Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2017

Μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ἀρετῆς



Ἕνα βασικὸ καὶ οὐσιαστικὸ κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε ἡ σχέση του ἢ καλύτερα τὸ εἶδος τῆς σχέσεώς του μὲ τὶς δύο αὐτὲς εὐαγγελικὲς ἀξίες· τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετή!

Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι κάθε συνειδητὸς χριστιανὸς βρίσκεται πάντοτε μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ἀρετῆς, ἐφ’ ὅσον ἡ πνευματική του ζωὴ ἀποτελεῖ προσπάθεια συμμορφώσεώς του μὲ τὶς δύο βασικὲς ἐντολές· α) «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» καὶ β) «ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστι».

Οἱ δύο αὐτὲς ἐντολὲς εἶναι ὄντως βασικές, ἐπειδὴ ἐφαρμοζόμενες μὲ «νοῦν Χριστοῦ» συμπίπτουν στὸ ἴδιο πάντοτε ἀποτέλεσμα: στὴν αὐθεντικὴ καὶ θεοφιλῆ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τελειότητας.

Πράγματι στὶς δύο αὐτὲς ἐντολὲς συμπυκνώνεται ὅλο τὸ περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐφ’ ὅσον τελειότητα, στὸ Εὐαγγέλιο σημαίνει νὰ φθάσει ὁ χριστιανὸς στὴν «ἐπίγνωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα τῆς σχέσεως τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετὴ καταντᾶ ὑπαρξιακὸ γιὰ τὴν πνευματική του ζωή, δηλ. ἀποβαίνει οὐσιαστικὸ κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς χριστιανικῆς του αὐτοσυνειδησίας, ἐπειδὴ ἡ μεγάλη δυσκολία τῆς βιώσεως τῶν δύο αὐτῶν εὐαγγελικῶν ἀξιῶν βρίσκεται κυρίως στὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει ἢ δὲν ἔχει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ ἐπιλέγει σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα μεταξύ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀρετῆς, ὡς πρωταρχικὸ κριτήριο αὐθεντικῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ἀλήθεια!

Τὸ πρόβλημα τῆς σχέσεως τοῦ Χριστιανοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετὴ τὸ διευκρίνισε ὁ Κύριος καὶ τὸ παρουσίασε μὲ ἐξαιρετικὴ σαφήνεια ἰδιαίτερα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Φαρισαίου. Τὸ βασικὸ μήνυμα αὐτῆς τῆς παραβολῆς σὲ σχέση μὲ τὴ γνησιότητα τῆς χριστιανικῆς αὐτοσυνειδησίας εἶναι ὅτι ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, ποὺ στερεῖται ταπεινώσεως (καὶ ἄρα αὐθεντικῆς αὐτογνωσίας), τείνει σταθερὰ στὴν ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς, ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι συνήθως ἡ φανερὴ, ἡ ἐξωτερικὴ βεβαίωση (ἐπίδειξη) τελειότητας ἢ τουλάχιστον πορείας πρὸς τὴν τελειότητα.

Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς τὴν ἀνάγκη νὰ θέσει στὸ σημεῖο τοῦτο εἶναι· γιατί ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος ἐπιδιώκει τὴν ἐξωτερικὴ ἐπίδειξη τῆς ἀρετῆς του;

Σύγχρονες γνώσεις γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο λειτουργεῖ ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμὸς σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, μᾶς βοηθοῦν νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἐπιλέγει τὴν «ἀρετὴ» ὡς βασικὸ βίωμα, ἐπειδὴ τὸ βίωμα αὐτὸ ἱκανοποιεῖ σὲ ὁρισμένο μέτρο καὶ κατασιγάζει σὲ κάποιο βάθος ἐσωτερικὲς ψυχικὲς ἀνάγκες γιὰ αὐτοβεβαίωση καὶ αὐτοδικαίωση ἀπέναντι στὸν ἑαυτὸ ἀλλὰ καὶ στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κοινωνικοῦ χώρου. Ἀλλὰ σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ἡ «ἀρετὴ» λειτουργεῖ ὡς «προσωπεῖο», ἐπειδὴ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ψυχισμὸ ὡς ψυχολογικὴ ἀναπλήρωση βιωματικῶν ἐλλείψεων καὶ κενῶν στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὅταν, δηλ, ἡ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ δὲν ἱκανοποιεῖ, λόγω τραυματικῶν ἐμπειριῶν αἰσθημάτων μειονεξίας καὶ κατωτερότητας, ὁ ἀνθρώπινος ψυχισμὸς ἀντιδρᾶ μὲ τὴ δημιουργία μιᾶς πλασματικῆς εἰκόνας τοῦ ἑαυτοῦ, ποὺ λειτουργεῖ πλέον ὡς μάσκα, ὡς προσωπεῖο. Ἡ «ἀρετὴ» ἑπομένως ὡς προσωπεῖο, χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἱκανοποιηθοῦν ψυχικὲς ἀνάγκες γιὰ αὐτοβεβαίωση καὶ κοινωνικὴ ἀναγνώριση. Γι’ αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος ἐπικαλεῖται τὶς ἐξωτερικὲς ἀρετές του· «νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου. ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Οἱ θρησκευτικὲς ἀρετὲς του συνθέτουν τὸ θρησκευτικό του προσωπεῖο, τὸ ὁποῖο ὑψώνει ὡς λάβαρο ὑπεροχῆς καὶ μεγαλείου σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων»!

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ προτίμηση τῆς «ἀρετῆς συνεπάγεται μοιραίως «ἀπώθηση» τῆς ἀλήθειας στὸ περιθώριο τῆς προσωπικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνικῆς συνειδήσεως. Ἐφ’ ὅσον ὁ «ἐνάρετος» κερδίζει κοινωνικά, προτιμῶ τὴν «ἀρετὴ» καὶ τὴν ὑψώνω μέσα μου ὡς τὴν πρωταρχικὴ πυξίδα τῆς πορείας τῆς ζωῆς μου. Μία τέτοια ὅμως ἐμμονὴ στὴν πρωταρχικὴ ἀξία τῆς «ἀρετῆς» μὲ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παραποίηση ἢ τὴν ἄρνηση τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι συμβαίνει πολλοὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς χριστιανούς, «ἐνάρετοι» κατὰ τὰ ἄλλα, νὰ ἀδικοῦμε τὴν ἀλήθεια. Νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ στηρίξουμε τὴν «ἀρετή» μας (τὸ προσωπεῖο μας), στὴν περίπτωση λ.χ. ποὺ ἡ μισὴ ἀλήθεια μᾶς ἐξυπηρετεῖ ἢ νὰ τὴν ἀθετοῦμε καὶ νὰ τὴν ἀρνούμεθα στὴν περίπτωση ποὺ ὁ σεβασμὸς μας σ’ αὐτὴ ζημιώνει τὸ προσωπεῖο μας ἢ γενικότερα τὰ συμφέροντά μας!

Στὸ ἐρώτημα· σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο ἀξίες ἀνήκει πρῶτα-πρῶτα ὁ σεβασμός, στὴν ἀλήθεια ἢ στὴν ἀρετή, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σημειώνει ἐπιγραμματικά:

«διὰ τὴν ἀλήθειαν ἐστὶν ἡ ἀρετή, ἀλλ’ οὐ διὰ τὴν ἀρετὴν ἡ ἀλήθεια».

Καὶ στὴ συνέχεια ἐπεξηγεῖ τὶς συνέπειες τοῦ πρωτείου τῆς ἀλήθειας ἢ τοῦ πρωτείου τῆς ἀρετῆς.

«Ὅθεν ὁ διὰ τὴν ἀλήθειαν πράττων τὴν ἀρετὴν κενοδοξίας οὐ τιτρώσκεται βέλεσιν·

Ὁ δὲ τὴν ἀλήθειαν ἀρετῆς ἕνεκεν ἐπιτηδεύων σύνοικον ἔχει τῆς κενοδοξίας τὴν οἴησιν».

Τὸ πατερικὸ ἀξίωμα· «Γιὰ τὴν ἀλήθεια βιώνεται ἡ ἀρετὴ καὶ ὄχι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀρετὴ» ἀποτελεῖ (πρέπει νὰ ἀποτελεῖ) τὴ λυδία λίθο τῆς γνησιότητας τῆς χριστιανικῆς μας αὐτοσυνειδησίας. Τὸ νὰ ζοῦμε «ἐν ἀληθείᾳ» σημαίνει ἀγώνα, πόνους, δάκρυα, θλίψη, ὀνειδισμὸ καὶ ἀτίμωση, ἀφοῦ ἡ ἀλήθεια ποτὲ δὲν βιώνεται χωρὶς πόνους καὶ χωρὶς σταυρό. Ἡ ἀρετὴ ὅμως ποὺ δὲν γεννιέται καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ παθήματα γιὰ τὴν ἀλήθεια, εἶναι μόνο κενοδοξία καὶ ἀλαζονεία, δηλ. «προσωπεῖο».

Νὰ λοιπὸν τὸ πρόβλημά μας· ποιὸ εἶναι ἄραγε τὸ πρώτιστο κριτήριο καὶ κίνητρο τῶν πράξεών μας καὶ τοῦ βίου μας γενικά; Ἡ ἀλήθεια (ὁ Χριστὸς) ἢ ἡ φαντασίωση τῆς πρωτοκαθεδρίας μας στὸ πλευρὸ ἑνὸς Χριστοῦ τῆς ἀρεσκείας τῶν ἀδυναμιῶν μας;

Ὄντως, σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας βρισκόμαστε μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ἀρετῆς! Ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη ἐπιλογή μας;
πηγή

"Οι σκέψεις μπορούν να σε τρελάνουν"(π.Ανδρέας Κονάνος)

Ομιλία του Αρχιμ. Ανδρέα Κονάνου με θέμα: "Οι σκέψεις μπορούν να σε τρελάνουν". Η ομιλία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017 στον ενοριακό Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίας Φωτεινής Υμηττού.

το είδαμε εδώ

Οἱ κακὲς ἕξεις καὶ ἡ θεραπεία τους





Α’. Ἐξέτασε, ἀδελφέ, τὶς κακὲς ἕξεις καὶ συνήθειες, ποὺ ἀπόκτησες μὲ τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανες ἂν εἶναι παλιές, χρειάζεται περισσότερος κόπος, γιὰ νὰ καταστραφοῦν, ἂν εἶναι καινούργιες λιγότερος· ὅπως ἕνα παλιὸ καὶ ἕνα μεγάλο δένδρο, περισσότερο κόπο χρειάζεται, γιὰ νὰ κοπεῖ καὶ νὰ ξεριζωθεῖ ἀπὸ ἕνα νέο καὶ μικρό.

Β’. Ἐξέτασε τὶς θεραπεῖες ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήσεις γι’ αὐτὲς τὶς κακές σου ἕξεις καὶ συνήθειες ἀπὸ τὶς θεραπεῖες αὐτὲς ἡ πρώτη εἶναι τὸ νὰ θέλεις νὰ διορθωθεῖς ὄχι ἀμφιβάλλοντας, ἀλλὰ ἀποφασιστικά. Διότι οἱ σωματικὲς ἀσθένειες μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ χωρὶς τὴν θέλησή μας οἱ ἀσθένειες ὅμως τῆς ψυχῆς χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεραπευθοῦν. Διότι καὶ γι’ αὐτὲς χρειάζεται μία ἀποφασιστικὴ θέληση τοῦ ἀσθενῆ, γιὰ νὰ ἰατρευθεῖ καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ μέσα καὶ τὰ ὄργανα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶναι κατάλληλα γιὰ τὴ θεραπεία. Τὰ μέσα, λοιπόν, καὶ τὰ ὄργανα τὰ ὁποῖα μπορεῖς νὰ χρησιμοποιήσεις γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὶς κακές σου συνήθειες καὶ ἕξεις εἶναι ἐκεῖνα τὰ δύο τὰ ὁποῖα μᾶς φανέρωσε ὁ Κύριος ὅταν ἐλευθέρωσε ἐκεῖνον ποὺ ἦταν δαιμονισμένος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία λέγοντας «Τὸ γένος αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βγεῖ μὲ κανένα ἄλλο μέσο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία» (Μάρκ. 9,29).

Γ. Ἐξέτασε, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου, πῶς κάνεις τὴν προσευχὴ σου· διότι πρέπει νὰ προσεύχεσαι ὄχι μὲ καρδιά, ποὺ νὰ περιπλανιέται ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ μὲ διασκορπισμένο νοῦ, ἀλλὰ νὰ προστρέχεις στὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεσαι μὲ τόση μεγάλη ταπείνωση καὶ καρδιακὴ συντριβὴ καὶ μὲ τόση μεγάλη προσοχὴ τοῦ νοῦ καὶ μὲ τόση μεγάλη καρτερία καὶ ὑπομονή, ὅπως θὰ προσευχόσουν ἂν βρισκόσουν σὲ μία μεγάλη θαλασσοταραχή, ὅπου δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄλλη ἐλπίδα σωτηρίας παρὰ μόνο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Διότι σὲ τέτοια συντετριμμένη καὶ ταπεινὴ προσευχὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀρνεῖται κανένα πράγμα, ἀλλὰ δίνει, ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία, διότι αὐτὸς μόνο εἶπε· «Ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ, ἐρευνᾶτε καὶ θὰ βρεῖτε, κτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθεῖ ἡ πόρτα. Διότι καθένας ποὺ ζητᾶ, λαμβάνει, καὶ καθένας ποὺ ἐρευνᾶ, βρίσκει» (Ματθ. 7,7-8). Αὐτὸς εἶπε καὶ τὸ παράδειγμα τῆς χήρας καὶ τοῦ κριτῆ τῆς ἀδικίας γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ προσευχόμαστε πάντοτε, νὰ μὴ παραπονούμαστε, ὅτι δὲν λαμβάνουμε ἀμέσως τὰ αἰτήματά μας· «Τοὺς εἶπε καὶ παραβολή, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει ὅτι πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρύνονται». Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀθετήσει τὸν λόγο του ὁ Θεὸς καὶ νὰ διαψευσθεῖ, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν εἰσακουσθεῖς κι ἐσὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἂν ἐξακολουθεῖς νὰ προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα καὶ νὰ τὸν παρακαλεῖς μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, πρέπει νὰ βάλεις στὸ Θεὸ μεσίτρια τῆς χάριτος καὶ τοῦ ζητήματος, ποὺ ἐπιθυμεῖς τὴν Ὑπεραγία Παρθένο, τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ μητέρα καὶ μάμμη ὅλων τῶν χριστιανῶν· γιατί, ἂν ὁ Υἱὸς της εἶναι πατέρας μας καὶ ἀδελφός μας καὶ Πνεῦμα, ἑπόμενο εἶναι νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ μάμμη καὶ μητέρα μας γλυκύτατη, ἡ ὁποία μᾶς δόθηκε ὡς βοηθὸς καὶ συνήγορος γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, γιὰ νὰ μεσιτεύσει στὸν Υἱό της γιὰ μᾶς ὡς Μητέρα τοῦ ἐλέους. Καὶ ἂν ὁ Σειρὰχ εἶπε γιὰ τὴν Εὔα ὅτι «ἀπὸ τὴ γυναίκα ξεκίνησε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐξ αἰτίας της πεθαίνουμε ὅλοι» (Σοφ. Σειρ. 25,24)· ἐμεῖς μὲ περισσότερο δίκαιο μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο ὅτι ἀπὸ γυναίκα ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας καὶ ἐξ αἰτίας της ἀναζωοποιούμαστε ὅλοι. Ἔτσι μποροῦμε νὰ προστρέχουμε σ’ αὐτὴν μὲ κάθε θάρρος σὲ κάθε μας περίπτωση καὶ ἀνάγκη. Καὶ τελικά, γιὰ νὰ κάνεις τὴν προσευχή σου αὐτὴ πιὸ ἐνεργητική, γιὰ νὰ λάβεις ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, πρέπει νὰ ἑτοιμασθεῖς προσωπικὰ μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ τὴν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διότι αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια εἶναι σὰν τὰ σωληνάρια, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔρχεται σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ κάθε ἀγαθό.

Δ’. Κατόπιν, ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν νηστεία ποὺ κάνεις -καί, ὅταν λέω νηστεία, ἐννοῶ κάθε εἴδους ἐγκράτεια καὶ ἀποχὴ καὶ φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ ἐνδυμάτων καὶ στρωμάτων καὶ σωματικῶν ἀναπαύσεων, ἡ στέρηση τῶν ὁποίων γίνεται ἢ γιὰ κανόνα καὶ παίδευση τῶν προηγουμένων σου ἁμαρτιῶν ἢ γιὰ προφύλαξη καὶ πρόβλεψη τῶν μελλοντικῶν. Γιατί, ἂν δίνεις στὸ κορμὶ ὅλες τὶς ἀπολαύσεις καὶ ὅλες τὶς ἀναπαύσεις καὶ ἂν ζητᾶς στὸ κρεββάτι κάθε εἴδους μαλακὰ στρώματα καὶ κάθε εἴδους φαγητοῦ στὸ τραπέζι· καὶ ἂν θέλεις νὰ βρίσκεσαι σὲ ὅλες τὶς διασκεδάσεις καὶ σὲ ὅλες τὶς συντροφιὲς τῶν φίλων σου καὶ νὰ χάνεις τὸν καιρό σου σ’ αὐτὲς μὲ κάθε εἴδους ἀργία· καί, γιὰ νὰ μιλήσω σύντομα, ἂν θέλεις νὰ δίνεις κάθε εἴδους θεραπεία στὰ πάθη σου καὶ νὰ μὴν ἀποφεύγεις κανένα κίνδυνο, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ ὅλη τὴν προθυμία δὲν ἀπέφευγαν ὅλοι οἱ ἅγιοι• ἂν λέω ζητᾶς αὐτά, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξεριζώσεις τὰ πάθη καὶ τὶς κακὲς ἕξεις ποὺ ἀπόκτησες; «Δένδρο ποὺ ποτίζεται καθημερινὰ πότε θὰ ξεραθεῖ ἡ ρίζα του; Καὶ δοχεῖο ποὺ καθημερινὰ δέχεται προσθήκη ὑγροῦ, πότε θὰ λιγοστέψει;» σοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ. Ἔτσι ἂν καὶ σὺ δίνεις στὸ σῶμα τὶς ἀναπαύσεις του, μὲ ποιὰ βάση νομίζεις ὅτι μπορεῖς νὰ διορθωθεῖς; Βέβαια, δὲν μπορεῖς ἄλλο νὰ περιμένεις στὸ τέλος μίας τέτοιας ζωῆς ποὺ ἔζησες μὲ τόσες ἁμαρτίες παρὰ ἕναν ἀτέλειωτο θάνατο μέσα σὲ ὅλα τὰ κολαστήρια, διότι τέτοια πονηρὴ ζωὴ προξενεῖ καὶ πονηρὸ θάνατο· «Ὁ θάνατος ποὺ προξενεῖ, εἶναι θάνατος φοβερὸς» (Σοφ. Σειρ. 28,21).
πηγή

ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ...

Ο άνθρωπος περί το τέλος της εποχής της νεωτερικότητας πρόβαλε κατά τρόπο προκλητικό την καύχησή του ότι με τη βοήθεια της επιστήμης έχει καταφέρει να ανατρέψει όλες τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες του παρελθόντος καθώς και τον ανορθολογικό τρόπο σκέψης των προγόνων μας όλων των εποχών. Θα ανέμενε κάποιος εχέφρων εξωγήινος να φέρνει αποδείξεις για τα επιτεύγματά του αυτά ο σύγχρονος άνθρωπος, αποδείξεις απτές και αδιαμφισβήτητες. 
Αντ’ αυτών σφράγισε την εποχή αυτή και εισήλθε πλέον στην άλλη της μετανεωτερικότητας με τη φιλοσοφία του παραλόγου, οι οπαδοί της οποίας διατείνονται ότι οι ανθρώπινες ενέργειες δεν απορρέουν από προηγηθείσα λογική σκέψη, ότι είναι παράλογες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατερρίφθη χωρίς πάταγο ή τυμπανοκρουσίες το οικοδόμημα του «ορθού λόγου», το οποίο με τόση προσπάθεια επί δύο αιώνες επιχείρησαν να ορθώσουν οι οπαδοί του διαφωτισμού!
Αποκριά η περίοδος της χαράς, του κεφιού, του ξεφαντώματος, περίοδος προσδοκίας κατά την άποψη πολλών συνανθρώπων μας. Σε παλαιότερες εποχές προσδοκούσαν όντως κάτι το διαφορετικό από το σύνηθες. Τώρα σαν τι να προσδοκούμε; Το ξεφάντωμα είχε καταστεί μέχρι πρότινος καθημερινότητα. Το φαγητό και ο οίνος άφθονα! Τσίκνιζαν οι πρόγονοί μας, επειδή θα ακολουθούσε περίοδος νηστείας, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Εμείς πάψαμε να νηστεύουμε. Φορούσαν οι μετέχοντες στο πανηγύρι προσωπεία, γίνονταν δηλαδή υποκριτές, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Σήμερα το προσωπείο είναι περιττό. Η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών στα πλαίσια της νεωτερικότητας έχει καταστήσει την καθημερινότητα κατά πολλή χυδαιότερη από τις ημέρες της «παραδοσιακής» αποκριάς. Όχι μόνο η μικρή οθόνη, τηλεοπτκή ή διαδικτυακή, αλλά και τα σχολικά εγχειρίδια, ακόμη και οι γονείς χρησιμοποιούν καθημερινά χυδαίες εκφράσεις, που οι παληοί ντρέπονταν να ξεστομίσουν ακόμη και σε παρέες ανδρών. Γι’ αυτό, προκειμένου να διατηρήσουν το «νόημα» της παρέλασης του καρναβάλου κάποιοι υπερβαίνουν κατά πολύ τα εσκαμμένα της χυδαιότητας.
Χρησιμοποίησα τον όρο «παραδοσιακή» αποκριά. Ο όρος «πουλάει», για να χρησιμοποιήσω την ευρείας χρήσης λαϊκή έκφραση. Είναι άραγε παράδοση η ανάμνηση ενός απωλεσθέντος παραδείσου στην ερημιά των αστικών κέντρων, όπου έχει αφανιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά το ανθρώπινο πρόσωπο; Το πλέον σημαντικό είναι ότι οι υπέρμαχοι των αποκριάτικων εκδηλώσεων ως παραδοσιακών καυχώνται για το μακρόχρονο της παράδοσης, η οποία ανάγεται, αναμφισβήτητα, στην προ Χριστού εποχή. Είναι οι εκδηλώσεις κατάλοιπα των αφροδισιακών και διονυσιακών τελετουργιών της αρχαιότητας. Το θλιβερό είναι ότι οι πρωταγωνιστές των δρωμένων με περισσό πολλές φορές πάθος προβάλλουν αυτά ως τα μόνα στοιχεία της παράδοσής μας. Ο υψηλότατος στοχασμός των φιλοσόφων μας, οι μεστοί ηθικών διδαγμάτων μύθοι και θρύλοι, τα επιτεύγματά τους χάρις στην διάπλαση του καλού καγαθού πολίτη, η θέση ως επικέντρου του βίου της αποφυγής της ύβρεως δεν συνιστούν για τους ανερμάτιστους Νεοέλληνες παράδοση, για να περιοριστούμε στην κληρονομιά μας από τους προ Χριστού προγόνους μας. Μας αρκεί η Αφροδίτη και ο Διόνυσος κι ας στην καθημερινότητά μας χρησιμοποιούμε τον δημαγωγικό λόγο περί δημοκρατίας, περί ελευθερίας και λοιπών δικαιωμάτων, τα οποία αδυνατούμε να γευθούμε! Βέβαια είναι προφανής ο στόχος: Η νεωτερικότητα πολέμησε με πάθος την Εκκλησία του Χριστού και τον ευαγγελικό λόγο. Ο διαπρεπής υλιστής Μπέρτραντ Ράσσελ έγραψε ότι η Δύση επανανεκάλυψε στους αρχαίους Έλληνες τη συνείδηση της ελευθερίας, που υποκατέστησε την πλήρη ενοχών συνείδηση του δυτικού χριστιανού. Κατά το δεύτερο σκέλος έχει δίκαιο, καθώς η στρέβλωση του ευαγγελικού λόγου στη σχολαστική δυτική θεολογία έφερε στο επίκεντρο την ενοχή και την τιμωρία αντί της αγάπης του Θεού και τη συγχώρηση του μετανοούντος αμαρτωλού. Ο Ράσσελ, όπως και όλοι οι «διαφωτισμένοι», αγνοεί ότι ο αρχαίος Έλληνας έτρεμε την «ύβριν», την οποία διαπράττει καθημερινά ο δυτικός άνθρωπος, ιδιαίτερα μετά τη διακήρυξη του «θανάτου» του Θεού, με συνέπεια όχι μόνο τα πλείστα όσα εγκλήματα διέπραξε κατά της ανθρωπότητας, αλλά και τη δική του ψυχική νέκρωση. Μπορεί να διασκεδάσει, να διασκορπίζει δηλαδή τις πολλαπλές έγνοιες του, μπορεί να επιχειρεί να διαφύγει από το υπαρξιακό κενό της καθημερινότητάς του, οπωσδήποτε όμως δεν χαίρεται, δεν είναι σε θέση να χαρεί, καθώς η χαρά είναι απόρροια ενός συνεπούς βίου, στον οποίο προέχει η άσκηση στην πραγμάτωση της ευαγγελικής διδασκαλίας. Όσο και αν η ένταση της μουσικής είναι εκκωφαντική, η κραυγή του ανθρώπου που βιώνει το υπαρξιακό κενό την καλύπτει! Όσο και αν το βέβηλο επιδιώκει να ξεπεράσει κάθε προηγούμενη χυδαιότητα, προκειμένου να ελκύσει την προσοχή, το ανικανοποίητο μέσα στην πλησμονή των απολαύσεων δεν είναι δυνατόν να αποκρυβεί!
Και αν δεν αναφωνούμε «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», είναι επειδή δεν μας το επιτρέπει η αλαζονεία να μιμηθούμε τον ταπεινό τελώνη, με την παραβολή του οποίου η Εκκλησία μας εισάγει στην περίοδο προετοιμασίας για το Πάσχα. Αναμφισβήτητα εμπόδιο στέκει στην όποια επιθυμία προς ταπείνωση η παρουσία όχι ενός αλλά πληθώρας φαρισαίων δίπλα μας. Αλλά εκείνος της παραβολής βίωνε την τραγική βεβαιότητα της σωτηρίας του, τη βεβαιότητα ότι με τη στάση βίου του είχε υποχρεώσει τον Θεό. Οι φαρισαίοι της εποχής μας είναι κατά πολύ τραγικότερο τρόπο πλανεμένοι. Όχι μόνο δεν θα δουν πρόσωπο Θεού, αλλά στέκονται εμπόδιο στο να δουν άλλοι συνάνθρωποί τους. Για να διαλύσει η Εκκλησία μας κάθε παρεξήγηση προβάλλει κατά τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου την παραβολή του ασώτου, του λαμπροτέρου θαύματος στον ανθρώπινο βίο, αυτού της μετάνοιας. Συνήθως παραβλέπουμε τη στάση του «συνετού» πρεσβύτερου γυιού, το πείσμα του και τη διάθεση κριτικής της ενέργειας του Πατέρα. Μήπως αυτός σήμερα ζητά, έχοντας υποκαταστήσει τον Θεό της αγάπης με τον Δία των κεραυνών, την κεραυνοβόληση των αμαρτωλών; Μήπως, ακόμη χειρότερο, θλίβεται, επειδή του είναι απαγορευμένο να «απολαμβάνει»; Μήπως χωρίς να το αντιλαμβάνεται καθίσταται ο πλέον «παραδοσιακός» όλων ως λάτρης του Δία; Και δίνει τροφή προς επίκριση των πιστών για φανατισμό και έλλειψη ανεκτικότητας λόγω του πλήθους των στερήσεων και του ανικανοποιήτου, από το οποίο διακατέχεται!
Ευτυχώς υπάρχουν και δεν θα λείψουν ποτέ από τον κόσμο οι άγιοι. Αυτοί ταπεινά με πλήρη τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους μιμούνται τον τελώνη και γι’ αυτό έχουν παρησία να προσεύχονται στον Θεό για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Αυτοί με το ζωντανό παράδειγμά τους μας διδάσκουν πού βρίσκεται η χαρά, που οι περισσότεροι αναζητούμε χωρίς επιτυχία καθ’ όλο μας τον βίο. Χαρά χωρίς πορεία προς συνάντηση με τον Θεό και, μέσω αυτού, με τον συνάνθρωπό μας τον ελάχιστο δεν είναι δυνατόν να γευθούμε. Και είναι τόσοι οι αναγκεμένοι συνάνθρωποί μας που δεν τους συναντά ο πλησίον, καθώς αυτός έχει βυθιστεί στο πέλαγος της εγωπάθειας.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»          


Νηστεία: Ίσον απαγόρευση;



Για τους νέους που δυσκολεύονται να νηστέψουν

, μία παράξενη λέξη!
Θυμίζει στέρηση, παραίτηση από το δικαίωμά μας να φάμε ό, τι θέλουμε, να ζήσουμε όπως θέλουμε, θυμίζει , παλαιότερες εποχές. Στους περισσότερους φαίνεται αστείο να βάζεις περιορισμούς στον εαυτό σου.

«Γιατί», ρωτούν, σε μια εποχή που όλα επιτρέπονται. Ποιο είναι το νόημα;
Κι όμως πίσω από την αλλαγή του φαγητού κρύβεται ένας άλλος τρόπος ζωής. Αφάνταστα νεανικός και επαναστατικός. Παραιτούμαστε από τα δικαιώματά μας, γιατί αγαπάμε Εκείνον περισσότερο απ’ όλα. Αλλάζουμε την τροφή μας γιατί κάνουμε υπακοή στα λόγια Του, στο παράδειγμα Του, ως μία μικρή ανταπόκριση στην θυσία Του.
Κάνουμε αντίσταση στο ρεύμα των πολλών, όχι γιατί εμείς είμαστε οι καλοί, αλλά γιατί θέλουμε να τους σκεφτόμαστε και να ζούμε γι’ αυτούς.
Γιατί μόνο όποιος μαθαίνει να παραιτείται από τα δικαιώματά του, μπορεί να αγαπήσει πραγματικά τον άλλο, γιατί μπορεί να του δώσει, να του προσφέρει χωρίς να νοιαστεί να πάρει απ’ αυτόν.
Γιατί όποιος ξέρει ότι μπορεί να ζήσει χωρίς κρέας, γάλα, τυρί, αυγό, ξέρει ότι μπορεί να ζήσει και χωρίς εγωισμό, χωρίς να τα θέλει όλα δικά του.
Ξέρει ότι μπορεί ν’ αγαπήσει και να προσευχηθεί για τον άλλο, ότι μπορεί να τον ακούσει θυσιάζοντας τον χρόνο του, μπορεί να νοιώσει την καημό του, να αξίζει το δάκρυ του, να χαρεί με το χαμόγελό του.

Και είναι δύσκολο να νηστέψεις, όχι μόνο από φαγητό, αλλά και απ’ ό, τι σε χωρίζει από τον Χριστό και τον άλλο, που είναι η αμαρτία και το ψέμα.
Δεν είναι δύσκολο ν’ αφήσεις το μίσος και την κακία κατά μέρος, αρκεί να το ζητήσεις απ’ Αυτόν που σ’ αγαπά. Αρκεί να βάλεις αρχή προσπάθειας στην ζωή σου, σα να ξεκινάει τώρα. Αρκεί να μην πεις «δεν θα ξεχωρίσω», «δεν θέλω να με ειρωνευτούν», «δεν πειράζει, έχω χρόνο». Αρκεί να νοιώσεις ότι «είναι κάτι» να το παλέψεις. Κι έχει νόημα γιατί είναι η παράδοσή μας, είναι η ιστορία μας και νηστεύοντας κρατάς κάτι που ισχύει 2000 χρόνια τώρα. Γίνεσαι συνεχιστής μιας κίνησης ζωής προς Αυτόν που μας δίνει τη Ζωή.
Ξέρω ότι δεν είμαι μόνος μου στον αγώνα μου αυτό, ξέρω ότι είσαι και συ μαζί μου, κι είμαστε κι άλλοι. Γιατί μέσα από την νηστεία και την γιορτή βρίσκουμε το κλειδί της πίστης που ξεκλειδώνει την ψευτιά του σήμερα. Το κλειδί της αγάπης που δίνει αλλιώτικο νόημα στην ζωή μας. Και ξέρω ότι θέλεις αυτό το νόημα.
Γιατί πιστεύεις, γιατί ο Θεός υπάρχει μέσα σου.
Καλή Σαρακοστή!
πηγή

Τὶς ὁ νοῦς τῆς Θείας Λειτουργίας



α΄
Στὴν τελετουργία τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων διακρίνουμε, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ ἔργο τῆς λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν τιμίων δώρων σὲ θεῖο σῶμα καὶ αἷμα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, μεταλαμβάνοντας, κατορθώνουν νὰ κερδίσουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ν' ἀποχτήσουν σὰν κληρονομία τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μαζὶ μὲ ὅλα τ' ἀγαθὰ ποὺ ἀκολουθοῦν.

β'
Ὡς προπαρασκευὴ δὲ καὶ τελείωμα, στὸ ἔργο καὶ στὸ σκοπὸ ποὺ ἀναφέραμε, πρέπει νὰ ἰδοῦμε τὶς εὐχές, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀναγνώσεις τῶν θείων Γραφῶν καὶ ὅλα γενικά, ὅσα τελοῦνται ἤ λέγονται μὲ ἱεροπρέπεια πρὶν καὶ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων. Καί, ἂν καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δωρεὰν ὅλα τὰ ἅγια καὶ τίποτε ἀπ' αὐτὰ δὲν προσφέρουμε πρῶτοι ἐμεῖς σὰν δικό μας — γιατί ὅλα εἶναι εὐεργεσίες του — ὅμως, μᾶς δεσμεύει μὲ τὴν ἀπαίτησή του, πὼς πρέπει πρῶτα νὰ γίνουμε ἱκανοὶ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε καὶ ἔπειτα, κατ' ἀνάγκη, νὰ τὰ διατηρήσουμε. Καὶ σὲ κανέναν δὲν θὰ μετάδινε τὸν ἁγιασμὸ του ἂν δὲν πλησίαζε τὰ ἄχραντα Μυστήρια μ' αὐτὴ τὴ διάθεση. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ βροῦμε τὸν ἁγιασμό μας στὸ βάπτισμα, στὸ χρῖσμα καὶ στὸ δεῖπνο του, τὴν ἁγία καὶ φρικτὴ Τράπεζά του.

γ'
Κι αὐτὸ ἴσα - ἴσα μᾶς φανέρωσε μὲ τὴν παραβολή του γιὰ τὸ σπορέα, ὅπου λέει: βγῆκε ὁ σποριάς, ὄχι νὰ ὀργώσει τὴ γῆ, μὰ γιὰ νὰ «σπείρει» (Ματθ. ιγ' 3)· γιατί τὸ ὄργωμα καὶ κάθε ἄλλη προπαρασκευὴ πρέπει νὰ γίνει πρὶν ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.

δ'
Ἐπειδή, λοιπόν, ἦταν ὑποχρεωτικὸ στὴ σειρὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων νὰ γίνεται ἔτσι, δηλ. νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα καὶ πλήρως προπαρασκευασμένοι γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν μέσα στὴν ἱερὰν ἀκολουθία τῆς λειτουργίας καὶ αὐτὰ τὰ κείμενα — ὅπως ὑπάρχουν. Σ' αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς βοηθοῦν οἱ εὐχές, οἱ ψαλμωδίες καὶ ὅ,τι ἄλλο μὲ ἱεροπρέπεια γίνεται ἤ λέγεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Γιατί, ὁλ' αὐτά, μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προδιαθέτουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, πρῶτα νὰ δεχτοῦμε, ὅπως πρέπει, τὸν ἁγιασμὸ καὶ μετὰ νὰ τὸν κρατήσουμε σίγουρα μέσα μας, μὲ τὴν πιὸ δυνατὴν ἀσφάλεια.

ε'
Ὁ ἁγιασμός μας ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία γίνεται μὲ δύο τρόπους. Στὸν πρῶτο τρόπο, τὸν βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα μας ὡς ὠφέλεια ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς εὐχές, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα. Οἱ εὐχές, ποὺ σὰν προσευχὴ ἀναπέμπουμε, ἐπιστρέφουν στὸ Θεὸ καὶ προξενοῦν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας∙ ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ψαλμωδίες μας, ποὺ ἐξιλεώνουν τὸν Κύριο καὶ τὸν κάνουν νὰ στρέψει γλυκὰ τὸ βλέμμα του πρὸς ἐμᾶς. «Θῦσον γὰρ - λέγει ὁ ψαλμωδὸς - τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ', 14-15).

Μετά, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ μᾶς φανερώνουν καθαρώτατα τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ κρίση του∙ ἀκόμα, σταλάζουν ἐπάνω στὶς ψυχές μας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀνάβουν μέσα μας τὴν ἀγάπη γιὰ Κεῖνον, κ' ἔτσι σιγὰ - σιγὰ μᾶς βάζουν σὲ μεγάλη προθυμία νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του. Κι ὃλ' αὐτὰ βοηθοῦν καὶ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαὸ νὰ κάνουν ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχή τους, ἱκανώνοντάς τους νὰ δεχτοῦν μέσα τους καὶ νὰ κρατήσουν ἄξια τὰ τίμια δῶρα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας∙ ἰδιαίτερα, ὅμως, προπαρασκευάζουν τὸν ἱερέα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ τελέσει τὴν ἀναίμακτη θυσία, ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω.

Αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκουμε πολλὲς φορὲς μέσα στὶς εὐχές, ὅπου ὁ ἱερεὺς προσεύχεται νὰ μὴ φανεῖ ἀνάξιος νὰ κρατήσει τὰ προκείμενα δῶρα, ἀλλὰ μὲ καθαρὰ χέρια καὶ ψυχὴ καὶ γλῶσσα νὰ διακονήσει τ' ἄχραντα Μυστήρια. Ἔτσι, μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, μπαίνει μέσα μας ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν θείων ρημάτων, ποὺ λέγονται καὶ ψάλλονται στὴν ὅλη τελετουργία τῆς θείας λατρείας.

ς'
Ὁ ἄλλος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἁγιαζόμαστε ἀπὸ αὐτά, κι ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα ὅσα τελοῦνται στὴ θεία λειτουργία, εἶναι αὐτὸς ἐδῶ: σ' ὅλ' αὐτὰ βλέπουμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου κι ὅσα Ἐκεῖνος ἔκαμε ἤ ἔπαθε γιά μᾶς. Γιατί, στὶς ψαλμωδίες καὶ στ' ἀναγνώσματα, καθὼς καὶ σ' ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελεῖ ὁ ἱερεὺς μέσα στὴ θεία λατρεία, φανερώνεται ἡ θεία οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος μας: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας φανερώνονται οἱ πρῶτες φάσεις τοῦ θείου ἔργου του∙ στὸ δεύτερο μέρος, σημαίνεται ἡ συνέχεια τοῦ ἔργου του∙ καὶ στὸ τελευταῖο, ὅ,τι θ' ἀκολουθήσει. Καὶ πρέπει, ἐκεῖνοι ποὺ παρακολουθοῦν καὶ βλέπουν ὅλ' αὐτά, νὰ φέρνουν πάντα μπρὸς στὰ μάτια τους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σημαίνονται μ' αὐτά.

Ἔτσι, ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ ἀναίμακτη θυσία ἡ ἴδια, «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει» (Α' Κορ. ια' 26) καὶ τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴν Ἀνάληψή του, γιατί μεταβάλλει τὰ τίμια δῶρα σὲ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχτηκε ὅλ' αὐτά, δηλ. πού σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Ἐνῶ, ὅσα τελοῦνται πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία, σημαίνουν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πρὶν ἀπ' τὴ σταύρωση, δηλ. τὴν παρουσία του, τὴν δράση του, τὴν πλήρη φανέρωσή του. Τελευταῖα, ὅσα τελοῦνται καὶ λέγονται μετὰ τὴ θυσία, σημαίνουν «τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε (Λουκ. κδ' 49∙ Πράξ. α' 4), τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐθνῶν — μὲ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα — στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἕνωσή τους μ' Αὐτόν.

ζ'
Ἡ ὅλη μυσταγωγία παρουσιάζεται ἀκριβῶς σὰν μία εἰκόνα ἑνιαία του μοναδικοῦ σώματος τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος, βάζοντας τάξη σὲ ὅλα τὰ γεγονότα, ἀπ' τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, κ' ἐναρμονίζοντάς τα μεταξύ τους.

η'
Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ψαλμοί, ποὺ σὰν προοίμια ψάλλονται, κι ἀκόμη πιὸ πρὶν ἀπ' αὐτούς, τὰ ὅσα γίνονται καὶ λέγονται στὴν πρόθεση τῶν τιμίων δώρων, φανερώνουν τὸν πρῶτο καιρὸ τοῦ θείου ἔργου τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅσα ἀκολουθοῦν τοὺς ψαλμούς, δηλ. τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ τ' ἄλλα, σημαίνουν τὴν περίοδο τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκολούθησε μετά.

θ'
Ἂν κ' ἔχει λεχθεῖ, πὼς γι' ἄλλο λόγο ἔχουν εἰσαχθεῖ τὰ ἀναγνώσματα κ' οἱ ψαλμωδίες, ὅτι δηλ. εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ μᾶς προδιαθέτουν γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν στὸ νὰ ἐξιλεώνουμε τὸ Θεό, ὅμως, τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ μποροῦν καὶ τὰ δυὸ νὰ συμβοῦν: τὰ ἴδια ἱερὰ ἄσματα καὶ ἀναγνώσματα, καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀρετή, καὶ τὴ θείαν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ νὰ σημαίνουν.

Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ἐνδύματα: μᾶς ἐξυπηρετοῦν στὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ ντύνουμε ἤ νὰ τὸ καλύπτουμε, μ' αὐτὰ ἤ μ' ἐκεῖνα τὰ ροῦχα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, ἀλλὰ κάποτε, ὅταν βλέπουμε τὰ ἐνδύματα, καταλαβαίνουμε τὸ ἐπάγγελμα, τὸ βίο ἤ τὸ ἀξίωμα ἐκείνου ποὺ τὰ φορεῖ. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θέμα μας. Διότι, μὲ τὸ νὰ περιέχουν οἱ ἅγιες Γραφὲς θεόπνευστα λόγια καὶ ὕμνους τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ μελετοῦν ἤ τὰ ψάλλουν.

Ὅμως, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουν διαλεχτεῖ, κι ὅπως ἔχουν μπεῖ στὴ σειρά, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη δυνατότητα, νὰ βοηθοῦν δηλ. στὸ ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ζωῆς του. Κι ὄχι μονάχα τὰ ὅσα ψάλλουμε ἤ ὅσ' ἀναγινώσκουμε, μὰ καὶ ὅλα ὅσα τελετουργουνται ἐκεῖ ἔχουν τὸν ἴδιο χαρακτῆρα. Καὶ γίνεται μὲν τὸ κάθε τί γιὰ τὴν ἀναγκαίουσα περίπτωση τῆς στιγμῆς ὅπου παρουσιάζεται, ἀλλὰ στὸ βάθος πάντα κρύβει μιὰ σημασία ποὺ συμβολίζει κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα, τὰ θαύματα ἤ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως π.χ. εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἡ εἴσοδος τῶν τιμίων δώρων. Τὸ καθέν' ἀπ' αὐτὰ ἔχει μία χρησιμότητα: ἡ πρώτη εἴσοδος εἶναι γιὰ νὰ διαβαστεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ δεύτερη γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ θυσία. Ὅμως, σημαίνουν καὶ οἱ δύο τὴν παρουσία καὶ τὴν πλήρη φανέρωση: ἡ μία, τὴν ἀρχὴ τῆς παρουσίας του, μὲ ἀμυδρὴ καὶ ἀτελῆ ἀκόμη τὴ μορφή, του∙ ἡ ἄλλη, τὴν τελειότητα καὶ ὑπέρτατην εἰκόνα τοῦ προσώπου του.

Ἀκόμα, ὑπάρχουν μερικὰ ἀπ' ὅσα γίνονται ἐδῶ, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ φανερὴ χρησιμότητα, μὰ ποὺ γίνονται μονάχα γιὰ νὰ δηλώσουν συμβολικὰ κάτι - ὅπως π.χ. ὅταν ὁ ἱερεὺς λογχίζει τὸν ἄρτο, ἡ γράφει ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ- ἤ, ἀκόμη, τὸ μαχαίρι ποὺ κεντᾶ τὸν ἄρτο καὶ ποὺ φέρει τὸ σχῆμα τῆς λόγχης- καί, τελευταῖα, ὅταν ὁ ἱερεὺς προσθέτει στὸ ἅγιο Ποτήριον τὸ ζεστὸ νερό.
ι'
Ἀνάλογα παραδείγματα θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς καὶ στ' ἄλλα Μυστήρια∙ ὅπως π.χ. στὸ Βάπτισμα, ὅπου, ὑποχρεωτικά, πρὶν βαπτιστοῦν ἔβγαζαν τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ροῦχα τους, ἅπλωναν τὰ χέρια τους καὶ φυσοῦσαν. Ἀλλά, βέβαια, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ χρησιμότητα, παρὰ ὁ συμβολισμὸς τῶν κινήσεων, ποὺ μᾶς διδάσκει τὸ μῖσος γιὰ τὸ δαίμονα − ὅσο μῖσος πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα μας − καὶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν διώξει πολὺ μακριά του, ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀληθινὸς χριστιανὸς μετὰ τὸ βάπτισμα. Καί, φυσικά, ὅπου ὑπάρχουν τέτοιες πράξεις καὶ στ' ἄλλα μυστήρια θὰ ἔχουν πάντα καὶ τὴν ἀνάλογη σημασία τους.

ια'
Ὅσα τελοῦνται τὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων, ἔχουν ὅλα σχέση μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος∙ γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε καθαρὰ ἐμπρὸς στὰ μάτια μας κ' ἔτσι ν' ἁγιάζει τὶς ψυχές μας, ποὺ θὰ γίνονται μ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἄξιες νὰ δεχτοῦν τ' ἄχραντα Μυστήρια. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς τότε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ πραγματοποιήθηκε τὸ θεῖο ἔργο του, ἀνάστησε τὸν πεσμένο κόσμο τῆς οἰκουμένης, ἔτσι πάντα κάνει ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ τὸ βλέπουν ἐσωτερικὰ νὰ πραγματοποιεῖται καὶ πάλι. Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει καμμιὰν ὠφέλεια ἂν δὲν τὸ ἐνστερνίζονταν μὲ τὴ μέσα θεωρία καὶ τὴν πίστη. Κ' εἶναι γι' αὐτὸ ποὺ ἔχει κηρυχτεῖ καὶ πού, γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε, χρησιμοποίησε χίλιους δυὸ τρόπους καὶ μέσα ὁ Θεός. Καὶ τοῦτο γιατί, τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καρποφορήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἡ πραγματοποίησή του ἔμενε ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περίμεναν νὰ σωθοῦν. Βέβαια, τότε ποὺ πρωτοφανερωνόταν μὲ τὸ κήρυγμα, γεννοῦσε μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ σεβασμό, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ - πράγματα ὡς τότε ἄγνωστα γι' αὐτούς∙ σήμερα, ὅμως, ὅταν θεωρεῖται ἐσωτερικὰ καὶ μὲ θέρμη ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἤδη χριστιανούς, δὲν γεννᾶ βέβαια κεῖνα τὰ εὐλογημένα αἰσθήματα μέσα τους, ἀλλὰ βρίσκοντάς τα μέσα τους τὰ διατηρεῖ, τ' ἀναγεννᾶ καὶ τὰ δυναμώνει. Κ' ἔτσι, τοὺς στηρίζει πιὸ πολὺ στὴν πίστη, καὶ τοὺς κάνει πιὸ θερμοὺς στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν ἀγάπη. Γιατί, ἐκεῖνα ποὺ δημιούργησε ἀπ' τὴν ἀνυπαρξία τότε, θὰ εἶναι πολὺ εὐκολώτερο νὰ τὰ διασώσει, νὰ τὰ διατηρήσει καὶ νὰ τ' ἀνανεώσει σήμερα. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, πάντα μ' αὐτὰ τὰ αἰσθήματα νὰ πλησιάζουμε τὰ ἅγια Μυστήρια∙ γιατί ἡ εὐλάβεια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, μᾶς ζεσταίνει ἐσωτερικὰ καὶ πολύ μᾶς ἀνυψώνει∙ ἐνῶ, χωρὶς ὅλ' αὐτά, καὶ ἁπλῆ ματιὰ ἔστω νὰ ρίξουμε στ' ἅγια Μυστήρια, βρισκόμαστε σὲ μεγάλην ἀσέβεια.

ιβ'
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ μπεῖ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ θεωρία μέσα στὴν τάξη τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ μᾶς τοποθετεῖ συμβολικά, μὲ τὴν βοήθεια ὅλων τῶν προηγουμένων, μπροστὰ στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Κι αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μένουμε μονάχα μὲ τὴ σκέψη πρὸς τὰ τελούμενα, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια, κατὰ κάποιον τρόπο, τὴ μεγάλη φτώχεια τοῦ Πλουσίου∙ τὴν ξενητιὰ καὶ τὸν ἐρχομό σ' ἐμᾶς, Ἐκείνου, ποὺ κατοικοῦσε δικαιωματικὰ τὸν κάθε τόπο∙ τοὺς ἐξευτελισμοὺς τοῦ Εὐλογημένου κ' ἐγκωμιαζόμενου ἀπ' ὅλους∙ τὰ πάθη Ἐκείνου, ποὺ δὲν γνώρισε κανένα πάθος∙ γιὰ νὰ βλέπουμε πόσο μισήθηκε καὶ πόσον ἀγάπησε∙ πόσο ψηλὰ βρισκότανε καὶ πόσο ταπεινώθηκε γιὰ χάρη μας∙ πόσα χρειάστηκε νὰ κάμει καὶ πόσα νὰ πάθει, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει αὐτὸ τὸ θεῖο τραπέζι, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Κ' ἔτσι, θαυμάζοντας τὴν ἀνανέωση τοῦ σωτηρίου ἔργου του κι ἀναμετρώντας συγκλονισμένοι τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν του, νὰ δείξουμε τὴν εὐλάβειά μας σ' Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ τόση φιλανθρωπία μᾶς σπλαχνίστηκε καὶ μᾶς ἔσωσε: μὲ τὸ νὰ τοῦ ἐμπιστευτοῦμε τὴν ψυχή μας, νὰ τοῦ παραδώσουμε ὁλάκερη τὴ ζωή μας καὶ ν' ἀνάψουμε τὶς καρδιές μας μὲ τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης του. Κι ὅταν πιὰ φτάσουμε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὴ φωτιὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων μὲ οἰκειότητα καὶ δίχως κανέναν κίνδυνο.

ιγ'
Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν ἀρκεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μάθαμε κάποτε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἤ τὸ ὅτι πιὰ τὴν ξέρουμε, γιὰ ν' ἀποχτήσουμε τὴν πνευματικὴ κατάσταση, τὴν ὁποία πρὶν λίγο ἀναφέραμε. Ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ ἔχουμε καρφωμένα τὰ μάτια τοῦ νοῦ μας ἐκεῖ καὶ νὰ θεωροῦμε ἐσωτερικὰ τὰ γινόμενα, διώχνοντας ἀποτελεσματικὰ κάθε ξένο λογισμό, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ καλλιεργήσουμε στὴν ψυχὴ μας ἐκεῖνες τὶς διαθέσεις καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἀναφέραμε, προκειμένου νὰ δεχτοῦμε τὸν ἄνωθεν ἁγιασμό. Γιατί, κι ἂν τύχει καὶ ξέρουμε καλά τούς λόγους τῆς θρησκείας μας, κατὰ τρόπο πού, ἂν μᾶς ρωτήσει κάποιος κάτι νὰ τοῦ ἀπαντήσουμε σωστά, ὅμως αὐτὴ ἡ γνώση δὲν θὰ μᾶς ὠφελήσει σὲ τίποτε ἀπολύτως, ἂν τὴν ὥρα τῆς μυσταγωγίας δὲν προσέχουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἐκεῖ, ἀλλ' ἀφήνουμε τὸ νοῦ μας νὰ τρέχει σ' ἄλλα πράγματα - τέτοια ξερὴ γνώση, δὲν μπορεῖ ν' ἀφήσει κανέν' ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ προαναφέραμε νὰ εἰσέλθει μέσα μας. Γιατί, οἱ διαθέσεις μας δημιουργοῦνται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς σκέψεις ἐκείνης τῆς ὥρας∙ ἑπομένως, καὶ τὰ πάθη κ' αἰσθήματα ποὺ δοκιμάζουμε εἶναι ἀποτέλεσμα, ποιοτικά, ἀνάλογο πάντα μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὰ γέννησαν.

ιδ’
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπινόησαν αὐτὸν τὸ συμβολικὸ τύπο στὴ θεία λειτουργία γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο: γιατί δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ μᾶς μιλήσει μὲ λόγια μόνο, ἀλλὰ φέρνει τὰ πάντα μπρὸς στὰ μάτια μας, φανερώνοντας ὅλο τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας. Κι αὐτό, γιατί θέλουν, ἀπ' τὴ μιὰ μεριά, νὰ ἐπιδράσει εὐκολώτερα πάνω στὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴ μείνει μία ἁπλῆ θεωρία μονάχα, γιὰ νὰ χαράξει μέσα μας ἐκεῖνο τὸ βαθὺ πάθος κ' αἴσθημα, ἔτσι πού, αὐτὰ ποὺ φανταζόμαστε, μὲ τὴν πρόσθετη αὐτὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, νὰ τυπωθοῦν καὶ νὰ μείνουν καθαρώτερα μέσα μας. Ἀπ' τὴν ἄλλη μεριά, θέλουν ἀκόμη, αὐτὸς ὁ τύπος τῆς λειτουργίας νὰ μὴν ἀφήσει τὴν παραμικρὴ λαβὴ στὴ λήθη, μήτε ν' ἀφήσει νὰ στραφεῖ ὁ λογισμὸς πρὸς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὥσπου νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ οὐράνιο τραπέζι. Κ' ἔτσι πιά, γεμᾶτοι ἀπὸ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἔννοιες κ' ἔχοντας ἀνθισμένη τὴ μνήμη ἀπὸ θεῖες εἰκόνες, νὰ μεταλάβουμε τ' ἄχραντα Μυστήρια, προσθέτοντας στὸν ἁγιασμὸ μας ἕνα νέον ἁγιασμὸ - δηλ. στὸν ἁγιασμὸ τῆς ἐσωτερικῆς μας θεωρίας προσθέτουμε τὸν ἁγιασμὸ τῆς τελετουργίας — καὶ «μεταμορφούμενοι ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β' Κορ. γ' 18), ἀπὸ τὴν κατώτερη στὴ μεγαλύτερη καὶ ὑψηλότερην ἀπ' ὅλες τὶς δόξες.

Ὑπάρχουν θαυματουργοὶ εἰκόνες;

Ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν λατρεύομεν τὰς Εἰκόνας, οὔτε τοὺς Ἁγίους, οὔτε τοὺς Ἀγγέλους, οὔτε αὐτὴν τὴν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου. Μόνον τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν λατρεύομεν. Τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμῶμεν καὶ δοξάζομεν τοὺς Ἁγίους, τοὺς Ἀγγέλους, καὶ περισσότερον πάντων τὴν «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», τὴν Ἀειπάρθενον καὶ Παναγίαν Μητέρα τοῦ Σωτῆρος μας, ἀλλὰ λατρείαν δὲν ἀπονέμομεν οὔτε εἰς τὰ πρόσωπά των οὔτε εἰς τὰς Εἰκόνας των. Ἄλλο ἡ τιμὴ καὶ ὁ σεβασμὸς καὶ ἄλλο ἡ λατρεία.

Ὁ λαός μας, καθὼς καὶ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι λαοί, θεωροῦν μερικὰς Εἰκόνας ὡς θαυματουργούς. Εἶναι αὐτὸ ἀλήθεια; Ὑπάρχουν ὅμως θαυματουργοὶ Εἰκόνες; Ἤ μᾶλλον: Εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν Εἰκόνες θαυματουργοί, Εἰκόνες ποὺ κάμνουν θαύματα;

Πολλοὶ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι ἀποδίδουν τὰ θαύματα μερικῶν Εἰκόνων ὄχι εἰς τὰς Εἰκόνας αὐτὰς καθ’ ἑαυτάς, ἀλλ’ εἰς τὴν Πίστιν τῶν ἀνθρώπων ποὺ προσεύχονται ἐνώπιον αὐτῶν. Ὅτι ἡ Πίστις θαυματουργεῖ, ὅτι ἡ θερμὴ προσευχὴ θαυματουργεῖ, εἴτε γίνεται αὐτὴ ἐνώπιον Εἰκόνος εἴτε ὄχι, αὐτὸ εἶναι ἔξω πάσης ἀμφιβολίας. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι λόγος νὰ ἀρνηθῶμεν ὅτι μερικαὶ Εἰκόνες δύνανται νὰ ἔχουν αὐταὶ αἵ ἴδιοι θαυματουργικὴν χάριν. Θὰ φανῆ παράδοξον τοῦτο, ἀλλὰ δὲν εἶναι καθόλου παράδοξον. Εἶναι πολὺ φυσικόν. (Διὰ τοὺς πιστοὺς ἐννοεῖται. Διὰ τοὺς ἀπίστους ὅλα εἶναι ὄχι μόνον παράδοξα, ἀλλ’ ἀνύπαρκτα...). 

Εἰς τοὺς Ἀποστόλους Του ὁ Κύριος εἶχε δώσει τὸ θαυματουργικὸν χάρισμα. Βλέπομεν ὅμως ὅτι τὸ χάρισμα αὐτὸ δὲν περιωρίζετο εἰς τοὺς ἰδίους τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλ’ ἐπεξετείνετο καὶ εἰς τὴν σκιὰν των! Τὸ Εὐαγγέλιον ρητῶς μᾶς λέγει ὄχι μόνον ὅτι «διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά», ἀλλὰ καὶ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔφερον ἐπὶ φορείων τοὺς ἀσθενεῖς των εἰς τὰς πλατείας, ἀναμένοντες τὸ πέρασμα τοῦ Πέτρου, ὥστε ἔστω καὶ ἡ σκιὰ του νὰ πέσῃ εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ τοὺς θεραπεύσῃ! (Πράξ. ε', 12—14). Καὶ κάτι περισσότερον: Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μανδήλια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ριπτόμενα ἐπάνω εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἤ τοὺς δαιμονιζομένους, τοὺς ἐθεράπευον! (Πράξ. ιθ', 12).

Ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι εἶχον χάρισμα θαυματουργικόν, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἀντικείμενα τῆς προσωπικῆς των χρήσεως! Τοῦτο βεβαίως ἀπετέλει μίαν εὔνοιαν τοῦ Θεοῦ ὄχι πρὸς αὐτὰ ταῦτα τὰ μανδήλια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους Του. Χάριν αὐτῶν ἡ θαυματουργικὴ δύναμις ἔφθανε μέχρι τῶν μανδηλίων των. Διατὶ λοιπὸν ἀποκλείεται νὰ ὑπάρχουν Εἰκόνες ἔχουσαι χάρισμα θαυματουργικόν; Ὄχι σπανίως ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαμαν τὰς Εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὰς παλαιάς, ἦσαν ἄνθρωποι ἅγιοι, ἄνθρωποι βαθείας ταπεινώσεως, ἄνθρωποι νηστείας καὶ προσευχῆς, ἄνθρωποι πυρπολούμενοι ἀπὸ θεῖον ἔρωτα. Τί τὸ παράδοξον νὰ εὐλόγησῃ ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἰδίους καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν των; Καὶ τί τὸ ἀφύσικον, ἂν μέσα εἰς αὐτὰς τὰς εὐλογίας ὑπῆρξε καὶ τὸ θαυματουργικὸν χάρισμα; 

23 Φεβρουαρίου: Εορτή του Αγίου Πολυκάρπου του Επισκόπου Σμύρνης


Τη μνήμη του Αγίου Πολυκάρπου του Επισκόπου Σμύρνης, τιμά σήμερα, 23 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας.

Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε περίπου το 80 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς, εν ονόματι Παγκράτιος και Θεοδώρα, όπου και είχαν φυλακιστεί διότι ήταν Χριστιανοί. Ο Άγιος Πολύκαρπος βαπτίστηκε Χριστιανός σε νεαρή ηλικία, περίπου 20 χρονών. Υπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ο οποίος και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σμύρνης.

Ο Άγιος διακρινόταν για την μεγάλη του σωφροσύνη, την αυστηρότητα του ήθους του, αλλά και την ολόψυχη αφοσίωσή του στη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Ωστόσο δεν παρέλειπε να επιτελεί και τα επισκοπικά του καθήκοντα με αποστολικό ζήλο.
Όταν άρχισε ο διωγμός κατά των Χριστιανών επί αυτοκρατορίας Αντωνίου Πίου, ο ανθύπατος της Μικράς Ασίας Στάτιος Κοδράτος συνέλαβε τον Άγιο Πολύκαρπο, και τον διέταξε να απαρνηθεί την πίστη του στο Χριστό και να Τον βλασφημήσει δημόσια. Τότε, ο Άγιος με μεγάλο θάρρος του απάντησε ότι υπηρετεί τον Χριστό 86 χρόνια χωρίς καθόλου να τον αδικήσει.
Πώς θα μπορούσε τώρα να τον βλασφημήσει και να τον αρνηθεί; Ο ανθύπατος τότε διέταξε να τον ρίξουν στη φωτιά, από την οποία βγήκε ανέγγιχτος διότι η φωτιά σχημάτισε γύρω από το σώμα του Αγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς να τον αγγίξει.
Τότε, οι βάρβαροι τον αποκεφάλισαν. Το Ιερό σώμα του ρίχτηκε στη φωτια, όπου οι πιστοί αργότερα συνέλεξαν τα Ιερά Λείψανά του.
Έτσι, μαρτυρικά ο Άγιος Πολύκαρπος παρέδωσε τη ψυχή του στο Κύριο στις 23 Φεβρουαρίου το 167 μ.Χ.
Ανάλυση ονόματος:
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ: ο πολύ δημιουργικός.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Την κλήσιν τοις έργοις σου, επισφραγίσας σοφέ, ελαία κατάκαρπος, ώφθης εν οίκω Θεού, Πολύκαρπε ένδοξε∙ συ γαρ ως Ιεράρχης, και στερρός Αθλοφόρος, τρέφεις την Εκκλησίαν, λογική ευκαρπία, πρεσβεύων Ιερομάρτυς, υπέρ των ψυχών ημών.


Συναξαριστής της 23ης Φεβρουαρίου

Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σμύρνης




Γεννήθηκε 60 χρόνια περίπου μετὰ τὸ Χριστό. Στὸν 20ό χρόνο τῆς ἡλικίας του ἔγινε χριστιανός. Ὅπως γράφει ὁ μαθητής του Εἰρηναῖος, ὁ Πολύκαρπος ἦταν στολισμένος μὲ μεγάλη σωφροσύνη, αὐστηρότητα ἠθῶν καὶ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στὴ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου.

Τὰ προτερήματά του αὐτὰ καὶ ἡ γενναιοψυχία του, τὸν ἔκαναν πολὺ ἀγαπητὸ στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ποὺ ἀργότερα τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σμύρνης. Στὸ ἀξίωμα αὐτό, ἐπιτελοῦσε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο καθαρὰ ἀποστολικό. Ἀναδείχθηκε ὁ διδάσκαλος, ὁ πατήρ, ὁ ποιμήν, ὁ φρουρός. Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀντωνίου Πίου, ὁ ἀνθύπατος τῆς Μ. Ἀσίας Στάτιος Κοδράτος, μετὰ ἀπὸ μανιώδη ἀπαίτηση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ὄχλου, συνέλαβε τὸν Πολύκαρπο καὶ τὸν διέταξε νὰ βλασφημήσει δημόσια τὸ Χριστό.

Ὁ γέροντας ἐπίσκοπος ἀπάντησε: «Ἐπὶ 86 χρόνια Τὸν ὑπηρετῶ, χωρὶς καθόλου νὰ μὲ ἀδικήσει. Καὶ πὼς μπορῶ τώρα νὰ βλασφημήσω τὸν Βασιλέα καὶ Σωτῆρα μου;» Ἀμέσως τότε, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ νὰ καεῖ ζωντανός. Ἀλλ᾿ ἡ φωτιὰ τὸν ἀφήνει ἀνέγγιχτο! Τότε, ἕνας δήμιος τὸν χτυπᾷ μὲ τὸ ξίφος του καὶ τὸν θανατώνει.

Ἔτσι στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 167, ὁ μέγας ἀθλητὴς τῆς πίστης τερματίζει τὴν ζωή του. Στὸ πρόσωπό του, βέβαια, ἐφαρμόστηκε πλήρως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀποκάλυψη: «Μηδὲν φοβοῦ, ἃ μέλλεις παθεῖν... Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Δηλαδή, μὴ φοβᾶσαι γι᾿ αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ πάθεις. Φρόντιζε νὰ εἶσαι πιστὸς μέχρι θανάτου καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὸ στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς.




Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Μωϋσῆς, Ἀντίοχος καὶ Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνῖνος)

Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης, ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ὁσ. Λιμναίου (22 Φεβρουαρίου). Διακρίθηκαν καὶ οἱ τέσσερις γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν πνευματικότητα, ποὺ ἔδειξαν στὴν ἀσκητικὴ ζωή τους. Δὲν ὑπῆρξαν μόνο ἀκτήμονες, ἥρωες τῆς ἀγρυπνίας καὶ ἀθλητὲς τῆς προσευχῆς- ἀλλὰ ἔλαμψαν καὶ γιὰ τὴν πραότητά τους, τὴν μετριοπάθεια, τὴν ἐπιείκεια, τὴν γλυκύτητα τῆς ὁμιλίας καὶ τὴν ἠπιότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους.

Ἡ ἐρημικὴ ζωὴ μέσα στὴ φύση, δὲν τοὺς ἔκανε σκληροὺς ἀλλὰ τοὺς ἐξευγένιζε. Ἔτσι ἔτρεφαν τὴν πίστη τους καὶ ἐνίσχυαν τὴν ἀγάπη τους. Ἀλλὰ καὶ σὲ διάφορες εὐκαιρίες, εἴτε πρὸς ἄλλους μοναχοὺς εἴτε πρὸς τὸν κόσμο, ἔδειξαν εἰλικρινὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη, διότι εἶχαν ἐννοήσει καλὰ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ μένει διεστραμμένη καὶ ἀνώφελη, ὅπου νεκρώνεται καὶ δὲν ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον.




Οἱ Ὅσιοι Ζεβινᾶς, Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαμιανός

 


Τοὺς βίους τους συνέγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του. Ἀναφέρεται ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ὁ μὲν Ζεβινᾶς κατασκεύασε ἕνα κελλὶ σὲ κάποιο ὄρος, καὶ ἐκεῖ ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του μέχρι τὰ βαθιὰ γεράματά του σὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες.

Μαζὶ δὲ μ᾿ αὐτόν, ἦταν καὶ οἱ μαθητές του Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαμιανός. Ἀφοῦ ὅλοι πέρασαν τὴν ζωή τους μὲ ἀκατάπαυστες προσευχὲς καὶ νηστεῖες, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.




Ἡ Ἁγία Γοργονία ἀδελφὴ Γρηγορίου Θεολόγου




Ἦταν νεότερη ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ κόρη τῆς εὐσεβέστατης Νόννας καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Γρηγορίου. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια, ἀναδείχτηκε ἰσάξια στὴν ἀρετὴ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀδελφούς της Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ Καισάριο τὸν ἰατρό.

Ὁ δὲ ἀδελφός της Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει, μεταξὺ ἄλλων, γι᾿ αὐτή: «Σὰν νοικοκυρά, σὰν σύζυγος, σὰν μητέρα, ὑπῆρξε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐνάρετη γυναῖκα, ποὺ τὸν τύπο περιγράφει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῶν Παροιμιῶν τοῦ Σολομῶντος. Ἦταν ὀξύτατη διάνοια, γνώριζε τὶς Γραφές, δίδασκε καὶ ἔπραττε σύμφωνα μὲ τὶς θεῖες ἐντολές.

Ἦταν ἱλαρὴ καὶ σεμνή, κόσμια, συνετή, ἤρεμη, κυρίαρχη τῆς γλώσσας της καὶ τῆς ἀκοῆς της, καὶ ἡ χριστιανικὴ τελειότητά της ἦταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη. Ἀγαποῦσε τὴν προσευχή, τὴν ψαλμῳδία, τὶς κοινὲς καὶ τόσο κατανυκτικὲς τῶν χρόνων ἐκείνων ἀγρυπνίες. Ὅλη της ἡ ζωὴ ὑπῆρξε κάθαρση καὶ τελείωση». Μία ἀῤῥώστια τὴν ἔστειλε πρόωρα στὶς αἰώνιες Μονές.




Οἱ Ἅγιοι Κλήμης καὶ Ἀντώνιος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 25ης Φεβρουαρίου).




Ἡ Ἁγία Θέη

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.




Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ὁ Ἐσφιγμενίτης

Πότε καὶ ποὺ γεννήθηκε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ βίος του σῴζεται σὲ νεότερο χειρόγραφό της Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγμένου. Σύμφωνα μὲ προφορικὴ παράδοση, ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἀπὸ νεαρὸς ἀκόμα, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου του Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν τύπος καὶ παράδειγμα μοναχοῦ στοὺς ἐκεῖ μοναχούς.

Μετὰ ἀπὸ ἄδεια τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς, γιὰ περισσότερη ἄσκηση, ἀποσύρθηκε στὸ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κοινόβιο ὄρος, τῆς Σαμάρειας ὅπως τὸ ἔλεγαν. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο φίλο του μοναχό, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε στὸ κελλί του καὶ κάθισε καὶ τὸν περίμενε μέχρι τὸ βράδυ ποὺ ἦλθε. Ἀφοῦ συζήτησαν μαζί, ξεκίνησε νὰ φύγει. Ἡ ὥρα ὅμως ἦταν περασμένη καὶ ἔξω εἶχε ἀρχίσει καταῤῥακτώδης βροχή.

Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε νὰ μὴ κοιμᾶται ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι του, ὁ Ὅσιος ἔκανε τέλεια ὑπακοὴ καὶ κάτω ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες ξεκίνησε γιὰ τὸ κελλί του. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως χάθηκε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει βῆμα μπροστὰ ἀπὸ τὴν νεροποντή. Ἡ φωνή του ἀμέσως ὑψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε σῶσε με, χάνομαι». Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε.

Βρέθηκε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει μπροστὰ στὸ κελλί του. Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1280 καὶ γιὰ 40 μέρες μετὰ τὴν κοίμησή του, ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο του θαυμάσια εὐωδιὰ μύρου, ποὺ οἱ Πατέρες στὸ μοναστήρι τοῦ Ἐσφιγμένου τὴν καταλάβαιναν ἀπὸ ἕνα μίλι μακριὰ καὶ δόξαζαν τὸν Θεό.

(Ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἀναφέρεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ ἡ μνήμη τοῦ Ὁσιομάρτυρα Δαμιανοῦ (1568), ποὺ ἡ κυρίως μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 14η Φεβρουαρίου).




Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ θεριστὴς (+ 11ος αἰ.)

 


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεριστὴς γεννήθηκε σ' ἕνα χαρέμι, στὸ Παλέρμο τῆς Σικελίας γύρω στὸ 1000 μ.Χ. ἀπὸ μία σκλάβα Καλαβρέζα. Μὲ προτροπὴ τῆς μητέρας του, ὁ Ἰωάννης πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Καλαβρία, ὅπου βαπτίστηκε Χριστιανὸς καὶ ἔγινε μοναχός.

Μόνασε στὴ Μονὴ τοῦ Στύλου, ὅπου ἀπέκτησε τὸ προσωνύμιο Θεριστής, ἐπειδὴ ὁ ἡγούμενος, γιὰ νὰ τοῦ ἐμφυσήσει τὴν ταπείνωση, τοῦ ἐπέβαλλε νὰ ἀναλάβει αὐτὸ τὸ διακόνημα.

Σύμφωνα μὲ μία ἄλλη ἐκδοχή, ὁ Ἰωάννης ποὺ εἶχε προκόψει πολὺ στὰ πνευματικά, πῆρε τὴν προσωνυμία τοῦ Θεριστῆ, ὅταν, μὲ τρόπο θαυμαστὸ μάζεψε τὰ στάχυα τῶν θεριστῶν.

 


Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς μητρόπολης Ἰταλίας, στὴν Καλαβρία ἱδρύθηκε, σὲ τοποθεσία ὅπου προϋπῆρχε παλιὰ βυζαντινὴ μονή, σύγχρονη Μονὴ ἡ ὁποία πρὸς τιμὴ τοῦ ὀνομάστηκε Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Θεριστῆ καὶ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1994 μ.Χ., ὁμάδα Μοναχῶν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ὅρος, ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ.




Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίμητος (+ 430)

Πτυχές από τον βίο του γέροντα Κυρίλλου,πνευματικού των ρώσων πατριαρχών

Αποτέλεσμα εικόνας για СТАРЦЫ. АРХИМАНДРИТ КИРИЛЛ (ПАВЛОВ)
Εκοιμήθη εν Κυρίω σήμερα,21 Φεβρουαρίου 2017,και σε ηλικία 98 ετών ο πατήρ Κύριλλος Παβλώφ,ηγούμενος της Λαύρας της Αγ.Τριάδος  του Αγίου Σεργίου του Ράντονεζ.
Ήταν πνευματικός πατέρας τόσο του Πατριάρχη Μόσχας Αλεξίου του Β',όσο και των προκατόχων του Αλεξίου του Α΄και Ποίμενος.Ήταν όμως και πνευματικός καθοδηγητής χιλιάδων ορθοδόξων μοναχών και λαϊκών απ'όλες τις κοινωνικές ταξεις και θεωρούνταν ως ένας εν ζωή άγιος.

Το μπλογκ μας παρουσιάζει κάποιες πτυχές από τον βίο του μεγάλου αυτού σύγχρονου γέροντος

Αποτέλεσμα εικόνας για СТАРЦЫ. АРХИМАНДРИТ КИРИЛЛ (ПАВЛОВ)
Το κατά κόσμον όνομα του π.Κυρίλλου ήταν Ιβάν Ντιμιτρίεβιτς και γεννήθηκε σε μία οικογένεια χωρικών στο Κασίμωφ της Ρωσίας.Μέχρι τα δώδεκά του χρόνια έζησε υπό την επήρρεια του αδελφού του ο οποίος ήταν άθεος.Μετά την περάτωση των σπουδών του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο,εργάστηκε ως τεχνικός σε μεταλλουργική βιομηχανία.


Ο π.Κύριλλος ήταν στο μέτωπο έξι χρόνια στρατολογημένος στον Κόκκινο Στρατό.Συμμετείχε στον μεγάλο πατριωτικό πόλεμο και στην μάχη του Στάλινγκραντ με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.Συμμετείχε και στην μάχη της Λίμνης Μπάλατον(εδώ).

  Βρήκε τον Θεό ακρίβως κατά την διάρκεια αυτών των αιματηρών μαχών.Ευρισκόμενος στο μέτωπο,κατά Θεία Πρόνοια,βρήκε μέσα στα χαλάσματα ενός σπιτιού,ένα Ευαγγέλιο.Το πήρε,το άνοιξε και άρχισε να το 

διαβάζει.Την εύρεση του Ευαγγελίου την θεώρησε ως σημάδι από το Θεό.Σε μία από τις συνεντεύξεις του ανέφερε τα εξής:«Όταν άρχισα να διαβάζω το Ευαγγέλιο,σαν να άνοιξαν τα μάτια μου σε σχέση με ότι με περιέβαλε και με τα συμβαινόμενα.Προχώρησα...με το Ευαγγέλιο και δεν φοβόμουν πια.Ποτέ δεν ξαναφοβήθηκα.Ο Θεός βρισκόνταν κοντά μου και εγώ δεν φοβόμουν τίποτα..!
Αποτέλεσμα εικόνας για СТАРЦЫ. АРХИМАНДРИТ КИРИЛЛ (ПАВЛОВ)


Το 1946 αποστρατεύτηκε και έφτασε στην Μόσχα.Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ρωτήσει εαν υπάρχει κάποιο Θεολογικό Σεμινάριο και έτσι τον έστειλαν στο νεοϊδρυθέν Θεολογικό Σεμινάριο στην Μονή Νοβοντέβιτσι.Έφτασε εκεί φορώντας την στρατιωτική του στολή και τον υποδέχθηκε θερμά ο π.Σέργιος,καθηγητής στην σχολή.
Τελειώνοντας το Σεμινάριο εγγράφηκε στην Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας,ενώ το 1953 πήρε την απόφαση να γίνει μοναχός αρνούμενος να ακολουθήσει μία πολλά υποσχόμενη στρατιωτική καριέρα..Τελείωσε την Θεολογική Ακαδημία ως μοναχός Κύριλλος.Εκάρη μοναχός στις 25 Αυγούστου 1953 στο Σεργκέεβ Πόσαντ στην Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Αγίου Σεργίου του Ράντονεζ.
Αποτέλεσμα εικόνας για СТАРЦЫ. АРХИМАНДРИТ КИРИЛЛ (ПАВЛОВ)

 Αν και δεν είναι χαρακτηριστικό της Ορθόδοξης παράδοσης να μιλάς για τα θαύματα ενός πνευματικού πατέρα εν ζωή,στην περίπτωση του π.Κύριλλου δεν μπορούσε να τεθεί «ο λύχνος υπό τον μόδιον».Οι μοναχοί στην Λαύρα της Αγίας Τριάδος καί όσοι βρίσκονταν κοντά του,δίνουν μαρτυρία για τα πολυάριθμα θαύματα που έγιναν δι ευχών του γέροντος Κυρίλλου.Πολλοί μιλούν για το προορατικό και διορατικό χάρισμα του γέροντα,το χάρισμα της διακρίσεως και της θαυματουργίας
Αποτέλεσμα εικόνας για СТАРЦЫ. АРХИМАНДРИТ КИРИЛЛ (ПАВЛОВ)
Το 1965 έγινε πνευματικός καθοδηγητής της μοναστικής κοινότητας και του δόθηκε το οφφικιο του αρχιμανδρίτη.Μία περίοδο έζησε στο Περεντέλκινο,έδρα του Πατριάρχη της Ρωσίας,Αλεξίου του Β΄,του οποίου ήταν πνευματικόςΈχει γράψει πολλά βιβλία
Επιμέλεια proskynitis.blogspot.gr/

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...