Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013

Κυριακή ΙΒ' Λουκά: Θεραπεία των δέκα λεπρών - Ομιλία περί Ευχαριστίας (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης)


Ομιλία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, περί Ευχαριστίας

Ο μιμητής του Ιώβ, ο θείος Χρυσόστομος, εσυνήθιζε πάντοτε να λέγη το αξιομνημόνευτον αυτό απόφθεγμα, σε κάθε περίσταση. «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Δεν θα παύσω να το επαναλαμβάνω πάντοτε, για όλα όσα μου συμβαίνουν». Το ίδιο εσυνήθιζε να λέγη και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς σε κάθε υπόθεση, μιμούμενος τον θείον Χρυσόστομον, ο οποίος με την εύλαλον γλώσσα του προσθέτει: Ας ευχαριστούμε λοιπόν για όλα, για ό,τι και αν συμβή, αυτό είναι ευχαριστία. Διότι το να το κάνης αυτό όταν όλα πηγαίνουν ομαλά, δεν είναι σπουδαίον, επειδή σε αυτό ωθεί η ιδία η φύσις των πραγμάτων. Εάν όμως ευχαριστούμε ενώ ευρισκόμεθα στο βάθος των κακών, αυτό είναι θαυμαστόν. Πράγματι, όταν εμείς ευχαριστούμε για εκείνα τα οποία άλλοι βλασφημούν και αποθαρρύνονται, κοίτα πόση η φιλοσοφία! Πρώτον, εύφρανες τον Θεόν. Δεύτερον, εντρόπιασες τον διάβολο. Τρίτον, αυτό που συνέβη το απέδειξες μηδαμινό. Δηλαδή συγχρόνως και εσύ ευχαριστείς, και ο Θεός απομακρύνει την λύπη, και ο διάβολος υποχωρεί.

Τίποτε αγιώτερον δεν υπάρχει από την γλώσσα, που μέσα στα κακά ευχαριστεί τον Θεόν. Όντως δεν υστερεί σε τίποτε από την γλώσσα του μάρτυρος. Στεφανώνεται και αυτή ομοίως με εκείνον. Διότι και αυτή έναν δήμιον έχει ενώπιόν της, ο οποίος την αναγκάζει να αρνηθή τον Θεόν δια της βλασφημίας. Τον διάβολον έχει, ο οποίος με δημίους λογισμούς την σχίζει σε λωρίδες, και την σκοτίζει με την λύπη. Αν λοιπόν κάποιος υπομείνη τα βάσανα και ευχαριστήση, έλαβε στέφανον μαρτυρίου.

Λέγει και ο μέγας Βασίλειος: είναι αισχρόν όταν μεν τα πράγματα έρχονται ευνοϊκά να ευλογούμε τον Θεόν, στα δε στενόχωρα και επίπονα να σιωπούμε. Αλλά τότε πρέπει και περισσότερο να τον ευχαριστούμε, γνωρίζοντας ότι «oν αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν oν παραδέχεται…».

Τι λέγω; Όχι μόνο πρέπει κανείς να ευχαριστή τον Θεό για τις θλίψεις και τους πειρασμούς της παρούσης ζωής, αλλά πρέπει να τον ευχαριστή ακόμη και για την μέλλουσαν κόλασιν. Επειδή και η κόλασις είναι συμφέρον και ωφέλιμο για τους κολαζομένους. Γιατί; Επειδή η κόλασις είναι εμπόδιον της αμαρτίας και του κακού, γι’ αυτό ονομάζεται και κόλασις, επειδή κολάζει, και εμποδίζει το κακόν. Αν δεν υπήρχε κόλασις, η αμαρτία και το κακό, θα επεκτείνετο σε άπειρον διάστημα και ποτέ δεν θα ελάμβανε τέλος. Γι’ αυτό και ο σοφώτατος Μάρκος ο Εφέσου είπε τούτον τον παράδοξον μεν στην ακοήν, όμως αληθινόν λόγον και βέβαιον, ότι δηλαδή συμφέρει στους κολαζομένους να κολάζωνται. Όθεν και ο όσιος Θεόκτιστος ο Στουδίτης, σε ένα τροπάριο εις τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν λέγει επί λέξει: «Και εν τη κολάσει ευχαριστώ», διότι η κόλασις δεν είναι κακόν καθ’ εαυτό, ή μάλλον είναι και καλόν. Αφ’ ενός μεν διότι εμποδίζει και συστέλλει την αμαρτίαν και δεν την αφήνει να ενεργή επ’ άπειρον, όπως είπαμε, αφ’ ετέρου δε διότι η κόλασις είναι ποινή και παίδευσις του κακού, και με αυτήν εκπληρώνεται η δικαιοσύνη του Θεού. Όθεν, αν και η κόλασις δεν είναι προηγούμενον θέλημα του Θεού, είναι όμως επόμενον θέλημά του, σύμφωνα με τους ιερούς θεολόγους. Μόνη δε η αμαρτία είναι αυτή καθ’ εαυτήν κακό, και ούτε κατά προηγούμενον θέλημα του Θεού γίνεται, ούτε κατά επόμενον, αλλά κατά μοχθηράν γνώμην του ανθρώπου.

Γι’ αυτό και ο θείος Χρυσόστομος παραγγέλλει στους χριστιανούς τα ακόλουθα: «Αυτό να είναι το έργο σας, να ευχαριστήτε στις προσευχές και για τις φανερές και για τις αφανείς ευεργεσίες, και για όσες ήταν σύμφωνες με το θέλημά σας και για όσες όχι. Και για την βασιλεία των ουρανών και για την γέεννα του πυρός, και στην θλίψη και στην άνεση. Έτσι συνηθίζουν να προσεύχωνται οι Άγιοι, και για τις κοινές ευεργεσίες να ευχαριστούν. Γνωρίζω εγώ κάποιον άγιον άνδρα ο οποίος προσεύχεται με αυτόν τον τρόπο. Δεν έλεγε τίποτε πριν από αυτά τα λόγια, αλλά ότι: ευχαριστούμε Κύριε για όλες τις ευεργεσίες που έδειξες σε μας τους αναξίους από την πρώτην ημέρα μέχρι σήμερα. Γι’ αυτές που γνωρίζουμε και γι’ αυτές που δεν γνωρίζουμε, για τις φανερές, για τις αφανείς, για όσες έγιναν με έργο, για όσες με λόγο, για όσες έγιναν με την θέλησή μας και για όσες όχι, για όλες όσες έχουν γίνει σ’ εμάς τους αναξίους. Για τις θλίψεις, για τις ανέσεις, για την γέενα του πυρός, για την κόλαση, για την Βασιλείαν των Ουρανών».

Ο δε άγιος Ισαάκ είπεν ότι όποιος ευχαριστεί, παρακινεί τον ευεργέτην του να του δίδη περισσότερες ευεργεσίες: «η ευχαριστία του λαμβάνοντος ερεθίζει τον δίδοντα να δώση δωρήματα μεγαλύτερα από τα προηγούμενα». Και πάλιν ο ίδιος ο θείος Ισαάκ λέγει: «όποιος δεν ευχαριστεί για τα μικρότερα, και στα μεγαλύτερα είναι ψεύστης και άδικος». Και επίσης: «αυτό που οδηγεί τα χαρίσματα του Θεού προς τον άνθρωπον είναι η καρδία η κινουμένη προς ευχαριστίαν αδιάλειπτον».

Γίνε λοιπόν, άνθρωπε, ευχάριστος στον Θεόν για το κάθε τι, «ευλόγει αυτόν εν παντί καιρώ, η αίνεσις αυτού ας είναι δια παντός εν τω στόματί σου». Εάν υγιαίνης, δώρον του Θεού είναι η υγεία. Εάν ασθενής, η ασθένεια του σώματος είναι σωτηρία της ψυχής. Μη λείπη λοιπόν ποτέ από το στόμα σας η δοξολογία του Θεού. Εν παντί ευχαριστείτε τον Θεόν, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


(18ος - 19ος αι., Ερμηνεία εις τας ΙΔ' επιστολάς του Απ. Παύλου (Κολασ. δ΄ 15, σελ. 412). Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 417 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)

Ἐπιλεγμένα κείμενα Ἁγίου Ἀθανασίου





 



Μέσα στὰ πάντα καὶ ἔξω ἀπὸ ὅλα 


ΑΠΑΞ εἰς αἰσθητὰ πεσούσης τῆς διανοίας τῶν ἀνθρώπων͵ ὑπέβαλεν ἑαυτὸν διὰ σώματος φανῆναι ὁ Λόγος͵ ἵνα μετενέγκῃ εἰς ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπον τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰς αἰσθήσεις αὐτῶν εἰς ἑαυτὸν ἀποκλίνῃ καὶ λοιπὸν ἐκείνους ὡς ἄνθρωπον αὐτὸν ὁρῶντας͵ δι΄ ὧν ἐργάζεται ἔργων πείσῃ μὴ εἶναι ἑαυτὸν ἄνθρωπον μόνον͵ ἀλλὰ καὶ Θεὸν καὶ Θεοῦ ἀληθινοῦ Λόγον καὶ Σοφίαν. Τοῦτο δὲ καὶ ὁ Παῦλος βουλόμενος σημᾶναί φησιν· Ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι͵ ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος͵ γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ. Πανταχοῦ γὰρ τοῦ Λόγου ἑαυτὸν ἁπλώσαντος͵ καὶ ἄνω καὶ κάτω καὶ εἰς τὸ βάθος καὶ εἰς τὸ πλάτος - ἄνω μὲν εἰς τὴν κτίσιν͵ κάτω δὲ εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν͵ εἰς βάθος δὲ εἰς τὸν ᾅδην͵ εἰς πλάτος δὲ εἰς τὸν κόσμον - τὰ πάντα τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως πεπλήρωται. ... Οὐ γὰρ δὴ περικεκλεισμένος ἦν ἐν τῷ σώματι· οὐδὲ ἐν σώματι μὲν ἦν͵ ἀλλαχόσε δὲ οὐκ ἦν. Οὐδὲ ἐκεῖνο μὲν ἐκίνει͵ τὰ ὅλα δὲ τῆς τούτου ἐνεργείας καὶ προνοίας κεκένωτο· ἀλλὰ τὸ παραδοξότατον͵ Λόγος ὤν͵ οὐ συνείχετο μὲν ὑπό τινος, συνεῖχε δὲ τὰ πάντα μᾶλλον αὐτός. Καὶ ὥσπερ ἐν πάσῃ τῇ κτίσει ὤν͵ ἐκτὸς μέν ἐστι τοῦ παντὸς κατ΄ οὐσίαν͵ ἐν πᾶσι δέ ἐστι ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσι τὰ πάντα διακοσμῶν καὶ εἰς πάντα ἐν πᾶσι τὴν ἑαυτοῦ πρόνοιαν ἐφαπλῶν καὶ ἕκαστον καὶ πάντα ὁμοῦ ζωοποιῶν͵ περιέχων τὰ ὅλα καὶ μὴ περιεχόμενος͵ ἀλλ΄ ἐν μόνῳ τῷ ἑαυτοῦ Πατρὶ ὅλος ὢν κατὰ πάντα. Οὕτως καὶ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὢν καὶ αὐτὸς αὐτὸ ζωοποιῶν͵ εἰκότως ἐζωοποίει καὶ τὰ ὅλα καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐγίνετο͵ καὶ ἔξω τῶν ὅλων ἦν. Καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος δὲ διὰ τῶν ἔργων γνωριζόμενος͵ οὐκ ἀφανὴς ἦν καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων ἐνεργείας. Ψυχῆς μὲν οὖν ἔργον ἐστὶ θεωρεῖν μὲν καὶ τὰ ἔξω τοῦ ἰδίου σώματος τοῖς λογισμοῖς͵ οὐ μὴν καὶ ἔξωθεν τοῦ ἰδίου σώματος ἐνεργεῖν ἢ τὰ τούτου μακρὰν τῇ παρουσίᾳ κινεῖν. Οὐδέποτε γοῦν ἄνθρωπος διανοούμενος τὰ μακρὰν ἤδη καὶ ταῦτα κινεῖ καὶ μεταφέρει· οὐδὲ εἰ ἐπὶ τῆς ἰδίας οἰκίας καθέζοιτό τις καὶ λογίζοιτο τὰ ἐν οὐρανῷ͵ ἤδη καὶ τὸν ἥλιον κινεῖ͵ καὶ τὸν οὐρανὸν περιστρέφει. Ἀλλ΄ ὁρᾷ μὲν αὐτὰ κινούμενα καὶ γεγονότα͵ οὐ μὴν ὥστε ἐργάζεσθαι αὐτὰ δυνατὸς τυγχάνει. Οὐ δὴ τοιοῦτος ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ· οὐ γὰρ συνεδέδετο τῷ σώματι͵ ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἐκράτει τοῦτο͵ ὥστε καὶ ἐν τούτῳ ἦν καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐτύγχανε καὶ ἔξω τῶν ὄντων ἦν͵ καὶ ἐν μόνῳ τῷ Πατρὶ ἀνεπαύετο.




Ἐξάπλωσε τὶς δυνάμεις Του παντοῦ


ΕΙ ΜΕΝ ἄλογος ἦν ἡ τῆς κτίσεως κίνησις͵ καὶ ἁπλῶς ἐφέρετο τὸ πᾶν, καλῶς ἄν τις καὶ τοῖς λεγομένοις ἠπίστησεν· εἰ δὲ λόγῳ καὶ σοφίᾳ καὶ ἐπιστήμῃ συνέστηκε καὶ παντὶ κόσμῳ διακεκόσμηται͵ ἀνάγκη τὸν ἐπικείμενον καὶ διακοσμήσαντα τοῦτον οὐκ ἄλλον τινὰ ἢ Λόγον εἶναι τοῦ Θεοῦ. Λόγον δέ φημι οὐ τὸν ἐν ἑκάστῳ τῶν γενομένων συμπεπλεγμένον καὶ συμπεφυκότα͵ ὃν δὴ καὶ σπερματικόν τινες εἰώθασι καλεῖν͵ ἄψυχον ὄντα καὶ μηδὲν λογιζόμενον μήτε νοοῦντα͵ ἀλλὰ τῇ ἔξωθεν τέχνῃ μόνον ἐνεργοῦντα κατὰ τὴν τοῦ ἐπιβάλλοντος αὐτὸν ἐπιστήμην· οὐδὲ οἷον ἔχει τὸ λογικὸν γένος λόγον τὸν ἐκ συλλαβῶν συγκείμενον͵ καὶ ἐν ἀέρι σημαινόμενον, ἀλλὰ τὸν τοῦ ἀγαθοῦ καὶ Θεοῦ τῶν ὅλων ζῶντα καὶ ἐνεργῆ Θεὸν αὐτολόγον λέγω͵ ὃς ἄλλος μὲν ἔστι τῶν γενητῶν καὶ πάσης τῆς κτίσεως͵ ἴδιος δὲ καὶ μόνος τοῦ ἀγαθοῦ Πατρὸς ὑπάρχει Λόγος͵ ὃς τόδε τὸ πᾶν διεκόσμησε καὶ φωτίζει τῇ ἑαυτοῦ προνοίᾳ. Ἀγαθοῦ γὰρ Πατρὸς ἀγαθὸς Λόγος ὑπάρχων͵ αὐτὸς τὴν τῶν πάντων διεκόσμησε διάταξιν͵ τὰ μὲν ἐναντία τοῖς ἐναντίοις συνάπτων͵ ἐκ τούτων δὲ μίαν διακοσμῶν ἁρμονίαν. Οὗτος͵ Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία ὤν͵ οὐρανὸν μὲν περιστρέφει͵ γῆν δὲ ἀναρτήσας͵ καὶ ἐπὶ μηδενὸς κειμένην τῷ ἰδίῳ νεύματι ἥδρασε. Τούτῳ φωτιζόμενος ἥλιος τὴν οἰκουμένην καταυγάζει καὶ σελήνη μεμετρημένον ἔχει τὸ φῶς. Διὰ τοῦτον καὶ τὸ ὕδωρ ἐπὶ νεφελῶν κρεμᾶται καὶ ὑετοὶ τὴν γῆν ἐπικλύζουσι καὶ ἡ μὲν θάλαττα περιορίζεται͵ ἡ δὲ γῆ παντοίοις φυτοῖς κομᾷ καὶ χλοηφορεῖ. Καὶ εἴ τις ἄπιστος ζητοίη περὶ τῶν λεγομένων͵ εἰ ὅλως ἐστὶ Λόγος Θεοῦ͵ μαίνοιτο μὲν ὁ τοιοῦτος ἀμφιβάλλων περὶ Λόγου Θεοῦ, ἔχει δὲ ὅμως ἐκ τῶν ὁρωμένων τὴν ἀπόδειξιν͵ ὅτι πάντα Λόγῳ Θεοῦ καὶ Σοφίᾳ συνέστηκε καὶ οὐκ ἂν ἡδράσθη τι τῶν γενομένων͵ εἰ μὴ Λόγῳ ἐγεγόνει καὶ Λόγῳ τῷ θείῳ͵ καθάπερ ἐλέχθη.




Ὁ Ἀδὰμ δὲν δημιουργήθηκε γιὰ νὰ ἐργάζεται


ΤΑ γινόμενα καὶ κτιζόμενα προηγουμένως ἕνεκα τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ὑπάρχειν πεποίηται͵ καὶ δεύτερον ἔχουσι τὸ ποιεῖν͵ περὶ ὧν ἂν αὐτοῖς ὁ Λόγος προστάττῃ͵ ὡς ἐπὶ πάντων ἔστιν ἰδεῖν τὸ τοιοῦτον. Ἀδὰμ γὰρ ἐκτίσθη οὐχ ἵνα ἐργάζηται͵ ἀλλ΄ ἵνα πρῶτον ὑπάρχῃ ἄνθρωπος· μετὰ ταῦτα γὰρ ἔλαβε τὴν ἐντολὴν τοῦ ἐργάζεσθαι. Νῶε δὲ ἐκτίσθη οὐ διὰ τὴν κιβωτὸν ἀλλ΄ ἵνα πρῶτον ὑπάρχῃ καὶ ἄνθρωπος γένηται· μετὰ ταῦτα γὰρ ἔλαβεν ἐντολὴν κατασκευάσαι τὴν κιβωτόν· καὶ ἐφ΄ ἑκάστου δὲ ζητῶν ταῦτα εὕροι τις. Καὶ γὰρ καὶ Μωϋσῆς ὁ μέγας πρῶτον ἄνθρωπος γέγονε͵ καὶ δεύτερον τὴν ἡγεμονίαν τοῦ λαοῦ πεπίστευται. Οὐκοῦν καὶ ἐνταῦθα τοῦτο νοεῖν ἔξεστιν· ὁρᾷς γὰρ ὅτι οὐκ εἰς τὸ εἶναι κτίζεται͵ ἀλλ΄ ἐν ἀρχῇ μὲν ἦν ὁ λόγος͵ μετὰ ταῦτα δὲ εἰς τὰ ἔργα πέμπεται καὶ τὴν τούτων οἰκονομίαν· καὶ γὰρ πρὶν γενέσθαι τὰ ἔργα͵ ἦν μὲν ἀεὶ ὁ Υἱὸς οὔπω δὲ χρεία ἦν αὐτὸν καὶ κτισθῆναι. Ὅτε δὲ ἐκτίσθη τὰ ἔργα καὶ χρεία μετὰ ταῦτα γέγονε τῆς εἰς διόρθωσιν αὐτῶν οἰκονομίας· τότε δὴ καὶ ὁ Λόγος δέδωκεν ἑαυτὸν εἰς τὸ συγκαταβῆναι καὶ ὁμοιωθῆναι τοῖς ἔργοις· ὅπερ διὰ μὲν τῆς ἔκτισε λέξεως͵ ἡμῖν δεδήλωκε͵ διὰ δὲ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου τὸ ὅμοιον σημᾶναι θέλων͵ πάλιν λέγει· Καὶ νῦν οὕτω λέγει Κύριος͵ ὁ πλάσας με ἐκ κοιλίας δοῦλον ἑαυτῷ͵ τοῦ συναγαγεῖν τὸν Ἰακὼβ πρὸς αὐτὸν καὶ Ἰσραήλ· συναχθήσομαι καὶ δοξασθήσομαι ἐναντίον Κυρίου. Ἰδοὺ καὶ ἐνταῦθα οὐκ εἰς τὸ εἶναι πλάττεται͵ ἀλλ΄ ἕνεκα τοῦ συναγαγεῖν τὰς φυλάς͵ τὰς καὶ πρὸ τοῦ πλασθῆναι τοῦτον ὑπαρχούσας. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖ τὸ ἔκτισεν͵ οὕτως ὧδε τὸ ἔπλασε· καὶ ὡς ἐκεῖ͵ εἰς τὰ ἔργα͵ οὕτως ὧδε͵ εἰς τὸ συναγαγεῖν· ὥστε πανταχόθεν φαίνεσθαι τοῦ εἶναι τὸν Λόγον δεύτερον λέγεσθαι τὸ ἔκτισε καὶ τὸ ἔπλασε. Καὶ γὰρ ὥσπερ πρὸ τῆς πλάσεως ὑπῆρχον αἱ φυλαὶ δι΄ ἃς καὶ ἐπλάσθη, οὕτως ὑπάρχειν καὶ τὰ ἔργα φαίνεται͵ εἰς ἃ καὶ ἐκτίσθη. Καὶ ὅτε μὲν ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος͵ οὔπω ἦν τὰ ἔργα͵ καθὰ προεῖπον· ὅτε δὲ τὰ ἔργα γέγονε καὶ ἡ χρεία ἀπῄτησε͵ τότε τὸ ἔκτισεν εἴρηται.




Πῶς ἔγινε στὴν ἀρχὴ ὁ ἄνθρωπος


Ο ΜΕΝ τοῦ παντὸς δημιουργὸς καὶ παμβασιλεὺς Θεός͵ ὁ ὑπερέκεινα πάσης οὐσίας καὶ ἀνθρωπίνης ἐπινοίας ὑπάρχων͵ ἅτε δὴ ἀγαθὸς καὶ ὑπέρκαλος ὤν͵ διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ἀνθρώπινον γένος κατ΄ ἰδίαν εἰκόνα πεποίηκε· καὶ τῶν ὄντων αὐτὸν [τὸν ἄνθρωπον] θεωρητὴν καὶ ἐπιστήμονα διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν ὁμοιώσεως κατεσκεύασε, δοὺς αὐτῷ καὶ τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος ἔννοιαν καὶ γνῶσιν͵ ἵνα͵ τὴν ταυτότητα σώζων, μήτε τῆς περὶ Θεοῦ φαντασίας ποτὲ ἀποστῇ͵ μήτε τῆς τῶν ἁγίων συζήσεως ἀποπηδήσῃ͵ ἀλλ΄ ἔχων τὴν τοῦ δεδωκότος χάριν͵ ἔχων καὶ τὴν ἰδίαν ἐκ τοῦ πατρικοῦ Λόγου δύναμιν͵ ἀγάλληται καὶ συνομιλῇ τῷ Θείῳ͵ ζῶν τὸν ἀπήμονα καὶ μακάριον ὄντως ἀθάνατον βίον. Οὐδὲν γὰρ ἔχων ἐμπόδιον εἰς τὴν περὶ τοῦ Θείου γνῶσιν͵ θεωρεῖ μὲν ἀεὶ διὰ τῆς αὐτοῦ καθαρότητος τὴν τοῦ Πατρὸς εἰκόνα͵ τὸν Θεὸν Λόγον, οὗ καὶ κατ΄ εἰκόνα γέγονεν· ὑπερεκπλήττεται δὲ κατανοῶν τὴν δι΄ αὐτοῦ εἰς τὸ πᾶν πρόνοιαν͵ ὑπεράνω μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος͵ πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῖς θεῖα νοητὰ τῇ δυνάμει τοῦ νοῦ συναπτόμενος. Ὅτε γὰρ οὐ συνομιλεῖ τοῖς σώμασιν ὁ νοῦς ὁ τῶν ἀνθρώπων͵ οὐδέ τι τῆς ἐκ τούτων ἐπιθυμίας μεμιγμένον ἔξωθεν ἔχει͵ ἀλλ΄ ὅλος ἐστὶν ἄνω ἑαυτῷ συνὼν ὡς γέγονεν ἐξ ἀρχῆς, τότε δή͵ τὰ αἰσθητὰ καὶ πάντα τὰ ἀνθρώπινα διαβάς͵ ἄνω μετάρσιος γίνεται͵ καὶ τὸν Λόγον ἰδών͵ ὁρᾷ ἐν αὐτῷ καὶ τὸν τοῦ Λόγου Πατέρα͵ ἡδόμενος ἐπὶ τῇ τούτου θεωρίᾳ καὶ ἀνακαινούμενος ἐπὶ τῷ πρὸς τοῦτον πόθῳ. Ὥσπερ οὖν τὸν πρῶτον τῶν ἀνθρώπων γενόμενον͵ ὃς καὶ κατὰ τὴν Ἑβραίων γλῶτταν Ἀδὰμ ὠνομάσθη͵ λέγουσιν αἱ ἱεραὶ Γραφαὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἀνεπαισχύντῳ παρρησίᾳ τὸν νοῦν ἐσχηκέναι πρὸς τὸν Θεὸν καὶ συνδιαιτᾶσθαι τοῖς ἁγίοις ἐν τῇ τῶν νοητῶν θεωρίᾳ͵ ἣν εἶχεν ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ͵ ὃν καὶ ὁ ἅγιος Μωϋσῆς τροπικῶς παράδεισον ὠνόμασεν. Ἱκανὴ δὲ ἡ τῆς ψυχῆς καθαρότης ἐστὶ καὶ τὸν Θεὸν δι΄ ἑαυτῆς κατοπτρίζεσθαι͵ καθάπερ καὶ ὁ Κύριός φησι· Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ͵ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.




Ἔμαθε νὰ φονεύει καὶ νὰ ἀδικεῖ


ΚΑΚΕΙΝΟΣ [ὁ πρωτόπλαστος]͵ ἕως μὲν τὸν νοῦν εἶχε πρὸς τὸ Θεὸν καὶ τὴν τούτου θεωρίαν͵ ἀπεστρέφετο τὴν πρὸς τὸ σῶμα θεωρίαν· ὅτε δὲ συμβουλίᾳ τοῦ ὄφεως ἀπέστη μὲν τῆς πρὸς τὸν Θεὸν διανοίας͵ ἑαυτὸν δὲ κατανοεῖν ἤρξατο͵ τηνικαῦτα καὶ εἰς ἐπιθυμίαν τοῦ σώματος ἔπεσαν καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν καὶ γνόντες ᾐσχύνθησαν. Ἔγνωσαν δὲ ἑαυτοὺς γυμνοὺς οὐ τοσοῦτον ἀπὸ ἐνδύματος͵ ἀλλ΄ ὅτι γυμνοὶ τῆς τῶν θείων θεωρίας γεγόνασι καὶ πρὸς τὰ ἐναντία τὴν διάνοιαν μετήνεγκαν. Ἀποστάντες γὰρ τῆς πρὸς τὸν ἕνα καὶ ὄντα͵ Θεὸν λέγω͵ κατανοήσεως καὶ τοῦ πρὸς αὐτὸν πόθου͵ λοιπὸν εἰς διαφόρους καὶ εἰς τὰς κατὰ μέρος ἐπιθυμίας ἐνέβησαν τοῦ σώματος. Εἶτα͵ οἷα φιλεῖ γίνεσθαι͵ ἑκάστου καὶ πολλῶν ἐπιθυμίαν λαβόντες͵ ἤρξαντο καὶ τὴν πρὸς αὐτὰς σχέσιν ἔχειν· ὥστε καὶ φοβεῖσθαι ταύτας καταλεῖψαι. Ὅθεν δὴ καὶ δειλίαι καὶ φόβοι καὶ ἡδοναὶ καὶ θνητὰ φρονεῖν τῇ ψυχῇ προσγέγονεν. Οὐ θέλουσα γὰρ ἀποστῆναι τῶν ἐπιθυμιῶν φοβεῖται τὸν θάνατον καὶ τὸν χωρισμὸν τοῦ σώματος. Ἐπιθυμοῦσα δὲ πάλιν καὶ μὴ τυγχάνουσα τῶν ὁμοίων, ἔμαθε φονεύειν καὶ ἀδικεῖν.




Διάβολος


ΕΚΡΟΥΣΕ ποτέ τις ἐν τῷ μοναστηρίῳ τὴν ἐμὴν θύραν καὶ ἐξελθὼν͵ εἶδόν τινα μακρὸν καὶ ὑψηλὸν φαινόμενον. Εἶτα πυθομένου μου· Σὺ τίς εἶ; ἔφη· Ἐγώ εἰμι ὁ Σατανᾶς. Εἶτα λέγοντός μου· Τί οὖν ἐνταῦθα πάρει; ἔλεγεν ἐκεῖνος· Τί μέμφονταί με μάτην οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες Χριστιανοί; Τί μοι καταρῶνται καθ΄ ὥραν; Ἐμοῦ δὲ εἰπόντος· Τί γὰρ αὐτοῖς ἐνοχλεῖς; ἔφη· Οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ ἐνοχλῶν αὐτοῖς͵ ἀλλ΄ αὐτοὶ ταράττουσιν ἑαυτούς· ἐγὼ γὰρ ἀσθενὴς γέγονα. Οὐκ ἀνέγνωσαν͵ ὅτι Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος καὶ πόλεις καθεῖλες; οὐκ ἔτι τόπον ἔχω͵ οὐ βέλος͵ οὐ πόλιν. Πανταχοῦ Χριστιανοὶ γεγόνασι, λοιπὸν καὶ ἡ ἔρημος πεπλήρωται μοναχῶν. Ἑαυτοὺς τηρείτωσαν καὶ μὴ μάτην με καταράσθωσαν. Τότε θαυμάσας ἐγὼ τοῦ Κυρίου τὴν χάριν͵ εἶπον πρὸς αὐτόν· Ἀεὶ ψεύστης ὢν καὶ μηδέποτε λέγων ἀλήθειαν͵ ὅμως τοῦτο νῦν καὶ μὴ θέλων εἴρηκας ἀληθές· ὁ γὰρ Χριστὸς͵ ἐλθὼν͵ ἀσθενῆ σε πεποίηκε καὶ καταβαλὼν ἐγύμνωσεν. Ἐκεῖνος͵ ἀκούσας τὸ τοῦ Σωτῆρος ὄνομα καὶ μὴ φέρων τὴν ἐκ τούτου καῦσιν͵ ἀφανὴς γέγονεν. Εἰ τοίνυν καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος ὁμολογεῖ μηδὲν δύνασθαι͵ ὀφείλομεν παντελῶς καταφρονεῖν αὐτοῦ τε καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ. Ὁ μὲν οὖν ἐχθρὸς μετὰ τῶν ἑαυτοῦ κυνῶν τοσαύτας ἔχει τὰς πανουργίας· ἡμεῖς δὲ͵ μαθόντες αὐτῶν τὴν ἀσθένειαν͵ καταφρονεῖν αὐτῶν δυνάμεθα. Τοῦτον οὖν τὸν τρόπον μὴ προκαταπίπτωμεν τῇ διανοίᾳ͵ μηδὲ λογιζώμεθα ἐν τῇ ψυχῇ δειλίας͵ μηδὲ ἀναπλάττωμεν ἑαυτοῖς φόβους͵ λέγοντες· Μὴ ἄρα δαίμων ἐλθὼν ἀνατρέψῃ με· μὴ ἄρα βαστάξας καταβάλῃ͵ ἢ ἐξαίφνης ἐπιστὰς ἐκταράξῃ. Μηδ΄ ὅλως ἐνθυμώμεθα τοιαῦτα͵ μηδὲ λυπώμεθα ὡς ἀπολλύμενοι· θαῤῥῶμεν δὲ μᾶλλον καὶ χαίρωμεν ἀεὶ͵ ὡς σωζόμενοι, καὶ λογιζώμεθα τῇ ψυχῇ͵ ὅτι Κύριος μεθ΄ ἡμῶν ἐστιν͵ ὁ τροπώσας καὶ καταργήσας αὐτούς. Καὶ διανοώμεθα δὲ καὶ ἐνθυμώμεθα ἀεί͵ ὅτι͵ ὄντος τοῦ Κυρίου μεθ΄ ἡμῶν͵ οὐδὲν ἡμῖν οἱ ἐχθροὶ ποιήσουσιν.





Ἡ ψυχὴ γίνεται δρόμος γιὰ τὸν ἑαυτό της


ΟΤΙ καὶ ἀθάνατος γέγονεν ἡ ψυχή͵ καὶ τοῦτο ἀναγκαῖον εἰδέναι ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διδασκαλίᾳ πρὸς ἔλεγχον τῆς τῶν εἰδώλων ἀναιρέσεως. Γένοιτο δ΄ ἂν οὖν ἡ περὶ τούτων γνῶσις ἐγγυτέρω μᾶλλον ἐκ τῆς περὶ τοῦ σώματος γνώσεως καὶ ἐκ τοῦ πρὸς τὸ σῶμα διαλλάττειν αὐτήν. Εἰ γὰρ ἄλλην αὐτὴν ὁ λόγος ἀπέδειξε παρὰ τὸ σῶμα͵ ἔστι δὲ τὸ σῶμα φύσει θνητόν, ἀνάγκη τὴν ψυχὴν ἀθάνατον εἶναι͵ τῷ μὴ εἶναι κατὰ τὸ σῶμα. Καὶ πάλιν εἰ ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα κινεῖ͵ ὡς δέδεικται͵ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἄλλων αὐτὴ κινεῖται͵ ἀκόλουθόν ἐστιν ὑφ΄ ἑαυτῆς κινουμένην τὴν ψυχήν͵ καὶ μετὰ τὴν εἰς γῆν ἀπόθεσιν τοῦ σώματος κινεῖσθαι πάλιν αὐτὴν ἀφ΄ ἑαυτῆς. Οὐ γὰρ ἡ ψυχή ἐστιν ἡ ἀποθνήσκουσα, ἀλλὰ διὰ τὴν ταύτης ἀναχώρησιν ἀποθνήσκει τὸ σῶμα. Εἰ μὲν οὖν καὶ αὕτη ὑπὸ τοῦ σώματος ἐκινεῖτο͵ ἀκόλουθον ἦν͵ ἀναχωροῦντος τοῦ κινοῦντος ἀποθνήσκειν αὐτήν· εἰ δὲ ἡ ψυχὴ κινεῖ καὶ τὸ σῶμα͵ ἀνάγκη μᾶλλον αὐτὴν ἑαυτὴν κινεῖν. Ἑαυτῇ δὲ κινουμένη͵ ἐξ ἀνάγκης καὶ μετὰ τὸν τοῦ σώματος θάνατον ζῇ. Ἡ γὰρ κίνησις τῆς ψυχῆς οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ ἡ ζωὴ αὐτῆς· ὥσπερ ἀμέλει καὶ τὸ σῶμα τότε ζῇν λέγομεν ὅτε κινεῖται καὶ τότε θάνατον αὐτοῦ εἶναι ὅτε τῆς κινήσεως παύεται. Τοῦτο δὲ καὶ ἀπὸ τῆς ἐν σώματι καθάπαξ ἐνεργείας αὐτῆς φανερώτερον ἄν τις ἴδοι.




Ἐνανθρώπηση


ΩΣΠΕΡ ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν ὅλος ἐν ἑκάστῳ καὶ πᾶσιν ἐπιβαίνων καὶ πάντα διακοσμῶν ἀφθόνως͵ εἰ ἤθελε͵ διὰ ἡλίου ἢ σελήνης ἢ οὐρανοῦ ἢ γῆς ἢ ὑδάτων ἢ πυρὸς οὐκ ἄν τις ἀτόπως αὐτὸν φωνῇ χρήσασθαι καὶ γνωρίσαι ἑαυτὸν καὶ τὸν αὐτοῦ Πατέρα ἔφησε πεποιηκέναι, ἅπαξ πάντα αὐτοῦ συνέχοντος καὶ μετὰ πάντων καὶ ἐν αὐτῷ τῷ μέρει τυγχάνοντος καὶ ἀοράτως ἑαυτὸν δεικνύντος· οὕτως οὐκ ἄτοπον ἂν εἴη διακοσμοῦντα αὐτὸν τὰ πάντα καὶ τὰ ὅλα ζωοποιοῦντα καὶ θελήσαντα δι΄ ἀνθρώπων γνωρίσαι͵ εἰ ὀργάνῳ κέχρηται ἀνθρώπου σώματι πρὸς φανέρωσιν ἀληθείας καὶ γνῶσιν τοῦ Πατρός. Μέρος γὰρ τοῦ ὅλου καὶ ἡ ἀνθρωπότης τυγχάνει. Καὶ ὥσπερ ὁ νοῦς δι΄ ὅλου τοῦ ἀνθρώπου ὤν͵ ἀπὸ μέρους τοῦ σώματος͵ τῆς γλώττης λέγω͵ σημαίνεται͵ καὶ οὐ δήπου τις ἐλαττοῦσθαι τὴν οὐσίαν τοῦ νοῦ διὰ τοῦτο λέγει, οὕτως ὁ Λόγος͵ διὰ πάντων ὤν͵ εἰ ἀνθρωπίνῳ κέχρηται ὀργάνῳ͵ οὐκ ἀπρεπὲς ἂν φαίνοιτο τοῦτο. Εἰ γάρ͵ ὡς προεῖπον͵ ἀπρεπὲς ὀργάνῳ χρήσασθαι σώματι͵ ἀπρεπὲς καὶ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν εἶναι. Διατί οὖν͵ ἐὰν λέγωσιν͵ οὐχὶ δι΄ ἄλλων μερῶν καλλιόνων τῆς κτίσεως ἐφάνη͵ καὶ καλλίονι ὀργάνῳ οἷον ἡλίῳ ἢ σελήνῃ ἢ ἄστροις ἢ πυρὶ ἢ αἰθέρι οὐ κέχρηται͵ ἀλλὰ ἀνθρώπῳ μόνῳ͵ γινωσκέτωσαν ὅτι οὐκ ἐπιδείξασθαι ἦλθεν ὁ Κύριος͵ ἀλλὰ θεραπεῦσαι καὶ διδάξαι τοὺς πάσχοντας. ... Εἰ γὰρ δὴ καὶ ὁ παρὰ τοῖς Ἕλλησι θαυμαζόμενος Πλάτων φησὶν ὅτι ὁρῶν τὸν κόσμον ὁ γεννήσας αὐτὸν χειμαζόμενον καὶ κινδυνεύοντα εἰς τὸν τῆς ἀνομοιότητος δύνειν τόπον͵ καθίσας ἐπὶ τοὺς οἴακας τῆς ψυχῆς βοηθεῖ͵ καὶ πάντα τὰ πταίσματα διορθοῦται, τί ἄπιστον λέγεται παρ΄ ἡμῖν͵ εἰ πλανωμένης τῆς ἀνθρωπότητος ἐκάθισεν ὁ Λόγος ἐπὶ ταύτην͵ καὶ ἄνθρωπος ἐπεφάνη͵ ἵνα χειμαζομένην αὐτὴν περισώσῃ διὰ τῆς κυβερνήσεως αὐτοῦ καὶ ἀγαθότητος;

ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΩΦΕΛΙΜΑ



Πριν από εκατόν πενήντα χρόνια περίπου, προτού το τούνελ του Αγίου Γοτθάρδου κατασκευαστεί, όλοι όσοι ταξίδευαν από τη Ιταλία προς την Ελβετία και αντιστρόφως, όφειλαν να περάσουν τα στενά του Αγίου Γοτθάρδου πεζοί και αυτό απαιτούσε πολύ χρόνο.
Εκείνο τον καιρό λοιπόν οι άνθρωποι ταξίδευαν κατά ομάδες. Έτσι κάποτε μερικοί κτίστες της περιφέρειας του Λουγκάνο άρχισαν το ταξίδι τους μαζί για την κεντρική Ελβετία, όπου ήξεραν ότι θα κέρδιζαν περισσότερα χρήματα. Μεταξύ τους βρισκόταν κι ένας νέος που ονομαζόταν Αντώνιο, ο οποίος άρχισε να συνομιλεί με μία ηλικιωμένη κυρία που του μίλησε για το Χριστό.
Ο Αντώνιο δεν ήθελε να ακούσει τίποτα αλλά απάντησε: «Έχουμε τη θρησκεία μας. Αυτό μας αρκεί».
Εν τούτοις αυτή η κυρία του πρόσφερε σαν δώρο μια πολύ ωραία δερματόδετη βίβλο. Εκείνος τη δέχθηκε αλλά απέφευγε να τη διαβάσει.
Όταν έφθασε στη Γλαρίς εργάστηκε στη κατασκευή μιας μεγάλης οικίας. Κατά την εργασία του αστειευόταν και βλαστημούσε όπως οι υπόλοιποι εργάτες. Ενώ ασβέστωναν ένα τοίχο, ανακάλυψε μια οπή που έπρεπε να κλειστεί. Ξαφνικά θυμήθηκε τη βίβλο που είχε στο σακίδιό του και είπε στους συντρόφους του: «Να μια καλή φάρσα! Βλέπετε αυτή τη βίβλο; Ε λοιπόν θα τη βάλω σε αυτή την τρύπα».
Η βίβλος χώρεσε ακριβώς αλλά το κάλυμμά της σημείωσε μια μικρή βλάβη. «Δείτε! Θα τη χτίσω με λίγη λάσπη και θα δούμε αν θα μπορέσει ο διάβολος να την ανακαλύψει».
Μετά από λίγες εβδομάδες, ο Αντώνιο επέστρεψε στην πατρίδα του δια μέσω των βουνών.
Στις 10 Μαΐου 1861 μια σφοδρή πυρκαγιά κατέκαυσε τη Γλαρίς. Τετρακόσιες ενενήντα οικοδομές καταστράφηκαν. Όλη η πόλη δεν ήταν πλέον παρά αξιοθρήνητα ερείπια και έπρεπε να ανοικοδομηθεί.
Ένας κτίστης από τη βόρεια Ιταλία, που τον έλεγαν Γιοβάνη ανέλαβε να εξετάσει ένα σπίτι που ήταν ακόμη αρκετά καινούργιο και το οποίο είχε υποστεί μερική καταστροφή. Χτυπούσε εδώ κι εκεί με το σφυρί του σε μια πλευρά τοίχου που δεν είχε πάθει τίποτα. Ξαφνικά ένα κομμάτι του σοβά αποσπάστηκε και προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε ένα βιβλίο που είχε εγκλεισθεί εκεί. Το έβγαλε και ανακάλυψε ότι ήταν μια βίβλος… Πώς έφθασε εκεί! Αυτό του φάνηκε παράδοξο.
Από τότε ο Γιοβάνης κατά τις ώρες της ανάπαυσής του διάβασε με επιμέλεια τη βίβλο. Δεν τα καταλάβαινε όλα… αλλά από τα ευαγγέλια και τους ψαλμούς έμαθε πώς να προσεύχεται.
Και ο Θεός έρχεται προς βοήθεια εκείνων που είναι ειλικρινείς. Δε άργησε να καταλάβει ότι ήταν ένας αμαρτωλός, αλλά και ότι ο Θεός τον αγάπησε και ότι δια της πίστεως στο πρόσωπο του Χριστού μπορούσε να έχει τη βεβαιότητα της συγχώρησης των αμαρτιών του.
‘Οταν το Φθινόπωρο ο Γιοβάνης επέστρεψε στην πατρίδα του και στην οικογένειά του διακήρυξε παντού την καλή αγγελία της σωτηρίας του.
Όσες φορές του έμενε καιρός έπαιρνε μια βαλίτσα γεμάτη βίβλους για να διαδώσει την αγγελία της σωτηρίας στα γειτονικά χωριά. Σε μια από τις περιοδείες του έφθασε μια μέρα σε μια εμποροπανύγηρη στο χωριό του Αντώνιο και έστησε τον πάγκο του με τις βίβλους. Ο Αντώνιο που περνούσε από εκεί σταμάτησε μπροστά στον πάγκο του και είπε: «Ω Αγίες Γραφές! Δε σας έχω ανάγκη. Αν ήθελα καμιά δεν είχα παρά να πάω στη Γλαρίς όπου έχω μια κρυμμένη σε ένα τοίχο. Είμαι περίεργος αν ο διάβολος μπόρεσε να τη βγάλει από εκεί».
Ο Γιοβάνης παρατηρούσε το νέο με σοβαρότητα. Κατάλαβε αμέσως περί τίνος επρόκειτο και γι’ αυτό του είπε: «Να είσαι προσεκτικός νεαρέ. Μη χλευάζεις! Τι θα έλεγες όμως αν σου έδειχνα αυτή τη ίδια τη βίβλο;». «Δεν το πιστεύω» απάντησε ο Αντώνιο. «Θα αναγνώριζα αμέσως τη Βίβλο μου γιατί την έχω σημαδέψει. Και το επαναλαμβάνω. Ούτε ο διάβολος δε θα την έβγαζε έξω από τον τοίχο».
Ο Γιοβάνης έβγαλε τη βίβλο και τον ρώτησε: «Ξέρεις το σημάδι; Την αναγνωρίζεις αγαπητέ μου φίλε;».
Ο Αντώνιο αποστομώθηκε όταν είδε τη βίβλο του με το λίγο κατεστραμμένο κάλυμμά της.
«Τη βλέπεις; Να είσαι όμως βέβαιος ότι εκείνος που τη βρήκε δεν είναι ο διάβολος αλλά ο Θεός. Και το έκανε για να σου δείξει ότι Αυτός ζει και θέλει να σε σώσει».
Όλο το μίσος του Αντώνιο κατά του Θεού ξέσπασε τότε. Η συνείδησή του τον έλεγχε και εντούτοις φώναζε στους συντρόφους του: «Ελάτε φίλοι μου. Τι ήρθε να κάνει εδώ αυτός ο τύπος με τον πάγκο του και τα θρησκευτικά του βιβλία!».
Και σε λίγα δευτερόλεπτα ο πάγκος του Γιοβάνη καταστράφηκε. Ο ίδιος δέχτηκε πολλά χτυπήματα. Έπειτα ο Αντώνιο και οι φίλοι του εξαφανισθήκαν ανάμεσα στο πλήθος των θεατών.
Από εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιο ερεθιζόταν περισσότερο και περισσότερο κατά του Θεού. Αλλά κάποια μέρα που είχε πιει πολύ έπεσε από μια σκαλωσιά. Σοβαρά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Μόλις ο Γιοβάνης το έμαθε του έστειλε μια ωραία ανθοδέσμη και πήγε και ο ίδιος να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Η καρδιά όμως του Αντώνιο ήταν σκληρή σαν την πέτρα. Εντούτοις του έκανε μεγάλη εντύπωση η αγάπη που του έδειξε ο Γιοβάνης. Κάθε εβδομάδα τον επισκεπτόταν και σιγά σιγά ο Αντώνιο άρχισε να διαβάζει τη βίβλο. Στην αρχή το έκανε επειδή δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Γρήγορα όμως του γεννήθηκε το ενδιαφέρον.
Μια ημέρα ο Αντώνιο ανέγνωσε αυτό το εδάφιο: «Υιέ μου μη καταφρονείς την παιδεία του Κυρίου». Αυτό ταίριαζε στην περίπτωσή του.
Ο Λόγος του Θεού που έχει τη δύναμη να συντρίβει το βράχο ενήργησε στην καρδιά του. Αναγνώρισε την κατάστασή του και ομολόγησε τις αμαρτίες του στο Θεό. Επίσης, έμαθε να πιστεύει με τελεία εμπιστοσύνη στο τέλειο έργο που εκτέλεσε ο Κύριος Ιησούς επάνω στο σταυρό. Η ψυχή του είχε θεραπευθεί.
πηγή

Οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος +Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος






Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη δύο μεγάλων ἱεραρχῶν καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καὶ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας. Κι οἱ δύο, πρῶτα οἱ ἅγιος Ἀθανάσιος κι ὕστερα ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀγωνιστὲς κατὰ τῶν αἱρέσεων καὶ πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἑορτάζει χωριστά, στὶς 2 Μαΐου τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ στὶς 9 Ἰουνίου τὸν ἅγιο Κύριλλο, ἀλλὰ τοὺς ἑορτάζει καὶ τοὺς δύο μαζὶ σήμερα. Ἀπέχουν 80 χρόνια ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε δύο χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Ἔχουν σφραγίσει κι οἱ δύο μὲ τὸ πέρασμά τους ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας τὴν ἱστορία καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 295 ἀπὸ γονεῖς χριστιανούς. Μετὰ τὶς σπουδές του, ἔφυγε στὴν ἔρημο κι ἐκεῖ ἀσκήθηκε στὴν ἀρετή. Τότε γνώρισε καὶ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, τοῦ ὁποίου ὕστερα ἔγραψε τὸ βίο. Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὴν ἔρημο, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἀλεξάνδρειας Ἀλέξανδρος τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ τὸν πῆρε μαζί του. Τότε φάνηκε ἡ μεγάλη αἵρεση τοῦ Ἀρείου κι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος στάθηκε ἄξιος καὶ ἱκανὸς βοηθὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου. Ὅταν τὸ 325 ἔγινε ἡ πρώτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἦταν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλέξανδρο καί, ἂν καὶ ἦταν ἀκόμα διάκονος, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Συνόδου. Ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τοῦ Ἀρείου ἦταν κυρίως νίκη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.

Τὸ 326 ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος διαδέχθηκε τὸν Ἀλέξανδρο στὸ θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἀλλὰ οἱ ἀρειανοί, ποὺ ἦσαν πολλοὶ καὶ ἐπηρέαζαν ἀκόμα καὶ τὸν αὐτοκράτορα, δυσκόλεψαν πολὺ τὸ ἔργο του. Κατόρθωσαν καὶ συγκάλεσαν τοπικὲς Συνόδους καὶ καθαίρεσαν δύο φορὲς τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο. Σαράντα χρόνια σχεδὸν τὰ πέρασε στὴν ἐξορία, καὶ τὸ 366 πιὰ γύρισε ὁριστικὰ στὸ ποίμνιό του καὶ ἀπέθανε τὸ 373. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, παρ' ὅλο ποὺ ἔζησε τόσα χρόνια ἐξόριστος ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἔγραψε καὶ μᾶς ἄφησε σπουδαῖα θεολογικὰ συγγράμματα, ποὺ εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀρχίζοντας τὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο, λέγει «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, τὴν ἀρετὴν ἐπαινέσομαι...».

Δύο χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, τὸ 375 γεννήθηκε ὁ ἅγιος Κύριλλος. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου. Στὴν ἀρχὴ ὑπηρέτησε ὡς διάκονος κοντὰ μὲ τὸ θεῖο του, κι ὅταν ἐκεῖνος ἀπέθανε τὸ 412, τὸν διαδέχθηκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὅπως κι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους. Στὰ 32 χρόνια της ἀρχιερατείας του, μέχρι τὸ 444 ποὺ ἀπέθανε, ἐργάσθηκε πολὺ γιὰ νὰ ξεκαθαρίση τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. Ὁ ἅγιος Κύριλλος ὑπῆρξε ὁ ἀρχηγὸς στὴν τρίτη οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 431 στὴν Ἔφεσο, ποὺ κατεδίκασε τὸ Νεστόριο. Ἡ τρίτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐδογμάτισε καὶ ὡμολόγησε ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶναι Θεοτόκος.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἄφησε σπουδαῖα θεολογικὰ συγγράμματα, ἑρμηνευτικὰ καὶ θεολογικά, ποὺ εἶναι πολύτιμη πηγὴ γιὰ τὴ σπουδὴ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Τὸ «Θεοτόκος», ποὺ ἐδογμάτισε ἡ τρίτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μὲ βάση τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, εἶναι ἡ λέξη κλειδὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπ' ὅλα τὰ ὀνόματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἐκόσμησε τὴν Παναγία, τὸ Θεοτόκος ἐκφράζει τέλεια τὸ μυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ θείου Λόγου. Ἡ παρθένος Μαρία γέννησε τὸ Θεό, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Κύριλλος διδάσκει «Εἰ γὰρ ἐστὶ Θεὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πῶς οὐ Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος;» ἀφοῦ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεός, πῶς ἡ ἁγία Παρθένος ποὺ τὸν γέννησε δὲν εἶναι Θεοτόκος;

Ἄλλος λόγος δὲν ὑπάρχει, γιὰ νὰ ἐορτάζωνται σήμερα μαζὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος παρὰ ὅτι καὶ οἱ δύο εἶναι Ἀλεξανδρινοὶ καὶ μεγάλοι πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος στὴν πρώτη καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴν τρίτη οἰκουμενικὴ Σύνοδο πρωτοστάτησαν, ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ ὁ ἄλλος ἐναντίον τοῦ Νεστορίου, ποὺ καὶ οἱ δύο ἀρνιοῦνται τὴ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἄρειος ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι γέννημα, ἀλλὰ κτίσμα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Νεστόριος ἔλεγε ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος δὲν εἶναι Θεοτόκος, ἀλλὰ Χριστοτόκος. Πολὺ σωστὰ τὸ τροπάριο τῶν δύο μεγάλων Πατέρων καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων λέγει «Ἔργοις λάμψαντες ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταὶ τροπαιοφόροι γεγόνατε...». Ἀμήν.

Πῶς προσευχόμεθα; Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος





Ἄν παρακαλούσαμε κάποιον ἄρχοντα - ὄχι γιά νά μᾶς γλιτώσει τήν ζωή μας, ἀλλά ἁπλά γιά νά μᾶς κάμει κάποια μικρή «καλωσύνη», – δέν θά προσηλώναμε σ’ αὐτόν τά μάτια μας καί τήν καρδιά μας; Δέν θά «κρεμόμασταν» κυριολεκτικά ἀπό τήν ὄψη τοῦ προσώπου του, μέ ἔντονη προσοχή, γιά νά εἰσπράξουμε τήν συγκατάθεσή του ἔστω μέ ἕνα νεῦμα του; Δέν θά τρέμαμε, μήπως κάποιος ἀκατάλληλος ἤ ἀδέξιος δικός μας λόγος τόν ἐρεθίσει καί τοῦ κόψει τήν καλή γιά μᾶς διάθεση;


Ἄν βρισκόμαστε σέ κάποιο δικαστήριο καί εἴχαμε ἀπέναντί μας τόν ἀντίδικο, καί ἐμεῖς τήν πιό κρίσιμη ὥρα ἀρχίζαμε νά βήχουμε, νά φτύνουμε, νά γελᾶμε, νά χασμουριόμαστε ἤ νά κοιμόμαστε, τότε, δέν θά ἔσπευδε ἀμέσως ἡ ἄγρυπνη κακή διάθεση τοῦ ἀντιπάλου μας νά ξεσηκώσει ἐναντίον μας τήν αὐστηρή κρίση τοῦ δικαστῆ;

 
* * *

 
Τώρα λοιπόν, πού παρακαλοῦμε τόν Οὐράνιο Κριτή, τόν ἀλάθητο μάρτυρα ὅλων τῶν μυστικῶν τῆς καρδιᾶς μας, καί Τόν ἱκετεύουμε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο – ἐνῶ παράλληλα ἔχουμε ἀπέναντί μας τόν κακόβουλο καί σκληρό κατήγορό μας διάβολο – δέν θά πρέπει νά ἐντείνουμε τήν προσοχή καί νά κάνουμε ὅσο μποροῦμε πιό θερμή τήν προσευχή μας; Δέν θά πρέπει νά παρακαλοῦμε ἐπίμονα τόν Κύριο, νά μᾶς δώσει ἔλεος καί εὐσπλαχνία;


Τί λέτε; Δέν θά εἴμαστε καί ἐμεῖς ἀσφαλῶς ἔνοχοι – καί μάλιστα ὄχι γιά κάποιο ἐλαφρό ἁμάρτημα, ἀλλά γιά μιά πολύ σοβαρή ἀσέβεια - ἄν, τήν ὥρα πού στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, παύουμε νά ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του καί νιώθουμε σάν νά ἔχουμε μπροστά μας ἕναν κάποιον, ...τυφλό καί κουφό ἀκροατή;

 
* * *

 
Διαφορετικά, γιατί δέν χύνουμε οὔτε ἕνα δάκρυ γιά τήν χλιαρότητά μας ἤ γιά τήν ὀκνηρία, πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν προσευχή;


Διαφορετικά, γιατί δέν τό θεωροῦμε πτώση μας, τό ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἀφήνουμε τόν νοῦ μας νά αἰχμαλωτίζεται - ἔστω καί γιά λίγο - ἀπό λογισμούς ἄσχετους καί ξένους γιά τά λόγια τῆς προσευχῆς μας;


Γιατί νά μή θρηνοῦμε καί νά μή ζητοῦμε γι’ αὐτή τήν πτώση μας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ;


Γιατί νά μή καταλαβαίνουμε, τί μεγάλη ζημιά παθαίνει ἡ ψυχή μας, ὅταν ξεφεύγει ὁ νοῦς μας ἀπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί καταντάει νά σκέφτεται πράγματα ἄλλα; Δέν τό καταλαβαίνουμε ὅτι ἔτσι μᾶς ἐμπαίζουν οἱ δαίμονες;


Αὐτά ἐμεῖς.


Ἀντίθετα οἱ ἅγιοι, ἔστω κι ἄν γιά μιά στιγμή τούς νικοῦσαν λογισμοί καί τούς ἀποσποῦσαν ἀκούσια ἀπό τήν προσευχή, αὐτό τό θεωροῦσαν σάν ἕνα εἶδος ἱεροσυλίας. Καί παρ’ ὅλο πού μέ ἀστραπιαία ταχύτητα ἐπανάφεραν τούς «ὀφθαλμούς» τῆς καρδιᾶς τους πρός τόν Θεό, κατηγοροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς. Τά σκοτάδια τῶν γήινων λογισμῶν, ἔστω κι ἄν ἦσαν φευγαλέα, τούς ἦσαν κάτι τό ἀνυπόφορο. Καί ἀπεχθάνονταν καθετί, πού ἀπομάκρυνε τόν νοῦ τους ἀπό τό Φῶς τό Ἀληθινό.

Τι φταίει, Γέροντα, που θυμώνω με το παραμικρό;



- Τι φταίει, Γέροντα, που θυμώνω με το παραμικρό; 
- Φταίει που πιστεύεις ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι. Ο θυμός σʼ εσένα ξεκινάει από τους αριστερούς λογισμούς που βάζεις για τους άλλους. Εάν βάζης δεξιούς λογισμούς, δεν θα εξετάζης τί σου είπαν ή πώς σου το είπαν, θα παίρνης το βάρος επάνω σου και δεν θα θυμώνης. 
- Όμως, Γέροντα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι πάντοτε φταίω εγώ. 
- Φαίνεται, υπάρχει μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Να προσέχης, γιατί ο θυμός έχει μέσα δικαιολογία, υπερηφάνεια, ανυπομονησία, αναίδεια. 
- Γέροντα, γιατί σήμερα οι άνθρωποι νευριάζουν τόσο εύκολα; 
- Τώρα και οι μύγες νευριάζουν! Έχουν πείσμα, θέλημα!... Παλιά, αν τις έδιωχνες, έφευγαν. Τώρα, επιμένουν… Είναι όμως αλήθεια ότι και μερικά επαγγέλματα σήμερα όχι μόνο δεν βοηθούν για την ψυχική ηρεμία, αλλά και τον εκ φύσεως ήρεμο άνθρωπο μπορεί να τον κάνουν νευρικό. 
- Γέροντα, εγώ όταν ήμουν στον κόσμο, θύμωνα πολύ∙ τώρα στο μοναστήρι γιατί δεν θυμώνω; 
- Πολλές φορές ,από μερικές εξωτερικές αφορμές αγανακτεί ο άνθρωπος και ξεσπά, επειδή δεν αναπαύεται με αυτό που κάνει και θέλει κάτι άλλο. Αυτές όμως οι αντιδράσεις είναι εξωτερικές σκόνες που φεύγουν, όταν βρη ο άνθρωπος αυτό που τον αναπαύει. 

Από το βιβλίο: «ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ» 
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ 
ΛΟΓΟΙ Ε΄ 
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ 
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
2007Τι φταίει, Γέροντα,
 που θυμώνω με το
 παραμικρό; 
- Φταίει που πιστεύεις 
ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι. 
Ο θυμός σʼ εσένα ξεκινάει
 από τους αριστερούς λογισμούς 
που βάζεις για τους άλλους. 
Εάν βάζης δεξιούς λογισμούς,
 δεν θα εξετάζης τί σου είπαν 
ή πώς σου το είπαν,
 θα παίρνης το βάρος
 επάνω σου και δεν θα θυμώνης.
- Όμως, Γέροντα, δεν μπορώ να
 πιστέψω ότι πάντοτε φταίω εγώ.
- Φαίνεται, υπάρχει μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Να προσέχης, γιατί ο θυμός έχει μέσα 
δικαιολογία, υπερηφάνεια, ανυπομονησία, αναίδεια.
- Γέροντα, γιατί σήμερα οι άνθρωποι νευριάζουν τόσο εύκολα;
- Τώρα και οι μύγες νευριάζουν! Έχουν πείσμα, θέλημα!... Παλιά, αν τις έδιωχνες, έφευγαν
.
 Τώρα, επιμένουν… Είναι όμως αλήθεια ότι και μερικά επαγγέλματα σήμερα όχι μόνο δεν 
βοηθούν για την ψυχική ηρεμία, αλλά και τον εκ φύσεως ήρεμο άνθρωπο μπορεί να τον
 κάνουν νευρικό. 
- Γέροντα, εγώ όταν ήμουν στον κόσμο, θύμωνα πολύ∙ τώρα στο μοναστήρι γιατί δεν
 θυμώνω;
- Πολλές φορές ,από μερικές εξωτερικές αφορμές αγανακτεί ο άνθρωπος και ξεσπά, 
επειδή δεν αναπαύεται με αυτό που κάνει και θέλει κάτι άλλο. Αυτές όμως οι αντιδράσεις 
είναι εξωτερικές σκόνες που φεύγουν, όταν βρη ο άνθρωπος αυτό που τον αναπαύει.

Από το βιβλίο: «ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2007

Συναξαριστής της 18ης Ιανουαρίου


Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

 


«Ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρῴων καὶ ἡρωικώτερος τῶν ἁγίων», «Μέγας Πατήρ», «Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας».
Τίτλοι, ἀπὸ τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς, ποὺ ἀπονεμήθηκαν στὸ «πολύφωτο ἄστρο» τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο.

Τὸ ἔτος 295 ἢ 296 μ.Χ. γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλὰ πλούσιους σὲ ἀρετὲς καὶ πίστη. Δὲν εἶχε τὰ μέσα γιὰ ἀνώτερες σπουδές. Ὁ Θεός, ὅμως, τὸν προίκισε μὲ πλούσια διάνοια, καὶ ἀφοῦ παίρνει τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἔπειτα αὐτοκαλλιεργεῖται καὶ φθάνει σὲ μεγάλα ὕψη οὐράνιας σοφίας.

Τὸ 312 καὶ σὲ ἡλικία 25 χρόνων, χειροτονεῖται διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀθανάσιος παίρνει μέρος στὴν Α´ Οἰκουμ. Σύνοδο στὴ Νίκαια καὶ συντρίβει τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Τὸ 328 πεθαίνει ὁ Ἀλέξανδρος καὶ γιὰ τὸν Ἀθανάσιο πλησίασε μία μεγάλη ὥρα. Στὸ 33ο χρόνο τῆς ἡλικίας του, κλῆρος καὶ λαὸς τὸν ἐκλέγουν πανηγυρικὰ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας.

Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ὁ Ἅγιος θὰ ἀντιμετωπίσει ἕνα φοβερὸ καὶ ἀνελέητο πόλεμο τῶν αἱρετικῶν τοῦ Ἀρείου. Πέντε σκληρὲς ἐξορίες περιλαμβάνει ἡ πολυτάραχη ζωή του ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο. Ὅμως, μὲ πίστη, θάρρος, ἀγωνιστικότητα καὶ ὑπομονή, κατορθώνει νὰ βγεῖ νικητὴς καὶ συντρίβει τοὺς «λύκους» τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Καὶ ἔτσι, ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Νὰ ἀγωνίζεσαι τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς πίστεως» καὶ «ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸν ἀγῶνα ποὺ προβάλλει μπροστά μας», γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο πραγματικότητα, ἀναμφισβήτητο γεγονός. Ἀπεβίωσε στὶς 2 Μαΐου 373 σὲ ἡλικία περίπου 75 μὲ 77 ἐτῶν.

 


Πρέπει ἐπίσης νὰ ἀναφέρουμε ὅτι, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διακρίθηκε καὶ ὡς συγγραφεὺς πολυγραφότατος καὶ σπουδαιότατος. Διάκονος ἀκόμη ἔγραψε τὶς πραγματεῖες του κατὰ τῶν ἐθνικῶν καὶ περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Στὰ «πολεμικά» του κατατάσσονται: «Ἔκθεσις πίστεως», «Ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολή», «Ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης», «Οἱ Λόγοι κατὰ τῶν Ἀρειανῶν». Ἄφησε δὲ καὶ ἀρκετὲς ἐπιστολές.

Νὰ παρατηρήσουμε ὅμως ἐδῶ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίωνη κυρίως μνήμη του πρέπει νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α Μαΐου, ὁπού, καὶ ἱστορικὰ ἀποδεδειγμένη, ἡ κοίμησή του. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως καθιερώθηκε νὰ γιορτάζεται αὐτὴ τὴν μέρα μαζὶ μὲ τὸν Ἅγ. Κύριλλο δὲν γνωρίζουμε. Τὸ πιθανότερο ὅμως εἶναι, γιὰ τὸ λόγο ποὺ καθιερώθηκε καὶ ἡ γιορτὴ τῶν 3 Ἱεραρχῶν.

 


Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Ἒργοις λάμψαντες, Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τά πάντα πλουτίσαντες, τήν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε Χριστόν τόν Θεόν, δωρούμενον πᾶσι τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.

 
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

 


Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Συναξαριστή του ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε ἐπὶ βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ καὶ γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 370 μ.Χ.  Ἀνεψιὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου ὁ Κύριλλος, ἔλαβε μεγάλη θεολογικὴ μόρφωση, ὥστε ἔγινε κατόπιν διάδοχος τοῦ θείου του, στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο Ἀλεξανδρείας.

Ὅταν ἔγινε ἡ Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 431 μ.Χ. στὴν Ἔφεσο, ὁ Κύριλλος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς καὶ συνετέλεσε νὰ γκρεμιστοῦν οἱ κακοδοξίες τοῦ δυσεβοῦς Νεστορίου, γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.

Μὲ πολλὰ πνευματικὰ κατορθώματα στὸ ἐνεργητικό του, ὁ Κύριλλος παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο τὴν 27η Ἰουνίου τοῦ 444 μ.Χ., ἀφοῦ πατριάρχευσε γιὰ 32 περίπου χρόνια.

Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ χαρακτήριζε ἰδιαίτερα τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ἦταν ἡ ἀρετή του, ποὺ μᾶς θυμίζει τοὺς λόγους τοῦ σοφοῦ Παροιμιαστῆ, ὅτι ἡ «δικαιοσύνη ἀμώμους ὀρθοτομεῖ ὁδούς». Ἡ ἀρετή, δηλαδή, χαράσσει ἄψογο καὶ εὐθὺ τὸ δρόμο τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔπειτα, «ὁ πεποιθὼς τὴν ἑαυτοῦ ὁσιότητι δίκαιος», ποὺ σημαίνει, ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, θὰ εἶναι δίκαιος καὶ εὐλογημένος μπροστὰ στὸ Θεό. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται καὶ τὴν 9η Ἰουνίου.

 


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Ἒργοις λάμψαντες, Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τά πάντα πλουτίσαντες, τήν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε Χριστόν τόν Θεόν, δωρούμενον πᾶσι τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.

 
Ἡ Ἁγία Θεοδούλη καὶ οἱ πιστεύσαντες δι᾿ αὐτῆς Εὐάγριος, Μακάριος, Ἑλλάδιος καὶ Βοηθός

Ἔζησε στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Διοκαισάρεια τῆς Κιλικίας. Στὴ βία τοῦ ἔπαρχου Πελάγιου ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ ἀντέτασσε, ὅτι εἶναι καὶ θὰ μείνει χριστιανή. Ὁ Πελάγιος τότε τὴν ὑπέβαλε σὲ μαρτύρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅμως, ἡ γυναικεία φύση της, στάθηκε ἀνώτερη με τὴν δύναμη τῆς θείας χάρης.

Καὶ τέτοια ὑπῆρξε ἡ ἐντύπωση τῆς σεμνότατης καὶ ἡρωικῆς διαγωγῆς της, ὥστε καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐπάρχου, ποὺ ἦταν πρὶν μεταξὺ τῶν βασανιστῶν της, τοῦ δήλωσαν ὅτι παραδέχονται σὰ Θεό τους τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὴν ἔριξε λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Εὐάγριο καὶ τὸν Μακάριο στὸ καμίνι. Δυὸ ἄλλοι, ὁ Ἑλλάδιος καὶ ὁ Βοηθός, ἀποκεφαλίστηκαν. Καὶ ἔτσι ὁ περίλαμπρος οὐρανὸς τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, στολίστηκε καὶ μὲ τοὺς νέους αὐτοὺς ἐξαίσιους ἀστέρες.

 
Ἡ Ἁγία Ξένη (ἢ ἀλλιῶς Εὐσέβεια)

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὴν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιά.

 
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανός ὁ ἐν τῇ Κύρῳ

Ἦταν ἀπὸ τοὺς γνήσιους πατριῶτες τῆς πόλης Κύρου, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε. Περιφρονητὴς τῶν ἐγκόσμιων, ἀναχώρησε στὴν ἔρημο καὶ κλείστηκε μέσα σ᾿ ἕνα στενὸ κελλί. Ἐκεῖ μὲ τὴν αὐστηρότατη νηστεία καὶ ἄσκηση ποὺ ἔκανε, ἀπόκτησε μεγάλη φήμη στὰ περίχωρα. Ἔτσι ὅσια ἀφοῦ ἔζησε, καὶ ἀφοῦ πολλὰ θαύματα ἔκανε, εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό. Βιογραφία του ὑπάρχει ἀπὸ τὸν Κύρου Θεοδώρητο, στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.

 
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμιος ἐπίσκοπος Μηλασσῶν

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, ἀναγράφεται στὸν Σιναϊτικὸ Κώδικα 150.

 
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἐπίσκοπος Οὐγγροβλαχίας

 


Ὀ Ἅγιος Μαξιμος γεννηθηκε στήν Σερβια καί ἦταν υἱος τοῦ ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἅγιου Στέφανου Βρανκοβιτς τοῦ Τυφλοῦ (τιμᾶται 10 Δεκεμβριου) καί τῆς Ἅγιας Ἀγγελινας (τιμᾶται 30 Ἰουλιου). Τό κοσμικό του ὀνομα ἦταν Γεωργιος. Ὀ νεαρος πριγκιπας ἐγκατελειψε τήν κοσμική δοξα καί ἐγινε μοναχος στή Μονη Μανασσια τῆς κεντρικῆς Σερβιας. Λογω τῶν ἐπιδρόμων τῶν Τούρκων, κατεφυγε στή Ρουμάνια, ὁπού καί χειροτονηθηκε Ἐπισκοπος Οὐγγροβλαχιας. Ὀταν ἐφθασε σέ βαθύ γηρας ἀποσυρθηκε στή Μονη Κρουσεντολ τῆς Σερβιας καί κοιμηθηκε, μετα ἀπο πολυχρονια ἀσθενεια, τό ἔτος 1546 μ.X.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

 

 
Ὀσιος Ἀθανασιος ἐκ Ρωσίας

 


Ὀ Ὀσιος Ἀθανασιος τοῦ Σγιαντεμσκϊυ ἔζησε τόν 16ο αἰωνα μ.Χ. Ξεκινησε τόν ἀσκητικο βίο ἀπο τή μονη τοῦ Βαλαμο τῆς Φιλανδιας καί κατέληξε στή Μονη Σγιαντεμσκϊυ τῆς περιοχης Βολογκντα τῆς Ρωσίας, ὁπού διῆλθε θεοφιλως τό ὑπολοιπο τῆς μοναχικης τοῦ πολιτειας. Ὀ Ὀσιος Ἀθανασιος κοιμηθηκε μέ εἰρήνη τό 1550 μ.Χ.

 
Ἅγιος Ἰωακειμ ἐκ Βουλγαριας 

Ὀ Ἅγιος Ἰωακειμ καταγοταν ἀπο τή Βουλγαρια καί ἔζησε τόν 13ο αἰωνα μ.Χ. Διδαχθηκε τό μοναχικο βίο τοῦ Ἅγιου Ὀρους καί ἐξελεγη Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνοβου. Ὀταν ὀ αὐτοκρατορας τῆς Νικαιας, Ἰωαννης Δουκας Βατατζης (1222 - 1254 μ.Χ.), τόν ὁποιο ἡ Ἐκκλησια τίμα ὦς Ἅγιο (4 Νοεμβριου), συμμαχησε μέ τόν ἡγεμόνα τῶν Βουλγαρων Ἰωαννη Ἀσσαν τόν Β’ (1218 - 1241 μ.Χ.) καί τέλεσε τόν γαμο τοῦ υἱου αὐτου Θεοδώρου μετα τῆς θυγατερας τοῦ Ἀσσαν Ἐλενης στή Λαμψακο τῆς Μικρας Ἀσιας, τότε ὀ Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνοβου ἀναγορευθηκε Πατριαρχης μέ βασιλικό καί συνοδικο θεσπισμα.

Ὀ Ἅγιος Ἰωακειμ κοιμηθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1248 μ.Χ.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ ΛΟΥΚΑ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ



Ὅπως ἕνα πτηνό, ὅταν εἶναι δεμένο, θέλει νά πετάξει καί δέν μπορεῖ, γιατί μόλις κάμει νά πετάξει πέφτει κάτω, ἑλκόμενο ἀπό τό δεσμό του, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, πού εἶναι δεμένος ἀπό τά πάθη.
Θέλει νά ὑψωθεῖ στό ὕψος τῆς ἀπάθειας, ἀλλά δέν μπορεῖ. Γι΄ αὐτό ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος στή σημερινή περικοπή μᾶς συμβουλεύει νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς ἁλυσίδες τῆς ἁμαρτίας καί νά ἀποβάλουμε κάθε τι πού βαραίνει τά φτερά τῆς ψυχῆς μας. Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιό ἄνθρωπο τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καί νά ἐνδυθοῦμε τό Χριστό.
Μέ τήν ἔννοια «παλαιός ἄνθρωπος» δηλώνει ἡ θεολογία μας τήν κατά­σταση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν εἴσοδο τῆς ἁμαρτίας στή ζωή του. Ἡ πτώ­ση τῶν πρωτοπλάστων ἐβύθισε τόν ἄνθρωπο μέσα στά πάθη καί διέκοψε τήν θεϊκή κοινωνία. Ἔφερε διεστραμμένες συνήθειες καί ξένη πρός τό μέτρο τῆς φύσεως ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ σώματος. Ἀπό τήν παρά­­χρηση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς προῆλθαν τά βδελυρά καί ἀπεχθῆ πάθη. Ἡ προσκόληση στίς αἰσθήσεις ἐδημιούργησε «ἐμπαθή ἀγάπη» στό ἴδιο τό σῶμα, δηλαδή τό φρόνημα τῆς σαρκός. Τά πάθη εἶναι γνήσιοι καρποί διαστροφῆς. Τραυματίζουν καί βασανίζουν τήν ψυχή μέχρι θα­νά­του. Ἀποδιώχνουν τή θεία Χάρη καί σιγά σιγά ἐπιφέρουν τόν πνευματικό θάνατο. Ἡ τραγική κατάσταση τῶν παθῶν στήν ὁποία εὑρίσκονται πολλοί, δέν εἶναι συνέπεια κάποιας ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύ­θε­ρης ἐκλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι τιμωρία τοῦ Θεοῦ γιά τήν παρακοή. Εἶναι φυσική συνέπεια τῆς ἀπομα­κρύν­σεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς. Μακριά ἀπό τό Θεό ὑπάρχει φθορά, πικρή γεύση ζωῆς, νοητός θάνατος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, βαθύς θεολόγος καί μέγας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, λέγει ὅτι τά πάθη ἐπιστρατεύονται ὡς μηχανήματα ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά διασπάσουν τήν ἁρμονική ἑνότητα τῆς ψυχῆς. Νά φέ­ρουν βλάσφημες σκέψεις στό νοῦ, νά ἀλλοτριώσουν τό συναίσθημα καί νά ἀπο­κτηνώσουν τίς ἐπιθυμίες. Μέ τή συγκατά­θε­ση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρ­τία πρῶτος βάλλεται ὁ νοῦς. Γεμίζει ἀπό ἐμπαθεῖς σκέψεις. Περιερ­γά­ζεται ὅ,τι τοῦ ἀφαιρεῖ τή γαλήνη τῆς Χάριτος. Ὑποτάσσεται στήν ἐπι­θυ­μία καί γίνεται δοῦλος τῆς πιό βασανιστικῆς τυρανίας. Ἀπό τό νοῦ παρα­σύ­ρεται τό συναίσθημα στήν ἐπιθυμία τῶν παθῶν. Μόνη ἐπιδίωξη καθίσταται ἡ ἡδονή, ἡ ὁποία προκαλεῖ τό μίσος πρός τούς ἄλλους. Ἔτσι ἀπομονώνεται ὁ ἄνθρωπος στίς ἡδονές καί τά πάθη του, καί ζεῖ τήν ψευτοε­λευθερία του μέσα στήν προσωπική φυλακή του. Ἡ ἐπιθυμία ἀκο­λου­θεῖ τόν «ἀφη­νιά­σα­ντα» νοῦ καί τό ἡδονικό συναίσθημα. Ὑποτάσσεται στά πάθη καί θέτει τήν τελευταία σφραγίδα τῆς ἀκαθαρσίας στήν προσωπι­κό­τητα.
Ὁ ἴδιος ἅγιος Γρηγόριος ὀνομάζει τά πάθη «ὁδούς διεστραμμένας καί σκολιάς» καί ὑπογραμμίζει, ὅτι οἱ αἰτίες πού τά δημιουργοῦν εἶναι ἡ ἀμετρία καί ἡ παράχρηση. Ἡ ξένη πρός τό μέτρο τῆς φύσεως ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ σώματος γεννᾶ τά πάθη. Ἡ κατάχρηση στήν τροφή δη­μιουρ­γεῖ τό πάθος τῆς γαστριμαργίας, τῆς πολυπο­σίας, τῆς μέθης, τῆς ἀκολασίας. Ἡ παρά φύση ἀγάπη πρός τό σῶμα τά σωματικά - σαρκικά πο­νη­ρά πάθη. Ἡ κολακεία τῶν ἱκανοτήτων, τά πάθη τῆς ὑπερηφάνειας, κενο­δο­ξίας, φιληδονίας, φιλοϋλίας κ.λ.π.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι πλασμένος γιά τά πάθη, ἀλλά γιά τήν ἁγιό­τη­τα. Μπορεῖ ἡ πτώση νά τόν περιπλάνησε μακράν τοῦ Θεοῦ, δέν τοῦ ἀφήρεσε ὅμως τή δυνατότητα νά ποθεῖ τόν προορισμό του, πού εἶναι τό «καθ΄ ὁμοίωσιν». Κάτω ἀπό τό βάρος τῆς σήψεως καί τῶν παθῶν διατηρεῖται σέ κάθε ἄνθρωπο ἡ μικρή σπίθα τῆς ἐλπίδος γιά κάθαρση καί ἀπαλλαγή. Γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη χρειάζεται μετάνοια, μέ τήν ὁποία θά ἔλθει στήν ψυχή τό νέο φρόνημα, ἡ καινούργια σκέψη, ἡ χριστια­νική νοοτρο­πία. Εἶναι ἀνάγκη νά νεκρώσουμε τήν παρά φύση κατάστα­ση τῶν παθῶν καί νά ἐπιστρέψουμε στή φυσική ζωή. Νά μισήσουμε τήν ἁμαρτία καί νά ἀγαπήσουμε τήν ἀρετή. Νά ἑτοιμασθοῦμε γιά πόλεμο πνευματικό κατά τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ διαβόλου καί τοῦ κόσμου.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί.
Ὁ ἄνθρωπος τῶν παθῶν μπορεῖ ἐξωτερικά νά πλουτίζει, νά εὐημε­ρεῖ, νά προοδεύει, ἐσωτερικά ὅμως εἶναι δυστυχισμένος. Κατατρώγει τήν ὕπαρξή του καί δηλητηριάζει τή ζωή του. Ἀντί τῆς εὐλογίας ἔχει τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σάν κεραυνός ξεσπᾶ «ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας». Ἡ εὐτυχία τῆς εὐλογίας ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου κυβερνᾶ ὁ Χριστός. Ἄς ἐνδυθοῦμε τήν καθαρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς κι ἄς Χρι­στο­ποιήσουμε τήν ὕπαρξή μας. Ἄς γίνουν «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» στή ζωή μα

Ἡ σχέση μεταξὺ ᾿Επιστήμης καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας - π. Βασίλειος Γοντικάκης


Συνέντευξη Ἀρχιμανδρίτη π. Βασίλειου Γοντικάκη, Πρώην Ἡγούμενου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους στὸ περιοδικὸ «ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ»
christ_fractal
Ἐρώτησι: Ποιὰ πιστεύετε ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἡ σχέσι μεταξὺ ᾿Επιστήμης καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας; Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σχέσι μεταξὺ κοσμολογίας, σύγχρονης φυσικῆς καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας;
Ἀπάντησι: ῾Η θεοποίησι τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ καὶ τῶν δυνατοτήτων του στὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης εἶναι μιὰ μορφὴ εἰδωλολατρίας. ῾Η λατρεία τῶν κατασκευασμάτων τῶν χειρῶν καὶ τοῦ νοὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλλη εἰδωλολατρία, στὸν χῶρο τῆς θρησκείας.
Αὐτὲς οἱ εἰδωλολατρίες, τῆς ἐπιστήμης ποὺ δὲν ἔχει συνείδησι τῶν ὁρίων της καὶ τῆς θρησκείας ποὺ κλείνεται μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, εἶναι φυσικὸ νὰ διαμάχωνται ἄσκοπα καὶ ἄκαρπα.
“Εὰν γνωρίζης τὴ θρησκεία διαβάζοντας τὴν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα μὲ τὶς ἱερὲς ἐξετάσεις καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀλάθητα, τότε ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει τὸ σθένος νὰ ξεπερνᾶ τὶς παλαιότερες πεποιθήσεις καὶ θεωρίες της, εἶναι φυσικὸ νὰ θεωρῆ τὸν ἑαυτό της σὲ πλεονεκτικότερη θέσι.
῞Οταν ἄρχισαν οἱ ἐπιστήμονες νὰ προβληματίζωνται, νὰ θέτουν νέα ἐρωτήματα· νὰ προσπαθοῦν νὰ δοῦν τὰ πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸ κλειστὸ σύστημα ποὺ ἐθεωρεῖτο ὡς ἀσυζήτητο «δόγμα»· νὰ μιλοῦν γιὰ σχετικότητα, ἀπροσδιοριστία καὶ ἀβεβαιότητα, δημιούργησαν τὴν πρώτη ρωγμή, ἀπ᾿ ὅπου ἄρχισε νὰ μπαίνη φῶς ἐλπίδος γιὰ τὴ βεβαιότητα. Μίλησαν γιὰ κάποια σχέσι καὶ ἀλληλεπίδρασι τοῦ ἐρευνῶντος καὶ τοῦ ἐρευνωμένου. Γιὰ κάποια σχέσι ποὺ ἔχουν τὰ μέχρι τότε θεωρούμενα ἄσχετα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο στοιχεῖα τοῦ σύμπαντος. ῎Ετσι, ἔμπαιναν στὴν ἀναζήτησι ἑνιαίας γνώσεως. Καὶ πλησίασαν τὴ φυσικὴ μὲ τὴ μεταφυσική, τὴν κοσμολογία μὲ τὴ θεολογία. ᾽Ετέθη τὸ ἐρώτημα: «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄργανο γνώσεως γιὰ τὸν ἄνθρωπο;»
῾Η Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν πλευρά της οὔτε σχετίζεται μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διαγωγὴ τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, οὔτε ἐκπλήσσεται ἢ ξενίζεται μὲ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. ῎Εχει ἄλλο πλοῦτο, τόλμη καὶ προορισμό. Προχωρεῖ ἀπὸ τὸ κτιστὸ στὸ ἄκτιστο. ῾Η κατάρρευσι τῶν εἰδωλικῶν ἰνδαλμάτων πραγματοποιεῖται ἀκατάπαυστα μέσα στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ζωή. Καὶ εἶναι τόση ἡ ἰλιγγιώδης κίνησι, ποὺ φαίνεται στάσι. Εἶναι τόσο ἀπερινόητη ἡ πλησμονὴ τῆς ἀκτίστου φωτοχυσίας στὴ Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου, ὥστε δὲν λέγεται φῶς, ἀλλὰ σκότος καὶ γνόφος. Εἶναι τόσο ἀπαιτητικὴ καὶ ἀπόλυτη ἡ ἔφεσι τοῦ Ὀρθοδόξου ἀσκητοῦ γιὰ ἑνότητα, ὥστε ὁ μοναχὸς ὁρίζεται ὡς «ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος» (Φιλοκαλία, τ. Α΄, σ. 187). ῍Αν ἑνωθῆς μὲ κάτι, χωρίζεσαι ἀπὸ τὰ ἄλλα μὲ τὰ ὁποῖα δὲν ἑνώθηκες. ᾽Αλλά, ἂν θέλης νὰ ἑνωθῆς μὲ ὅλα, ὀφείλεις κατ᾽ ἀνάγκη νὰ χωρισθῆς ἀπὸ ὅλα, γιὰ νὰ ἑνωθῆς μ᾿ αὐτά. Νὰ βρίσκεσαι στὴν καρδιά τους καὶ ὅλα νὰ βρίσκωνται στὴν καρδιά σου.
῾Ο ἄνθρωπος θέλει νὰ δῆ, νὰ γνωρίση, νὰ ψηλαφήση, γιὰ νὰ πιστεύση. Καὶ ὁ Κύριος δέχεται τὴν ἀπαίτησι τοῦ Θωμᾶ νὰ Τὸν δῆ καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήση. ῎Ετσι, ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ τοῦ ὑποδείξη τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα λέγοντας: «῞Οτι ἑώρακάς με πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν ὁλόκληροι μιὰ αἴσθησι, ἕνας ὀφθαλμός, καὶ δὲν ἔρχονται σὲ μερικὴ ἐπαφὴ χρονικῶς μαζί μου, ἀλλὰ πιστεύουν, γιατὶ ὀλόκληροι βρίσκονται διηνεκῶς μὲ ὅλο τὸν Θεάνθρωπο Κύριο. ῾Οπότε, οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες εἶναι οἱ ὄντως ὁρῶντες μὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξι τὸν ἄνω πάσης κτίσεως εὑρισκόμενο, γιατὶ ἔχουν φθάσει σὲ μιὰ κατὰ χάριν ἀσύγχυτη καὶ ἀχώριστη μὲ αὐτὸν ἕνωσι. Βλέπουν μὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξι τὸν ὄντως Ὄντα. Καὶ κερδίζουν τὴν ὕπαρξί τους μὲ τὸ νὰ τὴν χάνουν: «῞Ος ἂν ἀπωλέση τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν». ῾Η εὕρεσις ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ἐκούσια θυσία, τὴν ἀπώλεια. Καὶ ἔτσι, βρίσκεις τὸν ὄντως ῎Οντα, γιὰ τὸν ὀποῖον πιὸ πολὺ ἁρμόζει τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ εἶναι, διὰ τὸ ὑπὲρ εἶναι (Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, P. G. 91, 664B). Δηλαδή, μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια τῆς δικῆς μας ὑπάρξεως, δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ ὅπως οὐσιαστικὰ εἶναι. Γι῾ αὐτό, στὴ θεία Λειτουργία ὑμνοῦμε τὸν Θεό, γιατὶ εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος». Εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ γνωρίζουμε καὶ γιὰ ἐκεῖνες ποὺ δὲν γνωρίζουμε. Καὶ πιὸ πολὺ γνωρίζουμε τὰ ἄγνωστα ποὺ Αὐτὸς ρυθμίζει, ἐνῶ ἀγνοοῦμε τὰ γνωστά, ποὺ τὰ πλησιάζουμε μὲ τὴ σχετικὴ καὶ ἀποσπασματικὴ γνῶσι ποὺ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἔχωμε γι᾿ αὐτά. ῎Ετσι, τὸ σίγουρο καὶ γνωστὸ στὴν ἐξίσωσι τῆς ζωῆς εἶναι τὸ ἄγνωστο. Διὰ τοῦ ἀγνώστου, ἀοράτου Θεοῦ, βαίνουμε πρὸς γνῶσιν τοῦ ἀγνώστου ἑαυτοῦ μας.
῾Υπάρχει μιὰ ἀπόγνωσι (ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνῶσι) γιὰ τὴ δική μου προκοπὴ («χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»)· καὶ μιὰ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτὸν ποὺ μὲ ἀγαπᾶ ἀναιτίως καὶ ἀδίκως (χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζω). ῎Ετσι, ἐγκαταλείπεις τὸν ἑαυτό σου σ” Αὐτόν. Καὶ ζητώντας νὰ γίνη τὸ θέλημά Του στὴ ζωή σου, ἡσυχάζεις. Γιατὶ μέσα στὴν πρᾶξι τῆς ἐναποθέσεως τῶν πάντων σ” Αὐτὸν βρίσκεται ἡ ἀπάντησι δοσμένη. Μὲ τὸ «σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα». Τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπὶς ἔφθασαν ὡς παρὼν παράδεισος. Καὶ ζοῦμε τὸν Κύριο ὡς τὸ Α καὶ τὸ Ω. Καταργεῖται ἡ ἀπόστασι τοῦ χρόνου, ὁ χωρισμὸς τοῦ γνωστοῦ καὶ ἀγνώστου, τοῦ λόγου καὶ τῆς σιωπῆς, τῆς εὐλογίας καὶ τῆς δοκιμασίας, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. ῞Ολα καταγλαΐζονται ἀπὸ ἄφατη παρουσία φωτὸς ἀκτίστου. Τότε νοιώθεις ὅτι ἡ αἰωνιότης χωρᾶ σὲ μιὰ στιγμή, καὶ ὁ παράδεισος τῆς ἐλευθερίας σὲ ἕναν ἅγιο μαργαρίτη (σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ). Φτάνεις μὲ τὴν ταπείνωσι στὸ μὴ ὄν: ὁ ταπεινὸς εἶναι «ὡς ἄνθρωπος μὴ ἐλθὼν εἰς τὸ εἶναι». Καὶ διεστάλης κατά χάριν, γενόμενος χώρα τοῦ ἀχωρήτου μυστηρίου.
῎Αρα, τὸ ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνουμε τὴν ὄντως γνῶσι δὲν εἶναι ἕνα τμῆμα τοῦ ἑαυτοῦ μας (αἴσθησι, λογική, νόησι…), ἀλλὰ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὅταν ἀξιωθῆ νὰ γίνη ὅλος μία αἴσθησι καὶ νὰ βλέπη καὶ νὰ ἀκούη τὸν ἕνα Λόγο, διὰ τοῦ ὁποίου τὰ πάντα ἐγένετο. Καὶ γνωρίζει ἑνιαίως τὰ πάντα διὰ κοινωνίας ζωῆς.
Καὶ γιὰ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν κοινωνία ζωῆς, καλεῖται, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, νὰ ξεπεράση τὴν ἄγνοια καὶ τὴν κακία. Στὴ συνέχεια, ἂν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ποῦμε, νὰ ξεπεράση τῶν ἐγνωσμένων ἀγαθῶν (καλῶν) τοὺς ὅρους. Νὰ προχωρήση πέρα ἀπὸ τὴ γνῶσι καὶ τὴν ἀρετή. Καὶ τότε ἡ ψυχή, ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ἐλευθερωθεῖσα, παραδίδεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ἄρρητον καὶ μακαρίαν κοίτην τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ τότε, ἕνα γενομένη ἡ ψυχὴ μὲ τὸν Θεὸν Λόγον (ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Λόγῳ ὑπάρχουσα, καὶ ὅλος ὁ Λόγος ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ), θὰ γνωρίση τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες τῶν ὄντων. ᾿Ενῶ πρὶν νυμφευθῆ τὸν Θεὸν Λόγον, ἦταν ὑποχείριος στὶς διαιρετικὲς μεθόδους.
***
᾿Εφ’ ὅσον ἄρχισε ἡ μία κατάρρευσι, ἡ διάψευσι μιᾶς ἐπιστημονικῆς θεωρίας (κλασικὴ φυσική), θὰ ἀκολουθήση καὶ ἄλλη, καὶ ἄλλη. Καὶ μετὰ τὴν κατάρρευσι ὅλων τῶν σχετικῶν θεωριῶν θὰ φθάσουμε στὰ ὅρια τῆς ᾽Αλήθειας, ποὺ δὲν ἀπειλεῖται μὲ κατάρρευσι, γιατὶ εἶναι μιὰ ἑκούσια κατάρρευσι, θυσία, προσφορά. Εἶναι ἀγάπη καὶ μόνο. ῾Η ζωὴ ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου. ῾Η ᾽Αγάπη, ὡς προσφορὰ ἀνενδεής, εἶναι ἡ δύναμι ποὺ ὑποστασιοποιεῖ τὰ μὴ ὄντα. ῾Ο Θεός εἶναι ἀγάπη. Καὶ τὸ big bang εἶναι φανέρωσι αὐτῆς τῆς ἀγάπης.
῍Αν ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα ἢ μία ἄποψι, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη· καὶ ἂν οἱ ἐπιστήμονες δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους κομπιοῦτερ σκεπτόμενο, ἀλλὰ εἶναι ὄντως ἀπαιτητικοὶ καὶ τολμηροὶ ἐρευνῶντες ἄνθρωποι, ποὺ τὰ θυσιάζουν ὅλα, καὶ τὸν ἑαυτό τους, γιὰ τὴν ᾽Αλήθεια, τότε βρίσκονται σὲ σωστὸ δρόμο. Θὰ βρίσκωνται σὲ διαρκὴ ἐξέλιξι καὶ ἔκπληξι. Τότε θὰ ἱερουργοῦν σωστὰ τὸ διακόνημά τους μέσα στὸ παγκόσμιο συλλείτουργο.
Ὅταν οἱ ἐπιστήμονες τῆς συγχρόνου φυσικῆς βλέπουν ὡς θρησκεία τὸ παρουσιαζόμενο ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμό, δὲν βλέπουν τὴν ἀλήθεια τῆς θρησκείας, ἀλλὰ τὴν ἔκπτωσί της. ῎Ετσι, δὲν βοηθοῦνται στὴν πορεία τους γιὰ γνῶσι, ἀλλὰ ἐμποδίζονται, γιατὶ δὲν ταπεινώνονται, «δὲν ἔρχονται εἰς αἴσθησιν τῆς οἰκείας ἀσθενείας». Νομίζουν ὅτι πετυχαίνουν κάτι παραπάνω ἀπ” ὅ,τι πράγματι συμβαίνει. ῎Ετσι, βλάπτεται ἡ ἐξέλιξι στὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία τελικὰ καταξιώνεται μὲ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἐπιστήμης.
῾Η μεγάλη βοήθεια καὶ προωθητικὴ δύναμι γιὰ τοὺς συγχρόνους φυσικοὺς θὰ εἶναι ἡ συνειδητὴ γνῶσι καὶ τὸ πλησίασμά τους μὲ τὴν ἀπαιτητικὴ τόλμη καὶ τὸ ξεπέρασμα τῶν πάντων, ποὺ ἱερουργεῖται μέσα στὴν Πατερικὴ θεολογία καί ζωή. ῞Οπου ὁ ἀληθὴς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ ζητᾶ νὰ τὸν δῆ, ὄχι ὅπως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεός εἶναι. ῎Αρα, ἡ ἀληθὴς ἔξοδος ἀπὸ τὸν κλειστὸ χῶρο τοῦ κτιστοῦ καὶ ἡ εἴσοδος στὸν χῶρο τῆς ὄντως γνώσεως καὶ ἐλευθερίας θὰ πραγματοποιηθῆ ἂν γνωρίσουν τὴν ἀνυπόφορη -καὶ γι᾿ αὐτό, σωτήρια- ἀπαίτησι καὶ ἐπίτευξι τοῦ ἀνεπίτευκτου ἀνθρωπίνως, ποὺ συντελεῖται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη πατερικὴ ἀγωγή, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν φθάνει στὸ νὰ γνωρίση ἁπλῶς ποιὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ποιὸ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται, ὡς ἅγιος, «κατὰ χάριν ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος». Φτάνει εἰς τὴν ἄγνωστον γνῶσιν καὶ τὴ θέωσι, ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὸ ὅλον μυστήριον. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ φέρει στὰ σπλάγχνα του ὡς «βάσανο» καὶ δυνατότητα, δὲν εἶναι τμῆμα ἑνὸς μηχανικοῦ σύμπαντος. ᾽Αλλὰ τὸ σύμπαν, ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε, εἶναι τμῆμα τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου.
Καὶ ἡ τόλμη τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἐπιστημόνων, εἶναι φανέρωσι τοῦ θεοπλάστου εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζητᾶ τὰ ἀνεπίτευκτα, ποὺ εἶναι τὰ ρεαλιστικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Οἱ ἀληθινὰ τολμηροὶ ἐπιστήμονες θὰ ἀναπαυθοῦν, μόνον ὅταν γίνουν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι.

Έκκληση Ενίσχυσης Νεφροπαθούς Ορφανού Παιδιού Πολύτεκνης Οικογένειας


Νεαρός 19 ετών, τέκνο πτωχής πολύτεκνης οικογένειας (5 παιδιά),
 χωρίς πατέρα (απεβίωσε), πάσχει από νεφρική ανεπάρκεια. 
Ήδη νοσηλεύεται σε νεφρολογικό κέντρο του εξωτερικού 
συνοδευόμενος από τη μητέρα του και αγωνίζεται για την επιβίωσή του. Δυστυχώς τα χρήματα που διέθεταν πριν από ένα μήνα 
φεύγοντας από την Ελλάδα και τα οποία ήταν προσφορά 
συνανθρώπων μας και του Πανεπιστημιακού Ναού  τελείωσαν. 
Ο νεαρός και η μητέρα του βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση 
καθότι η θεραπεία του βρίσκεται στο μέσον της ενώ δεν υπάρχουν
 χρήματα για τη συνέχισή της.

κάνει επείγουσα έκκληση, για ακόμη μία φορά, σε όσους ενδιαφέρονται
 και μπορούν να βοηθήσουν τη συγκεκριμένη περίπτωση να καταθέσουν
 χρήματα στο λογαριασμό του Ιερού Ναού του Πανεπιστημίου 
3190102910057 στην Αγροτική Τράπεζα 
(IBAN: GR67 0430 8340 0031 9010 2910 057, BIC: ABGRGRAA)  με ένδειξηΝεφροπαθής.
 Τα χρήματα θα αποσταλούν αμέσως στη μητέρα του παιδιού 
για αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει 
λόγω της θεραπείας του παιδιού της.
Τηλέφωνο επικοινωνίας:  2610 997470
e-mail:  pet-per@physics.upatras.gr 

Γέροντα, μερικές φορές, τὸ ἴδιο περιστατικὸ ἔνας τὸ θεωρεὶ εὐλογία καὶ ἄλλος δυστυχία;


Φωτογραφία: Γέροντα, πῶς γίνεται τὸ ἴδιο πράγμα νὰ τὸ βλέπουν διαφορετικὰ δύο ἄνθρωποι;
- Ὅλα τὰ μάτια βλέπουν τὸ ἴδιο καθαρά; Γιὰ νὰ δὴ κανείς καθαρά, πρέπει νὰ ἐχη τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ὑγιέστατα, γιατί τότε ἔχει τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα.
-Γιατί, Γέροντα, μερικές φορές, τὸ ἴδιο περιστατικὸ ἔνας τὸ θεωρεὶ εὐλογία καὶ ἄλλος δυστυχία;
- Καθένας τὸ ἑρμηνεύει ἀνάλογα μὲ τὸν…λογισμό του. Τὸ κάθε πράγμα μπορεῖς νὰ τὸ δὴς ἀπὸ τὴν καλή του πλευρὰ ἢ ἀπὸ τὴν κακή του πλευρά. Εἶχα ἀκούσει τὸ ἕξης περιστατικό: Σὲ ἕνα μοναστήρι ποῦ βρισκόταν σὲ κατοικημένη περιοχὴ εἶχαν τυπικὸ νὰ κάνουν ἑσπερινὸ καὶ ὄρθρο τὰ μεσάνυχτα καὶ πήγαιναν καὶ κοσμικοί, γιατὶ τὸ μοναστήρι ἤταν περιτριγυρισμένο ἀπὸ σπίτια ποῦ σιγὰ-σιγὰ εἶχαν χτισθῆ ἔκεϊ κοντά. Μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχάριος νέος μοναχὸς ξέχασε
τὸ κελλὶ τοῦ ἀνοιχτὸ καὶ μπῆκε μέσα μιὰ γυναίκα. Ὅταν τὸ ἔμαθε, στενοχώρια, κακό! Ὤ, μολὺνθηκε τὸ κελλί! Τρομερό, χάθηκε ὃ κόσμος! Παίρνει οἰνόπνευμα, ρίχνει στὸ πάτωμα καὶ βάζει φωτιά, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυμάνη! Παραλίγο νὰ κάψη τὸ μοναστήρι. Τὸ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του τὸ ἔκαψε, τόν λογισμὸ τοὺ ὄμως δεν τον ἔκαψε. Ἐκείνον ἐπρεπε νὰ κάψη, γιατὶ τὸ κακὸ στὸν λογισμὸ τοῦ βρισκόταν. Ἂν ἔφερνε καλὸ λογισμὸ καὶ ἔλεγε ὅτι ἢ γυναίκα μπῆκε στὸ κελλὶ ἀπὸ
εὐλάβεια, για νὰ ὠφεληθῆ, γιὰ νὰ πάρη χάρη καὶ νὰ ἄγωνισθη καὶ αὔτη στὸ σπίτι της, θὰ ἀλλοιωνόταν πνευματικὰ καὶ θὰ δόξαζε τὸν Θεό.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

Γέροντα, πῶς γίνεται τὸ ἴδιο πράγμα νὰ τὸ βλέπουν διαφορετικὰ δύο ἄνθρωποι;
- Ὅλα τὰ μάτια βλέπουν τὸ ἴδιο καθαρά; Γιὰ νὰ δὴ κανείς καθαρά, πρέπει νὰ ἐχη
 τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ὑγιέστατα, γιατί τότε ἔχει τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα.
-Γιατί, Γέροντα, μερικές φορές, τὸ ἴδιο περιστατικὸ ἔνας τὸ θεωρεὶ εὐλογία 
καὶ ἄλλος δυστυχία;
- Καθένας τὸ ἑρμηνεύει ἀνάλογα μὲ 
τὸν…λογισμό του. Τὸ κάθε πράγμα 
μπορεῖς νὰ τὸ δὴς ἀπὸ τὴν καλή του 
πλευρὰ ἢ ἀπὸ τὴν κακή του πλευρά.
 Εἶχα ἀκούσει τὸ ἕξης περιστατικό: 
Σὲ ἕνα μοναστήρι ποῦ βρισκόταν σὲ 
κατοικημένη περιοχὴ εἶχαν τυπικὸ νὰ κάνουν ἑσπερινὸ καὶ ὄρθρο τὰ
 μεσάνυχτα καὶ πήγαιναν καὶ κοσμικοί, γιατὶ τὸ μοναστήρι ἤταν περιτριγυρισμένο
 ἀπὸ σπίτια ποῦ σιγὰ-σιγὰ εἶχαν χτισθῆ ἔκεϊ κοντά. 
Μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχάριος νέος μοναχὸς ξέχασε
τὸ κελλὶ τοῦ ἀνοιχτὸ καὶ μπῆκε μέσα μιὰ γυναίκα. 
Ὅταν τὸ ἔμαθε, στενοχώρια, κακό! 
Ὤ, μολὺνθηκε τὸ κελλί! Τρομερό, χάθηκε ὃ κόσμος!
 Παίρνει οἰνόπνευμα, ρίχνει στὸ πάτωμα καὶ βάζει φωτιά, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυμάνη! 
Παραλίγο νὰ κάψη τὸ μοναστήρι. Τὸ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του τὸ ἔκαψε, 
τόν λογισμὸ τοὺ ὄμως δεν τον ἔκαψε. Ἐκείνον ἐπρεπε νὰ κάψη, 
γιατὶ τὸ κακὸ στὸν λογισμὸ τοῦ βρισκόταν. Ἂν ἔφερνε καλὸ λογισμὸ καὶ
 ἔλεγε ὅτι ἢ γυναίκα μπῆκε στὸ κελλὶ ἀπὸ
εὐλάβεια, για νὰ ὠφεληθῆ, γιὰ νὰ πάρη χάρη καὶ νὰ ἄγωνισθη καὶ αὔτη 
στὸ σπίτι της, θὰ ἀλλοιωνόταν πνευματικὰ καὶ θὰ δόξαζε τὸν Θεό.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

“Παπά, δώσε και σε μένα ιερό ψωμί…” έλεγε μια Τουρκάλα.




από savvasm
 
«Αϊ-Γιώργη μου, κάνε καλά τον πατέρα μου», «Αϊ- Γιώργη μου, κάνε τους γονείς μου να ξαναγαπήσουν», «Αϊ- Γιώργη μου, βοήθησέ με να εισαχθώ στο πανεπιστήμιο», «Αϊ-Γιώργη μου, βοήθησε με να βρω εργασία και να αποκτήσω σπίτι».
Τα παραπάνω είναι λίγες από τις χιλιάδες παρακλήσεις που γίνονται στον Αγιο Γεώργιο τον Κουδουνά, στο νησί Πρίγκιπος της Κωνσταντινούπολης, από προσκυνητές όλων των εθνοτήτων και θρησκειών. Κυρίως όμως από Tούρκους, μουσουλμάνους.
 

Το μοναστήρι είναι κτισμένο το 963 μ.Χ. όταν βασίλευε ο Νικηφόρος Φωκάς και είναι αφιερωμένο στον Αγιο Γεώργιο. Λέγεται δε ότι η εικόνα του Αγίου βρέθηκε από έναν βοσκό, καθώς ήταν σκεπασμένη από μια αρμαθιά κουδούνια, γι’ αυτό πήρε την ονομασία «Κουδουνάς».
Κατά την παράδοση και μέχρι σήμερα όσοι κάνουν τάμα παίρνουν ένα «κουδουνάκι» και όταν υλοποιείται το τάμα τους το επιστρέφουν, φέρνοντας στο μοναστήρι λάδι, χρήματα κ.λπ.
Κάθε χρόνο το επισκέπτονται 250.000 άτομα, κυρίως Τούρκοι, ενώ το μοναστήρι γιορτάζει δύο φορές το χρόνο. Του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Θέκλας.
Τις μέρες που πέρασαν, κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων προς τιμή της Αγίας Θέκλας, πάνω από 10.000 μουσουλμάνοι, επισκέφτηκαν τον Αγιο Γεώργιο, ζητώντας τη βοήθειά του.
Η Μεράλ ζητούσε επίμονα να τη διαβάσει ο ιερέας και αυτός την ευλόγησε για να «ηρεμήσει ψυχικά», η Ζεϊνέπ, παρακαλούσε να γίνει καλά από την «κακιά αρρώστια», ο Χασάν ήθελε εργασία «για να θρέψει τα παιδιά του» και η Αλιγιέ παρακαλούσε τον άγιο να της «δώσει παιδιά».
Tάματα
Ανέβαιναν με γυμνά τα πόδια επί μισή ώρα το λόφο όπου είναι το μοναστήρι. Αλλες γυναίκες έφερναν μαζί τους λάδι, άλλες κεριά, άλλες ζάχαρη, για να είναι γλυκιά η ζωή τους, και άλλες κλωστές, τις οποίες ανοίγαν καθ’ όλη τη διάρκεια του δρόμου για να είναι ακοικτός ο δρόμος τους.
Πολλές από αυτές, καθ’όλη τη διάρκεια της ανάβασης, δεν μιλούσαν, μέχρι να φθάσουν να προσκηνύσουν και να «χαϊδέψουν» την εικόνα του αγίου. Η συγκίνηση των χιλιάδων πιστών ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Παρακολούθησαν τη λειτουργία με τα χέρια ανοικτά προς τον ουρανό ή κρατώντας κεριά αναμμένα, ενώ πήραν αντίδωρο για να το μεταφέρουν στο σπίτι τους. «Παπά, δώσε και σε μένα ιερό ψωμί, να το πάγω στον άντρα μου που δεν μπόρεσε να έλθει», έλεγε μια Τουρκάλα στο μοναχό Ιεζεκιήλ, ενώ μια άλλη του έλεγε: «Eίμαι η γυναίκα του Χασάν, σε παρακαλώ, δώσε μου δυο κομμάτια». Η πίστη τους μεγάλη, η υπομονή τους «ιώβεια» και ο σεβασμός τους προς την ορθόδοξη θρησκεία μεγάλος.
Οι πρώτες που έφτασαν στις 24 Σεπτεμβρίου στο μοναστήρι και στις 6 το πρωί ήταν τέσσερις μοντέρνες κοπέλες που οι δυο είχαν κοιμηθεί στο νησί στις φίλες τους. Ζούσαν στο Γκιόστεπε. Τις ρώτησα για το σκοπό της επίσκεψης και απάντησαν: «Η πίστη στον άγιο μας φέρνει εδώ. Δεν έχει σημασία ότι είμαστε μουσουλμάνες. Παρακαλέσαμε να μας βοηθήσει. Ακούσαμε τόσα πολλά για το μοναστήρι». Η Οράλ, από τη Σμύρνη, ήλθε για να προσκυνήσει τον άγιο, φέρνοντας το τάμα της.
Είχε ζητήσει κάτι και υλοποιήθηκε. Ετσι, έφερε μαζί της τρία μπουκάλια λάδι. Στην ερώτησή μας, πώς μια μουσουλμάνα, όπως και οι άλλοι χιλιάδες προσκηνυτές, επισκέπτονται ένα ορθόδοξο μοναστήρι, η απάντηση ήταν απλή και ταυτόχρονα σιβυλλική: Δεν μας απαγορεύει κανείς να πιστεύουμε και στον Αγιο Γεώργιο. Οι θρησκείες έχουν ένα κοινό γνώρισμα, τον ένα και μοναδικό Θεό. Εξάλλου, μπορεί να κρύβουμε μέσα μας κι έναν χριστιανό».
Συγκλονίστηκα τόσο από τα λεγόμενά της ώστε την ίδια ερώτηση την έκανα και σε άλλες προσκυνήτριες. Οι απαντήσεις τους ήταν περίπου ίδιες σχετικά με την πίστη και τον άγιο.
Μια άλλη διάσταση όμως μας έδωσε και ο Αντίλ, ο οποίος πολιτικοποιώντας τα λεγόμενά του είπε: «Η ζωή στην Τουρκία είναι δύσκολη. Οι άνθρωποι θέλουν από κάπου να κρατηθούν. Εχουν στραφεί στη θρησκεία. Ισως να έχουν βαρεθεί από όλα και ζητούν πλέον βοήθεια από αλλού. Γιατί όχι και από τον Αγιο Γεώργιο». Ισως για το λόγο αυτό η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Τζουχμουριέτ», Οζλέμ Γιουζάκ, την επομένη στο άρθρο της έγραψε ότι «ο Αγιος Γεώργιος μοίρασε ελπίδες στους βασανισμένους».
Οι μοναχοί
Ο ιερομόναχος Εφραίμ Ξενοφωντίνος, που ζει επί τρία χρόνια στον «Κουδουνά», είναι συγκλονισμένος με την πίστη των χιλιάδων μουσουλμάνων που επισκέπτονται το μοναστήρι. «Αυτοί οι άνθρωποι ζουν με την καρδιά τους» υποστηρίζει και συνεχίζει: «Επειδή η πίστη είναι η όραση και δύναμη της καρδιάς γι’ αυτό μπορούν και ζουν τους αγίους μας». Ο μοναχός Καλλίνικος Ξενοφωντίνος, που εκτελεί και χρέη ιερέα, δηλώνει: «είμαστε συγκλονισμένοι με αυτό που γίνεται εδώ. Ανατρέχουμε πολλές φορές στη διαπίστωση του Κυρίου για την πίστη του Ρωμαίου εκατόνταρχου». Στην ερώτησή μας εάν ο άγιος ανταποκρίνεται στις παρακλήσεις των χιλιάδων προσκυνητών, απάντησε: «Στο διάστημα των τριών ετών εδώ, είμαστε αυτόπτες μάρτυρες θαυμάτων, όπως θεραπείας παραλυτικών, βωβών, μέχρι και τεκνογονίες».
Ζητήσαμε από τους μοναχούς που βρίσκονται στον Αγιο Γεώργιο να μας σχολιάσουν την παραμονή τους στην Τουρκία, και μας είπαν: «Είναι άψογη η συμπεριφορά όλων τους. Από τον ανώτερο άρχοντα, έως το μικρότερο, μας αντιμετωπίζουν με τέτοιο σεβασμό που πολλές φορές προβληματιζόμαστε για το τι είναι πλέον καλύτερο, να ζούμε στη χριστιανική Ελλάδα ή στη μουσουλμανική Τουρκία; Να σας πούμε ότι πάντα κυκλοφορούμε με τη μοναχική ενδυμασία μας και οι εμπειρίες μας είναι μόνον θετικές».
Ετσι λοιπόν, ο Αγιος Γεώργιος έγινε τόπος λατρείας χιλιάδων άθεων, χριστιανών, Εβραίων και κυρίως μουσουλμάνων οι οποίοι με όλους τους τρόπους έρχονται στο νησί και παίρνοντας τα τάματά τους, τα εναποθέτουν στον άγιο, όπως εναποθέτουν και τις ελπίδες τους. Και ο άγιος δείχνει ότι δεν κάνει διακρίσεις και «παρέχει την ίαση» σε κάθε πιστό.

Ο ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΑΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ...


Ο μακαριστός και γνωστός παγκοσμίως Ναυπάκτιος Μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης σε παλαιότερη επιστολή του (25-3-1998) προς τον τότε Ηγούμενο π. Σπυρίδωνα Λογοθέτη, έγραφε: 

«Σεβαστέ μου Γέροντα, δεν επιθυμώ να σας κουράσω. Ελπίζω στην σύνεσή σας να αντιληφθήτε ότι, αι διατυπωθείσαι απόψεις σας στην εν λόγω επιστολήν σας, άγουν αναποδράστως σε αντιπαραθέσεις μετά του οικείου Επισκόπου, ψυγωμένης της πολυτίμου αγάπης, άνευ της οποίας μεταβαλλόμεθα σε κύμβαλα αλαλάζοντα, και σκανδαλιζομένων των Χριστιανών. Διο και σας ικετεύω, ως γέρων ταπεινός μοναχός, όπως αναθεωρήσετε την στάση της ιεράς Μονής σας έναντι των εκάστοτε Επισκόπων του Τόπου, επειδή εμφανιζόμενη ως διοικητική και πνευματική Αρχή, εγκυμονεί απροσδοκήτους περιπετείας, διασυρομένου και του σεμνού τάγματος του Μοναχισμού...

Άγιε Γέροντα, η Ναύπακτος είναι πολύ μικρή για να κρύψη τις ψυχοφθόρες τριβές μεταξύ του Μητροπολίτου και των μοναχών του μοναδικού εν αυτή μοναστηρίου. Διο και σας ικετεύω να φροντίσετε ώστε να αρθούν τα αίτια των τριβών αυτών, που βλάπτουν όλους και αυτούς ακόμη τους καλούς υποτακτικούς σας. Δόξα τω Θεώ ο νέος Μητροπολίτης της Επαρχίας σας έχει δώσει πολλά τεκμήρια της Ορθοδοξίας του και του αναλόγου ήθους, ώστε να μη δικαιολογείται καμμία πρόφαση εναντιότητος».

Και σε άλλες ανοικτές επιστολές προς τους συμπατριώτες του Ναυπακτίους (2003) μεταξύ των άλλων τόνιζε:

«Εάν κάναμε έναν απολογισμόν της όσης ζημίας έχει προκαλέσει το ίδρυμα του π. Σπυρίδωνος -όχι του Θεού- θα καταλήγαμε στην ευχήν ότι θα ήταν προτιμώτερο να μην υπήρχεν...

...Άν δεν παρεσυρόμουν από τον άλογον ενθουσιασμόν μου και τον ερωτούσα, μαθαίνοντας ότι πέραν των θεολογικών σπουδών του και την θεωρητικήν συγκρότησή του ως ιερωμένου ιεροκήρυκος, ουδεμίαν αγωγήν μοναχικήν υπέστη, ασφαλώς ούτε θα τον ενίσχυα ηθικοϋλικώς, ούτε θα τον ενεθάρρυνα να κτίση Μοναστήριον και ν' αναλάβη την ευθύνην ηγουμενίας, διότι αφεύκτως θα τον ενέπαιζαν οι δαίμονες και αντί καλού, θα απέβαινεν αιτία να βλασφημήται ο Θεός, όπως συμβαίνει τώρα, αλλά και σε όλες τις εποχές, που οιηματίες τινές επεχείρησαν να εξέλθουν σε πόλεμον κατά του διαβόλου, απειροπόλεμοι όντες, ως ηγούμενοι...

Αυτά βέβαια είναι αντιπαραδοσιακά και μάλλον δαιμονικά και οδηγούν κατ' ευθείαν σε απείθειαν και σύγκρουση με τους κατά καιρούς Επισκόπους, οπότε η ζωή των Μοναχών, αντί να είναι ταπεινή και ειρηνική αποβαίνει αιτία συνεχούς ταραχής και εντάσεως και οδηγεί σε σχίσματα μεταξύ του χριστιανικού λαού».

Αντιγραφή από...

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...