Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιανουαρίου 03, 2017

Εις τα Άγια Θεοφάνεια Ἡ γύμνια μας +Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Μελέτιος

Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦρθε στόν κόσμο γιά μᾶς Καί, λίγο πρίν ἀρχίσει τό ἅγιο ἔργο Του γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐπῆγε καί βαπτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη!
Γιά νά πλυθῆ; Γιά νά καθαρισθῆ; Γιά νά πάρει κάτι; Ὄχι. Γιατί, δέν εἶχε τίποτε νά τοῦ δώσει ὁ Ἰωάννης. Καί τό ἤξερε. Καί τό διακήρυξε: Ἐγώ ἔχω χρεία, νά βαπτιστῶ ἀπό Σένα.
Δέν βαπτίσθηκε γιά τόν ἑαυτό Του ὁ Κύριος. Βαπτίσθηκε γιά μᾶς. Κάτι νά μᾶς δείξει. Καί κάτι νά μᾶς δώσει. Κάτι νά μᾶς διδάξει.
* * *
Βαπτίστηκε, λοιπόν, στόν Ἰορδάνη. Ἀπό τόν Ἰωάννη. Πῶς βαπτίστηκε; Ὅπως σήμερα βαπτίζομε τά νήπια. Γυμνός. Ὁλόγυμνος
Ἔτσι τό ἔχει θεσπίσει τό βάπτισμα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ὅποιος θέλει νά πάει κοντά στόν Θεό, ἔλεγε, ὀφείλει πρῶτα νά ἀφήνει τόν ἐγωϊσμό του· καί νά ταπεινώνεται. Καί γιά νά τό δείξει, ὅτι ταπεινώνεται, βαπτίζεται γυμνός. Γιατί ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο γυμνό ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ντύνεται γιά νά σκεπάζει ὁρισμένα μέλη του, πού δέν πρέπει, οὔτε νά φαίνονται, οὔτε νά τά δείχνει. Ντύνεται, ἀπό αἰδημοσύνη γιά τόν ἑαυτό του· καί ἀπό ἐντροπή, μπροστά στούς ἄλλους!
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν γυμνώνεται, καί δείχνει τά μέλη του, ἔχει ἀναισχυντία. Καί ὅσο πιό προκλητική εἶναι ἡ γύμνωσή του, τόσο πιό μεγάλη ἡ ἀναισχυντία του· καί τόσο πιό νεκρή ἡ ψυχή του.
* * *
Μέ τά ροῦχα του ὁ ἄνθρωπος κρατάει πόντους αἰδημοσύνης· καί προσπαθεῖ νά οἰκοδομεῖ λίγο τήν ψυχή του.
Ὅμως γιά μερικούς, κάτι πράξεις τους καί κάτι κρυφές ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς τους, εἶναι καταστάσεις χίλιες φορές πιό αἰσχρές ἀπό τά μέλη πού κρύβουν.
Καί αὐτές τίς θλιβερές καταστάσεις, οἱ ἄνθρωποι τίς κρύβουν μέ ἕνα «ροῦχο», πού ἔχει τό ὄνομα ὑποκρισία.
Οἱ ὑποκριτές ἄλλα κάνουν, ἄλλα ἔχουν μέσα τους, ἄλλα ἔχουν στό στόμα τους, καί ἄλλα δείχνουν!
Κρύβουν τήν δυσωδία τῆς ψυχῆς τους μέ ψεύτικες συμπεριφορές εὐπρέπειας καί εὐσέβειας.
* * *
Ἀλλά νά, ὁ Σωτήρας μας ἐπῆγε καί βαπτίστηκε γυμνός.
Γιατί ὅμως; Γιατί;
• Ἤθελε νά μᾶς εἰπεῖ: Δέν κάνει, ἄλλα νά ἔχουμε μέσα, καί ἄλλα νά δείχνομε! Ἡ διπλοπροσωπία καί ἡ πολυπροσωπία, δέν ἔχουν καμμιά σχέση, οὔτε μέ τήν ἀλήθεια, οὔτε μέ τόν Θεό.
• Πρῶτο βῆμα πρός τόν Χριστό, εἶναι νά μισήσουμε τήν ὑποκρισία· νά τήν πετάξουμε ἀπό ἐπάνω μας· νά γίνομε εὐθεῖς.
• Καί ἤθελε νά μᾶς δείξει, ὅτι χωρίς πράξεις καί ἀποφάσεις τολμηρές, διόρθωση δέν γίνεται ποτέ!
Γι᾿ αὐτό βούτηξε στό νερό γυμνός. Γιά νά μᾶς δείξει, ὅτι μᾶς χρειάζεται ἕνα πλύσιμο γερό. Ἕνα πλύσιμο ὁλοκληρωτικό. Γιά νά μᾶς δείξει, ὅτι στήν μετάνοια, στό δρόμο πρός τόν Χριστό, πηγαίνομε καί βαδίζομε, μόνο ὅταν ἔχομε τό θάρρος, νά βλέπομε τίς βρωμιές μας, σωματικές καί ψυχικές· καί ὅταν Τόν παρακαλοῦμε, νά μᾶς πλύνει μέ τό νερό, πού μέ τό βάπτισμά Του τό ἁγίασε· καί τό ἔκαμε νερό καθαρτήριο ἀπό κάθε ρύπο ψυχῆς καί σώματος.
• Γι᾿ αὐτό βαπτίστηκε στόν Ἰορδάνη. Γιατί ἤθελε κάτι νά μᾶς δώσει: Τί μᾶς ἔδωκε; Μέ τό βάπτισμα τό δικό Του, ἔδωκε σέ μᾶς τό βάπτισμα τῆς ἀναγεννήσεως. Καί μᾶς ἔκαμε παιδιά Του. Μπήκαμε στήν κολυμβήθρα καί βγήκαμε παιδιά τοῦ Χριστοῦ, λαός τοῦ Χριστοῦ, «βασίλειο ἱεράτευμα», «ἔθνος ἅγιο». Μέ τό βάπτισμά μας, ὁ Χριστός μᾶς υἱοθετεῖ. Μᾶς κάνει παιδιά Του. Καί κληρονόμους Του.
Τί κρίμα νά τό ξεχνᾶμε!

ΤΟ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Με την εορτή των Θεοφανείων ή των Επιφανείων ή των Φώτων ολοκληρώνεται ο κύκλος του «Δωδεκάρτου», όπως ονομάζεται η περίοδος των εόρτιων ημερών από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Θεοφάνεια.
Την εορταστική αυτή περίοδο ο κάθε πιστός που συμμετέχει στο εόρτιο κύκλο της Εκκλησίας, δεν αισθάνεται ότι είναι μία μονότονη ροή του χρόνου, αλλά νοιώθει βαθειά ανακούφιση μέσα από το λυτρωτικό μήνυμα και περιεχόμενο αυτών των ήμερων. Είναι το μήνυμα της εν Χριστώ αναγέννησης και ανακαίνισης του ανθρώπου, δια του Θεανθρώπου Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου Ιησού Χριστού, το οποίο ουδεμία άλλη κοσμική δύναμη μπορεί να προσφέρει.
Η βάπτιση του Χριστού, που εορτάζουμε τα Θεοφάνεια αναδεικνύουν τον Ενανθρωπίσαντα Ιησού Χριστό, ως Μεσσία και Λυτρωτή, καθώς μας το επιβεβαιώνει η φωνή του Πατέρα που ακούγεται τη στιγμή της Βάπτισής Του, δηλώνοντας την παρουσία Του, ως του μόνου αληθινού Βασιλέως του κόσμου. Η Βάπτιση του Χριστού εισάγει στον κόσμο νέο ήθος και ύφος, που πηγάζουν από τη θυσιαστική αγάπη υπέρ του ανθρώπου. Τα ύδατα του Ιορδάνη ποταμού και κατ’ επέκταση ολόκληρη η φύση και ο κόσμος αγιάσθηκαν και καθαγιάσθηκαν, από τον Χριστό και μεταβλήθηκαν από κοινά ύδατα σε «αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον».
Αν ήθελε κανείς να προσεγγίσει βαθύτερα το αγιοπνευματικό περιεχόμενο και νόημα της εορτής των Φώτων, δεν μπορεί να μην αντιληφθεί, ότι όντως συνέβη και όντως φανερώνεται σε όσους έκτοτε λούζονται στα νάματα του Ιορδάνου, για να καθαρίσουν, για να καθαγιάσουν και να ξεπλύνουν τις αμαρτίες και τα πάθη τους, που δημιουργούνται στη ροή του χρόνου και της καθημερινότητας, οι οποίοι θα πρέπει να δεχθούν το Μέγα Μυστήριο της Σωτηρίας, οντολογικά και βιωματικά και όχι επιφανειακά και επιδερμικά, γιατί μόνο έτσι, θα μπορέσουν να αντιληφθούν το μέγεθος των γεγονότων όλων των ήμερων του δωδεκαόρτου, καθώς επίσης και ότι είναι τόσο οικεία και πλησίον μας και επί πλέον ότι μας προσφέρουν κάθε φορά που τα εορτάζουμε μηνύματα ωφέλιμα, σύγχρονα και επίκαιρα, καθώς και μηνύματα απελευθέρωσης και αναζωογόνησης, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε ακέραιη και αυθεντική προσωπικότητα. Αυτά τα μηνύματα διαφυλάσσονται περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια στην Εκκλησία του Θεανθρώπου Χριστού, ως παρακαταθήκη της λυτρώσεως και της καταφάσεως της αυθεντικής ύπαρξης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η αρχέγονη αυτή παρακαταθήκη διαφυλάσσεται και διασώζεται από την Εκκλησία, η οποία μας ορίζει και μας προσδιορίζει το οντολογικό και αυθεντικό νόημα του «ζειν και υπάρχειν του ανθρώπου εν τω κόσμω», διότι η βάπτιση του Χριστού έγινε η αφετηρία της οικονομίας της σωτηρίας, που ανέλαβε ως Θεός και άνθρωπος, να εκπληρώσει εκ μέρους μας, έγινε η δική μας αφετηρία, γιατί συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της βάπτισής μας, με την οποία ανακαινιζόμαστε και εισερχόμαστε στην νέα εν Χριστώ ζωή.
Τα κείμενα των Ιερών Ευαγγελιστών μας δίδουν εύληπτα τα αποδεικτικά στοιχεία για την αμεσότητα της σχέσης της Βαπτίσεως του Χριστού και της δικής μας, ως της νέας εν Χριστώ ζωής. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο διαβάζουμε:
Ιω. 1,29:          Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
Ιω. 1,29:          Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει· “ίδε ο αμνός του Θεού, που επροφήτευσεν ο Ησαΐας, ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη την αμαρτίαν και την ενοχήν του κόσμου.
Ιω. 1,30:          οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30:          Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα· ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
Ιω. 1,31:          κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.
Ιω. 1,31:          Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
Ιω. 1,32:          καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.
Ιω. 1,32:          Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Άγιον Πνεύμα να κατεβαίνει ωσάν περιστερά από τον ουρανών και έμειναν εις αυτόν μονίμως.
Ιω. 1,33:          κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ιω. 1,33:          Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
Ιω. 1,34:          κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,34:          Και εγώ πράγματι είδα, όπως μου είπεν ο Θεός, και έχω δώσει μαρτυρίαν και ομολογίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινεν άνθρωπος”.
Οι ερμηνευτές τα παραπάνω λόγια του Κυρίου λένε ότι είναι τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου του βαπτίσματος, δια του οποίου εμείς οι άνθρωποι γινόμαστε χριστιανοί. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στη βάπτιση του Χριστού φανέρωσε το μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο επιτελεί ο Χριστός με το άγιο Πνεύμα. Είναι το βάπτισμα το οποίο παρέδωσε ο Χριστός στους μαθητές του, ως ουσιαστικό στοιχείο της αποστολικής διακονίας τους στον κόσμο.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει:
Ματθ. 28,17:  καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν.
Ματθ. 28,17:  Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς.
Ματθ. 28,18:  καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς.
Ματθ. 28,18:  Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην.
Ματθ. 28,19:  πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
Ματθ. 28,19:  Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ματθ. 28,20:  διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Ματθ. 28,20:  Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν. (Θα είναι μαζή μας πάντοτε διότι αυτός είναι ο Εμμανουηλ, του οποίου το όνομα σημαίνει: Ο Θεός μαζή μας).
Επίσης ο Ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει:
Μαρκ. 16,15:  καὶ εἶπεν αὐτοῖς. πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει.
Μαρκ. 16,15:  Και τους είπεν· “πηγαίνετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον, το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, εις όλην την ανθρωπότητα.
Μαρκ. 16,16:  ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται.
Μαρκ. 16,16:  Εκείνος που θα πιστεύση και βαπτισθή, θα σωθή, εκείνος που θα απιστήση στο κήρυγμά σας θα καταδικαστή.
Τα ανωτέρω χωρία του Ευαγγελίου, μας δηλώνουν με σαφήνεια, ότι το μυστήριο του βαπτίσματος, που ίδρυσε ο Χριστός μεταμορφώνοντας ή συμπληρώνοντας το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή είναι η αφετηρία της επανασύνδεσής μας με τον δημιουργό μας, που είναι και ο αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας μας.
Για να αντιληφθούμε το βαθύτερο νόημα αυτής της σωτηρίας, που μας παρέχουν οι Ευαγγελικές αφηγήσεις, για τη Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη, πρέπει να προσέξουμε τα κάτωθι, που εύστοχα σημειώνει ο διακεκριμένος Θεολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου Πρωτ. Γεώργιος Διον. Δράγας, ο οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει:
«Το βάπτισμα του Προδρόμου ήταν «βάπτισμα μετανοίας,» που υποδήλωνε την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό και την υπακοή του στο θείο θέλημα. Ήταν αναγκαίο εν όψει της ελεύσεως του Μεσσία και της βασιλείας του Θεού την οποία θα έφερνε Εκείνος στον κόσμο. Ήταν ένα είδος προπαρασκευής και προετοιμασίας, που απέβλεπε στην μεσολάβηση του Θεού, μέσω του Μεσσία, δηλαδή στην δικαίωση των ανθρώπων και στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Χριστού προς τον Βαπτιστή Ιωάννη, «Έτσι είναι πρέπον», για να εκπληρωθεί σε μας πλήρης δικαίωση» (Ματθ. 3:15). Έτσι όταν ο Χριστός προσήλθε στο βάπτισμα του Ιωάννη, ως άνθρωπος αποδέχτηκε το θείο θέλημα εκ μέρους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και τότε η μαρτυρία του ουράνιου Πατέρα που τον αναγνώρισε, ως τον Υιό Του τον αγαπητό και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος σωματικά «εν είδη περιστεράς» σήμανε την αποδοχή του Χριστού από τον Πατέρα, ως τον Μεσσία, που θα φέρει τη Βασιλεία του Θεού στους ανθρώπους. Τη Βασιλεία αυτή την αντιπροσώπευε κυρίως και πρωτίστως ή κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, όπως είχε προφητέψει ο Ησαΐας: «Ο Ιακώβ είναι ο υιός μου, εγώ θα τον αναλάβω. Ο Ισραήλ είναι ο εκλεκτός μου, τον οποίο αποδέχτηκε η ψυχή μου, και στον οποίον έδωσα το Πνεύμα μου, για να κάνει κρίση ανάμεσα στα έθνη» (42:1).
Τόσο η αποδοχή του Χριστού, ως Μεσσία, όσον και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος επάνω Του, αναφέρονται στην ανθρωπότητά Του, την οποία ανέλαβε για χάρη μας και την κατέστησε ως βάση της σωτηρίας μας. Όπως το διαλαλεί η εκκλησιαστική υμνωδία.
«Έχοντας φορέσει την μορφή του δούλου, προσήλθες να βαπτισθείς Χριστέ από δούλο στα ύδατα του Ιορδάνη, για να λυτρώσεις από την δουλεία της αρχαίας αμαρτίας και να αγιάσεις και να φωτίσεις εμάς τους ανθρώπους» (Εσπερινός παραμονής Θεοφανίων). «Λύτρωση έρχεται ο Χριστός να δώσει με τη βάπτιση σε όλους τους πιστούς. Γιατί με αυτήν καθαρίζει τον Αδάμ, υψώνει τον πεσμένο, ντροπιάζει τον τύραννο που προκάλεσε την πτώση, ανοίγει τους ουρανούς, κατεβάζει το Θείο Πνεύμα και χαρίζει την αφθαρσία και την μέθεξη» (Ωδή 8η).
«Σήμερα στα ρείθρα του Ιορδάνη ήρθε ο Κύριος, και λέει στον Ιωάννη: Μη δειλιάσεις να με βαπτίσεις, γιατί ήρθα να σώσω τον Αδάμ τον πρωτόπλαστο» (Οίκος).
«Ως άνθρωπος ήρθες Χριστέ Βασιλεύ στον ποταμό, και δουλικό βάπτισμα σπεύδεις να λάβεις από τα χέρια του Προδρόμου, για τις δικές μας αμαρτίες, φιλάνθρωπε!» (Σοφρωνίου Ιεροσολύμων).
Τα όσα έγιναν στον Ιορδάνη αναφέρονται στην θεότητα του Χριστού και ιδιαίτερα στην αιώνια υιϊκή υπόστασή Του, η οποία αποκαλύπτει το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Ο Χριστός είναι ο αιώνιος Υιός του Πατρός, που έγινε και Υιός ανθρώπου για να ξαναφέρει τον άνθρωπο στην βασιλεία του Τριαδικού Θεού. Γι αυτόν τον λόγο και το μυστήριο του Βαπτίσματος, που μας χαρίζει την αναγέννηση και μας εισάγει στην εν Χριστώ ζωή γίνεται εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα Θεοφάνεια, συνεπώς, αναφέρονται όχι μόνο στην επιστροφή του ανθρώπου στον αληθινό Θεό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του, μέσω του Χριστού, αλλά και στην αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού, δηλαδή στην αλήθεια ότι ο Θεός είναι Ένας και Τριαδικός και ως τοιούτος πρέπει να προσκυνείται. Όπως το διαλαλεί και η εκκλησιαστική υμνωδία:
«Όταν βαπτίστηκες στον Ιορδάνη, Κύριε, τότε φανερώθηκε η προσκύνηση της Αγίας Τριάδας. Γιατί τότε η φωνή του Γεννήτορα έδωσε την σαφή μαρτυρία ονομάζοντάς σε Υιό Του αγαπητό. Αλλά και το Πνεύμα με μορφή Περιστεράς βεβαίωσε του λόγου το ασφαλές. Σε δοξάζουμε στα Επιφάνειά Σου, Χριστέ, ως Θεό που φωτίζεις τον κόσμο» (Απολυτίκιο Θεοφανείων). «Φανερώθηκες σήμερα στην οικουμένη, και το φως Σου Κύριε σημειώθηκε επάνω σε μας, που σε υμνούμε με επίγνωση. Ήρθες και φανερώθηκες, το Φως το απρόσιτο» (Κοντάκιο). Ο διαφωτισμός του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού είναι και η αιτία που ονομάζονται τα Θεοφάνεια και Τα Φώτα. Πρόκειται για τα φώτα του Πατρός του Υιού και ου Αγίου Πνεύματος, που αν και τρία είναι όμως και ένα Φως απρόσιτο». (Πρωτ. Γεώργιος Διον. Δράγας).
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας καθιέρωσαν να τελείται η ακολουθία του αγιασμού των υδάτων, που τελείται προεόρτια την παραμονή των Θεοφανείων και ανήμερα στην εορτή, ως ανάμνηση του βαπτίσματος του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, καθώς και του αγιασμού των υδάτων που έγινε τότε από τον Χριστό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ομιλεί για τον Μεγάλο αυτό Αγιασμό στην εορτή των Θεοφανείων, που φυλασσόταν από τους πιστούς και χρησιμοποιείτο για αγνισμό, ενίσχυση και θεραπεία. Τη μεγάλη σημασία του την αντιλαμβανόμαστε από τα λόγια της ευχής που αναπέμπει ο ιερέας κατά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό του ύδατος: «…και ποίησον αυτό πηγή αφθαρσίας, δώρο αγιασμού, συγχωρητικό (λυτήριο) αμαρτημάτων, φάρμακο (αλεξιτήριο) νοσημάτων, εξολοθρευτικό δαιμόνων, απρόσιτο στις ενάντιες δυνάμεις, γεμάτο με αγγελική δύναμη…» Να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο καθαγιασμών (της παραμονής και της εορτής). Εκείνο που έχει σημασία προκειμένου να χρησιμοποιήσει κανείς τον Μεγάλο Αγιασμό είναι η μετάνοια και η νηστεία την παραμονή της εορτής. Όταν με «καρδίαν συντετριμμένη και τεταπεινωμένην», με πίστη αληθινή λαμβάνουμε και χρησιμοποιούμε τον Αγιασμό, τότε πραγματικά γίνεται ιαματικό μέσο ψυχών και σωμάτων και πάσης «αντικειμένης δυνάμεως» ανατρεπτικό.
Κλείνοντας να σημειώσουμε, ότι η εορτή των Θεοφανείων είναι πρόσκληση ανανέωσης και επιστροφής στον Κύριο της δόξης, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, ταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε άνθρωπος, άνθρωπος αληθινός, αναμάρτητος, συγχωρητικός και ελεήμων, η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Να γιατί ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, προκόπτοντας μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση Του φτάσει στην τελείωσή της, αναλαμβάνει πλήρως όσα ο Θεός Του εμπιστεύθηκε. Με την κατάδυσή Του στα νεκρά νερά του Ιορδάνη, έμοιαζε με το καθαρό λινάρι, που το βυθίζουν μέσα στη χρωστική ουσία. Εκείνος που ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι, αναδύεται τελικά από το νερό, όπως αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας, με ιμάτιο κατακόκκινο από το αίμα, με ένδυμα θανάτου, το ένδυμα που κλήθηκε να φορέσει. Να λοιπόν ποια μηνύματα στέλνει η Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό, υπό Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μεγαλόπρεπη ενέργεια περικλείει, ποια πράξη αγάπης θέτει ενώπιόν μας. Εύλογα τίθεται διαρκώς το επίμονο ερώτημα: Ποια θα είναι η απάντησή μας; Η πλέον ενδεδειγμένη και σωστική απάντηση είναι να τον ακολουθούμε στην οδό της χάριτος, της αγάπης, της φιλανθρωπίας και της δικαιοσύνης Του, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!

Υπάρχει στις διηγήσεις τών Ευαγγελιστών, το χρονικό περιθώριο για τους Πειρασμούς του Ιησού; Η σχέση Βαπτίσματος, κλήσης Μαθητών και Πειρασμών τού Ιησού



Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να μειώσουν την αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής, κάποιοι εχθροί τής Χριστιανικής αλήθειας, διαστρέφουν πλήρως αυτά που διαβάζουν, για να ανακαλύψουν αντιφάσεις εκεί που ΔΕΝ υπάρχουν. Ακολουθεί ένα ακόμα παράδειγμα τής αγνοίας τους και τών λογικών κενών τής σκέψης τους, που γεννιούνται από την κακοπιστία τους και την τυφλή προκατάληψη.


Ο ισχυρισμός τών Αντιχριστιανών
Γνωστός τηλεοπτικός αστέρας της αντιχριστιανικής απολογητικής, που μάλιστα θεωρεί τον εαυτό του τόσο καλό γνώστη τής Αγίας Γραφής που βγάζει γι' αυτήν και... βιβλία, υποστηρίζει μέσα στην ασχετοσύνη του, ότι στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο δεν υπάρχει χρονικό περιθώριο για τις σαράντα μέρες του Ιησού στην έρημο όπου αντιμετώπισε τους πειρασμούς. Συγκεκριμένα, άνθρωποι σαν κι αυτόν ισχυρίζονται τα εξής:
"Αμέσως μετά την περιγραφή της βάπτισης του Ιησού, στον Ιορδάνη, ο ευαγγελιστής Ιωάννης χρησιμοποιώντας εκφράσεις που δεν επιδέχονται χρονικής παρερμηνείας, γράφει: «την επαύριον... (δηλαδή την πρώτη μέρα μετά την βάπτισή του), ο Ιησούς γνώρισε τους δύο πρώτους μαθητές του, τον Πέτρο και τον Ανδρέα». (Ιωαν.1.35-40) Για την επόμενη, δηλαδή την δεύτερη μέρα μετά την βάπτιση του Ιησού, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί και πάλι την ίδια έκφραση: «την επαύριον... ευρίσκει (ο Ιησούς) τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ» Ιωαν.1.43. Στην συνέχεια ο Ιωάννης, δείχνοντας ότι κυριολεκτεί λέγοντας την επαύριο, κλείνει το θέμα, βάζοντας τον Ιησού στην ενεργό δράση: «Και την τρίτη ημέρα (δηλαδή την τρίτη ημέρα μετά την βάπτιση του Ιησού) γάμος εγένετο εν Κανά». Ιωαν.2.1. Δυστυχώς, για τους υπέρμαχους της θεοπνευστίας των αφηγήσεων της Καινής Διαθήκης, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, είναι εξαιρετικά συγκεκριμένος! Ανάμεσα στην ανάληψη των καθηκόντων του Ιησού (βάπτιση) και την αρχή των θαυμάτων του στον γάμο της Κανά, μεσολαβούν μόνο τρεις πολύ συγκεκριμένες ημέρες, τις οποίες ο εξίσου θεόπνευστος Ιωάννης, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια! Κατά τον Ιωάννη λοιπόν, δεν υπάρχουν πουθενά τα χρονικά περιθώρια πειρασμών του Ιησού... έστω και για λιγότερο από σαράντα ώρες! Λοιπόν; Με ποιά αλληγορία, ή άλλη θεολογική αλχημεία μπορεί κανείς να προσθέσει σαράντα μέρες ανάμεσα στις τρεις αυτές συγκεκριμένες μέρες της ζωής του Ιησού;"
Φυσικά, (όπως πάντα), αυτοί που τα λένε αυτά αγνοούν πλήθος στοιχείων για το θέμα που αναλαμβάνουν να... διαφωτίσουν τους άλλους. Και στη συνέχεια θα δούμε δύο διαφορετικά σημεία που φανερώνουν την άγνοιά τους και το μέγεθος τής κακοπιστίας τους. Αν και σε γενικότερο παλαιότερο άρθρο δώσαμε ως παράδειγμα μια σύντομη απάντηση που φανερώνει το άτοπο τών συλλογισμών τους, εδώ θα γίνει μια εκτενέστερη παρουσίαση τού "στραμπουλήγματος τής λογικής" στο οποίο καταφεύγουν οι εχθροί τής αλήθειας:

Α. Υπάρχει στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο το χρονικό περιθώριο για τους Πειρασμούς του Ιησού;
Ψευδο-ερώτημα:
Λένε οι Αντιχριστιανοί ότι -προσέξτε την πονηρή φράση-: «Αμέσως μετά ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, στον Ιορδάνη», ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί εκφράσεις που δεν επιδέχονται χρονικής παρερμηνείας, με αποτέλεσμα, μέχρι  την αρχή των θαυμάτων του στον γάμο της Κανά να μεσολαβούν μόνο τρεις ημέρες.

Απάντηση:
Προσέχουμε λοιπόν ότι στους τρεις συνοπτικούς, οι Πειρασμοί έπονται της Βάπτισης. Για παράδειγμα, ο Μάρκος γράφει:
«Εκείνες τις μέρες ήρθε ο Ιησούς…και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη…Αμέσως, το Πνεύμα οδηγεί τον Ιησού έξω στην έρημο. Εκεί στην έρημο έμεινε σαράντα μέρες κι αντιμετώπισε τους πειρασμούς» (Μαρκ. 1,9-12).
Νομίζουμε ότι αυτό είναι κατανοητό.

Τώρα, να ρωτήσουμε κι εμείς κάτι τους επίδοξους «ερευνητές».
Μπορούν να μας πουν:
1) Από το Ιωάν. 1,19 έως το 1,28, πού είδαν ότι Βαπτίζεται ο Ιησούς;
2) Από πού κι ως πού, τα εδάφια όπου ο Ιωάννης ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ όσα είδε κατά τη Βάπτιση του Ιησού (1,32-34), σημαίνουν ότι η Βάπτιση έγινε ΤΟΤΕ, δηλ. στα εδάφια 1,32-34;

Παραθέτουμε τώρα σε μετάφραση την περικοπή από το κατά Ιωάννη που αφορά την απάντησή μας (Ιωαν. 1,15-34):
15 Ο Ιωάννης είπε επίσημα τη γνώμη του γι’ αυτόν και τη διακήρυξε λέγοντας: «Γι’ αυτόν ήταν που είπα, “εκείνος που έρχεται ύστερα από μένα είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν από μένα” ».
16 Απ’ το δικό του πλούτο πήραμε όλοι εμείς τη μια δωρεά πάνω στην άλλη.
17 Ο νόμος δόθηκε δια του Μωυσέως, η χάρη η θεϊκή όμως και η αλήθεια ήρθε σ’ εμάς δια του Ιησού Χριστού.
18 Κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό· μόνο ο μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό.
19 Αυτή είναι η μαρτυρία που έδωσε ο Ιωάννης, όταν οι Ιουδαίοι άρχοντες έστειλαν από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και λευίτες να τον ρωτήσουν: «Εσύ ποιος είσαι;»
20 Τότε αυτός διακήρυξε και δεν αρνήθηκε· διακήρυξε απερίφραστα: «Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας».
21 «Τότε λοιπόν;» τον ρώτησαν. «Μήπως είσαι ο Ηλίας;» Εκείνος είπε: «΄Οχι, δεν είμαι». «Μήπως είσαι ο προφήτης που περιμένουμε;» Κι απάντησε: «΄Οχι».
22 Τότε του είπαν: «Ποιος είσαι: ώστε να δώσουμε απόκριση σ’ αυτούς που μας έστειλαν· τι έχεις να πεις για τον εαυτό σου;»
23 Είπε: «Εγώ είμαι, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα, η φωνή κάποιου που κράζει στην έρημο:  “ισιώστε το δρόμο, να περάσει ο Κύριος”».
24 Μεταξύ των απεσταλμένων ήταν και μερικοί Φαρισαίοι,
25 οι οποίοι τον ρώτησαν: «Γιατί, λοιπόν, βαφτίζεις, αφού δεν είσαι ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης που περιμένουμε;»
26 Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ βαφτίζω με νερό· ανάμεσά σας όμως βρίσκεται κιόλας εκείνος που εσείς δεν τον γνωρίζετε.
27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από μένα, που όμως υπάρχει πριν από μένα και που εγώ δεν είμαι άξιος ούτε το λουρί να λύσω από τα υποδήματά του».

[Απ’ ότι βλέπουμε μέχρι εδώ, σε κανένα από τα σημεία όπου αναφέρεται η λέξη «Βάπτισμα» δεν περιγράφεται η Βάπτιση του Ιησού. Και ο Ιωάννης κλείνει την παραπάνω εικόνα με τον στίχο 28 και λέει:]
28 ΑΥΤΑ συνέβαιναν στην Βηθανία, πέρα από τον Ιορδάνη, εκεί που βάφτιζε ο Ιωάννης.

[Μέχρι και το εδάφιο 1,28 λοιπόν, δεν βλέπουμε τη Βάπτιση του Ιησού. Από τον στίχο 1,29 ξεκινούν τα εδάφια που ο ευαγγελιστής τα εισάγει με το χρονικό «Την άλλη μέρα»:]
29 ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, ο Ιωάννης βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς το μέρος του και λέει: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού, που παίρνει πάνω του την αμαρτία των ανθρώπων.
30 Γι’ αυτόν σας μίλησα όταν είπα, “ύστερα από μένα έρχεται ένας που είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν εγώ να γεννηθώ”.
31 Εγώ κάποτε δεν τον ήξερα ποιος είναι. Για να τον γνωρίσει όμως ο Ισραήλ, γι’ αυτό ήρθα εγώ και βαφτίζω με νερό».
32 Κι ο Ιωάννης διακήρυξε δημόσια και είπε: «Έχω δει το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του.
33 Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν, αυτός όμως που με έστειλε να βαφτίζω με νερό, αυτός μου είπε: “εκείνος που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει και να μένει το Πνεύμα, αυτός είναι που βαφτίζει με «Αγιο Πνεύμα».
34 Κι αυτό εγώ το είδα· και διακήρυξα δημόσια πως αυτός είναι ο Υιός του Θεού».

Η ανάγνωση των παραπάνω εδαφίων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Ευαγγελιστής λέει αρκετά που θυμίζουν τη σκηνή Βάπτισης που περιγράφει ο Μάρκος, ο Λουκάς ή ο Ματθαίος, όμως πουθενά ο Ιωάννης δεν αναφέρει ότι ΒΑΠΤΙΖΕΙ εκείνη τη στιγμή τον Ιησού!
Αντιθέτως, διηγείται τη Βάπτιση ως κάτι ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ Εγώ κάποτε […] Έχω δει το Πνεύμα να κατεβαίνει […]» κ.λπ.)! Από τη διήγηση αυτή του Ιωάννη, ο μόνος τρόπος για να καταλάβουμε ότι Βάπτισε τον Ιησού, είναι τα σαφέστατα παράλληλα ανάμεσα στα Μαρκ. 1,10· Ματθ. 3,16· Λουκ. 3,22 και Ιωάν. 1,32, όπου έχουμε την εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος. ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ δεν θα μπορούσε η ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΗ αναφορά του Ιωάννη προς τον Χριστό, να θεωρηθεί «περιγραφή» της βάπτισης. Γιατί η περιγραφή δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να διηγείται σε παρελθοντικό χρόνο προς τους παρισταμένους, κάτι που έκανε εκείνη τη στιγμή! Και εδώ φαίνεται ο παραλογισμός των Αντιχριστιανών επικριτών!
Άρα, τα σημεία που οι δήθεν «μελετητές» θα μπορούσαν να τα ονομάσουν «ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ», στην ουσία είτε ΔΕΝ αναφέρουν τη Βάπτιση (1,19-28) είτε αποτελούν μια ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΔΙΗΓΗΣΗ του Προδρόμου (1,31-34)!
Στην πραγματικότητα, ο Ιησούς έχει ΗΔΗ βαπτιστεί ΠΡΙΝ καν ξεκινήσουν τα συνεχόμενα «Τη επαύριον» του Ιωάννη, και μάλιστα έχει ήδη μεταβεί στην έρημο, ενώ στο 1,29 που ο Πρόδρομος βλέπει τον Ιησού, ο Κύριος έχει πλέον επιστρέψει από την έρημο!

Πότε όμως Βαπτίστηκε;
Σύμφωνα με τον Ιωήλ Γιαννακόπουλο όταν ο Ιωάννης εισάγει στο εδάφιο 1,19 τους απεσταλμένους του Μεγάλου Συνεδρίου των Εβραίων, τότε ο Χριστός ήδη έχει βαπτιστεί και ολοκληρώνει τον κύκλο των 40 ημερών στην έρημο δεχόμενος τους πειρασμούς, ενώ ο Ιωάννης εξακολουθούσε σε όλο αυτό το διάστημα να βαπτίζει το λαό στον Ιορδάνη[1].
Με τον ίδιο τρόπο και ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας σημειώνει ότι η μαρτυρία αυτή του Ιωάννη προς τα μέλη του Συνεδρίου, γίνεται μετά τη βάπτιση του Ιησού[2]. Αυτό, γράφει ο ίδιος σε άλλο σημείο, επιβεβαιώνεται αν δούμε και το εδάφιο 1,26.
Εκεί, στο 1,26, η Βάπτιση έχει συντελεστεί οπωσδήποτε, διότι ο Πρόδρομος ομολογεί ότι μαθαίνει την αλήθεια για τον Ιησού στο 1,33-34, δηλ. στα εδάφια όπου αναφέρεται στη Βάπτιση και εμφανίζεται το Άγιο Πνεύμα. Κατά συνέπεια, όταν λέει στο 1,26: «…ανάμεσά σας όμως βρίσκεται κιόλας εκείνος που ΕΣΕΙΣ δεν τον γνωρίζετε», διαφοροποιεί τον εαυτό του από τους άλλους. Άρα, για να ΓΝΩΡΙΖΕΙ, αυτό σημαίνει πως η Βάπτιση έχει γίνει, αφού μόνο σε αυτήν έμαθε ο Πρόδρομος ποιος ήταν πραγματικά ο Ιησούς.
Αυτή η γνώση του Προδρόμου στο 1,26 και ο τρόπος της περιγραφής, μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε τον χρόνο της Βάπτισης του Ιησού πριν ξεκινήσει η σκηνή με τα μέλη του Συμβουλίου, δηλ. πριν από το 1,19.
Σε αυτό μας βοηθά το 1,15 διότι καταλαβαίνουμε ότι μας οδηγεί στη σκηνή η οποία, κατά τους τρεις Συνοπτικούς, εξελίσσεται αμέσως πριν τη Βάπτιση του Ιησού.
Η σκηνή αυτή και τα παράλληλα είναι:
1. Μαρκ. 1,7.
2. Ματθ. 3,11.
3. Λουκ. 3,16.
4. Ιωαν. 1,15.
Το πραγματικό παράλληλο με τις άλλες τρεις διηγήσεις των Συνοπτικών είναι αυτή η ΠΡΩΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ για τον Ιησού του 1,15, καθώς είναι η πρώτη για όλους τους Ευαγγελιστές.
Εξάλλου, το 1,27, εδάφιο που μοιάζει με το 1,15δεν αποτελεί παράλληλο με τις παραπάνω διηγήσεις, διότι εκεί ο Βαπτιστής δίνει τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑγια τον Ιησού, ταυτόχρονα μας λέει ότι τη φράση την απευθύνει ως απάντηση στα μέλη του Συνεδρίου, ενώ επιπλέον, πρόκειται για μια σκηνή που οι Συνοπτικοί την παραλείπουν.
            Και βέβαια στο 1,31-34 βλέπουμε πλέον την τρίτη μαρτυρία για τον Ιησού, ενώ στο 1,30, όταν λέει «Γι’ αυτόν σας μίλησα όταν είπα…» υπενθυμίζει τη μαρτυρία του 1,15.
Κατά συνέπεια, η Βάπτιση του Ιησού και οι Πειρασμοί, τοποθετούνται μετά τη σκηνή του 1,15 και πριν το 1,19, χωρίς όμως ο Ιωάννης να περιγράφει ούτε τους πειρασμούς, ούτε την ώρα της Βάπτισης. Αρκείται σε μια αναφορά στα συμβάντα της Βάπτισης μέσω της ΔΙΗΓΗΣΗΣ του Προδρόμου, η οποία γίνεται σε μεταγενέστερη στιγμή (1,32-34), όταν πλέον ο Ιησούς έχει επιστρέψει από την έρημο.
Και πρέπει να επισημανθεί ότι η σκηνή με τους Ιουδαίους άρχοντες παρατίθεται ΜΟΝΟ από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και δεν θα πρέπει να συγχέεται η παρουσία των Φαρισαίων που πήγαν να ΒΑΠΤΙΣΤΟΥΝ (Ματθ. 3,7), με τους Φαρισαίους που πήγαν μετά τη Βάπτιση του Ιησού απεσταλμένοι του Μεγάλου Συνεδρίου για να ΜΑΘΟΥΝ ποιος είναι ο Πρόδρομος και τι ακριβώς κάνει (Ιωαν. 1,19-24).
Αν το καταλάβουν αυτό οι «ερευνητές», και επίσης καταλάβουν ότι ο Ιωάννης στο 1,29 και εξής ΔΕΝ ΒΑΠΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ αλλά ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ τη ΒΑΠΤΙΣΗ του, τότε θα λυθούν οι απορίες τους και θα κατανοήσουν ότι ο Ιησούς έχει βαπτιστεί και έχει οδηγηθεί στη έρημο των πειρασμών πριν από το εδάφιο 1,19 και φυσικά ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ξεκινήσουν τα συνεχόμενα «Τη επαύριον» του Ιωάννη, στα οποία τόσα πολλά στήριξαν ο τηλεοπτικός «ερευνητής» και οι οπαδοί του…

            Επίλογος
Αξίζει να προσέξουμε ένα ενδιαφέρον εδάφιο του Ιωάννη, από την πρώτη του Επιστολή, το οποίο σύμφωνα με τους ερμηνευτές, μας δείχνει ότι ο Ευαγγελιστής γνωρίζει τους πειρασμούς του Ιησού, ακόμη κι αν δεν τους διηγείται στο Ευαγγέλιό του.
Το εδάφιο αυτό είναι το Α΄ Ιωάν. 2,16 το οποίο αναφέρει:
«Ότι παν το εν τω κόσμω -η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου- ουκ έστιν εκ του Πατρός».
Στο χωρίο αυτό ο Ιωάννης αναφέρεται με τη σειρά στους τρεις πειρασμούς του Ιησού[3] και θεολογεί σύμφωνα με τη σχετική διήγηση:
1. «επιθυμία της σαρκός» = Φιληδονία/Γαστριμαργία[4] (πειρασμός Α: Λουκ. 4,3),
 2. «επιθυμία των οφθαλμών» = Πλεονεξία/Φιλαργυρία (πειρασμός Β: Λουκ. 4,6),
 3. «αλαζονεία του βίου» = Ματαιοδοξία/Κενοδοξία (πειρασμός Γ: Λουκ. 4,10).

Β. Πότε κλήθηκαν οι μαθητές;
Αν και από τα προηγούμενα έχει ήδη καταδειχθεί το λογικό άλμα και η άγνοια τών εχθρών τής Χριστιανικής πίστης, και από αυτή και μόνο την αναφορά η απάντηση έχει δοθεί, για να φανούν ακόμα περισσότερο τα κενά τής σκέψης τους, θα δείξουμε εδώ μία ακόμα παράμετρο, που οι άνθρωποι αυτοί επίσης αγνοούν:
Το δεύτερο σημείο που θέλουμε να παρουσιάσουμε εδώ, είναι η αναφορά που γίνεται στην κλήση τών μαθητών τού Χριστού.
Το επιχείρημα τών Αντιχριστιανών, είναι ότι δήθεν: "Ο ένας Ευαγγελιστής τοποθετεί την κλίση αυτή στις τρεις πρώτες ημέρες μετά το βάπτισμά του. Άλλος Ευαγγελιστής, την τοποθετεί μετά από τις 40 ημέρες των πειρασμών του".
Όμως, αυτό που ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ να καταλάβουν, είναι ότι ακόμα και αν υπήρχε πράγματι διαφορά 37 ημερών στην αφήγηση τού Ιωάννη και τών άλλων Ευαγγελιστών, ως προς την κλήση τών Μαθητών, το γεγονός είναι ότι ο Χριστός έκανε ΔΥΟ ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ στους Μαθητές του. Η πρώτη ήταν μια απλή πρόσκληση για να τον αποδεχθούν ως Μεσσία. Και αυτό έγινε στις τρεις πρώτες ημέρες, όπου τους πρωτογνώρισε. Και οι μαθητές, τον αποδέχθηκαν μεν ως Μεσσία, όμως παρέμειναν στις εργασίες τους, και η ζωή τους συνεχίσθηκε μέχρι να επιστρέψει. Η δεύτερη όμως, έγινε ΜΕΤΑ από τις 40 ημέρες των πειρασμών. Τότε τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν ΠΑΝΤΟΥ. Και εγκατέλειψαν τα δίχτυα τους και τις δουλειές τους, και έγιναν οι απόστολοι που ξέρουμε. Αυτό όμως δεν θέλουν να το δουν ορισμένοι, και ταυτίζουν τα δύο αυτά διαφορετικά γεγονότα, για να βγάζουν φανταστικές αντιφάσεις.

Συνεπώς, υπάρχουν ΔΥΟ διαφορετικοί ιστορικοί και ερμηνευτικοί λόγοι, που εκθέτουν τους αντιχριστιανούς "ερευνητές" ως πρόχειρους και αδιάβαστους, που ο κάθε ένας λόγος είναι από μόνος του επαρκής απάντηση στην υποτιθέμενη αντίφαση.


Σημειώσεις


[1] Γιαννακόπουλος Ιωήλ (Αρχιμ.), «Η Ζωή του Χριστού», τόμ. 2, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, θεσσαλονίκη 1978, σελ. 46.
[2] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1990, σελ. 63α.
[3] Βλ. σχετικά: «Η ερμηνεία του χωρίου Α΄ Ιωάννου 2,16» στο περιοδ. Δελτίο Βιβλικών Μελετών, έτος 06, τόμ. 04, τεύχ. 01 (ΙΟΥΝ 1976), Αθήνα, Άρτος Ζωής, σελ. 128-130.
[4] Βλ. για τους τρεις πειρασμούς τα σχόλια στο Αγ. Ιωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ» (μτφρ. Αρχιμ. Ιγνατίου), 8η έκδ., Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1995, σελ. 455.

Ἡ καρδιὰ καὶ ὁ Θεὸς Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος


Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ. Καὶ σὰν βρεῖ καρδιὰ ποὺ δὲν Τοῦ ἐναντιώνεται, καρδιὰ ταπεινή, μπαίνει μέσα της καὶ τὴ γεμίζει χαρά. Τόση εἶναι ἡ χαρὰ τῆς καρδιᾶς ποὺ ἔχει μέσα της τὸν Θεό, ὥστε κολλάει πάνω Του καὶ δὲν θέλει ποτὲ νὰ Τὸν ἀποχωριστεῖ. Σὲ καρδιὰ φουσκωμένη ἀπὸ ἐγωισμὸ δὲν πλησιάζει ὁ Κύριος. Κι ἔτσι αὐτὴ καταθλίβεται, μαραζώνει καὶ σιγολιώνει, βυθισμένη στὴν ἄγνοια, τὴ λύπη καὶ τὸ σκοτάδι. 

Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, μόλις στραφοῦμε μὲ μετάνοια καὶ πόθο πρὸς τὸν Κύριο, ἡ θύρα τῆς καρδιᾶς μας ἀνοίγει σ’ Ἐκεῖνον. Ἡ ἐσωτερικὴ ἀκαθαρσία ξεχύνεται ἔξω, γιὰ νὰ παραχωρήσει τὴ θέση της στὴν καθαρότητα, τὴν ἀρετή, τὸν ἴδιο τὸν Σωτήρα, τὸν μεγάλο Ἐπισκέπτη τῆς ψυχῆς, τὸν κομιστὴ τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τοῦ ἐλέους. Θεῖο δῶρο εἶναι αὐτὴ ἡ εὐλογημένη κατάσταση, ὄχι δικό μας κατόρθωμα. Καὶ ἀφοῦ εἶναι δῶρο, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν δωρητὴ μὲ ταπείνωση. 

Ταπείνωση! Ἡ βάση κάθε ἀρετῆς καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς καρποφορίας! Ἔχετε ταπείνωση; Ἔχετε τὸ Θεό. Τὰ ἔχετε ὅλα! Δὲν ἔχετε ταπείνωση; Τὰ χάνετε ὅλα! Νὰ συντηρεῖτε, λοιπόν, στὴν καρδιὰ σας τὸ αἴσθημα τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἡ φυσικὴ καὶ ὁμαλὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ προϋποθέτει καρδιὰ ἔμπονη, συντριμμένη καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀφοσιωμένη σ’ Αὐτόν, καρδιὰ ποὺ μυστικὰ ἀναφωνεῖ κάθε στιγμή: “Κύριε, ἐσὺ τὰ γνωρίζεις ὅλα• σῶσε με!”. Ἂν παραδοθοῦμε στὰ χέρια Του, ἡ σοφὴ καὶ ἅγια βουλή Του θὰ κάνει μ’ ἐμᾶς καὶ σ’ ἐμᾶς ὅ,τι εἶναι πρόσφορο γιὰ τὴ σωτηρία μας… 

Τὸ ἔργο τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ἡσυχαστές, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανούς, στοὺς ὁποίους ὁ Κύριος, μέσω τοῦ ἁγίου ἀποστόλου, παραγγέλλει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ὑπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχῆς μέχρι τὴν ἀδιάλειπτη. Ὅλες εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακολουθεῖ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἐξίσου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἰδιότητά τους ὡς μοναχῶν ἢ κοσμικῶν. Καὶ ὅταν μία καρδιά, ὅποια κι ἂν εἶναι, στρέφεται σ’ Αὐτόν, τὴν πλησιάζει μὲ ἀγάπη καὶ ἑνώνεται μαζί της.

Πῶς διατηρεῖται στὴν καρδιὰ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι γέννημα τῆς πίστεως καὶ προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς προκοπῆς. Ὅταν ἐγκατασταθεῖ στὴν καρδιά, σὰν τὸν καλὸ νοικοκύρη τὰ ταχτοποιεῖ ὅλα. Ἔχουμε φόβο Θεοῦ; Ἂν ναί, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο, ποὺ μᾶς τὸν ἔδωσε, καὶ ἂς τὸν φυλάξουμε σὰν πολύτιμο θησαυρό. Ἄν, ὅμως, δὲν τὸν ἔχουμε, ἂς κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ τὸν ἀποκτήσουμε, γνωρίζοντας ὅτι γιὰ τὴν ἔλλειψή του εὐθύνονται ἡ ἀπροσεξία καὶ ἡ ἀμέλειά μας. 

Ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ γεννιέται ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή, τὸ πένθος γιὰ τὶς ἁμαρτίες. Μακάρι τὸ αἴσθημα αὐτό, ὁ πρόδρομος τῆς σωτηρίας, νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ποτὲ ἀπὸ τὴν καρδιά! Γιὰ νὰ διατηρηθεῖ μέσα μας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ κρατᾶμε ἀδιάλειπτη τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως, ἑνωμένη μὲ τὴ συναίσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου: Ὁ Θεὸς εἶναι πάντα κοντά μας καὶ μέσα μας, βλέποντας, ἀκούοντας καὶ γνωρίζοντας τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τοὺς πιὸ κρυφοὺς λογισμούς μας. 

Ὅταν αὐτὴ ἡ τριάδα -φόβος Θεοῦ, μνήμη θανάτου, συναίσθηση θείας παρουσίας- ἐγκατασταθεῖ μέσα μας, τότε ἡ προσευχὴ ξεχύνεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ αὐθόρμητα· τότε ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας γίνεται στερεή. Τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν διατηρεῖ τόσο, ὅσο ἡ μνήμη τῆς φοβερῆς Κρίσεως. Ἡ μνήμη, ὅμως, αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ μᾶς δημιουργεῖ ἀθυμία, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἐμπνέει ἀγωνιστικότητα καὶ μετάνοια. 

Ἂς προσπαθοῦμε νὰ μένουμε ἀμόλυντοι ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Κι ἂν κάποτε-κάποτε ἁμαρτάνουμε, ἂς καθαριζόμαστε μὲ τὴν Ἐξομολόγηση. Ἔτσι, ἐλπίζοντας πάντα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ λιποψυχοῦμε. Ὁ Κριτής μας, ἄλλωστε, εἶναι σπλαχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος. Δὲν ψάχνει νὰ βρεῖ κάτι γιὰ νὰ μᾶς καταδικάσει. Ἀπεναντίας, ψάχνει κάτι, τὸ παραμικρό, γιὰ νὰ μᾶς δικαιώσει. Θεὸς καὶ συνείδηση. Ἂν ἐγκάρδια ἀποφασίσετε νὰ ὑπακούετε πάντοτε στὸν Κύριο καὶ μ’ ὁλόκληρη τὴν πολιτεία σας νὰ εὐαρεστεῖτε Ἐκεῖνον μόνο, κι ἂν ὕστερα, σὲ κάθε ἀδιέξοδο καὶ κάθε ἀνάγκη σας, στρέφεστε μὲ πίστη καὶ ἀφοσίωση πάλι σ’ Ἐκεῖνον μόνο, τότε νὰ εἶστε βέβαιος ὅτι ὅλα στὴ ζωή σας, τόσο τὴν πνευματικὴ ὅσο καὶ τὴν ἐγκόσμια, θὰ ἐξελίσσονται μὲ ἐπιτυχία. Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ συνειδητοποιήσει κανεὶς ὅτι χωρὶς τὸ Θεὸ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κάνει καί, ἀφοῦ τὸ συνειδητοποιήσει, νὰ καταφεύγει μὲ ἐμπιστοσύνη στὴ βοήθειά Του.

Ἐκεῖνον μόνο, κι ἂν ὑστέρα, σὲ κάθε ἀδιέξοδο καὶ κάθε ἀνάγκη σας, στρέφεστε μὲ πίστη καὶ ἀφοσίωση πάλι σ’ Ἐκεῖνον μόνο, τότε νὰ εἶστε βέβαιος ὅτι ὅλα στὴ ζωή σας, τόσο τὴν πνευματικὴ ὅσο καὶ τὴν ἐγκόσμια, θὰ ἐξελίσσονται μὲ ἐπιτυχία. Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ συνειδητοποιήσει κανεὶς ὅτι χωρὶς τὸ Θεὸ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κάνει καί, ἀφοῦ τὸ συνειδητοποιήσει, νὰ καταφεύγει μὲ ἐμπιστοσύνη στὴ βοήθειά Του. Ἡ συνείδηση πρέπει νὰ κατευθύνει σωστὰ τὴ ψυχὴ καὶ νὰ τὴν πληροφορεῖ ἀλάθητα γιὰ τὸ ἀγαθὸ σὲ κάθε περίσταση. Αὐτό, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, ἂν δὲν εἶναι καθαρὴ καὶ φωτισμένη. 

Ἂς τὴν καθαρίσουμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀπαλλάσσουν τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἂς τὴ φωτίσουμε μὲ τὸ θεῖο φῶς, μελετώντας τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπὸ κεῖ θὰ ἀντλήσουμε τοὺς σοφοὺς κανόνες, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ χειραγωγήσουμε τὴ συνείδησή μας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ.
πηγή

Ἡ Θεολογία καὶ τὸ συναίσθημα



Ὑπάρχει μία γενικὴ τάσις νὰ θεωρῆται ἡ θρησκεία ὡς συναίσθημα καὶ ἡ θεολογία ὡς διανοητικὴ ἐνέργεια τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου. «Τὸ συναίσθημα τῆς ἀπολύτου ἐξαρτήσεως» («das schlechthinnige Abhangigkeitsgefuhl») ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὡς τὸ ὠνόμασε χαρακτηριστικῶς ὁ μέγας θεολόγος τοῦ συναισθήματος, ὁ Schleiermacher (1), διέπει βασικῶς τὴν θρησκευτικὴν ζωὴν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐθεωρήθη ὡς ἀποτελοῦν τὴν οὐσίαν πάσης θρησκείας καὶ κατ' ἐξοχὴν τῆς χριστιανικῆς.

Εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς γερμανικῆς θεολογίας τὸν ὅρον «συναίσθημα» («Gefuhl») διεδέχθη διὰ τῆς «φιλοσοφίας τῆς ζωῆς» (« Lebensphilosophie ») ὁ ὅρος βίωμα («Εrlebnis»). Παρ' ἡμῖν, ἀφ' ὅτου ὁ ἀείμνηστος Νικόλαος Λούβαρις, ἡ εὐγενὴς ἐκείνη φυσιογνωμία τῆς νεοελληνικῆς θεολογίας, εἰσήγαγε καὶ ἀβιάστως ἐπέβαλε τὸν ὅρον βίωμα(2), μεταφράζων οὕτω τὸν ἀντίστοιχον γερμανικὸν ὅρον, ἡ θρησκεία θεωρεῖται γενικῶς ὡς βίωμα. Ἐπειδὴ μάλιστα τὸ περιεχόμενον τοῦ ὅρου τούτου φαίνεται ὅτι ἱκανοποιεῖ ὡρισμένας εὐσεβιστικὰς τάσεις τῆς νεοελληνικῆς θρησκευτικότητος, πολλοὶ ἐκ τῶν παρ' ἡμῖν θρησκευόμενων λογίων ἐθεώρησαν τὸν ὅρον τοῦτον ὡς σημαίνοντα ἐπιτυχῶς τὴν πατερικὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς σχέσεως τοῦ ἄνθρωπου πρὸς τὸν Θεόν. Ἐντεῦθεν καὶ ἐδημιουργήθησαν διάφοροι ἐκφράσεις μὲ συνθετικὸν στοιχεῖον τὴν λέξιν ταύτην, ὡς «τὸ θρησκευτικὸν βίωμα», «βιωματικὸς» κ.λ.π., ἐν τῇ πεποιθήσει πάντοτε, ὅτι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον προσφέρεται ὑπηρεσία εἰς τὴν αὐθεντικὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι πάντως γεγονός, ὅτι οἱ Πατέρες ἀγνοοῦν τοὺς ὅρους τούτους. Βεβαίως ἡ ἀπουσία μίας ὡρισμένης λέξεως ἐκ τοῦ πατερικοῦ γλωσσικοῦ θησαυροῦ δὲν καθιστᾶ eo ipso τὴν λέξιν ταύτην κατ' ἀρχὴν θεολογικῶς ἄχρηστον. Ὁσονδήποτε πλούσια καὶ ἂν εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, αὕτη δὲν δύναται νὰ πληροῖ ἁπάσας τὰς γλωσσικὰς ἀνάγκας τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος.

Ἒφ' ὅσον ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου ἐξελίσσεται, εἶναι προφανές, ὅτι καὶ ἡ θεολογία «ἔχει ἱστορίαν» καὶ ὅτι ἡ θεολογικὴ ὁρολογία ἀναποφεύκτως θὰ πλουτίζεται ἑκάστοτε καὶ διὰ νέων στοιχείων. Δία τὸν λόγον τοῦτον καὶ ὁ ὅρος βίωμα, ὅπως καὶ πᾶς ἄλλος ὅρος, δύναται κατ' ἀρχὴν νὰ χρησιμοποιῆται θεολογικῶς, ἀσχέτως τοῦ ἂν ἀγνοῆται ὑπὸ τῶν Πατέρων, ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητον ὅμως προϋπόθεσιν, ὅτι θὰ σημαίνη νοηματικὸν περιεχόμενον («suppositum ») σύμφωνον ὁπωσδήποτε πρὸς τὴν καθόλου ὀρθόδοξον παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐνταῦθα εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθῆ μὲ πᾶσαν κατηγορηματικότητα, ὅτι ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας δὲν συνίσταται ἁπλῶς εἰς ἕν σύνολον στερεοτύπων ὅρων καὶ ἐκφράσεων. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διὰ τῆς ὀρθοδόξου «γλώσσης» ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ὀρθόδοξον «νόημα» τὸ διὰ τῆς γλώσσης ταύτης σημαινόμενον, καὶ περαιτέρω ἡ διὰ τοῦ ὀρθοδόξου «νοήματος» ἀναφορὰ εἰς τὴν σώζουσαν Ἀποκάλυψιν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τοῦ νοήματος ἀναγωγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου εἰς τὸν Θεόν, ἡ κοινωνία Αὐτοῦ.

Ἐκ τούτων γίνεται σαφές, ὅτι τὸ πρόβλημα, ἂν ἡ θρησκεία εἶναι συναίσθημα ἢ βίωμα, δὲν εἶναι πρόβλημα περὶ τὴν λέξιν, ἀλλὰ περὶ τὸ θεολογικὸν περιεχόμενον τῶν ὅρων τούτων. Δὲν ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι λέξεις καθ' ἑαυτάς, ἀλλ' ὑπάρχουν ὀρθόδοξα νοήματα, τὰ ὁποῖα καὶ προσδίδουν τὸν ὀρθόδοξον χαρακτήρα εἰς τὰς χρησιμοποιουμένας λέξεις. Μία λέξις καθίσταται ὀρθόδοξος, ὅταν τὸ ὑπ' αὐτῆς σημαινόμενον νοηματικὸν περιεχόμενον εἶναι ὀρθόδοξον. Τουναντίον μία λέξις, χρησιμοποιηθεῖσα πρὸς δήλωσιν ὀρθοδόξου νοηματικοῦ περιεχομένου καὶ ἐντεῦθεν καταστάσα ὅρος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, παύει αὐτομάτως νὰ εἶναι ὀρθόδοξος, ὅταν χρησιμοποιηθῆ ὑπὸ διάφορον, μὴ ὀρθόδοξον ἔννοιαν. Ὀρθόδοξος εἶναι ἡ ἔννοια ἐκείνη, ἡ ὁποία καὶ ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, τὸ γεγονὸς δηλ. τῆς κατανοήσεως, τῆς καταλήψεως, τῆς προσοικειώσεως Αὐτοῦ, τ.ἐ. τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντιθέτως μὴ ὀρθόδοξος ἔννοια (ἢ μὴ ὀρθόδοξον νόημα) εἶναι τὸ γεγονός, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος δὲν κατανοεῖ τὸν Θεόν, τ.ἐ. δὲν σώζεται. Ὀρθοδοξία εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀποτελεῖ καὶ τὴν «ἀληθῆ θρησκείαν » ("vera religio") τοῦ ἀνθρώπου. Ἀληθὴς θρησκεία εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν Θεόν, ἡ κοινωνία Αὐτοῦ• εἶναι ἡ οἰκείωσις τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἡ προσήκουσα ἀπάντησις τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν θείαν κλῆσιν.

Εἰς τὸν Πλάτωνα εὑρίσκομεν τὴν διδασκαλίαν περὶ τῶν τριῶν «εἰδῶν» τῆς ψυχῆς (τοῦ «λογιστικοῦ», τοῦ «ἐπιθυμητοῦ» καὶ τοῦ «θυμοειδοῦς» (3), δὲν εἶναι δὲ σήμερον ἀσυνήθης ἡ (ὁπωσδήποτε πολλὰ προβλήματα ἐνέχουσα) διαίρεσις τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν στενῶς νοουμένην νόησιν, τὴν βούλησιν καὶ τὸ συναίσθημα. Ἐπὶ τῇ βάσει τῶν διακρίσεων τούτων (4) δύναταί τις νὰ εἴπη, ὅτι τὸ συναίσθημα εἶναι ἕν μέρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μάλιστα («τὸ θυμοειδὲς» διὰ τὸν Πλάτωνα) ὄχι καὶ τὸ σπουδαιότερον. Ἐὰν λοιπὸν ἡ «θρησκεία» εἶναι συναίσθημα, τοῦτο θὰ σημαίνη, ὅτι αὐτὴ εἶναι μία ἐπὶ μέρους λειτουργία τῆς ψυχικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ θρησκεία ἢ θὰ εἶναι ἕν ἐπὶ μέρους συναίσθημα, ὑπάρχον παραλλήλως πρὸς ἄλλα συναισθήματα ἐπηρεάζον αὐτὰ καὶ ἐπηρεαζόμενον ὑπ' αὐτῶν, ἢ θὰ συμπίπτη αὕτη τὸ πολὺ μὲ ὁλόκληρον τὴν συναισθηματικὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε καὶ πάλιν θὰ παραμένη ἕν μόνον μέρος τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου.

Συγχρόνως τίθενται μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα: Ἐὰν ἡ θρησκεία ἐκληφθῆ ὡς περιοριζόμενη μόνον εἰς τὸ συναίσθημα, τότε ποία εἶναι ἡ σχέσις αὐτῆς πρὸς τὴν νόησιν καὶ τὴν βούλησιν; Ὀφείλουν ἡ νόησις, ἡ ἡγεμονικὴ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ βούλησις αὐτοῦ νὰ ἐκλείψουν ἢ νὰ ὑποταγοῦν εἰς τὸ (θρησκευτικὸν) συναίσθημα; Καὶ διατὶ τοιαύτη βασιλικὴ μεταχείρισις τοῦ συναισθήματος; Εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μόνον ἢ κατ' ἐξοχὴν συναισθηματικὸν γεγονός; Πῶς τίθεται τὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας διὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐκ φύσεως ἔχουν ηὐξημένην νόησιν ἢ βούλησιν, ἀλλὰ μειωμένην συναισθηματικότητα; Σώζονται μόνον, ἢ τουλάχιστον κατ' ἐξοχήν, ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξεταζόμενοι μὲ τὴν μέθοδον τῆς «φαινομενολογίας τῆς θρησκείας» παρουσιάζονται ὡς ἔχοντες μὲν ἔντονον συναισθηματικὴν θρησκευτικότητα, ἀλλὰ νοήματα διὰ τὴν Δογματικὴν ἀπαράδεκτα καὶ βούλησιν ἠθικῶς διεστραμμένην ;

Εἶναι ἴσως ἐντεῦθεν προφανές, ὅτι ἡ θεώρησις τῆς θρησκείας ὡς συναισθήματος ὁδηγεῖ τὴν δογματικὴν σκέψιν ad absurdum. Ἡ «ἀληθὴς θρησκεία» τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνον συναίσθημα, ἀλλ' εἶναι καὶ νόησις καὶ βούλησις, ἐὰν δεχθῶμεν, ὅτι διὰ τῶν τριῶν τούτων ὅρων δηλοῦται ἡ ὅλη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου. Ἀληθὴς θρησκεία εἶναι ἡ αὐθεντικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἰς ὅλον τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τῆς αὐθεντικότητάς της.

Εὐρύτερον ὁπωσδήποτε περιεχόμενον ἐν σχέσει πρὸς τὸ διὰ τοῦ ὅρου «συναίσθημα» σημαινόμενον ἐκφράζει ὁ ὅρος «βίωμα». Τὸ βίωμα ὡς γεγονὸς ζωῆς ἔχει μὲν καὶ συναισθηματικὸν χαρακτήρα, περιλαμβάνει ὅμως μετ' αὐτοῦ εἰς ἑνότητα κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον καὶ τὰ λοιπὰ στοιχεῖα τὰ ἀποτελοῦντα τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν ἐν συνόλῳ. Ἐφ' ὅσον ὅμως εἰς τὸν ὅρον «βίωμα» ἀποδίδεται πολλάκις συναισθηματικὸν κυρίως περιεχόμενον, ὀφείλομεν ἐνταῦθα νὰ τονίσωμεν, ὅτι ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ὅπως δὲν εἶναι μονομερῶς διανοητικὸν γεγονός, οὕτω καὶ δὲν εἶναι γεγονὸς μονομερῶς συναισθηματικόν. Διὰ τῆς διαπιστώσεως ταύτης μένει βεβαίως ἀνοικτὸν τὸ πρόβλημα, ἂν ἡ κοινωνία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, δηλ. ἡ ἀληθὴς θρησκεία, ἔχει κυρίως συναισθηματικόν, λογικόν, βουλητικὸν ἢ οἱονδήποτε ἄλλον χαρακτήρα.

Ἐὰν λοιπὸν ἡ ἀληθὴς θρησκεία ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι μόνον συναίσθημα, ἐρωτᾶται περαιτέρω, τί εἶναι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ θεολογία. Ἐλέχθη ἤδη εἰς τὴν ἀρχήν, ὅτι εἶναι διαδεδομένη ἡ τάσις νὰ θεωρῆται ἡ θεολογία ὡς λογικὴ ἐπίδοσις τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου. Συχνάκις ὁρίζεται ἡ θεολογία ὡς «ἡ ἐπιστημονικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς πίστεως». (Διὰ τὸν Schleiermacher ἡ θεολογία εἶναι «ἐκκλησιαστικὴ ἐπιστήμη» (5).

Παραμερίζοντες ἐνταῦθα τὸ ζήτημα, ἂν ἡ θεολογία εἶναι ἐπιστήμη, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπογραμμίσωμεν ἐν πρώτοις τὸ γεγονός, ὅτι ἡ θεολογία δὲν δύναται νὰ εἶναι μία μονομερῶς λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐτυμολογικὴ παραγωγὴ καὶ ἡ χριστιανικὴ ἱστορία τῆς λέξεως ταύτης δὲν ἀφήνουν ἴσως οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν, ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἡ κατανόησις τοῦ ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ. Κατ' ἀρχὴν ἡ κατανόησις («Vesterhen ») καθ' ἑαυτὴν δὲν εἶναι γεγονὸς μονομερῶς «λογικὸν»· εἶναι καθολικὴ ἀναφορὰ τοῦ κατανοοῦντος ὑποκειμένου εἰς τὸ πρὸς κατανόησιν ἀντικείμενον. Διὰ τοῦτο καὶ δὲν εἶναι μόνον «λογική», ἀλλ' εἶναι ἐν ταυτῷ καὶ συναίσθημα («Gefuhl») καὶ ἐνόρασις («intuition») καὶ ἐσωτερικὴ προσέγγισις («Ε infuhlung») κ.λ.π. Χωρὶς δυσκολίαν μάλιστα θὰ ἠδύνατο τὶς νὰ διαπίστωση καὶ βουλητικὰ στοιχεῖα εἰς τὸ γεγονὸς τῆς κατανοήσεως. Ἐὰν λοιπὸν εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ κατανόησις γενικῶς δὲν εἶναι ἕν μονομερῶς λογικὸν φαινόμενον, εἶναι τουλάχιστον ἐξ ἴσου ἀληθές, ὅτι καὶ ἡ κατανόησις τοῦ Θεοῦ, ἡ θεολογία, δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τὴν στενῶς νοουμένην λογικήν τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ Θεοῦ δὲν κοινωνεῖ μόνον ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ' ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ὡς ὅλον. Ἄλλωστε εἶναι γνωστόν, ὅτι αἱ ἀναγνωριζόμεναι ὡς πηγαὶ τῆς Ἀποκαλύψεως δὲν ἀπευθύνονται μόνον εἰς τὴν στενῶς νοουμένην «νόησιν» τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ δὲν ἀπαιτοῦν ἐξ αὐτοῦ μόνον τὴν προσφορὰν τῆς «νοήσεως». Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ ἀπευθύνεται ὡς Εὐαγγέλιον εἰς ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀπαιτεῖ ὡς νόμος τὴν προσφορὰν ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν Θεόν.

Ἡ θεολογία ὡς ἡ προσοικείωσις τῆς Ἀποκαλύψεως ἐκτείνεται εἰς ὅλον τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τοῦ τὸν Θεὸν κατανοοῦντος ἀνθρώπου. Θεολογία εἶναι ἡ συνάντησις τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστις εἰς Αὐτόν. Ἡ θεολογία, ἡ (ἀληθής!) θρησκεία καὶ ἡ γνήσια πίστις εἶναι κατ' οὐσίαν ἕν καὶ τὸ αὐτὸ γεγονός. Οὔτε ἡ θρησκεία εἶναι μόνον συναίσθημα, οὔτε ἡ θεολογία μόνον διανόησις, οὔτε ἡ πίστις μόνον ἐκδήλωσις ἁπλοϊκότητος καὶ ἀφέλειας (6). Ἡ ἀληθὴς θρησκεία, ἡ ἀξία τοῦ ὀνόματος τῆς θεολογίας καὶ ἡ συνειδητὴ πίστις εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. τὸ γεγονὸς τῆς ὀρθοδοξίας. Τὸ γεγονὸς τοῦτο συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιτέλεσιν τῆς αὐθεντικότητος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν θέωσιν αὐτοῦ. Ἐφ' ὅσον τὸ συναίσθημα εἶναι μία ἐπὶ μέρους λειτουργία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου, καθίσταται προφανές, ὅτι ἡ θεολογία εἶναι καὶ συναίσθημα, ὅπως εἶναι καὶ νόησις καὶ βούλησις καὶ ἐνόρασις καὶ «βίωμα» καὶ πρᾶξις καὶ ἦθος καὶ ἁγιότης κ.ο.κ. Ἡ θεολογία περιλαμβάνει καὶ τὴν αὐθεντικὴν συναισθηματικὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως περιλαμβάνει καὶ τὰς λοιπὰς αὐθεντικὰς λειτουργίας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, συμπίπτουσα οὕτω κατ' οὐσίαν μὲ τὴν ὅλην ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου, μὲ τὴν θρησκείαν, τὴν ἠθικήν, τὴν σωτηρίαν, τὴν ὀρθοδοξίαν αὐτοῦ.



------------------------------------------------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Die Christliche Glaube nach den Grundsatzen der evangelischen Kirche im Zusammenhang dargestellt, 2. U berb. Ausg. Halle 1830, σ. 145 κ. ἄλλ. Εἰς τοὺς περίφημους λόγους του «πρὸς τοὺς περιφρονητὰς τῆς θρησκείας» ὁ Schleiermacher λέγει περὶ τῆς θρησκείας, ὅτι «ἡ οὐσία αὐτῆς δὲν εἶναι οὔτε νόησις, οὔτε πρᾶξις, ἀλλὰ θεωρία καὶ συναίσθημα» (Uber die Religion, Reden an die Gebildeten unter ihren Verachtern, ἔκδ.», Ο tto, 3. Α ufl. Gottingen 1913, σ. 26).

2. Βλ. Μ. Σιώτου, Νικόλαος Ι. Λούβαρις, Ἐν Ἀθήναις 1965, σ. 73.

3. Πλάτων : «... τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικὸν προσαγορεύοντες τῆς ψυχῆς, τὸ δὲ ᾧ ἐρᾶ τε καὶ πεινῆ καὶ διψῆ καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστόν τε καὶ ἐπιθυμητικόν, πληρώσεων τινῶν καὶ ἡδονῶν ἑταῖρον » (Πολιτεία Δ 439 d). « Οὐκοῦν τῷ μὲν λογιστικῷ ἄρχειν προσήκει, σοφῳ ὄντι καὶ ἔχοντι τὴν ὑπὲρ ἁπάσης τῆς ψυχῆς προμήθειαν, τῷ δὲ θυμοειδεῖ ὑπηκόῳ καὶ ξυμμάχῳ τούτου; Πάνυ γε » (αὐτόθι Δ 441 e). « Καὶ τούτῳ δὲ οὕτω τραφέντε καὶ ὡς ἀληθῶς τὰ αὐτῶν μαθόντε καὶ παιδευθέντε προστησέσθον τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, ὃ δὴ πλεῖστον τῆς ψυχῆς ἐν ἐκάστῳ ἐστι καὶ χρημάτων φύσει ἀπληστότατον » (αὐτόθι Δ 442 a). Πρβλ. Τίμ. 77 b.

4. Ἐνταῦθα δὲν ἐξετάζεται εἰδικῶς ἡ σχέσις τῶν διακρίσεων τούτων πρὸς ἀλλήλας, φαίνεται ὅμως, ὅτι ἡ σχέσις αὐτή, ἐν ἀντιθέσει μάλιστα πρὸς ὅ,τι συνήθως νομίζεται, δὲν εἶναι ταυτότης. Οὕτως ἐνῶ ἡ βούλησις εἶναι ἔλλογος ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου (πρβλ. τὴν ἐτυμολογικὴν συγγένειαν βούλομαι - βουλεύομαι, ὡς καὶ τὴν σχολαστικὴν ἀρχὴν «hihil volitum, nisi praecognitum»), τὸ πλατωνικὸν «ἐπιθυμητικὸν» εἶναι «ἀλόγιστον». Ὁμοίως καὶ ὁ πλατωνικὸς ὅρος «τὸ θυμοειδὲς» δὲν φαίνεται νὰ ἐκφράζη τὸν ὅλον συναισθηματικὸν κόσμον τοῦ ἀνθρώπου.

5. Βλ. Τ. Rendtorff, Kirche und Theologie. Die systematische Funktion des Kirchenbegriffs in der neueren Theologie, Gutersloh 1966, σ. 139 ἐξ.

6. Ρ. Τ illich : «Ἡ πίστις ὡς ἔκφρασις τοῦ ὅλου προσώπου ἀσφαλῶς περιλαμβάνει καὶ συναισθηματικὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖται μόνον ἐξ αὐτῶν. Ἅπασαι αἱ πλευραὶ τῆς θεωρίας καὶ τῆς πράξεως εἶναι παροῦσαι εἰς τὸ γεγονὸς τῆς πίστεως...» (Systematische Theologie, Bd III Stuttgart 1966, σ. 157).

Συναξαριστής της 3ης Ιανουαρίου

Ὁ Προφήτης Μαλαχίας
 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, τονίζει ὅτι «οἱ ἄγγελοι εἶναι ὑπηρετικὰ πνεύματα, ποὺ δὲν ἐνεργοῦν μὲ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετήσουν ἐκείνους ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή».

Ἕνας τέτοιος ἀπεσταλμένος ἄγγελος, ἐπίγειος ὅμως, ἦταν καὶ ὁ προφήτης Μαλαχίας, ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐ, ἐν Σοφαῖς κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ ἐπέστρεψαν οἱ Ἑβραῖοι στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλῶνας.

Πῆρε τὸ ὄνομα Μαλαχίας -ποὺ ἑλληνικὰ σημαίνει ἄγγελος- γιὰ τρεῖς λόγους:

Πρῶτον, διότι, ὅσα προφήτευε, ἀμέσως τὰ ἐπιβεβαίωνε στὸ λαὸ θεῖος ἄγγελος. Καὶ τὸ παράδοξο ἦταν ὅτι τὸν ἄγγελο δὲν τὸν ἔβλεπαν οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ μόνο οἱ ἄξιοι, τὴν φωνή του, ὅμως, τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἄξιοι καὶ οἱ ἀνάξιοι.

Ὁ δεύτερος λόγος γι᾿ αὐτὴ του τὴν ὀνομασία ἦταν ὅτι ἡ ὅλη σωματική του ἐμφάνιση εἶχε τέλεια ἁρμονία καὶ μεγαλοπρέπεια.

Ὁ τρίτος λόγος καὶ σπουδαιότερος ἦταν ὅτι, ἀπὸ νέος ἀκόμα, ἔκανε ζωὴ ἐνάρετη καὶ ἠθικὰ ἄμεμπτη. Αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε, ὅταν βρέθηκε στὴ θέση νὰ ἐλέγξει καί, πραγματικά, ἤλεγξε μὲ σφοδρότητα τὸν ἴδιο του τὸ λαὸ καὶ τοὺς Ἱερεῖς ἀκόμα τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τὶς ἀνομίες καὶ τὶς ἀσέβειές τους.

Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν προφήτη Μαλαχία νὰ προφητεύσει καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τοῦ ἔργου Του. Ἔτσι, ἡ ζωὴ τοῦ προφήτη μας δείχνει πὼς κάποιος μπορεῖ νὰ γίνει ἐπίγειος ἄγγελος, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης Μαλαχίας πέθανε εἰρηνικά, σχετικῶς νέος, καὶ τάφηκε στὸ τόπο τῶν πατέρων του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς σοφίας ἔμπλεως, τῆς ὑπερσόφου καὶ θείας, Μαλαχία μέγιστε, σὺ πεφυκὼς ὡς Προφήτης, ἄνωθεν, αὐτὸν τὸν ὄντα Θεοῦ σοφίαν, ἔδειξας, τοῖς πᾶσι κάτω ἀναστραφέντα· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, τελοῦντες πίστει τὴν θείαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 
Θείας ἐμφανείας ἀγγελικῆς, κατηξιωμένος, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, ὤφθης προσημάντωρ, τῶν ἱερῶν κριμάτων, Προφῆτα Μαλαχία, Ἀγγέλων σύσκηνε.

 
Ὁ Ἅγιος Γόρδιος
 


Ὁ Ἅγιος Γόρδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν διακεκριμένος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου, ὁ ὁποῖος τὸ 314 ἦλθε σὲ πόλεμο μετὰ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντῖνος ἔδειχνε φανερὴ συμπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ὁ Λικίνιος ἀποφάσισε νὰ περιποιηθεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ τοὺς κινήσει κάποια μέρα ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του. Γι᾿ αὐτό, ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Αὐλὴ καὶ τὸ στρατό, ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ διέταξε νὰ κλείσουν καὶ νὰ γκρεμισθοῦν πολλὲς ἐκκλησίες. Ἐπέβαλε μάλιστα, αὐστηρὲς ποινὲς σ᾿ ὅλους ὅσους ἀντιστέκονταν.

Τότε λοιπὸν ἀπομακρύνθηκε καὶ ὁ Γόρδιος ἀπὸ τὸ στρατό. Ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος, ὅπου περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ προσευχή, μελέτη καὶ σωματικὴ ἐργασία. Ἀλλ᾿ οἱ πληροφορίες ποὺ ἔπαιρνε ἦταν, ὅτι ὁ Λικίνιος ἐπέμενε στὶς σκληρὲς διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν.

Κατέβηκε λοιπὸν μία νύχτα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ φωνάξει ἐναντίον τῆς ἀδικίας καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Νὰ στιγματίσει τὴν διαγωγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἔκανε τόσο ἀνίερη κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του ἐναντίον ὄχι μόνο τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱερότατου δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι λοιπόν, κάποια μέρα ποὺ ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ἦταν μαζεμένοι στὸ θέατρο, ὁ Γόρδιος ἔκανε πράξη ὅλα τὰ παραπάνω, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλισθεῖ ἐπὶ τόπου.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένος, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Οἱ σοὶ ἱδρῶτες ἔνδοξε, τὴν πᾶσαν γῆν κατήρδευσαν, καὶ τοῖς τιμίοις σου αἵμασι Γόρδιε, τὸν κόσμον ἅπαντα εὔφρανας· ταῖς εὐχαῖς σου θεόφρον, σῶσον πάντας τοὺς πίστει σε ἀναμέλποντας, καὶ τιμῶντας ἀξίως, πανεύφημε ὡς πολύαθλον.

Μεγαλυνάριον Ἔλιπες στρατείαν τὴν ὑλικήν, καὶ τῇ οὐρανίῳ, πανοπλίᾳ ὀχυρωθεὶς, τὰς ἀντικειμένας, καθεῖλες παρατάξεις, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, ἔνδοξε Γόρδιε.

 
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ σημειοφόρος ὁ ἐν Ἁγίῳ Ζαχαρίᾳ Ἀτρώας

Ὁ Πέτρος αὐτὸς ἦταν ἀσκητὴς στὰ ἀνατολικὰ μέρη τῆς Προποντίδας, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ Ἀτρώα.
Δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν Ἅγιο Πέτρο τὸν σημειοφόρο τὸν ἐπίσκοπο Ἄργους.

 
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μήτηρ καὶ τὰ δυὸ Τέκνα
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Θαυματουργός

Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 361 Coislin φ. 88.
Αὐτὸς ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Λάτρος καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους ἵδρυσε τὴν Λαύρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μυρσινῶνος.

 
Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Λεσβία
 


Γεννήθηκε, στὴ Λέσβο μεταξὺ τῶν ἐτῶν 910-913. Οἱ γονεῖς της, Μιχαὴλ καὶ Καλή, ἦταν εὐσεβέστατοι, ἔντιμοι καὶ εὐκατάστατοι. Τὴ στέρηση παιδιοῦ τὴν ἀντιμετώπιζαν «πενθοῦντες καὶ σκυθρωπάζοντες», ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀποκτοῦσαν παιδὶ καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαυαν νὰ προσεύχωνται.

Τέλος, ἡ Παναγία μὲ θεῖο ὄνειρο προειδοποίησε τὴν Καλὴ ὅτι ὄχι μόνο θὰ ἀποκτοῦσε παιδί, ἀλλὰ ὅτι τοῦτο θὰ ξεχώριζε σὲ πλοῦτο χαρισμάτων καὶ ἁγιότητα. Πραγματικά, ἀπόκτησαν κόρη, ποὺ τὴν ὠνόμασαν Θωμαΐδα, ποὺ καθὼς μεγάλωνε ξεχώριζε γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε καὶ τὴν ὀμορφιά της.

Ἂν καὶ δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση γιὰ γάμο ἀλλ᾿ ἀπεναντίας ἐθαύμαζε τὴν μοναστικὴ ζωή, πειθαρχώντας στὴ θέληση καὶ ἐπιθυμία τῶν γονιῶν της, πανδρεύτηκε, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 934-937, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν, κάποιον Στέφανο, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὴν «ἀκάνθινος στέφανος» γιὰ ὅλη τὴν ζωή της.

Ἐνῷ αὐτὴ ἦταν τόσο καλή, τόσο ἐνάρετη, ὥστε τὴν ἤξεραν ὅλοι σὰν ὑπόδειγμα συζύγου, ὑπέφερε φοβερὰ ἀπὸ τὴν βάναυση συμπεριφορὰ τοῦ βαρβάρου συζύγου της, ποὺ καθημερινὰ εὕρισκε εὐκαιρία νὰ τὴν πληγώνει στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ μὲ ξυλοδαρμούς, ῥαπίσματα, κλωτσιὲς ἀκόμα καὶ στὸ στόμα της, νὰ τὴν καίει, νὰ τῆς ἀνοίγει πληγὲς σ᾿ ὅλο της τὸ σῶμα.

Καὶ ἡ Θωμαΐς ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴ τὴν μαρτυρικὴ κατάσταση μὲ τὴν προσευχή, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγαθοεργία. Πολὺ σύντομα ἡ πίστη καὶ ἡ ἁγιότητα τῆς Θωμαΐδος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ τῆς ἔδωκε τὴν χάρη νὰ κάνει καὶ θαύματα, ὅταν ζητοῦσε μὲ τὶς θερμὲς προσευχὲς της τὴν βοήθειά Του γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν.
Ἔπειτα ἀπὸ δέκα τριῶν ἐτῶν μαρτυρικὴς συζυγικὴς ζωής, ἀπέθανε ἡ Θωμαΐς σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὰς θλίψεις τοῦ βίου σου, ὡς ἠροσφορᾶν λογικήν, Χριστῷ προσενένκασα, τὴν τῶν θαυμάτων ἰσχύν, Ὁσία, ἀντείληφας. Ὅθεν ὡς συζυγίας, ὑποτύπωσιν θείαν, μέλπομεν Θωμαΐς σὲ καὶ πιστῶς σοὶ βοῶμεν Χαῖρε τῆς νήσου Λέσβου, σεμνὸν ἐγκαλλώπισμα.

 
Ἡ Ἁγία Γενεβιέβη τῶν Παρισίων

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...