Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 11, 2017

Ὁ ἄλλος, ὁ ἀδελφός μου


Στίς σημερινές συνθῆκες ζωῆς, μέ κυρίαρχο τό οἰκονομικό προτάγμα καί μέ θεωρήσεις πού ἐκκινοῦν ἀπό αὐτό, εὔκολα διαπιστώνουμε τήν ἀπομείωση τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας. Τήν ψηλαφοῦμε ὄχι μόνο στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀνθρώπων ὡς ἁπλῶν στοιχείων τῆς παραγωγικῆς διαδικασίας, οὔτε πάλι στή μετατροπή τους σέ ἀριθμούς μητρώων καί νούμερα καταγραφῆς. Τή βλέπουμε στήν καθημερινότητα ὅπου ἡ καλλιέργεια, ὄχι πνεύματος ἅμιλλας, ἀλλά σκληροῦ ἀνταγωνισμοῦ ὁδηγεῖ στή θεώρηση τοῦ ἀλλοῦ ὡς ἐχθροῦ πρός ἐξαφάνιση, ὅπως καί στήν κοινωνία ὅπου ἡ ἐπικρατοῦσα ἀδιαφορία ἀφήνει χῶρο γιά τήν ἀνάπτυξη προβληματικῶν φαινομένων καί παρακμιακῶν καταστάσεων, πού συνακόλουθα δημιουργοῦν ὅρους ἀποδόμησης τοῦ κοινωνιου ἱστοῦ. Δικαιώνονται ἔτσι στήν κυρίαρχη πρακτική φωνές τῆς παρηκμασμένης ἀρχαιότητας πού προσδιόριζαν τόν ἕναν ἄνθρωπο γιά τόν ἄλλο ὡς λύκο, ἤ καί τῆς ἀλλοτριωμένης νεωτερικότητας πού χαρακτηρίζουν τόν ἄλλον ὡς κόλαση…

Κι εἶναι πάντα διαπιστωμένο, ἀσχέτως τεχνολογικῶν ἐπιτευγμάτων, οἰκονομικῶν μεγεθῶν, πρακτικῶν δυνατοτήτων, πώς ὅταν μιά κοινωνία δέν χαρακτηρίζεται ἀπό τό σφιχταγκάλιασμα τῶν μελῶν της, εἶναι κοινωνία σέ παρακμή ἤ πορεύεται γρήγορα πρός αὐτήν. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις καί ἡ ἀγαπητική θεώρηση τοῦ ἄλλου σημασιοδοτοῦν τήν ἀνάδειξη τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, μέ ὅλα τά θετικά πού συνεπιφέρουν, ὅπως τήν πνευματική ἄνθηση, τήν παραγωγή πολιτισμοῦ, τήν εἰρήνη καί τήν καταλλαγή.


Ἡ πίστη τῶν ἄλλων


Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή περιγράφεται ἕνα θαῦμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅπως μέ ὅλα τά θαύματά του, τό θαυμαστό δέν εἶναι αὐτό πού καθ’ ὑπέρβαση τῶν νόμων τῆς φύσης συμβαίνει, ἀλλά ἡ παιδαγωγική πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος γιά νά διορθώνει ἀνθρώπινες συμπεριφορές, νά θεραπεύει λογισμούς, νά διδάσκει καί νά διασαφηνίζει τό θεῖο θέλημα. Αὐτό ἀναδεικνύεται μέ τή συμπεριφορά τοῦ Χριστοῦ εἰδικά στό συγκεκριμένο θαῦμα, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖ γιά ν’ ἀναδείξει πόση εὐλογία προσπορίζει ἡ προσευχή, ἡ μέριμνα, ἡ ἐνέργεια, ὄχι ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά ὑπέρ τοῦ ἄλλου.

Ἀφορμή λαμβάνει ὁ Χριστός ἀπό τέσσερις φίλους, οἱ ὁποῖοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ φημισμένος Διδάσκαλος μέ τά τόσα θαύματα βρισκόταν σ’ ἕνα σπίτι στήν πόλη τους, τήν Καπερναούμ, ἀμέσως σκέφτηκαν τόν πέμπτο φίλο τους, ὁ ὁποῖος ἦταν τελείως παράλυτος καί ἀνίκανος νά κινηθεῖ. Ἔσπευσαν, λοιπόν, νά τόν φορτωθοῦν μ’ ἕνα κρεβάτι στούς ὤμους τους, γιά νά προσεγγίσουν τόν Διδάσκαλο, πιστεύοντας στό θαῦμα. Φθάνοντας στό σπίτι ὅπου φιλοξενοῦνταν ὁ Χριστός, εἶδαν πλῆθος λαοῦ, τόσο ὥστε δέν μποροῦσε κανείς οὔτε στήν πόρτα νά σταθεῖ, ὄχι νά περάσει. Δέν ἀπογοητεύονται, οὔτε παραιτοῦνται ἀπό τόν στόχο τους. Ἀναζητοῦν λύση καί τή βρίσκουν. Σκαρφαλώνουν στίς στέγες τῶν γειτονικῶν σπιτιῶν, πάντα μέ τόν παράλυτο στούς ὤμους, ξηλώνουν ἕνα σημεῖο τῆς στέγης καί κατεβάζουν τόν φίλο τους μέ τό κρεβάτι, ἀκριβῶς μπροστά στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος δίδασκε τόν λαό.

Ποιά ἡ ἀντίδραση τοῦ Χριστοῦ μας; Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς τήν τόση πίστη, κυρίως τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν πού τόσα ὑπέμειναν καί κοπίασαν χάριν τοῦ φίλου τους, ἀλλά καί τοῦ ἴδιου του παραλυτικοῦ, ὁ ὁποῖος συμφώνησε σέ αὐτήν τήν παράξενη μεταφορά, χαρίζει δώρημα θαυμαστό στόν παραλυτικό, χάριν τοῦ ὁποίου ὅλοι ἐνήργησαν. Δέν τόν θεραπεύει, ἀλλά κάνει κάτι πολύ ἀνώτερο. Τόν διαβεβαιώνει: « Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἵ ἁμαρτιαί σου»!


Ἡ ἀντίδραση τῶν ἄλλων


Αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός, πρακτικά δέν ἦταν αὐτό πού ἐπιθυμοῦσαν οἱ πέντε φίλοι. Κι ὅμως, κανείς τους δέν ἀντιδρᾶ! Κανείς τους δέν διαμαρτύρεται γιά νά ἐκβιάσει τόν Διδάσκαλο νά δώσει αὐτό πού ἐμμέσως πλήν σαφῶς τοῦ ζητοῦσαν. Ἀντιδροῦν, ὅμως, ὅσοι πότε ἕως τότε δέν νοιάστηκαν γιά τόν παραλυτικό. Μιά ὁμάδα Φαρισαίων πού βρισκόταν μέσα στό οἴκημα, ὄχι γιά νά ὠφεληθοῦν, ἀλλά γιά νά βροῦν ἀφορμή, ἄρχισε ἐνδόμυχα νά σκέπτεται ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ περί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν εἶναι βλασφημία, καθώς μόνον ὁ Θεός μπορεῖ καί συγχωρεῖ ἁμαρτίες.

Καί ὁ Κύριος τί κάνει; Ὄχι ὑποχρεωμένος ἀπό τόν λογισμό τους, ἀλλά γιά νά ἀποφύγει τήν ὁποιαδήποτε παρανόηση καί παραποίηση τῶν διαμειφθέντων, θεραπεύει τόν παραλυτικό, ἀφοῦ, ὅμως, πρῶτα ἐξηγήσει ὅτι σπουδαιότερο ἰεραρχικῶς εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν παρά ἡ θεραπεία τοῦ σώματος! Γιά νά καταδείξει ὅτι αἰτία τῆς ἀσθένειας καί τῆς φθορᾶς εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία πρέπει προηγουμένως νά ἐξαλειφθεῖ γιά νά καταστεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος ὑγιής. Συνάμα δέ, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, διαβεβαιώνει τούς Φαρισαίους καί γιά τό ὅτι τυγχάνει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατά τήν ὁμολογία τους μόνον ὁ Θεός μπορεῖ καί συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἐδῶ ὅμως δόθηκε ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ὡς προαπαιτούμενο γιά τή θεραπεία τοῦ σώματος.

Στή σημερινή περικοπή ἀναδείχθηκε τό πόσο σημαντικό εἶναι νά νοιαζόμαστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, νά ἐνεργοῦμε ὁ ἕνας ὑπέρ τοῦ ἄλλου, νά θυσιαζόμαστε ὁ ἕνας ὑπέρ τοῦ ἄλλου. Ὁ παραλυτικός μόνος του δέν τόλμησε ν’ ἀρθρώσει λόγο καί νά ζητήσει κάτι. Ὅ,τι τοῦ χαρίζεται, τοῦ δίνεται κατόπιν αἰτήματος ἄλλων, καί μάλιστα τῶν φίλων του, χάρη στήν πίστη τῶν ὁποίων τελικά διευκολύνονται τά πάντα. Εἶναι ὁ τρόπος πού πορεύεται ἡ Ἐκκλησία ἀνά τούς αἰῶνες, διδάσκοντας μας «μηδείς τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α’ Κόρ. 10,24). Εἶναι ὁ τρόπος πού ἔχει δομήσει τή λατρεία τῆς ἐπιμένοντας στήν κοινή προσευχή νά μᾶς βάζει νά προσευχόμαστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά ν’ ἀναδείξει τό πόσο τελικά ὁ Θεός ἐπευλογεῖ τήν προσευχή ὑπέρ τοῦ ὅποιου ἄλλου, τοῦ πλησίον μας, τοῦ ἀδελφοῦ μας!

Ἡ χώρα τῶν θαυμάτων


 


Σχετικά πρόσφατα ξαναμεταφέρθηκε στήν μεγάλη ὀθόνη τό κλασικό ἔργο τοῦ Λούις Κάρολ «Ἡ Ἀλίκη στήν χώρα τῶν θαυμάτων». Μιλώντας γιά τήν ταινία ὁ σκηνοθέτης της, Τίμ Μπάρτον, εἶπε ἀνάμεσα στά ἄλλα καί τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:

«Τό ‘ταξίδι’ τῆς Ἀλίκης εἶναι ἕνα ταξίδι, πού ὅλοι πρέπει νά κάνουμε. Ἡ ‘Χώρα τῶν Θαυμάτων’ βρίσκεται μέσα μας, καί μᾶς περιμένει νά τήν ἀνακαλύψουμε. Πρόκειται γιά ἕνα ταξίδι ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ: ‘Ποιός εἶμαι; Ποῦ πηγαίνω; Τί πραγματικά θέλω;’ Καί σ’ αὐτό τό ταξίδι χρειαζόμαστε ὅλο καί περισσότερο ΦΩΣ! Κανείς δέν μπορεῖ νά παριστάνει ὅτι δῆθεν ὅλα μέσα του εἶναι φωτεινά. Ὅποιος ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο, καί ἐπιμένει, εἶναι ἐπικίνδυνος! Ἀποτελεῖ ... κινούμενη ὡρολογιακή βόμβα, πού κάποτε θά ἐκραγῆ!

»Ἀντίθετα, ὅποιος καταλαβαίνει τό σκοτάδι πού κουβαλάει μέσα του, μοῦ φαίνεται πιό ΑΓΝΟΣ καί πιό ΥΓΙΗΣ!...»
 
* * *

Τήν Δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν γιορτάζουμε τήν μνήμη ἑνός ὄντως ΥΓΙΟΥΣ καί ΑΓΝΟΥ ἀνθρώπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἕνα πολύ δυνατό καί κοφτερό μυαλό. Καί τό ἀξιοποίησε, κοπιάζοντας νά ἀποκτήσει τήν πιό συγκροτημένη μόρφωση – γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ἔπαιζε στά δάχτυλα ὅλη τήν κλασσική ἑλληνική γραμματεία. Καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε κάποτε σέ μιά φιλοσοφική συζήτηση μπροστά στόν αὐτοκράτορα, ἕνας τόσο μεγάλος σοφός, ὁ Θεόδωρος Μετοχίτης ἐνθουσιάστηκε μέ τήν σοφία τοῦ νεαροῦ τότε Γρηγορίου, καί ξέσπασε μέ τά λόγια: «Ἄν ἦταν ἐδῶ ὁ Ἀριστοτέλης, θά σέ ἐπαινοῦσε καί θά σέ καμάρωνε!»...

Ὅμως, τά μυαλά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου δέν ... πῆραν ἀέρα! Ἤξερε ὅτι ἡ κατά κόσμον σοφία, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, ἐλάχιστα φωτίζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά βρῆ τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς. Χρειάζεται μιά ἄλλη πηγή Φωτός, γιά νά φωτίσει τά ἐσωτερικά μας σκοτάδια. Χρειάζεται τό Ἀληθινό Φῶς τοῦ Χριστοῦ!

Γι’ αὐτό, ὅταν πῆγε νά ἀσκηθῆ στό Ἅγιον Ὄρος, ἡ συνεχής προσευχή του ἦταν: «Κύριε, φώτισόν μου τό σκότος! Φώτισόν μου τό σκότος!» Μέ αὐτή τήν προσευχή του ἀναγνώριζε ὅτι, παρ’ ὅλη τήν τεράστια μόρφωσή του, «κουβαλοῦσε μέσα του σκοτάδι»! Καί διακήρυττε ὅτι:

στήν ἀληθινή αὐτογνωσία, φτάνουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τήν «Χώρα τῶν Θαυμάτων», πού κρύβουμε μέσα μας, μποροῦμε νά τήν ἀνακαλύψουμε ΜΟΝΟ μέ τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ·

τό πιό μεγάλο ΘΑΥΜΑ, πού μποροῦμε νά ζήσουμε μέσα μας, εἶναι ὁ ΦΩΤΙΣΜΟΣ τοῦ Χριστοῦ·

τελικά ὁ ἄνθρωπος γίνεται ΑΛΗΘΙΝΟΣ, ΑΓΝΟΣ καί ΥΓΙΗΣ, ὅταν καταλάβει ὅτι δέν εἶναι αὐτόφωτος ἀλλά ΕΤΕΡΟΦΩΤΟΣ!
 
* * *

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, βέβαια, δέν ἀρκέστηκε σέ ὡραῖες διακηρύξεις καί διαπιστώσεις. Ἔδειξε στήν πράξη, μέ τήν συνεπῆ ἀσκητική του ζωή καί τήν ὑπακοή του στόν Χριστό, ὅτι:

1. χρειάζεται καί τό ... δικό μας τό «χεράκι», γιά νά γυρίσει ὁ «διακόπτης» καί νά ἀνάψει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας·

2. πρέπει νά μή φοβόμαστε νά ἀνοίξουμε τά «παράθυρα», γιά νά μπῆ μέσα μας τό ΦΩΣ τό ΑΛΗΘΙΝΟ, ὅσο κι ἄν δείξει βρώμικο καί ἀκατάστατο τό «δωμάτιο» τῆς ψυχῆς μας·

3. ἀξίζει νά κουραστοῦμε λιγάκι στό καθάρισμα τοῦ «δωματίου» μας, καί νά συνεχίσουμε μέ τήν διαρκῆ ΜΕΤΑΝΟΙΑ νά τό κρατᾶμε καθαρό, ὥστε νά χαιρόμαστε πάντοτε τό ΦΩΣ τοῦ Χριστοῦ νά πλημμυρίζει τήν ζωή μας.

Μόνον ἔτσι θά ἀπολαμβάνουμε τήν Ἀληθινή Χώρα τῶν Θαυμάτων, πού εἶναι ἡ ΟΛΟΦΩΤΗ ἁγία μας Ἐκκλησία.

Ἁμαρτία καὶ ἀρρώστεια- Λύτρωση καὶ θεραπεία






«Τέκνον ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν παραλυτικό τῆς Καπερναοὺμ συνδέει τὴν ἀρρώστια μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ συγχώρηση μὲ τὴ θεραπεία. Γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς πρῶτα θεραπεύει τὸ κέντρο καὶ τὴ ρίζα τῆς ἀρρώστιας, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ στὴ συνέχεια προσφέρει τὴ σωματικὴ θεραπεία. Αὐτὴ ἡ θεραπεία εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐξουσίαν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας». Ἂν δὲν ὑπάρχει μία τέτοια σχέση καὶ συνάφεια μεταξύ τῆς συγχώρησης καὶ τῆς θεραπείας, τότε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκατανόητα, μετέωρα καὶ χωρὶς συνοχή. Ὁ Χριστὸς κηρύττει ὡς νικητὴς τῆς ἁμαρτίας, αἴρει καὶ παραμερίζει τὸ βάρος της καὶ θεραπεύει τὰ συμπτώματά της, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ ἡ ἀρρώστια.


Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἐπιστήμη

Ὅμως ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται παράδοξα καὶ προκαλοῦν τὴ λογική τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀντίθετα μὲ τὸ ἐπιστημονικό του κοσμοείδωλο. Σὲ κανένα ἰατρικὸ βιβλίο δὲν φαίνεται ἡ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, οὔτε βέβαια τῆς θεραπείας μὲ τὴ σωτηρία. Ὡστόσο κανεὶς γιατρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς καταπάτηση τῶν νόμων τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὁρίων τῆς φύσεως, ἀποτελεῖ ξένο σῶμα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι βάρος τὸ ὁποῖο πιέζει τὴν ψυχή, ἀμβλύνει τὴν ἀντοχή της καὶ ὁδηγεῖ στὴν ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀσθένεια καὶ μέσα ἀπ' αὐτὴ στὸ βιολογικὸ θάνατο. Συμπεραίνει λοιπὸν κανεὶς ὅτι τὸ φυσικὸ κακὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἠθικό, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν πόνων καὶ τῶν θλίψεων τοῦ κόσμου.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἐξετάζει τὰ ἐξωτερικὰ αἴτια ποὺ προκαλοῦν μία ἀσθένεια. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιολογικὰ αἴτια καὶ τοὺς ἰατρικοὺς τρόπους θεραπείας, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλεται νὰ ἐρευνᾶ ἡ ἐπιστήμη βελτιώνοντας τὴ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πίστη δὲν ὑποκαθιστᾶ τὴν ἐπιστήμη, οὔτε ἡ ἐπιστήμη καταργεῖ τὴν πίστη, γι' αὐτὸ καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν συγκρούονται ποτέ. Ὅταν καὶ οἱ δύο λειτουργοῦν σωστά, βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνορθώνεται ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ ἐπιστήμη, ὡς δυνατότητα τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει βέβαια κάποια ὅρια. Ὅμως πέρα καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὅρια ἀρχίζει ὁ ἀπέραντος χῶρος τῆς πίστεως. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐμβαθύνει στὴ ρίζα τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καὶ τοῦ θανάτου ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ διατάραξη τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀπάντηση στὸ πῶς προῆλθε τὸ κακὸ στὸν κόσμο καὶ στὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὀντολογικά.



Ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὴν ἀρρώστια καὶ τὴ θεραπεία

Ὁ Χριστὸς δὲν μιλᾶ πουθενὰ γιὰ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, τὴν προϋποθέτει ὅμως στὸ κήρυγμά του σὰν μιὰ φοβερὴ καθημερινὴ πραγματικότητα ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅσο διαρκεῖ ὁ σημερινὸς κόσμος, ἡ ἀνθρωπότητα θὰ συνεχίζει νὰ ὑφίσταται τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία γίνεται πρόξενος θλιβερῶν συνεπειῶν γιὰ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως. Ὅλοι γνωρίζουμε πόσο συχνὰ δοκιμάζεται ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὴν ἀγωνία, τὸ φόβο, τὴν ἀνασφάλεια, τὴν ἐσωτερικὴ διάσπαση καὶ διάσταση· μία πνευματικὴ καὶ σωματικὴ κατάσταση ἀρρώστιας καὶ φθορᾶς. Μόνο μέσα σ' αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ κατανοοῦμε τὴν ἐσωτερικὴ σχέση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀρρώστια, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Ὁ Χριστός, καθὼς συναντᾶ τὸν ἄνθρωπο, ζεῖ τὰ δεινὰ καὶ τὴν τραγωδία ποὺ προκαλεῖ τὸ κακὸ στὴ ζωή του. Μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματά Του τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Τοῦ προσφέρει τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερνικήσει τὸ κακὸ ποὺ εἶναι ριζωμένο μέσα του καὶ ἀποτυπώνεται γύρω του. Ἡ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου συνυπάρχουν στὸ ἔργο καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Κυρίου. Ἡ σώζουσα δύναμη τῆς πίστεως καὶ ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ διοχετεύεται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ μεταμορφώνει.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀρρώστια παραμένει μία μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ καὶ κάθε θεραπεία, εἴτε εἶναι καρπὸς τῆς θαυματουργικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἴτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν κατορθωμάτων τῆς ἐπιστήμης, εἶναι μία νίκη τοῦ ἀνθρώπου ἐνάντια στὴ φθορά. Ἕνα ἀκόμη βῆμα, γιὰ νὰ παραταθεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο μέχρι τὴν ὁριστικὴ ἐκμηδένισή του μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση στὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ



Δυό μέρες τοῦ ἔτους ἀφιερώνονται στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ 14η Νοεμβρίου. Τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζεται ἡ νίκη τῆς διδασκαλίας του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τῶν ἀντιπάλων του. Στίς 14 Νοεμβρίου, τιμᾶται ἡ πρός τόν Κύριον ἐκδημία του. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μᾶς θυμίζει περισσότερο τό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ 14η Νοεμβρίου μᾶς θυμίζει περισσότερο τή σιωπή του.

Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού λάμπρυνε γιά δωδεκάμισι χρόνια τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης καί καθοδήγησε μέ σοφία καί αὐταπάρνηση τούς πιστούς της σιώπησε ὁριστικά. Φορέας τῆς σιωπῆς του εἶναι τά ἱερά λείψανά του, πού ἀποτελοῦν μίαν ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού διατηρεῖται ὡς σήμερα μέ τά πολυάριθμα συγγράμματά του, συχνά ἀναφέρεται στή σιωπή καί τήν ἡσυχία, πού μέ τόση ἐπιμέλεια ἄσκησε καί ὁ ἴδιος στή ζωή του ὡς ἡσυχαστής μοναχός.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».

Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.

Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».

Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.

Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».

Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.

Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους;

Καί εἶναι φυσικό νά διατυπώνονται τά ἐρωτήματα αὐτά, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γιά κάποιο σκοπό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐτοαξία, τότε τά πράγματα τοποθετοῦνται διαφορετικά. Ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἡσυχαστή. Αὐτήν τήν εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο εἶχε καί ἐνσάρκωσε στή ζωή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ἡ φθαρτή καί θνητή, πού τόσο ὑπωπιάζει καί δουλαγωγεῖ ὁ μοναχός ἔχει ἀνείπωτη ἀξία γι’ αὐτόν, ὅπως καί γενικότερα γιά τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔγινε λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μία τέτοια συγγένεια μέ τό Θεό, ὥστε νά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί του σέ μία ὑπόσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τίμησῃ τήν σάρκα καί αὐτήν τήν θνητήν».

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἀπόκοσμη ζωή τοῦ ἐρημίτη δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ μοναχός ἐξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας καί ἀποφεύγει τίς πολλαπλές καί ἀδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Ἔτσι μπορεῖ νά βρίσκεται ψυχικά πολύ πιό κοντά στόν ἄνθρωπο, καί νά καλλιεργεῖ πραγματική καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μέ τή φυγή στήν ἔρημο καί τή στέρηση τῆς συναναστροφῆς μέ τόν κόσμο ἐνισχύει καί μεγιστοποιεῖ ὁ μοναχός τήν κοινωνικότητά του. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ σέ ὁποιαδήποτε στιγμή νά δώσει τή μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης στόν κόσμο. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό φανερώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ἐρημίτης καί ἱεράρχης, ὁ ἡσυχαστής καί κῆρυξ τῆς χάριτος.

Τό νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκεται στή φύση τῆς σιωπῆς του. Γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅσο μιλοῦσε δέ βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ πού ποθοῦσε. Τώρα πού σιωπᾶ βρίσκεται ἐκεῖ καί ὑπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται καί ὑπάρχει ἐν Κυρίῳ. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἡ δική μας ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ὁ χριστιανισμός -κι ἐπειδή σημειώθηκαν παραφθορές τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι ἡ πραγματική μας ταυτότητα. Μέ τήν Ὀρθοδοξία ταυτίστηκε ἡ ἱστορία μας καί ἡ ὕπαρξή μας.

Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη καί βρῆκε τούς κατοίκους τῆς διχασμένους ἀπό τό κίνημα τῶν ζηλωτῶν, τούς κάλεσε μέ τήν πρώτη ὁμιλία του σέ εἰρήνη καί ἑνότητα λέγοντάς τους: Ἀδέλφια εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κοινή εἶναι ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ὁ Χριστός, κοινή μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος, «τούς ὑβριστὰς ἑαυτοῦ καί πολεμιωτάτους καί στασιαστὰς πρότερον, φίλους ἐκ τῆς ὁμιλίας εὐθύς ἐκείνης εἰργάσατο».

Ἔτσι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ πίστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνωσε καί πάλι τούς Θεσσαλονικεῖς. Αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ ταυτότητα τοῦ γένους μας. Σ’ αὐτήν τήν πίστη στήριξε τήν ἑνότητά του. Μέ αὐτήν τήν πίστη ὑπέμεινε τή μακραίωνη σκλαβιά καί ξανακέρδισε τή λευτεριά του. Καί στή συνέχεια, -ἐλεύθεροι ἀπό ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας μέ τίς ξενομανίες μας καί τίς ξενόφερτες ἰδεολογίες μας. Εἶναι ἀπελπιστικό, καί ὅμως ἀληθινό, ὅτι οἱ λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν νά ἔχουν ὡς μοναδική ταυτότητά τους μία καλύτερα ἤ χειρότερα ὀργανωμένη καί ἱεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αἴσθημα καί ἀγάπη, χωρίς νόημα καί σκοπό.

Ἔτσι ἀνοίγεται μία πορεία, πού τέρμα της ἔχει τόν μονοδιάστατο ἄνθρωπο καί τή μονοδιάστατη κοινωνία. Ἕνας τέτοιος ὅμως ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος. Καί μία τέτοια κοινωνία παύει νά εἶναι ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἄν δέ θέλουμε ν’ ἀφήσουμε νά μεταπέσει ἡ ταυτότητά μας σέ ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει νά διατηρηθοῦμε ἑνωμένοι μέ τίς ρίζες μας. Καί δόξα τῷ Θεῶ στόν τόπο μας εἶναι αὐτό ἀκόμα δυνατό. Ἡ ἴδια ἡ ἀδυναμία πού δείχνουμε νά συμμορφωθοῦμε καί νά ταυτιστοῦμε μέ μία ἄψυχη γραφειοκρατία, ἀδυναμία πού εἶναι ἐμφανής σέ ὅλες τίς μορφές τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς, βεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Βεβαιώνει ὅτι κάπου ἀλλοῦ ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας. Καί αὐτό τό κάπου ἄλλου δέν εἶναι δύσκολο νά τό βροῦμε, ὅσο διατηροῦμε τό λόγο τῶν ἁγίων μας καί τιμοῦμε τή σιωπή τῶν λειψάνων τους.

Ἡ θεραπεία τοῦ Παραλύτου ἐν Καπερναούμ


 


(Ματθ. 9,1-8. Μάρκ. 2.1-12. Λουκ.. 5,17-26)


Ὁ Κύριος συνεκρούσθη ἐν Ἱερουσαλήμ μετά τῆς ἱερατικῆς τάξεως πρώτην φοράν κατά τό πρῶτον Πάσχα τοῦ δημοσίου Του βίου καί κατόπιν ἐν τῇ ὑπαίθρῳ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας μετά τῶν Φαρισαίων, ὅτε εὑρίσκετο ἐν τῇ Αἰνών μετά τῶν μαθητῶν Του πλησίον τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ θεραπεία ὅμως τοῦ παραλυτικοῦ ἐν Καπερναούμ καί ἡ κλῆσις τοῦ Λευΐ θά παράσχωσιν εἰς τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους τήν ποθητήν τῶν εὐκαιρίαν νά συγκρουσθῶσι καί ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μέ τόν Ἰησοῦν. Αὕτη ἔγινεν οὕτως.

Ὁ Κύριος μετά τήν ἐπάνοδόν Του ἐκ τῆς χώρας τῶν Γεργεσηνῶν κατά τόν Ματθαῖον ἤ μετά τήν πρώτην μεγάλην περιοδείαν ἀνά τήν Γαλιλαίαν καί ἑπομένως μετά τήν θεραπείαν τοῦ λεπροῦ κατά τόν Μᾶρκον καί Λουκᾶν—τό δεύτερον πιθανώτερον—«εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ δι' ἡμερῶν καί ἠκούσθη, ὅτι εἰς οἶκον ἐστί»· ἔρχεται εἰς Καπερναούμ κρυφίως ὅπου ἔμεινεν ἡμέρας τινας χωρίς νά γίνῃ ἀντιληπτός ὑπό τοῦ λαοῦ καί εἰσέρχεται εἴς τινα οἶκον, ἴσως τοῦ Πέτρου. Ἡ κρυφή αὕτη εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς Καπερναούμ σκοπεῖ, ὡς φαίνεται, τήν διόρθωσιν τῶν παρά τήν θέλησίν Του παρά τοῖς Ἰουδαίοις διά τῆς ἀδιακρισίας τοῦ λεπροῦ ἐξαφθεισῶν πολιτικῶν Μεσσιακῶν ἰδεῶν. Ἀλλά δέν ἠδυνήθη νά διαφύγῃ καί ἐκεῖ τήν προσοχήν τοῦ λαοῦ ὁ Ἰησοῦς, οὔτε δέ καί ἦτο πρέπον νά διατηρῇ Ἑαυτόν πάντοτε ἐν ἀφανείᾳ, ἀφοῦ ὁ σκοπός Αὐτοῦ ἦτο ἡ δημοσία ἀποπεράτωσις τοῦ ἔργου Του. Ἐκεῖ λοιπόν μετά τινας ἡμέρας ἐγένετο γνωστός. «Συνήχθησαν πολλοί» ἄνθρωποι «ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδέ τά πρός τήν θύραν» ἦτο τόσος ὁ συνωστισμός, ὥστε ὄχι μόνον ἐντός τῆς οἰκίας δέν ὑπῆρχε χῶρος κενός ἀλλά οὔτε καί εἰς τήν θύραν «καί ἐλάλει αὐτοῖς τόν λόγον» ἐκήρυττε τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Μεταξύ τῶν ἀκροατῶν, οἵτινες εἶχον πληρώσει ὅλον τόν χῶρον τοῦ ἰσογείου καί πτωχικοῦ σπιτιοῦ ἦσαν «καθήμενοι Φαρισαῖοι καί νομοδιδάσκαλοι, οἵ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καί Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ» οἱ «Νομοδιδάσκαλοι» ἤτοι Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἦλθον ἐκ πολλῶν πόλεων τῆς Γαλιλαίας, Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ.Ὁ σκοπός τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἑπομένων, ἦτο νά εὕρωσιν εὐκαιρίαν νά κατηγορήσωσι τόν Ἰησοῦν.

Ἐνῶ λοιπόν ὁ Κύριος ἐκήρυττε καί «δύναμις Κυρίου ἦν εἰς τό ἰᾶσθαι αὐτούς» καί δύναμις τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ ὁποία ἐθεράπευε τούς ἀσθενεῖς, ὁ δέ λαός συνωστίζετο νά ἀκούσῃ Αὐτόν, αἴφνης «ἔρχονται πρός Αὐτόν, παραλυτικόν φέροντες, αἰρόμενον ὑπό τεσσάρων». Φέρεται ἄνθρωπος παραλυτικός ἐπί φορείου ὑπό τεσσάρων ἀνθρώπων. Οἱ τέσσαρες οὗτοι ἄνδρες ἐζήτησαν κατ' ἀρχάς «εἰσενεγκεῖν καί θεῖναι ἐνώπιον Αὐτοῦ» νά εἰσέλθουν εἰς τόν οἶκον καί νά τοποθετήσουν τόν παράλυτον εἰς τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ «καί μή εὑρόντες ποίας εἰσενέγκωσιν αὐτόν» μή εὑρόντες διά ποίας ὁδοῦ νά εἰσαγάγωσιν αὐτόν ἕνεκεν τοῦ συνωστισμοῦ τοῦ ὄχλου, ἀνεβίβασαν αὐτόν διά τῆς ἐξωτερικῆς κλίμακος τῆς φερούσης εἰς τό δῶμα εἰς τό κοινῶς λιακωτό. Ἡ στέγη δηλαδή εἰς τά σπίτια τῆς Παλαιστίνης τότε ἦτο ἐπίπεδος κατεσκευασμένη μέ κλάδους ἤ καλάμια καί ἕνα στρῶμα λάσπης. Ἐνιαχοῦ και ἐνίοτε ἔφερεν αὕτη καί κεραμίδια, ὡς ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει· «ἀναβάντες ἐπί τό δῶμα ἀπεστέγασαν τήν στέγην καί ἐξορύξαντες, διά τῶν κεράμων χαλῶσι τόν κράββατον, ὅπου ὁ παραλυτικός κατέκειτο˙ καθῆκαν αὐτόν σύν τῷ κλινιδίῳ εἰς τό μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ. Ἀναβιβάσαντες δηλαδή οἱ τέσσαρες τόν παράλυτον ἐπί τοῦ δώματος τῆς ὀροφῆς καί ἐπισημάναντες ἐκ τῆς φωνῆς τοῦ κηρύττοντος, κάτωθεν ποίου μέρους τῆς στέγης εὑρίσκεται ὁ λαλῶν Ἰησοῦς, ἀπεστέγασαν τό μέρος ἐκεῖνο τῆς στέγης τόσον, ὅσον θά ἐχρειάζετο νά διέλθῃ τό ξυλοκράβατον, ἐπί τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἀκίνητος ὁ παράλυτος. Μετά ταῦτα κατεβίβασαν διά τῆς ὀπῆς ταύτης τόν ἀσθενῆ ἐμπρός εἰς τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν τεσσάρων αὐτῶν φορέων τοῦ κραββάτου καί ἡ συγκατάθεσις τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τοῦτο δεικνύουσι πίστιν πρός τόν Σωτῆρα θερμήν καί ἡ ἀνταμοιβή δέν θά βραδύνῃ νά δοθῇ εἰς αὐτούς ὑπό τοῦ Σωτῆρος.

Ὁ Κύριος ἰδών τήν πίστιν τοῦ παραλυτικοῦ καί τῶν βασταζόντων, οἱ ὁποῖοι ὑπεβλήθησαν εἰς τόν κόπον τῆς διά τῆς στέγης καταβιβάσεως τοῦ ἀσθενοῦντος εἰς τά πόδια Του, καί διαγνώσας τήν ἠθικήν αἰτίαν τῆς παραλυσίας καί τήν δειλίαν τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, ἄν θά συγχωρηθῇ διά τάς ἁμαρτίας του, συγχωρεῖ ἐν πρώτοις τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ ἐκείνου, τήν ἁμαρτίαν λέγων: «Θάρσει τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Θάρρος, τέκνον μου! Συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου. Εἰς τό ἄκουσμα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ παραλυτικοῦ «Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καί διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν», μερικοί ἐντόπιοι Γραμματεῖς καί Ἱεροσολυμῖται Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ, ἐσκανδαλίσθησαν καί ἤρχισαν νά σκέπτωνται περί τοῦ Ἰησοῦ «τίς ἐστίν οὗτος, ὅς λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ¨ἁμαρτίας, εἰ μή μόνος ὁ Θεός;». Τίς εἶναι οὗτος, ὁ ὁποῖος βλασφημεῖ ὡς ἀφαιρῶν τό δικαίωμα τοῦ συγχωρεῖν ἁμαρτίαις ἀπό τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον μόνον ἀνήκει, καί ἴδιον ποιῶν αὐτό; Τήν σκέψιν των αὐτήν δέν ἐτόλμησαν βεβαίως νά ἐκφράσωσι καί δημοσίᾳ, διότι τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ ἐβάρυνεν εἰς τάς συνειδήσεις τῶν ἀκροατῶν λόγῳ τῶν προηγουμένων θαυμάτων Του.

Ὁ Κύριος ὅμως «ἐπιγνούς τῷ πνεύματι αὐτοῦ» ἀναγνώσας διά τοῦ ἰδίου πνεύματος, μόνος του, τάς πονηράς αὐτῶν σκέψεις, ὡς Θεός πού ἦτο, καί ἀποδεικνύων διά τῆς γνώσεως ταύτης τοῦ ἐσωτερικοῦ των κόσμου, ὅτι εἶναι καρδιογνώστης Θεός ἅμα δέ ἐλέγχων τήν κακίαν των λέγει εἰς αὐτούς˙ «τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» διατί σκέπτεσθε σκέψεις πονηράς διά τό ἄτομόν Μου; «Τί ἐστί εὐκοπώτερον» τί εἶναι εὐκολώ-τερον νά εἴπω; «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι ἤ εἰπεῖν ἔγειρον ἆρον τόν κραββατόν σου και περιπάτει;» Βεβαίως εὔκολα καί δύσκολα ἀμφότερα. Εὔκολα μέν, ἄν περιορισθῶμεν εἰς τό«εἰπεῖν», δύσκολα ὅμως ἄν ἀποβλέψωμεν εἰς τά γεγονότα εἰς τήν πραγματοποίησιν. Τό πρῶτον ἀσφαλῶς δι’ ἕνα ἀπατεῶνα εἶναι εὐκολώτερον, διότι ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὡς ἀόρατος εἶναι καί ἀνεξέλεγκτος. Ἐνῷ ὅμως τό δεύτερον, ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου δύναται νά ἐλεγχθῇ διά τῆς πραγματοποιήσεως ἤ μή. Ὥστε ἄν ἐγώ εἶμαι δυνατός εἰς τό δεύτερον, τό ὁρατόν, εἰς τήν ἀποκατάσταοιν δηλαδή τῆς ὑγείας τοῦ προκειμένου παραλυτικοῦ, θά εἶμαι ἀξιόπιστος καί διά τό πρῶτον, τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, διά τήν ὁποίαν σκανδαλίζεσθε. Ὁ Κύριος ἀναμένει ἐπί τι χρονικόν διάστημα ἀπάντησιν ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους. Ἀλλά οὗτοι σιωπῶσιν ἐκπλαγέντες ἴσως ἐκ τῆς διαγνώσεως τοῦ ψυχικοῦ των κόσμου ὑπό τοῦ Ἰησοῦ.

Κατόπιν ἀπευθύνεται πάλιν πρός αὐτούς καί λέγει˙ «ἵνα δέ εἰδῆτε, ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ˙ Σοί λέγω, ἔγειραι καί ἆρον τόν κράββατόν σου καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου». Διά νά μάθετε, ὅτι ἐγώ ὡς Υἱός ἀνθρώπου ἔχω λάβει τήν ἐξουσίαν (ὡς Θεός τήν ἔχω) τοῦ νά συγχωρῶ ἁμαρτίας ἐπί τῆς γῆς - μετά τήν ἀνάστασιν ἔλαβεν ἐξουσίαν ἐπί γῆς καί οὐρανοῦ - λέγει τῷ παραλυτικῷ ἔγειρε, λάβε τόν κραββατόν σου καί περιπάτει˙ «παραχρῆμα ἀναστάς ἐνώπιον αὐτῶν, ἄρας ἐφ’ ᾧ κατέκειτο, ἀπῆλθεν εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ, δοξάζων τόν Θεόν». Πάραυτα ὁ παράλυτος ἔγινεν ὑγιής καί λαβών τόν κραββατόν ἐπ' ὤμων ὡς σημεῖον τοῦ θαύματος μετέβη εἰς τόν οἶκον του διελθών διά τοῦ πλήθους ὑμνῶν τόν Θεόν. Τοῦτο ἀπεστόμωσε χωρίς νά πείσῃ ὅμως τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους. Εἰς τόν λαόν δέ ἔκαμε μεγάλην,ὡς ἦτο ἑπόμενον κατάπληξιν, ὥστε «ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας» ἐξεπλάγησαν ὅλοι «καί ἐδόξαζον τόν Θεόν καί ἐπλήσθησαν φόβου, ἐδόξαζον τόν Θεόν καί ἐφοβήθησαν πολύ «λέγοντες, ὅτι εἴδομεν παράδοξα σήμερον». Παράδοξα ἀπίστευτα πράγματα εἴδομεν σήμερον. «Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν». Τοιαῦτα πράγματα οὐδέποτε εἴδομεν.

«Οἱ ὄχλοι ἐφοβήθησαν». Φόβος δέ θρησκευτικός προερχόμενος ἐκ τῆς συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν καί ἐκ τῆς συναισθήσεως τῆς ἁμαρτωλῆς των καταστάσεως ἐμπρός εἰς τήν ἐνσάρκωσιν τῆς θείας δικαιοσύνης κατέλαβε τόν λαόν. Ὁ φόβος ὅμως αὐτός δέν ἦτο μόνος, συνωδεύετο καί ὑπό δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. «Και ἐδόξασαν τόν Θεόν τόν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις». Καί ἐδόξασαν τόν Θεόν, διότι ἔδωκε τοιαύτην δύναμιν εἰς ἄνθρωπον, τόν Ἰησοῦν.


Θέμα: Ὁ Κύριος εἶναι φῶς, ἔλεγχος, θεραπεία

Τρεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, μετά τῶν «ὁποίων ἔρχεται εἰς ἐπαφήν ὁ Χριστός κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ παραλυτικοῦ. Εἶναι ὁ λαός, τόν ὁποῖον διδάσκει, οἱ Φαρισαῖοι τούς ὁποίους ἐλέγχει καί ὁ παράλυτος, τόν ὁποῖον θεραπεύει. Καί εἰς τούς τρεῖς αὐτούς ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτόν τους κατά τρεῖς διαφόρους τρόπους, διότι τόν μεν λαόν φωτίζει, τούς δέ Φαρισαίους ἐλέγχει, τόν δέ παραλυτικόν θεραπεύει. Ἄς ἴδωμεν τό φῶς, τόν ἔλεγχον και τήν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καί κατόπιν τόν ἑαυτόν μας ὑπό τά τρία αὐτά πράγματα:

Αον˙ Ὁ Χριστός κατά τήν Εὐαγγελικήν περικοπήν. Τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου πρός τόν λαόν δεν ἦτο κήρυγμα ἀστρονομικόν ψυχολογικόν ἤ ἄλλο τι ἱκανοποιοῦν τήν γνῶσιν. Ὁ Κύριος δια τοῦ κηρύγματός Του ὡδήγει τούς ἀκροατάς Του εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των. Εἰς συναίσθησιν τοῦ ἑαυτοῦ των ὁδηγεῖ καί ὁ ἔλεγχος πρός τούς Φαρισαίους. «Τί διαλογισμοί ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» λέγει ὁ Κύριος πρός τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἐσκέπτοντο βλασφήμους σκέψεις κατά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἐλέγχων τάς πονηράς σκέψεις τῶν Φαρισαίων ἀποκαλύπτει αὐτάς. Μέ τήν ἀποκάλυψιν αὐτῶν κάμνει τάς σκέψεις ταύτας περισσότερον αἰσθητάς εἰς τούς Φαρισαίους.

Ὁ Κύριος δέν φωτίζει μόνον διά τοῦ λόγου Του καί δέν ἐλέγχει μόνον τούς Φαρισαίους, ἀλλά θεραπεύει καί τόν παραλυτικόν. Καί ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα τοῦ ἑαυτοῦ του εἰς τά μάτια τοῦ ἰδίου καί εἰς τά μάτια τῶν ἄλλων. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται κατά τόν ἑξῆς τρόπον. Ὁ παράλυτος, οἱ Φαρισαῖοι καί ὁ κόσμος ἐνόμιζον, ὅτι ὁ παράλυτος ἦτο ἀσθενής μόνον σωματικῶς. Ὁ Κύριος ὅμως λέγων εἰς αὐτόν ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι πρῶτον καί ἔπειτα ἆρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει, δεικνύει, ὅτι ὁ παράλυτος δέν ἦτο ἀσθενής μόνον κατά τό σῶμα. Ἐκτός αὐτοῦ θεραπεύων πρῶτον τήν ἁμαρτίαν καί ἔπειτα τήν παραλυσίαν δεικνύει, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία τῆς παραλυσίας ἡ δέ παραλυσία εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Τήν διπλήν νόσον τοῦ παραλυτικοῦ καί τήν προτεραιότητα τῆς ψυχικῆς νόσου ἀπό τήν σωματικήν ἠγνόουν ὄχι μόνον ὁ λαός καί οἱ Φαρισαῖοι ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικός. Ὁ Κύριος ὅμως τώρα διά τῆς θεραπείας ξεδιπλώνει τό νόσημα τοῦ παραλυτικοῦ εἰς τά μάτια ὅλων.

Καί οἱ τρεῖς οὗτοι τρόποι, διά τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ξεδιπλώνει τάς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ἔχουσι μεγάλην σχέσιν μεταξύ των. Τό φῶς δηλαδή τοῦ κηρύγματός Του πρός τόν λαόν εἶναι ταυτοχρόνως ἔλεγχος καί θεραπεία. Ὁ ἔλεγχός Του πρός τούς Φαρισαίους εἶναι ταυτοχρόνως φῶς καί θεραπεία. Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι ἐπίσης ταυτοχρόνως φῶς καί ἔλεγχος. Φῶς μέν, διότι δεικνύει τήν σχέσιν ψυχικῆς καί σωματικῆς νόσου, εἶναι δέ καί ἔλεγχος, διότι φαίνεται, ὄτι ἐκ τῶν ¨ἁμαρτιῶν του ἔγινε παράλυτος.


Βον'. Ὁ Χριστός εἰς τήν ζωήν μας. Πόσα διδάγματα ! Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι καί δι' ἡμᾶς φῶς, ἔλεγχος καί θεραπεία καί ἰδού πῶς. Καί ἡμεῖς ἐντοπίζομεν τό κακόν πρός τά ἔξω. Νεῦρα, ἰδιοσυγκρασία, κοινωνία, πρόγονοι καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός προβάλλονται ὡς φορεῖς τοῦ κακοῦ μας. Θυμώνω, διότι ἔχω νεῦρα, λέγει τις. Ἔχω νεῦρα, διότι εἶμαι ζωηρός, ἔχω ἰδιοσυγκρασίαν αἱματώδη λέγουν ἄλλοι. Εἶμαι κακός, διότι μέ ἀναγκάζει τό περιβάλλον. Ὁ ἀδελφός, ὁ ἐξάδελφος, ὁ ἀνεψιός, ὁ συνάδελφος, ὁ προϊστάμενος μέ ἀναγκάζουν νά εἶμαι κακός. Κλέπτω, ὁρκίζομαι, ὀργίζομαι κατακρίνω, διότι ἡ κοινωνία ἐχάλασεν ἰσχυρίζεταί τις. Πλήν αὐτῶν οἱ γονεῖς μου, ὁ πάππος μου, ἡ μάμη μου, οἱ πρόγονοί μου μοῦ μετέδωκαν τό κακόν πού ἔχω, δέν πταίω ἐγώ δικαιολογοῦνται τινές. Αὐτή εἶναι ἡ φύτρα μου ἡ ρίζα μου. Ἄλλοι ὅμως προχωροῦν ἀκόμη μακρύτερα καί λέγουσι. Διατί ὁ Θεός νά μᾶς δημιουργήσῃ κατ' αὐτόν τόν τρόπον; Ἰδού οἱ νέοι Φαρισαῖοι καί παράλυτοι.

Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου εἴδομεν, ὅτι εἶναι φῶς ἔλεγχος καί θεραπεία, διότι ἐνετόπισε τό κακόν τοῦ παραλυτικοῦ, τῶν Φαρισαίων ἐντός αὐτῶν. Καί πράγματι! Τό κακόν εἶναι μέσα μας καί ὄχι ἔξω καί ἰδού πῶς. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι κακοί, ὑπάρχει κληρονομική διάθεσις ὀλεθρία, ὑπάρχει Σατανάς. Εἶναι δέ τόσον τό ἐκτός ἡμῶν κακόν μεγάλον, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει αὐτό κοσμοκράτορα τοῦ αἰώνος τούτου. Παρ' ὅλα ὅμως αὐτά μένει μέσα μας ἕνα περιθώριον μικρόν ἤ μέγα ἀναλόγως τοῦ ἀτόμου, εἰς τό ὁποῖον κινεῖται ἐλευθέρως ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι ὑπεύθυνος διά τάς πράξεις του. Μέ τήν ἐλευθερίαν ταύτην ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀνώτερος τῶν ζῴων.

Καί ἑπομένως σύ, ὁ ὁποῖος προφασίζεσαι ὅτι τά νεῦρα σου εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θυμοῦ σου, διατί δεν φροντίζεις μέ τήν θέλησίν σου καί τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ νά κατηρεμήσῃς; Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι εὑερέθιστοι, οἱ ὁποῖοι διά τῆς θελήσεως των ἔγιναν ἀγνώριστοι. Λέγεις, ὅτι πταίει ἡ κοινωνία, εἰς τήν ὁποῖαν ζῇς. Ἀπάτη ! Κοινωνία εἶσαι σύ καί ἐγώ. Ἐάν αὐτό τό εἴπωμεν ὅλοι μας, ὅτι δηλαδή πταίει ἡ κοινωνία, ποῖος θά εἶναι τό θῦμα, καί ποῖος ὁ δράστης; Ποῖος πταίει, ὥστε ἐγώ νά εἶμαι θῦμα, ἀφοῦ καί ἐγώ εἶμαι μέλος τῆς κοινωνίας; Λέγεις πταίει ἡ κληρονομικότης. Ποῖος ὅμως ἐφυλακίσθη, διότι ὁ πάππος του ἦτο διαρρήκτης; Τέλος θέτεις τά πάντα ὡς αἴτιον τοῦ κακοῦ εἰς τόν Θεόν. Πόση ἀναίδεια!

Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι φῶς, ἔλεγχος καί θεραπεία μέ τό κήρυγμά Του, σέ φωτίζει, δεν πταίουν τά νεῦρα σου ἀλλά τά πάθη σου. Δέν πταίει ἡ κοινωνία ἀπό τήν ὁποῖαν ἐπηρεάζεσαι, ἀλλά πταίεις σύ, διότι δέν ἐπηρεάζεις τόν κύκλον τῆς κοινωνίας σου.Ὁ Κύριος σέ φωτίζει, ὅτι ὅσην κληρονομικότητα καί ἐάν ἔχῃς, ἔχει τόσην δύναμιν ὁ Χριστός, ὥστε ἀπό τό ἀγκάθι δύναται νά ἐξέλθῃ ρόδον, ἀπό γονεῖς κακούς δύναται νά ἐξέλθῃ καλόν τέκνον. Ἔχει τόσον φῶς ὁ Χριστός, ὥστε λέγει εἰς σέ ὅ,τι εἶπε καί εἰς τούς Φαρισαίους «ἵνα τί διαλογισμοί ἀναβαίνουσι ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» Διατί δηλαδή σκέπτεσαι κακά ἐναντίον ὅλων τῶν ἄλλων καί τόσον πολύ κολακεύεις τόν ἑαυτόν σου;

Ταῦτα πάντα δέν εἶναι μόνον φῶτα εἶναι ἔλεγχος καί θεραπεία. Ὅταν λέγῃς, ὅτι πταίουν τά νεῦρα σου, ἄρα πταίει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σου ἔδωσε τά νεῦρα! Ὅταν λέγῃς, ὅτι ὅλοι οἱ ἀλλοι πταίουν, νεῦρα, περιβάλλον καί αὐτός ἀκόμη ὁ Θεός, δέν πταίεις ὅμως σύ, δέν ἀντιλαμβάνεσαι, ὅτι εἶσαι πωρωμένος ἄνθρωπος; Ὅταν λέγῃς, ὅτι εἶναι ἡ φύτρα σου κακή καί δέν δύνασαι νά γίνῃς καλός, δέν καταλαβαίνεις, ὅτι ὁμολογεῖς, ὅτι εἶσαι ἀνεπίδεκτος προόδου; Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερα διά σέ αὐτοκαταδίκη, χειροτέρα πνευματική ἀγχόνη ! Ὁ ἔλεγχος αὐτός θά σοῦ γίνη σωτήριος. Θά πόνεσῃς, ὅταν ἀκούσῃς ὅτι εἶσαι ἔνοχος καί ὅτι τό κακόν εἶναι μέσα σου. Θά ἱδρώσης, ὅταν ἀποφασίσῃς νά νικήσῃς τό ἐξωτερικόν καί ἐσωτερικόν κακόν μέ τήν θέλησίν σου. Ὅταν ὅμως πονέσης καί ἱδρώσῃς, τότε μόνον θά θεραπευθῇς. Θεραπεία χωρίς ἔλεγχον καί πόνον δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ. Ἑπομένως ἰδού πῶς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι φῶς ἔλεγχος καί θεραπεία εἰς τόν λαόν εἰς τούς Φαρισαίους εἰς τόν παράλυτον καί εἰς ἡμᾶς τούς σημερινούς Φαρισαίους καί παραλύτους.

Διδακτικώτατον παράδειγμα, κατά τό ὁποῖον φαίνεται πῶς ὁ Χριστός εἶναι φῶς, ἔλεγχος και θεραπεία τῆς ψυχῆς μας εἶναι τό κάτω γεγονός. Τό 1050 μ. χ. ὁ Λανφράγκ ἦτο σπουδαστής τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν περίφημος, παρημέλει ὅμως τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του. Ἡμέραν τινά διήρχετο δάσος τι καί ἔπεσεν εἰς χεῖρας λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἔδεσαν τάς χεῖρας του ὄπισθεν καί τά μάτια διά παχέος ὑφάσματος καί ἀφῄρεσαν ὅ,τι χρήματα εἶχε, τόν ἀφῆκαν μέ δεμένα μάτια καί χέρια καί ἔφυγον. Εἰς τήν στενοχωρίαν του αὐτήν ὁ Λανφράγκ ἐπεκαλέσθη τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποῖα δέν ἄργησε νά ἔλθῃ. Ἐκεῖ πλησίον ὑπῆρχε Μοναστήριον. Ὁ Λανφράγκ πίπτει εἰς τά ὄμματα τῶν Μοναχῶν, οἱ, ὁποῖοι πλησιάζουσι, λύουσι χεῖρας καί ὀφθαλμούς καί ὀδηγοῦσιν αὐτόν εἰς τό Μοναστήριον. Ἐκεῖ βλέπει τόν ἡγούμενον νά κτίζῃ τόν φοῦρνον τῆς Μονῆς μόνος του. Συγκινεῖται, γίνεται μοναχός καί ἐξελίσσεται εἰς τόν περίφημον Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Κανταβρυγίας. Ὁ ἔλεγχος τῶν λῃστῶν ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς του, ὅταν ἦσαν δεμένα μέ τό παχύ πανί, ὥστε νά ἴδῃ τό φῶς, τόν Θεόν καί νά θεραπευθῇ ἡ ἀμέλειά του, ὅταν ὡδηγήθη εἰς τό Μοναστήριον.

Ἄs φωτισθῶμεν, ἄς ἐλεγχθῶμεν ἀπό τόν λόγον τοῦ Κυρίου, ἵνα θεραπευθῶμεν. Ἀμήν.


 

Θεολογική ἀλήθεια καί ἀλήθεια γιά τόν Θεό

(Μάρ β΄ 1-12) -Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν / Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ


Ἀντιμέτωπο μέ ἕνα πανίσχυρο κατεστημένο ἐμφανίζει τόν Ἰησοῦ ἡ περικοπή Μάρ β΄ 1-12, πού, σύμφωνα μέ τό λειτουργικό τυπικό τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς δεύτερης Κυριακῆς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πρόκειται γιά τό κατεστημένο ἐκεῖνο πού διαμορφώνουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται ὡς εἰδικοί πάνω σέ ἕνα θέμα καί ὑπεραμύνονται μέ τέτοιο φανατισμό τῆς ἀλήθειας πού νομίζουν ὅτι κατέχουν, ὥστε τούς εἶναι ἀδύνατο νά πιστέψουν ἀκόμη καί τήν πραγματικότητα πού βλέπουν μέ τά ἴδια τους τά μάτια.

Σύμφωνα μέ τήν περικοπή, ὁ Ἰησοῦς κήρυττε σέ κάποιο σπίτι τῆς Καπερναούμ καί εἶχε μαζευτεῖ τόσος κόσμος, ὥστε κανείς δέν μποροῦσε πιά νά τόν πλησιάσει. Κάποιοι ἄνθρωποι πού μετέφεραν ἕναν παράλυτο, ὅταν διαπίστωσαν ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά προσεγγίσουν μέ ἄλλον τρόπο τόν Ἰησοῦ, δέν δίστασαν νά ἀνοίξουν μία τρύπα στήν ὀροφή τοῦ σπιτιοῦ -ἡ κατασκευή τῶν σπιτιῶν τῆς ἐποχῆς στήν Παλαιστίνη ἐπέτρεπε τέτοιου εἴδους ἐνέργειες- καί νά κατεβάσουν μέ σχοινιά τόν παράλυτο μπροστά του γιά νά τόν θεραπεύσει. Ὁ Ἰησοῦς, βλέποντας τή μεγάλη πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ἀπευθύνεται στόν παράλυτο λέγοντας: «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται». 

Αὐτή ἀκριβῶς ἡ φράση ὅμως εἶναι πού πυροδοτεῖ τήν ἀντίδραση τῶν ἀνθρώπων γιά τούς ὁποίους ἔγινε λόγος παραπάνω. Πρόκειται στή συγκεκριμένη περίπτωση γιά τούς “γραμματείς”, τούς μορφωμένους, δηλαδή, ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς κύριο ἔργο τους τή μελέτη, ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς· κάτι σάν τούς σημερινούς θεολόγους. Πρόκειται γιά ἀνθρώπους πού ἄσπρισαν τά μαλλιά τους στή μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καί πίστευαν ὅτι γνώριζαν πιά τά πάντα γιά τό Θεό. Εἶχαν ἀναπτύξει μία ἀπό κάθε ἄποψη ὁλοκληρωμένη καί τεκμηριωμένη διδασκαλία γιά τόν Θεό πού δέν φαινόταν νά χάνει ἀπό πουθενά, δέν μποροῦσε νά κλονιστεῖ μέ τίποτε. Εἶχαν μίαν ἀπάντηση γιά κάθε ἐρώτημα, μποροῦσαν νά βροῦν λύση σέ κάθε πρόβλημα πού τούς ἔθεταν· κάτι σάν τούς σημερινούς γεροντάδες. Καί τώρα, ὅλο αὐτό τό οἰκοδόμημα, πού τόσα χρόνια μέ τόσο κόπο ἔστηναν, ἔρχεται νά τούς τό γκρεμίσει ἕνας νεαρός ραββίνος μέ τή φράση «Οἱ ἁμαρτίες σου συγχωροῦνται». 

Τό γεγονός ὅτι ἕνας ἄνθρωπος, χρόνια παράλυτος, μπορεῖ καί περπατάει τό ἀφήνουν ἐντελῶς ἀσχολίαστο. Αὐτό πού τούς ἀπασχολεῖ εἶναι τό θεωρητικό θεολογικό ἐρώτημα ἄν ὁ Ἰησοῦς ἔχει τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες ἤ ὄχι. Ἀφοῦ ἡ πραγματικότητα εἶναι διαφορετική ἀπό αὐτό πού πιστεύουν, λάθος εἶναι ἡ πραγματικότητα καί ὄχι ἡ θεωρία τους.

Τό κεντρικό, λοιπόν, θέμα τῆς περικοπῆς εἶναι ἡ σχέση θεωρίας καί ἀλήθειας. Σέ μιὰ ἀνάλογη κατάσταση μέ αὐτήν πού ἀντιμετώπισε ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε ἀρκετούς αἰῶνες ἀργότερα καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στή μνήμη τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένη ἡ δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστῆς. Στίς ἀρχές τοῦ ιδ΄ αἰώνα κάποιοι μοναχοί στό Ἅγιο Ὄρος ἐφάρμοζαν μία ὁρισμένη τεχνική ἄσκησης καί προσευχῆς μέ πλήρη ἀπομόνωση ἀπό ἐξωτερικά ἐρεθίσματα, ὥστε νά ἀξιωθοῦν μιᾶς ἔντονης ἐμπειρίας τοῦ θείου φωτός. «Ἀδύνατον», ὑποστήριζαν οἱ μορφωμένοι θεολόγοι τῆς ἐποχῆς, «ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος». Καί πάλι ἡ θεωρία ἐρχόταν νά ἀμφισβητήσει αὐτό πού κάποιοι ἄνθρωποι βίωναν ὡς πραγματική ἐμπειρία. 

Τήν ὑπεράσπιση τῶν μοναχῶν ἀνέλαβε ὁ Γρηγόριος. Συμφωνεῖ, βεβαίως, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, ἐπιμένει ὅμως ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τόν γνωρίσει, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός τό ἐπιτρέπει καί ὁ ἄνθρωπος πληροῖ ὁρισμένες προϋποθέσεις. Ἔτσι ἀναπτύσσει μία θεολογία, ἡ ὁποία βασίζεται στή διάκριση οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι καί παραμένει ἀκατάληπτη, ἡ ἐνέργειά του ὅμως εἶναι καταληπτή. Στόχος τῆς θεολογίας, ἑπομένως δέν πρέπει νά εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ προσπάθεια προσέγγισης τοῦ Θεοῦ κατά τίς ἐνέργειες καί τίς σχέσεις του μέ τά δημιουργήματά του. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἡ θεολογία ἀπό μία θεωρητική, φιλοσοφικοῦ τύπου, ἐνασχόληση μέ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ γίνεται ζωή καί ἐμπειρία, γίνεται μετοχή στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή “φυσική του κατασταση”, ὅπως χαρακτηριστικά τόνιζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, στή θέωση.

Μία τέτοια προσέγγιση τοῦ Θεοῦ ζητάει ὁ Χριστός ἀπό τούς μαθητές του ὅλων τῶν ἐποχῶν. Μία προσέγγιση πού θά βασίζεται στήν προσωπική τους ἐμπειρία καί ὄχι σέ κάποιες θεωρητικές διδασκαλίες πού ἄκουσαν στά μαθήματα τῶν θρησκευτικῶν στό σχολεῖο. Τό ἐρώτημα, βέβαια, εἶναι κατά πόσο ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς ἐπιτρέπει μία ζωντανή ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ρυθμός τῆς ζωῆς σήμερα ἐλάχιστα περιθώρια ἀφήνει στούς ἀνθρώπους γιά μία ματιά μέσα τους, νά σκεφτοῦν καί νά προβληματιστοῦν πάνω στόν ρόλο τους ὡς χριστιανῶν καί στόν πραγματικό σκοπό τῆς ζωῆς τους. Οἱ περισσότεροι περιορίζονται συνήθως στήν τέλεση κάποιων τυπικῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καί ἀφήνουν τά μεγάλα προβλήματα στά χέρια τῶν εἰδικῶν. Ὅσο λιγότερο ὅμως σκέφτονται οἱ χριστιανοί τόσο περισσότερο χῶρο ἀφήνουν σέ κάθε λογής “αὐθεντίες”, οἱ ὁποῖες ἀναλαμβάνουν νά σκέφτονται γιά τούς ἄλλους, νά τούς περνᾶνε τίς ὅποιες ἀπόψεις τους, ἕτοιμες καί καλά διατυπωμένες μέσα ἀπό ἕνα σύνθημα, πού μπορεῖ κανείς εὔκολα νά τό ἀναμασᾶ καί νά τό διαδίδει. Ἔτσι ὅμως καταντοῦν οἱ ἄνθρωποι ἄβουλα ὄργανα στά χέρια αὐτῶν πού ἀναλαμβάνουν νά διαμορφώνουν τήν κοινή γνώμη, ὁμαδοποιοῦνται κάτω ἀπό ἕνα λάβαρο καί εἶναι ἕτοιμοι νά ἐκστρατεύσουν ἐνάντια σέ ὁποιονδήποτε τούς ὑποδειχτεῖ ὡς ἐχθρός. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι, ὅταν κάποιος βρεθεῖ σέ αὐτήν τήν κατάσταση, νιώθει τόσο ἀσφαλής καί κατοχυρωμένος ἀπό τήν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς ἐποχῆς πού ἄλλοι διαμόρφωσαν γι’ αὐτόν, ὥστε ὄχι μόνον τόν Θεό δέν μπορεῖ νά ἀναζητήσει καί νά δεῖ, ἀλλά οὔτε καί τήν καθημερινή πραγματικότητα μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ πλέον σωστά.
Ἡ εὐαγγελική περικοπή Μάρ β΄ 1-12 εἶναι ἕνα προσκλητήριο ἀντίστασης· ἀντίστασης ἀπέναντι σέ ὅλους ἐκείνους πού στοχεύουν στήν πνευματική ἀγκύλωση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀπεργάζονται τήν πνευματική μιζέρια καί τύφλωση τῶν χριστιανῶν. Εἶναι καιρός οἱ πιστοί νά ἀντισταθοῦν στήν ἰσοπέδωση πού ἐπιβάλλουν τά διάφορα (λεγόμενα) πνευματικά περιβάλλοντα καί στήν ὑπεραπλουστευμένη θεώρηση τῆς ζωῆς πού ἐπιχειροῦν νά τούς περάσουν. Εἶναι καιρός νά γίνει σέ ὅλους συνείδηση ὅτι τό “ποίμνιο” τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποτελεῖται ἀπό πρόβατα· ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού σκέφτονται, συζητοῦν, ἀποφασίζουν συνειδητά καί πρό πάντων ψάχνουν. Σέ μία ἐποχή ἀπόλυτου ἀποπροσανατολισμοῦ καί πνευματικῆς ἀποχαύνωσης τό καθῆκον τῶν χριστιανῶν γιά ἐπαναπροσδιορισμό τῆς σχέσης τους μέ τόν Θεό καί πιό συνειδητή μαρτυρία τῆς ἐμπειρίας τους ἀπό τή σχέση αὐτή προβάλλει περισσότερο ἐπιτακτικό ἀπό ποτέ.

Πού βρίσκεται η ψυχή σαράντα ημέρες μετά το θάνατο;


ψυχές

Όταν η ψυχή έχει επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.

Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.
Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση
Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.
Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος. Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.
Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»
Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.
Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.
Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.  Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.
Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»
Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:
«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»
Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.
Ανάλυση του λόγου περί θανάτου του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς, Από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ

Κυριακὴ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ - Anthony Bloom




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, διαβάζουμε τὰ παρακάτω: Ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπειραν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, θὰ θερίσουν μὲ χαρά.. Ἐὰν στὴ διάρκεια τῶν ἑβδομάδων ποὺ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα εἴδαμε κάθε τι ἄσχημο καὶ ἀνάξιο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας νὰ καθρεφτίζεται στὶς παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐὰν σταθήκαμε ἐνώπιον τῆς κρίσης τῆς συνείδησής μας καὶ τοῦ Θεοῦ, τότε πραγματικὰ ἔχουμε σπείρει μὲ δάκρυα τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ ὅμως ὑπάρχει ἀκόμα χρόνος ἐπειδὴ ἀκόμα καὶ ὅταν εἰσερχόμαστε στὴν περίοδο τοῦ θερισμοῦ, ὁ Θεὸς μᾶς δίνει παράταση· καθὼς προχωροῦμε προοδευτικὰ πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὴν Ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, μποροῦμε ἀκόμα, κάθε στιγμή, μὲ πρόσωπο πρὸς τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ, νὰ στραφοῦμε σὲ Ἐκεῖνον μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιά, καὶ νὰ ποῦμε: «Κύριε, ἴσως εἶμαι ὁ ἐργάτης τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, ἀλλὰ δέξου με ὅπως ὑποσχέθηκες!»

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα γιορτάσαμε τῆς γιορτὴ τοῦ Θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ ἐκκλησία διακήρυξε ὅτι εἶναι σωστὸ νὰ ἁγιογραφοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν μία δήλωση σὲ σχέση μὲ τὴν τέχνη, ἦταν μία βαθιὰ θεολογικὴ διακήρυξη τῆς Ἐνσάρκωσης. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἀντιπροσωπευθεῖ ἀπὸ καμία εἰκόνα, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα ἀπύθμενο μυστήριο· δὲν εἶχε κἄν ὄνομα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες ὄνομα ποὺ μόνο ὁ Ἀρχιερέας γνωρίζει. Ἀλλὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη μάθαμε καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅτι ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας ἔχει ὑποταχθεῖ καὶ εἶναι ἀκόμα ὑποταγμένη γιὰ πάντα στὴν ἀνθρώπινη σάρκα· καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔχει ἀνθρώπινο ὄνομα: Ἰησοῦς καὶ ἔχει ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ μποροῦν νὰ ἀναπαραστήσουν οἱ εἰκόνες. Ἑπομένως ἡ εἰκόνα εἶναι μία διακήρυξη τῆς βεβαιότητάς μας ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπιτύχει μία ἔσχατη, ἔνδοξη, τραγικὴ ἑνότητα μέ μᾶς, νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιά Του. Καὶ ἔτσι θὰ μπορούσαμε ἤδη τὴν περασμένη ἑβδομάδα νὰ χαροῦμε· καὶ νὰ γιατί μία ἑβδομάδα πρίν, ὅταν προετοιμαζόμασταν νὰ συναντήσουμε αὐτὸ τὸ θαῦμα, αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἐνσάρκωσης, διακριτικά, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μποροῦν σχεδὸν τὰ αὐτιά μας νὰ συλλάβουν, ἡ Ἐκκλησία ἔψαλλε τὸν κανόνα τοῦ Πάσχα: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! - ἐπειδὴ δὲν πρόκειται γιὰ μία ὑπόσχεση γιὰ τὸ μέλλον, εἶναι μία βεβαιότητα τοῦ παρόντος, ποὺ μᾶς ἀνοίγετε σὰν μιὰ πόρτα νὰ εἰσέλθουμε μέσω τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θύρας ὅπως καλεῖ τὸν ἑαυτό Του, στὴν αἰωνιότητα.

Καὶ σήμερα θυμόμαστε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους Ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος διακήρυξε, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν καὶ ὅλων τῶν πιστῶν, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἕνα κτιστὸ Δῶρο – εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν ἑαυτό Του ὥστε νὰ μᾶς διαπνέει ἡ παρουσία Του, ὥστε σταδιακά, ἐὰν μοναχὰ τὸν δεχτοῦμε, ἂν Τοῦ ἀνοιχτοῦμε, νὰ γίνουμε διάφανοι ἢ τουλάχιστον σχεδὸν διάφανοι στὸ φῶς Του, ὥστε νὰ γίνουμε ἀρχικὰ καὶ ὁλοένα πιὸ πολὺ μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς Του φύσης.

Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ ἁπλὰ μία ὑπόσχεση· εἶναι μία βεβαιότητα ποὺ ἔχουμε ἐπειδὴ αὐτὸ συνέβη σὲ χιλιάδες ἀνθρώπους ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ προσκυνοῦμε ὡς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ: ἔγιναν μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσεως, εἶναι γιὰ μᾶς μία ἀποκάλυψη καὶ μία βεβαιότητα γιὰ ὅ,τι καλούμαστε νὰ εἴμαστε καὶ νὰ γίνουμε.

Καὶ σήμερα ἕνα ἀκόμα βῆμα μᾶς ὁδηγεῖ στὴν χαρά, στὴν δόξα τοῦ Πάσχα. Σὲ μία ἑβδομάδα θὰ ὑμνήσουμε τὸν Σταυρὸ- τὸν Σταυρὸ ποὺ ἦταν τρόμος γιὰ τοὺς ἐγκληματίες, καὶ ἔχει γίνει τώρα σημεῖο νίκης καὶ σωτηρίας, διότι γιὰ μᾶς ἡ ἀγάπη τοῦ Σταυροῦ δὲν ἔχει μέτρο, δὲν ἔχει ὅρια, εἶναι τόσο βαθιὰ ὅσο ὁ Θεός, ἀγκαλιάζει τὰ πάντα ὅπως ὁ Θεός, καὶ εἶναι πράγματι τόσο τραγικὰ νικηφόρα ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἴδιο τραγικὸς καὶ νικηφόρος, ποὺ προκαλεῖ δέος, ποὺ ἀκτινοβολεῖ τὸ ἤρεμο, εὐφρόσυνο φῶς ποὺ ψάλλουμε στὸν Ἑσπερινό.

Ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ συναντήσουμε τοῦτο τὸ γεγονός, τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸ προσέξουμε, καὶ νὰ δοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης, μία νέα δυνατὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας μας· καὶ ὅταν ὁ χορὸς ψάλλει τούτη τὴ φορὰ πιὸ δυνατὰ τὸν κανόνα τῆς Ἀνάστασης, ἂς κατανοήσουμε ὅτι βῆμα – βῆμα ὁ Θεὸς μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία νίκη ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει κερδίσει, καὶ ποὺ θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας.

Καὶ τότε θὰ προχωρήσουμε· θὰ ἀκούσουμε τὸν Ἅγιο ποὺ μᾶς διδάσκει πῶς νὰ δεχτοῦμε τὴν χάρη ποὺ προσφέρει ὁ Θεός, πῶς νὰ γίνουμε ἀντάξιοί Του· καὶ μὲ ἕνα ἀκόμα βῆμα – θὰ δοῦμε τὴν νίκη τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ θὰ φθάσουμε στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ἀλλὰ ἂς θυμηθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε τώρα σὲ μία νέα περίοδο, μία ἐποχὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτεται, ποὺ καλούμαστε νὰ τὴν ἐνδυθοῦμε, νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴν μὲ εὐγνωμοσύνη, μία εὐγνωμοσύνη ποὺ θὰ μᾶς μεταμορφώσει σὲ νέους ἀνθρώπους- καὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε ἐπίσης μὲ χαρά! Καὶ μία χαρὰ γεμάτη ἀπὸ δάκρυα σὲ ἀπάντηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μία χαρὰ ποὺ εἶναι μία ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὴν Θεϊκὴ ἀγάπη. Ἀμήν!

Τὶ σημαίνει ἡ φράση, Αἰωνία ἡ μνήμη




Σὲ ταλαιπωρεῖ τὸ ὅτι δὲν ξέρεις τὴ σημασία αὐτῶν τῶν λέξεων, ποὺ ἄκουγες πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγες ἐπάνω ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Καὶ καλὰ κάνεις ποὺ ρωτᾶς. Ὅσο καλύτερα γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀρχαία καὶ καλὴ ὀρθόδοξη πίστη μας, τόσο καὶ περισσότερο τὴν ἀγαπᾶ.

«Αἰωνία ἡ μνήμη» σημαίνει: αἰώνια νὰ ὑπάρχει ἡ μνήμη γιὰ σένα. Ἄκουσα μιὰ φορὰ πὼς κάποιος στὸν ἐπικήδειο λόγο ἐπάνω ἀπὸ τὸν νεκρὸ φώναξε: «αἰωνία σου ἡ μνήμη στὴ γῆ!» Παραξενεύθηκα σὲ μιὰ τόσο λανθασμένη ἑρμηνεία τῆς πίστης μας. Μὰ μπορεῖ κάτι νὰ εἶναι αἰώνιο στὴ γῆ, ὅπου ὅλα περνοῦν βιαστικὰ σὰν προσκεκλημένοι σὲ γάμο; 

Ὄντως, δὲν εὐχόμαστε στὸν νεκρὸ ἐντελῶς μηδαμινὸ πλοῦτο, ὅταν τοῦ εὐχόμαστε νὰ τὸν μνημονεύουν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος καὶ ὁ ἴδιος πλησιάζει στὸ τέλος του; Ἀλλὰ ἂς ποῦμε πὼς τὸ ὄνομα κάποιου μνημονεύεται στὴ γῆ ἕως τὸ τέλος τοῦ χρόνου – τί κερδίζει αὐτὸς ἀπ’ αὐτό, ἐὰν ἡ μνήμη του στὰ οὐράνια ἔχει ξεχαστεῖ;

Τὸ σωστὸ εἶναι νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ νὰ μνημονεύεται αἰώνια στὴν αἰωνιότητα, στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ στὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο καὶ εἶναι τὸ νόημα τῶν λέξεων «αἰωνία σου ἡ μνήμη».

Μιὰ φορὰ καυχήθηκαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ στὸν Δάσκαλό τους λέγοντας: «Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Λουκ. 10,17). Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε νὰ μὴν χαίρονται γι’ αὐτὸ ἀλλά: «Χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. 10,20), δηλαδὴ νὰ χαίρονται ἐπειδὴ τὰ ὀνόματά τους εἶναι γνωστὰ καὶ τὰ θυμοῦνται καὶ τὰ μνημονεύουν στὸ Οὐράνιο Βασίλειο τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ συχνὰ λέγεται πὼς τὰ ὀνόματα τῶν δικαίων θὰ εἶναι γραμμένα στὸ βιβλίο τῶν ζωντανῶν, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ σβηστοῦν καὶ θὰ ξεχαστοῦν. Ἀπὸ τὴν ἱστορία περὶ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου βλέπουμε ὅτι ὁ Κύριος λέει τὸ ὄνομα τοῦ Λαζάρου μὲ τὸ ὁλοκάθαρό Του στόμα, ἀλλὰ ἀποσιωπᾶ τὸ ὄνομα τοῦ ἄδικου πλουσίου. Ὁ Λάζαρος, σημαίνει, ὅτι μπῆκε στὸ Βασίλειο τῶν Οὐρανῶν, καὶ ἔλαβε τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν αἰώνια μνήμη , ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλὸς πλούσιος ἔχασε καὶ τὸ βασίλειο καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ὄνομα.

Στὴ θεϊκὴ ἐπιστήμη καμιὰ φορὰ τὸ ὄνομα ταυτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο. Στὴν Ἀποκάλυψη γράφεται: «Καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐγένετο σεισμὸς μέγας,… καὶ ἀπεκτάνθησαν ἐν τῷ σεισμῷ ὀνόματα ἀνθρώπων χιλιάδες ἑπτὰ» (Ἀπ. 11,13). Ὑπὸ τὸν σεισμὸ τῆς γῆς πρέπει νὰ καταλάβουμε μεγάλους πειρασμούς, στοὺς ὁποίους οἱ ἑπτὰ χιλιάδες ἀνθρώπων ὑπέκυψαν, ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔχασαν τὶς ψυχές τους. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν καταστράφηκαν μόνο τὰ σώματά τους – αὐτὸ εἶναι ἐλάχιστης σημασίας- ἀλλὰ οἱ ψυχὲς καὶ τὰ ὀνόματα. Τὰ ὀνόματά τους στὴν αἰωνιότητα ἐκμηδενίστηκαν καὶ σβήστηκαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν ζωντανῶν.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ ἀθάνατη μνήμη στὴν αἰωνιότητα, ἐπιθυμεῖ εὐαγγελικὸ πράγμα. Ἐὰν κάποιος ἐπιθυμεῖ ἀθάνατο ὄνομα στὴ γῆ, θέλει ματαιόδοξο πράγμα. Νὰ ξέρεις ὅτι πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ τοὺς προσέξουν πέρασαν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπέκτησαν ἀθάνατο ὄνομα σ’ ἐκεῖνο τὸν κόσμο. Νὰ σκέπτεσαι περὶ αὐτοῦ, ἀδελφὲ Μελέτιε, καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀποκαλύψει ἀκόμα πολλά. Καὶ ὅταν ἀκούσεις γιὰ τὸ δικό μου θάνατο, πὲς στὴν προσευχή σου: «Αἰωνία του ἡ μνήμη»!

Εἰρήνη καὶ ὑγεία ἀπὸ τὸν Κύριο

 

Ὅλο τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας στό Χριστό.



 



«Ὅποιος ἀγαπάει λίγο, δίνει λίγο ὅποιος ἀγαπάει περισσότερο δίνει περισσότερο κι ὅποιος ἀγαπάει πάρα πολύ τί ἔχει ἀντάξιο νά δώσει; Δίνει τόν ἑαυτό του…» Χριστός καί χαρά

…Ὁ Χριστός θέλει κι εὐχαριστεῖται νά σκορπάει τή χαρά, νά πλουτίζει τούς πιστούς Του μέ χαρά. Εὔχομαι «ἴνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη». Αὐτή εἶναι ἡ θρησκεία μας. Ἐκεῖ πρέπει νά πᾶμε. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος, παιδιά μου. Τί εἶναι Παράδεισος; Ὁ Χριστός εἶναι. Ἀπό ‘δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο. Ὅσοι ἐδῶ στή γῆ ζοῦν τόν Χριστό, ζοῦν τόν Παράδεισο. Ἔτσι εἶναι, πού σᾶς τό λέγω. Εἶναι σωστό, ἀληθινό αὐτό, πιστέψτε με! Ἔργο μας εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι νά κάνει κανείς τά τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νά εἴμαστε μαζί μέ τόν Χριστό. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί ν’ ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Νά ἐπιδοθεῖ στό θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Αὐτό θέλει πιό πολύ ὁ Χριστός, νά μᾶς γεμίζει ἀπό χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς… …Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό…



Ἡ ἐσωτερική μας διάθεση ἐπηρεάζει τούς ἄλλους

…Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέτοιες δυνάμεις, ὥστε νά μπορεῖ νά μεταδώσει τό καλό ἤ τό κακό στό περιβάλλον του. Αὐτά τά θέματα εἶναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει νά βλέπομε τό καθετί μέ ἀγαθό τρόπο. Τίποτα τό κακό νά μή σκεπτόμαστε γιά τούς ἄλλους. Κι ἕνα βλέμμα κι ἕνας στεναγμός ἐπιδρᾶ στούς συνανθρώπους μας. Καί ἡ ἐλάχιστη ἀγανάκτηση κάνει κακό. Νά ἔχομε μέσα στήν ψυχή μας ἀγαθότητα κι ἀγάπη. Αὐτά νά μεταδίδομε. Νά προσέχομε νά μήν ἀγανακτοῦμε γιά τούς ἀνθρώπους πού μᾶς βλάπτουν, μόνο νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς μέ ἀγάπη. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ὁ συνάνθρωπός μας, ποτέ νά μή σκεπτόμαστε κακό γι’ αὐτόν. Πάντοτε νά εὐχόμαστε ἀγαπητικά. Παντοντε νά σκεπτόμαστε τό καλό. [...]

Ὅταν κακομελετᾶμε, κάποια κακή δύναμη βγαίνει ἀπό μέσα μας καί μεταδίδεται στόν ἄλλον, ὅπως μεταφέρεται ἡ φωνή μέ τά ἠχητικά κύματα, καί ὄντως ὁ ἄλλο παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σάν βασκανία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει γιά τούς ἄλλους κακούς λογισμούς… Δέν προκαλεῖ ὁ Θεός τό κακό ἀλλά ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Δέν τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλά ἡ δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στήν ψυχή τοῦ ἄλλου μυστηριωδῶς καί κάνει τό κακό.

Ὁ Χριστός ποτέ δέν θέλει τό κακό. Ἀντίθετα παραγγέλλει: «Εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς…» Μέσα μας ὑπάρχει ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς πού λέγεται ἠθικολόγος. Αὐτός ὁ «ἠθικολόγος», ὅταν βλέπει κάποιον νά παρεκτρέπεται, ἐπαναστατεῖ, ἐνῶ πολλές φορές αὐτός πού κρίνει ἔχει κάνει τήν ἴδια παρεκτροπή. Δέν τά βάζει ὅμως μέ τόν ἑαυτό του ἀλλά μέ τόν ἄλλον. Κι αὐτό δέν τό θέλει ὁ Θεός. Λέει ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο: «Ὁ οὔν διδάσκων ἕτερον σεαυτόν οὐ διδάσκεις; Ὁ κηρύσσων μή κλέπτειν, κλέπτεις;». Μπορεῖ νά μήν κλέπτομε, ὅμως φονεύομε. Κακίζουμε τόν ἄλλον κι ὄχι τόν ἑαυτό μας. Λέμε, π.χ. «Ἔπρεπε νά κάνεις αὐτό. Δέν τό ἔκανες, νά τί ἔπαθες!» Στήν πραγματικότητα, ἐπιθυμοῦμε νά πάθει ὁ ἄλλος κακό. Ὅταν σκεπτόμαστε τό κακό, τότε μπορεῖ πράγματι νά συμβεῖ.

[...] Εἶναι δυνατόν νά πεῖ κάποιος: «ἔτσι πού φέρεται ὁ τάδε θά τιμωρηθεῖ ἀπ’ τόν Θεό» καί νά νομίζει ὅτι τό λέει χωρίς κακία. Δέν φαίνεται καθαρά. Εἶναι πολύ μυστικό πράγμα τί κρύβει ἡ ψυχή μας καί πῶς αὐτό μπορεῖ νά ἐπιδράσει σέ πρόσωπα καί πράγματα. Ὑπάρχει μία ζωή ἀόρατη, ἡ ζωή τῆς ψυχῆς. Αὐτή εἶναι πολύ ἰσχυρή καί μπορεῖ νά ἐπιδράσει στόν ἄλλον, ἔστω κι ἄν μᾶς χωρίζουν χιλιόμετρα… Καί χωρίς νά μιλήσομε, μπορεῖ νά μεταδώσουμε τό καλό ἤ τό κακό, ὅση κι ἄν εἶναι ἡ ἀπόσταση πού μᾶς χωρίζει ἀπ’ τόν πλησίον. Αὐτό πού δέν ἐκφράζεται ἔχει συνήθως περισσότερη δύναμη ἀπ’ τά λόγια …Ἅμα δοθοῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅλα θά μεταβληθοῦν, ὅλα θά μεταστοιχειωθοῦν, ὅλα θά μεταποιηθοῦν, ὅλα θά μετουσιωθοῦν. Ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος, ἡ ἀγανάκτηση, ἡ κατάκριση, ἡ ἀχαριστία, ἡ μελαγχολία, ἡ κατάθλιψη, ὅλα θά γίνουν ἀγάπη, χαρά, λαχτάρα, θεῖος ἔρως. Παράδεισος!



Ἡ δημιουργία καί ἡ πίστη
Νά χαίρεσθε ὅσα μᾶς περιβάλλουν. Ὅλα μᾶς διδάσκουν καί μᾶς ὁδηγοῦν στόν Θεό. Ὅλα γύρω μας εἶναι σταλαγματιές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καί τά ἔμψυχα καί τά ἄψυχα καί τά φυτά καί τά ζῶα καί τά πουλιά καί τά βουνά καί ἡ θάλασσα καί τό ἡλιοβασίλεμα καί ὁ ἔναστρος οὐρανός. Εἶναι οἱ μικρές ἀγάπες, μέσα ἀπ’ τίς ὁποῖες φθάνομε στή μεγάλη Ἀγάπη, τόν Χριστό. Τά λουλούδια, γιά παράδειγμα, ἔχουν τή χάρη τους, μᾶς διδάσκουν μέ τό ἄρωμά τους, μέ τό μεγαλεῖο τους. Μᾶς μιλοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Σκορποῦν τό ἄρωμά τους, τήν ὀμορφιά τους σέ ἁμαρτωλούς καί δικαίους. Γιά νά γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει νά ἔχει ποιητική ψυχή, πρέπει νά γίνει ποιητής…Προσευχή εἶναι νά πλησιάζεις τό κάθε πλάσμα τοῦ Θεοῦ μέ ἀγάπη καί νά ζεῖς μέ ὅλα, καί μέ τ’ ἄγρια ἀκόμη, ἐν ἁρμονίᾳ…

Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μοῦ ἔδωσε πολλές ἀρρώστιες. Πολλές φορές τοῦ λέω: «Χριστέ μου, ἡ ἀγάπη Σου δέν ἔχει ὅρια!». Τό πῶς ζῶ εἶναι ἕνα θαῦμα. Μέσα στίς ἄλλες μου ἀρρώστιες ἔχω καί καρκίνο στήν ὑπόφυση. Δημιουργήθηκε ἐκεῖ ὄγκος πού μεγαλώνει καί πιέζει τό ὀπτικό νεῦρο. Γι’ αὐτό τώρα πιά δέν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι ὅμως σηκώνοντας τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μέ ὑπομονή. [...] Πονάω πολύ, ὑποφέρω, ἀλλά εἶναι πολύ ὡραία ἡ ἀρρώστιά μου. Τήν αἰσθάνομαι ὡς ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ…

Ἡ ἀρρώστιά μου εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη εὔνοια τοῦ Θεοῦ, πού μέ καλεῖ νά μπῶ στό μυστήριο τῆς ἀγάπης Του καί μέ τή δική Του τήν χάρη νά προσπαθήσω ν’ ἀνταποκριθῶ. Ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος. Θά μοῦ πεῖτε: «Ὄλ’ αὐτά ποὺ σοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός δέν σέ κάνουν ἄξιο;». Αὐτά μέ κατακρίνουν. Γιατί αὐτά εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τίποτα δικό μου. Ὁ θεός μοῦ ἔδωσε πολλά χαρίσματα, ἀλλά ἐγώ δέν ἀνταποκρίθηκα, φάνηκα ἀνάξιος. Τήν προσπάθεια ὅμως οὔτε μία στιγμή δέν τήν ἄφησα… Γι’ αὐτό δέν προσεύχομαι νά μέ κάνει ὁ Θεός καλά. Προσεύχομαι νά μέ κάνει καλό… Ὁ θάνατος εἶναι μία γέφυρα πού θά μᾶς πάει στόν Χριστό. Μόλις κλείσομε τά μάτια μας, θά τ’ ἀνοίξομε στήν αἰωνιότητα. Θά παρουσιασθοῦμε μπροστά στόν Χριστό. Στήν ἄλλη ζωή θά ζοῦμε «ἐκτυπώτερον» τήν χάρι τοῦ Θεό.



Πνευματικά βιώματα τῆς Θείας Χάριτος
Ἕνα ἄλλο μυστικό τώρα θά σᾶς πῶ. Τίς νύκτες ἐπικοινωνῶ τηλεφωνικῶς μ’ ἕναν ἁγιορείτη ἀσκητή. Αὐτός μελετάει πολύ τοὺς Πατέρες καί μοῦ ἐξηγεῖ πολλά πράγματα. Συζητοῦμε πνευματικά ζητήματα. Τρέλα, τί νά σᾶς πῶ! …Αὐτό ἔγινε καί σήμερα πρωί πρωί, δηλαδή νύχτα στίς τρεῖς. Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν ἐκείνη τήν ὥρα πού συνομιλούσαμε. Ἐπί μιςὴ ὥρα κουβεντιάζαμε πάρα πολύ ὡραία πράγματα. Εἰλικρινά, μεγάλη χαρά αἰσθάνθηκα, μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι μπορῶ νά σᾶς ἐκφράσω. Δόξα Σοι ὁ Θεός!. Ἐνῶ λέγαμε αὐτά τά πνευματικά, μοῦ λέει:

- Χτυπάει ἡ καμπάνα γιά τήν ἐκκλησία καί τρέχω νά προλάβω. Τοῦ λεῶ: – Γέροντα, μή μ’ ἀφήνεις! – Μετά χαρᾶς μοῦ λέει. Ἔλα νά πᾶμε στήν ἐκκλησία, νά εἴμαστε μαζί, νά βλέπομε τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τήν Θεία Λειτουργία, τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἔλα, δέν ὑπάρχει ἀπόσταση ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Καμία ἀπόσταση! Καί «πῆγα» μαζί του στήν ἐκκλησία. Ὅλες τίς ὧρες μαζί του προσευχόμουνα. Ἔβλεπα ὅλες τίς ἱερές καί ἅγιες εἰκόνες, τίς λαμπάδες, τά κεράκια, τά καντηλάκια νά τσιτσιρίζουν. Ἔβλεπα τούς ἱερεῖς νά λειτουργοῦν μεταρσιωμένοι. Ἦταν γεμάτη ἡ ἐκκλησία ἀπό ἀσκητές κι ὅλοι εἶχαν μεγάλη χαρά μέσα τους καί ψάλλανε: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός… Ἡ Γέννησίς σου… Ἡ Παρθένος σήμερον… Χριστός γεννᾶται δοξάσατε…» Στό «Μετά φόβου Θεοῦ» πῆγε νά μεταλάβει. Δίπλα του κι ἐγώ, μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου, συγκινημένος. Συγχωρᾶτε με πού σᾶς τά λέγω. Ἔβλεπα ὅλους τοὺς ἀδελφούς νά δέονται. Αἰσθάνθηκα μεγάλη ἀγαλλίαση. Ὅ,τι ἔβλεπαν ἐκεῖνοι, ἔβλεπα κι ἐγώ. Μά ἦταν πνευματική πανδαισία αὐτή ἡ Λειτουργία μέ τούς ἁγίους ἀσκητές, τίς χαρούμενες ψυχοῦλες πού τά αἰσθανόντουσαν ὅλα, πού ἐζούσανε τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων! Τήν ἐζούσανε!

Πῶς θά ἤθελα νά ἤσασταν κι ἐσεῖς, ν’ ἀκούγατε τά λόγια πού λέγανε! Ἡ χαρά μου γίνεται πολύ μεγάλη, ὅταν ὁ ἄλλος μοῦ βεβαιώνει ὅτι αὐτό πού «βλέπω» εἶναι πράγματι ἔτσι, γιατί καταλαβαίνω πώς αὐτή ἡ γνώση δέν προέρχεται παρά μόνον ἐκ Θεοῦ. Νά σᾶς πῶ τί ἐννοῶ. Σᾶς ζητάω πολλές φορές νά μοῦ διαβάσετε μία παράγραφο, παραδείγματος χάριν, ἀπό κάποιον Πατέρα, καί σᾶς λέγω: «Κοιτάξτε στή σελίδα δέκα, στήν παράγραφο δύο, στό μέσον τῆς σελίδας καί θά τό βρεῖτε αὐτό πού σᾶς εἶπα». Ἀνοίγετε, πράγματι, στή συγκεκριμένη σελίδα, τό βρίσκετε, μοῦ τό διαβάζετε. Εἶναι γραμμένο ἀκριβῶς ὅπως σᾶς τό ἔχω πεῖ. Παραξενεύεσθε ἐσεῖς, γιατί μοῦ ἔρχεται μεγάλη χαρά καί λέω: «ἅ! Δέν τό ἤξερα, πρώτη φορά τό ἀκούω!», ἐνῶ σᾶς τό ἔχω πεῖ πιό πρίν ἀπ’ ἔξω. Κι ὅμως, ἀλήθεια σᾶς λέγω, δέν λέγω ψέματα. Ὄντως δέν τό ἤξερα, διότι ποτέ δέν τό εἶχα διαβάσει πιό πρίν. Τή στιγμή πού σᾶς εἶπα τήν παράγραφο, ἐκείνη τή στιγμή μοῦ τό ἐφανέρωσε μέσα μου ἡ θεία χάρις, τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐγώ, ὅμως τ’ ἄκουσα γιά πρώτη φορά τήν ὥρα πού τό διαβάσατε, γιατί ποτέ δέν τό εἶχα διαβάσει καί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί χάρηκα πού ἐπιβεβαιώσατε αὐτό πού μοῦ ἐφανέρωσε ἡ θεία χάρις…. Καταλάβατε;

Ὑπάρχουν κι ἄλλα μάτια, τά μάτια τῆς ψυχῆς. Μέ τά μάτια τά σαρκικά μπορεῖ νά βλέπεις περιορισμένα, ἐνῶ μ’ ἐκεῖνα τῆς ψυχῆς μπορεῖ νά βλέπεις καί πίσω ἀπ’ τό φεγγάρι. Ἐσεῖς βλέπετε μέ τά μάτια τοῦ σώματος. Τά ἴδια πράγματα βλέπω κι ἐγώ μέ τή χάρη ἀκόμη πιό καλά, πιό καθαρά. Μέ τά μάτια τά σαρκικά βλέπεις τά πράγματα ἐξωτερικά. Μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς βλέπεις πιό βαθιά. Ἐσεῖς βλέπετε ἐξωτερικά, ἐγώ βλέπω καί πῶς εἶναι ἐσωτερικά. Βλέπω καί διαβάζω τήν ψυχή τοῦ ἄλλου Ὅταν «βλέπω» κάτι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τό χαίρομαι πολύ κατά βάθος. Μέ τήν ἐν Κυρίῳ χαρά. Ἐκεῖ πού μέ ἐπισκέπτεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ πού κοιτάζω καί διαβάζω τήν ψυχή τοῦ ἄλλου διά τῆς θείας χάριτος, τή στιγμή ἐκείνη ἡ θεία χάρις φέρνει μέσα μου ἕναν ἐνθουσιασμό. Μέ τόν ἐνθουσιασμό ἐκδηλώνεται ἡ θεία χάρις, πού φέρνει ἕνα εἶδος φιλικότητος, οἰκειότητος, ἀδελφικότητος, ἑνώσεως. Μετά ἀπ’ αὐτήν τήν ἕνωση ἔρχεται μεγάλη χαρά, τόση χαρά πού πάει νά σπάσει ἡ καρδιά μου. Φοβᾶμαι ὅμως νά ἐκδηλωθῶ. Βλέπω, ἀλλά δέν μιλάω, ἔστω κι ἄν μοῦ τό βεβαιώνει ἡ χάρις ὅτι αὐτά εἶναι ἀληθινά. Ὅταν, ὅμως, μέ πληροφορήσει ἡ χάρις νά μιλήσω, τότε μιλάω. Λέω μερικά πράγματα πού ὁ Θεός φωτίζει νά πῶ ἀπ’ τήν ἀγάπη μου γιά ὅλους. Γιά νά αἰσθανθεῖ ὁ κόσμος τό ἀγκάλιασμα πού κάνει ὁ Χριστός σέ ὅλους μας…

[...] Σᾶς λέω πολλά πού εἶναι βαθιά, ἐσωτερικά, δικά μου. Ἴσως κάποιος θά μέ παρεξηγοῦσε πού δέν κρατάω μυστικά τά βιώματά μου, αὐτά πού μοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός καί λέω τόσα πολλά. Θά πεῖ κανείς ὅτι εἶμαι ἐγωιστής, πού λέω κι ἐγώ τά βιώματά μου. Τό κάνω ἀπ’ τήν πολλή μου ἀγάπη γιά σᾶς, τά παιδιά μου. Γιά νά σᾶς ὠφελήσω νά πάρετε κι ἐσεῖς αὐτόν τόν δρόμο. Τί λέει ὁ σοφός Σολομῶν; Κάπως τό λέει αὐτό… Λέει: «…οὔτε μήν φθόνῳ τετηκότι συνοδεύσω, ὅτι οὗτος οὐ κοινωνήσει σοφίᾳ». Κι ἀκόμη κάτι: «Οὐκ ἀποκρύψω ὑμῖν μυστήρια». [...] «Μετάδοση» σημαίνει: Πῆρες κάτι; Νά τό μεταδώσεις ἀπό ἀγάπη. Δέν πιστεύεις ὅτι ἔχεις κάτι δικό σου. Εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τό μεταδίδεις. Αὐτό εἶναι ἀληθινή ταπείνωση …Κι ὅταν καμιά φορὰ βλέπω ὅτι κάποιος πάει γιά καταστροφή στή ζωή του, δέν μπορῶ νά κάνω τίποτα. Τοῦ τό δείχνω λίγο, δέν καταλαβαίνει. Δέν πρέπει νά ἐπέμβω ἰσχυρά καί νά περιορίσω τήν ἐλευθερία του. Δέν εἶναι ἁπλό τό πράγμα.



Γνωρίσματα αὐθεντικότητας τῆς χριστιανικῆς πίστης
…Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου. Εἶναι μέσα μᾶς ὅλ’ αὐτά. Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἡ ἀπόκτησή τους. Γιά πολλούς ὅμως ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτό πολλούς ἀπ’ τούς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σέ τί χάλια βρίσκονται. Κι ἔτσι εἶναι πράγματι. Γιατί ἄν δέν καταλάβει κανείς τό βάθος τῆς θρησκείας καί δέν τή ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστια καί μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή πού ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καί φέρεται ὑπό τοῦ κακοῦ πνεύματος. Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτή ἡ ταπείνωση εἶναι μία σατανική ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τή θρησκεία σάν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στήν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε: «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι» καί μόλις βγοῦνε ἔξω ἀρχίζουν νά βλασφημᾶνε τά θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τοὺς ἐνοχλήσει.

[...] Στήν πραγματικότητα, ἡ χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως προϋπόθεση γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀλήθεια… …Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φεύγεις ἀπ’ τόν τύπο καί νά πηγαίνεις στήν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἀπό ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νά κάνεις θυσίες… …Ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀγαπήσει ἅμα ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶς ἀγαπήσει. Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νά βρεῖ μέσα μας κάτι τό ἰδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθεῖς, παρακαλεῖς, δέν παίρνεις ὅμως τίποτα. Ἑτοιμάζεσαι ν’ ἀποκτήσεις ἐκεῖ πού θέλει ὁ Χριστός, γιά νά ἔλθει μέσα σου ἡ θεία χάρις, ἀλλά δέν μπορεῖ νά μπεῖ, ὅταν δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό θεῖον. Ὅλ’ αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές. Θυμάστε ποῦ σᾶς ἔχω πεῖ γιά τ’ ἀηδονάκι; Μές στό δάσος κελαηδεῖ. Στή σιγή. Νά πεῖς πὼς κάποιος τ’ ἀκούει, πὼς κάποιος τό ἐπαινεῖ; Κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μές στήν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα. Πιάνει μία σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καί ζεῖ τόν Θεό μυστικά, «στανεγμοῖς ἀλαλήτοις»…

…Ὅλο τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας στόν Χριστό. Τό δόσιμο στόν κόσμο τόν πνευματικό. Οὔτε μοναξιά νιώθει κανείς, οὔτε τίποτα. Ζεῖ μέσα σ’ ἄλλον κόσμο. Ἐκεῖ πού ἡ ψυχή χαίρεται, ἐκεῖ πού εὐφραίνεται, πού ποτέ δέν χορταίνει…

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...