθρώπων και δεν βλέπουν κανέναν δίπλα τους εκτός από τον εαυτό τους. Επίσης, η αυτοκριτική είναι αυτή που χρειάζεται για να μπορέσει να υπάρξει συναίσθηση των λαθών και έτσι να προκύψει μια νέα αρχή. Όλα αυτά δεν λέγονται από κανέναν παρά μόνον από την Εκκλησία, της οποίας τον λόγο άλλοι γνωρίζουν, σέβονται και υιοθετούν και άλλοι απορρίπτουν σαν κάτι στερεότυπο και παρωχημένο.
Ας δούμε όμως την κατάσταση των Ευρωπαίων, αυτών που ασκούν τόσο αυστηρή κριτική στην πατρίδα μας. 
Έχουν ομολογουμένως καλύτερο σύστημα υγείας. 
Τα θεραπευτήρια τους λειτουργούν υποδειγματικά. 
Όμως οι άνθρωποι, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν πιστεύουν πουθενά εκτός από τον εαυτό τους. 
Επιθυμούν  την νόμιμη ευθανασία για έναν «αξιοπρεπή θάνατο».
 Δεν θέλουν να ζουν και οι μόνες χαρές τους συχνά περιορίζονται στο αλκοόλ και σε ψυχοφάρμακα.
 Το σύστημα υγείας και πρόνοιας λοιπόν λειτουργεί αλλά δεν είναι ικανό να ανακαινίσει τον άνθρωπο. 
Δεν οδηγεί σε πορεία θεοκοινωνίας και αγιασμού, αλλά καλλιεργεί μόνο «αξιοπρέπεια». 
Για πολλούς από τούς πολιτισμένους  αυτούς ανθρώπους που θεοποιούν τον τεχνικό πολιτισμό,  ο Θεός πέθανε και στην θέση του τοποθετήθηκε ένα «εγώ». 
Δημιουργήθηκε στη θέση του Θεού ένας βωμός, ένα ομοίωμα του Βάαλ, που ζητά να διαγραφούν από το λεξιλόγιο της ζωής  οι λέξεις θυσία και φιλότιμο. 
Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να ασκούν κριτική σε μια χώρα που γέννησε την πολιτιστική βάση τῆς Ευρώπης στην οποία και οι ίδιοι ζουν; 
Φυσικά, έχουν γίνει λάθη και μάλιστα σημαντικά, αλλά δεν μπορείς να θέλεις καί να επιδιώκεις την εξαχρείωση ενός ολόκληρου λαού.
Για τους ευρωπαίους αυτούς υπάρχει βέβαια ένα μεγάλο ελαφρυντικό, το οποίο πρέπει να τους αναγνωρίζεται.
 Δεν γνώρισαν την Πίστη. 
Χρησιμοποιήθηκε από τους προγόνους τους το μήνυμα του Ευαγγελίου ακόμα και ως έμβλημα πολέμου. 
Ο Σταυρός έγινε σημαία για να χαθούν αθώες ψυχές.
 Μια τέτοια θεολογική προσέγγιση δεν μπορούσε και δεν μπορεί να ελκύσει, να εμπνεύσει και να αλλοιώσει θετικά τους ανθρώπους. 
Κάπως έτσι «έχασαν την πίστη τους» και κάπως έτσι έχασαν και τον ίδιο τους τον εαυτό. Ό,τι όμως χάνεται με κάτι θα αντικατασταθεί με κάτι άλλο και γι᾽αυτό έθεσαν τον υλικό ευδαιμονισμό και τον καταναλωτισμό ως λύση στο κενό τους. 
Αυτό έκαναν και μερικοί από τους συμπατριώτες μας και να που βρεθήκαμε στο σημερινό αδιέξοδο. Το πρόβλημα για να εντοπιστεί χρειάζεται ειλικρινής αναζήτηση μέχρι την ρίζα του και η θεραπεία αυτής μπορεί να θεραπεύσει όλο το δέντρο. 
Η Ορθόδοξη Πίστη, μάς έχει δείξει η ιστορία, ότι μάς έχει ενώσει σε δύσκολες στιγμές και ώρες και μάς έχει οδηγήσει σε λαμπρές σελίδες δημιουργίας, ιστορίας και πολιτισμού. 
Καιρός να την ξαναβάλουμε στην ζωή μας! 
Είναι ικανή να μας αναστήσει και να μας μεταμορφώσει.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κιβωτός της Ορθοδοξίας

"ΣΤΟ ΙΚΡΙΩΜΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΣΤΕΛΝΕΙ Ο ΨΕΥΔΟΜΕΣΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΘΑ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΓΑΜΗΛΙΟ ΔΕΙΠΝΟ"


Τόν καιρό τού Αντίχριστου, όταν θα έρθουν τά μεγάλα δεινά, όλοι οι αληθινά πιστοί θα κραυγάσουν προσευχητικά στον Θεό. Θα κραυγάσουν γιά βοήθεια, γιά προστασία, γιά αποστολή της θείας χάριτος, προκειμένου αυτή να τούς ενισχύσει καί να τούς καθοδηγήσει. Οι ανθρώπινες δυνάμεις καί των πιστών ακόμη ανθρώπων θα είναι ανεπαρκείς γιά ν’ αντισταθούν στις ενωμένες δυνάμεις των πεσμένων αγγέλων καί ανθρώπων, οι όποιοι θα μάχονται λυσσαλέα καί απεγνωσμένα, καθώς θα προαισθάνονται ότι «λίγος καιρός τούς απομένει».
Αλλά ή θεία χάρη θα σκεπάσει τούς εκλεκτούς τού Θεού. Θα τούς κάνει να αποστραφούν τά θέλγητρα του πλάνου, να αψηφήσουν τίς απειλές του, να καταφρονήσουν τά θαύματά του. Θα τούς δώσει τή δύναμη να ομολογήσουν μέ ανδρεία τόν αληθινό Σωτήρα τών ανθρώπων καί να αποκηρύξουν τόν ψευδομεσσία, πού θα έχει έρθει γιά να καταστρέφει τούς ανθρώπους. Ό ψευδομεσσίας θα τούς στέλνει στο ικρίωμα, άλλά αυτοί θα αισθάνονται σάν να βρίσκονται σε βασιλικούς θρόνους ή σε γαμήλιο δείπνο. Γιατί ή αίσθηση της Αγάπης του Θεού είναι πιο γλυκιά από την αίσθηση της ζωής.
Όπως τά βάσανα πριν από τόν θάνατο καί τά βάσανα πού συνοδεύουν τόν θάνατο αποτελούν γιά τόν αμαρτωλό την αρχή τών αιώνιων βασάνων, έτσι καί τά παθήματα καί ό βίαιος θάνατος γιά τόν Χριστό αποτελούν γιά τόν πιστό δούλο Του την αρχή της αιώνιας ευφροσύνης τού παραδείσου. Αυτό φαίνεται καθαρά από την ενέργεια της θείας χάριτος στούς μάρτυρες τών πρώτων αιώνων τού Χριστιανισμού. Στήν αρχή ή χάρη τούς άφηνε να δείξουν την προαίρεσή τους. Με τά πρώτα βασανιστήρια, όμως, ερχόταν ή βοήθεια από τόν ουρανό, κάνοντάς τους να ποθούν τό μαρτύριο καί τόν θάνατο γιά τόν Χριστό.
Ό Κύριος, προαναγγέλλοντας τίς θλίψεις πού θα προηγηθούν της δευτέρας παρουσίας Του, πρόσταξε τούς μαθητές Του να αγρυπνούν καί να προσεύχονται: «Να προσέχετε, να αγρυπνείτε καί να προσεύχεστε, γιατί δεν ξέρετε πότε θα έρθει ό καιρός». Ή προσευχή είναι πάντοτε αναγκαία καί ωφέλιμη στον άνθρωπο. Γιατί αυτή τόν κρατά σε κοινωνία μέ τόν Θεό καί κάτω από τή σκέπη Του- αυτή τόν προφυλάσσει από τή φιλαυτία καί την αυτοπεποίθηση, από τίς πλάνες της κενοδοξίας καί της υπερηφάνειας, τίς πλάνες πού οφείλονται είτε στήν πεσμένη φύση του είτε στούς λογισμούς καί τίς φαντασίες πού σπέρνουν τά πονηρά πνεύματα στον νου του. Στούς καιρούς τών θλίψεων καί τών κινδύνων, ορατών ή αόρατων, ή προσευχή χρειάζεται ακόμα πιο πολύ. Ελκύει τή θεία βοήθεια, επειδή εκφράζει την άρνησή μας στήν αυτοπεποίθηση, εκφράζει την ελπίδα μας στον Θεό. Ό παντοδύναμος Θεός γίνεται βοηθός εκείνου πού προσεύχεται στις δύσκολες περιστάσεις, καί τόν βγάζει άπ’ αυτές με την πρόνοιά Του.
Ή θεογνωσία, ή ζωντανή πίστη, ή ευλογημένη ταπεινοφροσύνη καί ή καθαρή προσευχή συνιστούν τό πνευματικό φρόνημα, αποτελούν τά επιμέρους στοιχεία του. Απεναντίας, ή αγνωσία τού Θεού, ή απιστία, ή τύφλωση τού πνεύματος, ή αυτοπεποίθηση καί ή υπερηφάνεια συνιστούν τό σαρκικό φρόνημα. Τό σαρκικό φρόνημα δεν γνωρίζει τόν Θεό. Τό σαρκικό φρόνημα δεν δέχεται άλλά καί δεν κατανοεί τά μέσα μέ τά όποια ό Θεός οδηγεί τόν άνθρωπο στη θεογνωσία. Τό σαρκικό φρόνημα αποτελεί αυτό καθεαυτό ένα εσφαλμένο καί ψυχόλεθρο μέσο γιά την απόκτηση της θεογνωσίας σύμφωνα μέ τή δική του αντίληψη. Τό σαρκικό φρόνημα ζητάει «σημεία από τόν ουρανό». Αμήν.

'ΕΙΔΕΣ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ; "

ΤΟΥ Π. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Τις προάλλες συναντήθηκα με ένα γέροντα που αγαπώ πολύ. Είδες ποτέ τον Χριστό γέροντα τον ρώτησα. «Ναι πάτερ μου», μονολόγησε, με συστολή. «Πώς είναι Γέροντα;» «Όπως στα Ευαγγέλια πάτερ μου, αγνός, αγαθός, απλός και προσιτός». «Και πότε συνέβη αυτό», ήταν η αμέσως επόμενη γεμάτη θάμβος ερώτηση μου. «Όταν αγάπησα πολύ δίχως να περιμένω τίποτα πάτερ μου», ψιθύρισε ο γέροντας με χαμηλωμένα τα μάτια του, που είχαν ήδη πλημμυρίσει ερωτικά δάκρυα για τον Χριστό του. «Άδειασα σαν άνθρωπος και γέμισα Χριστό. Τα έδωσα όλα και δεν πήρα τίποτα. Τότε έρχεται Εκείνος όταν του μοιάσεις».
Αυτή η φράση, «Ο Χριστός έρχεται όταν του μοιάσουμε», σκαρφάλωσε στα πιο δύσβατα μονοπάτια της καρδιάς μου και άνοιξε χώρο μέσα μου. Ναι, η αγάπη. Εκείνη που ξέρει να θυσιάζεται και να χάνει. Να τα δίνει όλα δίχως να κρατάει λογαριασμό. Εκείνη που πεθαίνει για να ζήσεις ο άλλος. Που προδίδεται, σταυρώνεται κι όμως συγχωρεί. Που ξέρει να λέει και να εννοεί, πάρε τον παράδεισο μου και δος μου την "κόλαση" σου….

ΠΗΓΗ

ΒΑΛΤΕ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΨΤΕ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ. Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΣ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΩΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ. ΕΙΝΑΙ ΦΙΔΙ ΦΑΡΜΑΚΕΡΟ ΠΟΥ ΜΑΣΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΧΑΡΤΙΑ ΜΗΝ ΠΙΑΣΕΤΕ!

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ

YΠAPXEI, αγαπητοί μου, μια κοινωνική πληγή, που μοιάζει με φοβερό φίδι. Tο φίδι αυτό όλο το χρόνο λουφάζει. Tώρα στις εορτές βγαίνει. Ποιό είναι το φίδι; Ας γελάς εσύ που μ” ακούς, όποιος και νά “σαι. Eγώ θα σου πω την αλήθεια, και αδιαφορώ τι θα πεις εσύ. Tο φίδι, λοιπόν, που μαστίζει την κοινωνία τις ημέρες αυτές και ιδίως τη νύχτα της πρωτοχρονιάς, είναι η χαρτοπαιξία. Mεγάλο φίδι…
―Δε” μ” αφήνεις ήσυχο να παίξω για το καλό του χρόνου; σου λέει ο άλλος.
«Για το καλό του χρόνου»; Mα δε” φέρνει κανένα καλό η χαρτοπαιξία. Δεν είναι αθώο παιχνιδάκι. Eίναι παιχνίδι δαιμονικό. Eίναι σατανάς ολόκληρος με εκατόν πενήντα κέρατα.

* * *

1. Παίζεις χαρτιά; Πρώτα – πρώτα χάνεις το χρόνο σου. Hξερα ένα παιδί που ήρθε πρώτος στο πανεπιστήμιο στην Aθήνα. Tον πρώτο χρόνο πήγαινε καλά, έπαιρνε και υποτροφία. Tο δεύτερο χρόνο έμπλεξε με παρέες και τον μάθανε να χαρτοπαίζει. E, μέχρι σήμερα δίπλωμα δεν πήρε. Aντί να ξενυχτά στα γράμματα, ξενυχτούσε στό χαρτοπαίγνιο. Eτσι καταστράφηκε. Oι χαρτοπαίκτες χάνουν το χρόνο τους. Nα χτυπήσει η Eκκλησία την καμπάνα και να καλέσει σε αγρυπνία, δεν έρχονται. Oταν όμως ο σατανάς καλεί για χαρτοπαίγνιο, κάθονται εκεί μέχρι τις πρωϊνές ώρες χάνοντας το χρόνο τους.
2. Παίζεις χαρτιά; Xάνεις κάτι ακόμα ανώτερο· χάνεις την ειρήνη της ψυχής σου. Γιατί; Γιατί από την ώρα που θα πιάσεις το χαρτί στα χέρια, έρχεται ένας σκορπιός και σέ τσιμπάει· ―Aχ θα κερδίσω;… Kαι ο άνθρωπος μπαίνει σέ μια διαρκή αγωνία. Kι όπως λένε οι γιατροί, οι χαρτοπαίκτες είναι νευρικοί, και οι περισσότεροι πεθαίνουν καρδιακοί.
3. Παίζεις χαρτιά; Παραβαίνεις εντολή του Θεού. Ποιά εντολή; Tο «Oυ κλέψεις» (Eξ. 20,14), δεν επιτρέπεται να κλέψεις. ―Mπα; θα πεις. Mάλιστα. Δεν είναι κλέφτες και λησταί μόνο αυτοί που γυρίζουν στα βουνα ή μ” ένα πιστόλι μπαίνουν στις τράπεζες και γδύνουν τους ανθρώπους και τα ταμεία. Γκάγκστερ και λησταί είναι και οι χαρτοπαίκτες.
«Eλα απόψε να περάσουμε μια ωραία βραδιά· θα έχουμε ζεστασιά, γλυκά, πιοτό, το ένα το άλλο…». Aυτα είναι τα δολώματα. Oπως το ποντικάκι με το τυρί μπαίνει στη φάκα, έτσι κ” εδώ. O πιό καπάτσος, με μαεστρία, κλέβει ή αλλάζει τα χαρτιά, και στό τέλος μαδάνε τον αφελή, σαν κοτόπουλο που του βγάζουν όλα τα φτερά. Bγαίνει πια τις πρωϊνές ώρες ζαλισμένος, στενοχωρημένος, χωρίς λεπτά και σπίτι. Oι επιτήδειοι στα τυχερά παιχνίδια είναι κλέφτες και λησταί. Δεν το λέω εγώ· το λέει ο μεγάλος φιλόσοφος Aριστοτέλης. Tώρα εσύ τί λες, ότι το χαρτοπαίγνιο είναι αθώο;
4. Παίζεις χαρτιά; Kαταστρέφεις το σπίτι σου. Oταν ήμουν στα Γιάννενα, μια μέρα μου λένε· «Eλα, πάτερ μου, να δεις τα χάλια μας». Πάω σ” ένα σπίτι εκεί κοντα στή λίμνη. Mπήκα μέσα, τί να δω; Pημαγμένο το σπίτι. δεν είχαν καρέκλα να καθήσουν. Γυμνή η γυναίκα, τα παιδια πεινασμένα, ελεεινά. Oύτε κάρβουνο για τη φωτιά, ούτε τίποτα. Που είναι ο άντρας; ρωτώ, δουλεύει; «Aχ, πάτερ μου, μόλις βασιλέψει ο ήλιος και μέχρι τις πρωϊνές ώρες πάει στα χαρτιά. Kι ό,τι κερδίζει τα παίζει, και μας αφήνει νηστικούς και γδυτούς…».
5. Aλλα κ” ένα άλλο κακό. Παίζεις χαρτιά; Mυστήριο πράγμα· αυτός που χαρτοπαίζει είναι γεμάτος προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Mου “λεγε ένας καλός παπάς· Δεν ξέρω πώς μπήκα σ” ένα σπίτι και είδα να στρώνουνε την πράσινη τσόχα. Στάθηκα να δω τί κάνουνε. Mόλις όμως βρέθηκα πάνω απ” το κεφάλι ενός, μ” έδιωξε· «Φύγε από μένα, παπά!». Διώχνανε τον παπά, γιατί θεωρούσαν ότι θα τους φέρει γρουσουζιά. Aντιθέτως, για νά “χουν γούρι όπως λένε, παίρνουν κοντά τους διεφθαρμένα γύναια. Aυτό είναι πρόληψις. O παπάς θα τους κάνει κακό· αν βρούν καμμια πόρνη, την παίρνουν κοντά τους, νά “νε πάνω απ” το κεφάλι τους… Ας είναι επιστήμονες με διπλώματα, ας κάνουν τον έξυπνο. Tους έχει πιάσει για καλα ο διάβολος και τους ξευτελίζει.
6. O χαρτοπαίκτης όμως εκτός από δεισιδαίμων γίνεται και αλκοολικός. Γιατί τόσες ώρες εκεί, τα νεύρα κουράζονται και θέλουν ενίσχυσι. Γι” αυτό κατεβάζουν συνεχώς οινοπνευματώδη ποτά. Eτσι οι περισσότεροι χαρτοπαίκτες γίνονται αλκοολικοί.
7. O χαρτοπαίκτης ακόμα, κοντα στα άλλα, γίνεται βλάστημος. Ω Θεέ μου, άλλο κι αυτό το αμάρτημα! Oταν χάνει, αντί να χτυπά το κεφάλι του, τί κάνει; Bλαστημά το Θεό, την Παναγία, τους αγίους, τα πάντα. Oι μεγαλύτερες βλαστήμιες ακούγονται στα χαρτοπαίγνια.
  Kαι το τέλος ποιό είναι; Eμένα ρωτάτε; Oι χαρτοπαίκτες συνήθως δεν κερδίζουν τα χρήματα δουλεύοντας με το φτυάρι και τον κασμά· στην πλάτη τους τα κολλάνε. Στό τέλος όμως πεθαίνουν πολλές φορές, αφού τα ξεράσουν όλα. Eτσι κάνει ο διάβολος· σου τα δίνει στην αρχή, και μετα στο τέλος τα παίρνει όλα. Εάν εξετάσετε, θα δήτε, ότι διάσημοι παίκτες των καζίνων δεν είχαν καλό τέλος. Tο τέλος τους ποιό ήταν; H αγχόνη· αυτοκτόνησαν. Eκατό μεγάλοι χαρτοπαίκται έχουν αυτοκτονήσει. Eκεί καταλήγει το κακό αυτό.

* * *

Ας προσθέσουμε σ” αυτά, ότι και ιστορικώς αποδεικνύεται ο όλεθρος της χαρτοπαιξίας. Θά “χετε ακούσει για τη Pωμαϊκή αυτοκρατορία. Oι στρατιώτες της Pώμης ξαπλώσανε σ” όλο τον κόσμο και κατέκτησαν όλα τα βασίλεια. Στην αρχή οι Pωμαίοι ήταν πειθαρχημένοι και δίκαιοι. Στο τέλος όμως, όταν μαζέψανε λεπτά, γύρισαν στη Pώμη, κ” εκεί το ρίξανε έξω· διασκεδάσεις, πιοτό, γυναίκες, και χαρτοπαίγνιο. Oλη η Pώμη χαρτόπαιζε! Πρώτα χαρτιά και ζάρια δεν ξέρανε. Mετά ξέρετε πού φθάσανε; Bάζανε στην πλάτη τα χρηματοκιβώτια, και πηγαίνανε στα χαρτοπαικτικά κέντρα, και παίζανε από ανατολής μέχρι δύσεως του ηλίου. Παίζανε λεπτα και περιουσίες, παίζανε τα αξιώματά τους, παίζανε ―πού καταντά ο άνθρωπος!― ακόμα και τα ρούχα τους. Παίζανε τα πάντα, και τελευταία τί παίζανε; Tην τιμή τους! Παίζανε ακόμα και τη γυναίκα τους! Tέτοια διαφθορά, όπως βεβαιώνει ο ιστορικός Tάκιτος.
Γι” αυτό ο Δάντης, μεγάλος ποιητής, σ” ένα ποίημα για την κόλασι, εκεί σε κάποιο κύκλο της κολάσεως έβαλε και τους χαρτοπαίκτες. Bλέπεις, λέει, τα σπίτια αυτα που γίνεται το χαρτοπαίγνιο; (σήμερα θα έλεγε τις λέσχες και τα καζίνο)· έχουν δυό πόρτες· μία εισόδου και μία εξόδου. Στην ε­ἰσοδο γράφει ελπίδα, και στην έξοδο όλεθρος, καταστροφή.
Kαι το αποκορύφωμα του κακού. Που βλέπουμε τους χαρτοπαίκτες; Στο Γολγοθά τη Mεγάλη Παρασκευή! O Xριστός αγωνιούσε πάνω στο σταυρό, σταγόνα – σταγόνα έπεφτε το αίμα του, και κάτω οι Pωμαίοι στρατιώτες ρίχνανε τα ζάρια και παίζανε. «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (Ψαλμ. 21,19· Iωάν. 19, 24). Tέτοιο κακό είναι τα τυχερά παιχνίδια.
Oποιος δεν πείθεται από αυτά, ας διαβάσει και το Πηδάλιο. Tί θα πει Πηδάλιο; Eίναι οι κανόνες της αγίας μας Eκκλησίας. Tί λένε οι κανόνες; O 42 (MB΄) και ο 43 (MΓ΄) αποστολικός κανόνας και ο 50 (N΄) της Eκτης (ΣT΄) Oικουμενικής Συνόδου λένε, ότι όποιος δεσπότης ή παπάς ή διάκος παίζει ζάρια (καί, κοντα στα ζάρια, χαρτιά), αυτός, λέει, ή θα σταματήσει τα παιχνίδια αυτά ή θα καθαιρεθεί· και όποιος αναγνώστης ή ψάλτης ή λαϊκός, άντρας ή γυναίκα, κάνει το ἴ­διο, ή θα σταματήσει ή θα αφορισθεί. Aυτα λένε οι ιεροί κανόνες.

* * *

Eπιστημονικώς, ψυχολογικώς, ιστορικώς σας ανέπτυξα τί είναι το χαρτοπαίγνιο.
Γι” αυτό, αγαπητοί μου, προτρέπω όλο τον ευσεβή λαό. Εάν θέλετε με το νέο έτος να έχετε την ευλογία του Θεού, χαρτιά μήν πιάσετε! Πηγαίντε στα σπίτια σας, βάλτε φωτιά και κάψτε τα χαρτιά. Mην πιάσετε χαρτιά ούτε σεις ούτε οι δικοί σας, κανείς απολύτως. Kηρύξτε πόλεμο εναντίον της χαρτοπαιξίας.
Kαι κανείς μην εμπαίξει τα λόγια αυτά. Oπως ακούσατε, οι καταπατηταί των ιερών κανόνων υπόκεινται σέ αφορισμό. Δεν επιτρέπεται χαρτοπαίκτης να κοινωνεί τα άχραντα μυστήρια! Σας παρακαλώ όλους, άντρες-γυναίκες, να διαφωτίσετε τους γνωστούς σας.
Ας μας κυβερνήσει το Πνεύμα το Άγιο. Bοηθήστε κ” εσείς, ώστε οι γιορτές να περάσουν χωρίς χαρτιά, για νά “χουμε την ευλογία του Θεού.
Mε την ελπίδα ότι θα μ” ακούσετε σας ευλογώ εν ονόματι Iησού Xριστού, ο η δόξα και το κράτος εις αιώνας αιώνων. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(εσπερινή ομιλία στον ι. ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, μεταδοθείσα και από τον κρατικόν ραδιοφωνικόν σταθμόν, Σάββατο 23-12-1967, παραμονή της Kυριακής των Προπατόρων)
Σχετική και σύγχρονος είναι η υπ” αριθμ. 20/26-12-1967 εγκύκλιος με τίτλοΗ χαρτοπαιξία (βλ. προς κλήρον και λαόν, Aθήναι 1969, σελ. 217 κ.α.).

Η περιτομή του Ιησού Χριστού



Απόστολος: Κολ. β΄  8 – 12
Ευαγγέλιον: Λουκ. β΄  20-21, 40-52
Εωθινόν: Περιτομή Ιησού Χριστού
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
«Βλέπετε, μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών»
«Ο συλαγωγών». Εκείνος, που αρπάζει σαν λάφυρο, όπως στράτευμα εισβολέων λαφυραγωγεί τη χώρα, στην οποία εισέβαλε, αρπάζοντας κάθε τι πολύτιμο που υπάρχει σ’ αυτή. Είναι κλέφτης, μπαίνει κρυφά, ανοίγει από κάτω τους τοίχους, για να συλαγωγήση. Τι συλαγωγεί; Τον νουν μας η την πίστι με λαθραίες επιβουλές η κάμνοντας ημάς τους ιδίους λείαν. Τους παρακινεί να γρηγορούν και να νήφουν και να αποστρέφωνται τελείως εκείνους, που επιχειρούν, να συλήσουν την πίστι.
Βλέπεις πως έδειξε ότι είναι κλέπτης και ξένος και σιγά – σιγά του επιτίθεται. Τώρα τον παρέστησε ότι εισήλθε. «Βλέπετε» λέγει. Έπειτα, επειδή φαίνεται, ότι είναι καλό το έργον της Φιλοσοφίας, προσέθεσε «και κενής απάτης», Υπάρχει και απάτη, με την οποίαν απατήθηκαν πολλοί και την οποίαν ούτε απάτην πρέπει να ονομάζωμε. Περί αυτής της απάτης λέγει ο Ιερεμίας: «Ηπάτησάς με, Κύριε, και ηπατήθην» εγώ όμως δεν πείθομαι. Αυτό ούτε απάτην πρέπει να το ονομάζωμε. Επειδή και τον πατέρα του απάτησε ο Ιακώβ, αλλά αυτό δεν ήταν απάτη, αλλά οικονομία.

«Δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Χριστόν».
Τώρα αρχίζει τον έλεγχον της παρατηρήσεως των ημερών, εννοώντας τα στοιχεία του κόσμου, τον ήλιον, την σελήνην. Όπως έλεγε και στην προς Γαλάτας. «Πως πάλιν επιστρέφετε επί τα ασθενή και πτωχά στοιχεία;» και δεν είπε παρατηρήσεις ημερών,  αλλά ολόκληρον τον παρόντα κόσμον, για να δείξη το ευτελές. Διότι, εάν ο παρών κόσμος είναι μηδέν, πολύ περισσότερον και τα στοιχεία του.
«Και κενής απάτης». Με τη φιλοσοφία, που φέρει μόνον το όνομα της σοφίας, ενώ κατ’ ουσίαν είναι κενή (κούφια) απάτη, διότι από την αλήθεια είναι μακρυά και καταπλήττει όχι με στερεά και πράγματι αληθινά επιχειρήματα. Υπάρχει βέβαια και η υγιής φιλοσοφία, που είναι άσκησις πραγματική των λογικών ιδιοτήτων του ανθρώπου και ανεβάζει το πνεύμα από τα ορατά στα αόρατα και από τα δημιουργήματα στον Δημιουργό. Αυτή οδηγεί στη γνώσι του Θεού και προπαρασκευάζει τον λογικώς σκεπτόμενον άνθρωπον στο να δεχθή το φως της υπεφυσικής και θείας αποκαλύψεως. Αλλά η φιλοσοφία, περί της οποίας ομιλεί εδώ ο Απόστολος, μόνον το όνομα της φιλοσοφίας φέρει, που σκεπάζει κάτω από αυτό την κενήν απάτην.
Αφού τους έδειξε πρώτα τα όσα έχουν ευεργετηθή, τότε προσθέτει την κατηγορία, για να την δείξη μεγαλύτερη και να κερδίση τους ακούοντας. Αυτό κάνουν και οι Προφήται πάντοτε. Πρωτύτερα δείχνουν τις ευεργεσίες και ύστερα μεγαλώνουν την κατηγορίαν, όπως λέγει ο Ησαΐας. «Υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν».
«Κατά την παράδοσιν των ανθρώπων». Με τη φιλοσοφία, που είναι κατά την παράδοσιν των ανθρώπων. Οι Εσσαίοι, οι πνευματικοί πρόδρομοι αυτών των ψευδοδιδασκάλων, καθώς και οι διάδοχοί τους Γνωστικοί ισχυρίζοντο ότι κατείχαν κάποια γνώσι από αρχαία παράδοσι, την οποίαν ωρκίζοντο να μη ανακοινώσουν, παρά μόνον στους μυουμένους.
«Και ου κατά Χριστόν» λέγει. Και αν ήταν εξ ημισείας, ώστε να μπορή κανείς και αυτό και εκείνο να υπηρετή, ούτε έτσι έπρεπε.
Πρωτύτερα τους σάλεψε τις Ελληνικές παρατηρήσεις και στην συνέχεια αναιρεί και τις Ιουδαϊκές. Διότι οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι παρατηρούσαν περισσότερα, οι μεν από την φιλοσοφίαν, οι δε από τον Νόμον.
Πως όχι κατά Χριστόν; «Ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ος εστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας». Πρώτα θέτει την λύσιν και ύστερα την αντίθεσιν. Είναι ανύποπτη αυτή η λύσις η καλύτερα την δέχεται ο ακροατής, επειδή δεν φροντίζει αυτό ο λέγων. Εκεί μεν αγωνίζεται να μη ηττηθή, εδώ όμως όχι.
«Ότι εν αυτώ κατοικεί» λέγει. Δηλαδή ότι ο Θεός κατοικεί μέσα του. Αλλά για να μη νομίσης, ότι αυτός έχει κλεισθή σαν σε σώμα, λέγει «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι». Άλλοι εξηγούν ότι εννοεί την Εκκλησίαν, που είναι γεμάτη από την θεότητά του, καθώς αλλού λέγει: «Του πάντα εν πάσι πληρουμένου». Το δε σωματικώς, εδώ είναι όπως το σώμα στην κεφαλή. Αλλά γιατί δεν προσέθεσε:αυτή είναι η Εκκλησία;
Γιατί πάλιν λέγει το ίδιο «και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι;» Τι σημαίνει; Ότι δεν έχετε τίποτε λιγότερο από αυτόν.
Όπως εις εκείνον κατώκησε έτσι και σε σας. Βιάζεται πάντοτε ο Παύλος να μας φέρη κοντά στο Χριστό, όπως όταν λέγη «συνήγειρε και συνεκάθησεν ημάς» και «ει υπομένωμεν και συμβασιλεύσομεν» και «πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται» και όταν μας ονομάζει συγκληρονόμους.
«Και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι». Επειδή η φύσις μας ενώθηκε με το Θεό και ημείς εις αυτόν γίναμε μέτοχοι θείας φύσεως. Ο Χριστός είναι πεπληρωμένος και σεις σ’ αυτόν μετέχετε του πληρώματός του και ως εκ τούτου είσθε πεπληρωμένοι και δεν έχετε κανενός ανάγκην, για να πετύχετε τη σωτηρία σας, αλλά κάθε τι, που την εξασφαλίζει σε σας το έχετε με πλεονασμόν. Τούτο είναι εξ ολοκλήρου αληθές σχετικά με την χάριν, που μας δικαιώνει και μας αγιάζει. Δεν έχομε, λοιπόν, ανάγκην ούτε από την βοήθεια της φιλοσοφίας, ούτε από οποιαδήποτε ανθρώπινη δύναμι ξένη προς την αλήθεια και χάρι, που μας σώζει.
Έπειτα ομιλεί περί του αξιώματος. «Ος εστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας». Αυτός, που είναι ο ανώτερος όλων, η αιτία των πάντων, δεν είναι και ομοούσιος; Έπειτα προσέθεσε τα της ευεργεσίας με θαυμαστό τρόπο και πολύ θαυμαστότερα από την προς Ρωμαίους. Εκεί μεν λέγει: «περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Εδώ όμως «εν τω Χριστώ».
«Δια της κοινωνίας σας με αυτόν», λέγει, «επεριτμηθήκατε και με αχειροποίητο περιτομή, στην αποβολή του σώματος των αμαρτιών της σάρκας, στην περιτομή του Χριστού». Πρόσεξε πως πλησιάζει το θέμα. «Στην αποβολή», λέγει• δεν είπε, στην αφαίρεσι. «Του σώματος των αμαρτιών»- την παλαιά εννοεί ζωή. Συνεχώς περιστρέφεται στα ίδια και με διαφορετικό τρόπο, όπως έλεγε πιο πριν στην επιστολή του, «Ο οποίος μας έσωσε από την εξουσία του σκότους, και μας συμφιλίωσε, ενώ ήμασθε αποξενωμένοι από αυτόν, ώστε να γίνωμε άγιοι και άμεμπτοι». Δεν γίνεται πλέον, λέγει, η περιτομή με μαχαίρι, αλλά με τον ίδιο τον Χριστό. Διότι δεν προκαλεί, όπως εκεί, την περιτομή χέρι ανθρώπου, αλλά το άγιο Πνεύμα- δεν περιτέμνει ένα μέρος, αλλά όλο τον άνθρωπο. Και αυτό είναι σώμα, και εκείνο σώμα, αλλά το ένα περιτέμνεται σαρκικά και το άλλο πνευματικά. Όχι όμως να κάνετε όπως οι Ιουδαίοι, διότι δεν απεκόψατε σάρκα, αλλά τα αμαρτήματα. Πότε και που; Στο βάπτισμα. Και αυτό το οποίο ονομάζει περιτομή, πάλι ονομάζει τάφο. Πρόσεξε πάλι πως περνά στα δικαιώματα.
«Των αμαρτιών», λέγει, «της σάρκας», δηλαδή εκείνα που έπραξαν με τη σάρκα τους. Μεγαλύτερο της περιτομής λέγει, διότι δεν απεμάκρυναν το περιτμηθέν μέρος του σώματος, αλλά το εξαφάνισαν, το κατέστρεψαν.
«Όταν εταφήκατε μαζί του», λέγει, «στο βάπτισμα, με το οποίο και αναστηθήκατε μαζί του δια της πίστεως στην ενέργεια του Θεού, ο οποίος ανέστησε αυτόν εκ νεκρών». Καλώς είπε, «δια της πίστεως», διότι δια της πίστεως γίνονται τα πάντα. Επιστεύσατε ότι μπορεί ο Θεός να σας αναστήση, και έτσι έχετε αναστηθή. Έπειτα και η απόδειξις, «ο οποίος ανέστησε αυτόν εκ νεκρών», λέγει. Ήδη παρουσιάζει την ανάστασι.
«Εν ω και συνηγέρθητε». Και εγερθήκαμε και την ανάστασιν την έχομεν τώρα δυνάμει, θα την πάρωμε δε και με έργο στον καιρό της. Επί πλέον είναι διπλός ο λόγος της αναστάσεως. Ο μεν ένας είναι πνευματικός, ο άλλος όμως σωματικός. Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθηκαν, αυτοί και προ της κοινής αναστάσεως εκέρδισαν δωρεάν άλλην ανάστασιν, διότι ήδη αναστήθηκαν από τον θάνατον των αμαρτιών.
Αρχ/της Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (†)
πηγή

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016

ΓΙΑΤΙ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ;


Μέσα στό χαρμόσυνο καί ἑορταστικό πνεῦμα ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλά καί τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἄς ἐπιτραπεῖ νά θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικό κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τήν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλούς νά ξενυχτοῦν μέ τήν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τή χαρά τους μέ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιές καί φιλιά; Λογικά καί φυσιολογικά δέν θά ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιά τόν κοσμικό μάλιστα ἄνθρωπο, νά ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τόν φέρνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στό τέλος τῆς ζωῆς του; ῾Ο χρόνος δέν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μέ τή φθορά καί τόν θάνατο; Γλεντᾶνε καί ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θά πεθάνουν;

Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.

Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή,  ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί  πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους.  Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική,  σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.

῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά,  μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.

῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του  καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση  τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!

ΜΟΡΦΗΝ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕΣ. (Αναφορά στη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου) ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ



Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δεν είναι κάποιο αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, ούτε κάποια μυθοπλασία κάποιου ευφάνταστου μυθογράφου, αλλά πραγματικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο (Γαλ.4:4). Η μεγάλη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας υπενθυμίζει αυτή την μεγάλη αλήθεια και τονίζει ιδιαίτερα την πραγματική ανθρώπινη φύση, την οποία εκών ενδύθηκε, για χάρη της δικής μας σωτηρίας.

Η καθιέρωση του εορτασμού της Περιτομής του Κυρίου από την Εκκλησία, συνέτεινε αναμφίβολα η δράση κάποιων αιρετικών κύκλων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και δίδασκαν την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Τέτοιοι υπήρξαν οι αιρετικοί δοκήτες, οι οποίοι δίδασκαν την κακοδοξία ότι δήθεν η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε φαινομενικά, «κατά δόκησιν», όπως τόνιζαν. Αυτοί μαζί με τους μαρκιωνίτες, τους μανιχαίους και άλλους αιρετικούς, όλοι τους πρόδρομοι των αιρετικών Μονοφυσιτών του 5ου αιώνα, επιχείρησαν να νοθεύσουν την αλήθεια της Εκκλησίας μας.
Η Εκκλησία μας μεταχειρίστηκε κάθε μέσον να προασπίσει την άπαξ αποκαλυφθείσα και παραδοθείσα αλήθεια (Ιουδ.3). Ακόμα και εορτές καθιέρωσε για να περιχαρακώσει τις ύψιστες και σωτήριες αλήθειές Της. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως οι εορτές των Χριστουγέννων, της Περιτομής και των Θεοφανείων καθιερώθηκαν από την ανάγκη του αντιαιρετικού αγώνα της Εκκλησίας μας και κατόπιν έλαβαν εορταστικό χαρακτήρα, όπως εμείς τις βιώνουμε σήμερα.
Η περιτομή ήταν μια πρακτική συνηθισμένη σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρώτοι που έκαναν περιτομή στα άρρενα τέκνα τους ήταν οι Αιθίοπες και οι Αιγύπτιοι, κυρίως για λόγους υγιεινής (Ηροδ.Ιστ.Β΄,104). Ιστορικά ίσως οι Εβραίοι πήραν την συνήθεια αυτή από τους Αιγυπτίους. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη όμως την περιτομή θέσπισε ο Ίδιος ο Θεός κατά παραγγελία Του στον πιστό Αβραάμ, ως μια πράξη διαφοροποιήσεως των απογόνων του από τους άλλους λαούς, ώστε μέσω αυτών να υλοποιηθεί το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. «Αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών΄ περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεθε την σάρκαν της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. Και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν» (Γεν.17:12).
Η περιτομή όλων των αρένων νηπίων γινόταν από τον πατέρες τους ή από ειδικούς στην περιτομή που ονομάζονταν mohel, την ογδόη ημέρα από τη γέννησή τους, όπως είχε διατάξει ο Θεός. Γινόταν στα σπίτια των νηπίων ή συχνότερα στις συναγωγές ενώπιον συγγενών και φίλων. Η τελετουργία της περιτομής ήταν για τους Ιουδαίους της εποχής εκείνης μεγάλης σπουδαιότητας γεγονός. Το παιδί που περιτέμνονταν θεωρούνταν πια μέλος του λαού του Θεού, τηρητής της διαθήκης, η οποία συνήφθη μεταξύ του Θεού και του Αβραάμ (Γεν,17:12). Ο περιτμημένος ήταν υποχρεωμένος να τηρεί τις διατάξεις του Νόμου και είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να εορτάζει το Πάσχα, σε αντίθεση με τους απερίτμητους, οι οποίοι δεν είχαν αυτό το δικαίωμα.
Μαζί με την περιτομή γινόταν και η ονοματοδοσία. Η τελετουργία της περιτομής ήταν κάτι σαν το χριστιανικό βάπτισμα, του οποίου υπήρξε τύπος. Όπως ο περιτμημένος γινόταν μέλος του λαού της Διαθήκης, ξεχωριστός από τους μη περιτμημένους, έτσι και ο βαπτισμένος αναγεννιέται και γίνεται άγιος, ξεχωριστός, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, προορισμένος να κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού (Ρωμ.6:4).
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, την ογδόη ημέρα από τη γέννηση του Κυρίου, ο Ιωσήφ και η Μαρία τήρησαν τη μωσαϊκή εντολή της περιτομής. Με λακωνικό τρόπο ο ιερός ευαγγελιστής αναφέρει πως «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ.2:21). Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος αναφέρει την πληροφορία ότι την περιτομή του Κυρίου έκαμε ο μνήστωρ Ιωσήφ. Επίσης ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου αναφέρει πως η περιτομή έγινε στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Βεβαίως ο ιερός ευαγγελιστής αποσιωπά κάθε λεπτομέρεια από την τελετή αυτή, διότι προφανώς δεν έχουν να μας προσφέρει, σύμφωνα με τους Πατέρες, όφελος για τη σωτηρία μας.
Την Εκκλησία μας δεν ενδιέφερε αυτή καθ' εαυτή η εκπλήρωση αυτής της νομικής διάταξης του μωσαϊκού νόμου από τον Κύριο. Την ενδιέφερε κυρίως να τονισθεί, δια της περιτομής Του, και να αποδειχθεί, η πραγματική ανθρώπινη φύση Του, την οποία αρνούνταν οι αιρετικοί. Ο θεόπνευστος ευαγγελιστής συμπεριέλαβε στο ευαγγέλιό του και το γεγονός της περιτομής για να μπορεί η Εκκλησία να αποκρούει κάθε δοκητική, μανιχαϊστική και μονοφυσιτική κακοδοξία.
Η μη παραδοχή της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, περί της αληθινούς ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, εκθεμελιώνει κυριολεκτικά ολόκληρο το οικοδόμημα της εν Χριστώ απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Αν δεν έγινε πραγματικά η σάρκωση του Λυτρωτή δεν έχουμε πραγματική σωτηρία, ο Χριστός δεν είναι πραγματικός σωτήρας, αλλά ένας από τους πολλούς ιδρυτές θρησκειών της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε έντονα την Εκκλησία τον 5ο αιώνα, όταν ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής από την Κωνσταντινούπολη αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Για το λόγο αυτό συγκλήθηκε η Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος, το 451.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο φυσικός Υιός του Θεού, απόρροια της δικής Του φύσεως. Γεννήθηκε προπάντων των αιώνων από τον Πατέρα, όπως μας βεβαιώνει ξεκάθαρα η αγία Γραφή. «Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Εβρ.1:5) είπε, δια του Ψαλμωδού ο Θεός Πατέρας, στο Θεό Υιό. Η προαιώνια βουλή του Θεού αποφάσισε να αποστείλει τον Λόγο στον κόσμο ως σωτήρα του από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Έτσι, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4:4), ο Λόγος, δια της Παρθένου Μαρίας, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και αφού την καθάρισε από τους ρίπους της αμαρτίας, την αναδημιούργησε και την επανέφερε στην προπτωτική της κατάσταση, την έκαμε δική Του φύση, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή τη θεία φύση Του. Ένωσε ασύγχυτα και αρμονικά τις δύο φύσεις στο θεανδρικό Του πρόσωπο. Έγινε ο Θεάνθρωπος. Η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Λυτρωτή σημαίνει αντικειμενική πραγμάτωση της σωτηρίας μας.
Η ενανθρώπηση του Λόγου όμως είναι γεγονός ασύλληπτης αυτοταπείνωσής Του. «Εν μορφή Θεού υπάρχων ... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπόκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2:7). Εάν δεν δούμε το μυστήριο της θείας συγκαταβάσεως υπό το πρίσμα της άμετρης αγάπης του Θεού για το πλάσμα Του τον άνθρωπο, αποτελεί αυτό το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών. Το αρχαιοελληνικό αξίωμα «Θεός, ανθρώποις ου μείγνηται», πολλώ δε μάλλον η ανθρωποποίηση Θεού αποτελεί ορθολογικά τη χειρότερη μωρία της ιστορίας. Όμως η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού υπερέβη όλα τα διαχωριστικά με την ανθρωπότητα. Έκαμε τη μεγάλη κίνηση και ταπείνωσε τον Υιό Του και τον έκαμε άνθρωπο, προκείμενου να σωθεί το ανθρώπινο γένος. Κατέβηκε Αυτός στα ανθρώπινα πλαίσια, μέχρι και της κατάστασης του θανάτου για να αναστήσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της πνευματικής νεκρώσεως και να τον ανεβάσει τον άνθρωπο στα ουράνια του θρόνου Του.
Όσο καιρό ο σαρκωμένος Λόγος βρισκόταν στη γη, ταυτόχρονα ως Θεός βρισκόταν και στον ουρανό. Βρισκόταν παντού, ως πανταχού παρών, διότι με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως δεν αποποιήθηκε τη θεία φύση Του. Σε αυτήν Του την διπλή ιδιότητα, ως αληθινού Θεού και αληθινού ανθρώπου, έγκειται και το γεγονός του αληθινού σωτήρα. Σώζει ως αληθινός Θεός με το ότι έγινε αληθινός άνθρωπος, καθ' ότι προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση και την έσωσε στο πρόσωπό Του. Κάθε παρέκκλιση από αυτή την αλήθεια αποτελεί αίρεση για την Εκκλησία μας. Ο Νεστοριανισμός είχε αρνηθεί τη θεία φύση του Χριστού και ο Μονοφυσιτισμός είχε αρνηθεί την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και οι δυο αυτές δογματικές παρεκτροπές καταδικάστηκαν από την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους, ως εκτροπή από την αλήθεια και ως έχοντες σοβαρότατες σωτηριολογικές συνέπειες. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τόνισε ιδιαίτερα πως «οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί΄ ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β΄Ιωάν.7).
Αξίζει να αναφέρουμε δύο αποσπάσματα από τους δογματικούς όρους των αναφερόμενων αγίων Συνόδων, για να δούμε τη θεολογική σαφήνεια της Εκκλησίας μας για το μεγάλη αυτή αλήθεια: «... Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος ... ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεν΄ δι' ο ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν» (Γ΄ Οικουμ.Σύνοδος, Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών). Και «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογούμεν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα ... ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωρίζομεν, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μιαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ' ένα και τον αυτόν υιόν, μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν...» (Όρος Δ΄Οικ. Συνόδου, παρά Ι. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία, Αθήναι 1952, σελ.165).
Το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως πρέπει να αποτελεί για κάθε πιστό χριστιανό τη βάση της πίστεώς του. Να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών», για να μας λυτρώσει από τη δουλεία της αμαρτίας και τη φθορά του θανάτου. Σύμφωνα με την θεσπέσια υμνολογία της εορτής, «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ τω γένει των ανθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν΄ ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν ο οκταήμερος κατά την Μητέρα και άναρχος κατά τον Πατέρα» για την ημών σωτηρία. Αυτός έκαμε τη μεγάλη κίνηση, περιμένοντας από τον άνθρωπο να κάνει τη δική του μικρή κίνηση, να Του δώσει το χέρι του, για να τον σώσει, να τον δοξάσει και να τον κάνει υιό και κληρονόμο της ατέρμονης βασιλείας Του. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε από τα νοητά δεσμά του αμαρτωλού κόσμου και να ανεβάσουμε το νου μας στα ουράνια. Μόνο έτσι θα επωφεληθούμε από τις δωρεές της θείας συγκαταβάσεως.

Ο χρόνος κατά τον Μέγα Βασίλειο

Η πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, που, προ ημερών γιορτάσαμε, προκαλεί σε όλους μας ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, αυθαίρετα, άλλοτε ως σύμβολο του καταναλωτισμού, και άλλοτε ως σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.

          Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου βοηθούν να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
          Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και, ταυτόχρονα, είναι εκτός χρόνου, από την  άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά σταυλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
          Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει, αυτοστιγμεί, το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή η λογική μπορεί ν’ αντεπεξέλθει, με επιτυχία, στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να περάσει αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
          Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευτούν στον ουρανό. ‘Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν»[1]
          Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσομε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά και Ευλογημένη!

Αρχιμ. Ε.Ο.



[1] Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση – Μύθοι και πραγματικότητα

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Γαλ. α´ 11-19
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ματθ. β´ 13-23
Ἦχος: δ´.– Ἑωθινόν: Ζ´
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

1. Ἀποκάλυψη Θεοῦ
   Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῶν Χριστουγέννων, οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις μᾶς μεταφέρουν στὴ Βηθλεέμ, μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς Μάγους, τὸν ἀστέρα καὶ τοὺς ἀγγέλους... Μᾶς ἀφηγοῦνται τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.


Αὐτὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή: «Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελ­φοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄν­θρω­πον»· σᾶς γνωστοποιῶ, ἀδελφοί, ὅτι τὸ Εὐ­­αγγέ­­­­­­λιο ποὺ σᾶς κήρυξα δὲν ­ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπι­νό­η­ση. Καὶ συνεχίζει: ­Διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι, ἀλλὰ κι ἐ­­­­γὼ δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποι­­­ον ἄν­­­­­θρωπο, ἀλλὰ τὸ παρέλαβα «δι’ ἀπο­καλύψεως Ἰησοῦ Χρι­στοῦ».
Σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ στὰ ὑπερφυσικὰ σημεῖα τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναφέρονται στὰ Εὐαγγέλια καὶ προσ­παθεῖ εἴτε νὰ τὰ ἐξηγήσει μὲ διάφορους συλλογισμοὺς εἴτε νὰ ἀποδυναμώσει τὸ ἱστορικό τους ὑπόβαθρο δίνοντάς τους μυθικὸ χαρακτήρα. Κι ὅμως, εἶναι θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν ἀδιάψευστους μάρτυρες, ὅπως π.χ. ἡ ἐμφάνιση τῶν ἀγγέλων στοὺς βοσκούς, τὸ ἀστέρι τῶν Μάγων ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε μέρα-νύχτα καὶ τελικὰ στάθηκε ἐπάνω ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου ἦταν ὁ νεογέννητος Χριστός, κ.ἄ. Ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύφθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὸ πλέον χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἑορτάζουμε τὰ Χριστούγεννα: τὴν ἱστορικὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
2. Δύναμη ἀναγεννητικὴ
Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀξιοπιστία καὶ τὴ θεοπνευστία τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ ἀκολουθοῦν.
Ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν φέρνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του ὡς χαρακτηριστικὸ παράδειγμα μεταστροφῆς καὶ ἀναγεννήσεως ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε. Γράφει: «Ἠκούσατε τὴν ἐ­μὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ’ ὑπερ­βολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκ­κλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρ­θουν αὐτήν»· ἀσφα­λῶς ἔχε­τε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγὴ ποὺ ἔδειξα κά­ποτε, ὅταν ἀκολουθοῦσα τὸ νόμο καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰου­δαίων. Ἀκού­­σατε δηλαδὴ ὅτι κατεδίωκα ὑπερβολικὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν κατα­­στρέψω. 
Κι ὅμως, αὐτὸς ποὺ ἦταν φανατικὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν περισσότερο κι ἀπὸ κάθε ἄλλο Ἰουδαῖο, ὅταν δέχθηκε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐγκατέλειψε τὴν προηγούμενη ζωή του καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. 
Οἱ καλοδιάθετες ψυχὲς δὲν μποροῦν νὰ μείνουν ἀσυγκίνητες στὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ πραγματικὸ συγκλονισμὸ μέσα τους καὶ γίνεται ἀφορμὴ μετανοίας καὶ ριζικῆς ἀλλαγῆς. «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. δ΄ 12). Εἶναι ζων­τανὸς καὶ δραστικὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ κοφτερὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μαχαίρι δίκοπο. Εἰσχωρεῖ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὶς ἀπαραίτητες τομὲς ἐπιφέρει τὴν κάθαρση, τὴ θεραπεία, τὴν ἀνακαίνιση!
3. Ὁ «Ἀδελφόθεος»
Κατὰ τὴ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ ὀνομάζεται «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τρεῖς σημαν­τικὲς μορφές: Τὸν δίκαιο Ἰωσήφ, τὸν μνήστορα τῆς Παρθένου, τὸν βασιλέα Δαβὶδ ὡς προπάτορα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο. Εἰδικὰ γιὰ τὸν ἀ­­­δελφόθεο Ἰάκωβο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ τέλος τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ Ἀναγνώσματος καὶ βεβαιώνει ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἀπόστολο Πέτρο, δὲν συνάντησε κανέναν ἄλλον Ἀπόστολο, «εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου». 
Βέβαια, ὅταν ἀκοῦμε γιὰ ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν εἶ­ναι παιδιὰ τῆς Ὑπεραγίας ­Θεοτόκου, ἡ ὁ­­­ποία ὑπῆρξε Παρθένος καὶ πρὸ καὶ κατὰ καὶ μετὰ τὸν τόκον, γι’ αὐτὸ καὶ ­ὀνομάζεται Ἀειπάρθενος, ἀλλὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ. Διότι ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ, προτοῦ ­μνηστευθεῖ τὴν ­Παναγία, εἶχε σύζυγο ποὺ πέθανε καὶ μὲ τὴν ὁποία εἶχαν ἤδη ἀποκτήσει παιδιά. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Ἰάκωβος. Κι ἐπειδὴ στὰ μάτια τῶν Ἰουδαίων ὁ μνήστορας Ἰωσὴφ νομιζόταν ὡς ὁ πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ ὁ Ἰάκωβος καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ θεωροῦνταν ὡς ἀδελφοί Του. 
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ποὺ ἔμεινε γνωστὸς ὡς «ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου» φάνηκε ἀντάξιος τοῦ τιμητικοῦ αὐτοῦ τίτλου, διότι, ὡς πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ αὐ­ταπάρνηση μέχρι τέλους καὶ ἀξιώθηκε νὰ ἐπισφραγίσει τὴ ζωή του μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρ­τυρίου. Ἂς ἔχουμε τὶς πρεσβεῖες του.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...