Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 24, 2011

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΛΗΜΗΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΩΜΗΣ (24 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

 

«Ο μακάριος και σοφότατος Κλήμης ήταν Ρωμαίος, καταγόμενος από βασιλική γενιά, υιός του Φαύστου και της Ματθιδίας, και απέκτησε όλη την παιδεία της ελληνικής γνώσεως. Όταν σώθηκε κάποτε με παράδοξο τρόπο από ναυάγιο και έτυχε να συναντήσει τον κορυφαίο των Αποστόλων Πέτρο, κατηχήθηκε από αυτόν στην αληθινή πίστη του Χριστού. Έγινε  κήρυκας του Ευαγγελίου και συνέγραψε τις διατάξεις των Αποστόλων, οπότε και καταστάθηκε επίσκοπος Ρώμης. Συνελήφθη όμως από τον Δομιτιανό και βασανίστηκε. Και επειδή δεν πειθόταν στα προστάγματά του, εξορίστηκε σε έρημη πόλη, κοντά στη Χερσώνα. Από εκεί πάλι, αφού του έδεσαν στον αυχένα σιδερένια άγκυρα, τον έριξαν στον βυθό της θάλασσας και έτσι τελειώθηκε.
Ο των θαυμασίων πραγμάτων όμως Θεός, δοξάζοντας και μετά θάνατον τον δικό Του δούλο, κάνει ένα μεγάλο και τεράστιο υπερφυσικό θαύμα. Από τότε δηλαδή που τον έριξαν στη θάλασσα, το νερό της θάλασσας υποχωρούσε τρία μίλια κάθε φορά στη μνήμη του αγίου και γινόταν ξηρά, που υποδεχόταν επί επτά ημέρες  αυτούς που πήγαιναν εκεί, στο συγκεκριμένο σημείο της ρίψεώς του. Το θαύμα αυτό δημιουργούσε ευφροσύνη σ’ αυτούς που έλπιζαν στον Κύριο. Κάποτε λοιπόν που υποχώρησε πάλι η θάλασσα και εισήλθε στην αποκαλυφθείσα ξηρά ο λαός, έτυχε να εγκαταλειφθεί στον τόπο εκείνο ένα μικρό παιδάκι, καθώς το ξέχασαν οι γονείς του. Μόλις το αντελήφθησαν, τα νερά της θάλασσας είχαν επανέλθει στη θέση τους, οπότε εκείνοι κίνησαν θρήνους και οδυρμούς σε όλη την πόλη. Την επόμενη χρονιά που το κύμα και πάλι υποχώρησε, πήγαν οι γονείς και βρήκαν το παιδί τους υγιές, να παρακάθεται στη λάρνακα του αγίου. Στις ερωτήσεις τους τι και πώς συνέβη, έμαθαν από το παιδί τους ότι τρεφόταν από τον ευρισκόμενο εκεί άγιο, που το προφύλασσε και από τη βλάβη των ψαριών. Γεμάτοι χαρά πήραν το παιδί τους, ευχαρίστησαν με τον δέοντα τρόπο τον άγιο και αναχώρησαν για το σπίτι τους, δοξάζοντας τον Θεό για το θαύμα Του αυτό».
Με τον άγιο Κλήμεντα (92-101 μ.Χ.) μεταφερόμαστε στο κλίμα της αποστολικής εποχής. Μαθητής και διάδοχος του αποστόλου Πέτρου ο Κλήμης θεωρείται ένας από τους αποστολικούς Πατέρες της Εκκλησίας,  εκείνους που ευτύχησαν να μαθητεύσουν παρά τους πόδας αυτών και να καταστούν μάλιστα συνεχιστές του έργου και της διακονίας τους. Μολονότι η κυριαρχούσα παράδοση της Εκκλησίας μας είναι ότι υπήρξε τρίτος επίσκοπος Ρώμης, μετά τους αγίους Λίνο και Ανέγκλητο – αυτό μας παραδίδει ο άγιος Ειρηναίος Λουγδούνων – ο υμνογράφος της ακολουθίας του άγιος Ιωσήφ ακολουθεί μία άλλη παράδοση, στηριζομένη στον εκκλησιαστικό συγγραφέα Τερτυλλιανό, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο Κλήμης διαδέχτηκε τον απόστολο Πέτρο στη Ρώμη, συνεπώς υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος αυτής. «Πέτρου Κορυφαίου μαθητής, Πάτερ, γεγονώς, επί πέτραν τούτου εδόμησας λίθον ώσπερ τίμιον σαυτόν». «Πέτρος ο Απόστολος σε τα θεία μεμύηκε και αυτού διάδοχον καταλέλοιπεν άξιον».
 Όπως κι αν είναι  το πράγμα όμως, εκείνο που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι όντως υπάρχει μία ιδιαίτερη και στενή σχέση του αποστόλου Πέτρου με τον άγιο Κλήμεντα, την οποία με πολλή δύναμη διακηρύσσει ο υμνογράφος, σε βαθμό που χρησιμοποιεί και τη μαθηματική σκέψη, προκειμένου να την προβάλει. Τι κάνει δηλαδή ο άγιος Ιωσήφ; Στοιχώντας στην αρχή της λογικής που λέει «τα προς τρίτον ίσα και μεταξύ τους ίσα», εφαρμόζει την αρχή αυτή στους Κύριο Ιησού Χριστό, απόστολο Πέτρο και άγιο Κλήμεντα, για να πει πόσο μακάριος από τον ίδιο τον Κύριο είναι και ο άγιος Κλήμης. «Μεμακάρισαι γνησίως, μαθητεύσας τω κήρυκι, μεμαθητευμένω Λόγω μακαρίσαντι, πάνσοφε, τούτον αξίως λαβόντα αποκάλυψιν εκ Πατρός ουρανίου». Δηλαδή: Έχεις μακαριστεί κατά γνήσιο τρόπο, διότι μαθήτευσες στον κήρυκα (του Χριστού, δηλαδή τον Πέτρο), ο οποίος υπήρξε μαθητής του Λόγου (Χριστού), που τον μακάρισε, πάνσοφε, για την αποκάλυψη που έλαβε από τον ουράνιο Πατέρα. Με άλλα λόγια: ο Πέτρος υπήρξε μαθητής του Κυρίου∙ ο Κλήμης υπήρξε μαθητής του Πέτρου∙ ο Κύριος μακάρισε τον Πέτρο∙ συνεπώς ο Κύριος μακάρισε κατ’  επέκταση και τον Κλήμεντα.
Δεν είναι όμως η γνωριμία του αγίου Κλήμεντα με τον απόστολο Πέτρο το μόνο στοιχείο, κατά τον υμνογράφο, για τη σπουδαία θέση του στο εκκλησιαστικό στερέωμα. Κάτι τέτοιο θα μας έβγαζε εκτός της χριστιανικής παραδόσεως. Αν κάποιος θεωρείται γνωστός των αποστόλων και γι’ αυτό σημαντικός, είναι διότι και εκείνος αγωνίστηκε να πολιτευτεί κατά την πίστη και τη ζωή των αποστόλων. Κι αυτό διαπιστώνει και ο άγιος Ιωσήφ: ο Κλήμης καταστάθηκε επίσκοπος Ρώμης, διότι η ζωή του τον έφτασε εκεί. Καθοδηγήθηκε από το άγιο Πνεύμα, εισήλθε στη ζωή του Πνεύματος και έτσι κατανόησε και τον ίδιο τον Κύριο, τον Οποίο κήρυσσε λόγω και έργω διαπαντός, και χάριν του Οποίου έδωσε και την ίδια του τη ζωή. «Εις βάθη του Πνεύματος, μετά του πνεύματος, όσιε, οσίως ενέκυψας, και κατενόησας, ως εχώρησας, τον ακαταληψία νοούμενον Κύριον, Μακαριώτατε». (Έσκυψες μέσα στα βάθη του αγίου Πνεύματος με το πνεύμα σου, όσιε, κατά όσιο τρόπο, και κατανόησες έτσι, όσο μπόρεσες, τον ακατάληπτο στη νόησή Του Κύριο, Μακαριώτατε). Κι εκείνο που επιβεβαίωσε ότι όντως με όσιο τρόπο μυήθηκε στα του Πνεύματος του Θεού, είναι και το μαρτύριό του: να δώσει και τη ζωή του  για την πίστη του Κυρίου. Σαν κλήμα, κυριολεκτικά, (ως Κλήμης στο όνομα), στο αμπέλι του Χριστού, που έχει σταφύλια της γνώσης του Θεού, τα οποία, αφού πατήθηκαν στο ληνάρι του μαρτυρίου, έβγαλαν  καλό κρασί που ευφραίνει τις καρδιές των πιστών. «Η κατάκαρπος, ως κλήμα εκβλαστάνει σε άμπελος, Ιησούς, παμμάκαρ, φέρων επιγνώσεως βότρυας, εν τοις ληνοίς μαρτυρίου, οίνον βλύζοντας, τας καρδίας πάντων πιστών τον ευφραίνοντα». (Το κατάκαρπο αμπέλι, δηλαδή ο Ιησούς, μακάριε Κλήμη,  σε βλαστάνει σαν κλήμα, φέρνοντας σταφύλια της γνώσης του Θεού. Αυτά τα σταφύλια, πατημένα στο πατητήρι του μαρτυρίου σου, ανέβλυσαν οίνο, που ευφραίνει τις καρδιές όλων των πιστών).

Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2011

Ο καρπός μιας νυχτερινής προσευχής

 



- Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…, η φωνή του Αφυπνιστή* αντήχησε μέσα στην παγωμένη νύχτα του χειμώνα και ταυτόχρονα ένας ρυθμικός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του κελλιού. Ο μοναχός ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του. Σκοτάδι απλώθηκε σ’ όλο το κελλί του. Η αμέλεια ρίχνει τα πρώτα βέλη της, για να λαβώσει τον αγωνιστή.

- «Είναι νωρίς ακόμη», του ψιθυρίζει. «Κοιμήσου λίγο να ξεκουραστείς και αργότερα με όρεξη… θα κάνεις τα πνευματικά σου».
Ο μοναχός όμως δε φαίνεται να συμφώνησε με το λογισμό.
- «Αμήν», απαντά αμέσως. Η πρώτη νίκη της νύχτας! Και ταυτόχρονα χαρά μεγάλη στον ουρανό. Οι άγγελοι χειροκρότησαν τον αγωνιστή. Αλλά ο δαίμονας της αμέλειας δεν αποθαρρύνεται.

- «Είναι νύχτα και έχει υγρασία. Πώς θα προσευχηθείς;»
Και είναι αλήθεια πως στον Άθω αυτή την εποχή έχει υγρασία. Το «δι’ ευχών» ακούγεται και πάλι έξω από την πόρτα.
- «Αμήν! Αμήν!», ξαναφώναξε ο Αδελφός. Δεν υπέκυψε στη φωνή του Πονηρού, που προσπαθούσε να τον δελεάσει με την πρόσκαιρη απόλαυση του ύπνου.
- «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι», ψέλισσε. Ύστερα επικαλέστηκε τον Κύριο: «Βοήθα με, Θεέ μου, να σηκωθώ». Ο φύλακας άγγελος της ψυχής, που αγρύπνησε όλη τη νύχτα στο κελλί του μοναχού, χαρούμενος τού έδωσε το χέρι, για να τον σηκώσει, κι έτσι ο αδελφός πετάχτηκε ολόρθος επάνω. Φόρεσε το μάλλινο χοντρό σκούφο του και ψηλαφώντας με τα ροζιασμένα χέρια του τους κρύους τοίχους, άναψε με δυσκολία το καντήλι.
Έπειτα σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια αργά-αργά κι ατένισε διστακτικά και με φόβο προς το αμόλυντο πρόσωπο του Κυρίου. Ύστερα γύρισε προς την Κυρία του Όρους. Εκεί πήρε η έκφραση του προσώπου του ένα παρακλητικό ύφος. Τέλος στράφηκε και πάλι προς τον Παντοδύναμο με αποφασιστικότητα.
- «Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…», πρόφερε με τη βραχνή φωνή του και άρχισε την προσευχή του. Αυτό ήταν όλο. Έφυγε ο δαίμων της αμελείας σκυθρωπός και κατησχυμμένος.
Στο εικονοστάσι η εικόνα του Χριστού με το Ευαγγέλιο ανοιχτό. Ο αδελφός δεν μπορεί να διακρίνει τι γράφουν οι σελίδες του, μέσα στο ταπεινό φως του κελλιού του.
- «Θα προχωρήσω κοντά να διακρίνω τι λέει», σκέφτηκε.
«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ἡμᾶς…».
«Αν βάλω εγώ ένα βήμα να πλησιάσω την εικόνα Του, θα βάλει κι Εκείνος άλλα εννέα, για να σώσει την εικόνα Του, την πανάθλια ψυχή μου. Αρκεί να δει την προσπάθειά μου. Αν διώξω την αμέλεια, θα μου δώσει προσευχή. Αν διώξω τον ύπνο, θα μου δώσει τη θεία Χάρη Του.
«Μας καλεί ο Χριστός να τον πλησιάσουμε. Να αφήσουμε τα γήινα, τις αναπαύσεις, τις απολαύσεις, τις υπερβολικές μέριμνες, το άγχος, τα πάθη μας, τις μικρότητές μας, τις ατέλειές μας, την οκνηρία μας, τον πόνο, τις θλίψεις μας και να κάνουμε ένα βήμα προς Αυτόν. Αυτό το λίγο, το ένα βήμα που θα κάνουμε, θα το πολλαπλασιάσει. Θα μας ανακουφίσει από ό,τι μας βαραίνει. Θα μας γεμίσει απ’ ό,τι έχουμε ανάγκη. Θα μας λυτρώσει από όποια θλίψη πιέζει την ψυχή και το σώμα μας».
Αυτά μονολόγησε κι έπειτα έμεινε για λίγο σιωπηλός.
Σε λίγο κοίταξε το εικόνισμα. Σαν να συνήλθε από τους λογισμούς του και άρχισε να γυρίζει το κομποσχοίνι. Το κομποσχοίνι μοιάζει με ιμάντα, ο οποίος κινεί τη μηχανή της ψυχής. Συνδέει το σώμα με την ψυχή. Σε λίγο, ενώ τραβούσε ρυθμικά το κομποσχοίνι, άρχισε να σκέφτεται τα ουράνια, να ανεβαίνει σε θεωρίες υψηλές, να σκέφτεται για τον Θεό, για τους Αγγέλους, για τη Δημιουργία του Σύμπαντος, για την Ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, για την Παγκόσμια Ανάσταση όλων στους εσχάτους χρόνους, για τη Δευτέρα Παρουσία, για την Κόλαση και τον Παράδεισο. Θυμήθηκε θαυμαστά γεγονότα που του συνέβησαν παλαιότερα, όπου η Χάρη του Θεού ήταν εμφανής. Έφερε στο νου του αγίους και εναρέτους άνδρες με τους οποίους συναναστράφηκε στο παρελθόν και συλλογίστηκε τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν την εν Χριστώ ζωή ο καθένας. Όλα όμως αυτά ήταν εισαγωγικά για την προσευχή του.
- «Θα προσπαθήσω», λέει «να τα αφήσω όλα αυτά και να διώξω κάθε λογισμό». Του ήρθε στο νου η φράση του γέροντος απ’ το Γεροντικό «νουν τηρούμεν».
Συγκεντρώνει το νου του στα λόγια της ευχής του Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…». Λέει την ευχή αργά, ρυθμικά και με νόημα. Ακόμη όμως δεν αισθάνεται τίποτε το διαφορετικό στην ψυχή του. Τίποτε το θεϊκό. Αν και δεν το ψάχνει με άγχος. Απλά και ήρεμα και ό,τι δώσει ο Θεός. Το μόνο που θέλει είναι να ενώσει το νου του με τον Θεό.
Κάποια στιγμή φαίνεται να επιμένει περισσότερο στην ευχή· αλλά καμιά αλλοίωση στην ψυχική του διάθεση. Κάτι δεν κάνει σωστά, κάτι ξέχασε. Πέρασαν ακόμη λίγα λεπτά, αλλά τίποτε. Τότε θυμήθηκε το γραφικό: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι Χάριν». Του ήρθε μάλιστα εκείνη τη στιγμή, σαν αστραπή στο νου, το πάθημα του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, που δεν ταπεινωνόταν στην προσευχή του. «Λοιπόν, πρέπει να βάλω τον εαυτό μου κάτω από όλους τους ανθρώπους, σκέφτηκε, αφού τέτοιος είμαι· ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος».
Τι το επέκεινα; Δεν παραβλέπει ο Θεός την προσπάθειά του, κι ενώ εκείνος τραβούσε ρυθμικά το κομποσχοίνι, άκουσε Εκείνος τη δέησή του και θέλησε να τον παρηγορήσει. Αφού ταπεινώθηκε τόσο και αγωνίστηκε τόσο, κάμφθηκε η ευσπλαχνία Του. Και τι συνέβη; Άρχισε να γεμίζει η ψυχή του από τη Χάρη του Θεού. Να αγαλλιάζει. Να ηρεμεί. Να λεπτύνεται ο νους του. Αισθάνθηκε στο νου του διαύγεια.
Του έφυγε η νύστα και η οκνηρία. Του ήρθε όρεξη για περισσότερη προσευχή. Μια χαρά ανεκλάλητος πότισε όλες τις φλέβες του. Του ήρθε μια αγάπη για τον Θεό, μια ανεξήγητη και απρόσμενη συμπάθεια προς τον πλησίον, προς όλους τους ανθρώπους. Πέφτει κάτω στο έδαφος, γονατίζει και χύνει δάκρυα· δάκρυα ασταμάτητα. «Ήμαρτον Θεέ μου», κραυγάζει με λυγμούς, «και ουκ ειμί άξιος ατενίσαι εις το ύψος του ουρανού». Δεν μπορεί να πει άλλα λόγια. Το μόνο που κάνει είναι το ότι προφέρει ακαταπαύστως τη μονολόγιστη ευχή του Ιησού. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, Ιησού μου γλυκύτατε»…
Έχει προχωρήσει η νύχτα. Ξάφνου ακούγεται η καμπάνα που προειδοποιεί πως σε λίγο θα αρχίσει η ακολουθία. Δεν κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ώρες. Εγείρεται, και αρχίζει να ετοιμάζεται για τη νυχτερινή ακολουθία. Σε λίγο ακούγεται ο ρυθμικός χτύπος του ταλάντου.
- «Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν σοι, Αγαθέ…», κάποιος από τους αδελφούς στην Εκκλησία άρχισε να αναγινώσκει το Μεσονυκτικό. Οι Πατέρες ένας-ένας κατεβαίνουν στο καθολικό*. Ανάμεσά τους κι ο αγωνιστής αδελφός. Χαιρετούν τα εικονίσματα. Καταλαμβάνουν τα στασίδια σαν μέλισσες που μπαίνουν στις φωλιές τους. Εκεί θα συνεχίσουν την υπόλοιπη νύχτα πάλι με προσευχή. Το πνευματικό νέκταρ, που απήλαυσαν προ ολίγου στο κελλί τους, αυξάνεται. Αλλάζει χρώμα, γίνεται μέλι, γλυκαίνει το νου και τρέφει την ψυχή. Η ευχή του Ιησού τρέχει συνέχεια στο στόμα τους.
Ο αδελφός όρθιος ατενίζει την εικόνα του Παντοκράτορος στο τέμπλο. Έτσι προσηλωμένος στις θείες θεωρίες, ούτε κατάλαβε πότε έφθασε η ακολουθία στην Απόλυση.
- «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Ο εφημέριος με το βλέμμα προσηλωμένο κάπου βαθιά στο δάπεδο, στα τρία μέτρα, κάνει την απόλυση κι επισφραγίζει τη νυχτερινή ακολουθία. Ο αδελφός εξέρχεται μεταρσιωμένος, κρατώντας μια πνευματική ανθοδέσμη με άνθη ευωδιαστά. Είναι οι καρποί της χθεσινής νύχτας. «Δόξα σοι ο Θεός…», προφέρει το στόμα του και χάνεται μέσα σ’ ένα υπέροχο αγιορείτικο λυκαυγές, που άρχισε να απλώνει στον ορίζοντα τα θαυμάσια χρώματά του…


http://www.agiooros.net/

«Όπως τα γουρούνια στο σφαγείο»: Η ημέρα που οι Κινέζοι αξιωματούχοι δολοφόνησαν βάναυσα το αγέννητο παιδί μου

 



ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγή
Της Wujian (LifeSiteNews.com) 
Σημείωση: Αυτή η μαρτυρία είναι απόσπασμα από μια δήλωση μιας Κινέζας, της Wujian (ψευδώνυμο), ενώπιον της Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ‘Tom Lantos’ της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στις 10 Νοεμβρίου 2009. Αυτό το απόσπασμα που αρχικά εμφανίστηκε στο blog ‘Minnessota Concerned Citizens for Life’.

Το όνομά μου είναι Wujian. Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό στη βόρεια Κίνα. ...
Ήταν άνοιξη του 2004, όταν ανακάλυψα ότι ήμουν έγκυος. Ήταν όμορφο να αισθάνομαι αυτή τη ζωή να μεγαλώνει μέσα μου: τι θαύμα! Εν τω μεταξύ, ήμουν πολύ φοβισμένη επειδή δεν είχα άδεια για την εγκυμοσύνη ή άδεια τοκετού, πράγμα που σημαίνει, σύμφωνα με το κινεζικό δίκαιο, ότι αυτό το μωρό δεν επιτρέπεται να γεννηθεί σε αυτόν τον κόσμο. Κατά την περίοδο αυτή στη γενέτειρά μου, αυτός ήταν ο νόμος που αποφασίστηκε από την κινεζική πολιτική του «οικογενειακού προγραμματισμού» ...

Πολύ σύντομα, η κοιλιά άρχισε να διογκώνεται. Προκειμένου να προστατευθεί το μωρό μου, έπρεπε να κρύψω τον εαυτό μου σε ένα πολύ παλιό, άθλιο σπίτι σε μια απομακρυσμένη περιοχή. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα σε κανένα δωμάτιο ... Ο φόβος και η μοναξιά γέμιζαν την κάθε μου μέρα, αλλά όσο μπορούσα να έχω το μωρό μου, μπορούσα να αντέξω τα πάντα. ...

Τελικά, τα κυβερνητικά στελέχη του Οικογενειακού Προγραμματισμού έμαθαν για την εγκυμοσύνη μου. Έτσι άρχισαν να ψάχνουν για να με συλλάβουν και επειδή δεν μπορούσαν να με βρουν, έπιασαν τον πατέρα μου αντί για μένα. Τον έβαλαν στο κέντρο κράτησης και τον χτυπούσαν κάθε μέρα. Την τέταρτη ημέρα που έπιασαν τον πατέρα μου, ένας γείτονας ήρθε και μου είπε ότι ο πατέρας μου πέθαινε: ότι θα συνέχιζαν να χτυπάνε τον πατέρα μου - ακόμα και μέχρι θανάτου – εκτός αν πήγαινα στο τοπικό νοσοκομείο για να κάνω έκτρωση. ...

Πολύ σύντομα μετά από αυτό, συνέβη το χειρότερο: διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι οικογενειακού προγραμματισμού εισέβαλαν στο σπίτι όπου κρυβόμουν, και χωρίς να πουν λέξη, με έσυραν στο φορτηγό τους.

Μόλις μπήκα στο φορτηγό, βρήκα ότι μια άλλη μαμά ήταν ήδη μέσα στο βαν. Μου είπε ότι ήταν έγκυος στο πρώτο μωρό της, και ότι ήταν 28 ετών. Δεν είχε την άδεια εγκυμοσύνης ή την άδεια τοκετού, και ήταν 7 μηνών έγκυος. Ήταν τόσο πρόθυμη να κρατήσει αυτό το μωρό που μάλωνε με τους κυβερνητικούς υπαλλήλους στο βαν. Ξαφνικά, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος, 20 χρονών περίπου, την χαστούκισε στο πρόσωπο και αμέσως το στόμα της άρχισε να αιμορραγεί. Όντας έτσι προσβεβλημένη, ούρλιαζε σαν λιοντάρι και πολέμησε με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους Οικογενειακού Προγραμματισμού.
Περίπου μία ώρα αργότερα, το φορτηγό σταμάτησε στο νοσοκομείο. Ενώ με έσυρανν έξω από το βαν, είδα εκατοντάδες έγκυες μητέρες εκεί - όλες τους, όπως ακριβώς τα γουρούνια στο σφαγείο. Αμέσως με πήγαν σε ένα ειδικό δωμάτιο, και χωρίς καμία προκαταρκτική ιατρική εξέταση, μία νοσοκόμα έκανε μια ένεση οξυτοκίνης ενδοφλεβίως. Τότε με έβαλαν σε ένα δωμάτιο με διάφορες άλλες μαμάδες.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη από μητέρες που μόλις είχαν υποστεί μια αναγκαστική άμβλωση. Μερικές μητέρες έκλαιγαν, κάποιες μητέρες θρηνούσαν, κάποιες μητέρες ούρλιαζαν, και μια μαμά κυλιόταν στο πάτωμα με αφόρητους πόνους. ...
Με τράβηξαν σε ένα άλλο μικρό δωμάτιο. Μια νοσοκόμα έβγαλε μία μεγάλη, 8 ιντσών μακριά βελόνα για να μου κάνει ενδομυϊκή ένεση. ...

Εκείνη τη στιγμή, ήμουν η μοναδική μαμά στο δωμάτιο. Άρχισα να παρακαλάω τη νοσοκόμα, και φώναζα, "έχω ήδη κάνει την ένεση οξυτοκίνης, παρακαλώ αφήστε με να φύγω. Θα πάω όσο πιο μακριά μπορώ και δεν θα πω σε κανέναν άλλο αυτό που μου κάνατε και θα είμαι ευγνώμων για σας για το υπόλοιπο της ζωής μου». Η νοσοκόμα δεν ανταποκρίθηκε στα παρακάλια μου - έμοιαζε να είναι από ξύλο.

Τότε συνέχιζα να της λέω, «Είσαι ένας άγγελος, ως νοσοκόμα ή γιατρός που βοηθά τους ανθρώπους και σώζει ανθρώπινες ζωές. Πώς μπορείς να γίνεις δολοφόνος, σκοτώνοντας ανθρώπους κάθε μέρα" ... Σύντομα θύμωσε πολύ με αυτό που της είπα, και μου είπε ότι μιλούσα πολύ. Μου είπε επίσης ότι δεν ήταν κάτι το σοβαρό το όλο θέμα γι 'αυτήν. Το έκανε όλο το χρόνο. Μου είπε επίσης ότι υπήρχαν πάνω από 10.000 αναγκαστικές εκτρώσεις στο νομό μας [στο νομό και όχι στη χώρα] εκείνο το έτος, και εγώ ήμουν μόνο μία από αυτές. Έμεινα έκπληκτη από τα λόγια της και συνειδητοποίησα ότι το μωρό μου και εγώ ήμασταν ακριβώς όπως ένα αρνί μπροστά στο σφαγέα. Τέλος, έβαλε τη μεγάλη, μακριά βελόνα στο κεφάλι του μωρού μου μέσα στη μήτρα. Εκείνη η στιγμή, ήταν το τέλος του κόσμου για μένα και ένιωσα ότι ακόμα και ο χρόνος είχε σταματήσει. ...

Προς μεγάλη μου έκπληξη, το επόμενο βράδυ με πήγανε σε μια χειρουργική αίθουσα. ... Ενώ ήμουν ξαπλωμένη στο χειρουργικό τραπέζι είδα ότι υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα από αίμα στον τοίχο, που είχαν αφήσει άλλες μητέρες κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης τους για αναγκαστική έκτρωση.
 
Ένας γιατρός μου είπε ότι τους είχα φέρει ήδη πολλά προβλήματα γιατί το μωρό μου έπρεπε να βγει έξω από μόνο του μετά την ένεση. Δεδομένου ότι δεν βγήκε όπως αναμενόταν, αποφάσισαν να κόψουν το μωρό μου σε κομμάτια στην κοιλιά μου με το ψαλίδι, και στη συνέχεια να το ‘ρουφήξουν’ έξω με ειδικό μηχάνημα.

Τι είχα κάνει στη ζωή μου που να αξίζω αυτό το είδος της τιμωρίας; Ποιο ήταν το κακό που έκανα για όλα αυτά; Ακόμη και ένα άγριο ζώο όπως μια τίγρη θα έδινε τη ζωή της για να σώσει το τιγράκι της. Ως μαμά και ως ανθρώπινο ον, δεν μπορούσα να προστατεύσω τη ζωή του μωρού μου; ...

Μπορούσα να ακούσω τον ήχο του ψαλιδιού να κόβει το σώμα του μωρού μου στην κοιλιά μου. ... Προτιμούσα να πεθάνω μαζί με το μωρό μου εκείνη τη στιγμή. ...

Τελικά το ταξίδι στην κόλαση, η χειρουργική επέμβαση είχε τελειώσει, και μια νοσοκόμα μου έδειξε το κομμάτι ενός ποδιού γεμάτο αίματα με τσιμπιδάκι. Μέσα από τα δάκρυά μου, η εικόνα του αιματηρού ποδιού έμεινε χαραγμένη στα μάτια μου και στην καρδιά μου, καθώς μπορούσα να δω τα πέντε μικρά ματωμένα δάχτυλα των ποδιών. Αμέσως το μωρό ρίχτηκε σε ένα δοχείο απορριμμάτων. ...

Τέλος, πήρα την άδεια να πάω στο σπίτι από το νοσοκομείο. Δεν είχα φάει τίποτα, ούτε καν νερό είχα πιει, για αρκετές ημέρες. Ίσα που μιλούσα σε άνθρωπο. Κατά καιρούς άκουγα τον πατέρα μου να θρηνεί. Τον άφησαν ελεύθερο μόλις με έπιασαν, αλλά τον είχαν χτυπήσει τρομερά. Του πήρε πάνω από ένα μήνα για να ανακτήσει σωματικά. Βλέποντας τον πατέρα μου και σκεπτόμενη το νεκρό μωρό μου, φώναζα μέρα και νύχτα, και συχνά η εικόνα του μικρού ματωμένοι ποδιού ερχόταν στο μυαλό μου. Συνήλθα σωματικά, μετά από περίπου ένα μήνα, αλλά ψυχολογικά και πνευματικά - ποτέ! ...
 
Ξέρω ότι υπάρχουν εκατομμύρια Κινέζες αδελφές μου που υποφέρουν και θα υποστούν το ίδιο πράγμα που έχω υποστεί. Ποιος μπορεί να τις βοηθήσει; Ποιος μπορεί να τις σώσει; Η πολιτική του ενός παιδιού και η πολιτική της καταναγκαστικής άμβλωσης έχει σκοτώσει εκατομμύρια αθώων ζωών στην Κίνα. Πώς αυτό το απάνθρωπο έγκλημα θα σταματήσει; Πότε αυτό το απάνθρωπο έγκλημα θα σταματήσει;

Σχόλιο του blog μας: Κατά τα άλλα, χαιρόμαστε για την οικονομική συνεργασία μας με τη συγκεκριμένη χώρα... Αυτή τη βίαιη προσβολή του ανθρώπινου προσώπου (ή μάλλον εκμηδένιση) την ξέρουμε κι από τη Σοβιετική Ρωσία, και όχι μόνο - όχι τυχαία ασφαλώς. Αναρωτιέμαι όμως πού είναι ο ΟΗΕ, αλλά και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες όλου του κόσμου, που θα περίμενα ν' αγωνίζονται για το λαό αυτό...
Ο Θεός να βοηθήσει αυτό το λαό, κι όλους τους λαούς, που βασανίζονται κάτω από την εξουσία απάνθρωπων καθεστώτων. Ίσως λίγο πολύ όλοι οι λαοί της Γης -άλλοτε καλυμμένα, άλλοτε απροκάλυπτα- να είναι τέτοιοι λαοί...

Ὁ παπα Τύχων

Ἄγνωστος συγγραφεύς



Ἔλεγε ὁ παπα-Τύχων:- Γιὰ νὰ βρεῖς καλὸ πνευματικὸ πρέπει νὰ κάνεις τρεῖς μέρες προσευχὴ καὶ κατόπιν τί ὁ Θεὸς θὰ φωτίσει. Καὶ στὸ δρόμο ποὺ θὰ πηγαίνεις νὰ κάνεις προσευχὴ νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ σοῦ πεῖ λόγους καλούς. Ἔλεγε ἀκόμη:

- Πάντοτε νὰ κάνεις εὐχὴ πρὶν ἀρχίσεις κάθε ἐργασία. Νὰ λὲς «Θεέ μου, δῶσε μου δύναμη καὶ φώτιση» καὶ κατόπιν νὰ ἀρχίσεις τὴν δουλεία σου. Καὶ στὸ τέλος «δόξα τὸν Θεό».

Ἔλεγε πάλι:- Ἡ κόλαση ἔχει γεμίσει ἀπὸ ἀνθρώπους παρθένους – ὑπερήφανους. Ταπεινὸ ἄνθρωπο θέλει ὁ Θεός.

Κάποτε τοῦ εἶχε στείλει κάποιος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μιὰ ἐπιταγή. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τὴν ἔπαιρνε ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ Ταχυδρομεῖο, τὸν εἶδε ἕνας κοσμικὸς καὶ νικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμό τῆς φιλαργυρίας.

Πῆγε λοιπὸν τὴν νύχτα στὸ Κελλί τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ τὸν ληστέψη, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι θὰ εὕρισκε καὶ ἄλλα χρήματα, χωρὶς νὰ ξέρη ὅτι καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε πάρει ὁ Γέροντας τὰ εἶχε δώσει τὴν ἴδια ὥρα στὸν κυρ - Θόδωρο, γιὰ νὰ πάρη ψωμιὰ γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἀφοῦ τὸν βασάνισε ἀρκετὰ τὸν Γέροντα - τὸν ἕσφιγγε μὲ ἕνα σχοινὶ στὸν λαιμὸ του - διεπίστωσε ὅτι πράγματι δὲν εἶχε χρήματα καὶ ξεκίνησε νὰ φυγή. Ό Πάπα - Τύχων τοῦ εἶπε:

- Θεὸς συγχωρέσοι, παιδί μου.

Ὁ κακοποιὸς αὐτὸς ἄνθρωπος πῆγε καὶ σὲ ἄλλον Γέροντα μὲ τὸν ἴδιο σκοπό, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸν ἔπιασε ἡ Ἀστυνομία, καὶ ὁμολόγησε μόνος του ὅτι εἶχε πάει καὶ στὸν Πάπα - Τύχωνα. Ὁ Ἀστυνόμος ἔστειλε χωροφύλακα καὶ ζήτησε τὸν Γέροντα γιὰ ἀνάκριση, ἐπειδὴ θὰ γινόταν ἡ δίκη τοῦ κλέφτη. Ὁ Γέροντας στενοχωρέθηκε γι' αὐτὸ καὶ ἔλεγε στὸν χωροφύλακα:

- Παιδί μου, ἐγὼ τὸν συγχώρεσα μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου τὸν κλέφτη.

Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἔδινε καθόλου σημασία στὰ λόγια τοῦ Γέροντα, γιατί ἐκτελοῦσε ἀνώτερη διαταγή, καὶ τὸν τραβοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε:

- Ἄντε, γρήγορα, Γέροντα! ἐδῶ δὲν ἔχει συγχώρεση καὶ «εὐλόγησαν».

Τελικὰ τὸν λυπήθηκε ὁ Διοικητὴς καὶ τὸν ἄφησε ἀπὸ τὴν Ἱερισσὸ νὰ γυρίση στὸ Κελλί του, ἐπειδὴ ἔκλαιγε σὰν μωρὸ παιδί, γιατί νόμιζε ὅτι θὰ γίνη καὶ αὐτὸς αἰτία νὰ τιμωρηθῆ ὁ κλέφτης.

Ὅταν τὸ θυμόταν αὐτὸ τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωρέση στὸ μυαλό του καὶ μοῦ ἔλεγε:

- Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ ἄλλο τυπικὸ ἔχουν" δὲν ἔχουν τὸ «εὐλόγησον», «Θεὸς συγχωρέσοι».

Ἐνῶ ὁ Γέροντας τὴν λέξη «εὐλόγησον» τὴν χρησιμοποιοῦσε πάντα καὶ μὲ τὶς πολλὲς καλογερικὲς ἔννοιες, ὅπως τὸ «εὐλογεῖτε» ἢ «εὐλόγησον», ὅταν ζητοῦσε ταπεινὰ τὴν εὐλογία τοῦ ἄλλου, καὶ μετὰ θὰ ἔδινε καὶ αὐτὸς τὴν εὐλογία του μὲ τὴν εὐχὴ «Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλόγηση». Μετὰ ἀπὸ τὸν συνηθισμένο χαιρετισμὸ ὁδηγοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες στὸ Ναὸ καὶ ἔψαλλαν μαζὶ τὸ Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν σου καὶ τὸ Ἄξιον ἐστὶν καί, ἐὰν ἦταν καλὸς καιρός, ἔβγαιναν ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, καὶ καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετὰ σηκωνόταν μὲ χαρὰ καὶ ἔλεγε:

- Ἐγὼ τώρα κεράσματα. Ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὴν στέρνα καὶ γέμιζε ἕνα κύπελλο γιὰ τὸν ἐπισκέπτη, ἔβαζε καὶ στὸ δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσε καὶ γιὰ μπρίκι) καὶ ἔψαχνε μετὰ νὰ βρῆ κανένα λουκούμι, ἄλλοτε κατάξηρο καὶ ἄλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν εὐλογία τοῦ Πάπα Τύχωνα, δὲν προξενοῦσε ἀηδία. Ἀφοῦ τὰ ἑτοίμαζε, ἔκανε τὸν Σταυρὸ του ὁ Γέροντας, ἔπαιρνε τὸ νερὸ καὶ ἔλεγε: «Πρῶτα ἐγὼ· εὐλογεῖτε!» καὶ περίμενε νὰ τοῦ πῆ ὁ ἐπισκέπτης τὴν εὐχὴ «Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλόγηση», ἀλλιῶς δὲν ἔπινε νερό. Μετὰ θὰ ἔδινε καὶ αὐτὸς τὴν εὐχή του.

Τὴν εὐχὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν αἰσθανόταν ὡς ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς Ἱερωμένους ἢ Μοναχοὺς ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, μικροὺς καὶ μεγάλους στὴν ἡλικία. Μετὰ ἀπὸ τὸ κέρασμα περίμενε νὰ ἰδῆ ἐὰν ἔχουν κανένα θέμα. Ὅταν ἔβλεπε ὅτι εἶναι ἀργόσχολος ἄνθρωπος καὶ ἦρθε μόνο γιὰ νὰ πέραση τὴν ὥρα του, τότε τοῦ ἔλεγε:

- Παιδί μου, στὴν κόλαση θὰ πᾶνε καὶ οἱ τεμπέληδες, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί. Ἐὰν παρέμενε καὶ δὲν ἔφευγε, τὸν ἄφηνε ὁ Γέροντας καὶ ἔμπαινε στὸ Ναὸ καὶ προσευχόταν, καὶ ἔτσι ὁ ἐπισκέπτης ἀναγκαζόταν νὰ φύγη.

Ὅταν πάλι ἤθελε νὰ ἐκμεταλλευθῆ κανεὶς τὴν ἁπλότητα τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ ἐξυπηρέτηση τὸν ἄλφα ἢ βήτα σκοπό του, τὸ καταλάβαινε μὲ τὴν θεία του φώτιση καὶ τοῦ ἔλεγε:

- Παιδί μου, ἐγὼ Ἑλληνικὰ δὲν ξέρω· πήγαινε σὲ κανέναν Ἕλληνα, γιὰ νὰ συνεννοηθῆς καλά.

Φυσικά, δὲν λυπόταν ποτὲ τὸν κόπο οὔτε τὸν χρόνο, ὅταν ἔβλεπε πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα στοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῶ μὲ τὸ στόμα συμβούλευε, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ προσευχόταν. Ἡ προσευχὴ του ἦταν πιὰ αὐτοενέργητη, καρδιακή. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν πλησίαζαν, τὸ αἰσθάνονταν αὐτό, γιατί ἔφευγαν πολὺ δυναμωμένοι. Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εὐλογοῦσε μέχρι νὰ κρυφτοῦν πιά.

Κάποτε τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὁ Πατὴρ Ἀγαθάγγελος ὁ Ἰβηρίτης, ὡς Διάκος. Ὅταν ἔφευγε, ἦταν σκοτάδι, δὲν εἶχε φωτίσει ἀκόμη. Ὁ Πάπα - Τύχων προεῖδε τὸν κίνδυνο, ποὺ θὰ διέτρεχε ὁ Διάκος, καὶ ἀνέβηκε αὐτὴ τὴν φορὰ στὸ τοιχάκι τῆς μάνδρας καὶ εὐλογοῦσε συνέχεια. Ὅταν ἔφθασε ὁ Διάκος στὴ ράχη καὶ εἶδε τὸν Γέροντα νὰ εὐλογῆ ἀκόμη, τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ φώναξε νὰ μὴ κουράζεται, νὰ μπῆ στὸ κελλί του. Αὐτὸς ὅμως ἀτάραχος μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια, σὰν τὸν Μωυσῆ, προσευχόταν καὶ εὐλογοῦσε. Ἐνῶ λοιπὸν βάδιζε ξένοιαστος ὁ Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σὲ καρτέρι κυνηγῶν, ποὺ περίμεναν ἀγριόχοιρους. Ἕνας κυνηγὸς τράβηξε νὰ ρίξη, ἀλλὰ οἱ εὐχὲς τοῦ Γέροντα ἔσωσαν τὸν Διάκο ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸν κυνηγὸ ἀπὸ τὴν φυλακή. Γι' αὐτό μοῦ ἔλεγε πάντα ὁ Γέροντας:

- Παιδί μου, νὰ μὴν ἔρχεσαι ποτὲ τὴν νύχτα, γιατί τὴν νύχτα τὰ θηρία περπατοῦν, καὶ οἱ κυνηγοὶ τὰ περιμένουν κρυμμένοι...

Ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἔλεγε στὸν Μοναχό, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε καὶ θὰ ἔκανε τὸν ψάλτη, νὰ ἔρχεται τὸ πρωΐ μὲ τὸ φώτισμα. Τὴν ὥρα δὲ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἔλεγε νὰ μένη στὸν μικρὸ διάδρομο, ἔξω ἀπὸ τὸν Ναό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ λέη τὸ Κύριε, ἐλέησον, γιὰ νὰ νιώθη τελείως μόνος του καὶ νὰ κινῆται ἄνετα στὴν προσευχή του. Ὅταν ἔφθανε στὸ Χερουβικό, ὁ Πάπα -Τύχων ἠρπάζετο εἴκοσι ἕως τριάντα λεπτά, καὶ ὁ ψάλτης θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπαναλάβη πολλὲς φορὲς τὸ Χερουβικό, μέχρι νὰ ἀκούση τὶς περπατησιές του στὴν Μεγάλη Εἴσοδο. Ὅταν τὸν ρωτοῦσα μετὰ στὸ τέλος «τί βλέπεις, Γέροντα», ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντοῦσε:

-Τὰ Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ δοξολογοῦν τὸν Θεό.

Ἔλεγε ἐπίσης στὴν συνέχεια:

- Ἔμενα μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα μὲ κατεβάζει ὁ φύλακάς μου Ἄγγελος καὶ τότε συνεχίζω τὴν Θεία Λειτουργία.

Κάποτε, τὸν εἶχε ἐπισκεφθῆ ὁ π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης. Ἐπειδὴ ἡ πόρτα τοῦ Πάπα - Τύχωνα ἦταν κλειστή, καὶ ἀπὸ τὸν Ναὸ ἀκούγονταν γλυκιὲς ψαλμωδίες, δὲν θέλησε νὰ ἐνόχληση μὲ τὸ χτύπημα τῆς πόρτας, ἀλλὰ περίμενε νὰ τελειώσουν, γιατί νόμιζε ὅτι βρίσκονται στὸ «Κοινωνικό». Σὲ λίγο βγαίνει ὁ Πάπα - Τύχων καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα. Ὅταν μπῆκε ὁ π. Θεόκλητος, δὲν βρῆκε κανέναν ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πάπα - Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ὅτι οἱ ψαλμωδίες ἐκεῖνες ἦταν Ἀγγελικές.

Στὰ γεράματά του πιά, ἐπειδὴ ἔτρεμαν τὰ πόδια του, ἔρχονταν συνήθως καὶ λειτουργοῦσαν ὁ Πάπα Μάξιμος καὶ ὁ Πάπα - Ἀγαθάγγελος, οἱ Ἰβηρίτες, ποὺ ἦταν πιὸ κοντά, καὶ τοῦ ἄφηναν καὶ Ἅγιον Ἄρτο, γιατί κοινωνοῦσε κάθε μέρα. Φυσικά, ἦταν προετοιμασμένος κάθε μέρα μὲ τὴν ἁγία του ζωή. Γιὰ τὸν Πάπα - Τύχωνα ὅλες σχεδὸν οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου ἦταν Διακαινήσιμες, καὶ ζοῦσε πάντα τὴν Πασχαλινὴ χαρά. Συνέχεια ἄκουγε κανεὶς ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ Δόξα σοι ὁ Θεός, Δόξα σοι ὁ Θεός. Αὐτὸ συνιστοῦσε καὶ σὲ ὅλους: νὰ λέμε τὸ Δόξα σοι ὁ Θεός, ὄχι μόνο ὅταν περνᾶμε καλά, ἀλλὰ καὶ ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες, γιατί καὶ τὶς δοκιμασίες τὶς ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ φάρμακα τῆς ψυχῆς.

Πολὺ πονοῦσε γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ὑπέφεραν στὸ ἄθεο καθεστὼς τῆς Ρωσίας. Μοῦ ἔλεγε μὲ δακρυσμένα μάτια:

-Παιδί μου, ἡ Ρωσία ἔχει ἀκόμη κανόνα ἀπὸ τὸν Θεὸ· θὰ περάση ὅμως.

Γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ὁ Γέροντας δὲν νοιαζόταν καθόλου οὔτε καὶ φοβόταν, γιατί εἶχε πολὺ φόβο Θεοῦ (θεία συστολὴ) καὶ εὐλάβεια. Ἐπειδὴ ἀγωνιζόταν καὶ μὲ πολλὴ ταπείνωση, δὲν διέτρεχε οὔτε τὸν πνευματικὸ κίνδυνο τῆς πτώσεως. Ἑπομένως, πῶς νὰ φοβηθῆ καὶ τί νὰ φοβηθῆ; Τοὺς δαίμονες, ποὺ τρέμουν ἀπὸ τὸν ταπεινὸ ἄνθρωπο, ἢ τὸν θάνατο, ποὺ συνέχεια τὸν μελετοῦσε καὶ ἑτοιμαζόταν χαρούμενος γι' αὐτόν; Μάλιστα, εἶχε ἀνοίξει καὶ τὸν τάφο του μόνος του, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμος, καὶ ἔμπηξε καὶ τὸν Σταυρό, ποὺ καὶ αὐτὸν τὸν εἶχε κάνει ὁ ἴδιος, καὶ ἔγραψε τὰ ἑξῆς, ἀφοῦ εἶχε προαισθανθῆ τὸν θάνατό του:

«Ἁμαρτωλὸς Τύχων, Ἱερομόναχος, 60 χρόνια στὸ Ἅγιον Ὅρος. Δόξα σοι ὁ Θεός».

Πάντα μὲ τὸ Δόξα σοι ὁ Θεὸς θὰ ἄρχιζε καὶ μὲ τὸ Δόξα σοι ὁ Θεὸς θὰ τελείωνε ὁ Γέροντας. Εἶχε συμφιλιωθῆ πιὰ μὲ τὸν Θεό, γι' αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε περισσότερο τὸ Δόξα σοι ὁ Θεὸς παρὰ τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Κινεῖτο, ὅπως εἴδαμε, στὸν θεῖο χῶρο, ἀφοῦ λάμβανε μέρος καὶ στὴν οὐράνια δοξολογία μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐπειδὴ εἶχε ἀνάψει πιὰ ἡ φλόγα τοῦ θείου ἔρωτος μέσα στὴν καρδιά του, γι'αὐτὸ καὶ δὲν τὸν συγκινοῦσαν τὰ μάταια πράγματα, ὅπως ἀνέφερα. Τὸ κελλὶ του ἦταν καὶ αὐτὸ μικρό. Εἶχε ἕνα τραπεζάκι ποὺ ἀκουμποῦσε εἰκόνες, καθὼς καὶ τὸ ἀκοίμητο κανδήλι καὶ τὸ θυμιατήρι. Δίπλα εἶχε τὸ Ἀγγελικό του Σχῆμα καὶ τὸ τριμμένο του ράσο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τοίχου εἶχε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ σὲ μία ἄκρη εἶχε τρεῖς σανίδες γιὰ κρεβάτι μὲ μιὰ κουρελιασμένη κουβέρτα ἁπλωμένη γιὰ στρῶμα. Γιὰ σκέπασμα εἶχε ἕνα παλιὸ πάπλωμα μὲ τὰ βαμβάκια ἀπ' ἔξω, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔπαιρναν καὶ τὰ ποντίκια βαμβάκι, γιὰ νὰ κάνουν τὶς φωλιές τους. Ἐπάνω στὸ δῆθεν μαξιλάρι του εἶχε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἕνα βιβλίο μὲ ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Τὸ δὲ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του ἦταν μὲν ἀπὸ σανίδες, ἀλλὰ φαινόταν σὰν σουβαντισμένο,ἐπειδὴ δὲν σκούπιζε ποτέ, καὶ οἱ λάσπες, ποὺ ἔμπαιναν ἀπὸ ἔξω, μὲ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιά, ποὺ ἔπεφταν κάτω χρόνια ὁλόκληρα, εἶχαν σχηματίσει κανονικὸ σουβά. Ὁ Πάπα - Τύχων δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία στὸ καθάρισμα τοῦ κελλιοῦ του ἀλλὰ στὸ καθάρισμα τῆς ψυχῆς του, γι' αὐτὸ καὶ κατόρθωσε νὰ γίνη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια ἔπλενε τὴν ψυχή του μὲ τὰ πολλά του δάκρυα καὶ χρησιμοποιοῦσε χονδρὰ προσόψια, ἐπειδὴ τὰ συνηθισμένα μανδήλια δὲν τὸν ἐξυπηρετοῦσαν.

Εἶχε φθάσει σὲ μεγάλη κατάσταση πνευματικὴ ὁ Γέροντας! Ἡ ψυχὴ του εἶχε γίνει πολὺ εὐαίσθητη, ἀλλὰ γιὰ νὰ βρίσκεται ὁ νοῦς του συνέχεια στὸν Θεό, εἶχε φθάσει καὶ σὲ ἀναισθησία σωματική. Ἀφοῦ δὲν αἰσθανόταν πιὰ καμιὰ ἐνόχληση ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ κουνούπια καὶ τοὺς ψύλλους, ποὺ εἶχε χιλιάδες. Τὸ κορμὶ του ἦταν κατατρυπημένο καὶ τὰ ροῦχα του γεμάτα ἀπὸ κόκκινα στίγματα. Μοῦ λέει ὁ λογισμός μου ὅτι καὶ μὲ τὶς σύριγγες νὰ τοῦ τραβοῦσαν τὸ αἷμα του τὰ ζουζούνια, πάλι δὲν θὰ τὸ αἰσθανόταν. Μέσα στὸ κελλὶ του κυκλοφοροῦσαν ὅλα ἐλεύθερα, ἀπὸ ζουζούνια μέχρι ποντίκια. Κάποτε τοῦ εἶπε ἕνας Μοναχός, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὰ ποντίκια νὰ χοροπηδοῦν:

- Γέροντα, θέλεις νὰ σοῦ φέρω μία γάτα;

Ἐκεῖνος ἀπάντησε:

- Ὄχι, παιδί μου. Ἐγὼ ἔχω μία γάτα, μιάμιση φορὰ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν γάτα. Ἔρχεται ἐδῶ, τὴν ταΐζω, τὴν χαϊδεύω, καὶ μετὰ πηγαίνει στὴν καλύβα της κάτω στὸ λάκκο καὶ ἡσυχάζει. Ἦταν μία ἀλεποῦ, ἡ ὁποία ἐπισκεπτόταν τὸν Γέροντα τακτικά, σὰν καλὸς γείτονας.

Εἶχε ἐπίσης καὶ ἕνα θηλυκὸ ἀγριόχοιρο, ποὺ γεννοῦσε κάθε χρόνο κοντὰ στὸ φράχτη τοῦ κήπου του, γιὰ νὰ τὴν προστατεύει ὁ Γέροντας.

Ὅταν ἔβλεπε κυνηγοὺς νὰ περνοῦν ἀπὸ τὴν περιοχή του, τοὺς ἔλεγε ὁ Πάπα - Τύχων:

- Παιδιά μου, ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα γουρούνια. Φύγετε.

Οἱ κυνηγοὶ νόμιζαν ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀγριόχοιροι στὴν περιοχή του καὶ ἔφευγαν.

Ὁ ἅγιος Γέροντας σὰν καλὸς πατέρας τοὺς μὲν ἀνθρώπους ἔτρεφε πνευματικά, τὰ δὲ μεγάλα ἄγρια ζῶα τὰ τάϊζε ἀπὸ τὴν λίγη τροφὴ ποὺ εἶχε καὶ τὰ χόρταινε περισσότερο ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγάπη, καὶ τὰ μικρὰ ζουζούνια τ' ἄφηνε νὰ θηλάζουν ἀπὸ τὸ λίγο του αἷμα.

Εἶχε γερὴ κράση ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἄσκηση εἶχε ἐξαντληθῆ. Ὅταν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς «τί κάνεις, Γέροντα, εἶσαι καλά», ἀπαντοῦσε:

- Δόξα σοι ὁ Θεός, καλὰ εἶμαι, παιδί μου. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄρρωστος, ἀλλὰ ἀδυναμία ἔχω.

Πολὺ στενοχωριόταν, ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο νέο, καὶ περισσότερο, ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, ἐπειδὴ δὲν ταιριάζουν τὰ πάχια μὲ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα.

Μιὰ μέρα τὸν ἐπισκέφτηκε ἕνας λαϊκὸς πολὺ χονδρὸς καὶ τοῦ λέει:

- Γέροντα, ἔχω πόλεμο σαρκικὸ μὲ βρώμικους λογισμούς, ποὺ δὲν μ' ἀφήνουν καθόλου νὰ ἡσυχάσω.

Ὁ Πάπα - Τύχων τοῦ εἶπε:

- Ἐάν, παιδί μου, ἐσὺ θὰ κάνης ὑπακοή, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἐγὼ θὰ σὲ κάνω Ἄγγελο. Νὰ λές, παιδί μου, συνέχεια τὴν εὐχή, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καὶ νὰ περνᾶς ὅλες τὶς ἡμέρες μὲ ψωμὶ καὶ νερό, καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ νὰ τρῶς φαγητὸ μὲ λίγο λάδι. Νὰ κάνης καὶ ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα μετάνοιες τὴν νύκτα καὶ νὰ διαβάζης μετὰ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας καὶ ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας. Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, ποὺ τὸν ξαναεπισκέφτηκε, ὁ Γέροντας δὲν μπόρεσε νὰ τὸν γνωρίση, γιατί εἶχαν φύγει ὅλα τὰ περίσσια πάχια, καὶ μὲ εὐκολία πιὰ χωροῦσε ἀπὸ τὴν στενὴ πόρτα τοῦ Ναοῦ του. Ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε:

- Πῶς περνᾶς τώρα, παιδί μου;

Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε:

- Τώρα νιώθω πραγματικὰ σὰν Ἄγγελος, γιατί δὲν ἔχω οὔτε σαρκικὲς ἐνοχλήσεις οὔτε καὶ βρώμικους λογισμοὺς καὶ αἰσθάνομαι πολὺ ἐλαφρός, ποὺ ἔφυγαν τὰ πάχη.

Μὲ τέτοιες πρακτικὲς συμβουλὲς νουθετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια.

Ἐκτός, φυσικά, ἀπὸ τὴν μεγάλη πεῖρα ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, εἶχε λάβει καὶ θεῖο φωτισμὸ ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Μετὰ ἀπὸ τὶς νουθεσίες του ἐπακολουθοῦσαν οἱ προσευχές του, ποὺ τὶς αἰσθάνονταν οἱ ἐπισκέπτες ἔντονα, ὅταν ἔφευγαν. Τὸ πετραχῆλι σχεδὸν ποτὲ δὲν τὸ ἔβγαζε, γιατί πολλὲς φορὲς τὸ σήκωνε ἀπὸ τὸν ἕναν ἄνθρωπο καὶ τὸ ἅπλωνε στὸν ἄλλον καὶ ἔπαιρνε τὶς ἁμαρτίες ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του καὶ τοὺς ξαλάφρωνε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας Ἐξομολογήσεως. Τὶς ἐξομολογήσεις, ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, τὶς ξεχνοῦσε ἀμέσως καὶ ἔτσι ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πάντοτε καλοὺς καὶ ὅλο καλοὺς λογισμοὺς εἶχε γιὰ ὅλους, γιατί εἶχε ἐξαγνισθῆ πιὰ ἡ καρδιά του καὶ ὁ νοῦς του.

Κάποτε τὸν εἶχε ρωτήσει ἕνας Ἡγούμενος:

-Γέροντα, ποιὸς ἀδελφὸς εἶναι πιὸ καθαρὸς μέσα στὸ Κοινόβιο;

Ὁ Πάπα - Τύχων ἀπήντησε:

- Ἅγιε Καθηγούμενε, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ εἶναι καθαροί.

Ποτὲ δὲν πλήγωνε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τοῦ θεράπευε τὰ τραύματα μὲ τὸ βάλσαμο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε στὴν πονεμένη ψυχή:

- Παιδί μου, ἐσένα ὁ Χριστὸς σὲ ἀγαπάει, σὲ συγχώρεσε. Ὁ Χριστὸς ἀγαπάει περισσότερό τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανοοῦν καὶ ζοῦν μὲ ταπείνωση.

Πάντα τόνιζε τὴν ταπείνωση καὶ ἔλεγε χαρακτηριστικά:

- Ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος ἔχει περισσότερη Χάρη ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Κάθε πρωΐ ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τὸν κόσμο μὲ τὸ ἕνα χέρι, ἀλλ' ὅταν ἰδῆ κανέναν ταπεινὸ ἄνθρωπο, τὸν εὐλογεῖ μὲ τὰ δύο Του χέρια. Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μεγαλύτερη ταπείνωση, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους.

Ἐπίσης, ἔλεγε γι' αὐτοὺς ποὺ παρθενεύουν πὼς πρέπει νὰ ἔχουν καὶ ταπείνωση, γιατί ἀλλιῶς δὲν σώζονται μόνο μὲ τὴν παρθενία, διότι ἡ κόλαση εἶναι γεμάτη καὶ ἀπὸ ὑπερήφανους παρθένους.

- Ὅταν καυχᾶται κανεὶς ὅτι εἶναι παρθένος - ἔλεγε -θὰ τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἐπειδὴ δὲν ἔχεις καὶ ταπείνωση, πήγαινε στὴν κόλαση». Ἐνῶ σ' ἐκεῖνον ποὺ ἦταν ἁμαρτωλὸς καὶ μετανόησε καὶ ζῆ ταπεινὰ μὲ συντριβὴ καρδίας καὶ ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, θὰ τοῦ πῆ ὁ Χριστός: «Ἔλα, παιδί μου, ἐδῶ στὸν γλυκὸ Παράδεισο».

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν μετάνοια τόνιζε πολὺ τὴν μελέτη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νὰ γυρίζη συνέχεια γύρω ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐπίσης,τόνιζε τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων: Εὐεργετινό,Φιλοκαλία, Ἅγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Ἅγιο Μάξιμο, Συμεὼν Νέο Θεολόγο, Ἀββᾶ Μακάριο καὶ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. «Ἡ μελέτη, ἔλεγε ὁ Γέροντας, θερμαίνει καὶ τὴν ψυχή, καθαρίζει καὶ τὸν νοῦ καὶ ἔτσι ἀσκεῖται μὲ προθυμία ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀποκτάει ἀρετές, ἐνῶ, ὅταν δὲν ἀσκῆται,ἀποκτάει πάθη».

Μιὰ μέρα ρώτησε τὸ Γέροντα Παΐσιο:

- Ἐσύ, παιδί μου, τί βιβλία διαβάζεις;

Τοῦ ἀπάντησε:

-Ἀββᾶ Ἰσαάκ.

- Πὰ-πὰ-πά, παιδί μου! αὐτὸς ὁ Ἅγιος εἶναι μεγάλος! Οὔτε ἕναν ψύλλο δὲν σκότωνε ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ.

Ἤθελε μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε νὰ τονίση τὴν μεγάλη πνευματικὴ εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Πάπα - Τύχων προσπαθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὸν Ἅγιο Ἰσαάκ, ὄχι μόνο στὸ ἡσυχαστικό του πνεῦμα ἀλλὰ καὶ στὴν εὐαισθησία τῆς πνευματικῆς του ἀρχοντιᾶς, καὶ δὲν ἐπιβάρυνε κανέναν ἄνθρωπο.

Ἔλεγε στοὺς Μοναχοὺς ὅτι πρέπει νὰ ζοῦν ἀσκητικά, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὶς μέριμνες, καὶ ὄχι νὰ δουλεύουν σὰν ἐργάτες καὶ νὰ τρῶνε σὰν κοσμικοί. Γιατί τὸ ἔργο τοῦ Μονάχου εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους, καὶ λίγη δουλειὰ γιὰ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνη τοὺς ἄλλους, διότι μὲ τὴν πολλὴ δουλειὰ καὶ μέριμνα ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:

- Ὁ Φαραὼ ἔδινε πολλὴ δουλειὰ καὶ πολὺ φαγητὸ στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό.

Πρὶν ἀρχίση τὶς συμβουλὲς τοῦ ὁ Γέροντας, εἶχε τυπικὸ νὰ κάνη πρῶτα προσευχή, νὰ ἐπικαλεσθῆ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ τὸν φώτιση, καὶ αὐτὸ συνιστοῦσε καὶ στοὺς ἄλλους. Ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς ἄφησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μᾶς φωτίζη. Αὐτὸ εἶναι νοικοκύρης. Γι' αὐτὸ καὶ ἢ Ἐκκλησία μας ἀρχίζει μὲ τὸ Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλοιωνόταν τὸ πρόσωπό του, καὶ πολλοὶ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι τὴν ἔβλεπαν αὐτὴ τὴν ἀλλοίωση. Εἶπε γέρων:

- Κάποτε πῆγε ἕνας μοναχὸς σ` ἕνα κελὶ ποὺ ἦταν καθαρό, περιποιημένο, ἀρχοντικὸ ἐπίσημο. Εἶπε: «Ὅπως εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ Γέροντα ἔτσι εἶναι καὶ τὸ κελί του». Πῆγε σ` ἕνα ἄλλο ποὺ ἦταν ἀκατάστατο, ἀραχνιασμένο κι ἄνω – κάτω. Εἶπε: «Ὁ Γέροντας εἶναι καλός, ἀσχολεῖται συνέχεια μὲ τὰ πνευματικά, καὶ δὲν ἔχει καθόλου καιρὸ γιὰ τὰ ὑλικά».Ἦταν ἀγαθὸς ὁ μοναχὸς αὐτὸς καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα ὄμορφα. Ὅ,τι εἶσαι αὐτὸ βλέπεις, ὅ,τι ζητᾶς αὐτὸ βρίσκεις.



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ

«Δόξα εἰς τὸν Γολγοθᾶ τοῦ Χριστοῦ». Ὦ Θεῖε Γολγοθᾶ, ἁγιασμένε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Σὲ παρακαλοῦμε, πές μας πόσες χιλιάδες ἁμαρτωλῶν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα καθάρισες καὶ γέμισες τὸν νυμφώνα τοῦ Παραδείσου; Ὦ! μὲ τὴν ἀγάπη σου τὴν ἄρρητη, Χριστὲ Βασιλιά, μὲ τὴν Χάρη Σου ὅλα τὰ οὐράνια παλάτια γέμισες ἀπὸ μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς. Σὺ καὶ ἐδῶ κάτω ὅλους ἐλεεῖς καὶ σώζεις. Καὶ ποιὸς μπορεῖ ἀντάξια νὰ Σὲ εὐχαριστήση, ἔστω κι ἂν εἶχε Ἀγγελικὸ νοῦν; Ἁμαρτωλοί, ἐλᾶτε γρήγορα. Ὁ Ἅγιος Γολγοθᾶς εἶναι ἀνοικτὸς καὶ ὁ Χριστὸς εὔσπλαχνος. Προσπέσετε πρὸς Αὐτὸν καὶ φιλήσετε τὰ ἅγιά Του πόδια. Μόνον Αὐτὸς σὰν εὔσπλαχνος μπορεῖ νὰ γιατρέψη τὶς πληγές σας! Ὤ, θὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς, ὅταν ὁ πολυεύσπλαχνος Χριστὸς μᾶς ἀξίωση μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ καὶ καυτὰ δάκρυα νὰ πλύνωμε τὰ πανάχραντά Του πόδια καὶ μὲ ἀγάπη νὰ τὰ φιλήσουμε! Τότε ὁ Χριστὸς εὔσπλαχνος θὰ εὐδοκήση νὰ πλύνη τὶς ἁμαρτίες μας καὶ θὰ μᾶς ἄνοιξη τὶς πόρτες τοῦ Παραδείσου, ὅπου μὲ μεγάλη χαρά, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀρχαγγέλους καὶ Ἀγγέλους,τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, αἰώνια θὰ δοξάζωμεν τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου, τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν Ὁμοούσιο καὶ ἀδιαίρετο Τριάδα.

Ἱερομόναχος Τύχων - Ἅγιον Ὅρος

Το κύκνειο άσμα του σαθρού πολιτικο-κοινωνικού συστήματος της διαφθοράς!Γιατί η πολιτική σκιάζεται Χριστό και Εκκλησία;

 

Ως στοιχείο προόδου και πολιτισμού εκλαμβανόταν τη δεκαετία του ’80 το να καταφέρεται κάποιος κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από τότε κάποιοι για να είναι in κατά τη λαϊκή έκφραση της εποχής, δηλαδή για να υπολογίζονταν ως προοδευτικοί άνθρωποι της σύγχρονης εποχής κατέστησαν ως μόδα τις επιθέσεις κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας και κυρίως των λειτουργών αυτής. Σε διαφορετική περίπτωση λαμβάνονταν ως καθυστερημένοι, προσκολλημένοι στο παρελθόν, απροσάρμοστοι στα νέα κοινωνικά κατεκτημένα.
Οι πολιτικοί άρχοντες ακολούθησαν στη συντριπτική πλειονότητά τους και οι περισσότεροι αποδέχθηκαν αυτή τη φιλοσοφία, η οποία ουσιαστικά, όπως σήμερα αποδείχθηκε αποτελούσε βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του Έθνους. Και αυτό γιατί λειτουργούσε ισοπεδωτικά μεταβάλλοντας τις αξίες και τα ιδανικά, κατακρημνίζοντας τα ήθη και τα έθιμα, γελοιοποιώντας τα διαχρονικά πρότυπα της φυλής μας.
Με γνώμονα μία παρωχημένη και ξεπερασμένη ιδέα περί του διαφωτισμού ξήλωναν μεθοδικά υποκινούμενοι από το σκότος των μασωνικών στοών και των μιαρών σιωνιστικών κλειστών λεσχών κάθε τι που θύμιζε πίστη στον Χριστό, πατρίδα και οικογένεια.   
Η ευθεία αμφισβήτηση, ακόμη και η διαστρέβλωση ευαγγελικών αρχών και αυτής της ορθόδοξης πίστεως κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά από πολιτικούς άρχοντες αποτελούσε, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ενδεικτικό σημάδι και παρακαταθήκη για την εξασφάλιση πολιτικής και όχι μόνο καριέρας στη σκακιέρα μίας βδελυρής εξουσίας που σχεδιάζεται τις τελευταίες κυρίως δεκαετίες σε συγκεκριμένες μιαρές μασωνικές στοές και τις τρισάθλιες λέσχες του μυστηρίου της ανομίας!
Οι επιθέσεις λοιπόν σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκλαμβάνονται σαν φόρος υποτέλειας προς τα άνομα αυτά κέντρα, τα οποία φρόντιζαν και φροντίζουν στη συνέχεια να ανταμείψουν τα πειθήνια- τυφλά όργανά τους με καθορισμένες καρέκλες εξουσίας! Τους περιτύλιγαν μάλιστα και με μανδύα προβολής στην κοινωνία, τον οποίο κεντούσαν και έραβαν στα μέτρα τους τα ελεγχόμενα από τις στοές, μέσα μαζικής ενημέρωσης ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο), τα οποία δυστυχώς δύνανται με ευκολία να παρουσιάζουν το μαύρο ως άσπρο, το ανίκανο ως ικανό, το ευτελές ως σπουδαίο και το ανάξιο ως άξιο! 
Και το τραγικό είναι ότι τέτοια δουλοπρεπή και υποτελή ανθρωπάκια, που τσαλαπάτησαν τις αξίες και τα ιδανικά της ευλογημένης χώρας μας έφθασαν στο σημείο να κατέχουν σήμερα ανώτατες διοικητικές θέσεις. Με άνεση χιλίων Καρδιναλίων αποφασίζουν, προτείνουν και εν γένει διευθύνουν ολάκερη την χώρα και τον ανύποπτο στην πλειονότητά του ελληνικό λαό. Σχεδιάζουν μαζί με τους σκοτεινούς σπόνσορες τους την πορεία του και προδιαγράφουν το μέλλον του!
Το που φυσικά τον κατευθύνουν γίνεται εύλογα κατανοητό από τον καθένα μας αν δούμε λίγο τη στυγνή πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα στην κοινωνία μας. Ο τυφλός άλλωστε στην ψυχή που νομίζετε πως μπορεί να οδηγήσει; Και γίνεται κατανοητό γιατί οι βουτηγμένοι στο βούρκο της ακολασίας και στη λάσπη, αυτοί δηλαδή που αρέσκονται να μιμούνται και να ταυτίζονται τους χοίρους (γουρούνια) δυστυχώς κινούν τα νήματα της εξουσίας.
Και για να γίνουμε πιο σαφείς καλοί μου χριστιανοί θα σας συνιστούσαμε να ερευνήσετε και να ανακαλύψετε μόνοι σας ποιές θέσεις έχουν καταλάβει λ.χ. στην παρούσα κυβέρνηση οι πολιτικοί που τον Νοέμβριο του 2008 είχαν υπογράψει πρόταση νόμου υπέρ της αποδοχής του γάμου των ανωμάλων (βλ. ομοφυλοφίλων)! Και από την έρευνά σας θα συνειδητοποιήσετε το πως εργάζεται αυτό το σαθρό σύστημα της διαφθοράς, της σήψης και της προδοσίας. Το σύστημα δηλαδή που στρέφει συχνά -πυκνά τα βέλη του προς την Ορθοδοξία είτε από δεξιά είτε από αριστερά προκειμένου να επιβεβαιώσει την προσήλωσή του η ακόμη και την ταύτισή του με τη βδελυρή χαμαιτυπία και τα ανάλογα κατάλοιπα προϊόντα του Αντιδίκου! 
Ορισμένα από τα βέλη αυτά είθισται να στρέφονται και προς το τίμιο ράσο, το ένδυμα που αξίως η ενίοτε και αναξίως φέρουν οι λειτουργοί του Υψίστου (δηλαδή οι Ιερείς μας)! Πρόκειται για πονηρά βέλη συκοφαντίας που αποσκοπούν να διαρρήξουν την ευεργετική για τον ευλογημένο αυτό τόπο σχέση του Έλληνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Και εν μέρει το καταφέρνουν γιατί αποσκοπούν κυρίως να επηρεάσουν τα απολωλότα πρόβατα, αυτούς δηλαδή που αιωρούνται μεταξύ αληθείας και ψεύδους, αυτούς που αναζητούν μία δικαιολογία για να καλύψουν τη δυσωδία που κουβαλούν μέσα τους, αυτούς που συνηθίζουν να ράβουν τον Θεό στα μέτρα τους...
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ακόμη και υπουργικά άνομα χείλη, συκοφαντούν εκβιάζουν και καταφέρονται κατά του Έλληνα φοβισμένου σήμερα παπά σε μία απέλπιδα προσπάθεια να του αποσπάσουν είτε την ανοχή του στη φιλοσοφία και στις πρακτικές του είτε να τον απομονώσουν κοινωνικά συκοφαντώντας και πετροβολώντας τον η και προσάπτοντας ετικέτες, όπως λ. χ. ακροδεξιός, φασίστας κ.ο.κ. που συμβάλουν στην ενδόμυχη επιδίωξή τους! Στόχος τους είναι να βεβηλώσουν τα ιερά και τα όσια προκειμένου να αποδείξουν ως υποτελείς πόσο δύναμη έχουν ως επιπλέοντες υποτελείς χρεωκοπημένοι φελλοί.
Σκοπός τους είναι να περιθωριοποιήσουν με κάθε τρόπο την Ορθόδοξη Εκκλησία, να την καθυποτάξουν στα άνομα προγράμματά τους, να αλλοιώσουν την χριστιανική παράδοση του τόπου παραχωρώντας το απαραίτητο έδαφος στον Αντίδικο για να χορεύει ανεξέλεγκτα και να επιβάλλει στην χρεωκοπημένη κοινωνία τα προϊόντα του πόνου, της φτώχειας, της πείνας, της δυστυχίας, της απόγνωσης, της απογοήτευσης, του πολέμου που διαχρονικά και μετά την πτώση εμπορεύεται...
Μέσα λοιπόν στη δεινή αυτή κατάσταση εύλογα θα αναρωτηθεί ο πιστός αν τελικά υπάρχει ελπίδα, αν υφίσταται κάποια διέξοδος σωτηρίας ώστε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της δυσωδίας και της μπόχας που αναδύεται από το πτώμα που είθισται να ονομάζουμε σήμερα πολιτικό σύστημα. Μετά βεβαιότητας θα αναφωνήσουμε πως υπάρχει λύση. Και μάλιστα εύκολη και κατανοητή απ’ όλους. Υπάρχει τρόπος να εκδιώξουμε αυτό το σαθρό πολιτικό-κοινωνικό σύστημα. Πως; Με το να αποστασιοποιηθούμε, να απομακρυνθούμε, να επαναστατήσουμε, και να εξέλθουμε απ’ αυτό. Οι ιερείς μας αντιμετωπίζουν τα δαιμόνια με τον εξορκισμό, το βαρύ πυροβολικό της Εκκλησίας μας. Ένα εξίσου ανίκητο όπλο για τον χριστιανό αποτελεί η ειλικρινής και ανιδιοτελής μετάνοια. Τι σημαίνει λαϊκά αυτό; Σημαίνει τάχιστη επιστροφή στον Χριστό. Και πως νοείται αυτή; Νοείται ως πλήρης ταύτιση με το νόμο και τις επιταγές του Ευαγγελίου.
Γιατί καλοί μου άνθρωποι πως να παρέμβει ο Θεός όταν το πάνω που βρίσκεται απλωμένο πάνω από την χώρα μας, όπως λέγει γέροντας ασκητής του Παγγαίου Όρους, γράφει «Σόδομα και Γόμορρα»; Πως να παρέμβει η Παναγία μας όταν η δυσωδία που αναδύεται από την πορνεία, την μοιχεία, τα ψεύδη, την ασέβεια, την απιστία αποτελούν το λιβανωτό του σύγχρονου Έλληνα. Καταστρέψτε λοιπόν τάχιστα αυτό το λιβανωτό του Αντιδίκου και τότε θα διαπιστώσετε το πόσο γρήγορα η χρεωκοπία του τόπου θα εξαφανισθεί από την πραγματική ανάπτυξη και την πρόοδο.
Κάντε λοιπόν το πείραμα αυτό χριστιανοί μου στη ζωή σας για να γίνετε αδιάψευστοι μάρτυρες της βαρύγδουπης πτώσης του σαθρού και χρεωκοπημένου πολιτικό -κοινωνικού βδελυρού συστήματος.
Σ.Ο.


Συντάκτης: ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΣΤΥΛΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2011

Κωνσταντίνος Χολέβας, Ο Νεοκλής Σαρρής και η άγνωστη

 

πηγή: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 22/11/2011
Ο ΝΕΟΚΛΗΣ ΣΑΡΡΗΣ ΚΑΙ Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΤΟΥΡΚΙΑ
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
Τα ξημερώματα του Σαββάτου 19 Νοεμβρίου έφυγε από κοντά μας ο σπουδαίος Κωνσταντινουπολίτης κοινωνιολόγος και τουρκολόγος Νεοκλής Σαρρής. Δίδαξε επί πολλά έτη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έγραψε πάμπολλα βιβλία για την Τουρκία και για κοινωνιολογικά θέματα, αγωνίσθηκε ως πολιτικά ενεργό στέλεχος του Κεντρώου χώρου και έγινε ευρύτερα γνωστός για τις μαχητικές τηλεοπτικές του εμφανίσεις με επίκεντρο τα εθνικά θέματα. Χάρις στο μαχητικό δάσκαλο Νεοκλή μάθαμε πολλά και ενδιαφέροντα για τη γειτονική μας χώρα, η οποία νομίζω ότι παραμένει ακόμη άγνωστη σ’ εμάς τους Έλληνες... 

Ο Σαρρής προσπάθησε να δημιουργήσει τα θεμέλια μιας σοβαρής τουρκολογικής έρευνας στη χώρα μας και επεσήμανε με τεκμηρίωση και γνώση τους κινδύνους για τον Ελληνισμό που προκαλούνται από τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έδωσε με γενναιότητα τη μάχη κατά του καρκίνου του πνεύμονος.
Συνέχιζε κατά τρόπο αξιοθαύμαστο να ομιλεί και να αγωνίζεται παρά την ασθένειά του και τις βαριές θεραπείες που ακολουθούσε. Τον θυμάμαι σε μία τηλεοπτική εκπομπή για το απαράδεκτο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού τον Μάρτιο του 2007. Είχε μόλις εντοπισθεί η πάθησή του, αλλά είχε τη δύναμη και τη θέληση να έλθει εκείνο το βράδυ στο μέγαρο της δημόσιας τηλεόρασης. Με χαμόγελο μας διηγήθηκε την περιπέτειά του στην αίθουσα του μακιγιάζ. Έφερε μαζί του ένα γαλλικό δημοσιογραφικό Αλμανάκ του 1821, το οποίο ανέφερε ότι την άνοιξη ξεκίνησε στην Πελοπόννησο μεγάλη εξέγερση των Ελλήνων με αρχηγό τον Μητροπολίτη της Πάτρας (Παλαιών Πατρών) Γερμανό. Αργότερα έμαθα ότι επέβλεψε τη μετάφραση από τα τουρκικά του πολυσυζητημένου βιβλίου ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ, που έγραψε ο καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου πριν αναλάβει τα σημερινά καθήκοντα του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας. Η έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά αποτελεί μεγάλη προσφορά σε κάθε Έλληνα που θέλει να γνωρίζει πώς σκέφτεται το νεο-οθωμανικό επιτελείο στην Άγκυρα και καταδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο κεμαλικός εθνικισμός των στρατιωτικών, αλλά και οι Οθωμανικές βλέψεις των Ισλαμοδημοκρατών του Ερντογάν.
Φέτος τον Σεπτέμβριο τον περίμενα να είναι δίπλα μου ως εισηγητής σε μία δημόσια συζήτηση που οργάνωσε στην Καλλιθέα ο Σύλλογος Κωνσταντινουπολιτών. Η προχωρημένη αρρώστια δεν του επέτρεψε να έλθει.
Ο Σαρρής ενόχλησε τους αφελείς και ανιστόρητους οπαδούς της άκριτης «ελληνοτουρκικής προσέγγισης», οι οποίοι θέλουν να αφαιρούμε τους ήρωες και τους μάρτυρες από τα σχολικά μας βιβλία, να δεχόμαστε σχέδια τύπου Ανάν και να εγκαταλείψουμε τα ζωτικά μας συμφέροντα στο Αιγαίο. Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς Παναγιώτης Ήφαιστος, που τον γνώρισε καλύτερα, γράφει σχετικά σε πρόσφατο άρθρο του στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΝΤΙΒΑΡΟ (www.antibaro.gr).
«... Ο Νεοκλής μιλούσε πάντοτε ισορροπημένα, δίκαια , σωστά και με ακρίβεια που τσάκιζε κόκκαλα. Έλαχε να βρεθώ μαζί του με τούρκους φίλους του και συναδέλφους του. Με άφησε άφωνο ο σεβασμός των Τούρκων για τον Σαρρή. Τον θεωρούσαν τον καλύτερο τουρκολόγο. Αυτό, όμως, ήταν και το πρόβλημα στην προσωπική και ακαδημαϊκή παρουσία του στο νεοελληνικό κράτος. Τα εγχώρια καθωσπρέπει τρωκτικά, τα ίδια που τελικά κατέστρεψαν το νεοελληνικό κράτος, τον κτυπούσαν ασταμάτητα και ανελέητα. Μιλούμε για τα γνωστά σε όλους μας τρωκτικά στα ποικίλα πεδία της πολιτικής, της επικοινωνίας και της δήθεν επιστήμης που δεν ήθελαν μια τέτοια φωνή να ακούγεται. Το εγχώριο ξενοκρατικό σύστημα που υιοθετούσε μια καταστροφική κατευναστική στάση απέναντι στην Άγκυρα, δεν ήθελε να ακούγεται η φωνή του Σαρρή. Ανθρώπους όπως τον Σαρρή η συμβατική σοφία επιχειρεί πάντοτε να τους κλείσει το στόμα. Είναι όμως σαν να προσπαθεί κανείς να δέσει έναν γίγαντα με κλωστές. Δεν κατάφεραν να τον καταδικάσουν σε σιωπή. Μόνο δολοφονούσαν τον χαρακτήρα του νυχθημερόν κι είναι αλήθεια μερικές φορές τον εκνεύριζαν. Ο Νεοκλής παρέμεινε πάντα ο ίδιος. Ένας εγγενώς ήπιος άνθρωπος...».
Όσοι άκουσαν κατά καιρούς τον αείμνηστο δάσκαλο και αγωνιστή να ομιλεί περί των ελληνοτουρκικών προβλημάτων διαπίστωσαν την άρτια γνώση της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας. Το πλεονέκτημα αυτό τον βοηθούσε να διανθίζει τις αναλύσεις του με ανέκδοτα, ιστοριούλες και ευτράπελα γεγονότα, τα οποία καθίσταντο ακόμη πιο εντυπωσιακά λόγω της χρήσης της σωστής τουρκικής προφοράς των ονομάτων. Διερωτώμαι σήμερα αν έχουμε πολλούς και αξιόλογους νέους επιστήμονες, οι οποίοι γνωρίζουν την γλώσσα, την ιστορία και το πολιτικό σύστημα της γείτονος χώρας και θέλουν να βοηθήσουν την πολιτική ηγεσία, τουλάχιστον εκείνους τους πολιτικούς που πιστεύουν σε μία αξιοπρεπή και εθνωφελή εξωτερική πολιτική. Φοβούμαι ότι μεγάλο μέρος τουρκολογικών αναλύσεων παράγεται από πολιτικοεπιστημονικά ιδρύματα, που έχουν εκ των προτέρων ταχθεί υπέρ των ελληνικών υποχωρήσεων και παραχωρήσεων. Προτείνω να δημιουργηθεί, με χρηματοδότηση ιδιωτών που αγαπούν τον τόπο μας, ένα ίδρυμα στη μνήμη του Νεοκλή Σαρρή, το οποίο θα αξιοποιήσει νέους επιστήμονες που γνωρίζουν ή μαθαίνουν την τουρκική γλώσσα και ιστορία και επιθυμούν να θέσουν τις γνώσεις τους στην υπηρεσία μιας πιο δυναμικής εξωτερικής πολιτικής. Ελπίζω να υπάρχουν και σήμερα εθνικοί ευεργέτες για να χρηματοδοτήσουν ένα τέτοιο εγχείρημα. Είναι ευκαιρία να βάλουμε νέα παιδιά με καθαρό μυαλό να μελετήσουν τα μυστικά που κρύβει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Τουρκίας.
Εύχομαι ο Θεός να αναπαύσει τη ψυχή του Νεοκλή Σαρρή!

Ἅγιος Ἀμφιλόχιος

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



Σήμερα, 23 τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου ἐπισκόπου Ἰκονίου. Ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, συμπατριώτης καὶ σύγχρονος τῶν ἁγίων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καὶ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὑπῆρξε κι αὐτός, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μαθητὴς τοῦ Λιβανίου, καὶ διακρίθηκε πρῶτα ὡς ρήτορας καὶ δικηγόρος στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὸν τιμοῦσαν ὅλοι γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ γιὰ τὴ μεγάλη του μόρφωση. Κατεῖχε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴν ἔξω σοφία καὶ τὴ γνώση τῶν θείων Γραφῶν.

Ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος, νέος καὶ ἐπιτυχημένος πιὰ στὸ βίο του, περιφρόνησε λοιπὸν τὰ ἐγκόσμια, τὰ παράτησε ὅλα κι ἔφυγε στὴν ἔρημο. Ἔζησε ἀσκητικὰ πολλὰ χρόνια, νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος. Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡρίμασαν στὴν ἔρημο κι ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησαν γιὰ τὸ κατοπινό τους ἔργο. Τὸ 373 ὁ Μέγας Βασίλειος πρωτοστάτησε καὶ οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἐπαρχίας τὸν ἐξέλεξαν καί, παρὰ τὶς διαμαρτυρίες του, τὸν χειροτόνησαν ἐπίσκοπο Ἰκονίου. Τότε ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ ἔστειλε χαιρετιστήρια ἐπιστολή, στὴν ὁποία τοῦ γράφει· «Χαίρει καὶ ἡ πατρὶς καὶ εὐφραίνεται ταῖς τοῦ Κυρίου οἰκονομίαις». Ἡ ἐκλογὴ καὶ χειροτονία τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου χαροποίησε τὴν Καππαδοκία.

Μέσα στὶς πολλὲς ἐπιστολὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πρὸς τὸν ἅγιο Ἀμφιλόχιο βλέπομε ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζομε σήμερα, Σὲ μία του ἐπιστολὴ ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει πρὸς τὸν ἅγιο Ἀμφιλόχιο. «Ἐθαυμάσαμεν δὲ σου τὴν φιλομάθειαν ὁμοῦ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνην, ὅτι καὶ μαθεῖν καταδέχῃ τὴν τοῦ διδάσκειν τάξιν πεπιστευμένος, καὶ μανθάνειν παρ’ ἡμῶν, οἷς οὐδὲν πρόσεστι πρὸς γνῶσιν». Θαύμασα, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, καὶ τὴ φιλομάθειά σου καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη σου, ὅτι καταδέχεσαι καὶ νὰ μάθης ἐσὺ ὁ δάσκαλος καὶ νὰ μαθαίνης ἀπὸ μένα, ποὺ δὲν ἔχω τίποτε νὰ σὲ διδάξω γιὰ νὰ μάθης. Αὐτὰ δὲν εἶναι μόνο φιλοφρόνηση τοῦ Μέγ. Βασιλείου, ἀλλὰ δείχνουν καὶ ποιὸς ἦταν ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος.

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος στὶς ἐπιστολές του. Εἶναι γνωστὸ πὼς ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε κλονισμένη ὑγεία, γι’ αὐτὸ καὶ ζητοῦσε τὶς προσευχὲς ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἐπισκέπτεται, γιὰ νὰ τοῦ δίνη δύναμη καὶ χαρά. Γράφει λοιπὸν σὲ μιά του ἐπιστολή· «Σὲ παρακαλῶ νὰ προσεύχεσαι γιὰ μένα, τώρα ποὺ περισσότερο ἀπὸ ἄλλη φορὰ μοῦ χρειάζεται ἡ βοήθεια τῶν προσευχῶν σου» Καὶ σὲ μιὰ ἄλλη ἐπιστολὴ γράφει πάλι ὁ Μέγας Βασίλειος πρὸς τὸν ἅγιο Ἀμφιλόχιο· «Ἂν μπόρεσης, ὅσο ἀκόμα εἶμαι στὴ ζωή, δόσε μου τὴ χαρὰ νὰ σὲ δῶ». Πολύ μᾶς συγκινεῖ αὐτὸς ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀλληλογραφοῦσαν μεταξύ τους.

Ὁ ἅγιος 'Ἀμφιλόχιος ἔλαβε μέρος στὴ δεύτερη οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381. Ἐκεῖ τὸν θαύμασαν ὅλοι, καὶ τοὺς ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διετύπωνε τὰ ἐπιχειρήματά του ἐναντίον τοῦ πνευματομάχου Μακεδονίου. Ὅταν ἔληξε ἡ Σύνοδος, ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος θέλησε νὰ τὸν κράτηση κοντά του, ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος δὲν δέχθηκε καὶ εἶπε στὸν αὐτοκράτορα· «ὁ βοσκός, Βασιλιά μου, πρέπει νὰ εἶναι κοντὰ στὰ πρόβατά του». Τὸν παρακάλεσε μόνο νὰ τοῦ κτίση δύο ναοὺς στὸ Ἰκόνιο. Ὁ αὐτοκράτορας ἔκτισε τοὺς ναούς, τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος κάλεσε καὶ τοὺς ἐγκαινίασε ὁ Μέγας Βασίλειος.

Στὸ Πηδάλιο τοῦ ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτη, ποὺ εἶναι ὅλοι οἱ Κανόνες τῶν οἰκουμενικῶν καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων, ὡς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι καὶ οἱ 92 Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Οἱ 92 αὐτοὶ Κανόνες, ὅλοι σχεδόν, εἶναι ἀπὸ τὶς τρεῖς κανονικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πρὸς τὸν ἅγιο Ἀμφιλόχιο. Φαίνεται στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ὄχι μόνο ἡ σοφία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνύστακτη φροντίδα τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου, ποὺ διαρκῶς ζητοῦσε νὰ ἔχη τὴ γνώμη τοῦ συμπατριώτη του ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, γιὰ ζητήματα τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ πνευματικοῦ του ποιμνίου. Ἐπίσης τὴ σπουδαία πραγματεία του «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὁ Μέγας Βασίλειος τὴ γράφει καὶ τὴν ἀφιερώνει πρὸς τὸν «ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον ἐπίσκοπον Ἰκονίου». Ἀμήν

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ (23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Αμφιλόχιος, αφού πέρασε από νεαρή ηλικία κάθε εκκλησιαστικό βαθμό, και λάμποντας  από την άσκηση και τη θεία γνώση, με την ψήφο του λαού προχειρίζεται επίσκοπος της πόλης των Ικονιέων, στους χρόνους των βασιλέων Ουαλεντινιανού και Ουάλεντα, ενώ  η ζωή του παρατάθηκε μέχρι του Θεοδοσίου του μεγάλου βασιλιά και των υιών του. Αυτός, επειδή έγινε διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης και αντιτάχθηκε δυνατά κατά της αιρετικής πλάνης του Αρείου, υπέμεινε πολλούς διωγμούς και θλίψεις από τους ασεβείς, γενόμενος συναγωνιστής των μακαρίων Πατέρων κατά της βλασφημίας του Ευνομίου. Ο Αμφιλόχιος υπήρξε ένας από τους εκατόν πενήντα Πατέρες της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου (381 μ.Χ.) και αγωνίστηκε πολύ κατά του πνευματομάχου Μακεδονίου και των μαθητών του Αρείου. Μετά την επικράτηση  στη βασιλεία του Θεοδοσίου του Μεγάλου και την παράδοση από αυτόν πάλι όλης της εξουσίας της Δύσεως στον Ουαλεντινιανό τον νέο, και μετά την επάνοδο του Θεοδοσίου ως νικητή, αφού κατέστρεψε  τον τύραννο Μάξιμο, προσήλθε σ’  αυτόν ο μέγας Αμφιλόχιος και τον παρότρυνε  να απομακρύνει τους Αρειανούς και να δώσει τις εκκλησίες πίσω στους ορθοδόξους. Επειδή όμως ο βασιλιάς δεν έκανε τίποτε, μηχανεύτηκε ο θαυμάσιος το εξής: Πήγε στα ανάκτορα και τον μεν βασιλιά Θεοδόσιο τον χαιρέτισε, τον δε υιό του Αρκάδιο περιφρονώντας τον δεν τον χαιρέτισε. Ο Βασιλιάς δυσανασχετώντας  από το γεγονός αυτό, χαρακτήριζε δικιά του προσβολή την ατιμία που έδειξε ο Αμφιλόχιος στο παιδί του. Αυτός τότε με πολύ σοφό τρόπο αποκάλυψε τον σκοπό της ενέργειάς του και είπε: Βλέπεις, βασιλιά, πώς δεν υποφέρεις εσύ την ατίμωση του παιδιού σου, αλλά δυσανασχετείς; Πίστεψε λοιπόν ότι κατά παρόμοιο τρόπο και ο Θεός αποστρέφεται και μισεί αυτούς που βλασφημούν τον Υιό του Θεού. Τότε κατάλαβε ο βασιλιάς και έγραψε νόμους που απαγόρευαν τους συλλόγους των αιρετικών. Αυτός ο αοίδιμος άνδρας, αφού ποίμανε για πολλά χρόνια το ποίμνιο του Χριστού και συνέταξε ορθόδοξους λόγους, έφτασε σε βαθύ γήρας και αναπαύτηκε εν ειρήνη».
Το συντριπτικό ποσοστό των ύμνων για τον άγιο Αμφιλόχιο, γραμμένων από τον υμνογράφο της Εκκλησίας άγιο Θεοφάνη, έχει ως κύριο περιεχόμενο  το ύψος της θεολογίας του Αμφιλοχίου, θεολογίας τέτοιας με την οποία αφενός διατράνωσε την ορθόδοξη πίστη, ιδίως για την αγία Τριάδα (π.χ.: «πανάγνοις διδαχαίς την Τριάδα εκήρυξας»∙ «η θεολόγος σου γλώσσα και θεηγόρος, της αρχικής Τριάδος το μονόσεπτον κράτος πάσι διετράνωσε και μίαν Θεότητα σέβειν εν τρισίν Υποστάσεσιν»),  αφετέρου κατατρόπωσε τους δυσσεβείς αιρετικούς, ιδίως τους Αρειανούς και τους Πνευματομάχους (π.χ. «η θεία και φωταυγής των σων δογμάτων λαμπηδών έσβεσε την δυσσεβή φάλαγγα των αιρετικών, Αμφιλόχιε»), γενόμενος έτσι «πέλεκυς των αιρέσεων». Γι’  αυτόν τον λόγο ο άγιος υμνογράφος θεωρεί τον εκκλησιαστικό αυτόν Πατέρα ως «νυμφαγωγό της Εκκλησίας του Χριστού, την οποία κόσμησε με το κάλλος των λόγων του και την ωραιότητα της ορθοδοξίας του», στου οποίου τους λόγους όποιος εντρυφά αποκτά δύναμη και νεύρο πνευματικό («τοις τούτου διδάγμασι και θεολογίαις νευρούμενοι»). Φτάνει μάλιστα ο ποιητής  Θεοφάνης να χαρακτηρίζει τον άγιο Πατέρα, χωρίς όμως να τον κατονομάζει με το συγκεκριμένο όνομα, ως νέο Σολομώντα, δεδομένου ότι «η ενυπόστατη Σοφία, ο Χριστός, του έδωσε πλούτο και δόξα μεγάλη, ακριβώς γιατί θεολόγησε ορθόδοξα και κατέβαλε την αλαζονεία των αιρέσεων».
Ο τονισμός του αγίου Αμφιλοχίου ως «ιερωτάτου οργάνου της θεολογίας» από τον εκκλησιαστικό ποιητή δεν είναι αυθαίρετος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως παρατηρούν διαπρεπείς Πατρολόγοι,  η ίδια η Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.) αναγνώρισε το κύρος του και τον ευρύτερο ρόλο του στην Εκκλησία, ενώ από την άλλη με τη θεολογία που άσκησε, βρισκόμαστε μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της θεολογίας των μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Είναι εξόχως σημαντικό και συγκινητικό να μαθαίνει κανείς ότι ο άγιος Αμφιλόχιος ήταν πνευματικό τέκνο του Μ. Βασιλείου, πρώτος εξάδελφος του Γρηγορίου του Θεολόγου, φίλος του Γρηγορίου Νύσσης. Και ναι  μεν δεν ήταν ο ίδιος παφλασμός θεολογίας, σαν τους τρεις αυτούς μεγίστους Πατέρες, έδρασε όμως ως απαλός φλοίσβος, ως ήρεμη δύναμη, η οποία ερχόταν να εδραιώνει, εκεί που βρέθηκε ως ποιμένας, την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Θα έλεγε κανείς ότι λόγω ακριβώς της καλής του προαίρεσης, του έδωσε ο Θεός τη χάρη της πλήρους αφομοίωσης της ορθόδοξης θεολογίας, και μάλιστα της χαρισματικής μεταποίησης αυτής σε ποιητικούς στίχους. Για παράδειγμα, ο άγιος Αμφιλόχιος έγραψε ένα εκτενές συμβουλευτικό ποίημα, το «Ίαμβοι  προς Σέλευκον», που απηύθυνε στον νεαρό Σέλευκο προς κατήχηση και καθοδήγησή του, μέσα στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία από το έργο του πνευματικού του πατέρα Μ. Βασιλείου «Προς τους νέους πώς μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά-ειδωλολατρικά γράμματα».
Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως Θεοφάνης, ως καλός γνώστης και αυτός της όλης πνευματικής ζωής και της θεολογίας, δεν μένει σε μία απλή περιγραφή της θεολογικής δεινότητας του αγίου Αμφιλοχίου και της επιδράσεώς της στον κόσμο. Επιχειρεί και μία «διείσδυση» στα άδυτα της ψυχής του, για να αποκαλύψει το πώς έφθασε να γίνει «θεολόγος γλώσσα» και «όργανον θεολογίας». Κι αυτά που ανασύρει είναι πράγματι πολύ εποικοδομητικά. Τι μας λέει επ’ αυτού λοιπόν ο Θεοφάνης; Προϋπόθεση της θεολογίας του Αμφιλοχίου ήταν η εμπειρία της πνευματικής ζωής. Οικοδόμησε, σημειώνει, τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού, καθάρισε την ψυχή του έτσι από τους μολυσμούς της αμαρτίας, φωτίστηκε από τον Θεό. Μία διαδικασία δηλαδή, την οποία κανείς που θέλει να είναι θεολόγος δεν μπορεί να παρακάμψει. Όποιοι επιχείρησαν να θεολογήσουν χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις καθάρσεως της ψυχής, απλώς «ετεχνολόγησαν», για να θυμηθούμε έκφραση και πάλι των Καππαδοκών Πατέρων. «Τω φόβω στοιχειωθείς τω θείω, θεόληπτε, και την ψυχήν μολυσμάτων καθαράν τηρήσας, θεολογίας ανεδείχθης ιερώτατον όργανον, όσιε». Κι αλλού: «Ολόκληρον σαυτόν τω Θεώ καθιέρωσας και γέγονας θεοκήρυξ μεγαλόφωνος, Πάτερ, παμμάκαρ Αμφιλόχιε». (Αφιέρωσες ολοκληρωτικά τον εαυτό σου στον Θεό και έγινες μεγαλόφωνος θεοκήρυκας,  Πάτερ, παμμακάριστε Αμφιλόχιε). Είθε η άφθονη χάρη που προσφέρει ο άγιος Αμφιλόχιος – Πατέρας με μεγάλη ευαισθησία στην οικοδομή των πιστών – να έλθει και σε εμάς, φέρνοντάς μας και τη λύση των πταισμάτων μας. «Νέμοις μοι την άφθονον χάριν…την των πταισμάτων λύσιν αιτούμενος, ως ιερεύς πιστότατος, όσιε Πάτερ Αμφιλόχιε».

Συναξαριστής 23 Νοεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος ἐπίσκοπος Ἰκονίου



Ἦταν Καππαδόκης, σύγχρονος τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ φίλος του. Διακεκριμένος γιὰ τὴ μεγάλη του μόρφωση καὶ εὐσέβεια, ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Ἰκονίου τὸ ἔτος 344. Ὑπῆρξε ἄριστος ἐπίσκοπος καὶ μετεῖχε στὴ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ διέπρεψε. Ὁ Ἀμφιλόχιας δὲν εἶχε κῦρος μόνο στὴ δική του Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὸ ἠθικὸ κῦρος του εἶχε ἐπεκταθεῖ καὶ σὲ ἄλλες περιοχές.

Ἔτσι, παρενέβαινε καὶ σὲ Ἐκκλησίες κοντινές, ὅπου διασφάλιζε τὴν εἰρήνη καὶ ὀρθοτομοῦσε τὸ λόγο τῆς ἀληθείας. Διότι στὸ ἔργο του εἶχε ὁδηγὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, προσπάθησε νὰ παραστήσεις τὸν ἑαυτό σου στὸ Θεὸ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη, ποὺ δὲν τὸν ντροπιάζει τὸ καλοφτιαγμένο ἔργο του, καὶ διδάσκει ὀρθὰ τὸ λόγο τῆς ἀληθείας.

Στὴν πρὸς Ἀμφιλόχιον ἐπιστολὴ ὁ Μέγας Βασίλειος φανερώνει τὴν λαμπρὴ ἠθικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἀμφιλοχίου. Τὸν παρακαλεῖ νὰ παραστεῖ στὴν τιμητικὴ γιορτὴ ὑπὲρ τῶν μαρτύρων τῆς Καισαρείας, γιὰ νὰ ἀποβεῖ αὐτὴ σεμνότερη, διότι ὁ λαὸς τῆς Καισαρείας τὸν ἀγαπᾷ, ὅσο κανένα ἄλλο ἐπίσκοπο. Ὁ Ἀμφιλόχιος συνέταξε ἀρκετοὺς λόγους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, καὶ πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 394.



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Σοφίας τὴν ἔλλαψιν ὡς καθαρὸς μυηθείς, δογμάτων ὀρθότητος φωτοειδεὶς ἀστραπὰς ἐκλάμπεις τοῖς πέρασι· σὺ γὰρ τὴν ἐν Τριάδι ὁμοούσιον φύσιν ἐκήρυξας, ἀσυγχύτως καθελῶν τὰς αἱρέσεις. Διό σε, ἱεράρχα Ἀμφιλόχιε, Χριστὸς ἐδόξασε.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ θεία βροντή, ἡ σάλπιγξ ἡ τοῦ Πνεύματος, πιστῶν φυτουργέ, καὶ πέλεκυς τῶν αἱρέσεων, Ἱεράρχα, Ἀμφιλόχιε, τῆς Τριάδος θεράπον μέγιστε, σὺν Ἀγγέλοις πέλων ἀεί, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαμπρύνεις τὰ πέρατα, ἐν τῇ σῇ μνήμῃ σοφέ, τὸ σῶμα ἐκβλύζει σου, τῶν ἰαμάτων πηγάς, Ἀμφιλόχιε ἔνδοξε· ὅθεν καὶ ἀσθενείας, ἀπαλλάττεις παντοίας, πίστει τούς προσιόντας, τῷ σεπτῷ σου τεμένει, καὶ νῦν πταισμάτων τὴν λύσιν, αἴτησαι πᾶσιν ἡμῖν.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Ἀκραγαντινῶν



Γεννήθηκε στὸν Ἀκράγαντα τῆς Σικελίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, τὸ Χαρίτωνα καὶ τὴν Θεοδότη. Βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ποταμίωνα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέθρεψε, τὸν μόρφωσε καὶ τὸν κατάταξε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Ῥινότμητου (685-695). Δεκαοκτὼ χρονῶν πῆγε γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐκεῖ χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Μακάριο.

Κατόπιν ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Ῥώμη, ὅπου γιὰ τὶς μεγάλες του ἀρετὲς καὶ τὴν μεγάλη του μόρφωση προήχθηκε στὴν ἐπισκοπὴ τῶν Ἀκραγαντινῶν.

Στὴν ἐπισκοπὴ αὐτή, βρῆκε σφοδροὺς κατηγόρους δυὸ κληρικούς, τὸν Σαβίνο καὶ τὸν Κρισκέντιο, ποὺ τὸν συκοφάντησαν γιὰ μοιχεία. Ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ὁ Γρηγόριος τοὺς ντρόπιασε καὶ παρέλαβε πάλι τὴν Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ διετῆ φυλάκιση καὶ ἀργία.

Στὴ συνέχεια ἔκανε καὶ ἄλλα θαύματα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 690 μ.Χ. Σῴζονται 10 ἐξηγηματικοὶ λόγοι του στὸν Ἐκκλησιαστῆ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος ἀ’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Γρηγορῶν ἐκ σπάργανων φερωνύμως Γρηγόριε, ἐν τοὶς δικαιώμασι Πάτερ τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἐπλήσθης οὐρανίων δωρεῶν, ὡς γρήγορος ποιμὴν τῶν εὐσεβῶν διὰ τοῦτο πρὸς λειμῶνας ἀειθαλεῖς, Ἰθύνεις τοὺς βοώντας σοὶ δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα.

Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος, ἀνατολαῖς τῶν θαυμάτων, καταυγάζεις ἅπασαν, τὴν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν, ἔσωσας ταῖς σαῖς πρεσβείαις πολλοὺς ἀνθρώπους, ἤλασας τοὺς κακοδόξους ἐκ τῆς σῆς ποίμνης· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, θεόφρον Πάτερ, σοφὲ Γρηγόριε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ σπαργάνων Κυρίῳ ἀνατεθείς, ὡς ὁ πάλαι πανένδοξος Σαμουήλ, ὡσαύτως καλοῦντός σε, τοῦ Σωτῆρος ἀκήκοας, καὶ ψυχὴν καθάρας, καλῶν ἐπιδόσεσιν, ἱερωσύνης χάριν, ἀξίως ἀπείληφας· ὅθεν ἐπὶ χλόην, ἐπιγνώσεως θείας, ποιμάνας τὸ ποίμνιον, ἰαμάτων ἀπήστραψας, ἐνεργείας Γρηγόριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Ὅσιος Σισίνιος ὁ Ὁμολογητής

Διέπρεψε κατὰ τὸν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανὸς (300 μ.Χ.). Ὁ Ὅσιος Σισίνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο καὶ κήρυττε μὲ θάῤῥος καὶ τόλμη τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια.

Γιὰ τὸ ἔργο του αὐτό, ὑπέστη πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἀνελέητους δαρμούς. Ὅταν αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος, ὁ Ὅσιος Σισίνιος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἐξακολούθησε τὸν εὐσεβῆ καὶ θεάρεστο ἀγῶνα του.

Ἀλλ᾿ ὅταν ξέσπασε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συμμετεῖχε στὴν πάλη ὑπέρμαχος τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος. Καὶ ἔτσι γενναία ἀγωνιζόμενος ὁ Ὅσιος Σισίνιος, τελείωσε τὴν ὁλόψυχα ἀφιερωμένη στὸ Χριστὸ ζωή του.

Ὁ Ὅσιος Ἰσχυρίων ὁ Ἐπίσκοπος

Ἴσως ἦταν ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἐλενός ἐπίσκοπος Ταρσοῦ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Στοὺς Συναξαριστὲς ἀγνοεῖται ἡ μνήμη του. Πρόκειται γιὰ τὸν Διονύσιο Α´ τὸν Πελοποννήσιο, ποὺ ἀπὸ ἐπίσκοπος Φιλιππουπόλεως, ἐκλέχτηκε οἰκουμενικὸς Πατριάρχης (α´ τὸ 1467-1472 καὶ τὸ Β´ τὸ 1489-1491). Μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν θρόνο, ἔζησε στὴ Μονὴ Εἰκοσιφοινίσσης στὴ Δρᾶμα, ὅπου καὶ πέθανε εἰρηνικά.

Ἡ Κοίμησις τοῦ Ἁγίου Μητροφάνη

Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης (ποὺ μετονομάστηκε Μακάτιος) ὑπῆρξε πρῶτος ἐπίσκοπος Βορονεζίας. Γεννήθηκε στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 1623 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε τὸ 1703 μ.Χ.

Κοίμησις τοῦ Ἁγίου μεγάλου δούκα Ἀλεξάνδρου τοῦ Νέβσκη



Ὁ Ἀλέξανδρος Νιέφσκι καὶ ὁ ἀδελφός του Ἀντρέι ἔγιναν κύριοι ὁλόκληρής της Ρωσίας τὸ 1248 μ.Χ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὰ δυτικὰ πριγκιπάτα γύρω ἀπὸ τὸ Κίεβο (σὺν τὸ Νόβγκοροντ ποὺ ἤδη ἐξουσίαζε), ἐνῷ ὁ Ἀντρέι τὰ ἀνατολικὰ μὲ κέντρο τὸ Βλαντίμιρ.

Ὁ θάνατος βρῆκε τὸν Ἀλέξανδρο σὲ ἡλικία μόλις 43 ἐτῶν καθὼς ἐπέστρεφε στὸ Βλαντίμιρ ἀπὸ τὸ Σαράι, ὅπου θρυλλεῖται πὼς εἶχε πάει γιὰ νὰ ζητήσει ἐπιεικῆ μεταχείριση γιὰ κάποια πριγκιπάτα ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πληρώσουν φόρο ὑποτέλειας. Ταξίδευε ἤδη σοβαρὰ ἄρρωστος ὅταν ἐξέπνευσε στὴν πόλη Γκοροντὲτς τοῦ Βόλγα στὶς 14 Νοεμβρίου 1263 μ.Χ.

Λίγα μόλις χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, στὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνα, ἐμφανίσθηκε ἕνα χρονικὸ μὲ τίτλο «Ἡ ζωὴ τοῦ Ἀλέξανδρου Νιέφσκι». Σὲ αὐτὸ περιγράφεται ὡς ὁ ἰδανικὸς πρίγκιπας ποὺ πολεμοῦσε στὴν πρώτη γραμμὴ κατὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ ἔσωσε τὴ Ρωσία.

Ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο τὸ 1547 μ.Χ.


Ἡ Ἁγία Μερόπη (ἢ Μυρώπη)

Εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μ᾿ αὐτὸ τῆς 2ας Δεκεμβρίου, ὅπου καὶ τὸ σχετικὸ ὑπόμνημα. Ἄγνωστο γιατί ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται. Κάποια Συναξαριακὴ πηγὴ ἀναφέρει: «Σύναξις αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τὴν οὔση πρὸς θάλασσαν».

Ὁ Ἅγιος Deiniol (Οὐαλλός)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Διήγηση ὀπτασίας (κάποιου) Ἰωάννου

Λεπτομέρειες βλέπε στὸν «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ, τόμος 11ος, σελίδα 595, ἔκδοση 1993.

Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸν συναξαριστή του:

«Ἕνας ἄνθρωπος ἐχρημάτησε, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ἐν ἔτει τλ [330], ὀνομαζόμενος Ἰωάννης, ὅστις ἦτον εἰς τὸν βασιλέα γνωστὸς διὰ μέσου της τέχνης ὁπού ἐργάζετο. Οὗτος λοιπὸν ἐπέρνα πρότερον τὴν ζωὴν τοῦ κακῶς καὶ ἀσέμνως, χωρὶς νὰ βάλῃ ποτὲ εἰς τὸν νοῦν του ὅτι εἶναι κόλασις. Ἀλλὰ ὁ Θεός, ὁπού πάντα καλῶς οἰκονομεῖ πρὸς τὸ συμφέρον ἠμῶν, αὐτὸς φανεῖς καὶ εἰς τὴν ὀπτασίαν τούτου, ἐδιώρθωσε τὴν πολιτείαν του. Οὗτος γὰρ μίαν φορὰν βλέπει εἰς τὸ ὄνειρόν του, ὅτι ἐπρόσφερεν εἰς τὸν βασιλέα Κωνσταντῖνον ἕνα ἔργον τῆς τέχνης του. Καὶ ἐκ τούτου θαρρῶν, ὠμίλει μὲ τὸν βασιλέα μετὰ παρρησίας καὶ ἐσυνέχαιρεν.

Ἔπειτα βλέπει τὸν βασιλέα, ὁπού ἐξεγύμνωσεν ἕνα σπαθί. Καὶ συμμαζώξας τὰ μαλλία του, ἐσπούδαζε νὰ κόψῃ τὴν κεφαλὴν τοῦ χωρὶς ἔλεος. O δὲ Ἰωάννης ἔκλινε συνεχῶς τὸν λαιμόν του, νομίζωντας ὅτι παίζει τάχα μὲ τὸν βασιλέα. Εἰς καιρὸν δὲ ὁπού τοῦτο ἐποίει, ἀκούει ὁπού ὁ βασιλεὺς εἶπε μὲ σοβαρότητα εἰς αὐτόν. Ὅταν τὸ σπαθὶ καταφάγη τὰς τρίχας σου, τότε ὁ τράχηλός σου θέλει γεμίσει ἀπὸ τὸ αἷμα σου. Ἐφάνη λοιπὸν εἰς αὐτόν, ὅτι ἐκόπη ὁ τράχηλός του, καὶ ὅταν τὸ σπαθὶ ἦλθεν εἰς τὸ στῆθος, ἀγωνιῶν ὁ Ἰωάννης καὶ φοβούμενος, ἐζήτει νὰ λάβη ἀπὸ κανένα βοήθειαν. Ἀπὸ δὲ τὸν φόβον καὶ τὸν φρικτὸν ἐκεῖνον ἀγῶνα ἐξύπνησε καὶ ἐλθῶν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὅλος ἐστέκετο ἔκθαμβος. Ποιήσας δὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ εἰς τὸ σῶμα του, εὐχαριστῶ σοὶ ὄνειρον, ἔλεγεν, ὅτι τὸν φοβερὸν τοῦτον ἀγῶνα, κατὰ φαντασίαν μόνον μοὶ ἔδειξας, πραγματικῶς δέ, οὐκ εἶδον αὐτὸν καὶ κατὰ ἀλήθειαν. Ὅθεν ἔμεινε πάλιν ὁ αὐτὸς ἀμετανόητος καὶ ἀδιόρθωτος.

Ἀφ’ οὐ δὲ ἐπέρασε μερικὸς καιρός, πίπτει εἰς βαρεῖαν ἀσθένειαν, καὶ ἐπικαλεῖτο τὴν ἐκ Θεοῦ βοήθειαν. Τότε λοιπὸν βλέπει πάλιν, ὄχι εἰς τὸ ὄνειρόν του, ἀλλὰ εἰς ἔκστασιν γενόμενος, ὅτι ἐπαραστέκετο εἰς ἕνα βῆμα σεκρετικὸν καὶ δικαστικόν. Ἔβλεπε δὲ καὶ ἕνα φοβερώτατον Βασιλέα καθεζόμενον εἰς θρόνον, καὶ ἐνδεδυμένον βασιλικὴν ὁμοὺ καὶ ἀρχιερατικὴν στολήν. Ἀπὸ δὲ τὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερά του μέρη, ἐκάθοντο μερικοὶ ἄνδρες ἱεροπρεπεῖς καὶ σεβάσμιοι. Αὐτὸς δὲ ἔβλεπε, πὼς ἐστέκετο κατωθεν ἀπὸ ἐκείνους. Καὶ πρὸς μὲν τὰ δεξιὰ τοῦ Βασιλέως, ἔβλεπε πὼς ἐστέκοντο εὐνοῦχοι τινὲς νέοι καὶ εὔμορφοι, ἀπὸ δὲ τὰ ἀριστερά του, ἔβλεπεν, ὁπού ἐστέκετο ἕνας ταπεινότερος καὶ καταδεκτικώτερος. Ἀπὸ δὲ τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ Βασιλέως, ἔβλεπεν ἕνα λάκκον σκοτεινότατον ὁμοὺ καὶ βαθύτατον, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπὸ μόνην τὴν θεωρίαν του, ἐπροξένει φόβον ἄρρητον καὶ ὀδύνην μεγάλην. Εἰς καιρὸν λοιπὸν ὁπού αὐτὸς ἐστέκετο μὲ φόβον καὶ τρόμον, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ καθήμενος Βασιλεύς. Ἄραγε, ὢ νεανία, ἠξεύρεις ποῖος εἶμαι ἐγώ; O δὲ Ἰωάννης ἀπεκρίθη. Ἠξεύρω, Δέσποτα, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ σαρκωθεῖς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, καθὼς αἳ θείαι Γραφαὶ ἠμῶν περιέχουσι. O δὲ Βασιλεὺς λέγει πρὸς αὐτόν. Καὶ ἀνίσως ἐσὺ ἀπὸ τὰς Γραφᾶς μὲ γνωρίζῃς, γνωρίζῃς δὲ καὶ τοὺς μετ’ ἐμοῦ συγκαθεζομένους, πῶς ἀλησμόνησες τὸν φοβερισμὸν ἐκεῖνον, ὁπού ἔκαμεν εἰς ἐσένα πρὸ χρόνων ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος; ἡ δὲν νοεῖς αὐτὸ ὁπού σοὶ λέγω; O Ἰωάννης, νοῶ τοῦτο Δέσποτα, ἀπεκρίθη. Καὶ ἀκόμη τὰ λείψανα καὶ ἀπομεινάρια τοῦ φόβου ἐκείνου ἔχω εἰς τὴν ψυχήν μου. Καὶ ἄν, εἶπεν ὁ Βασιλεύς, τὰ ἐναπομεινάρια τοῦ φόβου ἐκείνου φέρῃς εἰς τὴν ψυχήν σου, πῶς ἐπιμένεις εἰς τὰ κακά; Τὸ λοιπὸν μάθε διὰ τῆς δοκιμῆς, ὅτι ἐγὼ ἤμην, ὁπού καὶ πρότερον ἔφερον εἰς ἐσένα τὴν φοβερὰν ἐκείνην βάσανον, καὶ ὄχι ὁ Κωνσταντῖνος.

Καὶ ταῦτα εἰπῶν, ἐφάνη, ὅτι μὲ νεῦμα μόνον ἐπρόσταζεν ὁ Βασιλεὺς τοὺς παρεστώτας, νὰ ρίψουν τὸν Ἰωάννην εἰς τὸν ὄπισθεν φαινόμενον λάκκον. Καθὼς λοιπὸν ἄρχισαν οἱ εὐνοῦχοι νὰ σπρώχνουν χωρὶς ἔλεος τὸν Ἰωάννην εἰς τὸν λάκκον, εὐθὺς ἐκεῖνος ἐπεκαλεῖτο τὴν βοήθειαν τῆς Θεοτόκου. Ὅθεν ἐφάνη εἰς αὐτόν, ὅτι εἶδε τὴν Θεοτόκον ἐκεῖ εἰς τὸ μέσον. Καὶ μετὰ ταῦτα ἤκουσε τοῦ Βασιλέως νὰ λέγῃ. Ἀφῆτε αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ διὰ τὴν παρακάλεσιν τῆς Μητρός μου. Ἕως ἐδῶ εἶναι ἡ ὀπτασία ὁπού εἶδεν ὁ Ἰωάννης. Αὐτὸς δὲ συντρόμος γενόμενος, καὶ ἐλθῶν εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐπῆγεν εἰς ἕνα εὐλαβῆ Μοναχὸν καὶ ἐδιηγήθη αὐτήν. O δὲ Μοναχὸς εἶπεν αὐτῶ. Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ, ἀδελφέ, ὅτι ἠξιώθης νὰ λάβης τοιαύτην διδασκαλίαν. Καὶ λοιπὸν ἐξύπνησον, ἀγαπητέ, μήπως καὶ σὺ πάθης τὰ ὅμοια ἐκείνου, περὶ τοῦ ὁποίου θέλω σοὶ διηγηθῶ.

Μίαν παρομοίαν ὀπτασίαν ὡσὰν τὴν ἐδικήν σου, εἶδεν ἕνας ἄνθρωπος. Ἤγουν εἶδε τὸν πρῶτον ὄντα εἰς τὰ βασιλικὰ σεκρέτα καὶ δικαστήρια, Γεώργιον ὀνομαζόμενον, ὁ ὁποῖος μὲ βίαν φερόμενος δέσμιος διὰ νὰ ριφθῆ μέσα εἰς ἕνα φοβερὸν χάσμα, ἦτον ὅλος φοβισμένος. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρεστώτας, ἔχωντας παρρησίαν εἰς τὸν βασιλέα, ἐκράτησεν ἐκείνους ὁπού τὸν ἔφερον εἰς τὸ χάσμα, καὶ παρεκάλει νὰ ἀφήσουν αὐτόν, δίδωντας ἐγγύησιν εἰς αὐτούς, ὅτι εἰς εἴκοσιν ἡμέρας ἔχει νὰ διορθωθῆ. Ἀφ’ οὐ δὲ ὁ Γεώργιος ἐλευθερώθη μὲ τὴν τοιαύτην ἐγγύησιν καὶ βοήθειαν, ἐπῆγεν ἐκεῖνος ὁπού εἶδε τὴν ὀπτασίαν, καὶ ἐκατάλαβε τί δηλοί, καὶ ἐφανέρωσεν αὐτὴν εἰς τὸν Γεώργιον ἐκεῖνον, ὁπού ἐτραβίζετο εἰς τὸ χάσμα. Φίλος γὰρ ἦτον εἰς αὐτὸν καὶ γνωστός. O δὲ Γεώργιος ταῦτα ἀκούσας, ἐλογίασεν αὐτὰ ὡσὰν ἕνα οὐδέν. Ὅθεν ἔμεινεν ὁ δυστυχὴς ἀδιόρθωτος. Ἀφ’ οὐ δὲ ἐπέρασαν αἳ εἴκοσιν ἡμέραι, ἁρπάχθη φεῦ! ἀπὸ τὴν ζωὴν ταύτην, καὶ ἐπῆγε διὰ νὰ πληρώση τὸ χρέος ὁπού ὑπεσχέθη. Ταῦτα ἐν μέρει προσθήκης ἐδιηγήθη ὁ Μοναχὸς ἐκεῖνος πρὸς τὸν Ἰωάννην. O δὲ Ἰωάννης ἀκούσας ταῦτα, καὶ ἔχωντας εἰς τὸν νοῦν τοῦ ἀκόμη ζωντανὰ ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ ὁπού εἶδεν, ἐξωμολογήθη χωρὶς ἐντροπὴν ὅλα του τὰ ἁμαρτήματα. Καὶ ἀλλάξας τὴν ζωὴν τοῦ εἰς τὸ καλλίτερον, διεπέρασε χρόνους πολλοὺς θεαρέστως πολιτευόμενος. Καὶ οὕτως ἀποθανῶν, ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...