Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Γιατί λέμε τα κλειδιά του Παραδείσου και όχι το κλειδί;

κλειδιά


κλειδιά

Έκανε ο Θεός τον Παράδεισο για του Δίκαιους. Έκανε τον άδη για τους αμαρτωλούς. Έκλεισε και τον Παράδεισο, έκλεισε και τον άδη, αλλά τα κλειδιά του άδη τα κράτησε ο Ίδιος. Έτσι βλέπουμε στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «και έχω τας κλεις του θανάτου και του άδου» (Αποκ. α’, 18). Τα κλειδιά του Παραδείσου, τα έδωκε στους Αποστόλους Του, στο πρόσωπο του Πέτρου: «και δώσω σοι τας κλεις της Βασιλείας των Ουρανών» (Ματθ. ις’, 19). Ενώ λοιπόν τα κλειδιά του άδη, βρίσκονται στα χέρια του Ίδιου του Θεού, τα κλειδιά του Παραδείσου, τα εμπιστεύτηκε στα χέρια των ανθρώπων…
Αν θέλει ο άνθρωπος να κολαστεί στον άδη, τα κλειδιά δεν τα έχει! Αν θέλει ο άνθρωπος να σωθεί, να πάει στον Παράδεισο τα κλειδιά του Παραδείσου, τα κρατάει!!!.
Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει, ότι τούτο είναι το θέλημα του Θεού, να είναι δύσκολο να κολάζονται οι άνθρωποι και για αυτό δεν τους έδωσε τα κλειδιά του άδη. Να είναι όμως εύκολο να σώζονται και για αυτό τους έδωσε τα κλειδιά του Παραδείσου: «και δώσω σοι τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών». Λοιπόν, ώ Παράδεισε εμείς μπορούμε να σε κερδίσουμε, δεν μπορούμε όμως να σε καταλάβουμε!.
Γιατί όμως λέει «και δώσω σοι τας κλεις»; «τα κλειδιά»;. Δεν μπορούσε να πει απλώς «το κλειδί»; Με ένα κλειδί, δεν ανοίγεται άραγε ο Παράδεισος;
Τα κλειδιά είναι πολλών ειδών, αυτό θέλει να πει. Το κλειδί μπορεί να είναι χρυσό, μπορεί να είναι σιδερένιο, μπορεί να είναι και ξύλινο ακόμα. Το ξύλινο, είναι του φτωχού. Ο φτωχός με τη φτώχεια του μπορεί να «ανοίξει» τον Παράδεισο. Το χρυσό είναι του πλουσίου. Ο πλούσιος χρησιμοποιώντας σωστά τον πλούτο του, μπορεί να «ανοίξει» τον Παράδεισο, να σωθεί. Το σιδερένιο, ας πούμε ότι είναι όλες οι άλλες κατηγορίες των ανθρώπων, που δεν είναι ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί. Και εκείνοι μπορούν να «ανοίξουν» τον Παράδεισο, να σωθούν. Ώστε εύκολα μπορεί να σωθεί και φτωχός και πλούσιος και κάθε άνθρωπος! Ω! Παράδεισε, μπορούμε να σε κερδίσουμε αλλά δεν μπορούμε να σε καταλάβουμε!
O Xριστός ατενίζει από τα ύψη του Σταυρού όλους τους ανθρώπους της γης και λέει. «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμο».! (Ιωανν ις,33)
Ο Παράδεισος, είναι για όλους μας. Λίγη προσπάθεια χρειάζεται.
Ηλία Μηνιάτη, εκκλησιαστικού ρήτορα και Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων, +1714,
Ορθόδοξες Απαντήσεις,

Το απόρρητο της Εξομολόγησης

                                          

Κάποιοι δυσκολεύονται νά προσέλθουν στό πανίερο Μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως μέ τήν σκέψη ὅτι ὑπάρχει πιθανότητα ὁ Πνευματικός νά κοινοποιήσει τήν ἐξομολόγησή τους. Αὐτό βεβαίως εἶναι ἕνα ἀκόμη δαιμονικό τέχνασμα πού σκοπό ἔχει νά τούς κρατήσει μακρυά ἀπό τό Μυστήριο καί τή λύτρωση πού παρέχει.«Τό Μυστήριο εἶναι «ἀπόρρητο». Δέν ἔχει δικαίωμα οὔτε ὁ Πνευματικός ν'άνακοινώσει τίποτε ἀπ'όσα ἀκοῦσε στήν Ἐξομολόγηση, οὔτε ἄλλος κανείς νά ζητήσῃ ἤ ν" ἀπαιτήσῃ πληροφορίες» .

Τό ἀπόρρητο τῆς Ἐξομολογήσεως, ἀναγνωρίζεται καί ἀπό τόν νόμο.
«Σύμφωνα μέ τόν κώδικα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου 983 πάρ.1: «τό ἀπόρρητο τοῦ ἐξομολογητηρίου εἶναι ἀπαραβίαστο, ἑπομένως εἶναι ἀπόλυτα ἀπαγορευτικό γιά ἕναν Ἐξομολόγο νά παραδώσει μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἕνα μετανοήσαντα μέ λόγια ἤ ὁποιαδήποτε συμπεριφορά καί γιά κανένα λόγο». Οἱ ἱερεῖς ὀφείλουν νά μήν ἀποκαλύπτουν ὅ,τι ἔχουν μάθει κατά τή διάρκεια μίας Ἐξομολογήσεως σέ κανένα, ἀκόμα καί ἄν ἀπειλεῖται ἡ ἴδια τους ἡ ζωή ἤ ἡ ζωή ἄλλων (ἐδῶ ἔγκειται καί ἡ μοναδικότητα τοῦ Ἀπορρήτου του Ἐξομολογητηρίου… Γιά ἕναν Πνευματικό, ἡ παραβίαση τοῦ ἀπορρήτου θά τόν ὁδηγοῦσε αὐτόματα σέ μοιραία καταδίκη καί ἀφορισμό, ἀποδοθέντα ἐκ τῆς Ἱερᾶς Ἐπισκοπῆς (κώδ. τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, 1388 παρ.1)» .

Ὁ Πνευματικός μας εἶναι ἀνθρωπίνως ὁ ἰατρός-θεραπευτής τῆς ψυχῆς μας. Ἀπαιτεῖται λοιπόν νά τόν περιβάλλουμε μέ τήν ἀνάλογη ἐμπιστοσύνη.
Τόν ἐπιλέγουμε προσεκτικά ἔπειτα ἀπό πολλή προσευχή προσέχοντας ὥστε νά εἶναι πρόσωπο μέ πίστη ἀσκητική ζωή καί ἀρετή καί νά ἔχει τήν καλή μαρτυρία τῶν πιστῶν. Ἀπό τήν στιγμή πού θά τόν βροῦμε θά πρέπει νά ἐξομολογούμαστε τακτικά καί νά μήν τόν ἐγκαταλείπουμε. Πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί ὄχι ὁ Πνευματικός γινόμαστε αἰτία κοινοποίησης τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, ὅταν τήν ἐμπιστευόμαστε σέ ἀκατάλληλα πρόσωπα, τά ὁποῖα δέν ἔχουν κἄν τήν ἰδιότητα τοῦ πνευματικοῦ.

Ὅμως τό Μυστήριο καί ὅλα ὅσα λέγονται ὡς συμβουλές, κατευθύνσεις, ἐπιτίμια στή διάρκειά του εἶναι ἀπόρρητα ὄχι μόνο γιά τόν Πνευματικό ἀλλά καί γιά τόν ἐξομολογούμενο.Ὁ Ἐξομολογούμενος» δέν «πρέπει ν” ἀνακοινώνει όσα ἄκουσε, διότι αὐτά ἰσχύουν μόνο γιά τή δική του περίπτωση. Σ' άλλον, ἄλλο φάρμακο, ἀνάλογα μέ τήν ἰδιοσυγκρασία του, καί τήν ἰδιαιτερότητά του θά δώσῃ ὁ Πνευματικός» .

Χαρακτηριστικό εἶναι τό παράδειγμα τοῦ Ἀββᾶ Ἰωσήφ ἀπό τό Γεροντικό ὅπου διαφαίνεται ἡ διαφορετική, ἀνάλογα μέ τό πρόσωπο τοῦ ἐξομολογουμένου, καθοδήγηση καί ἡ ἐξατομικευμένη ἀγωγή ἡ ὁποία προσφέρεται στήν ἐξομολόγηση ἀπό τούς διακριτικούς Πνευματικούς πατέρες ὅπως ὁ Γέρων Ἰωσήφ. Στό περιστατικό αὐτό παρουσιάζεται καί ὁ σκανδαλισμός πού μπορεῖ νά προκύψει ἀπό τήν κοινοποίησή σέ κάποιον ἄλλον τῆς συμβουλῆς-καθοδήγησης πού πῆρε αὐτός πού ἐξομολογήθηκε.
 Στό παράδειγμά μας ἐνῶ οἱ δύο μοναχοί ἐρώτησαν τό ἴδιο πρᾶγμα τόν Ἀββᾶ Ἰωσήφ πῆραν διαφορετικές ἀπαντήσεις. Ἐπειδή ὁ ἕνας εἶπε στόν ἄλλο τήν ἀπάντηση προέκυψε σκανδαλισμός τόν ὁποῖο τακτοποίησε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ.

Τό ἐρώτημα πού τοῦ ἔθεσαν χωριστά ὁ καθένας ἦταν ἄν ἔπρεπε νά ἀφήσουν τά πάθη νά εἰσέλθουν μέσα τους καί ἐκεῖ νά τά πολεμήσουν ἤ νά τά κόψουν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Ὁ Γέροντας στόν μέν ἕνα συνέστησε: «ἄφες αὐτά εἰσελθεῖν καί πολέμησον μετ’ αὐτῶν», καί αὐτό γιά νά γίνῃ δοκιμότερος. Στόν ἄλλο ὅμως πού ἦταν πνευματικά πιό ἀδύνατος τοῦ εἶπε: «Μή ἀφήσῃς ὅλως εἰσελθεῖν τά πάθη, ἀλλ’ εὐθέως ἔκκοψον αὐτά» . Κατόπιν συζήτησαν μεταξύ τους ὅ,τι τούς εἶπε ὁ Γέροντας καί σκανδαλίσθηκαν γιά τήν διαφορετική ἀπάντηση στήν ἴδια ἐρώτηση. Ὁ Γέροντας τούς ἔλυσε τόν σκανδαλισμό λέγοντάς τους ὅτι στόν καθένα εἶπε αὐτό πού τοῦ ἦταν τό πλέον συμφέρον γιά τήν πνευματικό του ἀγῶνα.

Πολλές φορές δημιουργοῦνται «μπερδέματα», σκανδαλισμοί καί παρερμηνεῖες ἀπό αὐτήν τήν ἀνακοινωση πού κάνουν κάποιοι ἐξομολογούμενοι τῶν ὅσων εἰπώθηκαν στήν ἐξομολόγηση.Πρέπει νά τό καταλάβουμε. Τό ἀπόρρητο τῆς Ἐξομολόγησης δέν ἰσχύει μόνο γιά τόν Πνευματικό ἀλλά καί γιά τόν ἐξομολογούμενο. Τό φάρμακο τοῦ ἑνός μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ φαρμάκι γιά τόν ἄλλο.Ὁ πνευματικός θεραπευτής εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς καθορίζει τό εἶδος τοῦ ἀγῶνος καί τῆς πάλης πού ταιριάζει ἀποκλειστικά σ’ ἐμᾶς. Κανένας ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπόλυτα ὅμοιος μέ κάποιον ἄλλον. Καθένας εἶναι διαφορετικός καί μοναδικός ὄχι μόνο σέ σχέση μέ τούς ἄλλους, ἀλλά καί μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό ὅπως αὐτός παρουσιάζεται στίς διάφορες χρονικές στιγμές καί περιστάσεις . 

Γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ προσωπική ἀναφορά τοῦ κάθε πιστοῦ σέ διακριτικό Πνευματικό, δηλαδή σέ Πνευματικό πού ἔχει τήν διάκριση τῶν πνευμάτων. Αὐτός ἐφαρμόζει τήν ἐξατομικευμένη ἀγωγή -πάντα ὅμως μέσα στό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας- καί αὐτός μόνο μπορεῖ νά θεραπεύσει τίς ψυχές τῶν προσερχομένων μέ τήν Θεία Χάρη. Τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολόγησης ἰσχύει καί γιά τόν Πνευματικό καί γιά ἐμᾶς. Ὅ,τι θά μᾶς πεῖ ὡς δικό μας πνευματικό κανόνα ἤ ὡς καθοδήγηση στά διάφορα προσωπικά μας θέματα ἰσχύει μόνο γιά ἐμᾶς καί δέν εἶναι πρός κοινοποίηση. Εἴθε νά λειτουργοῦμε σωστά κάθε φορά πού ἐξομολογούμαστε ὥστε νά καρπωνόμαστε τή μέγιστη ὠφέλεια ἀπό τό φιλανθρωπότατο τοῦτο μυστήριο.


το είδαμε εδώ

Στὴν μετάνοια τοῦ Ζακχαίου (Λουκ. 19, 1-10) Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις


Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις


Ὑπάρχουν κάποια πράγματα πού μᾶς προβληματίζουν πάντοτε πολύ. Ἕνα ἀπό τά πιό συγκλονιστικά, πού προβληματίζει ἀκόμη καί ἄνθρωπο ἀπό πέτρα, εἶναι νά φεύγει ἀπό τή ζωή, ξαφνικά καί χωρίς αἰτία, ἕνας νέος ἄνθρωπος. Ἕνα παιδί, ἄς ποῦμε, τότε πού τό καμάρωνε ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα του.

Ἄν βέβαια σκεπτόμαστε βαθειά καί σοβαρά, ὁ θάνατος ἀκόμη καί ἑνός ἑκατόχρονου, θά μᾶς συγκλόνιζε.

Θά μᾶς ἔβαζε τήν σκέψη:

Πῶς πάω; Κάνω καλά; Σκέπτομαι καλά; Βαδίζω καλά; Ποῦ στέκω; Τελειώνουν ἐδῶ τά πάντα ἤ ὑπάρχει αἰώνια ζωή;

Ὁ ἄνθρωπος, ἀντιμέτωπος σέ τέτοια γεγονότα, ἀρχίζει καί «ψάχνεται». Ψάχνει μέσα καί ἔξω. Θέλει νά βρεῖ μιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση γιά τόν ἑαυτό του...

Πόσες φορές στή ζωή μας, δέν ἔχομε περάσει ὅλοι μας τέτοιους προβληματισμούς; Καί ὅταν βλέπομε ἀνάλογες ὀδυνηρές καταστάσεις, κουνᾶμε τό κεφάλι καί λέμε γι’ αὐτόν πού τίς ἀντιμετωπίζει: «Θεέ μου, κρᾶτα τόν ἄνθρωπο. Βοήθησέ τον. Στήριξέ τον νά τό περάσει σωστά».

Ποιό εἶναι τό «σωστά»;

Θά τό ποῦμε μέ βάση τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί ἀκούσαμε;


Ἀξίζει τόν κόπο;


Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ζακχαῖος, πολύ πλούσιος καί μέ μεγάλο ἀξίωμα, ἄκουσε ὅτι περνᾶ ἀπό τόν τόπο του ὁ Χριστός.

Εἶχε φτάσει στ’ αὐτιά του, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε πολλά θαύματα, ἀκόμη καί νεκρούς ἀνάσταινε. Ἀλλά τό πιό σπουδαῖο ἦταν ὅτι κήρυττε τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε μάλιστα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά περιμένει νά βρεθεῖ κοντά Του στήν αἰώνια ζωή.

Ὅλα αὐτά τόν εἶχαν προβληματίσει τόν Ζακχαῖο. Εἶχε ἀναστατωθεῖ.

Δίκηο εἶχε!

Ποιός δέν ταράζεται στήν σκέψη, ὅτι κινδυνεύει ἀντί νά πάει στό φῶς, νά πάει στό σκοτάδι. Ἀντί νά πάει στήν αἰώνια χαρά, νά βρεθεῖ στήν αἰώνια κόλαση.

Καί μέσα στήν ταραχή του, ὁ Ζακχαῖος πῆρε μιά ἀπόφαση ἤ μᾶλλον ἔκανε μιά σκέψη διαφορετική:

–Βρέ, καλά τό σκέπτομαι; Ἀξίζει τόν κόπο νά ἀνησυχῶ γιά τά μελλούμενα; Γιατί ἄν τό ἀποφασίσω καί ἀλλάξω τρόπο ζωῆς, τί θά γίνουν οἱ διασκεδάσεις μου; Οἱ χαρές μου; Ἡ ζωή μου, πού ὅπως τήν κάνω τήν χαίρομαι; Τά χρήματα μου, ὅπως καί ἄν τά οἰκονομάω; Πού γεμίζουν κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ τίς τσέπες μου;

Θά πρέπει ὅλα αὐτά νά τά ἀφήσω στήν ἄκρη;

Μά εὔκολα τά ἀφήνει κανείς;

Ἄρχισε λοιπόν νά σκέπτεται: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Ἀπό τήν μιά κάτι τόν ἔτρωγε μέσα του. «Δέν πᾶς καλά» τοῦ ἔλεγε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἔκανε τήν σκέψη: «ἀξίζει τόν κόπο»;

Μή μπορώντας νά τά ξεμπερδέψει, πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει νά δεῖ τόν Χριστό, «τίς ἐστίν»;

Νά τόν δεῖ καί νά συμπεράνει ἀπό τό παρουσιαστικό του! Ἀπό τήν ὄψη του. Νά διαπιστώσει, ἄν τά λόγια του καί ὅλα ἐκεῖνα πού λένε ὅτι κάνει, εἶναι ἀληθινά καί πρέπει νά τόν προβληματίσουν γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί γιά τήν ἐπίγεια πορεία του.

Πῆγε λοιπόν νά τόν δεῖ, μά ἐπειδή ἦταν κοντός ἀνέβηκε πάνω σέ μιά συκομουριά.

Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅλοι μας εἴμαστε πολύ μικροί, προκειμένου νά δοῦμε τόν Χριστό καί νά τόν καταλάβομε.

Συνήθως, θέλομε νά τόν καταλάβομε καί νά τόν ἐξηγήσομε, μέ τόν δικό μας τρόπο, γιατί ἐκ τῶν προτέρων εἴμαστε ἀρνητικά τοποθετημένοι ἀπέναντί Του. Γι’ αὐτό, θέλομε νά βρεθοῦμε ἀπό πάνω. Πιό ψηλά. Ἀφοῦ θά τόν κρίνομε γιά νά τόν ἀπορρίψομε...

Κάπως ἔτσι σκεπτόταν ὁ Ζακχαῖος ὅταν ἀνέβαινε ψηλά στή συκομουριά, γιά νά κόψει καλά ὄψη. Καί ὅταν περνοῦσε ὁ Χριστός γούρλωνε τά μάτια του γιά νά δεῖ καί νά κρίνει: «ἀξίζει τόν κόπο νά θυσιάσω τά λεφτά μου, τό ἀξίωμα μου καί τίς διασκεδάσεις μου -ἄσε κάποιους εὐσεβεῖς νά τίς λένε ἁμαρτίες- γιά νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό»;

Βαθύς προβληματισμός, πού ἀπασχολεῖ τόν καθένα μας, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί νομίζομε ὅτι θά τόν λύσομε μέ τό μυαλουδάκι μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ φαιά οὐσία μας, εἶναι πολύ πολύτιμη καί ἀρκεῖ γιά ὅλα.

Ἔτσι πῆγε καί ὁ Ζακχαῖος γιά νά λύσει τό πρόβλημά του καί νά μείνει ἥσυχος. Νά πάψει ἡ ταραχή.


Ἡ στάση τοῦ πατέρα μας


Κάποτε ἕνα παιδάκι, ζήλεψε τά χρήματα τοῦ πατέρα του καί πῆγε καί τοῦ ἔκλεψε κάτι λίγα.

Καί μετά; Μετά, τό μικρό δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Τό ἔφαγε ἡ συνείδησή του. Κάθε φορά πού ἔβλεπε τόν πατέρα του ἀναστατωνόταν. Δέν εἶχε μάτια νά σηκώσει νά τόν δεῖ στό πρόσωπο. Ἔσκυβε κάτω καί ἔφευγε γιά ἀλλοῦ.

Ἤθελε νά τοῦ τό πεῖ, μά πῶς νά ἀνοίξει τό στόμα του; Πῶς νά τοῦ πεῖ: «πατέρα, ξέρεις, σέ ἔκλεψα». Αἰσθανόταν ὅτι τό στόμα του δενόταν μέ σιδερένιες ἁλυσίδες. Μέσα στήν πολλή του ταραχή, ἔκανε τήν σκέψη, ὅτι δέν μπορεῖ πιά νά ζεῖ ἔτσι στό ἴδιο σπίτι μέ τόν πατέρα του. Δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται αὐτό τό μαρτύριο.

Πῆρε λοιπόν ἕνα χαρτί, καί ἔγραψε αὐτό πού ἤθελε νά τοῦ πεῖ. Κάποτε πού βρέθηκε κοντά στόν πατέρα του, ἔσκυψε τό κεφάλι καί τοῦ ἔδωσε τό χαρτάκι πού ἐξιστοροῦσε τήν ἁμαρτία του.

Ἐνῶ ὁ πατέρας τό διάβαζε, τό μικρό εἶχε σκύψει βαθειά τό κεφάλι, ἀλλά σήκωνε τό μάτι νά δεῖ τί θά κάνει. Ὅταν τελείωσε τό διάβασμα, τόν εἶδε νά κάνει κομματάκια τό χαρτί καί νά τό πετᾶ στό τζάκι.

Μετά ἀγκάλιασε τό παιδί του, καί τό φίλησε. Διηγεῖτο τό παιδί ὅταν μεγάλωσε:

«Ἐκείνη τήν στιγμή, ἀγάπησα τόν πατέρα μου. Ἐκείνη τήν στιγμή, κατάλαβα τί ἦταν γιά μένα ὁ πατέρας μου. Καί τόν ἔβαλα στήν καρδιά μου. Αὐτό τό γεγονός, δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Τότε κατάλαβα τί σημαίνει ἀγάπη. Τότε ἄρχισα νά ἀγαπῶ τόν πατέρα μου σωστά».


Σταθερότητα στό καλό


Νά λοιπόν ὁ Ζακχαῖος πάνω στή συκομουριά. Ὁ Χριστός πλησιάζει. Καί τί κάνει;

Κάτι καλύτερο ἀπό τόν πατέρα πού ἀναφέραμε.

Στέκεται ἀπό κάτω καί τοῦ λέει:

«Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά ρθῶ στό σπίτι σου. Θέλω νά μέ φιλοξενήσεις».

Κατέβηκε ἀμέσως ὁ Ζακχαῖος καί ὑποδέχθηκε τόν Χριστό στό σπίτι του. Τόν περιποιήθηκε, ἔκανε τραπέζι καί μαζεύτηκαν πολλοί. Ἴδια φάρα. Πλούσιοι καί ἁμαρτωλοί.

Ὅλοι τους νά τρῶνε μέ τόν Χριστό.

Κάποιοι, ἄρχισαν τήν μουρμούρα: «Μά πού βρῆκε νά πάει ὁ εὐλογημένος. Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μέ τόν παρᾶ καί τήν ἁμαρτία «τσουβάλι». Δέν πήγαινε σέ κανένα καλό ἄνθρωπο»;

Ὁ Ζακχαῖος, ἦταν ἐνδεχόμενο νά καταλήξει στό συμπέρασμα:

-Μωρέ μπράβο! Μέ τέτοια δημοσιότητα πού πῆρα, θά αὐξηθοῦν οἱ δουλειές μου καί συνεπῶς καί τά χρήματά μου. Θά ἀνεβεῖ τό κοινωνικό μου ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἕνας τέτοιος προφήτης, δάσκαλος καί θαυματουργός ἦλθε σπίτι μου.


Καλά τά κατάφερα.


Μά αὐτό πού θά τό ἔκαναν πολλοί καί θά σταματοῦσαν ἀπότομα καί στραβά τόν προβληματισμό, δηλαδή θά ἔσβυναν τό φῶς πού τούς ἔρριξε ὁ Θεός γιά νά βροῦν τό δρόμο τό σωστό, ὁ Ζακχαῖος δέν τό ἔκανε. Δέν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀλλά βλέποντας τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν στοργή τοῦ Χριστοῦ· διαπιστώνοντας ὅτι ὄντως ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο, ὅτι ἔψαξε νά τόν βρεῖ, τοῦ εἶπε:

-Κύριε, τό ξέρω. Ἄσχημα βάδιζα, καί ἄσχημα μάζευα. Λοιπόν. Τά μισά στούς φτωχούς. Ἄν τυχόν κανένα τόν ἔβλαψα, τοῦ τά γυρίζω τετραπλάσια. Καί ἀπό τώρα κοντά Σου.

Ἀπάντησε ὁ Χριστός:

-Μή φοβᾶσαι. «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα μπῆκε ἡ σωτηρία στό σπίτι σου. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι ὥρα θυσίας, ἐπειδή θυσίασες κάποια πράγματα, ἀλλά πλούτου. Τώρα γεμίζει τό σπίτι σου.

Τί γεμίζει; Ἀπό αἰώνια ζωή, ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ.

Τί μεγαλύτερο ἀπό τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή;

Αὐτά πού ἔχομε, ὅλα, θά τελειώσουν.

Ἔφαγες, ἤπιες; Θά τελειώσει.

Χόρτασες; Θά τελειώσει.

Καλοντύθηκες; Θά τελειώσει.

Ἔκανες ἁμαρτίες; Ζημιά ἔχεις.

Μάζεψες ἄδικα; Ζημιά ἔχεις.

Τά ἔχεις νόμιμα καί ἀπό τόν κόπο σου; Καί αὐτά θά τελειώσουν μιά μέρα.

Χρησιμοποίησέ τα λοιπόν γιά τό καλό. Τό δικό σου· τῶν παιδιῶν σου· τοῦ κόσμου.

Κάνε τα πλοῦτο πνευματικό, μέ τά λόγια σου, μέ τόν τρόπο πού ἀξιολογεῖς τά ἐπίγεια, μέ τά καλά σου ἔργα. Φρόντισε νά γεμίσουν τίς ψυχές τῶν γύρω σου μέ φρόνημα ἀληθινό, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τό θέλημα Του τό ἅγιο.


Λύσεις μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου


Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ἔγινε ἀπόστολος. Καί ἀρχιερέας σέ μιά πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔγινε καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό σημαίνει τό «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Λύτρωση, πλοῦτος οὐράνιος ἀπό τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τή Βασιλεία Του.

Καί σ’ ἐμᾶς, δίνει πολλές ἀφορμές ὁ Θεός νά προβληματιζόμαστε γιά τό πῶς βαδίζομε.

Βαδίζεις καλά; Στέκεις καλά; Σκέπτεσαι καλά;

Ἐρωτήματα πού πρέπει νά μᾶς βασανίζουν· ἀλλά νά τά λύνομε, ὄχι μέ τό φῶς τοῦ μυαλοῦ μας μόνο, μέ τήν σκέψη μας, μέ ὑπολογισμούς, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ.

Τό μυαλό μας, χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ γεμίζει σκοτάδι. Γι’ αὐτό ἔχομε ἀνάγκη ἀπό φῶς πνευματικό, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μποροῦμε νά κάνομε στόν ἑαυτό μας, εἶναι νά μελετᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Καί ἀκόμη νά προσευχόμαστε, νά νηστεύομε καί νά θέλομε ὅλο καί περισσότερο νά σκεπτόμαστε «κατά Θεόν».

Τί συμβαίνει τότε;

Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τά λάθη του, ἐνῶ πρίν δέν τά ἔβλεπε καί θέλει νά ἐπιστρέψει.

Πότε ἐπιστρέφει ἀληθινά;

Ὅταν πεῖ: «σπίτι μου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Φαγητό μου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Εἶπε ὁ Κύριος: «Λάβετε φάγετε». Νά χορτάσετε μιά γιά πάντα. Νά μήν εἶσθε πεινασμένοι.

Τί ἄλλο πρέπει νά κάνει;

Νά ζητήσει νά ξεφορτωθεῖ τό βάρος του.

-Κύριε, τά πετάω ἀπό πάνω μου τά ἁμαρτήματά μου.

Πῶς; Μέ τήν ἐξομολόγηση.

Ἔτσι μπαίνει ὁ ἄνθρωπος στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ προβληματισμός γίνεται ὠφέλιμος καί δέν γυρίζει, αὐτός πού μετανοεῖ, μετά ἕνα μήνα πάλι στά ἴδια σάν τό μαγγανοπήγαδο. Γιατί τότε θά ἔχομε ταραχή στήν ταραχή. Ἔστω καί ἄν νομίζεις ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι γλέντι καί τραγούδι.

Ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος, ἄν δέν βρεῖς λιμάνι τόν Χριστό, πέτρα τόν Χριστό πού θά ἀκουμπήσεις νά στηριχθεῖς;.....


Ἡ προθέρμανση


Ἕνα παιδάκι βρῆκε μιά χελώνα καί τήν τσίγκλαγε μέ ἕνα ξυλάκι γιά νά βγεῖ ἀπό τό καβούκι της καί νά προχωρήσει. Μά ὅσο τήν ἐνοχλοῦσε ἐκείνη μαζευόταν πιό πολύ.

Τοῦ λέει ὁ πατέρας του:

-Λάθος δρόμο διάλεξες. Βάλτην νά ζεσταθεῖ λίγο στόν ἥλιο καί μόνη της θά περπατήσει. Ἔτσι ἔκανε τό παιδί καί ἡ χελώνα ἄρχισε νά περπατᾶ.

Καί ἐμεῖς χρειαζόμαστε προθέρμανση στά πνευματικά. Πῶς γίνεται;

Εἶσαι πατέρας; Ζέστανε τό παιδί σου μέ τό λόγο σου. Μέ τήν ἀγάπη σου. Εἶσαι μητέρα; Κάνε τό ἴδιο.

Εἶσαι μεγάλος; Σπουδαῖος;

Γνώριζε ὅτι γιά τόν Χριστό εἶσαι παιδάκι! Καί γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν μητέρα μας, εἶσαι παιδί. Τρέξε στήν ἀγκαλιά τους, γιά νά αἰσθανθεῖς τήν ζεστασιά τῆς ψυχῆς καί νά ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι σωστά.

Τότε θά ἔρθει ἡ σωτηρία μέσα σου. Καί στό σπίτι σου· καί στό περιβάλλον σου· καί στήν οἰκογένειά σου.

Αὐτόν τόν προβληματισμό μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ζακχαῖος.

Γιατί καί αὐτός ἐπειδή προβληματίστηκε σωστά, ἄφησε τόν Χριστό νά τόν μαζέψει, μέ τόν τρόπο Του.

Μᾶς διδάσκει ἀκόμη, ὅτι πρέπει καί ἐμεῖς νά ψάξομε, νά τό θελήσομε, νά βρεθοῦμε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά μαζέψει καί ἐμᾶς μέ τήν καλωσύνη Του καί μέ τό φῶς Του.

Τί νά εὐχηθοῦμε;

Μιά καί τό σπουδαιότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο στόν κόσμο εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νά τήν ἀναζητοῦμε διαρκῶς.

Καί νά παρακαλοῦμε τόν Κύριο, κανένα νά μή στερήσει ἀπό τήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.

Γέροντας Γαβριὴλ τοῦ Ἁγ. Ὄρους: Πότε δικαιολογεῖται η ἀνυπακοὴ στοὺς πνευματικούς.


Σχετική εικόνα


Πότε δικαιολογεῖται η ἀνυπακοὴ στοὺς πνευματικούς.
– Πολλοὶ Πατριάρχες καὶ Δεσπότες γέροντα ἀκοῦμε νὰ λένε πὼς ὁ Πάπας εἶναι ὄντως Ἐκκλησία. Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε; Πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ αὐτούς;
Ὀφείλουμε ὑπακοὴ στοὺς Δεσποτάδες μας, στοὺς πνευματικούς μας, ὅταν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Ὅταν ὅμως δὲν ὀρθοτομούν τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας καὶ λένε αἱρετικά πράγματα, ὄχι μόνο σὲ αὐτοὺς δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοή, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα Ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανό ἂν κατέβει καὶ μᾶς πεῖ ἀντίθετα μὲ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοή.

Ἔχουμε καθήκοντα πρὸς τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες καὶ καθήκοντα πρὸς τὸν Θεό. Τά καθήκοντα πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι ὑπέρτερα τῶν καθηκόντων πρὸς τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες. Ἂν ἕνα καθῆκον πρὸς τοὺς πνευματικούς μας Πατέρες συγκρούεται μὲ τὸ καθῆκον μας πρὸς τὸν Θεόν, τότε παύει νὰ ἰσχύει, καταργεῖται.
Παράδειγμα ἔχουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Τί διαβάζουμε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων; Οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Ἰουδαῖοι ἀρχιερεῖς ἤτανε οἱ πνευματικοί ἡγέτες στὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου μας. Ἔπιασαν τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ἔβαλαν φυλακὴ καὶ τοὺς εἶπαν νὰ μὴ κηρύττουν. Πῆγε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοὺς ἔβγαλε καὶ τοὺς εἶπε νὰ κηρύξουν. Τοὺς ξανάπιασαν καὶ τοὺς εἶπαν:
Τί σᾶς εἴπαμε; Γιατί δὲν κάνετε ὑπακοή; Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πνευματικοί ἡγέτες!
Τότε ἀπολογήθηκε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ άνθρώποις» (Πράξ. 5,29).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τί λέει πρὸς τοὺς Γαλάτας- (1,8) «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εύαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εύηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω».
Ἦταν δυνατὸν ποτέ ἕνας Ἄγγελος νὰ πάει στοὺς Γαλάτας καὶ νὰ κηρύξει ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ πού δίδαξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Ὄχι βέβαια! Ἔ, τότε γιατί τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος αὐτό; Ἄσκοπο εἶναι; Περιττό εἶναι; Ἄστοχο εἶναι;
Ἔτσι είκῇ κι ὡς ἔτυχε τὸ ἔβαλε;
Τὸ ἔβαλε γιὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦμε καὶ ποῦμε ὁ Δεσπότης μας εἶναι Ἅγιος. Μὲ τὴν προσευχή του ἀνασταίνει νεκρούς, ἀνορθεΐ παραλύτους, ἀνοίγει τὰ μάτια ἀπὸ τυφλούς, μετακομίζει ὄρη μὲ ἕνα πρόσταγμά του. Ὅλα νὰ τὰ κάνει αὐτά, ἐφ᾽ὅσον λέει κάτι ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, δὲν πρέπει νὰ τὸν κάνουμε ὑπακοή.
Διαβάστε στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου:
Ὁ Ἅγιος θέλει νὰ φύγει ἀπὸ ἡγούμενος καὶ καλεῖ τὸν νέο ἡγούμενο καὶ ὅλη τὴν ἀδελφότητα καὶ τοὺς δίνει συμβουλές. Στὸ τέλος τί τοὺς λέει; Ἂν καὶ αὐτὸς σὰν ἄνθρωπος κάνει κάτι ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ αὐτὰ πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, τότε προσωρινὰ νὰ κάνετε ὑπακοὴ καὶ οἱ γεροντότεροι νὰ πᾶνε νὰ τοῦ ποῦνε νὰ κάνει διόρθωση. Καὶ ἂν δὲν κάνει διόρθωση, ὄχι μόνο σὲ αὐτὸν νὰ μὴ κάνετε ὑπακοὴ ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ, ἂν ἔρθει νὰ σᾶς τὸ πεῖ. Αὐτὰ εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Ἔρχονται μερικοὶ ἱερεῖς στὸ κελλὶ καὶ μοῦ λένε:
Μοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης νὰ στεφανώσω ἕνα ὀρθόδοξο μὲ ἕνα ἑτερόδοξο.
Καὶ ὅταν τοῦ λέω ὅτι αὐτὸ ἀπαγορεύεται, οἱ κανόνες, ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸ Πηδάλιο.
Λέει δὲν εἶναι Ἅγιον. Ἐμεῖς εἴμαστε! Θὰ κάνεις ὑπακοὴ σὲ μᾶς. Τί λέει ὁ Ἀπόστολος; «Πείθεσθε τοῖς ήγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε…» (Έβρ. 13:17).
Καὶ άπαιτοῦν ἀπὸ τοὺς ἱερείς νὰ κάνουν ὑπακοὴ καὶ σὲ πράγματα ποὺ εἶναι ἀντίθετα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος τό «Πείθεσθε τοῖς ήγουμένοις ὑμῶν καὶ ύπείκετε…»;
Ρωτάει ὁ Ἅγιος: Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός, ᾖ, καὶ μή. Καὶ ρωτάει καὶ προτρέπει ὡς ἑξῆς: Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος, ἀλλὰ κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ.

Κυριακὴ ΙΕ Λουκᾶ (Λουκ. ιθ΄ 1-10)


23 Ἰανουαρίου 1966


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Πολλὲς φορὲς μιλήσαμε καὶ εἴπαμε γιὰ τὴ μετάνοια. Σήμερα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναμιλήσουμε καὶ νὰ ποῦμε πάλι γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Καὶ τὴν εὐκαιρία αὐτή μᾶς τὴν δίνει ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος. Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης μᾶς μαθαίνει πὼς ἡ μετάνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι ἔμπρακτη. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πρῶτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσ' ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο κι αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ σὰν ἀρχιτελώνης ἦταν πλούσιος. Καὶ ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι καὶ δὲ μποροῦσε, ἐξαιτίας τοῦ κόσμου καὶ λόγω ποὺ ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δῆ, γιατί ἀπὸ κεῖ θὰ περνοῦσε. Καὶ μόλις ἦλθε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, σήκωσε τὰ μάτια του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε· Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε ἀμέσως καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ μὲ χαρά. Ὅλοι τότε ποὺ τὸ εἶδαν ἐτοῦτο ἐγόγγυζαν κι ἔλεγαν πὼς μπῆκε νὰ φιλοξενηθῆ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Νὰ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τὰ δίνω στοὺς φτωχούς· κι ἂν τύχη κι ἔκλεψα κανενός, τοῦ τὸ δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, γιατί κι αὐτὸς εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Γιατί ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ ψάξη νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς χαμένους.

Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ παράδειγμα κάθε ἁμαρτωλοῦ ποὺ ξεκινάει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του. Κι ὅποιος θέλει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του, ἕνα δρόμο ἀκολουθάει, τὴν ἔμπρακτη μετάνοια. Καὶ τὸν ἀκολουθάει ἀμέσως, χωρὶς ἀναβολὲς καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζη ἐμπόδια. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μὰ ὁ κόσμος ἦταν πολὺς κι αὐτὸς ἦταν μικρόσωμος. Μηχανεύθηκε τότε καὶ βρῆκε τρόπο νὰ τὸν δῆ. Δὲν φοβήθηκε νὰ μὴ γελάσουν μαζί του, δὲν λογαρίασε τὴν ἡλικία του καὶ τὴ θέση του, μόνο ἔτρεξε κι ἀνέβηκε στὸ δένδρο. Ἡ καλὴ ἐπιθυμία μέσα του νικοῦσε κάθε ἐξωτερικὴ δυσκολία καὶ κάθε ἐμπόδιο.

 


Ἄραγε, χριστιανοί μου, κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸ Σωτήρα μας; Σὰν καὶ τότε, περνάει ἀνάμεσά μας· ἄραγε σπεύδουμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν γνωρίσουμε ἤ μήπως κι ὅταν περνάη ἐμπρός μας, δὲν τὸν προσέχουμε; Μὰ εἶν' ἀλήθεια πὼς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ν' ἁμαρτήσουνε δὲν ντρέπονται, μὰ νὰ μετανοήσουνε ντρέπονται. Δὲν φοβοῦνται τὴν ἁμαρτία καὶ φοβοῦνται τὴ σωτηρία. Ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ τοὺς δοῦν οἱ ἄνθρωποι πὼς ἔχουν φιλία μὲ τὸ Χριστό. Εἶναι πολλοὶ ποὺ ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, νὰ ξομολογηθοῦνε, νὰ κοινωνήσουνε, νὰ κάμουν τὸ σταυρό τους. Ἐκεῖνο ποὺ προσέχουν εἶναι τί θὰ πῆ ὁ κόσμος· κανονίζουνε τὸ βίο τους σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ κόσμου καὶ χάνουνε τὴ σωτηρία τους γιὰ χάρη τοῦ κόσμου.

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος δὲν τὰ πρόσεξε αὐτὰ· πρόσεξε μόνο στὴν καλή του ἐπιθυμία νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ βρῆκε τρόπο καὶ τὶς δυσκολίες νὰ νικήση καὶ τὸ σωτήρα του νὰ δῆ. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ἐτοῦτο τῆς ἔμπρακτης μετάνοιας κι ἂς τὸ προσέξουνε ὅσοι λένε πὼς τάχα μετανοοῦνε καὶ μένουνε μόνο στὸ λόγο. Θέλω, λένε, θέλω τὴ σωτηρία μου, μὰ εἶναι πολλὰ ἐμπόδια· εἶναι τὸ ἐπάγγελμά μου, εἶναι ἡ κοινωνική μου θέση, εἶναι ἡ ἡλικία μου, εἶναι οἱ περιστάσεις, εἶναι ἡ κοινὴ γνώμη. Ὅλα εἶναι, χριστιανοί μου, καὶ μόνο ὁ ἀληθινὸς πόθος γιὰ τὴ σωτηρία δὲν εἶναι. Ἔτσι πολλοὶ δὲν κάνουν μήτε τὸ πρῶτο βῆμα στὴν ἔμπρακτη μετάνοια.

Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν κάμη τὸ πρῶτο βῆμα, ποὺ εἶναι ἡ συνάντηση κι ἡ γνωριμία μὲ τὸ Θεό, ὕστερα προχωρεῖ σ' ἕνα δεύτερο μεγάλο βῆμα, στὴ συνάντηση καὶ τὴ συμφιλίωση μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Κάμποσοι λένε πὼς τὰ 'χουν καλὰ μὲ τὸ Θεό, μὰ βλέπουμε πὼς δὲν τὰ 'χουν καλὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καταλαβαίνουμε πὼς εἶναι ψεῦτες καὶ ὑποκριτές. Γιατί, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, πῶς μπορεῖ ν' ἀγαπᾶς τὸ Θεὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπεις, ὅταν δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι μπρὸς στὰ μάτια σου; Εἶναι κι ἄλλοι ποὺ λένε πὼς ἀγαποῦνε τάχα τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς μέλει γιὰ τὸ Θεὸ· δὲν τὸν εἴδανε καὶ δὲν τὸν ξέρουν τὸ Θεό, δὲν τὸν χρειάζονται γιὰ σωτήρα καὶ δὲν τὸν φοβοῦνται γιὰ κριτή. Κι αὐτοὶ ψεῦτες εἶναι καὶ ὑποκριτές. Γιατί ὅποιος δὲν ξέρει τὸ Θεὸ μήτε τὸν ἄνθρωπο γνωρίζει κι ὅποιος δὲ συναντήθηκε μέσα του μὲ τὸ Θεὸ μήτε καὶ τοὺς ἀνθρώπους συναντάει γύρω του.

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, ὅταν εἶδε καὶ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὕστερα προχώρησε στοὺς ἀνθρώπους· ἔκαμε τὸ δεύτερο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοιά του εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς γιὰ κάθε ἁμαρτωλό, ποὺ ξεκινάει γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ποὺ πραγματικὰ κι ἀληθινὰ μετανοεῖ. Ἀλλιῶς ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας ἐμπαιγμὸς πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μιὰ ψευτιὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· τάχα πὼς λυπόμαστε γιὰ τὴν ἀσέβεια καὶ γιὰ τὴν ἀδικία μας, τάχα πὼς μετανοοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας καὶ γιὰ τὸ βίο μας καὶ μένουμε πάντα οἱ ἴδιοι, ἀμετανόητοι κι ἀδιόρθωτοι.

Ὁ Θεὸς γιὰ τὴν παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, μιὰ κι ὁ κόσμος δὲν εἶχε τί νὰ δώση, ἔδωκε τὸν υἱὸ Του τὸ μονογενῆ καὶ σὺ γιὰ τὴν ἁμαρτία σου καὶ γιὰ τὴν ἀδικία σου δίνεις μόνο λόγια; Ὁ Θεὸς τὸ ἄδικο δὲν τὸ θέλει μὲ κανέναν τρόπο, γι' αὐτὸ ὅποιος ἔκλεψε, ὅποιος ἔφαγε τὸν ξένο κόπο, ὅποιος ἐδάνεισε καὶ πῆρε τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅποιος ἐζύγισε ξύγγικα, ὅποιος καταπάτησε τὸ ξένο χωράφι, ὅποιος ἐπῆρε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι ὅσοι κάμανε ἀδικία καὶ λένε πὼς μετανοοῦνε, νὰ κάμουν ἔμπρακτη μετάνοια· νὰ πάψουνε ν' ἀδικοῦν καὶ νὰ δώσουνε πίσω τὰ ξένα. Γιατί ἀλλιῶς ἡ μετάνοιά τους εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ δέχεται ὁ Θεός.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς. Βρίσκει πάντα ἐκείνους ποὺ ζητοῦνε νὰ τὸν βροῦν καὶ σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν ἔμπρακτη μετάνοια. Ἄμποτε κι ἐμεῖς νὰ 'μαστε ἀπ' αὐτούς, γιὰ ν' ἀκούσουμε στὴν ψυχή μας τὸν παρήγορο ἐκεῖνο λόγο· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι. Ἀμήν.

Ζακχαῖος Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ του Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Tὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ. Αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ξεκίνησαν τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα δὲν εἶναι ἁπλὰ ἀσύνδετα μεταξύ τους· μᾶς δείχνουν πῶς νὰ προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ ὅπως μιὰ σκάλα, μᾶς ὁδηγοῦν στὴν στιγμὴ ποὺ θὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὴν πιὸ σπουδαία πραγματικότητα τῆς ἱστορίας, τὸ πιὸ σπουδαῖο γεγονὸς της – τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἤθελα νὰ προσέξετε δύο πράγματα στο σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ὁ Ζακχαῖος ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ ὅμως ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ, νὰ Τὸν δεῖ κατάματα καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει, σκαρφάλωσε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεῖ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τοῦ πλήθους ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ γιὰ νὰ Τὸν δεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἕνα γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε. Εἴμαστε ὅλοι τόσο μικροὶ· ὄχι μόνο σωματικὰ, ἀλλὰ πνευματικὰ, ἀπὸ κάθε ἄποψη, οἱ καρδιὲς μας εἶναι πολὺ μικρὲς, ὁ νοῦς μας εἶναι περιορισμένος. Ἄν ἐπιθυμοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν δοῦμε καθὼς εἶναι πραγματικά, δὲν ἀρκεῖ νὰ προσπαθήσουμε – πρέπει νὰ σκαρφαλώσουμε, πρέπει νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ ἕνα ὕψος ποὺ δὲν εἶναι δικό μας γιὰ νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ μπορούσαμε οὔτε νὰ δοῦμε, οὔτε νὰ καταλάβουμε. Αὐτὸ τὸ ὕψος ποὺ εἶναι προφανῶς τόσο ταπεινὸ ὅσο τὸ δέντρο ὅπου σκαρφάλωσε ὁ Ζακχαῖος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ διδασκαλία της, τὴν ἐμπειρία της ποὺ δὲν ἐκφράζεται μόνο προφορικὰ μέσα ἀπὸ τὶς διδαχὲς, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζεῖ, ἐπειδὴ ζῶ χριστιανικὰ σημαίνει ζῶ μιὰ ζωὴ ποὺ ἀφαιρεῖ κάθε τι περιττὸ.

Ὁ Ζακχαῖος ἴσως νὰ μὴν τὸ ἔκανε γιὰ τὸ λόγο ποὺ κι ἐμεῖς συχνὰ δὲν τὸ κάνουμε, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο· ἴσως ἦταν πολὺ ὑπερήφανος, ματαιόδοξος, ἴσως εἶχε βασιστεῖ πολὺ στὶς ἱκανότητες του, ἴσως νὰ μὴν εἶχε σκεφτεῖ, ὅπως πολλοὶ ἔκαναν, κάνουν καὶ θὰ κάνουν, ποὺ πιστεύουν ὅτι δὲν χρειάζονται τὴν ταπεινὴ βοήθεια ποὺ τοὺς προσφέρεται, ἐπειδὴ μποροῦν νὰ φθάσουν μόνοι τους ψηλά. Ὅμως ὁ Ζακχαῖος δὲν νικήθηκε ἀπὸ τὴν ματαιοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, ἐπειδὴ κάτι συνέβη μέσα του, καθὼς βλέπουμε στὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος, καθιστώντας ἀπολύτως ἐπιτακτικὴ γι’ αὐτὸν τὴν ἀνάγκη νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ. Ἦταν πλέον ὥριμος καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καθὼς γνωρίζει ὁ καθένας ὅταν φθάσει αὐτὴ ἡ ὥρα – εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὄχι μόνο τὴν κριτική καὶ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐναντίωση, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀκόμη καὶ τὴν γελοιοποίηση, νὰ συμπεριφερόμαστε μ’ ἕναν τρόπο παράξενο γιὰ τὸ περιβάλλον μας.

Αὐτὸ τὸ πρόσωπο ἦταν, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, διευθυντὴς τραπέζης καὶ ὅμως δὲν φοβήθηκε οὔτε ντράπηκε τὰ γέλια ποὺ προξενοῦσε στὸ πλῆθος ἐπειδὴ ἦταν ἕτοιμος νὰ πάει πέρα ἀπὸ αὐτό. Τὸν ἐνδιέφερε περισσότερο νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸ ν’ ἀνησυχεῖ γιὰ τὸ τὶ θὰ μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῆς δικῆς του ὡριμότητας νὰ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν εἶδε, ἐπειδὴ μόνο αὐτὸς εἶχε ξεπεράσει τὴν ματαιοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του γιὰ νὰ Τὸν συναντήσει. Ὁ λόγος φαίνεται ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδὴ στὴν ἑτοιμότητά του νὰ τακτοποιήσει τὴ ζωή του γιὰ ν’ ἀξίζει στὸν Καλεσμένο ποὺ θὰ ἐρχόταν στὸ σπίτι του.

Aὐτὲς οἱ εἰκόνες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς δώσουν ἕνα σημαντικὸ μάθημα; Τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ὅλοι τόσο ἀσήμαντοι κι ὅμως προτιμοῦμε νὰ στέκουμε ἀγέρωχοι μέσα στὴν ὑπερηφάνεια, στὴν ματαιοδοξία μας, στὴν τυφλότητά μας ἀπὸ τὸ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αἰώνων πάνω σὲ πράγματα ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε, ποὺ φαίνονται τόσο ταπεινὰ, τόσο μακρυνὰ, μακρυὰ ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια ποὺ ἀναζητοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ ψάχνουμε εἶναι ἡ μεγαλοπρέπεια πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε, ἀντὶ νὰ ἀναζητοῦμε τὴν σωτηρία ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βρεῖ ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Αὐτὴ ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ποὺ μᾶς σταματᾶ.

Δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ νικᾶμε; Δὲν μποροῦν νὰ νικηθοῦν μὲ σκέψη, στοχασμὸ ἤ προσευχή. Μόνο ὅταν τὶς ἐκθέτουμε, τὶς περιφρονοῦμε, τόσο ποὺ οἱ ἄλλοι ἴσως νὰ μᾶς ἀπεχθάνονται, τότε μποροῦμε νὰ τὶς ξεπεράσουμε, διὸτι μόνο τότε στεκόμαστε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἀλήθειας ποὺ μιλοῦν στὴν συνείδησή μας. Κι ἄν θέλουμε στὸ τέλος νὰ φέρουμε καρποὺς χάριν τῆς ὀδύνης, τῆς λαχτάρας γιὰ Θεό, τότε πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἐνεργήσουμε, ὄχι νὰ περιμένουμε ἕναν μυστικὸ φωτισμὸ, ὄχι κάποια πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ νὰ κάνουμε πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ τὰ δικά μας μέτρα.

Ὁ Ζακχαῖος ὑποσχέθηκε νὰ διορθώσει τὴ ζωή του. Εἴμαστε ἕτοιμοι κι ἐμεῖς νὰ δοῦμε τὴ ζωή μας κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν διορθώσουμε, νὰ δεχτοῦμε ν’ ἀναγνωρίσουμε τὸ πνευματικό, διανοητικὸ καὶ συναισθηματικό μας ἀνάστημα καὶ νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ τὴν βοήθεια ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ σοφία αἰώνων ποὺ ὁδήγησε ἑκατομμύρια ἀνθρώπων στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἀμήν.

Κυριακη Ζακχαίου(ΙΕ Λουκά)-Η νοσταλγία για κάτι διαφορετικό (Αλεξ.Σμέμαν)


Η Όρθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή,αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πρίν αυτή αρχίσει. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ό άνθρωπος πώς πέρα από την αφοσίωση του στίς αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.
 'Άν είμασταν λίγο πιο σοβαροί, θα βλέπαμε πόσο σημα­ντική, ουσιαστική καί θεμελιώδης είναι ή φροντίδα της ψυχής. Θα κατανοούσαμε τότε τον αργό καί μυ­στηριώδη ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Γνωρί­ζουμε φυσικά το νόημα πού έχει ή τροφή για τη ζωή μας. Μερικές τροφές είναι καλές καί θρεπτικές, άλ­λες είναι ανθυγιεινές· κάποιες είναι βαριές, πρέπει να προσέξουμε. Προσπαθούμε πολύ να εξασφαλί­σουμε πώς ή τροφή πού τρώμε είναι καλή για μας. 
Καί είναι κάτι πολύ περισσότερο από ευσεβές ρητο­ρικό σχήμα όταν λέμε πώς καί ή ψυχή χρειάζεται να τραφεί, πώς "ουκ έπ'άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος" (Ματθ. 4,4).Όλοι μας ξέρουμε πώς χρειαζόμαστε χρόνο για διάβασμα, για στοχασμό, για συζήτηση,για διασκέδαση. Ακόμη κι αυτά όμως τα φροντίζου­με πολύ λίγο,τα προσέχουμε ελάχιστα, ακόμη καί από την άποψη της υγιεινής. Επιδιώκουμε το ελα­φρύ διάβασμα, τα πειράγματα αντί για τη συζήτηση, τη διασκέδαση αντί για την ψυχαγωγία.

 Δεν κατα­λαβαίνουμε πώς ή ψυχή παθαίνει δυσκοιλιότητα πολύ ευκολότερα άπ' ο,τι το πεπτικό μας σύστημα, καί πώς οι συνέπειες μιας δυσκοίλιας ψυχής είναι πολύ πιο επιβλαβείς. Τόσος χρόνος αφιερώνεται στα εξωτερικά πράγματα, καί πολύ λίγος στην εσω­τερική ζωή.Πλησιάζουμε όμως τώρα αυτή την εποχή του έτους πού ή Εκκλησία μας καλει να θυμηθούμε την ύπαρξη αυτού του εσωτερικού ανθρώπου καί να θορυβηθούμε από την αμνησία μας, από τον δίχως νόημα παραλογισμό μέσα στον όποιο βρισκόμαστε, από τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου πού μας έχει δοθεί τόσο φειδωλά, από την άγαρμπη καί μικροπρεπή σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.
Ή Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, καί μετά­νοια είναι ή επανεξέταση, ή επανεκτίμηση, το να βα­θύνει κανείς καί να φέρει τα πάνω κάτω. Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκεπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου "εσωτερικού" ανθρώπου.
   Ή πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, ή πρώτη υ­πενθύμιση προέρχεται από μια μικρή ευαγγελική Ι­στορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, "μι­κρόν τω δέμας",πού το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα πού εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την ε­ποχή εκείνη καί σ'εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο καί ανέντιμο.
Ό Ζακχαΐος ήθελε να δει τον Χριστό· το ήθελε τόσο πολύ, ώστε ή επιθυμία του τράβηξε την προσο­χή του Ιησού. Ή επιθυμία είναι ή αρχή του παντός. Όπως λέει το ευαγγέλιο, "οπού γαρ εστίν ό θησαυ­ρός υμών, εκεί εσται καί ή καρδία υμών" (Ματθ.6,21).Τα πάντα στη ζωή μας αρχίζουν με κάποια επιθυμία, επειδή ό,τι επιθυμούμε είναι καί αυτό πού αγαπούμε, αυτό πού μας τραβάει από τα μέσα, αυτό στο όποιο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πώς ό Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, καί κατά τη δική του παραδοχή γνωρίζουμε πώς για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να κλέβει άλλους. Ό Ζακχαί­ος ήταν πλούσιος καί αγαπούσε τον πλούτο, αλλά μέσα του ανακάλυψε μία άλλη επιθυμία,ήθελε κάτι άλλο, καί αυτή ή επιθυμία έγινε κεντρική στιγμή της ζωής του.

Αυτή ή ευαγγελική ιστορία θέτει ένα ερώτημα στον καθένα μας: τί αγαπάμε, τί επιθυμούμε, -όχι φυσικά επιπόλαια, αλλά βαθιά. 
Δεν υπάρχει κανέ­νας μυστηριώδης δάσκαλος πού να περπατά στην πόλη σας, πού να περιβάλλεται από το πλήθος. Εί­ναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση πού περνά κάθε στιγμή από τη ζωή σας· καί κάπου στα βάθη της ψυχής σας, δεν αίσθάνεσθε κά­ποιες φορές μια νοσταλγία για κάτι το διαφορετικό άπ' αυτό πού γεμίζει τη ζωή σας από το πρωί μέχρι το βράδυ; Σταματήστε για μια στιγμή, προσέξτε, εισέλθετε στην καρδιά σας,αφουγκραστείτε το εσω­τερικό σας, καί θα βρείτε μέσα σας την ίδια ακριβώςπαράξενη καί όμορφη επιθυμία. 

Ό Ζακχαϊος ήρθε αντιμέτωπος χωρίς αυτό κανείς δεν μπορεί να ζή­σει,είναι κάτι όμως πού σχεδόν όλοι μας φοβούμα­στε καί το καταπιέζουμε με το θόρυβο καί τη μαται­ότητα όλων αυτών πού μας περιστοιχίζουν. "Ιδού εστηκα επί την θύραν καί κρούω" (Άποκ. 3,20). Άκούς το σιγανό κτύπημα;Αυτή είναι η πρώτη πρόσκληση της εκκλησίας,του Ευαγγελίου, καί του Χρίστου: επιθύμησε κάτι άλλο, πάρε μια βαθιά ανα­πνοή από κάτι άλλο,θυμήσου κάτι άλλο. Καί τη στιγμή ακριβώς πού σταματάμε για να ακούσουμε αυτή την κλήση είναι σαν ένα φρέσκο καί ευχάριστο αεράκι να φυσά στο μουχλιασμένο αέρα της άχαρης ζωής μας, καί αρχίζει έτσι ή αργή επιστροφή.

Επιθυμία. Ή ψυχή παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ό­λα γίνονται -έχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, απεριόριστα σημαντικά. Ό ανθρωπάκος, με τα ματια του καρφωμένα στο χώμα πάνω σε γήινες επιθυ­μίες, τώρα παύει να είναι ανθρωπάκος καθώς αρχί­ζει ή νίκη μέσα του. Εδώ βρίσκεται ή αρχή, το πρώ­το βήμα από τα έξω προς τα μέσα, προς αύτη τημυστηριώδη πατρίδα πού όλοι οι άνθρωποι, συχνά ασυνείδητα, νοσταλγούν καί επιθυμούν.
Αλεξ.Σμέμαν''Εορτολόγιο''εκδ.Ακρίτας/

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ´ ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ«Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λουκ. 19, 5)


«Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λουκ. 19, 5)

α. Μία άλλη Υπαπαντή μπορεί να χαρακτηριστεί η περίπτωση που καταγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα και που διαδραματίζεται στην Ιεριχώ με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο. Ο Κύριος συναντά τον Ζακχαίο, με  αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής, παρά τη συκομοριά, που θα ολοκληρωθεί  στο σπίτι του Ζακχαίου – μάλλον που ξεκινά την ολοκλήρωση, αφού έκτοτε η ζωή του αγίου Ζακχαίου ήταν μία αδιάκοπη αναζήτηση του Κυρίου – τη σωτηρία αυτού και όλης της οικογενείας του. Κατά το ευαγγελικό ανάγνωσμα, η συνάντηση προϋπέθετε δύο συγκλίνουσες ενέργειες: την ενέργεια του ίδιου του Κυρίου, που ήλθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός», και την ενέργεια του Ζακχαίου, που «εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Η ώρα της πρώτης φάσης της συνάντησης κατακλείεται με τη φράση του Κυρίου: «σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.

β. 1. Το αίτημα αυτό του Κυρίου να μείνει στο σπίτι του Ζακχαίου συνιστά καταρχάς μία παραδοξότητα: ο Ζακχαίος ήταν αρχιτελώνης, δηλαδή άνθρωπος αμαρτωλός, δεδομένου ότι οι τελώνες, ως γνωστόν, εξυπηρετούσαν τους κατακτητές των Ιουδαίων Ρωμαίους και καταπίεζαν οικονομικά τον απλό λαό μέχρι πλήρους εξαντλήσεώς του. Γι’ αυτό και ο γογγυσμός των Ιουδαίων για την επιλογή του Κυρίου να πάει στο σπίτι του Ζακχαίου – «και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι» - μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένος. Αλλά η εξήγηση της παραδοξότητας αυτής φαίνεται να υπάρχει στο «σήμερον» του Κυρίου. Το «σήμερον» φανερώνει την ώρα του Θεού για τον Ζακχαίο. Την ώρα που η ψυχή του Ζακχαίου ήταν ανοιχτή στην παρουσία και την ενέργεια Εκείνου, την ώρα δηλαδή που ο άνθρωπος  μπορεί να νιώσει την πάντοτε αναζητούσα αυτόν χάρη του Θεού. Πρόκειται για τις παρόμοιες περιπτώσεις που καταγράφει ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης, σαν εκείνην με τη Σαμαρείτιδα «παρά το φρέαρ του Ιακώβ», με τη συγκλονιστική φράση «ώρα  ην ωσεί έκτη». Το «σήμερον» λοιπόν ως η ώρα της χάρης για τον Ζακχαίο δίνει και το νόημα του «δει», του πρέπει. «Πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».

2. Ποια στοιχεία συγκεκριμένα συνθέτουν την ώρα αυτή και οριοθετούν την αναγκαιότητά της; Πρώτον, όπως είπαμε, η αναζήτηση του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος ήλθε στον κόσμο «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός». Ο άνθρωπος χαμένος στα πάθη και τις αμαρτίες του, λόγω της άγνοιας του αληθινού Θεού και της επιρροής του αρχεκάκου διαβόλου, είχε ανάγκη αναζητήσεώς του από τον Θεό. Κανείς πέραν του ίδιου  του Δημιουργού δεν μπορούσε να ρίξει φως στη ζόφωση αυτή του ανθρώπου, κανείς πέραν Εκείνου που είναι το φως του κόσμου, του ενανθρωπήσαντος Θεού μας: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». Κι ένας τέτοιος χαμένος άνθρωπος ήταν και ο Ζακχαίος. Το ίδιο το επάγγελμά του – να καταπιέζει και να αδικεί του ανθρώπους – είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Ποτέ κανείς ζώντας με αδικία δεν βρίσκεται στην καθάρια ατμόσφαιρα της παρουσίας του Θεού. Η καταχνιά, η ζόφωση, η σύγχυση αποτελούν τα μόνιμα γνωρίσματα της ψυχής του. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται προς αναζήτηση και του Ζακχαίου. Στο «στόχαστρο» της αγάπης Του, εκείνη την ημέρα, είχε αυτόν και την οικογένειά του. Κι από ό,τι τελικώς θα αποδειχτεί, και όλη την πόλη της Ιεριχώς: η αποκατάσταση που θα κάνει ο Ζακχαίος, θα περιλάβει σχεδόν όλους τους κατοίκους της: το ήμισυ της περιουσίας του θα πάει στους φτωχούς, θα δώσει πίσω στο τετραπλάσιο, δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο  για τα Ιουδαϊκά δεδομένα, ό,τι είχε πάρει από αδικίες.

Δεύτερον, η αναζήτηση του ίδιου του Ζακχαίου: «ο Ζακχαίος εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Δεν ξέρουμε ακριβώς το κίνητρό του, αλλά σαφώς υπονοείται από το ανάγνωσμα ότι ο Ζακχαίος πρέπει να μην αισθανόταν καθόλου  καλά μέσα του με ό,τι έπραττε και ενεργούσε. Η καρδιά του δεν πρέπει να είχε φτάσει σε σημείο πώρωσης, που σημαίνει ότι οι αδικίες που έπραττε του προκαλούσαν «θλίψιν και στενοχωρίαν» κατά τον απόστολο. Κι αυτή η εσωτερική του πίεση – ένα είδος απελπισίας ίσως από τον εαυτό του – τον έκανε να αναζητεί τον Ιησού, τον λαϊκό δάσκαλο που περιφρονούσαν οι επίσημοι δάσκαλοι και άρχοντες του Ιουδαϊσμού. Η αναζήτηση λοιπόν αυτή του Ζακχαίου δεν ήταν μία επιφανειακή αναζήτηση, μία περιέργεια, κατά το παράδειγμα του Ηρώδη Αγρίππα, ο οποίος και αυτός ζητούσε να δει τον Ιησού, σαν κάποιο μάγο όμως και θαυματουργό (Πρβλ. Λουκ. 23, 8-9). Η αναζήτησή  του ήταν βαθιά και αποφασιστική, που τον κάνει να μην υπολογίζει τίποτε: ούτε τη θέση του ούτε την υπόληψή του – το ανέβασμά του στη συκομοριά συνιστούσε μεγάλη πρόκληση για τον λαό σε σχέση με το αξίωμά του. Κι αυτό θα πει: εκείνη την ώρα ο Ζακχαίος «ρίσκαρε», κατά το κοινώς λεγόμενο, την κοινωνική του υπόληψη. Έκανε κάτι που περιείχε ένα στοιχείο προσωπικής θυσίας.

3. Έτσι η ώρα συνάντησης με τον Χριστό κάθε ανθρώπου – δεδομένου ότι εν προκειμένω ο Ζακχαίος λειτουργεί ως τύπος κάθε ανθρώπου – δεν είναι ώρα αδιαφορίας και υποτονικότητας, δεν είναι ώρα λογικής ψυχραιμίας και θεωρούμενης αξιοπρέπειας. Μία τέτοια κατανόηση φανερώνει εγωισμό και θωράκιση στον ψεύτικο εαυτό μας. Η ώρα αυτή είναι ώρα έντασης και θεοποιού «τρέλας»:  κάνει αυτόν που τον καταλαμβάνει να ξεπερνά τα συμβατικά πλαίσια της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και να προβαίνει σε υπέρβαση του εαυτού. Με ποιο σκοπό; Να φτάσει στο σημείο συντονισμού του με τον εξίσου ανατρεπτικό Θεό μας, ο Οποίος «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’  εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. 2, 6-7) (αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ώρα της συνάντησης με τον Θεό είναι ώρα «τρέλας» εκ μέρους πρώτα του Θεού, λόγω του μανικού έρωτά Του προς τα πλάσματά Του, και εκ μέρους έπειτα του ανθρώπου, λόγω της απελπισίας του από ό,τι μπορεί να προσφέρει σ’ αυτόν ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. Όση «αξιοπρέπεια» έλειψε από τον Θεό – τι «αξιοπρέπεια» μπορεί να έχει ένας Θεός γεννημένος σαν άνθρωπος και μάλιστα σε στάβλο στο πιο άσημο χωριό της Ιουδαίας, κι έπειτα Εσταυρωμένος; - τόση πρέπει να λείψει και από τον άνθρωπο, αν θέλει να βρει το σημείο συνάντησης μαζί Του. Θέλουμε να πούμε ότι η ταπείνωση του ανθρώπου αποτελεί την προϋπόθεση να βρει τον ταπεινό Θεό και να σχετιστεί μαζί Του.

4. Το αποτέλεσμα τελικώς επιβεβαιώνει την αλήθεια: ο Ζακχαίος σώθηκε και μαζί με αυτόν και η οικογένειά του. «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Σωτηρία, διότι η συνάντηση αυτή με τον Κύριο τον οδήγησε σε αληθινή μετάνοια, σε έμπρακτη δηλαδή αλλαγή του, η οποία φανερώθηκε με την προσφορά αφενός του μισού της περιουσίας του στους φτωχούς αδελφούς του, στην αποκατάσταση έπειτα, όπως είδαμε, του κάθε από αυτόν αδικημένου, και μάλιστα στο τετραπλάσιο. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι η σχέση με τον Χριστό είναι αληθινή, στο βαθμό που ο άνθρωπος αλλάζει τρόπο ζωής και ανοίγεται εν αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Δέχτηκε δηλαδή ο Ζακχαίος τον Χριστό στο σπίτι του, αμέσως το σπίτι του έγινε «κατ’ οίκον Εκκλησία», αγκαλιά για όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

γ. Στο πρόσωπο του Ζακχαίου κρινόμαστε όλοι, κληρικοί και λαϊκοί: αν δηλαδή έχουμε συναντήσει πράγματι τον Χριστό, κι αν Τον έχουμε συναντήσει, πώς φανερώνεται τούτο με τη στάση μας έναντι των συνανθρώπων μας. Κι αυτό θα πει: έχουμε τον πόθο και την «τρέλα» να είμαστε μαζί Του; Είμαστε διατεθειμένοι προς χάρη Του να χάσουμε πράγματα που μας «ανήκουν», προκειμένου να τα δώσουμε σε εκείνους που όντως τους ανήκουν: στους αδελφούς μας εν Χριστώ;

Κυριακὴ τοῦ Ζακχαίου

12 Ἰανουαρίου 1978




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα εἰσήλθαμε στὴν περίοδο τῶν ἑβδομάδων στὴν πορεία μας πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, ποὺ μᾶς λένε νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας· τότε θὰ ἔλθει καιρὸς νὰ μὴν σκεφτόμαστε τίποτα ἄλλο παρὰ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν σωτηρία μας· καὶ ὅταν φθάσουμε στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε καμιά σκέψη, τίποτα παρὰ τὸν Κύριο τοῦ ὁποίου τὸ πάθος θὰ ἀτενίζουμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε μαζὶ στὴν δόξα καὶ στὴν χαρὰ τῆς Ἀνάστασης Του.

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα διαβάσαμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχώ· ἄμεσα εἶναι μιὰ πρόκληση γιὰ ἐμᾶς· ὅλοι ἱσχυριζόμαστε ὅτι βλέπουμε· ὅλοι ἱσχυριζόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε τυφλοὶ, καὶ ὅμως, δὲν εἶναι ὁ τρόπος ποὺ βλέπουμε μιὰ ἄλλη μορφὴ τύφλωσης; Δὲν εἴμαστε τυφλωμένοι ἀπὸ ὅ,τι βλέπουμε πρὸς τὸ ἀόρατο, δὲν εἴμαστε τυφλοὶ ἀπὸ προκατάληψη ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, δὲν εἴμαστε τυφλοὶ ἀπὸ τὸ πάθος ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια; Καὶ ἔτσι, ὁ καθένας μας ὀφείλει νὰ ρωτήσει τὸν ἑαυτό του ἄν αὐτὸ ποὺ βλέπει εἶναι ἡ πραγματικότητα τῶν πραγμάτων, καὶ ἄν ὄχι, νὰ στραφεῖ στὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει ἐπίγνωση. Καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς τυφλώνει περισσότερο ἀπελπιστικὰ εἶναι ἡ ματαιότητα ποὺ μᾶς κάνει νὰ δεχόμαστε γιὰ ἀληθινὰ ὅλα τὰ ψέματα ποὺ ἴσως ἀκοῦμε ἤ παρατηροῦμε ποὺ ἐνισχύουν τὴν αὐτοεκτίμηση μας, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἀπορρίπτουμε κάθε τι ποὺ εἶναι γιὰ ἐμᾶς κριτική ἤ καταδίκη.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι σχετικὸ μὲ τὴν ματαιοδοξία καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ ξεπεραστεῖ, εἶναι πραγματικὰ σχετικὸ μὲ τὸ τίμημα καὶ τὶς προυποθέσεις της. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἕνας πλούσιος ἄνδρας, ἕνας ἄνδρας γνωστὸς στὴν πόλη του, ἕνας ἄνδρας ποὺ ὁ καθένας μποροῦσε νὰ ἀναγνωρίσει· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἄδικος, καὶ ὅμως κάτι ἀναδεύτηκε μέσα του ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ θέλησε νὰ Τὸν δεῖ. Ἴσως ἦταν σὲ κάποιο βαθμὸ μιὰν ἐπιθυμία νὰ δεῖ τὸν Νέο Προφήτη τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν προτρέψει νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε· μέσα στὸ πλῆθος, ἐπειδὴ τὸ ἀνάστημα ἦταν μικρό, σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο· βέβαια γέλασαν μαζί του, τὸν κορόιδεψαν καὶ ὅμως ἤθελε τόσο πολὺ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, τόσο τοῦ ἦταν σημαντικὸ νὰ Τὸν δεῖ ὥστε ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸν κοροιδέψουν, νὰ γελάσουν παρὰ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ περάσει. Καὶ μέσα ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος ὁ Χριστὸς εἶδε μόνο ἕναν ἄνδρα: Τὸν Ζακχαῖο, τὸν κάλεσε κάτω καὶ πῆγε νὰ μείνει μαζί του.

Ματαιότητα εἶναι ἐκείνη ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μας, ἐκείνη ἡ μίζερη κατάσταση, ὅπου φοβόμαστε τὴν ἀνθρώπινη κρίση, ὅπου ἀντλοῦμε τὸ αἴσθημα τῆς ἀξίας μας ἀπὸ τὴν κρίση ἐκείνων ποὺ μᾶς περιβάλλουν. Καὶ πράγματι αὐτὸ εἶναι ματαιότητα, ἐπειδὴ τὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐπαινοῦν εἶναι μάταια, ἄδεια, ἀνάξια τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ἐπίσης, δὲν ἀποζητοῦμε νὰ μᾶς ἐπαινοῦν ἐκείνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἱκανοὶ γιὰ μιὰ ὑγιή καὶ συνάμα αὐστηρὴ κριτική· στρεφόμαστε στοὺς ἀνθρωπους ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ μᾶς προσφέρουν τοὺς ἐπαίνους ποὺ θέλουμε. Αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ διπλὰ μάταιους, ἠ οὐσία τους εἶναι ἕνα τίποτα, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς ὁποίους τοὺς δεχόμαστε εἶναι ἐπίσης κενοί στὰ δικὰ μας μάτια μέχρι νὰ μιλήσουν καλὰ γιὰ ἐμᾶς. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι ἡ ματαιότητα εἶναι ἡ συμπεριφορὰ κάποιου ποὺ φοβᾶται τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶναι ἀλλαζόνας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ θεωρεῖ ὅτι λίγο μετράει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔχει τὴν ἀποδοχὴ ποὺ τοῦ παρέχουν ἐκείνοι ποὺ βρίσκονται γύρω του.

Δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ ἀληθινὴ περιγραφὴ τοῦ τρόπου ποὺ στεκόμαστε στὴ ζωή, τοῦ τρόπου που προετοιμαζόμαστε νὰ ξεχάσουμε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ποὺ νοιώθουμε ὅτι στηριζόμαστε στὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ποιὸς ἄλλος τρόπος ὑπάρχει; Ὁ Ζακχαῖος μᾶς δείχνει ἕναν: νὰ μὴν νοιαζόμαστε γιὰ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἤ ἴσως ἡ κρίση κάποιου ποὺ δὲν θὰ μᾶς ἐπαινέσει ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἕνα πρόσωπο μὲ ἀκεραιότητα καὶ ἀλήθεια μετράει περισσότερο. Ὁ Ζακχαῖος δὲν γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἤξερε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ἀκέραιος ἄνθρωπος καὶ ἤθελε νὰ Τὸν δεῖ, νὰ Τὸν συναντήσει πρόσωπο μὲ πρόσωπο.

Ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐπίσης δύο ἄλλοι τρόποι γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο φόβο, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐξάρτηση μας ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων μὲ τίμημα τὴν δικὴ μας ἀκεραιότητα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέει ὅτι ὁ τρόπος ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ἡ ταπείνωση· ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος παραδόξως λέει ὅτι ἕνας τρόπος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ οἱ δύο εἶναι σωστοί, μόνο ποὺ ὁ ἕνας θὰ μᾶς δώσει ζωὴ καὶ ὁ ἄλλος θάνατο. Ἄν ἐπιλέξουμε τὸν δρόμο τῆς ὑπερηφάνειας θὰ ὑποστηρίζουμε ἀλαζονικὰ τὸν ἑαυτό μας, ὄχι μόνο ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐπίσης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἡ κρίση μας θὰ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ θὰ μετράει, καὶ τότε θὰ συναντήσουμε τὸν θάνατο στὸ τέλος τοῦ δρόμου. Ὁ δρόμος τῆς ταπείνωσης εἶναι νὰ γονατίζουμε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ἐμβαθύνουμε, νὰ πετᾶμε ψηλὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ βρισκόμαστε ἐνώπιον Του ὅπως ἡ κατάξερη γῆ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ, ἐγκαταλελειμμένοι, ἀβοήθητοι, διψασμένοι, πεινασμένοι, μὲ λαχτάρα, ἀπελπισμένοι, ἀνίκανοι νὰ κατορθώσουμε ὅ,τι εὐχόμαστε, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ταπείνωσης.

Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ γιὰ ἐμᾶς, ἀκόμα καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ δύσκολο γιὰ ἐμᾶς ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε συνηθισμένοι ν’ ἀφήνουμε, νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ μιὰ πράξη τοῦ Θεοῦ. Τότε μποροῦμε ν’ ἀρχίσουμε νὰ ξεπερνᾶμε τὴν ματαιότητα μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη. Ὅποτε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὑπάρχει μέσα μας μιὰ στιγμὴ ματαιότητας, ἄς ἀναρωτηθοῦμε: γιατί; Πολὺ συχνὰ, ἐπειδὴ ἔχουμε, πολὺ συχνὰ ἀκούσια, πεῖ τὸ σωστὸ, ἤ ἀκούσια ἔχουμε κάνει τὸ σωστὸ· μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ, καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία, ποὺ μᾶς ἔδωσε μάτια νὰ βλέπουμε τὴν ἀνάγκη, αὐτιὰ ν’ ἀκοῦμε τὸ κλάμα, ἕνα νοῦ νὰ καταλαβαίνουμε, μιὰ καρδιὰ ποὺ ν’ ἀνταποκρίνεται, καλὴ θέληση νὰ μᾶς κινητοποιεῖ καὶ τὸν τρόπο νὰ κάνουμε τὸ σωστό. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος ἀρκετὸς γιὰ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες, δὲν γνωρίζουμε ὅλοι μας, ἀπὸ ἐμπειρία, ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη ποὺ πάντα ἀναπόφευκτα θὰ μᾶς καλεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σωστά;

Πόσο συχνὰ ὑπάρχει ἀνάγκη καὶ ἡ καρδιὰ μας εἶναι κατάξερη, παγωμένη, καὶ ἀδιάφορη; Πόσο συχνὰ κάποιος κραυγάζει γιὰ βοήθεια καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τίποτα, πόσο συχνὰ ἡ καρδιά μας ἔχει ταραχτεῖ καὶ τὸ μυαλό μας ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε συνηθισμένοι νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ ἡ θέληση μας ἀμφιταλαντεύεται, ἀμφιταλαντεύεται γιὰ πάρα πολύ, μέχρι ποὺ εἶναι πολὺ ἀργά. Καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ συνεχίσουμε περιγράφοντας τὴν καταστασή μας μὲ περισσότερες λεπτομέρειες.

Ἄς μάθουμε πρῶτα- πρῶτα νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ κάνουμε τὸ σωστὸ ἀντὶ νὰ παίρνουμε ἱκανοποίηση ἀπὸ τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ νὰ εἴμαστε ὑπερήφανοι γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ μιὰ φορὰ ἔχουμε κάνει ὅ,τι θὰ πρέπει νὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς πάντα φυσικὸ. Καὶ τότε σταδιακὰ ἴσως ξεπεράσουμε ἀκόμα καὶ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο καὶ παραμείνουμε εὐγνώμονες, ἔκπληκτοι μπροστὰ στὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἴσως μάθουμε τότε νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ μ΄ ἕνα τρόπο ποὺ κανένας δὲν γνωρίζει, ὄχι δηλώνοντας ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι, ἀλλὰ λατρεύοντας τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, μὲ εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μὲ τὴν ἑτοιμότητα νὰ ξεχάσουμε ἐντελῶς τοὺς ἑαυτούς μας χάριν τοῦ Θεοῦ, χάριν κάθε ἀνθρώπου ποὺ μᾶς συναντᾶ καὶ μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ εἴμαστε συμπονετικοί, νὰ ἔχουμε ἀγάπη καὶ κατανόηση. Καὶ ἡ τυφλότητα ἴσως φύγει ἀπὸ τὰ μάτια μας, ἡ ματαιότητα θὰ μᾶς ἀφήσει ἐλεύθερους τουλάχιστον γιὰ ἕνα λεπτὸ καὶ θὰ εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀντικρύσουμε τὸ πρόσωπο μας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄλλους, ὅπως ἔκανε ὁ Τελώνης, ὅταν εἰσῆλθε στὸν Ναό, καὶ δὲν τόλμησε νὰ ἔλθει ἐπειδὴ ἦταν τόπος ἅγιος ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός, ὁ τόπος ὅπου πίστευε ὅτι μποροῦν νὰ ἔρθουν μόνο οἱ ἄξιοι. Καὶ θὰ γίνουμε ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξαιτίας τῆς ἀναγνώρισης ἀπὸ μέρους μας τῆς ἁγιότητας Του, καὶ τοῦ σεβασμοῦ μὲ τὸν ὁποίο θὰ φερθοῦμε σ’ Ἐκεῖνον καὶ στὸν πλησίον μας.

Ἀμήν.

Τὰ παιδιὰ, ὁ ἐκκλησιασμὸς καὶ ἡ προσευχὴ

Ἐπίσκοπος Αἰκατερίνμπουργκ καὶ Ἰρμπίτσκ Εἰρηναῖος 

Πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ἐμπνεύσει κανεὶς στὸ παιδάκι τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβεια στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας! Φτάνει μόνο νὰ τοῦ δώσουμε νὰ καταλάβει, ὅτι στὸ ναὸ βρίσκεται πιὸ αἰσθητὰ ὁ «πανταχοῦ παρὼν» Κύριος, ὁ Θεὸς ποὺ τόσο ἀγαπάει τὰ παιδιά, καὶ ποὺ καλεῖ κι αὐτὸ κοντά Του. Ἑπομένως μέσα στὸ ναὸ πρέπει νὰ στεκόμαστε ἥσυχα, νὰ κάνουμε μὲ προσοχὴ τὸ σταυρό μας καὶ νὰ προσευχόμαστε εὐλαβικά.

Ναί, γονεῖς! Ἂν ἡ καρδιὰ σας εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη στὸ Θεό, θὰ βρεῖτε χίλιους δυὸ τρόπους νὰ μεταδώσετε τὰ αἰσθήματα αὐτὰ στὸ παιδί σας. Τὴ μεγαλύτερη ἀδικία κάνουμε στὰ παιδιά μας, ἂν τοὺς στερήσουμε τὸ θησαυρὸ τῆς πίστεως, τὸ θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Εἶναι ἀπόλυτα σωστὸ αὐτὸ ποὺ λένε, ὅτι «ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου -ἑπομένως καὶ τοῦ παιδιοῦ- εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της χριστιανική». Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς περιμένει χριστιανικὲς ἐκδηλώσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ ψυχή. Σωστὰ γράφει καὶ ὁ ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ψαλμ. 8:3).

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ ριζώσει καὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ βίωμα στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν, οἱ γονεῖς εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ μαθαίνουν ἀπὸ μικρὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ Θεό, νὰ προσεύχονται. Ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ παιδί, μπορεῖ νὰ προσεύχεται. Ἀφοῦ ζητάει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κάτι ποὺ θέλει, γιατί ἄραγε δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα;

Μάθετε λοιπὸν τὸ παιδί σας νὰ προσεύχεται. Ἂν ἀρχίσετε ὅταν ἀκόμα εἶναι μικρό, ἡ προσευχὴ σιγὰ-σιγὰ θὰ τοῦ γίνει συνήθεια καὶ ἀνάγκη! Νὰ κάνετε συστηματικὰ μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ σας πρωινὴ καὶ βραδινὴ προσευχή, καθὼς καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Νὰ μὴν πλησιάζουν στὸ τραπέζι ὅπως τ’ ἄλογα ζῶα στὸ παχνί, ἀλλὰ νὰ μάθουν ὅτι, ὅποιος θέλει ν’ ἀπολαμβάνει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τὰ ζητάει, ἀλλὰ καὶ νὰ εὐχαριστεῖ ὅταν τὰ παίρνει. Τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Θεοτόκε Παρθένε» καὶ ἄλλες σύντομες προσευχὲς πρέπει νὰ τὶς γνωρίζει κάθε παιδάκι.

Εἶναι πολὺ θλιβερὸ φαινόμενο τὸ ὅτι, στὴν ἐποχή μας, ἡ κοινή, οἰκογενειακὴ προσευχὴ χάθηκε σχεδὸν ἀπὸ παντοῦ. Πράγματι, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο βλέπουμε τόσες δυστυχισμένες οἰκογένειες καὶ τόσες ἀποτυχίες στὴν ἀγωγή: Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι, οἱ οἰκογένειες, ἔπαψαν νὰ προσεύχονται. Αἰώνιο κύρος ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7:7).

Ἴσως ἀντιδράσουν μερικοί: «Μὰ τὸ παιδὶ δὲν καταλαβαίνει τὶς προσευχές». Ἀσφαλῶς καὶ δὲν πολυκαταλαβαίνει τὰ νοήματα τῶν προσευχῶν, μπαίνει ὅμως στὸ κλίμα τῆς εὐλάβειας, ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶναι. Αὐτὸ ἀκριβῶς χρειάζεται! Ἂν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σχηματίσει μέσα του καθαρὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡστόσο νιώθει τὸ Θεό! Αἰσθάνεται πὼς ὑπάρχει κάποια ἀνώτερη ὕπαρξη, ποὺ μᾶς ἀγαπάει, καὶ ποὺ πρέπει κι ἐμεῖς ν’ ἀγαποῦμε. Ὅταν τὸ παιδὶ προφέρει τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, σκέφτεται τὸ Θεό, προσφέρει σ’ Αὐτὸν τὰ αἰσθήματά του. Μία τέτοια προσευχή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀθώα παιδικὴ καρδιά, εἶναι πολὺ πιὸ εὐάρεστη στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἑνὸς σοφοῦ, ποὺ κατανοεῖ ἀκριβῶς κάθε λέξη, προσεύχεται ὅμως συχνὰ μόνο μὲ τὴν ψυχρὴ λογική, χωρὶς τὴ θέρμη τῆς καρδιᾶς. Πόσο ἀρέσει στὸ Θεὸ ἡ παιδικὴ προσευχή, τὸ λέει, ἐπαναλαμβάνω, ὁ ψαλμωδὸς γράφοντας: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ψαλμ. 8:3).

Γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὅμως τὸ καθῆκον τῆς σωστῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν, πρέπει πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς νὰ εἶναι εὐσεβεῖς καὶ θεοφοβούμενοι. Πρέπει οἱ ἴδιοι ν’ ἀγαποῦν τὴν προσευχή.

Ἂν ἡ μητέρα δὲν εἶναι πιστὴ καὶ εὐσεβής, ἂν δὲν βρίσκει -γιατί δὲν ζητάει- χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὴν προσευχή, τότε δὲν ἀσκεῖ σωστὰ τὴν ἀγωγὴ τῆς εὐσέβειας στὰ παιδιά της. Μόνο ὅταν ἡ μητέρα ἔχει συνεπῆ πνευματικὴ ζωή, μόνο ὅταν τὸ παιδὶ βλέπει τὴν ἴδια νὰ προσεύχεται συχνὰ καὶ θερμά, τότε μόνο θὰ ἐγκολπωθεῖ τὶς ἴδιες ἀρχὲς ζωῆς.

Εἴδατε τώρα, ἀγαπητοὶ γονεῖς, καὶ κυρίως οἱ μητέρες, γιατί πρέπει νὰ διδάξετε στὰ παιδιὰ σας τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωὴ ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμα ἡλικία, καὶ γιατί πρέπει νὰ τὰ μάθετε νὰ προσεύχονται πρὶν πᾶνε στὸ σχολεῖο.

Σὲ σᾶς ἀπευθύνομαι λοιπόν, μητέρες: Τὴν καλύτερη κληρονομιὰ θ’ ἀφήσετε στὰ παιδιά σας, ἂν τοὺς δώσετε πραγματικὰ χριστιανική, ὀρθόδοξη ἀγωγή.

Νὰ τοὺς διδάσκετε, ὅπως μὲ συντομία σᾶς εἶπα, τὶς βασικὲς ἀλήθειες τῆς ἁγίας πίστεώς μας. Νὰ τοὺς διδάσκετε τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν προσευχή, ἀπὸ τὴν πιὸ ἁπαλὴ ἡλικία, καὶ μὲ τὸ λόγο σας, προπάντων ὅμως μὲ τὸ παράδειγμά σας. Μάταια θὰ κοπιάζουν ἀργότερα οἱ κατηχητὲς καὶ οἱ δάσκαλοι νὰ τὰ βοηθήσουν, ἂν ἐσεῖς δὲν βάλετε τὰ θεμέλια στὸ σπίτι.

Νουθετεῖτε τὰ παιδιά σας στὴν ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Τότε μπορεῖτε νὰ ἐλπίζετε ὅτι ἀργότερα θὰ τὰ καμαρώνετε, καὶ δὲν θὰ κλαῖτε γι’ αὐτά. Ἂν τὰ παιδιὰ σας εἶναι θεοφοβούμενα, θὰ εἶναι καὶ σὲ σᾶς ὑπάκουα καὶ εὐγνώμονα. Ἂν τὰ μάθετε ν’ ἀγαποῦν τὸ Θεό, τότε ὁπωσδήποτε θ’ ἀγαπήσουν γνήσια κι ἐσᾶς.

Ἀναθρέψτε λοιπόν, πατέρες καὶ μητέρες, τὰ παιδιά σας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸν οὐρανό! Τότε θὰ εἰσπράξετε ἀπ’ αὐτὰ χαρὰ καὶ στὴ γῆ!
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...