Tὸ ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος καὶ Καθηγουμένου Γερμανοῦ ἐγράφη πλέον εἰς τὰς δέλτους τῆς Ζωῆς. Ἡ ὁσιωτάτη ψυχὴ του μετεφυτεύθη ἀπὸ τὸ χωράφι τοῦ ματαίου τούτου κόσμου καὶ ἐβλάστησε εἰς τοὺς ἀειθαλεῖς τοῦ Παραδείσου λειμῶνας.
Τολμῶ σήμερα νὰ χαράξω αὐτὲς τὶς γραμμές, ὄχι ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ἐπίδειξη ἀλλ’ ἁπλούστατα ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος - τὸν ἐγνώρισα ὅταν ἤμουν μαθητὴς Δημοτικοῦ - ὁ ὁποῖος μὲ ἐβοήθησε πολλὲς φορὲς μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν προσευχή του καὶ κυρίως μὲ τὸ ἅγιόν του παράδειγμα.
Σήμερα ὅσον ποτέ, οἱ ψυχὲς τῶν χριστιανῶν ἔχουν ἐν πολλοῖς κορεσθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια· ἐπιζητοῦν μὲ πόθο νὰ ἰδοῦν παράδειγμα... Ἄλλωστε αὐτοὶ ποὺ ἀρκοῦνται νὰ προσφέρουν ξηροὺς λόγους εἶναι ἤδη σίγουρο, ὅτι στὸ τέλος θὰ ἀπογοητεύσουν.
Ὁ Γέρων Γερμανὸς σχεδὸν δὲν ὡμιλοῦσε· ὡμιλοῦσε ὅμως μὲ τὸ παράδειγμά του. Διὰ τὸν Γέροντα οἱ διάφορες ἐκφράσεις, τὰ λόγια, οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, οἱ ψευτοευγένειες ἦταν ἁπλούστατα ἐντελῶς ἐξωτερικὰ σχήματα χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία. Θὰ μποροῦσε κανεὶς συμπερασματικὰ νὰ τὸν ὀνομάση ἀπόκοσμο καὶ ἐσωστρεφῆ. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διάφορος. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀπορροφημένος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του· καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας του ἐλάμβανε χώραν καὶ ἐκρύβετο τὸ ἀνυπέρβλητό του ἀγώνισμα, τὸ πανάκριβό του μυστικό.
Διὰ τὸν π. Γερμανὸν τὸ «λάθε βιώσας» τῶν ἀρχαίων, ἦταν ἡ «δευτέρα του φύσις». Τὸ ἐβίωνε ἀπολύτως καὶ μὲ τόσην ἀκρίβειαν, πού σοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ καταλάβης τί ἐπιτέλους ἔκρυβε ἐκεῖνο τὸ γέρικο καὶ κυρτωμένο σῶμα. Βλέποντάς τον γιὰ πρώτη φορά, σοῦ ἐδημιουργοῦσε μᾶλλον τὸ αἴσθημα τῆς συμπάθειας, παρὰ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἕνα γεροντάκι μελαμψό, σχεδὸν πάντοτε νὰ κυτάζη στὸ ἔδαφος, μὲ ἐνδύματα πραγματικὰ ράκη, μὲ κορμὶ πονεμένο καὶ ἀδύνατο, μὲ πόδια ποὺ κυριολεκτικῶς ἔτρεμαν ἀπὸ τοὺς χρόνιους ρευματισμούς· αὐτὸς ἦταν ὁ παπᾶ-Γερμανός, ὁ νήπιος καὶ σιωπηλὸς ἡγούμενος. Ἐζοῦσες δίπλα του καὶ ὅμως δὲν ἠμποροῦσες νὰ αἰσθανθῆς τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του· συνέτρωγες μαζί του στὴν τράπεζα, προσευχόσουν μαζί του στὴν ἐκκλησία κι ὅμως δὲν κατανοοῦσες τὸ ὕψος τῆς πνευματικότητος καὶ τὸ μέγεθος τῶν μοναχικῶν του παλαισμάτων. Ἐβίωνε σὰν πτωχὸς καὶ ξένος ἀποφεύγοντας κάθε εἶδος ἀνθρωπίνης παρηγορίας γιατί ἀσφαλῶς ἐγνώριζε καὶ εἶχε πεισθεῖ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του, ὅτι «οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»... Τὰ πνευματικά του τέκνα ὁμολογοῦν μὲ παρρησία, ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν φύσει καὶ θέσει ἀγωνιστής, νηστευτὴς εἰς ἄκρον - γνωρίζουμε πλέον ὅλοι, ὅτι ἔλυωνε κυριολεκτικῶς στὴν νηστεία - ταπεινὸς μέχρι ἐξευτελισμοῦ!
Μὲ βεβαιότητα ἀναφέρω, ὅτι ὁ Καθηγούμενος Γερμανὸς ἦταν πάνω ἀπ’ ὅλα ἕνας σύγχρονος νηπτικὸς πατέρας, ἕνας ἡσυχαστής. Αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ἔβγαλα ἀπὸ μαρτυρίες διαφόρων πνευματικῶν του τέκνων καὶ κυρίως ἀπὸ μερικὲς συζητήσεις ποὺ εἶχα μαζί του γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς εὐλογημένης νοερᾶς προσευχῆς. Ἐπαναλαμβάνω, ὅτι ὁ π. Γερμανὸς δύσκολα ὡμιλοῦσε· ἐπρόσφερε ὅμως ἀπὸ τὸ «περίσσευμα» τῆς ἁγνοτάτης καρδίας του σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἐπίμονα τοῦ τὸ ἐζητοῦσε. Φέρνω στὴν σκέψη μου τὶς δύσκολες ἐκεῖνες ἡμέρες ποὺ ἐπερνοῦσε ὡς ἡγούμενος, ὅταν ἔβλεπε νὰ καταρρέη συνεχῶς ὁ Σταυροβουνιώτικος μοναχισμὸς καὶ νὰ ἐλαττοῦται ἡ ἀδελφότης τῆς μονῆς του. Ἐνθυμοῦμαι μὲ συγκίνηση ἕνα ἀπόγευμα, στὸ μοναστηράκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ἦταν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου - 25 Σεπτεμβρίου 1980- καὶ εἴχαμε διαβάσει τὸν ἑσπερινὸ ὁ μακαριστὸς Γέροντας, ἕνας γηραιὸς ἀδελφὸς καὶ ἡ ἀναξιότης μου. Σταθήκαμε μὲ τὸν Γέροντα μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐβλέπαμε τὴν κορυφὴ τοῦ Σταυροβουνίου νὰ χρωματίζεται μέσα στὸ τελευταῖο φῶς τοῦ ἡλίου ποὺ πήγαινε στὴν δύση του. Σὲ μιὰ στιγμή, στρέφεται ὁ Γέροντας πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μοῦ λέγει μὲ σιγανὴ ἀλλὰ ὑποβλητικὴ φωνή:
- «Θὰ ἀναγκασθοῦμε ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδελφὲ Λ…. νὰ τελοῦμε τὶς ἀκολουθίες μόνο μὲ τὸ κομβοσχοίνι ἐφόσον δὲν ἔχουμε ἀνθρώπους νὰ μᾶς βοηθοῦν στὴ λατρεία..»..
Τὸν ἐκύταξα ἀμέσως εἰς τὸν πρόσωπον· εἶχε ὑποστεῖ μίαν ἀπερίγραπτον ἀλλαγήν. Τὰ μάτια του ἐκοίταζαν τώρα πρὸς τὸ ἔδαφος· ἔμεινε σιωπηλός… Ἐκατάλαβα τότε, ὅτι καὶ μόνον ἡ ἀναφορὰ τῶν λέξεων «προσευχὴ» καὶ «κομβοσχοίνι» τὸν αἰχμαλώτιζαν ὁλόκληρο. Ἐγύρισα καὶ τοῦ εἶπα:
«Γέροντα εἶναι μία λύσις αὐτὸ ποὺ λέτε, ὅπως γίνεται ἀκριβῶς καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὰ ἡσυχαστήρια».
Μόλις ἄκουσε αὐτά, αἰσθάνθηκε ἀμέσως πολλὴν χαρὰν καὶ ἐζήτησε νὰ μάθη περισσότερα διὰ τὴν ζωὴν τῶν ἁγιορειτῶν ἡσυχαστῶν. Τοῦ εἶπα ὅ,τι ἐγνώριζα.... Ὅταν ἐπέστρεφα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐπερνοῦσα ἀπὸ τὴν Μονὴν Σταυροβουνίου, ἐπήγαινα πάντοτε νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ στὸ κελλί του. Ἡ εὐχαρίστησίς του ἦταν νὰ μὲ ἐρωτᾶ γιὰ τὶς σπουδές μου· συνήθως δὲ ἐπρόσθετε στὸ τέλος:
- «Μελετᾶτε στὸ πανεπιστήμιο τοὺς νηπτικοὺς πατέρες; Νὰ διαβάζετε τὴν «Φιλοκαλία», ἡ ὠφέλεια εἶναι πολλή....»
Ἀπὸ ἀγάπη καὶ σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν του καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς ἰδικῆς του προσευχῆς, ἀξιώθηκα νὰ διαβάσω σὲ διάστημα τεσσάρων μηνῶν τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὴν «Φιλοκαλίαν» καὶ μπορῶ νὰ βεβαιώσω, ὅτι δι’ ἐμὲ ἡ ὠφέλεια ἦταν ἀμέτρητη... Πολλὰ πνευματικά του τέκνα ὅταν τὸν ἐρωτοῦσαν γιὰ τὴν «εὐχὴ» ἀπέφευγε ἄμεσα νὰ τοὺς ἀπάντηση λέγοντας, ὅτι δὲν γνωρίζει σχεδὸν τίποτα γιὰ τόσον ὑψηλὰ πράγματα. Συνήθως ὅμως ὅταν ἔλεγε κάτι γιὰ τὴν προσευχὴ αὐτὴ τῆς καρδιᾶς τὰ μάτια του ἦταν δακρυσμένα. Δὲν μοῦ μένει πλέον καμία ἀμφιβολία ὅτι ὁ Γέρων Γερμανὸς ἐζοῦσε συνεχῶς εἰς τοὺς χώρους τῆς «ἱερᾶς ἡσυχίας» καὶ ἀπελάμβανε μυστικῶς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λυπηρόν, γιατί πολλοὶ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Κυπρίων, κι’ ἀκόμη ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ οἰκεῖο περιβάλλον του, δὲν ἐμπόρεσαν νὰ τὸν καταλάβουν καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὸ πνευματικό του μεγαλεῖο ἐνόσῳ ἦταν εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἄλλοι, τὸν ἐπεριφρόνησαν καὶ τὸν ἐλύπησαν βαθύτατα. Ὁ Γέροντας ὅμως ὅλους τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ γιὰ ὅλους ἐπρόσφερε παράκλησιν καὶ προσευχὴν ἐνώπιον τοῦ γλυκυτάτου Νυμφίου του.
Ὡς ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης ὁ π. Γερμανὸς ἔζησε σχεδὸν ἀπαρατήρητος. Εἰς τὰς μοναστηριακὰς ἀκολουθίας, οὐδέποτε ἐχρησιμοποίησε τὰ ἐμβλήματα τοῦ ἀξιώματός του· οὐδέποτε ἐφόρεσε μανδύαν ἤ ἐγκόλπιον σταυρὸν καὶ οὐδέποτε ἐκράτησε βακτηρίαν ἡγουμενικήν. Ἐστήριζε τὰ χέρια του ἐπάνω εἰς τὸ ταπεινόν του στασίδι καὶ ὅταν ἐκάθητο συνήθως ἐκάλυπτε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὶς παλάμες του. Ἡ ἄκρα πτωχεία καὶ ἡ ἁπλότης του ἐξεχώριζαν πραγματικὰ εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Θὰ μείνουν ἱστορικὰ καὶ παροιμιώδη ἐκεῖνα τὰ λευκὰ εὐτελέστατα ἄμφια ποὺ ἐφοροῦσε ὅταν ἐτελοῦσε τὶς ἀκολουθίες καὶ τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἀποχωριζόταν καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ τὰ ἀλλάξη μὲ καινούργια. Ὅταν ἐλειτουργοῦσε καὶ ἐνόσῳ ἐδιαβάζοντο τὰ καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου καὶ οἱ κανόνες, ἐχωνόταν κυριολεκτικῶς σὲ ἕνα παλαιότατο σταδίσι τοῦ μικροτάτου καὶ σκοτεινοῦ ἱεροῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας καὶ ἐκεῖ ἐπαραδίδετο ὁλόκληρος εἰς τὴν προσευχὴν μὲ τὸ κομβοσχοίνι εἰς τὸ χέρι. Μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐτελοῦσε τὰ πάντα ἀβίαστα, μὲ ὄρεξη νέου ἀνθρώπου καὶ δὲν ἔδειχνε τὸ παραμικρὸν σημεῖον κοπώσεως. Καὶ ἐθαύμαζες πραγματικὰ γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη δύναμη ποὺ ἔκρυβε τὸ ἀσθενικὸ καὶ ἀδύνατόν του σῶμα καὶ ἐχαιρόσουν νὰ τὸν βλέπης νὰ περπατᾶ δεξιὰ ἀριστερὰ μὲ τὶς ἀξέχαστες καὶ χαριτωμένες του κινήσεις.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ἡ χαρακτηριστικὴ πτωχεία τοῦ π. Γερμανοῦ ἦταν διάχυτη καὶ στοὺς χώρους ποὺ ἐζοῦσε καὶ μεταδιδόταν ἁπλὰ καὶ στοὺς ἄλλους μοναχούς· θὰ μείνουν ἀλησμόνητες οἱ μορφὲς τῶν ἀοιδίμων μοναχῶν Νικάνδρου καὶ Ἀκακίου μὲ τὶς καταλερωμένες ἐνδυμασίες καὶ τὰ ἀτημέλητα κελλιά. Μορφὲς ποὺ ἄφησαν ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη τους ἐπάνω εἰς τὰ ἁγιασμένα χώματα τῆς Κύπρου μας, μορφὲς ποὺ θὰ καθοδηγοῦν γιὰ τὴν συνέχιση τῆς ἁγίας παραδόσεως τοῦ μοναχισμοῦ.
Ὁ Γέροντας ὡς πνευματικὸς ἐχειραγώγησε χιλιάδες ψυχὲς εὐσεβῶν καὶ ἀναδείχθηκε πιστὸς τῶν κανόνων τηρητής, ἄτεγκτος σὲ θέματα ἀρχῆς καὶ συγκαταβατικὸς μὲ διάκρισιν. Κάτω ἀπὸ τὸ πετραχῆλι του εὑρῆκαν ἀνάπαυσιν πολλὲς «ἀδάμαστες» ψυχὲς καὶ ἄνθρωποι κάθε κοινωνικῆς τάξεως καὶ κυρίως πρόσωπα ποὺ ἤθελαν νὰ ζοῦν ἀνωτέραν κατὰ Χριστὸν ζωήν.
Ὁ Καθηγούμενος Γερμανὸς ἐβοήθησε τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ γυναικείου κυρίως μοναχισμοῦ. Ἐνόσῳ ἐζοῦσε, ἦτο ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς τριῶν γυναικείων μονῶν τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ καὶ ἀναδέχθηκε διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος δεκάδες μοναζουσῶν. Παρόλον ποὺ μερικὲς ἐκ τῶν ἀδελφῶν καλογραιῶν τὸν ἐπλήγωναν πολλὲς φορὲς μὲ τὶς ἀκρότητές των αὐτὸς ὁ μακάριος, τὶς ἐσκέπαζε πάντοτε καὶ τὶς ἐνίσχυε μὲ ὅσα πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ μέσα διέθετε τόσον ὁ ἴδιος, ὅσον καὶ ἡ μονή του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονός, ὅτι τοὺς πρώτους καρποὺς ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ Σταυροβουνίου εἴτε αὐτοὶ ἦσαν ἑσπεριδοειδῆ, εἴτε ἦσαν λαχανικά, τοὺς ἐγεύοντο πρῶτες, οἱ μοναχὲς τῶν ἀναφερθέντων μονῶν, οἱ ἀγαπητές του πνευματικὲς θυγατέρες. Ἀγωνιοῦσε πραγματικὰ γι’ αὐτὲς καὶ ἤθελε νὰ τὶς βλέπη νὰ ἀγωνίζονται σωστὰ καὶ μὲ ταπείνωσιν ἀνεβαίνοντας συνεχῶς τὴν κλίμακα τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν. Ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη του αὐτὴ μᾶς θυμίζει τὸν Ρῶσον ἅγιον Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ ποὺ ἐπρόσφερε τὸν ἑαυτὸν του θυσίαν διὰ τὸ μοναστῆρι καὶ τὰς ἀδελφὰς τοῦ Ντιβέγιεβο.
Καρδίες ποὺ ἔχουν γευθεῖ εἰς τὴν πληρότητά της τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν τρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου, γνωρίζουν νὰ ἀγαποῦν καθαρά, ἁπλά, χωρὶς ἀπαιτήσεις καὶ μικρότητες καὶ προσφέρουν ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν των ὁλοκαύτωμα καὶ δωρεὰν εἰς τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἔχει ἀνάγκην καὶ ζητεῖ ἀνάψυξιν καὶ παρηγορίαν. Ὁ Γέρων Γερμανὸς εἶχε μοιράσει τὴν καρδίαν του· τὸ ἕνα μέρος της ἀνῆκε εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ συνανθρώπου. Πολλὲς φορὲς τὸν εἶδα νὰ ἐξομολογῆ μέχρι τὰ μεσάνυκτα. Ἄλλοτε, ἐπέστρεφε ἀργὰ τὸ βράδυ ἀπὸ τὰ γυναικεῖα μοναστήρια κατάκοπος, μὲ ἀφόρητους, πόνους στὰ ἀδύναμα πόδια. Καὶ ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ μικρὸ κελλί του, τὸν ἐπερίμεναν ψυχὲς φιλοθέες ποὺ ἐκαρτεροῦσαν ὑπομονετικὰ ἀπὸ τὸ πρωὶ γιὰ νὰ ἀποθέσουν στὰ πόδια του τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς πόνους των. Ὁ μακαριστός, ἐδεχόταν τοὺς πάντες μὲ τὴν ἰδίαν ἀγάπην, μὲ τὴν ἰδίαν καρτερίαν καὶ ἔδιδε εἰς ὅλους τὰ δῶρα τῆς καρδίας του.
Ὁ θάνατος διὰ τὸν βασανισμένον Γέροντα ἦταν ὄντως ἀνάπαυσις! Καὶ ἀντιμετώπιζε τὸν θάνατο φυσικώτατα, μὲ δέος. Ὁμολόγησε σὲ πολλὰ πνευματικοπαίδια του, ὅτι ἐπερίμενε τὸν θάνατον πανέτοιμος· κι' ἀκόμα, ὅτι ὁ θάνατός του θὰ ἐπλησίαζε πολὺ σύντομα. Ὁ ἴδιος στὶς προσευχές του, ἐπαρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ μὴν τοῦ στείλη ἀνθρωπίνην βοήθειαν στὶς τελευταῖες του στιγμές· δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη κανέναν ἀφήνοντας ἔτσι νὰ φανῆ ἡ λεπτή του ψυχή. Καὶ ἐκοιμήθη μόνος καὶ ἀβοήθητος δίπλα εἰς τὸν ἀχώριστον σύντροφόν του - τὸ γεωργικὸ τρακτὲρ - ποὺ ἔμελλε νὰ τοῦ γίνη ὄργανον μαρτυρίου. Οἱ μοναχοὶ συνασκητὲς του τὸν εὑρῆκαν σὲ στάση νεκρικὴ· ἔχοντας πλήρη συνείδησιν τοῦ ἐπερχομένου τέλους, ἐσταύρωσε χέρια καὶ πόδια καὶ ἐπέρασε ἔτσι εἰς τὴν αἰωνιότητα.
Ὁ Γέροντας θὰ ἀγάλλεται τώρα βλέποντας, ὅτι οἱ προσευχὲς του διὰ τὸ ἀγαπημένο του μοναστῆρι εὑρῆκαν ἀπάντησιν εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀείμνηστος, πρὸς 25ετίας περίπου, εἶχε προβλέψει τὰ ἑξῆς:... «Θὰ ἔλθη ἐποχή, ἔλεγε, ποὺ θὰ κοινοβιάση στὸ Σταυροβοῦνι μία ὁμάδα ἀπὸ δέκα νέους μοναχούς· ἐμεῖς ὅμως δὲν θὰ ζοῦμε ὥς τότε γιὰ νὰ τοὺς κληρονομήσουμε τὶς δικές μας «παραξενιές»... Τὰ πιὸ πάνω ἐπληροφορήθηκα ἀπὸ δύο παλαιοὺς Σταυροβουνιῶτες οἱ ὁποῖοι σήμερα ζοῦν καὶ ἐργάζονται ἐκτός τῆς μετανοίας τους καὶ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σημερινὴ ἀδελφότης τοῦ Σταυροβουνίου ὑπὸ τὴν ἐπαξίαν καθηγεσίαν τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου συνεχίζει τὸν ἀγώνα τὸν καλὸν πρὸς δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἂς τοὺς εἶναι πάντοτε πυξίδα ἀλάθευτος ἡ ἀγαθὴ καὶ ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ παπᾶ - Γερμανοῦ.
Εἴμαστε πλέον σὲ θέση νὰ ποῦμε ἀπερίφραστα, ὅτι ἐπῆρε ὁ Θεὸς τὸν Γέροντα ἀπὸ τὸν μάταιον τοῦτον κόσμον διότι ἐπρογνώριζε γι’ αὐτὸν μεγαλύτερες δυσκολίες καὶ πειρασμούς. Μόνο αὐτὸ μποροῦσε νὰ ἀναφέρουμε ….. Καὶ ὅσοι τυχὸν ἐπίκραναν τὸν πολύπαθον Γέροντα εἴτε ἑκουσίως εἴτες ἀκουσίως νὰ εἶναι βέβαιοι, ὅτι ὁ μακάριος παπᾶ - Γερμανὸς δὲν θὰ παύση νὰ πρεσβεύη στὸν Θεὸν γι’ αὐτοὺς καὶ γιὰ μᾶς ἀσφαλῶς, ποὺ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας ἐπιτρέπει νὰ ζοῦμε ἀκόμη ἐπάνω στὴ γῆ.
Δι’ εὐχῶν τοῦ μακαρίου πατρὸς ἡμῶν Γερμανοῦ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Λ.Ν.