Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Ὁ καθηγούμενος Σταυροβουνίου Γερμανός





Tὸ ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος καὶ Καθηγουμένου Γερμανοῦ ἐγράφη πλέον εἰς τὰς δέλτους τῆς Ζωῆς. Ἡ ὁσιωτάτη ψυχὴ του μετεφυτεύθη ἀπὸ τὸ χωράφι τοῦ ματαίου τούτου κόσμου καὶ ἐβλάστησε εἰς τοὺς ἀειθαλεῖς τοῦ Παραδείσου λειμῶνας.

Τολμῶ σήμερα νὰ χαράξω αὐτὲς τὶς γραμμές, ὄχι ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ἐπίδειξη ἀλλ’ ἁπλούστατα ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος - τὸν ἐγνώρισα ὅταν ἤμουν μαθητὴς Δημοτικοῦ - ὁ ὁποῖος μὲ ἐβοήθησε πολλὲς φορὲς μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν προσευχή του καὶ κυρίως μὲ τὸ ἅγιόν του παράδειγμα.

Σήμερα ὅσον ποτέ, οἱ ψυχὲς τῶν χριστιανῶν ἔχουν ἐν πολλοῖς κορεσθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια· ἐπιζητοῦν μὲ πόθο νὰ ἰδοῦν παράδειγμα... Ἄλλωστε αὐτοὶ ποὺ ἀρκοῦνται νὰ προσφέρουν ξηροὺς λόγους εἶναι ἤδη σίγουρο, ὅτι στὸ τέλος θὰ ἀπογοητεύσουν.

Ὁ Γέρων Γερμανὸς σχεδὸν δὲν ὡμιλοῦσε· ὡμιλοῦσε ὅμως μὲ τὸ παράδειγμά του. Διὰ τὸν Γέροντα οἱ διάφορες ἐκφράσεις, τὰ λόγια, οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, οἱ ψευτοευγένειες ἦταν ἁπλούστατα ἐντελῶς ἐξωτερικὰ σχήματα χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία. Θὰ μποροῦσε κανεὶς συμπερασματικὰ νὰ τὸν ὀνομάση ἀπόκοσμο καὶ ἐσωστρεφῆ. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διάφορος. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀπορροφημένος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του· καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας του ἐλάμβανε χώραν καὶ ἐκρύβετο τὸ ἀνυπέρβλητό του ἀγώνισμα, τὸ πανάκριβό του μυστικό.

Διὰ τὸν π. Γερμανὸν τὸ «λάθε βιώσας» τῶν ἀρχαίων, ἦταν ἡ «δευτέρα του φύσις». Τὸ ἐβίωνε ἀπολύτως καὶ μὲ τόσην ἀκρίβειαν, πού σοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ καταλάβης τί ἐπιτέλους ἔκρυβε ἐκεῖνο τὸ γέρικο καὶ κυρτωμένο σῶμα. Βλέποντάς τον γιὰ πρώτη φορά, σοῦ ἐδημιουργοῦσε μᾶλλον τὸ αἴσθημα τῆς συμπάθειας, παρὰ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἕνα γεροντάκι μελαμψό, σχεδὸν πάντοτε νὰ κυτάζη στὸ ἔδαφος, μὲ ἐνδύματα πραγματικὰ ράκη, μὲ κορμὶ πονεμένο καὶ ἀδύνατο, μὲ πόδια ποὺ κυριολεκτικῶς ἔτρεμαν ἀπὸ τοὺς χρόνιους ρευματισμούς· αὐτὸς ἦταν ὁ παπᾶ-Γερμανός, ὁ νήπιος καὶ σιωπηλὸς ἡγούμενος. Ἐζοῦσες δίπλα του καὶ ὅμως δὲν ἠμποροῦσες νὰ αἰσθανθῆς τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του· συνέτρωγες μαζί του στὴν τράπεζα, προσευχόσουν μαζί του στὴν ἐκκλησία κι ὅμως δὲν κατανοοῦσες τὸ ὕψος τῆς πνευματικότητος καὶ τὸ μέγεθος τῶν μοναχικῶν του παλαισμάτων. Ἐβίωνε σὰν πτωχὸς καὶ ξένος ἀποφεύγοντας κάθε εἶδος ἀνθρωπίνης παρηγορίας γιατί ἀσφαλῶς ἐγνώριζε καὶ εἶχε πεισθεῖ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του, ὅτι «οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»... Τὰ πνευματικά του τέκνα ὁμολογοῦν μὲ παρρησία, ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν φύσει καὶ θέσει ἀγωνιστής, νηστευτὴς εἰς ἄκρον - γνωρίζουμε πλέον ὅλοι, ὅτι ἔλυωνε κυριολεκτικῶς στὴν νηστεία - ταπεινὸς μέχρι ἐξευτελισμοῦ!

Μὲ βεβαιότητα ἀναφέρω, ὅτι ὁ Καθηγούμενος Γερμανὸς ἦταν πάνω ἀπ’ ὅλα ἕνας σύγχρονος νηπτικὸς πατέρας, ἕνας ἡσυχαστής. Αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ἔβγαλα ἀπὸ μαρτυρίες διαφόρων πνευματικῶν του τέκνων καὶ κυρίως ἀπὸ μερικὲς συζητήσεις ποὺ εἶχα μαζί του γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς εὐλογημένης νοερᾶς προσευχῆς. Ἐπαναλαμβάνω, ὅτι ὁ π. Γερμανὸς δύσκολα ὡμιλοῦσε· ἐπρόσφερε ὅμως ἀπὸ τὸ «περίσσευμα» τῆς ἁγνοτάτης καρδίας του σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἐπίμονα τοῦ τὸ ἐζητοῦσε. Φέρνω στὴν σκέψη μου τὶς δύσκολες ἐκεῖνες ἡμέρες ποὺ ἐπερνοῦσε ὡς ἡγούμενος, ὅταν ἔβλεπε νὰ καταρρέη συνεχῶς ὁ Σταυροβουνιώτικος μοναχισμὸς καὶ νὰ ἐλαττοῦται ἡ ἀδελφότης τῆς μονῆς του. Ἐνθυμοῦμαι μὲ συγκίνηση ἕνα ἀπόγευμα, στὸ μοναστηράκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ἦταν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου - 25 Σεπτεμβρίου 1980- καὶ εἴχαμε διαβάσει τὸν ἑσπερινὸ ὁ μακαριστὸς Γέροντας, ἕνας γηραιὸς ἀδελφὸς καὶ ἡ ἀναξιότης μου. Σταθήκαμε μὲ τὸν Γέροντα μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐβλέπαμε τὴν κορυφὴ τοῦ Σταυροβουνίου νὰ χρωματίζεται μέσα στὸ τελευταῖο φῶς τοῦ ἡλίου ποὺ πήγαινε στὴν δύση του. Σὲ μιὰ στιγμή, στρέφεται ὁ Γέροντας πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μοῦ λέγει μὲ σιγανὴ ἀλλὰ ὑποβλητικὴ φωνή: 
- «Θὰ ἀναγκασθοῦμε ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδελφὲ Λ…. νὰ τελοῦμε τὶς ἀκολουθίες μόνο μὲ τὸ κομβοσχοίνι ἐφόσον δὲν ἔχουμε ἀνθρώπους νὰ μᾶς βοηθοῦν στὴ λατρεία..».. 
Τὸν ἐκύταξα ἀμέσως εἰς τὸν πρόσωπον· εἶχε ὑποστεῖ μίαν ἀπερίγραπτον ἀλλαγήν. Τὰ μάτια του ἐκοίταζαν τώρα πρὸς τὸ ἔδαφος· ἔμεινε σιωπηλός… Ἐκατάλαβα τότε, ὅτι καὶ μόνον ἡ ἀναφορὰ τῶν λέξεων «προσευχὴ» καὶ «κομβοσχοίνι» τὸν αἰχμαλώτιζαν ὁλόκληρο. Ἐγύρισα καὶ τοῦ εἶπα: 
«Γέροντα εἶναι μία λύσις αὐτὸ ποὺ λέτε, ὅπως γίνεται ἀκριβῶς καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὰ ἡσυχαστήρια». 
Μόλις ἄκουσε αὐτά, αἰσθάνθηκε ἀμέσως πολλὴν χαρὰν καὶ ἐζήτησε νὰ μάθη περισσότερα διὰ τὴν ζωὴν τῶν ἁγιορειτῶν ἡσυχαστῶν. Τοῦ εἶπα ὅ,τι ἐγνώριζα.... Ὅταν ἐπέστρεφα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐπερνοῦσα ἀπὸ τὴν Μονὴν Σταυροβουνίου, ἐπήγαινα πάντοτε νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ στὸ κελλί του. Ἡ εὐχαρίστησίς του ἦταν νὰ μὲ ἐρωτᾶ γιὰ τὶς σπουδές μου· συνήθως δὲ ἐπρόσθετε στὸ τέλος:
- «Μελετᾶτε στὸ πανεπιστήμιο τοὺς νηπτικοὺς πατέρες; Νὰ διαβάζετε τὴν «Φιλοκαλία», ἡ ὠφέλεια εἶναι πολλή....» 
Ἀπὸ ἀγάπη καὶ σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν του καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς ἰδικῆς του προσευχῆς, ἀξιώθηκα νὰ διαβάσω σὲ διάστημα τεσσάρων μηνῶν τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὴν «Φιλοκαλίαν» καὶ μπορῶ νὰ βεβαιώσω, ὅτι δι’ ἐμὲ ἡ ὠφέλεια ἦταν ἀμέτρητη... Πολλὰ πνευματικά του τέκνα ὅταν τὸν ἐρωτοῦσαν γιὰ τὴν «εὐχὴ» ἀπέφευγε ἄμεσα νὰ τοὺς ἀπάντηση λέγοντας, ὅτι δὲν γνωρίζει σχεδὸν τίποτα γιὰ τόσον ὑψηλὰ πράγματα. Συνήθως ὅμως ὅταν ἔλεγε κάτι γιὰ τὴν προσευχὴ αὐτὴ τῆς καρδιᾶς τὰ μάτια του ἦταν δακρυσμένα. Δὲν μοῦ μένει πλέον καμία ἀμφιβολία ὅτι ὁ Γέρων Γερμανὸς ἐζοῦσε συνεχῶς εἰς τοὺς χώρους τῆς «ἱερᾶς ἡσυχίας» καὶ ἀπελάμβανε μυστικῶς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λυπηρόν, γιατί πολλοὶ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Κυπρίων, κι’ ἀκόμη ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ οἰκεῖο περιβάλλον του, δὲν ἐμπόρεσαν νὰ τὸν καταλάβουν καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὸ πνευματικό του μεγαλεῖο ἐνόσῳ ἦταν εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἄλλοι, τὸν ἐπεριφρόνησαν καὶ τὸν ἐλύπησαν βαθύτατα. Ὁ Γέροντας ὅμως ὅλους τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ γιὰ ὅλους ἐπρόσφερε παράκλησιν καὶ προσευχὴν ἐνώπιον τοῦ γλυκυτάτου Νυμφίου του.

Ὡς ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης ὁ π. Γερμανὸς ἔζησε σχεδὸν ἀπαρατήρητος. Εἰς τὰς μοναστηριακὰς ἀκολουθίας, οὐδέποτε ἐχρησιμοποίησε τὰ ἐμβλήματα τοῦ ἀξιώματός του· οὐδέποτε ἐφόρεσε μανδύαν ἤ ἐγκόλπιον σταυρὸν καὶ οὐδέποτε ἐκράτησε βακτηρίαν ἡγουμενικήν. Ἐστήριζε τὰ χέρια του ἐπάνω εἰς τὸ ταπεινόν του στασίδι καὶ ὅταν ἐκάθητο συνήθως ἐκάλυπτε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὶς παλάμες του. Ἡ ἄκρα πτωχεία καὶ ἡ ἁπλότης του ἐξεχώριζαν πραγματικὰ εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Θὰ μείνουν ἱστορικὰ καὶ παροιμιώδη ἐκεῖνα τὰ λευκὰ εὐτελέστατα ἄμφια ποὺ ἐφοροῦσε ὅταν ἐτελοῦσε τὶς ἀκολουθίες καὶ τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἀποχωριζόταν καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ τὰ ἀλλάξη μὲ καινούργια. Ὅταν ἐλειτουργοῦσε καὶ ἐνόσῳ ἐδιαβάζοντο τὰ καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου καὶ οἱ κανόνες, ἐχωνόταν κυριολεκτικῶς σὲ ἕνα παλαιότατο σταδίσι τοῦ μικροτάτου καὶ σκοτεινοῦ ἱεροῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας καὶ ἐκεῖ ἐπαραδίδετο ὁλόκληρος εἰς τὴν προσευχὴν μὲ τὸ κομβοσχοίνι εἰς τὸ χέρι. Μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐτελοῦσε τὰ πάντα ἀβίαστα, μὲ ὄρεξη νέου ἀνθρώπου καὶ δὲν ἔδειχνε τὸ παραμικρὸν σημεῖον κοπώσεως. Καὶ ἐθαύμαζες πραγματικὰ γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη δύναμη ποὺ ἔκρυβε τὸ ἀσθενικὸ καὶ ἀδύνατόν του σῶμα καὶ ἐχαιρόσουν νὰ τὸν βλέπης νὰ περπατᾶ δεξιὰ ἀριστερὰ μὲ τὶς ἀξέχαστες καὶ χαριτωμένες του κινήσεις.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἡ χαρακτηριστικὴ πτωχεία τοῦ π. Γερμανοῦ ἦταν διάχυτη καὶ στοὺς χώρους ποὺ ἐζοῦσε καὶ μεταδιδόταν ἁπλὰ καὶ στοὺς ἄλλους μοναχούς· θὰ μείνουν ἀλησμόνητες οἱ μορφὲς τῶν ἀοιδίμων μοναχῶν Νικάνδρου καὶ Ἀκακίου μὲ τὶς καταλερωμένες ἐνδυμασίες καὶ τὰ ἀτημέλητα κελλιά. Μορφὲς ποὺ ἄφησαν ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη τους ἐπάνω εἰς τὰ ἁγιασμένα χώματα τῆς Κύπρου μας, μορφὲς ποὺ θὰ καθοδηγοῦν γιὰ τὴν συνέχιση τῆς ἁγίας παραδόσεως τοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ Γέροντας ὡς πνευματικὸς ἐχειραγώγησε χιλιάδες ψυχὲς εὐσεβῶν καὶ ἀναδείχθηκε πιστὸς τῶν κανόνων τηρητής, ἄτεγκτος σὲ θέματα ἀρχῆς καὶ συγκαταβατικὸς μὲ διάκρισιν. Κάτω ἀπὸ τὸ πετραχῆλι του εὑρῆκαν ἀνάπαυσιν πολλὲς «ἀδάμαστες» ψυχὲς καὶ ἄνθρωποι κάθε κοινωνικῆς τάξεως καὶ κυρίως πρόσωπα ποὺ ἤθελαν νὰ ζοῦν ἀνωτέραν κατὰ Χριστὸν ζωήν.

Ὁ Καθηγούμενος Γερμανὸς ἐβοήθησε τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ γυναικείου κυρίως μοναχισμοῦ. Ἐνόσῳ ἐζοῦσε, ἦτο ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς τριῶν γυναικείων μονῶν τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ καὶ ἀναδέχθηκε διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος δεκάδες μοναζουσῶν. Παρόλον ποὺ μερικὲς ἐκ τῶν ἀδελφῶν καλογραιῶν τὸν ἐπλήγωναν πολλὲς φορὲς μὲ τὶς ἀκρότητές των αὐτὸς ὁ μακάριος, τὶς ἐσκέπαζε πάντοτε καὶ τὶς ἐνίσχυε μὲ ὅσα πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ μέσα διέθετε τόσον ὁ ἴδιος, ὅσον καὶ ἡ μονή του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονός, ὅτι τοὺς πρώτους καρποὺς ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ Σταυροβουνίου εἴτε αὐτοὶ ἦσαν ἑσπεριδοειδῆ, εἴτε ἦσαν λαχανικά, τοὺς ἐγεύοντο πρῶτες, οἱ μοναχὲς τῶν ἀναφερθέντων μονῶν, οἱ ἀγαπητές του πνευματικὲς θυγατέρες. Ἀγωνιοῦσε πραγματικὰ γι’ αὐτὲς καὶ ἤθελε νὰ τὶς βλέπη νὰ ἀγωνίζονται σωστὰ καὶ μὲ ταπείνωσιν ἀνεβαίνοντας συνεχῶς τὴν κλίμακα τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν. Ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη του αὐτὴ μᾶς θυμίζει τὸν Ρῶσον ἅγιον Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ ποὺ ἐπρόσφερε τὸν ἑαυτὸν του θυσίαν διὰ τὸ μοναστῆρι καὶ τὰς ἀδελφὰς τοῦ Ντιβέγιεβο. 

Καρδίες ποὺ ἔχουν γευθεῖ εἰς τὴν πληρότητά της τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν τρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου, γνωρίζουν νὰ ἀγαποῦν καθαρά, ἁπλά, χωρὶς ἀπαιτήσεις καὶ μικρότητες καὶ προσφέρουν ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν των ὁλοκαύτωμα καὶ δωρεὰν εἰς τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἔχει ἀνάγκην καὶ ζητεῖ ἀνάψυξιν καὶ παρηγορίαν. Ὁ Γέρων Γερμανὸς εἶχε μοιράσει τὴν καρδίαν του· τὸ ἕνα μέρος της ἀνῆκε εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ συνανθρώπου. Πολλὲς φορὲς τὸν εἶδα νὰ ἐξομολογῆ μέχρι τὰ μεσάνυκτα. Ἄλλοτε, ἐπέστρεφε ἀργὰ τὸ βράδυ ἀπὸ τὰ γυναικεῖα μοναστήρια κατάκοπος, μὲ ἀφόρητους, πόνους στὰ ἀδύναμα πόδια. Καὶ ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ μικρὸ κελλί του, τὸν ἐπερίμεναν ψυχὲς φιλοθέες ποὺ ἐκαρτεροῦσαν ὑπομονετικὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ γιὰ νὰ ἀποθέσουν στὰ πόδια του τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς πόνους των. Ὁ μακαριστός, ἐδεχόταν τοὺς πάντες μὲ τὴν ἰδίαν ἀγάπην, μὲ τὴν ἰδίαν καρτερίαν καὶ ἔδιδε εἰς ὅλους τὰ δῶρα τῆς καρδίας του.

Ὁ θάνατος διὰ τὸν βασανισμένον Γέροντα ἦταν ὄντως ἀνάπαυσις! Καὶ ἀντιμετώπιζε τὸν θάνατο φυσικώτατα, μὲ δέος. Ὁμολόγησε σὲ πολλὰ πνευματικοπαίδια του, ὅτι ἐπερίμενε τὸν θάνατον πανέτοιμος· κι' ἀκόμα, ὅτι ὁ θάνατός του θὰ ἐπλησίαζε πολὺ σύντομα. Ὁ ἴδιος στὶς προσευχές του, ἐπαρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ μὴν τοῦ στείλη ἀνθρωπίνην βοήθειαν στὶς τελευταῖες του στιγμές· δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη κανέναν ἀφήνοντας ἔτσι νὰ φανῆ ἡ λεπτή του ψυχή. Καὶ ἐκοιμήθη μόνος καὶ ἀβοήθητος δίπλα εἰς τὸν ἀχώριστον σύντροφόν του - τὸ γεωργικὸ τρακτὲρ - ποὺ ἔμελλε νὰ τοῦ γίνη ὄργανον μαρτυρίου. Οἱ μοναχοὶ συνασκητὲς του τὸν εὑρῆκαν σὲ στάση νεκρικὴ· ἔχοντας πλήρη συνείδησιν τοῦ ἐπερχομένου τέλους, ἐσταύρωσε χέρια καὶ πόδια καὶ ἐπέρασε ἔτσι εἰς τὴν αἰωνιότητα.

Ὁ Γέροντας θὰ ἀγάλλεται τώρα βλέποντας, ὅτι οἱ προσευχὲς του διὰ τὸ ἀγαπημένο του μοναστῆρι εὑρῆκαν ἀπάντησιν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀείμνηστος, πρὸς 25ετίας περίπου, εἶχε προβλέψει τὰ ἑξῆς:... «Θὰ ἔλθη ἐποχή, ἔλεγε, ποὺ θὰ κοινοβιάση στὸ Σταυροβοῦνι μία ὁμάδα ἀπὸ δέκα νέους μοναχούς· ἐμεῖς ὅμως δὲν θὰ ζοῦμε ὥς τότε γιὰ νὰ τοὺς κληρονομήσουμε τὶς δικές μας «παραξενιές»... Τὰ πιὸ πάνω ἐπληροφορήθηκα ἀπὸ δύο παλαιοὺς Σταυροβουνιῶτες οἱ ὁποῖοι σήμερα ζοῦν καὶ ἐργάζονται ἐκτός τῆς μετανοίας τους καὶ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σημερινὴ ἀδελφότης τοῦ Σταυροβουνίου ὑπὸ τὴν ἐπαξίαν καθηγεσίαν τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου συνεχίζει τὸν ἀγώνα τὸν καλὸν πρὸς δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἂς τοὺς εἶναι πάντοτε πυξίδα ἀλάθευτος ἡ ἀγαθὴ καὶ ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ παπᾶ - Γερμανοῦ.

Εἴμαστε πλέον σὲ θέση νὰ ποῦμε ἀπερίφραστα, ὅτι ἐπῆρε ὁ Θεὸς τὸν Γέροντα ἀπὸ τὸν μάταιον τοῦτον κόσμον διότι ἐπρογνώριζε γι’ αὐτὸν μεγαλύτερες δυσκολίες καὶ πειρασμούς. Μόνο αὐτὸ μποροῦσε νὰ ἀναφέρουμε ….. Καὶ ὅσοι τυχὸν ἐπίκραναν τὸν πολύπαθον Γέροντα εἴτε ἑκουσίως εἴτες ἀκουσίως νὰ εἶναι βέβαιοι, ὅτι ὁ μακάριος παπᾶ - Γερμανὸς δὲν θὰ παύση νὰ πρεσβεύη στὸν Θεὸν γι’ αὐτοὺς καὶ γιὰ μᾶς ἀσφαλῶς, ποὺ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας ἐπιτρέπει νὰ ζοῦμε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γῆ.

Δι’ εὐχῶν τοῦ μακαρίου πατρὸς ἡμῶν Γερμανοῦ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Λ.Ν.

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ (4oς ἕ­ως 7ος)

 

Φλω­ρεν­τί­νας Μπε­ϊν­τουλ­λάι

Φι­λο­λό­γου Εἰ­δι­κῆς Ἀ­γω­γῆς

 

1. Εἰ­σα­γω­γὴ

Πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου ἦ­ταν γνω­στὸς ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς βί­ος σὲ πολ­λὲς θρη­σκεῖ­ες. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ὅ­μως ἡ ἄ­σκη­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν Χρι­στι­α­νι­κή, για­τί καὶ οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κές, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α καὶ ὁ στό­χος.

Στὴν ἐρ­γα­σί­α μας αὐ­τὴ, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὸν Χρι­στι­α­νι­κὸ καὶ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να στὸν Ὀρ­θό­δο­ξο μο­να­χι­σμό. Βέ­βαι­α τὸ θέ­μα εἶ­ναι τε­ρά­στιο καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξαν­τλη­θεῖ μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τό πό­νη­μα.

Ὁ ὅ­ρος μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μος μὲ τὸν ὅρο ἀ­σκη­τι­κὴ ζω­ή, για­τί ὁ μο­να­χὸς ἀ­σκεῖ­ται στὴν κα­τὰ Χρι­στὸν ζω­ὴ γιὰ νὰ φτά­σει στὴ θέ­ω­ση, τη­ρών­τας τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὸν ἴ­διο χρό­νο ποὺ κά­ποι­οι Χρι­στια­νοὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ἀ­γα­μί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, μά­λι­στα ἀ­πὸ τὶς Ἀ­πο­στο­λι­κὲς ἡ­μέ­ρες γιὰ νὰ γί­νουν μι­μη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι ἐ­νερ­γοῦ­σαν σύμ­φω­να μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (Α΄ Θεσ­. 2,17) ποὺ ἀ­φι­έ­ρω­ναν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τὸν ἑ­αυ­τόν τους στὸν Χρι­στό, στὴ ζω­ὴ καὶ στὸ σω­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη συ­ναν­τοῦ­με τὴν τά­ξη τῶν παρ­θέ­νων, ἐ­κεί­νων δηλαδή τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ εἶ­χαν ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὸν Χρι­στὸ ψυ­χο­σω­μα­τι­κά. Αὐ­τὴ ἡ τά­ξη μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ πρό­δρο­μος τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου μο­να­χι­σμοῦ. Στὰ με­τα­πο­στο­λι­κὰ χρό­νια, μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου ποὺ εἶ­ναι χρό­νια δι­ωγ­μῶν, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται τὸ φαι­νό­με­νο τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης καὶ τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ, τῆς ἀ­πο­μά­κρυν­σης δηλαδή ἀ­πὸ τὶς πό­λεις, τὶς κοι­νό­τη­τες καὶ τὶς ἐγ­κα­τα­στά­σεις στὶς ἐ­ρή­μους. Ση­μεί­ω­σε ἀ­μέ­σως μὲ τὴν ἔμ­φα­σή του τε­ρά­στια ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ προ­ώ­θη­σε στὸ ἔ­πα­κρο τὶς ἠ­θι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ.

Βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, εἶ­ναι ὁ ἀ­σκη­τι­σμός. Οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­ναι κά­ποι­οι ἰ­δι­ό­τρο­ποι ἄν­θρω­ποι ποὺ ἀ­πὸ ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α βγῆ­καν ἀ­πὸ τὶς πό­λεις καὶ κα­τοι­κοῦ­ν μέ­σα σὲ με­ρι­κὰ Μο­να­στή­ρια, ἀλ­λὰ «οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ», κα­τὰ τὸν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τὸν Χρυ­σό­στο­μο, «οἱ εὐ­αγ­γε­λι­κῶς ζῶν­τες» κα­τὰ τὸν Εὐά­γριο τὸν Πον­τι­κό, «οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς προ­αί­ρε­σης», κα­τὰ τὸν Με­γά­λο Ἀ­θα­νά­σιο, «οἱ συ­νε­χι­στὲς τῆς μαρ­τυ­ρι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅ­γιο Συ­με­ὼν τὸν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, «ἡ κό­μη ποὺ κο­σμεῖ τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅγιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ἐ­πει­δὴ νε­κρώ­θη­καν κα­τὰ κό­σμο καὶ δο­ξά­ζουν τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους με­τα­χρι­στι­α­νι­κοὺς αἰ­ῶ­νες πα­ρα­τη­ρή­θη­κε ἰ­σχυ­ρὸ ρεῦ­μα φυ­γῆς ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ γιὰ λι­μά­νι κα­τα­φυ­γῆς προ­σφέ­ρον­ταν οἱ ἐ­ρη­μι­ὲς τῆς Νι­τρί­ας, τῆς Σκή­της, τοῦ Σι­νᾶ, τῆς Πα­λαι­στί­νης, τῆς Συ­ρί­ας καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τοῦ Πόν­του.

Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­φτα­σε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἀ­πὸ τὴ Συ­ρί­α. Τὸ πρῶ­το Μο­να­στή­ρι ἱ­δρύ­θη­κε τὸ 382 μ.Χ. καὶ ἡ μο­να­στι­κὴ ζω­ὴ γνώ­ρι­σε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη ἄν­θι­ση τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰ­ῶ­να μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας καὶ μί­ας σει­ρᾶς Αὐ­το­κρα­τό­ρων.

Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης, εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμίων ὄ­χι μό­νο τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, ἀλ­λὰ καὶ τῶν οὐ­δε­τέ­ρων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων.

2. Λό­γοι φυ­γῆς στὴν ἔ­ρη­μο

Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι με­λε­τη­τὲς τῆς κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ας τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ προσ­δι­ο­ρί­ζουν ὡς κυ­ρι­ό­τε­ρη αἰ­τί­α τὴ φυ­γὴ τῶν Χρι­στια­νῶν στὴν ἔ­ρη­μο, τοῦ δι­ωγ­μοῦ κα­τὰ τὰ μέ­σα τοῦ 3ου αἰ­ῶ­να καὶ στὴν ἀρ­χὴ τοῦ 4ου. Ὅ­ταν οἱ δι­ωγ­μοὶ στα­μά­τη­σαν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ προ­τί­μη­σαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν στὴν ἔ­ρη­μο, ὄ­χι μό­νο γιὰ οἰ­κο­νο­μι­κοὺς λό­γους, ὅ­πως ἡ φτώ­χεια καὶ οἱ δυ­σβά­στα­χτοι φό­ροι, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως γιὰ πνευ­μα­τι­κοὺς λό­γους. Πί­στευ­αν ὅ­τι ἡ ἐγ­κό­σμια ζω­ὴ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἐμ­πό­διο στὴν πνευ­μα­τι­κή τους ἐ­ξέ­λι­ξη, ἐ­νῶ ἡ ζω­ὴ στὴν ἔ­ρη­μο θὰ τοὺς βο­η­θοῦ­σε νὰ πε­ρά­σουν στὰ τρί­α στά­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέ­ω­ση.

3. Μορ­φὲς μο­να­χι­σμοῦ

Ὁ κα­τ᾿ ἐξο­χὴν μο­να­χι­κὸς τύ­πος τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων εἶ­ναι ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­κός. Στὴ συ­νέ­χεια, δη­μι­ουρ­γοῦν­ται οἱ Λαῦ­ρες καὶ ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τὴ μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ Κοι­νο­βί­ου. Ὁ ἀ­να­χω­ρη­τὴς ἀ­σκη­τεύ­ει στὴν ἔ­ρη­μο μό­νος του. Ἡ Λαύ­ρα εἶ­ναι πολ­λὲς Σκῆ­τες μα­ζὶ, μὲ ἑ­νια­ία μο­να­χι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ δι­οί­κη­ση. Μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ὡς ἐν­δι­ά­με­ση μορ­φὴ μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς ἀ­νά­με­σα στὸν ἐ­ρη­μι­τι­σμὸ καὶ τὸ Κοι­νό­βιο.

Τὸ Κοι­νό­βιο εἶ­ναι ἕ­να ἑ­νια­ῖο συγ­κρό­τη­μα κτι­ρί­ων μὲ να­ό, τὸ γνω­στὸ Μο­να­στή­ρι, ὅ­που ζεῖ ἕ­νας με­γά­λος ἀ­ριθ­μὸς μο­να­χῶν. Οἱ Κοι­νο­βιά­τες βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­βλε­ψη τοῦ προ­ε­στῶ­τος τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἐ­ρη­μί­τες ἔ­χουν τὸν Πνευ­μα­τι­κό τους Γέ­ρον­τα. Οἱ ἀ­να­χω­ρη­τὲς ζοῦν σχε­δὸν ἀ­πο­μο­νω­μέ­να σὲ σπή­λαι­ο σὲ πρό­χει­ρα Κελ­λιὰ ἢ καὶ πά­νω σὲ στύ­λους.

4. Ὁ πα­τὴρ τοῦ μο­να­χι­σμοῦ: Μέ­γας Ἀν­τώ­νιος

Θε­ω­ρεῖ­ται ὁ θε­με­λι­ω­τὴς τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀν­ταλ­λά­ξει τὰ γήι­να καὶ τὰ φθαρ­τὰ ἀ­γα­θὰ μὲ τὰ αἰ­ώ­νια καὶ ἄ­φθαρ­τα. Ἂν καὶ δὲν ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος μο­να­χὸς, οὔ­τε ὁ πρῶ­τος ἀ­σκη­τὴς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε ὁ ὅ­σιος Παῦ­λος ὁ Θη­βαῖ­ος εἶ­χε ἀ­πο­συρ­θεῖ στὴν ἔ­ρη­μο, ὡ­στό­σο ἄ­φη­σε ἔ­ξο­χο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­σκή­σε­ως. Ὁ Μέ­γας Ἀν­τώνος γεν­νή­θη­κε τὸ 251 μ.Χ. στὴν Κό­μα τῆς Ἂ­νω Αἰ­γύ­πτου. Προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ πλού­σια οἰ­κο­γέ­νεια, ἀλ­λὰ μοί­ρα­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χούς. Γρή­γο­ρα ἀ­πο­σύρ­θη­κε στὰ πε­ρί­χω­ρα τῆς Ἡ­ρα­κλου­πό­λε­ως καὶ με­τὰ κα­τοι­κοῦ­σε σὲ ἕ­να ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο τά­φο ὅ­που πο­λε­μή­θη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τοὺς δαί­μο­νες. Τὸ 285 μ.Χ. πέ­ρα­σε τὸν Νεῖ­λο καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Λυ­βι­κὴ ἔ­ρη­μο Πι­σπίρ, ὅ­που ἀ­σκή­θη­κε σκλη­ρὰ στοὺς δι­ά­φο­ρους πει­ρα­σμοὺς τῶν δαι­μό­νων γιὰ 20 χρό­νια. Σὲ ἡ­λι­κί­α 50 ἐ­τῶν ὁ Ἀν­τώ­νιος, με­τὰ ἀ­πὸ σκλη­ρὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γῶ­να ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ἀ­πο­κτή­σει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη, τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ θε­ρα­πεύ­ει ἀρ­ρώ­στους. Στὸ δι­ωγ­μὸ τοῦ Μα­ξι­μι­λια­νοῦ τὸ 311 μ.Χ. πῆ­γε στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια μὲ σκο­πὸ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει. Ἐ­κεῖ στή­ρι­ξε τοὺς Χρι­στια­νούς, ἂν καὶ δὲν μαρ­τύ­ρη­σε.

Ἀρ­γό­τε­ρα με­τα­κι­νή­θη­κε πρὸς τὸ ὄ­ρος Κολ­ζίμ, ὅ­που ἔ­μει­νε ὡς τὸ 338 μ.Χ., ἐγ­κα­τα­λεί­πει ἔ­τσι τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη ἔ­ρη­μο γιὰ νὰ κη­ρύ­ξει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, θρη­σκευ­τι­κῆς αἱ­ρέ­σε­ως στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, ὅ­που πῆ­γε ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πα­ρά­κλη­ση τῶν Ἐπι­σκό­πων, συγ­κλο­νί­ζον­τας τὸν λα­ὸ μὲ τὴν ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σα ἁ­γι­ό­τη­τά του. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν ἔ­ρη­μο, δε­χό­ταν πλῆ­θος ἀ­πὸ ἐ­πι­σκέ­πτες ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ Αὐ­το­κρά­το­ρες. Πέ­θα­νε σὲ ἡ­λι­κί­α 105 χρο­νῶν τὸ 356 μ.Χ. Κα­τὰ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ρε­τὴ γιὰ τὸν μο­να­χὸ εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, για­τί τὸν βο­η­θᾶ νὰ δεῖ κα­θα­ρὰ τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο, νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει κα­λύ­τε­ρα τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ νὰ κα­τευ­θύ­νει σω­στὰ τὴν ἄ­σκη­σή του. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ μέ­γι­στη τῶν ἀ­ρε­τῶν εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, δι­ό­τι ὁ­δη­γεῖ μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας. Δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νει κα­νεὶς τὴν ἀ­λή­θεια, νὰ κρί­νει μὲ δι­και­ο­σύ­νη, νὰ ἀ­πο­φα­σί­ζει καὶ νὰ ἐ­νερ­γεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον.

5. Πα­χώ­μιος, ἱ­δρυ­τὴς τοῦ Κοι­νο­βί­ου

Ὁ Πα­χώ­μιος ἐγ­και­νί­α­σε τὴν κοι­νο­βια­κὴ ζω­ὴ πρῶ­τος στὴν ἄ­νω Αἴ­γυ­πτο, ἔ­γι­νε μο­να­χὸς σὲ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α. Γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στὸ 290 μ.Χ. στὴν Λα­τό­πο­λη τῆς Αἰ­γύ­πτου. Μα­θή­τευ­σε κον­τὰ στὸν Ἀ­σα­ΐ­τη Πα­λα­μῶνα ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­δά­χθη­κε αὐ­στη­ρὴ νη­στεί­α, ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, ἐρ­γα­σί­α καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ ἀ­πὸ 10 χρό­νια ἕ­να ὅ­ρα­μα τὸν ὁ­δή­γη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει Μο­να­στή­ρι στὸ Τα­βέν­νη­σι, ἕ­να ἔ­ρη­μο χω­ριὸ κον­τὰ στὸν Νεῖ­λο, ὅ­που συγ­κεν­τρώ­θη­καν 100 μο­να­χοὶ σὲ αὐ­τό. Αὐ­τὸ, τὸν πα­ρα­κί­νη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει 11 Μο­να­στή­ρια ἀ­πὸ τὸ 320 ὡς τὸ 345 μ.Χ. Ὁ κα­νό­νας τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου ποὺ ἄ­φη­σε ὁ Πα­χώ­μιος βα­σί­ζε­ται στὴν ἀ­πο­τα­γή, τὴν ἄ­σκη­ση, τὴν ἐρ­γα­σί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή.

Οἱ μο­να­χοὶ ζοῦ­σαν ὁ­μα­δι­κά, ἐρ­γά­ζον­ταν, προ­σεύ­χον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν μα­ζί. Ἡ ὑ­πα­κο­ὴ ἦ­ταν πο­λὺ ση­μαν­τι­κή. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ποὺ τό­σοι ἄν­θρω­ποι ὀρ­γα­νώ­θη­καν σὲ μί­α κοι­νό­τη­τα, ἑ­νό­τη­τα καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Με­τὰ ἀ­πὸ τὸν Ἀν­τώ­νιο καὶ τὸν Πα­χώ­μιο τὸ μο­να­χι­κὸ καὶ τὸ Κοι­νο­βια­κὸ πρό­τυ­πο συν­δυ­ά­στη­καν μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους.

6. Νέ­ος τύ­πος μο­να­στη­ριοῦ, ἡ Λαύ­ρα

Ἡ Λαύ­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­κε στὴν Πα­λαι­στί­νη καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν εἰ­δι­κὸ τύ­πο Μο­να­στη­ριοῦ μὲ με­ρι­κὰ ξε­χω­ρι­στὰ Κελ­λιὰ ἢ σπή­λαι­α γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­ναν κοι­νὸ οἶ­κο. Σὲ αὐ­τὰ τὰ Κε­λλιὰ κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­ρη­μί­τες ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν γιὰ κοι­νὴ λα­τρεί­α τὰ Σάβ­βα­τα καὶ τὶς Κυ­ρια­κές.

Στὴ Συ­ρί­α καὶ στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸς στὰ χρό­νια τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Σύ­ρος πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὁ Ἐ­φραὶμ ὁ Σύ­ρος ποὺ γεν­νή­θη­κε στὴ Νι­σί­βη τῆς Με­σσο­πο­τα­μί­ας τὸ 306 μ.Χ. Νέ­ος ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν κό­σμο, μα­θη­τὴς τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τῆ ἁγί­ου Ἰ­α­κώ­βου. Ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­ση στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ χά­ρι­σε πο­λὺ νω­ρὶς τὴν κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τὸν ἁ­για­σμὸ, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα χω­ρὶς νὰ σπου­δά­σει τὴν κο­σμι­κὴ σο­φί­α τῆς ἐ­πο­χῆς του ἀ­πέ­κτη­σε τὴ θεί­α σο­φί­α καὶ τὸ δι­δα­σκα­λι­κὸ χά­ρι­σμα. Tό 363 μ.Χ. ὅ­ταν ἡ Νι­σί­βη ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια τῶν Περ­σῶν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ κα­τέ­φυ­γαν στὴν Ἔ­δεσ­σα τῆς Συ­ρί­ας. Μα­ζί τους πῆ­γε καὶ ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραὶμ καὶ με­τὰ ἀ­πὸ θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἄ­νοι­ξε δι­δα­σκα­λεῖ­ο ὅ­που δί­δα­σκε τὴν πί­στη καὶ τὴν εὐ­σέ­βεια. Σὲ αὐ­τὸ φοί­τη­σαν πολ­λοὶ Ἐ­δεσ­σια­νοὶ ποὺ ἀ­να­δεί­χθη­καν σπου­δαῖ­οι δι­δά­σκα­λοι τῆς Συ­ρια­νῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Ὅσιος ἀ­γω­νί­στη­κε καὶ κο­πί­α­σε γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη πο­λε­μών­τας μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὶς αἱ­ρέ­σεις τοῦ Ἄ­ρει­ου καὶ τοῦ Βαρ­δι­σα­νοῦ. Δι­α­κό­νη­σε μὲ αὐ­τα­πάρ­νη­ση τοὺς Ἐ­δεσ­σια­νοὺς στὸ με­γά­λο λι­μὸ τοῦ 372 μ.Χ. Ὁ Ἐ­φραίμ, ὁ δι­ά­κο­νος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, κα­τέ­στη­σε τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἄ­ξιο νὰ μνη­μο­νεύ­ε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους.

Αὐ­τὸς λοι­πόν, ἀ­φοῦ βά­δι­σε ἐ­πά­ξια τὴν ὁ­δὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος χω­ρὶς νὰ ξε­φύ­γει κα­θό­λου ἀ­πὸ τὴν εὐ­θεί­α ὁ­δό, κα­τα­ξι­ώ­θη­κε νὰ λά­βει τὸ χά­ρι­σμα τῆς φυ­σι­κῆς γνώ­σε­ως, τὴν ὁ­ποί­α δι­α­δέ­χε­ται ἡ θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ ἔ­σχα­τη μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Ἀ­φοῦ ἄ­σκη­σε πάν­το­τε στὸ ἔ­πα­κρο τὴν ἡ­συ­χα­στι­κὴ ζω­ὴ ἐ­ποι­κο­δο­μών­τας συ­νε­χῶς μὲ αὐ­τὴν γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ἐ­κεί­νους ποὺ πή­γαι­ναν σὲ αὐ­τόν, ἀρ­γό­τε­ρα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ Κε­λλί του γιὰ τὸν ἑ­ξῆς λό­γο: ὅ­ταν ἔ­πε­σε με­γά­λη πεί­να στὴν πό­λη τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, νοι­ώ­θον­τας αὐ­τὸς ὁ ζη­λω­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ με­γά­λη συμ­πό­νια γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐ­παρ­χί­ας ποὺ πέ­θα­ναν ἀ­πὸ τὴν πεί­να, πῆ­γε στοὺς πλού­σιους καὶ τοὺς εἶ­πε: «Γιὰ ποι­ὸ λό­γο δὲν ἐ­λε­εῖ­τε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πού ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν θά­να­το, ἀλ­λὰ ἀ­φή­νε­τε τὸν πλοῦ­το σας νὰ σα­πί­ζει πρὸς κα­τα­δί­κη τῶν ψυ­χῶν σας;». Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε, ἀ­φοῦ σκέ­φτη­καν τά­χα σω­στά, εἶ­παν στὸν Ἅγιο: «δὲν μπο­ροῦ­με κα­νέ­ναν νὰ ἐμ­πι­στευ­τοῦ­με γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει τοὺς πει­να­σμέ­νους προ­σφέ­ρον­τας ψω­μί. Για­τί ὅ­λοι ἐκ­με­ταλ­λεύ­ον­ται τὴν εὐ­και­ρί­α». Ἀ­παν­τᾶ ὁ ἐ­νά­ρε­τος αὐ­τός: «Τί γνώ­μη ἔ­χε­τε γιὰ μέ­να, πῶς σᾶς φαί­νο­μαι;». «Σὲ θε­ω­ροῦ­με ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ». «Ἂν μὲ θε­ω­ρεῖ­τε ἔ­τσι, ἐμ­πι­στευ­θεῖ­τε σὲ μέ­να τὴν φρον­τί­δα τῶν πει­να­σμέ­νων». Πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χε τὴν ἐ­κτί­μη­ση ὅ­λων.

7. Ὁ Ἡ­συ­χα­σμός, ἐμ­πνευ­στὴς ἑ­νὸς με­γά­λου Πα­τέ­ρα

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τὸ 357 μ.Χ. τα­ξί­δε­ψε στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α, Συ­ρί­α, Πα­λαι­στί­νη καὶ Αἴ­γυ­πτο μὲ σκο­πὸ νὰ με­λε­τή­σει τὶς δι­ά­φο­ρες μορ­φὲς ἀ­σκή­σε­ως γιὰ νὰ δι­α­λέ­ξει τὴν πιὸ κα­τάλ­λη­λη. Γιὰ τὸν ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸ κα­τέ­λη­ξε στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι, ἂν καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος δὲν θὰ βο­η­θᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ βελ­τι­ω­θοῦν μέ­σα ἀ­πὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ συμ­βου­λές. Ἔ­τσι ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πέ­λε­ξε τὸν Κοι­νο­βια­κὸ μο­να­χι­σμὸ, ἀλ­λὰ δι­έ­κρι­νε ὅ­τι οἱ οἶ­κοι τοῦ Με­γά­λου Πα­χω­μίου ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ με­γά­λοι γιὰ νὰ ἐ­πι­τη­ρη­θοῦν σω­στά. Ἵ­δρυ­σε μί­α κοι­νό­τη­τα με­τρί­ου με­γέ­θους καὶ αὐ­τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σε τὸν κα­νό­να σὲ ὅ­λη τὴ Βυ­ζαν­τι­νὴ πε­ρί­ο­δο. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἂν καὶ θε­ω­ρεῖ­ται κοι­νω­νι­κὸς πα­τήρ, ὅ­μως ἔ­χει βα­θύ­τα­τες ἐμ­πει­ρί­ες τῆς νη­πτι­κῆς καὶ ἡ­συ­χα­στι­κῆς ζω­ῆς. Το­νί­ζει τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς ἡ­συ­χί­ας τοῦ νοῦ γιὰ νὰ προ­σα­να­το­λι­στεῖ πρὸς τὸν Θε­ό. Θε­ω­ρεῖ ὅ­τι οἱ μο­να­χοὶ πρέ­πει νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν ἕ­να πρό­γραμ­μα ἡ­με­ρή­σιας ζω­ῆς κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­μνοῦν συ­νε­χῶς τὸν Θε­ὸ καὶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ δι­ά­φο­ρες ἐρ­γα­σί­ες. Ἔ­τσι συν­δυ­ά­ζε­ται ἡ θε­ω­ρί­α καὶ ἡ πρά­ξη, ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ ὑ­πα­κο­ή.

8. Ψυ­χω­φε­λεῖς δι­η­γή­σεις γιὰ τοὺς ἀ­σκη­τὲς τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων

Τὸ κε­φά­λαι­ο αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἱ­ε­ρὴ θε­ω­ρί­α καὶ στὴν πρα­κτι­κὴ ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται σὲ δι­ά­φο­ρες δι­η­γή­σεις τῶν τρι­ῶν ἔρ­γων ποὺ δη­μο­σι­εύ­τη­καν τὸν 5ο καί 7ο αἰ­ῶ­να. Τὰ ἔρ­γα αὐ­τὰ εἶ­ναι: Ἡ κα­τ᾿ Αἴ­γυ­πτον τῶν μο­να­χῶν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ ἀ­νώ­νυ­μο συγ­γρα­φέ­α. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Παλ­λα­δί­ου καὶ τὸ Λει­μω­ναρίου τοῦ Μό­σχου. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἔ­λα­βε τὸ ὄ­νο­μά της ἀ­πὸ τὸν Λαῦ­σο τὸν θα­λα­μη­πό­λο τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Β΄ ἢ Κου­βι­κου­λά­ριο, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­νε­ται τὸ ἔρ­γο.

Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν μο­να­χῶν τῆς Αἰ­γύ­πτου δί­νε­ται σὲ ἁ­δρὲς γραμ­μὲς μί­α σύν­το­μη πε­ρι­γρα­φὴ 5 ὀ­νο­μα­στῶν μορ­φῶν τοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ὁ Ἀ­πολ­λώς, ὁ Παῦ­λος καὶ κά­ποι­οι ἀ­να­χω­ρη­τὲς τῆς Νι­τρί­ας. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμί­ων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων. Ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται οἱ ἀ­ρε­τὲς τῆς τα­πεί­νω­σης, τῆς ὑ­πα­κο­ῆς καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νῆς ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τοὺς ἀ­σκη­τές.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρὰ δό­θη­κε στοὺς Ἁγί­ους Πα­τέ­ρες Μα­κά­ριο τὸν Αἰ­γύ­πτιο καὶ Μα­κά­ριο ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα ὑ­πάρ­χουν στὸ Λαυ­σα­ϊ­κό. Αὐ­τοὶ οἱ ἀ­σκη­τὲς ξε­χω­ρί­ζουν γιὰ τὰ πολ­λὰ θαύ­μα­τα πά­νω στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὴν κτί­ση, κα­θὼς ζοῦ­σαν μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ή. Ἀ­ξι­ώ­θη­καν τοῦ δι­ο­ρα­τι­κοῦ χα­ρί­σμα­τος καὶ τῆς νί­κης τους κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων.

Δι­α­κρί­θη­καν γιὰ τὴν με­τά­νοι­α, ποὺ εἶ­ναι μί­α οὐ­σι­ώ­δης ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν. Ἦ­ταν πα­ρά­δειγ­μα με­γά­λης ἐγ­κρά­τειας καὶ ὑ­περ­βο­λι­κῆς πε­νί­ας. Οἱ ἀ­σκη­τὲς ἦ­ταν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὰ πά­θη τους καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τὸ λό­γο ζοῦ­σαν στὴν προ­α­δα­μι­κὴ ἐ­πο­χὴ ποὺ ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἄ­γρια θη­ρί­α ἦ­ταν ἤ­ρε­μα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ὑ­πο­τα­γῆς ποὺ εἶ­χαν τὰ θη­ρί­α στοὺς ἀ­σκη­τὲς, εἶ­ναι ἡ πε­ρί­φη­μη ἱ­στο­ρί­α γιὰ τὸν ἀβ­βᾶ Γε­ρά­σι­μο μὲ τὸ λι­ον­τά­ρι.

9. Ἄν­θη τοῦ Κοι­νο­βί­ου καὶ τῆς ἐ­ρή­μου

Σὲ αὐ­τὸ τὸ κε­φά­λαι­ο, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στοὺς ἑ­ξῆς ἐ­ρη­μί­τες: Μα­κά­ριος ὁ Αἰ­γύ­πτιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­ά­κρι­σης καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­στη­κε παι­δα­ρι­ο­γέ­ρων. Σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ με­τα­νοί­ας ἔ­φτα­σε ἕ­νας με­γά­λος ἀ­να­χω­ρη­τὴς τῆς Σκή­της, ὁ Μω­ϋ­σῆς ὁ Αἰ­θί­ο­πας. Στὰ Κελ­λιὰ ἀ­σκή­θη­κε ὁ Εὐά­γριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­κι­νών­τας ὡς ἀ­να­γνώ­στης με­τὰ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­πέ­τει­ες ἔ­δω­σε τὸν ὅρ­κο τοῦ μο­να­χοῦ ἀ­να­χω­ρών­τας γιὰ τὸ ὄ­ρος τῆς Νι­τρί­ας ὅ­που ἔ­λα­βε πολ­λὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε δει­νὸς συγ­γρα­φέ­ας.

Στὸ ὄρος τῆς Νι­τρί­ας ξε­χώ­ρι­ζαν ὁ Ἀμ­μούν καὶ Παμ­βώ. Ὁ Ἀμ­μούν ἔ­ζη­σε ζω­ὴ παρ­θε­νί­ας με­τὰ ἀ­πὸ κοι­νὴ ἀ­πό­φα­ση μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του. Ἔ­πει­τα ἀ­σκή­τε­ψε στὴν Νι­τρί­α ὅ­που ἔ­φτα­σε σὲ ὑ­ψη­λὰ μέ­τρα ἀ­ρε­τῆς.

Ὁ Παμ­βώ εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καὶ τῆς ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­ας.

Ἡ ζω­ὴ στὸ Κοι­νό­βιο ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀρ­χί­ζον­τας τὴν πο­ρεί­α της μὲ τὸν ἱ­δρυ­τὴ της τὸν Πα­χώ­μιο, ἔ­χει νὰ ἐ­πι­δεί­ξει με­γά­λες πνευ­μα­τι­κὲς φυ­σι­ο­γνω­μί­ες. Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἦ­ταν ὁ Ἀ­πολ­λώς, πα­τέ­ρας 500 μο­να­χῶν μο­λο­νό­τι εἶ­χε με­γά­λη τα­πεί­νω­ση. Ἡ δύ­να­μη τοῦ λό­γου του ἔ­κα­νε πολ­λοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες νὰ πι­στέ­ψουν στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Πολ­λὰ Μο­να­στή­ρια ἵ­δρυ­σε ἕ­νας ἄλ­λος Κοι­νο­βιά­της, ὁ Ὤρ. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τος νου­θετοῦσε 1.000 μο­να­χοὺς–ὑ­πο­τα­κτι­κοὺς ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ταν γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους κά­νον­τας πολ­λὰ θαύ­μα­τα καὶ θε­ρα­πεῖ­ες.

Ἐ­πι­πλέ­ον τὸ χά­ρι­σμα τῶν θαυ­μά­των ἔ­λα­βε καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ποὺ ἔ­ζη­σε στὴ μο­νὴ τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δο­σί­ου στὴ Σκό­πε­λο.

Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἄν­δρες ἀ­σκη­τὲς στὸ Κοι­νό­βιο, δι­α­κρί­θη­καν καὶ γυ­ναῖ­κες ἀ­σκή­τρι­ες. Δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα τέ­τοι­ων ἀ­σκη­τρι­ῶν, εἶ­ναι ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα καὶ ἡ μα­θή­τριά της ἡ Τα­ώρ.

Ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα κα­θο­δη­γοῦ­σε πνευ­μα­τι­κὰ 60 μο­να­χές. Μὲ τὴ θεί­α δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη της. Ἔ­φτα­σε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἀ­πά­θειας.

10. Ἀ­σκη­τι­κὲς ἀ­κρό­τη­τες

Εἶ­ναι αὐ­στη­ρὲς μορ­φὲς τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ ποὺ πα­ρα­τη­ρή­θη­καν στὴν Συ­ρί­α λό­γῳ τοῦ κα­τάλ­λη­λου τό­που καὶ κλί­μα­τος. Οἱ μορ­φὲς αὐ­τὲς εἶ­ναι ἔγ­κλει­στοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦ­σαν σὲ θο­λω­τὰ κα­λυ­βά­κια, σπη­λι­ές, τά­φους ἢ σὲ τρύ­πες στὴ γῆ. Σὲ τέ­τοι­ες ἐγ­κλεῖ­στρες ἐρ­γά­ζον­ταν τὰ δι­α­κο­νή­μα­τά τους καὶ προ­σεύ­χον­ταν. Οἱ βο­σκοὶ πε­ρι­φέ­ρον­ταν γυ­μνοὶ στίς ἐ­ρη­μι­ὲς καὶ γιὰ τρο­φὴ τους ἔ­τρω­γαν χόρ­τα.

Στυ­λί­τες ἢ κι­ο­νί­τες.

Ζοῦ­σαν ἐ­πά­νω σὲ στύ­λους, ἐ­νῶ οἱ δεν­δρί­τες ἀ­σκή­τε­ψαν στὰ δέν­τρα.

Σκη­τι­ῶ­τες.

Ἡ σα­λό­τη­τα διὰ Χρι­στὸν, ἦ­ταν καὶ αὐ­τὴ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς αὐ­στη­ροὺς τρό­πους ζω­ῆς τῶν ἀ­σκη­τῶν. Φο­ροῦ­σαν κου­ρε­λι­α­σμέ­να ροῦ­χα, ὑ­πο­κρί­νον­ταν τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους ἢ σα­λοὺς καὶ δὲν ἔ­χα­ναν εὐ­και­ρί­α νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν τοὺς ἄλ­λους.

11. Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὲς σκέ­ψεις

Ἡ μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη πλευ­ρὰ προ­σπά­θεια, πά­λη, ἐ­πι­μο­νή, ἐ­ξά­σκη­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης θέ­λη­σης. Πρέ­πει νὰ κρα­τᾶ­με σὲ ἰ­σορ­ρο­πί­α δύ­ο συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, χω­ρὶς τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με τί­πο­τα, ἀλ­λὰ καὶ χω­ρὶς τὴν ἑ­κού­σια συ­νερ­γα­σί­α μας οὔ­τε ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τί­πο­τα.

Ἡ θέ­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­α­στι­κὸς ὅρος, για­τί δί­χως αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς δὲν κά­νει τί­πο­τα. Ἡ σω­τη­ρί­α μας ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν σύγ­κλι­ση δύ­ο πα­ρα­γόν­των ποὺ εἶ­ναι ἄ­νι­σοι ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α, ἀλ­λὰ καὶ οἱ δύ­ο ἀ­πα­ραί­τη­τοι. Θε­ϊ­κὴ πρω­το­βου­λί­α καὶ ἀν­θρώ­πι­νη ἀν­τα­πό­κρι­ση. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα πιὸ ση­μαν­τι­κὸ, ἀλ­λὰ καὶ ἡ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἀ­πα­ραί­τη­τη.

Οι Ιεροί Κανόνες στην ενδοϊστορική και εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η  Ιουνίου 2014.
ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες μαζί με την Αγία Γραφή και τους Δογματικούς και Συνοδικούς Όρους αποτελούν τα τρία βασικά θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας, τους τρείς βασικούς πυλώνες οι οποίοι μας εισάγουν στην κατά Χριστόν ζωή, τους τρεις βασικούς οδοδείκτες, που προσανατολίζουν ορθώς και απλανώς το εκκλησιαστικό σώμα στην ενδοϊστορική πορεία του προς τα έσχατα και την Βασιλεία των Ουρανών.
Αφορμή για τη σύνταξη της παρούσης εργασίας μας έδωσε το πάλιν και πολλάκις επανερχόμενο και υπό πολλών τιθέμενο ζήτημα της αυθεντίας, του κύρους, της επικαιρότητος και εν τέλει της λειτουργικότητας των Ιερών Κανόνων στη σύγχρονη εποχή μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εξ’ αιτίας του οποίου συγκροτούνται διεθνή και άλλα συνέδρια, όπως το προσφάτως, (τον παρελθόντα Μάιο), υπό της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» Βόλου, διοργανωθέν συνέδριο με θέμα: «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις».

Δυστυχώς, στους σημερινούς εσχάτους καιρούς της αποστασίας και της πλήρους πνευματικής συγχύσεως, πολλοί θεολόγοι και κληρικοί, επηρεασμένοι από τον πνεύμα της χαλαρότητας και του ενδοτισμού, της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού, της δυσπιστίας και της αρνήσεως να δεχθούν και να ακολουθήσουν άνευ κριτικού ελέγχου ό, τι προβάλλεται ως δήθεν αυθεντική έκφραση της χριστιανικής πίστεως, φθάνουν στο σημείο να αμφισβητούν και τελικά να απορρίπτουν,(εν μέρει ή και εν όλω),τους Ιερούς Κανόνες. Τους Θεωρούν ως δήθεν αναχρονιστικούς, ξεπερασμένους και μη αναγκαίους για τη σημερινή εποχή. Ισχυρίζονται ότι αναφέρονται σε θέματα και ζητήματα, που απασχόλησαν την Εκκλησία σε παλαιότερες εποχές, τα οποία όμως δεν υφίστανται σήμερα και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου. Γι’ αυτό και θεωρούν ως αναγκαίο  τον εκσυγχρονισμό των, ή ακόμη και την κατάργησή των.
Κατ’ αρχήν οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν εντάλματα ανθρώπων, ή νομικού χαρακτήρα διατάξεις, που έχουν ανάγκη, (όπως όλοι οι νόμοι μιας οργανωμένης πολιτείας), κατά καιρούς αναθεωρήσεων, ώστε να ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής. Αποτελούν θεόπνευστα κείμενα, τα οποία εγράφησαν από αγίους και θεοφόρους Πατέρες με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και ως εκ τούτου έχουν στη ζωή της Εκκλησίας απόλυτο και διαχρονικό κύρος. Ο Α΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής διακηρύσσει σχετικά με την θεοπνευστία και το απόλυτο και διαχρονικό κύρος των Ιερών Κανόνων τα εξής: «Τούτων ουν ούτως εχόντων… ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα».[1] Διά του Κανόνος αυτού διακηρύσσεται «κατά τον πλέον πανηγυρικόν τρόπον η κρατούσα εν τη εκκλησιαστική συνειδήσει βαθυτάτη πεποίθησις περί της φύσεως και του χαρακτήρος των θείων και ιερών της Εκκλησίας κανόνων ως καρπών του παναγίου Πνεύματος».[2]Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους λέγει: «Το δε ρήμα του Κυρίου το διά της Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα».[3] Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγαλύτερος από τους νεωτέρους κανονολόγους της Εκκλησίας παρατηρεί σχετικώς στην εισαγωγή του «Πηδαλίου» του: «Αύτη η βίβλος (δηλαδή η συλλογή των Ιερών Κανόνων, στην οποία εμπεριέχονται συνοπτικώς και οι δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων), είναι η μετά τας αγίας Γραφάς, αγία Γραφή, η μετά την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τα μετά τα πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα και θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τα αιώνια όρια, ά έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα… τους οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε και τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν… Αύτη ως αληθώς εστί, καθώς αυτήν επωνομάσαμεν, το Πηδάλιον της Καθολικής Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αύτη κυβερνωμένη, ασφαλώς τους εν αυτή ναύτας και επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω και λαϊκούς, προς τον ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα».[4] Συνεπώς οι Ιεροί Κανόνες «αποτελούν τους αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως του πνεύματος της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αληθείας και του μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιουμένης σωτηρίας».[5] Τούτο συμβαίνει διότι οι Ιεροί Κανόνες πηγάζουν από την Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική Παράδοση. Μπορεί βέβαια η αφορμή για την θέσπιση ενός κανόνος να υπήρξε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, ή η ανάγκη ρυθμίσεως και διορθώσεως μιας αταξίας, ή ανώμαλης καταστάσεως στην εκκλησιαστική ζωή κάποιας συγκεκριμένης εποχής, ωστόσο όμως από τη στιγμή που ένας κανόνας θεσπίζεται, ή επικυρώνεται από μία Οικουμενική Σύνοδο, αποκτά οικουμενικό και διαχρονικό κύρος. Η θεοπνευστία και η διαχρονικότητα των Ιερών Κανόνων δεν εξαρτάται από τις ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες,(που σήμερα είναι διαφορετικές και αύριο θα είναι ακόμη πιο διαφορετικές), που οδήγησαν στην ανάγκη θεσπίσεώς των, αλλά έγκειται στην θεολογία που αυτοί εκφράζουν, η οποία είναι «χθες και σήμερον η αυτή και εις τους αιώνας». Οι Ιεροί Κανόνες αποτελούν έκφραση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Όπως ορθώς παρατηρεί ο VlLossky: «οι κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας εν τη γηΐνη αυτής όψει είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας».[6]
Φυσική δε απόρροια του απολύτου και διαχρονικού κύρους των Ιερών Κανόνων είναι και το γεγονός, ότι απαγορεύεται κάθε αθέτηση, αλλοίωση, η παραχάραξή των, όπως αυτό φαίνεται από τον Β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «…Και μηδενί εξείναι (και δεν επιτρέπεται σε κανένα) τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι, (ή να παραδεχόμεθα άλλους, αντί αυτών), ψευδεπιγράφως υπό τινών συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν επιχειρησάντων. Ει δε τις αλώ, (εάν κανείς συλληφθεί), κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος».[7] Βέβαια εδώ, ομιλούντες περί των Ιερών Κανόνων, εννοούμε εκείνους οι οποίοι θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς και για εκείνους, οι οποίοι θεσπίστηκαν μεν από Τοπικές Συνόδους, ή από αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά στη συνέχεια επικυρώθηκαν από κάποια Οικουμενική Σύνοδο. Στη συνάφεια αυτή πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι «η αυθεντική συνέχιση της κανονικής παραδόσεως με την θέσπιση νέων κανόνων από την Εκκλησία, αποκλείει κάθε αντίφαση μεταξύ μεταγενεστέρων  και προγενεστέρων χρονικώς κανόνων. Τούτο συμβαίνει, (και οφείλει να συμβαίνει), γιατί διά των ιερών κανόνων εκφράζεται η ίδια συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία καθοδηγείται από το ‘εν και το αυτό άγιο Πνεύμα’».[8] Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν μια μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος, (όπως αυτή που προγραμματίζεται για το 2016), να περιέχει κανόνες και διατάξεις, οι οποίοι δεν θα εναρμονίζονται, αλλά θα έρχονται σε αντίθεση και στην πράξη θα αναιρούν και θα ακυρώνουν τους Ιερούς Κανόνες, που αποτελούν στο σύνολό τους την μέχρι σήμερα Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν είναι δυνατόν να περιέχει δογματικού χαρακτήρα αποφάσεις, οι οποίες θα έρχονται σε αντίθεση με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος το 2016, να θεσπίσει νέους κανόνες, που θα επιτρέπουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, η να θεσπίσει δογματικού χαρακτήρα απόφαση, η οποία θα αναγνωρίζει ως αληθείς Εκκλησίες με έγκυρα μυστήρια τις αιρέσεις του Παπισμού, η του Προτεσταντισμού.
Μία άλλη πτυχή του θέματος, πολύ σημαντική,  είναι το πνεύμα και ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπουν. Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων είναι ποιμαντικός και κατ’ επέκτασιν σωτηριολογικός. Μ’ αυτούς επιδιώκεται, αφ’ ενός μεν η διασφάλιση της ενότητας και της τάξεως μέσα στην Εκκλησία, και αφ’ ετέρου η οικείωση από τον κάθε πιστό της εν Χριστώ σωτηρίας. Αναλυτικότερα οι Ιεροί Κανόνες αποσκοπούν, στο να προφυλάξουν το εκκλησιαστικό σώμα από επικίνδυνες εκκλησιολογικές παρεκκλίσεις, από τις αιρέσεις, τα σχίσματα, τις παρασυναγωγές, από κάθε τάση εκκοσμικεύσεως, ή νοθεύσεως της ευαγγελικής διδασκαλίας, από κάθε τάση υποκειμενικής αξιολογήσεως  και ερμηνείας της αυθεντικής εν Χριστώ ζωής, από κάθε τάση σμικρύνσεως και προσαρμογής της Ορθόδοξης πνευματικότητος στα πνευματικά μέτρα και στην πνευματική κατάσταση του κάθε πιστού. Οι κανόνες αποτελούν τον γνώμονα, το μέτρο, το κριτήριο, βάσει του οποίου καθρεφτίζεται και αξιολογείται η πνευματική πορεία και η πνευματική κατάσταση κλήρου και λαού. Συνεπώς εάν κάποιος Κανόνας μας φαίνεται ανεφάρμοστος, τότε την αιτία της αδυναμίας εφαρμογής του θα πρέπει να την αναζητήσουμε στον εαυτό μας, στη ραθυμία και αμέλειά μας, στην έλλειψη ζήλου και αγωνιστικού φρονήματος και όχι στον ίδιο τον Κανόνα. Στην περίπτωση αυτή ο Κανόνας μας βοηθάει, να κατανοήσουμε πόσο απέχουμε από την εν Χριστώ τελειότητα, να συνειδητοποιήσουμε τα σφάλματα και τις πτώσεις μας, να ταπεινωθούμε και να αποκτήσουμε το «γνώθι σαυτόν». Διότι όπως λέγει ο απόστολος: «Διά γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ.3,20)Εάν για παράδειγμα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον 69ον Κανόνα των αγίων Αποστόλων, που επιβάλλει νηστεία κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, επειδή αισθανόμαστε κατάπτωση των σωματικών και διανοητικών δυνάμεών μας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κανόνας είναι ανεφάρμοστος, αφού πολλοί είναι εκείνοι, που εξακολουθούν να τον τηρούν μέχρι σήμερα. Στην περίπτωση αυτή ο εν λόγω κανόνας μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία μας και να ακολουθήσουμε, (με την σύμφωνη γνώμη και του πνευματικού), την οικονομία που προβλέπει στη συνέχεια ο Κανόνας: «Εκτός ειμή δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο». Δηλαδή δεν υποχρεούνται να τηρήσουν νηστεία όσοι εμποδίζονται για λόγους σωματικής ασθενείας. Εδώ αξίζει να θαυμάσει κανείς την σοφία και την διάκριση των Πατέρων, οι οποίοι μαζί με τους όρους της ακριβείας δεν παραλείπουν, να θέσουν και τους όρους της οικονομίας. Είναι πολύ επικίνδυνο να κρίνουμε τους Ιερούς Κανόνες με τα δικά μας κριτήρια και με αφετηρία την ιδική μας πνευματική κατάσταση. Αλλοίμονο αν οι Ιεροί Κανόνες προσαρμοζόταν κάθε τόσο προς τις πεποιθήσεις και απαιτήσεις του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία θα εκκοσμικευόταν και θα έχανε την σωτηριολογική της αποστολή.
Επίσης ορισμένα επιτίμια που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, (όπως για παράδειγμα τα«αφοριζέσθω» και «καθαιρείσθω»), μας σοκάρουν πολλές φορές, διότι τα θεωρούμε ιδιαίτερα αυστηρά, σκληρά, ή και απάνθρωπα ακόμη. Εδώ πέφτουμε και πάλι στο ίδιο σφάλμα, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Γινόμαστε κατά κάποιο τρόπο δικαστές και κριτές των αγίων Πατέρων. Τοποθετούμε την ιδική μας κρίση, την ως επί το πλείστον εσκοτισμένη από τα πάθη και τις εγκόσμιες επιθυμίες μας, υπεράνω της θεοφώτιστης κρίσης των αγίων Πατέρων. Και χωρίς ίσως να το αντιλαμβανόμαστε, καταλογίζουμε στους συντάκτες των κανόνων, έλλειψη αγάπης και διακρίσεως, επειδή νομίζουμε  ότι εμείς έχουμε περισσότερη αγάπη και διάκριση από αυτούς. Κατ' αρχήν τα επιτίμια δεν έχουν την έννοια της τιμωρίας, αλλά της παιδαγωγίας και θεραπείας του αμαρτήσαντος κληρικού ή λαϊκού. Και όταν ακόμη η Εκκλησία φθάσει στο σημείο να αποκόψει με αφορισμό κάποιο μέλος της, και τότε ακόμη αποβλέπει στην μετάνοια και στη σωτηρία του. Επί πλέον αποβλέπει εις το να προφυλάξει τα υπόλοιπα μέλη της από παρόμοιες πτώσεις και να προλάβει έτσι γενίκευση και εξάπλωση του κακού σ’ όλο το εκκλησιαστικό σώμα. Στην περίπτωση αυτή οι άγιοι Πατέρες διά των Ιερών Κανόνων ενεργούν, όπως ενήργησε σε ανάλογη περίπτωση ο απόστολος Παύλος, όταν στην Εκκλησία της Κορίνθου προέκυψε το σκάνδαλο του αιμομίκτου, το οποίο αναφέρεται στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (5,4-5). Εδώ ο απόστολος από κοινού με την Εκκλησία της Κορίνθου, (συνοδικώ τω τρόπω), παραδίδει τον αιμομίκτη στον σατανά, που σημαίνει ότι τον αποκόπτει από το σώμα της Εκκλησίας. Ο σκοπός της αποκοπής είναι παιδαγωγικός και θεραπευτικός, διότι όπως λέγει παρά κάτω, η αποκοπή γίνεται: «εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή», δηλαδή για να τιμωρηθεί και κολασθεί σκληρά το σώμα του και σωφρονισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί η ψυχή του. Βλέπουμε επομένως, ότι οι άγιοι Πατέρες στις κανονικές τους διατάξεις, βαδίζουν ακριβώς πάνω στα χνάρια του αποστόλου Παύλου και γενικότερα της αγίας Γραφής. Εάν λοιπόν καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως στους αγίους Πατέρες για τους «αφορισμούς» των, τότε θα πρέπει να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Και στο τέλος θα φθάσουμε σε τέτοιο βαθμό πλάνης και σκοτισμού, ώστε να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος αποκόπτει, τουτέστιν αφορίζει, κάθε πνευματικό κλήμα-μέλος της Εκκλησίας, το οποίο δεν παράγει πνευματικούς καρπούς, από την πνευματική κληματαριά, την Εκκλησία, σύμφωνα με τον λόγον του: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό» (Ιω.15,2).
Οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν σε καμιά περίπτωση νομικό χαρακτήρα, όπως αυτό συμβαίνει στον παπισμό, αλλά εκφράζουν το πνεύμα της χάριτος της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου «χάριτί εστέ σεσωσμένοι» (Εφ.2,5) και πάλιν «ουκ εσμέν υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν» (Ρωμ.6,15). Η άφεση των αμαρτιών, λ. χ. παρέχεται στον εξομολογούμενο διά του μυστήριου της μετανοίας κατά την ώρα της ειλικρινούς εξαγορεύσεως και δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη επιβολή επιτιμίων, που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Μέσα από το πνεύμα των Ιερών Κανόνων διαφαίνεται ξεκάθαρα, ότι η σωτηρία των πιστών είναι δωρεά του Θεού, και όχι ατομικό επίτευγμα των πιστών με την τήρηση κάποιων νομικών διατάξεων. Τα «επιτίμια» είναι στην ουσία πνευματικά θεραπευτικά μέσα, που αποβλέπουν στη θεραπεία των παθών. Γι’ αυτό και δίδεται η ευχέρεια στον πνευματικό, να επιβάλει ανάλογα επιτίμια στον μετανοούντα σύμφωνα με τις διαθέσεις του και την πνευματική του κατάσταση. Αυτό ορίζει άλλωστε και 102ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: «Δει δε τους εξουσίαν λύειν, και δεσμείν παρά Θεού λαβόντας, σκοπείν την της αμαρτίας ποιότητα και την του ημαρτηκότος προς επιστροφήν ετοιμότητα, και ούτω κατάλληλον την θεραπείαν προσάγειν τω αρρωστήματι, ίνα μη τη αμετρία, καθ’ εκάτερον χρώμενος, αποσφαλείη προς την σωτηρίαν του κάμνοντος»[9].
Κλείνοντας την μικρή αυτή αναφορά μας στους Ιερούς Κανόνες, θεωρούμε καθήκον μας να προτρέψουμε τον πιστό λαό του Θεού, να εγκολπωθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη τους Ιερούς Κανόνες, ενθυμούμενος τον λόγον του αποστόλου: «Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» (Β΄ Θεσσ. 2,15). Και όχι μόνον να τους εγκολπωθεί, αλλά και να μαθητεύσει σ’ αυτούς, αναγινώσκοντας αυτούς παράλληλα με την αγία Γραφή. Να τους περιφρουρήσει από κάθε προσπάθεια νοθεύσεως, παραχαράξεως, ή καταργήσεώς των, που προωθείται από πρόσωπα, που κινούνται κυρίως μέσα στην παναίρεση του Οικουμενισμού. Οι Οικουμενιστές ζητούν να κατεδαφίσουν τους Ιερούς Κανόνες, διότι τους ελέγχουν για τις πτώσεις των, για τις συμπροσευχές των με αιρετικούς κ.λπ. Θέλουν να απαλλαγούν από αυτούς, διότι αποτελούν γι’ αυτούς σοβαρό εμπόδιο στα πρωτοφανή οικουμενιστικά τους ανοίγματα προς τις αιρετικές παρασυναγωγές. Ματαιοπονούν όμως, διότι ο Θεός δεν θα επιτρέψει να ευοδωθούν τα σχέδιά τους. Και εφ’ όσον δεν μετανοήσουν θα εφαρμοσθεί σ’ αυτούς ο λόγος του προφήτου: «Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ» (Ψαλμ.20,10).
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών




[1]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», Εκδ. «Αστήρ», Α. Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1957, σελ. 322.
[2]Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι ιεροί κανόνες «στύλος και εδραίωμα» της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1972, σελ. 9.
[3]PG 26,1032B. Εδώ ο άγιος Πατήρ αναφέρει μόνο την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, επειδή οι άλλες δεν είχαν συγκληθεί ακόμη.
[4]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π. σελ. ιστ΄.
[5] Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κανονικόν Δίκαιον, Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σελ.17.
[6]Vl. Lossky- Μετάφρ. Στ. Πλευράκη, Η μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας,Θεσσαλονίκη  1964, σελ. 206.
[7]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π., σελ. 220.
[8]Παναγιώτη Μπούμη…ο.π. σελ. 19.
[9]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π., σελ. 311-312
πηγή 

Ο λόγος του σοφού γέρoντος Γεωργίου (Kαψάνη)

Πόλη – Κράτος, Κοινωνία και πρόσωπα
«Την διάκρισιν της κοινωνίας από της πολιτείας κατέστησεν, ουσιαστικώς, δυνατήν ο Χριστιανισμός. Πράγματι, διά του Χριστιανισμού εισήχθη νέος τρόπος θεωρήσεως του προσώπου και της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Ούτοι δεν θεωρούνται πλέον ως εξαρτήματα της πόλεως ή του κράτους, η δε αξία των δεν προσδιορίζεται επί τη βάσει της θέσεως, την οποίαν κατέχουν ή του έργου, το οποίον προσφέρουν εντός αυτών.
Κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν, οι άνθρωποι έχουν αξίαν ως πρόσωπα εικονίζοντα τον εν Τριάδι Θεόν, η δε κοινωνική ζωή των, ως εκδήλωσις της κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσης υπάρξεώς των, δεν έχει τον σκοπόν της εκτός αυτής, αλλ’ αποτελεί αυτοσκοπόν».
Πηγή: αρχιμ. Γεώργιος (Καψάνης), Χριστός – Εκκλησία – κοινωνία, σελ. 42 & 34, Έκδοσις 2η, 1983.
georgios-kapsanis2
​Μεταμόρφωση προσώπων, αλλαγή θεσμών
Οι Ορθόδοξοι, χωρίς να αρνούμεθα την σημασία της κοινωνικής επιδράσεως, δίνουμε την προτεραιότητα στη μεταμόρφωση του προσώπου διά της μετανοίας και της Θείας Χάριτος. Είναι μεγάλη πλάνη να θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να αγωνισθούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας… Ο άρρωστος άνθρωπος κάνει άρρωστες κοινωνίες και οι άρρωστες κοινωνίες αρρωσταίνσυν χειρότερα τους ανθρώπους.
Πηγή: αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Χριστός – Εκκλησία – κοινωνία, σελ. 36, 1983.

Πολιτικές με καπηλεία και απόρριψη της Παράδοσης
Οι Νεοέλληνες είμεθα υπεύθυνοι δυο μεγάλων αμαρτημάτων: της καπηλείας της Παραδόσεως, με όλο το πληθωρικό και χωρίς αντίκρισμα στην προσωπική ζωή ρητορισμό (βερμπαλισμό) γύρω από τις αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», πού επιχείρησαν κυρίως οι παρατάξεις δεξιών και μικροαστικών φρονημάτων και της απορρίψεως της Παραδόσεως, προκειμένου να οικοδομηθεί επί υλιστικών και αθεϊστικών βάσεων ή σοσιαλιστική κοινωνία, πού επιχειρούν οι παρατάξεις αριστερών φρονημάτων. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια αρνητική στάση πού προδίδει άγνοια της Παραδόσεώς μας, πνευματική εξάρτηση από τη μη Ορθόδοξη, αιρετική, ιδεαλιστική ή υλιστική Δύση, αποκοπή και ξερρίζωμα από τις ζωηφόρες ελληνορθόδοξες πηγές μας…».
Πηγή: αρχιμ. Γεώργιος (Καψάνης), Χριστός – Εκκλησία – κοινωνία, σελ. 10, Έκδοσις 2η, 1983.
ΠΗΓΗ

Όσιος Σαμψών ο Ξενοδόχος


Ο όσιος πατήρ ημών Σαμψών καταγόταν από οικογένεια της  υψηλής αριστοκρατείας της Ρώμης, έχοντας καθώς φαίνεται συγγενικούς δεσμούς με το γένος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Σπούδασε όλες τις επι­στήμες της εποχής του και ιδιαιτέρως την ιατρική, προς την οποία τον ωθούσε η συμπονετική του φύση. Δεν μπορούσε να μένει απαθής στο θέ­αμα του πόνου και της δυστυχίας και δεχόταν στο σπίτι του τους αρρώ­στους και άπορους που συναντούσε για να τους προσφέρει με αγάπη όλες τις απαραίτητες φροντίδες και ακόμη περισσότερο την παραμυθία της προσευχής και της πίστης.
Όσιος Σαμψών ο ξενοδόχος
Όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε την με­γάλη περιουσία του και ελεύθερος στο εξής από κάθε επίγεια δέσμευση, επιθυμώντας να αποφύγει την εκτίμηση των ανθρώπων, αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Εγκατεστημένος σε ένα πτωχικό σπίτι, δόθηκε ολόκληρος στην προσευχή μέσα στην ησυχία, συνεχίζοντας ωστόσο τις αγαθοεργίες του. Μάζευε όσους ασθενείς έβρισκε και τους φρόντιζε δίχως να απαιτεί πληρωμή. Αναλάμβανε ιδιαίτερα ασθενείς που έπασχαν από ανίατα νοσήματα ή εκείνους με ασθένειες τις οποίες οι άλλοι γιατροί δεν έστεργαν να φροντίσουν: λεπρούς, τυφλούς, δαιμονισμένους, κι έτσι η φήμη του απλώθηκε σε όλη την πόλη και η κατοικία του έγινε άσυλο των απελπισμένων.
Λίγο αφ’ ότου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, σε ηλικία τριάντα ετών, από τον πατριάρχη άγιο Μηνά [25 Αυγ.], που εκτιμούσε τα θεάρεστα έργα του, ο άγιος Σαμψών θεράπευσε από βαρεία ασθένεια τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (527-565), ο οποίος έχοντας χάσει κάθε ελπίδα από τους γιατρούς ειδοποιήθηκε σε ενύπνιο να καλέσει τον όσιο στο παλάτι. Ήταν αρκετό να επιθέσει το χέρι του ο Σαμψών στο μέρος όπου υπέφερε ο αυτοκράτορας για να γιατρευτεί στην στιγμή. Επειδή ωστόσο ο όσιος επιθυμούσε να αποφύγει τους επαίνους έβαλε εν συνεχεία λίγη αλοιφή, ώστε να μην αποδοθεί το θαύμα στις δικές του ικανότητες. Ο ηγεμόνας μην ξέροντας πως να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του θέλησε να τον γεμίσει χρυσάφι, αλλά ο όσιος του έστειλε πίσω τα δώρα λέγον­τας: «Θέλεις να μου προσφέρεις ό,τι απέρριψα από αγάπη για τον Θεό;»
Και του συνέστησε να χρησιμοποιήσει καλύτερα τα χρήματα στην ανέ­γερση ενός νοσοκομείου, δίπλα στο χαμόσπιτό του, όπου θα μπορούσε να δέχεται αξιοπρεπώς τους αρρώστους και τους φτωχούς. Ο αυτοκράτορας συναίνεσε με ενθουσιασμό και ανέθεσε στους εργάτες που μόλις είχαν ολοκληρώσει την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας να κτίσουν λίγο βορειό­τερα από την Μεγάλη Εκκλησία ένα τεράστιο και λαμπρό οικοδόμημα που έμεινε γνωστό με το όνομα Ξενών του Σαμψών. Εν συνεχεία ο όσιος διηύθυνε το ίδρυμα με απαράμιλλη αφοσίωση, θέτοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία των πασχόντων αδελφών του με τον ζήλο ενός αγγέλου παρά τω Θεώ. Το υποδειγματικό αυτό ίδρυμα που διέθετε πολλούς εξειδικευμένους γιατρούς εξυπηρετούνταν από μοναχούς και είχε προικι­στεί από τον αυτοκράτορα με άφθονα εισοδήματα, όχι μόνο για την αμοιβή του προσωπικού του, αλλά και με σκοπό επίσης να χορηγεί τροφή και ρουχισμό σε ξένους και ενδεείς.
’Αφού άσκησε για χρόνους πολλούς την αποστολική αυτή δραστηριότητα, ο όσιος Σαμψών εκοιμήθη εν ειρήνη σε προχωρημένη ηλικία. Το σώμα του ενταφιάστηκε στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου την ημέρα της εορτής του οι γιατροί της Κωνσταντινούπολης, που τον τιμούσαν ως προστάτη τους, συνέρρεαν εν πομπή. Στον Ξενώνα τιμώνταν η ράβδος του, το επιτραχήλιό του και τα άμφιά του.
Στα μετέπειτα χρόνια πλήθος θαυμάτων και ιάσεων επιτελέστηκαν στον Ξενώνα με την αόρατη μεσιτεία του οσίου ή μετά από εμφανίσεις του. Λίγο μετά την εκδημία του, μια φοβερή πυρκαγιά που ξεκίνησε από την Αγία Σοφία ρήμαξε όλα τα γύρω σπίτια και έφθασε ως την στέγη του Ξενώνα. Ματαίως οι εργαζόμενοι εκεί και άνθρωποι που προσφέρθηκαν με καλή θέληση αγωνίζονταν, όταν είδαν τον όσιο να βαδίζει πάνω στην στέγη και να διατάζει με εξουσία την φωτιά να υποχωρήσει· με τον τρόπο αυτό σώθηκε το ίδρυμα από την καταστροφή.
Οι άρρωστοι προσήλθαν στον τάφο του οσίου για να περάσουν την νύ­χτα προσευχόμενοι. Τιμούσαν την εικόνα του και αλείφονταν με λάδι από την κανδήλα που έκαιγε πάνω από το μνήμα του, ενώ ο όσιος εμφανι­ζόταν συχνά σε αυτούς μαζί με τους αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δα­μιανό για να τους προσφέρει ιάσεις και θεραπείες.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ.10 Ιούνιος, εκδ. Ίνδικτος σ. 314-316).

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Θῦμα ὁ θύτης τῷ Κυρίῳ προσήχθης
Τῶν ἐκ τῆς ῎Αγαρ στραγγαλισθεὶς μανίᾳ.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Κύριλλος πρὸς πόλον ἀθληδρομεῖ.
Άγιος Κύριλλος Λούκαρις Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο πολύτλας Ιερομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις γεννήθηκε στον Χάνδακα της Κρήτης στις 13 Νοεμβρίου 1572 μ.Χ. «ἐκ γονέων περιφανῶν ἐλευθέρων, ἔν τε τῇ Πολιτείᾳ καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ περιβλέπτων» και κατά το άγιο Βάπτισμα πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν Ιερέας και διδάσκαλός του υπήρξε ο Ιερομόναχος Μελέτιος ο Βλαστός.

Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση ο Κύριλλος μετέβη στη Βενετία (1584 μ.Χ.) για ευρύτερη μόρφωση. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο Κυθήρων Μάξιμο τον Μαργούνιο, ο οποίος τον ανέλαβε κάτω από την προστασία του και χρημάτισε καθηγητής του. Το 1588 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κρήτη, λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογενείας του, αλλά μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Ιταλία και γράφτηκε στο περίφημο Παταβινό Πανεπιστήμιο, όπου διδάχθηκε Φιλοσοφία και Θεολογία.

Τελειώνοντας τις σπουδές στην Εσπερία επέστρεψε στην Κρήτη (1592 μ.Χ.) και εκάρη Μοναχός στη Μονή της Αγκαράθου. Στη μετάνοιά του παρέμεινε ελάχιστο χρονικό διάστημα, γιατί το επόμενο έτος τον κάλεσε στην Αίγυπτο ο συγγενής του Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου), Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο οποίος τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον ονόμασε Πρωτοσύγκελλό του.

Το έτος 1593 μ.Χ. εστάλη από τον Άγιο Μελέτιο στην Πολωνία για να στηρίξει το από τις επιθέσεις της Ουνίας χειμαζόμενο Ορθόδοξο ποίμνιο, όπου εργάστηκε με ζήλο για τρία χρόνια και κινδύνευσε να συλληφθεί και να θανατωθεί κατά τον διωγμό που εξαπέλυσε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος εναντίον των Ορθοδόξων. Το 1559 μ.Χ. ως «Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Ἔξαρχος» απεστάλη και πάλι από τον Μελέτιο Πηγά, τότε Επιτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, στην Πολωνία για εκκλησιαστική υπηρεσία. Παράλληλα είχε την εντολή να περάσει από την Κρήτη και τη Χίο για να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα των Ιησουϊτών. Από την Πολωνία μετέβη στις Παραδουνάβιες χώρες (1601 μ.Χ.) για να στηρίξει και εκεί την Ορθοδοξία. Ενώ βρισκόταν στο Ιάσιο έλαβε επιστολή του Μελετίου, που τον καλούσε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια για να του αφήσει τις τελευταίες υποθήκες και να του παραδώσει τον Θρόνο.

Μετά την κοίμηση του Αγίου Μελετίου (13-9-1601 μ.Χ.) ο Κύριλλος εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάϊρο και καταδίκασε τους Λατίνους, οι οποίοι είχαν προσεταιριστεί τους Κόπτες με σκοπό να καταστρέψουν το Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις αρχές του 1605 μ.Χ. έφτασε στην Κύπρο, ύστερα από πρόσκληση των Χριστιανών, για να βοηθήσει την τοπική Εκκλησία που σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και μάχες και κατόρθωσε να ειρηνεύσει τα πράγματα. Το 1608 μ.Χ. μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για τη χειροτονία του Ιεροσολύμων Θεοφάνους, και από 'κει στη Δαμασκό. Επανήλθε στην Αλεξάνδρεια και επιδόθηκε με ζήλο στο κήρυγμα του θείου λόγου. Προχώρησε στη συντήρηση των Πατριαρχικών κτηρίων και Ναών και οικοδόμησε νέους, ενώ παράλληλα φρόντισε να απαλλάξει το Πατριαρχείο από τα χρέη του.

Το Φεβρουάριο του 1612 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, εξελέγη «Επιτηρητής» του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά παραιτήθηκε, επειδή κάποιοι Αρχιερείς φατρίασαν εναντίον του προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στην Εκκλησία. Αναχώρησε για το Άγιο Όρος και από εκεί για τη Βλαχία, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια διδάσκοντας τον λαό και αγωνιζόμενος κατά της Ουνίας. Πριν την αναχώρησή του από τη Βλαχία εξέδωσε εγκύκλιο (Τόμο) προς τους Ορθοδόξους, με την οποία καταδικάζει τη διδασκαλία των Λατίνων, ελέγχει τους λατινόφρονες Έλληνες τροφίμους της Σχολής του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης και συνιστά την απαρασάλευτη εμμονή στην Ορθόδοξη πίστη ως τον μοναδικό τρόπο άμυνας κατά των εχθρών της ευσεβείας.

Για να διαφωτίσει το Ορθόδοξο πλήρωμα συνέγραψε σε απλή γλώσσα δύο πραγματείες, μία κατά της Αρχής, δηλαδή κατά του πρωτείου του Πάπα Ρώμης, και μία άλλη σε μορφή διαλόγου μεταξύ Φιλαλήθους και Ζηλωτού, με την οποία εξέθεσε τις σατανικές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Ιησουΐτες για να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους.

Φεύγοντας από τη Βλαχία επισκέφτηκε πάλι το Άγιο Όρος, και τον Οκτώβριο του 1615 μ.Χ. επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου παρέμεινε, μέχρι την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο, ασχολούμενος με το κήρυγμα και την κατήχηση του λαού, αφού στο μεταξύ, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, είχαν εκλείψει τα μεγάλα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τον Αλεξανδρινό Θρόνο.

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο. Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.

Οι πολέμιοι του Πατριάρχου βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.

Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.

Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt ο Κονταρής και η συμμορία του σκεφτόταν να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή αποφασίστηκε να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του Συμβουλίου της ρωμαϊκής Προπαγάνδας για τον Πατριάρχη και να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στη Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στη Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.

Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα. Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στη Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στη Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.

Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt που βρισκόταν σε διαρκή συνεννόηση με την Προπαγάνδα κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά διέταξε να τον θανατώσουν. 

Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Τον παρέλαβαν και, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στη Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.

Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.

Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (βλέπε 5 Αυγούστου) συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸν ὄρπηκα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
῏Ηχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κρητονήσου, ἄνθος εὔοσμον, τῆς ᾿Αγκαράθου, ἀνεδείχθης Μονῆς Πάτερ Κύριλλε· ᾿Αλεξανδρείας ποιμὴν φιλοπρόβατος, καὶ Βυζαντίου θεόκριτος πρόεδρος. ῞Οθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
῏Ηχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
᾿Εν Πατριάρχαις ἀθλητὴς ἀκαταγώνιστος, θανατωθεὶς ᾿Αγαρηνῶν χερσὶ φονόεσσαις, ἀναδέδειξαι, ὦ Κύριλλε, θεηγόρε. ῞Οθεν στέφος ἀφθαρσίας κομισάμενος, ἱκεσίαις σου μὴ παύσῃ προϊστάμενος, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.
Κάθισμα
῏Ηχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, δι̉ ἀρετῆς ἐκ παιδός, καὶ τούτου ἐποίμανας, τὴν ἐκλογάδα καλῶς, μακάριε Κύριλλε· ᾔσχυνας ἀσεβείας, τοὺς κομψοὺς τοῖς σοῖς λόγοις· ἔθραυσας μαρτυρίῳ, τῶν τυράννων τὸ θράσος· διὸ καὶ τοὺς στεφάνους διπλοῦς, θεόθεν ἀπέλαβες.
Ὁ Οἶκος
῎Ανωθεν τῶν ᾿Αγγέλων, αἱ δυνάμεις κροτοῦσιν, ἐπάξιόν σοι Πάτερ τὸν ὕμνον· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ τὴν μνήμην σου ἄγοντες, τοῖς ᾄσμασί σε στέφομεν, Κύριλλε, καὶ πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, ὁ ὅσιος Ποιμενάρχης·
χαῖρε, ὁ ἔνδοξος Πατριάρχης.
Χαῖρε, τὸ τῆς Κρήτης οὐράνιον βλάστημα·
χαῖρε, ᾿Αγκαράθου Μονῆς τὸ ἀπάνθισμα.
Χαῖρε, Μάρκου ὁ διάδοχος, τῆς Αἰγύπτου ὁ πυρσός·
χαῖρε, Βυζαντίου πρόεδρος, ᾿Εκκλησίας ὀφθαλμός.
Χαῖρε, ὅτι καθεῖλες πολεμίων τὸ θράσος·
χαῖρε ὅτι ὑπῆλθες μαρτυρίου τὸν δρόμον.
Χαῖρε, ῾Αγίων πάντων συμμέτοχος·
χαῖρε, Μαρτύρων θεῖος ἐφάμιλλος.
Χαῖρε, σεπτῶν δωρεῶν οἰκονόμος·
χαῖρε, ζωῆς ἀληθοῦς κληρονόμος.
Χαίροις, Πάτερ πολύαθλε.


Μεγαλυνάριον
Χαίροις Κρητονήσου ἄνθος τερπνόν, καὶ ᾿Αλεξανδρείας, Ποιμενάρχης περικλεής· Χαίροις Πατριάρχης, σοφὸς τῆς Κωνσταντίνου, καὶ Ἐκκλησίας στῦλος, ἔνδοξε Κύριλλε.

Ὁ Ἅγιος Ἀνεκτός


Ἦταν εὐσεβὴς καὶ ζηλωτὴς ἄνδρας, ποὺ μὲ τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του, ἀποτελοῦσε πολύτιμη δύναμη τῆς Ἐκκλησίας στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.

Ὁ ἡγεμόνας τῆς πόλης αὐτῆς, Οὐρβανός, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἀνεκτὸ καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη του, κατέφυγε στὴν ὠμὴ καὶ θηριώδη βία τῶν βασανιστηρίων. Στὴν ἀρχὴ τὸν ἐράβδισαν. Ἔπειτα τοῦ ἔσχισαν τὰ πλευρὰ μὲ σιδερένια νύχια, τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ὅταν εἶδαν ὅτι ἀκόμα ἀνέπνεε, τὸν ἀποκεφάλισαν, καὶ ἔτσι ὁ γνήσιος αὐτὸς χριστιανὸς πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἡ Ἁγία Ἰωάννα ἡ Μυροφόρος



Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἦταν γυναῖκα τοῦ Χουζᾶ, ἐπιτρόπου τοῦ Ἡρῴδη καὶ διακονοῦσε τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες (Λουκᾶ η´ 3, κδ´ 10).

Οἱ Ἅγιοι Μάρκιος καὶ Μαρκία



Ἡ Μαρκία μαρτύρησε διὰ ξίφους. Γιὰ τὸν Μάρκιο γνωρίζουμε, ὅτι ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τοῦ Ἰκονίου Περίνιο καὶ ἐπειδὴ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό, ἔγδαραν τὸ σῶμα του, τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, ἔκοψαν τὴν γλῶσσα του καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...