Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2017

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος: Κατά τον λαόν δίδει και ο Θεός τους άρχοντας

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
     Οι περισσότεροι χριστιανοί είναι κατ’ όνομα, κατ’ ουσίαν όμως είναι φιλάργυροι, υπερήφανοι και πράττουν παν ότι είναι εναντίον του νόμου του Θεού, είναι ασεβείς, άπιστοι, βλάσφημοι, ακόλαστοι, άδικοι, ψεύσται, κλέπται, πλεονέκται, και πράττουν παν ότι αρέσει εις τον διάβολον του οποίου έγιναν μαθηταί, οπαδοί και φίλοι. Κατά τον λαόν δίδει και ο Θεός τους άρχοντας. Και δώσω, λέγει ο Κύριος, τους άρχοντας κατά τας καρδίας αυτών.
     Ο Κύριος δια της δικαίας του οργής θα καθαρίση την Εκκλησίαν και την γην, μερικώς,   από την ακαθαρσίαν, η δε γενική κάθαρσις θα γίνη κατά την φοβεράν ημέραν της κρίσεως, κατά την οποίαν, ως μας βεβαιώνει ο Απόστολος. Παύλος « άπαντες παραστησώμεθα τω βήματι του Χριστού ίνα κομίσητε έκαστος τα δια του σώματος, προς α έπραξε είτε αγαθόν είτε κακόν». Και απελεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως και κόλασιν αιώνιον.
     Αληθώς, η εν γένει κατάστασις της κοινωνίας και της Εκκλησίας είναι αξιοθρήνητος. Αλλά δεν πρέπει να απελπιζώμεθα αλλά να έχωμεν θάρρος, υπομονήν, πίστιν και ελπίδα. Να μη προσέχωμεν εις τους πολλούς και αχρήστους, αλλά εις τους ολίγους και εκλεκτούς… Ας μη μας χωρίση δε τίποτε της αγάπης του Χριστού ούτε θλίψις ούτε στενοχωρία ούτε πείνα ούτε γυμνότης ούτε κίνδυνος ούτε θάνατος. Πρέπει δε να πιστεύωμεν ότι τα μυστήρια και δι’ αναξίων ιερέων και Σιμωνιακών και φαύλων τελούνται, ως λέγει και ο θείος Χρυσόστομος: «Ο Θεός δεν χειροτονεί πάντας, αλλά δια πάντων ενεργεί». Τα μυστήρια δεν τα τελούν οι Σιμωνιακοί, οι ανάξιοι και φαύλοι, αλλά το Πνεύμα το Άγιον δια τον αγιασμόν και την σωτηρίαν των πιστών.
(Πνευματικές συμβουλές και υποθήκες-Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου)

Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου

telonis_titlos
Κι άλλη μια σπουδαία παραβολή μας είπε ο Κύριος για να μας διδάξει πόσο θέλει ο Θεός την ταπείνωση και τη μετάνοια των ανθρώπων και πόσο αναπαύεται σε ανθρώπους ταπεινούς:
Farisaios kai telonisΔύο άνθρωποι ανέβηκαν στον Ναό, για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά στο μέσον του Ναού κι άρχισε να προσεύχεται ως εξής: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, και δίνω στον ναό το ένα δέκατο από τα εισοδήματά μου».
Αντίθετα ο Τελώνης στεκόταν πίσω, παράμερα, και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Σας βεβαιώνω ότι έφυγε για το σπίτι του συμφιλιωμένος με τον Θεό ο τελώνης. Αυτού την προσευχή άκουσε ο Θεός. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί.
Από την Κυριακή αυτή ανοίγει ο κύκλος του Τριωδίου. Η Εκκλησία μας με την παραβολή αυτή μας προετοιμάζει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καθώς μας θυμίζει ότι το πρώτο βήμα για τη σωτηρία μας είναι η ταπείνωση.

Γέροντας Αθανάσιος Μετεωρίτης: «Ὁ ὀρθολογισμός ὡς ἐσφαλμένη ὁδός θεογνωσίας»


Ομιλία του Γέροντα Αθανασίου του Μετεωρίτη στην ΓΕΧΑ Τρικάλων με θέμα:
«Ὁ ὀρθολογισμός ὡς ἐσφαλμένη ὁδός θεογνωσίας».


Ακούστε και κατεβάστε την ομιλία απόεδώ.

   το είδαμε  εδώ

«ΕΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΔΙΩΓΜΟΙΣ ΥΜΩΝ» (Β΄ ΘΕΣ. 1,4) ΘΑ ΓΙΝΗ ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ, ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΑΝΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ. ΑΠΟ ΤΟΥΣ 30.000 ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΖΗΤΗΜΑ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ 100 ΠΟΥ ΝΑ ΠΟΥΝ: «ΠΡΟΤΙΜΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΛΟΥΣΤΡΟΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΗΡΥΤΤΟΥΜΕ ΑΘΕΪΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΥΚΟΛΙΑ ΘΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΝΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ. ΘΑ ΤΑ ΔΗΤΕ ΑΥΤΑ

Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«ΕΝ ΠΑΣΙ ΤΟΙΣ ΔΙΩΓΜΟΙΣ ΥΜΩΝ» (Β΄ ΘΕΣ. 1,4)


ΘΑ ΓΙΝΗ ΔΙΩΓΜΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ, ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΑΝΕ ΤΟ ΘΗΡΙΟ. ΑΠΟ ΤΟΥΣ 30.000 ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΖΗΤΗΜΑ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ 100 ΠΟΥ ΝΑ ΠΟΥΝ: «ΠΡΟΤΙΜΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΛΟΥΣΤΡΟΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΗΡΥΤΤΟΥΜΕ ΑΘΕΪΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ, ΜΕ ΟΣΗ ΕΥΚΟΛΙΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΥΚΟΛΙΑ ΘΑ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΟΥΝΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ. ΘΑ ΤΑ ΔΗΤΕ ΑΥΤΑ.



ΑΓΩΝΙΣΘ

Ἐκεῖ πᾶμε.

 Θὰ ἐπανέλθουμε στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Αὐτὸ θὰ γίνῃ ἢ μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀπ᾿ ἔξω μὲ ἐξωτερικὸ διωγμό. Ὅπως στὴ Ῥωσία ἦταν ἑκατομμύρια ψευτοχριστιανοί. Μετὰ ἦρθε τὸ μεγάλο κόσκινο καὶ κοσκινίστηκαν οἱ Χριστιανοί. Τώρα ὑπάρχουν λίγοι, ἀλλὰ πραγματικοὶ Χριστιανοί. Ζήτημα μέσα στὴ Μόσχα, ποὺ εἶνε 8 ἑκατομμύρια, νὰ ὑπάρχουν 100 – 200 Χριστιανοί. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔχουν μέσα τους δύναμι. Ὁ βίος τους, τὸ παράδειγμά τους, ἡ αὐτοθυσία τους τὸ δείχνει.
Ἐδῶ ἐμεῖς εἴμαστε ὅλοι χριστιανοὶ τοῦ γλυκοῦ νεροῦ. Ἂν πιστεύαμε στὸ Θεό, θὰ εἴχαμε ἐγκαταλείψει κάθε ἄλλη κοσμικὴ ἀσχολία. Τί νὰ τὰ κάνῃς τ᾿ ἄλλα· τὸ Εὐαγγέλιο ποιός ἐφαρμόζει.
Στὴ Θεσσαλονίκη ὅμως τότε ἦταν πραγματικοὶ Χριστιανοί. Καὶ ἀπόδειξις, ὅτι δὲν λυγίζανε στοὺς διωγμούς. Ἐκεῖνα τὰ πτωχαδάκια πάλευαν μ᾿ ὅλες τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, ποὺ ἦταν ἐχθρικές. Αὐτοὶ οἱ λίγοι Χριστιανοὶ ἐθεωροῦντο ἀμελητέοι, δὲν τοὺς ὑπολόγιζαν· καὶ ὅμως αὐτοὶ ἦρθαν σὲ ῥῆξι μὲ ὅλους τοὺς ἰσχυροὺς τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὑπέστησαν πολλοὺς διωγμούς.
Ἀλλὰ καὶ πάντοτε τὰ πτωχαδάκια διώκονται, καὶ μένουν κοντὰ στὸ Χριστό. Οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔχουν ἀξιώματα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πολεμοῦν τὸ Χριστό.
Θὰ γίνῃ διωγμός. Θὰ τὰ δῆτε ἐσεῖς ποὺ θὰ ζήσετε, ἐγὼ γέρος ἄνθρωπος εἶμαι. Θὰ γίνῃ διωγμός, καὶ θὰ δῆτε ὅλους τοὺς δασκαλάκους νὰ προσκυνᾶνε τὸ κόκκινο θηρίο. Τριάντα χιλιάδες εἶνε ὅλοι οἱ δάσκαλοι· ζήτημα νὰ μείνουν ἑκατὸ ποὺ νὰ ποῦν· Προτιμοῦμε νὰ γίνουμε λοῦστροι στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως, παρὰ νὰ κηρύττουμε ἀθεΐα. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, μὲ ὅση εὐκολία χειροκροτοῦσαν τὸν Παπαδόπουλο, μὲ ὅση εὐκολία χειροκροτοῦσαν τὸν Καραμανλῆ, μὲ τὴν ἴδια εὐκολία θὰ χειροκροτοῦνε καὶ τὸν ἀντίχριστο. Θὰ τὰ δῆτε αὐτά. Συμφέρον καὶ μόνο συμφέρον εἶνε σήμερα οἱ ἄνθρωποι, καὶ τίποτε περισσότερο. Τέτοιοι εἶνε καὶ οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ καθηγηταὶ καὶ οἱ ἀξιωματικοί, γιατί ὄχι καὶ οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες – δὲν κάνω καμμία διάκρισι.
Δὲν ἦρθε ἀκόμη ἡ ὥρα τοῦ ἀντιχρίστου· ὅταν θὰ ἔρθῃ, θὰ τὸ δοῦμε. Μιλάει παρακάτω ὁ ἀπόστολος γιὰ τὴν ὥρα τοῦ ἀντιχρίστου.

Διαμάντια ἄθραυστα εἶνε οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί. Στὴν Ἀμερικὴ κοπίασαν πάρα πολὺ γιὰ νὰ κόψουν ἕνα διαμάντι, νὰ τὸ χωρίσουν στὰ δύο. Δὲν σπάει εὔκολα τὸ διαμάντι. Σπάει τὸ σφυρὶ ποὺ τὸ κτυπᾷ, ἀλλὰ τὸ διαμάντι δὲν σπάει. Ἔτσι εἶνε καὶ ὁ ἀληθινὸς Χριστιανός. «Ἐν πᾶσι τοῖς διωγμοῖς». Ὄχι ν᾿ ἀντέξουμε σὲ ἕναν μόνο διωγμὸ ἢ σὲ δύο, ἀλλὰ σὲ ὅλους τοὺς διωγμούς.
Ὑπέφεραν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης· ἦταν πραγματικοὶ ἥρωες. Μακάρι νὰ ἐπανέλθουμε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς Χριστιανούς. Νὰ ἔχουμε λίγους Χριστιανούς, ἀλλὰ ζωντανούς. Γιατί ν᾿ ἀσχολούμεθα μὲ ὅλους; Δὲν πά᾿ ν᾿ ἀνάβῃ αὐτὸς φωτιὲς(*) καὶ ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν πυρολατρία; Δὲν πά᾿ νά ᾿νε μασόνος καὶ ροταριανός; Δὲν θ᾿ ἀσχολούμεθα μ᾿ αὐτούς. Τώρα ἀσχολούμεθα ἀναγκαστικῶς μὲ ὅλους. Ἐὰν ὑποθέσουμε, ὅτι ξεκαθαρίζουν τὰ πράγματα καὶ μένουν ἐδῶ στὴν πόλι 200 μὲ 300 Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ποῦν «Θέλουμε νὰ ζήσουμε χριστιανικά», δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά. Οἱ ἄλλοι, ὅ,τι θέλουν ἂς κάνουν. Καὶ χαύρα καὶ τζαμὶ νὰ κτίσουν, δὲν θὰ ἔχουμε καμμιὰ εὐθύνη. Δὲ βλέπεις τὶς γιορτὲς ποῦ τὶς περνᾷ ὁ πρωθυπουργὸς τῆς χώρας ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι; Στὰ ρεβεγιόν, ὄχι στὴν ἐκκλησία!
Λίγοι, λοιπόν, ἦταν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ ζωντανοί. Ἔχει ἀξία ὄχι τὸ ποσὸν ἀλλὰ τὸ ποιόν. Πότε θ᾿ ἀποκτήσῃ ἡ Ἐκκλησία μας τέτοιους ζωντανοὺς Χριστιανούς;
Ἔτσι ἦταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Ὑπέφεραν ἀπὸ διωγμούς, ἀλλὰ δὲν λύγιζαν. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἐπαινεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.


ΙΣΤ’ ΛΟΥΚΑ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΙΣΤ' ΛΟΥΚΑ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

Ομιλία εις την κατά τον Τελώνην και τον Φαρισαίον του Κυρίου παραβολήν (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
Το σύνολο του ανθρωπίνου γένους διαχωρίζεται σε δύο τάξεις, διά της παρουσιάσεως του Τελώνου και του Φαρισαίου, την των ταπεινών και την των υπεροπτών. Το παράδειγμα του πρώτου δεικνύει ότι οφείλει ο άνθρωπος όχι μόνον ν’ απαρνηθεί την κακίαν, αλλά και να φθάσει στο σημείον ταπεινώσεως ώστε ν’ αυτοκατακριθεί.
  1. Εφευρετικός είναι για το κακό ο νοερός προστάτης της κακίας· ικανός ν’ αφαιρέσει ευθύς από την αρχή τα θεμέλια της αρετής που ήδη κατατίθενται στην ψυχή, δια της ανελπιστίας και της απιστίας, αλλ’ επίσης ικανός πάλι να επιτεθεί δια της αδιαφορίας και της ραθυμίας εναντίον των τοίχων της οικίας της αρετής, την ώρα που ανεγείρονται, ακόμη δε και να κρημνίση δια της υπερηφανείας και της παραφροσύνης τον όροφο των αγαθών έργων οικοδομημένον ήδη. Αλλά κρατηθήτε, μη πτοηθήτε· διότι ο επιμελής είναι ευμηχανώτερος στα αγαθά και η αρετή έχει περισσότερη ισχύ γι’ αντιπαράταξη προς την κακία, αφού διαθέτει την άνωθεν χορηγία και συμμαχία από τον ίδιο τον δυνάμενο τα πάντα και ενδυναμώνοντα από αγαθότητα όλους τους εραστάς της αρετής. Έτσι η αρετή όχι μόνο παραμένει αδιάσειστος από ποικίλα πονηρά μηχανήματα που παρασκευάζει ο Αντικείμενος, αλλά μπορεί και να σηκώσει και επαναφέρη όσους έπεσαν στον βυθό των κακών και να τους προσαγάγη εύκολα στον Θεό με την μετάνοια και την ταπείνωση.
  2. Δείγμα δε και διαρκής απόδειξις είναι τούτο. Πραγματικά ο Τελώνης, ενώ είναι τελώνης και, μπορoύμε να ειπούμε, ενώ ζει στον πυθμένα της αμαρτίας, ελαφρώνεται απλώς, αφού εκοινώνησε προς τους εναρέτως ζώντας με μόνο τον λόγο, κι αυτόν σύντομο, ανυψώνεται και υπερβαίνει κάθε κακία και, δικαιωμένος από τον αδέκαστο κριτή τον ίδιο, συγκαταλέγεται στο χορό των δικαίων. Εάν δε και ο Φαρισαίος για λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τούτο διότι είναι φαρισαίος και νομίζει ότι είναι κάποιος αφ’ εαυτού, και όχι διότι είναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι εκφέρει αυθάδη λόγια, ανάμεσα στα οποία εκείνα που παροργίζουν τον Θεό δεν ειναι λιγώτερα από αυτά τα λόγια.
  3. Γιατί δε η μεν ταπείνωσις ανεβάζει στο ύψος της δικαιοσύνης, η δε υπεροψία κατεβάζει προς τον βυθό της αμαρτίας; Διότι αυτός που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και μάλιστα ενώπιον του Θεού, δικαίως εγκαταλείπεται από τον Θεό, αφού έχει την γνώμη ότι δεν χρειάζεται την βοήθειά του· αυτός δε που θεωρεί τον εαυτό του μηδαμινό και γι’ αυτό αποβλέπει στην άνωθεν ευσπλαγχνία, δικαίως επιτυγχάνει την από τον Θεό συμπάθεια και βοήθεια και χάρη· διότι λέγει, «ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, ενώ στους ταπεινούς δίδει χάρη».
  4. Αποδεικνύοντας τούτο ο Κύριος με παραβολή λέγει· «δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό· ο ένας φαρισαίος και ο άλλος τελώνης». Θέλοντας να παραστήσει εναργώς το από την ταπείνωση κέρδος και την από την υπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σε δύο όλους τους προσερχομένους στο ναό, μάλλον δε τους ανερχομένους σ’ αυτόν, που είναι οι προσερχόμενοι για προσευχή στον ναό του Θεού· διότι τέτοια είναι η φύσις της προσευχής· ανεβάζει τον άνθρωπο από την γη στον ουρανό και υπερβαίνοντας κάθε επουράνιο, όνομα και ύψωμα και αξίωμα, τον παρουσιάζει στον ίδιο το Θεό του παντός. Αλλωστε και ο παλαιός εκείνος ναός ευρισκόταν σε ύψωμα, σε λόφο της πόλεως. Επάνω σ’ αυτόν τον λόφο, όταν κάποτε το θανατικό αφάνιζε την Ιερουσαλήμ, ο Δαβίδ είδε τον θανατηφόρο άγγελο να κινεί την ρομφαία κατά της πόλεως, ανέβηκε εκεί και οικοδόμησε θυσιαστήριο στον Κύριο· προσέφερε  στον Θεό θυσία και εσταμάτησε η φθορά. Αυτά αποτελούσαν τύπο της σωτηριώδους και πνευματικής αναβάσεως κατά την ιερά προσευχή και του δι’ αυτής ιλασμού (διότι όλα εκείνα ήσαν προτυπωτικά για την σωτηρία μας), εάν δε θέλης, και τύπο της ιεράς αυτής Εκκλησίας μας, η οποία πραγματικά ευρίσκεται επάνω σε ύψος, σαν άλλος αγγελικός και υπερκόσμιος χώρος, επάνω στον οποίο, προς εξιλασμόν όλου του κόσμου, καταστροφή του θανάτου και αφθονία αθάνατης ζωής, προσφέρεται άνω στον Θεό η αναίμακτη, η μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.
  5. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είπε, ότι δύο άνθρωποι «προσήλθαν» στον ναό, αλλά «ανέβηκαν»  στον ναό. Υπάρχουν βέβαια και τώρα μερικοί που, ερχόμενοι στην Εκκλησία, δεν ανεβαίνουν αυτοί, αλλά μάλλον καταρρίπτουν την Εκκλησία που εικονίζει τον ουρανό· αυτοί είναι όσοι προσέρχονται για χάρη συναναστροφής και συνομιλίας μεταξύ των, καθώς και όσοι προσφέρουν και αγοράζουν ψώνια· πραγματικά ομοιάζουν μεταξύ τους, αφού δίδοντας αυτοί μεν ψώνια, εκείνοι δε λόγους, παίρνουν αντί αυτών τα κατάλληλα. Αυτούς ο Κύριος, όπως παλαιά τους εξέβαλε εντελώς από τον ναό εκείνον, λέγοντάς τους, «ο οίκος μου καλείται οίκος προσευχής, σεις όμως τον κατεστήσατε σπήλαιο ληστών», έτσι τους εξέβαλε και από τα λόγια τους αυτά, διότι δεν ανεβαίνουν καθόλου στον ναό, έστω και αν έρχονται καθημερινώς.
  6. Ο Φαρισαίος πάντως και ο Τελώνης ανέβηκαν στον ναό· διότι ένα σκοπό είχαν και οι δύο, να προσευχηθούν, αν και ο Φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο. Διότι ήταν μεν ο σκοπός της αναβάσεώς των ο ίδιος, αφού ανέβηκαν να προσευχηθούν, αλλ’ ο τρόπος της προσευχής ήταν αντίθετος. Ο ένας δηλαδή ανέβαινε συντετριμμένος και ταπεινωμένος, διότι εδιδάχθηκε από τον ψαλμωδό προφήτη ότι ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια συντετριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά, αφού και αυτός ο προφήτης λέγει για τον εαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά από την πείρα του, «εταπεινώθηκα, και μ’ έσωσε ο Κύριος». Και τι περιορίζομαι στον προφήτη; Διότι ο Θεός των προφητών προς χάρη μας εταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος σαν εμάς, καθώς λέγει ο απόστολος, «γι’ αυτό ο Θεός τον υπερύψωσε». Ο δε Φαρισαίος ανεβαίνει υπερβολικά φουσκωμένος και αλαζονευόμενος, με την ιδέα ότι θα αυτοδικαιωθεί· και μάλιστα ενώπιον του Θεού, εμπρός στον οποίο όλη η δική μας δικαιοσύνη είναι σαν ράκος εμμηνορροούσης· διότι δεν άκουσε τον λέγοντα, «κάθε υπερόπτης είναι ακάθαρτος ενώπιον του Κυρίου», και «ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερηφάνους», και «αλλοίμονο σ’ αυτούς που αυτοδικαιώνονται και κατά τον εαυτό τους είναι επιστήμονες».
  7. Δεν τους διεχώρισε μόνο το ήθος αλλά και ο τρόπος, που ήταν διάφορος σ’ αυτούς, αλλά και το είδος της προσευχής, που ήταν επίσης διπλό. Πραγματικά η προσευχή δεν είναι θέμα δεήσεως μόνο, αλλά και ευχαριστίας. Ο ένας από τους προσευχομένους ανεβαίνει στο ναό του Θεού για να δοξάσει κι ευχαριστήσει τον Θεό για όσα έλαβε από αυτόν, ο δε άλλος για να ζητήσει όσα δεν έλαβε ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και η άφεσις των αμαρτημάτων, και μάλιστα για τους αμαρτάνοντας κάθε ώρα στις ημέρες μας. Από το άλλο μέρος η υπόσχεσις των από εμάς ευσεβώς προσφερομένων στον Θεό δεν ονομάζεται  προσευχή αλλά ευχή· και τούτο το εδήλωσε εκείνος που είπε, «κάμετε ευχή, και αποδώσετέ την στον Κύριο τον Θεό μας», και αυτός που λέγει «καλύτερο είναι να μη κάμεις ευχή, παρά να κάμεις και να μην την εκτελέσεις«.
  8. Αλλά το διπλό εκείνο είδος της προσευχής έχει διπλή και την αχρείωση για τους απροσέκτους. Δηλαδή την μεν μία την καθιστά αποτελεσματική υπέρ αφέσεως των αμαρτημάτων προσευχή και δέηση η πίστις και η κατάνυξις μετά την αποχή από τα κακά, ανενεργό δε η απόγνωσις και η πώρωσις. Την άλλη την κάμουν ευπρόσδκετη ευχαριστία για όσα έχομε ευεργετηθεί από τον Θεό η ταπείνωσις και η αποφυγή επάρσεως απέναντι στους στερουμένους, απαράδεκτη δε η έπαρσις γι’ αυτά, σαν να αποκτήθηκαν με ιδική μας προσπάθεια και γνώση, και η κατάκρισις εναντίον αυτών που δεν έχουν πράγματα. Ότι δε είναι άρρωστος και στα δύο αυτά ο Φαρισαίος, ελέγχεται από τον εαυτό του και τα λόγια του. Διότι, ενώ ανέβηκε στον ναό για να ευχαριστήσει, όχι να δεηθεί, με την ευχαριστία προς τον Θεό ανέμιξε αφρόνως και αθλίως έπαρση και κατάκριση. Διότι, λέγει, αφού εστάθηκε καθ’ εαυτόν, προσευχήθηκε τα εξής· «Θεέ, σ’ ευχαριστώ, που δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί».
  9. Η στάσις του Φαρισαίου δεν δηλώνει την δουλική παράσταση, αλλά την αδιάντροπη υπεροψία που είναι αντίθετη προς εκείνον που έχει ταπείνωση δεν έχει το θάρρος ούτε τους οφθαλμούς να υψώσει προς τον ουρανό. Ευλόγως δε προσευχόταν καθ’ εαυτόν ο Φαρισαίος· διότι δεν ανέβηκε προς τον Θεό, αν και δεν αγνοούσε τον καθήμενο επάνω στα Χερουβείμ και επιβλέποντα τα τελευταία σημεία των αβύσσων. Η προσευχή του ήταν ως εξής: Αφού είπε «σ’ ευχαριστώ», δεν προσέθεσε, διότι από ευσπλαγχνία, σαν σε ασθενή ν’ αντιπαραταχθεί, μου έδωσες δωρεάν την απαλλαγή από τις παγίδες του πονηρού. Διότι, αδελφοί, είναι ανδρείο κατά την ψυχή, το να κατορθώσει κανείς, αφού επιάσθηκε στις παγίδες του εχθρού και έπεσε στους βρόχους της αμαρτίας, να διαφύγει με την μετάνοια. Γι’ αυτό οι υποθέσεις μας διευθύνονται από ανωτέρα πρόνοια και πολλές φορές, ενώ καταβάλλαμε μικρή ή καθόλου προσπάθεια, εμμείναμε με την βοήθεια του Θεού ανώτεροι πολλών και μεγάλων παθημάτων, ανακουφισθέντες από συμπάθεια λόγω της ασθενείας μας. Και πρέπει να αναγνωρίζουμε την δωρεά και να ταπεινωνόμαστε ενώπιον αυτού που την έκαμε, αλλά να μην κομπάζωμε.
  10. Ο Φαρισαίος όμως λέγει, «σ’ ευχαριστώ, Θεέ», όχι διότι έλαβα καμμιά βοήθεια από σένα, αλλά «διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι»· σαν να διέθετε αφ’ εαυτού και από προσωπική του ικανότητα το προσόν ότι δεν ήταν άρπαξ, μοιχός και άδικος, αν φυσικά τα διέθετε κιόλας. Δεν επρόσεχε πραγματικά στον εαυτό του, αλλά έβλεπε περισσότερο όλους τους άλλους παρά τον εαυτό του, κι εξουδενώνοντας όλους -ποια παραφροσύνη -, έναν μόνο εθεωρούσε δίκαιο και σώφρονα, τον εαυτό του· «δεν είμαι» λέγει, «όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή όπως αυτός ο τελώνης». Πόση μωρία, θα μπορούσε κανείς να του ειπεί. Και αν όλοι εκτός από σένα είναι άδικοι και άρπαγες , τότε ποιος είναι αυτός που υφίσταται την αρπαγή και την κάκωση; Τι συμβαίνει δε και με αυτόν τον τελώνη και την κατ’ εξοχήν αυτού προσθήκη στη διήγηση; Αφού είναι και αυτός ένας από όλους δεν έχει συμπεριληφθεί μαζί με τους άλλους στην από σένα κοινή και θα ελέγαμε οικουμενική κατάκριση; Ή έπρεπε αυτός να υποστεί διπλή καταδίκη, κρινόμενος από τους φαρισαϊκούς οφθαλμούς σου, αν και εστεκόταν μακριά σου; Άλλωστε ότι ήταν άδικος, το εγνώριζες, αφού ήταν φανερά τελώνης, ότι όμως ήταν μοιχός, από που το εγνώριζες; Ή μήπως δικαιούσαι  να τον αδικείς και να τον προπηλακίζεις, επειδή αυτός αδικούσε άλλους; Δεν είναι έτσι, δεν είναι·  αλλ’ αυτός μεν βαστάζοντας με ταπεινό φρόνημα την υπερήφανη κατηγορία σου και προσφέροντας στον Θεό με αυτομεμψία την ικεσία, θ’ απαλλαγεί από αυτόν της καταδίκης, δικαίως δι’ όσα αδίκησε, εσύ δε θα καταδικασθείς δικαίως, διότι κατηγορείς υπεροπτικώς εκείνον και όλους τους ανθρώπους, και από όλους μόνο τον εαυτό σου δικαιώνεις. «Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί».
  11. Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν την υπεροψία του Φαρισαίου και προς τον Θεό και προς όλους τους  ανθρώπους, αλλ’ επίσης και το ψευδολόγο της συνειδήσεώς του· διότι αφ’ ενός μεν εξουθενώνει σαφώς όλους μαζί τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε αποδίδει την αποφυγή των κακών όχι στη δύναμη του Θεού, αλλά στην ιδική του. Ο λόγος για τον οποίο ευχαριστεί είναι αυτός· ότι εκτός από τον εαυτό του νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ακόλαστοι και άδικοι και άρπαγες, ωσάν ο Θεός να μην αξίωσε κανένα άλλον πλην αυτού να του παράσχει την αρετή. Αλλ’ αν όλοι ήσαν τέτοιοι, έπρεπε σε όλους αυτούς να ευρίσκωνται εμπρός των προς διαρπαγή τα αγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αυτός, «νηστεύω δυο φορές το Σάββατο, δίνω το δέκατο από όλα όσα αποκτώ». Δεν λέγει ότι δίνει το δέκατο από όσα κατέχει, αλλά από όσα αποκτά, δηλώνοντας με αυτό τις προσθήκες και επαυξήσεις της περιουσίας του. Επομένως είχε μεν όσα κατείχε, προσελάμβανε δε ανεμποδίστως όσα μπορούσε. Πώς λοιπόν όλοι οι άνθρωποι  πλην αυτού άρπαζαν και αδικούσαν; Τόσο αυτοέλεγκτο και αυτεπίβουλο πράγμα είναι η κακία! Τόσο πολύ ανάμικτο με την παραφροσύνη είναι πάντοτε το ψεύδος!
  12. Την μεν αποδεκάτιση των εισοδημάτων του προέβαλλε για ν’ αποδείξει πλήρως την δικαιοσύνη του· διότι πώς μπορεί να είναι άρπαξ των ξένων αγαθών αυτός που αποδεκατίζει τα δικά του; Την δε νηστεία προέβαλλε για την επίδειξη της σωφροσύνης· διότι η νηστεία είναι πρόξενος της αγνείας. Έστω λοιπόν, είναι σώφρων και δίκαιος, αν δε θέλεις και σοφός και νουνεχής και ανδρείος και ό,τι άλλο παρόμοιο· αν μεν το απέκτησες από τον εαυτό σου, και όχι από τον Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδώς στο σχήμα της προσευχής κι ανεβαίνεις στον ναό και λέγεις ματαίως ότι προσφέρεις ευχαριστία;Αν δε το απέκτησες από τον Θεό, δεν το έλαβες για να κομπάζεις, αλλά για να ενεργείς προς οικοδομή των άλλων σε δόξα αυτού που το έδωσε. Έπρεπε λοιπόν πραγματικά να χαίρεσαι με ταπείνωσι και να προσφέρεις ευχαριστίες, και σ’ αυτόν που το έδωσε και σ’ αυτούς χάριν των οποίων το έλαβες· διότι η λαμπάδα παίρνει το φως όχι για τον εαυτό της, αλλά για τους βλέποντας. Σάββατο δε ονομάζει ο Φαρισαίος όχι την εβδόμη ημέρα, αλλά την εβδομάδα ημερών, στις δύο από τις οποίες νηστεύει, όπως μεγαλαυχεί, αγνοώντας ότι αυτές μεν είναι ανθρώπινες αρετές, η δε υπερηφάνεια είναι δαιμονική. Γι’ αυτό, όταν συζευχθεί με αυτές, τις αχρηστεύει και τις συγκαταρρίπτειακόμη και αν είναι αληθινές· πόσο μάλλον αν είναι κίβδηλες.
  13. Αυτά είπε ο Φαρισαίος. «Ο δε Τελώνης, στεκόμενος απόμακρα, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, αλλ’ εκτυπούσε το στήθος του λέγοντας· Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Βλέπετε πόση είναι η ταπείνωσις και η πίστις και η αυτομεμψία; Βλέπετε την άκρα συστολή της διανοίας και των αισθήσεων, συγχρόνως δε και την συντριβή της καρδίας αναμεμιγμένες με την προσευχή του τελώνη τούτου; Διότι όταν ανέβηκε στο ναό, για να προσευχηθεί υπέρ της αφέσεως των αμαρτημάτων του, έφερε μαζί του καλά εφόδια μεσιτευτικά προς τον Θεό, την ακαταίσχυντη πίστι, την ακατάκριτη αυτομεμψία, την ακαταφρόνητη συντριβή της καρδίας, την εξυψωτική ταπείνωσι. Συνεδύασε δε με την προσευχή και την προσοχή άριστα. Διότι, λέγει, «ο Τελώνης αυτός στεκόμενος απόμακρα». Δεν είπε ‘σταθείς’, όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά «εστώς»δηλώνοντας με αυτό την επί πολύ παράταση της στάσεως, μαζί δε και το επίμονο της δεήσεως και των ικετευτικών λόγων· διότι, χωρίς να προβάλει ούτε να διανοηθεί τίποτε άλλο, επρόσεχε μόνο στον εαυτό του και τον Θεό, περιστρέφοντας στον εαυτό της και πολλαπλασιάζοντας μόνην την μονολόγιστη δέησι, που είναι το αποτελεσματικώτερο είδος προσευχής.
  14. «Στεκόμενος λοιπόν ο Τελώνης απόμακρα, λέγει, δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό». Αυτή η στάσις ήταν συγχρόνως και στάσις και υπόκυψις, και δείγμα όχι μόνο ευτελούς δούλου, αλλά και καταδίκου. Μαρτυρεί δε και την απαλλαγμένη από την αμαρτία ψυχή, που είναι μεν ακόμη μακριά από τον Θεό, διότι δεν έχει ακόμη την προς αυτόν παρρησία δια των έργων, αλλ’ ελπίζει να εγγίσει τον Θεό, λόγω της αποχής από τα κακά και της αγαθής ήδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν έτσι απόμακρα ο Τελώνης δεν ήθελε ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει στον ουρανό, επιδεικνύοντας με τον τρόπο και το σχήμα την αυτοκατάκρισι και αυτομεμψία του· διότι εθεωρούσε τον εαυτό του ανάξιον και του ουρανού και του επιγείου ναού. Γι’ αυτό του μεν ναού εστεκόταν στα πρόθυρα, προς τον ουρανό δε δεν ετολμούσε ούτε ν’ ατενίσει, πόσο μάλλον προς τον Θεό του ουρανού- αλλά κτυπώντας το στήθος του από την σφοδρά κατάνυξι και παριστώντας έτσι τον εαυτό του άξιον τιμωρίας, αναπέμποντας από εκεί βαρυπενθής τους στεναγμούς και κλίνοντας σαν κατάδικος την κεφαλή, αποκαλούσε τον εαυτό του αμαρτωλό κι εζητούσε με πίστη τον ιλασμό, λέγοντας· «Θεέ, ευσπλαγχνίσου με τον αμαρτωλό». Διότι επίστευσε στον λέγοντα, «επιστρέψετε προς εμένα και εγώ θα επιστρέψω προς σας», και στον προφήτη που διεβεβαίωσε, «είπα, θα εξομολογηθώ στον Κύριο την ανομία μου εναντίον μου, και συ άφησες την ασέβεια της καρδίας μου».
  15. Τί συνέβηκε λοιπόν έπειτα από αυτά; «Κατέβηκε αυτός δικαιωμένος», λέγει ο Κύριος, «και όχι εκείνος· διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Πραγματικά, όπως ο Διάβολος είναι η ίδια η υπεροψία και η υπερηφάνεια είναι το ιδιαίτερο κακό του, γι’ αυτό και συναπτομένη με οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή την νικά και την καταρρίπτει, έτσι η ταπείνωσις ενώπιον του Θεού είναι αρετή των αγαθών αγγέλων και νικά κάθε ανθρώπινη κακία που επέρχεται στον πταίστη. Διότι η ταπείνωσις είναι όχημα της αναβάσεως προς τον Θεό, όπως εκείνα τα σύννεφα, που πρόκειται ν’ ανυψώσουν προς τον Θεό αυτούς που θα μείνουν σε απείρους αιώνες μαζί με τον Θεό, καθώς προεφήτευσε ο απόστολος, λέγοντας, «θ’ αρπαγούμε στα σύννεφα για συνάντηση του Κυρίου στον αέρα, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο». Ό,τι δηλαδή είναι η νεφέλη, είναι και η ταπείνωσις, που συστήνεται δια μετανοίας και αφήνει από τους οφθαλμούς ρυάκια με δάκρυα, εξάγει τους αξίους από τα ανάξια, τους ανεβάζει και τους συνάπτει με τον Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγω της ευγνώμονος προαιρέσεως.
  16. Και ο μεν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τα ξένα πράγματα, αλλ’ έπειτα, εγκαταλείποντας την διαστροφή και μη δικαιώνοντας τον εαυτό του, εδικαιώθηκε, ο δε Φαρισαίος, μη οικειοποιούμενος τα ανήκοντα σε άλλους, αλλά δικαιώνοντας τον εαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, εκείνοι που και οικειοποιούνται τα ανήκοντα στους άλλους και επιχειρούν να δικαιώσουν τους εαυτούς των, τι θα πάθουν;
  17. Αλλ’ ας αφήσωμε τώρα αυτούς, αφού και ο Κύριος τους άφησε, ως μη πειθομένους με τα λόγια. Μερικές φορές όμως και εμείς όταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, και ίσως νομίζομε ότι θα κερδίσωμε την δικαίωσι του Τελώνη. Δεν είναι όμως έτσι· διότι πρέπει να προσέχωμε τούτο, ότι ο Τελώνης, καταφρονούμενος από τον Φαρισαίο κατά πρόσωπο και μετά την απομάκρυνσή του από την αμαρτία, καταφρονούσε κι αυτός τον εαυτό του, όχι μόνο μη αντιλέγοντας αλλά και συνηγορώντας προς εκείνον εναντίον του εαυτού του.
  18. Όταν λοιπόν και συ αφήσεις την κακία, δεν αντιλέγεις δε σ’ αυτούς που σε  καταφρονούν και σε λοιδορούν, αλλά καταδικάζοντας και συ τον εαυτό σου ως κακοήθη, καταφεύγεις με κατάνυξι δια της προσευχής προς την ευσπλαγχνία του Θεού μόνο, γνώριζε ότι είσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τους εαυτούς των αμαρτωλούς, και το λέγομε και το νομίζομε επίσης κι εμείς· αλλά η καταφρόνησις είναι που δοκιμάζει την καρδιά. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, αν και έγραφε προς τους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν γλωσσολαλιά στην Κόρινθο, «ευχαριστώ τον Θεό μου που λαλώ γλώσσες περισσότερο από όλους σας» (γράφει αυτά τα πράγματα αυτός που αλλού δηλώνει ότι είναι περικάθαρμα όλων των ανθρώπων, για να συγκρατήσει το φρόνημα εκείνων που επαίρονται εναντίον αυτών που δεν έχουν το χάρισμα)· όπως λοιπόν ο Παύλος, γράφοντας εκείνα, είναι μακριά από την φαρισαϊκή μεγαλαυχία, έτσι είναι και το να λέγει κανείς τα λόγια του Τελώνη και να ταπεινολογεί σαν εκείνον, αλλά να μη δικαιωθεί καθώς εκείνος· διότι πρέπει με τα τελωνικά λόγια να συνυπάρχει και η μετάθεσις από τα κακά και η ψυχική διάθεσις, η κατάνυξις και η υπομονή εκείνου. Και ο Δαβίδ έδειξε εμπράκτως ότι πρέπει, αυτός που κρίνει τον εαυτό του ένοχο ενώπιον του Θεού και μετανοεί, να θεωρεί δικαία και υποφερτή την σε βάρος του ύβρη και ατιμία από άλλους. Διότι μετά την αμαρτία του, όταν ήκουε προσβλητικούς λόγους από τον Σεμεεί, έλεγε σ’ αυτούς που ήθελαν ν’ αντιδράσουν «αφήστε τον να με κακολογεί, διότι ο Κύριος του είπε να κακολογήσει τον Δαβίδ», λέγοντας ότι η συγχώρησις από τον Θεό για την προς αυτόν αμαρτία είναι πρόσταγμα εκείνου, αν και ο Δαβίδ επάλαιε τότε με δεινή και μεγάλη συμφορά, αφού μόλις προσφάτως είχε επαναστατήσει εναντίον του ο Αβεσσαλώμ.
  19. Τότε μάλιστα, εγκαταλείποντας με αφόρητη οδύνη την Ιερουσαλήμ, όταν φεύγοντας έφθασε στις υπώρειες του όρους των Ελαιών, συνάντησε ως προσθήκη της συμφοράς τον Σεμεεί. Ο Σεμεεί έρριπτε εναντίον του λίθους, τον κακολογούσε ασταμάτητα και τον ύβριζε αναιδώς· τον αποκαλούσε άνδρα αιμοβόρο και παράνομο, επαναφέροντας στη μνήμη το σχετικό με την Βηρσαβεέ και τον Ουρία έγκλημα προς ονειδισμό του βασιλέως. Και δεν τον άφησε αφού καταράσθηκε μια και δυο φορές, και έρριπτε εναντίον του λίθους και με λόγια πληκτικώτερα από τους λίθους· αλλά, λέγει, προχωρούσε ο βασιλεύς και όλοι οι άνδρες του μαζί του, ενώ ο Σεμεεί εβάδιζε από την πλευρά του όρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενός τον και ρίπτοντας λίθους από τα πλάγια, και πασπαλίζοντάς τον με χώμα. Και δεν εστερείτο ανθρώπων που θα τον εμπόδιζαν ο βασιλεύς. Ο Αβεσσά λοιπόν ο στρατηγός, μη αντέχοντας, είπε προς τον Δαβίδ· «γιατί καταράται αυτός ο ψόφιος σκύλος τον κύριό μου τον βασιλέα; Θα μεταβώ λοιπόν να του κάψω το κεφάλι». Ο βασιλεύς όμως συνεκράτησε αυτόν και όλους τους άνδρες του, λέγοντας προς αυτούς· «αφήστε τον, για να ιδεί ο Κύριος την ταπείνωσή μου και μου ανταποδώσει αγαθά αντί της κατάρας αυτού».
  20. Αυτό το πράγμα και τότε μεν ετελέσθηκε και επραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δε και με την παραβολή γι’ αυτόν τον Τελώνη και τον Φαρισαίο τελούμενο πάντοτε από την δικαιοσύνη. Διότι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του αληθινά υπεύθυνο της αιωνίου κολάσεως, πως δεν θα υπομείνει γενναίως, όχι μόνο ατιμία, αλλά και ζημία και νόσο, και κάθε δυσπραγία και κακοπάθεια γενικώς; Αυτός δε που δεικνύει τέτοια υπομονή, ως χρεώστης και ένοχος, με ελαφρότερη, πρόσκαιρη και διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται από την πραγματικά βαρειά εκείνη και αφόρητη και ατελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δε λυτρώνεται και από τα τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς η θεία χρηστότης λαμβάνει αρχή από εδώ σαν να χρεωστείται λόγω της υπομονής. Γι’ αυτό και κάποιος από τους παιδευομένους από τον Κύριο είπε· «θα υπομείνω την παίδευση από τον Κύριο, διότι ημάρτησα σ’ αυτόν»».
  21. Είθε κι’ εμείς, παιδευόμενοι μ’ ευσπλαγχνία, αλλ’ όχι με οργή και θυμό Κυρίου, να μη καταβληθούμε από την τιμωρία του Θεού, αλλά κατά τον ψαλμωδό στο τέλος ν’ ανορθωθούμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο αρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Ομιλία Β’, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»)

Περί Ησυχίας

Αββά Αμμωνά

Γνωρίζετε βέβαια αγαπητοί μου αδελφοί, ότι από τότε πού έγινε η παράβασις των πρωτοπλάστων, δεν μπορεί η ψυχή να γνωρίση, όπως πρέπει, τον Θεό, εάν δεν περιοριστή μακρυά από τους ανθρώπους και από κάθε περισπασμό. Διότι τότε θα δοκιμάση τον πόλεμο των εχθρών της.

Και αφού νικήση σε κάθε προσβολή των αντιπάλων, τότε το πνεύμα του Θεού θα κατοικήση μέσα της και όλος ο κόπος της θα μεταβληθή σε χαρά και αγαλλίασι. Βέβαια στον καιρό του πολέμου θα υπομείνη θλίψεις, στενοχώριες και άλλα πολυποίκιλα βάσανα. Αλλά ας μη φοβηθή. Δεν θά νικηθή, εφ’ όσον αγωνίζεται στην ησυχία.

Αυτός ήταν ο λόγος πού οι άγιοι πατέρες ζούσαν απομονωμένοι στην έρημο, όπως ο Ηλίας ο θεσβίτης, ο Ιωάννης ο βαπτιστής και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες. Μη νομίσετε ότι οι άγιοι κατόρθωσαν να εξαγιασθούν ζώντας μεταξύ των ανθρώπων. Επέτυχαν να κατοικήση μέσα τους η θεϊκή δύναμις, αφού προηγουμένως ασκήθηκαν πολύ στην ησυχία.

Και τότε, στολισμένους με τις αρετές, τους έστελνε ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους οικοδομήσουν και να τους θεραπεύσουν. Σαν ιατροί πού ήσαν, μπορούσαν να θεραπεύσουν τις ασθένειες των ανθρώπων. Για την ανάγκη αυτή ο Θεός τους αποσπούσε από την ησυχία και τους έστελνε στον κόσμο. Τότε όμως τους έστελνε, αφού θεράπευαν όλα τα δικά τους πάθη. Είναι αδύνατο να στείλη ο Θεός για την πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων μια ψυχή πού είναι ακόμη ασθενής.

Όσοι λοιπόν πηγαίνουν στον κόσμο πριν ολοκληρωθούν, πηγαίνουν με το θέλημα το δικό τους και όχι με το θέλημα του Θεού. Ο Θεός μάλιστα λέει γι’ αυτούς: «Εγώ μεν ουκ απέστελον αυτούς, αυτοί δέ αφ’ εαυτών έτρεχον» (πρβλ. Ιερεμ. κα’ 23). Γι’ αυτό δεν μπορούν ούτε τον εαυτό τους να προφυλάξουν ούτε άλλη ψυχή να οικοδομήσουν. Όσοι όμως στέλνονται από τον Θεό, δεν θέλουν βέβαια να χωρισθούν από την ησυχία, αφού γνωρίζουν ότι μ’ αυτήν απέκτησαν τις θεϊκές δυνάμεις.

Αναλαμβάνουν όμως την οικοδομή των ανθρώπων, για να μη παρακούσουν στον Δημιουργό. Σας φανέρωσα τους καρπούς της ησυχίας, τους οποίους αποδέχεται ο Θεός. Τώρα λοιπόν πού μάθατε την βοήθεια και την άξια της, προσπαθήστε να την οικειοποιηθείτε.

Οι περισσότεροι μοναχοί δεν την απέκτησαν. Έζησαν μέσα στον κόσμο και γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να νικήσουν τις τις επιθυμίες τους. Δεν θέλησαν να κοπιάσουν και ν’ αποφύγουν την κοσμική σύγχυσι, αλλά παρέμειναν μεταξύ των ανθρώπων δημιουργώντας περισπασμούς. Για τον λόγο αυτό δεν δοκίμασαν την γλυκύτητα του Θεού ούτε αξιώθηκαν να κατοικήση μέσα τους η θεϊκή δύναμις και να τους χαρίση την μακαριά απόλαυσι. Δεν κατοικεί μέσα τους η θεϊκή δύναμις, γιατί καταγίνονται με κοσμικές υποθέσεις και απασχολούνται με τα πάθη της ψυχής, με τους κοσμικούς επαίνους και τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου.

Ο Θεός μας γνώρισε τα μέλλοντα από τώρα. Παίρνετε δύναμι λοιπόν στους αγώνες σας. Διότι όσοι αποφεύγουν την ησυχία, δεν μπορούν να κυριαρχήσουν στις επιθυμίες τους ούτε να νικήσουν σε πνευματικές μάχες. Δεν έχουν μέσα τους την θεϊκή δύναμι, διότι αυτή δεν κατοικεί σε ψυχές υποδουλωμένες στα πάθη. Εσείς όμως αγωνισθήτε να νικήσετε τα πάθη και η χάρις του Θεού θα έλθη μόνη της μέσα σας.

το είδαμε εδώ

Ὕμνος στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Θεοδόχο




Ὅταν ὁ χειμώνας συνάντησε τὴν ἄνοιξη

ὁ πρεσβύτης Συμεὼν εὐτύχησε:

Συνάντησε τὸν Ἕναν, τὸν πολυαναμενόμενο,

Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες προφήτευσαν,

Τὴν Κιβωτὸ ὅλων τῶν οὐρανίων θησαυρῶν,

Τὸν εἶδαν τὰ μάτια τοῦ Συμεών, ὡς βρέφος ἀρτιγέννητο.

Ὁ Συμεὼν τότε προφήτευσε καὶ εἶπε:

«Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα·

Ἰδοὺ Αὐτὸς κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν».

Ἔτσι μίλησε τὸ πνεῦμα-

ἡ προφητεία τοῦ δίκαιου πρεσβύτη ἐκπληρώθηκε:

Ὁ Ἰησοῦς ἔγινε τὸ μέτρο καὶ ὁ κανόνας,

ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς χαρᾶς,

ἀλλὰ καὶ σημεῖον ἀντιλεγόμενον: ὁ στόχος

ἀντιπαλοτήτων καὶ φιλονικιῶν.

Ἄλλον ἄνθρωπο ἀνιστᾶ καὶ ἄλλον ἀνατρέπει Ἐκεῖνος.

Τὸν Παράδεισο καὶ τὸν Ἅδη Ἐκεῖνος ἀνοίγει στοὺς ἀνθρώπους.

Ἄς ἐπιλέξει ὁ καθένας ὅ,τι λέει ἡ καρδιά του.

Στὸν Παράδεισο μὲ τὸν Χριστό!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μας.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2017

Μὲ θάρρος καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα

Μὲ θάρρος καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα
Καθημερινὰ ὅλοι μας ἀντιμετωπίζουμε πλῆθος προβλημάτων, κι αὐτὸ εἶναι μιὰ σκληρὴ πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμία ἀμφισ­βήτηση. Ἄλλα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ προβλήματα λύνονται εὔκολα καὶ προχω­ροῦμε μπροστά, ἄλλα μοιάζουν μὲ ὀ­γκόλιθους ποὺ φράζουν τὸν δρόμο μας καὶ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ προχωρήσουμε. Ἀρκετὲς φορές, μόλις ξη­μερώνει ἡ καινούργια μέρα, προστίθενται νέα δυσεπίλυτα προβλήματα στὰ ἤδη ὑπάρχον­τα. Ἔτσι, δικαιολογημένα δημιουργεῖται κάποιος φόβος μέσα μας, καθὼς ὅλο καὶ περισσότερα σύννεφα σκεπάζουν τὸν ὁρίζον­τα τῆς οἰκογενείας μας, τῆς ἐργασίας μας, τῆς ἐπαγγελματικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν παιδιῶν μας κ.τ.λ. Μοιάζουμε συχνὰ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ ταξίδευαν στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδας καὶ τὸ πλοῖο τους βρισκόταν στὸ «μέσον τῆς θαλάσσης, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων» (βλ. Ματθ. ιδ΄ [14] 22-36). Ἡ ἐμφάνιση, ὅμως, τοῦ Κυρίου μας καὶ οἱ λόγοι Του· «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ΄ [14] 27), τοὺς ἀναπτέρωσε τὸ ἠθικό, καὶ σὲ λίγο ὁ ἄνεμος κόπασε, ἡ θαλασσοταραχὴ σταμάτησε καὶ ἔφθασαν ἀσφαλεῖς στὴν ἀκτή.
Μαζὶ μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς καθημερινὲς δυσκολίες ἔχουμε ἀκόμα νὰ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς διάφορους πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ τῆς σωτηρίας μας. Πολλὲς φορὲς αὐτὸς σὰν λιον­τάρι βρυχᾶται καὶ ζητάει νὰ μᾶς κατα­πιεῖ (βλ. Α΄ Πέτρ. ε΄ 8). Τότε ὅμως ἀκούγεται ἡ φιλάνθρωπη φωνὴ τοῦ Κυρίου μας: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέων­ταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. θ΄ 2)· ἔχε θάρρος, παιδί μου· σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου.
Δὲν ἐπιτρέπεται στὸ Χριστιανὸ νὰ χάνει τὸ θάρρος του καὶ νὰ καταλαμβάνεται ἀπὸ συνεχεῖς φόβους, ἀνασφάλειες κι ἀπὸ τὴν ψυχοφθόρο ἀπόγνωση, ὅ,τι κι ἂν τοῦ συμβαίνει. Γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ περιφρουρεῖ τὸ πλάσμα Του καὶ τὸ ἀσφαλίζει ἀπὸ κάθε κίνδυνο. «Τὸ ἀπολωλὸς ζητήσω καὶ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέψω καὶ τὸ συντετριμμένον καταδήσω καὶ τὸ ἐκλεῖπον ἐνισχύσω καὶ τὸ ἰσχυρὸν φυλάξω καὶ βοσκήσω αὐ­τὰ μετὰ κρίματος», δηλαδή· τὸ χαμένο πρόβατό μου θὰ τὸ ἀναζητήσω, τὸ πε­ριπλανώμενο θὰ τὸ ξαναφέρω στὴ μάν­δρα, κι αὐτὸ ποὺ ἔχει ὑποστεῖ κάταγμα θὰ τὸ δέσω μὲ ἐπιδέσμους. Τὸ ἐξ­­ασθενημένο θὰ τὸ ἐνισχύσω. Τὸ ἰ­σχυ­ρὸ θὰ τὸ προφυλάξω, καὶ θὰ βοσκήσω ὅλα τὰ πρόβατα μὲ δικαιοσύνη (Ἰεζ. λδ΄ [34] 16). Τὰ πρόβατα, δηλαδὴ τοὺς ἀν­θρώ­πους.
Ἀλλὰ καὶ ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦ­λος ἔζησε δύσκολες ὧρες κατὰ τὸν χρόνο τῆς διακονίας του. Αἰσθανόταν ὅμως φανερὰ τὴν προστασία τοῦ Κυρίου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Στὴν πρώτη μου ἀπολογία δὲν ἦλθε κανένας μαζί μου, ἀλλὰ ὅλοι μὲ ἐγκατέλειψαν… Ὅμως μοῦ παραστάθηκε καὶ μοῦ ἔδωσε δύναμη ὁ Κύ­ριος, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐκθέσω μὲ πληρότητα καὶ ἀξιοπιστία τὸ κήρυ­­γμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι οἱ ἐθνικοί… Ὁ Κύριος θὰ μὲ γλυτώσει καὶ στὸ μέλλον ἀπὸ κάθε ἐπιβουλὴ καὶ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν ὀργάνων του καὶ θὰ μὲ διαφυλάξει σῶο γιὰ τὴν ἐπουράνια Βασιλεία Του» (Β΄ Τιμ. δ΄ 16-18).
Πηγὴ θάρρους στὶς καθημερινὲς στενόχωρες καταστάσεις ποὺ ἀντιμετωπίζουμε εἶναι καὶ οἱ ἀδελφοί μας, οἱ συν­άνθρωποί μας, μὲ τοὺς ὁποίους συμβιώνουμε καὶ συνεργαζόμαστε καθημερινά. Γιὰ τὸν πιστὸ Χριστιανὸ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ξένος. Εἶναι ἀδελφός του, διότι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια μήτρα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν κολυμβήθρα, ἀλλὰ καὶ διότι μετέχει στὰ ἴδια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς κι ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἀναγνώριζε τὸ πόσο Τοῦ εἶχαν συμπαρασταθεῖ οἱ μαθητές Του στὶς δύσκολες ὧρες τῆς ἐπίγειας δράσεώς Του. «Ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου» (Λουκ. κβ΄ [22] 28), τοὺς εἶπε· ἐσεῖς σ᾿ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ζωῆς μου μείνατε μαζί μου στὶς δοκιμασίες μου καὶ δὲν κλονιστήκατε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς ὧρες τῆς ἀγωνίας στὴ Γεθσημανῆ βλέπουμε νὰ ζητάει τὴ συμπαράσταση τῶν μαθητῶν Του λέγοντάς τους: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε» (Μάρκ. ιδ΄ [14] 34).
Κάτι ἀνάλογο παρατηροῦμε καὶ στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν ἔ­φτασε στὴ Ρώμη μετὰ τὸ περιπετειῶδες ταξίδι του, κατὰ τὸ ὁποῖο κινδύνευσε νὰ βρεθεῖ στὸν ὑγρὸ τάφο τῆς θάλασσας, «ἔλαβε θάρσος» (Πράξ. κη΄ [28] 15)· πῆ­ρε θάρρος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Παρηγορήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μαζί τους.
Ἂς διώχνουμε, λοιπόν, ἀπὸ τὴ ζωή μας ὅλους τοὺς φόβους, ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχονται, γιατὶ μᾶς δηλητηριάζουν καὶ κάμπτουν τὸ ἀγωνιστικό μας φρόνημα. Ὡς συνειδητοὶ Χριστιανοὶ προχωρᾶμε μὲ ἐλπίδα καὶ θάρρος. Πάντοτε παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς συνανθρώπους μας, προπάντων ὅμως ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο Δημιουργό μας, τὸν Πάνσοφο Θεό μας, τὸν φιλόστοργο Πατέρα μας, ποὺ εἶναι πάντοτε δίπλα μας. 
Εἶναι μαζί μας.

Ὁ πλανητάρχης

Αποτέλεσμα εικόνας για Ὁ πλανητάρχης

.           Ἐδῶ καὶ πάνω ἀπὸ ἕναν αἰώνα διάφορες ἀρχαιολογικὲς ἀποστολὲς ἔσκαψαν τὴν ἄμμο τῆς ἐρήμου, βρῆκαν χαλάσματα, ἔβγαλαν στὴν ἐπιφάνεια τὴ λαμπρὴ πύλη κι ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὰ πανύψηλα τείχη τῆς Βαβυλώνας, πῆραν στὴ χώρα τους κάποια ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ εὑρήματα καὶ ἔφυγαν. Ἡ τελευταία Γερμανικὴ ἀποστολὴ ὑπὸ τὸν Koldeway σταμάτησε τὸ 1912 τὸ ἔργο της. Ἡ ἔρημος ὅμως συνέχισε τὸ δικό της. Λίγα χρόνια ἀργότερα τὸ νεκρικὸ σάβανο τῆς ἄμμου εἶχε σκεπάσει καὶ πάλι τὰ πάντα.
.             Στὶς μέρες τῆς παντοδυναμίας του ὁ ὑπερφίαλος δικτάτορας Σαντὰμ Χουσεῒν προσπάθησε νὰ ξαναβγάλει τὸ πτῶμα τῆς Βαβυλώνας στὴν ἐπιφάνεια. Σκοπός του ἡ τουριστικὴ ἐκμετάλλευση, γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀναστήλωση ἔγινε χωρὶς πιστότητα καὶ μὲ προκλητικὴ κακογουστιά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Οὐνέσκο ἀρνήθηκε νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ὡς «μνημεῖο παγ­κόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς». Ὅλες οἱ ἀνασκαφὲς προσπάθησαν νὰ ἀνακαλύψουν ἴχνη ἀπὸ τοὺς ὀνομαστοὺς «Κήπους τῆς Βαβυλώνας», ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Οὔτε τὰ μεγαλοπρεπὴ ἀνάκτορα τοῦ Ναβουχοδονόσορα οὔτε τὸν φοβερὸ ναὸ τοῦ θεοῦ Μαρντούκ, κτισμένο πυραμιδοειδῶς σὲ 7 ἐπίπεδα – τὸν γνωστὸ «πύργο τῆς Βαβέλ» – τὸ ψηλότερο κτήριο τοῦ ἀρχαίου κόσμου.
Ὅλα ἔχουν χαθεῖ…
.             Κι ὅμως τότε ἡ Βαβυλώνα ἦταν κοσμοκρατορία. Τὰ πανύψηλα τείχη της – 50 μέτρων – τὴν καθιστοῦσαν ἀπόρθητη. Τὸ σχῆμα της ἦταν τετράγωνο καὶ κάθε πλευρά της εἶχε μῆκος περίπου 23 χιλιόμετρα. Ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη πόλη ποὺ εἶχε κατασκευαστεῖ ποτὲ μὲ τείχη.
.             Ἡ δύναμή της τρομερή. Ἀπό ᾿δῶ τὰ στρατεύματά της ἀναχωροῦσαν καὶ λεηλατοῦσαν τοὺς λαούς. Ὁ Ναβουχοδονόσορας – πλανητάρχης τῆς ἐποχῆς – ἀκόντιζε πρὸς ἀνατολή, δύση, βορρᾶ καὶ νότο σκορπώντας τρόμο.
.             Ἐδῶ στὴν πλανηταρχιακὴ πόλη ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος. Μαζί του ἄρχισε νὰ σβήνει καὶ κείνη. Σταδιακὰ χάθηκε. Ἐξαφανίστηκε παντελῶς στὸν τάφο τῆς ἐρήμου. Δὲν κατοικήθηκε ποτὲ πιά.
.             Ἡ Βαβυλώνα! Ὁ Ναβουχοδονόσορας! Πλανητάρχης!
.             Χαμένοι… Θαμμένοι στὴν ἄμμο…

* * *

Ἄνθρωποι, ἀκοῦστε!
.             Ἀκοῦστε τὴν ἀλήθεια: Σκόνη οἱ πρόσ­καιροι κάτοικοι τῆς γῆς. Σκόνη τὰ ἔργα τους. Σκόνη καὶ ἔρημος. Καὶ οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι. Καὶ οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι. Καὶ οἱ γνωστοὶ καὶ οἱ ἄγνωστοι. Καὶ οἱ ἐπιφανεῖς καὶ οἱ ἀφανεῖς. Σκόνη καὶ οἱ πλανητάρχες τῆς ἱστορίας. «Εἷς χοῦς πάντες» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἔπη ἠθικά, ΚϚ´, PG 37, 853Α).
.             Σήμερα συνταράσσουν τὸν κόσμο, αὔ­­ριο δαγκώνουν τὸ χῶμα. Σήμερα ἀ­κοντίζουν πρὸς ἀνατολὴ καὶ δύση, πρὸς βορρᾶ καὶ νότο. Αὔριο ντύνονται τὸ σάβανο τοῦ θανάτου. Χάνονται καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ κατακτήσεις τους.
.             Κατὰ τὸν καιρὸ τῆς παντοδυναμίας τους, ἀποθρασύνονται. Ὑψώνουν τὸ ἀ­νάστημά τους. Ἀπειλοῦν, ἀδικοῦν, καταπατοῦν τοὺς ἀδύναμους, ἀπομυζοῦν τὸν κόπο τους, πίνουν τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν τους.
.             Κάποια στιγμὴ ὁ τροχὸς τῆς ἱστορίας γυρίζει ἀμείλικτος, τοὺς παίρνει ἀποκάτω, τοὺς ἐξαφανίζει. Χάνονται οἱ ἴδιοι, κάποτε καὶ οἱ αὐτοκρατορίες τους.
.             Τί μένει;
.             Μένεις Ἐσύ, Κύριε. Ὁ Αἰώνιος!
.             Ἐσύ, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων.
.             Ἐσύ! Ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας.
.             Κι ὅλοι αὐτοί, οἱ θρασεῖς καὶ ὑπερήφανοι, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, χωρὶς κἂν νὰ τὸ ὑποψιάζονται, ὑπηρετοῦν τὸ σχέδιό Σου.
.             Οἱ ἀνόητοι λαοὶ τῆς γῆς ἔχουν στραμμένο τὸ βλέμμα τους ἐπάνω τους. Τοὺς ἀτενίζουν μὲ δέος. Πάντοτε. Σὲ κάθε ἐποχή. Σήμερα μάλιστα ἀποχαυνώνον­ται στὶς ὀθόνες τῶν τηλεοράσεων, πιπιλίζουν τὰ Δελτία τῶν Εἰδήσεων, ἀναζητοῦν τὰ σχόλια τῶν εἰδικῶν.
.             Δὲν καταλαβαίνουν κι αὐτοί.
.             Δὲν πιστεύουν, ἀκόμη κι ἂν λογιάζον­ται πιστοί. Τὸ μέλλον τους τὸ ἐξαρτοῦν ἀπὸ τὴ σκόνη, ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς ἐρήμου. Διαβάζουν τὰ λόγια Σου, μὰ δὲν τὰ βάζουν στὴν καρδιά τους. Ἀκοῦν τὴν προτροπή Σου: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ς΄ 33), μὰ δὲν τὴν δέχονται ὡς τρόπο ζωῆς.
.             Οἱ θρασεῖς πλανητάρχες.
.             Οἱ ἀνόητοι τῶν λαῶν.
.             Οἱ ὀλιγόπιστοι πιστοί.
.             Καὶ Ἐσύ, ὁ Ὤν. «Δεσπόζεις τοῦ κράτους τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ σάλον τῶν κυμάτων αὐτῆς σὺ καταπραΰνεις… κραταιωθήτω ἡ χείρ σου, ὑψωθήτω ἡ δεξιά σου…
.             Μακάριος ὁ λαὸς ὁ γινώσκων ἀλαλαγμόν» (Ψαλ. πη´ [88] 10-16).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...