Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιανουαρίου 03, 2017

Υπάρχει στις διηγήσεις τών Ευαγγελιστών, το χρονικό περιθώριο για τους Πειρασμούς του Ιησού; Η σχέση Βαπτίσματος, κλήσης Μαθητών και Πειρασμών τού Ιησού



Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να μειώσουν την αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής, κάποιοι εχθροί τής Χριστιανικής αλήθειας, διαστρέφουν πλήρως αυτά που διαβάζουν, για να ανακαλύψουν αντιφάσεις εκεί που ΔΕΝ υπάρχουν. Ακολουθεί ένα ακόμα παράδειγμα τής αγνοίας τους και τών λογικών κενών τής σκέψης τους, που γεννιούνται από την κακοπιστία τους και την τυφλή προκατάληψη.


Ο ισχυρισμός τών Αντιχριστιανών
Γνωστός τηλεοπτικός αστέρας της αντιχριστιανικής απολογητικής, που μάλιστα θεωρεί τον εαυτό του τόσο καλό γνώστη τής Αγίας Γραφής που βγάζει γι' αυτήν και... βιβλία, υποστηρίζει μέσα στην ασχετοσύνη του, ότι στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο δεν υπάρχει χρονικό περιθώριο για τις σαράντα μέρες του Ιησού στην έρημο όπου αντιμετώπισε τους πειρασμούς. Συγκεκριμένα, άνθρωποι σαν κι αυτόν ισχυρίζονται τα εξής:
"Αμέσως μετά την περιγραφή της βάπτισης του Ιησού, στον Ιορδάνη, ο ευαγγελιστής Ιωάννης χρησιμοποιώντας εκφράσεις που δεν επιδέχονται χρονικής παρερμηνείας, γράφει: «την επαύριον... (δηλαδή την πρώτη μέρα μετά την βάπτισή του), ο Ιησούς γνώρισε τους δύο πρώτους μαθητές του, τον Πέτρο και τον Ανδρέα». (Ιωαν.1.35-40) Για την επόμενη, δηλαδή την δεύτερη μέρα μετά την βάπτιση του Ιησού, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί και πάλι την ίδια έκφραση: «την επαύριον... ευρίσκει (ο Ιησούς) τον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ» Ιωαν.1.43. Στην συνέχεια ο Ιωάννης, δείχνοντας ότι κυριολεκτεί λέγοντας την επαύριο, κλείνει το θέμα, βάζοντας τον Ιησού στην ενεργό δράση: «Και την τρίτη ημέρα (δηλαδή την τρίτη ημέρα μετά την βάπτιση του Ιησού) γάμος εγένετο εν Κανά». Ιωαν.2.1. Δυστυχώς, για τους υπέρμαχους της θεοπνευστίας των αφηγήσεων της Καινής Διαθήκης, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, είναι εξαιρετικά συγκεκριμένος! Ανάμεσα στην ανάληψη των καθηκόντων του Ιησού (βάπτιση) και την αρχή των θαυμάτων του στον γάμο της Κανά, μεσολαβούν μόνο τρεις πολύ συγκεκριμένες ημέρες, τις οποίες ο εξίσου θεόπνευστος Ιωάννης, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια! Κατά τον Ιωάννη λοιπόν, δεν υπάρχουν πουθενά τα χρονικά περιθώρια πειρασμών του Ιησού... έστω και για λιγότερο από σαράντα ώρες! Λοιπόν; Με ποιά αλληγορία, ή άλλη θεολογική αλχημεία μπορεί κανείς να προσθέσει σαράντα μέρες ανάμεσα στις τρεις αυτές συγκεκριμένες μέρες της ζωής του Ιησού;"
Φυσικά, (όπως πάντα), αυτοί που τα λένε αυτά αγνοούν πλήθος στοιχείων για το θέμα που αναλαμβάνουν να... διαφωτίσουν τους άλλους. Και στη συνέχεια θα δούμε δύο διαφορετικά σημεία που φανερώνουν την άγνοιά τους και το μέγεθος τής κακοπιστίας τους. Αν και σε γενικότερο παλαιότερο άρθρο δώσαμε ως παράδειγμα μια σύντομη απάντηση που φανερώνει το άτοπο τών συλλογισμών τους, εδώ θα γίνει μια εκτενέστερη παρουσίαση τού "στραμπουλήγματος τής λογικής" στο οποίο καταφεύγουν οι εχθροί τής αλήθειας:

Α. Υπάρχει στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο το χρονικό περιθώριο για τους Πειρασμούς του Ιησού;
Ψευδο-ερώτημα:
Λένε οι Αντιχριστιανοί ότι -προσέξτε την πονηρή φράση-: «Αμέσως μετά ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ, στον Ιορδάνη», ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί εκφράσεις που δεν επιδέχονται χρονικής παρερμηνείας, με αποτέλεσμα, μέχρι  την αρχή των θαυμάτων του στον γάμο της Κανά να μεσολαβούν μόνο τρεις ημέρες.

Απάντηση:
Προσέχουμε λοιπόν ότι στους τρεις συνοπτικούς, οι Πειρασμοί έπονται της Βάπτισης. Για παράδειγμα, ο Μάρκος γράφει:
«Εκείνες τις μέρες ήρθε ο Ιησούς…και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη…Αμέσως, το Πνεύμα οδηγεί τον Ιησού έξω στην έρημο. Εκεί στην έρημο έμεινε σαράντα μέρες κι αντιμετώπισε τους πειρασμούς» (Μαρκ. 1,9-12).
Νομίζουμε ότι αυτό είναι κατανοητό.

Τώρα, να ρωτήσουμε κι εμείς κάτι τους επίδοξους «ερευνητές».
Μπορούν να μας πουν:
1) Από το Ιωάν. 1,19 έως το 1,28, πού είδαν ότι Βαπτίζεται ο Ιησούς;
2) Από πού κι ως πού, τα εδάφια όπου ο Ιωάννης ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ όσα είδε κατά τη Βάπτιση του Ιησού (1,32-34), σημαίνουν ότι η Βάπτιση έγινε ΤΟΤΕ, δηλ. στα εδάφια 1,32-34;

Παραθέτουμε τώρα σε μετάφραση την περικοπή από το κατά Ιωάννη που αφορά την απάντησή μας (Ιωαν. 1,15-34):
15 Ο Ιωάννης είπε επίσημα τη γνώμη του γι’ αυτόν και τη διακήρυξε λέγοντας: «Γι’ αυτόν ήταν που είπα, “εκείνος που έρχεται ύστερα από μένα είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν από μένα” ».
16 Απ’ το δικό του πλούτο πήραμε όλοι εμείς τη μια δωρεά πάνω στην άλλη.
17 Ο νόμος δόθηκε δια του Μωυσέως, η χάρη η θεϊκή όμως και η αλήθεια ήρθε σ’ εμάς δια του Ιησού Χριστού.
18 Κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό· μόνο ο μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό.
19 Αυτή είναι η μαρτυρία που έδωσε ο Ιωάννης, όταν οι Ιουδαίοι άρχοντες έστειλαν από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και λευίτες να τον ρωτήσουν: «Εσύ ποιος είσαι;»
20 Τότε αυτός διακήρυξε και δεν αρνήθηκε· διακήρυξε απερίφραστα: «Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας».
21 «Τότε λοιπόν;» τον ρώτησαν. «Μήπως είσαι ο Ηλίας;» Εκείνος είπε: «΄Οχι, δεν είμαι». «Μήπως είσαι ο προφήτης που περιμένουμε;» Κι απάντησε: «΄Οχι».
22 Τότε του είπαν: «Ποιος είσαι: ώστε να δώσουμε απόκριση σ’ αυτούς που μας έστειλαν· τι έχεις να πεις για τον εαυτό σου;»
23 Είπε: «Εγώ είμαι, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα, η φωνή κάποιου που κράζει στην έρημο:  “ισιώστε το δρόμο, να περάσει ο Κύριος”».
24 Μεταξύ των απεσταλμένων ήταν και μερικοί Φαρισαίοι,
25 οι οποίοι τον ρώτησαν: «Γιατί, λοιπόν, βαφτίζεις, αφού δεν είσαι ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης που περιμένουμε;»
26 Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ βαφτίζω με νερό· ανάμεσά σας όμως βρίσκεται κιόλας εκείνος που εσείς δεν τον γνωρίζετε.
27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από μένα, που όμως υπάρχει πριν από μένα και που εγώ δεν είμαι άξιος ούτε το λουρί να λύσω από τα υποδήματά του».

[Απ’ ότι βλέπουμε μέχρι εδώ, σε κανένα από τα σημεία όπου αναφέρεται η λέξη «Βάπτισμα» δεν περιγράφεται η Βάπτιση του Ιησού. Και ο Ιωάννης κλείνει την παραπάνω εικόνα με τον στίχο 28 και λέει:]
28 ΑΥΤΑ συνέβαιναν στην Βηθανία, πέρα από τον Ιορδάνη, εκεί που βάφτιζε ο Ιωάννης.

[Μέχρι και το εδάφιο 1,28 λοιπόν, δεν βλέπουμε τη Βάπτιση του Ιησού. Από τον στίχο 1,29 ξεκινούν τα εδάφια που ο ευαγγελιστής τα εισάγει με το χρονικό «Την άλλη μέρα»:]
29 ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, ο Ιωάννης βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς το μέρος του και λέει: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού, που παίρνει πάνω του την αμαρτία των ανθρώπων.
30 Γι’ αυτόν σας μίλησα όταν είπα, “ύστερα από μένα έρχεται ένας που είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν εγώ να γεννηθώ”.
31 Εγώ κάποτε δεν τον ήξερα ποιος είναι. Για να τον γνωρίσει όμως ο Ισραήλ, γι’ αυτό ήρθα εγώ και βαφτίζω με νερό».
32 Κι ο Ιωάννης διακήρυξε δημόσια και είπε: «Έχω δει το Πνεύμα να κατεβαίνει σαν περιστέρι από τον ουρανό και να μένει πάνω του.
33 Εγώ δεν τον ήξερα ποιος ήταν, αυτός όμως που με έστειλε να βαφτίζω με νερό, αυτός μου είπε: “εκείνος που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει και να μένει το Πνεύμα, αυτός είναι που βαφτίζει με «Αγιο Πνεύμα».
34 Κι αυτό εγώ το είδα· και διακήρυξα δημόσια πως αυτός είναι ο Υιός του Θεού».

Η ανάγνωση των παραπάνω εδαφίων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Ευαγγελιστής λέει αρκετά που θυμίζουν τη σκηνή Βάπτισης που περιγράφει ο Μάρκος, ο Λουκάς ή ο Ματθαίος, όμως πουθενά ο Ιωάννης δεν αναφέρει ότι ΒΑΠΤΙΖΕΙ εκείνη τη στιγμή τον Ιησού!
Αντιθέτως, διηγείται τη Βάπτιση ως κάτι ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟ Εγώ κάποτε […] Έχω δει το Πνεύμα να κατεβαίνει […]» κ.λπ.)! Από τη διήγηση αυτή του Ιωάννη, ο μόνος τρόπος για να καταλάβουμε ότι Βάπτισε τον Ιησού, είναι τα σαφέστατα παράλληλα ανάμεσα στα Μαρκ. 1,10· Ματθ. 3,16· Λουκ. 3,22 και Ιωάν. 1,32, όπου έχουμε την εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος. ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ δεν θα μπορούσε η ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΙΚΗ αναφορά του Ιωάννη προς τον Χριστό, να θεωρηθεί «περιγραφή» της βάπτισης. Γιατί η περιγραφή δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να διηγείται σε παρελθοντικό χρόνο προς τους παρισταμένους, κάτι που έκανε εκείνη τη στιγμή! Και εδώ φαίνεται ο παραλογισμός των Αντιχριστιανών επικριτών!
Άρα, τα σημεία που οι δήθεν «μελετητές» θα μπορούσαν να τα ονομάσουν «ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ», στην ουσία είτε ΔΕΝ αναφέρουν τη Βάπτιση (1,19-28) είτε αποτελούν μια ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΔΙΗΓΗΣΗ του Προδρόμου (1,31-34)!
Στην πραγματικότητα, ο Ιησούς έχει ΗΔΗ βαπτιστεί ΠΡΙΝ καν ξεκινήσουν τα συνεχόμενα «Τη επαύριον» του Ιωάννη, και μάλιστα έχει ήδη μεταβεί στην έρημο, ενώ στο 1,29 που ο Πρόδρομος βλέπει τον Ιησού, ο Κύριος έχει πλέον επιστρέψει από την έρημο!

Πότε όμως Βαπτίστηκε;
Σύμφωνα με τον Ιωήλ Γιαννακόπουλο όταν ο Ιωάννης εισάγει στο εδάφιο 1,19 τους απεσταλμένους του Μεγάλου Συνεδρίου των Εβραίων, τότε ο Χριστός ήδη έχει βαπτιστεί και ολοκληρώνει τον κύκλο των 40 ημερών στην έρημο δεχόμενος τους πειρασμούς, ενώ ο Ιωάννης εξακολουθούσε σε όλο αυτό το διάστημα να βαπτίζει το λαό στον Ιορδάνη[1].
Με τον ίδιο τρόπο και ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας σημειώνει ότι η μαρτυρία αυτή του Ιωάννη προς τα μέλη του Συνεδρίου, γίνεται μετά τη βάπτιση του Ιησού[2]. Αυτό, γράφει ο ίδιος σε άλλο σημείο, επιβεβαιώνεται αν δούμε και το εδάφιο 1,26.
Εκεί, στο 1,26, η Βάπτιση έχει συντελεστεί οπωσδήποτε, διότι ο Πρόδρομος ομολογεί ότι μαθαίνει την αλήθεια για τον Ιησού στο 1,33-34, δηλ. στα εδάφια όπου αναφέρεται στη Βάπτιση και εμφανίζεται το Άγιο Πνεύμα. Κατά συνέπεια, όταν λέει στο 1,26: «…ανάμεσά σας όμως βρίσκεται κιόλας εκείνος που ΕΣΕΙΣ δεν τον γνωρίζετε», διαφοροποιεί τον εαυτό του από τους άλλους. Άρα, για να ΓΝΩΡΙΖΕΙ, αυτό σημαίνει πως η Βάπτιση έχει γίνει, αφού μόνο σε αυτήν έμαθε ο Πρόδρομος ποιος ήταν πραγματικά ο Ιησούς.
Αυτή η γνώση του Προδρόμου στο 1,26 και ο τρόπος της περιγραφής, μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε τον χρόνο της Βάπτισης του Ιησού πριν ξεκινήσει η σκηνή με τα μέλη του Συμβουλίου, δηλ. πριν από το 1,19.
Σε αυτό μας βοηθά το 1,15 διότι καταλαβαίνουμε ότι μας οδηγεί στη σκηνή η οποία, κατά τους τρεις Συνοπτικούς, εξελίσσεται αμέσως πριν τη Βάπτιση του Ιησού.
Η σκηνή αυτή και τα παράλληλα είναι:
1. Μαρκ. 1,7.
2. Ματθ. 3,11.
3. Λουκ. 3,16.
4. Ιωαν. 1,15.
Το πραγματικό παράλληλο με τις άλλες τρεις διηγήσεις των Συνοπτικών είναι αυτή η ΠΡΩΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ για τον Ιησού του 1,15, καθώς είναι η πρώτη για όλους τους Ευαγγελιστές.
Εξάλλου, το 1,27, εδάφιο που μοιάζει με το 1,15δεν αποτελεί παράλληλο με τις παραπάνω διηγήσεις, διότι εκεί ο Βαπτιστής δίνει τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑγια τον Ιησού, ταυτόχρονα μας λέει ότι τη φράση την απευθύνει ως απάντηση στα μέλη του Συνεδρίου, ενώ επιπλέον, πρόκειται για μια σκηνή που οι Συνοπτικοί την παραλείπουν.
            Και βέβαια στο 1,31-34 βλέπουμε πλέον την τρίτη μαρτυρία για τον Ιησού, ενώ στο 1,30, όταν λέει «Γι’ αυτόν σας μίλησα όταν είπα…» υπενθυμίζει τη μαρτυρία του 1,15.
Κατά συνέπεια, η Βάπτιση του Ιησού και οι Πειρασμοί, τοποθετούνται μετά τη σκηνή του 1,15 και πριν το 1,19, χωρίς όμως ο Ιωάννης να περιγράφει ούτε τους πειρασμούς, ούτε την ώρα της Βάπτισης. Αρκείται σε μια αναφορά στα συμβάντα της Βάπτισης μέσω της ΔΙΗΓΗΣΗΣ του Προδρόμου, η οποία γίνεται σε μεταγενέστερη στιγμή (1,32-34), όταν πλέον ο Ιησούς έχει επιστρέψει από την έρημο.
Και πρέπει να επισημανθεί ότι η σκηνή με τους Ιουδαίους άρχοντες παρατίθεται ΜΟΝΟ από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και δεν θα πρέπει να συγχέεται η παρουσία των Φαρισαίων που πήγαν να ΒΑΠΤΙΣΤΟΥΝ (Ματθ. 3,7), με τους Φαρισαίους που πήγαν μετά τη Βάπτιση του Ιησού απεσταλμένοι του Μεγάλου Συνεδρίου για να ΜΑΘΟΥΝ ποιος είναι ο Πρόδρομος και τι ακριβώς κάνει (Ιωαν. 1,19-24).
Αν το καταλάβουν αυτό οι «ερευνητές», και επίσης καταλάβουν ότι ο Ιωάννης στο 1,29 και εξής ΔΕΝ ΒΑΠΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ αλλά ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ τη ΒΑΠΤΙΣΗ του, τότε θα λυθούν οι απορίες τους και θα κατανοήσουν ότι ο Ιησούς έχει βαπτιστεί και έχει οδηγηθεί στη έρημο των πειρασμών πριν από το εδάφιο 1,19 και φυσικά ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ξεκινήσουν τα συνεχόμενα «Τη επαύριον» του Ιωάννη, στα οποία τόσα πολλά στήριξαν ο τηλεοπτικός «ερευνητής» και οι οπαδοί του…

            Επίλογος
Αξίζει να προσέξουμε ένα ενδιαφέρον εδάφιο του Ιωάννη, από την πρώτη του Επιστολή, το οποίο σύμφωνα με τους ερμηνευτές, μας δείχνει ότι ο Ευαγγελιστής γνωρίζει τους πειρασμούς του Ιησού, ακόμη κι αν δεν τους διηγείται στο Ευαγγέλιό του.
Το εδάφιο αυτό είναι το Α΄ Ιωάν. 2,16 το οποίο αναφέρει:
«Ότι παν το εν τω κόσμω -η επιθυμία της σαρκός και η επιθυμία των οφθαλμών και η αλαζονεία του βίου- ουκ έστιν εκ του Πατρός».
Στο χωρίο αυτό ο Ιωάννης αναφέρεται με τη σειρά στους τρεις πειρασμούς του Ιησού[3] και θεολογεί σύμφωνα με τη σχετική διήγηση:
1. «επιθυμία της σαρκός» = Φιληδονία/Γαστριμαργία[4] (πειρασμός Α: Λουκ. 4,3),
 2. «επιθυμία των οφθαλμών» = Πλεονεξία/Φιλαργυρία (πειρασμός Β: Λουκ. 4,6),
 3. «αλαζονεία του βίου» = Ματαιοδοξία/Κενοδοξία (πειρασμός Γ: Λουκ. 4,10).

Β. Πότε κλήθηκαν οι μαθητές;
Αν και από τα προηγούμενα έχει ήδη καταδειχθεί το λογικό άλμα και η άγνοια τών εχθρών τής Χριστιανικής πίστης, και από αυτή και μόνο την αναφορά η απάντηση έχει δοθεί, για να φανούν ακόμα περισσότερο τα κενά τής σκέψης τους, θα δείξουμε εδώ μία ακόμα παράμετρο, που οι άνθρωποι αυτοί επίσης αγνοούν:
Το δεύτερο σημείο που θέλουμε να παρουσιάσουμε εδώ, είναι η αναφορά που γίνεται στην κλήση τών μαθητών τού Χριστού.
Το επιχείρημα τών Αντιχριστιανών, είναι ότι δήθεν: "Ο ένας Ευαγγελιστής τοποθετεί την κλίση αυτή στις τρεις πρώτες ημέρες μετά το βάπτισμά του. Άλλος Ευαγγελιστής, την τοποθετεί μετά από τις 40 ημέρες των πειρασμών του".
Όμως, αυτό που ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ να καταλάβουν, είναι ότι ακόμα και αν υπήρχε πράγματι διαφορά 37 ημερών στην αφήγηση τού Ιωάννη και τών άλλων Ευαγγελιστών, ως προς την κλήση τών Μαθητών, το γεγονός είναι ότι ο Χριστός έκανε ΔΥΟ ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ στους Μαθητές του. Η πρώτη ήταν μια απλή πρόσκληση για να τον αποδεχθούν ως Μεσσία. Και αυτό έγινε στις τρεις πρώτες ημέρες, όπου τους πρωτογνώρισε. Και οι μαθητές, τον αποδέχθηκαν μεν ως Μεσσία, όμως παρέμειναν στις εργασίες τους, και η ζωή τους συνεχίσθηκε μέχρι να επιστρέψει. Η δεύτερη όμως, έγινε ΜΕΤΑ από τις 40 ημέρες των πειρασμών. Τότε τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν ΠΑΝΤΟΥ. Και εγκατέλειψαν τα δίχτυα τους και τις δουλειές τους, και έγιναν οι απόστολοι που ξέρουμε. Αυτό όμως δεν θέλουν να το δουν ορισμένοι, και ταυτίζουν τα δύο αυτά διαφορετικά γεγονότα, για να βγάζουν φανταστικές αντιφάσεις.

Συνεπώς, υπάρχουν ΔΥΟ διαφορετικοί ιστορικοί και ερμηνευτικοί λόγοι, που εκθέτουν τους αντιχριστιανούς "ερευνητές" ως πρόχειρους και αδιάβαστους, που ο κάθε ένας λόγος είναι από μόνος του επαρκής απάντηση στην υποτιθέμενη αντίφαση.


Σημειώσεις


[1] Γιαννακόπουλος Ιωήλ (Αρχιμ.), «Η Ζωή του Χριστού», τόμ. 2, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, θεσσαλονίκη 1978, σελ. 46.
[2] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Υπόμνημα εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», 4η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1990, σελ. 63α.
[3] Βλ. σχετικά: «Η ερμηνεία του χωρίου Α΄ Ιωάννου 2,16» στο περιοδ. Δελτίο Βιβλικών Μελετών, έτος 06, τόμ. 04, τεύχ. 01 (ΙΟΥΝ 1976), Αθήνα, Άρτος Ζωής, σελ. 128-130.
[4] Βλ. για τους τρεις πειρασμούς τα σχόλια στο Αγ. Ιωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ» (μτφρ. Αρχιμ. Ιγνατίου), 8η έκδ., Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1995, σελ. 455.

Ἡ καρδιὰ καὶ ὁ Θεὸς Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος


Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ. Καὶ σὰν βρεῖ καρδιὰ ποὺ δὲν Τοῦ ἐναντιώνεται, καρδιὰ ταπεινή, μπαίνει μέσα της καὶ τὴ γεμίζει χαρά. Τόση εἶναι ἡ χαρὰ τῆς καρδιᾶς ποὺ ἔχει μέσα της τὸν Θεό, ὥστε κολλάει πάνω Του καὶ δὲν θέλει ποτὲ νὰ Τὸν ἀποχωριστεῖ. Σὲ καρδιὰ φουσκωμένη ἀπὸ ἐγωισμὸ δὲν πλησιάζει ὁ Κύριος. Κι ἔτσι αὐτὴ καταθλίβεται, μαραζώνει καὶ σιγολιώνει, βυθισμένη στὴν ἄγνοια, τὴ λύπη καὶ τὸ σκοτάδι. 

Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, μόλις στραφοῦμε μὲ μετάνοια καὶ πόθο πρὸς τὸν Κύριο, ἡ θύρα τῆς καρδιᾶς μας ἀνοίγει σ’ Ἐκεῖνον. Ἡ ἐσωτερικὴ ἀκαθαρσία ξεχύνεται ἔξω, γιὰ νὰ παραχωρήσει τὴ θέση της στὴν καθαρότητα, τὴν ἀρετή, τὸν ἴδιο τὸν Σωτήρα, τὸν μεγάλο Ἐπισκέπτη τῆς ψυχῆς, τὸν κομιστὴ τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τοῦ ἐλέους. Θεῖο δῶρο εἶναι αὐτὴ ἡ εὐλογημένη κατάσταση, ὄχι δικό μας κατόρθωμα. Καὶ ἀφοῦ εἶναι δῶρο, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν δωρητὴ μὲ ταπείνωση. 

Ταπείνωση! Ἡ βάση κάθε ἀρετῆς καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς καρποφορίας! Ἔχετε ταπείνωση; Ἔχετε τὸ Θεό. Τὰ ἔχετε ὅλα! Δὲν ἔχετε ταπείνωση; Τὰ χάνετε ὅλα! Νὰ συντηρεῖτε, λοιπόν, στὴν καρδιὰ σας τὸ αἴσθημα τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἡ φυσικὴ καὶ ὁμαλὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ προϋποθέτει καρδιὰ ἔμπονη, συντριμμένη καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀφοσιωμένη σ’ Αὐτόν, καρδιὰ ποὺ μυστικὰ ἀναφωνεῖ κάθε στιγμή: “Κύριε, ἐσὺ τὰ γνωρίζεις ὅλα• σῶσε με!”. Ἂν παραδοθοῦμε στὰ χέρια Του, ἡ σοφὴ καὶ ἅγια βουλή Του θὰ κάνει μ’ ἐμᾶς καὶ σ’ ἐμᾶς ὅ,τι εἶναι πρόσφορο γιὰ τὴ σωτηρία μας… 

Τὸ ἔργο τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ἡσυχαστές, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανούς, στοὺς ὁποίους ὁ Κύριος, μέσω τοῦ ἁγίου ἀποστόλου, παραγγέλλει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ὑπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχῆς μέχρι τὴν ἀδιάλειπτη. Ὅλες εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακολουθεῖ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἐξίσου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἰδιότητά τους ὡς μοναχῶν ἢ κοσμικῶν. Καὶ ὅταν μία καρδιά, ὅποια κι ἂν εἶναι, στρέφεται σ’ Αὐτόν, τὴν πλησιάζει μὲ ἀγάπη καὶ ἑνώνεται μαζί της.

Πῶς διατηρεῖται στὴν καρδιὰ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι γέννημα τῆς πίστεως καὶ προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς προκοπῆς. Ὅταν ἐγκατασταθεῖ στὴν καρδιά, σὰν τὸν καλὸ νοικοκύρη τὰ ταχτοποιεῖ ὅλα. Ἔχουμε φόβο Θεοῦ; Ἂν ναί, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο, ποὺ μᾶς τὸν ἔδωσε, καὶ ἂς τὸν φυλάξουμε σὰν πολύτιμο θησαυρό. Ἄν, ὅμως, δὲν τὸν ἔχουμε, ἂς κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ τὸν ἀποκτήσουμε, γνωρίζοντας ὅτι γιὰ τὴν ἔλλειψή του εὐθύνονται ἡ ἀπροσεξία καὶ ἡ ἀμέλειά μας. 

Ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ γεννιέται ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή, τὸ πένθος γιὰ τὶς ἁμαρτίες. Μακάρι τὸ αἴσθημα αὐτό, ὁ πρόδρομος τῆς σωτηρίας, νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ποτὲ ἀπὸ τὴν καρδιά! Γιὰ νὰ διατηρηθεῖ μέσα μας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ κρατᾶμε ἀδιάλειπτη τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως, ἑνωμένη μὲ τὴ συναίσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου: Ὁ Θεὸς εἶναι πάντα κοντά μας καὶ μέσα μας, βλέποντας, ἀκούοντας καὶ γνωρίζοντας τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τοὺς πιὸ κρυφοὺς λογισμούς μας. 

Ὅταν αὐτὴ ἡ τριάδα -φόβος Θεοῦ, μνήμη θανάτου, συναίσθηση θείας παρουσίας- ἐγκατασταθεῖ μέσα μας, τότε ἡ προσευχὴ ξεχύνεται ἀπὸ τὴν καρδιὰ αὐθόρμητα· τότε ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας γίνεται στερεή. Τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν διατηρεῖ τόσο, ὅσο ἡ μνήμη τῆς φοβερῆς Κρίσεως. Ἡ μνήμη, ὅμως, αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ μᾶς δημιουργεῖ ἀθυμία, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἐμπνέει ἀγωνιστικότητα καὶ μετάνοια. 

Ἂς προσπαθοῦμε νὰ μένουμε ἀμόλυντοι ἀπὸ τὸ ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Κι ἂν κάποτε-κάποτε ἁμαρτάνουμε, ἂς καθαριζόμαστε μὲ τὴν Ἐξομολόγηση. Ἔτσι, ἐλπίζοντας πάντα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ λιποψυχοῦμε. Ὁ Κριτής μας, ἄλλωστε, εἶναι σπλαχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος. Δὲν ψάχνει νὰ βρεῖ κάτι γιὰ νὰ μᾶς καταδικάσει. Ἀπεναντίας, ψάχνει κάτι, τὸ παραμικρό, γιὰ νὰ μᾶς δικαιώσει. Θεὸς καὶ συνείδηση. Ἂν ἐγκάρδια ἀποφασίσετε νὰ ὑπακούετε πάντοτε στὸν Κύριο καὶ μ’ ὁλόκληρη τὴν πολιτεία σας νὰ εὐαρεστεῖτε Ἐκεῖνον μόνο, κι ἂν ὕστερα, σὲ κάθε ἀδιέξοδο καὶ κάθε ἀνάγκη σας, στρέφεστε μὲ πίστη καὶ ἀφοσίωση πάλι σ’ Ἐκεῖνον μόνο, τότε νὰ εἶστε βέβαιος ὅτι ὅλα στὴ ζωή σας, τόσο τὴν πνευματικὴ ὅσο καὶ τὴν ἐγκόσμια, θὰ ἐξελίσσονται μὲ ἐπιτυχία. Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ συνειδητοποιήσει κανεὶς ὅτι χωρὶς τὸ Θεὸ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κάνει καί, ἀφοῦ τὸ συνειδητοποιήσει, νὰ καταφεύγει μὲ ἐμπιστοσύνη στὴ βοήθειά Του.

Ἐκεῖνον μόνο, κι ἂν ὑστέρα, σὲ κάθε ἀδιέξοδο καὶ κάθε ἀνάγκη σας, στρέφεστε μὲ πίστη καὶ ἀφοσίωση πάλι σ’ Ἐκεῖνον μόνο, τότε νὰ εἶστε βέβαιος ὅτι ὅλα στὴ ζωή σας, τόσο τὴν πνευματικὴ ὅσο καὶ τὴν ἐγκόσμια, θὰ ἐξελίσσονται μὲ ἐπιτυχία. Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ συνειδητοποιήσει κανεὶς ὅτι χωρὶς τὸ Θεὸ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κάνει καί, ἀφοῦ τὸ συνειδητοποιήσει, νὰ καταφεύγει μὲ ἐμπιστοσύνη στὴ βοήθειά Του. Ἡ συνείδηση πρέπει νὰ κατευθύνει σωστὰ τὴ ψυχὴ καὶ νὰ τὴν πληροφορεῖ ἀλάθητα γιὰ τὸ ἀγαθὸ σὲ κάθε περίσταση. Αὐτό, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, ἂν δὲν εἶναι καθαρὴ καὶ φωτισμένη. 

Ἂς τὴν καθαρίσουμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀπαλλάσσουν τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἂς τὴ φωτίσουμε μὲ τὸ θεῖο φῶς, μελετώντας τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπὸ κεῖ θὰ ἀντλήσουμε τοὺς σοφοὺς κανόνες, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ χειραγωγήσουμε τὴ συνείδησή μας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ.
πηγή

Ἡ Θεολογία καὶ τὸ συναίσθημα



Ὑπάρχει μία γενικὴ τάσις νὰ θεωρῆται ἡ θρησκεία ὡς συναίσθημα καὶ ἡ θεολογία ὡς διανοητικὴ ἐνέργεια τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου. «Τὸ συναίσθημα τῆς ἀπολύτου ἐξαρτήσεως» («das schlechthinnige Abhangigkeitsgefuhl») ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὡς τὸ ὠνόμασε χαρακτηριστικῶς ὁ μέγας θεολόγος τοῦ συναισθήματος, ὁ Schleiermacher (1), διέπει βασικῶς τὴν θρησκευτικὴν ζωὴν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐθεωρήθη ὡς ἀποτελοῦν τὴν οὐσίαν πάσης θρησκείας καὶ κατ' ἐξοχὴν τῆς χριστιανικῆς.

Εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς γερμανικῆς θεολογίας τὸν ὅρον «συναίσθημα» («Gefuhl») διεδέχθη διὰ τῆς «φιλοσοφίας τῆς ζωῆς» (« Lebensphilosophie ») ὁ ὅρος βίωμα («Εrlebnis»). Παρ' ἡμῖν, ἀφ' ὅτου ὁ ἀείμνηστος Νικόλαος Λούβαρις, ἡ εὐγενὴς ἐκείνη φυσιογνωμία τῆς νεοελληνικῆς θεολογίας, εἰσήγαγε καὶ ἀβιάστως ἐπέβαλε τὸν ὅρον βίωμα(2), μεταφράζων οὕτω τὸν ἀντίστοιχον γερμανικὸν ὅρον, ἡ θρησκεία θεωρεῖται γενικῶς ὡς βίωμα. Ἐπειδὴ μάλιστα τὸ περιεχόμενον τοῦ ὅρου τούτου φαίνεται ὅτι ἱκανοποιεῖ ὡρισμένας εὐσεβιστικὰς τάσεις τῆς νεοελληνικῆς θρησκευτικότητος, πολλοὶ ἐκ τῶν παρ' ἡμῖν θρησκευόμενων λογίων ἐθεώρησαν τὸν ὅρον τοῦτον ὡς σημαίνοντα ἐπιτυχῶς τὴν πατερικὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς σχέσεως τοῦ ἄνθρωπου πρὸς τὸν Θεόν. Ἐντεῦθεν καὶ ἐδημιουργήθησαν διάφοροι ἐκφράσεις μὲ συνθετικὸν στοιχεῖον τὴν λέξιν ταύτην, ὡς «τὸ θρησκευτικὸν βίωμα», «βιωματικὸς» κ.λ.π., ἐν τῇ πεποιθήσει πάντοτε, ὅτι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον προσφέρεται ὑπηρεσία εἰς τὴν αὐθεντικὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι πάντως γεγονός, ὅτι οἱ Πατέρες ἀγνοοῦν τοὺς ὅρους τούτους. Βεβαίως ἡ ἀπουσία μίας ὡρισμένης λέξεως ἐκ τοῦ πατερικοῦ γλωσσικοῦ θησαυροῦ δὲν καθιστᾶ eo ipso τὴν λέξιν ταύτην κατ' ἀρχὴν θεολογικῶς ἄχρηστον. Ὁσονδήποτε πλούσια καὶ ἂν εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, αὕτη δὲν δύναται νὰ πληροῖ ἁπάσας τὰς γλωσσικὰς ἀνάγκας τοῦ παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος.

Ἒφ' ὅσον ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου ἐξελίσσεται, εἶναι προφανές, ὅτι καὶ ἡ θεολογία «ἔχει ἱστορίαν» καὶ ὅτι ἡ θεολογικὴ ὁρολογία ἀναποφεύκτως θὰ πλουτίζεται ἑκάστοτε καὶ διὰ νέων στοιχείων. Δία τὸν λόγον τοῦτον καὶ ὁ ὅρος βίωμα, ὅπως καὶ πᾶς ἄλλος ὅρος, δύναται κατ' ἀρχὴν νὰ χρησιμοποιῆται θεολογικῶς, ἀσχέτως τοῦ ἂν ἀγνοῆται ὑπὸ τῶν Πατέρων, ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητον ὅμως προϋπόθεσιν, ὅτι θὰ σημαίνη νοηματικὸν περιεχόμενον («suppositum ») σύμφωνον ὁπωσδήποτε πρὸς τὴν καθόλου ὀρθόδοξον παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐνταῦθα εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθῆ μὲ πᾶσαν κατηγορηματικότητα, ὅτι ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας δὲν συνίσταται ἁπλῶς εἰς ἕν σύνολον στερεοτύπων ὅρων καὶ ἐκφράσεων. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διὰ τῆς ὀρθοδόξου «γλώσσης» ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ὀρθόδοξον «νόημα» τὸ διὰ τῆς γλώσσης ταύτης σημαινόμενον, καὶ περαιτέρω ἡ διὰ τοῦ ὀρθοδόξου «νοήματος» ἀναφορὰ εἰς τὴν σώζουσαν Ἀποκάλυψιν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὀρθοδοξία εἶναι ἡ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τοῦ νοήματος ἀναγωγὴ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου εἰς τὸν Θεόν, ἡ κοινωνία Αὐτοῦ.

Ἐκ τούτων γίνεται σαφές, ὅτι τὸ πρόβλημα, ἂν ἡ θρησκεία εἶναι συναίσθημα ἢ βίωμα, δὲν εἶναι πρόβλημα περὶ τὴν λέξιν, ἀλλὰ περὶ τὸ θεολογικὸν περιεχόμενον τῶν ὅρων τούτων. Δὲν ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι λέξεις καθ' ἑαυτάς, ἀλλ' ὑπάρχουν ὀρθόδοξα νοήματα, τὰ ὁποῖα καὶ προσδίδουν τὸν ὀρθόδοξον χαρακτήρα εἰς τὰς χρησιμοποιουμένας λέξεις. Μία λέξις καθίσταται ὀρθόδοξος, ὅταν τὸ ὑπ' αὐτῆς σημαινόμενον νοηματικὸν περιεχόμενον εἶναι ὀρθόδοξον. Τουναντίον μία λέξις, χρησιμοποιηθεῖσα πρὸς δήλωσιν ὀρθοδόξου νοηματικοῦ περιεχομένου καὶ ἐντεῦθεν καταστάσα ὅρος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, παύει αὐτομάτως νὰ εἶναι ὀρθόδοξος, ὅταν χρησιμοποιηθῆ ὑπὸ διάφορον, μὴ ὀρθόδοξον ἔννοιαν. Ὀρθόδοξος εἶναι ἡ ἔννοια ἐκείνη, ἡ ὁποία καὶ ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, τὸ γεγονὸς δηλ. τῆς κατανοήσεως, τῆς καταλήψεως, τῆς προσοικειώσεως Αὐτοῦ, τ.ἐ. τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντιθέτως μὴ ὀρθόδοξος ἔννοια (ἢ μὴ ὀρθόδοξον νόημα) εἶναι τὸ γεγονός, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος δὲν κατανοεῖ τὸν Θεόν, τ.ἐ. δὲν σώζεται. Ὀρθοδοξία εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀποτελεῖ καὶ τὴν «ἀληθῆ θρησκείαν » ("vera religio") τοῦ ἀνθρώπου. Ἀληθὴς θρησκεία εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν Θεόν, ἡ κοινωνία Αὐτοῦ• εἶναι ἡ οἰκείωσις τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, ἡ προσήκουσα ἀπάντησις τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν θείαν κλῆσιν.

Εἰς τὸν Πλάτωνα εὑρίσκομεν τὴν διδασκαλίαν περὶ τῶν τριῶν «εἰδῶν» τῆς ψυχῆς (τοῦ «λογιστικοῦ», τοῦ «ἐπιθυμητοῦ» καὶ τοῦ «θυμοειδοῦς» (3), δὲν εἶναι δὲ σήμερον ἀσυνήθης ἡ (ὁπωσδήποτε πολλὰ προβλήματα ἐνέχουσα) διαίρεσις τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν στενῶς νοουμένην νόησιν, τὴν βούλησιν καὶ τὸ συναίσθημα. Ἐπὶ τῇ βάσει τῶν διακρίσεων τούτων (4) δύναταί τις νὰ εἴπη, ὅτι τὸ συναίσθημα εἶναι ἕν μέρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μάλιστα («τὸ θυμοειδὲς» διὰ τὸν Πλάτωνα) ὄχι καὶ τὸ σπουδαιότερον. Ἐὰν λοιπὸν ἡ «θρησκεία» εἶναι συναίσθημα, τοῦτο θὰ σημαίνη, ὅτι αὐτὴ εἶναι μία ἐπὶ μέρους λειτουργία τῆς ψυχικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ θρησκεία ἢ θὰ εἶναι ἕν ἐπὶ μέρους συναίσθημα, ὑπάρχον παραλλήλως πρὸς ἄλλα συναισθήματα ἐπηρεάζον αὐτὰ καὶ ἐπηρεαζόμενον ὑπ' αὐτῶν, ἢ θὰ συμπίπτη αὕτη τὸ πολὺ μὲ ὁλόκληρον τὴν συναισθηματικὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε καὶ πάλιν θὰ παραμένη ἕν μόνον μέρος τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου.

Συγχρόνως τίθενται μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα: Ἐὰν ἡ θρησκεία ἐκληφθῆ ὡς περιοριζόμενη μόνον εἰς τὸ συναίσθημα, τότε ποία εἶναι ἡ σχέσις αὐτῆς πρὸς τὴν νόησιν καὶ τὴν βούλησιν; Ὀφείλουν ἡ νόησις, ἡ ἡγεμονικὴ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ βούλησις αὐτοῦ νὰ ἐκλείψουν ἢ νὰ ὑποταγοῦν εἰς τὸ (θρησκευτικὸν) συναίσθημα; Καὶ διατὶ τοιαύτη βασιλικὴ μεταχείρισις τοῦ συναισθήματος; Εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μόνον ἢ κατ' ἐξοχὴν συναισθηματικὸν γεγονός; Πῶς τίθεται τὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας διὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐκ φύσεως ἔχουν ηὐξημένην νόησιν ἢ βούλησιν, ἀλλὰ μειωμένην συναισθηματικότητα; Σώζονται μόνον, ἢ τουλάχιστον κατ' ἐξοχήν, ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξεταζόμενοι μὲ τὴν μέθοδον τῆς «φαινομενολογίας τῆς θρησκείας» παρουσιάζονται ὡς ἔχοντες μὲν ἔντονον συναισθηματικὴν θρησκευτικότητα, ἀλλὰ νοήματα διὰ τὴν Δογματικὴν ἀπαράδεκτα καὶ βούλησιν ἠθικῶς διεστραμμένην ;

Εἶναι ἴσως ἐντεῦθεν προφανές, ὅτι ἡ θεώρησις τῆς θρησκείας ὡς συναισθήματος ὁδηγεῖ τὴν δογματικὴν σκέψιν ad absurdum. Ἡ «ἀληθὴς θρησκεία» τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνον συναίσθημα, ἀλλ' εἶναι καὶ νόησις καὶ βούλησις, ἐὰν δεχθῶμεν, ὅτι διὰ τῶν τριῶν τούτων ὅρων δηλοῦται ἡ ὅλη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου. Ἀληθὴς θρησκεία εἶναι ἡ αὐθεντικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἰς ὅλον τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τῆς αὐθεντικότητάς της.

Εὐρύτερον ὁπωσδήποτε περιεχόμενον ἐν σχέσει πρὸς τὸ διὰ τοῦ ὅρου «συναίσθημα» σημαινόμενον ἐκφράζει ὁ ὅρος «βίωμα». Τὸ βίωμα ὡς γεγονὸς ζωῆς ἔχει μὲν καὶ συναισθηματικὸν χαρακτήρα, περιλαμβάνει ὅμως μετ' αὐτοῦ εἰς ἑνότητα κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον καὶ τὰ λοιπὰ στοιχεῖα τὰ ἀποτελοῦντα τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν ἐν συνόλῳ. Ἐφ' ὅσον ὅμως εἰς τὸν ὅρον «βίωμα» ἀποδίδεται πολλάκις συναισθηματικὸν κυρίως περιεχόμενον, ὀφείλομεν ἐνταῦθα νὰ τονίσωμεν, ὅτι ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ, ὅπως δὲν εἶναι μονομερῶς διανοητικὸν γεγονός, οὕτω καὶ δὲν εἶναι γεγονὸς μονομερῶς συναισθηματικόν. Διὰ τῆς διαπιστώσεως ταύτης μένει βεβαίως ἀνοικτὸν τὸ πρόβλημα, ἂν ἡ κοινωνία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, δηλ. ἡ ἀληθὴς θρησκεία, ἔχει κυρίως συναισθηματικόν, λογικόν, βουλητικὸν ἢ οἱονδήποτε ἄλλον χαρακτήρα.

Ἐὰν λοιπὸν ἡ ἀληθὴς θρησκεία ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι μόνον συναίσθημα, ἐρωτᾶται περαιτέρω, τί εἶναι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ θεολογία. Ἐλέχθη ἤδη εἰς τὴν ἀρχήν, ὅτι εἶναι διαδεδομένη ἡ τάσις νὰ θεωρῆται ἡ θεολογία ὡς λογικὴ ἐπίδοσις τοῦ πιστεύοντος ἀνθρώπου. Συχνάκις ὁρίζεται ἡ θεολογία ὡς «ἡ ἐπιστημονικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς πίστεως». (Διὰ τὸν Schleiermacher ἡ θεολογία εἶναι «ἐκκλησιαστικὴ ἐπιστήμη» (5).

Παραμερίζοντες ἐνταῦθα τὸ ζήτημα, ἂν ἡ θεολογία εἶναι ἐπιστήμη, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπογραμμίσωμεν ἐν πρώτοις τὸ γεγονός, ὅτι ἡ θεολογία δὲν δύναται νὰ εἶναι μία μονομερῶς λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐτυμολογικὴ παραγωγὴ καὶ ἡ χριστιανικὴ ἱστορία τῆς λέξεως ταύτης δὲν ἀφήνουν ἴσως οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν, ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἡ κατανόησις τοῦ ἀποκαλυπτομένου Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ. Κατ' ἀρχὴν ἡ κατανόησις («Vesterhen ») καθ' ἑαυτὴν δὲν εἶναι γεγονὸς μονομερῶς «λογικὸν»· εἶναι καθολικὴ ἀναφορὰ τοῦ κατανοοῦντος ὑποκειμένου εἰς τὸ πρὸς κατανόησιν ἀντικείμενον. Διὰ τοῦτο καὶ δὲν εἶναι μόνον «λογική», ἀλλ' εἶναι ἐν ταυτῷ καὶ συναίσθημα («Gefuhl») καὶ ἐνόρασις («intuition») καὶ ἐσωτερικὴ προσέγγισις («Ε infuhlung») κ.λ.π. Χωρὶς δυσκολίαν μάλιστα θὰ ἠδύνατο τὶς νὰ διαπίστωση καὶ βουλητικὰ στοιχεῖα εἰς τὸ γεγονὸς τῆς κατανοήσεως. Ἐὰν λοιπὸν εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ κατανόησις γενικῶς δὲν εἶναι ἕν μονομερῶς λογικὸν φαινόμενον, εἶναι τουλάχιστον ἐξ ἴσου ἀληθές, ὅτι καὶ ἡ κατανόησις τοῦ Θεοῦ, ἡ θεολογία, δὲν περιορίζεται μόνον εἰς τὴν στενῶς νοουμένην λογικήν τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ Θεοῦ δὲν κοινωνεῖ μόνον ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ' ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ὡς ὅλον. Ἄλλωστε εἶναι γνωστόν, ὅτι αἱ ἀναγνωριζόμεναι ὡς πηγαὶ τῆς Ἀποκαλύψεως δὲν ἀπευθύνονται μόνον εἰς τὴν στενῶς νοουμένην «νόησιν» τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καὶ δὲν ἀπαιτοῦν ἐξ αὐτοῦ μόνον τὴν προσφορὰν τῆς «νοήσεως». Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ ἀπευθύνεται ὡς Εὐαγγέλιον εἰς ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀπαιτεῖ ὡς νόμος τὴν προσφορὰν ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν Θεόν.

Ἡ θεολογία ὡς ἡ προσοικείωσις τῆς Ἀποκαλύψεως ἐκτείνεται εἰς ὅλον τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τοῦ τὸν Θεὸν κατανοοῦντος ἀνθρώπου. Θεολογία εἶναι ἡ συνάντησις τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστις εἰς Αὐτόν. Ἡ θεολογία, ἡ (ἀληθής!) θρησκεία καὶ ἡ γνήσια πίστις εἶναι κατ' οὐσίαν ἕν καὶ τὸ αὐτὸ γεγονός. Οὔτε ἡ θρησκεία εἶναι μόνον συναίσθημα, οὔτε ἡ θεολογία μόνον διανόησις, οὔτε ἡ πίστις μόνον ἐκδήλωσις ἁπλοϊκότητος καὶ ἀφέλειας (6). Ἡ ἀληθὴς θρησκεία, ἡ ἀξία τοῦ ὀνόματος τῆς θεολογίας καὶ ἡ συνειδητὴ πίστις εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. τὸ γεγονὸς τῆς ὀρθοδοξίας. Τὸ γεγονὸς τοῦτο συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιτέλεσιν τῆς αὐθεντικότητος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν θέωσιν αὐτοῦ. Ἐφ' ὅσον τὸ συναίσθημα εἶναι μία ἐπὶ μέρους λειτουργία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου, καθίσταται προφανές, ὅτι ἡ θεολογία εἶναι καὶ συναίσθημα, ὅπως εἶναι καὶ νόησις καὶ βούλησις καὶ ἐνόρασις καὶ «βίωμα» καὶ πρᾶξις καὶ ἦθος καὶ ἁγιότης κ.ο.κ. Ἡ θεολογία περιλαμβάνει καὶ τὴν αὐθεντικὴν συναισθηματικὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως περιλαμβάνει καὶ τὰς λοιπὰς αὐθεντικὰς λειτουργίας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, συμπίπτουσα οὕτω κατ' οὐσίαν μὲ τὴν ὅλην ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου, μὲ τὴν θρησκείαν, τὴν ἠθικήν, τὴν σωτηρίαν, τὴν ὀρθοδοξίαν αὐτοῦ.



------------------------------------------------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Die Christliche Glaube nach den Grundsatzen der evangelischen Kirche im Zusammenhang dargestellt, 2. U berb. Ausg. Halle 1830, σ. 145 κ. ἄλλ. Εἰς τοὺς περίφημους λόγους του «πρὸς τοὺς περιφρονητὰς τῆς θρησκείας» ὁ Schleiermacher λέγει περὶ τῆς θρησκείας, ὅτι «ἡ οὐσία αὐτῆς δὲν εἶναι οὔτε νόησις, οὔτε πρᾶξις, ἀλλὰ θεωρία καὶ συναίσθημα» (Uber die Religion, Reden an die Gebildeten unter ihren Verachtern, ἔκδ.», Ο tto, 3. Α ufl. Gottingen 1913, σ. 26).

2. Βλ. Μ. Σιώτου, Νικόλαος Ι. Λούβαρις, Ἐν Ἀθήναις 1965, σ. 73.

3. Πλάτων : «... τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικὸν προσαγορεύοντες τῆς ψυχῆς, τὸ δὲ ᾧ ἐρᾶ τε καὶ πεινῆ καὶ διψῆ καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστόν τε καὶ ἐπιθυμητικόν, πληρώσεων τινῶν καὶ ἡδονῶν ἑταῖρον » (Πολιτεία Δ 439 d). « Οὐκοῦν τῷ μὲν λογιστικῷ ἄρχειν προσήκει, σοφῳ ὄντι καὶ ἔχοντι τὴν ὑπὲρ ἁπάσης τῆς ψυχῆς προμήθειαν, τῷ δὲ θυμοειδεῖ ὑπηκόῳ καὶ ξυμμάχῳ τούτου; Πάνυ γε » (αὐτόθι Δ 441 e). « Καὶ τούτῳ δὲ οὕτω τραφέντε καὶ ὡς ἀληθῶς τὰ αὐτῶν μαθόντε καὶ παιδευθέντε προστησέσθον τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, ὃ δὴ πλεῖστον τῆς ψυχῆς ἐν ἐκάστῳ ἐστι καὶ χρημάτων φύσει ἀπληστότατον » (αὐτόθι Δ 442 a). Πρβλ. Τίμ. 77 b.

4. Ἐνταῦθα δὲν ἐξετάζεται εἰδικῶς ἡ σχέσις τῶν διακρίσεων τούτων πρὸς ἀλλήλας, φαίνεται ὅμως, ὅτι ἡ σχέσις αὐτή, ἐν ἀντιθέσει μάλιστα πρὸς ὅ,τι συνήθως νομίζεται, δὲν εἶναι ταυτότης. Οὕτως ἐνῶ ἡ βούλησις εἶναι ἔλλογος ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου (πρβλ. τὴν ἐτυμολογικὴν συγγένειαν βούλομαι - βουλεύομαι, ὡς καὶ τὴν σχολαστικὴν ἀρχὴν «hihil volitum, nisi praecognitum»), τὸ πλατωνικὸν «ἐπιθυμητικὸν» εἶναι «ἀλόγιστον». Ὁμοίως καὶ ὁ πλατωνικὸς ὅρος «τὸ θυμοειδὲς» δὲν φαίνεται νὰ ἐκφράζη τὸν ὅλον συναισθηματικὸν κόσμον τοῦ ἀνθρώπου.

5. Βλ. Τ. Rendtorff, Kirche und Theologie. Die systematische Funktion des Kirchenbegriffs in der neueren Theologie, Gutersloh 1966, σ. 139 ἐξ.

6. Ρ. Τ illich : «Ἡ πίστις ὡς ἔκφρασις τοῦ ὅλου προσώπου ἀσφαλῶς περιλαμβάνει καὶ συναισθηματικὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖται μόνον ἐξ αὐτῶν. Ἅπασαι αἱ πλευραὶ τῆς θεωρίας καὶ τῆς πράξεως εἶναι παροῦσαι εἰς τὸ γεγονὸς τῆς πίστεως...» (Systematische Theologie, Bd III Stuttgart 1966, σ. 157).

Συναξαριστής της 3ης Ιανουαρίου

Ὁ Προφήτης Μαλαχίας
 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, τονίζει ὅτι «οἱ ἄγγελοι εἶναι ὑπηρετικὰ πνεύματα, ποὺ δὲν ἐνεργοῦν μὲ δική τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετήσουν ἐκείνους ποὺ θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή».

Ἕνας τέτοιος ἀπεσταλμένος ἄγγελος, ἐπίγειος ὅμως, ἦταν καὶ ὁ προφήτης Μαλαχίας, ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐ, ἐν Σοφαῖς κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ ἐπέστρεψαν οἱ Ἑβραῖοι στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλῶνας.

Πῆρε τὸ ὄνομα Μαλαχίας -ποὺ ἑλληνικὰ σημαίνει ἄγγελος- γιὰ τρεῖς λόγους:

Πρῶτον, διότι, ὅσα προφήτευε, ἀμέσως τὰ ἐπιβεβαίωνε στὸ λαὸ θεῖος ἄγγελος. Καὶ τὸ παράδοξο ἦταν ὅτι τὸν ἄγγελο δὲν τὸν ἔβλεπαν οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ μόνο οἱ ἄξιοι, τὴν φωνή του, ὅμως, τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἄξιοι καὶ οἱ ἀνάξιοι.

Ὁ δεύτερος λόγος γι᾿ αὐτὴ του τὴν ὀνομασία ἦταν ὅτι ἡ ὅλη σωματική του ἐμφάνιση εἶχε τέλεια ἁρμονία καὶ μεγαλοπρέπεια.

Ὁ τρίτος λόγος καὶ σπουδαιότερος ἦταν ὅτι, ἀπὸ νέος ἀκόμα, ἔκανε ζωὴ ἐνάρετη καὶ ἠθικὰ ἄμεμπτη. Αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε, ὅταν βρέθηκε στὴ θέση νὰ ἐλέγξει καί, πραγματικά, ἤλεγξε μὲ σφοδρότητα τὸν ἴδιο του τὸ λαὸ καὶ τοὺς Ἱερεῖς ἀκόμα τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τὶς ἀνομίες καὶ τὶς ἀσέβειές τους.

Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν προφήτη Μαλαχία νὰ προφητεύσει καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τοῦ ἔργου Του. Ἔτσι, ἡ ζωὴ τοῦ προφήτη μας δείχνει πὼς κάποιος μπορεῖ νὰ γίνει ἐπίγειος ἄγγελος, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης Μαλαχίας πέθανε εἰρηνικά, σχετικῶς νέος, καὶ τάφηκε στὸ τόπο τῶν πατέρων του.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς σοφίας ἔμπλεως, τῆς ὑπερσόφου καὶ θείας, Μαλαχία μέγιστε, σὺ πεφυκὼς ὡς Προφήτης, ἄνωθεν, αὐτὸν τὸν ὄντα Θεοῦ σοφίαν, ἔδειξας, τοῖς πᾶσι κάτω ἀναστραφέντα· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, τελοῦντες πίστει τὴν θείαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 
Θείας ἐμφανείας ἀγγελικῆς, κατηξιωμένος, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, ὤφθης προσημάντωρ, τῶν ἱερῶν κριμάτων, Προφῆτα Μαλαχία, Ἀγγέλων σύσκηνε.

 
Ὁ Ἅγιος Γόρδιος
 


Ὁ Ἅγιος Γόρδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν διακεκριμένος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου, ὁ ὁποῖος τὸ 314 ἦλθε σὲ πόλεμο μετὰ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντῖνος ἔδειχνε φανερὴ συμπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ὁ Λικίνιος ἀποφάσισε νὰ περιποιηθεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ τοὺς κινήσει κάποια μέρα ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του. Γι᾿ αὐτό, ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Αὐλὴ καὶ τὸ στρατό, ὅλους τοὺς χριστιανούς, καὶ διέταξε νὰ κλείσουν καὶ νὰ γκρεμισθοῦν πολλὲς ἐκκλησίες. Ἐπέβαλε μάλιστα, αὐστηρὲς ποινὲς σ᾿ ὅλους ὅσους ἀντιστέκονταν.

Τότε λοιπὸν ἀπομακρύνθηκε καὶ ὁ Γόρδιος ἀπὸ τὸ στρατό. Ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος, ὅπου περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ προσευχή, μελέτη καὶ σωματικὴ ἐργασία. Ἀλλ᾿ οἱ πληροφορίες ποὺ ἔπαιρνε ἦταν, ὅτι ὁ Λικίνιος ἐπέμενε στὶς σκληρὲς διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν.

Κατέβηκε λοιπὸν μία νύχτα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ φωνάξει ἐναντίον τῆς ἀδικίας καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Νὰ στιγματίσει τὴν διαγωγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἔκανε τόσο ἀνίερη κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του ἐναντίον ὄχι μόνο τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱερότατου δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι λοιπόν, κάποια μέρα ποὺ ὅλοι οἱ ἐπίσημοι ἦταν μαζεμένοι στὸ θέατρο, ὁ Γόρδιος ἔκανε πράξη ὅλα τὰ παραπάνω, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλισθεῖ ἐπὶ τόπου.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένος, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. δ. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Οἱ σοὶ ἱδρῶτες ἔνδοξε, τὴν πᾶσαν γῆν κατήρδευσαν, καὶ τοῖς τιμίοις σου αἵμασι Γόρδιε, τὸν κόσμον ἅπαντα εὔφρανας· ταῖς εὐχαῖς σου θεόφρον, σῶσον πάντας τοὺς πίστει σε ἀναμέλποντας, καὶ τιμῶντας ἀξίως, πανεύφημε ὡς πολύαθλον.

Μεγαλυνάριον Ἔλιπες στρατείαν τὴν ὑλικήν, καὶ τῇ οὐρανίῳ, πανοπλίᾳ ὀχυρωθεὶς, τὰς ἀντικειμένας, καθεῖλες παρατάξεις, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, ἔνδοξε Γόρδιε.

 
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ σημειοφόρος ὁ ἐν Ἁγίῳ Ζαχαρίᾳ Ἀτρώας

Ὁ Πέτρος αὐτὸς ἦταν ἀσκητὴς στὰ ἀνατολικὰ μέρη τῆς Προποντίδας, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ Ἀτρώα.
Δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν Ἅγιο Πέτρο τὸν σημειοφόρο τὸν ἐπίσκοπο Ἄργους.

 
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μήτηρ καὶ τὰ δυὸ Τέκνα
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.

 
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Θαυματουργός

Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 361 Coislin φ. 88.
Αὐτὸς ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Λάτρος καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους ἵδρυσε τὴν Λαύρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μυρσινῶνος.

 
Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Λεσβία
 


Γεννήθηκε, στὴ Λέσβο μεταξὺ τῶν ἐτῶν 910-913. Οἱ γονεῖς της, Μιχαὴλ καὶ Καλή, ἦταν εὐσεβέστατοι, ἔντιμοι καὶ εὐκατάστατοι. Τὴ στέρηση παιδιοῦ τὴν ἀντιμετώπιζαν «πενθοῦντες καὶ σκυθρωπάζοντες», ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀποκτοῦσαν παιδὶ καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαυαν νὰ προσεύχωνται.

Τέλος, ἡ Παναγία μὲ θεῖο ὄνειρο προειδοποίησε τὴν Καλὴ ὅτι ὄχι μόνο θὰ ἀποκτοῦσε παιδί, ἀλλὰ ὅτι τοῦτο θὰ ξεχώριζε σὲ πλοῦτο χαρισμάτων καὶ ἁγιότητα. Πραγματικά, ἀπόκτησαν κόρη, ποὺ τὴν ὠνόμασαν Θωμαΐδα, ποὺ καθὼς μεγάλωνε ξεχώριζε γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε καὶ τὴν ὀμορφιά της.

Ἂν καὶ δὲν εἶχε καμιὰ διάθεση γιὰ γάμο ἀλλ᾿ ἀπεναντίας ἐθαύμαζε τὴν μοναστικὴ ζωή, πειθαρχώντας στὴ θέληση καὶ ἐπιθυμία τῶν γονιῶν της, πανδρεύτηκε, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 934-937, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν, κάποιον Στέφανο, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὴν «ἀκάνθινος στέφανος» γιὰ ὅλη τὴν ζωή της.

Ἐνῷ αὐτὴ ἦταν τόσο καλή, τόσο ἐνάρετη, ὥστε τὴν ἤξεραν ὅλοι σὰν ὑπόδειγμα συζύγου, ὑπέφερε φοβερὰ ἀπὸ τὴν βάναυση συμπεριφορὰ τοῦ βαρβάρου συζύγου της, ποὺ καθημερινὰ εὕρισκε εὐκαιρία νὰ τὴν πληγώνει στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ μὲ ξυλοδαρμούς, ῥαπίσματα, κλωτσιὲς ἀκόμα καὶ στὸ στόμα της, νὰ τὴν καίει, νὰ τῆς ἀνοίγει πληγὲς σ᾿ ὅλο της τὸ σῶμα.

Καὶ ἡ Θωμαΐς ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴ τὴν μαρτυρικὴ κατάσταση μὲ τὴν προσευχή, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγαθοεργία. Πολὺ σύντομα ἡ πίστη καὶ ἡ ἁγιότητα τῆς Θωμαΐδος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ τῆς ἔδωκε τὴν χάρη νὰ κάνει καὶ θαύματα, ὅταν ζητοῦσε μὲ τὶς θερμὲς προσευχὲς της τὴν βοήθειά Του γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν.
Ἔπειτα ἀπὸ δέκα τριῶν ἐτῶν μαρτυρικὴς συζυγικὴς ζωής, ἀπέθανε ἡ Θωμαΐς σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὰς θλίψεις τοῦ βίου σου, ὡς ἠροσφορᾶν λογικήν, Χριστῷ προσενένκασα, τὴν τῶν θαυμάτων ἰσχύν, Ὁσία, ἀντείληφας. Ὅθεν ὡς συζυγίας, ὑποτύπωσιν θείαν, μέλπομεν Θωμαΐς σὲ καὶ πιστῶς σοὶ βοῶμεν Χαῖρε τῆς νήσου Λέσβου, σεμνὸν ἐγκαλλώπισμα.

 
Ἡ Ἁγία Γενεβιέβη τῶν Παρισίων

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

‘’ΠΙΣΤΕΥΣΩΜΕΝ ΩΣ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΗΜΩΝ ΠΑΡΕΔΩΚΑΝ’’ (ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ)


maxresdefault
Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
_____________________
Η προσπάθεια   να στηριχθεί η ονομασία ‘’ εκκλησίες’’ για τις αιρετικές κοινότητες, που την υστάτη μετατράπηκε σε  ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, στο τελικό  κείμενο της Συνόδου της Κρήτης, διατάραξε την εκκλησιαστική ειρήνη.  Κάποιοι επικαλέστηκαν τη χρήση του όρου ‘’ετερόδοξες εκκλησίες’’, ως όρο ‘’terminus technicus’’.  Κάποιοι ακόμα και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι δηλαδή αυτή αποτελεί την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αντιστρατεύτηκαν με τον τρόπο τους.

Να θυμίσουμε για παράδειγμα την παραδοξότητα του   κ. Λαρεντζάκη, που απάντησε σε όσους επιμένουν  στην Ορθόδοξη ακρίβεια, στο κείμενό του που επιγράφεται ‘’Εκκλησία και Εκκλησίες’’ όπου αναφέρει προλογικά τα εξής : «Οι αντιδρώντες αναφέρονται και επικαλούνται το Σύμβολο της Πίστεως και ισχυρίζονται ότι με την έκφραση ‘’Εις Μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν’’ εννοείται αποκλειστικώς και μόνον η Ορθόδοξος Εκκλησία».

Αυτή η παραδοξότητα του ‘’ζυγοστατείν και σταθμίζειν’’*, με ορολογίες ξένες σε όσα κηρύχθηκαν από τους Αγίους Πατέρες, προσθέτει ‘’τάραχον’’ στην Εκκλησία του Χριστού.  ‘’Ταύτα παρά των Οσίων Πατέρων κεκήρυχται α τοίνυν παρειλήφαμεν, ταύτα φυλάξωμεν  α μεμαθήκαμενν, ταύτα κρατήσωμεν· τι μαχόμεθα προς αλλήλους εική;’’, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

’Τι τοίνυν το πιστεύειν αφέντες τεχνολογούσιν την πίστιν’’*, με την αποδοχή των εκκλησιολογικών στρεβλώσεων στη Δήλωση του Τορόντο, όπου έχουν αναγνωρισθεί στοιχεία της αληθούς Εκκλησίας, στις αιρετικές ομάδες ή κοινότητες που συμμετέχουν στο Π.Σ.Ε.;  Εις δε την κατακλείδα της Δήλωσης του Τορόντο αποδέχτηκαν μάλιστα αυτό αναφέρει ότι «οι εκκλησίες (μέλη του Π.Σ.Ε.) αναγνωρίζοντας ότι το να αποτελεί κάποιος  μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, είναι πιο περιεκτικό από το να είναι  μέλος της ίδιας του της εκκλησίας».  Γιατί ως μη ώφειλαν στη Δήλωση αυτή πρόσθεσαν  ‘’τάραχον’’ στην Εκκλησία του Χριστού, επιμένοντες στο ‘’ζυγοστατείν και σταθμίζειν τας λέξεις του δόγματος’’*;

Ας παύσει ‘’το λογομαχέιν επί καταστροφή των ακουόντων’’*  και ας ‘’πιστεύσωμεν  ως οι Πατέρες ημών παρέδωκαν’’*.  Ας παύση  η αυθαιρεσία που διασάλευσε την ειρήνη στην Εκκλησία του Χριστού.  ‘’Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι’’, ας ακολουθήσομε  την εκκλησιαστική ορολογία που μας παρέδωσαν.  Ας μην παραχαράσσεται η εκκλησιαστική ορολογία που μας παρέδωσαν.  ‘’Ουκ εσμέν των Πατέρων σοφώτεροι’’, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Οι αυθαίρετοι όροι δήθεν τύπου ‘’terminus technicus’’, έχουν προσθέσει τόσο εκκλησιολογικές στρεβλώσεις, όσο και ‘’τάραχον’’ στην Εκκλησία του Χριστού.  ‘’Ουκ εσμέν των διδασκάλων ημών κριβέστεροι’’, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.   Γιατί προκάλεσαν τον ανώφελο ‘’τάραχον’’.  ‘’Εν ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός ουκ εν μάχη’’, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.  Γιατί ως μη ώφειλαν, με την εμμονή τους διατάραξαν την ειρήνη στην Εκκλησία του Χριστού.  Το ‘’ζυγοστατείν και σταθμίζειν’’, με ορολογίες ξένες σε όσα κηρύχθηκαν από τους Αγίους Πατέρες, ποιους ευαρέστησε;

Ο  Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μεγάλος αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας, για την Ορθόδοξη Πίστη πέθανε στην εξορία και αυτά τα σπουδαία λόγια για το  ‘’ζυγοστατείν και σταθμίζειν τας λέξεις του δόγματος’’, δεν τα έγραψε γι’ αυτούς που εμμένουν στην Ορθόδοξη ακρίβεια, αφού γι’ αυτην αγωνίστηκε μέχρι την κοίμησή του, αλλά γι’ αυτούς που παραχαράσσουν την Πατροπαράδοτη Ορθόδοξη ακρίβεια.  Το  ‘’ζυγοστατείν και σταθμίζειν τας λέξεις του δόγματος’’*, αλλοίωσε την ορολογία που  παραλάβαμε από τις Οικουμενικές Συνόδους.  .  ‘’Ουκ εσμέν των Πατέρων σοφώτεροι’’, ‘’ουκ εσμέν των διδασκάλων ημών κριβέστεροι’’, ’εν ειρήνη κέκληκεν ημάς ο Θεός ουκ εν μάχη’’, επεξηγεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

*Με αστερίσκο παρατέθηκαν αναφορές του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου, από τον σχετικό Θεολογικό λόγο του. 

Η αποκάλυψη των Χριστουγέννων (βίντεο) π.Ελπίδιος



Κήρυγμα πατρός Ελπιδίου,  Πρωτοχρονιά 2017

Δευτέρα, Ιανουαρίου 02, 2017

Παραινέσεις καὶ σκέψεις γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ Anthony Bloom


Μερικὲς εἰκόνες ἔχουν βεβηλωθεῖ, καταπατηθεῖ, παραμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κακία· τέτοια εἰκονίσματα τὰ ἀγαπᾶμε ἰδιαίτερα σὰν νὰ ἦταν εἰκόνες-μάρτυρες, εἰκόνες ποὺ θέλουμε νὰ προστατέψουμε, νὰ διατηρήσουμε, νὰ περιτυλίξουμε μὲ ἀγάπη ἐπειδὴ ὑπέφεραν τόσο θλιβερὰ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τὰ σφάλματα. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ κοιτάζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὅταν εἶναι δύσκολο νὰ δοῦμε στὸν ἄλλο τὴν ὡραιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τότε εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ νὰ μελετήσουμε βαθειὰ τὸ ἱερὸ βεβηλωμένο εἰκόνισμα, τότε εἶναι ἡ στιγμὴ γιὰ νὰ ἐξασκήσουμε ὅλη τὴ δύναμή μας, ὅλη τὴν ἀγάπη μας, ὅλη τὴν εὐλάβειά μας σὲ μία προσπάθεια νὰ κάνουμε τὴν εἰκόνα αὐτὴ ποὺ δὲν εἶναι ζωγραφισμένη στὸ ξύλο ἀλλὰ στὴν ψυχὴ ἑνὸς ἄνθρωπου, σ' ὅλο τὸ εἶναι καὶ τὴν προσωπικότητά του, ἐξαγνισμένη, θεραπευμένη, καθαγιασμένη γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἕνα εἰκόνισμα ποὺ νὰ ὑπάρχει γιὰ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν κάποιος συμπεριφέρεται ἄσχημα τὸν νομίζουμε πάντοτε γιὰ κακὸ ἄνθρωπο χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι συχνὰ ὁ ἄλλος πολὺ τὸ θέλει νὰ εἶναι καλός, πολὺ θέλει τὸν κάθε λόγο του νὰ εἶναι ἁγνός, τὶς σκέψεις καὶ τὴν καρδιὰ του ἁγνές, τὶς ἐνέργειές του σωστές, ὅμως ἁπλῶς δὲν ἔχει τὴ δύναμη, εἶναι γαντζωμένος στὶς παλιὲς συνήθειες, τὶς πιέσεις τοῦ περιβάλλοντός του, τὴν ψεύτικη ντροπὴ καὶ τόσα ἄλλα. Ἐξακολουθεῖ λοιπὸν νὰ δρᾶ λανθασμένα. Ἐμεῖς ὅμως θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ἐλευθερώσουμε. Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν βλέπαμε ὅπως τὸν βλέπει ὁ Θεός, μὲ οἶκτο, ὅπως θὰ 'βλεπε κανεὶς ἕναν ἑτοιμοθάνατο ἄρρωστο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γινόταν καλὰ ἂν μόνο τοῦ προσφερόταν ἡ σωστὴ παρακολούθηση.

Ὁ καθένας μας θὰ μποροῦσε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ὁ ἄλλος: νὰ κοιτάξει ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν λυπηθεῖ ποὺ εἶναι κακός, ὀξύθυμος, ἐκδικητικός, ἁμαρτωλὸς μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο· νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ τοῦ στρέψει τὴ φωτεινὴ πλευρὰ τῆς ψυχῆς του, νὰ τοῦ πεῖ ὅτι οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια του δὲ θὰ τὸν ἀπατήσουν ὅσο ἄσχημα καὶ ἂν εἶναι διότι γνωρίζει ὅτι εἶναι ἕνας τύπος, μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀμυδρὴ καὶ παραμορφωμένη καὶ ὅτι παρ' ὅλα αὐτὰ στὸ πρόσωπό του προσκυνᾶ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀγαπᾶ σὰν ἀδελφό.

Αὐτὸ ἴσως νὰ κοστίζει πολλὰ ἂν ὅμως τὸ κάνετε μία ἤ δυὸ φορὲς καὶ δεῖτε τὸ πῶς ἕνα πρόσωπο ἀλλάζει ἐπειδὴ τὸ πιστεύετε, ἐπειδὴ ἔχετε ἀναπαύσει ἐπάνω του τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοϋ, σὲ τί κόσμο ἀλήθεια δὲ θὰ ζούσαμε - ἕναν κόσμο ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης.

Ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε ἕνα μὲ τὸ Χριστὸ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων πρέπει ὅταν κοινωνοῦμε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ γίνουμε ἕνα μαζί Του ἐδῶ στὴ γῆ, νὰ μοιραζόμαστε τὸ πεπρωμένο ποὺ Ἐκεῖνος διάλεξε, νὰ γίνουμε μὲ τρόπο ἀνεξιχνίαστο ἡ παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ὥστε Ἐκεῖνος νὰ ζεῖ μέσα μας κι ἐμεῖς μέσα σ' Ἐκεῖνον. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ ἀπεριόριστη θεϊκὴ ἀγάπη γιὰ νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀγάπη κι ἔπειτα νὰ Τοῦ μοιάσουν τόσο πολὺ ποὺ νὰ ἀποτελέσουν πάνω στὴ γῆ μάρτυρες τῆς σαρκωμένης, ζωντανῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς.

Ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιπλήττει τὴ Μάρθα ἐπειδὴ κάνει μία ἀναγκαία δουλειά, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ δὲ μᾶς ἀπαγορεύει νὰ δίνουμε στὸν Καίσαρα αὐτὸ τὸ ὁποῖο τοῦ ἀνήκει δικαιωματικά. Τὴν ἐπιπλήττει ἐπειδὴ εἰσάγει στὴ δουλειὰ της τὴν ἀνησυχία, ἐπειδὴ εἶναι τόσο ἀπορροφημένη σὲ ἕνα ἔργο ἐφήμερο καὶ προσωρινὸ ὥστε νὰ κινδυνεύει νὰ ξεχάσει τὸν ἑαυτό της καὶ τὸ Χριστὸ ὁ ὁποῖος κάθεται μερικὰ πόδια μακριά της καὶ μιλάει προφέροντας λόγους ζωῆς οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ζωντανέψουν τὸν ἄνθρωπο μέχρι τὸ μεδούλι του. Δὲ μᾶς λέει νὰ μὴν ἐργαζόμαστε ἀλλὰ νὰ μάθουμε ἀπὸ τὴ Μαρία ἐνῶ κάνουμε μία δουλειὰ νὰ εἴμαστε σὲ συνεχῆ ἐπαγρύπνηση, ν' ἀκοῦμε ὅλη τὴν ὥρα ἀπὸ τὰ βάθη τῶν καρδιῶν μας τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, τὴ φωνὴ τῆς συνείδησης.

Δὲ σωζόμαστε μὲ τὸ νὰ θυμούμαστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑποχρεώνουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ἀνήσυχα, μὲ μία ἐπαναστατημένη καρδιὰ νὰ τὶς ἐκπληρώνει· πρέπει νὰ διεισδύσουν τόσο βαθειὰ μέσα στὰ κόκκαλά μας, τόσο τέλεια ποὺ ἡ ἐκτέλεσή τους νὰ εἶναι μία φυσικὴ κίνηση τῆς καρδιᾶς καὶ ὄχι ἁπλῶς μία πράξη ὑπακοῆς σὲ ἕνα νόμο ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὰ ἔξω.

Τί εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς θέλει νὰ μᾶς σώσει; Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ζωὴ δὲν εἶναι πιὰ ζωή, ὅτι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ἔχουν γίνει ἀπάνθρωπες, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξ αἰτίας μας ὁ κόσμος μας γίνεται πιὸ τρομακτικὸς ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, πιὸ κρύος, πιὸ σκληρὸς καὶ πιὸ ἐπικίνδυνος. Ἀπ' ὅλ' αὐτὰ ἦλθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς σώσει ὄχι μὲ μία ἀλλαγὴ στὸν πλησίον μας ἄλλα στοὺς ἑαυτούς μας.

Εἴμαστε σὰν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταδικαστεῖ σὲ θάνατο, ὄχι μὲ τραγικὸ τρόπο ἄλλα μὲ τρόπο δοξασμένο. Οἱ ἴδιοι ἔχουμε ἤδη προσφέρει τὶς ζωές μας, ἂν βέβαια πιστεύουμε ὅτι τὸ Βάπτισμά μας δὲν ὑπῆρξε μία μάταιη, ἄδεια τελετή. Ἡ ζωή μας δὲ μᾶς ἀνήκει πιά, εἶναι δοσμένη.
Πολὺ συχνὰ παρερχόμαστε τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου καὶ δὲν ἀνοίγουμε τὴν πόρτα στὸ Θεὸ ποὺ θὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ μπεῖ μέσα καὶ νὰ κάνει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο σέ μᾶς.

Ὁ κόσμος θὰ γίνει ἕνας καλύτερος κόσμος ἂν ἀντὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν ἕνα κοπάδι φοβισμένων προβάτων τὸ συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἴμαστε οἱ πολεμιστὲς τοῦ Χριστοῦ, σταλμένοι μέσα στὸν κόσμο ὥστε νὰ κατακτήσουμε τὸ κακὸ γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ εἶναι θύματά του.

Ἂς μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ ὄχι παθητικά, ὄχι ρωτώντας τί ὁ χρόνος θὰ μᾶς φέρει ἤ θὰ μᾶς δώσει ἀλλὰ ρωτώντας τοὺς ἑαυτούς μας: «Τί νὰ φέρω ἐγὼ στὸν κόσμο γιὰ νὰ γίνει καλύτερος, γιὰ νὰ κάνω νὰ λάμψει ἔστω καὶ μία ἀκτίδα φωτὸς γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ θὰ συναντήσω στὸ δρόμο μου;»


(31 Δεκεμβρίου 1980)

2030 μΧ



Ένας ιερέας κατεβαίνει τα σκαλιά μιας υπόγειας κρύπτης. 
Δεν φοράει σταυρό και ράσα καθώς στην Ελλάδα έχει απαγορευτεί να δείχνεις φανερά το οποιοδήποτε θρησκευτικό σύμβολο.
 Το σκεπτικό του νόμου ήταν ότι σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που συνυπάρχουν πολλές θρησκευτικές ομάδες κανένας δεν πρέπει να δείχνει θρησκευτικά σύμβολα δημοσίως για να μην προσβάλει τον συνάνθρωπο του. 
Ο Ιερέας βγάζει με τρεμάμενο χέρι μια Αγία Γραφή. Είναι παλιά και κιτρινισμένη από την πάροδο του χρόνου. Πολλές σελίδες της είναι σε κακή κατάσταση και δύσκολα διαβάζονται. Έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία της Αγίας Γραφής και οι παραβάτες διώκονται αυστηρά και ο λόγος της απαγόρευσης της ήταν ότι κρίθηκε ως προπαγανδιστικό κείμενο που σκοπό είχε να διαφθείρει την Ελληνική κοινωνία και να την τάξει εναντίον της παγκόσμιας ειρήνης που πρέσβευε η νέα εποχή. 
Κυκλοφορούσαν βέβαια ακόμα κάποια "αντίτυπα" αλλά ήταν παραλλαγμένα και είχε αφαιρεθεί από μέσα ότι θεωρήθηκε προσβλητικό για την νέα εποχή και την νέα παν-θρησκεία.

Ο Ιερέας ετοιμάζει την κολυμβήθρα.
 Είναι να βαφτίσει έναν άνθρωπο εκείνη την ημέρα Χριστιανό. Όμως η κολυμβήθρα δεν είναι όπως την ξέρουμε. Είναι ουσιαστικά μια μεγάλη μεταλλική μπανιέρα και ο λόγος είναι ότι αυτός που θα βαφτιστεί δεν είναι νήπιο αλλά ενήλικας. Έχει καταργηθεί ο νηπιοβαφτισμός προ πολλού. 
Υπήρχε μεγάλη πολεμική στο ζήτημα αυτό και είχαν γίνει πολλά επεισόδια. Το κύριο επιχείρημα εναντίον του νηπιοβαφτισμού ήταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν ήταν σωστό κατά την νέα-τάξη ο άνθρωπος να βαφτίζεται με το ζόρι όταν είναι νήπιο. Μετά την ενηλικίωση του ας αποφασίσει τι θέλει να κάνει.
 Έτσι από το 2020 οι Έλληνες δεν μπορούσαν πλέον να βαφτίσουν τα παιδιά τους. Έπρεπε να περιμένουν να αποφασίσει το ίδιο το παιδί.

Ωστόσο πολύ λίγοι Έλληνες πλέον αποφάσιζαν να βαφτιστούν έστω και ενήλικες. Ο λόγος απλός: Τα παιδιά φεύγαν από την οικογένεια νωρίς και πλέον δεν ήταν δυνατό οι γονείς να διδάξουν στα παιδιά τους τις αρχές και την πίστη. Και οι δυο γονείς δουλεύανε νυχθημερόν με αποτέλεσμα τα παιδιά να πηγαίνουν από πολύ μικρή ηλικία σε ολοήμερα σχολεία στα οποία σχολεία τους γινόταν η ανατροφή που ήθελε η νέα εποχή. Το μάθημα των θρησκευτικών είχε πλέον καταργηθεί σαν μάθημα που δίχαζε τους μαθητές και οι εικόνες είχαν αφαιρεθεί από τις σχολικές αίθουσες. Η πρωινή προσευχή είχε αντικατασταθεί με ένα τραγουδάκι που αποτελούσε τον σχολικό ύμνο της νέας εποχής: “όλοι οι άνθρωποι ένα χρώμα μια φυλή μια θρησκεία μια γλώσσα...”.Η ιστορία πλέον είχε αλλάξει και διδασκόντουσαν μόνο κεφάλαια που δεν δημιουργούσαν εθνικές η θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Σε αυτό το κλήμα ο νέος ήταν αδύνατο να μάθει για τον Χριστό...

Ο Ιερέας σχεδόν δακρυσμένος ξεκινάει το μυστήριο. Θυμάται ακόμα τους παλαιούς τρόπους ο γέρο-Ιερέας και κάθε φορά που καλείται να τελέσει κάποιο μυστήριο στους λίγους εναπομείναντες Χριστιανούς η μνήμη του ανασύρει γεγονότα παλαιότερων εποχών. Θυμάται όταν ο τόπος ήταν Ορθόδοξος και οι Έλληνες τελούσαν περήφανοι τα μυστήρια στις Εκκλησίες. Τώρα οι Εκκλησίες έχουν καταργηθεί. Κατασπαταλούσαν το δημόσιο χρήμα είπαν και τις κλείσανε. Οι δημοσιογράφοι φωνάζανε στα κανάλια ότι οι παπάδες έχουν κλέψει πολλά και πρέπει να πληρώσουν. Έτσι όχι μόνο η νέα εποχή έκλεισε τις δημόσιες Εκκλησίες αλλά φορολογούσε υπέρογκα και όποιον επιχειρούσε να ανοίξει μια ιδιωτική. Με την έλλειψη μεγάλου αριθμού πιστών κανείς ιερέας πλέον δεν μπορούσε να καλύψει το έξοδο και έτσι οι εναπομείναντες ιερείς αναγκαζόντουσαν και τελούσαν τα μυστήρια σε σπίτια.

Άλλωστε τα περισσότερα μυστήρια είχαν πλέον απαγορευτεί να τελούνται δημοσίως υπό το πρόσχημα της θρησκευτικής ελευθερίας: Ο αγιασμός των υδάτων δεν τελούταν πλέον γιατί στις θάλασσες υπήρχαν και νεκροί που δεν ήταν Χριστιανοί και προφανώς δεν θα θέλανε να αγιαστούν. 
Στις λειτουργίες πλέον απαγορεύτηκε να μνημονεύεται ο Στρατός γιατί δεν ήταν όλοι οι φαντάροι Χριστιανοί. Πλέον στην ορκωμοσία της βουλής δεν υπήρχε ιερέας αφού οι βουλευτές δεν ήταν όλοι Χριστιανοί και απαγορεύτηκε το μνημόσυνο των νεκρών με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να μας βεβαιώσει κάποιος που έχει πεθάνει αν ήταν Χριστιανός μέχρι το τέλος της ζωής του η όχι οπότε στην περίπτωση που λίγο πριν πεθάνει άλλαξε γνώμη και έγινε παγανιστής είναι σπίλωση της μνήμης του να του κάνει μνημόσυνο ο παπάς.

Πόσο είχε αλλάξει ο κόσμος! Ο γέρο-Ιερέας έχει τελειώσει το μυστήριο. Δεν μπορούν βέβαια να του δώσουν κάτι ως αντάλλαγμα οι λιγοστοί πιστοί που βρίσκονται εκεί καθώς πλέον το χρήμα έχει καταργηθεί και την θέση του έχει πάρει ένα τσιπάκι στο χέρι η στο μέτωπο. Με αυτό μόνο μπορείς να κάνεις συναλλαγές και όσοι λιγοστοί δεν το έχουν πάρει περνάνε δύσκολα. Μόνο ευχαριστώ μπορούν να του πουν και να του φιλήσουν το χέρι. Και ο γέρο Ιερέας τους δίνει την ευχή του: “Δύναμη παιδιά μου. Σύντομα, πολύ σύντομα θα είμαστε κοντά στον κύριο. Δεν έχει πολύ ακόμα ο κόσμος αυτός και εμείς δεν είμαστε του κόσμου τούτου. Πάμε αλλού, σε έναν κόσμο που θα είμαστε μαζί με τον γλυκό Ιησού...”

Ίσως το κείμενο φανεί υπερβολικό σε κάποιον αλλά αν αποκωδικοποιήσουμε το τι επιτέλους ζητάνε οι πολέμιοι της Ορθοδοξίας θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά είναι η απώτερη επιδίωξη τους. Όμως μπορούν να γίνουν ΑΝ τους αφήσουμε οι Χριστιανοί να συνεχίσουν το έργο τους. Και λέω ΑΝ γιατί ΔΕΝ θα τους αφήσουμε με την βοήθεια του Θεού. Έτσι λοιπόν η απάντηση μας στο εν λόγο περιστατικό και στα όσα Αντίχριστα δρομολογούνται στην Ελλάδα είναι μία:

Δεν θα σας περάσει. Η Ελλάδα είναι Ορθόδοξη και έτσι θα παραμείνει. Αμήν+


Το διάβασα εδώ

Γιατί τιμούμε τους Αγίους;

Γιατί τιμούμε τους Αγίους;
† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΟΙ ΑΓΙΟΙ

Το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί όλες οι προτεσταντικές αιρέσεις ασκούν σφοδρότατη κριτική εναντίον της Εκκλησίας μας, υποστηρίζοντας πως εμείς λατρεύουμε τους αγίους και προσβλέπουμε σ' αυτούς για σωτηρία, όχι στον Σωτήρα Χριστό!
Είναι λοιπόν ποιμαντική ανάγκη να εξηγήσουμε με ποια έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους αγίους και πού τελικά μεταβαίνει αυτή η τιμή. Να τονίσουμε σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τους αγίους και τι συνεπάγεται αυτή η σχέση. Πρέπει ακόμη να απαντήσουμε στην ένσταση των προτεσταντών, ότι οι άγιοι δεν είναι πανταχού παρόντες και συνεπώς δεν ακούουν τις προσευχές μας. Να ερμηνεύσουμε τα θαύματα που επιτελούν οι άγιοι και να τα κατοχυρώσουμε αγιογραφικά- να αναφερθούμε στην πρώτη Εκκλησία, για να διαπιστώσουμε αν υπήρχε σ' αυτήν η τιμή των αγίων και προ παντός, να καταστήσουμε φανερή τη διάκριση μεταξύ τιμής και λατρείας, λατρευτικής προσκύνησης και προσκύνησης σαν εκδήλωση τιμής και αγάπης, που αποδίδεται από μέρους μας στους αγίους.
Κατά την πίστη της Εκκλησίας μας οι άγιοι αντικατοπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου (Β' Κορ. γ' 18) και ακτινοβολούν το άκτιστο φως του Θεού (Ματθ. ε' 14. Ιω. η' 12. Εφεσ. ε' 8. Κολ. α' 12. Αποκ. κβ' 5).
Η δόξα των αγίων και των αγγέλων δεν είναι ανεξάρτητη από τη δόξα του Χριστού, γιατί είναι μέλη του σώματος Αυτού (Έφεσ. α' 23. δ' 16. ε' 23. Κολ. α' 18.24). Ονομάζονται αγαπητοί του Θεού (Β' Παραλ./Χρον. κ' 7. Ησ. μα' 8), φίλοι του Θεού (Ψαλμ. ρλη' 17, κατά τους Ο'. Ιω. ιε' 14. Ιακ. β' 23), αδελφοί του Χριστού (Ματθ. ιβ' 50). Είναι ναός και κατοικητήριο του Θεού (Α' Κορ. γ' 16-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16), τέκνα Θεού (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26-27), κληρονόμοι και συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμ. η' 17). Το μνημόσυνο των άγιων είναι αιώνιο (Ψαλμ. ρια/ριβ' 1-9. Παροιμ. Γ 7. Εβρ. ια' 4-38).
Ο ίδιος ο Θεός, μέσω του αγίου Σώματος του Χριστού, έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο και του μεταδίδει την αγιότητα. Πρόκειται για την αγιότητα του Σώματος του Χριστού, όχι για την αγιότητα του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την κοινωνία του με τον Χριστό (Ιω. ιδ' 23. Α' Κορ. γ' 5-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16. Εφεσ. β' 22). Έτσι ο Χριστός θριαμβεύει μέσω των αγίων (Ίω. κα' 19. Β' Κορ. β' 14).
Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, που εκπροσωπούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχουν «επί τας κεφαλάς των στεφάνους χρυσούς» (Αποκ. δ' 4). Το αναρίθμητο πλήθος των αγίων, που «έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου» (Αποκ. ζ' 14), ευρίσκονται «ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου» ως νικητές (Αποκ. ζ' 9-10), σ' αυτούς δόθηκαν «θρόνοι», για να βασιλεύσουν «επί χίλια έτη», μέχρι τη δευτέρα παρουσία, οπότε το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, θα παραδοθεί από την ίδια την κεφαλή της στον Τριαδικό Θεό, για να είναι πλέον «ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Αποκ. κ' 4. Α' Κορ. ιε' 23-28).
Ο Χριστός είναι ο μόνος «Παράκλητος», ο μοναδικός «μεσίτης» και «σωτήρας» (Α' Ιω. β' 1. Ιω. ιδ' 6. 13-14. Α' Τιμ. β' 5. Πράξ. δ' 12), μόνο με το αίμα του Χριστού πραγματοποιείται η συμφιλίωση (Α' Πέτρ. α' 18-19), ο «άλλος Παράκλητος», το Πνεύμα το Άγιο, με τα άγια μυστήρια ενεργοποιεί προς χάρη μας τις δωρεές του Χριστού: με το βάπτισμα μας εντάσσει στο Σώμα του Χριστού (Γαλ. γ' 27. Πρβλ. α' Κορ. ιβ' 3), με τη θεία κοινωνία μας τρέφει με τον «άρτο της ζωής» (Ίω. στ' 48-53). Με αυτή την απόλυτη έννοια δεν υπάρχει άλλος σωτήρας, ούτε δεύτερος μεσίτης.
Και όμως στην αγία Γραφή γίνεται λόγος για μεσιτεία ανθρώπων και αγγέλων, μέσω προσευχής και παράκλησης (Γεν. m' 23-33. κ' 3-18. λβ' 9-14. Ίώβ μβ' 8-10. Παροιμ. ιε' 8. Ζαχ. α' 12-13. Ίερεμ. ζ' 16). Άνθρωποι ονομάζονται «πρεσβευτές» (Β' Κορ. ε' 18-20. Έφεσ. στ' 20) και «σωτήρες», με την έννοια όμως πως οδηγούν στο μόνο Σωτήρα, τον Χριστό (Α' Κορ. θ' 22). Ο Θεός βεβαιώνει τον προφήτη πως αν βρεθεί ακόμη και ένας άγιος άνθρωπος, για χάρη του θα σώσει ολόκληρη την πόλη (Ιερεμ. ε' 1. Ίεζ. κβ' 30).
Αλλά μήπως η «μεσιτεία» με σχετική έννοια αναφέρεται μόνο σε ζώντες; ΟΧΙ ο Θεός λέγει στον προφήτη Ιερεμία: «Εάν σταθούν ενώπιόν μου ο Μωϋσής και ο Σαμουήλ, η ψυχή μου δεν θα κλίνει προς αυτούς» (Ιερ. ιε' 1), πράγμα που σημαίνει πως σε άλλες περιπτώσεις ο Θεός ανταποκρινόταν στις δεήσεις των άγιων ανδρών υπέρ του λαού. Στην Αποκάλυψη βλέπουμε τη θριαμβεύουσα Εκκλησία (τους 24 πρεσβύτερους) να κρατούν «φιάλας γεμούσας θυμιαμάτων, αι εισίν αι προσευχαί των αγίων», δηλαδή των επί γης ζώντων πιστών τις οποίες ενώνουν με τις δικές τους προσευχές (Αποκ. ε' 8).
Η ουράνια Εκκλησία δέχεται τις επικλήσεις μας, μάλιστα μεσιτεύει στον Κύριο να σταματήσει το μαρτύριο των αδελφών τους στη γη (Αποκ. στ' 9-11), πράγμα που εισακούεται τελικά από τον Θεό (Αποκ. ζ' 9-11. η' 3-5. ια' 16-18. ιδ' 14-20. Πρβλ. Δ/Β' Βασιλ. κ' 4-6. Β' Μακ. ιε' 12-16).

Όταν λοιπόν επικαλούμεθα τους αγίους, οι ελπίδες μας δεν είναι μάταιες, οι άγιοι είναι συνδεδεμένοι μαζί μας με τον σύνδεσμο της αγάπης, η οποία «ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ' 8). Πιστεύουμε δηλαδή πως είμαστε πράγματι «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. β' 19-20).
Είναι οι άγιοι «πανταχού παρόντες» για να εισακούουν τις επικλήσεις μας; Όχι, οι άγιοι, ανεξάρτητα από τη χάρη του Θεού, δεν είναι πανταχού παρόντες, ούτε πληροφορούνται με τη δική τους δύναμη τι γίνεται μακριά από αυτούς. Όμως λουσμένοι στην άκτιστη θεία χάρη, μέσω του Αγίου Πνεύματος, σαν μέλη του σώματος του Χριστού, που είναι ενωμένο με την Θεότητα, μπορούν να ξεπεράσουν τους όρους της φύσης και να μετέχουν στη ζωή των αδελφών τους επί της γης.
Αν οι άνθρωποι του Θεού που ζουν στη γη μπορούν να ξεπεράσουν με τη χάρη του Θεού τους όρους της φύσης, πρέπει να συμπεράνουμε πως αυτό μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο από τα μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά παραδείγματα από την αγία Γραφή.
Η «καρδιά» του Ελισσαίου ήταν μετά του Γιεζί και μπορούσε να γνωρίζει αυτό που συνέβη μακριά (Δ/Β' Βασιλ. ε' 25-27). Ο Αβραάμ «είδε» την ημέρα του Κυρίου «και εχάρη» (Ίω. η' 56). Ο απόστολος Πέτρος εγνώριζε την πονηρία του Ανανία (Πράξ. ε' 3).
Ο Θεός αποκαλύπτει τα θαυμαστά πράγματα «διά του Πνεύματος προς το συμφέρον», όλα τα ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο, χωρίς να δεσμεύεται από φυσικούς όρους, που ο Θεός έθεσε για ορισμένο σκοπό (Α' Κορ. ιβ' 7-11, πρβλ. Β' Κορ. ιβ' 2-4). Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει για την κοινωνία αγάπης της ουράνιας Εκκλησίας, η οποία πληροφορείται τα γεγονότα της ζωής μας και χαίρει για την επιστροφή κάθε αμαρτωλού (Λουκ. ιε' 7-10).
Ο Θεός θαυματοποιεί μέσω των αγίων και δικαίων (Γ/ Α' Βασιλ. ιζ' 21-22. Δ/Β' Βασιλ. δ' 33-35. Πράξ. ε' 12-16. ιβ' 11-12), όχι μόνο μέσω ζώντων πάνω στη γη, αλλά και μέσω κεκοιμημένων άγιων. Έτσι ο προφήτης Ησαΐας λαμβάνει εντολή να διαβιβάσει «προς τον Εζεκίαν τον ηγούμενον του λαού» πώς θα σώσει την πόλη από τους Ασσυρίους «διά Δαυίδ τον δούλον μου», δηλαδή χάρη του Δαυίδ, που ήδη είχε απέλθει από αυτή τη ζωή (Δ/Β' Βασιλ. κ' 4-6).
Το να ισχυρισθεί κανείς πως ο δεσμός της αγάπης μεταξύ αγωνιζομένης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας μειώνει το μεσιτικό υπούργημα του Παράκλητου, είναι αφέλεια, γιατί οι άγιοι δεν έχουν δύναμη από μόνοι τους να θαυματουργούν και να επεμβαίνουν στη ζωή μας, ανεξάρτητα από την χάρη του Θεού. «Το πνεύμα του Ηλία» που «ανεπαύθη επί τον Ελισσαίον» ήταν η χάρη του Αγίου Πνεύματος, όχι κάτι ανεξάρτητο από αυτήν γι' αυτό και «οι υιοί των προφητών» τον προσκυνούν με εδαφιαία μετάνοια (Δ/Β' Βασιλ. β' 14-15). Το ίδιο παρατηρούμε και για την ανάσταση του ανθρώπου εκείνου που ενταφιάστηκε στον τάφο του Ελισσαίου (Δ/Β' Βασιλ. ιγ' 21). Δεν είναι τα τίμια οστά από μόνα τους εκείνα που θαυματουργούν, αλλά η θεϊκή χάρη που τα περιβάλλει και χαριτώνει ολόκληρο τον άνθρωπο, όχι μόνο το πνεύμα του.
Η τιμή και ο σεβασμός στους αγίους εκδηλώνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και με την προσκύνηση. Δεν πρόκειται για λατρευτική προσκύνηση, η οποία απαγορεύεται ρητά από την αγία Γραφή (Έξοδ. κ' 4-5. Δευτερ. στ' 12-14. Ματθ. δ' 10), γιατί ποτέ κανείς ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει συναίσθηση πως προσκυνεί οποιοδήποτε ον (άγγελο ή άνθρωπο) ως Θεό, μόνο τότε η προσκύνηση θα ήταν απόλυτη, δηλαδή λατρεία.
Τους αγίους προσκυνούμε χωρίς να παραγνωρίζουμε τη φύση τους, χωρίς δηλαδή να τους εκλαμβάνουμε για θεούς, γιατί παραδεχόμαστε πως η προσκύνηση δεν είναι πάντοτε εκδήλωση λατρείας. Αν αυτόν που προσκυνούμε δεν τον δεχόμαστε για Θεό, τότε με την προσκύνηση δεν του αποδίδουμε λατρεία, είναι εκδήλωση τιμής και αγάπης. Μ' αυτή την τιμητική έννοια ο Δαυίδ προσκυνεί τον Ιωνάθαν (Α' Βασιλ. / Α' Σαμ. κ' 41) και τον Σαούλ (Α' Βασιλ. / Α' Σαμ. κδ' 9), ο Νάθαν προσκυνεί τον Δαυίδ (Γ/Α Βασιλ. α' 23), οι υιοί των προφητών τον Ελισσαίο (Δ/Β' Βασιλ. β' 15), ο Ναβουχοδονόσωρ τον Δανιήλ (Δαν. β' 46).
Ακόμη και στην Καινή Διαθήκη ο δεσμοφύλακας προσκυνεί τον Παύλο και τον Σίλα (Πράξ. ιστ' 29), ενώ ο ίδιος ο Κύριος υπόσχεται πως θα αναγκάσει τους Ιουδαίους να προσκυνήσουν τον επίσκοπο Φιλαδέλφειας (Αποκ. γ' 9. Πρβ. Α' Βασιλ./ Α' Σαμ. ε' 4).
Όσοι απορρίπτουν την τιμή και την προσκύνηση των αγίων, επικαλούνται περιπτώσεις από την αγία Γραφή (Πράξ. ιδ' 11-15 και Αποκ. ιθ' 10. κβ' 8-9).
Στο Πράξ. ιδ' 11-15 φαίνεται καθαρά, πως οι άνθρωποι εξέλαβαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα ως θεούς, γι' αυτό και οι απόστολοι δίκαια αντέδρασαν. Τέτοια προσκύνηση δεν τους άνηκε, γιατί ήταν λατρευτική.
Στη δεύτερη περίπτωση ο Ιωάννης, κατάπληκτος από εκείνα που αξιώθηκε να δει, κάτω από την επίδραση της οπτασίας του ίδιου του Κυρίου (Αποκ. α' 17-18), νόμισε πως ήταν και πάλι ο Κύριος, γι' αυτό και σπεύδει να τον προσκυνήσει. Ο άγγελος όμως τον επαναφέρει στην αλήθεια των γεγονότων: «σύνδουλος σου ειμί», δεν μου ανήκει τέτοια προσκύνηση, ανήκει μόνο στον Θεό!
Αν παραδεχθούμε πως ο Ιωάννης θέλησε να προσκυνήσει τον άγγελο τιμητικά, είχε αυτό το δικαίωμα (Αριθ. κβ'31. Ίησ. Ναυή ε' 14), και ασφαλώς στην περίπτωση αυτή η προσκύνηση δεν θα ήταν λατρευτική. Τότε η άρνηση του αγγέλου θα ήταν ένδειξη ταπεινοφροσύνης. Διαφορετικά πώς ο Ιωάννης αποτολμά να προσκυνήσει τον άγγελο για δεύτερη φορά; (Αποκ. κβ' 8-9).
Αυτή είναι η ερμηνεία της Γραφής, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας (Α' Τιμ. γ' 15). Αυτό μαρτυρείται ήδη σε πρωτοχριστιανικά κείμενα. Οι πρώτοι χριστιανοί ομολογούσαν:
«Δεν θα δυνηθώμεν ούτε τον Χριστόν να εγκαταλείψωμεν ποτέ, τον παθόντα υπέρ της σωτηρίας των σωζομένων εις ολόκληρον τον κόσμον, τον άμωμον υπέρ των αμαρτωλών, ούτε κάποιον άλλον να λατρεύσωμεν. Διότι τούτον μεν προσκυνούμεν ως Υιόν του Θεού, τους δε μάρτυρας αγαπώμεν ως μαθητάς του Κυρίου, επαξίως λόγω της ανυπερβλήτου αφοσιώσεως εις τον βασιλέα και διδάσκαλόν των». Αυτό αναφέρεται στο μαρτύριο του άγιου Πολυκάρπου 156). Εκεί σημειώνεται ακόμη πως οι χριστιανοί συνέλλεξαν τα οστά του μάρτυρα, «τα τιμιώτερα από πολυτελείς λίθους, και ευγενέστερα από χρυσόν» και τα ενεταφίασαν σε κατάλληλο τόπο, ώστε να συναθροίζονται εκεί και να εορτάζουν «την γενέθλιον ημέραν του μαρτυρίου του» (Μαρτ. Πολυκ. 17-18. Βλ. και στο 3β 3Θ).
Ο Ωριγένης ( 253/4) αναφέρει πως «αι ψυχαί των πεπελεκισμένων ένεκεν της μαρτυρίας του Ιησού, μη μάτην τω εν ουρανοίς θυσιαστηρίω παρεδρεύουσαι, διακονούσι τοις ευχομένοις άφεσιν αμαρτημάτων» (Ωριγ. Εις μαρτ. προτρ. 30. Πρβλ. Αποκ. κ' 4).
Ο άγιος Βασίλειος (330-379) αναφέρεται στις πανηγύρεις που γίνονταν στις μνήμες των αγίων (Έπιστ. 227, προς τους επισκ. του Πόντου. Όροι κατά πλάτος 8,40) και στην επίκληση των αγίων (Ομιλ. 4, εις άγ. Μάμαντα 1): «Αυτός που θλίβεται καταφεύγει εις τους σαράντα, αυτός που ευφραίνεται προς αυτούς σπεύδει. Ο ένας μεν διά να εύρη λύσιν εις τας δυσκολίας, ο άλλος δε διά να διαφύλαξη εις τον εαυτόν του τα πιο καλά αγαθά... τα αιτήματά σας ας γίνουν μαζί με τους μάρτυρας» (Μ. Βασ, Ομιλ. 5, εις τους αγ. τεσσαράκοντα 8). Η τιμή των αγίων τεσσαράκοντα, μας πληροφορεί ο Μ. Βασίλειος, είχε διαδοθεί σε πολλές περιοχές και οι άγιοι αυτοί «κοσμούν πολλάς πατρίδας» (Εις τους αγ. τεσσαρακ. 8).
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344-407) κάνει λόγο για «λιτανείες και παρακλήσεις ... εις τον ναόν όπου και τα λείψανα των αποστόλων», προκειμένου να αποφευχθούν τα δεινά της πόλης (Χρυσ, Προς τους καταλείψαντας την Εκκλ.). Η δύναμη των αγίων μαρτύρων, αναφέρει ο Χρυσόστομος, «καθημερινώς ζει και ενεργεί, εκδιώκει δαιμόνια, απομακρύνει τας ασθενείας, εμψυχώνει πόλεις ολοκλήρους και συναθροίζει εδώ πλήθος» (Περί απολαύσεως της των μελλόντων 2). Υπογραμμίζει ακόμη πως η τιμή των άγιων «θα μεταβιβασθεί οπωσδήποτε προς τον Δεσπότην» (Ότε πρεσβ. προεχ. 2. Πρβλ. Ματθ. ε' 16).
Τα ίδια αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390): «Πρέπει να πανηγυρίζουμε όλους τους μάρτυρες...» (Λόγος κδ' 3-4, εις τον άγιο Κυπριανό), «τώρα οι μάρτυρες κάνουν να ανοίξει ο ουρανός...» (Λόγος μδ' 12, εις την Νέαν Κυριακ.). «Και τώρα εκείνος είναι στον ουρανόν και εκεί προσφέρει τις θυσίες του για εμάς» (Λόγος μγ' 80, εις Μ. Βασίλ.). «Παρακαλούμε να μας παρακολουθείς καλοδιάθετα από υψηλά και το λαό που είναι γύρω σου να τον κατευθύνεις στην τελειότητα...» (Λόγος κα' 37, Εις τον Μ. Αθαν.).
Έτσι η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε την πίστη της Ορθοδοξίας: «Τον μεν (Χριστόν) ως Θεόν και Δεσπότην, τους δε (αγίους) διά τον κοινόν Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντος τιμώντες και σέβοντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες (Συνοδικόν της Ορθοδο-ξίας της Ζ' Οικ. Συνόδου).


Αυτή είναι η ορθόδοξη διδασκαλία για τους αγίους. Δεν πιστεύουμε λοιπόν πως οι άγιοι μπορούν να σώσουν τους εαυτούς τους ή τους άλλους ανθρώπους. Όποια και αν είναι τα έργα των άγιων, δεν επαρκούν ούτε και για τη δική τους σωτηρία, γιατί δεν ξεπερνούν την εκτέλεση του καθήκοντος (Λουκ. ιζ' 10). Όμως ο Θεός λογαριάζει την προαίρεσή τους και τους αμείβει χωρίς να το αξίζουν. Συνεπώς η διδαχή αυτή της Ορθοδοξίας δεν θίγει το απολυτρωτικό έργο του Χριστού.
Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Γ' ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1994

Ὁμιλία στὴν ἀγρυπνία τῶν Θεοφανείων Anthony Bloom

Ἡ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων εἶναι ἡ μέρα ποὺ ὅλος ὁ κόσμος ἀναγεννᾶται καὶ γίνεται μέτοχος τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστός, εἰσέρχεται στὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Γολγοθά.
Ἦλθε στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, ὄχι γιὰ νὰ καθαριστεῖ, ἐπειδὴ ἦταν ἀναμάρτητος, σὰν Θεὸς καὶ συνάμα κατέστη ἁγνὸς ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς προγόνους ποὺ εἶχαν προσφέρει τὴ ζωή τους στὸν Θεό, καὶ τῶν ὁποίων ἡ ἁγιότητα ἔφτασε στὸ κορύφωμά της στὴν καθαρότητα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἦταν τόσο ἁγνή, τόσο ἄμεμπτη ποὺ μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἐκεῖ ὅπου οὔτε ὁ Ἀρχιερέας δὲν τολμοῦσε νὰ εἰσέλθει, ἐκτὸς ἀπὸ μία φορὰ τὸ χρόνο μετὰ ἀπὸ ἕναν ἰδιαίτερο ἁγιασμό.
Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀνάγκη νὰ καθαριστεῖ. Ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ νερά, ὅπου εἶχαν πλυθεῖ ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ εἶχαν ἔλθει στὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ ὁμολογώντας τὸ κακὸ ποὺ βάραινε τὴ ζωή τους, ἦταν βαριὰ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἑπομένως ἐξαιτίας τῆς θνητότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Εἶχαν γίνει νερὰ θανατηφόρα, καὶ σ’ αὐτὰ τὰ νερὰ εἶναι ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καταδύεται ἐκείνη τὴν ἡμέρα σηκώνοντας στοὺς ὤμους Του τὴν θνητὴ φύση ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας.
Ἔρχεται, ἀθάνατος ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν Θεότητά Του, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἐνδύεται τὴν θνητότητα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς πορείας Του πρὸς τὸν Γολγοθά. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα θαυμάζουμε τὴν ἀτελείωτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὅπως σὲ κάθε ἄλλη περίσταση, ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ λάβει μέρος στὸ σχέδιο ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε προνοήσει γιὰ τὴ σωτηρία του. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται καὶ μοιράζεται τὴν θνητή μας φύση, ὁ λόγος ποὺ ἔρχεται καὶ μᾶς σώζει. Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς Θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἔλθει στὸν Γολγοθὰ ὅταν θὰ πεῖ, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες;» Θὰ εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεός, ὅπως ὅταν ἦταν ἐνδεδυμένος τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, θὰ ἔχει χάσει τὴν ἐπαφή Του μὲ τὸν Πατέρα μετέχοντας στὸ πεπρωμένο τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔσχατη πράξη Θεικὴς ἀγάπης.
Συνεπῶς ἂς θαυμάσουμε, ἂς ἀναρωτηθοῦμε, καὶ ἂς λατρέψουμε αὐτὴ τὴν Θεικὴ ἀγάπη, καὶ ἂς μάθουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον· ἐπειδὴ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο, «Σᾶς ἔδωσα ἕνα παράδειγμα. Ἀκολουθεῖστε το.» Καλούμαστε, ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἁμαρτωλῆς καὶ θνητῆς φύσης μας, νὰ βαστάξουμε τὰ βάρη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο. Ἂς μάθουμε ἀπ’ αὐτό. Θεωροῦμε ὅτι εἶναι τόσο δύσκολο νὰ βαστάξουμε τὰ βάρη ἀκόμα κι ἐκείνων ποὺ ἀγαπᾶμε· καὶ πρακτικὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπωμιστοῦμε τὰ βάρη τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἀγαπᾶμε μὲ μιὰ εἰλικρινῆ, φυσικὴ τρυφερότητα. Ἂς μάθουμε, ἐπειδὴ διαφορετικὰ δὲν θὰ ἔχουμε μάθει τὸ πρῶτο μάθημα ποὺ θὰ μᾶς δώσει ὁ Χριστός, ὅταν εἰσέλθει στὴν διακονία Του. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...