Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2017

HΜΕΡΕΣ AΠΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΧΡΟΝΟΣ AΠΩΛΕΙΑΣ (Χαρ. Μπούσιας)

ΚΑΛΗ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ 
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 
Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ 2017


Ἡμέρες ἀποστασίας, χρόνος ἀπωλείας


ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

.           Εὑρισκόμενοι στὸ τέλος καὶ αὐτοῦ τοῦ χρόνου καὶ τὴν ἀρχὴ τοῦ νέου βλέποντας τὴν ἀποστασία νὰ βασιλεύει γύρω μας τολμοῦμε νὰ ἀναρωτηθοῦμε, ἂν ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι χρόνος σωτηρίας ἢ χρόνος ἀπωλείας!
.           Ἀπὸ χρόνια ἀπομακρυνόμαστε διαρκῶς ἀπὸ τὸ θέλημα καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ πράττοντες τὸ δικό μας θέλημα καὶ ἡ ἀποστασία μας βαθαίνει ὅσο πέρναει ὁ καιρός, ἀφοῦ ὁ δρόμος ποὺ ἔχουμε πάρει εἶναι κατηφορικός, εἶναι ὁ εὔκολος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἡ ἀποστασία μας ἀπὸ τὸν Θεὸ   προχωρεῖ πρὸς τὸ ἀποκορύφωμά της καὶ δὲν στηρίζεται μόνο στὴ θεωρητική, ἀλλὰ καὶ στὴν πρακτικὴ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς, τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ τῆς αἰωνιότητος. Ἡ ἀγάπη πάγωσε στὶς καρδιές μας. Δὲν βλέπουμε τὸ διπλανό μας μὲ συμπόνοια, μὲ σπλαχνικὸ μάτι. Τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ δική μας καλοζωΐα, τὰ δικά μας συμφέροντα. Γιὰ ἐμᾶς γράφηκε τὸ παλιὸ τραγούδι ποὺ λέει «Ὅποιος τρώει καὶ πίνει καὶ καλοπερνᾶ, δὲν τὸν νοιάζει, μάνα μου, ὁ ἄλλος ἂν πεινᾶ». Χωρὶς ἀγάπη καὶ χωρὶς μεταθανάτιες ἀνησυχίες ἡ ζωή μας δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ζώων, αὐτῶν ποὺ ζοῦν γιὰ νὰ τρῶνε, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα οἱ πιστοὶ στὸν Χριστό μας, πρέπει νὰ τρῶμε μόνο γιὰ νὰ ζοῦμε. Ἔχουμε ἀποστατήσει, δυστυχῶς, καί, ἔτσι, μὲ μεγάλη ἄνεση προχωροῦμε στὴν ἀσέβεια καὶ στὴ διαφθορά, στὴν ἀρχαιοελληνικὴ ρήση «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀπονθήσκομεν».
.         Τὸ κακὸ στὶς ἡμέρες μας πλήθυνε καὶ διαπράττεται εὐκολότερα καὶ ἀνετώτερα μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη. Ζοῦμε σὲ ἐποχή, σὰν αὐτὴ ποὺ ὁμολογεῖ πρῶτα ὁ Ψαλμωδὸς Δαβὶδ (Ψαλμ. ΝΒ´ 4) καὶ ἔπειτα ἐπαναλαμβάνει ὁ θεῖος Παῦλος: “Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ῥωμ. γ΄ 12). Ὅλοι γύρω μας παρεκτράπησαν ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο, τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ ἐξαχρειώθηκαν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ἐνεργεῖ τὸ ἀγαθό, νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μας, σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου Του. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καί, ἀλλοίμονο, ὅταν θὰ ξεχειλίσει τὸ ποτήρι τῆς ὑπομονῆς τοῦ Θεοῦ!

.               Δὲν ἔφθασε, ὅμως, στὶς ἡμέρες μας μόνο ἡ ἀποστασία μας. Εἶναι καὶ ἡ διαστροφή! Τὸ ἄσπρο τὸ λέμε μαῦρο, τὸ κακὸ καλό, τὸ ἄσχημο ὄμορφο. Ἡ κακία προβάλλεται ὡς ἀρετὴ καὶ ἡ ἀρετὴ ὡς ἁμαρτία. Καὶ ὅταν ἀμνηστεύουμε τὴν ἁμαρτία δὲν ὁδηγούμαστε σὲ μετάνοια καὶ φυσικὰ σὲ ἐξομολόγηση, σὲ συντριβὴ καρδιᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐσχάτη πλάνη, ἡ χειρότερη ἁμαρτία, ἡ ἀμετανοησία καὶ ἡ ἀμνήστευση τῶν θανασίμων ἁμαρτιῶν μας. Βλασφημοῦμε δηλαδὴ μὲ τὴ ζωή μας τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ ἀρνούμαστε κάθε θεϊκὴ βοήθεια αὐτονομούμενοι καὶ νομίζοντας ὅτι ἐξουσιάζουμε τὰ πάντα καὶ ἰδίως τὸν ἑαυτό μας. Ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι περιττός. Καὶ χωρὶς Αὐτὸν φθάσαμε σὲ ἰσοπέδωση θρησκειῶν, φυλῶν, κρατῶν, γλωσσῶν, ἐθίμων καὶ παραδόσεων. Φθάσαμε στὴν παγκοσμιοποίηση καὶ ἀπολαμβάνουμε τοὺς καρπούς της, τὴν κρίση, τὸ ἔγκλημα, τὴν ἀνεργία, τὴ φτώχεια. Τὸ χειρότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι βαδίζουμε ὅλοι σὰν ὑπνωτισμένοι καὶ ἐνῶ γνωρίζαμε τὸ στραβὸ δρόμο ποὺ πήραμε δὲν ἀντιδρούσαμε, ὅπως καὶ ἀκόμη καὶ τώρα δὲν ἀντιδροῦμε καθόλου ἢ ἀντιδροῦμε ἐλάχιστα. Νομίζουμε πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ὅτι ζοῦμε χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ γελιόμαστε καὶ κοροϊδεύουμε καὶ τὸν Θεό μας. Πηγαίνουμε στὴν Ἐκκλησία, συνήθως πρὸς τὸ τέλος τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ὄχι γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεό μας, γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του πρὸς ἐμᾶς καὶ νὰ προσευχηθοῦμε θερμὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανοῦμε στὰ μάτια τῶν συνανθρώπων μας ὅτι θρησκεύουμε, ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἐπιφανειακοὶ ἄνθρωποι εἴμαστε! Ὁ Θεός μας, ὅμως, ὁ ὁποῖος «οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. ϛ´ 7), μᾶς λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα «ὁ λαός μου ταῖς χείλεσι μὲ τιμᾷ· ἡ καρδία αὐτοῦ πόῤῥῳ ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ἡσ. κθ´ 13).
.              Ὅλοι μας μας, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, κυλιόμαστε καθημερινὰ στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔχει γίνει συνήθεια, δὲν νοιώθουμε ὅτι κάνουμε κάτι κακό, ἀλλὰ τὴν ἀπολαμβάνουμε σὰν κάτι τὸ φυσιολογικό. Αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο, ἀφοῦ φθάνουμε στὴ διαστροφή. Ζοῦμε σὲ μιὰ κοσμογονικὴ ἐποχή, ὅπου κυριαρχεῖ τὸ παγκόσμιο πνεῦμα τῆς ἀποστασίας, τοῦ πλεονασμοῦ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ ψεύδους, τῆς καταπτώσεως τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, τῆς τροφοδοσίας μας μὲ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ μᾶς προσφέρουν γιὰ φαγητὸ τὰ μέσα ἐνημερώσεως, οἱ τηλεοράσεις, τὰ περιοδικά, τὸ διαδίκτυο. Ζοῦμε τὴν ἀποχαλίνωση τῶν πάντων στὴν ἐποχὴ τῆς «πληθύνσεως τῆς γνώσεως» (Δαν. ιβ´ 1,2,4).
.            Ἡ γνώση τῶν ἀνθρώπων αὐξάνεται συνεχῶς, ἡ ἐπιστήμη προοδεύει. Ἀλλὰ τί μὲ αὐτό; Ἔγραφε κάποιες δεκαετίες πρίν ποὺ ἡ ἀποστασία δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, ὅπως σήμερα, ὁ ἀγωνιστὴς Μητροπολίτης Φλωρίνης, π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ὅτι «ὁ κόσμος σήμερα καυχᾶται γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του. Ἐπληθύνθη ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ζοῦμε στὶς πιὸ εὐτυχεῖς ἡμέρες. Καὶ ὅμως ὁ κόσμος σήμερα εἶναι δυστυχέστερος. Γιατί; Ἔχει τηλέφωνα, ἀεροπλάνα, πυραύλους, τὰ πάντα· τί τοῦ λείπει; Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ἔλειψε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλο. Μέσα στὶς καρδιὲς ὁ διάβολος ἔχυσε τὸ φαρμάκι του. Φαρμάκωσε φτωχούς, πλουσίους, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, κλῆρο, λαό· φαρμάκωσε τὰ ἔθνη, φαρμάκωσε τὰ πάντα. Πικρὸ φαρμάκι πίνει ὁ κόσμος. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ ἄλλα; Πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια, ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου, ὁ διάβολος κρέμασε τώρα τὸ σπαθί του. Ἔπεσε; Ἀλλοίμονο. Αὐτὸ συμβαίνει σήμερα. Κι ὅπως τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔβαλε τὸν Κάϊν νὰ μισήσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδερφό του, ἔτσι καὶ τώρα ἔρριξε τὸ φαρμάκι του καὶ ὁ κόσμος μισεῖται θανασίμως. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, ὢ συμφορά! Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θ᾿ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος τόσο, ποὺ θὰ περπατᾷς 100 χιλιόμετρα καὶ ἄνθρωπο δὲν θὰ βλέπῃς».
.            Ἡ ἀποστασία μας σήμερα βρίσκεται στὸ ἀποκορύφωμά της. Μαζὶ μὲ αὐτὴν βλέπουμε καὶ σημεῖα στὸν οὐρανό. Σημεῖα ἐσχατολογικά, ἀκαταστασίες, σεισμούς, πολέμους, καταστροφές, ἐγκλήματα, ποὺ δείχνουν ὅτι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Κολ. γ´ 6). Τὰ βλέπουμε, ὅμως, καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας ἢ τὰ παραβλέπουμε; Συνειδητοποιοῦμε τοὺς τρόπους καταργήσεως τῆς θρησκείας μας μὲ τὰ μέτρα ἀποχριστιανοποιήσεως, ἀπαρθοδοξοποιήσεως, ἀφελληνισμοῦ; Βλέπουμε τὸν πολιτικὸ γάμο, τὴν πολιτικὴ κηδεία, τὰ ἀβάπτιστα παιδιὰ μὲ ὀνοματοδοσία στὰ ληξιαρχεῖα, τὴν καύση τῶν νεκρῶν μας; Βλέπουμε τὴν κατάργηση τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴ σημαία μας, τὴν ἀποκαθήλωση τῶν εἰκόνων μας ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ τὰ δημόσια καταστήματα; Βλέπουμε τὴ μεώση τῶν γεννήσεων, τὴν αὔξηση τῶν διαζυγίων, τὴν ἐλευθερία στὶς ἐκτρώσεις, τὸν κιναιδισμὸ ποὺ ὀνομάζουν «προσωπικὴ ἰδιαιτερότητα» καί, ἀλλοίμονο, ἂν τολμήσει κάποιος νὰ θίξει τοὺς δυστυχεῖς αὐτοὺς διαστροφεῖς; Βλέπουν τὴ λατρεία τοῦ διαβόλου ἢ τὴν προβολὴ τῆς πανθρησκείας καὶ τῆς οἰκουμενικότητος;
.          Ἀδελφοί μου, πολὺ θλίβομαι ποὺ ἐλάχιστοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν τρομακτικὴ αὐτὴ ἀποστασία καὶ τὸν παγκόσμιο κατήφορο τῆς ἀνθρωπότητος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ χάος. Οἱ ἡμέρες μας μοιάζουν μὲ τὶς ἡμέρες τοῦ Νῶε, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν κατακλυσμὸ τῆ γῆς. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ὅλοι ἀδιαφοροῦσαν γιὰ ὅτι γινόταν γύρω τους. Μήπως καὶ σήμερα δὲν ἀδιαφοροῦμε; Ἀσχολούμαστε μόνο μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ τὰ γλέντια καὶ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι χρόνος ἀπωλείας. Στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, ὅπου βυθιζόμαστε, δὲν μποροῦσε νὰ κινήσουμε τὰ χέρια μας, γιὰ νὰ κολυμβήσουμε καὶ νὰ βγοῦμε ἀπὸ αὐτόν. Ἔχουμε κολλήσει. Βλέπουμε, ὅμως, ἕνα Χέρι ἀπὸ ψηλὰ νὰ θέλει νὰ μᾶς τραβήξει. Μᾶς τὸ τείνει, ἀλλὰ δὲν τὸ παίρνουμε. Προτιμοῦμε νὰ πνιγοῦμε. Εἶναι τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τῆς σωτηρίας μας, Αὐτοῦ ποὺ θελει νὰ μᾶς σώσει, ἂν καὶ ἐμεῖς τὸ θελήσουμε καὶ τοῦ δώσουμε τὸ βρωμερὸ χέρι μας, ποὺ δὲν τὸ σιχαίνεται. Ὁ χρόνος κυλάει. Ἄλλος ἕνας χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας τελειώνει. Ἂν τώρα δὲν τείνουμε τὸ χέρι μας στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ μᾶς σώσει, θὰ βυθισθοῦμε μέσα στὸ τέλμα καὶ θὰ πγιγοῦμε σίγουρα στὰ βρώμικα νερὰ τῆς αἰώνιας ἀπωλείας. Παρακαλῶ, μὴν ἀρνηθοῦμε νὰ δώσουμε τὸ χέρι μας στὸν Χριστό μας, τὸν Σωτήρα μας. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Ῥωμ. ιγ´ 12).       
       


Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Επιστολή Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμία περί Αποτειχίσεως



           ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
    ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, 1η Ἰανουαρίου 2017
ΕΠΙΣΤΟΛΗ 4η
ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ
(Μέ ἀφορμή τό κατ᾽ ἐμοῦ κείμενο τοῦ Πρωτ. Νικολάου Μανώλη)
Ἀγαπητοί μου συλλειτουργοί Ἀδελφοί
καί εὐσεβεῖς χριστιανοί
τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
Σᾶς εὔχομαι εὐλογημένο ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό τό νέο ἔτος 2017.
Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νά διαβάσετε τήν παροῦσα μου ἐπιστολή, τήν ὁποία ἔγραψα μέ πόνο καί ἀγάπη πρός Σᾶς. Καί παρακαλῶ νά τήν διαβάσετε, γιατί πρόκειται γιά τήν σωστή πνευματική μας πορεία, τήν ἐκκλησιολογική μας πορεία, δηλαδή, πρόκειται γιά τήν σωτηρία μας.

1. Μέ ἀφορμή τά φιλοπαπικά καί φιλοοικουμενιστικά κινήματα πού παρατηροῦνται στίς ἡμέρες μας, ὅπως συνέβαιναν καί παλαιότερα καί τά ὁποῖα ἀσφαλῶς καταδικάζουμε, γιατί ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση, ὁ δέ οἰκουμενισμός παναίρεση, μερικοί, κληρικοί καί λαϊκοί, δείχνουν ἕναν ὑπέρμετρο ἄκριτο καί ἄτακτο ζῆλο καί ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν Ἀρχιερέων κυρίως, τούς ὁποίους ἀποκαλοῦν μέ προσβλητικές ἐκφράσεις καί τούς παρουσιάζουν ὡς προδότες τῆς πίστης μας καί ἀνάξιους, λοιπόν, γιά τήν διαποίμανση τῆς ποίμνης τους. Μία φράση ἄν πεῖ κάποιος Ἀρχιερεύς στήν ροή τοῦ λόγου του, θά ἁρπαχθοῦν αὐτοί ἀπ᾽ αὐτήν καί θά παρουσιάσουν στά διαδίκτυά τους τόν Ἀρχιερέα αὐτόν καί ὡς αἱρετικό ἀκόμη.
Ἔτσι καί ἐγώ σέ μία πρόσφατη ὁμιλία μου στήν πόλη τῆς Κορίνθου, καλεσμένος σ᾽ αὐτήν ἀπό τόν καλό της Ποιμένα, τόν ἀγαπητό συλλειτουργό ἀδελφό κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟ, εἶπα κάπου στήν πρόχειρή μου ἐκείνη ὁμιλία: «Ἄντε στό καλό του ἀπ᾽ ἐκεῖ μ᾽ αὐτόν τόν Πάπα καί τούς δογματισμούς. Ὅλο μ᾽ αὐτά θά ἀσχολούμαστε; Ἄς κοιτάξουμε καί λίγο τήν ψυχή μας». Αὐτήν τήν φράση μου, λοιπόν, τήν πῆρε ἕνας ἱερεύς τῆς Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης, ὁ πρωτοπρ. π. Νικόλαος Μανώλης, τήν ἀνέβασε στήν ἱστοσελίδα Κατάνυξη καί τήν ἔκριναν καί τήν κατέκριναν αὐτός καί οἱ ἀναγνῶστες μέ σκληρά σχόλια, δυσφημίζοντάς με βέβαια στόν λαό τοῦ Θεοῦ καί σέ σᾶς τό ποίμνιό μου ἰδιαίτερα.
2. Τήν φράση πού εἶπα, ἀγαπητοί μου, δέν τήν ἀνακαλῶ, ἀλλά τήν ἐπαναλαμβάνω καί τώρα. Ναί! Δέν θά ἀσχολούμαστε μονομερῶς μέ τήν αἵρεση, ἀλλά θά φροντίζουμε γιά τόν καθαρμό τῆς ψυχῆς μας πρῶτα, γιά νά ἔχουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι εὐλογημένοι οἱ λόγοι μας καί οἱ ἀγῶνες μας γιά τήν πίστη.
Τήν φράση μου αὐτή, γιά τήν ὁποία ὁ π. Νικόλαος Μανώλης «αἰσθάνεται πίκρα καί ἀγανάκτηση», τήν ἐμπνεύστηκα ἀπό ἕνα σύντομο λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού μοῦ ἔκανε φοβερή ἐντύπωση. Τόν παραθέτω: «Ποθήσωμεν τήν εἰρήνην... Τό ζυγοστατεῖν καί σταθμίζειν τάς λέξεις τοῦ δόγματος καταλείπωμεν. Παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι διδασκάλων διδάσκαλοι. Μισήσωμεν τό λογομαχεῖν ἐπί καταστροφήν τῶν ἀκουόντων. Οὐκ ἐσμέν τῶν ποιμένων ποιμένες, ἀλλά πρόβατα» (MPG 64,38). Στόν λόγο του αὐτόν ὁ ἱερός πατήρ, πού πρέπει νά τόν ἐξεφώνησε ὅταν ἦταν ἀκόμη πρεσβύτερος, μᾶς λέγει αὐτό πού εἶπα καί ἐγώ κατ᾽ ἔμπνευσή του: Νά μήν ἀσχολούμαστε μέ λογομαχίες μέ τά δογματικά θέματα, ἀλλά νά ἐπιδιώκουμε τήν μεταξύ μας εἰρήνη καί ἀγάπη. Ἀλλά καί ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες δέν ἔνοιωθαν εὐχάριστα ὅταν ἦταν ἀναγκασμένοι ἀπό τά πράγματα νά ἀσχοληθοῦν ἐξονυχιστικά μέ δογματισμούς. Ὁ Μ. Βασίλειος, γιά παράδειγμα, λέγει ὅτι ἀρκεῖ ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί ἡ ἁπλότητα τῆς πίστης, ἀλλά ἐπειδή ὁ Εὐνόμιος ἀσχολήθηκε μέ ὑψηλά θέματα, σπέρνοντας ζιζάνια, θά ἀσχοληθεῖ ἀναγκαστικά καί ὁ ἴδιος μέ αὐτόν (βλ. MPG 29,500ΑΒ. 32,949ΒC). Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος πάλι μᾶς λέγει νά ἀποφεύγουμε τόν δογματισμό σάν νά εἶναι ἕνα ἐξαγριωμένο λιοντάρι. Μακρυά – λέγει – ἀπό τέτοιες συζητήσεις εἴτε μέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε καί μέ ἀνθρώπους ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἅγιος πατέρας: «Φεῦγε τοῦ δογματῖσαι, ὡς ἀπό λέοντος ἀτάκτου· μήτε μήν μετά τῶν τροφίμων τῆς Ἐκκλησίας εἰς τοῦτο συνεισέλθῃς, μήτε μετά τῶν ἀλλοτρίων» (Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τά εὑρεθέντα ἀσκητικά, ἐν Ἀθήναις 1895, σ. 35).
Μέ τόν λόγο μου, λοιπόν, «ἄντε στό καλό του μέ τόν Πάπα καί τούς δογματισμούς, ἄς κοιτάξουμε τήν ψυχή μας», ἐξέφρασα, νομίζω, τό πατερικό πνεῦμα, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπό τούς παραπάνω λόγους.
3. Ἀγαπητοί μου, ἡ ἀγωνιστικότητα εἶναι ἕνα χάρισμα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν δίνεται σέ ὅλους τό χάρισμα αὐτό. Τά χαρίσματα τά λαμβάνουν οἱ καθαροί στήν ψυχή. Ντροπή μας, νά θέλουμε νά κάνουμε τόν ἀγωνιστή, ἐνῶ βαρυνόμαστε μέ ποικίλλα πάθη. Ἰδιαίτερα οἱ ἀγῶνες γιά τήν πίστη πρέπει νά γίνονται μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη καί μέ πλουτισμό θεολογίας. Ἀφοῦ, ἐσύ πάτερ καί ἐσύ λαϊκέ ἀδελφέ, πού θέλετε νά κάνετε τόν ἀγωνιστή, ἀφοῦ, ὅπως σᾶς γνωρίζουμε, εἶστε θυμώδεις καί ὀργίλοι στήν ψυχή καί ἀφοῦ δέν γνωρίζετε τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς οὔτε ἔχετε μελετήσει τήν πατερική θεολογία, ποῦ πᾶτε χωρίς ἅρματα γιά ἀντιαιρετικό ἀγώνα; Μπορεῖ δηλαδή ὁ καθένας νά κάνει τόν χειροῦργο ἰατρό;
Τά λέγω αὐτά, ἀδελφοί μου, πατέρες καί χριστιανοί μου, γιά νά μήν ἐμπιστεύεστε σ᾽ ὅλες τίς ἀκουόμενες φωνές καί νά μήν ἀκολουθεῖτε τό κάθε κίνημα τοῦ κάθε τάχα ἀγωνιστοῦ. Νά εἶστε σεσοφισμένοι καί νά ἔχετε φωτισμένο νοῦ, γιά νά δοκιμάζετε τά πνεύματα, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ποιά εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ποιά τοῦ πονηροῦ (Α´ Ἰωάν. 4,1 ἑξ.). Προσέχετε τούς «σοῦπερ ὀρθοδόξους», τούς «λίαν φιλοθέους καί φιλοχρίστους», ὅπως τούς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος (Α´ Εἰρηνικός, ΣΤ´ 3), οἱ ὁποῖοι τοῦ ἦταν τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο στόν ἀγώνα του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Γιατί αὐτός σάν ἅγιος ἔκανε τόν ἀγώνα αὐτόν μέ προσευχή, μέ ἀγάπη καί μέ τούς θεολογικούς του λόγους, ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι ἤθελαν καί ἔλεγαν οἱ «σοῦπερ ὀρθόδοξοι».
Ἴσως, πατέρες μου καί ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά σᾶς ἔκανα καί ἐγώ ζημιά στό θέμα πού σᾶς μιλῶ, ἐκφράζοντας θέσεις, οἱ ὁποῖες θεωροῦνταν ἀκραῖες καί λέγοντας μάλιστα ἐνίοτε μέ ἔνταση τίς θέσεις αὐτές. Σᾶς ζητῶ συγγνώμη, ἄν σᾶς ἔκανα ζημιά. Σᾶς δηλῶ ὅμως ὅτι ἡ προσευχή μου καί ἡ ἐπιθυμία μου εἶναι νά εἶμαι ὁμολογητής τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ἀλλά μέ ταπείνωση καί μέ εὐγένεια καί στούς λόγους μου νά φαίνεται ἡ ἀγάπη πρός τούς αἱρετικούς καί ὄχι μῖσος καί ἐχθρότητα πρός αὐτούς· καί κυρίως ὁ ἀγώνας μου αὐτός ὑπέρ τῆς πίστεως νά γίνεται μέ θεολογία, τήν ὁποία ὁμολογῶ ὅτι δέν γνωρίζω. Γιατί θέλει εἰδική θεολογική γνώση ὁ ἀντιαιρετικός ἀγώνας. Ἔχω περιπλακεῖ, πατέρες, μέ τήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι καί τά ποιμαντικά τῆς Μητροπόλεως καί δέν ἀπομένει χρόνος γιά τήν μελέτη τῆς ἀντιαιρετικῆς θεολογίας. Ἀλλά προσπαθῶ νά τόν ἐξευρίσκω. Ἐκεῖνο ὅμως πού σᾶς παρακαλῶ, πατέρες καί ἀδελφοί, εἶναι νά μοῦ δίνετε ἐμπιστοσύνη. Ὅσο καί ἄν εἶμαι ἁμαρτωλός καί ἀδύναμος στήν θεολογία, ὅμως προσεύχομαι στήν Παναγία καί τό πιστεύω ὅτι δέν θά μέ ἀφήσει ἡ Κυρία Θεοτόκος νά πλανηθῶ καί νά ὁδηγήσω καί ἐσᾶς, τό ποίμνιο, σέ λάθος δρόμο. Καί δέν θά πλανηθῶ γιατί ὡς βάση μου ἔχω τό, «ὅ,τι λέγει ἡ Ἐκκλησία»!
Προσέχετε τούς ἄλλους, τούς «σοῦπερ Ὀρθοδόξους», ὅπως τούς εἶπα. Μήν τούς ἀκοῦτε, γιατί θά σᾶς κάνουν τήν μεγάλη ζημιά, τό νά σᾶς βγάλουν ἀπό τά τείχη τῆς Ἐκκλησίας. Ναί! Τό πᾶνε γιά τήν «ἀποτείχιση». Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ζημιά καί μεγαλύτερο κακό ἀπ᾽ αὐτό. Ἐμεῖς εἴμαστε σφόδρα ἐναντίον τῆς Ἀποτειχίσεως. Θά παραμείνουμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ὅταν βλέπουμε λάθη τῶν Ἀνωτέρων μας, θά διαμαρτυρόμαστε πονετικά, θά κλαῖμε, ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία.
4. Αὐτοί πού λέγουν καί γράφουν καί κινοῦν τά πράγματα πρός τήν Ἀποτείχιση, τό κάνουν αὐτό, γιατί, ὅπως τά κρίνουν, βλέπουν παραπλάνηση καί αἵρεση σέ ᾽μᾶς, πού εἴμαστε ἐντός τῶν τειχῶν. Ἀλλά, τούς λέγουμε: Ἐξετᾶστε, κύριοι, καλύτερα τά πράγματα. Ἀφῆστε τά ὅπλα καί τίς ἀπειλές καί δέστε μας μέ θεολογικό καί εὔσπλαγχνο μάτι καί θά δεῖτε ὅτι εἴμαστε ἀδελφοί καί ὄχι ἐχθροί. Θά τελειώσω, πατέρες καί χριστιανοί μου, μέ μία σχετική περικοπή ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, πού παρακαλῶ νά τήν προσέξετε:
Οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ Ρουβήμ, Γάδ καί ἡ μισή φυλή τοῦ Μανασσῆ, πού κατοικοῦσαν ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνου, χωρισμένοι, δηλαδή, ἀπό τίς ὑπόλοιπες φυλές τοῦ Ἰσραήλ, πού κατοικοῦσαν στήν δυτική πλευρά τοῦ ποταμοῦ, αὐτοί, λοιπόν, γιά νά μή φαίνονται κομμένες ἀπό τίς ἄλλες, τίς πολλές φυλές, καί τά παιδιά τους λησμονήσουν ὅτι ἔχουν τόν ἴδιο Θεό μέ αὐτές, ἔκτισαν ἕνα πελώριο βωμό, γιά νά τούς θυμίζει ἁπλᾶ τόν Θεό τους. Ὄχι βωμό γιά νά προσφέρουν θυσία, γιατί ὅλος ὁ Ἰσραήλ ἕνα βωμό καί ἕνα ναό ἔπρεπε νά ἔχει, τήν Σκηνή τοῦ Μαρυτίου. Ἀλλά ἔκτισαν βωμό ὡς ἀναμνηστικό μόνο  τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τους. Εἶδαν ὅμως οἱ δυτικά τοῦ Ἰορδάνου Ἰσραηλῖτες αὐτόν τόν νέο βωμό τῶν Ἰσραηλιτῶν τῆς ἄλλης πλευρᾶς τοῦ Ἰορδάνου καί, μή γνωρίζοντες τόν εὐσεβῆ σκοπό τους, τούς θεώρησαν προδότες, ὅτι δηλαδή ἀνακηρύττουν ἄλλο θεό, καί πῆραν τά ὅπλα γιά πόλεμο ἐναντίον τους. Ἔμαθαν ὅμως ἀπό τούς ἰδίους τά κίνητρά τους γιά τήν ἀνέγερση τοῦ βωμοῦ καί χαιρετήθηκαν ἔπειτα ὡς ἀδελφοί. Παρ᾽ ὀλίγον, δηλαδή, ἐμφύλιος πόλεμος μεταξύ ἀδελφῶν (βλ. Ἰησ. Ν. 22,1-34).
Τό περιστατικό αὐτό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί, εἶναι ἕνα ὡραῖο δίδαγμα γιά τούς ἀγωνιστές τῶν πατρώων παραδόσεων. Πολλές φορές συμβαίνει νά λέγουμε, νά γράφουμε καί νά ἐνεργοῦμε ἐναντίον ἄλλων, γιατί τούς νομίζουμε γιά προδότες καί ἀρνητές τῶν ἱερῶν παραδόσεων. Ἀλλά ἡ παραπάνω ἁγιογραφική περικοπή μᾶς λέει νά ἐξετάζουμε καλά τά κίνητρα τῶν ἄλλων. Μήπως οἱ ἄλλοι δέν εἶναι προδότες; Μήπως τούς παρεξηγήσαμε; Μήπως εἶναι ἀδελφοί μας καί ὄχι ἐχθροί μας;
5. Καί συγκεκριμένα: Πολύς λόγος ἔγινε γιά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὅτι ὀνόμασε «Ἐκκλησίες» τίς αἱρέσεις. Καί ἐγώ γραπτῶς ἐξεδήλωσα τήν διαφωνία μου γι᾽ αὐτό καί ἐμμένω στήν ἀντίθεσή μου αὐτή, γιατί, ὁμοῦ μέ πολλούς ἄλλους, δέν θά ἤθελα σέ ἐπίσημο κείμενο Συνόδου νά ὑπάρχει ἡ ἔκφραση αὐτή. Ἀλλά δέν μπορῶ ἀπό τήν ἔκφραση αὐτή νά πῶ, οὔτε καί συμφέρει γιά τήν λατρευτή Ἑλλαδική Ἐκκλησία τήν Ὁποία διακονῶ νά πῶ αὐτά τά ἀποτροπιαστικά πού λέγονται ἀπό φανατικούς, ὅτι ὅλοι οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο μαζί πρόδωσαν τήν πίστη καί φράγκεψαν καί ἀναγνώρισαν τίς αἱρέσεις ὡς Ἐκκλησίες, μέ τήν ἔννοια τῆς Μιᾶς, τῆς σώζουσας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως πολλοί Ἀρχιερεῖς στήν Ἱεραρχία τοῦ παρελθόντος Νοεμβρίου μᾶς ἐξήγησαν καί διαβεβαίωσαν, ἡ ἔκφραση «Ἐκκλησίες» γιά τά ξένα δόγματα στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐλέχθη καταχρηστικῶς μέ τήν ἔννοια τῶν συγκεντρώσεων καί δέν εἶχε καθόλου τήν ἔννοια τοῦ σώζοντος καθιδρύματος πού ἵδρυσε ὁ σαρκωθείς Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό Ὁποῖο εἶναι ἡ ΜΙΑ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Αὐτό μᾶς τό εἶπαν καθαρά ὅλοι οἱ Ἱεράρχες. 
Δέν ἐπιτρέπεται, λοιπόν, γράφω τώρα ὅτι ἀπό τήν ὀνομασία τῶν ξένων δογμάτων ὡς «Ἐκκλησίες», μέ αὐτή τήν παραπάνω ἑρμηνεία καί ἐξήγηση τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, νά τούς χαρακτηρίσουμε «προδότες», ὅπως ἔχει γραφεῖ. Ἐπαναλαμβάνω ὅμως ὅτι καί ἐγώ θά ἤθελα νά ἀπεφεύγετο ἡ ἔκφραση αὐτή, γιατί διευκολύνει τόν Οἰκουμενισμό.
Μέ τήν εὐκαιρία τοῦ λόγου ἄς ἐρωτήσω: Ἐπανειλημμένως ὁ μακαριστός Γέροντας Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος καί σέ κηρύγματά του καί σέ γραπτά του ἔλεγε τήν ἔκφραση «Ρωμαϊκή Ἐκκλησία». Τό ἴδιο καί ὁ πολύς Τρεμπέλας. Τό ἴδιο καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Θά τολμήσουμε, λοιπόν, νά χαρακτηρίσουμε ὡς ἀθεολογήτους (!....) καί, τό χειρότερο, ὡς προδότες (!.....), τούς ἁγίους αὐτούς πατέρες καί διδασκάλους, γιατί ὀνομάζουν τούς Παπικούς «Ἐκκλησία»;
6. Σᾶς ἐκούρασα, ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί χριστιανοί. Σᾶς ζητῶ συγγνώμην. Καί ἐγώ κουράστηκα. Τά ἔγραψα αὐτά ἐξ αἰτίας τῆς ἀποτόμου καί ἀσπλάγχνου κατ᾽ ἐμοῦ ἐπιθέσεως τοῦ πρωτ. π. Νικολάου Μανώλη. Μαζί μέ ἐμέ ὁ εἰρημένος αὐτός κληρικός ἐπιτίθεται καί κατά τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κορίνθου κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ. Μέ τά ὅσα εἶπε ὁ λόγιος καί δραστήριος Ἱεράρχης κ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ στό περιεκτικό του λογίδιο, ἀνέπτυξε τό ἄλλο δεύτερο ἥμισυ τοῦ χρυσοστομικοῦ χωρίου, πού ἀνέφερα, τό «παυσώμεθα τοῦ θέλειν εἶναι τῶν διδασκάλων διδάσκαλοι... Οὐκ ἐσμέν τῶν ποιμένων ποιμένες, ἀλλά πρόβατα».
Γιά τήν συμβουλή ὅμως αὐτή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου θά σᾶς μιλήσω στήν ἑπόμενή μου ἐπιστολή.
– Σᾶς ἀνακοινώνω ὅτι τό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς στό ἑξῆς θά εἶναι ἁπλούστερο καί πνευματικώτερο καί θά κυκλοφορεῖ σέ ἰδιαίτερο φυλλάδιο μέ τόν τίτλο ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ. Παρακαλῶ τούς ἁγίους ἱερεῖς νά φροντίζουν νά τό παίρνουν οἱ Χριστιανοί μας. Νά τό διανέμετε μαζί μέ τό Ἀντίδωρο.
Καλή χρονιά καί ελογημένη,
Μέ πολλές εὐχές
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Το είδαμε εδώ

Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Γαλ. 1,11-19) Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ» «Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον…» (Γαλ. 1,11)

Κυριακὴ μετὰ Χρ. Γέννησιν (Γαλ. 1,11-19)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτη

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ»

«Γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον…» (Γαλ. 1,11)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, Κυριακὴ με­τὰ τὴν Χρι­στοῦ Γέννησιν, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἀκούσαμε ὁμιλεῖ περὶ «τοῦ εὐαγγελίου» (Γαλ. 1,11). Ὁ ἀ­πό­στολος Παῦλος θέλει νὰ προφυλάξῃ τοὺς Χρι­στιανοὺς ἀπὸ τὴν διαστρέβλωσι τοῦ ἱεροῦ εὐ­αγγελίου· καὶ προηγουμένως ἔκανε λόγο πε­ρὶ «ἄλλων εὐαγγελί­ων» («ἕτερον εὐαγγέλιον» ἔ.ἀ. 1,6), ποὺ ἀποτελοῦν πλαστογράφησι τοῦ πρα­γματικοῦ εὐαγγελίου. Γι᾽ αὐτὸ θὰ μιλήσουμε περὶ τοῦ μοναδικοῦ εὐαγγελίου, ἐν ἀντιθέ­­σει καὶ ἀντιπαραβολῇ πρὸς τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια» ποὺ κηρύττει ὁ κόσμος. Τὸ θέμα εἶνε εὐ­ρὺ καὶ χρειάζεται ὥρα πολλή· θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ἀναπτύξω κάπως συνεπτυγμένα.

* * *

Τί σημαίνει «εὐαγγέλιον»; Καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης, ποὺ μπο­ρεῖ καὶ ἐκφράζει καὶ τὶς λεπτότερες ἀποχρώσεις τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας. Εὐαγγέλιον εἶ­νε ἡ κα­λὴ – εὐχάριστη εἴδησι. Ὑπάρχουν στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας μερικὲς λέξεις ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μεταφραστοῦν· μένουν ἔτσι ἀμετάφραστες, στὸ κάλλος τοῦ ἀρχαίου λόγου.
Ἡ λέξι «εὐαγγέλιον» ὑπῆρχε καὶ πρὸ Χριστοῦ, καὶ ὑπάρχει πάντοτε, ὡς καλὴ – εὐ­χάρι­στη εἴδησι. Οἱ καλὲς – εὐχάριστες εἰδήσεις εἶ­­νε ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς ἐπιθυμίες. Ὅ­σοι ἄν­θρω­ποι, τόσες καὶ ἐπιθυμίες, τόσες ἄ­ρα καὶ οἱ κα­λὲς εἰ­δήσεις. Θέλετε παραδείγματα;
⃝ Ἂν ἕνα πλοῖο κινδυνεύῃ στὸν ὠκεανὸ κι ὁ ἀ­σύρματος ἐκπέμπῃ τὸ S.O.S. – «σώσατε τὰς ψυχάς μας», γιὰ τοὺς ἐπιβάτες ποὺ φοβοῦν­ται ὅτι θὰ τοὺς φάῃ ἡ μαύρη θάλασ­σα, ἡ καλὴ εἴδησι εἶνε, ν᾿ ἀκούσῃ ὁ ἀσυρματι­στὴς ὅτι ἔρ­χονται ἄλλα πλοῖα νὰ τοὺς σώσουν.
⃝ Ἂν κάποιος εἶνε χρεωμένος καὶ παρὰ τὶς προ­σπάθειές του δὲν μπο­ρῇ ν᾽ ἀνταπο­κριθῇ στὴν ὀ­φειλὴ καὶ πιέζεται, καὶ ξαφνικὰ βρεθῇ κά­ποιος πρόθυμος νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ πο­σό, αὐτὸ γι᾽ αὐ­­τὸν εἶνε εὐαγγέλιο, εὐχάριστη εἴδησι.
⃝ Ἂν ἕνας ἄλλος πάσχῃ ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, οἱ για­τροὶ τὸν ἔχουν πλέον ἀπελπίσει, καὶ ἀ­νοίγοντας τὸ ῥαδιόφωνο ἀκούσῃ ὅτι βρέθηκε τὸ φάρμακο ποὺ θεραπεύει τὴ μάστιγά του, ἡ εἴδησι αὐτὴ εἶνε γι᾿ αὐτὸν χαρᾶς εὐαγγέλιο.
⃝ Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅ­τι κάποιος ἔχει καταδικασθῆ εἰς θάνατον κι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ περιμένῃ νὰ τὸν πάρουν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσε­ως, ποιά ἆ­ραγε θὰ ἦ­ταν γι᾽ αὐτὸν εὐχάριστη εἴδησι; μήπως νὰ τοῦ ποῦν ὅτι τοῦ ἔπεσε τὸ πρῶτο λαχεῖο, ἢ νὰ τοῦ ἑ­τοιμάσουν ἕνα καλὸ φαγητό, ἢ νὰ μάθῃ ὅτι κάποιος συγγενὴς τοῦ ἄ­φησε μιὰ με­γάλη κληρονο­μιά; Τίποτε ἀπ᾿ αὐ­τά. Γι᾿ αὐ­τὸν εὐαγγέλιο θὰ ἦταν, νὰ τρέξῃ κάποιος νὰ τοῦ ἀ­ναγγεί­λῃ, ὅτι πρὶν λίγα λεπτὰ ὁ βασιλιᾶς ὑ­πέγραψε γι᾽ αὐτὸν διάταγμα χάριτος.
Ἡ εὐχάριστη λοιπὸν εἴδησι εἶνε· γιὰ τὸ ναυ­αγὸ ὅτι ἔρχεται ναυαγοσωστικό, γιὰ τὸν χρε­ωμένο ὅτι βρέθηκε φιλάνθρωπος ἐξοφλητής, γιὰ τὸν ἀσθενῆ ὅτι ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακό του, γιὰ τὸν μελλοθάνα­­το ὅ­τι ὑπεγράφη δι­άτα­γμα χάριτος. Καταλάβατε;
Θέλησα μὲ παραδείγματα νὰ σᾶς δώσω μία σκιὰ τοῦ μεγαλείου τῶν ἡμερῶν ποὺ δι­ανύουμε. Διότι, ἀδελφοί μου, ἀπ᾽ ὅ­λες αὐτὲς τὶς εἰδήσεις ἡ ἀνώτερη ποὺ μπορεῖ ν᾽ ἀκού­σῃ ἀνθρώπου αὐτί –γιὰ ἐκείνους ἐννοεῖ­ται ποὺ πιστεύουν– εἶνε αὐτὴ ποὺ ἀκούσα­με τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων· ἡ εἴ­δησι ποὺ μετέ­δωσε ὁ ἄγγελος ὄχι σὲ φιλοσό­φους τῆς Ἀ­καδημίας οὔτε σὲ συγκλητικοὺς τῆς ῾Ρώ­­μης, ἀλλὰ –ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο– σὲ βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ. Ἡ εἴδησι αὐτὴ λέει· «Ἰδοὺ εὐ­αγ­γελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγά­λην, ἥτις ἔσται παν­τὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμε­ρον σωτήρ, ὅς ἐ­στι Χριστὸς Κύριος…» (Λουκ. 2,10-11). Νά γιατί αὐ­τὸ εἶνε ὄντως «εὐαγγέλιον»· μᾶς φέρνει τὴ μεγά­λη εἴδησι, ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας μας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ δοκιμάσῃ κανεὶς αὐτὴ τὴ χαρά, ὅτι γεννήθηκε ὁ Σωτήρας του καὶ Σωτήρας ὅ­λου τοῦ κόσμου, εἶνε ἀ­νάγκη – τί; νὰ συν­αισθανθῇ τὴν ἀθλία του κατάστασι· νὰ νιώσῃ καὶ νὰ πα­ραδεχθῇ, ὅτι αὐτὸς εἶνε σὲ χειρότερη μοῖ­­­ρα ἀ­πὸ τὸ ναυαγό, ἀπὸ τὸν χρεωμένο, ἀπὸ τὸν καρ­κινοπαθῆ, ἀπὸ τὸν μελλοθάνατο. Ὅ­πως ὁ ναυ­αγὸς χαίρεται γιατὶ ἔφθασε ὁ ναυαγοσώ­στης, ὅ­πως ὁ χρεωμένος χαίρεται γιατὶ βρέθηκε ἕνας φιλάνθρωπος εὐεργέτης, ὅπως ὁ ἄρρωστος χαίρε­ται γιατὶ ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακό του, ὅπως ὁ μελλο­θάνατος χαίρεται γιατὶ ὑπεγράφη δι­ά­ταγμα χά­ριτος, ἔτσι ἀδελφοί μου –ἂν πιστεύουμε ὅ­τι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶ­μα, τὸ φθαρτὸ τοῦτο περί­βλη­μά μας, ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλ­λο ἄ­υλο καὶ ἀθάνατο καὶ συναισθανώμεθα ὅτι τοῦτο κιν­δυνεύει–, ἔ­τσι μύριες φο­ρὲς περισσότερο θὰ χαροῦμε καὶ θὰ δοξάσουμε καὶ θὰ προσ­κυνήσουμε τὸ Χριστό, ποὺ μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὸ μέγα κακό, τὴν ἁμαρτία.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶνε ἡ ἔννοια τοῦ «εὐαγγελίου»· «ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ».

* * *

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, οἱ πολλοὶ δὲν ἀκοῦ­νε δυστυχῶς τὴν εὐχάριστη αὐτὴ εἴδησι· τ᾽ αὐ­­τιά τους εἶνε φραγμένα, τά ᾿χει φράξει ὁ δι­άβο­λος μὲ βουλοκέρι. Ἀλλοῦ στρέφονται. Ἔ­χουν τὰ αὐτάκια τους τεντωμένα ν᾿ ἀκούσουν «ἕτερα εὐαγγέλια» (Γαλ. 1,6). Διότι, ἐκτὸς τοῦ αἰ­ωνί­ου καὶ ἀθανάτου εὐαγγελίου, κυκλοφοροῦν ἄλ­λα «εὐαγγέλια», ποὺ τάζουν ὑποσχέσεις στὴν κουρασμένη ἀνθρωπότητα, στὸν ἄνθρωπο τὸν πιεσμένο ἀπὸ τὰ ἄγχη καὶ τὰ προβλήματά του (τὰ ἀτομικά, οἰκογενειακά, ἐθνικά, παγκόσμια), τὸν ἄνθρωπο ποὺ κουράστηκε μέσα ἀπὸ δύο φρικτοὺς παγκοσμίους πολέμους. Ἔρχονται τώρα κάποιοι ἄλλοι καὶ κηρύττουν «ἄλλα εὐ­αγγέλια». Δὲν εἶνε τοῦ παρόντος νὰ τὰ παρου­σιάσω· θὰ χρειαζόταν ἕνα εἰ­δικὸ κήρυγμα ἐ­πάνω στὰ «ἕτερα εὐαγγέλια» ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος. Ἡ Ἐκκλησία λέει «Ἐκ τοῦ κατὰ Ματ­θαῖον» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Μᾶρκον», ἢ «Ἐκ τοῦ κα­τὰ Λουκᾶν» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην ἁγίου Εὐ­αγγελίου…»· ὁ διάβολος ἀνοίγει τὰ δικά του «εὐαγγέλια» καὶ λέει «Ἐκ τοῦ κατὰ Νῦ…» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Φῖ…» ἢ «Ἐκ τοῦ κατὰ Μῦ…» – δὲν θέλω ν᾽ ἀναφέρω τὰ ὀνόματα. Καὶ αὐτὴ τὴν ὥρα τὰ αὐτάκια ὅλων εἶνε ἐκεῖ· στήνουν τὸ αὐτί τους ν᾽ ἀκούσουν τὸν ἄλφα ἢ τὸν βῆ­τα, ποὺ ὑ­πόσχονται μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο νὰ τοὺς δώσουν τὴ χαρὰ καὶ εὐτυχία.
Εἶνε γεγο­νὸς –γιὰ νὰ εἴμαστε τίμιοι–, ὅτι μέσα στὰ «εὐ­αγγέλια» αὐτὰ τοῦ κόσμου ὑ­πάρχουν καὶ μερικὲς σταγόνες ἀλήθειας, ἀ­λήθειας ποὺ εἶ­νε κλεμμένη ἀπὸ τὸ αἰώνιο Εὐ­αγγέλιο τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλλὰ οἱ λίγες αὐτὲς σταγόνες δὲν φτάνουν γιὰ νὰ ξεδιψάσουν τὸν ἄν­θρωπο, δὲν μπο­ροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς βαθύτερους – ἐν­δόμυχους πόθους του. Εἶνε ἀν­επαρκῆ τὰ «εὐ­αγγέλια» αὐτά· ὁ χρόνος θ᾽ ἀποδείξῃ, ὅτι περι­έχουν σκουριὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ χαθοῦν. Ἐνῷ πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ κάτω στὴ γῆ καὶ παν­τοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο· ὁ κόσμος θὰ πει­σθῇ, ὅτι ἕνα καὶ μόνο εὐαγγέλιο ὑπάρχει, τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κήρυξε ὁ Χριστὸς καὶ ἑρμήνευσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ ὁ Παῦλος, καὶ διέδωσαν στὸν κόσμο οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Λένε μερικοὶ εἰρωνικά· Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐ­κείνῳ»… Ὄχι, κύριε· ὑπάρχουν μερικὰ πρά­γματα, ὅπως τὸ ὀξυγόνο ἢ τὸ νερὸ ἢ ὁ ἥλιος, ποὺ δὲν παλιώνουν. Ἔτσι καὶ πολὺ πε­ρισσότερο τὸ Εὐαγγέλιο. Ποιός μπορεῖ νὰ πῇ ὅτι αὐ­τὰ πάλιωσαν; Ὁ ἥλιος δὲν παλιώνει· πάν­τοτε ὅλοι θὰ ἔχουμε τὴν ἀνάγκη του. Παραπά­νω ὅ­μως ἀπὸ τὸν ἥλιο αὐτὸν εἶνε ὁ ἄλλος ἥ­λιος, ὁ «Ἥ­λιος τῆς δικαιοσύνης». Ὁ ἥλιος τοῦτος θὰ σβήσῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν σὰν τὰ φύλλα· ὁ ἄλλος Ἥλιος δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ, εἶ­νε αἰώνιος. Ἥλιος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό του.

* * *

Τὰ λόγια αὐτά, ἀδελφοί μου, σᾶς τὰ εἶπα ἀ­πὸ πίστι στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ στὸ αἰώνιο Εὐαγγέλιό του. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο κρατῆστε το. Κάψτε ἐφημερίδες περιοδικὰ βιβλία τοῦ κόσμου. Βυθισθῆτε – κο­λυμ­πῆ­στε στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ θὰ βγῆτε ἀετοί. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά, πρέπει νὰ δοκιμάσῃς, γιὰ νὰ πιστέψῃς ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τὸ μοναδι­κὸ φάρμακο, ὁ βασιλιᾶς τῶν βιβλίων, ἡ πιὸ εὐ­χάριστη εἴδησι. Κι ἀφοῦ πιστέψῃς, νὰ ζήσῃς τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ γίνῃ ὁ κανόνας τοῦ βίου σου. Προχωρῶ· τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶνε μόνο γιὰ τὴν ἁγία τράπεζα· τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μπῇ παντοῦ, καὶ στὰ σπίτια καὶ στὰ σχολεῖα καὶ στὰ παν­επι­στήμια καὶ στὴ βουλὴ καὶ στὰ παλάτια καὶ στὸ στρατὸ καὶ στὰ δικαστήρια· ὄχι ἁπλῶς στὴν ἕ­δρα ἀλλὰ στὶς καρδιὲς τῶν δικαστῶν.
Νὰ γίνουμε λαὸς τῆς Βίβλου, λαὸς τοῦ Εὐ­αγγελίου. Ἂς ἔχουν οἱ ἄλλοι τὰ «ἕτερα εὐαγγέλια»· ἐμεῖς νὰ κρατήσουμε αἰωνίως τὸ Εὐ­αγ­γέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ καθένας μας νὰ τὸ ἐφαρμόζῃ, ὥστε ἡ ζωή του, ἡ ἀτομικὴ καὶ ἡ οἰκογενειακή, νὰ γίνῃ ἕνα εἰκονογραφημένο Εὐαγγέλιο, ποὺ μὲ ὅλες τὶς σελίδες του θὰ διδάσκῃ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», ἀλλὰ καὶ σήμερα ζῇ καὶ θριαμβεύει· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν τὴν 29-12-1963. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 25-11-2013.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2016

Στον απόηχο μας κρίσιμης χρονιάς που φεύγει





του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη
Για μια χρονιά ακόμα αναμένουμε την μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων και η κοινωνία μας βρίσκεται σε μεγάλη ανησυχία. Η οικονομική κρίση επηρεάζει όλο και περισσότερους ανθρώπους, που ψυχολογικά γονατίζουν και ελπίδα δεν βλέπουν στον ορίζοντα. Είναι όμως όντως η οικονομική κρίση που κάνει τον άνθρωπο να απογοητεύεται;  Είναι πασιφανές ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Η κρίση είναι βαθύτερη και έχει σχέση με την γενικότερη προσέγγιση των ανθρώπων με το Θεό, με τον πλησίον τους και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι μια πνευματική κρίση. Δεν γίνεται όμως λόγος γι᾽αυτήν. Ο λόγος στρέφεται γύρω από τράπεζες, δάνεια, χρέη κ.τ.λ. και κανείς δεν μιλάει για την ουσία του προβλήματος. Κοιτούν το δέντρο και όχι το δάσος. Για παράδειγμα, δεν αναφέρει κανείς ότι ο εγωισμός ήταν και είναι το αίτιο της σημερινής κατάστασης. Η φιλαυτία είναι αυτή που θαμπώνει τον νου των ανθρώπων και δεν βλέπουν κανέναν δίπλα τους εκτός από τον εαυτό τους. Επίσης, η αυτοκριτική είναι αυτή που χρειάζεται για να μπορέσει να υπάρξει συναίσθηση των λαθών και έτσι να προκύψει μια νέα αρχή. Όλα αυτά δεν λέγονται από κανέναν παρά μόνον από την Εκκλησία, της οποίας τον λόγο άλλοι γνωρίζουν, σέβονται και υιοθετούν και άλλοι απορρίπτουν σαν κάτι στερεότυπο και παρωχημένο.
Ας δούμε όμως την κατάσταση των Ευρωπαίων, αυτών που ασκούν τόσο αυστηρή κριτική στην πατρίδα μας. 
Έχουν ομολογουμένως καλύτερο σύστημα υγείας. 
Τα θεραπευτήρια τους λειτουργούν υποδειγματικά. 
Όμως οι άνθρωποι, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν πιστεύουν πουθενά εκτός από τον εαυτό τους. 
Επιθυμούν  την νόμιμη ευθανασία για έναν «αξιοπρεπή θάνατο».
 Δεν θέλουν να ζουν και οι μόνες χαρές τους συχνά περιορίζονται στο αλκοόλ και σε ψυχοφάρμακα.
 Το σύστημα υγείας και πρόνοιας λοιπόν λειτουργεί αλλά δεν είναι ικανό να ανακαινίσει τον άνθρωπο. 
Δεν οδηγεί σε πορεία θεοκοινωνίας και αγιασμού, αλλά καλλιεργεί μόνο «αξιοπρέπεια». 
Για πολλούς από τούς πολιτισμένους  αυτούς ανθρώπους που θεοποιούν τον τεχνικό πολιτισμό,  ο Θεός πέθανε και στην θέση του τοποθετήθηκε ένα «εγώ». 
Δημιουργήθηκε στη θέση του Θεού ένας βωμός, ένα ομοίωμα του Βάαλ, που ζητά να διαγραφούν από το λεξιλόγιο της ζωής  οι λέξεις θυσία και φιλότιμο. 
Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να ασκούν κριτική σε μια χώρα που γέννησε την πολιτιστική βάση τῆς Ευρώπης στην οποία και οι ίδιοι ζουν; 
Φυσικά, έχουν γίνει λάθη και μάλιστα σημαντικά, αλλά δεν μπορείς να θέλεις καί να επιδιώκεις την εξαχρείωση ενός ολόκληρου λαού.
Για τους ευρωπαίους αυτούς υπάρχει βέβαια ένα μεγάλο ελαφρυντικό, το οποίο πρέπει να τους αναγνωρίζεται.
 Δεν γνώρισαν την Πίστη. 
Χρησιμοποιήθηκε από τους προγόνους τους το μήνυμα του Ευαγγελίου ακόμα και ως έμβλημα πολέμου. 
Ο Σταυρός έγινε σημαία για να χαθούν αθώες ψυχές.
 Μια τέτοια θεολογική προσέγγιση δεν μπορούσε και δεν μπορεί να ελκύσει, να εμπνεύσει και να αλλοιώσει θετικά τους ανθρώπους. 
Κάπως έτσι «έχασαν την πίστη τους» και κάπως έτσι έχασαν και τον ίδιο τους τον εαυτό. Ό,τι όμως χάνεται με κάτι θα αντικατασταθεί με κάτι άλλο και γι᾽αυτό έθεσαν τον υλικό ευδαιμονισμό και τον καταναλωτισμό ως λύση στο κενό τους. 
Αυτό έκαναν και μερικοί από τους συμπατριώτες μας και να που βρεθήκαμε στο σημερινό αδιέξοδο. Το πρόβλημα για να εντοπιστεί χρειάζεται ειλικρινής αναζήτηση μέχρι την ρίζα του και η θεραπεία αυτής μπορεί να θεραπεύσει όλο το δέντρο. 
Η Ορθόδοξη Πίστη, μάς έχει δείξει η ιστορία, ότι μάς έχει ενώσει σε δύσκολες στιγμές και ώρες και μάς έχει οδηγήσει σε λαμπρές σελίδες δημιουργίας, ιστορίας και πολιτισμού. 
Καιρός να την ξαναβάλουμε στην ζωή μας! 
Είναι ικανή να μας αναστήσει και να μας μεταμορφώσει.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κιβωτός της Ορθοδοξίας

"ΣΤΟ ΙΚΡΙΩΜΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΣΤΕΛΝΕΙ Ο ΨΕΥΔΟΜΕΣΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΘΑ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΓΑΜΗΛΙΟ ΔΕΙΠΝΟ"


Τόν καιρό τού Αντίχριστου, όταν θα έρθουν τά μεγάλα δεινά, όλοι οι αληθινά πιστοί θα κραυγάσουν προσευχητικά στον Θεό. Θα κραυγάσουν γιά βοήθεια, γιά προστασία, γιά αποστολή της θείας χάριτος, προκειμένου αυτή να τούς ενισχύσει καί να τούς καθοδηγήσει. Οι ανθρώπινες δυνάμεις καί των πιστών ακόμη ανθρώπων θα είναι ανεπαρκείς γιά ν’ αντισταθούν στις ενωμένες δυνάμεις των πεσμένων αγγέλων καί ανθρώπων, οι όποιοι θα μάχονται λυσσαλέα καί απεγνωσμένα, καθώς θα προαισθάνονται ότι «λίγος καιρός τούς απομένει».
Αλλά ή θεία χάρη θα σκεπάσει τούς εκλεκτούς τού Θεού. Θα τούς κάνει να αποστραφούν τά θέλγητρα του πλάνου, να αψηφήσουν τίς απειλές του, να καταφρονήσουν τά θαύματά του. Θα τούς δώσει τή δύναμη να ομολογήσουν μέ ανδρεία τόν αληθινό Σωτήρα τών ανθρώπων καί να αποκηρύξουν τόν ψευδομεσσία, πού θα έχει έρθει γιά να καταστρέφει τούς ανθρώπους. Ό ψευδομεσσίας θα τούς στέλνει στο ικρίωμα, άλλά αυτοί θα αισθάνονται σάν να βρίσκονται σε βασιλικούς θρόνους ή σε γαμήλιο δείπνο. Γιατί ή αίσθηση της Αγάπης του Θεού είναι πιο γλυκιά από την αίσθηση της ζωής.
Όπως τά βάσανα πριν από τόν θάνατο καί τά βάσανα πού συνοδεύουν τόν θάνατο αποτελούν γιά τόν αμαρτωλό την αρχή τών αιώνιων βασάνων, έτσι καί τά παθήματα καί ό βίαιος θάνατος γιά τόν Χριστό αποτελούν γιά τόν πιστό δούλο Του την αρχή της αιώνιας ευφροσύνης τού παραδείσου. Αυτό φαίνεται καθαρά από την ενέργεια της θείας χάριτος στούς μάρτυρες τών πρώτων αιώνων τού Χριστιανισμού. Στήν αρχή ή χάρη τούς άφηνε να δείξουν την προαίρεσή τους. Με τά πρώτα βασανιστήρια, όμως, ερχόταν ή βοήθεια από τόν ουρανό, κάνοντάς τους να ποθούν τό μαρτύριο καί τόν θάνατο γιά τόν Χριστό.
Ό Κύριος, προαναγγέλλοντας τίς θλίψεις πού θα προηγηθούν της δευτέρας παρουσίας Του, πρόσταξε τούς μαθητές Του να αγρυπνούν καί να προσεύχονται: «Να προσέχετε, να αγρυπνείτε καί να προσεύχεστε, γιατί δεν ξέρετε πότε θα έρθει ό καιρός». Ή προσευχή είναι πάντοτε αναγκαία καί ωφέλιμη στον άνθρωπο. Γιατί αυτή τόν κρατά σε κοινωνία μέ τόν Θεό καί κάτω από τή σκέπη Του- αυτή τόν προφυλάσσει από τή φιλαυτία καί την αυτοπεποίθηση, από τίς πλάνες της κενοδοξίας καί της υπερηφάνειας, τίς πλάνες πού οφείλονται είτε στήν πεσμένη φύση του είτε στούς λογισμούς καί τίς φαντασίες πού σπέρνουν τά πονηρά πνεύματα στον νου του. Στούς καιρούς τών θλίψεων καί τών κινδύνων, ορατών ή αόρατων, ή προσευχή χρειάζεται ακόμα πιο πολύ. Ελκύει τή θεία βοήθεια, επειδή εκφράζει την άρνησή μας στήν αυτοπεποίθηση, εκφράζει την ελπίδα μας στον Θεό. Ό παντοδύναμος Θεός γίνεται βοηθός εκείνου πού προσεύχεται στις δύσκολες περιστάσεις, καί τόν βγάζει άπ’ αυτές με την πρόνοιά Του.
Ή θεογνωσία, ή ζωντανή πίστη, ή ευλογημένη ταπεινοφροσύνη καί ή καθαρή προσευχή συνιστούν τό πνευματικό φρόνημα, αποτελούν τά επιμέρους στοιχεία του. Απεναντίας, ή αγνωσία τού Θεού, ή απιστία, ή τύφλωση τού πνεύματος, ή αυτοπεποίθηση καί ή υπερηφάνεια συνιστούν τό σαρκικό φρόνημα. Τό σαρκικό φρόνημα δεν γνωρίζει τόν Θεό. Τό σαρκικό φρόνημα δεν δέχεται άλλά καί δεν κατανοεί τά μέσα μέ τά όποια ό Θεός οδηγεί τόν άνθρωπο στη θεογνωσία. Τό σαρκικό φρόνημα αποτελεί αυτό καθεαυτό ένα εσφαλμένο καί ψυχόλεθρο μέσο γιά την απόκτηση της θεογνωσίας σύμφωνα μέ τή δική του αντίληψη. Τό σαρκικό φρόνημα ζητάει «σημεία από τόν ουρανό». Αμήν.

'ΕΙΔΕΣ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ; "

ΤΟΥ Π. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Τις προάλλες συναντήθηκα με ένα γέροντα που αγαπώ πολύ. Είδες ποτέ τον Χριστό γέροντα τον ρώτησα. «Ναι πάτερ μου», μονολόγησε, με συστολή. «Πώς είναι Γέροντα;» «Όπως στα Ευαγγέλια πάτερ μου, αγνός, αγαθός, απλός και προσιτός». «Και πότε συνέβη αυτό», ήταν η αμέσως επόμενη γεμάτη θάμβος ερώτηση μου. «Όταν αγάπησα πολύ δίχως να περιμένω τίποτα πάτερ μου», ψιθύρισε ο γέροντας με χαμηλωμένα τα μάτια του, που είχαν ήδη πλημμυρίσει ερωτικά δάκρυα για τον Χριστό του. «Άδειασα σαν άνθρωπος και γέμισα Χριστό. Τα έδωσα όλα και δεν πήρα τίποτα. Τότε έρχεται Εκείνος όταν του μοιάσεις».
Αυτή η φράση, «Ο Χριστός έρχεται όταν του μοιάσουμε», σκαρφάλωσε στα πιο δύσβατα μονοπάτια της καρδιάς μου και άνοιξε χώρο μέσα μου. Ναι, η αγάπη. Εκείνη που ξέρει να θυσιάζεται και να χάνει. Να τα δίνει όλα δίχως να κρατάει λογαριασμό. Εκείνη που πεθαίνει για να ζήσεις ο άλλος. Που προδίδεται, σταυρώνεται κι όμως συγχωρεί. Που ξέρει να λέει και να εννοεί, πάρε τον παράδεισο μου και δος μου την "κόλαση" σου….

ΠΗΓΗ

ΒΑΛΤΕ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΨΤΕ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ. Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΣ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΩΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ. ΕΙΝΑΙ ΦΙΔΙ ΦΑΡΜΑΚΕΡΟ ΠΟΥ ΜΑΣΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΧΑΡΤΙΑ ΜΗΝ ΠΙΑΣΕΤΕ!

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

Η ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑ

YΠAPXEI, αγαπητοί μου, μια κοινωνική πληγή, που μοιάζει με φοβερό φίδι. Tο φίδι αυτό όλο το χρόνο λουφάζει. Tώρα στις εορτές βγαίνει. Ποιό είναι το φίδι; Ας γελάς εσύ που μ” ακούς, όποιος και νά “σαι. Eγώ θα σου πω την αλήθεια, και αδιαφορώ τι θα πεις εσύ. Tο φίδι, λοιπόν, που μαστίζει την κοινωνία τις ημέρες αυτές και ιδίως τη νύχτα της πρωτοχρονιάς, είναι η χαρτοπαιξία. Mεγάλο φίδι…
―Δε” μ” αφήνεις ήσυχο να παίξω για το καλό του χρόνου; σου λέει ο άλλος.
«Για το καλό του χρόνου»; Mα δε” φέρνει κανένα καλό η χαρτοπαιξία. Δεν είναι αθώο παιχνιδάκι. Eίναι παιχνίδι δαιμονικό. Eίναι σατανάς ολόκληρος με εκατόν πενήντα κέρατα.

* * *

1. Παίζεις χαρτιά; Πρώτα – πρώτα χάνεις το χρόνο σου. Hξερα ένα παιδί που ήρθε πρώτος στο πανεπιστήμιο στην Aθήνα. Tον πρώτο χρόνο πήγαινε καλά, έπαιρνε και υποτροφία. Tο δεύτερο χρόνο έμπλεξε με παρέες και τον μάθανε να χαρτοπαίζει. E, μέχρι σήμερα δίπλωμα δεν πήρε. Aντί να ξενυχτά στα γράμματα, ξενυχτούσε στό χαρτοπαίγνιο. Eτσι καταστράφηκε. Oι χαρτοπαίκτες χάνουν το χρόνο τους. Nα χτυπήσει η Eκκλησία την καμπάνα και να καλέσει σε αγρυπνία, δεν έρχονται. Oταν όμως ο σατανάς καλεί για χαρτοπαίγνιο, κάθονται εκεί μέχρι τις πρωϊνές ώρες χάνοντας το χρόνο τους.
2. Παίζεις χαρτιά; Xάνεις κάτι ακόμα ανώτερο· χάνεις την ειρήνη της ψυχής σου. Γιατί; Γιατί από την ώρα που θα πιάσεις το χαρτί στα χέρια, έρχεται ένας σκορπιός και σέ τσιμπάει· ―Aχ θα κερδίσω;… Kαι ο άνθρωπος μπαίνει σέ μια διαρκή αγωνία. Kι όπως λένε οι γιατροί, οι χαρτοπαίκτες είναι νευρικοί, και οι περισσότεροι πεθαίνουν καρδιακοί.
3. Παίζεις χαρτιά; Παραβαίνεις εντολή του Θεού. Ποιά εντολή; Tο «Oυ κλέψεις» (Eξ. 20,14), δεν επιτρέπεται να κλέψεις. ―Mπα; θα πεις. Mάλιστα. Δεν είναι κλέφτες και λησταί μόνο αυτοί που γυρίζουν στα βουνα ή μ” ένα πιστόλι μπαίνουν στις τράπεζες και γδύνουν τους ανθρώπους και τα ταμεία. Γκάγκστερ και λησταί είναι και οι χαρτοπαίκτες.
«Eλα απόψε να περάσουμε μια ωραία βραδιά· θα έχουμε ζεστασιά, γλυκά, πιοτό, το ένα το άλλο…». Aυτα είναι τα δολώματα. Oπως το ποντικάκι με το τυρί μπαίνει στη φάκα, έτσι κ” εδώ. O πιό καπάτσος, με μαεστρία, κλέβει ή αλλάζει τα χαρτιά, και στό τέλος μαδάνε τον αφελή, σαν κοτόπουλο που του βγάζουν όλα τα φτερά. Bγαίνει πια τις πρωϊνές ώρες ζαλισμένος, στενοχωρημένος, χωρίς λεπτά και σπίτι. Oι επιτήδειοι στα τυχερά παιχνίδια είναι κλέφτες και λησταί. Δεν το λέω εγώ· το λέει ο μεγάλος φιλόσοφος Aριστοτέλης. Tώρα εσύ τί λες, ότι το χαρτοπαίγνιο είναι αθώο;
4. Παίζεις χαρτιά; Kαταστρέφεις το σπίτι σου. Oταν ήμουν στα Γιάννενα, μια μέρα μου λένε· «Eλα, πάτερ μου, να δεις τα χάλια μας». Πάω σ” ένα σπίτι εκεί κοντα στή λίμνη. Mπήκα μέσα, τί να δω; Pημαγμένο το σπίτι. δεν είχαν καρέκλα να καθήσουν. Γυμνή η γυναίκα, τα παιδια πεινασμένα, ελεεινά. Oύτε κάρβουνο για τη φωτιά, ούτε τίποτα. Που είναι ο άντρας; ρωτώ, δουλεύει; «Aχ, πάτερ μου, μόλις βασιλέψει ο ήλιος και μέχρι τις πρωϊνές ώρες πάει στα χαρτιά. Kι ό,τι κερδίζει τα παίζει, και μας αφήνει νηστικούς και γδυτούς…».
5. Aλλα κ” ένα άλλο κακό. Παίζεις χαρτιά; Mυστήριο πράγμα· αυτός που χαρτοπαίζει είναι γεμάτος προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Mου “λεγε ένας καλός παπάς· Δεν ξέρω πώς μπήκα σ” ένα σπίτι και είδα να στρώνουνε την πράσινη τσόχα. Στάθηκα να δω τί κάνουνε. Mόλις όμως βρέθηκα πάνω απ” το κεφάλι ενός, μ” έδιωξε· «Φύγε από μένα, παπά!». Διώχνανε τον παπά, γιατί θεωρούσαν ότι θα τους φέρει γρουσουζιά. Aντιθέτως, για νά “χουν γούρι όπως λένε, παίρνουν κοντά τους διεφθαρμένα γύναια. Aυτό είναι πρόληψις. O παπάς θα τους κάνει κακό· αν βρούν καμμια πόρνη, την παίρνουν κοντά τους, νά “νε πάνω απ” το κεφάλι τους… Ας είναι επιστήμονες με διπλώματα, ας κάνουν τον έξυπνο. Tους έχει πιάσει για καλα ο διάβολος και τους ξευτελίζει.
6. O χαρτοπαίκτης όμως εκτός από δεισιδαίμων γίνεται και αλκοολικός. Γιατί τόσες ώρες εκεί, τα νεύρα κουράζονται και θέλουν ενίσχυσι. Γι” αυτό κατεβάζουν συνεχώς οινοπνευματώδη ποτά. Eτσι οι περισσότεροι χαρτοπαίκτες γίνονται αλκοολικοί.
7. O χαρτοπαίκτης ακόμα, κοντα στα άλλα, γίνεται βλάστημος. Ω Θεέ μου, άλλο κι αυτό το αμάρτημα! Oταν χάνει, αντί να χτυπά το κεφάλι του, τί κάνει; Bλαστημά το Θεό, την Παναγία, τους αγίους, τα πάντα. Oι μεγαλύτερες βλαστήμιες ακούγονται στα χαρτοπαίγνια.
  Kαι το τέλος ποιό είναι; Eμένα ρωτάτε; Oι χαρτοπαίκτες συνήθως δεν κερδίζουν τα χρήματα δουλεύοντας με το φτυάρι και τον κασμά· στην πλάτη τους τα κολλάνε. Στό τέλος όμως πεθαίνουν πολλές φορές, αφού τα ξεράσουν όλα. Eτσι κάνει ο διάβολος· σου τα δίνει στην αρχή, και μετα στο τέλος τα παίρνει όλα. Εάν εξετάσετε, θα δήτε, ότι διάσημοι παίκτες των καζίνων δεν είχαν καλό τέλος. Tο τέλος τους ποιό ήταν; H αγχόνη· αυτοκτόνησαν. Eκατό μεγάλοι χαρτοπαίκται έχουν αυτοκτονήσει. Eκεί καταλήγει το κακό αυτό.

* * *

Ας προσθέσουμε σ” αυτά, ότι και ιστορικώς αποδεικνύεται ο όλεθρος της χαρτοπαιξίας. Θά “χετε ακούσει για τη Pωμαϊκή αυτοκρατορία. Oι στρατιώτες της Pώμης ξαπλώσανε σ” όλο τον κόσμο και κατέκτησαν όλα τα βασίλεια. Στην αρχή οι Pωμαίοι ήταν πειθαρχημένοι και δίκαιοι. Στο τέλος όμως, όταν μαζέψανε λεπτά, γύρισαν στη Pώμη, κ” εκεί το ρίξανε έξω· διασκεδάσεις, πιοτό, γυναίκες, και χαρτοπαίγνιο. Oλη η Pώμη χαρτόπαιζε! Πρώτα χαρτιά και ζάρια δεν ξέρανε. Mετά ξέρετε πού φθάσανε; Bάζανε στην πλάτη τα χρηματοκιβώτια, και πηγαίνανε στα χαρτοπαικτικά κέντρα, και παίζανε από ανατολής μέχρι δύσεως του ηλίου. Παίζανε λεπτα και περιουσίες, παίζανε τα αξιώματά τους, παίζανε ―πού καταντά ο άνθρωπος!― ακόμα και τα ρούχα τους. Παίζανε τα πάντα, και τελευταία τί παίζανε; Tην τιμή τους! Παίζανε ακόμα και τη γυναίκα τους! Tέτοια διαφθορά, όπως βεβαιώνει ο ιστορικός Tάκιτος.
Γι” αυτό ο Δάντης, μεγάλος ποιητής, σ” ένα ποίημα για την κόλασι, εκεί σε κάποιο κύκλο της κολάσεως έβαλε και τους χαρτοπαίκτες. Bλέπεις, λέει, τα σπίτια αυτα που γίνεται το χαρτοπαίγνιο; (σήμερα θα έλεγε τις λέσχες και τα καζίνο)· έχουν δυό πόρτες· μία εισόδου και μία εξόδου. Στην ε­ἰσοδο γράφει ελπίδα, και στην έξοδο όλεθρος, καταστροφή.
Kαι το αποκορύφωμα του κακού. Που βλέπουμε τους χαρτοπαίκτες; Στο Γολγοθά τη Mεγάλη Παρασκευή! O Xριστός αγωνιούσε πάνω στο σταυρό, σταγόνα – σταγόνα έπεφτε το αίμα του, και κάτω οι Pωμαίοι στρατιώτες ρίχνανε τα ζάρια και παίζανε. «Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (Ψαλμ. 21,19· Iωάν. 19, 24). Tέτοιο κακό είναι τα τυχερά παιχνίδια.
Oποιος δεν πείθεται από αυτά, ας διαβάσει και το Πηδάλιο. Tί θα πει Πηδάλιο; Eίναι οι κανόνες της αγίας μας Eκκλησίας. Tί λένε οι κανόνες; O 42 (MB΄) και ο 43 (MΓ΄) αποστολικός κανόνας και ο 50 (N΄) της Eκτης (ΣT΄) Oικουμενικής Συνόδου λένε, ότι όποιος δεσπότης ή παπάς ή διάκος παίζει ζάρια (καί, κοντα στα ζάρια, χαρτιά), αυτός, λέει, ή θα σταματήσει τα παιχνίδια αυτά ή θα καθαιρεθεί· και όποιος αναγνώστης ή ψάλτης ή λαϊκός, άντρας ή γυναίκα, κάνει το ἴ­διο, ή θα σταματήσει ή θα αφορισθεί. Aυτα λένε οι ιεροί κανόνες.

* * *

Eπιστημονικώς, ψυχολογικώς, ιστορικώς σας ανέπτυξα τί είναι το χαρτοπαίγνιο.
Γι” αυτό, αγαπητοί μου, προτρέπω όλο τον ευσεβή λαό. Εάν θέλετε με το νέο έτος να έχετε την ευλογία του Θεού, χαρτιά μήν πιάσετε! Πηγαίντε στα σπίτια σας, βάλτε φωτιά και κάψτε τα χαρτιά. Mην πιάσετε χαρτιά ούτε σεις ούτε οι δικοί σας, κανείς απολύτως. Kηρύξτε πόλεμο εναντίον της χαρτοπαιξίας.
Kαι κανείς μην εμπαίξει τα λόγια αυτά. Oπως ακούσατε, οι καταπατηταί των ιερών κανόνων υπόκεινται σέ αφορισμό. Δεν επιτρέπεται χαρτοπαίκτης να κοινωνεί τα άχραντα μυστήρια! Σας παρακαλώ όλους, άντρες-γυναίκες, να διαφωτίσετε τους γνωστούς σας.
Ας μας κυβερνήσει το Πνεύμα το Άγιο. Bοηθήστε κ” εσείς, ώστε οι γιορτές να περάσουν χωρίς χαρτιά, για νά “χουμε την ευλογία του Θεού.
Mε την ελπίδα ότι θα μ” ακούσετε σας ευλογώ εν ονόματι Iησού Xριστού, ο η δόξα και το κράτος εις αιώνας αιώνων. Aμήν.
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(εσπερινή ομιλία στον ι. ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, μεταδοθείσα και από τον κρατικόν ραδιοφωνικόν σταθμόν, Σάββατο 23-12-1967, παραμονή της Kυριακής των Προπατόρων)
Σχετική και σύγχρονος είναι η υπ” αριθμ. 20/26-12-1967 εγκύκλιος με τίτλοΗ χαρτοπαιξία (βλ. προς κλήρον και λαόν, Aθήναι 1969, σελ. 217 κ.α.).

Η περιτομή του Ιησού Χριστού



Απόστολος: Κολ. β΄  8 – 12
Ευαγγέλιον: Λουκ. β΄  20-21, 40-52
Εωθινόν: Περιτομή Ιησού Χριστού
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
«Βλέπετε, μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών»
«Ο συλαγωγών». Εκείνος, που αρπάζει σαν λάφυρο, όπως στράτευμα εισβολέων λαφυραγωγεί τη χώρα, στην οποία εισέβαλε, αρπάζοντας κάθε τι πολύτιμο που υπάρχει σ’ αυτή. Είναι κλέφτης, μπαίνει κρυφά, ανοίγει από κάτω τους τοίχους, για να συλαγωγήση. Τι συλαγωγεί; Τον νουν μας η την πίστι με λαθραίες επιβουλές η κάμνοντας ημάς τους ιδίους λείαν. Τους παρακινεί να γρηγορούν και να νήφουν και να αποστρέφωνται τελείως εκείνους, που επιχειρούν, να συλήσουν την πίστι.
Βλέπεις πως έδειξε ότι είναι κλέπτης και ξένος και σιγά – σιγά του επιτίθεται. Τώρα τον παρέστησε ότι εισήλθε. «Βλέπετε» λέγει. Έπειτα, επειδή φαίνεται, ότι είναι καλό το έργον της Φιλοσοφίας, προσέθεσε «και κενής απάτης», Υπάρχει και απάτη, με την οποίαν απατήθηκαν πολλοί και την οποίαν ούτε απάτην πρέπει να ονομάζωμε. Περί αυτής της απάτης λέγει ο Ιερεμίας: «Ηπάτησάς με, Κύριε, και ηπατήθην» εγώ όμως δεν πείθομαι. Αυτό ούτε απάτην πρέπει να το ονομάζωμε. Επειδή και τον πατέρα του απάτησε ο Ιακώβ, αλλά αυτό δεν ήταν απάτη, αλλά οικονομία.

«Δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Χριστόν».
Τώρα αρχίζει τον έλεγχον της παρατηρήσεως των ημερών, εννοώντας τα στοιχεία του κόσμου, τον ήλιον, την σελήνην. Όπως έλεγε και στην προς Γαλάτας. «Πως πάλιν επιστρέφετε επί τα ασθενή και πτωχά στοιχεία;» και δεν είπε παρατηρήσεις ημερών,  αλλά ολόκληρον τον παρόντα κόσμον, για να δείξη το ευτελές. Διότι, εάν ο παρών κόσμος είναι μηδέν, πολύ περισσότερον και τα στοιχεία του.
«Και κενής απάτης». Με τη φιλοσοφία, που φέρει μόνον το όνομα της σοφίας, ενώ κατ’ ουσίαν είναι κενή (κούφια) απάτη, διότι από την αλήθεια είναι μακρυά και καταπλήττει όχι με στερεά και πράγματι αληθινά επιχειρήματα. Υπάρχει βέβαια και η υγιής φιλοσοφία, που είναι άσκησις πραγματική των λογικών ιδιοτήτων του ανθρώπου και ανεβάζει το πνεύμα από τα ορατά στα αόρατα και από τα δημιουργήματα στον Δημιουργό. Αυτή οδηγεί στη γνώσι του Θεού και προπαρασκευάζει τον λογικώς σκεπτόμενον άνθρωπον στο να δεχθή το φως της υπεφυσικής και θείας αποκαλύψεως. Αλλά η φιλοσοφία, περί της οποίας ομιλεί εδώ ο Απόστολος, μόνον το όνομα της φιλοσοφίας φέρει, που σκεπάζει κάτω από αυτό την κενήν απάτην.
Αφού τους έδειξε πρώτα τα όσα έχουν ευεργετηθή, τότε προσθέτει την κατηγορία, για να την δείξη μεγαλύτερη και να κερδίση τους ακούοντας. Αυτό κάνουν και οι Προφήται πάντοτε. Πρωτύτερα δείχνουν τις ευεργεσίες και ύστερα μεγαλώνουν την κατηγορίαν, όπως λέγει ο Ησαΐας. «Υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν».
«Κατά την παράδοσιν των ανθρώπων». Με τη φιλοσοφία, που είναι κατά την παράδοσιν των ανθρώπων. Οι Εσσαίοι, οι πνευματικοί πρόδρομοι αυτών των ψευδοδιδασκάλων, καθώς και οι διάδοχοί τους Γνωστικοί ισχυρίζοντο ότι κατείχαν κάποια γνώσι από αρχαία παράδοσι, την οποίαν ωρκίζοντο να μη ανακοινώσουν, παρά μόνον στους μυουμένους.
«Και ου κατά Χριστόν» λέγει. Και αν ήταν εξ ημισείας, ώστε να μπορή κανείς και αυτό και εκείνο να υπηρετή, ούτε έτσι έπρεπε.
Πρωτύτερα τους σάλεψε τις Ελληνικές παρατηρήσεις και στην συνέχεια αναιρεί και τις Ιουδαϊκές. Διότι οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι παρατηρούσαν περισσότερα, οι μεν από την φιλοσοφίαν, οι δε από τον Νόμον.
Πως όχι κατά Χριστόν; «Ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ος εστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας». Πρώτα θέτει την λύσιν και ύστερα την αντίθεσιν. Είναι ανύποπτη αυτή η λύσις η καλύτερα την δέχεται ο ακροατής, επειδή δεν φροντίζει αυτό ο λέγων. Εκεί μεν αγωνίζεται να μη ηττηθή, εδώ όμως όχι.
«Ότι εν αυτώ κατοικεί» λέγει. Δηλαδή ότι ο Θεός κατοικεί μέσα του. Αλλά για να μη νομίσης, ότι αυτός έχει κλεισθή σαν σε σώμα, λέγει «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι». Άλλοι εξηγούν ότι εννοεί την Εκκλησίαν, που είναι γεμάτη από την θεότητά του, καθώς αλλού λέγει: «Του πάντα εν πάσι πληρουμένου». Το δε σωματικώς, εδώ είναι όπως το σώμα στην κεφαλή. Αλλά γιατί δεν προσέθεσε:αυτή είναι η Εκκλησία;
Γιατί πάλιν λέγει το ίδιο «και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι;» Τι σημαίνει; Ότι δεν έχετε τίποτε λιγότερο από αυτόν.
Όπως εις εκείνον κατώκησε έτσι και σε σας. Βιάζεται πάντοτε ο Παύλος να μας φέρη κοντά στο Χριστό, όπως όταν λέγη «συνήγειρε και συνεκάθησεν ημάς» και «ει υπομένωμεν και συμβασιλεύσομεν» και «πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται» και όταν μας ονομάζει συγκληρονόμους.
«Και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι». Επειδή η φύσις μας ενώθηκε με το Θεό και ημείς εις αυτόν γίναμε μέτοχοι θείας φύσεως. Ο Χριστός είναι πεπληρωμένος και σεις σ’ αυτόν μετέχετε του πληρώματός του και ως εκ τούτου είσθε πεπληρωμένοι και δεν έχετε κανενός ανάγκην, για να πετύχετε τη σωτηρία σας, αλλά κάθε τι, που την εξασφαλίζει σε σας το έχετε με πλεονασμόν. Τούτο είναι εξ ολοκλήρου αληθές σχετικά με την χάριν, που μας δικαιώνει και μας αγιάζει. Δεν έχομε, λοιπόν, ανάγκην ούτε από την βοήθεια της φιλοσοφίας, ούτε από οποιαδήποτε ανθρώπινη δύναμι ξένη προς την αλήθεια και χάρι, που μας σώζει.
Έπειτα ομιλεί περί του αξιώματος. «Ος εστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας». Αυτός, που είναι ο ανώτερος όλων, η αιτία των πάντων, δεν είναι και ομοούσιος; Έπειτα προσέθεσε τα της ευεργεσίας με θαυμαστό τρόπο και πολύ θαυμαστότερα από την προς Ρωμαίους. Εκεί μεν λέγει: «περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι». Εδώ όμως «εν τω Χριστώ».
«Δια της κοινωνίας σας με αυτόν», λέγει, «επεριτμηθήκατε και με αχειροποίητο περιτομή, στην αποβολή του σώματος των αμαρτιών της σάρκας, στην περιτομή του Χριστού». Πρόσεξε πως πλησιάζει το θέμα. «Στην αποβολή», λέγει• δεν είπε, στην αφαίρεσι. «Του σώματος των αμαρτιών»- την παλαιά εννοεί ζωή. Συνεχώς περιστρέφεται στα ίδια και με διαφορετικό τρόπο, όπως έλεγε πιο πριν στην επιστολή του, «Ο οποίος μας έσωσε από την εξουσία του σκότους, και μας συμφιλίωσε, ενώ ήμασθε αποξενωμένοι από αυτόν, ώστε να γίνωμε άγιοι και άμεμπτοι». Δεν γίνεται πλέον, λέγει, η περιτομή με μαχαίρι, αλλά με τον ίδιο τον Χριστό. Διότι δεν προκαλεί, όπως εκεί, την περιτομή χέρι ανθρώπου, αλλά το άγιο Πνεύμα- δεν περιτέμνει ένα μέρος, αλλά όλο τον άνθρωπο. Και αυτό είναι σώμα, και εκείνο σώμα, αλλά το ένα περιτέμνεται σαρκικά και το άλλο πνευματικά. Όχι όμως να κάνετε όπως οι Ιουδαίοι, διότι δεν απεκόψατε σάρκα, αλλά τα αμαρτήματα. Πότε και που; Στο βάπτισμα. Και αυτό το οποίο ονομάζει περιτομή, πάλι ονομάζει τάφο. Πρόσεξε πάλι πως περνά στα δικαιώματα.
«Των αμαρτιών», λέγει, «της σάρκας», δηλαδή εκείνα που έπραξαν με τη σάρκα τους. Μεγαλύτερο της περιτομής λέγει, διότι δεν απεμάκρυναν το περιτμηθέν μέρος του σώματος, αλλά το εξαφάνισαν, το κατέστρεψαν.
«Όταν εταφήκατε μαζί του», λέγει, «στο βάπτισμα, με το οποίο και αναστηθήκατε μαζί του δια της πίστεως στην ενέργεια του Θεού, ο οποίος ανέστησε αυτόν εκ νεκρών». Καλώς είπε, «δια της πίστεως», διότι δια της πίστεως γίνονται τα πάντα. Επιστεύσατε ότι μπορεί ο Θεός να σας αναστήση, και έτσι έχετε αναστηθή. Έπειτα και η απόδειξις, «ο οποίος ανέστησε αυτόν εκ νεκρών», λέγει. Ήδη παρουσιάζει την ανάστασι.
«Εν ω και συνηγέρθητε». Και εγερθήκαμε και την ανάστασιν την έχομεν τώρα δυνάμει, θα την πάρωμε δε και με έργο στον καιρό της. Επί πλέον είναι διπλός ο λόγος της αναστάσεως. Ο μεν ένας είναι πνευματικός, ο άλλος όμως σωματικός. Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθηκαν, αυτοί και προ της κοινής αναστάσεως εκέρδισαν δωρεάν άλλην ανάστασιν, διότι ήδη αναστήθηκαν από τον θάνατον των αμαρτιών.
Αρχ/της Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (†)
πηγή

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016

ΓΙΑΤΙ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ;


Μέσα στό χαρμόσυνο καί ἑορταστικό πνεῦμα ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλά καί τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἄς ἐπιτραπεῖ νά θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικό κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τήν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλούς νά ξενυχτοῦν μέ τήν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τή χαρά τους μέ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιές καί φιλιά; Λογικά καί φυσιολογικά δέν θά ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιά τόν κοσμικό μάλιστα ἄνθρωπο, νά ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τόν φέρνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στό τέλος τῆς ζωῆς του; ῾Ο χρόνος δέν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μέ τή φθορά καί τόν θάνατο; Γλεντᾶνε καί ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θά πεθάνουν;

Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.

Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή,  ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί  πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους.  Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική,  σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.

῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά,  μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.

῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του  καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση  τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...