Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται καὶ γιγνώσκει τὸν Θεὸν


Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηταιΔεν μπορεί ο άνθρωπος όμως να επιστρέψει στο Θεό και να τον συναντήσει χωρίς προηγουμένως να συναντήσει το συνάνθρωπο, γι’ αυτό το επόμενο βήμα στην πορεία για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι ακριβώς η συνάντηση με το συνάνθρωπο.
Θέμα της τρίτης Κυριακής του Τριωδίου είναι η κρίση που θα βασιστεί αποκλειστικά στην αγάπη που ο άνθρωπος έχει δείξει για το συνάνθρωπό του και που τελικά μεταβαίνει σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).
Η αγάπη είναι από το Θεό και όποιος αγαπάει το Θεό είναι παιδί του Θεού και γνωρίζει το Θεό, εκείνος που δεν αγαπά, δεν γνωρίζει το Θεό γιατί ο Θεός είναι αγάπη (Α΄ Ιωάν. 4, 7-8). Αποκτούμε επίγνωση των μυστηρίων του Θεού όταν είμαστε ενωμένοι με την αγάπη (Κολ. 2,2). Ο Θεός μένει μέσα μας όταν αγαπιόμαστε μεταξύ μας (Α΄ Ιωάν. 4, 12). Μόνο ενωμένοι γινόμαστε κατοικητήριο του Θεού (Εφ. 2,22). Αν το να μείνουμε στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη και η αγάπη από την τήρηση των εντολών και η εντολή είναι να αγαπούμε ο ένας τον άλλο, το να μείνουμε κοντά στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη που έχουμε ο ένας για τον άλλο.[1]
«Ὅθεν ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην πρῶτον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δεύτερον εἰς τὸν ἀδελφόν του τὸν χριστιανόν, αὐτὸς ἀξιώνεται καὶ δέχεται τὴν Παναγίαν Τριάδα μέσα εἰς τήν καρδίαν του».[2]
Υπάρχουν πολλά χωρία στη Γραφή όπου φαίνεται να απαιτείται για την τελειότητα μόνο η αγάπη για τον πλησίον ενώ η αγάπη για το Θεό παρασιωπάται, αν και ο νόμος και οι προφήτες κρέμονται και από τις δυο αυτές εντολές. Αλλά αυτό συμβαίνει επειδή αυτός που αγαπάει τον πλησίον πρέπει πάνω από οτιδήποτε άλλο να αγαπάει αυτή την ίδια την αγάπη. Όμως η αγάπη είναι ο Θεός «καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».[3]
Αγκάλιασε την αγάπη του Θεού και αγκαλιάζοντας την αγάπη αγκαλιάζεις τον ίδιο το Θεό.[4]
Η αγάπη για το Θεό δεν μπορεί να τελειωθεί παρά μόνο όταν ο άνθρωπος αγαπάει τον πλησίον του και πλησίον δεν πρέπει να θεωρούνται μόνον οι φίλοι μας ή οι γνωστοί μας, αλλά όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε κοινή φύση, είτε είναι εχθροί, είτε είναι σύμμαχοι, είτε ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη με μας, είτε όχι, γιατί μας έφτιαξε ο ίδιος δημιουργός και μας έδωσε πνοή ζωής, γιατί όλοι χαιρόμαστε τον ίδιο ουρανό και την ίδια ατμόσφαιρα, τις ίδιες ημέρες και τις ίδιες νύχτες, και αν και μερικοί είναι καλύτεροι και άλλοι χειρότεροι, μερικοί δικαιότεροι και άλλοι λιγότερο δίκαιοι, ο Θεός είναι πλουσιοπάροχος και καλός σε όλους.[5] Όταν αγαπάει κανείς πραγματικά δεν εξαρτάται η διάθεσή του για τους ανθρώπους από τις απόψεις τους αλλά, αποβλέποντας στην ανθρώπινη φύση που όλοι έχουμε κοινή, αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους.[6]
Εκείνος που αγαπάει το Θεό δεν μπορεί να μην αγαπάει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του.[7] Εκείνος που αγαπάει το Θεό έχει προαγαπήσει τον αδελφό του, γιατί η δεύτερη αγάπη είναι απόδειξη της πρώτης. Εκείνος που λέει ότι αγαπάει τον Κύριο και οργίζεται κατά του αδελφού του μοιάζει με υπνοβάτη.[8]
Εκείνος που έχει συνηθίσει να αγαπάει το Θεό στο συνάνθρωπο, επεκτείνει σ’ αυτόν τις εκδηλώσεις της αγάπης του με την ίδια διάθεση με την οποία πλησιάζει το Χριστό.[9]
Φαντάσου έναν κύκλο σημειωμένο πάνω στο χώμα, λέει ο Δωρόθεος. Υπόθεσε ότι ο κύκλος είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο Θεός. Ένας αριθμός γραμμών οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο και αυτές οι γραμμές αντιπροσωπεύουν τους δρόμους της ζωής που οι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν. Στην επιθυμία τους να πλησιάσουν το Θεό οι άγιοι προχωρούν ακολουθώντας αυτές τις γραμμές προς το κέντρο του κύκλου. Έτσι, όσο πιο πολύ προχωρούν τόσο πιο πολύ πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και το Θεό. Όσο πιο κοντά έρχονται στο Θεό τόσο πιο κοντά έρχονται στον άνθρωπο. Αυτή είναι η φύση της αγάπης, όσο πιο πολύ ενωνόμαστε με το συνάνθρωπο τόσο περισσότερη είναι η ένωσή μας με το Θεό.
Δείχνουμε αγάπη στο συνάνθρωπο όταν του δίνουμε κάτι που έχουμε εμείς και που εκείνος το έχει ανάγκη· «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 35).
«Εγώ έχω ένα ψωμί να φάω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και εσένα όπου δεν έχεις, ε, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή εγώ να φάω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς, τι φανερώνω; φανερώνω πως η αγάπη όπου έχω εις εσένα είναι ψεύτικη. Έχω δυο ποτήρια κρασί να πιω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω και εσένα, από αυτό να πιεις, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ, αμή ανίσως και δεν σε δώσω εσένα, είναι κάλπικη η αγάπη. Αμή εγώ να έχω τα φορέματα μέσα εις το σεντούκι φυλαγμένα να τα τρώγει το σκουλήκι και εσύ να περιπατείς γυμνός, είναι κάλπικη η αγάπη. Εσύ είσαι λυπημένος, απέθανε η μητέρα σου, ο πατέρας σου ή το παιδί σου ή άρρωστος είσαι. Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη. Αμή ανίσως εσύ κλαίης και θρηνείς, και εγώ κάθομαι τρώγω, πίνω, χορεύω, τραγουδώ, ξεφαντώνω, είναι ψεύτικη η αγάπη».[10]
«Δεν περιγράφεται το ύψος στο οποίο μας ανεβάζει η αγάπη· η αγάπη μας ενώνει με το Θεό, καλύπτει πλήθος αμαρτιών, ανέχεται τα πάντα, μακροθυμεί πάντοτε. Στην αγάπη δεν υπάρχει τίποτε βάναυσο, τίποτε υπερήφανο, η αγάπη δεν έχει σχίσμα, δεν στασιάζει, η αγάπη τα κάνει όλα με ομόνοια· στην αγάπη τελειώθηκαν όλοι οι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς αγάπη τίποτε δεν είναι ευάρεστο στο Θεό. Με την αγάπη μάς προσέλαβε στον εαυτό του ο Δεσπότης».[11]
Αυτός που έχει κάποιο ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για κάποιον άλλο εξαιτίας κάποιου λάθους του είναι απόλυτα αποξενωμένος από το Θεό.[12] Δεν μπορεί να έχει ειρήνη με το Θεό εκείνος που εξαιτίας μιας φθονερής διαμάχης δεν έχει ειρήνη με το συνάνθρωπό του.[13]
«Όθεν πρέπει και ημείς, ανίσως και θέλωμεν να λέγωμεν αυτόν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεσθεν εύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι και να χαροποιούμεν τους αδελφούς μας τους χριστιανούς. Είδε και είμεσθεν άσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι και πικραίνομεν τους αδελφούς μας και τους φαρμακεύομεν και τους βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον Διάβολον».[14]
Όταν αγαπούμε ένα ή δυο φίλους μας ή τους δικούς μας ανθρώπους, δεν αγαπούμε για χάρη του Θεού, αλλά για να αγαπηθούμε κι εμείς απ’ αυτούς. Θα μοιάσουμε πραγματικά με το Θεό όχι όταν κάνουμε θαύματα, αλλ’ όταν αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας.[15]
Επειδή πρέπει να αγαπιόμαστε μεταξύ μας με το ίδιο μέτρο, είναι απαράδεκτο να σχηματίζουμε φατρίες και κλίκες. Γιατί εκείνος που αγαπάει τον ένα πιο πολύ από τους άλλους κατηγορεί τον ίδιο τον εαυτό του ότι για τους άλλους δεν έχει πραγματική αγάπη.[16]
Όπως η ανάμνηση της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δε φέρνει το φως της γνώσεως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.[17]
«Χιλιάδες καλά και αρετές να κάμωμεν, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, καν το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού», αν δεν έχουμε αγάπη για το συνάνθρωπο «όλα χαμένα είναι και δεν μας ωφελούν τίποτε και εις την κόλασιν πηγαίνομεν».[18]
«Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἐστι κέρδος νηστείας, ὅσον ὀργῆς ζημία, οὔτε τοσαύτη τῆς ἀναγνώσεως (τῶν Ἁγ. Γραφῶν) ὠφέλεια, ὅσον βλάβη ἐκ τοῦ περιφρονῆσαι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ λυπῆσαι αὐτόν. Καὶ γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ γύμνωσις τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἀποταγὴ ὅλου τοῦ κόσμου οὐκ ἕστιν τελειότης, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα, ἐπειδὴ οὐκ ἐν τούτοις εὑρίσκεται ἡ τελειότης, ἀλλὰ διὰ τούτων προσγίνεται. Εἰς μάτην, τοίνυν, ἐπὶ νηστείᾳ, καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ καὶ ἀναγνώσει Γραφῶν ἐγκαυχώμεθα, ὅταν μὴ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην κατορθώσωμεν· ὁ γὰρ κατορθώσας τὴν ἀγάπην, ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὸν Θεὸν καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ ἀεὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐστιν».[19]
Όπως το σώμα είναι ένα αν και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά είναι ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός (Α΄ Κορ. 12, 12). Ο Χριστός συνηθίζει να αναλαμβάνει τη μορφή των μελών Του και να αποδίδει στον ίδιο τον εαυτό Του ό,τι λέγεται για εκείνα, γιατί το κεφάλι και το σώμα είναι ένας Χριστός.[20]
Ο πραγματικός ναός του Κυρίου, είναι η ψυχή του πιστού. Ας τον λατρεύσουμε αυτόν το ναό, ας τον διακοσμήσουμε, ας προσφέρουμε σ’ αυτόν δώρα, ας υποδεχτούμε σ’ αυτόν το Χριστό.[21] Τι καλύτερους θησαυρούς έχει ο Χριστός από εκείνους δια των οποίων θέλει να παρουσιάζεται;[22]
Να φοβάσαι το Χριστό επάνω, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω. Έχε το Χριστό επάνω παρέχοντα τις πλούσιες δωρεές Του, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω δυστυχούντα. Εδώ είναι φτωχός, εκεί είναι πλούσιος.[23]
Ο Χριστός πέθανε και τάφηκε μια φορά αλλά θέλει να χύνεται καθημερινά μύρο στα πόδια Του. Τι είναι λοιπόν αυτοί στους οποίους χύνουμε το μύρο; Είναι τα πόδια του Χριστού και γι’ αυτούς λέει αυτός ο ίδιος «ὅ,τι ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Αυτά τα πόδια που η γυναίκα του Ευαγγελίου τα ξεκουράζει και τα δροσίζει με τα δάκρυά της, αυτά τα πόδια ραίνει με μύρο εκείνος που προσφέρει τη γλυκύτητα της καλοσύνης του ακόμη και στον πιο αδύνατο. Σ’ αυτά οι μάρτυρες, σ’ αυτά οι απόστολοι, σ’ αυτά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δηλώνει ότι τιμάται.[24]
«Έτσι ξέρουμε ότι αγαπάμε τα παιδιά του Θεού» λέει ο Ιωάννης (Α΄Ιωάν. 5,2). Τι σημαίνει αυτό; Προηγουμένως μιλούσε για το γιο του Θεού, μας πρόβαλε το Χριστό και είπε· «όποιος πιστεύει ότι ο Ιησούς Χριστός γεννιέται από το Θεό και όποιος αγαπάει Εκείνον που γέννησε, δηλαδή τον Πατέρα, αγαπάει επίσης και Εκείνον που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, δηλαδή το Γιο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό» και συνεχίζει: «Έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε τα παιδιά του Θεού», σαν να επρόκειτο να πει «έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε το Γιο του Θεού». Είπε τα παιδιά του Θεού ενώ μιλούσε ακριβώς πριν για το Γιο του Θεού, επειδή τα παιδιά του Θεού είναι το σώμα του μόνου Γιου του Θεού, και αφού Εκείνος είναι το κεφάλι και εμείς τα μέλη, είναι ένας Γιος του Θεού. Γι’ αυτό όποιος αγαπάει τα παιδιά του Θεού, αγαπάει το Γιο του Θεού και όποιος αγαπάει το Γιο του Θεού, αγαπάει τον Πατέρα.[25]
Αν λοιπόν μας πει κάποιος, δείξε μου Εκείνον για να τον αγαπήσω, τι άλλο θα πρέπει να απαντήσουμε παρά αυτό που είπε ο Ιωάννης: «Κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό» (Ιωάν. 1, 18) και για να μη νομίσει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει καθόλου το Θεό, είπε «ο Θεός είναι αγάπη» και «όποιος μένει στην αγάπη μένει στο Θεό» (Α΄ Ιωάν. 4,16). Γι’ αυτό αγάπα τον πλησίον σου, εκεί θα δεις, όσο μπορείς, το Θεό.[26]
Πόσοι απ’ αυτούς που ζουν σήμερα δεν θα εύχονταν να ζούσαν εκείνη την εποχή που ο Χριστός βρισκόταν στη γη, ώστε να κάθονται και να συντρώγουν μαζί Του στο ίδιο τραπέζι. Αλλά και τώρα μπορεί να γίνει αυτό. Μπορούμε και τώρα να Tον καλέσουμε για φαγητό και να φάμε μαζί Του και μάλιστα με περισσότερη ωφέλεια, γιατί πολλοί από εκείνους που έφαγαν μαζί Του τότε χάθηκαν (όπως ο Ιούδας και άλλοι παρόμοιοί του) ενώ ο καθένας απ’ αυτούς που Tον προσκαλούν σήμερα στο σπίτι τους και του προσφέρουν στέγη και φαγητό θα απολαύσει μεγάλη ευλογία.[27]
Γι’ αυτό κανείς δεν θα πρέπει να λέει, ευλογημένοι εκείνοι που δέχθηκαν τη χάρη να έχουν το Χριστό στο σπίτι τους. Δεν θα πρέπει να λυπόμαστε και να παραπονιόμαστε που δεν είχαμε γεννηθεί τότε, γιατί δεν μας έχει αποστερήσει αυτής της ευλογίας. «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», λέει, «ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40)[28] και συνεχίζει «σας λέω ότι όποιος δέχεται εκείνον που θα στείλω εγώ, δέχεται εμένα και όποιος δέχεται εμένα δέχεται Εκείνον που με έστειλε» (Ιωάννης 13,20) και «εάν δεχθείτε στο όνομά μου ένα απ’ αυτά τα παιδιά, δέχεστε εμένα και όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα αλλά Εκείνον που με έστειλε» (Μαρκ. 9, 37).
Ό,τι κάνετε σ’ έναν απ’ αυτούς τους ελαχίστους το κάνετε σε μένα. Και αν αυτός δεν είναι ο Παύλος, όμως είναι κάποιος πιστός, κι αν ακόμα είναι ασήμαντος, όμως «ὁ Χριστὸς δι᾿ αὐτοῦ παραγίνεται».[29]
Όποιος δέχεται αυτούς τους ελάχιστους για το Χριστό και όχι για κάποιον άλλο λόγο, δέχεται το Χριστό.[30]
Όποιος λοιπόν πέφτει στα πόδια των αδελφών, αγγίζει το Χριστό, παρακαλεί το Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο, όταν εκείνοι χύνουν δάκρυα, γι’ αυτόν είναι ο Χριστός που υποφέρει και που προσεύχεται γι’ αυτόν στον Πατέρα.[31]
Ο Αβραάμ αναζητώντας ξένους να τους φιλοξενήσει δέχθηκε και περιποιήθηκε αυτόν τον ίδιο το Θεό και ο Λωτ δέχθηκε τους αγγέλους και εμείς αν θα δεχθούμε τους ανθρώπους, θα δεχθούμε το Χριστό.[32]
Οι μοναχοί που γνώριζαν καλά πvς θα συναντούσαν ασφαλώς το Χριστό αν πλησίαζαν με αγάπη το συνάνθρωπο, όταν τους ρωτούσαν πώς κατόρθωναν να υπηρετούν με τόση προθυμία τους ανθρώπους, απαντούσαν: «Οὐδέποτε ἀνθρώποις με δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλά τῷ Θεῶ».[33] Αυτοί λένε και σε μας: «Δεῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνεῖν· οὐ γὰρ αὐτοὺς ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσεκύνησας εἶδες γὰρ φησιν τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».[34]
Πραγματικά, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Πολύ συχνά εμείς «οι χριστιανοί» όταν αντιμετωπίζουμε ανθρώπους που αρνιούνται ή αμφιβάλλουν για την Ανάσταση του Χριστού τους βομβαρδίζουμε με διαλεκτικά πυροτεχνήματα χωρίς να υποπτευόμαστε πόσο είμαστε, όταν το κάνουμε αυτό, κύμβαλα αλαλάζοντα, χωρίς να υποπτευόμαστε ακόμη ότι αυτό που τους παρουσιάζουμε ως τον αναστημένο Χριστό δεν είναι παρά ένα αξιοθρήνητο διανοητικό σχήμα, ένα παιδικό δημιούργημα της φαντασίας μας, ένα θλιβερό είδωλο, γιατί τον πραγματικό Χριστό δεν Τον έχουμε δει, και δεν Τον έχουμε δει γιατί δεν έχουμε κοιτάξει ποτέ βαθιά στα μάτια το συνάνθρωπό μας. Τα διανοητικά μας επιχειρήματα είναι η αδιάψευστη απόδειξη ότι δεν έχουμε πραγματικά συναντήσει το Χριστό, γιατί αν Τον είχαμε πραγματικά συναντήσει θα Τον συναντούσαμε και πάλι στο πρόσωπο αυτού του αρνητή ή του αμφισβητία και αντί να τον αντιμετωπίζουμε σαν εχθρό που πρέπει να κατατροπώσουμε θα τον αποκαλούσαμε, σαν τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, «χαρά μου» και τότε αυτός θα ένιωθε ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπουμε τον αναστημένο Χριστό και θα Τον έβλεπε και εκείνος.
[1] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τομ. 14, σελ. 476.
[2] Κοσμά αιτωλού, Διδαχή Α 2, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 155.
[3] Αυγουστίνου, On Trinity, κεφ. 7, §10.
[4] Όπου παραπάνω, κεφ. 8, §10.
[5] Leo the Great Sermons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. XII, σελ. 122.
[6] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, Ο΄, ΟΑ΄.
[7] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, ΙΓ΄.
[8] Ιωάννου της Κλιμακος, Migne 88, 1157.
[9] Αυγουστίνου, The City of God, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 476.
[10] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 1, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 124.
[11] Κλήμεντος Ρώμης, Προς Κορινθίους Α΄ XLIX, 4-6.
[12] Μαξίμου, όπου παραπάνω, ΙΕ΄.
[13] Cyprian Treatises Ante Nicene Fathers, vol. V, σελ. 425
[14] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 2, όπου παραπάνω, σελ. 155.
[15] Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Ομιλ. ΙΙΙ,§ 10.
[16] Βασιλείου, Migne 31, 885.
[17] Μαξίμου, όπου παραπάνω, λα΄.
[18] Κοσμά Αιτωλού, όπου παραπάνω, σελ. 154.
[19] Ιωάννου Κασσιανού, Διαλέξεις Πατέρων, εκδ. Κ. Δυοβουνιώτου (ανατύπωση από το περιοδ. «Εκκλησιαστικός Φάρος» ΙΑ΄, 1913). σελ. 11-13.
[20] Αυγουστίνου, The City of God, όπου παραπάνω, σελ. 356.
[21] Jerome’s letter LVIII to Paulinus, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI.
[22] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, book II, chapter XXVII.
[23] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons LXXII, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 473.
[24] Αμβροσίου, Επιστολή XLI, § 23.
[25] Αυγουστίνος, Homily X on the Epistle of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 521.
[26] Αυγουστίνου, On the gospel of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 114.
[27] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, σελ. 112.
[28] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 427.
[29] Χρυσοστόμου, Migne 60, σελ. 317.
[30] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εις το κατά Μάρκον, Catenae, τομ. 1, σ. 365.
[31] Τερτυλλιανού, On Repentance, chapter X, Ante Nicene Fathers, vol. VIII.
[32] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, chapt. XXI, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. X, σελ. 60.
[33] Ιωάννου Κλίμακος, Migne 88, σελ. 685.
[34] Société des Bollandistes, Subsidia Hagiographica, Historia Monachorum in Aegypto, caput VIII, § 55, σελ. 68.
π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998

Η παραβολή της Μελλούσης Κρίσεως


παραβολή της Μελλούσης ΚρίσεωςΟ Χριστός είπε,
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. (Ματθ. 25, 31-46).
«Η Παραβολή της μελλούσης Κρίσεως», όπως είναι γνωστό αυτό το κείμενο από αρχαιοτάτους χρόνους, διαβάζεται μια εβδομάδα πριν από την έναρξη της μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τη διάρκεια της οποίας η Εκκλησίας μας καλεί να εξετάσουμε τον εαυτό μας, τη συνείδηση και τη ζωή μας με γνώμονα ολόκληρο το χριστιανικό Ευαγγέλιο, δηλ. τη διδασκαλία του Χριστού, και να επιστρέψουμε όσο το δυνατό περισσότερο στα σημαντικότερα, στην καρδιά αυτής της διδασκαλίας. Πολλοί άνθρωποι συχνά θεωρούν πως η σπουδαιότερη πλευρά της θρησκείας είναι οι τελετουργίες και τα έθιμα, η ομορφιά των ακολουθιών, η δυνατότητα συνάντησης με την ιερότητα, το ουράνιο και το θείο. Η παραβολή όμως του Χριστού για τη Μέλλουσα Κρίση αποκαλύπτει πως όλα αυτά, αν δε βασίζονται στην αγάπη και αν δεν κατευθύνονται προς την αγάπη, κάνουν τη θρησκεία άκαρπη, αχρείαστη, κενή και πεθαμένη.
Τελικά, η αγάπη θα είναι ο κριτής. Όχι βέβαια η αφηρημένη αγάπη γενικά για την ανθρωπότητα, αλλά η αγάπη για κάποιον ζωντανό και συγκεκριμένο άνθρωπο. Σήμερα, η Χριστιανική αγάπη έχει φοβερά διαστραφεί από μια κοινωνία, η οποία, στο όνομα της αγάπης για μια αφηρημένη ανθρωπότητα, δε μας καλεί να αγαπάμε, αλλά να διώκουμε τους άλλους, μας διατάζει να τους θεωρούμε ως εχθρούς, ώστε ακόμη και το έλεος και η συμπάθεια προς αυτούς να θεωρείται έγκλημα. Στην παραβολή όμως της μελλούσης κρίσεως ο Χριστός λέει στην πραγματικότητα, «τα όνειρα για την ευτυχία μιας αφηρημένης ανθρωπότητας όχι μόνο θα παραμείνουν όνειρα, αλλά θα μετατραπούν σε εφιάλτες μίσους και κτηνωδίας αν η αγάπη και η φροντίδα μας δεν απευθύνονται κατ’ αρχάς σε συγκεκριμένους ανθρώπους, όχι θεωρητικά, αλλά με τον πιο συγκεκριμένο δυνατό τρόπο». Ο Χριστός λέει, «ἐπείνασα…, ἐδίψησα…, ἠσθένησα…, ἐν φυλακῇ ἤμην…,». Τι άλλο μπορεί αυτό να σημαίνει, αν όχι ότι ο Χριστός άπαξ δια παντός ταυτίστηκε με τον κάθε άνθρωπο· και γι’ αυτό η χριστιανική αγάπη είναι εξ ορισμού «η αδύνατη δυνατότητα» του να βλέπεις, να αναγνωρίζεις, να συναντάς το Χριστό σε κάθε άνθρωπο. Δε μας έχει ζητηθεί να αμφισβητούμε και να αναλύουμε το αν κάποιος αξίζει τη βοήθειά μας ή πρέπει να κερδίσει το ενδιαφέρον μας. Δε μας έχει υποδειχθεί να ανακαλύπτουμε πρώτα γιατί κάποιος είναι στη φυλακή ή είναι πεινασμένος και γυμνός. Έχουμε απλώς την εντολή να τον πλησιάσουμε με αγάπη, και μόνο με αγάπη, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τα προσόντα, την αξία, τις γνώμες των άλλων, να συναντήσουμε τον άνθρωπο που έστειλε ο Θεός στη ζωή μας, στη δική μου ζωή…
Ξανά και ξανά φθάνουμε στο σημείο να αναγνωρίζουμε πως το ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο μυστήριο του Χριστιανισμού είναι το μυστήριο του προσώπου, αυτό που καθιστά τον κάθε άνθρωπο τόσο ανεκτίμητο για το Θεό, αυτό που μπορούμε και πρέπει να αγαπούμε στον άλλο. Αυτό ακριβώς το μυστήριο έχει απορρίψει ο κόσμος και οι κυρίαρχες ιδεολογίες του. Για τον κόσμο ο άνθρωπος ορίζεται από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του: τάξη, φυλή, εθνικότητα, χρηστική αξία, τι προσφέρει στη χώρα, ή αντίθετα από τα λάθη και τα εγκλήματά του. Ο λαός μου σε αντίθεση με τους ξένους, οι σύμμαχοι σε αντίθεση με τους εχθρούς, εμείς σε αντίθεση μ’ αυτούς κ.λπ. Φαίνεται πως οι πάντες μιλούν για απελευθέρωση της ανθρώπινης κοινωνίας, για την ευτυχία του κόσμου, για συνταγές προς την ανθρωπότητα, και αγώνα για μια φωτεινή, ευτυχισμένη και ελεύθερη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως, όλοι ενώνονται εναντίον κάποιου άλλου, και το κάθετι κινείται από το φόβο, την καχυποψία και το μίσος. Αυτό δε θα συμβαίνει μέχρις ότου οι άνθρωποι καταλάβουν πως το να αγαπάς και να υπηρετείς την ανθρωπότητα γενικά, δεν είναι μόνο αυταπάτη· είναι και ακατόρθωτο, αν αυτή η αγάπη δε ριζώνει στην αγάπη για το πρόσωπο, για κάθε άνθρωπο, αν δεν υπάρξει μια αγάπη που να ξεπερνά κάθε επίγειο, «ανθρώπινο, μα τόσο ανθρώπινο» πρότυπο και κατηγορία που χρησιμοποιούμε για να κατατάξουμε και να εκτιμήσουμε τους ανθρώπους.
Όλα αυτά κρίθηκαν άπαξ δια παντός απ’ Αυτόν που είπε, και συνεχίζει και λέει, εκ μέρους κάθε προσώπου: «ἐν φυλακῇ ἤμην…». Αυτό το «ἤμην» αρκεί σε μας για να γνωρίζουμε πως κάθε πρόσωπο είναι ένας αδελφός ή μια αδελφή, πως κάθε πρόσωπο είναι το αντικείμενο της αποκάλυψης και της αγάπης του Θεού, και πως το κάθε πρόσωπο μου έχει δοθεί ως δυνατότητα εκπλήρωσης του ίδιου του εαυτού μου μέσα από τη θεία, αναζωογονητική και λυτρωτική αγάπη.
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005

Της Μελλούσης Κρίσεως



Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
  
   Σήμερα, στην διαδικασία της προετοιμασίας για την Σαρακοστή, φθάσαμε στο τελευταίο στάδιο: ερχόμαστε αντιμέτωποι με την κρίση. Αν δώσουμε προσοχή σ’ αυτό, προετοιμαζόμαστε πνευματικά για την επόμενη εβδομάδα (η πνευματική μας κατεύθυνση θάναι στο χέρι μας), γιατί την επόμενη εβδομάδα είναι η ημέρα της Συγχώρησης.
Η σύνδεση μεταξύ των δύο ημερών είναι προφανής. Και μόνο αν μπορούμε να έχουμε την συναίσθηση ο,τι όλοι μας κι ο καθένας χωριστά θα βρεθούμε μπροστά στην κρίση του Θεού και την κρίση του ανθρώπου, αν μπορούμε να θυμηθούμε και να συνειδητοποιήσουμε σ’ όλο του το βάθος, μ’ ανοιχτή την καρδιά, στα σοβαρά, πόσο είμαστε, όλοι μας, υπόχρεοι ο ένας στον άλλο, έχουμε όλοι ευθύνη απέναντι στον άλλο για κάποιο πόνο και βάρος της ζωής, τότε θα μας φανεί εύκολο, όταν μας ζητιέται να συγχωρήσουμε, όχι μόνο να συγχωρήσουμε, αλλά σαν απάντηση σ’ αυτό το αίτημα, να ζητήσουμε να συγχωρηθούμε.
Δεν είναι μόνο για ο,τι έχουμε κάνει, αλλά και για όσα δεν κάναμε, απ’ αυτή την έλλειψη ευαισθησίας της υπευθυνότητάς μας, απ όλα όσα θα μπορούσαμε να είμαστε για τους άλλους, να κάνουμε για τους άλλους, γιατί δεν εκπληρώνουμε την ανθρώπινη κλίση μας. Μπορούμε και πρέπει σ’ όλα τα επίπεδα και για όλους τους ανθρώπους κι ακόμα παραπέρα για όλο τον κόσμο που είναι δικός μας, να είμαστε μία ευλογία και μία αποκάλυψη για τα μεγάλα, για πράγματα τόσο μεγάλα και τόσο βαθιά, που οι άνθρωποι, εμείς πρώτ’ απ όλα, να μπορούμε να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε στην κλίμακα του ίδιου του Θεού, ότι η κλίση μας είναι όχι μόνο ηθική, αλλά τόσο μεγάλη όσο κι ο Θεός. Ένας μυστικιστής Γερμανός λέει σ’ ένα απ’ τα ποήματά του «είμαι τόσο μεγάλος όπως ο Θεός, ο Θεός είναι τόσο μικρός όσο εγώ.»
Αν μπορούμε να θυμόμαστε μόνο αυτό, κι αυτό είναι ότι η κρίση δεν είναι μία στιγμή μόνο, τη στιγμή που θα έρθουμε απέναντι στον φόβο της καταδίκης· αυτό είναι κατά την απόλυτη έννοια της κρίσης κάτι μεγάλο και εμπνευσμένο. Δεν θα κριθούμε με βάση τα ανθρώπινα πρότυπα συμπεριφοράς και κοσμιότητα. Θα κριθούμε σύμφωνα με δεδομένα πέραν της συνηθισμένης ανθρώπινης ζωής. Θα κριθούμε στην ζυγαριά του Θεού, κι η ζυγαριά του Θεού είναι η αγάπη, όχι η αγάπη που νιώσαμε, η συναισθηματική, αλλά η αγάπη που ζήσαμε και εκπληρώσαμε. Το γεγονός ότι θα κριθούμε, ότι πράγματι κρινόμαστε συνέχεια, μ’ όλους τους τρόπους, πέρα απ’ τα μικρότερα πρέπει μας, θα μπορούσε να μας αποκαλύψει το εν δυνάμει μεγαλείο μας. Κι η παραβολή που διαβάζουμε σήμερα, μπορεί να ειδωθεί από τόσες σκοπιές: οι άνθρωποι κρίνονται από τον Χριστό, στην παραβολή Του, με βάση την ανθρωπιά τους. Υπήρξαν αυτοί άνθρωποι η όχι; Ήξεραν πως ν’ αγαπούν, πρώτα μες την καρδιά τους, αλλά και με πράξεις, στο βάθος των πράξεων, γιατί όπως ο Άγιος Ιωάννης το θέτει, όποιος λέει, ότι αγαπά τον Θεό και δεν αγαπά τον διπλανό του ενεργά, δημιουργικά, είναι ένας ψεύτης. Και δεν είναι αγάπη Θεού, αν δεν εκφράζεται σε κάθε λεπτομέρεια της σχέσης με τους ανθρώπους συνολικά, αλλά και με κάθε πρόσωπο ξεχωριστά. 
Κι επίσης, ας προετοιμαστούμε αυτή την εβδομάδα για το τελευταίο στάδιο της πορείας ρωτώντας τους εαυτούς μας εμπρός σ’ αυτή την θεία κρίση «είμαι άνθρωπος; Είμαι άνθρωπος μέσα μου, στην συμπεριφορά μου- όχι γενικά στην στάση μου, αλλά στους τρόπους μου: είναι ανθρώπινοι οι τρόποι μου; Είναι η ζωή μου μία έκφραση λεπτής, στοχαστικής, με οξυδέρκεια και δημιουργικότητα, και κάποιες φορές γενναιόδωρης και θυσιαστικής αγάπης; Σαν αντικείμενο αγάπης στο τέστ αυτής της αγάπης, πρέπει να ’ναι ο διπλανός μου· το ν  ἀγαπᾶς τον Θεό που δεν ζητά τίποτα είναι τόσο εύκολο.»

Κι αν στην διάρκεια αυτής της εβδομάδας βρούμε που ανήκουμε, θα έχουμε βρει και τις αδυναμίες και το μεγαλείο της κλίσης μας· αφού ειρηνεύσουμε μ’ εκείνους στους οποίους οφείλουμε, έπειτα, όταν έρθει η ώρα της συγχώρεσης, κι όταν κάποιος άλλος έχει ανακαλύψει το δικό του χρέος προς εμάς, θα μπορούμε με χαρά να δώσουμε συγχώρεση κι ειρήνη, με αίσθηση υπευθυνότητας και με μια χαρά που χαρίζει η μετάνοια. Αμήν.

ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
(θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή των Απόκρεω)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
Το κριτήριο της Μεγάλης Κρίσεως. (θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή των Απόκρεω).

Η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στο πιο φοβερό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, στη μέλλουσα Κρίση, ως απαραίτητος προβληματισμός των πιστών αυτή την αγωνιστική περίοδο.

Με την ανάμνηση της Μεγάλης Κρίσεως, με την ανάγνωση της σχετικής ευαγγελικής περικοπής, και με τη σχετική υμνολογία της ημέρας, μπορούμε να συναισθανθούμε τη μεγάλη ευθύνη μας απέναντι στον ευαγγελικό νόμο, του οποίου η τήρηση είναι προϋπόθεση για την προσωπική μας κρίση.

Να συνειδητοποιήσουμε πως η επί γης ζωή μας δε θα μείνει άκριτη, αλλά θα δώσουμε λόγο για ό, τι κάναμε και για ό, τι δεν κάναμε με τη βιωτή μας, αφού θα αποδώσουμε «περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ.12,36) μας διαβεβαίωσε ο Κύριος. Τότε «εκπορεύονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάν.5,29).

Ολόκληρο το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους στηρίζεται σε δύο άξονες, οι οποίοι είναι οι δύο παρουσίες του Κυρίου στον κόσμο. Η πρώτη παρουσία είναι η ταπεινή και αθόρυβη ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, όπως προέβλεπε το σχέδιο της θείας οικονομίας.

«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1,14). Ο άναρχος και άπειρος Θεός δέχτηκε να περιορισθεί στο χρόνο και το χώρο για τη δική μας σωτηρία. Ήρθε στη γη για να λειτουργήσει το μυστήριο της απολυτρώσεώς μας, ως δάσκαλος, ως αρχιερέας και ως βασιλέας.

Άφησε την αγία Του Εκκλησία για να είναι ο συνεχιστής στους αιώνες της σωτηρίας των ανθρώπων όλων των γενεών, έως τη συντέλεια του κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι, χωρίς καμιά διάκριση είναι καλεσμένοι στη σωτηρία, χωρίς να υποχρεώνεται κανένας να σωθεί δίχως τη θέλησή του.

Το υπέρτατο θείο δώρο της ελευθερίας του ανθρώπου είναι συνάμα ευλογία και κατάρα, σωτηρία και καταστροφή, διότι αφήνεται ο άνθρωπος να επιλέξει αυτός τη χρήση της ελευθερίας του, για το καλό ή το κακό. Τα αποτελέσματα αυτής της χρήσεως θα φανούν στην δεύτερη παρουσία του Χριστού, όπου θα λάβει χώρα η Μεγάλη Κρίση.

Η μέλλουσα Κρίση είναι θεμελιώδης πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία θα επισυμβεί στο τέλος αυτού του πρόσκαιρου κόσμου και περιγράφεται σαφέστατα στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (25,31-46).

Ο Κύριος, λίγο πριν το πάθος Του, ομιλώντας για τα έσχατα και μετά τις παραστατικές παραβολές των δέκα παρθένων και των ταλάντων είπε πως, όταν έρθει ο Ίδιος στη Δεύτερη και φοβερή παρουσία Του «εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των εριφίων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων.

Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού΄ δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.

Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλαθατε προς με.

Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες΄ Κύριε πότε σε είδομεν πεινόντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς΄ αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.

Τότε ερεί και τοις εξ’ ευωνύμων΄ πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού… εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ.25,31-46).

Η μεγάλη και φοβερή μέλλουσα Κρίση θα είναι ένα μεγαλειώδες και συνάμα φοβερό γεγονός. Παρόμοιο δε θα έχει συμβεί στην ιστορία του κόσμου ως τότε. Η δεύτερη παρουσία του Κυρίου δε θα είναι αθόρυβη και ταπεινή, όπως η πρώτη, αλλά γεγονός μεγαλοσύνης και θριάμβου.

Τότε «κάμψει παν γόνυ» (Ρωμ.14,11) ενώπιών Του, και οι ισχυροί της γης θα τρέμουν σαν ξερόχορτα από το φύσημα του ανέμου! Λόγω της μεγαλειώδους παρουσίας της δόξας Του θα σαλευτούν οι δυνάμεις και αυτού του άψυχου κόσμου, «απὸ φόβου και προσδοκίας των επερχομένων τη οικουμένῃ αι γαρ δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται» (Λουκ.21,16). Δε θα έρθει πια ως σωτήρας, αλλά ως κριτής απόλυτα δίκαιος.

Με την παντοδυναμία και την παντογνωσία του θα κρίνει σύμπαν το ανθρώπινο γένος, διότι μόνος Αυτός μπορεί να γνωρίζει τα κρύφια της καρδιάς του καθενός μας, «ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ.7,10).

Τότε θα συνειδητοποιήσουν οι αμετανόητοι και σκληρόκαρδοι ότι είναι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ.10,31), αλλά θα είναι αργά, η αναγκαστική μεταστροφή τους αυτή, δεν θα έχει καμιά ουσιαστική συμβολή στη δίκαιη κρίση τους. Αντίθετα οι δίκαιοι θα αγάλλονται και θα σμίξουν τους αίνους τους με τους θριαμβευτικούς αγγελικούς παιάνες προς τον Κύριο της Δόξης!

Η μέλλουσα κρίση είναι αναπόφευκτη και απορρέει από την απόλυτη δικαιοσύνη του Θεού. Την παρέλευση αυτού του φθαρτού και τραυματισμένου από την αμαρτία κόσμου θα επισφραγίσει η μεγάλη και αδέκαστη κρίση του Χριστού, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στη νέα πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού.

Οι άνθρωποι, ως ελεύθερα όντα, πρέπει να τοποθετηθούν στη βασιλεία του Χριστού ανάλογα με τη δική τους επιλογή σε αυτή τη ζωή. Ύψιστο κριτήριο της κρίσεως θα είναι η στάση και συμπεριφορά τους απέναντι στους συνανθρώπους τους.

Η θετική ή η αρνητική στάση τους θα κρίνει τελικά αν θα είναι κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού, ή θα είναι προορισμένοι να ριχτούν στην αιώνια κόλαση, όπου «εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.24,51).

Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «άρπαγες βασιλείαν Θεούς ου κληρονομήσουσι» (Α΄Κορ.6,10). Επίσης «τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειλωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιωμένη εν πυρί και θείω, ο έστιν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ.21,8).

Ύψιστο κριτήριο στη Μεγάλη Κρίση θα είναι ο συνάνθρωπος, ως εικόνα του Θεού, διότι το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι πλασμένο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού (Γεν.1,27).

Το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι αδελφός του Χριστού (Ματθ.25,40.Εβρ.2,12) και ως εκ τούτου έχουμε υποχρέωση να τιμάμε την εικόνα του Θεού και να δείχνουμε έμπρακτα την αγάπη μας στους αδελφούς του Κυρίου μας. Ο Θεός είναι αόρατος και απόλυτα αυτάρκης, μη έχοντας ανάγκη την παραμικρή μας υπηρεσία.

Ορατές είναι οι εικόνες Του, οι άνθρωποι, και κατά συνέπεια η αγάπη που οφείλουμε σε Εκείνον, πρέπει να την αποδίδουμε σ’ αυτούς, διότι όπως τονίζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «Αγαπητοί, ει ούτως ὁ Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν. Θεὸν ουδεὶς πώποτε τεθέαται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστὶν εν ημίν» (Α΄Ιωάν.4,11-12).

Και συνεχίζει ο απόστολος της αγάπης: «Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. εάν τις είπῃ ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφὸν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο γαρ μη αγαπών τον αδελφὸν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν; και ταύτην την εντολὴν έχομεν απ᾿ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεὸν αγαπά και τον αδελφὸν αυτού» (Α΄Ιωάν.4,19-21).

Ο άνθρωπος χωρίς έργα αγάπης προς τους συνανθρώπους του μοιάζει με άκαρπο δένδρο, το οποίο «εκκόπτεται και εις το πυρ βάλλεται» (Ματθ.7,19).

Η αγία μας Εκκλησία δεν αναγνωρίζει καμιά «ατομική σωτηρία», όπως δοξάζει ο κακόδοξος δυτικός χριστιανισμός, αλλά η σωτηρία μας έχει εκκλησιαστικό, δηλαδή συλλογικό χαρακτήρα. Ο κάθε πιστός σώζεται ως «σωτήρας» των άλλων πιστών, δηλαδή, η σωτηρία μας συντελείται μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα και ποτέ έξω από αυτό.

Η σωτηρία μας περνά μέσα από τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα και ποτέ μέσα από τον αυτονομημένο εαυτό μας! Όσοι θεωρούμε ότι μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας ερήμην των συνανθρώπων μας είμαστε σε οικτρή πλάνη!

Η ενθύμηση της φοβερής μελλούσης Κρίσεως στην αρχή του Τριωδίου είναι απαραίτητη, διότι απώτερος σκοπός του όλου πνευματικού αγώνα μας είναι να βρεθούμε εκ δεξιών του Δεσπότη μας Χριστού, κατά τη μεγάλη Kρίση. Καλούμαστε λοιπόν αυτή την ευλογημένη περίοδο να εγκαινιάσουμε μια νέα πορεία, η οποία θα οδηγεί τα πνευματικά μας βήματα προς τον ουρανό.

Κυρίαρχη σκέψη μας θα πρέπει να είναι το πως θα σταθούμε, κατά την ώρα της φοβερής Κρίσεως, ενώπιον της δόξης του Μεγάλου Κριτού. Τέλος καλούμαστε να έχουμε διαρκώς στην ενθύμησή μας τη μεγάλη αλήθεια, πως το κλειδί του παραδείσου είναι η έμπρακτη αγάπη μας προς τους ενδεείς αδελφούς μας!  

Άγιος Νείλος ο ασκητής – Περί Προσευχής


Του θεσπεσίου Νείλου πατρίδα ήταν η Κωνσταντινούπολη, δάσκαλός του ο θείος Χρυσόστομος και χρόνος ακμής του το 442 μ.Χ. Παρότι ήταν πλούσιος αποχαιρέτησε τα πάντα και πήγε στο όρος Σινά, όπου ασπάστηκε τον ασκητικό βίο.
Έχοντας μεγάλη μόρφωση, θεολογική και κοσμική, μας άφησε διάφορα συγγράμματα, γεμάτα από πνευματική σοφία και ανέκφραστη γλυκύτητα, από τα οποία διαλέξαμε τον Περί προσευχής λόγο, χωρισμένο σε 153 κεφάλαια, ο οποίος αναγράφεται ασκητικός [1]. Τα κεφάλαια αυτά βρίσκονται μέσα στην πείρα των ασκητών της Ερήμου και αποκαλύπτουν τις μεθοδείες των δαιμόνων για να ματαιώσουν την προσευχή και διδάσκουν τα στάδια και το ήθος της προσευχής.
Επιλέξαμε μερικά από αυτά τα κεφάλαια διατηρώντας τη σειρά με την οποία καταγράφονται στη Φιλοκαλία.
Περί προσευχής – 153 Κεφάλαια
3. Η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με τον Θεό. Σε ποια κατάσταση λοιπόν πρέπει να βρίσκεται ο νους για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται αλλού, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς να μεσολαβεί κανένας άλλος;
4. Αν ο Μωυσής προσπαθώντας να πλησιάσει την φλεγόμενη βάτο εμποδίζεται μέχρις ότου λύσει το υπόδημα των παπουτσιών του (Εξ. 3, 5.), πως εσύ που θέλεις να δεις τον Θεό που είναι πάνω από κάθε αίσθηση και έννοια και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα λύσεις και δεν θα απομακρύνεις κάθε εμπαθή σκέψη;
5. Πρώτα-πρώτα προσευχήσου να λάβεις το χάρισμα των δακρύων, για να μπορέσεις έτσι να μαλακώσεις την αγριότητα της ψυχής σου και αφού εξομολογηθείς εναντίον σου τις αμαρτίες σου στον Κύριο, να λάβεις από Αυτόν την άφεση.
6. Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να επιτύχεις κάθε αίτημά σου. Γιατί πολύ χαίρεται ο Κύριος όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.
7. Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι ότι τάχα είσαι ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις να εξομολογηθείς με προθυμία τις αμαρτίες σου σ’ Αυτόν και να τον εξευμενίσεις με τα δάκρυά σου. Μη λοιπόν μετατρέψεις σε πάθος το βοήθημά σου κατά των παθών, για να μην παροργίσεις περισσότερο τον Κύριο που σου έδωσε αυτή τη χάρη.
8. Πολλοί, εκεί που έχυναν δάκρυα για τις αμαρτίες τους, λησμόνησαν τον σκοπό των δακρύων, υπερηφανεύτηκαν και ξεστράτισαν.
10. Όταν σε δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, τότε σου φέρνουν στο νου σκέψεις πραγμάτων δήθεν αναγκαίων και σε λίγο σε κάνουν να τα λησμονήσεις και παρακινούν το νου να τα αναζητήσει. Και επειδή αυτός δεν τα βρίσκει, στενοχωρείται και λυπάται. Όταν ξανά σταθεί στην προσευχή, του υπενθυμίζουν εκείνα που του είχαν βάλει στο νου του και τα αναζητούσε, για να στραφεί ο νους σ’ αυτά και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.
11. Αγωνίσου να κρατήσεις το νου κατά την ώρα της προσευχής κωφό και άλαλο, και τότε θα μπορέσεις να προσευχηθείς.
12. Όταν σου τύχει πειρασμός, ή σε ερεθίζει μια αντιλογία για να στρέψεις τον θυμό σου εναντίον ενός ανθρώπου ή να βάλεις καμιά άναρθρη φωνή, τότε θυμήσου την προσευχή και το κρίμα που επισύρει, και αμέσως θα ηρεμήσει η άτακτη αυτή κίνηση μέσα σου.
13. Ό, τι κάνεις εναντίον αδερφού σου που σε αδίκησε, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.
14. Προσευχή είναι γέννημα της πραότητας και της αοργησίας.
15. Προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας.
16. Προσευχή είναι αποτρεπτικό της λύπης και της μικροψυχίας.
18. Αν θέλεις να προσεύχεσαι με τρόπο αξιέπαινο, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή˙ και να υποφέρεις πάρα πολλά δεινά, να φιλοσοφήσεις την ωφέλεια της προσευχής.
20. Αν επιθυμήσεις να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά προσεύχεσαι μάταια.
21. «Άφησε το δώρο σου, λέει ο Κύριος, μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε να συμφιλιωθείς με τον αδερφό σου» (Ματθ. 5, 24) και τότε έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή. Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό τού προσευχομένου και σκοτεινιάζει τις προσευχές του.
27. Αν οπλίζεσαι εναντίον του θυμού, δεν θα ανεχθείς ποτέ επιθυμία. Γιατί η επιθυμία προσφέρει τα υλικά στον θυμό και αυτός ταράζει το νοερό μάτι και διαφθείρει την κατάσταση της προσευχής.
28. Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις τον νου σου να συναισθάνεται την πνευματική προσευχή με μεγάλο φόβο.
31. Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού˙ αλλά μάλλον καθώς διδάχθηκες λέγε στην προσευχή σου: «Γεννηθήτω το θέλημά σου εν εμοί» (Λουκ. 22, 42.). Και σε κάθε πράγμα έτσι να ζητάς από Αυτόν να γίνει το θέλημά Του, γιατί ο Θεός θέλει το αγαθό και συμφέρον της ψυχής σου. Ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητείς πάντοτε το συμφέρον σου.
33. Τι είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Λοιπόν σ’ Αυτόν ας αναθέσουμε όλα τα ζητήματά μας, και όλα θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός, οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές.
34. Μη λυπάσαι γιατί δεν παίρνεις αμέσως εκείνο που ζητάς από τον Θεό, γιατί θέλει να σε ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τι ανώτερο υπάρχει από το να πλησιάζεις τον Θεό και να ασχολείσαι σε συνομιλία μαζί Του;
38. Πρώτα-πρώτα να προσεύχεσαι να καθαριστείς από τα πάθη σου˙ δεύτερο, να απαλλαγείς από την άγνοια και τη λήθη˙ και τρίτο, να απαλλαγείς από κάθε πειρασμό και εγκατάλειψη Θεού.
39. Στην προσευχή σου να ζητείς μόνο τη δικαιοσύνη και την Βασιλεία (Ματθ. 6, 33), δηλαδή την αρετή και την πνευματική γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.
40. Δίκαιο είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τη δική σου κάθαρση από τα πάθη, αλλά και για την κάθαρση κάθε ανθρώπου, για να μιμηθείς τον αγγελικό τρόπο.
42. Είτε μόνος, είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με αίσθηση.
43. Αίσθηση προσευχής είναι μια περισυλλογή του νου ενωμένη με ευλάβεια, με κατάνυξη, με πόνο ψυχής που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών και με στεναγμούς όχι επιδεικτικούς, αλλά αφανείς.
50. Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τους ακάθαρτους δαίμονες, δεν γίνεται για τίποτε άλλο, παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί πολύ εχθρική και ενοχλητική γίνεται σ’ αυτούς η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.
51. Τι θέλουν οι δαίμονες να κάνουν να ενεργήσει σ’ εμάς; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχύνει από αυτά ο νους και να μην μπορέσει να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.
55. Εκείνος που αγαπά τον Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του ως γιός προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.
61. Αν είσαι θεολόγος, θα προσευχηθείς αληθινά. Και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πράγματι θεολόγος.

Σημείωση:

1. Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, Μετάφραση Αντώνιος Γ. Γαλίτης, Γενική επιμέλεια Γεώργιος Αντ. Γαλίτης, Εισαγωγή-σχόλια Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης, Φιλολογική επιμέλεια Ιγνάτιος Σακαλής, Εκδόσεις «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 19862 , Τόμος Α΄, σελ. 216.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης


 


Ἀπὸ τὰ γενναιότερα καὶ ἀθλητικότερα παραστήματα τῆς χριστιανικῆς παράταξης. Ἦταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα της Γαλατίας καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἡράκλεια τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα, διεκρίθη καὶ προήχθη γρήγορα στοὺς μεγαλύτερους βαθμοὺς τῆς στρατιωτικῆς Ἱεραρχίας. Ἦταν γενναῖος καὶ συγχρόνως σεμνότατος, σὰν γνήσιος χριστιανός.

Ὅταν ὁ Λικίνιος (307-323) ἐπισκέφθηκε τὴν Ἡράκλεια, εἶδε καὶ θαύμασε τὸν Θεόδωρο. Τότε ζήτησε περισσότερες πληροφορίες γι᾿ αὐτόν, πού, ὅμως, τοῦ φάνηκαν δυσάρεστες. Ναὶ μὲν ἀνδρεῖος ὁ Θεόδωρος, ἀλλὰ χριστιανός.
Ὁ βασιλιὰς διατάζει καὶ τὸν φέρνουν μπροστά του.

Εἶσαι χριστιανός; τοῦ λέει.
-Εἶμαι.
-Καὶ ἐπιμένεις νὰ εἶσαι;
- Μέχρι θανάτου.
-Τότε δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι στρατιώτης.
-Γιατί δὲν μπορῶ; Κανένας συνάδελφός μου δὲν μὲ κατηγόρησε γι᾿ αὐτό.
- Σὲ κατηγορῶ ἐγώ, φώναξε ὀργισμένος ὁ βασιλιάς. Ἕνας πιστὸς στρατιώτης ἀκολουθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ κράτους καὶ τοῦ στρατοῦ. Καὶ σὺ λατρεύεις τὸ Ναζωραῖο;
- Δηλαδὴ τὸν ἀληθινὸ Θεό, εἶπε σεμνὰ καὶ τολμηρὰ ὁ Θεόδωρος.

Ἀμέσως τότε, ἀφοῦ τὸν καθαίρεσαν ἀπ᾿ τὸ βαθμό του, τὸν μαστιγώνουν ἄγρια μὲ μαστίγια ποὺ στὶς ἄκρες εἶχαν μολυβένια σφαιρίδια. Ἔπειτα, τοῦ μπήγουν στὰ πλευρὰ σιδερένια νύχια καὶ στὶς πληγές του βάζουν ἀναμμένα δαδιά. Τελικά, τὸν σταυρώνουν, ἀλλὰ ἐπειδὴ κι ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὸ θεῖο λόγο κάνει πολλοὺς χριστιανούς, τὸν ἀποκεφαλίζουν.

Ἀπέδειξε ἔτσι, ὅτι ἦταν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τολμοῦν «ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν», ποὺ μὲ τόλμη, δηλαδή, κηρύττουν ἄφοβα τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὁμολογοῦν τὴν ἁγία πίστη τους.

(Σύμφωνα μὲ ἄλλες πληροφορίες, εἰκάζεται ὅτι ὁ Ἁγ. Θεόδωρος Στρατηλάτης εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ αὐτὸ τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, 17 Φεβρουαρίου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς Βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει, ἀεὶ μακαρίζομεν.

Κοντάκιον. 
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀνδρείᾳ ψυχῆς, τὴν πίστιν ὁπλισάμενος, καὶ ῥῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τὸν ἐχθρὸν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε. Σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων μὴ παύση, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός. Χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἡμῶν ἀντίληψις.

Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας


 


Εἶναι ὁ ἑνδέκατος τῆς σειρᾶς τῶν μικρῶν λεγομένων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἦταν γιὸς τοῦ Βαραχίου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Ἄδδη. Γεννήθηκε (στὴ Γαλαάδ) στὰ χρόνια τῆς Βαβυλωνιακῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν προφήτη Ἀγγαῖο, διήγειραν τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν αὐτοὶ τὸ 537 μὲ 536 ἐπέστρεψαν στὴν Ἰουδαία, νὰ ἀνοικοδομήσουν τὸ ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ὑπάρχει ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ προφήτης Ζαχαρίας ἀνῆκε σὲ Ἱερατικὸ γένος καὶ ἦταν ἱερεὺς καὶ ὁ ἴδιος. Κατὰ τὴν Ἰουδαϊκὴ παράδοση, ὁ Ζαχαρίας καὶ ὁ Ἀγγαῖος ἦταν μέλη τῆς Μεγάλης Συναγωγῆς, ἡ ὁποία ὤρισε τὸν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἀσχολήθηκαν δὲ καὶ μὲ τὴν τακτοποίηση τῆς ἱερᾶς λειτουργίας, καὶ συνέθεσαν ἢ ἀναθεώρησαν ψαλμούς.

Ὁ Ζαχαρίας προφήτευσε τὴν εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, καὶ γιὰ τὸ ποσὸ ποὺ πλήρωσαν οἱ Ἀρχιερεῖς στὸν Ἰούδα σὰν τίμημα γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου.

Ἀπολυτίκιον. 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν κατάλληλον, δείξας τοῖς ἔργοις σοφέ, ταμεῖον ἐπάξιον, τῆς ἐπιπνοίας Θεοῦ, Ζαχαρία γεγένησαι· ἔχων γὰρ ἐν τῷ βίῳ, συλλαλοῦντας Ἀγγέλους, ὤφθης τῶν ἐσομένων, θεηγόρος Προφήτης. Καὶ νῦν ἡμῶν τὰς αἰτήσεις, ἄνωθεν πλήρωσον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐμπνευσθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιλάμψει, Ζαχαρία ἔνδοξε, τρανῶς προέγραψας ἡμῖν, ὥσπερ λαμπάδα πολύφωτον, τὴν τοῦ Σωτῆρος, ἀπόρρητον κένωσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος ἀΰλου ἐμφορηθείς, .ωφθης τῶν μελλόντων, θεηγόρος προμηνυτής· σὺ γὰρ Ζαχαρία, συμβολικῶς προλέγεις, τὴν πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, ἄρρητον κένωσιν.

Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος


Ὅλα δίνονται ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὅλα δίνονται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μ’ αὐτὴ τὴ σκέψη νὰ δεχθεῖς κι ἐσὺ τὴν ἀσθένειά σου, εὐχαριστώντας τὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία σου. 

Τώρα, τὸ πῶς συντελεῖ στὴ σωτηρία μας ὁτιδήποτε παραχωρεῖ ὁ Κύριος, μόνο Ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει. Ἐμεῖς συνήθως δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε. 

Στέλνει λ.χ. μία συμφορὰ ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς παιδαγωγήσει, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει πνευματικά, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ ἕνα μεγαλύτερο κακό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς αὐξήσει τὸν οὐράνιο μισθό, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ κάποιο πάθος κ.ο.κ. 

Ἐσύ, λοιπόν, ν’ ἀναλογίζεσαι τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μὲ τιμωρεῖς δίκαια!». Νὰ συλλογίζεσαι ὅτι πρωτύτερα εἶχες ξεχάσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, πού μοῦ ἔδωσες ἀφορμὴ καὶ γνώση γιὰ νὰ Σὲ θυμᾶμαι συχνά!». Νὰ σκέφτεσαι ὅτι, ἂν ἤσουν ὑγιής, πιθανότατα δὲν θὰ ἔκανες τὸ καλό, καὶ νὰ λές: «Δόξα σ’ Ἐσένα, Κύριε, ποὺ μ’ ἐμπόδισες ἀπὸ τὴν ἁμαρτία!». Ἂν ἀντιμετωπίζεις μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις τὴν ἀσθένειά σου, τὸ φορτίο σου θὰ γίνει πολὺ ἐλαφρό.

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, μολονότι οἱ ἀσθένειες παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ φροντίδα γιὰ τὴ θεραπεία δὲν εἶναι ἁμαρτία. Γιατί τόσο ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὅσο καὶ τὰ φάρμακα εἶναι δῶρα κι αὐτὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Καταφεύγοντας, λοιπόν, στοὺς γιατρούς, πάλι στὸ Θεὸ καταφεύγουμε.

Μέσ’ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἂς μαθαίνουμε καὶ ἂς ἀποκτοῦμε τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴ γενναιοψυχία, τὸ αἴσθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό. Ἀνθρώπινη, βέβαια, εἶναι ἡ ἀνυπομονησία, ἡ λιποψυχία. Μόλις, ὅμως, ἐμφανιστεῖ, πρέπει νὰ τὴ διώχνουμε. 

Ὅλες οἱ δύσκολες καταστάσεις ἔχουν ἕνα βάρος, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ὑπομείνουμε. Χωρὶς βάρος, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ὑπομονή. Πάντως, ἡ ἐπιθυμία ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάρος δὲν εἶναι ἐφάμαρτη. Εἶναι φυσικὴ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς. Ἁμαρτία διαπράττουμε, ὅταν, ἀπὸ τὴ φυσικὴ αὐτὴ ἀνάγκη, ὁδηγούμαστε στὴν ἀδημονία καὶ τὸν γογγυσμό. Ἂν νιώσεις μέσα σου κάτι τέτοιο, ἀπομάκρυνέ το ἀμέσως, εὐχαριστώντας τὸν Θεό.

Ἂν ἀρρωστήσατε ἀπὸ ὑπαιτιότητά σας, μετανοῆστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ζητῆστε Του συγχώρηση, ἐπειδὴ δὲν φυλάξατε τὸ δῶρο τῆς ὑγείας, τὸ δῶρο ποὺ Ἐκεῖνος σᾶς πρόσφερε. Ἂν πάλι ἡ ἀρρώστια σᾶς παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο -γιατί τυχαία τίποτα δὲν γίνεται-, εὐχαριστῆστε Τον ἐγκάρδια. Καὶ ἡ ἀρρώστια, βλέπετε, εἶναι θεῖο δῶρο, γιατί ταπεινώνει, μαλακώνει τὴν ψυχὴ καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὶς πολλὲς μέριμνες.



Πῶς νὰ προσευχόμαστε, ὅταν εἴμαστε ἄρρωστοι;

Δὲν ἁμαρτάνουμε, ὅταν ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μᾶς θεραπεύσει. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ ζητᾶμε, ὅμως, ἂς προσθέτουμε καὶ τὴ φράση: «ἂν εἶναι θέλημά Σου, Κύριε!». Ὅταν ὑποτασσόμαστε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θεῖο θέλημα καὶ δεχόμαστε τὸ καθετὶ ὡς θεία εὐεργεσία, τότε καὶ ἡ ψυχὴ μας παραμένει εἰρηνικὴ καὶ ὁ Θεὸς γίνεται πιὸ ἐλεητικὸς ἀπέναντί μας. Ἔτσι μᾶς χαρίζει εἴτε τὴν ὑγεία εἴτε, τουλάχιστον, παρηγοριὰ καὶ παράκληση μέσα στὸν πόνο

πηγή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2018

Από που πήρε το όνομά της η Τσικνοπέμπτη -Τι γιορτάζουμε




Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατίνης) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή… όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός (τσίκνα) είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.
Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Κρεατινής) ονομάζεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη, επειδή την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λιώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός ή τσίκνα είναι διάχυτος παντού. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της αυτή η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού.Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Την Τσικνοπέμπτη, που βρίσκεται στο μέσο του Τριωδίου, ξεκινούν ουσιαστικά οι εκδηλώσεις της Αποκριάς, οι οποίες κορυφώνονται με τα Κούλουμα την Καθαρά Δευτέρα.Ανάλογες γιορτές υπάρχουν στη Γερμανία (Schmutziger Donnerstag = Λιπαρή Πέμπτη) και στη Νέα Ορλεάνη των ΗΠΑ (Mardi Gras = Λιπαρή Τρίτη), που συνδυάζονται με καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Το έθιμο της Τσικνοπέμπτης ανά την Ελλάδα
Στην παλαιά πόλη της Κέρκυρας τελούνται τα Κορφιάτικα Πετεγολέτσια ή αλλιώς Κουτσομπολιά ή Πέτε Γόλια.Η πετεγολέτσα, το πετεγουλιό όπως το λένε οι Κερκυραίοι, δεν είναι άλλο από το γνωστότατο κουτσομπολιό. Η πετεγολέτσα πραγματοποιείται το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, στην Πιάτσα, κοντά στην τοποθεσία “Κουκουνάρα”, της πόλης της Κέρκυρας.
Στην Πάτρα έχουμε το έθιμο της Κουλουρούς. Η Γιαννούλα η Κουλουρού πιστεύει λανθασμένα πως ο Ναύαρχος Ουίλσον είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της και πως έρχεται να την παντρευτεί. Για αυτό ντύνεται νύφη και με τη συνοδεία των Πατρινών πηγαίνει να προϋπαντήσει τον καλό της στο λιμάνι. Γύρω της οι Πατρινοί διασκεδάζουν με τα καμώματά της.
Στις Σέρρες ανάβονται μεγάλες φωτιές στις αλάνες, στις οποίες αφού ψήσουν το κρέας, πηδούν από πάνω τους. Στο τέλος κάποιος από την παρέα με χιούμορ αναλαμβάνει τα «προξενιά», ανακατεύοντας ταυτόχρονα τα κάρβουνα με ένα ξύλο.
Στην Κομοτηνή καψαλίζουν την κότα που θα φαγωθεί την επόμενη Κυριακή (της Απόκρεω). Αυτήν την ημέρα τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν φαγώσιμα δώρα. Ο αρραβωνιαστικός στέλνει στην αρραβωνιαστικιά του μια κότα, τον κούρκο, και εκείνη στέλνει μπακλαβά και μια κότα γεμιστή. Όλα αυτά πραγματοποιούν την παροιμία πως ο «έρωτας περνάει από το στομάχι».
Στο Ηράκλειο της Κρήτης, μικροί και μεγάλοι περιδιαβαίνουν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Ευρυτανία: H Τσικνοπέμπτη στα χωριά των Αγράφων
Η «Τσικνοπέμπτη» στα χωριά των Αγράφων ήταν η μέρα που ετοίμαζαν το «παστό».Έβραζαν το λίπος με λίγο νερό, ραντίζοντάς το συγχρόνως με νερό. Το σούρωναν στη συνέχεια. Αυτή ήταν η «γουρναλοιφή».Φυλαγόταν σε δοχεία (πήλινα). Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα για όλη τη χρονιά. Στον πάτο του καζανιού έμεναν οι «τσιγαρίδες» που νοστίμιζαν τα φαγητά (με χόρτα, αυγά, όσπρια). Σε καζάνι έβραζαν το κρέας με λίγο κρασί για να βγάλει λίπος, που με αυτό έβραζε. Έριχναν τα μπαχαρικά για νοστιμάδα και τα λουκάνικα, αφού τα καθάριζαν από την καπνιά. Πρόσεχαν μη «τσικνιστούν» γιατί θα χάλαγε όλο το «παστό».
Μετά το βράσιμο καθάριζαν το κρέας από τα κόκαλα, έκοβαν τα λουκάνικα και τα τοποθετούσαν σε δοχεία πήλινα και τα περιέχεαν με λίπος για να σκεπαστούν οι μεζέδες.Ήταν το φαγητό για όλο το χρόνο. Μ’ αυτό φίλευαν και τους ξένους.
Ένα άλλο έθιμο είναι και οι τσιγαρίδες.
Οι τσιγαρίδες είναι το τραγανό και πολύ νόστιμο υπόλειμμα του χοιρινού λίπους μαζί με κρέας αφού έχει αφαιρεθεί από το καζάνι η «λίγδα», το καθαρό λίπος δηλαδή.Το λίπος του γουρουνιού , τη «λίπα», όπως την έλεγαν, την έκοβαν μικρά κομματάκια και την έλιωναν στη φωτιά. Αφού έλιωνε ένα τμήμα από το λίπος έμεναν στο καζάνι μικρά κομματάκια από λίπος και κρέας. Ήταν οι περίφημες « τσιγαρίδες», το αγαπημένο φαγητό μικρών και μεγάλων.Μετά το ψήσιμο στα καζάνια άρχιζε το τσιμπούσι με άφθονο κρασί αλλά και χορό.Το υπόλοιπο λίπος το στράγγιζαν σε τενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πίτες ,τηγανίτες και μπουκουβάλα ή το άλειφαν πάνω σε φέτες ψωμιού.
Η συγκεκριμένη ημέρα ήταν ιδιαίτερη ανάμεσα στις ημέρες του Τριωδίου γιατί την ημέρα αυτή όλα τα σπίτια έψηναν κρέας ενώ παλιότερα έλιωναν το λίπος από τα χοιρινά και η τσίκνα ήταν διάχυτη παντού.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...