Όταν η μετάληψη
ολόκληρης της σύναξης σε κάθε Λειτουργία, που εξέφραζε τη μετοχή στην
ακολουθία, έπαψε να είναι ο κανόνας και αντικαταστάθηκε από την πρακτική
της σπάνιας προσέλευσης, έγινε πλέον φυσικό ότι θα προηγούνταν αυτής
της προσέλευσης το μυστήριο της Μετανοίας –δηλαδή της εξομολόγησης και
καταλλαγής των πιστών με την Εκκλησία, με τη μεσιτεία της συγχωρητικής
ευχής.
Η πρακτική αυτή –
επαναλαμβάνω, φυσική και προφανής στην περίπτωση της σπάνιας
προσέλευσης στη θεία Κοινωνία - επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας θεωρίας
στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η Μετάληψη για το σώμα
των λαϊκών γίνεται αδύνατη χωρίς το μυστήριο της εξομολόγησης, σε
αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για τον κλήρο. Έτσι, η εξομολόγηση
προηγείται υποχρεωτικά – πάντοτε και σε κάθε περίπτωση - της μετάληψης.
Τολμώ να δηλώσω υπεύθυνα ότι η θεωρία αυτή (που βρήκε ευρεία εφαρμογή
στη Ρωσική Εκκλησία) δεν θεμελιώνεται με κανένα τρόπο στην
Παράδοση, αλλά κατάφορα έρχεται σε σύγκρουση με το ορθόδοξο δόγμα της
Εκκλησίας για την Κοινωνία και την Εξομολόγηση.
Για του λόγου το
αληθές κανείς δεν έχει παρά να θυμηθεί την ουσία του μυστηρίου της
Μετανοίας. Εξ αρχής η εξομολόγηση στην εκκλησιαστική συνείδηση και
διδασκαλία ήταν το μυστήριο της συμφιλίωσης με την Εκκλησία για όσους
είχαν αφοριστεί απ’ αυτήν, δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλειστεί από την
ευχαριστιακή σύναξη. Γνωρίζουμε ότι, αρχικά, η ιδιαίτερα αυστηρή
εκκλησιαστική πειθαρχία επέτρεπε μία τέτοια συμφιλίωση άπαξ στη διάρκεια
του βίου του μετανοούντα, αλλά αργότερα, ειδικά μετά την είσοδο στην
Εκκλησία ολόκληρου του πληθυσμού, ο συγκεκριμένος κανόνας έγινε πιο
χαλαρός. Στην ουσία του, το Μυστήριο της Μετανοίας ως μυστήριο
συμφιλίωσης με την Εκκλησία αφορούσε εκείνους μόνο που η Εκκλησία είχε
αφορίσει για αμαρτίες και πράξεις επ’ ακριβώς οριζόμενες στην Κανονική
παράδοσή της. Κάτι, άλλωστε, που γίνεται φανερό κι από την συγχωρητική
ευχή: “Αδελφέ, δι’ ό ήλθες προς τον Θεό, και προς εμέ, μη αισχυνθής, ου
γαρ εμοί αναγγέλεις, αλλά τω Θεώ, εν ώ ίστασαι”. (Παρεμπιπτόντως,
οφείλουμε να χρησιμοποιούμε την ορθή ευχή της συγχωρήσεως κι όχι την
άλλη, ξένη στις ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκδοχή της, – “Εγώ, ο
ανάξιος ιερέας, με την εξουσία που μου έχει δοθεί, σε απαλλάσσω...” -
που είναι λατινογενούς προέλευσης και παρεισέφρησε στα λειτουργικά μας
βιβλία κατά την περίοδο της επικράτησης στοιχείων της Δυτικής θεολογίας
ανάμεσα στους Ορθοδόξους).
Όλα αυτά δεν
σημαίνουν, βέβαια, ότι οι “πιστοί”, δηλαδή οι “μη αφορισμένοι”,
θεωρούνταν από την Εκκλησία αναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα με την
ορθόδοξη διδασκαλία κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με
εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Κατά δεύτερον, η
προσευχή για την συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών είναι αναπόσπαστο
μέρος της ίδιας της Λειτουργίας (βλ. τον Τρισάγιο Ύμνο και τις δύο
“Ευχές των πιστών”). Τέλος, η Εκκλησία πάντοτε φρονούσε ότι η Θεία
Κοινωνία προσφέρεται “εις άφεσιν αμαρτιών”. Έτσι το θέμα εδώ δεν είναι η
αναμαρτησία, που καμία συγχωρητική ευχή δεν είναι ικανή να την
επιτύχει. Αλλά η διάκριση που πάντοτε γινόταν από την Εκκλησία ανάμεσα
στην αμαρτία που εξορίζει τον άνθρωπο από τη ζωή της χάριτος της
Εκκλησίας, και στην αμαρτωλότητα που αναπόφευκτα συνοδεύει τη ζωή κάθε
ανθρώπινου όντος “που ζεί εν τω κόσμω και ενδύεται σάρκα”. Θα λέγαμε ότι
μέσα στην ακολουθία της Λειτουργίας η φθαρείσα από την αμαρτία φύση μας
“αναπλάθεται” όπως ομολογούμε στις ευχές των πιστών πριν από την
προσφορά των θείων Δώρων. Ενώπιον του Αγίου Ποτηρίου, τη στιγμή της
πρόσληψης των Μυστηρίων, παρακαλούμε για συγχώρεση των αμαρτιών
“εκουσίων τε και ακουσίων, εν λόγοις ή έργοις, εν γνώση και αγνοία” και
εμπιστευόμαστε ότι, στο μέτρο της μετανοίας μας, θα λάβουμε αυτή την
συγχώρεση.
Όλα αυτά βεβαίως
σημαίνουν – και κανείς δεν το αρνείται - ότι ο μόνος πραγματικός όρος
για την προσέλευση στα θεία Μυστήρια είναι η μετοχή μας στο Σώμα της
Εκκλησίας, μετοχή που αντιστρόφως βρίσκει την πληρότητά της με την
πρόσληψη των μυστηρίων. Η Μετάληψη δίνεται προς “άφεση αμαρτιών και ίαση
ψυχών τε και σωμάτων”, πράγμα που υποδηλώνει με σαφήνεια, τι άλλο, παρά
τη μετάνοια, τη συναίσθηση της πλήρους αναξιότητάς μας και τη συνείδηση
της Κοινωνίας ως θείου δώρου που κανένα επίγειο όν δεν είναι “άξιο” να
λάβει. Όλο το νόημα της προετοιμασίας για την Κοινωνία, όπως ορίστηκε
από την Εκκλησία (στην Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως) δεν είναι να
δημιουργήσει στον άνθρωπο το αίσθημα της “αξιότητας” αντίθετα, σκοπεύει
στο να δείξει σ’ αυτόν την άβυσσο του ελέους και της άπειρης αγάπης του
Θεού: “Τέκνον μου πνευματικόν, ο τη εμή ταπεινότητι εξομολογούμενος, εγώ
ο ταπεινός και αμαρτωλός ουκ ίσχύω αφιέναι αμάρτημα επί της γης, ειμή ο
Θεός... ο συγχωρήσας Δαυΐδ, διά Νάθαν του Προφήτου, τα ίδια
εξομολογήσαντι αμαρτήματα, και Πέτρω την άρνησιν, κλαύσαντι πικρώς, και
Πόρνη δακρυσάση επί τους αυτού πόδας, και Τελώνη και Ασώτω, αυτός ο
Θεός, συγχωρήσαι σοι δι’ εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι,
και εν τω μέλλοντι^ και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ Βήματι”.
Ενώπιον της Τράπεζας του Κυρίου, η μόνη “αξιωσύνη” των κοινωνούντων
είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση της “αναξιότητάς τους”. Αυτή είναι η αρχή
της σωτηρίας.
Είναι επομένως
υψίστης σημασίας για μας να κατανοήσουμε ότι η μετατροπή του μυστηρίου
της εξομολόγησης σε μία αναγκαστική προϋπόθεση για την Κοινωνία, όχι
μόνο συγκρούεται με την Παράδοση, αλλά προφανώς την παραμορφώνει.
Διαστρέφει καταρχήν το δόγμα της Εκκλησίας, δημιουργώντας δύο κατηγορίες
μελών, η μία από τις οποίες είναι αφορισμένη στην πραγματικότητα από
την Ευχαριστία. Επιπλέον, στρεβλώνει το νόημα και πλήρωμα της
εκκλησιαστικής μετοχής. Δεν προκαλεί έκπληξη κατά συνέπεια το γεγονός
ότι αυτοί που ο Απόστολος καλεί “συμπολίτες των αγίων και οικείους του
Θεού” (Εφεσ. 2:19) γίνονται και πάλι “εθνικοί”, “εκκοσμικεύονται” και η
μετοχή τους στην Εκκλησία μετριέται και ορίζεται με χρηματικούς όρους
οφειλών και “δικαιωμάτων”. Αλλά, επίσης, αυτό που παραμορφώνεται είναι
το δόγμα περί της θείας Κοινωνίας που γίνεται πλέον αντιληπτό ως το
μυστήριο για τους λίγους “εκλεκτούς” και όχι ως το μυστήριο της
Εκκλησίας των αμαρτωλών που μέσα από το άπειρο έλεος του Χριστού
μεταμορφώνονται διαρκώς σε Σώμα Κυρίου. Και τελικά, ανάλογα διαστρέφεται
και η διδασκαλία για την εξομολόγηση. Παραποιημένη σε υποχρεωτική
προϋπόθεση της Μετάληψης, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την
πραγματική ετοιμότητα για την Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη
γνήσια εσωτερική μετάνοια, αυτή που έχει εμπνεύσει όλες τις ευχές προ
της θείας Κοινωνίας. Ύστερα από μία τρίλεπτη εξομολόγηση και συγχωρητική
ευχή ο άνθρωπος αισθάνεται πλέον “δικαιούχος” του μυστηρίου, “άξιος”,
ίσως και απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του, αισθάνεται με άλλα λόγια το
ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο μας καλεί η αληθινή μετάνοια.
Με ποιο τρόπο
λοιπόν μία τέτοια πρακτική εμφανίστηκε και καθιερώθηκε, ώστε σήμερα
πολλοί να την υπερασπίζονται ως την πλέον ορθόδοξη; Για να απαντήσουμε
στην ερώτηση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τρεις παράγοντες: Έχουμε ήδη
αναφερθεί στον ένα: Πρόκειται για την επιφανειακή και χλιαρή προσέγγιση
της πίστης και της ευσέβειας από την ίδια τη χριστιανική κοινότητα, που
οδήγησε αρχικά στην σπάνια Μετάληψη και τελικά στον υποβιβασμό της σε
άπαξ του έτους “υποχρέωση”. Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιστός που προσέρχεται
στο ιερό Μυστήριο μία φορά τον χρόνο οφείλει πράγματι να “συμφιλιωθεί”
με την Εκκλησία, μέσα από μία εξέταση της συνείδησης και της ζωής του
κατά το μυστήριο της Εξομολόγησης.
Ο δεύτερος
παράγοντας είναι η επιρροή της μοναστικής πρακτικής, που βέβαια στο
σύνολό της είναι ιδιαίτερα ευεργετική για την Εκκλησία. Οι μοναχοί
λοιπόν, γνώριζαν και ασκούσαν εξ’ αρχής την πρακτική της “έκθεσης των
λογισμών” και της πνευματικής καθοδήγησης των απείρων από τον πιο
έμπειρο της κοινότητας. Αλλά - κι αυτό είναι το ουσιώδες - αυτός ο
πνευματικός πατέρας ή “γέροντας” δεν ήταν απαραίτητα ιερέας, αφού η
πνευματική καθοδήγηση συνδεόταν με την πνευματική εμπειρία και όχι την
ιεροσύνη.
Στα Βυζαντινά
μοναστικά τυπικά του 7ου-8ου αιώνα οι μοναχοί απαγορεύεται να
αποφασίζουν μόνοι τους για την προσέλευση ή την αποχή τους από το Άγιο
Ποτήριο, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεση του πνευματικού τους πατέρα, καθώς
“η εξαίρεση εαυτού από την Κοινωνία είναι η εφαρμογή του ιδίου
θελήματος”. Στις γυναικείες μονές παρόμοια άδεια απαιτείται από την
ηγουμένη. Παρατηρούμε, λοιπόν, πώς η εξομολόγηση εδώ είναι μη
μυστηριακού τύπου και βασίζεται στην πνευματική εμπειρία και την διαρκή
καθοδήγηση. Ωστόσο, αυτού του είδους η πρακτική έχει έντονο αντίκτυπο
στο καθαυτό μυστήριο της Εξομολόγησης. Στη διάρκεια της πνευματικής
παρακμής (της οποίας την αληθινή έκταση και σημασία ανακαλύπτει κανείς
μέσα στους κανόνες της λεγομένης Συνόδου του Τρούλου του 6ου αιώνα), τα
μοναστήρια παρέμειναν τα κέντρα της πνευματικής μέριμνας και νουθεσίας
των λαϊκών. ...] Ο λαός με φυσικό τρόπο ταύτισε αυτό το είδος της
πνευματικής καθοδήγησης με την μυστηριακή εξομολόγηση. Θα πρέπει,
ωστόσο, να τονίσουμε ότι την ικανότητα της πνευματικής καθοδήγησης δεν
διαθέτει ο κάθε ενοριακός ιερέας, αφού αυτή προϋποθέτει βαθιά πνευματική
εμπειρία, χωρίς την οποία η “καθοδήγηση” μπορεί να οδηγήσει, και στην
πραγματικότητα συχνά οδηγεί, σε αληθινές πνευματικές τραγωδίες. Αυτό που
ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι το μυστήριο της μετανοίας συνδέθηκε κατά μία
έννοια με την πνευματική καθοδήγηση, την επίλυση “δυσκολιών” και
“προβλημάτων"^ κατ’ επέκταση στην παρούσα ενοριακή ζωή ταυτίστηκε με τις
“μαζικές” ολιγόλεπτες εξομολογήσεις που εστιάζονται κυρίως στη διάρκεια
της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου η όποια νουθεσία και ανέφικτη γίνεται,
αλλά και είναι πιθανό ότι φέρει περισσότερη βλάβη παρά όφελος. Η
πνευματική καθοδήγηση πρέπει να αποσυνδεθεί από την μυστηριακή
εξομολόγηση, έστω κι αν αυτή η τελευταία είναι προφανώς το απώτερο τέλος
κι ο σκοπός της.
Ο τρίτος και
αποφασιστικός παράγοντας ήταν, φυσικά, η επίδραση της Δυτικής,
Σχολαστικής και δικανικής κατανόησης της μετανοίας. Έχουν πολλά γραφεί
για την “δυτική υποδούλωση” της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά φοβάμαι πώς
λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν το βάθος και το αληθινό νόημα της
στρέβλωσης στην οποία η Δυτική επιρροή οδήγησε την ίδια τη ζωή της
Εκκλησίας και πάνω απ’ όλα την κατανόηση των Μυστηρίων. Αυτό γίνεται
φανερό στο μυστήριο της μετανοίας. Η σοβαρή παραμόρφωση εδώ συνίσταται
στην μετατόπιση του νοήματος του μυστηρίου από την μετάνοια και την
εξομολόγηση στην στιγμή της “άφεσης” που προσλαμβάνεται δικανικά. Η
Δυτική Σχολαστική θεολογία διαχώρισε σε δικανικές κατηγορίες την ίδια
την ουσία της αμαρτίας και, αντίστοιχα, την έννοια της άφεσης. Η
τελευταία πηγάζει εδώ όχι από την αλήθεια, δηλαδή την αυθεντική φύση της
μετανοίας, αλλά από την εξουσία του ιερέως. Εάν για την αρχική ορθόδοξη
κατανόηση του μυστηρίου της εξομολόγησης ο ιερέας είναι ο
παρευρισκόμενος μάρτυρας της μετανοίας, και ως εκ τούτου μάρτυρας της
πλήρους “καταλλαγής με την Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού...”, ο Λατινικός
νομικισμός υπερτονίζει την εξουσία του ίδιου του ιερέως να δίνει άφεση
αμαρτιών. Έτσι προκύπτει η ολότελα καινοφανής για το Ορθόδοξο δόγμα,
αλλά αρκετά δημοφιλής σύγχρονη πρακτική της “άφεσης-απαλλαγής” χωρίς
εξομολόγηση. Η αρχική διάκριση ανάμεσα σε αμαρτίες –αφορισμούς από την
Εκκλησία (από τους οποίους προέκυπτε η ανάγκη της μυστηριακής
συμφιλίωσης με το Εκκλησιαστικό Σώμα) και της αμαρτωλότητας που δεν
εξέβαλε τον πιστό εκτός Εκκλησίας, εκλογικεύθηκε από τον Δυτικό
Σχολαστικισμό σε διαχωρισμό ανάμεσα στις λεγόμενες θανάσιμες και
εξαγοράσιμες (συγγνωστές) αμαρτίες. Οι πρώτες, έχοντας απομακρύνει τον
άνθρωπο από την “κατάσταση της χάριτος” απαιτούν μυστηριακή εξομολόγηση
και άφεση, ενώ οι υπόλοιπες χρήζουν μόνο εσωτερικής μεταμέλειας. Στην
Ορθόδοξη Ανατολή, ωστόσο, και ιδιαίτερα στη Ρωσία (κάτω από την
επίδραση της Λατινόφρονος θεολογίας του Πέτρου Μογίλα και των μαθητών
του) η θεωρία αυτή κατέληξε στην υποχρεωτική και δικανική σύνδεση
ανάμεσα στην εξομολόγηση-άφεση και την Ευχαριστία.
Κατά έναν
ειρωνικό τρόπο η πιο ολοφάνερη “διείσδυση” των Λατίνων αντιμετωπίζεται
από μεγάλο αριθμό πιστών ως ορθόδοξη νόρμα, ενώ η πιο απλή απόπειρα για
επαναξιολόγηση της πρακτικής κάτω από το φως του αυθεντικού ορθοδόξου
δόγματος της Εκκλησίας και των μυστηρίων καταγγέλλεται ως
“Ρωμαιοκαθολική”!
π.Αλεξάνδρου Σμέμαν
το είδαμε εδώ