«Ὑμεῖς ἐστέ τὸ ἅλας τῆς γῆς˙ ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ὑμεῖς ἐστέ τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη. Οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Θέμα: Χριστιανικὸς χαρακτὴρ
Τὸ σοφὸν στόμα τοῦ Κυρίου φροντίζει διὰ ποικίλων τρόπων νὰ εἰσαγάγῃ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τὰς θείας ἀληθείας. Τοῦτο πράττει ἄλλοτε διὰ θαυμάτων, ἵνα δὶ’ αὐτῶν δώσῃ ἐγκυρότητα εἰς τὴν ἀποστολήν του καὶ ἄλλοτε διὰ παραβολῶν, παρομοιώσεων καὶ ἀλληγοριῶν, ἵνα εἰσαγάγῃ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πλέον ἀγραμμάτου τὰς θείας ἀληθείας. Ὅπως τὸ καλὸν σῶμα, ὅταν ἔχῃ ὡραῖον ἔνδυμα, εἶναι ὡραῖον, κατὰ παρόμοιον τρόπον, ὅταν αἱ ὡραῖαι ἰδέαι ἐνδύωνται διὰ καλῶν ἐκφράσεων, παραβολῶν, εἶναι ὡραιόταται.
Ὁ Κύριος τὰς παραβολὰς καὶ ἀλληγορίας ἐκλέγει ἀπὸ τὴν ἀγροτικήν, κοινωνικὴν καὶ οἰκογενειακὴν ζωήν, ἵνα λαμβάνῃ εἰκόνας κοινάς καὶ γίνῃ ἀντιληπτὸς ὑπὸ μορφωμένων καὶ μή. Τρεῖς ἐκ τῶν πολλῶν ἄλλων ἀλληγοριῶν, τὰς ὁποίας ἐκλέγει καὶ χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος, εἶναι καὶ αἱ τοῦ ἀνωτέρω Εὐαγγελίου. Παρομοιάζει δηλαδὴ τοὺς χριστιανοὺς ὡς φῶς, ὡς ἅλας, ὡς πόλιν περίβλεπτον. Ἐπὶ λέξει. «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς, ὑμεῖς ἐστὲ πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», λέγει ὁ Κύριος. Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ποῖαι αἱ ἰδιότητες τῶν τριῶν αὐτῶν συμβόλων τοῦ φωτὸς τοῦ ἅλατος καὶ τῆς πόλεως καὶ δεύτερον ποίας ἠθικάς τῶν πιστῶν ἰδιότητας συμβολίζουσιν.
Α΄. Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Φῶς, ἅλας, πόλις.
Τὸ φῶς. Δὲν ὑπάρχει καθαρώτερον πρᾶγμα ἀπὸ τὸ φῶς. Λάβετε μίαν λάμπαν ἠλεκτρικὴν οἱασδήποτε ἐντάσεως. Ἀσφαλῶς θὰ ἴδητε πόσην καθαρότητα ἔχει τὸ φῶς ἰδίως κατὰ τὴν νύκτα. Λάβετε ἐπίσης μίαν λάμπαν ὄχι ἠλεκτρικήν, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνας τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, ἡ ὁποία καίει μὲ πετρέλαιον καὶ φυτίλιον. Ἴσως νὰ παρατηρήσετε ἀκαθαρσίαν εἰς τὸ πετρέλαιον, εἰς τὸ φυτίλι, εἰς τὸν σκελετὸν τῆς λάμπας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ πόσον καθαρὸν τὸ φῶς, ἡ λαμπάδα ἡ τρεφόμενη ἀπὸ τόσην ἀκαθαρσίαν ! Τὸ ἴδιον δύνασθε νὰ παρατηρήσητε εἰς τοὺς ἀκόμη ἀκάθαρτους λύχνους τοῦ χωρίου. Ἡ τροφὴ τοῦ φωτὸς ἀκάθαρτος, τὸ τρεφόμενον φῶς καθαρόν!
Τὸ φῶς ὄχι μόνον εἶναι τὸ καθαρότερον ἀλλὰ καὶ τὸ φωτεινότερον πρᾶγμα. Φωτεινὸν δὲ αὐτὸ δεικνύει τὰς ἀκαθαρσίας καὶ καθαρότητας τῶν ἄλλων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα πλησιάζουν εἰς αὐτό. Τὸ φῶς δεικνύει μέχρι τῶν τελευταίων λεπτομερειῶν τὰς καθαρότητας καὶ ἀκαθαρσίας, ἐπὶ ἐκείνων ὅπου αἱ ἀκτῖνες τῶν προσπίπτουν. Ὥστε τὸ φῶς εἶναι καθαρὸν δὶ’ ἑαυτό, φωτεινὸν διὰ τοὺς ἄλλους!
Τὸ ἅλας. Τὸ ἁλάτι ἔχει τὴν ἰδιότητα καὶ ἱκανότητα νὰ διεισδύῃ εἰς τὰ φαγητά, ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, καὶ νὰ διαποτίζῃ μέχρι τοῦ τελευταίου μορίου, ἐὰν εἶναι ἀνόργανος οὐσία, ὡς τὸ ὕδωρ, μέχρι τοῦ τελευταίου κυττάρου, ἂν εἶναι ὀργανικὴ οὐσία, ὡς αἱ τροφαί. Διαποτίζον ὅμως οὕτω ὁλόκληρον τὸ φαγητὸν κάμνει αὐτὸ περισσότερον εὔγεστον, περισσότερον νόστιμον. Ἀλλὰ ἐνῷ εἶναι διεισδυτικώτατον στοιχεῖον καὶ θὰ ἐπερίμενε κανεὶς νὰ ἐπιφέρῃ τὴν διάλυσιν καὶ ἀποσύνθεσιν, τοὐναντίον! Τὸ ἅλας εἶναι ὄχι μόνον διεισδυτικὸν ἀλλὰ καὶ συνεκτικὸν τῶν τροφῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, προλαμβάνει τὴν σαπίλαν. Διά νὰ προφυλάξωμεν λ.χ. τὸ κρέας ἐκ τῆς ἀποσυνθέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν τείνει, τὸ ἀλατίζομεν. Διά νὰ προφυλάξωμεν τὸν τυρὸν κ.λ.π. οὐσίας ἀπὸ τὴν διάλυσιν, τὰς ἁλατίζομεν. Ὥστε τὸ ἁλάτι ἔχει τὰς ἰδιότητας νὰ διαποτίζῃ, νὰ νοστιμεύῃ τὰς τροφᾶς ἐπὶ τῶν ὁποίων τίθεται, ἀλλὰ καὶ νὰ συγκρατῇ μερικῶν ἐξ αὐτῶν τὴν ἀποσύνθεσιν. Μὲ ὀλίγα λόγια τὸ ἅλας εἶναι διεισδυτικὸν καὶ συνεκτικὸν τῶν τροφῶν μας. Τὸ ἁλάτι εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν χάσῃ τὴν στυφτικὴν τοῦ ἰδιότητα, περιφρονεῖται καταπατούμενον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἄχρηστον.
Ὁ Κύριος ὅμως φέρει πλὴν τῶν ἀνωτέρω καὶ τὴν πόλιν τὴν ἐπάνω ὄρους κειμένην. Ὅπως εἰς τὸ φῶς δὲν δύναται τίποτε νὰ κρυφθῇ, οὕτω καὶ ἡ ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένη πόλις εἶναι περίβλεπτος εἰς πάντας. Ὅλοι οἱ διαβᾶται ὑψώνουσι τὸ βλέμμά των πρὸς αὐτήν. Ὁ πρὸς αὐτὴν κατευθυνόμενος διαβάτης γνωρίζει πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει, δὲν πελαγοδρομεῖ. Βαδίζει ἐπὶ τοῦ ἀσφαλοῦς, διότι βλέπει τὸν ἀντικειμενικὸν σκοπόν, πρὸς τὸν ὁποῖον κατευθύνεται.
Ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς χριστιανοὺς ὡς φῶς, ἅλας, πόλιν περίβλεπτον. Εἴδομεν τὰς ἰδιότητας τῶν συμβόλων τούτων. Ἂς ἴδωμεν τώρα καὶ τὰ δὶ’ αὐτῶν συμβολιζόμενα.
Β΄. Ἐκ τῆς ζωῆς. Ὁ χαρακτὴρ τοῦ πιστοῦ.
Εἴπομεν, ὅτι αἱ συμβολιζόμεναι ἰδιότητες εἶναι: Καθαρότης καὶ φωτεινότης τοῦ φωτός, διεισδυτικότης καὶ συνεκτικότης τοῦ ἅλατος, τὸ περίβλεπτον τῆς πόλεως. Τοιοῦτος πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ Χριστιανός. Καθαρός! Ἔργα, λόγια, βλέμματα, ἀκούσματα, λογισμοὶ τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ εἶναι καθαροί, πεντακάθαροι. Δὲν πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του νὰ ἐκστομίζῃ λόγους ἀπρεπεῖς, δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέπῃ νὰ εἰσέρχωνται εἰς τὸν λογισμὸν του σκέψεις κατὰ τοῦ ἄλλου μοχθηραί, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βλέπῃ ἐκεῖ, ὅπου τὸ μόλυσμα θὰ τοῦ λερώσῃ τὴν ψυχήν, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀκούῃ λόγια μοχθηρὰ ἤ προσβάλλοντα τὴν αἰδημοσύνην. Μὲ ἕνα λόγον πρέπει νὰ καθαρίσῃ γλῶσσαν, μάτια, αὐτιά, χεῖρας καὶ πόδας.
Καθοριζόμενος οὕτω ὁ Χριστιανὸς καὶ γενόμενος φῶς, θὰ φωτίζῃ τοὺς ἄλλους. Οἱ ἄλλοι φωτιζόμενοι θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ βλέπουν τὰς ἀκαθαρσίας των. Τὸ καλὸν παράδειγμα, τὰ συνετὰ λόγια ἔχουν τόσην δύναμιν καὶ τόσον φῶς, ὥστε θὰ χρησιμεύσουν ὡς καθρέπτης τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.Θὰ ξεδιπλώνωνται ἐμπρὸς εἰς τὴν φωτιστικὴν αὐτὴν δύναμιν οἱ πλέον κρυφὲς δίπλες τῆς ψυχῆς. Οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ καθρέπτης διὰ τοὺς ἄλλους μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως δηλαδὴ τὸ βράδυ προκειμένου νὰ ἴδῃ τις τὸν ἑαυτὸν του ἔχει ἀνάγκην καθρέπτου καὶ φωτός, οὕτω καὶ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι φῶς καὶ καθρέπτης εἰς τοὺς ἄλλους.
Ἀλλὰ ἐν ᾧ τὸ καλὸν παράδειγμα εἶναι τὸ διεισδυτικώτερον εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἄλλου εἶναι καὶ τὸ συνεκτικώτερον. Αὐτὸ ὡς τὸ ἅλας θὰ συγκράτησῃ καὶ θὰ σύνδεσῃ τὴν οἰκογένειαν μεταξύ της, τὸν πατέρα μὲ τὸ παιδί, τὸ παιδὶ μὲ τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφὸν μὲ τὸν ἀδελφόν, τὸν φίλον μὲ τὸν φίλον, τὴν φίλην μὲ τὴν φίλην. Θὰ συνδέῃ καὶ θὰ νοστιμεύῃ τοὺς δεσμοὺς τῆς κοινωνίας, τῆς οἰκογενείας, τῆς φιλίας, συγγενείας κ.λ.π. ὅπως τὸ ἁλάτι νοστιμεύει τὰ φαγητά. Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν τὴν δύναμιν καὶ ἀποστολὴν νὰ προφυλάξουν τὴν κοινωνίαν ἀπὸ τὴν σαπίλαν, ὅπως τὸ ἁλάτι προφυλάσσει τὰ φαγητὰ ἀπὸ τὴν σῆψιν.
Ὅπως ὅμως τὸ ἁλάτι, ὅταν χάσῃ τὴν ἁλιστικὴν του δύναμιν, ἀπορρίπτεται καὶ ὑπὸ οὐδενὸς ἄλλου ἁλατίζεται, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ Χριστιανὸς διδάσκαλος, ὅταν χάσῃ τὴν φωτιστικήν του δύναμιν πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὑπὸ οὐδενὸς ἄλλου φιλοσοφικοῦ συστήματος δύναται νὰ ἱκανοποιηθῇ καὶ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων περιφρονεῖται.
Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», διότι αὐτοὶ θὰ φωτίζουν, θὰ ἐμπνέουν, θὰ κατευθύνουν τὸν κόσμον καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ κρυβῶσιν. Ἑπομένως πρέπει νὰ προσέχωσι πολὺ εἰς τὸν ἑαυτὸν των. Διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ὁ Κύριος παρομοιάζει τοὺς μαθητάς του πρὸς λύχνον, ὁ ὁποῖος δὲν σκεπάζεται ὑπὸ οἰκιακοῦ σκεύους, «τοῦ μοδίου» (Ρωμαϊκοῦ μέτρου σιτηρῶν 1/6 τοῦ Ἕλλην. μεδίμνου) ἀλλὰ τίθεται εἰς τὴν λυχνίαν, τὸν λυχνοστάτην, ἵνα φωτίζῃ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ οἴκου. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ καλὸς Χριστιανὸς γίνεται πολικὸς ἀστήρ, κατευθεντήριος γραμμὴ τοῦ περιβάλλοντος, εἰς τὸ ὁποῖον ζῇ, εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους συναναστρέφεται. Ὁσονδήποτε καὶ ἂν κρύβῃ οὗτος τὰς ἀρετάς του, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι τὸν περιβάλλουν, ὀσφραίνονται τὸ κρυφὸν ἄρωμα, τὸ ὁποῖον πνέει καὶ γίνεται περίβλεπτος σἄν τὴν πόλιν τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένην. Τέλος ὁ Κύριος συνιστᾷ, ὅτι σκοπὸς ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, «ὅπως ἂν ἴδωσι τὰ καλὰ ὑμῶν ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Διδακτικώτατον παράδειγμα χριστιανικοῦ φωτός, τὸ ὁποῖον ἔγινε σκότος καὶ χριστιανικοῦ ἅλατος, τὸ ὁποῖον ἠχρηστεύθη εἶναι ὁ μάρτυς Σαπρίκιος. Οὗτος συνεδέετο φιλικώτατα μετὰ ἄλλου τινὸς κληρικοῦ ὀνομαζόμενου Νικηφόρου. Ἡ φιλία των ὅμως ἔπειτα ἀπὸ ἔτη ἔσπασε. Κηρύσσεται ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Βαλεριανοῦ. Ὁ Σαπρίκιος συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς φρικτὰ μαρτύρια. Ὁ Νικηφόρος σπεύδει, γονατίζει ἐνώπιόν του καὶ ζητεῖ συμφιλίωσιν μαζί του. Ὁ Σαπρίκιος ἀρνεῖται. Ὁδηγεῖται εἰς τὸ μαρτύριον ὁ Σαπρίκιος καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀρνῆται τὴν συμφιλίωσιν μετὰ τοῦ Νικηφόρου. Ὅταν ἦτο ἕτοιμος ὁ δήμιος νὰ καταφέρῃ τὴν μάχαιραν, ὁ Σαπρίκιος δειλιάζει καὶ ἀρνεῖται τὸν Χριστὸν ὑποσχόμενος νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοῦτο σπεύδει αὐτὸς ὁμολογῶν, ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ λαμβάνει τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου Πόσον φῶς καὶ ἅλας ἦτο ὁ Νικηφόρος, πόσον σκότος καὶ ἀνάλατος ἐφάνη ὁ Σαπρίκιος!
Ἡ συμπλήρωσις τοῦ Νόμου γενικῶς (Ματθ. 5,17—20)
«Μὴ νομίσητε, ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἤ τοὺς προφήτας. Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου, ἕως πάντα γένηται».
Νόμος ἐνταῦθα, ὁ ὁποῖος δὲν θὰ παρέλθῃ, εἶναι ὁ ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελίου συμπληρωθείς παλαιὸς νόμος τῶν προφητῶν καὶ τοῦ Μωϋσέως. Ὁ Κύριος συνεπλήρωσε τοὺς προφήτας πληρώσας δὶ’ ἔργων, ὅσα ἐκεῖνοι προεφήτευσαν περὶ Αὐτοῦ. Ἐπλήρωσε δὲ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως συμπληρώσας αὐτόν, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω λεπτομερῶς, ἐκριζῶν τὰς ἀφορμάς τῶν παθῶν. Ὅ,τι οἱ ἄλλοι ὁ Μωϋσῆς δηλαδὴ καὶ οἱ προφῆται ὡς σκιὰν ἀφῆκαν, ἐσκιαγράφησαν, ὁ Κύριος ἐζωγράφησε συμπληρώσας τὴν σκιὰν διὰ τῶν χρωμάτων. Ὁ ζωγράφος δὲν καταλύει τὴν σκιαγραφίαν ἀλλὰ συμπληροῖ. Οὕτω καὶ ὁ Χριστός. Ὅπως ὁ σπόρος ὁ πεσῶν εἰς τὴν γῆν δὲν ἀνανεοῦται, ἂν πρῶτον δὲν φθαρῇ, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ εὐαγγελικὸς νόμος εἶναι ἄνθος καὶ κορωνὶς τοῦ παλαιοῦ νόμου, τοῦ σπόρου ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀποσυνετέθη. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ παλαιὸς νόμος ἐξευγενίζεται, γίνεται αἰώνιος συμπληρούμενος ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου.
«Ἰῶτα» εἶναι ἡ ἰδικὴ μας ὑπογεγραμμένη καὶ «κεραία» εἶναι ὁ ἰδικὸς μας τόνος εἰς τὰς λέξεις. Ἑπομένως τὰ πλέον νομιζόμενα ἀσήμαντα εἰς τὰ λόγια τοῦ Κυρίου θὰ ἐκπληρωθῶσι θὰ ἐφαρμοσθῶσιν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν. Ἐὰν δὲν ἐφαρμοσθῶσι, θὰ τιμωρηθῶσιν οἱ παραβᾶται. «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὃς δ’ ἂν ποίησῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Ὁ Κύριος βεβαιοῖ, ὡς εἴπομεν, ὅτι δὲν καταργεῖ ἀλλὰ συμπληροῖ τὸν Ἑβραϊκὸν νόμον διὰ τοῦ Εὐαγγελίου δίδων τόνον καὶ εἰς τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν θὰ ἀδιαφορήσῃ τις διὰ τὰς μικρᾶς ἁμαρτίας, θὰ ἀδιαφορήσῃ δὶ’ αὐτὸν ὁ Θεός. Δὲν πρόκειται περὶ ἀθετήσεως τῶν μικρῶν ἐντολῶν ἐκ συναρπαγῆς στιγμιαίας ἀλλὰ περὶ συστηματικῆς παραγνωρίσεως, ὥστε νὰ διδάσκῃ τὴν παραγνώρισιν ταύτην ὡς ἀλήθειαν. Ἵνα μὴ νομίσωμεν ὅμως, ὅτι ὁ μὴ προσέχων τὰς ἐλαχίστας ἐντολάς τοῦ συμπληρωθέντος Ἑβραϊκοῦ νόμου «ἐλάχιστος κληθήσεται» ἤτοι θὰ ἀξιωθῇ μὲν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἐλάχιστος, θ’ ἀπολαμβάνῃ μικράν δόξαν, ὁ Κύριος συνεχίζει, «Λέγω γὰρ ὑμῖν, ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Πρέπει ἡ ἀρετή μας νὰ εἶναι μεγαλύτερα τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ μὲν Φαρισαῖοι προσεῖχον εἰς τὰς παραδόσεις, οἱ δὲ γραμματεῖς εἰς τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Ὁ χριστιανὸς θὰ προσέχῃ εἰς τὰς ῥίζας τῶν κακιῶν. Ἑπομένως ἡ συμπλήρωσις αὕτη τοῦ Παλαιοῦ νόμου συνίσταται εἰς τὴν προσθήκην μεγαλυτέρων ἀρχῶν καὶ ὁ παραβὰς αὐτάς ἐκ συστήματος δὲν θὰ ἀξιωθῇ τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ.
Ποίαν ἀξίαν ἔχει ἡ μικρὰ ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν περιφρονοῦμεν, ἐνῷ ὁ Κύριος συνιστᾷ προσοχὴν καὶ εἰς αὐτήν, φαίνεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς: Ἡ βασίλισσα Σεμίραμις παρεκάλεσε τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων νὰ τῆς ἐπιτρέψῃ νὰ βασιλεύσῃ καὶ αὐτὴ ἐπὶ χρόνον τινά. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελεν. Ἡ Σεμίραμις τὸν παρεκάλεσε νὰ βασιλεύσῃ μίαν μόνον ἡμέραν. Ὁ βασιλεὺς ἀρνεῖται. Ἡ Σεμίραμις κλαίουσα παρακαλεῖ νὰ βασιλεύσῃ μίαν μόνην ὥραν. Ὁ βασιλεὺς καμφθείς ἀπὸ τὰ δάκρυά της καὶ τὴν μικράν αἴτησιν της ἐπιτρέπει. Ἡ Σεμίραμις γινομένη βασίλισσα διατάσσει νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν βασιλέα. Αὐτὸ καὶ ἔγινεν. Κατόπιν ἡ Σεμίραμις βασιλεύει διὰ πάντα. Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁμαρτία. Ὁσονδήποτε μικρὰ καὶ ἂν εἶναι ἔχει μεγάλας συνεπείας.