Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 13, 2018

Γερόντισσα Μακρίνα: Μια γυναίκα που μοιάζει με την Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι

798302
Σήμερα ήρθε ένας κύριος πού μόλις μπήκε μέσα στο Μοναστήρι, είπα: 
«Αύτός ό άνθρωπος κάτι καλό έχει μέσα στήν ψυχή του».
 Δέν ξέρω, μιά άλλοίωσι ήρθε μέσα στήν ψυχή μου. Είχε ένα προσωπάκι πού έλαμπε. Πριν έρθη στο αρχονταρίκι, μιλούσα μέ λαϊκούς γιά τήν προσευχή, τί δύναμι έχει ή προσευχή καί τί σοβαρό είναι όταν ό άνθρωπος προσέχη στο θέμα τής ψυχής.

Όχι προσευχή νά τελειώσουμε μόνο τα κομποσχοίνια μας -και αυτό βέβαια τό δέχεται- άλλα να νοιώσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, νά Τον νοιώσουμε στην καρδιά μας, αύτή είναι πραγματική προσευχή. Καθώς λοιπόν συζητούσαμε τί είναι ή προσευχή, ό άνθρωπος αύτός άκούγοντας προσευχή, μέσα του αλλοιώθηκε.
Τό πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο- είδα σάν μία ακτίνα στο πρόσωπό του, καί μου είπε: «Γερόντισσα, μπορώ νά σάς μιλήσω;».
 «Ευχαρίστως, νά μου μιλήσετε», είπα. 
«Έγώ ήμουν δέκα χρόνων παιδάκι- ή μητέρα μου ήταν εύσεβεστάτη, πολύ άγια γυναίκα, τέτοια άκρίβεια πού είχε στή ζωή της, σάν νά ήταν μία κατά κόσμον μοναχή.
Καί αν δεν ζούσε στο Μοναστήρι, πολιτευόταν σάν νά ήταν μοναχή- τόσο ευλάβεια είχε. Καί μου λέει μιά μέρα: “Παιδάκι μου, νά πάμε στον Εσπερινό, νά πάμε στήν εκκλησία νά άνάψουμε ένα κεράκι;”. “Νά πάμε, μαννούλα”. Αφού φθάσαμε, μόλις μπήκαμε στήν έκκλησία, σάν νά μέ τράβηξε μία δύναμι στο παγκάρι. Καί βλέπω μία πανύψηλη μοναχή μέ κάλυμμα πού είχε ένα κόκκινο σταυρό. Έγώ Τήν κοίταζα, αύτή μέ κοίταζε- ή μητέρα πήγε νά προσκυνήση τις εικόνες. Κάτι άνεξήγητο μέ τραβούσε νά Τήν κοιτάζω όλο καί περισσότερο.
Αμα τό σκεφτώ σαλεύεται ό νους μου. Τέτοια ομορφιά, τέτοια ώραία μορφή, τέτοιο κάλλος, άστραφτε τό πρόσωπό Της- κι έγώ Τήν κοίταζα καί Αύτή μέ κοίταζε καί μου χαμογελούσε καί έγώ Τήν κοίταζα, Τήν κοίταζα καί δεν Τήν χόρταινα. Ελαμπε τό πρόσωπό Της! Κι αύτή ή άκτινοβολία πού έλαμπι στο πρόσωπό Της ήρθε στήν καρδιά μου. “Μαμά, μαμά, μαμά!”, φώναξα εκείνη τήν ώρα. “Τί είναι παιδάκι μου, τί έπαθες;”.
“Μία γυναίκα πού μοιάζει μέ τήν Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι”. Καί μέ ρωτάει: «Πού είναι, παιδί μου; Πού είναι, παιδάκι μου;”, δέν τήν έβλεπε ή μητέρα μου. “Νά καλέ μαμά, εδώ στο παγκάρι, δέν Τήν βλέπεις; Κοίταξε τί άνάστημα, τί όμορφη πού είναι, πολύ ωραία, λάμπει, μαμά, λάμπει!”. Η γυναίκα αύτή, μόλις φώναξα, βάδισε σιγά-σιγά, άνοιξε τήν Ωραία Πύλη καί μπήκε μέσα στο Ιερό. Αυτό δέν μπορώ νά τό ξεχάσω, όπου πάω κι όπου σταθώ, αύτό τό πρόσωπο βλέπω μπροστά μου. Κι άπό τότε άρχισα νά κάνω τήν Παράκλησι τής Παναγίας. Πολύ τήν αγαπώ. Τέτοια αγάπη πού έχω στήν Παναγία, Γερόντισσα, μά δέν λέγεται».
«’Έ, είπα, αφού Τήν αγαπάς νά εύχεσαι καί γιά μένα». 
«Πολύ Τήν άγαπάω. Αλήθεια, δέν μπορώ νά σάς τό περιγράφω». 
Καί τού είπα: 
«Αφού τόσο Τήν άγαπάς άντί γιά μία φορά, τρεις φορές τήν ήμέρα νά Τής κάνης Παράκλησι». «Ναί; μέ ρώτησε, μπορώ;». 
«Πώς δέν μπορείς, τού απάντησα, τρεις φορές τήν ήμέρα Παράκλησι νά κάνης». 
Τί μεγαλείο, τί πίστι πού έχουμε!
Σκεφτείτε, αφού καί κόρα πού είναι μεγάλος άνθρωπος, Τήν βλέπει μπροστά του, μετά άπό τόσα χρόνια! Δέν μπορεί νά τού φύγη αύτή ή μορφή! Καί λέω, γιά κοίταξε τί κάνει ό Θεός. Τί εμφυτεύτηκε στήν ψυχή αυτού τού άνθρώπου άπό τήν παιδική του ήλικία. Κι όταν τά διηγείτο άστραφτε τό πρόσωπό του, κι έβλεπες τό θειο χορτασμό στήν καρδιά του.
Έμεινα άναλογιζομένη τί μπορεί νά συναντήση κανείς σ’ ένα κοσμικό άνθρωπο! 
Τα ματάκια του μέσα δάκρυζαν αφού μου ήρθε μέσα στην ψυχή μου ένα άλλο πράγμα- τόσο πολύ άντανάκλασε ή Χάρις τής Παναγίας μέσα στήν ψυχή μου. Τόση ευλάβεια αίσθάνθηκα, τόσο πολύ αλλοιώθηκα, πού, κατά κάποιον τρόπο, ή ψυχή μου ήθελε νά τον άγκαλιάση. Και ήθελα νά καταλήξω, τί ωραίο πράγμα ή Κυρία Θεοτόκος νά παρουσιάζεται σέ ώρισμένους άνθρώπους, γιά νά μάς δείξη τά μεγαλεία πού έχει ετοιμάσει ό Θεός στον ούρανό καί τήν άγάπη πού έχει προς έμάς! 
Τί σπουδαίο, πολύ σπουδαίο!

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2018

H ανθρώπινη τραγωδία όταν δεν έχεις άνθρωπο δίπλα σου, του Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη



 Στην  Ευαγγελική Περικοπή 
αυτής της Κυριακής
  η εκκλησία μας αναφέρεται 
σε ένα από τα σημαντικά
 θαύματα του Χριστού
, στη θεραπεία του 
Παραλυτικού των Ιεροσoλύμων.

Τα σημαντικά στοιχεία που σχετίζονται με το θαύμα αυτό είναι τα ακόλουθα:

Πρώτον, ο Παραλυτικός δεν είχε κάποιον άνθρωπο να τον σπρώξει μέσα στην 

κολυμβήθρα για να θεραπευθεί. Είναι πράγματι οδυνηρό να μην έχει, κάποιος 

που υποφέρει, έναν άνθρωπο να τον φροντίζει. Γι’ αυτό ο Χριστός μας εί πε ότι 

όταν φροντίζουμε και βοηθούμε κάποιον άνθρωπο που είναι αβοήθητος κι έχει

 την ανάγκη μας, είναι ως να διακονούμε Αυτόν κι έτσι γινόμαστε άξιοι της Βασιλείας

 των Ουρανών.



Πρέπει, φαίνεται, καμιά φορά να στερηθούμε κάτι για να το εκτιμήσουμε. ΄
Ετσι αντί να ευχαριστούμε 
τον Θεό για τους ανθρώπους
 που έχουμε δίπλα
 μας μέσα στην οικογένεια, 
στον χώρο της εργασίας
 και στις κοινωνικές
 μας συναναστροφές, τους δυσαρεστούμε, τους στενοχωρούμε, τους 
αρρωσταίνουμε, κι όταν ξαφνικά συμβεί να φύγει κανείς πρόωρα από κοντά μας, 
τότε αρχίζουμε μάλιστα να τον κλαίμε και να τον τιμάμε με ένα εντυπωσιακό 
μαρμάρινο Σταυρό στον τάφο του. Πρέπει να δείχνουμε το σεβασμό μας και την 
αγάπη μας στα πρόσωπα που αγαπάμε με την προσπάθεια μας να μη τα
 στενοχωρούμε, ούτε να τα δυσαρεστούμε όταν είναι ακόμη ζωντανοί.

Πρέπει κάθε φορά που θέλουμε να κάνουμε κάτι ως άτομα, να σκεφτόμαστε τι 
είναι καλό για την οικογένεια μας. Κι η κάθε οικογένεια να προβληματίζεται 
για το τι είναι καλό για την ευρύτερη κοινωνία. Ο,τιδήποτε  είναι καλό για την 
οικογένεια είναι καλό και για τα άτομα που την αποτελούν. Κι ό,τιδήποτε είναι
 καλό για την κοινωνία μας είναι καλό και για τις οικογένειες που τ ην αποτελούν.
Δίνοντας προτεραιότητα στο κοινό καλόν προστατεύουμε τόσο τους εαυτούς μας,
 όσο και τις οικογένειες μας, και την ευρύτερη κοινωνία που ζούμε. 
΄Οταν δεν συμβαίνει αυτό, τότε ενθαρρύνονται κοινωνικές αδικίες, 
τότε υπάρχει η φτώχεια, η ανεργία, η εγκληματικότητα, η τρομοκρατία,
 οι βίαιες διαδηλώσεις, οι επικίνδυνες ασθένειες και γενικά η έλλειψη 
ασφάλειας και απουσίας του σεβασμού της ίδιας της ζωής, ωÏ ‚ δώρον Θεού, 
που κανείς δεν έχει δικαίωμα να τη βλάψει.


΄Ενα δεύτερο σημαντικό στοιχείο που σχετίζεται με το θαύμα του Παραλυτικού
 της σημερινής Ευαγγελικής Περικοπής είναι ότι, η διάπραξη της αμαρτίας,
 ως αποτέλεσμα της λανθασμένης επιλογής του ανθρώπου, επιφέρει στον
 εαυτό του προβλήματα, ασθένειες, πόνο και δυστυχία και τελικά τον θάνατον. 
Το χειρότερον όμως είναι ότι με τη διάπραξη της αμαρτίας κάποιος δεν 
βλάπτει μόνον τον εαυτό του, βλάπτει και την οικογένεια του και την ευρύτερη
 κοινωνία. ΄Ετσι οι πράξεις μας ως ατόμων έχουν χαρακτήρα κοινωνικό. 
Αν οι πράξεις μας κι η ζωή μας είναι δίκαιες και σωστές προστατεύουμε
 και τον εαυτό μας και την οικογένεια μας και την ευρύτερη κοινωνία. 
 Αν οι πράξεις μας είναι άδικες τότε βλάπτουμε και τις οικογένειες μας και
 την ευρύτερη κοινωνία.
Οι πράξεις μας επομένως κι η ποιότητα της ζωής μας επηρεάζουν τον κόσμο
 που ζούμε. Η αδιαφορία μας στα κοινωνικά προβλήματα όπως η φτώχεια,
 η ανεργία, η εγκληματικότητα και το aids είναι ως να συμμετάσχουμε εις την
 χειροτέρεψή τους.
  
Η στάση μας πρέπει να είναι δυναμική. Πρώτα με τις προσευχές μας να μας
 φωτίσει ο Θεός πως να βοηθήσουμε, και στη συνέχεια, με τη βοήθεια του 
Θεού να προσπαθούμε να συμβάλουμε στη λύση τους. Αυτό που μπορούμε
 να κάνουμε σήμερα ας μη το αφήσουμε για αύριο.

Πριν να γίνουμε κι οι ίδιοι θύματα των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων
 που αντιμετωπίζει η ευρύτερη κοινωνία που ζούμε, πρέπει να αντιδράσουμε
 με εμπιστοσύνη στις ποιμαντικές οδηγίες της Εκκλησίας μας στηρίζοντας το 
ποιμαντικό, το κατηχητικό, το διδακτικό, το φιλανθρωπικό και το Ιεραποστολικό 
της έργον.

Η προτροπή του Χριστού προς τον Παραλυτικό του Ευαγγελίου «ίδε υγιής γέγονας,
 μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρον σοι τι γίνεται» (Ιωάννου Ε΄, 14), ισχύει για όλους μας.

Είναι μια ανοιχτή πρόσκληση προς τον καθένα μας για να ζήσουμε σ’ ένα καλύτερο
 κόσμο με ασφάλεια και αγάπη και δικαιοσύνη που θα μας οδηγήσει στη Βασιλεία 
των Ουρανών.

΄Ενα τρίτον σημαντικό στοιχείον που σχετίζεται με το θαύμα του Παραλυτικού 
της σημερινής Ευαγγελικής Περικοπής είναι η ζωντανή μαρτυρία που δίνει
 ο θεραπευθείς πλέον παραλυτικός διά τη Θεότητα του Ιησού Χριστού,
 έτσι ώστε να συμβάλει ο ίδιος αποφασιστικά και στην σωτηρία άλλων ανθρώπων.
 Σε ότι δηλαδή απέτυχαν οι συνάνθρωποι του να κάνουν γι’ αυτόν, 
για 38 ολόκληρα χρόνια, να τον σπρώξουν στην κολυμβήθρα της Ιερουσαλήμ 
για να θεραπευθεί, αυτός χωρίς να κρατά κακία για κανένα προσπαθεί 
να βοηθήσει τους συνανθρώπους του να σωθούν
΄Ετσι η σκέψη ότι κανείς δεν έκανε για μένα τίποτε, γιατί εγώ να ενδιαφερθώ 
για τα προβλήματα των άλλων, είναι μια λανθασμένη σκέψη που μας παγώνει 
την αγάπη μας και την ευθύνη μας να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας,
 που τελικά τα προβλήματα τους έρχονται ως πλημμυρίζων χείμαρρος ποταμός 
που μας πνίγει.

΄Ετσι τα κοινωνικά προβλήματα της φτώχειας της ανεργίας, της εγκληματικότητας
 και του aids, και δυστυχώς της καταπιέσεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 
ανυπεράσπιστων αδύνατων Λαών, που οδηγούν σε εμπόλεμες συρράξεις,
 στην βίαιη και μαζική μετανάστευση και στην τρομοκρατία, απειλούν πλέον
 και τη δική μας ήσυχη ζωή.

Τέλος, το θαύμα του Παραλυτικού σχετίζεται και με την σημερινή αποστολική περικοπή. 
Παρόμοια θαύματα που επιτελεί ο Χριστός μπορούν να επιτελούν κι όσοι τον ακολουθούν
 με συνέπεια στη ζωή τους , όπως συμβαίνει με τους αγίους μαθητές Του.
 Στη προκειμένη περίπτωση, όπως συμβαίνει μέσα από τη σημερινή
 Αποστολική Περικοπή με τον Απόστολον Πέτρον που με την επίκληση 
στο όνομα του Ιησού Χριστού θεραπεύει τον παράλυτον  Αινέα και ανασταίνει 
τη νεκρή Ταβιθά.

Παρόμοια θαύματα έκαναν κι οι ΄Αγιοι της Εκκλησίας μας. Παρόμοια θαύματα 

μπορ ούμε να ζήσουμε κι εμείς  με τις προσευχές μας στον Χριστό όταν ζούμε

 σύμφωνα με τις θείες εντολές. 

Οταν η ζωή μας είναι άγια, όπως η ζωή των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων

της Εκκλησίας μας.

Παρασκευή, Απριλίου 06, 2018

Θέλετε να μάθετε πόσο αξίζει η ψυχή σας; ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΗ ΜΟΝΑΧΗ.

Θέλετε να μάθετε πόσο αξίζει η ψυχή σας;

Ρωτήστε το δαίμονα
Που αγωνίζεται κάθε μέρα να σας την κλέψει.
Ρωτήστε τον Χριστό που κατήλθε
Από τον ουρανό στη γη για να τη σώσει.
Εμείς πόσο την εκτιμάμε όταν:
Ο υπερήφανος την πουλάει για μια μάταια σκέψη.
Ο φιλάργυρος για λίγο χρήμα.
Ο ασελγής για μια στιγμή ηδονής.
Ο μέθυσος για ένα ποτήρι κρασί.
Ο βλάσφημος για ένα ξέσπασμα θυμού.
Ο θυμώδης για ένα ξέσπασμα εκδίκησης.

Αντί να πλουτίσουμε την ψυχή μας με προσευχή, μελέτη Αγίας Γραφής και τακτική Θεία κοινωνία. Είναι ανεκτίμητη η αξία της ψυχής.

Ας το αναγνωρίσουμε και ας εργαστούμε να αποκτήσουμε μία Άγια χριστιανική ψυχή.


πηγή

Τὸ μέλος τῆς Μ. Ἑβδομάδος κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη



 



Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ὁ ὑμνωδός, ἐκστατικὸς πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς θυσίας τοῦ Θεανθρώπου, ἀναφωνεῖ: «Ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, οἰκτίρμον;» Ἡ ποίηση καὶ ἡ μουσική της Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι σίγουρα ἡ κορύφωση τῆς Ὀρθόδοξης Ὑμνογραφίας, ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα βιώσεως τῆς σιωπῆς, τὴ δυνατότητα βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνακεφαλαίωσης τῆς σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κόσμου, μέσα ἀπὸ τὴ λατρεία. Τὸ «σήμερον» τῆς θείας λατρείας, «σήμερον ὁ Χριστός παραγίνεται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ φαρισαίου», «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», «τὴν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο», αὐτὴ ἡ ἀμεσότητα, ἡ παροντοποίηση τῶν σωτηριωδῶν γεγονότων ποὺ συνδέονται μὲ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιεῖται μὲ τὰ δρώμενα ποὺ προβλέπονται ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας - λιτάνευση τῆς εἰκόνας τοῦ Νυμφίου, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Ἐπιταφίου - ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ βασικότερο μέσον της ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, τὸν λόγο τοῦ ὕμνου, καὶ τὸ μουσικὸ ἔνδυμά του. Ὁ θεολογικὸς καὶ πατερικὸς λόγος, γίνεται ποιητικός, γίνεται φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, περιβεβλημένος, μάλιστα, τὸ ἑλκυστικὸ ἔνδυμα τῆς μελωδίας.

Ἡ μελωδία ὑπάρχει γιὰ τὸν Λόγο, καὶ ὄχι ὡς αὐθυπόστατο καλλιτεχνικὸ μέσο. Σκοπός της δὲν εἶναι ἡ τέρψη ἢ ἡ συναισθηματικὴ διέγερση - τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἰδιαίτερα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τοῦ συναισθηματισμοῦ - ἀλλὰ ἡ ὑποβοήθηση τοῦ λόγου νὰ διεισδύσει στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεως, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη καὶ αὐτομεμψία. Δὲν εἶναι μουσικὴ ἀκροάματος, ἀλλὰ λειτουργική. Διακονεῖ τὸ μυστήριο του ἔνσαρκου Λόγου, ἐπενδύοντας τὸν θεολογικὸ λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ «πλέκει» στὸν Θεὸ Λόγο «ἐκ λόγων μελωδίαν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βρῆκαν στὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία ποτὲ θέση τὰ μουσικὰ ὄργανα. Στὴν Ἐκκλησία, «ὄργανο» γλυκύφθογγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ πιστός, μὲ τὴν καθαρὴ καρδιά του. «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ψαλτήριον γενόμενος», ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄλλες νεωτερίζουσες μορφὲς ἀποδόσεως τῶν ὕμνων ἔχουν θέση στὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία.

Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἐραστὴς τῆς γνήσιας Βυζαντινῆς μουσικῆς, προβαίνει σὲ διάφορα ἔργα του (ἄρθρα, διηγήματα, «ἀποσπάσματα σκέψεων») στὴν διατύπωση καίριων παρατηρήσεων γιὰ τὰ μέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.

Στὰ 1893 ἔγραψε σὲ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα γιὰ τὸ περιώνυμο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς: «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...»:

«...Ὅσῳ λαμπρὸν καὶ ὑψηλὸν ἀπὸ ἄποψιν ποιήσεως, τοσούτῳ περιπαθές κ᾿ ἐν σεμνότητι εὔστροφον ὑπὸ ἔποψιν μέλους. Μέλος δ᾿ ἡμεῖς ἐννοοῦμεν τὸ Βυζαντινόν, διότι ἡ ποίησις καὶ ὁ ρυθμὸς αὐτὸς τοῦ τροπαρίου, ὡς καὶ ὅλων τῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔχει τονισθεῖ ὑπὸ ἀρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τὸν ρυθμὸν τῶν στίχων μὲ τοῦ μέλους τὴν ἀφελῆ χάριν. Δὲν χωρεῖ λοιπὸν εἰς ταῦτα οὐδεὶς νεωτερισμός, οὐδεμία καινοτομία τετραφωνική ἢ πολυφωνία, ὡς τὴν σήμερον ἀποπειρῶνται τοῦτο καινοτόμοι τινές. Δέν εἶνε δυνατόν νά τονίσῃ τις σήμερον αὐτὸ καλλίτερον ἢ ὁ ποιητὴς τοῦ τροπαρίου ὁ καὶ μελοποιὸς τυγχάνων. Ὥστε κατὰ τὰς ἡμέρας τουλάχιστον ταύτας ἄφετε τὴν μονοφωνίαν τῆς Βυζαντινῆς καὶ μὴ μιγνύετε ἐν αὐτῇ ξενισμούς, οἵτινες δὲν εἶνε ἄλλο παρά αὐτόχρημα βεβήλωσις τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ Βυζαντινοῦ μέλους...»

Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι ἴσως ἡ σημαντικότερη περίοδος τοῦ Λειτουργικοῦ ἔτους. Τὰ σωτηριώδη γεγονότα εἶναι φρικτά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ κατάνυξη καὶ συντριβή. Γι᾿ αὐτὸ τὸ μέλος πρέπει νὰ εἶναι σεμνοπρεπές, λιτό, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ δυναμικό, ὥστε νὰ δεσπόζει μέσα στὴ λατρεία. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὰ μέλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος φέρουν, στὰ μουσικὰ χειρόγραφα, τὴν ἔνδειξη «μέλος ἀρχαῖον». Κι αὐτὸ τὸ μέλος μᾶς πάει πολὺ πίσω καὶ μᾶς συνδέει μὲ ἤχους κι ἐποχὲς βυζαντινὲς καί, γιατί ὄχι, ἴσως καὶ πρωτοχριστιανικές, καθὼς πολλὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅπως π.χ. τὰ ἀντίφωνα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

Στηριζόμενος ὁ Σκιαθίτης στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μουσική μας παράδοση ὑποστηρίζει ὅτι σὲ κάθε ἀρχαία καὶ σεμνὴ μουσικὴ «τό μέλος ἀνάσσει, ὁ δὲ ρυθμός ὑπουργεῖ». Ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει μὲ ἔνθεο ζῆλο τὴν μοναδικότητα τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς:

«...Ἀλλὰ μετὰ προσοχῆς κατόπιν παρακολουθήσατε τοὺς ἀπαραμίλλους τῶν μελῳδῶν ὕμνους ψαλλομένους ἐξόχως κατανυκτικά, οἵτινες καὶ ὡς ποίησις καὶ ὡς μέλος θὰ παραμείνωσιν ἐσαεὶ ἀθάνατα μνημεῖα τῆς Βυζαντίδος μούσης. Ἡ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀκολουθία εἶνε ἡ μόνη ἥτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων ἁρμονικῶς καὶ μετὰ σπανίας χάριτος ἐναλλασσομένων τῶν ὀκτὼ ἤχων, οἵτινες ὅλοι ἀπόψε ψάλλουσιν ἐκθάμβως καὶ ἐπηρμένως ὑπὲρ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς τὸν πειστικώτερον τῶν ρητορικῶν λόγων. Τὰ λεγόμενα Ἀντίφωνα σεμνοπρεπῆ καὶ κατανύττοντα, ἀναφερόμενα δὲ εἰς τὰ Πάθη τοῦ Σωτῆρος καθιστῶσι μελωδικωτάτην καὶ λίαν ἐπαγωγόν τὴν ἀκολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εἰς ρυθμούς καὶ ἤχους καὶ μεταπίπτοντα ἐν μαγευτικῇ ἀντιθέσει ἀπὸ τοῦ χρωματικοῦ εἰς τὸ διατονικόν.

Μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐξοχωτέρου τῶν τροπαρίων «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» ψάλλονται εἰς φαιδρόν ἦχον δ´ οἱ Μακαρισμοί, διότι ἐν τούτοις μεγάλην χαράν αἰσθανόμενος ὁ μελωδός, χαίρει ὅτι διὰ τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἐσώθη ὁ ἄνθρωπος καὶ μετ᾿ εὐφροσύνης ἀνακράζει: «Ἐσταυρώθης δι᾿ ἐμέ, ἵνα ἐμοὶ πηγάσης τὴν ἄφεσιν, ἐλογχεύθης τὴν πλευράν, ἵνα κρουνοὺς ἀφέσεως ἀναβλύσῃς μοι».

Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, διακρίνονται γιὰ τὴν ἔξαρση τὴν κατανυκτική, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σεμνὴ μεγαλοπρέπειά τους. Οἱ ὕμνοι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι γλυκεῖς, χωρὶς νὰ διέπονται ἀπὸ ὁποιονδήποτε συναισθηματισμό, εἶναι ἀβίαστοι ρυθμοῦ καὶ μέλους, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἀπαιτοῦν τὴν δέουσα προσοχὴ ἀπὸ τοὺς ψάλτες, εἶναι περιπαθεῖς, χωρὶς βέβαια νὰ ἐξάπτουν τὰ γήινα πάθη, ἀλλὰ νὰ διεγείρουν πρὸς πόθον τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ποιητικότατοι, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶναι θεόπνευστοι.

Ὁ Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τοὺς ὕμνους τοῦ Ἐπιταφίου ὡς «παθητικά ἄσματα». Ἀκριβῶς διότι βιώνει τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου: «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται». Καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο πάσχει καὶ ἡ φύσις «ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τόν Κύριον». Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη τὴν ὥρα τοῦ Ἐπιταφίου «καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπαναλάμβανε «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!»

Ἐξαιρετικὰ σημαντικὲς εἶναι καὶ οἱ παρατηρήσεις τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας τῶν ἀναγνωσμάτων ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ψάλτες. Στὸ θέμα αὐτὸ σήμερα παρατηρεῖται μεγάλη ἀκαταστασία καὶ σύγχυση λόγω ἄγνοιας ἢ ἐπιδειξιομανίας. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι πεπεισμένος ὅτι διὰ τοῦ λογαοιδικοῦ τρόπου τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, «κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τὰς ἀκοάς καὶ τὰ λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καὶ τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας, εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα.

Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει».

Ἐθίζεται δὲ ν᾿ ἀπαγγέληται ὁ μέν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως».

Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἐμφανίσθηκαν κάποιοι «καινοτόμοι» ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι «κατήργησαν αὐθαιρέτως τόν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσιν τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι᾿ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη».

Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στὶς τέχνες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, στὶς λειτουργικὲς τέχνες, σημαίνει νὰ μένει κανεὶς πιστὸς στοὺς πρώτους τύπους τῆς τέχνης αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη ἔχει ἕνα παραδεδεγμένο τύπο, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραβεῖ «ἀποινεί», ἀφοῦ, «ρητῶς ἀπαγορεύεται πᾶσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ἄλλην λατρείαν».

Ὁ λόγος τοῦ κύρ-Ἀλέξανδρου, κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶναι πατερικὸς καὶ προτρεπτικός. Καὶ σήμερα ἐπίκαιρος καὶ οὐσιαστικός: «...Ἀς ἀρθῶμεν ἀπὸ τῆς σήμερον ὑπὸ τῶν θείων τοῦ Νυμφίου μολπῶν ὑπὲρ τὸ ὑλιστικὸν πεδίον, ἐφ᾿ οὗ τὸν λοιπὸν βιοῦμεν χρόνον, καὶ κατανυσσόμενοι καὶ ἑνοῦντες τὴν φωνὴν τῆς ψυχῆς μας εἰς τοὺς λυρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους τοὺς κατακηλοῦντας ἡμᾶς διὰ τῆς γλυκυτάτης βυζαντινῆς μούσας των, ἂς ἐνωτισθῶμεν τὴν μελαγχολικὴν κ᾿ ἐμπνέουσαν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου, ἐπιλαθόμενοι τοῦ γηΐνου κόσμου καὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ συναδελφούμενοι.

Εἰσέλθωμεν εἰς τοὺς ναούς καὶ ἴδωμεν ἄλλον κόσμον, κόσμον Οὐράνιον. Ἑνωθῶμεν τοὐλάχιστον πνευματικῶς ἐκεῖ εἰς τὰς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ πρό τοῦ θυσιαστηρίου ἂς σιγήσουν τά πάθη, καὶ ἂς ὁμιλήσῃ ἡ καρδία, καὶ ἂς ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως...».

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2018

Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Ο Θεάνθρωπος και τα ανθρώπινα συστήματα

sarakosti 2

Ο Θεάνθρωπος και τα ανθρώπινα συστήματα
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
            Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Εβδομάδα, με τα ιστορούμενα γεγονότα, τις κατανυκτικές ακολουθίες  και την επίκαιρη υπέροχη υμνογραφία, οι Χριστιανοί βοηθιούνται, περισσότερο από τις άλλες ημέρες του χρόνου,  να βιώσουν την αγάπη του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού προς τον άνθρωπο. Είναι μέγα το μυστήριο της Δημιουργίας και της υπέρτατης θυσίας του Θεανθρώπου, για να διδάξει στον άνθρωπο τον τρόπο της ευλογημένης επίγειας ζωής του  και της σωτηρίας του. 

            Ο Νικόλαος Αρσένιεφ στο βιβλίο του «Αποκάλυψη αιώνιας ζωής» σημειώνει: « Η φάτνη, η δίχως σπίτι ζωή του οδοιπόρου, η διδασκαλία και η υπηρεσία, συνυφασμένα με τους διωγμούς, που Του επέβαλαν οι εχθροί Του, η σύλληψή Του, η δίκη, τα δεινοπαθήματα, η Σταύρωση και ο θάνατός Του - όλα τούτα τα πασίγνωστα συνιστούν μιαν αποκάλυψη βαθύτατης ταπεινοσύνης και αγάπης, που αποκρυσταλλώνεται στην αυτοθυσία Του. Προσέξετε όμως πόσο αυτή η πραότητα – ταπεινοσύνη συγχρόνως διαπνέεται από άρωμα Θείου μεγαλείου. Μια υπέρτατη Παρουσία ευωδιάζει σ’ αυτή την πραότητα – ταπεινοσύνη» (Ματθ. ια΄29).  
            Ο ιδιοφυής ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941) στο φιλοσοφικό δοκίμιό του «Η παρουσία του ανθρώπου» τονίζει ότι ο Χριστιανισμός «διδάσκει ως μέσο για να μπορεί το άτομο να νιώσει τ’ άλλα άτομα, την αγάπη και είναι φανερό πως το τωρινό άτομο δε μπορεί να σβήσει μήτε την ιστορία, μήτε το αιώνιο παράδειγμα του Χριστού». Σε άλλο σημείο του ίδιου δοκιμίου ο Σαραντάρης αναφέρει πως η αγάπη δεν μπορεί να βιωθεί από το τωρινό άτομο, γιατί αυτό είναι προσκολλημένο στην ατομική του ζωή και στον ατομικό του θάνατο, φαινόμενο, που «κατά παρεξήγηση» ονομάζεται «εγωισμός».
 Προχωρώντας τη σκέψη του ο Σαραντάρης υπογραμμίζει: «Το παράδειγμα του Χριστού, το παράδειγμα του Θεού – Ανθρώπου, είναι παράδειγμα, είμαστε βέβαιοι για τούτο, για μας και για τους χριστιανούς όλων των εποχών, και, πιστεύουμε, για όλα τα άτομα της γης και όλων των μελλούμενων εποχών...Για μας η πίστη στον Θεό – Άνθρωπο  οφείλει να είναι το ιδανικό των ατόμων όλων των εποχών. Πάνω σε τούτο σχεδόν δεν δεχόμαστε συζήτηση».
            Το ζήτημα είναι ότι την υπέρτατη θυσία του Θεανθρώπου δεν εννόησαν και δεν εβίωσαν πολλοί άνθρωποι. Έμειναν και μένουν κλεισμένοι στον ηδονισμό τους, όποια μορφή και αν έχει αυτός. Ευλόγως ο Σαραντάρης στο ίδιο πόνημά του διερωτάται πώς όσα άτομα έχουν στις φλέβες τους  το δηλητήριο του ηδονισμού των πρόσφατων αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας, και που κατά συνέπεια τους αποκλείεται η οδός της αγάπης...πώς θα πετύχουν ο Θεός – Άνθρωπος να διαμορφώσει ολάκερο τον βίο τους, να βρίσκεται παρών σε όλες τις πράξεις τους;
            Οι άνθρωποι που αρνούνται να αποδεχθούν την αγάπη του Θεανθρώπου προσφεύγουν στα ανθρώπινα συστήματα για να πορευθούν. Όλα ξεκινούν με μιαν αισιοδοξία και όλα καταλήγουν στην απογοήτευση της αποτυχίας... Όσο ο άνθρωπος δεν ακολουθεί τον Θεάνθρωπο  ακολουθεί στην πορεία του τον Σίσυφο.-

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ




«Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος,
γιατί όπως όλοι μας έζησα κι εγώ αφηρημένα
-βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν’ανεβάσουμε  έν’ άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες και στάθηκα πάντοτε ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί
έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα (Τάσος Λειβαδίτης)

            Η αγάπη. Το ζητούμενο για πολλούς. Το αυτονόητο για κάποιους. Δεν είναι προτεραιότητα για τον κόσμο. Πώς να την ορίσεις άλλωστε; Μάνα και παιδί. Εξάρτηση. Ο ισχυρός βγάζει την τρυφερότητα και το συναίσθημα. Ο αδύναμος αποδέχεται από ανάγκη. Κάποτε χωρίς να ρωτηθεί. Η επιβίωση μετρά.
Μα όταν σταθεί στα πόδια του θα μιμηθεί ή θα καταπιεί; Θα αφήσει από την καρδιά του τις υπερπόντιες εκστρατείες κατάκτησης της ζωής και των άλλων, γιατί είναι ο δοκών άρχειν, για να ανεβάσει στο δέντρο τον άλλο αδύναμο, ή μαζί με την παιδικότητά του θα αφήνει πίσω του νεκρούς όλους όσους του στάθηκαν, τον στήριξαν, μοιράστηκαν μαζί του τον άρτο τους;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, ανυπεράσπιστοι είμαστε όλοι μπροστά στον εχθρό της αγάπης, την νέκρωση. Βασιλείς και στρατιώτες, πλούσιοι και πένητες, δίκαιοι και αμαρτωλοί. 
Η μόνη απάντηση είναι Εκείνος.  Ο έσχατος όλων ως προς την εξουσία και ο πρώτος ως προς την αγάπη. Της ζωής η άμπελος, μας μυσταγωγεί στο να δίνουμε. Να στεκόμαστε κι ό,τι μαζεύουμε να το σκορπούμε απλόχερα. Ταπεινοί. Διάκονοι. Χωρίς να περιμένουμε. Μόνο να Τον αναζητούμε και να Τον αφήνουμε να σκουπίσει και τα δικά μας πόδια.  Ως φίλος προς φίλους.

Κέρκυρα, Μεγάλη Πέμπτη
5 Απριλίου 2018

Ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης παρὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου


Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)



(Ἰωάν. ιθ΄ 25-27, κα΄ 24-25)

Πλησιάζουσι τὸν σταυρὸν ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ ὡς ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης «εἱστήκεσαν παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ» εἶναι ὄρθιοι πλησίον τοῦ σταυροῦ 1) «ἡ μήτηρ αὐτοῦ» 2) «ἡ ἀδελφή τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ» 3) «Μαρία ἡ Μαγδαληνή». Ἡ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ, εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μήτηρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσήφ. Ὁ Κλωπᾶς ἤ Ἀλφαῖος ἦτο κατὰ τὸν Ἠγήσιππον παρὰ τῷ ἱστορικῷ Εὐσεβίῳ καὶ κατὰ τὸν Ἐπιφάνιον ἀδελφός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ. Ἑπομένως ἡ σύζυγός του Μαρία ἦτο συνυφάδα τῆς Θεοτόκου καὶ ὀνομάζεται ἐνταῦθα «ἀδελφὴ» ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Ἤδη οἱ δολοφόνοι Φαρισαῖοι εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ξένους ἐκτελεστάς τῶν φονικῶν των διαθέσεων. Ἔβλεπον τὸ αἷμα ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ νὰ πίπτῃ κατὰ σταγόνας εἰς τὴν γῆν. Τὸ δὲ αἷμα τῶν ποδῶν Του νὰ ἀφίνῃ κόκκινες γραμμὲς εἰς τὴν βάσιν τοῦ σταυροῦ. Δὲν φεύγει πλέον, εἶναι καρφωμένος! Περιμένουν τὸ βλάσφημον στόμα Του νὰ ἀνοίξῃ μετ’ ὀλίγον ἐν τῇ ἀγωνίᾳ, ἀλλὰ θὰ μείνῃ διὰ πάντα ἄδειο ἀπὸ λόγια. Ἐσκέπτοντο, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδηλητηρίασε τὸν λαὸν καὶ ἦτο ἐχθρός τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ ἐμπορίου, εἶναι καρφωμένος μὲ τέσσαρα καρφιὰ εἰς τὸ ξύλον τῆς αἰσχύνης !

«Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ˙ γύναι, ἴδε ὁ Υἱὸς σου˙ εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ˙ ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια». Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν μητέρα Του καὶ τὸν μαθητὴν Του Ἰωάννην εὑρισκομένους ἐκεῖ, ἀναθέτει εἰς τὸν παρθένον μαθητὴν Του τὴν Παρθένον μητέρα Του διὰ τῶν ἑξῆς φράσεων : «Γύναι, ἰδοὺ ὁ Υἱός σου». Κατόπιν στραφείς πρὸς τὸν μαθητὴν λέγει: «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου». Αἱ δύο αὗται φράσεις εἶναι ὁ τρίτος λόγος τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ὁ Κύριος ἐκάλεσε μὲ τὴν λέξιν «γύναι» τὴν μητέρα Του καὶ ὄχι μὲ τὴν γλυκεῖαν λέξιν «μητέρα», διὰ νὰ μὴ τῆς αὐξήσῃ τὸν πόνον. Ἄλλως τε ἡ λέξις γύναι ἦτο ἀρκετὰ τιμητικὴ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Τὸν Ἰωάννην ἀμείβων διὰ τὴν τόλμην του ἀναθέτει ὁ Κύριος εἰς αὐτὸν τὴν μητέρα Του. Ἐξ αὐτοῦ φαίνεται, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ θὰ εἶχεν ἀποθάνει, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει εἶναι ἀδικαιολόγητος ἡ ἀνάθεσις τῆς μητρὸς τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἰωάννην. Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης παρέλαβε τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου κατ’ ἰδίαν ὡς πνευματικὴν μητέρα εἰς τὸ σπίτι του, μαζὶ μὲ τὴν Σαλώμην, τὴν σαρκικὴν μητέρα Του.

Πόσην θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν ἔδειξαν οἱ σταυρωταί Του καὶ πόσην ἠρεμίαν ἐν μέσῳ τῆς θηριωδίας καὶ κοροϊδίας δεικνύει ὁ Κύριος, ἀφοῦ λησμονεῖ τοὺς πόνους Του καὶ φροντίζει διὰ τὸν ληστὴν καὶ μητέρα Του!

«Οὗτος ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα καὶ οἴδαμεν, ὅτι ἀληθὴς ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ». Μετὰ πάσης βεβαιότητας βεβαιοῖ ὁ Ἰωάννης, ὅτι ὅσα γράφει εἶναι ἀληθῆ, διότι εἶναι αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυς. Καὶ τελειώνει˙ «ἔστι δὲ καὶ ἀλλὰ πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν». Τὸ εὐαγγέλιον ἀποτελεῖται ὄχι ἀπὸ βιβλία πολλά, τόμους μεγάλους, τοὺς ὁποίους μόνον θεολόγοι θὰ ἠδύναντο νὰ μελετήσουν, ἀλλὰ εἶναι σύντομον εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ μελετᾷ πᾶς χριστιανός.


Θέμα : Θηριωδία - Κοροϊδία - Ἠρεμία.

Ἑβραῖοι ἱερεῖς, Φαρισαῖοι καὶ οἱ λοιποὶ φίλοι τῆς ἀγρίας χαρᾶς, τῶν αἱματηρῶν θεαμάτων εἶχον ἔλθει μέχρι τοῦ Γολγοθά, διὰ νὰ ἀνοίξωσι τὴν ὄρεξίν των μὲ τὸ θέαμα τριῶν ἀγωνιώντων μελλοθανάτων. Πόσα νευρικά, ἀνήσυχα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ποδοπατήματα μέχρις ὅτου ἀρχίσῃ ἡ θηριωδία καὶ κοροϊδία, ἡ ἀγρία των χαρά! Μὲ πόσους σαρκασμοὺς δὲν θὰ παρεκίνουν τὴν τυχὸν ἀργοπορίαν τῶν Ρωμαίων σταυρωτῶν! Ἡ ἀγρία τῶν χαρὰ ἀρχίζει διὰ πραγμάτων καὶ λόγων.

Α) Διά πραγμάτων. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξεν εἰς τὸν κόσμον τὴν λεπτοτέραν ἐντροπήν, εἶναι ὁλόγυμνος εἰς τὰ ὄμματα τῶν ἐχθρῶν Του! Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε τὴν βαθυτέραν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀκούει νὰ ῥίπτουν οἱ ἐχθροί Του τὰ ζάρια διὰ τὸν ἱματισμόν Του, ὥστε πίστιν ἐδίδαξεν Αὐτός, τύχην ἐφαρμόζουν ἐκεῖνοι ἐνώπιόν Του. Οἱ Φαρισαῖοι σκέπτονται καθ’ ἑαυτοὺς χαιρεκάκως: Ὁ προφητεύσας τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ ναοῦ εὑρίσκεται κρεμασμένος ἐνώπιον καὶ τῶν δύο ! Ὁ Μέγας διδάσκαλος τοσούτων μαθητῶν εὑρίσκεται ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ὑβρίζουν καὶ τεσσάρων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν σταυρώνουν. Ὁ πτωχὸς Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἔχωμεν ἕνα μόνον χιτῶνα, εἶναι ὁλόγυμνος ! Ἐκήρυξε τὸν ἑαυτὸν Του βασιλέα καὶ τώρα ἔχει ὡς θρόνον μία σφήνα ἀπὸ ξύλον ! Ὁ αἰώνιος ταξιδιώτης, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε μία πέτρα νὰ γύρῃ τὸ κεφάλι Του, ἔχει ὡς νεκρικὴν κλίνην ὄρθιον ξύλον. Ὑπεσχέθη, ὅτι ἦλθε νὰ δώσῃ τὴν ζωὴν καὶ ὅμως δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ ὁ ἴδιος τὸν θάνατον ! Ἐκαυχήθη, ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τώρα φωνάζει ὁ ἴδιος : Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; Ὁ οὐρανὸς δὲν ἀπαντᾷ. Ποῦ εἶναι ὁ Πατήρ Του, περὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ ὁποίου πάντοτε ὡμίλει μετὰ βεβαιότητος ; Διατὶ δὲν δίδει εἰς Αὐτὸν ἕνα σημάδι τῆς παρουσίας Του ; Διατὶ δὲν κάμνει εἰς Αὐτὸν τὴν χάριν νὰ τὸν πάρῃ μαζί Του ἄνευ τῶν σκληρῶν αὐτῶν ἀναβολῶν; Δὲν ἀπαντᾷς; Δὲν ἐπιθυμεῖς νὰ μᾶς κηρύξῃς; Διατὶ ἀπαξιοῖς νὰ μᾶς προσηλυτίσῃς; Ἐὰν εἶναι ὀρθὸν νὰ σὲ ἀγαπῶμεν, δεῖξόν μας, ὅτι πρῶτον σὲ ἀγαπᾷ ὁ Πατήρ Σου. Μόνον ὁ ἥλιος, ἡ λάμπα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, φωτίζει, ἵνα βλέπωμεν καλλίτερον τὰς συσπάσεις τοῦ προσώπου Του καὶ τὰ λαχανιάσματα τοῦ λαιμοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου !

Ταῦτα σκεπτόμενοι οἱ ἐχθροί Του θὰ ἐξῆγον τὸ εὐχάριστον δὶ’ αὐτοὺς συμπέρασμα. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Πατήρ Του, Αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος ἐψεύσθη. Εἶναι ἄξιος τῆς τύχης Του! Τοῦτο ἦτο γνωστὸν πρὸ καιροῦ. Ἀλλὰ τώρα πλέον ἀπεδείχθη! Ἡ συνείδησίς μας, θὰ ἔλεγον οἱ ἐχθροί Του, εἶναι πάρα πάνω ἀπὸ ἥσυχη, ὅτι ὀρθῶς ἐνηργήσαμεν! Κατὰ συνέπειαν, ἐὰν μᾶς ἐπέτρεπον οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται νὰ ἐδίδομεν καὶ ἡμεῖς μερικὰ σφυροκοπήματα, ἀφοῦ μᾶς ἀπηγόρευσαν τὸν ἀνακουφιστικώτατον διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατον, θὰ ἦτο εὐχῆς ἔργον! Ποία ποικιλία κοροϊδίας καὶ θηριωδίας ! Ἡ ἀγρία ὅμως χαρὰ αὐτὴ εἶναι ὄχι μόνον διὰ πραγμάτων καὶ ὑπονοουμένων, ἀλλὰ καὶ διὰ λόγων ῥητῶν.

Διὰ λόγων. Ὅλοι συνέτρεξαν εἰς τὴν παραφωνίαν αὐτήν. Τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου, οἱ ἱερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται, οἱ λησταί, ὁ λαός, οἱ «παραπορευόμενοι» οἱ διερχόμενοι. Καὶ οἱ μὲν ἄρχοντες ἔλεγον : «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. Ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ». Ἂν εἶναι βασιλεύς, ἂς καταβῇ ἀπὸ τὸν σταυρόν! Πόση εἰρωνεία εἰς τὸν πόνον Του καὶ ἑπομένως πόση κοροϊδία καὶ θηριωδία ! Οἱ στρατιῶται ἐνέπαιζον καὶ αὐτοὶ προσερχόμενοι ὄξος προσφέροντες καὶ λέγοντες : «Εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν». Οἱ τοσοῦτον βασανίσαντες Αὐτὸν διὰ τῆς σταυρώσεως καὶ φραγγελώσεως τώρα εἰρωνεύονται. Πόση θηριωδία καὶ κοροϊδία! Καὶ οἱ δύο κατ’ ἀρχὰς συσταυρωθέντες λησταὶ ὠνείδιζον Αὐτόν. Ὁ εἷς τῶν κρεμασθέντων κακούργων κατόπιν ἐβλασφήμει Αὐτὸν :

«Οὐχὶ σὺ εἶ ὁ Χριστός; σῶσον σεαυτόν!» Οὔτε ὡς ὁμοιοπαθεῖς οὗτοι συνεπάθουν, οὔτε ὡς κακοῦργοι εἶχον ἐντροπήν! Πόσην θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν δεικνύουσι πρὸς τὸν Ἰησοῦν ! Ἀλλὰ καὶ «οἱ παραπορευόμενοι κινοῦντες τὰς κεφάλας αὐτῶν καὶ λέγοντες˙ οὐὰ ὁ καταλύων τὸν ναόν, σῶσον σεαυτόν. Εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ!» Πόση θηριωδία εἰς τὴν κοροϊδίαν των !
Ἡ ἀγρία χαρὰ ἐξακολουθεῖ καὶ ὅταν ὁ Κύριος εὑρίσκεται εἰς τὴν τελευταίαν στιγμὴν καὶ μετὰ τὸ φοβερὸν σκότος, τὸ ὁποῖον ἐκάλυψεν ὅλην τὴν γῆν. Ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ ὁ Κύριος φωνάζει: «Ἠλὶ Ἠλί Λαμμᾶ σαβαχθανί». Τινὲς Ἑλληνισταὶ Ἑβραῖοι νομίζουν, ὅτι φωνάζει τὸν κατὰ τὴν μέλλουσαν κρίσιν ἐλευσόμενον προφήτην Ἠλίαν. Κἄποιος στρατιώτης ἐκ συμπαθείας κατ’ ἀρχὰς λαβών σπόγγον «καὶ περιθείς καλάμῳ πλήσας ὄξους ἐπότιζεν Αὐτόν». Οἱ δὲ Ἑβραῖοι εἰρωνικῶς λέγουσιν : «Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν!» Πόσην κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν δεικνύουσι καὶ οὗτοι!

Ἡ ἠρεμία τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶναι ἤρεμος. Εἶναι τόσον ἤρεμος, ὥστε μέσα εἰς τὴν ἀγωνίαν αὐτὴν τῆς κοροϊδίας καὶ θηριωδίας λησμονῶν τὸν πόνον ἀγαπᾷ μὲ τρυφερότητα ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἀφίνει, Ἰωάννην καὶ μητέρα Του, ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀφῆκαν, τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰργάσθησαν διὰ τὸν θάνατόν Του. Τὸ βάθος ὅμως τῆς ἠρεμίας Του φαίνεται ἀπὸ τὴν συγγνώμην, τὴν ὁποίαν δίδει εἰς τοὺς ἄλλους. Ἀπὸ τὸ βάθος δηλαδὴ τῆς καρδίας Του σὰν ἕνα τραγούδι νίκης τοῦ πνεύματος κατὰ τῆς βαρείας καὶ τσακισμένης σαρκὸς Τοῦ ἀναπηδοῦν τὰ ἀθάνατα καὶ ἀλησμόνητα ἐκεῖνα λόγια : «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι, τί ποιοῦσι». Πόση ἠρεμία! Οὐδεμία προσευχὴ ὑψώθη εἰς τὸν Οὐρανὸν θειοτέρα ἀπ’ αὐτήν, ἀφ’ ὅτου ὑπῆρξαν καὶ προσηυχήθησαν ἄνθρωποι! Δὲν εἶναι προσευχὴ ἀνθρώπου, ἀλλὰ Θεοῦ πρὸς Θεόν. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν συγχωροῦσι τὰς ἀρετᾶς πολλάκις τῶν ἐναρέτων, οὐδέποτε ἐφαντάσθησαν πρὸ τῆς ἡμέρας ταύτης, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικαλεσθῇ τις τὴν συγγνώμην δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοῦ δίδουσι θάνατον ἤ τὸν ἐγκαταλείπουν.

Τὸ μεγάλο βάθος ὅμως τῆς ἠρεμίας τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ δικαιολογία τῆς συγγνώμης «οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» δὲν γνωρίζουσι τί κάμνουσι. Ὁ Κύριος ἦλθε νὰ διδάξῃ, τί πρέπει νὰ κάμνωμεν. Πόσοι ὅμως τὸ ἔμαθαν! Καὶ αὐτοὶ οἱ ἰδικοί Του, οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ γνωρίσωσιν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός, νικηθέντες ἀπὸ τὸν φόβον καταφεύγουσιν εἰς τὴν φυγήν. Τὸν ἐγκαταλείπουν τὴν στιγμήν, ὅτε θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι μαζί Του, Δία τῆς φυγῆς τῶν δεικνύουσιν, ὅτι δὲν γνωρίζουσι τί ἔκαμνον. Πολὺ ὀλιγώτερον ἐγνώριζον, τί ἔκαμνον οἱ Φαρισαῖοι φοβούμενοι, μήπως καὶ χάσωσιν οἰκονομικὰ των καὶ κοινωνικὴν των θέσιν, οἱ πλούσιοι τὰ χρήματά των, ὁ Πιλᾶτος τὴν θέσιν του. Ἀκόμη ὀλιγώτερον ἐγνώριζε, τί ἔκαμνε ὁ Ἑβραϊκὸς ὄχλος ὑποτεταγμένος εἰς τοὺς Φαρισαίους καθοδηγητάς, ὥστε νὰ φωνάζῃ : «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Ἀκόμη ὀλιγώτερον γνωρίζουσι τί ἔκαμνον οἱ δήμιοι σταυρωταί ἐκτελοῦντες ἐντολὴν τῶν ἀξιωματικῶν των. Τὸ θῦμα των ὅμως ὑπέδειξεν εἰς ὅλους αὐτοὺς τί κάμνουν. Εἰς τοὺς μαθητάς προεῖπε τὴν φυγὴν των, εἰς τὸν Πέτρον τὴν ἄρνησιν καὶ εἰς τὸν Ἰούδα τὴν προδοσίαν. Μετὰ τὴν προφητείαν ἔδωκε καὶ καταλλήλους συμβουλάς, ὥστε νὰ προσεύχωνται οἱ μαθηταί. ἵνα μὴ εἰσέλθωσιν εἰς πειρασμόν. Εἰς Ἄνναν, εἰς Καϊάφαν καὶ Πιλᾶτον ἐδήλωσε τί κάμνουσι, ἀφοῦ ὠμολόγησε ποῖος ἦτο. Εἰς τοὺς στρατιώτας ἐδήλωσε τί κάμνουν, ὅταν τοὺς συνεχώρει κατὰ τὴν σταύρωσίν Του. Πόση εἶναι ἡ ἠρεμία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ, διότι δὲν γνωρίζουσι τί κάμνουσι, ἂν καὶ τοὺς εἶπεν ὁ ἴδιος τί ἔπρεπε νὰ κάμουν !


Συμπεράσματα: Εἴδομεν τὸν Θεάνθρωπον καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Δύο μεγάλα διδάγματα λαμβάνομεν, ἂν ἴδωμεν τὴν διαγωγὴν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεάνθρωπον καὶ τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Πρῶτον˙ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸν Θεάνθρωπον ἔδειξαν θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν. Πᾶσα ἀνθρωπίνη κακία εἶναι θηριωδία καὶ κοροϊδία. Ὅση εἶναι ἡ ἀγριότης, ἄλλη τόση εἶναι καὶ ἡ κοροϊδία! Ὅση εἶναι ἡ κοροϊδία, ἄλλη τόση εἶναι καὶ ἡ ἀγριότης! Σκληρότης καὶ παιγνίδι, τίγρις καὶ παιδίον εἶναι τὸ θηρίον, τὸ ὁποῖον ἐμφωλεύει μέσα μας. Τὸ διπρόσωπον τοῦτο θηρίον εἶναι τρομερόν. Ὅταν καὶ σὺ εἶσαι σκληρὸς καὶ παίζῃς μὲ τὸν πόνον τῶν ἄλλων, ἔχεις καὶ σὺ θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν. Ἐπειδὴ δὲ ὅ,τι κάμῃς εἰς τὸν ἀδελφόν σου, τὸ κάμνεις εἰς τὸν Θεόν σου, φοβοῦ τὴν κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν, τὰς ὁποίας ἀπευθύνεις εἰς τὸν ἀδελφόν σου, διότι μεταβαίνουσιν εἰς τὸν Θεόν σου ! Πρέπει νὰ φοβῆσαι τὴν κοροϊδίαν καὶ θηριωδίαν, ὄχι μόνον, διότι ἀπευθύνονται εἰς τὸν Θεόν σου, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς μεγάλης σχέσεως, τὴν ὁποίαν ἔχουσι μεταξὺ των. Ἡ θηριωδία μεγαλώνει μὲ τὴν κοροϊδίαν! Ἡ κοροϊδία ἔστω καὶ ἂν δὲν συνοδεύεται ὑπὸ ἐξωτερικῆς θηριωδίας, δὲν παύει ἔστω καὶ μόνη της νὰ εἶναι μεγάλο κομμάτι θηριωδίας. Ἡ κοροϊδία καὶ ἡ θηριωδία ἐγγίζουσι τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μας, διότι ἀνοίγουν τὸν μεγαλύτερον πόνον, ὁ ὁποῖος εἶναι βαθύτερος πάσης ἀνθρωπίνης χαρᾶς. Ἑπομένως πρέπει νὰ ἔχωμεν ὑπομονήν, ὅπως εἶχε καὶ ὁ Κύριος, ὅταν γενώμεθα θύματα κοροϊδίας καὶ θηριωδίας ἄλλων. Πρέπει νὰ ἔχωμεν προσοχήν, ὅταν πρόκειται νὰ εἴμεθα δράσται θηριωδίας καὶ κοροϊδίας, σκληροὶ καὶ εἴρωνες εἰς τοὺς ἄλλους.

Δεύτερον˙ Ὁ Θεάνθρωπος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἔδειξεν ἠρεμίαν, διότι δὲν ἐγνώριζον τί κάμνουσι. Καὶ πράγματι! Ἡ ἄγνοια εἶναι τόσον μεγάλη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὀλίγοι εἶναι οἱ γνωρίζοντες, τί κάμνουσι. Ἡ κατηραμένη κακὴ συνήθεια, ὁ πιθηκισμός, ἡ μίμησις δηλαδὴ ἀδιακρίτως καλῶν καὶ κακῶν πράξεων, τὰ πάθη τὰ ὁποία κρύπτονται εἰς τὸ βάθος μας, αἱ εὐχάριστοι ἱκανοποιήσεις, τὰς ὁποίας αἰσθανόμεθα εἰς τὸ αἷμά μας καὶ εἰς τὸ πνεῦμά μας, ὅταν ἁμαρτάνωμεν, εἶναι τὰ πραγματικὰ ἐλατήρια τῶν πράξεών μας. Ἡ συναίσθησις τῆς ἐνοχῆς ξυπνᾷ εἰς τὸ τέλος, ὄτε δὲν μένει παρὰ στάχτη καὶ ἐντροπή, στάχτη εἰς τὸ θῦμα, ἐντροπὴ εἰς τὸν δράστην. Συγχωρεῖς καὶ σὺ τὴν φίλην σου, τὸν φίλον σου, τὸν ἀδελφόν σου, τὸν ἐχθρόν σου, ἔχων ὑπ’ ὄψιν σου τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ τῆς κακίας; Προσέχεις τὸν ἑαυτόν σου, ἔχων ὑπ’ὄψιν σου τὴν ὑπουλότητα τοῦ κάκου, τὴν δύναμιν τῆς συνηθειάς του, τὴν γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας; Ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος σὲ κάμνει νὰ συγχωρῇς τοὺς ἄλλους, διότι ἡ κακία εἶναι μεγάλη εἰς ὑπουλότητα, γλυκύτητα καὶ πιθηκισμόν, εἶναι ὁ αὐτὸς ὁ ὁποῖος σοῦ ἐπιβάλλει νὰ προσέχῃς τὸν ἑαυτόν σου. Πόσον μεγάλο εἶναι τὸ μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ὑπ’ αὐτοῦ συνιστωμένη συναίσθησις τοῦ κακοῦ σοῦ συνιστᾷ νὰ δίδῃς συγγνώμην εἰς τοὺς ἄλλους, προσοχὴν διὰ τὸν ἑαυτόν σου.

Ἂς συγχωρῶμεν λοιπὸν τὴν θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν τῶν ἄλλων, ἂς προσέχωμεν τὴν ἰδικὴν μᾶς θηριωδίαν καὶ κοροϊδίαν, ἵνα εἴμεθα πάντοτε ἤρεμοι. Ἀναγνῶστά μου, ἡ πλεονεξία σου κατέστησε τὸν Χριστὸν γυμνὸν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Αἱ διὰ τῶν χειρῶν σου γενόμενοι ἁμαρτίαι ἤνοιξαν τὰς πληγάς εἰς τὰς χεῖρας Ἐκείνου. Οἱ ἀπρεπεῖς λογισμοὶ τῆς κεφαλῆς σου εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τὸν ἀκάνθινον στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Του. Ἡ ἰδική σου παράνομος ἀνακεκλιμένη ὁριζόντια θὲσις, ὅταν ἡμάρτανες σαρκικῶς, ἔφερε τὴν κάθετον ἀνακεκλιμένην ἐπώδυνον θέσιν Ἐκείνου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ὁ ἰδικός σου ἐγωϊσμὸς ἔφερε τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ συντριβὴν καὶ ἐξευτελισμὸν Ἐκείνου ! Φτερουγίζεις, πετᾷς ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν σου; Μετέωρον καὶ ἐπώδυνον μεταξὺ Οὐρανοῦ καὶ γῆς ὡδήγησας τὸν Ἀρχηγόν σου.

Ὁ Κύριος συνετρίβη. Ἡ ἄψυχος φύσις ἐπίσης. Ἡμεῖς θὰ μείνωμεν ἀσυγκίνητοι; Δία τοῦτο εἴμεθα ἄξιοι δακρύων, ἐὰν εἰς τὴν σημερινὴν συντριβὴν Ἐκείνου μείνωμεν ἡμεῖς ἀσυγκίνητοι. Ἂς παρακαλέσωμεν τὸν συντετριμμένον Ἰησοῦν, ὅπως συντρίψῃ τὰς καρδίας πρὸς μετάνοιαν ! Γένοιτο !

Μυσταγωγών σου, Κύριε...

«Μυσταγωγών σου, Κύριε, τους μαθητάς, εδίδασκες λέγων.
Ω φίλοι, οράτε, μηδείς υμάς χωρίσει μου φόβος
" ει γαρ πάσχω, αλλ' υπέρ του κόσμου" 
Μη ουν σκανδαλίζεσθε εν εμοί" ου γαρ ήλθον διακονηθήναι, 
αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν μου λύτρον υπερ του κόσμου.
Ει ουν υμείς φίλοι μου εστέ, εμέ μιμείσθε" 
ο θέλων πρώτος είναι έστω έσχατος" ο δεσπότης ως ο διάκονος" 
μείνατε εν εμοί, ίνα βότρυν φέρητε" εγω γάρ ειμι της ζωής η άμπελος».

 

Τὰ καθήκοντά μας τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα



 



«Τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχὰς ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ. Δεῦτε οὖν, φιλέορτοι, ὑπαντήσωμεν ᾄσμασιν…» (κάθ. Μ. Δευτ.)


Φθάσαμε, ἀγαπητοί μου, στὰ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ λέγεται Μεγάλη, διότι μέσα στὶς 168 ὧρες της, ἀπὸ σήμερα μέχρι τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, τιμῶνται μεγάλα γεγονότα, μοναδικὰ καὶ κοσμοϊστορικά, ποὺ συγκλόνισαν τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ καταχθόνια. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ ὀνομάζεται Μεγάλη· ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ πρέπῃ νὰ περάσῃ ὅπως οἱ ἄλλες.

Καὶ θέτω τὸ ἐρώτημα· ποιά εἶνε τὰ καθήκοντα ἑνὸς Χριστιανοῦ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα; Δὲν ἀπευθύνομαι σὲ ἀπίστους, ἀθέους ἢ σὲ χιλιαστάς· ἀπευθύνομαι σὲ πιστούς, ποὺ θέλουν νὰ ἑορτάσουν σωστά. Ποιά εἶνε λοιπὸν τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε τὴν ἑβδομάδα αὐτή;

Τὸ πρῶτο καθῆκον, ἀδελφοί μου, εἶνε νὰ εὐχαριστήσουμε ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὅλη βέβαια ἡ ζωή μας πρέπει νά ᾽νε ἕνα εὐχαριστῶ, ἕνα «Δόξα σοι, Κύριε», γιὰ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες εὐεργεσίες του, τὶς φανερὲς καὶ ἀφανεῖς, γιὰ ὅλα τὰ καλά, ὑλικὰ καὶ πνευματικά, ποὺ ἐπιδαψιλεύει ἡ χάρις του· τὸν ἥλιο, τὸν ἀέρα, τὸ νερό, τὰ λουλούδια, τὰ ἀκρογιάλια, ὅλη τὴν πλάσι. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀκόμη γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὰ ἀδέρφια, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, γιὰ τὸ χρόνο καὶ τὶς ἐποχές, γιὰ ὅ,τι εὐλογημένο καὶ ἀναγκαῖο.

Ἄνθρωπος ἀγνώμων εἶνε χειρότερος ἀπὸ ζῷο. Ἕνα σκύλο ἔχεις, ἕνα κομμάτι ψωμὶ τοῦ πετᾷς, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του καὶ σοῦ λέει εὐχαριστῶ. Κι ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νά ᾽νε εὐγνώμων στὸ Θεό. Νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ του,γιὰ τὰ σεπτά του πάθη. Ἀκόμη νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε καὶ γιὰ κάτι ἄλλο• γιὰ τὴ μακροθυμία του στὰ τόσα ἐγκλήματά μας καὶ μάλιστα στὶς βλασφημίες, γιὰ τὶς ὁποῖες θά ᾽πρεπε ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ κ᾽ ἡ θάλασσα νὰ φουσκώσῃ νὰ μᾶς πνίξῃ, καὶ ὅμως μᾶς ἀνέχεται. Γι᾿αὐτὸ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ Ἐκκλησία λέει«Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι».

Τὸ ἕνα καθῆκον μας λοιπὸν εἶνε νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό. Τὸ ἄλλο εἶνε νὰ παρακολουθήσουμε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν εἶνε ὅπως οἱ ἄλλες· διαφέρουν πολύ. Οἱ ὕμνοι της, ποὺ εἶνε γλυκύτεροι ἀπ᾽ τὸ μέλι, τὰ ἐμπνευσμένα αὐτὰ ποιήματα ὅπως π.χ. ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος, δὲν ὑπάρχουν σὲ καμμιά θρησκεία στὸν κόσμο. Καὶ μόνο τὰ τροπάρια αὐτά, ποὺ δὲν τά ᾽χουν οὔτε φράγκοι οὔτε προτεστάντες οὔτε κανεὶς ἄλλος, φτάνουν ν᾽ ἀποδείξουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶνε ἀπὸ τὴ γῆ· εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρανό, εἶνε θεόπνευστη. Ποιός τὰ ἔκανε αὐτά; ποῦ γράφτηκαν, μέσα σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια; Τὰ ἔφτειαξαν μέσα σὲ σπηλιὲς ἅγιοι ἀσκηταί, ποὺτὸ δάκρυ τους ἔπεφτε στὴ γῆ καὶ τὴν ἔκανε νὰ λουλουδίζῃ. Δὲν τά ᾽γραψαν ἁπλῶς μὲ τὸ μυαλὸ καὶ τὰ γράμματα ποὺ ἤξεραν· αὐτὰ εἶνε τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς τους, συναίσθημα ὑγιές, ἔκφρασι ζωῆς, βιώματα ἅγια, ἀλήθειες, ποὺ μόνο ὅσοι ἀγάπησαν γνησίως τὸ Χριστὸ μποροῦσαν νὰ ἔχουν. Πρέπει νά ᾽νε ἀναίσθητος κανεὶς γιὰ νὰ μὴν τὸν συγκινοῦν. Ἂς τὰ παρακολουθήσουμε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία κρατώντας μιὰ Συνόψι.

Τὸ τρίτο καθῆκον μας. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἑβδομάδα νηστείας, αὐστηρῆς νηστείας. Μὴν ἀκοῦτε τοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀσεβεῖς• ἐμεῖς ἀπὸ τὴν παράδοσι ἀποστόλων καὶ πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας τηροῦμε τὶς νηστεῖες τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν τὴ νηστεία αὐτή.Ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε νὰ νηστέψῃ ἁπλῶς τὸ στομάχι γιὰ νὰ θυμηθῇ τὸ ὄξος τοῦ σταυροῦ· ἐννοοῦμε μαζὶ μὲ τὸ στομάχι νὰ νη- στέψῃ καὶ τὸ στόμα ἀπὸ κακολογία, ἡ γλῶσσα ἀπὸ αἰσχρολογία, τὰ μάτια ἀπὸ αἰσχρὰ θεάματα. Τέτοιες μέρες στὸ Βυζάντιο οἱ αὐτοκράτορες ὑπέγραφαν διαταγή· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο καὶ Κυριακὴ κλειστὰ τὰ ἱπποδρόμια καὶ ὅλα τὰ θέατρα. Πενθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἤμασταν χριστιανικὸ κράτος, θά ᾽πρεπε ἀπὸ αὔριο νὰ εἶνε κλεισμένα τὰ καταγώγια καὶ τὰ κέντρα διαφθορᾶς, καὶ νὰ ἐπικρατῇ πένθος γι᾿ Αὐτὸν ποὺ ὑψώθηκε γιὰ μᾶς ἐπάνω στὸ σταυρό.

Ἀλλὰ ἔχουμε κ᾽ ἕνα ἄλλο καθῆκον. Εἶνε τὸ καθῆκον τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς θείας μεταλήψεως. Ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲν θὰ ἐπεκταθῶ. Τοῦτο μόνο θὰ πῶ. Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καλούμεθα νὰ μείνουμε στὸ ναὸ μέχρι τέλους μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαμπάδα. Ὅποιος ἀκούει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ μετὰ φεύγει, προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μείνῃ στὸ σπίτι του. Αὐτὸ ποὺ γίνεται, νὰ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησίες μετὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», εἶνε βεβήλωσις, περιφρόνησι στὸ Χριστό. Νὰ μείνουμε λοιπὸν μέχρι τέλους καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦμε γιὰ τὴ θεία μετάληψι. Ἡ ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε κατ᾽ ἐξοχὴν ἑβδομάδα θείας μεταλήψεως. Τί εἶνε ἡ θεία μετάληψις; Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωτιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Τί εἶσαι, σὲ ρωτῶ, ἄχυρο; μὴν πλησιάσῃς τὰ ἅγια, θὰ καῇς. Εἶσαι χρυσάφι; Ἂν εἶσαι χρυσάφι, τὸ χρυσάφι δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴ φωτιά· ὅσο πλησιάζει τὴ φωτιά, τόσο καθαρίζεται. Ἔτσι κ᾽ ἐσὺ ὁ Χριστιανός· ἂν εἶσαι ἀμετανόητος, θὰ σὲ κάψῃ ἡ φωτιά, ὅπως ἔκαψε τὸν Ἰούδα ποὺ κοινώνησε ἀναξίως· ἂν ὅμως πέρασες ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, τότε πλησίασε· ἡ θεία κοινωνία θὰ εἶνε φάρμακο ἀθανασίας.

Τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔχουμε ἐπίσης ἱερὸ καθῆκον ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ πάσχουν καὶ ὑποφέρουν. Εἶνε ἑβδομάδα ἀγάπης καὶ ἐλεημοσύνης. Ἕνα ἐκλεκτὸ φαγητὸ σὲ κάποιον ποὺ πεινάει, ἕνα καινούργιο ροῦχο —ὄχι παλιό— σ᾿ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει, μιὰ βοήθεια στὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ἕνα φάρμακο ἀναγκαῖο, μιὰ ἐπίσκεψι στὸν ἀσθενῆ, ἕνας λόγος παρηγορητικὸς στὸν θλιμμένο, ὅ,τι τέλος πάντων μπορεῖ νὰ σκεφτῇ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ.

Ἀλλὰ δὲν εἶπα τίποτα· ὑπάρχει κάτι ἀκόμη, κι αὐτὸ εἶνε τὸ δυσκολώτερο. Ὅλα ὅσα εἴπα- με τὰ κάνεις· ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ τελευταῖο αὐτὸ δὲν τὸ κάνῃς, Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ξέρω Χριστιανοὺς ποὺ εἶνε ἄνθρωποι προσευχῆς, ποὺ ἔχουν τ᾽ αὐτί τους τεντωμένο στὰ ἱερὰ λόγια, ποὺ νηστεύουν αὐστηρά, ποὺ ἐξομολογοῦνται, ποὺ κοινωνοῦν· ἀλλὰ λίγους Χριστιανοὺς γνώρισα ποὺ ἔχουν – ποιό; τὸ «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (δοξ. αἴν. Πάσχ.). Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε ἑβδομάδα συγχωρήσεως. Ποιός, ἀδελφοί μου, στὴ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔχει ἀντιπάθειες, ψυχρότητες, ἀντιθέσεις, ποιός δὲν ἔχει κάποιον ἐχθρό; Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ὑψώσουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο. Κανείς δὲν ἀδικήθηκε καὶ δὲν πόνεσε ὅπως ὁ Χριστός μας. Ἐνῷ ἔσχιζαν τὶς σάρκες του τὰ καρφιὰ καὶ τὴν καρδιά του οἱ κατάρες καὶ τ᾽ ἀναθέματα τῶν φαρισαίων, ἐκεῖνος πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ προσευχήθηκε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ἂς ἀλληλοσυγχωρηθοῦμε· νύφες καὶ πεθερές, ἀδελφοὶ μὲ ἀδελφούς, φίλοι μὲ φίλους,παιδιὰ μὲ γονεῖς, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. Ἂς πλατύνουμε τὶς καρδιές, ἂς αἰσθανθοῦμε μέσα μας τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Χωρὶς τὴν ἀγάπη πῶς μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε;
Ἀδελφοί μου! Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσον· χέρι ἀνοιχτὸ γιὰ ἔλεος, μάτια δακρυσμένα ἀπὸ μετάνοια, πόδια ποὺ τρέχουν στὸ ναό, καρδιὰ συμφιλιωμένη, γεμάτη λατρεία στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἐκτελοῦμε τὰ καθήκοντα αὐτά;

Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰ νὰ εἶνε ἕνας ζητιάνος καὶ ὅλες τὶς μέρες τοῦ πετᾶνε πενταροδεκάρες, κ᾽ ἔρχεται μιὰ ὥρα ποὺ περνάει κάποιος βασιλιᾶς καὶ τοῦ λέει «Ἄνοιξε τὶς φοῦχτες σου» κι ἀρχίζει καὶ τοῦ μετράει 1, 2, 3, …5,…10, …100, …168 λίρες καὶ θαμπώνουν τὰ μάτια του. Κι αὐτός, ἀντὶ νὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ θησαυρὸ νὰ τὸν ἀξιοποιήσῃ, πάει στὸ ποτάμι κι ἀρχίζει νὰ πετάῃ τὶς λίρες στὸ νερό. Δὲν εἶν᾽ αὐτὸ παραφροσύνη; Κι αὐτὲς οἱ ὧρες λοιπὸν ―ἔτσι λέει ἡ Ἐκκλησία, «ὧρες» τὶς ὀνομάζει―, εἶνε θησαυρός. Κάθε ὥρα, κάθε καμπάνα, κάθε χτύπος, κάθε λεπτό, εἶνε σπουδαία ὥρα.

Ἂς ἐκμεταλλευθοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Μὴν ἀφήσουμε νὰ διαρρεύσουν ὅπως ἡ ὑπόλοιπη ζωή μας. Ξέρουμε ἂν θὰ ζήσουμε νὰ γιορτάσουμε ἄλλη Μεγάλη Ἑβδομάδα; Μήπως ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία τῆς ζωῆς μας; Πέρυσι πόσοι ἦταν μαζί μας; καὶ ποῦ εἶνε τώρα; Φεύγουμε, σφυρίζει τὸ τραῖνο, μιά φορὰ περνᾶμε πάνω ἀπ᾽ τὴ φλούδα αὐτή.

Εὔχομαι, αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ εἶνε σημαντικὸς σταθμὸς στὴ ζωή μας. Νὰ δώσῃ ὁ Κύριος νὰ εἶνε ἑβδομάδα ἁγίων σκέψεων, ἱερῶν συναισθημάτων, ἡρωικῶν ἀποφάσεων, ἁγιασμὸς ψυχῆς. Εἴθε νὰ σφραγίσουμε τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὰ λόγια «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Μοσχάτου - Ἀθηνῶν τὴν 10-4-1960 τὸ βράδυ. 

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Μεγάλη Πέμπτη - «Έρχεται επί σφαγήν εκούσιον» (Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Πέμπτης)



ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
«ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΠΙ ΣΦΑΓΗΝ ΕΚΟΥΣΙΟΝ»
(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Πέμπτης)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού
      «Τη Αγία και Μεγάλη Πέμπτη οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι θείοι Πατέρες, αλληλοδιαδόχως εκ τε των θείων Αποστόλων και των ιερών Ευαγγελίων παραδεδώκασιν ημίν τέσσερά τινα εορτάζειν΄ τον ιερόν Νιπτήρα, τον Μυστικόν Δείπνον (δηλαδή την παράδοσιν των καθ’ ημάς  φρικτών Μυστηρίων), την υπερφυά Προσευχήν και την Προδοσίαν αυτήν». 
      Αυτό είναι το συναξάρι της Μεγάλης Πέμπτης. Η αγία μας Εκκλησία τιμά την  γία αυτή ημέρα όσα έλαβαν χώρα στο υπερώο της Ιερουσαλήμ και όσα ακολούθησαν μετά το Μυστικό Δείπνο.

       Το Θείο Δράμα οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. Ο εκουσίως και αδίκως Παθών για τη δική μας σωτηρία Κύριος γνωρίζει ότι έφτασε το τέλος της επί γης παρουσίας Του. Η προδοσία του αγνώμονα μαθητή, η σύλληψη, οι εξευτελισμοί, το ψευδοδικαστήριο, η καταδίκη και ο σταυρικός θάνατος είναι θέμα ωρών. Ως άνθρωπος αισθανόταν το δια της θυσίας Του βαρύ φορτίο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και γι’ αυτό αγωνιούσε υπερβαλλόντως. Δεν τον ενδιέφερε το δικό Του μαρτύριο και ο θάνατος, αλλά η συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του.
       Γι’ αυτό λοιπόν αφιέρωσε το βράδυ της προπαραμονής του επικείμενου ιουδαϊκού Πάσχα και παραμονή της δικής Του σταυρικής θανής στους αγαπημένους Του μαθητές. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ΄ υμών προ του με παθείν» (Λουκ.22,15) τους είπε. Ήθελε να φάγει για τελευταία φορά μαζί τους. Μα το σπουδαιότερο να τους αφήσει τις τελευταίες παρακαταθήκες Του και πάνω απ’ όλα να τελέσει τον Μυστικό Δείπνο, να παραδώσει την υπερφυά Θεία Ευχαριστία, η οποία θα τελείται στο διηνεκές, ως η αέναη πραγματική παρουσία Του στην Εκκλησία.
        Στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συγκινήσεως και σε ένδειξη πραγματικής και άδολης αγάπης, έσκυψε ως δούλος ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Με την πράξη Του αυτή ήθελε να διδάξει έμπρακτα το πρωταρχικό χρέος της αλληλοδιακονίας των ανθρώπων. «Ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Λουκ.22:25), άφησε ως ύψιστη εντολή για τις κατοπινές ανθρώπινες γενεές.
       Κατόπιν κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου. Ο Κύριος θέλησε κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό. Λέγει λοιπόν «Εις εξ’ υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ’ εμού» (Μάρκ.14,18, Ιωάν.13,22). Τα λόγια αυτά
 έφεραν αναστάτωση στους μαθητές. Δεν περίμεναν να ακούσουν τέτοια φοβερή αγγελία και  άρχισαν να διερωτώνται: ποιος άραγε είναι αυτός; Ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης πέφτοντας στον τράχηλο του Διδασκάλου ρώτησε εξ’ ονόματος όλων: «Κύριε τις εστιν»; και ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω» (Ιωάν.13,26). Και βουτώντας τεμάχιο άρτου στο φαγητό το έδωσε στον Ιούδα. Αυτός το έφαγε και ταυτόχρονα «εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωάν.13,27). Ο Ιησούς του είπε: «ό ποιείς, ποίησον τάχιον» (Ιωάν.13,27). Ο προδότης μαθητής έφυγε βιαστικά, απομακρυνθείς για πάντα από τη χορεία των μαθητών και από την κοινωνία του Θείου Διδασκάλου. «Ην δε νύξ» προσθέτει ο Ιωάννης. «Νυξ πραγματική, τονίζει σύγχρονος συγγραφέαςαλλά και νυξ πνευματική εν τη ψυχή του Ιούδα, εν η το φως του θείου Πνεύματος δια παντός εσβέσθη»!
        Μετά από αυτό ο Κύριος προέβη στη σύσταση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε έκοψε αυτόν σε τεμάχια και έδωκε
στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου», το αληθινό το πραγματικό, «το υπέρ υμών διδόμενον» (Λουκ.22,19). Ύστερα πήρε το ποτήριο της ευλογίας, που ήταν γεμάτο με οίνο, και αφού ανέπεμψε ευχαριστήριο δέηση στο Θεό Πατέρα έδωκε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες΄ τούτο γαρ εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν  αμαρτιών» (Ματθ.26,28, Μάρκ.14,24).
      Αφού κοινώνησαν όλοι και έφαγαν, ο Κύριος μίλησε και απεύθυνε την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του στους μαθητές Του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει στο Ευαγγέλιό Του ολόκληρη αυτή την εκτενή ομιλία στα κεφάλαια 13-16. Ο τρόπος της ομιλίας προδίδει στον Κύριο δραματική έκφραση. Ως άνθρωπος μπροστά στο
μαρτύριο, το οποίο γνωρίζει ως Θεός αγωνιά και λυπάται. Αρχίζει με το «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ» (Ιωάν.13,31). Τα παθήματα που θα ακολουθήσουν και η ταπείνωση θα είναι η δόξα του Υιού και συνάμα αυτή θα είναι η δόξα του Πατέρα. Οι αλήθειες και οι ηθικές ιδέες της ομιλίας την καθιστούν πραγματικά μοναδική. Η τρυφερότητα προς τους μαθητές Του είναι έκδηλη, τους αποκαλεί «τεκνία».Κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η προτροπή για ενότητα και αγάπη μεταξύ των μαθητών και κατ’ επέκταση όλων των ανθρώπων. «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν.13,3) και«Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14,27).
      Μετά ακολούθησε η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει ο Θεός Πατέρας από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του.
       Αφού περατώθηκε και η προσευχή η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Ο Ιησούς πήρε τους μαθητές Του και πήγε στο Όρος των Ελαιών, σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό και ήσυχο τόπο, λίγο έξω από τη μεγάλη πόλη.  Εκεί υπήρχε κήπος στον οποίο μπήκε με τους μαθητές Του για να προσευχηθεί (Ιωάν.18,1). Να μείνει μόνος «ενώπιος ενωπίω» με τον Ουράνιο Πατέρα και να αντλήσει δύναμη για τη μεγάλη δοκιμασία, που Τον περίμενε. Ο τρόπος της προσευχής ήταν δραματικός. Ως άνθρωπος αγωνιούσε για το επερχόμενο πάθος. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ.26,38) είπε στους μαθητές Του. «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»(Ματθ.26,39) παρακαλούσε τον Πατέρα και «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντος επί την γην» (Λουκ.22:45). Μάταια προσπαθούσε να νικήσει τη νωθρότητα των μαθητών Του, οι οποίοι δε μπορούσαν να κατανοήσουν την κρισιμότητα των δραματικών εκείνων στιγμών, και έπεφταν σε βαθύ ύπνο.  
       Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές και θόρυβος πολύς. Έφτασαν οι στρατιώτες με οδηγό τον Ιούδα για να συλλάβουν τον Ιησού. Χαρακτηριστικό σύνθημα ο ασπασμός του Διδασκάλου από τον Προδότη (Λουκ.22,48). Ο Πέτρος χρησιμοποιεί βία, κόβει το αφτί του στρατιώτη Μάλχου (Ιωάν.18,11). Παρ’ όλα αυτά η σύλληψη πραγματοποιείται. Ο Κύριος δέσμιος οδηγείται σε ολονύκτιες ψεύτικες δίκες για να καταδικαστεί και να σταυρωθεί.
       Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν τεράστια σωτηριολογική σημασία για μας. Πρώτ’ απ’ όλα η εκούσια πορεία του Κυρίου προς το Πάθος φανερώνει την άμετρη θεία ευσπλαχνία και αγάπη για τον πεσόντα άνθρωπο. Η ολοκληρωτική νίκη της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με τον σταυρικό θάνατο του αναμάρτητου Χριστού. Μόνο το τίμιο αίμα του Μεγάλου Αθώου μπορούσε να καθαρίσει κάθε ρύπο αμαρτίας σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Μόνο αυτό μπορούσε να φέρει την καταλλαγή και την ισορροπία, που είχε διαταράξει σοβαρά το κακό και η αμαρτία.      Υπέροχο πραγματικά είναι και το υμνολογικό περιεχόμενο της αγίας αυτής ημέρας. Δημοφιλές είναι το αρκτικό τροπάριο «Ότε οι ένδοξοι μαθηταί…», μέσω του οποίου παροτρύνονται οι πιστοί να αποφύγουν τα πάθη του προδότη Ιούδα. Επίσης ο κανόνας, ποίημα του  Κοσμά του  μοναχού αποτελεί ένα κορυφαίο ποίημα της Εκκλησίας μας. Στο κοντάκιο «Τον άρτον λαβών εις χείρας ο προδότης…» ποίημα του περιφήμου Ρωμανού, αποτυπώνεται με ακρίβεια η δολιότητα και η αθλιότητα του Ιούδα. Ο Οίκος, ποίημα του Συμεών του Υμνογράφου, καλεί τους πιστούς να μιμηθούν τους μαθητές του Χριστού και να προσέλθουν στην πνευματική τράπεζα «καθαραίς ταις ψυχαίς», να ζήσουν το μυστήριο της απολύτρωσης. Εκπληκτικά τροπάρια είναι τα στιχηρά των Αίνων «Συντρέχει λοιπόν το συνέδριον των Ιουδαίων…» ποίημα Κοσμά του μοναχού, «Ιούδας ο παράνομος ο βάψας εν τω δείπνω την χείρα…», «Ιούδας ο προδότης δόλιος ων…» κλπ., ποιήματα Ιωάννου του μοναχού, ιστορούν την προδοσία του αγνώμονα μαθητή. Υπέροχο είναι ακόμα και το δοξαστικό «Ον εκήρυξεν Αμνόν Ησαίας έρχεται επί σφαγήν εκούσιον…».  Καταπληκτικά είναι επίσης και τα απόστιχα τροπάρια, ποιήματα του πατριάρχου Μεθοδίου, «Σήμερον το κατά του Χριστού πονηρόν συνήχθη συνέδριον…», «Σήμερον ο Ιούδας το της φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπείον…», και « Μηδείς, ω πιστοί, του δεσποτικού δείπνου αμύητος…», παρουσιάζουν κατά τρόπο ποιητικότατο την σύλληψη και την ψευδοδίκη του Κυρίου. Θαυμαστό είναι ακόμα και το δοξαστικό των αποστίχων «Μυσταγωγών σου Κύριε…»με το οποίο καλούνται οι μαθητές Του από Αυτόν  να γίνουν διάκονοι των ανθρώπων, όπως Εκείνος.      
       Αυτή η Μεγάλη Θυσία μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα στην Εκκλησία, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, την οποία παρέδωσε ο Κύριος τη σημερινή ημέρα στους μαθητές Του και μέσω αυτών στην Εκκλησία. Η απολυτρωτική Θυσία του Σταυρού συνεχίζεται στο διηνεκές στις άγιες Τράπεζες των ναών, ως την κυριότερη αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας. Ο Κύριος είναι παρών στην Εκκλησία Του μέσω του ιερού Μυστηρίου τη Θείας Ευχαριστίας. Εμείς γινόμαστε οργανικά, πραγματικά, μέλη του μυστικού Του Σώματος με την Κοινωνία του αγίου Σώματός Του. Έτσι συντελείται η σωτηρία μας.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...