Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Η ταυτότητα του Αγίου στις μέρες μας…


erimitis_8452

Ο σκοπός της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού, είναι η θέωση του ανθρώπου.
Οι έννοιες Άγιος και Αγιότητα στηνεποχή μας διέρχονται κρίση: η αποκρούονται, η χλευάζονται, η παραποιούνται. Και μάλιστα όχι μόνο σε κοινωνικές ομάδες, που έχουν προσωρινά η μόνιμα διακόψει κάθε σχέση και σύνδεσμο με το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ των λεγομένων χριστιανών και μάλιστα των «Ορθοδόξων». Ιδανικό στον κόσμο μας είναι οι οικονομικές
αξίεςη ευζωία, η υλική ευημερία. Ποιός, ακόμη και χριστιανός, έχειβάλει σκοπό της ζωής του να γίνει άγιοςΠοιός, ενδιαφερόμενος και μοχθών για την σταδιοδρομία του παιδιού του, δίνει προτεραιότητα στην αγιότητά του; Και όμως σε προηγούμενους καιρούς αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου πιστού. «Χριστός και ψυχή σας χρειάζονται», δηλαδή η σωτηρία, έλεγε ο Πατροκοσμάς αναδιατυπώνοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, που ήταν το ιεραποστολικό πρότυπό του: «Πάντα ηγούμαι (τα θεωρώ) σκύβαλα (σκουπίδια), ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8).
Σήμερα, σχεδόν κατά κανόνα, η «αγιότητα» είναι ένα «λησμονημένο όραμα» και υποτιμημένη αξία. Και όμως! Ο σκοπός της Εκκλησίας ωςσώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας, είναι η θέωση τουανθρώπου, δηλαδή η αναγέννησή του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, ο αγιασμός του. «Άγιοι έσεσθεότι εγώ άγιος ειμι» (Λευιτ. 20, 26), που είναι αντίστοιχο με τον λόγο της Καινής Διαθήκης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ως ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τέλειος εστιν» (Ματθ. 5, 48). Γι’ αυτό υπάρχει στον κόσμο η Εκκλησία και καλεί κάθε άνθρωπο να ενταχθεί ολόκληρος («ολοτελής», Α’ Θεσ. 5, 23) στην κοινωνία της, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Διότι ο Θεός σ’ αυτό «προορίζει»
κάθε άνθρωπο, εφ’ όσον «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και ειςεπίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. 2, 4). «Επίγνωσις» είναι η πλήρης και τελεία γνώση του Χριστού (Εφ. 4, 13), που αποκτάται με την «θέωση», την υψίστη αγιοπνευματική εμπειρία του πιστού, στην οποία αποσκοπεί όλη η αγιοπνευματική πορεία του μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα (κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις). Γι’ αυτό η Εκκλησία χαρακτηρίζεται από Πατέρες, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, «Ιατρείον πνευματικόν» και «εργαστήριον αγιότητας», διότι σκοπό έχει να λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο, που θεραπεύει την αρρώστια του ανθρώπου, την νόσο της ψυχής του, την πτωτική κατάσταση, για να μπορεί να προχωρήσει προς την κάθαρση της καρδιάς του, τον φωτισμό και την θέωση. Η Εκκλησία είναι «εργαστήριον», ένα πνευματικό εργοστάσιο, που παράγει αγίους, διαφορετικά δεν θα είχε λόγο υπάρξεως.
Πως βιώνεται όμως η αγιότητα στην πράξη της καθημερινότητας; Όχι ασφαλώς ως έννοια ηθική, αλλά (άγιο)πνευματική (συνιστώ το πρόσφατο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Η Ιατρική εν πνεύματι Επιστήμη, Λειβαδειά 2009). Η Εκκλησία ως Ορθοδοξία δεν επιδιώκει να κάμει τον άνθρωπο «ηθικό» με την κοσμική σημασία του όρου. Ο μακαρίτης «λαϊκός», αλλά πατερικότατος, ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, έγραψε ένα βιβλίο, που το συνιστώ πάντοτε, με τον τίτλο: «Άλλο καλός άνθρωπος και άλλο χριστιανός». Ο ορθόδοξος χριστιανός αγωνίζεται για την τήρηση των εντολών του Θεού όχι όμως με την έννοια ενός κώδικα καλής συμπεριφοράς (sav·ir vivre), αλλά για να οδηγηθεί, με την συνεργεία της Χάριτος του Θεού, στο εν Χριστώ ήθος, που πηγάζει από την καρδιά του ως «καρπός του Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) και «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. 4, 14). Η τήρηση των θείων εντολών δεν είναι το «τέλος», ο σκοπός, όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης (5ος αι.) · «Αι εντολαί ουχί την αμαρτίαν εκκόπτουσιν, αλλά τους όρους της δοθείσης ημίν ελευθερίας φυλάττουσιν» (ΡG 65, 992). Άλλωστε είπε και ο Κύριος: «..Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε, ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10).
Η τήρηση των εντολών του Θεού ανοίγει την πηγή της Χάριτος. Και ο Ορθόδοξος πιστός ζητεί συνεχώς Χάρη, δύναμη θεϊκή (πρβλ. τον λόγο του Παύλου: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλ. 4, 13). Οι αιρετικοί, που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, βλέπουν τις εντολές του Θεού ηθικολογικά, θέλουν να γίνουν «καλοί άνθρωποι», όπως τοεπιδιώκουν άλλωστε και οι άθεοι και οι μη χριστιανοί, οπαδοί των θρησκειών (θρησκευμάτων) του κόσμου. Ο Ορθόδοξος πιστός όμως δεν επιδιώκει να γίνει απλά «καλός» και «ηθικός», αλλά Άγιος, να ενωθεί με τον Χριστό και μέσω αυτού με όλη την Αγία Τριάδα, να γίνει «ναός Θεού» (Α’ Κορ. 3, 16 κ.α.), διότι τότε θα είναι «αληθινός», όπως και ο Θεός μας (Α’ Ιω. 5, 20) και αληθινά συνάνθρωπος, «πλησίον» και αδελφός του άλλου· όταν η Χάρη του Θεού (η «βασιλεία» Του) θα ενοικεί στην καρδιά του και η αγάπη του δεν θα είναι «αγάπη αμαρτωλών» (Λουκ.6, 33), δηλ. υπολογιστική και συμφεροντολογική, αλλά ανιδιοτελής, όπως η αγάπη του Θεού, που «ου ζητεί τα εαυτής» (Ρωμ. 13, 5) και γι’ αυτό «ουδέποτε εκπίπτει» (13, 8).
Με τις προϋποθέσεις αυτές κατανοείται πόσο ανησυχητικό είναι το θλιβερό σύμπτωμα της αλλοιώσεως των κριτηρίων μας στο θέμα της αγιότητος. Αυτό φαίνεται από την ευκολία, με την οποία συνήθως χαρακτηρίζουμε κάποιον ως άγιο («άγιος άνθρωπος», λέμε) απλώς, διότι είναι «καλός», χωρίς να ξέρουμε το βάθος της καρδιάς του («τα φαινόμενα συχνά απατούν»). Αυτόοφείλεται στην αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων η και των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως και διακρίσεως της αγιότητας. Σε τελευταία ανάλυση μόνον ο Άγιος, αυτός που έφθασε στην θέωση η στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και μπορεί να «δει» την καρδιά του άλλου και το περιεχόμενό της, γνωρίζει και μπορεί να διακηρύξει ποιός είναι Άγιος, «ναός δηλαδή και κατοικητήριο του Θεού». Αυτά λέγει μεταξύ άλλων ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (Ομιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμενος και ερμηνεύοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. 2, 15: «ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρινόμενος»). Γράφει ο άγιος Μακάριος: «Ο πνευματικός (σημ. αυτός δηλαδή που έχει ζωντανή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του) πάντας ανθρώπους «ανακρίνει…, γινώσκει έκαστον πόθεν λαλεί και που έστηκε και εν ποίοις μετροις εστίν». (Σημ. Μπορεί δηλαδή να γνωρίζει τον απέναντί του, σε ποιά εσωτερική κατάσταση βρίσκεται, ποιές είναι οι προϋποθέσεις των λόγων και έργων του, αν είναι ειλικρινής και δεν προσποιείται, ως ο ηθικολόγος και φαρισαίος). Και συνεχίζει: «Αυτόν δε (τον «πνευματικόν» και Πνευματοφόρο) ουδείς ανθρώπων, των εχόντων το πνεύμα του κόσμου, γινώσκειν και ανακρίνειν δύναται, ει μη μόνον ο το όμοιον έχων επουράνιόν της θεότητος πνεύμα γινώσκει το όμοιον». Με λίγα λόγια: Μόνον οι άγιοι γνωρίζουν ποιός είναι άγιος και αυτών η γνώμη και άποψη έχει σημασία. Όταν λέμε συνεπώς, ότι ο «λαός του Θεού» αναγνωρίζει την αγιότητα, εννοούμε στην κυριολεξία τους Αγίους, αυτούς που έφθασαν στην αγιότητα, (φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και θέωση) και όχι εκείνους, που δεν αγωνίζονται, βαδίζοντας «συν πάσι τοις Αγίοις» και ακολουθώντας τα ίχνη τους, να γίνουν άγιοι. Εμείς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικά» και «λαϊκίστικα», όταν λέμε ότι ο «λαός» αναγνωρίζει τους Αγίους! Γιατί το ερώτημα είναι: ποιός λαός; Ποιά σχέση έχει, δηλαδή, με την Χάρη και σε ποιά κατάσταση είναι η «καρδιά» του; Διότι, διαφορετικά, τα κριτήριά μας θα είναι ηθικολογικά και κοσμικά.
Ποιός λοιπόν, με βάση τα ορθοδοξοπατερικά κριτήρια, είναι ο Άγιος;Οι έχοντες την εμπειρία της θεώσεως, οι Αγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ως Αγίους τα πρόσωπα εκείνα, που έχουν φθάσει στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και στην θέωση, συνιστώντας τους μάρτυρές της μέσα στην ιστορία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, (8ος αι.) τιμούμε ως αγίους «τους ενωθέντας Θεώ κατά προαίρεσιν και τούτον δεξαμένους ένοικον, και τη τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, όπερ αυτός εστι φύσει». Άγιοι είναι, έτσι, «οι έμψυχοι ναοί του Θεού, τα έμψυχά του Θεού σκηνώματα», διότι «δια του νου τοις σώμασιν αυτών ενώκησεν ο Θεός» (Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, Δ(15)88. ΡG 94, 1164 Β επ.). Δηλαδή: «όσους ενώθηκαν με τον Θεό, σύμφωνα με την προαίρεσή τους, την ελεύθερη βούλησή τους, και Τον δέχθηκαν να κατοικήση μέσα τους και έγιναν με την μέθεξή Του, την ένωσή τους μαζί Του, κατά χάριν, αυτό που ο ίδιος ο Θεός είναι από τη φύση Του).
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (7ος αι.): «η υπερώνυμος θέωσις» καθιστά τους μετέχοντες σ’ αυτήν «ακτίστους, ανάρχους και απεριγράπτους… καίτοι δια την οικείαν φύσιν εξ ουκ όντων γεγονότος» (ΡG. 91,1144 ΑΒ). Μολονότι, δηλαδή, και ο Άγιος είναι άνθρωπος κατά την φύση του, έχει ψυχή και σώμα, όπως όλοι μας, και είναι κτίσμα του Θεού, με την θεία Χάρη γίνεται ο,τι είναι και ο Θεός: άκτιστος, άναρχος, απερίγραπτος και αιώνιος, αλλά «κατά χάριν». Αυτός είναι ο πνευματικός «καταλύτης» στο γεγονός της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου. Δεν παύει ο Άγιος να είναι άνθρωπος και κτίσμα, αλλά «κατά χάριν Θεού» γίνεται άκτιστος και όλα τα άλλα, μεταμορφούμενος μέσα στο φως του Θεού. Μεταμόρφωση, συνεπώς, ζει ο Άγιος και όχι μεταβολή της φύσεώς του. Πρέπει δε εδώ να λεχθεί, ότι όσοι διέπονται από «ευσεβιστικές» τάσεις, μιλούν προτεσταντικά για «ηθική θέωση», διότι θεωρούν βλασφημία να δεχθούν, ότι ο θεούμενος φθάνει να γίνει «άκτιστος» και «άναρχος», όπως ο Θεός είναι από τη φύση Του. Η θέωση όμως μεταμορφώνει την φύση του ανθρώπου και δεν «βελτιώνει» απλά τον χαρακτήρα του. Και αυτό συμβαίνει, διότι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά: «Όλος μεν όλοις τοις αξίοις ο Θεός περιχωρεί, όλω δε όλοι περιχωρούσιν ολικώς οι Άγιοι τω Θεώ, όλον αντιλαβόντες εαυτών τον Θεόν» (Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων 3, 1, 27). Δηλαδή: «Όλος ο Θεός περιχωρεί εις όλους τους αξίους, εις όλον δε τον Θεόν περιχωρούν όλοι οι Άγιοι ολικά, έχοντας προσλάβει αντί τον εαυτό τους τον Θεόν».
Η απώλεια η αδρανοποίηση των ορθοδόξων κριτηρίων οδήγησεστην αντικατάσταση της πνευματικότητας με την ηθικολογία και τηςαγιότητας με την ουμανιστική αρετολογία. Όταν γνωστοί κανονολόγοι αποφαίνονται, ότι η αγιοκατάταξη (και όχι: αγιοποίηση, που μόνο στον Παπισμό υπάρχει) γίνεται «υπό της γενικής εκκλησιαστικήςσυνειδήσεως ποιμένων και ποιμαινομένων», αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για αυθεντικούς ποιμένες και ποιμαινόμενους δηλαδή αυθεντικά μέλη του σώματος του Χριστού, φορείς της Χάριτος και όχι απλώς κατ’ όνομα χριστιανούς, λόγω ενός τυπικού βαπτίσματος η μίας εξωτερικής χειροτονίας. Μη ξεχνάμε: οι Άγιοι αναγνωρίζουν τους Αγίους! Η ιστορία της Εκκλησίας μας διδάσκει, ότι η αναγνώριση της αγιότητας δεν υπήρξε ποτέ αυθαίρετη και συναισθηματική, ούτε στηρίχθηκε ποτέ στην καλή φήμη, την ηθικότητα, έστω και στις αγαθοεργίες κάποιου, αλλά σε απτά και τεκμηριωμένα, δηλαδή εκ του Θεού προερχόμενα, δείγματα της πραγματικότητας της θεώσεως. Ο Θεός μαρτυρεί την αγιότητα ενόςπροσώπου.
Οι Ορθόδοξοι μιλούμε για «αγιότητα μαρτυρουμένη» άνωθεν, εκ του Θεού. Ο μέγας θεολόγος των νεωτέρων χρόνων, αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ο Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικά για την αναγνώριση των Αγίων: «Ευλογητός ο Θεός, ος ουκ αμάρτυρον επί γης αφίησιν τηναλήθειαν αυτού» (Πρβλ. Πραξ. 14, 17. Ευγ. Βούλγαρη, Επιστολή προς Κλαίρκιον, Αθήνα 1844, σ. 6). Σύμφωνα με την μακραίωνη ορθόδοξο-εκκλησιαστική πράξη οι Άγιοι δεν «αναγνωρίζονται» η «διακηρύσσονται» με ηθικολογικά, κοινωνικά και ενδοκοσμικά κριτήρια, αλλά μετά από την φανέρωση της αγιότητάς τους από τον ίδιο τον Θεό, με σημεία αδιαμφισβήτητα, που αντέχουν σε κάθε κριτική και αποσείουν κάθε αμφιβολία. Και τέτοια σημεία είναι: η κατάσταση του λειψάνου (άφθαρτο η οστά, που υπερβαίνουν την συνέπεια της φθοράς/σήψεως και γι’ αυτό εκπέμπουν ευωδία υπερκόσμια και όχι δυσοσμία, και κυρίως θαύματα). Υπάρχει μάλιστα μία παγκόσμια ισχύουσα, γνωστή από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παροιμία: «ο άγιος εάν δεν θαυματουργήσει, δεν δοξολογιέται», δεν τιμάται δηλαδή ως Άγιος. Η παροιμία αυτή σε διάφορες παραλλαγές, όπως η έρευνα έχει αποδείξει, είναι γνωστή ευρύτατα και στην Δύση. Ακόμη δε και στην περίπτωση του μαρτυρίου, τα θαυμαστά σημεία δεν λείπουν, όπως διαπιστώνεται από την μελέτη των συναξαριών και της υμνογραφίας μας.
Η πορεία προς την αγιότητα και ο πνευματικός αγώνας δεν χάνει τηναξία του και αυτό ισχύει για κάθε αγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε όμως ο Θεός να βεβαιώσει («μαρτυρήσει») την αγιότητα (την θέωση) του συγκεκριμένου προσώπου, για να δικαιούμεθα και εμείς αναντίρρητα και χωρίς δισταγμούς, να το τιμάμε ως Άγιο. Μη ξεχνάμε, ότι οι άγιοι παρακαλούν τον Θεό για μας, διότι έχουν «παρρησία». Για τους άλλους ευσεβείς πιστούς, που δεν έφθασαν όμως στον φωτισμό η την θέωση, προσευχόμεθα εμείς (πρβλ. τα μνημόσυνα).
π. Γεώργιος Μεταλληνός

πηγή το είδαμε εδώ

Ευαγγελικός Μοναχισμός (1ο Μέρος)


Το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι ευαγγέλιο, δηλαδή χαρμόσυνο άγγελμα, γιατί φέρει στον κόσμο όχι απλώς μια νέα διδασκαλία, αλλά μια νέα ζωή σε αντικατάστασι της παλαιάς. Η παλαιά ζωή κυριαρχείται από την αμαρτία, τα πάθη, την φθορά, τον θάνατο και βασιλεύεται από τον διάβολο. Παρ’ όλες «τις φυσικές» της χαρές αφήνει μια πικρή γεύσι, γιατί δεν είναι η αληθινή ζωή, για την οποία πλάσθηκε ο άνθρωπος, αλλά ζωή φθαρμένη και αρρωστημένη και γι’ αυτό σημαδεμένη από το αίσθημα του παραλόγου, του κενού, και του άγχους.
evmon2
Η νέα ζωή προσφέρεται στον κόσμο από τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως δώρο και δυνατότης για όλους τους ανθρώπους. Ο πιστός ενώνεται με τον Ιησού Χριστό και έτσι κοινωνεί την θεία και αθάνατη ζωή Του, δηλαδή την αιώνια = αληθινή ζωή.
Προϋπόθεσι για να ενωθή ο πιστός με τον Χριστό και να ζωοποιηθή, είναι να πεθάνη πρώτα μέσω της μετανοίας ως προς τον παλαιό άνθρωπο. Πρέπει να σταυρώση και να θάψη κανείς πρώτα τον παλαιό άνθρωπο (δηλαδή τον εγωισμό, τα πάθη και το ιδιοτελές θέλημα) στον Σταυρό και στον Τάφο του Χρίστου, για να αναστηθή μαζί του και να «περιπατήση εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. 6, 4). Αυτό είναι το έργο της μετανοίας και η άρσις του Σταυρού του Χριστού. Χωρίς την μετάνοια, δηλαδή το διαρκές σταύρωμα του παλαιού ανθρώπου, ο πιστός δεν είναι δυνατόν να πιστεύση ευαγγελικά, δηλαδή να παραδώση ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό και να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος του (Μαρκ. 12, 30).
Γι αυτό και ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο του ευαγγελικού κηρύγματος και ως προϋπόθεσι της πίστεως την μετάνοια. «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15). Δεν απέκρυψε ακόμη ότι η ζωή της μετανοίας είναι δύσκολη και ανηφορική. «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14) και ότι το να την βάδισης σημαίνει να σηκώσης τον Σταυρό της μετανοίας. Διότι ο παλαιός άνθρωπος, δεν υποχωρεί χωρίς βία και ο διάβολος δεν νικιέται χωρίς σκληρόν πόλεμο.
Την στενή και τεθλιμμένη οδό της μετανοίας υπόσχεται να ακολουθήση διά βίου ο μοναχός. Αποσπάται από τα πράγματα του κόσμου για να επιτύχη το μοναδικό που επιθυμεί, να πεθάνη σε σχέση με την παλαιά ζωή για να ζήση την νέα ζωή, που του προσφέρει ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία. Την τελεία μετάνοια επιδιώκει ο μοναχός με την συνεχή άσκησι, αγρυπνία, νηστεία, προσευχή, με την εκκοπή του θελήματος και την αδιάκριτη υπακοή στον Γέροντα. Με όλα αυτά βιάζει τον εαυτό του να αρνηθή το ιδικό του εγωιστικό θέλημα και να αγαπήση το θέλημα του Θεού. Μοναχός είναι «βία Φύσεως διηνεκής». Έτσι πληρώνει τον λόγο του Κυρίου «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Μέσα στις ώδινες του τοκετού της μετανοίας γεννάται σιγά – σιγά ο καινός και κατά Θεόν άνθρωπος.
Στον αγώνα της μετανοίας εντάσσεται ο αγώνας της συνεχούς επιτηρήσεως των λογισμών, ώστε να αποβάλλη κάθε κακό και δαιμονικό λογισμό, που θέλει να τον μολύνη και έτσι να διατηρή καθαρή την καρδιά του, για να ενοπτρίζεται τον Θεό κατά τον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η κατά του εγωισμού και των παθών νίκη κάνει τον μοναχό πράο, ειρηνικό και ταπεινό, κυριολεκτικά «πτωχόν τω πνεύματι» και μέτοχο όλων των αρετών των μακαρισμών. Τον κάνει επίσης «παιδί ον», όπως εκείνο, που εμακάρισε ο Ιησούς και εζήτησε όλοι να το μιμηθούν, αν θέλουν να εισέλθουν στην Βασιλεία Του.
Όλη η ζωή του μοναχού γίνεται σπουδή μετανοίας, το ήθος του, ήθος μετανοίας. Μοναχός είναι ο επιστήμων της μετανοίας, εκείνος που «στηλογραφεί την ζωήν της μετανοίας» (Κανών μγ’ Στ’ Οικουμ. Συνόδου) σε όλη την Εκκλησία. Το πένθος και τα δάκρυα της μετανοίας είναι το πιο εύγλωττο κήρυγμα
Το όλο σχήμα του άλλωστε (σχήμα εκουσίου θανάτου) κρίνει τον κόσμο. Ο κόσμος πάλι, που κρίνεται σιωπηλά από τον μοναχό, αν δεν συμμερισθή την μετάνοια του μονάχου, τον αποστρέφεται, τον καταφρονεί, τον μισεί, τον θεωρεί ως μωρό. Αλλά με αυτά ατά μωρά, ασθενή, αγενή και εξουθενωμένα του κόσμου» ο Θεός καταισχύνει τους σοφούς (Α’ Κορ. 1, 27).
Όντας ο μοναχός σοφός κατά Θεόν και μωρός κατά κόσμον, παραμένει ξένος εν μέσω του κόσμου, όπως και ο Υιός του Θεού. Εις τα ίδια έρχεται και οι ίδιοι δεν τον παραλαμβάνουν (Ιω. 1, 11), δεν τον κατανοούν. Κάποτε, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι της Εκκλησίας, οι σοφοί και δραστήριοι.
Η μυστική και σιωπηλή ζωή του είναι επτασφράγιστο μυστήριο, για όσους δεν κοινωνούν του πνεύματος του. Τον θεωρούν κοινωνικά άχρηστο και ιεραποστολικά άεργο. Έτσι η ζωή του είναι κρυμμένη συν τω Χριστώ εν τω Θεώ και θα φανερωθή εν δόξη, όταν φανερωθή και ο Χριστός, η ζωή του (Κολασ. 3, 4).
Μόνο η καρδιά ενός ανθρώπου, που συνεχώς καθαρίζεται με την μετάνοια από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια και τα πάθη, μπορεί να αγαπήση αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο. Εγωισμός και αγάπη είναι ασυμβίβαστα. Πολλές φορές ο εγωιστής νομίζει ότι αγαπά, αλλά η «αγάπη» του αυτή είναι συγκεκαλυμμένος εγωισμός, κρύβει την ιδιοτέλεια και το συμφέρον.
                                                                                                                                                                                         [Συνεχίζεται]
πηγή

Λόγος εἰς τὴν ἀνακομιδὴν λειψάνων π. Γερβασίου - Μητροπολίτης Πατρῶν Χρυσόστομος







«Καί τήν ράβδον... λαβέ ἐν τῇ χειρί σου καί πορεύσῃ... καί πατάξεις τήν πέτραν, καί ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καί πίεται ὁ λαός» (Ἐξοδ. 17, 5-6).
Δοξολογίαν ἀναπέμπομε σήμερον πρός τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἐχάρισε στόν Ὀρθόδοξο Λαό του, ἄνδρα πλήρη πνεύματος καί χάριτος οὐρανίου, ὅστις ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἔλαμψεν ὡς ἀστήρ καί λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν τῆς τοῦ Κυρίου φωτοφόρου Καθέδρας, τῆς μιᾶς δηλαδή, ἁγίας, καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς του Ἐκκλησίας.

Γονυπετεῖς προσκυνοῦμε τόν Τάφο, τήν Ἁγία Κάρα καί τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τῶν Πατρέων Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε ἐνταῦθα ἐξ ἄλλης Βησθαΐδά, τῆς ἁγιοτόκου δηλονότι γῆς τῆς Ἀρκαδίας, τόν μιμητή τῶν Ἀποστόλων, Γερβάσιον τόν ἀοίδιμο τοῦ Κυρίου θεράποντα.

Χρέος ἱερό καί καθῆκον ἅγιο ἐκπληροῦμε σήμερον πρός τόν στοργικό πατέρα καί διδασκάλο, τόν ἐπί δεκαετίας πνευματικῶς γεωργήσαντα καί ἱεραποστολικῶς κλεΐσαντα καί πνευματικῶς τόν Ἱερόν Ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου ἐν Πάτραις, ὑπέρ τοῦ ὁποίου πολλά ἐμόγησεν.

Τιμή ἀποδίδομε πρός τόν ἁπλοῦν καί σεμνό, τόν μαθητή τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τόν λιτό καί ἀσκητικό, τόν γλυκύ καί αὐστηρό, τόν ἀκριβῆ τηρητήν τῶν Ἀποστολικῶν καί Ἑλληνορθόδοξων παραδόσεων, τόν ἐμπνευσμένο, τόν πρωτοποριακό καί ρηξικέλευθο ἀναγεννητή τῆς αὐστηρᾶς καί ἁγίας λειτουργικῆς μας παραδόσεως, τόν γενναῖο καί ταλαντοῦχο πνευματικό, ὁ ὁποῖος συνεκίνει μέ τήν ἁπλουστάτη παρουσία του καί ἐνέπνεε μέ τήν πυρφόρο μορφή του.

Εὐγνωμοσύνη προσφέρομε πρός τόν ποικίλοις χαρίσμασι κεκοσμημένον, τόν ὡς ἥλιον λάμψαντα καί τήν γῆν τῶν Πατρῶν οὐρανώσαντα, τόν τάς ψυχάς πυρί τοῦ πνεύματος φλογίσαντα καί τάς καρδίας τῇ δρόσῳ τῇ οὐρανίῳ δροσίσαντα, τόν ἀνάργυρο, τόν ἀκτήμονα πλήν ὅμως μέγα ἐλεήμονα, τόν ἐπίγειον ἄγγελο καί θερμουργό λειτουργό τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τόν μύστη τοῦ Λόγου, τόν φλογερό καί ἀσυμβίβαστο ἱεροκήρυκα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου σύνθημα ἀγωνιστικό ἦτο τό λόγιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «τόν γάρ ἄρχοντα παντός λαμπτῆρος λαμπρότερον εἶναι δεῖ καί βίον ἔχειν ἀκηλίδωτον, ὥστε πάντας πρός ἐκεῖνον ὁρᾷν καί πρός τόν αὐτοῦ βίον τόν οἰκεῖον χαρακτηρίζειν» (Ὁμιλία εἰς τήν Πρός Τιμόθ. PG 62. 547)

Εὐχαριστίαν ἐκ βάθους καρδίας ἐκφράζομε πρός τόν ζηλωτή πρεσβύτερο, τόν ἱδρυτή τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων ἐν Ἑλλάδι, τόν παπά τῆς φτωχολογιᾶς, τόν προστάτη τῶν προσφύγων, τόν ἐν καιροῖς δυσχειμέροις πρωτοσύγκελλο καί πρωτέκδικο τοῦ μεγάλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσάνθου, τόν κατ’ ἴχνος τόν Χριστό ἀκολουθήσαντα, τόν γενναῖον τῇ ψυχῇ, τόν ἰσχυρόν τῷ φρονήματι, τόν τῇ πίστει ἀκλόνητον, τόν ἀνεπανάληπτο ἱερουργό τῶν τοῦ Θεοῦ ἱερῶν Μυστηρίων, τόν ἱδρυτή τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Πατρῶν, τῆς Σχολῆς Βιοτεχνίας καί Χειροτεχνίας, τῆς Σχολῆς Ἀναλφαβήτων ἐν Πάτραις, νηπιαγωγείου, παιδικῶν κατασκηνώσεων κλπ. (πρωτοποριακές κινήσεις γιά τήν ἐποχή του), μέγαν εὐεργέτη τῆς πόλεως καί τῆς κοινωνίας τῶν Πατρῶν.

Πάντες εὐλαβῶς ὑποκλινόμεθα ἐνώπιον τοῦ γνησίου Ἕλληνος Ὀρθοδόξου Κληρικοῦ, «εἰς τήν καρδίαν τοῦ ὁποίου ἤσκει μεγίστην γοητείαν ἡ Ἑλληνική Πατρίς, ὥστε νά προσληφθῇ κατόπιν αἰτήσεώς του κατά τήν θρυλικήν ἐξόρμησιν τοῦ 1912-13, ὡς ἐθελοντής στρατιωτικός Ἱερεύς εἰς τήν στρατιάν τῶν Εὐζώνων. Καί ἠγωνίσθη πορευόμενος μετά τῶν ἀετοπόδων αὐτῶν τέκνων τῆς Ἑλλάδος, ἀνερχόμενος εἰς δυσπροσίτους ὀροσειράς καί εἰς πολυνέκρους συγκρούσεις, τρέχων πολλάκις εἰς τήν πρώτην γραμμήν τοῦ πυρός, διά νά προσφέρῃ τάς ὑπηρεσίας του —Θείαν Μετάληψιν, ἱεράν ἐξομολόγησιν— εἴς τινα ἑτοιμοθάνατον εὔζωνον» (Μητροπολίτης πρώην Ὕδρας Ἱερόθεος Τσαντίλης).

Γόνυ ψυχῆς καί σώματος κλίνωμεν ἐνώπιον τοῦ πεπυρωμένου θείῳ ἔρωτι ἡγιασμένου Γέροντος, διά τόν ὁποῖον ἰσχύουν κατά πάντα οἱ λόγοι τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος θέλει τόν Ἱερέα:

α) Πατέρα,

β) Διδάσκαλον,

γ) Ἰατρόν, καί

δ) Κυβερνήτην.

Ὂντως ὁ π. Γερβάσιος ἀνεδείχθη Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἠγάπησεν ὑπερβαλλόντως τά τέκνα του καί ἠγωνίσθη προκειμένου νά τά προστατεύσῃ ἐκ τῶν προβατοσχήμων λύκων, τῶν αἱρετικῶν δηλαδή καί τῆς μανίας τοῦ πολεμήτορος ἐχθροῦ.

Ὡς πατήρ ἐχρησιμοποίησε ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του ἐν ἀγάπῃ, αὐστηρότητι παιδαγωγικῇ καί δικαιοσύνῃ. «Ὁ Ἱερεύς βιώνει ἕνα μαρτύριο, καθ’ ὅτι διά τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, βυθίζεται στόν ὠκεανό τόν ἀνθρωπίνων παθημάτων» (Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 253).

Ἐπόνεσε ὁ π. Γερβάσιος καί ἔκλαυσε μέ τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τούς ἐστήριξε στήν ἀδυναμία καί στήν ταλαιπωρία τους, στήν ἀνεργία, στήν ἀνέχεια, ἀλλά καί χάρηκε ὁλόψυχα στήν χαρά τους. Ἄκουσε ἐπί ὧρες τίς ἀγωνίες τῶν νέων, ξενύχτησε προσευχόμενος γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτό καί σήμερα τά ἄκγονα αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ τοῦ προσφέρουν τά ἀντίδωρα τῆς υἱϊκῆς τους ἀγάπης.

Τί νά εἴπωμε περί τῆς ἰδιότητός του ὡς διδασκάλου τῶν ὑπό Θεοῦ ἀποκεκαλυμμένων ἀληθειῶν; Ὁ τρόπος του γλυκύς, πειστικός καί ὁ λόγος του τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν, συγκλονιστικός, ἀποφασιστικός, ἐπαναστατικός, μετάδοση φωτός καί πυρός, ἀφοῦ ἐγνώριζε πολύ καλά ὅτι ἡ πλέον οὐσιώδης ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἀσπαζόμεθα σήμερον τά Λείψανα τοῦ σοφωτάτου πνευματικού ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποίησε τά ἀπαραίτητα πνευματικά ἐπιθήματα κατά περίπτωση, ὥστε καί τόν πόνο νά ἁπαλύνῃ καί τό τραῦμα νά ἐπουλώνῃ καί τήν θεραπεία νά ἐπιφέρῃ.

Καταφιλοῦμε τά ἅγια χέρια, τοῦ στιβαροῦ οἰακοστρόφου τῆς Ἱερᾶς Νηός, τήν ὁποία ὡδήγησε εἰς εὐδίους λιμένας.

Κλῆρος καί Λαός, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, ἐπαναλαμβάνομε ὅ,τι ἠκούσθη μυριόστομο ἐν Πάτραις, κατά τήν ὥρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του, πρό πεντήκοντα ἐτῶν, ἐν τῷ Ἱερῷ καί πανσέπτῳ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου Ναῷ: «Ἅγιος! Ἅγιος! Ἅγιος!». Ὡς ἅγιος τιμᾶται στή συνείδηση Κλήρου καί Λαοῦ.
Ἀλήθεια ἀδελφοί μου, αὐτά δέν εἶναι τά στοιχεῖα που συνθέτουν τήν ζωή ἑνός ἁγίου; Ἡ ζέουσα πίστη δηλαδή, ἡ θυσιαστική ἀγάπη, ἡ προσευχή, ἡ βιωματική ἐμπειρία, τό ἐνάρετον, συνελόντ’ εἰπεῖν, κατά πάντα τοῦ ἤθους του καί τῆς πολιτείας του; Ἀκόμη, ἡ μαρτυρία τοῦ Λαοῦ, ἀλλά καί ἡ θεοσημία, ἀφοῦ Κύριος ὁ Θεός ηὐδόκησε νά φανῇ ὁ τύπος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντός κορμοῦ δένδρου (ὁ πρῶτος καί μοναδικός ἀχειροποίητος Σταυρός πού πανορθοδόξως προσκυνεῖται), τό ὁποῖο ἐφύτευσε ὁ μακαριστός Γέροντας στόν χῶρο τῆς παιδικῆς ἐξοχῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιού Πατρῶν;

Περί τῆς ἁγιότητος τοῦ μεγάλου πνευματικοῦ διδασκάλου καί ὁδηγοῦ τοῦ Λαοῦ τῆς Ἀποστολικῆς πόλεως τῶν Πατρῶν μαρτυρεῖ καί ἡ δοκιμασία, πού προσετέθη ἐκ τῆς συκοφαντίας τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πλανηθέντες ὑπό τοῦ διαβόλου ὡδήγησαν τόν ἀοίδιμον π. Γερβάσιον εἰς ὀδύνην τήν ὁποίαν ἐν εὐχαριστίᾳ πρός τόν Θεόν καί ἐν γαλήνῃ ψυχῆς διεξῆλθε. Ἀλλά πάντα ταῦτα, διά νά λάμψῃ περισσότερον ἡ ἀλήθεια καί νά φωτισθῇ ἔτι πλέον ἡ προσωπικότης καί τό ἔργον τοῦ ἀοιδίμου ἱεραποστολικοῦ ἀνδρός, καί νά δειχθῇ ἡ μεγάλη ἀγάπη καί τιμή τοῦ Λαοῦ πρός αὐτόν. Ἐξ ἄλλου «ὁ γευθείς πνεύματος Χριστοῦ δέν δύναται νά ἀποφύγῃ τήν συνάντησιν μετά τοῦ ὠκεανοῦ τῶν θλίψεων καί τῶν δυστυχιῶν. Οὗτος συμμετέχει εἰς τήν προσευχήν τοῦ Κυρίου, ὅστις ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό ὑπόδειγμα’ (Ἰω. ιγ’ 15)»(Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σελ. 367).

Ὁ π. Γερβάσιος ὑπῆρξε διωκόμενος ἐκ τῆς νηπιακῆς αὐτοῦ ἡλικίας, πρῶτον ὑπό τῆς δυστρόπου μητρυιᾶς του. Διώκεται ἀκόμη ἀπό τήν πτωχεία, τήν στέρηση,τήν γυμνότητα. Διατρέχει πεζοπορῶν τήν ἀπόσταση ἀπό τήν Γορτυνία ἕως τήν Μονή Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας, ὅπου στό ἐκεῖ Σχολαρχεῖο διαπρέπει ὡς μαθητής, καί διά τοῦτο φθονεῖται, συκοφαντεῖται δεινῶς καί διώκεται. Δεδιωγμένος φθάνει στήν Μονή Γηροκομείου Πατρῶν, προστατευόμενος ὑπό τοῦ συντοπίτου του λαμπροῦ Ἱεράρχου Ἱεροθέου (τοῦ Μητροπούλου). Ἀλλά καί αὐτός φεύγει γιά τόν οὐρανό ἐνωρίς πρός μεγίστην ὀδύνη τοῦ νεαροῦ τότε Γεωργίου (Ἔτσι ἦτο τό κατά κόσμον ὄνομά του). Ὅταν ἀργότερα, Ἱερομόναχος πλέον, ὁ π. Γερβάσιος τοποθετεῖται Ἡγούμενος τῆς ἰδίας Μονῆς, ἐπιχειρεῖται ὑπό τῶν «παλαιοκαλογήρων» δολοφονική ἀπόπειρα ἐναντίον του καί ἀναγκάζεται νά κατέλθῃ καί αὐτοῦ τοῦ θρόνου, γιά νά φθάσῃ στά Προσφυγικά τῶν Πατρῶν, στόν τόπο τῶν διωγμένων μαρτυρικῶν ἀδελφῶν μας ἀπό τά Μικρασιατικά παράλια, ὥστε νά γίνῃ γι’ αὐτούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς Πατρινούς, ὁ λατρεμένος «Παπούλης».

Δέν εἶναι τῆς παρούσης νά ἀναφέρωμε ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα συνθέτουν τήν ὁλοφώτεινη προσωπικότητα τοῦ π. Γερβασίου καί τά ὁποῖα ἐν καιρῷ τῷ δέοντι θά ἴδουν τῆς δημοσιότητος τό φῶς.

Θα περιορισθῶ μόνον σέ δύο περιστατικά, τά οποῖα μαρτυροῦν περί τῆς ἁγιότητος τοῦ ἀοιδίμου πατρός.

1. Ἦτο μεσημέρι καί ὁ Γέροντας εὐλόγησε τήν τράπεζα στήν κατασκήνωση.

Τήν ὥρα τοῦ γεύματος, ὁ Παπούλης πετάχθηκε ἀναστατωμένος καί ἀναφώνησε: «Μιά ψυχή χάνεται!». Χωρίς νά πῇ σέ κανένα τίποτε ἄλλο, ἔφυγε βιαστικά, ἔτσι ὅπως ἦτο μέ τό ἀντερί καί τόν σκοῦφο του, καί μετέβη μέ τά πόδια σέ κάποιο σπίτι στήν περιοχή τῶν Μποζαϊτίκων, ὅπου διέμενε ἀνάπηρη κοπέλα.

Ὅταν εἰσῆλθε, βρέθηκε μπροστά σέ σκηνή συγκλονιστική. Ἡ ἀσθενής ἐπιχειροῦσε νά κόψῃ τίς φλέβες τῶν χεριῶν της, προκειμένου νά θέσῃ τέρμα στή ζωή της. Τῆς λέγει ὁ π. Γερβάσιος: «Τί σοῦ ἔκανα παιδάκι μου καί μέ ἔφερες, γέρο ἄνθρωπο, μέσα στό μεσημέρι ἐδῶ κάτω; Ἔχεις τό φωτοστέφανο στό κεφάλι σου καί πᾶς νά τά χάσῃς ὅλα;»

Τότε κατενόησε ἡ ἀσθενής τό λάθος της καί μέ δάκρυα στά μάτια ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν Γέροντα. Ἐπέστρεψε χαρούμενος στήν κατασκήνωση καί εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά ψυχή σώθηκε!».

2. Ἦταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’70. Στήν κατασκήνωση τῶν κοριτσιῶν στά Συχαινά ἀρχηγός ἦταν ἡ ἀείμνηστη Αἰκατερίνη Ἀνδρικοπούλου. Παρά τίς προσπάθειες τῶν ὑπευθύνων, δέν βρισκόταν Ἱερέας νά λειτουργήσῃ γιά τά παιδιά τήν ἑπόμενη ἡμέρα, πού ἦταν μεγάλη ἑορτή. Οὔτε γιά πρόσφορο ἐφρόντισαν. Ἐξάλλου, τί νά τό ἔκαναν; Στενοχωρημένες ἔπεσαν γιά ὕπνο, ἀφοῦ προσκύνησαν γεμάτες παράπονο τόν τάφο τοῦ Γέροντα. Τό πρωί τούς ξύπνησε ὁ κτύπος τῆς καμπάνας τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Πετάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ποιός χτυπᾶ τήν καμπάνα; Ἔσπευσαν στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔκπληκτες βλέπουν τόν ἐνάρετο ἀείμνηστο Ἱερέα, π. Νικόλαο Κογιώνη, νά στέκεται ἐκεῖ καί νά περιμένῃ. «Πάτερ ποιός σᾶς εἶπε νά ἔλθετε σήμερα νά λειτουργήσετε, ἀλλά καί ποιός σᾶς ἄνοιξε τήν κλειδωμένη πόρτα τῆς Κατασκήνωσης;» «Ὁ Παπούλης, ὁ π. Γερβάσιος, ἐμφανίστηκε σέ μένα καί μέ κάλεσε νά λειτουργήσω γιά τά παιδιά του. Ὁ ἴδιος μου ἄνοιξε τήν πόρτα», ἀποκρίθηκε ὁ π. Νικόλαος. «Πάτερ, δέν ἔχουμε πρόσφορο», εἶπαν τό ἴδιο ἀπορημένες. «Θά φροντίσῃ καί γι’ αὐτό ὁ Παπούλης», εἶπε καί πάλι ὁ εὐλαβέστατος Ἱερεύς. Καί πράγματι. Μιά γυναίκα κατηφορίζει ἀπό τήν πύλη πρός τήν Ἐκκλησία, κρατῶντας σέ καθαρή πετσέτα τό πρόσφορό της. «Κυρία μου, ποῦ ἔμαθες ὅτι ἔχουμε Ἐκκλησιασμό καί πῶς ἦρθες τόσο πρωί;», τήν ρώτησαν. «Ξεκίνησα νά πάω τό πρόσφορό μου, πρωί-πρωί στόν Ἅγιο Νικόλαο τῶν Συχαινῶν γιά νά προλάβω τήν Προσκομιδή. Ἀλλά στόν δρόμο ἕνας γέροντας παπάς μέ σταμάτησε καί μοῦ εἶπε: “Κόρη μου, ποῦ πᾶς; Στόν Ἅγιο Νικόλαο ἔχει ὁ παπάς πρόσφορα. Νά τό πᾶς στήν Κατασκήνωση, γιά νά λειτουργήσουν”, μοῦ εἶπε καί ἐξαφανίστηκε. Ἔτσι ἦλθα». «Ποιός ἦταν ὁ παπάς;» Ἡ ἀπάντηση εἶναι φανερή.

Ἐπιτελοῦμε σήμερον ἀκόμη χρέος ἱερό καί πρός τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ὕδρας Ἱερόθεο τόν Πατρέα, πνευματικό τέκνο καί ἀνάστημα τοῦ π. Γερβασίου, ὁ ὁποῖος πρό τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του, πολλάκις παρεκάλεσε τήν ἐλαχιστότητά μας διά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων «τοῦ ἀοιδίμου καί ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου», ὡς ἔλεγε χαρακτηριστικά, π. Γερβασίου.

Μάλιστα, μέχρι θαυμαστῆς λεπτομερείας, ἔδωσε ὁδηγίας περί τοῦ πρακτέου, ἅμα τῇ συμπληρώσει πεντήκοντα ἐτῶν ἀπό τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας τοῦ Γέροντος καί Διδασκάλου τῶν Πατρῶν.

Δέος συνέχει τήν καρδία μου, ὅταν ἀναμιμνήσκωμαι τῶν λόγων τοῦ μακαριστοῦ καί λαμπροῦ, τοῦ πολυεδρικοῦ ἀδάμαντος, Μητροπολίτου Ὕδρας Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος τήν τελευταίαν φορά τῆς συναντήσεώς μας, μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά: «Εἶναι ἐπιθυμία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γερβασίου νά γίνῃ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων του, ὑπό συντοπίτου του Ἀρχιερέως».

Εἶμαι δέ ἐξόχως συγκλονισμένος, διότι κατά τρόπον παράδοξο, οἱ ἐργασθέντες κατά τήν προεργασία διά τά τῆς ἀνακομιδῆς τεχνίτες, ἀκόμη καί ὁ βοηθός των, ἕλκουν τήν καταγωγήν των ἐξ Ἀρκαδίας, ἀπ’ ὅπου καί ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος.

Ἀκόμη χρέος ἐπιτελοῦμε ἔναντι τοῦ μακαρία τῇ λήξει γενομένου, Ἱεράρχου Μαντινείας καί Κυνουρίας Θεοκλήτου, του χειροτονήσαντος ἡμᾶς Διάκονον καί Πρεσβύτερον, ὅστις μέ συμμαρτυρίαν τοῦ π. Γερβασίου εἰσῆλθεν εἰς τάς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, καί ὁ ὁποῖος ἔχων ἐπί τοῦ Γραφείου του τήν φωτογραφία τοῦ μακαρίου Γερβασίου καί τήν εἰκόνα τοῦ θαυμαστῶς ἐντός τοῦ κορμοῦ τοῦ πεύκου φανέντος τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὑπεδείκνυε ὁδόν ἀρίστη, ἐκείνη τήν ὁποίαν ἐβάδισε ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων κλεινός Γερβάσιος.

Πρό πάντων δέ καθῆκον ὀφειλόμενο πρός τόν Πατραϊκό Λαό, καί μάλιστα πρός τά πνευματικά τέκνα του Γέροντος, τῶν ὁποίων πόθος διακαής ἔκαιε τά ἐσώτατά τῆς καρδίας των, ὅπως πραγματοποιηθῇ ἡ ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ πολυσεβάστου καί ὡς ἁγίου ὑπ’ αὐτῶν τιμωμένου διδασκάλου των, καί ἀξιωθοῦν νά ἀσπασθοῦν τά ἱερά ὀστέα του, τά ὁποῖα ἡγιάσθησαν ἐκ τῶν ποικίλων πνευματικῶν καί σωματικῶν ἀγώνων του ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.

Ἀοίδιμε Γέροντα, τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου σου ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου, τά πνευματικά σου τέκνα «ἔπιπτον προσκυνητῶς πρό τοῦ σκηνώματός σου, ἔχοντος ἐστολισμένον τό πρόσωπον διά τήν τελικήν πορείαν. Ἠσπάζοντο χεῖρας καί πόδας, κλαίοντες καί ζητοῦντες τήν πολυπόθητον εὐχήν σου» (Μητροπ. Ὕδρας Ἱερόθεος).

Σήμερον πλῆθος τῶν ἐκγόνων σου, Κλῆρος καί Λαός, προσπίπτουσι καί πάλιν προσκυνητῶς πρό τῶν ἱερῶν Λειψάνων σου, καί ραίνουν μέ δάκρυα καί μύρα καί ρόδα τά ἡγιασμένα ὀστέα σου, καί λιτανεύοντες αὐτά ἐπί τῶν ὤμων ὡς θησαυρόν πολύτιμο καί ἀειλαμπῆ, ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει ἱκετεύουσί σε:

«Ὡς παρρησίαν ἔχων πρός Θεόν, ἱκέτευε Χριστόν τόν ἀγαθόν, καί ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις τῶν κινδύνων καί περιστάσεων φύλαττε, ἱερώτατε πατήρ ἡμῶν Γερβάσιε.

Δεήθητι ὑπέρ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ταύτης, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τοῦ φιλοθέου καί φιλαγίου Λαοῦ, ὑπέρ τῶν ἀρνίων σου τῶν ἠγαπημένων, ὡς χαρακτηριστικά ἀποκαλοῦσες τά παιδιά καί τούς νέους».

Ἡμεῖς πάντες τόν Θεόν δοξάζοντες τόν σέ δοξάσαντα, χρεωστικῶς ὕμνους ἐκ καρδίας πλέκομεν καί προσφέρομέν σοι, τῷ ἀοιδίμῳ καί γεραρῷ, διδασκάλῳ καί πατρί:

«Χαίροις Ἀρκαδίας θεῖος βλαστός, χαίροις Ἐκκλησίας ἱερώτατος θησαυρός, χαίροις τῶν Πατρέων διδάσκαλος ὁ θεῖος, Γερβάσιε θεόφρον σκέπε τά τέκνα σου».

Σύναξη των 12 Αποστόλων: Γιατί νίκησαν;

Οι λίγοι νικούν τους πολλούς.
Γιατί νίκησε; Ποιός νίκησε και ποιούς νίκησε; Η ομάδα των Δώδεκα. Αν οι ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν έντεκα παίκτες, η ομάδα του Χριστού έχει δώδεκα αθλητές. Και αν μία ομάδα γνωρίζει και νίκες και ήττες και ισοπαλίες, η ομάδα του Χριστού είχε μόνο νίκες και θριάμβους. Και αν οι ομάδες αγωνίζονται στο στίβο ενός γηπέδου ή σταδίου, η ομάδα των Δώδεκα αγωνίσθηκε στο στίβο ολόκληρης της οικουμένης. Και αν ο αγώνας των ομάδων έχει μερικές χιλιάδες θεατές, ο αγώνας των Δώδεκα είχε θεατές όλη την οικουμένη, όλη τη γη και όλο τον ουρανό. Καταλάβατε ασφαλώς ποιά είναι η ομάδα των Δώδεκα. Είναι οι Δώδεκα Απόστολοι. Ο Παύλος γράφει για τον αγώνα των Αποστόλων και τους ορατούς και αοράτους θεατές του: «Θέατρον εγενήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις» (Α’ Κορ. 4,9).
12a0ost2
Νίκησαν οι λίγοι τους πολλούς. Νίκησαν οι δώδεκα τους μυριά­δες, τα εκατομμύρια. Νίκησαν οι αγράμματοι της Γαλιλαίας τους σοφούς της αρχαιότητος. Νίκησαν οι ψαράδες τους φιλοσόφους. Νίκησαν οι αδύνατοι τους δυνατούς. Νίκησαν οι άσημοι τους επι­σήμους. Νίκησαν οι φτωχοί τους πλουσίους. Νίκησαν οι άοπλοι τις πάνοπλες στρατειές.
Όσα δεν κατόρθωσαν οι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδος, το κατόρθωσαν οι αγράμματοι ψαράδες της Γαλιλαίας.
Πόσους οπαδούς απέκτησε ο Πλάτων; Μερικούς μαθητές μόνο. Πόσους πιστούς απέκτησαν οι Απόστολοι; Εκατομμύρια.
Σε ποιό πρόβλημα μεταφυσικό ή ηθικό μπόρεσε να δώσει σαφή απάντηση ο Πλάτων; Σε κανένα. Όλα τα ηθικά και μεταφυσικά προβλήματα τα έλυσαν οι Απόστολοι.
Ποιούς ανθρώπους μπόρεσαν να αλλάξουν, να μεταμορφώ­σουν, με τις θεωρίες τους οι φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου; Ούτε τους εαυτούς τους. Μυριάδες άνθρωποι άλλαξαν με το κήρυγμα των Αποστόλων.
Πόσοι θυσιάσθηκαν για τις φιλοσοφικές τους θεωρίες; Κανένας. Πόσοι θυσιάσθηκαν εκούσια για την πίστη των Αποστόλων; Εκα­τομμύρια είναι οι μάρτυρες. Γι’ αυτό λέγει ο ί. Χρυσόστομος: «Ότι δεν κατόρθωσαν να κάνουν φιλόσοφοι με τους συλλογισμούς των, τούτο το κατόρθωσαν αυτή που εθεωρείτο μωρία. Ποιος, λοιπόν είναι σοφώτερος; Αυτός που πείθει τους πολλούς ή αυτός που πείθει ολίγους, μάλλον δε δεν πείθει κανένα; Αυτός που πείθει διά τα σοβαρώτερα θέματα ή αυτός που πείθει διά τα ανύπαρκτα πράγματα; Τι κατόρθωσε ο Πλάτων και οι όμοιοι του. Τίποτε… Ο Σταυρός όμως έπεισε με απλοϊκούς ανθρώπους, και εκέρδισε όλην την οικουμένη, και όλους τους αγροίκους και τους απλοϊκούς τους έκανε αληθινούς φιλοσόφους. Πρόσεξε πως το μωρόν του Θεού είναι το σοφώτερον από τους ανθρώπους και πως το αδύνατο είναι το ισχυρότερο» (Ε.Π.Ε. 18, 98-100).
Πώς λοιπόν και γιατί νίκησαν οι Απόστολοι; Ποιό το μυστικό; Η… ατομική βόμβα! Μα ποιά σχέση μπορεί να έχει η ατομική βόμβα με τους Αποστόλους; Άλλοτε η μάχη εξηρτάτο από τον αριθμό των παρατεταγμένων στρατιωτών και από την ανδρεία τους. Σήμερα μπορεί ένας να νικήσει στρατό μυρίων πολεμιστών. Πώς; Με την ατομική βόμβα. Ένας με μία ατομική βόμβα είναι πιο δυνατός από μυρίους τυφεκιοφόρους στρατιώτες. Αν αυτό το κατόρθωσαν άνθρωποι, δεν μπορούσε παρόμοιο κατόρθωμα να κατορθώσει ο Θεός ο παντοδύναμος; Είκοσι αιώνες προτού ν’ ανακαλυφθεί η ατομική βόμβα, δώδεκα άνθρωποι οπλίστηκαν με ατομική ενέργεια και νίκησαν ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται για τους Δώδεκα Αποστόλους. Ήσαν αδύνατοι και μικροί, πριν ν’ αποκτή­σουν την ατομική ο καθένας ενέργεια. Ήσαν τόσο αδύνατοι, ώστε δείλιασαν μπροστά στα μαχαίρια και τα ξύλα της σπείρας και εγκατέλειψαν τον Θείο Διδάσκαλο μόνον στα χέρια των εχθρών του. Ήσαν τόσο δειλοί και αδύνατοι, ώστε ο θερμότερος από αυτούς, ο Πέτρος, αρνήθηκε τον Ιησού μπροστά σ’ ένα κοριτσάκι. Και ξαφνικά! Αυτοί οι αδύνατοι και δειλοί γίνονται δυνατοί· γίνονται «λέον­τες, πυρ πνέοντες».
Πώς; Οπλίστηκαν εσωτερικά και εξωτερικά. Όταν τους κάλεσε ο Χριστός, για να τους στείλει στην οικουμένη και να δώσουν τη μεγάλη μάχη για την αλλαγή του κόσμου, για το μετα­σχηματισμό της κοινωνίας, τους είπε: Δεν θα ξεκινήσετε έτσι όπως είσθε. Θα περιμένετε. Θα έλθει δύναμις καταπληκτική. Όταν πά­ρετε αυτή τη δύναμη, να ριχθείτε άφοβα και να σκορπίσετε παντού το μήνυμα του Ευαγγελίου της σωτηρίας. «Λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (Πράξ. 1,8).
Να η ατομική ενέργεια: Το Πνεύμα το Άγιον. Εσωτερική ενέργεια με εξωτερική εκδήλωση. Όταν βράζει ένα δοχείο, ξε­χειλίζει. Και η καρδιά των Αποστόλων, πλημμυρισμένη από τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος, κόχλαζε και ξεχείλιζε. Η πυρηνική ενέργεια από την καρδιά έφθανε στα χείλη. Πύρινες γλώσσες δέχτηκαν οι ’Απόστολοι από τον ουρανό. Πυρηνικές αποστολικές γλώσσες δέχτηκε ο κόσμος. Καμμία δύναμη δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο πέρασμα των Αποστόλων.
Αποστολική Εκκλησία
Η Εκκλησία είναι και λέγεται Αποστολική. Έτσι ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολι­κήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Είναι Αποστολική, διότι είναι θεμελιωμένη «επί τω θεμελίω των Αποστόλων» (Εφεσ. 2,20). Ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στο οικοδόμημα της Εκκλη­σίας. Οι Απόστολοι είναι οι θεμέλιοι της ορατής Εκκλησίας και οι θεμέλιοι της άνω πόλεως, της άνω Σιών, της νέας Ιερουσαλήμ.
Θέλετε να δείτε, αν μία λεγομένη Εκκλησία είναι γνήσια Εκ­κλησία του Χριστού; Από δύο πράγματα θα το καταλάβετε: Από την Αποστολική διδασκαλία και από την Αποστολική διαδοχή.
Την Αποστολική διδασκαλία φαντασθείτε την σαν ένα ποτάμι. Κυλά χωρίς διακοπή δύο χιλιάδες χρόνια τα νερά του και ποτίζει την οικουμένη. Είναι τα ίδια κρυστάλλινα, πεντακάθαρα νερά. Εκείνα, που σήμερα πιστεύουμε εμείς, ξεπηδούν από την πηγή των Αποστόλων. Όσα σήμερα πιστεύει η Εκκλησία, τα πίστευε και η Εκκλησία των χρόνων των Αποστόλων.
Και αυτό που λέμε Αποστολική διαδοχή φαντασθείτε το σαν την αλυσίδα, που κρέμεται ο πολυέλαιος. Η αλυσίδα αποτελείται από πολλούς κρίκους. Αν σπάσει κάποιος κρίκος, ο πολυέλαιος πέ­φτει. Οι κρίκοι της Αποστολικής διαδοχής είναι οι κληρικοί. Βλέπουμε κάποιον, που εμφανίζεται ως κληρικός· έχει ράσα, γένεια, λέγει ότι πιστεύει στην Ορθοδοξία. Αρκούν αυτά για να τον δεχθούμε ως κανονικό κληρικό; Ασφαλώς όχι. Πρέπει οπωσδήπο­τε να εξετάσουμε, αν ο Επίσκοπος, που τον χειροτόνησε, έχει Αποστολική διαδοχή. Αν από επίσκοπο σε επίσκοπο φθάνουμε στους Αποστόλους, τότε ο άνθρωπος αυτός είναι κληρικός της Εκ­κλησίας. Αν κάπου υπάρχει ένα κενό, τότε ας έχουμε επιφυλάξεις. Έχει σπουδαία σημασία για την τέλεση των μυστηρίων η κανονικότητα του κληρικού, η οποία εξαρτάται από τη λεγομένη Αποστολική διαδοχή. Διότι η Εκκλησία είναι Μία και Αποστολική.
Αλλ’ Αποστολική λέγεται η Εκκλησία όχι μόνο για λόγους του παρελθόντος. Λέγεται και για λόγους του παρόντος. Όχι μόνο για λόγους δογματικούς, αλλά και για λόγους ιεραποστολι­κούς. Δεν αρκεί να καυχώμεθα για την αποστολικότητα της Εκκλη­σίας. Οφείλουμε να γίνουμε αποστολικοί και οι σημερινοί χριστια­νοί. Οι Απόστολοι ήσαν δώδεκα. Εμείς είμεθα χιλιάδες και εκατομμύρια. Οι Απόστολοι άλλαξαν τον κόσμο όλο. Εμείς αλλάζουμε από τον κόσμο. Οι Απόστολοι ζητούν μιμητές και συνεχιστές. Στα βήματα των Αποστόλων ας ακολουθήσουμε κι εμείς.

Το Ευαγγέλιο της Εορτής της Συνάξεως των Αγίων Αποστόλων

Ματθ. 9,36Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐῤῥιμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.
Ματθ. 9,36Οταν δε είδε τα πλήθη του λαού, ησθάνθη ευσπλαγχνίαν και πόνον δι' αυτούς, διότι ήσαν αποκαμωμένοι πνευματικώς και παραπεταμένοι, σαν πρόββατα που δεν είχαν ποιμένα.
 
Ματθ. 10,1Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν.
Ματθ. 10,1Αφού προσεκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του ο Ιησούς, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν επί των ακαθάρτων πνευμάτων, ώστε να τα εκδιώκουν από τους δαιμονιζομένους και να θεραπεύουν κάθε αρρώστιαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν και καχεξίαν.
 
Ματθ. 10,2Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
Ματθ. 10,2Τα δε ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τα εξής· πρώτος ο Σιμων, ο ονομαζόμενος Πετρος και Ανδρέας ο αδελφός του, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, και Ιωάννης ο αδελφός του·
 
Ματθ. 10,3Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος,
Ματθ. 10,3ο Φιλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Λεββαίος, ο οποίος είχε επονομασθή και Θαδδαίος.
 
Ματθ. 10,4Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν.
Ματθ. 10,4Ο Σιμων ο Κανανίτης, δηλαδή ο Ζηλωτής, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και παρέδωκεν τον Ιησούν.
 
Ματθ. 10,5Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε·
Ματθ. 10,5Αυτούς τους δώδεκα έστειλεν ο Ιησούς να κηρύξουν το Ευαγγέλιον, αφού τους έδωκεν τας επομένας παραγγελίας· “εις δρόμον, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μη πορευθήτε και εις πόλιν Σαμαρειτών να μη εισέλθετε.
 
Ματθ. 10,6πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.
Ματθ. 10,6Πηγαίνετε δε κατά προτίμησιν στους Ισραηλίτας, οι οποίοι μοιάζουν με πρόβατα απολωλότα.
 
Ματθ. 10,7πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ματθ. 10,7Και εκεί που θα πηγαίνετε, να κηρύσσετε και να λέγετε ότι επλησίασε η βασιλεία των ουρανών, έφθασε πλέον ο καιρός που θα ιδρυθή επί της γης η Εκκλησία.
 
Ματθ. 10,8ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.
Ματθ. 10,8Σας δίδω εξουσίαν να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε, μη εμπορευθήτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώστε.

Ο Απόστολος της Εορτής της Συνάξεως των Αγίων Αποστόλων

Α Κορ. 4,9δοκῶ γάρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
Α Κορ. 4,9Αλλ' ημείς οι Απόστολοι κάθε άλλο παρά βασιλείαν και δόξαν έχομεν κερδήσει στον κόσμον αυτόν. Διότι νομίζω, ότι ο Θεός ημάς τους Αποστόλους μας έχει δείξει εις τα μάτια όλων των ανθρώπων σαν τους πιο τελευταίους, σαν καταδικασμένους εις θάνατον, που βαδίζουν στον τόπον της εκτελέσεως. Διότι εγίναμεν παράδοξον θέαμα εις όλον τον κόσμον, στους αγγέλους που θαυμάζουν, και στους ανθρώπους που χλευάζουν.
 
Α Κορ. 4,10ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι.
Α Κορ. 4,10Ημείς οι Απόστολοι θεωρούμεθα από τους ανθρώπους του κόσμου μωροί και ανόητοι δια το όνομα του Χριστού. Σεις όμως είσθε φρόνιμοι και συνετοί εν Χριστώ! Ημείς είμεθα ασθενείς και αδύνατοι. Σεις όμως είσθε ισχυροί και ακατανίκητοι! Σεις είσθε ένδοξοι, ημείς δε περιφρονημένοι και εξουθενωμένοι.
 
Α Κορ. 4,11ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν
Α Κορ. 4,11Από την ημέραν που ελάβαμεν το αποστολικόν αξίωμα και μέχρις αυτής της ώρας, ζώμεν ανάμεσα στο πλήθος από ταλαιπωρίας και περιπετείας. Και πεινώμεν και διψώμεν· και δεν έχομεν ρούχα δια να προφυλαχθώμεν από τας κακοκαιρίας και δεχόμεθα ραπίσματα και γρονθοκοπήματα, και συνεχώς μετακινούμεθα από τόπου εις τόπον, χωρίς να έχωμεν πουθενά σταθεράν παραμονήν.
 
Α Κορ. 4,12καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,
Α Κορ. 4,12Και κοπιάζομεν εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια. Οταν οι άπιστοι μας εμπαίζουν και μας υβρίζουν ημείς τους ευλογούμεν και ευχόμεθα αγαθά δι' αυτούς. Οταν μας καταδιώκουν, δεικνύομεν μακροθυμίαν και υπομονήν απέναντί των.
 
Α Κορ. 4,13βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι.
Α Κορ. 4,13Οταν μας δυσφημούν και μας διαβάλλουν, ημείς προσπαθούμεν με λόγια καλωσύνης και αγάπης να τους καταπραΰνωμεν και τους ημερώσωμεν. Σαν τα πλέον ρυπαρά πράγματα του κόσμου έχομεν γίνει, σαν αποσπογγίσματα για πέταμα θεωρούμεθα εις τα μάτια όλων έως την στιγμήν αυτήν.
 
Α Κορ. 4,14Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ.
Α Κορ. 4,14Με αυτά που σας γράφω δεν θέλω να σας πικράνω και εντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω.
 
Α Κορ. 4,15ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα.
Α Κορ. 4,15Διότι έστω και αν έχετε παρά πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους κατά Χριστόν, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρας. Ενας είναι ο πατέρας σας, εγώ. Διότι εγώ, με τον φωτισμόν και την δύναμιν του Χριστού, σας έχω γεννήσει πνευματικώς εις την νέαν ζωήν δια μέσου του Ευαγγελίου.
 
Α Κορ. 4,16παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Α Κορ. 4,16Σας παρακαλώ, λοιπόν, σαν παιδιά μου αγαπημένα, να γίνεσθε μιμηταί μου.

Ο Άγιος Νεομάρτυρας Μιχαήλ Πακνανάς, ο κηπουρός

Μαρτύρησε στις 30 Ιουνίου
Περπατώντας ανάμεσα στα όρθια και στα πεσμένα μάρμαρα, που έμειναν για να δείχνουνε την τέχνη και τον πολιτισμό των προγόνων μας, μπορεί να βρει κανείς όχι μονάχα πρόσωπα, στολίδια ή χαράγματα, με θέματα ειδωλολατρικά· μα και να διαβάσει γεγονότα χριστιανικά, χαραγμένα απόχέρια χριστιανών, πάνω στη σκληρή πέτρα, που είναι ένας λίθινος, μα πολλές φορές ωστόσο, ένας καλός και πιστός χρονογράφος. Έτσι μπορεί να βρει κανείς -και σήμερα ακόμη- ένα σύντομο και ολιγόλεξο χάραγμα, σ΄ έναν από τους σωζόμενους στύλους του Ολυμπίου Διός, που περιέχει σε συντομία το μαρτύριο ενός Αθηναίου Νεομάρτυρος. Άμα προσέξει πολύ ο ευλαβικός περιηγητής, που δεν θαμπώνεται από τους τεράστιους σπόνδυλους των μαρμάρων, θα δει κάτι τρεμουλιαστά γράμματα, χαραγμένα με πολλή συγκίνηση –κ΄ ίσως και με πολύν τρόμο- από το χέρι κάποιου φιλομάρτυρος χριστιανού: «1771 Ιουλίου 9 αποκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης». Δηλαδή πριν από δυό αιώνες έγινε το μαρτύριο. Αν θελήσεις να βρεις ύστερα ποιός ήταν αυτός ο «Μιχάλης Πακνανάς», που αποκεφαλίσθη, θα σε πληροφορήσει ο συναξαριστής της Εκκλησίας: «τη αύτη ήμερα ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, ο εν Αθήναις μαρτυρήσας, ξίφει τελειουται». Και φαίνεται να έδειξε μεγάλη γενναιότητα και υπομονή στο μαρτύριο, γιατί στο γνωστό δίστιχο σημειώνεται:
Τί καχ’ ολίγον λαιμόν, και σπαθηφόρε, τέμνεις; Μιχαήλ ου πτοείται την σπάθην·
Με οδηγο το «Χρονικον» των Αθηνών και το πολύτιμο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, ας γυρίσουμε δυο αιώνες πίσω, για να τιμήσουμε τη μνήμη του Αθηναίου νεομάρτυρος Μιχαήλ.
Ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ γεννήθηκε, στην ένδοξη πόλη των Αθηνών από πολύ φτωχούς, μα ευσεβείς γονείς, γύρω στα 1750. Η μεγάλη φτώχεια των γονέων του δεν του επέτρεψε να μάθει γράμματα· κ’ έτσι, αγράμματος κι απλοϊκός, μα με πολύ μεγάλη πίστη στο Χριστο και στην ορθοδοξία, μεγάλωνε ο Μιχαήλ κοντά στους ευλογημένους γονείς του. Σαν άρχισε να μεγαλώνει, ο πατέρας του τον πήρε κοντά του να τον βοηθάει στους κήπους, όπου δούλευε. Δούλεψε κάμποσα χρόνια έτσι, δίπλα στον πατέρα του. Μετά, σαν έχασε τον πατέρα του, αγόρασ’ ένα γαϊδουράκι και μ’ αύτό έβγαινε στα γύρω απ’ την Αθήνα χωριά, και κουβαλούσε κοπριά για τους κήπους, που καλλιεργούσε πρώτα ο πατέρας του. Καμμιά φορά ψώνιζε απ’ την πολιτεία πράγματα που δεν είχαν οι χωρικοί στον τόπο τους, κι όταν πήγαινε στα χωριά τους τα πουλούσε· έτσι περνούσε τη ζωή του ο Μιχαήλ, με πολύν κόπο και ίδρωτα, πότε στους κήπους των πλουσίων Αθηναίων, πότε στα δυσκολοπάτητα τότε χωριά γύρω απ’ την Αθήνα, δοξάζοντας το Θεό που τον φύλαγε πιστό ορθόδοξο χριστιανό, ανάμεσα στους άπιστους αγαρηνούς, στους οποίους τότε ήταν σκλάβοι οί περισσότεροι Έλληνες.
Μια μέρα, όμως, καθώς γυρνούσε από τα χωριά, εκεί κοντά στο έμπα της Αθήνας, απάντησε τους φύλακες της χώρας, που ήταν άνθρωποι του Βοεβόδα, αγαρηνοί κι αυτοί και άπιστοι. Από καιρό τώρα τον είχανε βάλει στο μάτι, και καθώς τον έβλεπαν απλοϊκό κι αγράμματο, νόμιζαν πως θα τον έκαμναν αμέσως ν’ αλλαξοπιστήσει. Και γι’ αυτό έχουν έτοιμες τώρα ένα σωρό συκοφαντίες για το Μιχαήλ· η κυριώτερη ήταν, πως πήγε μπαρούτι στους κλέφτες, τους αρματωμένους Έλληνες, που ήταν πάνω στα βουνά και όπως αναφέρει το «Χρονικόν» των έρχονταν μαζί με άλλους όμοιούς τους καθημερινά και τον ανάγκαζαν με χίλιους δυο τρόπους να «τουρκίση», δηλαδή ν’ αλλάξει την πίστη του. Μα αυτός, παρόλο που δεν ήξερε και πολλά γράμματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει το Χριστό και να προσκυνήσει τους ψευδοπροφήτες των απίστων, δεν θα πετούσε το άγιο Ευαγγέλιο, για να πάρει το Κοράνιο. Η ορθοδοξία των πατέρων του είχε χαράξει πολύ βαθιά την πίστη μέσα του, και τίποτα δε θα μπορούσε να την ξεριζώσει.
“Ω, αγιασμένη πίστη του Χριστού μας! Πόσο σοφούς κάνεις εκείνους που σε έχουν ζωντανή μέσα τους, κι ας είναι απλοϊκοί κι αγράμματοι. Και πόσο δυναμώνεις το κορμί και τη ψυχή εκείνων, που αφήνονται με μια τυφλή εμπιστοσύνη στην ευλογημένη θεία δύναμη σου!
Πέρασε κάμποσος καιρός, χωρίς να φέρουνε κανένα αποτέλεσμα οι πιέσεις και τα διάφορα μέσα των αγαρηνών. Όταν πια τελείωσε η υπομονή και η αντοχή τους, άρχισαν να τον φοβερίζουν, πως, αν δεν θελήσει ν’ αλλάξει την πίστη του και να γίνει Τούρκος, έχουν απόφαση και διαταγή να τον θανατώσουν. Αυτή την απόφαση την άκουσε κ’ ένας ζηλωτής ορθόδοξος με τ’ όνομα Γεώργιος, και φοβήθηκε μήπως ο ευλογημένος Μιχαήλ, που ήταν μέσα στα δεκαοχτώ του χρόνια, νέος πολύ για να μη λογαριάζει τη ζωή και τις χαρές της, κλονιστεί στην πίστη του και αλλαξοπιστήσει. Πάει λοιπόν στη φυλακή, δίνει με τρόπο «άσπρα», ήγουν φλουριά, στους φύλακες, για να τον αφήσουνε να δεί τον Μιχαήλ. Τον βρήκε να προσεύχεται γονατιστός, με δάκρυα στα μάτια. Έμειναν οι δυο ώρα πολλή μαζί, πότε κάνοντας προσευχή και πότε ψέλνοντας τροπάρια της Εκκλησίας. Ύστερα άνοιξε το στόμα του «εις λόγους παρηγοριάς». Προσπάθησε, με όση δύναμη έχουν τα λόγια ενός πιστού τέκνου της Ορθοδοξίας, να τον στερεώσει στην πίστη του Χρίστου και να τον ενθαρρύνει στο δρόμο του μαρτυρίου, που ανοίγονταν ήδη μπροστά του. Ύστερα σηκώθηκε, αγκάλιασε το Μιχαήλ, τον ασπάστηκε κ’ έφυγε ψιθυρίζοντας λόγια προσευχής.
Οι δαρμοί και τα βασανιστήρια του Μιχαήλ συνεχιζότανε άπ’ τους αγαρηνούς ασταμάτητα. Όμως, όσο τον βασανίζανε, τόσο εκείνος γίνονταν πιο σταθερός στην άρνηση του: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω· είμαι χριστιανός»! Τον βγάζουν απ’ τη φυλακή και τον παρουσιάζουνε μπροστά στο Βοεβόδα, ελπίζοντας πως με τις κολακείες του και τα πολλά ταξίματα (άσπρα, φορέματα, χτήματα, πλούτη- ό,τι ήθελε), θα λύγιζε τον άγιο. Ο Νεομάρτυς έμενε απαρασάλευτος στην πίστη του Χριστού, κι όλο επαναλάβαινε αυτές τις δύο λέξεις: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω»! Ο Βοεβόδας τότε άρχισε τις απειλές για τα ερχόμενα μαρτύρια και πως στα τελευταία θα τον θανατώσει αν δεν αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος έλεγε και ξανάλεγε τις δυο εκείνες λέξεις, δίχως να λιποψυχήσει. Τότε ο Βοεβόδας πιάνει και τον στέλνει στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Γιάννενα, που έτυχε να βρίσκεται κείνες τις μέρες στην Αθήνα. Έλπιζε πως εκείνος, φόβος καί τρόμος καθώς ήταν για τα μέσα που χρησιμοποιούσε σ’ όλους τους φυλακωμένους, θα γύριζε τον Μιχαήλ στην πίστη τους. Μα κι ο Καλοπασσιάς, μ’ ό,τι κι αν του ‘ταξε και μ’ όσες απειλές και βάσανα κι αν τον φοβέρισε τον Μιχαήλ, δεν κατάφερε να πάρει άλλη λέξη απ’ το στόμα του, παρά αυτές τις δυο μονάχα: «δεν τουρκίζω»! Σαν είδε ο Καλοπασσιάς πως δεν μπορεί να κάνει τίποτε με τα ταξίματα και τις απειλές, πιάνει το σατανικό όπλο της πονηριάς: Μπρέ λωλέ, του λέγει, άρνήσου κατά το παρόν την πίστη σου, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, κ’ ύστερα πήγαινε σ’ άλλον τόπο, κ’ έχε πάλι την πίστη σου. Αλλά ο Μάρτυς δεν έστεργε με κανέναν τρόπο, αλλά φώναζε ακατάπαυστα: «δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω». Βλέποντας λοιπόν τον άγιο Μιχαήλ ο φοβερός Καλοπασσιάς αμετασάλευτο στην πίστη του, τον στέλνει στον κριτή πια για να τον δικάσει. Κ’ εκείνος, βέβαια, πάσχισε να τον αλλαξοπιστήσει με τους δικούς του τρόπους, πριν να τον δικάσει, αλλά είχε κι αυτός το ίδιο αποτέλεσμα: ο Άγιος του πετούσε κατάμουτρα το «δεν τουρκίζω». Τότες θύμωσε κ’ εκείνος, κ’ έβγαλε την απόφαση για να τον αποκεφαλίσουν.
Ο Άγιος ατάραχος άκουσε την καταδίκη του, όπως ατάραχος ακολούθησε και τους οπλισμένους υπηρέτες, που τον πήγαιναν στον τόπο της καταδίκης. Δέσμιος, βασανισμένος κ’ εξουθενωμένος απο τα μαρτύρια, ο Άγιος δεν δείλιαζε ολότελα, παρά έτρεχε με προθυμία στο μαρτύριο. Κι όταν στο δρόμο που περνούσαν απαν-τούσε χριστιανούς, φώναζε παρακλητικά: «συγχωρέστε με, αδέλφια, κι ο Θεός να σας συγχώρεση»! Σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο, γονάτισε, έκαμε την προσευχή του στον μεγάλο Πρωτομάρτυρα, το Χριστό, κ’ έσκυψε το κεφάλι του μετά χαράς, σα να περίμενε ζωή απ’ το σπαθί, και όχι θάνατο. Ο άπιστος αγαρηνός τον έπιασε απ’ τα μαλλιά και τον εχτύπησε με το σπαθί στο λαιμό, μα διπλαριστά κι όχι με την κόψη — για να τον κάνει να δειλιάσει και ν’ αρνηθεί το Χριστό. Μα ο άγιος, με πολύ θάρρος, του έλεγε: «Χτύπα διά την πίστιν»! Ο φονιάς τότε γύρισε τη μαχαίρα του από το κοφτερό μέρος, κι άρχισε να του κόβει το λαιμό λίγο-λίγο, για να προλάβει, αν πονέσει, να μετανιώσει και ν’ αλλοξοπιστήσει, αλλά μάταια πρόσμενε ν’ αλλάξει τη γνώμη του και την πίστη του ο άγιος, που ολοένα και δυνατώτερα φώναζε: «κτύπα, διά την πίστιν»! Τότε ο δήμιος θύμωσε πολύ, χτύπησε τον Άγιο με όλη του τη δύναμη κ’ έκοψε την τίμια κεφαλή του, ενώ η ψυχή του, στεφανωμένη και αγνισμένη μέσα στο αίμα του μαρτυρίου, ανέβαινε ν’ αναπαυθεί στους κόλπους του Θεού (στις 6 ή στις 30 Ιουνίου, ή στις 9 Ιουλίου, του 1770 ή 71, όπως αναφέρουν οι διάφορες πηγές).
Ο άγιος νεομάρτυς Μιχαήλ ο κηπουρός, μαζί με το άλλο νέφος των Νεομαρτύρων, που εστερέωσαν την ορθοδοξία μας, όχι με λόγους αλλά με το αίμα του μαρτυρίου τους, κατά τους πικρούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, όχι μονάχα βοήθησαν να μην πεθάνει πνευματικά το Γένος, αλλά εθέρμαναν και αναζωογόνησαν την κουρασμένη κι αδυνατισμένη πίστη των χριστιανών. Έπρεπε να γνωρίσει η ορθοδοξία την πικρή δοκιμασία και το βάπτισμα στο αίμα του μαρτυρίου, για ν’ ανανεώσει την πίστη της προς το Χριστό! Κι όταν ο φόβος του Θεού είχε λιγοστέψει, όταν η πίστη γινόταν όλο και πιο πολύ ασθενική, όταν η κακία μεγάλωνε και το Ευαγγέλιο σκονίζονταν από την απραξία, όταν η αρετή είχε χάσει τ’ όνομά της κ’ η ελπίδα είχε πνιχτεί στο σκοτάδι, τότε ο Θεός μας έστειλε το φωτεινό αυτό νέφος των Νεομαρτύρων, για να γίνει: α) ανακαινισμός όλης της ορθοδόξου πίστεως, κατά την έκφραση του αγίου Νικόδημου, β) να μένουν αναπολόγητοι οι αλλόπιστοι την ήμερα της Κρίσεως και γ) να είναι δόξα μεν και καύχημα για την ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, έλεγχος δε και καταισχύνη για τους αιρετικούς και τους ετεροδόξους.
Φαίνεται, όμως, πως και σήμερα έχει κρυώσει μέσα μας η πίστη στο Χριστό· και μόνο ο Θεός γνωρίζει πως και πότε θα δοκιμαστεί και η δική μας πίστη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» (Σοφ. Σολ. γ’ 6). Γι’ αυτό και παραδείγματα σαν τον άγιο Μιχαήλ το νεομάρτυρα πρέπει συχνά να έρχονται στη σκέψη μας, γιατί μεγαλώνουν μέσα μας την πίστη, μας πλησιάζουν πιο πολύ με τον ουράνιο Νυμφίο της ψυχής μας, και μας δίνουν τη δύναμη, αν χρειαστεί, να τρέξουμε πρόθυμοι προς το μαρτύριο. Κι ας μην ξεχνούμε την ωραία γνώμη του ιερού Χρυσοστόμου, πως «το μαρτύριον ου τη αποφάσει κρίνεται μόνον, αλλά και τη προθέσει· ουκ επειδάν αποτμηθή ο Μάρτυς, τότε γίνεται Μάρτυς, αλλ’ αφ’ ου αν την πρόθεσιν επιδείξηται Μάρτυς εστί, καν μη πάθη τα μαρτύρια».
Μα, αν ήθελε κανείς να ιδεί πόσο έχουμε στο νου μας και πόσο τιμούμε τους αγίους Νεομάρτυρας, που σ’ αυτούς χρωστούμε όχι μονάχα την ορθοδοξία μας, αλλά και αυτή την εθνική υπόσταση μας (και αυτό δεν είναι απλός λόγος αλλά η πραγματική αλήθεια), ας ζητήσει να ιδεί ένα εκκλησάκι για τον άγιο Μιχαήλ, τον Αθηναίο νεομάρτυρα. Μέσα στον κυκεώνα αυτόν και τον ασίγαστο πυρετό της «λιθομανίας», δε βρέθηκεν άνθρωπος, δεν βρέθηκε τόπος, δεν βρέθηκαν λίγα «άσπρα» να βγάλουν απ’ τη φυλακή της αφάνειας τον άγιο και να τον βάλουν σ’ ένα παρεκκλήσι, με μια εικόνα κ’ ένα καντήλι. Έχουμε καιρό, και τόπο, και χρήματα, για να χτίζουμε πολυκατοικίες και μέγαρα, κινηματογράφους και θέατρα, να δένουμε τη ψυχή μας σε κινητά και σε ακίνητα. Μα για να δείξουμε την ευλάβεια μας σ’ εκείνους, που πρόσφεραν τό αγιασμένο αίμα τους, για να στηρίξουν την πίστη μας, δεν έχουμε..
Ίσως δεν ήτανε ποτέ τόσο επίκαιρα τα λόγια του άγιου Νικόδημου, που μας λέγουν πως πρέπει να πολιτευόμαστε για να είναι γερή, σταθερή και ορθόδοξη η πίστη μας. «Δια να έχετε, λέγει, στερεότητα εις την πίστιν, είναι ανάγκη να έχετε καίι ζωήν χριστιανικήν, ακόλουθον της τοιαύτης πίστεως· ήγουν συντροφευμένην με καλά έργα· διατί, καθώς η ορθή και αγία πίστις γέννα και στερεώνει την ορθήν και αγίαν ζωήν, έτσι και αντιστρόφως και η αγία ζωή, γεννά και στερεώνει την αγίαν πίστιν, και ένα του άλλου είναι συστατικόν, κατά τον θείον Χρυσόστομον. Και βλέπομεν με το έργον, ότι όσοι αρνούνται την πίστιν του Χριστού ή πίπτουν εις δόγματα πονηρά, ούτοι είναι πρότερον διεφθαρμένοι από μίαν ζωήν πονηράν, εμπαθή και διεστραμμένην · εάν χριστιανικήν ζωήν έχετε, όχι μόνον εσείς θέλετε φυλάξει την ορθόδοξον πίστιν, όχι μόνον εσείς δεν θέλετε γένει αίτιοι να βλασφημούν οι ασεβείς το άγιον όνομα και την πίστιν του Χριστού, αλλά και τους αλλόπιστους θέλετε παρακινήσει να επιστρέφωσιν εις αυτήν, βλέποντες το φως των καλών έργων σας, ως είπεν ο Κύριος: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς».
Πηγή: Π.Β. Πάσχου, «Έρως Ορθοδοξίας», Εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα, 19874.

Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου


Ἡ Ἁγία Μαρία, μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἐκεῖνα ἱερὰ πρόσωπα ποὺ προσέφερε σημαντικὲς ὑπηρεσίες γιὰ τὴ ζωὴ καὶ ὀργάνωση τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Μία καὶ μοναδικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπό της μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ ἀρκετὴ γιὰ νὰ συμπεράνει κάποιος πὼς ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ διακρίθηκαν καὶ διασώθηκαν τὰ ὀνόματά τους ὡς διακόνισσες τοῦ Κυρίου στὴν Ἐκκλησία. Ἡ συγκεκριμένη ἀναφορὰ βρίσκεται στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων (ιβ’, 12). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀμέσως μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴ φυλακή, μέσα στὴ νύχτα, «συνιδών τε (ὅταν κατάλαβε ποῦ ἦταν) ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας, τῆς Μητρὸς Ἰωάννου, τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι». 

[Στὴ συνέχεια, μᾶς πληροφορεῖ τὸ κείμενο τῶν Πράξεων πὼς ὁ Πέτρος ἐκτύπησε τὴν ἐξώπορτα, βγῆκε μία ὑπηρέτρια, ἡ Ρόδη, γιὰ νὰ ἀνοίξει καί, ὅταν ἀναγνώρισε τὴ φωνὴ τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τὴ χαρά της δὲν ἄνοιξε καὶ ἔτρεξε μέσα νὰ ἀναγγείλει ὅτι στὴν ἐξώπορτα στέκεται ὁ Πέτρος. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν συνηγμένοι μέσα τῆς εἶπαν: Εἶσαι τρελή. Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε ὅτι εἶναι ἀλήθεια. Αὐτοὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ ἄγγελός του. Ὁ Πέτρος στὸ μεταξὺ κτυποῦσε ἐπίμονα. Ἐπιτέλους τοῦ ἀνοιξαν καὶ ὅταν τὸν εἶδαν ἔμειναν κατάπληκτοι. Αὐτὸς τοὺς ἔκανε νόημα μὲ τὸ χέρι νὰ σιωπήσουν καὶ τοὺς διηγήθηκε πῶς ὁ Κύριος τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ συμπλήρωσε: Διηγηθεῖτε τα αὐτὰ στὸν Ἰάκωβο καὶ στοὺς ἀδελφούς. Ὕστερα ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ ἄλλο τόπο].

Ὁ συγγραφέας τῶν Πράξεων Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μὲ τὰ γραφόμενά του, τόσο γιὰ τὴ Μαρία ὄσο καὶ τὴν «οἰκίαν» της, θέλει νὰ δείξει πὼς τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν τὸ πιὸ κατάλληλο στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ ἀποτελέσει κέντρο θαυμαστῶν γεγονότων ποὺ συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ ζωὴ τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητας. Εἶναι ἄξιο προσοχῆς καὶ λόγου ὅτι ἀρχαῖοι ἀλλὰ καὶ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης θεωροῦν πὼς ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Μαθητές Του ἔγινε στὸ σπίτι τῆς Μαρίας.

Ἐπίσης, ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα λόγια τῶν Πράξεων διαφαίνεται στοὺς ἑρμηνευτὲς ὅτι ἡ Μαρία ἦταν κατὰ πᾶσα πιθανότατα εὐκατάστατη χήρα, ἀφοῦ διέθετε τόσο μεγάλη οἰκία, ὥστε νὰ συγκεντρώνεται πολυπληθὴς Χριστιανικὴ κοινότητα, γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τὶς «ἀγάπες» καὶ ἀφοῦ διέθετε ὑπηρετικὸ προσωπικό. Ὁ μακαριστὸς Καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας, στὸ Ὑπόμνημά του «Εἰς τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον», στὰ Προλεγόμενα, παραθέτει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἐκ τῶν πληροφοριῶν τῶν πράξεων τῶν Ἀποστόλων μανθάνομεν, ὅτι ὁ Μᾶρκος ἦτο υἱὸς τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις κατοικούσης καὶ ἐνωρὶς εἰς τὰ μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας συγκαταριθμηθείσης Μαρίας, ἥτις φαίνεται νὰ εἶχεν εὐπορίαν τινά, ὡς δύναται νὰ συναχθῆ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι κατεῖχεν οἰκίαν μετὰ πυλῶνος καὶ μετὰ αἰθούσης ἀρκούντως εὐρείας, ὥστε νὰ περιλαμβάνει ἐν αὐτῇ ἱκανὸν ἀριθμὸν συναθροιζομένων μαθητῶν (Πραξ. Ιβ’, 12). Καὶ ὁ Πέτρος μετὰ τὴν ἐν νυκτὶ θαυμασίαν ὑπ’ ἀγγέλου ἀποφυλάκισιν αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν ταύτην κατηυθύνθει ὡς εἰς τόπον συνήθη συγκεντρώσεως τῶν ἀδελφῶν, ἐκ τῶν ὁποίων καὶ εὑρέθησαν ἐκεῖ παρὰ τὸ προκεχωρημένον τῆς νυκτὸς “ἱκανοὶ συνηθροισμένοι”. Ἡ οἰκία τῆς Μαρίας λοιπὸν εἶχεν ἀποβῆ εἷς ἐκ τῶν τόπων συγκεντρώσεως καὶ λατρείας τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἐν Ἱεροσολύμοις, ὑπεστηρίχθη δὲ ὐπό τινων νεωτέρων, ἰδίᾳ Γερμανῶν, ὅτι ἐκεῖ ἐτέλεσεν καὶ ὁ Κύριος τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον».

Ἀρχαιότερη, γνωστὴ μαρτυρία γιὰ τὴν Ἁγία Μαρία, περιλαμβάνεται στὸ ἔργο ἢ καλύτερα τὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ τοῦ Κυπρίου, ποὺ ἐκφώνησε στὴν πανήγυρη γιὰ τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, στὴν ἱερὰ Μονή, γύρω στὸ 525 μ.Χ. Προτάσσεται ὁ τίτλος «Ἀλεξάνδρου μοναχοῦ ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Βαρνάβα τὸν Ἀπόστολον, προτραπέντος υπὸ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ κλειδούχου τοῦ σεβασμίου αὐτοῦ ναοῦ, ἐν ᾧ ἱστορεῖται καὶ ὁ τρόπος τῶν ἀποκαλύψεων, τῶν Ἁγίων αὐτοῦ λειψάνων». Ἀναφέρει λοιπὸν ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος πὼς ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας εἶδε ὁ ἴδιος πολλὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ ἔγινε ἀκόλουθος καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Καὶ συνεχίζει (παραθέτουμε αὐτούσιο τὸ κείμενο, γιατὶ εἶναι πολὺ γλαφυρό, κα;τατοπιστικὸ καὶ πειστικό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γνωρίσουμε μέρος αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρατικοῦ ἀρχαίου Ἐγκωμίου): «Ὁ δὲ Βαρνάβας πλέον ἐξεκαίετο εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἀγάπην. Καταλαβὼν δὲ τὸ τάχος τὴν οἰκίαν Μαρίας, τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, ἥτις ἐλέγετο εἶναι αὐτοῦ θεία – διὸ καὶ Μᾶρκον τὸν ἀνεψιὸν Βαρνάβα ἐκάλουν αὐτόν – εἶπε πρὸς αὐτήν· “Δεῦρο, λέγων, ὦ γύναι, ἴδε ἅπερ ἐπεθύμουν ἰδεῖν οἱ πατέρες ἡμῶν· ἰδοῦ γὰρ Ἰησοῦς τις προφήτης ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας ἐστὶν ἐν τῷ ἱερῷ μεγαλοπρεπῶς θαυματουργῶν, καὶ ὡς τοῖς πολλοῖς δοκεῖ, αὐτὸς ἐστὶ Μεσσίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι”. Ἀκούσασα δὲ ταῦτα ἡ θαυμασία γυνὴ καὶ καταλιποῦσα τὰ ἐν χερσί, κατέλαβε τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδοῦσα τὸν Κύριον καὶ Δεσπότην τοῦ ναοῦ, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, δεομένη καὶ λέγουσα “Κύριε, εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δεῦρο εἰς τὸν οἶκον τῆς δούλης σου καὶ εὐλόγησον τῇ εἰσόδῳ σου τὰ οἰκετικά σου”. Ὁ δὲ Κύριος ἐπένευσε τῇ παρακλήσει· ὃν παραγενόμενον ὑπεδέξατο χαίρουσα εἰς τὸ ὑπερῶον αὐτῆς. Ἀπ’ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας, ἡνίκα ἤρχετο ὁ Κύριος εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ἀνεπαύετο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐποίησε τὸ Πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐμυσταγώγησε τοὺς μαθητὰς διὰ τῆς μεταλήψεως τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων. Λόγος γὰρ ἦλθεν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ γερόντων ὅτι ὁ τὸ κεράμιον βαστάζων τοῦ ὕδατος, ᾧ κατακολουθῆσαι προσέταξεν ὁ Κύριος τοῖς μαθηταῖς, Μᾶρκος ἦν, ὁ υἱὸς ταύτης τῆς μακαρίας Μαρίας· ὁ δὲ Κύριος “πρὸς τὸν δεῖνα” εἶπεν οἰκονομικῶς, ὡς φασὶν οἱ πατέρες, ἑρμηνεύοντες τοῦτο τὸ χωρίον, διδάσκων ἡμᾶς διὰ τοῦ αἰνίγματος ὅτι παντὶ τῷ εὐτρεπίζοντι ἑαυτόν, παρ’ αὐτῷ ὁ Κύριος αὐλίζεται. Ἐν αὐτῷ τοίνυν τῷ ὑπερώῳ ἐποίησεν ὁ Κύριος τὸ Πάσχα· ἐν αὐτῷ ἐφάνη τοῖς περὶ τὸν Θωμᾶν, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν· ἐκεῖ μετὰ τὴν ἀνάληψιν ἀνῆλθον οἱ μαθηταί, ἐλθόντες ἀπὸ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν μετὰ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, ὄντως τὸν ἀριθμὸν ὡς ἑκατὸν εἴκοσι, ἐν οἷς ἦν Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος· ἐκεῖ κατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν πυρίναις γλώσσαις ἐπὶ τοὺς μαθητὰς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς· ἐκεῖ ἵδρυται νῦν ἡ μεγάλη καὶ ἁγιωτάτη Σιών, ἡ μήτηρ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν».

Καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ φαίνεται ἡ ἀγαθὴ πίστη τῆς Μαρίας πρὸς τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἡ προσφορά της στὴν πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγγένεια τῆς Ἁγίας Μαρίας μὲ τὸν Ἀπόστολο καὶ ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας Βαρνάβα δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ καθίσταται πρόβλημα εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας τους. Εἴδαμε πὼς στὶς Πράξεις στὸ ιβ’ 12 καθαρὰ φαίνεται πὼς ἡ Μαρία εἶναι μητέρα τοῦ Μάρκου. Στὸ Κολοσσαεῖς δ’ 10 ἀναγράφεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο πὼς ὁ Μᾶρκος εἶναι «ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα». Ἄρα γιὰ νὰ εἶναι ὁ Μᾶρκος, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, «ἀνεψιὸς» τοῦ Βαρνάβα, σίγουρα ὁ Βαρνάβας καὶ ἡ Μαρία εἶναι συγγενεῖς. Ἔτσι στὴν Κυπριακὴ ἁγιολογία παρουσιάσθηκαν καὶ οἱ δύο ἀπόψεις. Εἴδαμε ὅτι ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος στὸ Ἐγκώμιό του σημειώνει ὅτι ἡ Μαρία ὑπῆρξε θεία τοῦ Βαρνάβα καὶ ἄρα Μᾶρκος καὶ Βαρνάβας εἶναι «ἀνεψιοί», δηλαδὴ ξαδέλφια. (Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ τοῦ ξαδέλφου ἐπικρατεῖ στὴν Κύπρο ἡ λέξη ἀνεψιός). Ὅμως περισσότερο ἐπικράτησε σὲ ἁγιολογικὲς πηγές, ὅπως καὶ στὴ συνείδηση τῶν Κυπρίων, ὅτι ὁ Βαρνάβας καὶ ἡ Μαρία ἦταν ἀδέλφια. Αὐτὸ τὸ καταστάλαγμα κατέγραψε καὶ ὁ ἀείμνηστος Μακάριος, αὐτὸ καταγράφεται καὶ στὴν ἀκολουθία ποὺ ἐξέγραψε ἡ ἱερὰ μονὴ Σταυροβουνίου γιὰ ὅλους τοὺς Κυπρίους Ἁγίους.

Μία ἄλλη Τρίτη παραλλαγὴ ποῦ ἀφορᾶ τὴ συγγένεια τῶν δύο, περιλαμβάνεται σὲ κάποια Μηνολόγια, ἀλλὰ καὶ σὲ Κοπτικὸ Συναξάριο, πὼς ἡ Μαρία ὑπῆρξε νήμφη τοῦ Βαρνάβα, ἀφοῦ ἦταν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀριστόβουλου (φωτιστοῦ τῶν Βρετανικῶν νήσων).

Ἂν λοιπὸν ἡ Ἁγία Μαρία, μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, εἶναι ἀδελφὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τότε θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι καὶ αὐτῆς ἡ καταγωγὴ ἦταν Κυπριακή, βεβαίως ἀπὸ ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἔζησαν στὴν Κύπρο καὶ ποὺ βρέθηκαν τὸν καιρὸ τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ ἐν τῇ μονῇ Ραμέτι Ρουμανίας ἀσκήσας

Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ἔζησε στὴ Ρουμανία κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ραμέτι στὴν Τρανσυλβανία. Αὐστηρὸς στὴν ἄσκηση καὶ ἄνθρωπος ἀδιαλείπτου προσευχῆς προσείλκυσε κοντά του πολλοὺς μοναχοὺς καὶ ἐρημίτες τοῦ ὄρους Ραμέτι. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος καὶ ἐποίμανε, ὡς Ὅσιος, θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του.Ὁ Ὅσιος Γελάσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη

Ὁ Ὅσιος Μαρτιάλιος Ἐπίσκοπος Λιμὸζ Γαλλίας

Ὁ Ἅγιος Μαρτιάλιος ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λιμὸζ τῆς Γαλλίας, ἀφοῦ κατὰ τὴν παράδοση ἀπεστάλη, γιὰ νὰ κηρύξει στὴ Γαλλία τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Βαβιανοῦ (236 – 250 μ.Χ.).Ὁ Ὅσιος Μαρτάλιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Θαυματουργός ὁ πρίγκιπας

Ὁ Ἅγιος Πέτρος, πρίγκιπας τῆς χρυσῆς Ὀρδῆς, ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Χάνου τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς. Ὅταν, τὸ 1253, ὁ Ἅγιος Κύριλλος ( 21 Μαΐου), Ἐπίσκοπος Ροστώβ, ἐπισκέφθηκε τὸν Χὰν καὶ ὁμίλησε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἐκκλησιῶν τῆς περιοχῆς καὶ περὶ τῶν θαυμάτων τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λεοντίου τοῦ Ροστώβ ( 23 Μαΐου), ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Πέτρο καὶ ἄγγιξε τὴν καρδιά του. Ἔτσι ἀκολούθησε τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο, ἐβαπτίσθηκε καὶ ἐνυμφεύθηκε. Στὸ βίο του διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη του στὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχή. Μετὰ ἀπὸ μία θαυμαστὴ ἐμφάνιση ἐνώπιόν του τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ὁ Πέτρος ἀνήγειρε μονὴ κοντὰ στὴ λίμνη Νέρα πρὸς τιμήν τους. Μετὰ τὸ θάνατο τῆς συζύγου του, ὁ Πέτρος πρέπει νὰ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ  1290.

Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ ἐν Κέβρολσκ Ρωσίας

Δὲν ὑπάρχουν ἀκριβεῖς συναξαριστικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν Ἁγία Παρασκευὴ τοῦ Κέβρολσκ τῆς Ρωσίας καὶ δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὴν ἀκριβὴ ἡμερομηνία τῆς κοιμήσεώς της, ποὺ ἐπῆλθε μᾶλλον σὲ νεανικὴ ἡλικία. Ἡ Ἁγία ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἡ λαϊκὴ παράδοση τὴν θεωρεῖ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου τῆς Βέρκολα. Στὶς 30 Ἰουνίου 1610 σὲ ἕνα χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Κεβρόλσκ, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀρχαγγέλσκ, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς συντηρήσεως ἑνὸς παρεκκλησίου, εὑρέθηκε κάτω ἀπὸ τὸ πάτωμα τοῦ ναοῦ ἕνας τάφος μέ λείψανα. Τὸ 1611 ἀποκαλύφθηκε σὲ ὅραμα στὸν ἐφημέριο τοῦ ναοῦ ὅτι ἐκεῖνος ὁ τάφος περιεῖχε τὰ ἱερᾶ λείψανα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Στὸ ὅραμα ἐπαρουσιάσθηκε ἡ ἴδια ζητώντας νὰ τὴν τιμοῦν μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Ἔτσι τὸ παρεκκλήσι ἐκεῖνο ἔγινε τόπος προσκυνήματος γιὰ πολλοὺς πιστοὺς καὶ ἐπραγματοποιήθηκαν πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες. Τότε οἱ ἱερεῖς μετέφεραν τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας σὲ ἄλλη λάρνακα καὶ ἄρχισαν νὰ καταγράφουν τὰ θαύματα. Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται σήμερα, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν λειψάνων της. Τὸ 1981 τὸ ὄνομά της καταχωρήθηκε στὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων τοῦ Νόβγκοροντ.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη της, τὴν Τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Συναξαριστής της 30ης Ιουνίου

Ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων 12 Ἀποστόλων

 


Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ θὰ ξεχωρίζουν μέσα στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σὰν οἱ ὑπέρλαμπροι ἀστέρες πρώτου μεγέθους τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Τὴν 30η Ἰουνίου, ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους ποὺ ἀρχικὰ ἐξέλεξε ὁ Κύριος, πλὴν τοῦ Ἰούδα Ἰσκαριώτη. Αὐτοὶ εἶναι: Σίμωνας (Πέτρος), Ἀνδρέας, Ἰάκωβος, Ἰωάννης, Φίλιππος, Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος (Ναθαναήλ), Ματθαῖος, Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, Σίμωνας ὁ Ζηλωτής, Ἰούδας ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ ὁ Ματθίας, ποὺ ἐξελέγη μέσα στὸ ὑπερῷο τὶς παραμονὲς τῆς Πεντηκοστῆς, σὲ ἀντικατάσταση τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη.

Τὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς τῶν Ἀποστόλων αὐτῶν, σκιαγραφοῦμε στὶς ἰδιαίτερες γιορτές τους. Ἐδῶ γίνεται ὑπενθύμιση τῆς ἑνότητας ποὺ εἶχαν μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ τῆς ἠθικῆς τους, ποὺ τόσο συνέβαλε στὴν πνευματικὴ ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τοῦ κόσμου.

Ἔχουμε, λοιπόν, χρέος καὶ ἐμεῖς οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, νὰ κινούμαστε στὰ ἴχνη τους καὶ μὲ θερμὸ ζῆλο γιὰ τὴν διάδοση τοῦ σωτηριώδους μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ διέπνεε κι αὐτούς, νὰ γίνουμε μιμητές του ἔργου τους.

 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾷ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίῳ καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμᾶς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοῶντας· χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ δωδεκάχορδος καὶ εὔσημος νάβλα, τῶν πανευφήμων καὶ σοφῶν Ἀποστόλων, ἐμπνεομένη Πνεύματος ταῖς θείαις αὐγαῖς, πᾶσι μὲν ἐκήρυξεν, εὐσεβείας τὸν φθόγγον, γλώσσας δὲ ἐφίμωσεν, ἀσεβείας τῷ λόγῳ· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν τρανῶς· χαίρετε μύσται, Χριστοῦ καὶ διάκονοι.

Μεγαλυνάριον
Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾷ, Φίλιππον Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ, ὕμνοις τιμήσωμεν.


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ἅγιος Φυγέλλος ἀπόστολος ἀπὸ τοὺς 70 (Ο´)

Ἀναφέρεται μόνο στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye μεταξὺ τῶν μνημονευομένων ἀποστόλων ἀπὸ τοὺς 70 καὶ σημειώνεται, ὅτι «οὗτος φρονήσας τὰ τοῦ Σίμωνος ἐγένετο ἐπίσκοπος Ἐφέσου».


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ἅγιος Μελίτων

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀπὸ τὴν Σινώπη

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν συρόμενο ἐπάνω σὲ αἰχμηρὲς πέτρες.


------------------------------------------------------------------------------
 
Οἱ Ἅγιοι 1040 Μάρτυρες

Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη τους, μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες Φωκᾶ, Κόνωνα, Συμεὼν καὶ Ἰσαάκ, ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 97).


------------------------------------------------------------------------------
 
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ Πακνανᾶς

Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἦταν πολὺ φτωχοί, παρέμεινε ἀγράμματος καὶ ἔγινε κηπουρός. Ἔκανε τὴν ἐργασία αὐτή, μεταφέροντας κατόπιν φιλοδωρήματος μὲ τὸν γάϊδαρό του ἐμπορεύματα, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χωρικῶν ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.

Κάποια μέρα ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὰ χωριὰ αὐτά, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους φύλακες καὶ συκοφαντήθηκε ἀπ᾿ αὐτούς, ὅτι δῆθεν μετέφερε μπαροῦτι γιὰ τοὺς ἐπαναστάτες Ἕλληνες. Ὁδηγήθηκε στὸν κριτὴ καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο, ἐκτὸς καὶ ἂν δεχόταν τὸν ἰσλαμισμό, ὁπότε θὰ γλίτωνε τὴν ζωή του.

Ὁ εὐσεβὴς αὐτὸς Ἀθηναῖος ἀπαντοῦσε συνεχῶς στοὺς φοβερισμοὺς καὶ τὶς ὑποσχέσεις τῶν Τούρκων, μὲ τὴν ἁπλὴ φράση: «Δὲν τουρκεύω». Τότε ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης καὶ γονάτισε μὲ χαρά, περιμένοντας τὸ μαρτυρικό του τέλος.

Ὁ δήμιος χτύπησε τὸν Ἅγιο μὲ ἀντεστραμμένο ξίφος στὸ λαιμό, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσει, προσδοκώντας τὴν μεταστροφή του. Ἀλλ᾿ ὁ γενναῖος μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, μὲ θάῤῥος εἶπε στὸν δήμιο: «Χτύπα γιὰ τὴν πίστη». Καὶ πάλι ὁ δήμιος ἔβαλε τὸ μαχαῖρι στὸν τράχηλο τοῦ Ἁγίου καὶ ἀφοῦ τὸν πλήγωσε λίγο, ἄκουσε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ τὴν ἴδια φράση: «Χτύπα γιὰ τὴν πίστη». Ὁπότε ὁ δήμιος ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ μάρτυρα, ποὺ δέχτηκε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου τὸ 1771.

Στὴν πρώτη κολώνα τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς στὴν Ἀθήνα, διακρινόταν τὸ ἀκόλουθο ἐπιγραφικὸ χάραγμα: «1771 Ἰουλίου 9 ἀπεκεφαλίσθη ὁ Πακνανᾶς Μιχάλης». Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου γίνεται τὴν 30η Ἰουνίου. (Ἄλλοι τοποθετοῦν τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὰ 1770).


------------------------------------------------------------------------------
 
Μνήμη τῶν ἀγρίως σφαγιασθέντων ὑπὸ Κουρδικῶν ὀρδῶν ἐν τῷ νομῷ Διαρβεκὶρ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὑπαγομένων εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας (+1896).


------------------------------------------------------------------------------
 
Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου

Ἡ Ἁγία Μαρία, μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἐκεῖνα ἱερὰ πρόσωπα ποὺ προσέφερε σημαντικὲς ὑπηρεσίες γιὰ τὴ ζωὴ καὶ ὀργάνωση τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Μία καὶ μοναδικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸ πρόσωπό της μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ ἀρκετὴ γιὰ νὰ συμπεράνει κάποιος πὼς ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ διακρίθηκαν καὶ διασώθηκαν τὰ ὀνόματά τους ὡς διακόνισσες τοῦ Κυρίου στὴν Ἐκκλησία. Ἡ συγκεκριμένη ἀναφορὰ βρίσκεται στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων (ιβ’, 12). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀμέσως μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴ φυλακή, μέσα στὴ νύχτα, «συνιδών τε (ὅταν κατάλαβε ποῦ ἦταν) ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας, τῆς Μητρὸς Ἰωάννου, τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι».

[Στὴ συνέχεια, μᾶς πληροφορεῖ τὸ κείμενο τῶν Πράξεων πὼς ὁ Πέτρος ἐκτύπησε τὴν ἐξώπορτα, βγῆκε μία ὑπηρέτρια, ἡ Ρόδη, γιὰ νὰ ἀνοίξει καί, ὅταν ἀναγνώρισε τὴ φωνὴ τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τὴ χαρά της δὲν ἄνοιξε καὶ ἔτρεξε μέσα νὰ ἀναγγείλει ὅτι στὴν ἐξώπορτα στέκεται ὁ Πέτρος. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν συνηγμένοι μέσα τῆς εἶπαν: Εἶσαι τρελή. Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε ὅτι εἶναι ἀλήθεια. Αὐτοὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ ἄγγελός του. Ὁ Πέτρος στὸ μεταξὺ κτυποῦσε ἐπίμονα. Ἐπιτέλους τοῦ ἀνοιξαν καὶ ὅταν τὸν εἶδαν ἔμειναν κατάπληκτοι. Αὐτὸς τοὺς ἔκανε νόημα μὲ τὸ χέρι νὰ σιωπήσουν καὶ τοὺς διηγήθηκε πῶς ὁ Κύριος τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ συμπλήρωσε: Διηγηθεῖτε τα αὐτὰ στὸν Ἰάκωβο καὶ στοὺς ἀδελφούς. Ὕστερα ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ ἄλλο τόπο].

Ὁ συγγραφέας τῶν Πράξεων Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μὲ τὰ γραφόμενά του, τόσο γιὰ τὴ Μαρία ὄσο καὶ τὴν «οἰκίαν» της, θέλει νὰ δείξει πὼς τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν τὸ πιὸ κατάλληλο στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ ἀποτελέσει κέντρο θαυμαστῶν γεγονότων ποὺ συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ ζωὴ τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητας. Εἶναι ἄξιο προσοχῆς καὶ λόγου ὅτι ἀρχαῖοι ἀλλὰ καὶ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης θεωροῦν πὼς ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Μαθητές Του ἔγινε στὸ σπίτι τῆς Μαρίας.

Ἐπίσης, ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα λόγια τῶν Πράξεων διαφαίνεται στοὺς ἑρμηνευτὲς ὅτι ἡ Μαρία ἦταν κατὰ πᾶσα πιθανότατα εὐκατάστατη χήρα, ἀφοῦ διέθετε τόσο μεγάλη οἰκία, ὥστε νὰ συγκεντρώνεται πολυπληθὴς Χριστιανικὴ κοινότητα, γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, νὰ τελέσει τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τὶς «ἀγάπες» καὶ ἀφοῦ διέθετε ὑπηρετικὸ προσωπικό. Ὁ μακαριστὸς Καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας, στὸ Ὑπόμνημά του «Εἰς τὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον», στὰ Προλεγόμενα, παραθέτει καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἐκ τῶν πληροφοριῶν τῶν πράξεων τῶν Ἀποστόλων μανθάνομεν, ὅτι ὁ Μᾶρκος ἦτο υἱὸς τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις κατοικούσης καὶ ἐνωρὶς εἰς τὰ μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας συγκαταριθμηθείσης Μαρίας, ἥτις φαίνεται νὰ εἶχεν εὐπορίαν τινά, ὡς δύναται νὰ συναχθῆ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι κατεῖχεν οἰκίαν μετὰ πυλῶνος καὶ μετὰ αἰθούσης ἀρκούντως εὐρείας, ὥστε νὰ περιλαμβάνει ἐν αὐτῇ ἱκανὸν ἀριθμὸν συναθροιζομένων μαθητῶν (Πραξ. Ιβ’, 12). Καὶ ὁ Πέτρος μετὰ τὴν ἐν νυκτὶ θαυμασίαν ὑπ’ ἀγγέλου ἀποφυλάκισιν αὐτοῦ εἰς τὴν οἰκίαν ταύτην κατηυθύνθει ὡς εἰς τόπον συνήθη συγκεντρώσεως τῶν ἀδελφῶν, ἐκ τῶν ὁποίων καὶ εὑρέθησαν ἐκεῖ παρὰ τὸ προκεχωρημένον τῆς νυκτὸς “ἱκανοὶ συνηθροισμένοι”. Ἡ οἰκία τῆς Μαρίας λοιπὸν εἶχεν ἀποβῆ εἷς ἐκ τῶν τόπων συγκεντρώσεως καὶ λατρείας τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἐν Ἱεροσολύμοις, ὑπεστηρίχθη δὲ ὐπό τινων νεωτέρων, ἰδίᾳ Γερμανῶν, ὅτι ἐκεῖ ἐτέλεσεν καὶ ὁ Κύριος τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον».

Ἀρχαιότερη, γνωστὴ μαρτυρία γιὰ τὴν Ἁγία Μαρία, περιλαμβάνεται στὸ ἔργο ἢ καλύτερα τὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο Ἀλεξάνδρου Μοναχοῦ τοῦ Κυπρίου, ποὺ ἐκφώνησε στὴν πανήγυρη γιὰ τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, στὴν ἱερὰ Μονή, γύρω στὸ 525 μ.Χ. Προτάσσεται ὁ τίτλος «Ἀλεξάνδρου μοναχοῦ ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Βαρνάβα τὸν Ἀπόστολον, προτραπέντος υπὸ τοῦ πρεσβυτέρου καὶ κλειδούχου τοῦ σεβασμίου αὐτοῦ ναοῦ, ἐν ᾧ ἱστορεῖται καὶ ὁ τρόπος τῶν ἀποκαλύψεων, τῶν Ἁγίων αὐτοῦ λειψάνων». Ἀναφέρει λοιπὸν ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος πὼς ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας εἶδε ὁ ἴδιος πολλὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ ἔγινε ἀκόλουθος καὶ μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Καὶ συνεχίζει (παραθέτουμε αὐτούσιο τὸ κείμενο, γιατὶ εἶναι πολὺ γλαφυρό, κα;τατοπιστικὸ καὶ πειστικό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γνωρίσουμε μέρος αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρατικοῦ ἀρχαίου Ἐγκωμίου): «Ὁ δὲ Βαρνάβας πλέον ἐξεκαίετο εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἀγάπην. Καταλαβὼν δὲ τὸ τάχος τὴν οἰκίαν Μαρίας, τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, ἥτις ἐλέγετο εἶναι αὐτοῦ θεία – διὸ καὶ Μᾶρκον τὸν ἀνεψιὸν Βαρνάβα ἐκάλουν αὐτόν – εἶπε πρὸς αὐτήν· “Δεῦρο, λέγων, ὦ γύναι, ἴδε ἅπερ ἐπεθύμουν ἰδεῖν οἱ πατέρες ἡμῶν· ἰδοῦ γὰρ Ἰησοῦς τις προφήτης ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας ἐστὶν ἐν τῷ ἱερῷ μεγαλοπρεπῶς θαυματουργῶν, καὶ ὡς τοῖς πολλοῖς δοκεῖ, αὐτὸς ἐστὶ Μεσσίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι”. Ἀκούσασα δὲ ταῦτα ἡ θαυμασία γυνὴ καὶ καταλιποῦσα τὰ ἐν χερσί, κατέλαβε τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδοῦσα τὸν Κύριον καὶ Δεσπότην τοῦ ναοῦ, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, δεομένη καὶ λέγουσα “Κύριε, εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δεῦρο εἰς τὸν οἶκον τῆς δούλης σου καὶ εὐλόγησον τῇ εἰσόδῳ σου τὰ οἰκετικά σου”. Ὁ δὲ Κύριος ἐπένευσε τῇ παρακλήσει· ὃν παραγενόμενον ὑπεδέξατο χαίρουσα εἰς τὸ ὑπερῶον αὐτῆς. Ἀπ’ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας, ἡνίκα ἤρχετο ὁ Κύριος εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ἀνεπαύετο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐποίησε τὸ Πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἐκεῖ ἐμυσταγώγησε τοὺς μαθητὰς διὰ τῆς μεταλήψεως τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων. Λόγος γὰρ ἦλθεν εἰς ἡμᾶς ἀπὸ γερόντων ὅτι ὁ τὸ κεράμιον βαστάζων τοῦ ὕδατος, ᾧ κατακολουθῆσαι προσέταξεν ὁ Κύριος τοῖς μαθηταῖς, Μᾶρκος ἦν, ὁ υἱὸς ταύτης τῆς μακαρίας Μαρίας· ὁ δὲ Κύριος “πρὸς τὸν δεῖνα” εἶπεν οἰκονομικῶς, ὡς φασὶν οἱ πατέρες, ἑρμηνεύοντες τοῦτο τὸ χωρίον, διδάσκων ἡμᾶς διὰ τοῦ αἰνίγματος ὅτι παντὶ τῷ εὐτρεπίζοντι ἑαυτόν, παρ’ αὐτῷ ὁ Κύριος αὐλίζεται. Ἐν αὐτῷ τοίνυν τῷ ὑπερώῳ ἐποίησεν ὁ Κύριος τὸ Πάσχα· ἐν αὐτῷ ἐφάνη τοῖς περὶ τὸν Θωμᾶν, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν· ἐκεῖ μετὰ τὴν ἀνάληψιν ἀνῆλθον οἱ μαθηταί, ἐλθόντες ἀπὸ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν μετὰ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, ὄντως τὸν ἀριθμὸν ὡς ἑκατὸν εἴκοσι, ἐν οἷς ἦν Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος· ἐκεῖ κατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν πυρίναις γλώσσαις ἐπὶ τοὺς μαθητὰς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς· ἐκεῖ ἵδρυται νῦν ἡ μεγάλη καὶ ἁγιωτάτη Σιών, ἡ μήτηρ πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν».

Καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ φαίνεται ἡ ἀγαθὴ πίστη τῆς Μαρίας πρὸς τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἡ προσφορά της στὴν πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγγένεια τῆς Ἁγίας Μαρίας μὲ τὸν Ἀπόστολο καὶ ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας Βαρνάβα δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ καθίσταται πρόβλημα εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας τους. Εἴδαμε πὼς στὶς Πράξεις στὸ ιβ’ 12 καθαρὰ φαίνεται πὼς ἡ Μαρία εἶναι μητέρα τοῦ Μάρκου. Στὸ Κολοσσαεῖς δ’ 10 ἀναγράφεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο πὼς ὁ Μᾶρκος εἶναι «ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα». Ἄρα γιὰ νὰ εἶναι ὁ Μᾶρκος, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, «ἀνεψιὸς» τοῦ Βαρνάβα, σίγουρα ὁ Βαρνάβας καὶ ἡ Μαρία εἶναι συγγενεῖς. Ἔτσι στὴν Κυπριακὴ ἁγιολογία παρουσιάσθηκαν καὶ οἱ δύο ἀπόψεις. Εἴδαμε ὅτι ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος στὸ Ἐγκώμιό του σημειώνει ὅτι ἡ Μαρία ὑπῆρξε θεία τοῦ Βαρνάβα καὶ ἄρα Μᾶρκος καὶ Βαρνάβας εἶναι «ἀνεψιοί», δηλαδὴ ξαδέλφια. (Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ τοῦ ξαδέλφου ἐπικρατεῖ στὴν Κύπρο ἡ λέξη ἀνεψιός). Ὅμως περισσότερο ἐπικράτησε σὲ ἁγιολογικὲς πηγές, ὅπως καὶ στὴ συνείδηση τῶν Κυπρίων, ὅτι ὁ Βαρνάβας καὶ ἡ Μαρία ἦταν ἀδέλφια. Αὐτὸ τὸ καταστάλαγμα κατέγραψε καὶ ὁ ἀείμνηστος Μακάριος, αὐτὸ καταγράφεται καὶ στὴν ἀκολουθία ποὺ ἐξέγραψε ἡ ἱερὰ μονὴ Σταυροβουνίου γιὰ ὅλους τοὺς Κυπρίους Ἁγίους.

Μία ἄλλη Τρίτη παραλλαγὴ ποῦ ἀφορᾶ τὴ συγγένεια τῶν δύο, περιλαμβάνεται σὲ κάποια Μηνολόγια, ἀλλὰ καὶ σὲ Κοπτικὸ Συναξάριο, πὼς ἡ Μαρία ὑπῆρξε νήμφη τοῦ Βαρνάβα, ἀφοῦ ἦταν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀριστόβουλου (φωτιστοῦ τῶν Βρετανικῶν νήσων).

Ἂν λοιπὸν ἡ Ἁγία Μαρία, μητέρα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, εἶναι ἀδελφὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τότε θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι καὶ αὐτῆς ἡ καταγωγὴ ἦταν Κυπριακή, βεβαίως ἀπὸ ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἔζησαν στὴν Κύπρο καὶ ποὺ βρέθηκαν τὸν καιρὸ τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...