Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2017

''Εγώ ειμί το φως του κόσμου''


baptismaΤου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

«Πάλιν ο Ιησούς μου και πάλιν μυστήριον. Μυστήριον το οποίον δεν είναι ούτε ψεύτικον ούτε απρεπές… Μυστήριον και θείον και υψηλόν που δημιουργεί λαμπρότητα.
Διότι η αγία ημέρα των Φώτων εις την οποίαν έχομεν φθάσει και την οποίαν έχομεν αξιωθή να εορτάσωμεν σήμερα, έχει μεν ως αρχή το βάπτισμα του Χριστού μου, του αληθινού φωτός, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπον ο οποίος έρχεται εις τον κόσμον, πραγματοποιεί δε τον καθαρισμόν μου και βοηθεί το φως το οποίον έχομεν λάβει από τον Θεόν κατά την δημιουργίαν, και το οποίον έχομεν κάνει να σκοτεινιάση και να αδυνατίση.
Ακούσατε λοιπόν την φωνήν του Θεού: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου» και δια τον λόγον αυτόν, πλησιάσετέ Τον και πάρετε φως και τα πρόσωπά σας δεν θα σκιαστούν από εντροπήν, επειδή έχουν την σφραγίδα του αληθινού φωτός. Να, ευκαιρία αναγεννήσεως • ας γίνωμεν ουράνιοι. Να, καιρός αναδημιουργίας • ας ξαναβρούμε τον πρώτον Αδάμ»1.
Με αυτούς τους λόγους, αγαπητοί μου αδελφοί και φιλέορτοι, ο μύστης της θείας ελλάμψεως, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, περιγράφει τα μεγαλεία της σημερινής ημέρας.
Θεοφάνεια … «Θεός Λόγος επεφάνη εν σαρκί, τω γένει των ανθρώπων»2 …
Φώτα… «Φως εκ φωτός έλαμψεν τω κόσμω Χριστός ο Θεός ημών»3, καθώς ψάλλουν γεμάτοι ενθουσιασμό οι πνευματοκίνητοι ιεροί υμνογράφοι της Εκκλησίας μας, δοξολογώντας τον εν Ιορδάνη υπό Ιωάννου βαπτισθέντα Δεσπότη και Κύριο.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, σήμερα να επικοινωνήσω και πάλι μαζί σας καρδιακά και αγαπητικά, ως πνευματικός πατέρας προς τα ευλογημένα και φωτόμορφα παιδιά του και να σας μεταφέρω την εμπειρία των Αγίων της αμωμήτου Πίστεώς μας μέσα από το λόγο του Χριστού, τον οποίο ακούσαμε να επαναλαμβάνει η θεολόγος φωνή της Εκκλησίας : «Εγώ ειμι το φως του κόσμου»4.
Πρώτον. «Εγώ ειμι το φως του κόσμου».
Η Αγία Γραφή, η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας μας και η εμπειρία των Αγίων μας βεβαιώνουν ότι ο Θεός είναι φως και μάλιστα το αληθινό φως. «Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, σημειωθήτω εφ' ημάς το φως του προσώπου Σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον»5, αναφωνούμε καθημερινά μέσα στη λατρεία της Εκκλησίας μας.
Ομολογούμε συγχρόνως ότι ο Θεός είναι Αυτός που δημιούργησε το αισθητό φως, το οποίο φωτίζει όλη τη δημιουργία και ιδιαίτερα τον άνθρωπο.
Υπήρχε φως: το Άναρχον και Αΐδιον Φως το προεκλάμψαν προ πάντων των αιώνων.
Κατά τη δημιουργία του κόσμου, είπε ο Θεός, που είναι το νοερό φως: «γενηθήτω φως και εγένετο φως»6.
Άρα το κτιστό φως είναι δώρο του πανάγαθου Θεού, είναι μία αμυδρή εικόνα του ακτίστου φωτός της Θεότητος. Είναι λαμπρό, καθαρό, άϋλο.
Και ο ήλιος ακόμη, ο οποίος ανατέλλει καθημερινά και με τις ζωογόνες ακτίνες του αναζωογονεί τον πλανήτη μας, το Δημιουργό Του μας δείχνει, τον αειλαμπή και υπέρφωτο της δικαιοσύνης Ήλιο, την απαράλλακτη εικόνα του Πατρός, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αυτόν ο Οποίος έγινε άνθρωπος δια φιλανθρωπίαν και «επεφάνη εν τω κόσμω…ίνα φωτίση τους εν σκότει καθημένους»7.
Το φως, όμως, του ήλιου δεν μπορεί να διεισδύσει παντού. Αφήνει σκιές και συγχρόνως αδυνατεί να εισέλθει στον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου.
Κάνει διακριτές τις μορφές των ανθρώπων, όχι όμως τους διαλογισμούς τους. Φανερώνει τις δυσκολίες του δρόμου της ζωής, όχι όμως και τις παγίδες της αμαρτίας.
Αντιθέτως, το Άκτιστο Φως φωτίζει τα εσώτατα του ανθρώπου, το χώρο της καρδιάς και μας αποκαλύπτει τη στενή και τεθλιμμένη οδό που μας οδηγεί στη σωτηρία. Χωρίς αυτό το φως δεν θα είχαμε ούτε τη γνώση των μυστηρίων του Θεού, ούτε πρωτίστως την αποκάλυψη της Βασιλείας του Ουρανίου Πατρός 8.
Γι’ αυτό και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσευχόταν καθημερινά επαναλαμβάνοντας την μονολόγιστη ευχή: «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος».
Δεύτερον. «Εγώ ειμι το φως του κόσμου».
Το φως του Χριστού είναι ενέργεια της θεότητός Του. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αποκαλύπτονται ως φως στην καρδιά των θεουμένων ανθρώπων.
Ο Θεός, στην Αγία Γραφή και γενικά στη γλώσσα της Εκκλησίας, παρουσιάζεται ως φως, όχι κατά την ουσία Του, αλλά κατά τις άκτιστες ενέργειές Του.
«Φως ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα» 9.
Αυτό το φως είδαν οι Μαθητές αμυδρά «καθώς ηδύναντο» επάνω στο όρος Θαβώρ, όταν το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτια Αυτού έγιναν λευκά ως το φως 10.
Αυτό το φως είδε ο Απόστολος Παύλος στο δρόμο προς τη Δαμασκό11.
Με αυτό το φως γνωρίζουμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ζώντας μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, τη μοναδική Εκκλησία, απολαμβάνουμε και εμείς οι Ορθόδοξοι αυτήν την άκτιστη ενέργεια της χάριτος του Θεού.
Την ζούμε την ώρα της μετανοίας, όταν διώχνει τα πάθη από την ψυχή μας και μας θεραπεύει από τα τραύματα της αμαρτίας.
Την αισθανόμαστε μέσα στο χώρο της καρδιάς να μας διαβεβαιώνει για τη ζωντανή παρουσία του Χριστού και συγχρόνως να μας γεμίζει από πνευματική χαρά και αγαλλίαση.
Γι’ αυτό και μετά από τη Θεία Λειτουργία, αφού κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων, ψάλλουμε: «Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».
Γράφει ένας θεόπτης Πατέρας της Εκκλησίας, ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Έτυχε να βιώσω είδη τινά φωτός και φώτων: το «φως» της καλλιτεχνικής εμπνεύσεως…το «φως» του φιλοσοφικού στοχασμού…το «φως» της επιστημονικής γνώσεως… Αλλ’ ότε εις ώριμον ήδη ηλικίαν επέστρεψα εις τον Χριστόν ως τον τέλειον Θεόν, περιέλαμψεν εμέ το άναρχον Φως. Το θαυμαστόν τούτο Φως, έστω και εν τω μέτρω εν τω οποίω εδόθη εις εμέ να γνωρίσω δια της άνωθεν ευδοκίας, επεσκίασε πάντα τα άλλα, ως ο ανατέλλων ήλιος δεν επιτρέπει να ίδωμεν εισέτι και τους πλέον λαμπρούς αστέρας»12.
Αδελφοί μου, «το αληθινόν Φως επεφάνη και πάσι τον φωτισμόν δωρείται»13, ακούσαμε στην Ακολουθία του Όρθρου την εμπειρία των ιερών υμνογράφων της Εκκλησίας.
Όμως, πέρασαν πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια από την ανατολή του αληθινού Φωτός και του Ηλίου της δικαιοσύνης, που είναι ο Ιησούς Χριστός και η ανθρωπότητα ακόμη βυθίζεται σε ένα βαθύτατο σκότος.
Ποτέ άλλοτε στον πλανήτη μας δεν είχαν παρουσιασθεί τόσα άλλα φώτα, όπως μας τα περιέγραψε προηγουμένως ο θεοφόρος ασκητής.
Ποτέ άλλοτε δεν δαπανήθηκαν τόσα χρήματα, προκειμένου να φθάσουμε στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας, της ανέσεως, της ευμάρειας κι όλων εκείνων των μέσων που μας προσφέρει ο πολιτισμός και η καταναλωτική κοινωνία.
Και το αποτέλεσμα: η απανθρωπιά, η εκμετάλλευση του ανθρώπου, η αιματοχυσία, ο πόλεμος, τα αδιέξοδα, η καταστροφή του περιβάλλοντος, το βαθύ και πυκνό σκοτάδι που κυριαρχεί στο χώρο της καρδιάς και δεν μας επιτρέπει να γνωρίσουμε το αληθινό Φως του κόσμου, τον παμφαέστατο Λόγο, τον ρυπτόμενο στα νερά του Ιορδάνου Ήλιο, το απαύγασμα της δόξης του Πατρός 14.
Πρέπει να ομολογήσουμε όλοι μας ότι αιχμαλωτιστήκαμε από τα λαμπερά αλλά ψεύτικα φώτα που μας προσέφερε η δυτική ευδαιμονία.
Δεχθήκαμε έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο έζησαν οι Άγιοι και οι πρόγονοί μας, με αποτέλεσμα να μας αποκαλούν σήμερα φτωχούς και ανυπόληπτους.
Γι’ αυτό και προβάλλεται ως επιτακτική ανάγκη να επιστρέψουμε και να αναζητήσουμε αυτό το Φως του Χριστού που θα μας βγάλει από το σκοτεινό αδιέξοδο.
Εκείνοι στους οποίους στηριχθήκαμε, μας ζητούν ανταλλάγματα και πολλά άλλα δυσβάστακτα και απειλητικά για την Πατρίδα και την ενότητά μας.
Η σώζουσα χάρη όμως του Θεού, το αληθινό Φως, προσφέρεται δωρεάν και πλουσιοπάροχα. Με Αυτό θα πλεύσουμε στη θάλασσα της παρούσης ζωής για να φθάσουμε μία μέρα στον εύδιο λιμένα της Βασιλείας των Ουρανών.
Αυτήν τη φωτοφανή ημέρα, ας ακούσουμε και πάλι και ας πιστεύσουμε τη φωνή του Χριστού: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου • ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής»15.
Αυτήν τη φωτόνυμη ημέρα, που «η κτίσις φωτίζεται • ... τα πάντα ευφραίνονται, τα ουράνια άμα και τα επίγεια» ... επεφάνη η χάρις του Θεού, η σωτήριος πάσιν ανθρώποις»16, σας απευθύνω τις πλέον εγκάρδιες και θερμότατες ευχές μου και σας εύχομαι υγεία, δύναμη, πρόοδο και ευημερία για τις οικογένειές σας, για την Πατρίδα μας, αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο.

1 Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Εις τα Άγια Φώτα, ΕΠΕ 5,73
2 Ιδιόμελο πλ. β’ ήχου του Όρθου της εορτής των Θεοφανείων
3Τροπάριο των Αίνων του Όρθρου της εορτής των Θεοφανείων
4 Ιω. 8,12
5 Ευχή Α’ Ώρας
6 Γεν. 1,3
7 Τροπάριο πλ. α’ ήχου του Εσπερινού της εορτής των Θεοφανείων
8 Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, εκδ. Γ’, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1996, σελ. 286
9 Εξαποστειλάριο Σαββάτου μετά την Πεντηκοστή
10 Ματθ. 17,2
11 Πραξ. 9,3
12 «Και νυν» της Λιτής της εορτής των Θεοφανείων
13 Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, εκδ. Γ’, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1996, σελ. 244
14 Τροπάριο των Αίνων του Όρθρου της εορτής των Θεοφανείων
15 Δ’ Ωδή του Κανόνος του Όρθρου της εορτής των Θεοφανείων


16 Ιω. 8,12

το είδαμε εδώ

«Ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας» τοῦ Π.Β. Πάσχου, τῶν ἐκδόσεων «Ἀστὴρ»


Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, προσκαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ γιορτάσουν τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, μ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγος: «Δεῦτε ἴδετε ξένον κατακλυσμόν, πολὺ βελτίονα καὶ κρείττονα, τοῦ ἐπὶ Νῶε, θεωρούμενον· τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἐκεῖ τὸ ὕδωρ ἐθανάτωσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος διὰ τοῦ βαπτισθέντος τοὺς θανόντας ἐζωοποίησεν· ἐκεῖ ὁ Νῶε ἐκ ξύλων ἀσήπτων κιβωτὸν συνεπήξατο, ἐνταύθα δὲ ὁ Χριστός, ὁ νοητὸς Νῶε, ἐκ τῆς ἀφθόρου Μαρίας τὴν τοῦ σώματος Κιβωτὸν κατεσκεύασεν· ἐκεῖ περιστερά, κάρφος ἐλαίας βαστάζουσα, τὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εὐωδίαν ἐμήνυσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς παραγενόμενον, τὸν ἐλεήμονα ὑποδείκνυσι Κύριον». Σὰν ἕνας δεύτερος κατακλυσμός, πραγματικά, εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἕνας κατακλυσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χάριτος...
τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πνευματικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εἰσαγωγή του καὶ πάλι στὸν Παράδεισο. Γι΄ αὐτὸ κι ὁ στίχος, ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, λέγει: 

Τοὺς οὐρανοὺς Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σχίσαν,
Τοὺς αὐτὸ μὴ χραίνοντας ἔνδον εἰσάγει

Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, γιορτάζουμε τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ἅγιο Πρόδρομο, στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα ποὺ τὸ ἐπέρασεν ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατὰ πάντα τὸ «νόμο», θέλησε νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ὁ «Θεὸς ἐν σώματι» καὶ ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γνήσιος καὶ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί»· ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες, στὶς τόσο νοσταλγικὲς προφητεῖες τους, μὲ πολλὴ προσδοκία ἐκήρυχναν.

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχεν ἔρθει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ βάπτιζε «βάπτισμα μετανοίας», κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ –ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄ 2-3). Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες, ὄντας ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ πληρώσει καὶ σ΄ αὐτὸ τὸ «νόμο» ἦρθε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δειλιάζει, καὶ συλλογιζόμενος τὴν ἀναξιότητά του μπρὸς στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ: 

«Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;» -«Πῶς ἐκτείνω χείρα καὶ ἄψωμαι κορυφῆς κρατούσης τὰ σύμπαντα; Εἰ καὶ Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ΄ οἶδά σε Θεὸν προαιώνιον· ἐπὶ γῆς βαδίζεις, ὁ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφείμ· καὶ δοῦλος, Δεσπότην βαπτίζειν οὐ μεμάθηκα»! Μὰ ὁ Χριστὸς ἀφοπλίζει τὴ λογικὴ δειλία τοῦ Βαπτιστοῦ, λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια: «Ἅφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν ἐστι πληρῶσαι πάσαν δικαιοσύνην». Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ φέρει πιὰ ἄλλην ἀντίσταση, ἔστερξε νὰ βαπτίσει τὸ Χριστό. Κ΄ εἶδεν εὐθὺς ὁ Ἰωάννης τὴ στιγμὴ ἐκείνη, νἀνοίγωνται οἱ οὐρανοί· νὰ κατεβαίνει «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδη, ὡσεὶ περιστερὰ ἐπ΄ αὐτόν». Κι ἄκουσε νἂρχεται φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὧ ηὐδόκησα»!

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑφτὰ λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε: α) «βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν», β) νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στὸ νερό, γ) νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία κι ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ νὰ τὸν παραχώσει μὲς στὸ νερό, δ) ν΄ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο, τὸν Βαπτιστή, ε) νὰ «πληρώση» τὸν νόμο, στ) ν΄ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ζ) νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ στὸ βάπτισμα. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει κ΄ ἕναν  η) ν΄ ἁγιάσει τὴν φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τινὰς ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».

Καὶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μία χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ τὴ μεταφέρουμε κ΄ ἐμεῖς ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα ποὺ (ὁ Χριστὸς) βαπτίσθηκε κι ἁγίασε ὅλα τὰ νερά. Γι΄ αὐτό, λοιπόν, καὶ στὴ γιορτὴ αὐτή, κατὰ τὸ μεσονύχτι (ἐπειδὴ κατὰ τὴν Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ χριστιανοὶ) καὶ παίρνουνε νερὸ γιὰ τὰ σπίτια τους· ὅπου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τὰ νερὰ σήμερα, τὸ φυλάγουν ὅλο τὸ χρόνο. 

Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται φανερό, ἀπ΄ τὸ ὅτι τὰ νερὰ ποὺ παίρνουμε (τὰ Φῶτα) δὲν ἀλλοιώνονται καὶ δὲν μυρίζουν, ὅσος καιρὸς κι ἂν περάσει· ἀλλὰ βαστοῦνε ἕνα χρόνο· ὁλάκερο, πολλὲς φορὲς καὶ δυὸ καὶ τρία χρόνια· καί, ὕστερ΄ ἀπὸ τόσα χρόνια, αὐτὸ τὸ νερὸ συναγωνίζεται σὲ φρεσκάδα καὶ σὲ καθαρότητα κ΄ ἐκεῖνα τὰ νερὰ ποὺ μόλις τώρα τὰ πῆραν ἀπὸ τὸ πηγάδι». Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς κάθε χρόνο νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἡμέρες μας –ἰδίως στὰ χωριά μας, ποὺ μὲ θερμὴ πίστη κ΄ εὐλάβεια, αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ βάζουν δίπλα ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα, στὸν ἱερώτερο τόπο κάθε σπιτιοῦ.

Ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς δὲν ἔλαβε οὔτε τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ἐνδυμάτων, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό μας, μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μία κατάδυση καὶ μία ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου. Καὶ λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐρχότανε νὰ βαπτισθοῦνε σ΄ αὐτόν, τοὺς βαστοῦσε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὥσπου νὰ ἐξομολογηθοῦνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους, κ΄ ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ παρέχει ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶχε ἐπιστέγασμά της τὸ βάπτισμα: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας». 

Ὅμως, καθὼς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μάρκος, ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Γιατί; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση, ποὺ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι, οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι, βαπτιζόμενοι, ἐπειδὴ ἦτον ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τὸ νερὸν βουτημένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας των, καὶ τότε ἔβγαινον ἀπὸ τὸ νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξὺ διάστημα καιροῦ. Ὁ δὲ Κύριος, ἐπειδὴ ἦτον ἀναμάρτητος, καὶ ἁμαρτίας δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ, διὰ τοῦτο, εὐθὺς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω». Κ΄ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σὰν εἶδος γέφυρας, ποὺ μᾶς πέρασε ἀπ΄ τὸ ἰουδαϊκὸ-σωματικό, στὸ χριστιανικὸ-πνευματικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ μᾶς χαρίζει μιὰν ἄσπιλη κι ἀμόλυντη πνευματικὴ καθαρότητα.

Ἀπ΄ ὅλο τὸν ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων, ποὺ ὑπομνηματίζει μὲ τὸν πνευματικώτερο καὶ ποιητικώτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς Βαπτίσεως, μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ τελευταῖο τροπάριό της η΄ ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:

Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,

Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.


Ἤδη μὲ τὴν ἔκφραση «λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις», ὁ ἱερὸς μελωδὸς μᾶς μεταδίδει τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὴν ἔνθεη συγκίνηση, εἰσάγοντάς μας σὲ μία πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἂς ἀσπροφορέσει, λέγει, κάθε ἀνθρώπινη, κάθε γήινη φύση, γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνεβεῖ στὸ προτερινὸ ὕψος της. Κι ὄχι μόνο γι΄ αὐτό, μὰ ἀκόμη, πρέπει ν΄ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται κάθε πλάση ἀνθρώπινη, γιατί ὁ θεῖος Λόγος τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὴν καθάρισε ἀπ΄ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐκατάστησε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη –«τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη».

Ὁ τίτλος αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κειμένου εἶναι: «ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». Καὶ ὑπάρχει ἕνας σοβαρὸς λόγος, ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ τίτλος κι ὄχι ἕνας ἄλλος, πιὸ κατανοητὸς ἴσως στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ποιητικώτατη προφητικὴ αὐτὴ φράση τῶν Ψαλμῶν εἶναι πλουτισμένη μ΄ ἕνα ἀσυνήθιστο καὶ ἀνυποψίαστο, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ φιλακόλουθους, πνευματικὸ βάθος. Ἂς προχωρήσουμε στὸ βαθὺ αὐτὸ νόημα, μὲ ὁδηγὸ καὶ συνέκδημο τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο –ποὺ πρέπει κάποτε νὰ πιάσει στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς μας μιὰν ὁλόκληρη ἕδρα, γιὰ νὰ μπορέσει ν΄ ἀξιοποιήσει τοὺς θησαυροὺς τῆς ἁγίας κηρυκτικῆς πείρας του ἡ Ἐκκλησία κ΄ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη. 

Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μέ τὴ γνωστὴ μέθοδό του, πὼς ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης –ποὺ ἦταν πολυφημισμένος στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ σ΄ αὐτὸν- πηγάζει ἀπό δύο πηγές: ἡ μία λέγεται Ἰὸρ κ΄ ἡ ἄλλη Δάν. Καθὼς προχωροῦν τὰ δύο αὐτὰ ποτάμια, ἑνώνονται καὶ γίνονται ἕνα ποτάμι ποὺ ὀνομάζεται (ἀπ΄ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰὸρ καὶ Δᾶν) Ἰορδάνης καὶ χύνεται στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικώτατη, ὅπως τὴν φανερώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγὲς του συμβολίζουν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τοὺς δύο προπάτορες, ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀνέβλυσε –σὰν ἄλλος Ἰορδάνης- ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. 

Κι ὅλο τοῦτο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; στὴ νέκρωση καὶ στὸ θάνατο –ὅπως ὁ Ἰορδάνης στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνεσε γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κ΄ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἔπαθε ἀπάνω στὸ σταυρό, καὶ κατήργησε, μὲ τὸν θάνατό του, τὸν θάνατο. Ἔτσι ἐχάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω, τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». (Ρωμ. Στ΄ 3).

Θὰ τελειώσουμε μ΄ ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, ποὺ ἡ ἔκδοση τῶν λόγων του –ἀγνώστων σχεδὸν ὡς τὰ τώρα- τιμᾶ τὴν «Πηγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Βιβλίου», ποὺ ἔβαλε τὴ δαπάνη καὶ τὴ φροντίδα γιὰ νὰ τυπωθοῦν, καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια. «Ἀλλ΄ ἐκεῖνο τὸ ὕστερον, λέγει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ ἀναπτερώνει, διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται τὸ βάπτισμα. Εἶναι τοῦτο, οἱ ἀνοιγόμενοι Οὐρανοί. Ὢ βάπτισμα, θύρα τοῦ Παραδείσου! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλείς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλίμαξ τῶν Οὐρανῶν, ὢ βάπτισμα, ἡ κολυμβήθρα τῆς ἀναγεννήσεως! Ὢ βάπτισμα, τὸ λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας! Ὢ βάπτισμα, τῆς υἱοθεσίας μυστήριον! Ὢ βάπτισμα, ἡ ταφὴ τῆς ταφῆς, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάστασις τῆς ἀναστάσεως, διὰ τοῦ ὁποίου “συνθάπτομαι Χριστῷ καὶ συνανίσταμαι Χριστῶ”… Διὰ τ΄ ἐμᾶς εἶναι ἀνοιμένες οἱ θεόδμητες ἐκεῖνες πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ ἐμεῖς κατακυλιούμεστάνε χάμετες στὴν γῆν. Γιὰ τ΄ ἐμᾶς χύνεται τόσον καὶ τηλικοῦτον φῶς καὶ καθαρίζει μας καὶ λούει μας, καὶ ἀφαιρεῖ τὲς πονηρίες ἠμῶν “ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” καὶ φωτίζει μας».

Δικαιολογημένη, λοιπόν, ἡ χαρὰ τῶν χριστιανῶν. «Τὰ σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω». «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνη ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα» καὶ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον»!

Θεοφάνεια




Σήμερον ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν ἑορτάζει τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων, καὶ ποιεῖται μνείαν τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής, ὅστις ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ εἶχεν ἀναγνωρίσει τὸν Λυτρωτὴν καὶ ἐσκίρτησεν, ἀνὴρ γενόμενος ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος πιστεύσας, ὑποδείξας καὶ κηρύξας τὸν Χριστόν. «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», εἶπεν ὅτε εἶδε τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα. «Ἔρχεται ἄλλος ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητάς του. Τινὲς δὲ τῶν μαθητῶν τούτων, ἐγκαταλιπόντες αὐτόν, ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν, ὅθεν ὁ Ἰωάννης ἐγκαρτερῶν καὶ ὑποτασσόμενος ἔλεγεν, «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι». Ἐκ τῶν μαθητῶν τούτων τοῦ Ἰωάννου λέγεται ὅτι ἦσαν ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Σίμων Πέτρος, ὅστις καὶ πρῶτος ἐκ τῶν ἄλλων ἀποστόλων ὡμολόγησε τὸν Χριστόν, «Ραββί, σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Πρὸς τοῦτον λοιπὸν τὸν Ἰωάννην, τὸν κηρύττοντα καὶ βαπτίζοντα βάπτισμα μετανοίας, προσῆλθεν ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ ἐβαπτίσθη θέλων νὰ δώση τὸ παράδειγμα.

Ἐπειδὴ περὶ βαπτίσματος ὁ λόγος, καλὸν νομίζω ἐνταῦθα νὰ ὑποβάλω πρακτικάς τινας παρατηρήσεις περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν τελεῖται παρ᾿ ἡμῖν τὸ Βάπτισμα.

Οἱ παλαιοὶ πρακτικώτατοι καὶ μεμορφωμένοι ἱερεῖς, καίτοι ἀγράμματοι λεγόμενοι, εἴξευρον νὰ ἐκτελῶσι κανονικώτατα τὰς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις, κρατοῦντες τὸν βαπτιζόμενον ὄρθιον πρὸς ἀνατολὰς βλέποντα, ἐφαρμόζοντες τὴν δεξιὰν ἐπὶ τῆς μασχάλης τοῦ βρέφους ἁβρῶς ἅμα καὶ ἀσφαλῶς, φράττοντες δὲ διὰ τῆς ἀριστερᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐφρόντιζον περὶ τῆς θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος καὶ ἑκάστη κατάδυσις ἐγίνετο ἀκαριαία, τὸ δὲ διάλειμμα μεταξὺ τῶν καταδύσεων ἐγίνετο ἀρκετόν, ὥστε ν᾿ ἀναπνεύση τὸ βρέφος(1).

Τοιούτῳ τρόπῳ οὐδεὶς βαπτιζόμενος ἔπαθε ποτέ τι ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ. Τὸ σημερινὸν ὅμως σμῆνος τῶν ἱερέων, τοὺς ὁποίους ἡ διεφθαρμένη πολιτικὴ ἐπιβάλλει πολλάκις ἀξέστους καὶ ἀκαλλιεργήτους εἰς τοὺς Σ. Σ. ἱεράρχας νὰ τοὺς χειροτονῶσιν, ἀφοῦ κακῶς ἐκτελεῖ, ἢ μᾶλλον κακῶς παραλείπει τοσούτους ἄλλους τύπους, ὀφείλει τουλάχιστον νὰ σεβασθῇ αὐτὸ τὸ θεμέλιον τῆς πίστεως ἡμῶν, τὸ ἅγιον βάπτισμα.

Γράφομεν ταῦτα, διότι ἔχομεν λόγους νὰ πιστεύωμεν ὅτι πολλοὶ τῶν ἱερέων, χαριζόμενοι εἰς τὴν τυφλὴν καὶ μωρὰν πολλάκις φιλοστοργίαν ἀμαθῶν καὶ προληπτικῶν γονέων, οἵτινες νομίζουν, ὅτι κάτι θὰ πάθη τὸ χαϊδευμένον νεογνόν των ἐν τῇ ἱερᾷ κολυμβήθρᾳ, ἐκτελοῦσι σχεδὸν ράντισμα, καὶ ὄχι βάπτισμα.

Οἱ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγγνωστοί, διότι ἠγνόησαν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἑλληνικοῦ ρήματος βαπτίζω, baptizo, ὅτι δηλ. σημαίνει βάπτω, βυθίζω, βουτῶ, οἱ Ἕλληνες ὅμως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὴν ἀγνοήσωσιν.

Εἶναι καιρὸς νὰ φυλαχθῆ ὁ ἱερὸς οὗτος τύπος, διότι ἂν ἐξακολουθήση ἡ ἀμάθεια τοῦ κλήρου, καὶ πληθυνθῆ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀσέβεια, μετὰ μίαν γενεάν, ὅτε θὰ εἴμεθα μισοβαφτισμένοι ὅλοι, θὰ δεήση νὰ διαταχθῆ γενικὸς ἀναβαπτισμὸς ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, ἀρρένων καὶ θηλέων. Διότι πρέπει νὰ εἴμεθα συνεπεῖς. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἰς μὲν τοὺς προσερχομένους ἐκ τῶν Δυτικῶν εἰς τοὺς κόλπους της ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμόν, τοὺς δὲ Ἀρμενίους τοὺς μυρώνει μόνον, καὶ τοῦτο διότι οὗτοι μὲν εἶναι κανονικῶς βεβαπτισμένοι διὰ τριῶν ἀναδύσεων καὶ καταδύσεων, ἐκεῖνοι δὲ ἀτελῶς μόνον διὰ ραντισμοῦ. «Συντηρώμεθα χάριτι, πιστοί, καὶ σφραγῖδι, ὡς γὰρ ὄλεθρον ἔφυγον, Ἑβραῖοι, φλιᾶς πάλαι αἱμαχθείσης, οὕτω καὶ ἡμῖν ἐξόδιον τὸ θεῖον τοῦτο, τῆς παλιγγενεσίας λουτήριον ἔσται, ἕνεκεν καὶ τῆς Τριάδος, ὀψόμεθα φῶς τὸ ἄδυτον».

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς», 6 Ἰανουαρίου 1888, 3α.)

Σημειώσεις
1. Ὅλες αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες, ποὺ καὶ οἱ παπάδες ἀκόμα δὲν καλοξέρουν, μᾶς φαίνονται περίεργες ἀπ᾿ τὴν πρώτη ματιά. Μὰ ὅσοι ἐδιάβασαν τὴ βιογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τὸν παρακολούθησαν στὰ παιδικά του χρόνια, θὰ θυμοῦνται πὼς τὸ παπαδοπαίδι ἐκεῖνο παρακολουθοῦσε βῆμα πρὸς βῆμα τὸν πατέρα του σ᾿ ὅλες τὶς λειτουργίες καὶ τελετές, καὶ τὸν βοηθοῦσε «καὶ συνέψαλλε μετ᾿ αὐτοῦ» καὶ τὸν ρωτοῦσε γιὰ θρησκευτικὲς λεπτομέρειες καὶ τύπους, γιατὶ ὁ πατέρας του ἦταν ἀρχαιοπρεπὴς παπᾶς, ἀπόγονος καὶ μαθητὴς τῶν κολλυβάδων τῆς Σκιάθου, καὶ γνώριζε κατὰ βάθος τὴν παλαιὰ ἐκκλησιαστικὴ τάξη, καὶ τὴν τηροῦσε μὲ φανατισμό. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει γράψει καὶ ἄλλα παρόμοια εἰδικὰ λειτουργικὰ ἄρθρα, ὅπου κατήγγελλε ἢ καυτηρίαζε διάφορες παρατυπίες καὶ παραλείψεις, π.χ. Τὰ «Μνημόσυνα καὶ τὸ Καθαρτήριον», «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» κλπ. Τὸ δὲ διήγημά του «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔχει τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ἔμπνευσή του ἀπ᾿ τὸ ἁπλούστατο γεγονὸς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς παρατυπίας, ποὺ ἤθελε νὰ τὴν καυτηριάσει ὁ Παπαδιαμάντης. Καὶ ἡ παρατυπία αὐτὴ ἦταν ὅτι στὴν κηδεία ἑνὸς νηπίου ἐψάλη ὄχι ἡ εἰδική, μὰ ἡ κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Γιὰ ἐκκλησιαστικὲς παρατυπίες παράβαλε καὶ τὸ διήγημα «Ὁ Καλόγερος», ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλα σκόρπια χωρία στὰ διηγήματά του.

πηγή

Εκοιμήθει εν Κυρίω ο Γέροντας της Ι.Μ. Παναγίας Καθαρών Ιθάκης π. Θεοδόσιος Βλησμάς

Σήμερα 05/01/2017, το πρωί,
 εκοιμήθη εν Κυρίω, ο Μοναχός της Ι.Μ. Καθαρών Ιθάκης, Γέροντας π.Θεοδόσιος Βλησμάς.
 Κύριος ο Θεός ας αναπαύει την απλή και άδολη ψυχή του κι όλοι εμείς ας έχουμε την ευχή του.







πηγή

Γιατί ο Χριστός διάλεξε τον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτισθεί;

ιορδάνη 

ΣΤΟΝ ΙΟΡΔΆΝΗ ΠΟΤΑΜΌ ΕΊΧΑΝ ΓΊΝΕΙ ΠΟΛΛΆ ΘΑΎΜΑΤΑ ΚΑΙ ΉΤΑΝ ΠΛΉΡΗΣ ΧΑΡΊΤΩΝ, ΑΓΙΑΣΜΈΝΟΣ, ΓΙΑ ΑΥΤΌ Ο ΧΡΙΣΤΌΣ ΜΕΤΈΒΗ ΣΤΟΝ ΙΟΡΔΆΝΗ ΠΟΤΑΜΌ.

Ένα  εκ των θαυμάτων συνέβη όταν διήλθε από τον Ιορδάνη ο Ιησούς του Ναυή με την Κιβωτό, την οποία την κρατούσαν οι δώδεκα ιερείς. Με εντολή του Ιησού του Ναυή μπήκαν οι ιερείς με την κιβωτό και τότε έγινε ένα θαύμα παράδοξο: Ο Ιορδάνης στράφηκε προς τα πίσω και απέμεινε τόσο νερό, όσο ήταν αρκετό για να βραχούν οι ιερείς μόνο μέχρι τον αστράγαλο. Και έτσι έμειναν τα νερά έως ότου πέρασαν όλοι οι Εβραίοι.
Όταν ο Προφήτης Ηλίας, πέρασε τον Ιορδάνη με τον Ελισσαίο, πάλι ο ποταμός έγινε σαν στεριά. Ο Προφήτης Ηλίας «χτύπησε» με την μηλωτή του τον ποταμό και άνοιξε στο μέσον του δρόμος, ώστε πέρασαν και οι δύο χωρίς να βραχούν. Τότε ο Ηλίας ανελήφθη στους ουρανούς (ανέβηκε με άμαξα πύρινη και με τέσσερα άλογα πύρινα, ως εις τον ουρανόν), και άφησε την μηλωτή του στον Ελισσαίο. Προσπάθησε, λοιπόν, με την σειρά του κατόπιν ο Ελισσαίος να «χτυπήσει» τα νερά για να περάσει πάλι πίσω και δεν έγινε τίποτα. Τότε επικαλέστηκε τον Θεό του Ηλία και αμέσως επαναλήφθηκε το θαυμαστό αυτό γεγονός
Ένα ακόμα θαύμα, συνέβη όταν ένας στρατηγός του Βασιλιά της Συρίας, ο Νεεμάν, είχε λέπρα και πήγε στον Προφήτη Ελισσαίο να τον θεραπεύσει. Εκείνος, όμως, καθόλου δεν τον συνάντησε, αλλά του διεμήνυσε να πάει να λουστεί στον Ιορδάνη ποταμό και θα γίνει καλά. Αυτός θύμωσε αρχικά, για την αντιμετώπισή του από τον Προφήτη, αλλά στο τέλος υπάκουσε και έγινε πράγματι εντελώς καλά.
Κάποτε πήγαν ξυλοκόποι στην όχθη του Ιορδάνη, για να κόψουν ξύλα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Προφήτης Ελισσαίος. Εκεί, καθώς έκοβαν τα ξύλα ξεκόλλησε ο πέλεκυς από την λαβή και έπεσε το σιδερένιο μέρος του τσεκουριού στο ποτάμι μέσα. Τότε ο Προφήτης, πήρε την ξύλινη λαβή και την ακούμπησε στο χείλος του ποταμού και είπε : Δείξε θαύμα Θεέ μου. Και αμέσως ξεπήδησε το σιδερένιο μέρος από το ποτάμι και μπήκε στο μέσο της λαβής, και έγινε ως Σταυρός. Σε ένα τροπάριο του κοσμά του Μελωδού αναφέρεται αυτό το θαύμα που ήταν η προτύπωση του Αγίου Βαπτίσματος, αλλά και του Τιμίου Σταυρού:
«Ο βυθώ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και το Βαπτίσματι, την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος». Ο Ιορδάνης που δέχτηκε μέσα του το σίδερο που κόβει, πάλι το έδωσε πίσω στο ξύλο του, και όπως με το τσεκούρι κόβονται τα ξύλα έτσι με τη Δύναμη του Σταυρού και του Αγίου Βαπτίσματος κόπηκε η πλάνη και η αμαρτία,
Αλλά πολλά ακόμα θαύματα έγιναν, όπως ο Γεδεών ο Κριτής που πέρασε τον Ιορδάνη χωρίς να βραχεί ή και ο Ιακώβ ο υιός του Ισαάκ, ο αδελφός του Ησαύ, που και αυτός τον πέρασε με μία ράβδο, όπως λέει ο ίδιος «Εν γαρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην».
 πηγή

Τὰ Θεοφάνεια στὴν ἱστορία, τὴν τέχνη, τὴν παράδοση





Μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἢ Ἐπιφανείων καὶ Φώτων, κλείνει καὶ ὁ κύκλος τοῦ λεγομένου Δωδεκαημέρου, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἄλλες ἐνδιαμέσους ἑορτές.

Ὁ κύκλος αὐτὸς τῶν ἑορτῶν, εἶναι αὐτούσιος Χριστιανικὸς διότι ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα προέρχεται καὶ σχετίζεται ἐν μέρει μὲ τὸν Ἑβραϊκὸ ἑορτασμό, μὲ διαφορετικὴ ὅμως ἔννοια. Καὶ τὸ μὲν Ἑβραϊκὸ Πάσχα συσχετίζεται μὲ τὴν διέλευση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, δηλ. ἀπὸ τὴ δουλεία πρὸς τὴν ἐλευθερία, τὸ δὲ Χριστιανικὸ Πάσχα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δηλ. «ἐκ τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανὸν διαβίβασιν τῶν πιστῶν ὑπὸ τοῦ Ἀναστάντος», κατὰ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων ἦταν κατ’ ἀρχὰς ἑνωμένη μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ συνεορτάζονταν καὶ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση τὴν ἴδια ἡμέρα, ὁ δὲ διαχωρισμὸς προῆλθε ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ Πάπα Ρώμης Ἰουλίου (336-352 μ.Χ.). Αὐτὸς ὁ διαχωρισμὸς ἐπικράτησε ἔκτοτε καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μὲ διάφορη ὅμως τυπικὴ διάταξη καὶ ἑορταστικὴ ὑμνολογία.

Ἐπεκράτησε δὲ νὰ ἀποκαλεῖται καὶ ἑορτὴ τῶν Φώτων καὶ τοῦτο διότι οἱ Κατηχούμενοι βαπτίζονται ὁμαδικῶς, καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία, τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων στοὺς ποταμούς, τὴν θάλασσα, τὶς κολυμβῆθρες καὶ πολλοὶ κατὰ προτίμηση στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ὅπως ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ τὸ βάπτισμα ἐπέφερε τὸν φωτισμὸ ἀπὸ τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, κρατοῦσαν συμβολικῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες γιὰ τὸ φωτισμό τους. Κατηχούμενοι λέγονταν ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ τὸν χριστιανισμὸ καὶ παρακολουθοῦσαν τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ἀπὸ τὸν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετέχουν καὶ σὲ αὐτές.

Κατ’ ἀντίθεση μὲ τὰ Χριστούγεννα τὰ ὁποῖα καὶ δανειστήκαμε ἀπὸ τὴ Δύση, τὰ Θεοφάνεια εἶναι καθαρὸς ἑλληνικὸς ἑορτασμὸς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους τῆς ἐκκλησίας μας.

Πρωτοεμφανίστηκε στὴν Αἴγυπτο μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν, καλλιεργήθηκε ἐν συνέχειᾳ στὴν Παλαιστίνη, ἀνεπτύχθη στὴν χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ διαδόθηκε ἐν συνέχειᾳ καὶ στὴ Λατινικὴ Δύση. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων πῆρε πολὺ μεγάλη καὶ δικαίως ἑορταστικὴ μεγαλοπρέπεια καὶ ἡ ἐνδιάμεση ἑορταστικὴ κόπωση ποὺ ἐπακολούθησε μέχρι τὰ Θεοφάνεια, ὑποτίμησε κάπως τὸν ἑορτασμό τους.



Τὰ Θεοφάνεια στὴν Ἁγιογραφία

Ὁ εἰκονογραφικὸς ἑορτασμὸς τῶν Θεοφανείων παρὰ τὴν ἑλληνική τους προέλευση μὲ ὅλους τοὺς συμβολισμούς τους, διασώζεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη διατύπωσή τους ὄχι στὴν Ἀνατολὴ ἀλλὰ στὴ Δύση καὶ μάλιστα στὴ Ρώμη στὶς Κατακόμβες τοῦ Ἁγίου Καλλίστου, στὴ Ραβέννα ὅπως ἡ εἰκόνα τοῦ Βαπτιστηρίου της καὶ ἀλλοῦ.

Στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ τὸ θέμα τῆς εἰκονογραφίας τῆς βαπτίσεως μὲ κάποια πληρότητα, μᾶς δίνει ὁ Διονύσιος ἐκ Φουρνὰ Εὐρυτανίας (1670-1746), στὸ περίφημο βιβλίο του «Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων».

Ὁ Διονύσιος, ἀξιόλογος ζωγράφος καὶ ἐφάμιλλος τοῦ Πανσέληνου, μαθήτευσε τὴ ζωγραφικὴ στὸ Ἅγιο Ὄρος ὅπου καὶ διασώζονται θαυμάσια ἔργα του καθὼς καὶ στοὺς Ναοὺς τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδος Φουρνᾶ Εὐρυτανίας.



Ὁ ἑορτασμὸς στὸ Βυζάντιο

Στὸ Βυζάντιο τὴν πρωτεύουσα τῆς Μεσαιωνικῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὰ Θεοφάνεια ἑορτάζονταν μὲ ἐξαιρετικὴ λαμπρότητα.

Ὁ ἑορτασμὸς ἄρχιζε ἀπὸ τὴν παραμονὴ ὁπότε καὶ γινόταν ὁ καθαγιασμὸς τῶν ὑδάτων στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα, τῶν Αὐλικῶν καὶ τῆς Συγκλήτου.

Ὁ Αὐτοκράτωρ ἦταν ἐνδεδυμένος μὲ ὁλόλευκα καὶ χρυσὰ πολυτιμότατα ἐνδύματα, εἰδικὰ γιὰ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων.

Γιὰ τὴν παρέλαση τῆς ἑπομένης, ὁ ἔπαρχος (Κυβερνήτης) τῆς πόλεως φρόντιζε γιὰ τὸν καθαρισμό, τὸν διάκοσμο καὶ τὸ στρώσιμο τῶν δρόμων μὲ πριονίδι, πευκόκλαδα, δάφνες καὶ μυρσίνες, καθὼς καὶ τὸ στρώσιμο μὲ τάπητες γιὰ τὴ μετάβαση ἐν πομπῇ τοῦ αὐτοκράτορα στὸν Ἱ. Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας.

Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ του ὁ λαὸς ἐπευφημοῦσε λέγοντας τὸ «Πολυχρόνιον ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὴν Βασιλείαν», οἱ δὲ Πράσινοι καὶ Βένετοι ἔψαλλαν ἐπίκαιρα τροπάρια. Ὁ Αὐτοκράτωρ μετὰ τὴ Λειτουργία καὶ τὴν ἐπιστροφή, παρέθετε μεγάλο καὶ ἐπίσημο γεῦμα στὴν αἴθουσα τῶν «Δεκαεννέα Ἀκκουβίτων» (τράπεζα ἐπισήμων).



Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς
Τὸ θέμα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου δὲν ἐνέπνευσε μόνο τὴν Τέχνη (Ζωγραφικὴ) ἀλλὰ καὶ τὴν ὑμνολογία. Ἀπὸ τὴν θαυμάσια ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῶν Μ. Ὡρῶν, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, ἡ ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὰ Τροπάρια τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σοφρωνίου (†638) εἶναι ἕνα ἐξαίρετο δεῖγμα τῆς θείας ἐμπνεύσεως.

Ἦχος πλ. δ΄. «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων βοᾶ λέγουσα. Δεῦτε λάβετε πάντες, πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα φόβου Θεοῦ τοῦ ἐπιφανέντος Χριστοῦ».

«Σήμερον τῶν ὑδάτων ἁγιάζεται ἡ φύσις καὶ ρήγνυται ὁ Ἰορδάνης, καὶ τῶν ἰδίων ναμάτων, ἐπέχει τὸ ρεῦμα, Δεσπότην ὁρῶν ρυπτόμενον».

«Πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου· ἦλθες Κύριε μορφὴν δούλου λαβῶν, βάπτισμα αὐτῶν ὁ μὴ γνοὺς ἁμαρτίαν».

Ἀπὸ τὰ ὑψιπετέστερα ἀκούσματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γνωστὸ Ἀπολυτίκιο «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…», εἶναι καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (†754), ἡ ὁποία ἀπαγγέλεται μεγαλοφώνως κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν ὑδάτων.

«Τριὰς ὑπερούσιε, ὑπεράγαθε, ὑπέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, ἀόρατε, ἀκατάλυπτε, δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν καὶ τῶν λογικῶν φύσεων, ἡ ἔμφυτος ἀγαθότης, τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον, τὸ φωτίζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, λάμψον κἀμοὶ τῷ ἀναξίῳ δούλῳ σου· φώτισόν μου τῆς διανοίας τὰ ὄμματα, ὅπως ἀνυμνῆσαι τολμήσω τὴν ἄμετρον εὐεργεσίαν καὶ δύναμιν…».

Καὶ ἐπισφραγίζεται ἡ ὅλη ἀκολουθία μὲ τὸ κοινωνικό.

«Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ Σωτήριος πάσιν ἀνθρώποις».



Τὰ Θεοφάνεια στὴ Λαογραφία

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως καὶ μερικῶς ἀναφέρθηκε, ἀξιόλογα εἶναι καὶ τὰ διάφορα καὶ κατὰ περιοχὴ Κάλαντα τῶν Φώτων.

Τὰ παλαιότερα γνωστὰ ποὺ διασώθηκαν σὲ ἕνα χειρόγραφο τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι τὰ κατωτέρω:

Σήμερον ἡ κτίσις φωτίζεται

Καὶ πανηγυρίζει εὐφραίνεται.

Ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὁ Πρόδρομος

ἦρθε νὰ βαπτίσει τὸν Κύριον κ.τ.λ.

……………………

Ψάλλοντες Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν.

Δέξασθε λουτήραν βαπτίσματος.

Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων καὶ Κύριος.

Δώῃ σας ὑγείαν νὰ χαίρεσθε κ.τλ.

Οἱ ἀναμνήσεις τῶν παλαιῶν χρόνων εἶναι ἄπειρες καθὼς καὶ τὰ ἔθιμα, διαφέρουν στὶς λεπτομέρειες καὶ ἔχουν τὴν ἴδια κεντρικὴ ἄποψη.

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ὅτι στὶς Βόρειες ἐπαρχίες τῆς Ἑλλάδος, στὴ Βέροια, Νάουσα, Γιαννιτσᾶ, Θεσσαλία καὶ Ἁλμυρό, συνήθιζαν νὰ μασκαρεύονται τὰ Φῶτα ἀπὸ τὴν παραμονὴ καὶ νὰ λένε τὰ Κάλαντα τῆς ἑορτῆς.

Οἱ μασκαράδες ὑποδύονται πάντα τοὺς ἴδιους ρόλους: τὸν γαμπρό, τὴν νύμφη, τὴν πενθερά, τὸν γιατρό, τὸν Ἀράπη καὶ ἄλλους. Πρῶτα πηγαίνουν στὸ σπίτι τοῦ παπᾶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του καὶ τοῦ λένε τὰ Κάλαντα:

Αὔριο τὰ Φῶτα καὶ ὁ Φωτισμὸς

καὶ χαρὰ μεγάλη τ’ ἀφέντη μας…

Ὕστερα ἀκολουθεῖ ὁ ἔπαινος πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέως καὶ ὁ ἔπαινος πρὸς τὴν παπαδιά.

Μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων, σχετίζεται καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῶν σπιτιῶν, τῶν ὑποστατικῶν, τῶν ἀγρῶν καὶ ὅλης τῆς φύσεως γιὰ τὸν καθαρμὸ ἀπὸ τοὺς Καλλικαντζαραίους ποὺ εἶναι φαντασιώσεις τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ ἐμφανίζονται τὸ δωδεκαήμερο. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Καλλικαντζαραίους ὀφείλεται σὲ παλαιὰ εἰδωλολατρικὴ δεισιδαιμονία καὶ ἐξ αὐτῆς ἐπικράτησε ἡ ἰδέα ὅτι αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔμπαιναν στὰ σπίτια καὶ προκαλοῦσαν σοβαρὲς καταστροφές. Σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις, οἱ Καλλικάντζαροι φοβοῦνται μόνον τὸν Ἁγιασμὸ καὶ στὸ ἄκουσμά του συγκεντρώνονται φωνάζοντας ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον «Φύγετε νὰ φύγουμε κι ἔφτασε ὁ Τρουλόπαπας μὲ τὴν ἁγιαστούρα του καὶ μὲ τὴ βρεχτούρα του!». Κατ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο καταδιωκόμενοι κατακρημνίζονταν στὰ Τάρταρα καὶ ἐλευθερώνονταν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡ φύση ἀπὸ τὴν καταστρεπτικὴ ἐπιρροή τους. Αὐτὴ ἡ δεισιδαιμονία τὰ τελευταῖα χρόνια σχεδὸν ἐξέλιπε.


Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

               
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα των καιρών μας είναι η οικολογική κρίση. Παρά την μονομερή ενασχόλησή μας με την οικονομία, τα οικολογικά κινήματα, κυρίως μέσω του Διαδικτύου, καλούν τους νέους να δραστηριοποιηθούν. Να συγκεντρώσουν υπογραφές παλεύοντας εναντίον της καταστροφής της ατμόσφαιρας, της χλωρίδας και της πανίδας η οποία συμβαίνει χάριν του άμετρου κέρδους ισχυρών κρατών και μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Να προστατεύουν το περιβάλλον με δενδροφυτεύσεις, με ανακύκλωση, με  μάζεμα των σκουπιδιών από τα πεζοδρόμια και τις ακτές.
       Τα οικολογικά κινήματα σήμερα διακατέχονται συχνά από μία νεοπαγανιστική διάθεση έναντι της φύσης. Λατρεύουν την κτίση, προσωποποιώντας την. Θεοποιούν τη φύση  ως τον μεγάλο δάσκαλο του ανθρώπου. Όμως αυτός ο δρόμος δεν επιτρέπει να δούμε την Κτίση εν σχέσει με τον Κτίσαντα, διότι η φύση δεν είναι αυθύπαρκτη, ούτε άχρονη. Είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Δημιουργό και Κτίστη της, τον Τριαδικό Θεό. Επομένως η περιφρόνηση της κτίσης έχει να κάνει με την απιστία και την ασέβεια έναντι του Θεού και αποτελεί για την Εκκλησία αμαρτία, αποτυχία δηλαδή να βρούμε τον αληθινό προορισμό μας, ο οποίος έγκειται στο να εργαζόμαστε στον κόσμο με σεβασμό σ’  αυτόν και να τον προφυλάσσουμε από τη φθορά, για να συναντήσουμε και μέσω αυτής της οδού τον Θεό.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν ότι μέσα από τα κτίσματα, τη φύση, μπορούμε να έχουμε μία μερική γνώση, μία φυσική θεωρία του Θεού. Ο άνθρωπος, βλέποντας την αρμονία και το κάλλος του κόσμου, καλείται να αναλογιστεί για ποιον λόγο ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησε» και ότι το αληθινό νόημα της ζωής έγκειται στη γνώση και την κοινωνία με Αυτόν, όπως φανερώθηκε σε μας στο Πρόσωπο του Χριστού.
Ο Χριστός αγίασε την κτίση και όταν βαπτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό και όταν πήρε στα χέρια Του και ευλόγησε το ψωμί και το κρασί, παραδίδοντας το μυστήριο της Ευχαριστίας. Αυτό συνεχίζει να πράττει η Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι στους αιώνες. Να αγιάζει τα ύδατα, για να δείξει ότι τα πάντα προσλαμβάνουν την χάρη του Θεού, αλλά και να χρησιμοποιεί το υλικό στοιχείο, το οποίο είναι κτιστό, για τον δικό μας αγιασμό. Στην Θεία Λειτουργία το υλικό μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, για να λάβουμε «άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον».  Δεν είναι η φύση θεός. Αγιάζεται με την παρουσία και την ευλογία του Θεού, με σκοπό Εκείνον να ζήσουμε και να συναντήσουμε.
Για την Εκκλησία τα οικολογικά κινήματα, παρότι χρήσιμα, δεν απαντούν στο ερώτημα «πώς σώζεται ο άνθρωπος;». Όσο δεν ξεκινούμε από την προτεραιότητα της σχέσης μας με τον Χριστό, τόσο η αλλαγή στάσης ζωής έναντι της φύσης θα μένει στο επίπεδο του κτιστού. Η μετάνοια είναι η αφετηρία για να δούμε την κτίση στην αυθεντική της αποστολή. Και γι’  αυτό στους νέους χρειάζεται να δείξουμε την αυθεντικότητα της χριστιανικής ζωής και έναντι του περιβάλλοντος. Αυτήν των αγίων.
Ο αγιασμός και των υδάτων γίνεται δια του σημείου του Σταυρού. Η σχέση μας με τον άνθρωπο, όπως και με τον κόσμο προϋποθέτει την ανάληψη του Σταυρού να παραιτηθούμε από την θεραπεία του εγώ μας και να αγαπήσουμε. Για να είναι και η οικολογική έμπνευση αυθεντική. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
στο φύλλο της Τετάρτης 4 Ιανουαρίου 2017

Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Ὅπου περιλαμβάνεται καὶ παρουσίασις τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ.
 Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι’ αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.
Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.
Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι’ αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι’ ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι’ ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι’ ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ» .
Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι’ ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ’ ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».
Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι’ αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ’ αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι’ ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.
Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι’ αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ’ ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ’ εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.
Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι’ αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.
«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.
Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί· ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ’ ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως .
Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι’ ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι’ αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι’ ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.
«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺ-ναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπρά κτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.
Γι’ αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ’ αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ’ αὐτόν.
«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι’ αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι’ αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».
Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι’ αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν’ ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;
Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι’ ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ’ ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.
Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι’ αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.
«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι’ αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι’ αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ’ αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι’ αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι’ αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι’ αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι’ αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι’ ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.
Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι’ ἐγώ εἶδα κι’ ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ’ αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.
Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ’ αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ’ αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ’ αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ’ αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι’ αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».
Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.
Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι’ Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.
Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του; Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ’ ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι’ ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.
Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι’ ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.
Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι’ αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι’ αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.
Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ’ αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...