Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2016

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΩΡΑ ΘΕΕ ΜΟΥ!!!

π. Ηλίας Υφαντής
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
 ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"

Τὰ Φῶτα στ’ Ἀϊβαλὶ



DSC08329[1]Φώτη Κόντογλου
Στά θαλασσινὰ τὰ μέρη ῥίχνουνε τὸν Σταυρό, ὓστερ’ ἀπὸ τή Λειτουργία τῶν Θεοφανίων. Ἔτσι τὸν ῥίχνανε καὶ στήν πατρίδα μου, κ’ ἤτανε ἕνα θέαμα ἔμορφο καὶ παράξενο.
Ξεκινοῦσε ἡ συνοδεία ἀπὸ τή μητρόπολη. Μπροστὰ πηγαίνανε τὰ ξαφτέρουγα καὶ τὰ μπαϊράκια, κ’ ὕστερα πηγαίνανε οἱ παπάδες μὲ τὸν δεσπότη, ντυμένοι μὲ τὰ χρυσᾶ τὰ ἄμφια, παπάδες πολλοὶ κι ἀρχιμαντρίτες, γιατὶ ἡ πολιτεία εἶχε δώδεκα ἐκκλησίες, καὶ κατὰ τὶς ἐπίσημες μέρες στίς μικρὲς ἐνορίες τελειώνανε γλήγορα τή Λειτουργία καὶ πηγαίνανε οἱ παπάδες στή μητρόπολη, γιά νά γίνεται ἡ γιορτὴ πιὸ ἐπίσημη. Οἱ ψαλτάδες ἤτανε καὶ κεῖνοι κάμποσοι κ’ οἱ πιὸ καλλίφωνοι, καὶ ψέλνανε μὲ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδὴ ἑλληνικά, κι ὄχι σὰν σήμερα πού τρελλαθήκαμε καὶ κάναμε τὴν ψαλμωδία μας σὰν ἀνάλατα καὶ ξενικὰ θεατρικὰ τραγούδια. Ἀπὸ πίσω ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς.
Σὰν φτάνανε στ’ Ἀγγελὴ τὸν Γιαλό, ὅπως λέγανε κείνη τὴν ἀκρογιαλιά, ὁ δεσπότης μὲ τοὺς παπάδες ἀνεβαίνανε σὲ μία μεγάλη σανιδωτὴ σάγια ἐμορφοσκαρωμένη, γιά νά κάνουνε τὸν Ἁγιασμό, Ὁ κόσμος ἔπιανε τὴν ἀκρογιαλιὰ κι ἀνέβαινε ὁ καθένας ὅπου εὕρισκε, γιά νά μπορεῖ νά βλέπει. Τὰ σπίτια πού ἤτανε ἕνα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οἱ γυναῖκες θυμιάζανε ἀπὸ τὰ παραθύρια. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς θάλασσας ἤτανε μαζεμένα ἴσαμε ἑκατὸ καΐκια καὶ βάρκες ἀμέτρητες, μὲ τίς πλῶρες γυρισμένες κατὰ τὸ μέρος πού στεκότανε ὁ δεσπότης. Ἔτσι πού ἤτανε παραταγμένα τὰ καΐκια, μοιάζανε σὰν ἁρμάδα πού θὰ κάνει πόλεμο. Πιὸ ἀνοιχτά, κατὰ τὸ πέλαγο, ἔβλεπες φουνταρισμένα τὰ μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο καὶ κεῖνα. Ἄλλα πάλι εἴχανε περιζωσμένες τίς βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ἤτανε κι αὐτὰ γεμάτα κόσμο, πρὸ πάντων θαλασσινοὶ καὶ παιδομάνι.
Σ’ αὐτὰ τὰ μέρη κάνει πολὺ κρύο, καὶ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἀντένες τῶν καραβιῶν ἤτανε χιονισμένες, ἕνα θέαμα πολὺ ἔμορφο. Ἀπάνου στά ξάρτια καὶ στίς σκαλιέρες, στίς γάμπιες καὶ στά μπαστούνια τῶν καραβιῶν ἤτανε σκαλωμένοι πλῆθος θαλασσινοί, μεγάλοι καὶ μικροί. Ἡ θάλασσα ἤτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε ἀπὸ τὰ ξάρτια σὲ πολλὰ καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στήν κάθε βάρκα ἀπὸ κεῖνες πού εἴχανε κοντοζυγώσει στή στεριὰ καὶ περιμένανε νά πέσει ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, στεκόντανε ἀπὸ ἕνα – δυό νοματέοι ἀπάνω στήν πλώρη, ἐνῶ ἄλλοι δυό ἤτανε στά κουπιά. Αὐτοὶ πού στεκόντανε ὀρθοὶ στήν πλώρη, ἤτανε ὁλόγυμνοι, ἐξὸν ἕνα ἄσπρο βρακὶ πού φορούσανε σὰν πεστιμάλι. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἤτανε σὰν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τὰ κορμιὰ τους ἤτανε κόκκινα ἀπὸ τὸ κρύο. Τὰ ποδάρια τους ἤτανε γερὰ καὶ φουσκωμένα σὰν ἀδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζῆδες, κοντραμπατζῆδες, ψημένοι μὲ τ’ ἁλάτι. Οἱ πιὸ πολλοὶ εἴχανε ῥιχμένες στίς πλάτες τίς γοῦνες τους, γιά νά μὴν παγώσουνε. Ἕνα – δυό ὅμως στεκόντανε γυμνοὶ καὶ κάνανε κάπου – κάπου τὸν σταυρὸ τους. Μὰ τὸ μάτι τους ἤτανε καρφωμένο στό μέρος πού θὰ ‘ῥιχνε τὸν Σταυρὸ ὁ δεσπότης.
Ἀνάμεσα στούς γυμνοὺς ἤτανε ὁ Κωστῆς ὁ Γιωργάρας, ὁ Στρατῆς ὁ Μπεκός, ὁ Γιωργῆς ὁ Σόνιος, ὁ Δημητρός ὁ Μπούμπας, Πέτρος ὁ Κλόκας, ὁ Βασίλης ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβὸ – Παρασκευὰς κι ἄλλοι. Σὰν νά τοὺς βλέπω μπροστά μου. Ὁ Γιωργάρας ἤτανε μίαν ἀνθρωπάρα θηρίο, σὰν Κουταλιανός, μὲ μουστάκια μαῦρα, μ’ ἕναν λαιμὸ σὰν βαρέλι. Εἶχε δεμένο στό κεφάλι του ἕνα μαντίλι κ’ ἤτανε ἴδιος κουρσάρος. Ἀκουμποῦσε ἀπάνω σ’ ἕνα κοντάρι, λές κ’ ἤτανε ὁ Ποσειδώνας ζωντανός. Ὁ Δήμητρος ὁ Μπούμπας ἤτανε ἕνα ἄλλο θεριόψαρο, χοντρὸς καὶ κοντόφαρδος, μαυριδερὸς σὰν Σαρακηνός, καὶ καθότανε ἀνεκούρκουδος, σκεπασμένος μὲ τή γούνα του, μὲ τὸ μάτι του καρφωμένο στόν δεσπότῃ. Ὁ Πατσὸς ὁ Ἀράπης, ὁ λεγόμενος παλαβὸ – Παρασκευάς, εἶχε γένεια κατσαρὰ καὶ κόκκινα καὶ τὸ πετσὶ του ἤτανε ἀπὸ φυσικὸ του κόκκινο. Στό κορμὶ ἤτανε ἀντρειωμένος καὶ σβέλτος σὰν τζαμπάζης καὶ δέν χαμπάριζε ὁλότελα ἀπὸ κρύο. Στό σουλούπι ἤτανε ἴδιος Ῥοῦσος. Αὐτὸς ἤτανε ἀνεβασμένος ἀπάνω στά ξάρτια σὲ μία μπρατσέρα φουνταρισμένη, καὶ στεκότανε δίχως νά σαλέψει, σὰν τ’ ἄγαλμα. Μυστήριο πῶς δέν πάγωνε! Ὁ Πέτρος ὁ Κλόκας ἤτανε ὁ μοναχὸς πού δὲ φοροῦσε βρακιά. Αὐτὸς ἤτανε εὐρωπαϊσμένος, φοροῦσε στενὸ πανταλόνι καὶ ναυτικὸ σκουφί. Στό κορμὶ ἤτανε λιγνὸς καὶ μάγκας στό σχέδιο. Τὰ χέρια του τὰ ‘χε μπλεγμένα μπροστὰ στό στῆθος του καὶ σουλατσάριζε ἀπάνω στή βάρκα, ὁλοένα μιλοῦσε κ’ ἔκανε καὶ κάμποσα θεατρικά.
Σὰν σίμωνε λοιπὸν ἡ συνοδεία στή θάλασσα, κι ἀκουγότανε ἀπὸ μακριὰ ἡ ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος ἀλαλαγμὸς ἀπάνω στίς βάρκες. Οἱ βουτηχτάδες πετούσανε τίς γοῦνες τους κ’ οἱ ἄλλοι τραβούσανε τὰ κουπιά, γιά νά ‘ναι οἱ βάρκες τους κοντὰ στό μέρος πού θὰ ‘πεφτε ὁ Σταυρός. Ἄλλοι φωνάζανε ἀπὸ τὰ ξάρτια, ἄλλοι μαλώνανε, ἄλλοι ἀνεβαίνανε στίς κουπαστὲς γιά νά δοῦνε. Τέλος φτάνανε οἱ στρατιῶτες καὶ ταχτοποιούσανε τὸν κόσμο. Μπροστὰ πήγαινε ὁ ἀξιωματικὸς ὁ Τοῦρκος κι ἄνοιγε τὸν δρόμο νά περάσει ὁ δεσπότης, κ’ ἔλεγε: «Γιὸλ βέριν ἐφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στόν ἀφέντη!» Ὁ στρατὸς ἀραδιαζότανε σὲ παρατάξη κ’ οἱ ψαλτάδες ψέλνανε πολλὲς φορὲς «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στό τέλος τὸ ‘ψελνε κι ὁ δεσπότης κ’ ἔριχνε τὸν Σταυρὸ στή θάλασσα. Ἀλαλαγμὸς σηκωνότανε μέσα στή θάλασσα. Οἱ βάρκες καὶ τὰ καΐκια καργάρανε τὰ κουπιὰ καὶ τρακάρανε τὸ ‘να τ’ ἄλλο. Οἱ πλῶρες χτυπούσαμε ἡ μία τὴν ἄλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, ἀπόχες μπερδευόντανε μεταξὺ τους. Οἱ βουτηχτάδες πέφτανε στό νερὸ κ’ ἡ θάλασσα ἄφριζε σὰν νά παλεύανε σκυλοψαρά. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς κάνανε ὥρα πολλὴ ν’ ἀνεβοῦνε ἀπάνω, παίρνανε μακροβούτι καὶ ψάχνανε στόν πάτο νά βροῦνε τὸν Σταυρό. Γιά μία στιγμὴ φανερωνότανε κανένα κεφάλι καὶ βούλιαζε γλήγορα πρὶν νά τὸ δεῖς.
Ἄξαφνα βγῆκε ἕνα κεφάλι μὲ κόκκινα γένεια κ’ ἕνα χέρι ξενέρισε καὶ βαστοῦσε τὸν Σταυρό. Ἤτανε ὁ παλαβὸ – Παρασκευάς. Μὲ δυό – τρεῖς χεροβολιὲς κολύμπησε κατὰ τὸ μέρος τοῦ δεσπότῃ καὶ σκάλωσε στήν ἀραξιά. Ἔκανε μετάνοια καὶ φίλησε τὸ χέρι του κ’ ἔδωσε τὸν Σταυρό. Ὁ δεσπότης τὸν πῆρε, τὸν ἀσπάστηκε καὶ τὸν ἔβαλε στόν ἀσημένιο δίσκο κ’ ὕστερα ἔδωσε τὸν δίσκο στόν Παρασκευά. Οἱ ψαλτάδες πιάσανε πάλι καὶ ψέλνανε κι ὁ κόσμος ἀλάλαζε. Ὕστερα ἡ συνοδεία τράβηξε πάλι γιά τὴν ἐκκλησία. Ὁ Παρασκευὰς θεόγυμνος, μὲ τὸν δίσκο στά χέρια, γύριζε στούς μεγάλους καφενέδες καὶ στίς ταβέρνες κ’ ἔρριχνε ὁ κάθε ἕνας ὅ,τι ῥεγάλο ἤθελε. Τόσες ὧρες ὁλόγυμνος καὶ βρεμένος, μὲ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τοὺς ὤμους του δέν ἀνεσήκωνε. Ὅπως ἤτανε κοκκινογένης ἀστακόχρωμος, ἔλεγε κανένας πώς ἤτανε ὁ Σκύθης Ἀναχαρσις, πού γύριζε τὸν χειμῶνα γυμνὸς μέσα στήν Ἀθήνα τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, κ’ οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ῥωτούσανε γιατὶ δέν κρυώνει, κι αὐτὸς ἀποκρινότανε πώς ὅλο τὸ κορμὶ του εἶναι σὰν τὸ κούτελο, πού δέν κρυώνει ποτές.
Τὴν ὥρα πού ἔπεφτε ὁ Σταυρὸς στή θάλασσα, ὅλα τὰ καΐκια καὶ τὰ καράβια, πού ἤτανε φουνταρισμένα ἀνοιχτὰ στό πέλαγο, γυρίζανε τὴν πλώρη τους κατὰ τὴν Ἀνατολή, ἀπὸ κεῖ πού ἦρθε ὁ Χριστὸς στόν κόσμο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :«Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»

ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Θεοφάνεια = Φανέρωση Θεού
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το σύγχρονο άνθρωπο, με τα ποικίλα προβλήματα, τις έννοιες και τα τρεχάματα;
Ποιο μήνυμα ζωής θα μπορούσε να δώσει στον καθένα μας η γιορτή της Βάφτισης του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη πριν δυο χιλιάδες χρόνια;
Δεν θα ήθελα μ' αυτό το σημείωμα ν' αναλύσω τη σημασία της γιορτής, ν' αναφερθώ στη φανέρωση της αγίας Τριάδος στον κόσμο και τι σημαίνει αυτό, ή στη σημασία του αγιασμού των υδάτων.
Θέλω να επισημάνω ότι όλα τα πιο πάνω, τα Θεολογικά και σπουδαία για την ανθρώπινη ζωή, δεν είναι για όλους! Δεν τα καταλαβαίνουν, αλλά κυρίως δεν ενδιαφέρουν όλους! Αυτή δεν είναι η πραγματικότητα σε μας και στους άλλους; Οι περισσότεροι δεν είμαστε προσκολλημένοι στις μέριμνες; Δεν είναι «πάρεργο» η ενασχόλησή μας με την Εκκλησία, το δόγμα και το ήθος της; Δεν είναι αλήθεια ότι χρησιμοποιούμετις ακολουθίες των ημερών, για να νιώσουμε κάτι διαφορετικό; Μπορεί να ακούγονται τα πιο πάνω κάπως σκληρά. Αλλά ο απόστολος Παύλος μας λέει ότι «δεν πιστεύουν όλοι». Δεν είναι για όλους το μυστήριο της Θεολογίας. Δεν έχουν όλοι τη δυνατή ερωτική σχέση με το Θεό. Δεν βιώνουν όλοι το ίδιο την εμπειρία της Χάριτος.
Είναι αναγκαίο να κατανοούμε αυτό το «ου γαρ πάντων η πίστις» για να ταπεινωνόμαστε όταν η Εκκλησία μας παρουσιάζει τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια ως όντως φανέρωση Θεού και εμείς μένουμε ψυχροί και αδιάφοροι αναμένοντας τη συναισθηματική και ψυχολογική χαρά, όπως και να αποδεχόμαστε την ελευθερία του καθενός να σταθεί με τον τρόπο που θέλει και στο ποσοστό που θέλει απέναντι στην πνευματική και μυστηριακή ζωή. Για να «πιστέψουμε», να σταθούμε δηλαδή με δέος μπροστά στο μυστήριο της Θεοφανείας, που οι γιορτές μάς προσκαλούν, χρειάζεται να «σχολάσουμε», να ησυχάσουμε όντως. «Σχολάστε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος». Γιατί η ησυχία θα οδηγήσει στην αυτογνωσία και η αυτογνωσία στην προσπάθεια για αλλαγή, δηλαδή τη μετάνοια που είναι η θύρα προς τη βασιλεία.
Κι αν δεν μπορούμε να το κάνουμε, ένεκα του τρόπου ζωής που μπλεχτήκαμε, τουλάχιστο ας έχουμε τη συναίσθηση της αδυναμίας και οκνηρίας μας. «Όταν είμαστε ανίκανοι ν' αναρριχηθούμε στις βουνοκορφές της αρετής, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κατεβούμε τουλάχιστον στο φαράγγι της ταπεινώσεως» (Στάρετς Μακάριος). Αυτή η ταπείνωση, ως συναίσθηση ότι «ουδέν ειμί», φέρει τη χάρη που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί». Τότε ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει τη φανέρωση του Θεού μέσα του ως φως, ως χαρά, ως αγαλλίαση και ηρεμία, που δεν τον απομονώνει από τους άλλους, αλλά τον ενώνει με όλο τον κόσμο με αγάπη, και συγχρόνως του δίνει την ελπίδα για νέα αληθινή πορεία προς την όντως ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση η ελευθερία του καθενός μας καθορίζει και τη συμμετοχή μας στη Χάρη των μυστηρίων του Θεού, που η εκκλησία κάθε χρόνο μας προσφέρει με τις γιορτές της και μας καλεί να δεχτούμε καρδιακά, απλά και ουσιαστικά τη φανέρωση του Θεού μας.

Κυριακή, Ιανουαρίου 03, 2016

Ο πάσχων άνθρωπος



Μ.Ε.Λαγκουβάρδου

Ο πάσχων άνθρωπος

Ο πάσχων άνθρωπος , στη μακρόχρονη πορεία του , απέτυχε να θεραπεύσει με το μυαλό , τα δεινά που τον μαστίζουν. Το ίδιο το μυαλό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα.. Η γνώση κάνει τον άνθρωπο υπερήφανο, αλαζονικό, μοναχικό. Φτώχεια, αρρώστιες, πόλεμοι, πυρηνική απειλή, δεν εξαλείφονται με περισσότερο μυαλό, αλλά με περισσότερη αγάπη.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, το περιστατικό αυτό από τη ζωή του Ιησού στο ναό. γιατί είναι και μια παραβολή για το θέμα που γράφουμε. Οι ευαγγελιστές αναφέρουν τη θεραπεία των τυφλών και των χωλών που προσήλθαν στο ναό, όταν ο Ιησούς έδιωξε από αυτόν τους πωλητές και τους αγοραστές που υπήρχαν εκεί.. Η θεραπεία ακολουθεί τον εξαγνισμό του ναού. Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή από το ευαγγέλιο του Ματθαίου.
«Τω καιρώ εκείνω εισήλθεν ο Ιησούς εις το Ιερόν του Θεού και εξέβαλε πάντας τους πωλούντας και αγοράζοντας εν τω Ιερώ, και τας τραπέζας των κολλυβιστών κατέστρεψε και τας καθέδρας των πωλούντων τας περιστεράς. Και λέγει αυτοίς. Γέγραπται. Ο οίκος μου, οίκος προσευχής κληθήσεται. Υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών. Και προσήλθον αυτώ τυφλοί και χωλοί, εν τω Ιερώ και εθεράπευσεν αυτούς.
(Ο Ιησούς εισήλθε στο Ιερό του Θεού και έδιωξε όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν στο χώρο του ναού, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν περιστέρια. Και τους είπε: Η Γραφή λέει: Ο οίκος μου πρέπει να είναι οίκος προσευχής εσείς όμως τον κάνατε σπήλαιο ληστών. Και προσήλθαν τυφλοί και χωλοί και τους θεράπευσε.)
Το περιστατικό αυτό διδάσκει ότι ο Ιησούς. θεραπεύει αφού εξαγνίσουμε την καρδιά μας από το πάθος της ιδιοτέλειας. Ότι η καρδιά του ανθρώπου είναι ναός του Θεού. Ότι οι ιδιοτελείς σκέψεις στην καρδιά, διώχνουν από αυτήν τη αναζωογονητική χάρη του Θεού. Ότι η καρδιά δεν είναι ο τόπος για ιδιοτελείς σκέψεις, όπως ο ναός δεν είναι ο τόπος για τις συναλλαγές
« Αιτία όλων των προσωπικών και κοινωνικών νοσημάτων είναι η αναζητούσα την ευδαιμονία ιδιοτέλεια» , δηλαδή η συμπεριφορά που αποβλέπει στο ατομικό μόνο συμφέρον ή όφελος, μ΄ ένα τρόπο που ξεπερνάει τα όρια του επιτρεπτού.
Μια τέτοια ιδιοτελή συμπεριφορά περιγράφει το παρακάτω ανέκδοτο:. Ένας νέος ανέβαλε συνεχώς το γάμο του, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες, στην πραγματικότητα όμως ανέβαλε το γάμο για να του δώσουν , την αγελάδα που του είχαν τάξει. Μια μέρα ο πεθερός, μετά από μια νέα αναβολή του γάμου , οδηγεί τον νέο στο σταύλο κι αφού ρίχνει στην αγελάδα το νυφικό πέπλο, του λέει: «Έλα, πάρ’ την.Αγελάδα θέλεις, δεν θέλεις νύφη.» Όταν η ιδιοτέλεια μπαίνει στην καρδιά, ο άνθρωπος γίνεται δούλος των πραγμάτων. Η ταύτιση του κτιστού και του Ακτίστου, είναι αρρώστια, η λεγόμενη «νόσος της θρησκείας.»
Ο Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης στην Δογματική του γράφει: « Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της . Το κλειδί δια την κατανόησιν της μεταβολής της Ορθοδόξου Καθολικής Παραδόσεως από παρανόμου εις νόμιμον θρησκείαν και κατόπιν εις επίσημον Εκκλησίαν, έγκειται εις το γεγονός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διεπίστωσε ότι δεν είχε απέναντί της απλώς μίαν επί πλέον μορφήν θρησκείας ή φιλοσοφίας, αλλά μίαν καλώς οργανωμένην Εταιρείαν Νευρολογικών Κλινικών, αι οποίαι εθεράπευον την νόσον της θρησκείας και την αναζητούσαν την ευδαιμονίαν ασθένειαν της ανθρωπότητος και έτσι παρήγον φυσιολογικούς πολίτας με ανιδιοτελή αγάπην, αφιερωμένους εις την ριζικήν θεραπείαν των προσωπικών τους και των κοινωνικών νοσημάτων. Η σχέσις που ανεπτύχθη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ήτο ακριβώς αντίστοιχος προς την σχέσιν μεταξύ Κράτους και συγχρόνου Ιατρικής».
ΠΗΓΗ

Λόγος στην εορτή Θεοφανείων Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας

γίου Λουκρχιεπ. Κριμαίας,
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.
Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.
 Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ Σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺἔρχη πρὸς μέ;» (Μτ. 3, 14).
Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).
Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πᾶσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.
Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.
Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμειἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦνἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢοἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν» (Πράξ. 4, 32-35).
Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧεὐδόκησα.» (Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδίᾳ σαρκίνῃ». Ἀμήν.
 «Λόγοι κα μιλίες», τ. Β΄, κδ. ρθόδοξος Κυψέλη

Σάββατο, Ιανουαρίου 02, 2016

Ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ

Βασιλείου Στογιάννου
Ἐπιφάνεια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μία ἀποκάλυψη τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει πρῶτα-πρῶτα ἀληθινὴ θεογνωσία. Ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὄχι σὰν φοβερὸς καὶ ἀποτρόπαιος, ὅπως τὸν πίστευαν οἱ εἰδωλολάτρες οὔτε σκληρὸς καὶ ἄτεγκτος κριτής, ὅπως τὸν φανταζόταν ὁρισμένοι ἰουδαϊκοὶ κύκλοι. Ὁ Θεὸς ποὺ φανερώνεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι μία ψυχρὴ λογικὴ ἐξήγηση τοῦ σύμπαντος, ὅπως νόμιζαν οἱ φιλόσοφοι οὔτε ὁ ὁδηγὸς ἑνὸς μόνο λαοῦ στὴν πορεία του, ὅπως πίστευε ὁ Ἰσραήλ.
Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν Ἐπιφάνειά του ὡς Πατέρας στοργικὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξάρτητα ἀπὸ φυλετικές, πολιτικές, πολιτιστικὲς ἢ καὶ θρησκευτικὲς ἀκόμη παραδόσεις. Ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας τῶν ἀνθρώπων ὄχι μόνον ὡς Δημιουργός, ἀλλὰ κυρίως ὡς Πατέρας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μεγάλου πρωτότοκου ἀδελφοῦ ὅλων μας. Καὶ ἀποκαλύπτει αὐτὴ τὴ νέα του σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ὄχι μέσα ἀπὸ βροντὲς καὶ καπνούς, ὅπως ἄλλοτε στὸ Σινά, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπεινὴ ἀνθρώπινη μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σκηνὴ κατὰ τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως μετὰ ἡ Μεταμόρφωση καὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι σκηνὴ δόξας καὶ ἀποκάλυψη τῆς Θείας μεγαλειότητας. Δὲν ἔχουν ὅμως σὰν στόχο νὰ καταπλήξουν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τοῦ θυμίσουν πὼς ἡ καινούρια θεογνωσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο ποὺ ἔγινε σάρκα καὶ ὄχι ἀπὸ ἕναν οἱοδήποτε ἄνθρωπο. Κι ἀκόμα οἱ λίγες ἀκτίνες τῆς δόξας ἀφήνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ ἀπὸ τώρα, ὅσο μπορεῖ, τὸ νέο κόσμο κοντὰ στὸν Θεὸ Πατέρα του.
Περισσότερο ὅμως ἀπὸ τὴ δόξα, μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Ἐπιφάνεια τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι δεῖγμα περίτρανο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅσοι βιάζονται νὰ δοῦν γύρω τους σκοτάδι καὶ ἀντιμετωπίζουν τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὴ γῆ χωρὶς νόημα, δὲν ἔχουν παρὰ νὰ θυμηθοῦν τὴ φιλανθρωπία, ὅπως φανερώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου. Θὰ ἀνακαλύψουν τότε πὼς ὁ Θεὸς Πατέρας βρίσκεται πάντα κοντά μας, δίπλα μας, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐμεῖς τὸν ἐγκαταλείπουμε -κυρίως τότε!
Ἔτσι ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία γίνεται πηγὴ ἐλπίδας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, φῶς γιὰ τὴν καθημερινή του πορεία μέσα στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ Ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου εἶναι ὅμως καὶ ἀληθινὴ κοσμογνωσία. Ὄχι φυσικὰ μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνει ἡ φυσικὴ καὶ οἱ συναφεῖς ἐπιστῆμες. Ἡ ἀνακάλυψη τῶν μυστικῶν τῆς κτίσεως καὶ ἡ διατύπωση τῶν νόμων ποὺ τὰ διέπουν ἀφέθηκε ἀπὸ τὸν Θεό στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ δύναμη τοῦ νοῦ του. Ὁ Θεὸς προίκισε τὸν ἄνθρωπο μὲ πολλὲς ἱκανότητες, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βρεῖ μέσα ἀπὸ τὰ μονοπάτια τῆς ἐπιστήμης τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας καὶ νὰ ἀχθεῖ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στὸν Δημιουργό. Τὰ μεγάλα ὅμως ἐρωτήματα γιὰ τὴν πορεία τοῦ κόσμου ὡς κατοικίας τοῦ ἀνθρώπου μένουν πάντα ἀναπάντητα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Γιατί ἡ ἐπιστήμη βλέπει περιορισμένα τοπικὰ καὶ χρονικά, ὅπως περιορισμένος εἶναι κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Τὸ πολὺ-πολὺ φτάνει μέχρι τὴ διατύπωση τῶν μεγάλων ἐρωτημάτων. Ἐκεῖ σταματᾶ, περιμένοντας μία ἀπάντηση ἀπὸ ἀλλοῦ. Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐπιφάνειας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν θεόπνευστων μαθητῶν καὶ ἀποστόλων του. Δὲν εἶναι ἀπάντηση σὲ λεπτομέρειες, ἀλλὰ στὸ σύνολο. Μιλᾶ ἡ ἀποκάλυψη γιὰ τὴν παρέλευση τοῦ παρόντος σχήματος τοῦ κόσμου καὶ γιὰ τὴν προοδευτικὴ ἀνάκτησή του ἀπὸ τὴν παντοδύναμη δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου. Μὲ εἰκόνες καὶ παραβολὲς μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα νέο κόσμο ποὺ κατοικεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς σκιαγραφεῖ ἕνα κόσμο χωρὶς κακὸ καὶ ἁμαρτία, χωρὶς φθορὰ καὶ θάνατο. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι φανερὴ καὶ στὴ νέα, ἀληθινὴ κοσμογνωσία…
Ἡ Ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅμως καὶ ἀληθινὴ ἀνθρωπογνωσία Ἡ πιὸ μεγάλη ἀποκάλυψη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν πραγματικὴ φύση του, γιὰ τὴ θέση του μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν πορεία του τόσο ἀτομικὰ ὅσο καὶ συλλογικά, γιὰ τὸ προσωπικὸ καὶ ὁμαδικὸ μέλλον του, ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ μιά γιὰ πάντα μὲ τὴν Ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου, μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀναστροφὴ τοῦ ἀνάμεσά μας. Ὅσο εὔκολα ὅμως θυμόμαστε τὴ θεϊκὴ φύση τοῦ Χριστοῦ τόσο δύσκολα φέρνουμε στὸ νοῦ μας τὴν ἀνθρώπινη φύση Του -αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ νέα ἀνθρωπογνωσία, ποὺ μᾶς ἄνοιξε τὸ μυστικὸ κόσμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Ἐπιφάνεια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μὲ ἀνθρώπινη μορφὴ πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ὅμως καὶ ἀποκάλυψη τῆς ἐσώτερης οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὁ Χριστὸς παίρνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἀναπλάσει, τὴν ἀνακαινίζει, τὴν ἀναγεννᾶ. Οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας ἐπιμένουν πολὺ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Γιατί ἀκριβῶς συνδέεται μὲ τὴ χριστιανικὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ξέρουμε τὸν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Χριστός μᾶς τὸν ἀποκάλυψε σ’ ὅλο τὸ βάθος του, σ’ ὅλη τὴν ἔκταση τῶν σχέσεών του μὲ τὸν Θεό, τὸν κόσμο καὶ τοὺς συνανθρώπους. Κοντολογίς, ξέρουμε ποιοὶ εἴμαστε, γιατί ξέρουμε ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὁ Χριστός. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀποκτήσαμε ἕνα καθρέφτη, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ συγκρίνουμε κάθε φορά τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ βλέπουμε πόσο ἔχουμε ἀποκτήσει τὴν πραγματικὰ ἀνθρώπινη μορφή.
Ἡ νέα, ἀληθινὴ εἰκόνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀποκάλυψε μὲ τὴν παρουσία του στὴ γῆ ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι βέβαια πάντα εὐχάριστη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γιατί τοῦ δείχνει γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, τοῦ θυμίζει πόσο λίγο εἶναι ἄνθρωπος, πόσο λίγο συμπεριφέρεται ὡς ἄνθρωπος, πόσο λίγο λογαριάζει τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση τῶν συνανθρώπων του. Νὰ γιατί οἱ ἄνθρωποι φαίνονται πολλὲς φορὲς πρόθυμοι νὰ δεχτοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ τὸ ἐγκαταλείπουν γρήγορα, ἀμέσως μόλις γίνει λόγος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὡς ὁμοίωση μὲ τὸν Χριστό…
Ἄνθρωπος εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀδελφός του Χριστοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν ἁπλὴ πρόταση συνοψίζεται ἡ νέα ἀνθρωπογνωσία. Ἁπλὴ στὴ διατύπωση, ἀλλά μὲ συνέπειες ἀνυπολόγιστες γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν καθημερινὴ πράξη μας. Γιατί θεμελιώνει τὴν ὕπαρξή μας στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Γιατί μᾶς συνδέει μὲ τὴν ἄκρα ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο μὲ τὰ μάτια τῆς ἐλπίδας τοῦ νέου, μεταμορφωμένου καὶ αἰώνιου κόσμου. Κι ὅλα τοῦτα μπορεῖ νά φαίνονται ὄμορφα καὶ ἑλκυστικὰ ὅσο μένουν στὴ θεωρία. Μόλις ὅμως ἔλθει ἡ ὥρα ποὺ πρέπει νὰ μεταβληθοῦν σὲ πράξη, ποὺ πρέπει νὰ κατευθύνουν τὴ ζωή μας καὶ τὶς καθημερινὲς συναλλαγές μας, ἀρχίζει νὰ μεταβάλλεται ἡ εἰκόνα. Ἡ ἀνθρωπογνωσία μᾶς γίνεται βάρος καὶ βαρεία ἐπιταγή, ποὺ προσπαθοῦμε νὰ ἀποφύγουμε μὲ κάθε τρόπο καὶ μ’ ὁποιαδήποτε δικαιολογία. Ἡ ἀνθρωπογνωσία ἀποκτᾶ τότε καὶ μία ἄλλη διάσταση: γίνεται κριτήριο, δικαστήριο φοβερὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο δὲν ἀνοίγει διάπλατη τὴν καρδιὰ του σ’ ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ σ’ ὅλη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ἡ τελευταία διάσταση τῆς Ἐπιφάνειας, ἡ κρίση ποὺ ἐπιφέρει γιὰ τὸν ἄνθρωπο, φαίνεται νὰ λειτουργεῖ ὑποτονικὰ μέσα στὸ χριστιανικὸ κόσμο τὸν τελευταῖο καιρό. Ἀπόδειξη ἡ πνευματικὴ ραθυμία τοῦ καιροῦ μας καὶ ἡ πρακτικὰ ἀντιπνευματικὴ καὶ ἀντικοινωνικὴ στάση τῶν πολλῶν. Ἡ ἀνθρωπογνωσία μας ἔφτασε νὰ περιορίζεται στὴ γνώση τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῆς ὕλης καὶ μάλιστα σὲ μία ἀτομοκρατικὴ διάσταση. Εἶναι κι αὐτὸ μία τρανὴ ἀπόδειξη γιὰ τὸ πόσο ἀπομακρύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι πὼς δὲν ὑποψιάζονται κἄν οἱ πολλοὶ τὴν ὕπαρξη τῆς ἐλπίδας, τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ τῆς ἀλλαγῆς ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ ἐπιφανεῖς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Παχυλὴ ἄγνοια, πρακτικὸς ὑλισμὸς καὶ κυρίως ἡ ἀντιπνευματικὴ ἀτμόσφαιρα –δημιούργημα τῶν πολέμων-, συντελοῦν στὴν παραθεώρηση τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπογνωσίας, τῆς ἀληθινῆς κοσμογνωσίας, τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο, θεῖο καὶ λυτρωτικὸ δῶρο ὁ Χριστός.
Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἱστορία ποὺ ἀνήκει στὸ παρελθόν. Εἶναι τὸ παρόν, ἡ βεβαία ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ αἰσιόδοξη προοπτικὴ γιὰ ἕνα νέο κόσμο, γιὰ μία νέα σχέση μὲ τὸν Θεό, γιὰ μία νέα ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τοὺς συνανθρώπους. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἕτοιμος ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχτεῖ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου…
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἡ Ἐκκλησία στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν».
Ἔκδ. Π. Πουρναρὰ

Παρασκευή, Ιανουαρίου 01, 2016

Ἅγιος Παΐσιος: «Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας θὰ ἔπιανε ξανὰ τὴν σπηλιὰ καὶ τὸ κομποσχοίνι»


Ἁγίου  Γέροντα Παϊσίου Ἁγιορείτου

…Οἱ περισσότεροι Πνευματικοί τῆς ἐποχῆς μας εἶναι καλογερομάχοι καὶ ποικιλοτρόπως βάλλουν κατὰ τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ μάλιστα χρησιμοποιοῦν καὶ Μεγάλους Βασιλείους μὲ Βασιλειάδες καὶ κοινωνικὴ δράση κ.λ.π. Δὲν θέλω νὰ ἀναφέρω τὴν ζωὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, πρὶν ἀρχίση τὶς Βασιλειάδες, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ πῶ τὸν λογισμό μου, τί θὰ ἔκανε ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας. Ἔχω τὴν γνώμη ὅτι θὰ ἔπιανε ξανὰ τὴν σπηλιὰ καὶ τὸ κομποσχοίνι, βλέποντας τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης (ἀπὸ τὶς Βασιλειάδες καὶ ἄλλων Ἁγίων Πατέρων) νὰ ἔχη ἁπλώσει παντοῦ, ὄχι μόνο στοὺς πιστοὺς ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στοὺς ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι μαζὶ ἀποτελοῦν τὴν Κοινωνικὴ Πρόνοια, ποὺ περιθάλπει ἀκόμη καὶ μέλη τῶν Πνευματικῶν Φιλανθρωπικῶν Συλλόγων (μὲ χαρτὶ μόνον ἀπορίας). Μὲ λίλα λόγια, ἡ Κοινωνικὴ Πρόνοια καθημερινῶς φωνάζει: «Ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς μας, ἀφῆστε τὴν φιλανθρωπία σ΄ ἐμᾶς τοὺς λαϊκούς, ποὺ δὲν μποροῦμε να κάνουμε καὶ κάτι ἄλλο, καὶ ἐσεῖς κοιτάξτε νὰ ἀσχοληθῆτε μὲ κάτι τὸ πνευματικώτερο». 

Δυστυχῶς ὅμως, ὄχι μόνον αὐτὸ δὲν κάνουν μερικοὶ Κληρικοί, διότι δὲν τὸ καταλαβαίνουν, ἀλλὰ τὸ κακὸ εἶναι ποὺ ἐμποδίζουν καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸ καταλαβαίνουν καὶ θέλουν νὰ δοθοῦν ὁλόκληροι στὸν Χριστὸ καὶ αἰσθάνονται ἔντονα τὴν κλίση τῆς ἀναχωρήσεως. Δὲν φτάνουν...
δηλαδὴ τὰ ὅσα ἀκούει ἕνας ἀρχάριος Μοναχὸς ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, ἀκούει καὶ ἕνα σωρὸ ἀπὸ τοὺς Κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη καὶ τὴν παράλογη ἀπαίτηση ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς νὰ ἀφήσουν τὴν ἔρημο καὶ νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν κοινωνικὴ δράση τῆς φιλανθρωπίας. Καλὸ εἶναι νὰ ἀναφέρω καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ στεφάνια ποὺ τοὺς πλέκουν: «τεμπέληδες, ἀτομιστές, ἄνανδρους, κ.λ.π.», ἐπειδὴ θεωροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τους ἥρωες, ποὺ ἀγωνίζονται μέσα στὴν ἁμαρτωλὴ κοινωνία, καὶ τοὺς Μοναχοὺς δειλούς, ποὺ φεύγουν, γιὰ νὰ σώσουν μόνον τὴν ψυχή τους.
Ἀπορῶ πῶς δὲν καταλαβαίνουν τὴν μεγάλη ἀποστολὴ τοῦ Μοναχοῦ!!! Ὁ Μοναχὸς φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, ὄχι γιατί μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸν κόσμο καὶ κατ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τὸν βοηθήση περισσότερο διὰ τῆς προσευχῆς του σὲ πράγματα ποὺ δὲν γίνονται ἀνθρωπίνως παρὰ μόνο μὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση. Ἔτσι σώζει ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ὁ Μοναχὸς δὲν λέει ποτέ: «νὰ σώσω τὸν κόσμο», ἀλλὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, παράλληλα μὲ τὴν δική του. Ὅταν ὁ καλὸς Θεὸς ἀκούση τὴν προσευχή του καὶ βοηθήση τὸν κόσμο, πάλι δὲν λέει «ἔσωσα ἔγω κόσμο», ἀλλὰ «ὁ Θεός».

 
πηγή:Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἐπιστολές», (Ἁγίου) Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου» Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης
το είδαμε     εδώ

Νέον Ἔτος

Νέον Ἔτος

 ΙΩΑΝΝΟΥ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ   
Τήν 1η Ἰανουαρίου ἑώρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τήν Περιτομή τοῦ Χριστοῦ καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Τό διπλό αὐτό ἑορτολογικό περιεχόμενο ἔχει μία λαμπρά ἐκπροσώπησι στήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας. Καί δικαίως, γιατί ἡ μέν περιτομή καί ὀνοματοδοσία τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τῆς γεννήσεως Του ἀποτελεῖ, τήν βεβαίωσι τῆς σαρκώσεως καί τῆς προσλήψεως ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ τῆς τελείας ἀνθρωπίνης μορφῆς ἀναλλοιώτως καί τῆς εἰσόδου Του στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ ἀληθινά μέγας ἱεράρχης, πού μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τά σοφά του συγγράμματα καί τήν ἔξοχο δρᾶσι του ἀνεδείχθη Πατήρ καί φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐφάμιλλο τοῦ ὁποίου δέν ἐγνώρισε ἴσως ἄλλον ὁ χριστιανικός κόσμος. Καί ἡ δεσποτική ἑορτή τῆς Περιτομῆς καί ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περιττό καί νά εἰποῦμε, ὅτι δέν ἔχουν καμμία σχέσι πρός τήν ἔναρξι τοῦ ἔτους, τήν πρωτοχρονιά.
 Ἡ περιτομή ἐτέθη τήν 1η Ἰανουαρίου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τά Χριστούγεννα. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 συνέβη ὁ θάνατος, ἡ κοίμησις ἐπί τό χριστιανικώτερον, τοῦ ἁγίου Πατρός. Ἡ σύνδεσις τοῦ δευτέρου πρός τήν πρωτοχρονιά, τά δῶρα, τά γλυκίσματα κλπ., ἔχει καθαρῶς λαογραφικό χαρακτῆρα. Ἡ Ἐκκλησία ἐπισήμως φαίνεται σάν νά ἀγνοῇ τήν ἀλλαγή τοῦ ἔτους, τίς πανηγύρεις καί τίς ἐκδηλώσεις πού τήν συνοδεύουν, καί νά ζῇ σ᾿ ἕνα ἄλλο δικό της κόσμο, πού δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀλλοίωσι τῶν φθαρτῶν καί ρεόντων χρονικῶν συστημάτων τοῦ προσκαίρου αὐτοῦ κόσμου.
 Ὁμολογουμένως αὐτό δέν θά ἦταν ἀσύμφωνο πρός τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας μας. Γιά τόν ἄναρχο, αἰώνιο καί ἀτελεύτητο Θεό ἡμέρες, μῆνες καί ἔτη δέν ὑπάρχουν. Χίλια ἔτη γιά Ἐκεῖνον εἶναι σάν τήν χθεσινή ἡμέρα πού πέρασε καί σάν ἕνα τρίωρο νυκτερινῆς φρουρᾶς, κατά τόν ψαλμῳδό (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β´ Πετρ. 3, 8). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν προσήλωσι καί τήν δουλική προσκόλλησι στά «ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα» τῶν κοσμικῶν ὑπολογισμῶν καταδικάζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Γαλάτας: «Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μῆνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς! Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς» (Γαλάτ. 4, 10). Χωρίς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νά ἀρνηθῇ τόν ὑπερκόσμιο χαρακτῆρα τῆς λατρείας της καί χωρίς νά δουλωθῇ στούς καιρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἦταν ἑπόμενο καί νά μή μπορῇ νά παραβλέψῃ τήν διάκρισι καιρῶν καί ἐνιαυτῶν. Δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός, ἀλλά καί ἀνθρώπινος. Δέν εἶναι μόνο ὑπερκόσμιος, ἀλλά καί ἐγκόσμιος.
Τέλειος τύπος συγκερασμοῦ τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων τῆς ἐδόθη ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὅπως Ἐκεῖνος ἦτο «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιος ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα», ὅπως αἱ δύο φύσεις ἡνώθησαν στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἁρμονικά καί ἀχώριστα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἐκκλησία, κατά τό πρότυπο τῆς κεφαλῆς της, διεμορφώθη σέ θεανθρώπινο ὀργανισμό. Καί ἡ λατρεία της ἀκριβῶς συνεκέρασε τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως. Ὅπως δέ ἀκριβῶς ἡ θεία φύσις στόν Χριστό προσέλαβε καί ἐθέωσε καί τήν ἀνθρωπίνη, ἔτσι καί ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας προσέλαβε καί ἐξαγίασε τά σχήματα τοῦ κόσμου τούτου. Τά ἐξεχριστιάνισε, τά ἐθέωσε. Δέν τά ἀπέρριψε οὔτε τά συνέτριψε, ὅπως καί ὁ Χριστός δέν ἀπέρριψε οὔτε κατέκαυσε μέ τό πῦρ τῆς Θεότητος τό ὀστράκινο σκεῦος τῆς ἀνθρωπίνης σαρκός πού περιεβλήθη. Τήν ἐφαρμογή τῶν ἀνωτέρω εὑρίσκομε καί στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἀκούσθηκε στόν κόσμο τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας καί συνεκροτήθη ἡ Ἐκκλησία, δέν ἐφρόντισε νά ἐφεύρῃ κανένα νέο ἡμερολόγιο, οὔτε νά ἐπινοήσῃ νέες ὑπερκόσμιες χρονικές ὑποδιαιρέσεις. Στά μέρη ὅπου διεδόθη βρῆκε πολλά συστήματα καταμετρήσεως τοῦ χρόνου, διάφορα ἡμερολόγια. Τά υἱοθέτησε καί τά ἐξεχριστιάνισε.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εἴδαμε στήν ἀναδρομή πού ἐκάμαμε κατά καιρούς στό λειτουργικό ἔτος. Τίς ἱερές ἡμέρες τῶν ἡμερολογίων τῶν Ἑβραίων ἤ εἰδωλολατρῶν δέν τίς κατήργησε· τίς ἐβάπτισε εἰς Χριστόν καί τίς ἐνέδυσε τόν Χριστόν, ὅπως καί τούς Ἑβραίους καί τούς εἰδωλολάτρας. Ἡ 14η τοῦ Νισάν, τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, ἡ ἀνάμνησις τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἔγινε Πάσχα Κυρίου, διάβασις τοῦ Χριστοῦ καί ὅλων ἡμῶν μαζί Του ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Ἡ ἑορτή τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου καί τοῦ θερισμοῦ, ἡ Πεντηκοστή, ἔγινε ἑορτή τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἐνάρξεως τοῦ πνευματικοῦ θερισμοῦ. Τό Σάββατο, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς καταπαύσεως τῶν ἔργων, ἔγινε Κυριακή, ἡ ἑβδομαδιαία ἑορτή τῆς ἀναστάσεως. Ἡ 25η Δεκεμβρίου, ἡ εἰδωλολατρική ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου, ἔγινε ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Χριστοῦ, κ.ο.κ. Καί ἡ πρώτη τοῦ ἔτους; Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι περισσότερο πολύπλοκα, γι᾿ αὐτό καί ἡ ἱστορία τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς πρωτοχρονιᾶς εἶναι μακρά καί ἀνώμαλος. Ἴσως ὅμως γι᾿ αὐτό ἔχει καί περισσότερο ἐνδιαφέρον. Δέν θά παρακολουθήσωμε ὅλον αὐτόν τόν λαβύρινθο. Καί μόνο μιά ματιά στό πλῆθος καί στήν ποικιλία τῶν ἡμερολογίων, πού βρῆκε ὁ Χριστιανισμός κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς ζωῆς του, εἶναι ἱκανή νά μᾶς δημιουργήσῃ τήν ἐντύπωσι βιβλικῆς Βαβέλ.
 Σχεδόν κάθε πόλις καί περιοχή εἶχε τό ἰδικό της ἡμερολόγιο, πού πολλές φορές καί αὐτό διεκρίνετο σέ παλαιό καί σέ νέο. Αὐτό κυρίως ὠφείλετο στήν ἔλλειψι σταθεροῦ κριτηρίου γιά τήν μέτρησι τοῦ χρόνου, φυσικά καί στήν διάσπασι τῶν λαῶν τῆς γῆς. Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί τά φυσικά φαινόμενα ἔδιδαν σέ ὅλους τούς λαούς τά μέτρα τῆς διαιρέσεως τοῦ χρόνου. Τό γράφει καί ἡ Γένεσις: «Καί εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέσον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός· καί ἔστωσαν εἰς σημεῖα καί εἰς καιρούς καί εἰς ἡμέρας καί εἰς ἐνιαυτούς» (Γενέσ. 1, 14). Ἀλλ᾿ ἀπό τοῦ σημείου αὐτοῦ μέχρι τοῦ νά ὑπάρξῃ κοινός τρόπος καταμετρήσεως τοῦ χρόνου ἡ ἀπόστασις εἶναι μεγάλη. Τό ἡλιακό καί τό σεληνιακό ἔτος, ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καί τῶν φάσεων τῆς σελήνης, δέν μᾶς δίδουν τό ἴδιο μέτρο.
 Οὔτε ἦταν εὔκολος, ἰδίως μέ τίς ἀστρονομικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς, ὁ ὑπολογισμός μέ ἀπόλυτο ἀκρίβεια τῆς διαρκείας τῶν περιόδων αὐτῶν. Ἄς προστεθῇ σ᾿ αὐτά καί ἡ παράλογος πολλές φορές, ἰδίως σέ τέτοιου εἴδους θέματα, συντηρητικότης τῶν ἀνθρώπων, πού προτιμοῦν νά μένουν προσκεκολλημένοι σέ μία παλαιά, ἀποδεδειγμένως ἐσφαλμένη, μορφή, ἀπό φόβο πρός τό νέο καί τό ἄγνωστο. Εἰδικώτερα γιά τήν ἐκλογή τῆς ἡμέρας τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἔτους τό κριτήριο ἦταν ἀκόμη περισσότερο ἀσταθές, ἀνάλογα μέ τίς προϋποθέσεις πού ἐπικρατοῦσαν. Ἄν δηλαδή θά ἐλαμβάνετο ὡς ἀρχή τό ἡλιοστάσιο καί ποῖο ἀπό τά δύο, τό θερινό ἤ τό χειμερινό, ἄν ἡ ἰσημερία καί ποία ἀπό τίς δύο, ἡ ἐαρινή ἤ ἡ φθινοπωρινή, ἄν οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους καί ποιά ἀπό τίς τέσσαρες, ἄν καμμία θρησκευτική ἑορτή ἤ κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός.
Ὅλοι αὐτοί οἱ σταθμοί χρησιμοποιοῦνται ὡς ἀφετηρία τοῦ ἔτους στά ἐπί μέρους τοπικά ἡμερολόγια. Πολλές φορές ἔχομε στό ἴδιο ἡμερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά καί νεωτέρα, θρησκευτική καί πολιτική κλπ. Ἔτσι στήν Ρώμη κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ Πομπηλίου ἀρχή τοῦ ἔτους ἦταν ἡ 1η Μαρτίου, τοῦ πρώτου μηνός τῆς ἀνοίξεως. Ἀπό αὐτό τό ἡμερολόγιο διατηροῦνται ἀκόμη τά ὀνόματα τοῦ ἑβδόμου, ὀγδόου, ἐνάτου καί δεκάτου μηνός (Σεπτέμβριος, Ὀκτώβριος, Νοέμβριος καί Δεκέμβριος), καίτοι κατά τό νεώτερο ἡμερολόγιο ἡ ἀρίθμησίς των εἶναι διαφορετική.
Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ μετερρύθμισε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ναουμᾶ τό ἔτος 45 π.Χ (Ἰουλιανόν ἡμερολόγιον) καί πρώτη τοῦ ἔτους καθωρίσθη ἡ 1η Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἑωρτάζετο ἀπό τούς ἐθνικούς μέ μεγάλη ἐπισημότητα, θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχηρά παιγνίδια, μέθες καί ὄργια. Μερικά ἀπό τά ἔθιμα αὐτά ἐπεβίωσαν στίς χριστιανικές κοινωνίες, παρά τήν ἀντίδρασι τῶν Πατέρων καί τίς ἀπαγορεύεις τῶν Συνόδων.
Ἡ 1η Ἰανουαρίου πάντως παρέμεινε ὡς πρώτη τοῦ ἔτους στήν Δύσι καί μετά τήν πλήρη ἐπικράτησι τοῦ χριστιανισμοῦ, ἄν καί σέ ὡρισμένα μέρη της ὡς πρώτη τοῦ ἔτους ἐθεωρεῖτο ἡ 1η Μαρτίου, ἡ παλαιά πρωτοχρονιά, τά Χριστούγεννα, ὁ Εὐαγγελισμός ἤ τό Πάσχα. Στήν Ἀνατολή ὑπῆρχαν περισσότερα ἡμερολόγια καί περισσότερες πρωτοχρονιές. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς πρῶτο μῆνα θεωροῦσαν τόν σεληνιακό μῆνα Νισάν, τόν πρῶτο τῆς ἀνοίξεως, κατά τήν πανσέληνο τοῦ ὁποίου (14 Νισάν) ἑώρταζαν τό Πάσχα. Ἀργότερα ὡς πρῶτο μῆνα ὥρισαν τόν Τισρί, τόν πρῶτο σεληνιακό μῆνα τοῦ φθνοπώρου.
Ἐπί μακρό πάντως χρονικό διάστημα συνυπῆρχαν οἱ δύο πρωτοχρονιές, ἡ 1η τοῦ Νισάν καί ἡ 1η τοῦ Τισρί. Τά περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ἡμερολόγια τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἐφέσου, τῆς Κρήτης, τῆς Κύπρου, τῆς Βιθυνίας καί τῆς Ἡλιουπόλεως τῆς Συρίας εἶχαν ὡς πρωτοχρονιά τήν ἡμέρα τῆς φθινοπωρινῆς ἰσημερίας, τήν 24η Σεπτεμβρίου, ἤ τήν πλησιεστέρα πρός αὐτήν ἀρχή νέου μηνός, δηλαδή τήν 1η Ὀκτωβρίου, ὅπως τά ἡμερολόγια τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Σελευκείας τῆς Συρίας.
Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ἐν τῷ μεταξύ ἔγινε ἡ ἐθνική ἑορτή τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, γιατί ἦταν ἡ γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου. Στήν 23η λοιπόν τοῦ Σεπτεμβρίου μετετέθη ἀπό τήν 24η ἡ πρώτη τοῦ ἔτους. Ἡ 23η Σεπτεμβρίου ὡρίσθη τό 312 μ. Χ. ὡς ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἤ τῆς Ἰνδικτιῶνος, δηλαδή τῆς περιόδου τοῦ περί φόρου ρωμαϊκοῦ διατάγματος, πού ἴσχυε γιά 155 ἔτη. Ἴνδικτος βραδύτερον κατήντησε νά σημαίνῃ καί τήν περίοδο ἑνός ἔτους, ἀρχή δέ τῆς Ἰνδίκτου τήν πρωτοχρονιά. Αὐτήν τήν πρωτοχρονιά τῆς 23ης Σεπτεμβρίου ἐδέχθη κατά πρῶτον καί ἐξεχριστιάνισε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς.
 Σ᾿ αὐτήν ἐτέθη τό πρῶτο γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, ἡ σύλληψις τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπό αὐτήν ἤ τήν μετά ἀπό αὐτήν Δευτέρα ἤρχιζε ἡ κατά συνέχειαν ἀνάγνωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό Κατά Λουκᾶ Εὐαγγέλιο, πού ἐκτός ἀπό τήν σύλληψι τοῦ Βαπτιστοῦ μᾶς ἀφηγεῖται καί ἄλλα γεγονότα τῆς ἀρχῆς τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, πού δέν μᾶς διέσωσαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελισταί, ὅπως τόν εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τήν ἐπίσκεψι στήν Ἐλισάβετ καί τήν γέννησι τοῦ Προδρόμου. Τό ἔτος 462 μ.Χ. μετετέθη ἡ πρώτη τοῦ ἔτους στήν 1η Σεπτεμβρίου γιά πρακτικούς λόγους καί γιά νά συμπίπτῃ πρώτη τοῦ ἔτους καί πρώτη τοῦ μηνός. Ἡ ἡμέρα αὐτή ἦταν εἰς τό ἑξῆς ἡ ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, ἡ πρωτοχρονιά, καθ᾿ ὅλη τήν βυζαντινή περίοδο. Καί αὐτή καθηγιάσθη ἀπό τήν Ἐκκλησία.
 Ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, πού περιέχεται σήμερα στά λειτουργικά μας βιβλία, ἀναφέρεται κατά μέγα μέρος στήν πρώτη τοῦ ἔτους. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς λειτουργίας ἐλήφθη πάλι ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, πού περιγράφει τήν πρώτη δημοσία ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ καί τό πρῶτό Του κήρυγμα γιά τόν «ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4, 16 ἐξ.).
 Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ι´ αἰῶνος προβλέπει λιτανεία «εἰς τόν φόρον» καί τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος λιτανεία ἀνά τήν πόλιν καί ἁγιασμό ὑδάτων. Τό τελευταῖο αὐτό μᾶς διασώζει καί τίς αἰτήσεις τῆς ἐκτενοῦς, πού ἐλέγοντο ἀπό τόν ἀρχιερέα εἰς τό τέλος τῆς λιτανείας: «Ὑπέρ τῆς οἰκουμενικῆς καταστάσεως καί εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…». «Ὑπέρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ συντριβῆναι τόν Σατανᾶν ὑπό τούς πόδας ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ ἄσειστον καί ἄφλεκτον καί ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τήν πόλιν ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν…». Ὅταν κατά τούς νεωτέρους χρόνους ἡ ρωμαϊκή πρωτοχρονιά τῆς 1ης Ἰανουαρίου ἦλθε καί στήν Ἀνατολή, ἡ Ἐκκλησία γιά διαφόρους λόγους δέν εἶχε πιά τήν δύναμι νά τήν ἀφομοίωσῃ καί νά τήν ἐκχριστιανίσῃ. Ἔμεινε προσκεκολλημένη στήν μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, τήν 1η Σεπτεμβρίου, σέ μία ἡμέρα πού δέν ἦταν πιά πρωτοχρονιά.
 Κατά τήν 1η Ἰανουαρίου ἀκούονται σήμερα στούς ναούς μας λόγοι γιά τήν πρώτη τοῦ ἔτους κατά τό κήρυγμα – καί αὐτό εἶναι μέρος τῆς θείας λατρείας – καί στό τέλος τῆς λειτουργίας γίνεται μία δοξολογία ἀνάμικτη μέ δέησι γιά τήν εὐλογία τοῦ νέου χρόνου, πού ἔχει εἰσαχθῆ κάπως ἐμβαλωματικά στό κατά τά ἄλλα ἄσχετο πρός τήν πρώτη τοῦ ἔτους λειτουργικό περιεχόμενο τῆς ἡμέρας.
Ἕνα ἀπαραμίλλου ὅμως κάλλους ὑμνογραφικό ὑλικό μένει ἀνεκμετάλλευτο, καταχωσμένο κάτω ἀπό τά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς πρωτοχρονιᾶς, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου. Ἀπό αὐτό θά ἀνασύρωμε μερικά ἐκλεκτά τροπάρια: Τό ἰδιόμελο τοῦ πλ. β´ ἤχου, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Βυζαντίου, πού ψάλλεται στό «Καί νῦν» τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ· «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος…». Τό πρῶτο κάθισμα τοῦ πλ. δ´ ἤχου, προσόμοιον τοῦ «Τήν Σοφίαν καί Λόγον»· «Ὁ καιρούς καρποφόρους…».Τό πρῶτο ἐξαποστειλάριο «Θεέ θεῶν καί Κύριε…». Καί τέλος τό δεύτερο στιχηρό τῶν αἴνων, ἰδιόμελο τοῦ δ´ ἤχου, ποίῃμα Ἰωάννου μοναχοῦ· «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός…». Καί τά τέσσαρα αὐτά τροπάρια, ὅπως καί ὅλα τά ἄλλα τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἶναι γεμᾶτα ἐμπιστοσύνη πρός τόν Θεό, τόν δημιουργό καί προνοητή τοῦ παντός· στά χέρια Του ἀφήνουν τούς πόθους καί τούς φόβους τοῦ λαοῦ Του· ζητοῦν νά χαρίσῃ ὁ Θεός στόν κόσμο Του τήν εἰρήνη, νά κατευθύνῃ τά ἔργα τῶν χειρῶν τῶν δούλων Του, νά δώσῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εὐκαιρίες δοξολογίας τοῦ ὀνόματός Του καί νά εὐλογήσῃ «τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του.
Τί ἄλλα καλλίτερα καί πληρέστερα αἰτήματα θά μποροῦσε νά ἀπευθύνῃ ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό κατά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἔτους: «Ὁ Πνεύματι ἁγίῳ συνημμένος, ἄναρχε Λόγε καί Υἱέ, ὁ πάντων ὁρατῶν καί ἀοράτων συμπαντουργός καί συνδημιουργός, τόν στέφανον τοῦ ἑνιαυτοῦ εὐλόγησον, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τῶν ὀρθοδόξων τά πλήθη, πρεσβείας τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων σου». «Ὁ καιρούς καρποφόρους καί ὑετούς οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπί γῆς καί νῦν προσδεχόμενος τάς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπό πάσης λύτρωσαι ἀνάγκης τήν πόλιν σου· οἱ οἰκτιρμοί καί γάρ σου εἰς πάντα τά ἔργα σου. Ὅθεν τάς εἰσόδους εὐλογῶν καί ἐξόδους, τά ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός· σύ γάρ ἐξ οὐκ ὄντων τά σύμπαντα, εἰς τό εἶναι παρήγαγες». «Θεέ θεῶν καί Κύριε, τρισυπόστατε φύσις, ἀπρόσιτε, ἀΐδιε, ἄκτιστε καί τῶν ὅλων δημιουργέ, παντοκράτορ, σοί προσπίπτομεν πάντες καί σέ καθικετεύομεν· Τό παρόν ἔτος τοῦτο, ὡς ἀγαθός, εὐλογήσας φύλαττε ἐν εἰρήνῃ τούς βασιλεῖς καί ἅπαντα τόν λαόν σου, οἰκτίρμον». «Ἡ βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων καί ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καί γενεᾷ· πάντα γάρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, καιρούς ἡμῖν καί χρόνους προθέμενος· διό εὐχαριστοῦντες κατά πάντα καί διά πάντα βοῶμεν· Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου καί καταξίωσον ἡμᾶς ἀκατακρίτως βοᾶν σοι· Κύριε, δόξα σοι».

Ἀπό τό βιβλίο «ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ»

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2015

Χριστιανοί μου! Μή καίτε τα λεπτά σας…


 Χριστιανοί μου!  Μή καίτε τα λεπτά σας…
Τώρα, αγαπητοί μου, τώρα που ένα νέο έτος ανατέλλει στον ορίζοντα της ανθρωπότητος, ας κάνουμε μερικές σκέψεις.
Εάν υπήρχε στον ουρανό ένας εξώστης και απ’ εκεί μ’ ένα τηλεσκόπιο βλέπαμε το σύμπαν, ω τότε!
Το θέαμα που θα παρουσιαζόταν στα μάτια μας θα ήταν καταπληκτικό. Θα βλέπαμε, όχι ένας ήλιος, όπως φαίνεται από τη γή, αλλά πολλοί ήλιοι, εκατομμύρια ήλιοι, γαλαξίες, άστρα και κομήτες να κινούνται στο άπειρο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όλα εκτελούν κάποιο προορισμό, που για το καθένα έχει ορίσει ο Δημιουργός.
Ναι! Όλα, από τα πιο μικρά έως τα πιο μεγάλα, όλα έχουν προορισμό. Τίποτε δεν είναι τυχαίο, τίποτε δεν είναι άσκοπο. Και ο άνθρωπος, ερωτάται, ο άνθρωπος, που είναι η κορωνίδα της δημιουργίας, δεν έχει προορισμό; Η λογική μας υποχρεώνει να παραδεχθούμε ότι και ο άνθρωπος έχει προορισμό. Ποίος δε είναι ο προορισμός του ανθρώπου;
Απαντά ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή. Προορισμός του ανθρώπου είναι το κατ’ εικόνα Θεού να το κάνει καθ’ ομοίωσην. Να εξυψωθεί, να μοιάσει με τον Θεό. Ο προορισμός του ανθρώπου με μια λέξη, όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, είναι η ΘΕΩΣΙΣ. Και αυτός ο προορισμός επιτυγχάνεται, εάν ο άνθρωπος πιστέψει το Χριστό ως Σωτήρα και Λυτρωτή και μιμηθεί την αγία του ζωή, εφαρμόσει τις θείες εντολές του, νικήσει τις κακίες και τα πάθη, αποκτήσει τις Ευαγγελικές αρετές και μάλιστα την αγάπη, την αγάπη στο Θεό και την αγάπη στον πλησίον. Μιμητής του Χριστού ο άνθρωπος, γίνεται μικρόχριστος, μικρός θεός, όντως βασιλεύς και κυρίαρχος, ευτυχής και μακάριος, μέτοχος και κληρονόμος της αιωνίου ζωής και μακαριότητος.
Ναι! Αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου. Μεγάλος και υψηλός. Για την πραγματοποίηση δε του προορισμού τούτου δίνεται στον άνθρωπο χρόνος. Μέσα δε στο διάστημα του χρόνου, που έχει ορίσει ο Θεός, καλείται ο χριστιανός να εργασθεί πνευματικά. Έτσι ο χρόνος αξιοποιείται.
Αλλά γίνεται απ’ όλους η αξιοποίησις και εκμετάλλευσις του χρόνου όπως θέλει ο Χριστός που συνέστησε μια αδιάλειπτη πνευματική εργασία για την ηθική τελειοποίησή μας, για την επιτυχία του προορισμού μας; Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων δεν κάνουμε καλὴ χρήση του χρόνου που μας δίνει ο Θεός. Μεριμνούμε και τυρβάζουμε περί πολλά, ενώ ενός εστί χρεία. Το δε ένα αυτό είναι ο Χριστός, το να πιστέψουμε δηλαδή στο λόγο του και να ζήσουμε σύμφωνα με τις θείες εντολές του.
Για άλλα ζητήματα, που είναι μικρότερης αξίας, οι άνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία στο χρόνο.Κοιτάζουν τα ρολόγια τους για να είναι συνεπείς στην ώρα της εργασίας. Mετρούν και τα λεπτά της ώρας ακόμη. Γιατί η πείρα διδάσκει, ότι και τα λίγα λεπτά της ώρας έχουν την αξία τους. Θέλετε παραδείγματα; Λίγα λεπτά καθυστερήσεως και ο ταξιδιώτης χάνει το λεωφορείο. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως και η αίτησις για κάποιο ζήτημα θεωρείται εκπρόθεσμη. Λίγα λεπτά και ο ασθενής, που είχε ανάγκη αμέσου ιατρικής επεμβάσεως, πεθαίνει. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως για να δοθεί το κόκκινο φως και η αμαξοστοιχία συγκρούεται με θλιβερά αποτελέσματα. Λίγα λεπτά… Και ο Ναπολέων που ανέμενε στρατιωτική βοήθεια χάνει τη μάχη του Βατερλώ και εξορίζεται στην Αγία Ελένη.
Αλλ᾽ ενώ ο κόσμος ―πλην των οκνηρών― προκειμένου για υλικά συμφέροντα δεικνύεται εργατικός, επιμελής, ταχύς και βιαστικός, για την ηθική του όμως και πνευματική τελειοποίηση παραμένει αμελής, αδιάφορος, και αφήνει όχι λεπτά, αλλά και ώρες και μέρες και χρόνια να φεύγουν πνευματικώς ανεκμετάλλευτα. Κυνηγός σκιών και όχι της πραγματικότητος.
Εάν για επιτυχία υλικών πραγμάτων έχουν αξία τα λεπτά της ώρας, πόσο μάλλον έχουν αξία τα λεπτά της ώρας για την πνευματική ζωή! Πόσα μπορούμε να ενεργήσουμε κατά το διάστημα του χρόνου! Ακριβείς εκτέλεσις των καθηκόντων, ιερές σκέψεις, θερμές προσευχές, ειλικρινής μετάνοια και εξομολόγηση, ανάγνωση Ευαγγελίου, ακρόαση κηρυγμάτων, κατανυκτικός εκκλησιασμός, επίσκεψη ασθενών, βοήθεια πασχόντων αδελφών, διάδοση του Ευαγγελίου… Να με τι μπορούμε να πλουτίσουμε το χρόνο της ζωής μας και να γίνουμε πλούσιοι, πνευματικώς μεγαλέμποροι, σύμφωνα με την θεόπνευστη προτροπή του αποστόλου Παύλου, που λέει: «Αδελφοί, βλέπετε πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι αλλ᾽ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισιν» (Εφεσ. 5,15-16).
Ω, πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας! Ένας άνθρωπος, που ζει 70 χρόνια εδώ στον πλανήτη μας, εάν ο χρόνος αυτός μετρηθεί σε λεπτά της ώρας, θα δούμε ότι ο άνθρωπος αυτός έζησε 36.792.000 λεπτά. Έζησε εκατομμύρια λεπτά! Ω, πόσα καλά θα μπορούσε να πράξει και για τον εαυτό του και για τον πλησίον του και για την ανθρωπότητα εν γένει!
Ἀλλά δυστυχώς οι άνθρωποι –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– δεν εκτιμούμε την αξία του χρόνου γιια τη σωτηρία της ψυχής. Ώρες ολόκληρες ξοδεύονται για μάταια και αμαρτωλά πράγματα, όπως είναι η παρακολούθηση αισχρών εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως, η χαρτοπαιξία, που οργιάζει ιδίως την πρωτοχρονιά, κι άλλα πολλά. Αλλοίμονο! Για το διάβολο όλος ο χρόνος. Για το Χριστό; Ούτε ένα λεπτό της ώρας!
Οι μόνοι που είναι σε θέση να εκτιμήσουν την αξία του χρόνου είναι οι άνθρωποι, που πέθαναν αμετανόητοι για όσα κακά έκαναν εδώ στη γη και τώρα βρίσκονται στον άλλο κόσμο, που δεν είναι παραμύθι αλλ’ είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Εάν ήτο δυνατόν να ρωτηθεί ένας απ’ αυτούς τι θέλει, τίποτ’ άλλο δεν θα ζητούσε, ούτε πλούτη, ούτε αισχρούς έρωτες, ούτε τιμές και αξιώματα, ούτε τίποτε άλλο απ’ αυτά που κυνηγούν οι άνθρωποι εδώ στη γη, αλλ’ ένα και μόνο θα ζητούσε από το Θεό. Ένα και μόνο λεπτό της ώρας! Ναι ένα λεπτό της ώρας. Διότι και ένα λεπτό της ώρας φθάνει για να πει ο αμαρτωλός ένα λόγο μετανοίας, σαν εκείνο που είπε μέσα σ’ ένα λεπτό ο ληστής στο σταυρό… «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου».
Χριστιανοί μου!
Νέο έτος, νέα παράταση ζωής. Μη σπαταλάτε το χρόνο σας. Μη καίτε τα λεπτά του χρόνου. Ο χρόνος είναι ανεκτίμητος. Φεύγει και δεν επιστρέφει πια. «Χρόνου φείδου».
Ο Μητροπολίτης
† Ο Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ
(Φλώρινα 1 Ιανουαρίου 1983)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 30, 2015

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπεσε μόνο στὰ Σόδομα, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ πέσει καὶ σὲ χριστιανικὲς πόλεις παρόμοιες μὲ τὰ Σόδομα»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Δὲν φτάνει μόνο ἡ πίστη…» 
Ἱεραποστολικὲς Ἐπιστολὲς Β΄, 
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Σ΄ ἕνα κάτοικο τοῦ Ζέμουν 
γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Σοδόμων
«Γιατί ὁ Θεὸς κατέστρεψε τὰ Σόδομα;», ρωτᾶτε. Μὰ δὲν σᾶς κατέστη σαφὲς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ Γραφὴ τοῦ Θεοῦ; «Εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρὸς με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα» (Γεν. 18, 20). Καὶ ὅτι ἡ ἁμαρτία Σοδόμων ἦταν ὄντως πολὺ μεγάλη καὶ σφοδρή, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν εἶχαν βρεθεῖ οὔτε δέκα δίκαιοι. Διότι στὴν ἐρώτηση τοῦ δίκαιου Ἀβραάμ, ἐὰν θὰ καταστρέψει τὴν ἁμαρτωλὴ πόλη, σὲ περίπτωση ποὺ βρεῖ σ΄ αὐτὴ δέκα δίκαιους, ὁ Κύριος ἀπάντησε καὶ εἶπε: «οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα» (Γεν. 18, 32). Ἀλλὰ δὲν βρέθηκαν οὔτε δέκα. Ὅλοι οἱ πολίτες ἦταν σὲ πόλεμο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐναντίον τῆς φύσης. Οἱ ψυχὲς τους ἦταν νεκρὲς ἐνῶ τὰ σώματα ἐκφυλισμένα. Γι΄ αὐτὸ χτύπησε «θεῖον, καὶ πῦρ» (Γεν. 19, 24), τὸ σύμβολο τῆς βρώμας καὶ τῆς ἔξαψης τῶν παθῶν τους, καὶ ἀπὸ τὰ Σόδομα δὲν ἔμεινε τίποτα πλὴν τοῦ κακοῦ ὀνόματος καὶ τῆς φρικιαστικῆς ἀφήγησης.
Ὅμως δὲν ἔπεσε ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ μόνο στὰ Σόδομα, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες πόλεις, ὅπου ἡ ἁμαρτία εἶχε κάνει τοὺς ἀνθρώπους δύσμορφους σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μὴν μοιάζουν καθόλου πιὰ μὲ τὸ ἔργο τοῦ οὐράνιου Δημιουργοῦ. Καὶ ἐφόσον ἔτσι ἔγινε μὲ τὶς κακὲς πόλεις, στὶς ὁποῖες δὲν εἶχε ἀκουστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πόσω μᾶλλον μπορεῖ νὰ συμβεῖ μὲ τὶς χριστιανικὲς πόλεις -τὶς ἐφάμιλλες ἢ παρόμοιες ὡς πρὸς τὸ κακὸ μὲ τὰ Σόδομα- τὶς βαπτισμένες στὸ...
ὄνομα τοῦ Κυρίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ; 

Διαβάστε τὴν ἀπειλὴ τοῦ Σωτήρα πρὸς τὴν πόλη Καπερναούμ: «Καὶ σὺ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ· ὅτι εἰ ἐν Σοδόμοις ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν σοί, ἔμειναν ἂν μέχρι τῆς σήμερον» (Ματθ. 11, 23). 
Καὶ πράγματι, ἡ προφητεία ἐκπληρώθηκε: ἐκεῖ ὅπου κάποτε στεκόταν ἡ ὑπερήφανη πόλη τῆς Καπερναοὺμ τώρα εἶναι ἀδιαπέραστος θαμνώδης τόπος, πέτρες καὶ φωλιὲς φιδιῶν. Μὲ τὰ μάτια τους τὸ εἶδαν καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ἔτρεμαν ὅλοι οἱ προσκυνητὲς τῶν Ἁγίων Τόπων.

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ





Ο αρχαίος φιλόσοφος Παρμενίδης λέει ότι χρόνος δεν υπάρχει. Δεδομένου ότι συναρτά το χρόνο με την κίνηση, την οποία θεωρεί ως ψευδαίσθηση. Και, σε αντίθεση με τον Ηράκλειτο, που μιλάει για την αδιάκοπη κίνηση, ο Παρμενίδης υποστηρίζει ότι τίποτε δεν κινείται.
Στα νεότερα χρόνια ο Αϊνστάιν μας μιλάει για τη σχετικότητα του χρόνου. Και, για να μας δώσει να το καταλάβουμε χρησιμοποιεί ένα απλό παράδειγμα: Αν, μας λέει, είμαστε με μια δυσάρεστη συντροφιά και ο ελάχιστος χρόνος θα μας φανεί πολύς, ενώ, αν έχουμε μια καλή παρέα και ο πολύς θα μας φανεί ελάχιστος.
Το ίδιο περίπου μας λέει και ο Ντοστογιέφσκι: Είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Και, όταν τον μετέφεραν στο χώρο της εκτέλεσης, καθώς του έμεναν μόνο τρία λεπτά ζωής, αφιέρωσε ένα λεπτό, στο παρελθόν του, άλλο ένα στα αγαπημένα του πρόσωπα και το τελευταίο, προκειμένου να ρίξει μια τελευταία ματιά στον γύρω του κόσμο . Και, πάνω στην ώρα, που θα εκπυρσοκροτούσαν τα όπλα ήρθε η χάρη-μεγάλη η χάρη του-από τον Τσάρο. Οπότε και αναλογίστηκε πόσο μεγάλος είναι ο χρόνος της ζωής μας, όσο μικρός κι αν μας φαίνεται.
Μία απ’ τις πτυχές της σχετικότητας του χρόνου είναι και η πάλη μεταξύ των γενεών. Δεδομένου ότι η παλιά γενιά κατηγορεί τους νέους για επιπολαιότητα, ενώ οι νέοι τους γέροντες για πεπαλαιωμένες αντιλήψεις. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, υπάρχουν νέοι, που έχουν μεγαλύτερη ωριμότητα από πολλούς μεγάλους και μεγάλοι με πνευματικό σφρίγος ανώτερο πολλών νέων.
Μια άλλη πτυχή της σχετικότητας του χρόνου είναι η κάθετη τομή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Που κάνει εμάς τους ζωντανούς να αισθανόμαστε υπεροχή έναντι των νεκρών, τους οποίους θρηνούμε όχι μόνο γιατί τους αποχωριζόμαστε, αλλά και γιατί παύουν να χαίρονται τη ζωή. Και όμως η χριστιανική μας πίστη αναποδογυρίζει την αντίληψη αυτή. Και μας μιλάει αφενός για κάποιους, που μπορεί βιολογικά να είναι ζωντανοί αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκροί, ενώ υπάρχουν νεκροί, που είναι ζωντανοί. Παρότι μπορεί να φύγανε απ’ τη ζωή, ακόμη και πριν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια, Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους αγίους, οι οποίοι σε πάμπολλες περιπτώσεις προσφέρουν στους συνανθρώπους μας τη βοήθειά τους πολύ περισσότερο απ’ όσο εμείς οι ζωντανοί.
Το πιο μεγάλο όμως γεγονός της ιστορίας είναι η είσοδος στη σχετικότητα της ζωή μας του αιώνιου Θεού. Προκειμένου να κονταροχτυπηθεί με τα βίαια πάθη των ανθρώπων, με σκοπό να μας οδηγήσει κι εμάς στην αιωνιότητα. Ένας απ’ τους σταθμούς της επίγειας βιοτής του είναι και η βάφτισή του, οχτώ μέρες μετά τη Γέννησή του. Κατά την οποία, σύμφωνα με τα εβραϊκά θέσμια, έγινε η περιτομή του για να του δοθεί το όνομα Ιησούς. Η οποία βάφτιση είναι, όπως γνωρίζουμε, διαφορετική από την άλλη Βάφτιση, που γιορτάζουμε στις έξι του Γενάρη και η οποία έχει σχέση με την έναρξη της δημόσιας δράσης του. Δράση η οποία τον έφερε αντιμέτωπο με τα κατεστημένα συμφέροντα των Εβραίων. Με αποτέλεσμα τη σταύρωσή του. Η οποία εντούτοις άνοιξε το δρόμο, εκατομμυρίων ανθρώπων για την αιωνιότητα.
Ένας απ’ αυτούς, που επάξια ακολούθησαν το δρόμο της αιωνιότητας ήταν και ο Άγιος Βασίλειος, του οποίου η μνήμη γιορτάζεται την Πρωτοχρονιά μαζί με την περιτομή του Χριστού. Και ο οποίος επάξια επονομάστηκε Μέγας. Δεδομένου ότι υπηρέτησε πολύπλευρα το έργο της αιωνιότητας. Αφού υπήρξε μία απ’ τις μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες όλων των εποχών. Και όχι μόνο από χριστιανικής αλλά και από κοσμικής πλευράς. Δεδομένου ότι σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και ήταν κάτοχος, όχι μόνο της φιλοσοφικής, αλλά και της γενικότερης επιστημοσύνης της εποχής του. Και συνετέλεσε τα μέγιστα-μαζί και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες της εποχής του-στη διαμόρφωση αλλά και υποστήριξη της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Γεγονός, που δείχνει το πόσο λάθος κάνουν όσοι καταπιάνονται με δογματικά ζητήματα, έχοντας παντελή άγνοια των φιλοσοφικών δεδομένων της εποχής κατά την οποία διαμορφώθηκαν τα δόγματα.
Πέραν όμως της τεράστιας συνεισφοράς του στη διαμόρφωση και υποστήριξη της δογματικής διδασκαλίας, απαράμιλλη υπήρξε και η φιλανθρωπική του προσφορά. Δεδομένου ότι πούλησε τη μεγάλη πατρική του περιουσία και μαζί και με άλλες προσόδους κατόρθωσε να δημιουργήσει το μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα, που απ’ τους μεταγενεστέρους του ονομάστηκε «Βασιλειάδα». Και στο οποίο-είναι χαρακτηριστικό-ότι έβρισκαν περίθαλψη, όχι μόνο ορθόδοξοι, αλλά και αιρετικοί και Εβραίοι και ειδωλολάτρες. Και βέβαια δεν παρέλειψε να προσφέρει πνευματική τροφή, όχι μόνο στους συγκαιρινούς του, αλά και στους μεταγενέστερους με τα υπέροχα συγγράμματά του. Και όλα αυτά τα κατόρθωσε, παρότι έζησε μόλις 49 χρόνια.
Ενώ όμως ήταν τόσο στοργικός προς τους ανθρώπους της ανάγκης ήταν αδαμάντινος απέναντι στους ισχυρούς του κόσμου. Είναι γνωστό το περιστατικό με τον έπαρχο Μόδεστο, ο οποίος τον απείλησε με πολλά και δεινά, αν δεν σταματούσε να πολεμάει τις αιρέσεις. Για να του απαντήσει ο Άγιος ότι δεν φοβάται τίποτε. Γιατί περιουσία δεν είχε, για να τη δημεύσουν κι αν τον εξορίσουν, ο Θεός υπάρχει παντού, ενώ ο θάνατος θα τον οδηγούσε συντομότερα στο Θεό.
Αφήνοντας, έτσι, άριστο παράδειγμα, όχι μόνο στους επισκόπους αλλά και τους χριστιανούς όλων των εποχών, για το τι σημαίνει χριστιανική συμπεριφορά και πίστη στην αιωνιότητα. Ιδιαίτερα μάλιστα σ’ εκείνους, οι οποίοι φέρονται με τυραννική ιταμότητα απέναντι στους αδύνατους και γλείφουν το χώμα μπροστά στους λήσταρχους και τυράννους.…
π.Ηλίας Υφαντής

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...