Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2015

Πως προσκυνούμε τις εικόνες με ποια σειρά;


ΕικόναΠως προσκυνούμε τις εικόνες με ποια σειρά; Ποια η διαρρύθμιση του Ναού;




Ο Ναός χωρίζεται σε τρία μέρη: στον πρόναο, τον κυρίως ναό και το Ιερό Βήμα.
Το Ιερό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο.
Η διάταξη των εικόνων στο τέμπλο είναι πάντα η εξής:

Στο δεξί μέρος της Ωραίας Πύλης βρίσκεται η εικόνα του Χριστού.
Στο αριστερό μέρος της Ωραίας Πύλης βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας.
Δίπλα και αριστερά από την Παναγία υπάρχει η εικόνα του Αγίου/Αγίας κλπ που είναι αφιερωμένος ο συγκεκριμένος Ναός.
Δίπλα και δεξιά από τον Χριστό, βρίσκεται η εικόνα του Ιωάννη του Πρόδρομου.
Στις πλαϊνές πόρτες του τέμπλου υπάρχουν οι μορφές των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Πάνω από την Ωραία Πύλη υπάρχει η παράσταση του Μυστικού Δείπνου μαζί με τις εικόνες του Δωδεκάορτου. (οι δώδεκα σπουδαιότερες εορτές :Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, η Γέννηση του Χριστού, η Περιτομή του Χριστού η Υπαπαντή του Χριστού, τα θεία Θεοφάνεια, η Σοφία του Θεού, η Μεταμόρφωση του Χριστού, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, τα Πάθη και ο Σταυρός του Χριστού, η Ανάσταση του Χριστού, η Ανάληψη, η Πεντηκοστή).

Πως προσκυνούμε τις εικόνες του τέμπλου και με ποια σειρά;

Εν συντομία: (του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου)
Όταν οι ιερείς πρόκειται να λειτουργήσουν παίρ­νουν «Καιρό». Δηλ. Τελούν μυστικά μία σύντομη Ακολουθία έξω από το Άγιο Βήμα, ασπαζόμενοι τις Άγιες εικό­νες του τέμπλου και κατακλείνοντας με μία ευχή ζητώντας κατά κάποιο τρόπο άδεια και ευλογία από τον Θεό, ώστε «ακατακρίτως να εκτελέσουν την αναίμακτον ιερουργίαν». Γι' αυτό μερικοί λένε ότι οι λαϊκοί δεν προσκυνούν τις εικόνες τού τέμπλου. Αυτό μπορεί να γίνει πριν την έναρξη της Ακολουθίας ή μετά το πέρας αυτής. 
Πρώτα ασπαζόμαστε (στα χέρια ή στα πόδια και όχι στο πρόσωπο) την αγία εικόνα τού Χριστού, (λατρευτική προσκύνηση), μετά την εικόνα της Παναγίας, (τιμητική προσκύνηση). Ασπαζόμαστε πρώτα τον Χριστό Βρέφος και μετά την Παναγία. Ακολουθεί η τιμητική προσκύνηση των αγίων, του Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου δεξιά, του αγίου του Ναού αριστερά. Μετά συνεχίζουμε τις υπόλοιπες εικόνες τού τέ­μπλου, (εάν υπάρχουν). Δεν τις προσκυνούμε όμως κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, διότι μοιάζει σαν να γίνεται επίδειξη ευλάβειας και την ώρα της Λατρείας είναι ενοχλητικό και διασπαστικό της προσοχής των πιστών. 

Αναλυτικά: 
Πρώτα ασπαζόμαστε την εικόνα του Χριστού λέγοντας το απολυτίκιο της Κυριακής της ορθοδοξίας:
«Την άχραντον Εικόνα σου προσκυνούμεν Αγαθέ, αιτούμενοι συγχώρησιν των πταισμάτων ημών, Χριστέ ο Θεός, βουλήσει γαρ ηυδόκησας σαρκί ανελθείν εν τω Σταυρώ, ίνα ρύση ους έπλασας εκ της δουλείας του εχθρού, όθεν ευχαρίστως βοώμεν σοι, Χαράς επλήρωσας τα πάντα, ο Σωτήρ ημών, παραγενόμενος εις το σώσαι τον Κόσμον».

Έπειτα την εικόνα της Παναγίας λέγοντας το τροπάριο:
«Ευσπλαγχνίας υπάρχουσα πηγή, συμπαθείας αξίωσον ημάς, Θεοτόκε, βλέψον εις λαόν τόν αμαρτήσαντα, δείξον ως αεί τήν δυναστείαν σου, εις σέ γάρ ελπίζοντες, τό Χαίρε βοώμέν σοι, ως ποτέ ο Γαβριήλ, ο τών Ασωμάτων Αρχιστράτηγος».

Ακολούθως την εικόνα του Ιωάννου του Πρόδρομου λέγοντας:
Βαπτιστά τού Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι, ίνα ρυσθώμεν τών ανομιών ημών, σοί γάρ εδόθη χάρις πρεσβεύειν υπέρ ημών.

Έπειτα την εικόνα του αγίου που είναι αφιερωμένος ο Ναός
πχ αν είναι αφιερωμένος στον Άγιο Νεκτάριο λέμε:
Άγιε Νεκτάριε πρέσβευε υπέρ εμού και αν ξέρουμε λέμε και το απολυτίκο του Αγίου:
«Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον, τον εσχάτοις χρόνοις φανέντα, αρετής φίλον γνήσιον,
Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί,ως ένθεον θεράποντα Χριστού· αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς, τοις ευλαβώς κραυγάζουσι· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα».


Τέλος την εικόνα των αρχαγγέλων:
Άγιοι Αρχάγγελοι τού Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών

Και εφόσον (οι άνδρες) πρέπει για κάποιο λόγο να μπούνε στο Ιερό λένε τον στίχο από τον ψαλμό 5:8 του Δαυίδ:
«Εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου εν φόβω σου».


ΠΗΓΗ
To είδαμε εδώ

TI ΕΜΑΘΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΣΤΕΦΑΝΟ





ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΤΕΣ.


Όταν στις 30 Νοεμβρίου του 2001( γιορτή του Άγ. Ανδρέα) το βαπόρι κατέβασε στα Καρούλια στον Άρσανά (στα Κατουνάκια) το σήμερα δεν έμοιαζε σε τίποτε με το χθες. Το χιόνι πού είχε πέσει άφθονο από βραδύς, σκέπαζε όλο τον ’Άθωνα. Παντού άσπριζε, παντού έφεγγε, παντού έλαμπε. Τά καλντερίμια γλιστρούσαν αρκετά. Από τά δένδρα πάνω καί από τούς θάμνους έπεφτε το χιόνι τούφες-τούφες. Γλιστρούσε. Δύο μαυροκότσυφες πέταξαν ξαφνιασμένοι πού τούς χάλασα την ησυχία. Τρύπωσαν μέσα σέ κάτι πουρνάρια. Το σπίτι τού Παπά-Στέφανου δεν ήταν μακριά από τη θάλασσα. Άλλα σπίτια εκεί κοντά δεν υπήρχαν τότε. Γύρω ψυχή πουθενά δεν φαινόταν. Όλοι λούφαζαν στα άσκηταριά τους, απολαμβάνοντας ίσως το χιονισμένο τοπίο. Σπάνια άλλωστε χιονίζει τόσο χαμηλά.
Ό νεοεκλεγείς θυμάμαι τότε πρόεδρος τής Ρωσίας Πούτιν πού θέλησε τη χθεσινή μέρα να επισκεφτεί  το 'Άγιον ’Όρος (το ρωσικό) δεν μπόρεσε τελικά να έρθει, να προσκυνήσει. Διότι ή θάλασσα είχε τεράστια κύματα. 0ι δρόμοι ήταν ακατάστατοι από τήν χιονοθύελλα πού μαίνονταν. Καί ή ομίχλη σκέπαζε τά πάντα. Πλήρης ακινησία μεταφορικών μέσων, ούτε καράβι, ούτε αυτοκίνητο, ούτε ελικόπτερο. Όλα ήταν ακινητοποιημένα. Μόνο με τά πόδια μπορούσες να πας κάπου. Το σήμερα όμως δεν μοιάζει ποτέ με το χθες. Κατέβηκα μόνος μου από το πλοίο. Ή καλύβα τού πάπα-Στέφανου τού Σέρβου ήταν κι αυτή άδεια σήμερα. Είχε μόλις λίγες μέρες πού είχε κοιμηθεί στη Σερβία. Ήταν Είσόδια τής Θεοτόκου πού κοιμήθηκε. Αυτή ή καλύβα πού πάντα ήταν γεμάτη από κόσμο (επισκέπτες) άδεια. Έξήνθησε ή έρημος ... όπως ένα κρίνο Κύριε ...



ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ ΓΑΤΟΥΛΑ.
Για πρώτη μου φορά καί τελευταία είδα την καλύβι τοΰ Πάπα-Στέφανου χιονισμένη. Γιατί σήμερα εκεί δεν υπάρχει πια τίποτε πλέον πού να θυμίζει πάπα-Στέφανο. Ούτε καλύβα, ούτε βιβλία, ούτε καπνισμένα κουζινικά καί τοίχοι μαυρισμένοι. Ή γατούλα του, μια όμορφη ολόασπρη γατούλα ήρθε καί τρίφτηκε μέσα στα πόδια μου. Δεν ξέρω το γιατί. Είχε μείνει μόνη της. Θυμάμαι όμως πώς τριβόταν τότε μέσα στα πόδια του γέροντα όταν εκείνος ακόμη ζούσε.
Είχε καί μια νάιλον κόκκινη μπαλίτσα ό γέροντας καί τήν πετούσε καί αυτή έτρεχε καί τήν μπλόκαρε όπως κάνουν οι τερματοφύλακες στα γήπεδα. Καί εμείς όλοι γελούσαμε με τά καμώματά της καί τις ικανότητες της. Μου έλεγε ό γέροντας ότι έπαιζε κάποτε για λίγο κι αυτός ποδόσφαιρο στην ΜΠΕΟΓΚΡΑΝΤ (Βελιγραδιού) πριν ασκητέψει ακόμα. Πριν ντυθεί τά ράσα. Ή γατούλα νιάου-νιάου στριφογύριζε γύρω μου ίσως καί να τον έψαχνε ακόμη δεν ξέρω.
Κάτι ζητούσε πάντως από μένα. Τριβόταν, με κοίταζε στα μάτια αλλά δεν φάνηκε να ηρεμεί. Τον γύρευε, μάλλον. Της μίλησα τότε όπως εκείνος τη μιλούσε τότε πού ζούσε.
-Σάνυ, Σάνυ άντε Σάνυ! της είπα. Που είναι τώρα ό πάπα-Στέφανος πού τόσο πολύ σε αγαπούσε καί έσπαζε την μονοτονία της ερημιάς μαζί σου. Πού είναι παπά-Στεφάνος
Σκέψεις καί αναμνήσεις περιτριγυρίζουν τον άνθρωπο. Το σήμερα δεν μοιάζει σέ τίποτα με το χθες. Εγώ καί ή γατούλα, ή Σάνυ! Ό μεγάλος απών• ό Πάπα-Στέφανος ό Σέρβος!

ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΑΧΙΑ ΠΕΦΤΟΥΝ

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήρθε και έπεσε εκείνες τις μέρες από ψηλά καί ένας τεράστιος βράχος ίσα με μισή καρότσα φορτηγού πράγμα καί έκλεισε καί την μικρή του πόρτα. Μια για πάντα. Ανεπιστρεπτί.
Ατέλειωτες οι βουλές τού Κυρίου καί ανεξερεύνητες. Σκέφτομαι! Καλά τόσα χρόνια μισός αιώνας ζωής ό π. Στέφανος έδώ μέσα δεν έπεσε ούτε ένα λιθάρι. Καί τώρα πού έφυγε ακόμη καί τά βράχια ξεκολλάμε καί πέφτουν! Βρέ μυστήρια πράγματα πού σαν συναντά κανένας στα μονοπάτια της ζωής. Ανεξιχνίαστα, όντως τά κρίματα τού Θεού. Αντε τώρα να βγάλεις άκρη.
Κάθισα εκεί απ’ έξω για λίγο καί συλλογίστηκα. Τί τελικά μένει απ’ όλη αυτή τήν τύρβη της ζωής! Έβλεπα τά πάντα με απορία. Έρημη καί άδεια ή καλύβα. Κανένας πια μέσα στο σπίτι. Καί ένας θεόρατος βράχος να κλείνει καί τη δίοδο. Μέχρις έδώ! Ίσως βρεθεί σκέφτηκα κάποτε κάποιος, κάποια μέρα καί αναποδογυρίζει αυτό το βράχο. ’Αν μπορέσει βέβαια! Μπορεί να μη βρει εκεί σπαθιά καί σφενδόνα όπως βρήκε τότε στην αρχαιότητα ό Θησέας αλλά ίσως μπορεί να βρει άλλα όπλα. Πνευματικά. Πολύ πιο πολύτιμα καί πολύ πιο χρήσιμα για τον αγώνα τής ζωής. Έτσι νομίζω. Όπλα ίσως να μην υπάρχουν, όπως τότε. Αλλά σίγουρα κάτω απ’ αυτή τήν πέτρα θα βρει ένα ασκητή με εγκράτεια πού διακρίθηκε για τον αγώνα του, για τήν άσκησή του, για τήν Αγάπη του προς τον πλησίον, τον άνθρωπο για τήν υπομονή του καί το ειρηνικό χαμόγελο του. Σπάνια πράγματα θα μού πείτε σήμερα. Δυσεύρετα.



ΠΑΝΤΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ.

Ίσως καί γι’ αυτό όλοι τον αγαπούσαμε.
-Πού τήν εύρισκε αλήθεια εκείνη τήν αντοχή, τη γαλήνη, τήν ειρήνη, τήν σιγουριά, το χαμόγελο. Εκεί μέσα στα κάθετα εκείνα βράχια; Μάς διόρθωνε με Αγάπη. Μάς δίδασκε με χαμόγελο. Μόλις έλεγες «διψώ», πεταγόταν όρθιος.
-Τώρα-τώρα πάω, θα σου φέρω νερό! κι έφευγε τρέχοντας να σου φέρει νερό. Σαν μικρό παιδί. Δεν περίμενε. Κι εμείς ντρεπόμασταν γιατί κουραζόταν για μάς. Καί γύριζε πάντα χαρούμενος κεφάτος φορτωμένος με κεράσματα καί νερό.
-Κρύο νερό καί λουκούμι κάνει καλό στην καρδιά! έλεγε, χαμογελώντας. Περνάει ή στενοχώρια.
Το νερό του ήταν πάντα δροσερό γιατί μαζεύονταν μέσα σέ μια τρύπα ενός βράχου.
Είχε δύο τέτοιες δεξαμενές μέσα στην κόψη τού βράχου. Αυτές γέμιζαν από νερό της βροχής. ’Άλλο νερό εκεί γύρω δεν υπήρχε εκτός από αυτό το βρόχινο πού το μάζευε το χειμώνα. Στην σπηλιά πού κατοικούσε έβλεπε κανείς μαυρισμένους τοίχους από παλαιότερους ασκητές πού έζησαν εκεί πριν διακόσια καί τριακόσια χρόνια.

Ήταν μια φοβερή εμπειρία μέσα στην σπηλιά εκείνη. Πολύ απλή καί πολύ κρυφή. Χειμώνα-καλοκαίρι δέ είχε πάντα τήν ίδια θερμοκρασία. Γύρω στους 16°-18° βαθμούς Κελσίου. Το καλοκαίρι είχε εκεί καί μια ξύλινη παλέτα καί ξάπλωνε για λίγο εκεί. Γιατί πιο έξω είχε φοβερή ζέστη. Τη νύχτα όμως δρόσιζε. Ήταν καλά. Ήθελες καί κουβέρτα. Κατεβάζει δροσιά ό ’Άθωνας!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΓΙΑΣ. ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΑΥΜΑ. ΤΙ ΕΜΑΘΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΣΤΕΦΑΝΟ. ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΑ.
το είδαμε εδώ

Πάσχα και Μεγάλη Εβδομάδα - Έθιμα και παραδόσεις


Το Πάσχα ονομάζεται και Λαμπρή η Πασχαλιά, είναι η πιο σημαντική γιορτή του έτους στην Ελλάδα. Το Πάσχα γιορτάζονται τα Πάθη, η Σταύρωση, η Ταφή και τελικά η Ανάσταση του Ιησού Χριστού.

Η κυριότερες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας αντιπροσωπεύουν και μία απο τις ημέρες που πέρασε ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ απο την ημέρα της εισόδου του στην πόλη των Ιεροσολύμων μέχρι την Ανάσταση του.

Πολλά μέρη στην Ελλάδα γιορτάζουν το Πάσχα με τα δικά τους έθιμα. Μερικά παραδείγματα:


Στην Πάρο τα παιδιά αναπαριστούν τους αποστόλους του Ιησού, τον Μυστικό Δείπνο, την πορεία για τον Γολγοθά και τη Σταύρωση.

Στην Πάτμο δώδεκα μοναχοί αναπαριστούν τους αποστόλους, και ο Ηγούμενος πλένει τα πόδια τους στην πλατεία την Μεγάλη Πέμπτη .

Στην Κρήτη, όπως και σε πολλά σημεία στην Ελλάδα, μια κούκλα κατασκευασμένη από παλιά ρούχα καίγεται συμβολίζοντας το κάψιμο του Ιούδα.

Στην Κέρκυρα ο πολιούχος της πόλης Άγιος Σπυρίδωνας περιφέρεται την Κυριακή των Βαΐων και από το Σάββατο του Πάσχα κεραμικά και κανάτες ρίχνονται στους δρόμους.

Στη Θράκη και τη Μακεδονία νέες γυναίκες φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία που ονομάζεται Λαζαρινή πάνε στα γύρω χωριά τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια του Πάσχα.

Η Κυριακή των Βαΐων που ειναι και η τελευταία της Σαρακοστής εορτάζει την είσοδο του Χριστού πάνω σε ένα γαϊδουράκι στην Ιερουσαλήμ και την υποδοχή του απο τους κατοίκους της με κλαδιά απο φοινικιές, τα βάγια. Την Κυριακή των Βαΐων μετά την λειτουργία μοιράζονται βάγια και μικροί σταυροί φτιαγμένοι απο φύλλα φοινικιάς.

Η Μεγάλη Δευτέρα ειναι αφιερωμένη στον Ιωσήφ τον πιο αγαπητό υιό του Ιακώβ τον οποίο πούλησαν τα αδέρφια του σε εμπόρους απο την Αίγυπτο. Ο Ιωσήφ εχει μεγάλη σχέση με το Πάσχα γιατί αυτός έφερε τον Λαό του Ισραήλ στην Αίγυπτο οπού και έμειναν αιχμαλωτισμένοι μέχρι την εποχή που ο Μωυσής με την βοήθεια του Θεού τους πήρε απο την Αίγυπτο για να τους φέρει στη Γη Χαναάν. Το εβραϊκό Πάσχα γιορτάζει το πέρασμα του Αγγέλου που στάλθηκε απο τον Θεό για να θανάτωση όλα τα πρωτότοκα παιδιά των Αιγυπτίων χωρίς να πειράξει τα παιδιά των Ισραηλιτών που είχαν σημαδέψει τις πόρτες των σπιτιών τους με αίμα αρνιού. Την ίδια ημέρα διαβάζεται στην εκκλησία και η παραβολή της καταραμένης συκιάς απο το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Την Μεγάλη Δευτέρα ξεκινούν πολλοί την νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας μέχρι να κοινωνήσουν το Μεγάλο Σάββατο .

Την Μεγάλη Τρίτη διαβάζονται η παραβολή των δέκα Παρθένων πού όταν άκουσαν το ιδού ο Νυμφίος έρχεται έτρεξαν να συναντήσουν τον Νυμφίο, όμως οι πέντε απο αυτές, οι Μωρές, είχαν αποκοιμηθεί και αργοπόρησαν να βάλουν λάδι στα φανάρια τους, έτσι τελικά δεν μπόρεσαν να πάνε στο Γάμο, το δίδαγμα αυτής της παραβολής ειναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να ειναι πάντα έτοιμοι για την βασιλεία των ουρανών. Η παραβολή του πλούσιου άρχοντα και των τριών υπηρετών του και ο τρόπος που διαχειρίστηκαν τα ΧΡΉΜΑΤΑ που τους άφησε διδάσκουν την αγαθοεργία που πρέπει να έχουν οι άνθρωποι. Το βράδυ ψάλετε το τροπάριο της Κασσιανής.

Την Μεγάλη Τετάρτη διαβάζεται το Μύρωμα του Ιησού απο την αμαρτωλή, Ο Χριστός μιλάει ήδη για τον επερχόμενο θάνατο του λέγοντας στους μαθητές του ότι η γυναίκα τον μύρωσε για να τον προετοιμάσει για την ταφή του. Στη λειτουργία ψάλετε ο Ευχέλαιος.

Την Μεγάλη Πέμπτη το Θειο Δράμα προχωρεί προς την αποκορύφωση του, την ημέρα αυτή γίνεται ο Μυστικός Δείπνος όπου ο Ιησούς κοινωνεί τους μαθητές του δίνοντας τους απο ενα κομμάτι ψωμί που συμβολίζει το σώμα του και κρασί που συμβολίζει το αίμα του. Απο αυτήν την πρώτη κοινωνία των μαθητών ξεκινά το μυστήριο της Θείας κοινωνίας.

Το ίδιο βράδυ ο Ιησούς γυρνώντας στους μαθητές τους λέει ότι κάποιος απο αυτούς θα τον προδώσει, ο Ιούδας φεύγει για να ετοιμάσει την προδοσία του κι ο Ιησούς συλλαμβάνεται στον κήπο της Γεσθημανής όπου εχει πάει για να προσευχηθεί με τους μαθητές του. Το βράδυ ψέλνονται τα Δώδεκα Ευαγγέλια και στην εκκλησία περιφέρεται ο Σταυρός με τον Ιησού.

Σημείωση: Η αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου με το οποίο ο Ιησούς ευλόγησε και έδωσε να πιουν κρασί οι μαθητές του, έγινε για τους δυτικούς και ειδικά για τους σταυροφόρους ένας θρύλος και μια απο τις δικαιολογίες τους για τις εκστρατείες τους για την απελευθέρωση των Αγίων τόπων απο τους Άραβες.

Η μεγάλη γιορτή του Πάσχα ξεκινά τη Μεγάλη Παρασκευή που συμβολίζει τα συμβάντα της δίκης του Ιησού απο τον Πόντιο Πιλάτο , την μαρτυρική πορεία Του προς τον Γολγοθά, την Σταύρωση του και τελικά την Ταφή του. Ο Επιτάφιος βρίσκεται στην εκκλησία στολισμένος με ανοιξιάτικα λουλούδια. Μετά το τέλος της Λειτουργίας κάθε ενορία γυρνά τον επιτάφιο στην περιφέρεια της, σε μερικές εκκλησίες απλώς περιφέρεται γύρω απο την εκκλησία. Ήδη σε πολλές περιοχές της Ελλάδας τα πρώτα πυροτεχνήματα εμφανίζονται την βραδιά του επιτάφιου.

Το Μεγάλο Σάββατο ειναι η γιορτή της Ανάστασης, σε πολλές εκκλησίες με την πρωινή λειτουργία της πρώτης Ανάστασης πέφτουν και πολλά πυροτεχνήματα, η μεγάλη λειτουργία της Ανάστασης και το αποκορύφωμα γίνεται τα μεσάνυχτα, ο κόσμος πηγαίνει στην εκκλησία αργά το βράδυ μεταφέροντας μαζί λαμπάδες και κεριά.


Τα μεσάνυχτα τα φώτα της εκκλησίας σβήνουν και ο ιερέας ψάλει το Δεύτε Λάβετε Φώς (Το Άγιο Φώς κάθε χρόνο φτάνει με ειδική πτήση της Ολυμπιακής απο τα Ιεροσόλυμα και μοιράζεται σε όλες τις εκκλησίες της Ελλάδας) . Μετά ακολουθεί το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο, συνήθως στο προαύλιο της εκκλησίας, ο Ιερέας σηματοδοτεί την Ανάσταση του Χριστού ψάλλοντας το Χριστός Ανέστη.

Ο κόσμος σπάει κόκκινα αυγά και εύχεται Χριστός Ανέστη, φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό. Κατα την επιστροφή στο σπίτι πολλοί φτιάχνουν ένα σταυρό πάνω απο την πόρτα με την αιθάλη του κεριού. Το τραπέζι ειναι στρωμένο με την παραδοσιακή μαγειρίτσα, κόκκινα αυγά και πασχαλιάτικες λιχουδιές.

Η Κυριακή του Πάσχα ειναι η μεγάλη γιορτή της Λαμπρής, απο νωρίς το πρωί ο παραδοσιακός οβελίας ψήνεται στη σούβλα ενώ γύρω απο το εορταστικό τραπέζι γλεντούν οικογένειά και φίλοι με τραγούδια και χορό. 

το είδαμε εδώ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΩΣ ΦΩΤΑ ΘΕΟΥΡΓΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΘΕΟΥ

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός

ag_sarantaΟυρανός πολύφωτος η Εκκλησία και οι διαλάμποντες επέκεινα του γήινου και κτιστού πεπερασμένου χωροχρόνου αστέρες αυτής, δηλαδή οι άγιοί της, δορυφορούνται αϊδίως πέριξ του ακτίστου νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης Ιησού Χριστού, φωτιζόμενοι από το Άκτιστο φως Αυτού, αγιαζόμενοι από Αυτόν ως την μόνη αυτοπηγή πάσης Αγιότητος και δοξαζόμενοι από την εκείνου άφθορη, άληκτη και αδαπάνητη θεϊκή δόξα.
Ως πολύκαρπον και καλλίκαρπον «γεώργιον Αμπελώνος» η Εκκλησία μέσα στο διάβα των αιώνων και στις περιπετειώδεις στροφές του ενίοτε πολυτάραχου, πολυκύμαντου και πολυπλάγκτου χωροχρονικού ιστορικού γίγνεσθαι της όλης εν Χριστώ ζωής και πορείας της ανέδειξε και συνεχίζει αδιαλείπτως να αναδεικνύει τους «ενσάρκους καρπούς του Αγίου Πνεύματος», που δεν είναι άλλοι από τους Αγίους της, οι οποίοι αν και υπήρξαν χοϊκοί και θνητοί άνθρωποι, πολεμούμενοι από τον αντίδικο μισάνθρωπο διαβολέα, τον πατέρα παντός πειρασμού και λογισμού ψυχοφθόρου και σωματοφθόρου, εντούτοις εκείνοι υπερήραν την κτιστή νομοτέλεια και αναγκαιότητα της φθαρτής ανθρώπινης φύσεώς τους, γενόμενοι «ένσαρκες εικόνες Ιησού Χρηστού» και ζώντες σε κάθε αναπνοή, σε κάθε κύτταρό τους το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι προνόμιο κάποιας κάστας ανθρώπων καθαρών και αγνών, όπως διεκήρυττε προ αιώνων η αίρεση «των αγνών ή καθαρών», ούτε προνόμιο και ευλογία μιας κάποιας εποχής, αλλά αδαπάνητη και ατελεύτητη ευλογία και δωρεά Θεού στον κάθε εποχής αμαρτωλό άνθρωπο που με την μετάνοιά του νεκρώνει, θάπτει τα πάντα για να ζήσει οντολογικά την γέννηση και την Ανάσταση του Χριστού στο «είναι» του, να γίνει «όλως, καθ’ όλα Χριστός». Η αγιαστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ενοικεί σε κάθε άνθρωπο αγαθής προαιρέσεως ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, χρώματος, κοινωνικής τάξεως ή μορφωτικού επιπέδου. Η αγιότητα συνεπώς δεν είναι μια φιλοσοφική, νοησιαρχική ή μαγική κατάσταση, αλλά η εν Χριστώ οντολογική μεταμόρφωση του αμαρτωλού ανθρώπου που ασκείται και βιώνει αδιαλείπτως τη σωστική μετάνοια ως απόλυτη έκφραση της τελείας αγάπης προς τον Χριστό.
Σε αυτό το αγλαόκαρπο γεώργιο της Εκκλησίας αναφύονται οι κεχαριτωμένοι βλαστοί της αγιότητος εντός του κόσμου τούτου για να μεταμορφώσουν τον κόσμο της πτώσεως, της πλάνης και της ανθρωποφθόρου αμαρτίας, και να ζήσουν ελεύθεροι, αληθινά ελεύθεροι, την υπέρ κόσμον αλήθεια και ζωή. Προσφυώς λοιπόν οι Άγιοι έχουν αποκληθεί ως οι «αληθείς και γνήσιοι φίλοι του Θεού».
Οι Άγιοι ως πολύφωτοι αστέρες του νοητού στερεώματος και της υπερουράνιας ακτίστου Βασιλείας της Τριαδικής Θεότητος καθίστανται τα εν Αγίω Πνεύματι «Αχειροποίητα Ιερά Δοχεία» της ακτίστου, ανακαινιστικής και μεταμορφωτικής ενεργείας της Τριαδικής Θεότητος γενόμενοι «Παράκλητοι», δηλαδή παρηγορητές του χοϊκού και φθαρτού, πεπερασμένου και κτιστού ανθρωπίνου Γένους. Έτσι, οι αληθείς και γνήσιοι «φίλοι του Θεού» καθίστανται συνάμα «αληθείς και γνήσιοι φίλοι και των ανθρώπων» προερχόμενοι από τη «ζύμη του γένους των βροτών» ως σαρξ εκ της σαρκός τους και οστούν και των οστέων τους.
Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για τη δόξα της Εκκλησίας, είτε εξ αγνοίας είτε για λόγους σκοπιμότητος, και λέγονται ή γράφονται με άκρως κοσμική λογική τα διάφορα αλλότρια και παιδαριώδη, τότε η απάντηση δίδεται ηχηρά και αποστομωτικά από την ίδια την αγιοπνευματική ζωή της Εκκλησίας, ότι η δόξα αυτής είναι οι εν Χριστώ μεταμορφωμένοι και ανακαινισμένοι, χάριτι Θεία, Άγιοί της, οι ένσαρκες αυτές εικόνες Ιησού Χριστού, στις οποίες ενοικεί ο «Παράκλητος της Αληθείας» και δι’ αυτών επενεργεί η άκτιστη αγιαστική και θαυματουργική ενέργεια της Τριαδικής Θεότητος στους ανθρώπους και στη σύνολη κτίση.
Οι άγιοι της Εκκλησίας, κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι «φώτα Θεουργικά». Γράφει χαρακτηριστικά: «Θεουργικά φώτα φαμέν τας των αγίων διδασκαλίας, ως φως γνώσεως εμποιούσας και θεούσας τους πειθομένους». Οι θεούμενοι άγιοι δεν είναι μόνο δέκτες και φύλακες της παρακαταθήκης, αλλά και μεταδότες. Ως αληθινοί παιδαγωγοί μεταδίδουν μόνον ό,τι κρίνουν συμφέρον για τις ψυχές των ανθρώπων και ό,τι μπορούν αυτοί, οι πιστοί, να δεχθούν.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία η δύναμη εκείνη που τελειοί τους πιστούς και τους αναδεικνύει «φίλους του Θεού», είναι το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως, δηλαδή η βίωση οντολογικά του μυστηρίου της ευσεβείας. Οι άγιοι δεχόμενοι την «καλήν αλλοίωσιν» καθίστανται «σύμμορφοι Χριστώ». Απεκδύονται και νεκρώνουν τον «παλαιό άνθρωπο» της φθοροποιού αμαρτίας και ενδύονται την «αχειροποίητη στολή της Αναστάσεως». Με την υπακοή που εκδηλώνουν οι πιστοί στο Θεό, γίνονται δεκτικοί της χάριτος του Θεού και έτσι μεταβάλλεται η υποστατική ιδιοτέλεια σε ανιδιοτελή αγάπη. Γίνονται θεόπτες, συγγενείς του Θεού και αδελφοί του Χριστού και θετοί υιοί της Παρθένου. Έτσι, επαληθεύεται η θεόπνευστη γραφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Ο Θεός πάρεστιν πανταχού, ενοικεί δε εν μόνοις τοις αγίοις», οι οποίοι έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού και «συμβασιλεύουν λαμπρότατα τω Σωτήρι». Επειδή δε κοινωνούν οντολογικά της υπέρ λόγον ζωής της ακτίστου Τριάδος «εν Ουρανώ, εμφορούνται υπό θείου φωτός» και καθίστανται αψευδείς και μακρόθυμοι πρεσβευτές του ανθρωπίνου γένους ενώπιον του εν Τριάδι Θεού.
Στη σύγχρονη υλιστική, οργιωδώς καταναλωτική και εγωκεντρική πανανθρώπινη κοινωνία στην οποία λατρεύεται ειδωλολατρικά η ύλη και έχει εξοριστεί ο Θεός από τη ζωή των ανθρώπων, ο περί των αγίων λόγος φαντάζει για κάποιους ως «κακόγουστο και παλιομοδίτικο κατηχητικό». Τούτο δυστυχώς συμβαίνει διότι ο σύγχρονος άνθρωπος θέτει ως κριτήριο των πάντων τον ανούσιο ορθολογισμό και τον άκρατο υλισμό που νεκρώνουν τη δυνατότητά του να αναχθεί πνευματικά και να βιώσει την περί Θεού οντολογία μέσω της αγιοπνευματικής εμπειρίας. Ο εν Χριστώ Άγιος όμως μπορεί να βρίσκεται στη διπλανή πόρτα κρυπτόμενος και εκουσίως αφανιζόμενος στην αγιοπνευματική μόνωση τής κατά Θεόν απάθειας, της πάλης δηλαδή έναντι των ποικιλόμορφων παθών. Η βίωση της αγιότητος ως μεταμορφωτικής ελλάμψεως στην ψυχοσωματική οντότητα του χοϊκού ανθρώπου είναι το αποτέλεσμα της «συνεργείας» Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει ούτε βιάζει το αυτεξούσιο, την ελευθερία της βουλήσεως του ανθρώπου να ενωθεί μαζί του, αλλά και ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένσαρκο δοχείο της ακτίστου χάριτος του Θεού μέσα από μία μηχανικά αυτοποιημένη νοησιαρχική ή διανοητική ή ψυχολογική διαδικασία. Η ελεύθερη και αβίαστη προαίρεση του ανθρώπου να συναντήσει και να βιώσει τον Χριστό ως πρόσωπο με κριτήριο την αγάπη του προς αυτόν αποτελεί την οντολογική προϋπόθεση για την ένθεη ανακαίνισή του και την μετά του Θεού Ένωσή του. Ο Άγιος είναι ο πλέον ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος αποθέτει πάσα τη ζωή, την ύπαρξη και τη βιοτική του μέριμνα στο Χριστό, γενόμενος όλος ένσαρκη εικόνα Χριστού.
το είδαμε εδώ

Ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ στοὺς χρόνους ποὺ διανύουμε

«Η ζωή του πιστού στους χρόνους που διανύουμε»
Ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος μιλά για τον σύγχρονο άνθρωπο και το πνεύμα του κόσμου που τον περιβάλλει, την εκκοσμίκευση της Δύσης και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό της Ανατολής, τη μετάνοια, τα πάθη, τις ψυχοσωματικές ασθένειες, τον διάβολο κ.ά., στηριζόμενος στην παράδοση των αγίων της Εκκλησίας μας και ιδιαιτέρως στους σύγχρονους αγίους Πορφύριο και Παΐσιο, κι απαντά σε ερωτήματα ακροατών.
Διοργανωτής, Φιλανθρωπικός και Ιεραποστολικός Όμιλος «Απόστολος Βαρνάβας» της Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής 23.1.15πηγή




"Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ..."




ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ NEWSWEEK ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΤΟ BUNDESTAG  ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ" ΟΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΡΩΣΙΚΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ ISCANDER ΣΗΜΑΔΕΥΟΥΝ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΝ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΘΥΜΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΝΤΑ:
"ΟΤΑΝ Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΑ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΡΗΝΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ, Η ΡΩΣΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΘΑ ΚΥΜΑΤΙΖΕΙ ΣΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ"

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΣΤΗΝ ΨΗΛΑΦΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ

ΩΣΑΝΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΙΩΝΙωάννης Ελ. Σιδηράς

Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός



Με μυρτιές και βάγια, με κρίνα και πασχαλιές «αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα», ιχνηλατούντες την «οδόν του μαρτυρίου» του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που ως το «εσφαγμένον αρνίον» της Ιεράς Αποκαλύψεως «αίρει την αμαρτίαν του κόσμου» γενόμενος «λύτρον αντί πολλών».

Ο αμόλυντος Νυμφίος της Εκκλησίας μυσταγωγεί το «μυστήριον της Σωτηρίας» και εισοδεύει μυστικώς και υπερβατικώς ως σωτήριος νυμφαγωγός το πλήρωμα των πιστευόντων σε Αυτόν στον λυτρωτικό νυμφώνα της νίκης του θανάτου και της φθοροποιού αμαρτίας, και συνακολούθως ανοίγει τις κεκλεισμένες πύλες της αλήκτου και ακτίστου Βασιλείας Του. Αθανατοποιεί και αφθαρτοποιεί μεταμορφωτικά την σύνολη ύπαρξη του ανθρώπου ανεγείροντας Αυτόν εκ της πτώσεως και ενδύοντάς τον με τον «λευκό χιτώνα της κατά χάριν θεώσεώς του».

«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα», «συνοδοιπόροι και συνέκδημοι» του εκουσίως πορευομένου προς το «μέγα πάθος» Ιησού Χριστού, ο οποίος θριαμβευτικώς εισέρχεται στην «Αγία Σιών» γνωρίζοντας το σταυρικό μαρτύριο που θα υποστεί. Εκούσιο το πάθος, εκουσίως επιλέγεται από τον αναμάρτητο, μακρόθυμο και φιλάνθρωπο Σωτήρα και Λυτρωτή. Δεν σύρεται άβουλα ο Θεάνθρωπος, αλλά «εν δυνάμει θεϊκή» ακλόνητος και φλεγόμενος «θείω έρωτι» υπέρ του ανθρώπου ανέρχεται «την κλίμακα των μεγάλων παθών». Όντως «εκούσιον πάθος».

Κυριακή των Βαΐων «καθ’ ην εορτάζομεν την εις τα Ιεροσόλυμα θριαμβευτικήν είσοδον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Σε λίγο τα «Βάγια των φοινίκων» ως σύμβολα των νικητών αυτοκρατόρων και στρατηλατών, που προσφέρονται ως «άλλη αψίδα» θριάμβου για τον εισερχόμενο «επί πώλου όνου» ταπεινό Ιησού θα μεταβληθούν σε ακάνθινο στεφάνι, σε όξος, χολή και καρφιά. Η πνευματική ανωριμότητα και το εκκοσμικευμένο πνεύμα της καθεστηκυίας τάξεως του Ισραήλ τραγικά συμπαρασύρει και τον αδαή λαό, προβάλλοντας την προσμονή και αναμονή ενός «κοσμικού Βασιλέα» για να καταισχύνει τον ειδωλολάτρη Ρωμαίο κατακτητή και να αποκαταστήσει «εις το αρχαίον κάλλος» τον «περιούσιο λαό».

Παρέκκλιση από την αληθή οντολογία του Μεσσία, ο οποίος στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού είναι ο πνευματικός Βασιλέας «των ψυχών και των σωμάτων» και όχι ο «Βασιλεύς του αιώνος τούτου». Ο Ισραήλ απαιτεί εκδίκηση κατά των Ρωμαίων, ενώ ο Ιησούς προσφέρει αγάπη. Τα Βάγια της κοσμικής δόξας προμηνύουν τα άνθη του ενταφιασμού και συνάμα τις δάφνες της νίκης και της υπερκόσμιας και ακτίστου δόξας του Σωτήρος κατά του κράτους του θανάτου. Μήπως και σήμερα ακόμη δεν βιώνεται στρεβλά η οντολογία του προσώπου του Σωτήρος Ιησού Χριστού καθώς συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της «ορθής λογικής» και της επικίνδυνα αθεολόγητης και προτεσταντικού τύπου ευσεβιστικής θρησκοληψίας; Η όντως θριαμβευτική είσοδος του Ιησού αποδεικνύει απολύτως και θαυμαστώς το «άκρως εκούσιον του θείου πάθους» για την νίκη «του θανάτου θανάτω». Υπερνικά ο θεάνθρωπος τον φόβο του θανάτου και ως παντογνώστης και καρδιογνώστης, αν και προγνωρίζει το μαρτυρικό σταυρικό τέλος του, εντούτοις εξ άκρας αγαθής επιλέγει ελευθέρως, αβιάστως και αγογγύστως την πορεία προς τον Γολγοθά για να πηγάσει από την πηγή της ζωής, την αυτοζωή, που είναι ο ενσαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Και την ώρα που ακούει το: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ», γνωρίζει ή μάλλον προγνωρίζει ότι έπεται το «άρον, άρον σταύρωσον αυτόν». Τα παράδοξα του κόσμου τούτου μέσα στο σχέδιο της «θείας οικονομίας» για την αθανατοποίηση του φθαρτού και θνητού ανθρώπου μέσα από την όντως βεβαιότητα και αλήθεια ότι «θανάτω» καταλύει «τον το κράτος έχοντα του θανάτου».

Η «ιχνηλασία» επί της μαρτυρικής οδού του θείου πάθους άρχισε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την Αγία και Μεγάλη Δευτέρα, υπογραμμίζει ότι «μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του Παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταραθείσης και ξηρανθείσης συκής».

Το παλαιοδιαθηκικό πρόσωπο του Ιωσήφ, ενός εκ των δώδεκα τέκνων του Ιακώβ, κατέστη «τύπος», «προτύπωση» και «προεικόνιση» του Ιησού Χριστού, λόγω της αγαπώσης καρδίας, ανεξικακίας και μακροθυμίας του προς τους φθονερούς, ζηλόφθονες αδερφούς του που τον επώλησαν ως σκλάβο στους Αιγυπτίους. Ο Πάγκαλος Ιωσήφ προβάλλεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως άριστο πνευματικό πρότυπο προς μίμηση από το πλήρωμα της Εκκλησίας καθώς ως σώμα Χριστού πορευόμεθα την «στενή και τεθλιμμένη οδό» προς τον του κρανίου τόπο.

Βαθύνους και ο θεολογικός και ο πνευματικός συμβολισμός μέσα από την αναφορά στο γεγονός της υπό του Κυρίου «καταραθείσης και ξηρανθείσης συκής», που ευστόχως συμβολίζει την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση, η οποία λόγω της φθοροποιού αμαρτίας δεν ήταν δυνατό να καρποφορήσει πνευματικώς και να σωθεί οντολογικώς. Το ανθρώπινο γένος, που ήταν πνευματικώς άκαρπο και απογυμνωμένο της θείας χάριτος, όπως ακριβώς η κεκοσμιμένη μόνο με άχαρα φύλλα και άνευ καρπών συκή, εσώθη ψυχοσωματικώς με τον σταυρό και την εκ νεκρών Ανάσταση του Σωτήρος και Λυτρωτού Ιησού Χριστού. Ο δε δεύτερος συμβολισμός της ακάρπου συκής σχετίζεται, σύμφωνα με την ερμηνεία των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, με την πνευματική ακαρπία του εβραϊκού γένους που εξωτερικά και επιφανειακά διεκρίνετο για τον ανούσιο ευσεβισμό και την κενόδοξη τυπολατρεία του, αλλά εσωτερικώς ήταν απογεγυμνωμένος της θείας χάριτος.

Η Εκκλησία με τους παραπάνω θεολογικούς συμβολισμούς της καλεί την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη σε πνευματικό και νηπτικό αναβαπτισμό προκειμένου να εισέλθει στον μυστικό νυμφώνα όπου νυμφαγωγός είναι ο της Εκκλησίας Νυμφίος Χριστός, ο οποίος σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, νυμφεύεται κάθε ανθρώπινη ψυχή για να την σώσει από τα δεσμά του θανάτου. Η σχέση του Νυμφίου Χριστού με την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι προσωπική και οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού. Η Εκκλησία εναγωνίως μας καλεί σε μετάνοια και προσευχή «ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού», να μη μείνουμε άκαρποι όπως η καταραθείσα και ξηρανθείσα συκή…

Καθώς ανεβαίνουμε «εις Ιεροσόλυμα», την Μ. Τρίτη «καθ’ ην μνεία ποιούμεθα της παραβολής των δέκα παρθένων», η Εκκλησία καλεί σε «πνευματική εγρήγορση», «ίνα μη μείνωμεν έξω του νυμφώνος Χριστού», όπως οι πέντε εκ των δέκα άφρονες και ράθυμες παρθένες κόρες, ενώ οι λοιπές πέντε φρόνιμες και εγρηγορούσες κόρες εισήλθαν λαμπαδοφέρουσες στους μυστικούς νυμφώνες του νυμφίου της Εκκλησίας Χριστού, στην άληκτη και άκτιστη Βασιλεία του Θεού. Προς τούτο, καθώς «ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», η Εκκλησία προτρεπτικώς ψάλλει: «Τον Νυμφίον, αδελφοί, αγαπήσωμεν, τας λαμπάδας εαυτών ευτρεπίσωμεν, εν αρεταίς εκλάμποντες και πίστει ορθή, ίνα ως αι φρόνιμοι, του Κυρίου παρθένοι, έτοιμοι εισέλθωμεν, συν αυτώ εις τους γάμους. Ο γαρ νυμφίος δώρον, ως Θεός, πάσι παρέχει τον άφθαρτον στέφανον».

Οι πέντες φρόνιμες, συνετές και γρηγορούσες παρθένες κόρες ήταν προσδεδεμένες στην αγάπη του Χριστού. Ήταν ταπεινόφρονες και μονίμως δεκτικές στην άκτιστη και μεταμορφωτική ενέργεια και χάρη του Θεού, που τις κατέστησε «δοχείον ιερόν και άγιον». Έτσι, λαμπαδοφέρουσες υπεδέχθησαν τον νυμφίο της Εκκλησίας Χριστό «εν τω μέσω της νυκτός» και εισήλθαν στους «μυστικούς νυμφώνες» της ακτίστου Βασιλείας της Τριαδικής Θεότητος. Αντιθέτως, οι άλλες πέντε κόρες, παρόλο που ήταν αγνές-παρθένες, δεν εισήλθαν στους μυστικούς νυμφώνες του Κυρίου. Γιατί άραγε; Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν με έμφαση ότι οι πέντε αυτές κόρες διακατέχονταν από την φιλαυτία και τον εγωισμό τους, που ως πνευματικές αρνητικές καταστάσεις αναιρούν τα θεόθεν δοθέντα σε αυτές τάλαντα και χαρίσματα. Ήταν μεν αγνές αλλά ταυτόχρονα ο φίλαυτος εγωισμός τους είχε αντικαταστήσει την προς τον Ιησού αγάπη. Η τραγικότητά τους συνίσταται στο γεγονός ότι ήταν αυτοεγκλωβισμένες στην φίλαυτη και αλαζονική αυτοεπιβεβαίωσή τους, η οποία είχε ως συνέπεια την «ακηδία». Έλλειπε η πνευματική εγρήγορση και κυριαρχούσε στην ύπαρξή τους η ακηδία, η οποία αποσβένει τις λαμπάδες, το φως της ψυχής. Η λάμψη των πνευματικών αρετών και της ορθής πίστεως εν αγάπη Χριστού αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εισόδευση των ανθρώπων στην Βασιλεία του Θεού. Η Εκκλησία γοερώς κηρύττει: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε» καθώς αναμένει κάθε άνθρωπο να γίνει «ομοτράπεζος» στο υπερουράνιο δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών.

Ο Χριστός είναι «ανατροπή των πάντων» και κυρίως του πνευματοκτόνου, προτεσταντικού τύπου, υποκριτικού ευσεβισμού. Καθώς η πνευματική ιχνηλασία της Μεγάλης Εβδομάδος συνεχίζεται, μας οδηγεί στην Μ. Τετάρτη «καθ’ ην μνείαν ποιούμεθα της αλειψάσης τον Κύριον μύρω (πόρνης) γυναικός». Τότε τα πάντα ανατρέπονται από τον Κύριο, ο οποίος δέχεται την μετάνοια της πόρνης γυναικός και την μυραλειψία των παναχράντων ποδών Του. Ο Κύριος χτυπά την φθοροποιό αμαρτία αλλά εναγκαλίζεται τον μετανοούντα αμαρτωλό και γι’ αυτό λέγει αψευδώς: «Πόρναι και τελώναι προάγουσιν ημάς εν τη Βασιλεία του Θεού». Η μετάνοια είναι το μεγάλο κριτήριο για τον φιλάνθρωπο Χριστό, ο οποίος διαβεβαιώνει τον πεπτωκότα άνθρωπο: «ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον».

Η συντετριμμένη πόρνη γυναίκα μεταβάλλει τον σαρκικό έρωτα σε θείο έρωτα μέσα από το φίλτρο της μετανοίας, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Αμφιλόχιος Ικονίου. Τα δάκρυα και οι στεναγμοί της γυναικός αποδεικνύουν την παντοδύναμη επενέργεια της μετανοίας μέσα στην δεκτική ψυχή της, οπότε καθιστούν και τον ίδιο τον μακρόθυμο Χριστό συνήγορο των δακρύων της πνευματικής μεταστροφής της. Οι θεοφόροι Πατέρες Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Αμφιλόχιος Ικονίου θεοπνεύστως αναφέρουν ότι η πόρνη γυναίκα με την μετάνοια αυτής κατέστη σεμνοτέρα Παρθένου κόρης και έγινε πρότυπο και καθηγητής για τους αμαρτωλούς στον τρόπο της μετανοίας που δέχεται ο Κύριος. Ο δε Ιωσήφ ο Βρυέννιος συναφώς επισημαίνει ότι: «τα δάκρυα λογίζονται ως μαρτύριον αίματος καθώς εκ της ψυχής και του έσω κόσμου της προερχόμενα». Η μεταμορφωτικώς φωτισθείσα γυνή, σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο, «αποπλένει με τα δάκρυά της τους παναχράντους πόδες του Χριστού και συνάμα αποκαθαίρει τα δικά της αμαρτήματα».

Η λύση των μαλλιών της γυναικός σε δημόσια θέα και ενώπιον ανδρών της συντηρητικής εβραϊκής κοινωνίας για να αποσμήξει τους πόδες του Ιησού, είναι έκφραση άκρας και αληθούς μετανοίας. Εύστοχα ο Αμφιλόχιος Ικονίου τονίζει ότι οι λελυμένες πλεξούδες των μαλλιών της γυναικός ενώ άλλοτε προσείλκυαν τους άνδρες στην ακολασία, τώρα αποτελούν έκφραση ταπεινώσεως και θείας αγάπης που αντιδωρίζουν την εν Χριστώ σωτηρία της.

Η σύγκριση της μετανοούσας πόρνης γυναικός με τον φιλάργυρο μαθητή Ιούδα είναι συγκλονιστική και αποκαλυπτική. Ο μεν μαθητής ως εγωιστής και πνευματικά ράθυμος γίνεται προδότης, ενώ η μετανοούσα και τεταπεινωμένη γυναίκα γίνεται «μυροφόρος» καθώς το πολύτιμο μύρο της προμηνύει τα προ του ενταφιασμού μύρα προς τον νεκρό Ιησού. Η αμαρτία συνέθλιψε την Πόρνη γυναίκα, η οποία αναζητά απεγνωσμένα μέσω της μετανοίας την αποκατάσταση της υπάρξεώς της σε κοινωνία με την αγάπη του Χριστού, ενώ ο Ιούδας με την εγωιστική βεβαιότητα της ψευδοηθικότητός του παραμερίζει την αγάπη του Κυρίου και με το πάθος της φιλαργυρίας απορρίπτει τον Σωτήρα και λυτρωτή του. Η σύγκριση εν σιωπή είναι καταλυτική…Υπερουράνια και θαυμαστά τα γενόμενα της πνευματικής ιχνηλασίας κατά την Αγία και Μεγάλη Πέμπτη «καθ’ ην μνείαν ποιούμεθα του Ιερού Νιπτήρος, του Μυστικού Δείπνου, της εν Γεθσημανή προσευχής του Κυρίου και της υπό του Ιούδα προδοσίας του Κυρίου».

Παραδίδεται εν άκρα ταπεινώσει υπό του Κυρίου το αιώνιο υπόδειγμα της διακονίας προς τους αδελφούς μέσω του γεγονότος του νιπτήρος. Ο άκτιστος, άναρχος, ατελεύτητος και παντοκράτωρ Δεσπότης Χριστός ταπεινούται και νίπτει τους πόδες των δούλων του καθώς «μαθηταίς υποδεικνύει ταπεινώσεως τύπον». Η θεοπρεπής πράξη του Κυρίου δεν αποτελεί μόνον έκφραση άκρας ταπεινώσεως αλλά συνάμα και άκρας αγάπης στην διακονία των ανθρώπων που είναι αδελφοί εντός του σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό ψάλλει η Εκκλησία: «Ο λίμνας και πηγάς και θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ημάς εκπαιδεύων αρίστην, λεντίω ζωννύμενος μαθητών και υψών ημάς από βαράθρων κακίας, ο μόνος φιλάνθρωπος».

Είναι νύχτα της ανοίξεως και υπό το φώς της λυχνίας παραδίδεται θεόθεν το «μυστήριον των μυστηρίων», το της Θείας Ευχαριστίας. Στον Μυστικό Δείπνο, πλαισιωμένος από τους μαθητές Του, ο θεάνθρωπος αυτοπροσφέρεται ως σώμα και αίμα ζωής αιωνίου. Θεοσύστατο, θεόσδοτο και θεοπαράδοτο το της θείας Ευχαριστίας μέγα μυστήριο στο οποίο οντολογικά πραγματώνεται η Βασιλεία του Θεού εν τη Εκκλησία. Ουσιαστικός και λυτρωτικός ο χαρακτήρας και η οντολογική υπόσταση της θείας Ευχαριστίας δια της οποίας συντελείται η άφεση των προσωπικών αμαρτιών εκάστου ανθρώπου και η μεταμόρφωση σύνολης της ανθρωπίνης υποστάσεως σε σώμα και αίμα Χριστού. Ο όλος άνθρωπος καθίσταται «σύσσωμος και σύναιμος Χριστώ». Έτσι ο θυσιαστικός χαρακτήρας της θείας Ευχαριστίας μετουσιώνεται σε γεγονός αναστάσιμο, δηλαδή σε γεγονός εσχατολογικής ευφροσύνης και σε πρόγευση της Βασιλείας του Θεού.

Το ζωογόνο και θεουργό αίμα του Χριστού αποκαθάρει και μεταμορφώνει τον σύνολο άνθρωπο και το «κατ’ εικόνα» αποκαθίσταται στο «αρχαίον κάλλος». Επιτυγχάνεται η τελεία ένωση θεού και ανθρώπου καθώς το λυτρωτικό αίμα του Χριστού «είναι λουτήρ καθάρσεως, αναγεννήσεως, μεταμορφώσεως και κατά χάριν θεώσεως», όπως ο ίδιος ο θεάνθρωπος αψευδώς επιβεβαιώνει ότι: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεοπνεύστως γράφει: «Λίγες σταγόνες αίματος εθεράπευσαν τις πληγές μας από την αμαρτία. Λίγες σταγόνες αίματος του Χριστού κατέπνιξαν τον θάνατο και την αμαρτία. Λίγες σταγόνες αίματος μας ενέδυσαν την Αθανασία». Ο δε Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «Έδωσε τον ίδιο τον εαυτό του ως αντάλλαγμα στο θάνατο που μας εκρατούσε αιχμαλώτους, δούλους της αμαρτίας. Κατέβη μέσω του Σταυρού στον Άδη, για να μην υπάρχει, για να μη μείνει πια τόπος και σπιθαμή γης που να μην την έχει πληρώσει με το αίμα Του και με το σώμα Του. Έτσι έλυσε τους πόνους του θανάτου». Τούτο επιβεβαιώνει και η Εκκλησία ψάλλουσα: «Συνεσθίων, Δέσποτα, τοις μαθηταίς σου, μυστικώς εδήλωσας την παναγίαν σου σφαγήν, δι’ ης φθοράς ελυτρώθημεν οι τα σεπτά σου τιμώντες παθήματα».

Την ίδια νύκτα, την νύκτα της προδοσίας και της παραδόσεως του αναμάρτητου και ανεξίκακου Χριστού, συντελείται η συγκλονιστικότερη σκηνή προ του θείου δράματος. Η ύστατη προσευχή εν Γεθσημανή, όπου εναγωνίως και εκτενώς προσεύχεται ο αμνός του Θεού. Η απόγνωση του ανθρώπου Χριστού ενώπιον του βεβαίου γεγονότος του σταυρικού θανάτου, το οποίο προγνωρίζει. Η περιγραφή των σχετικών Ευαγγελικών περικοπών είναι άκρως αποκαλυπτική: «Τότε λέγει αυτοίς ο Ιησούς. Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου. Μείνατε ώδε και γρηγορείτε μετ’ εμού. Και προελθών μικρόν έπεσε επί πρόσωπον αυτού προσευχόμενος και λέγων. Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ. Ώφθη δε αυτώ άγγελος απ’ ουρανού ενισχύων αυτόν. Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην». Οι άνθρωποι κάθε εποχής βλέπουμε στο πρόσωπο του εναγωνίως προσευχομένου Ιησού, την δική μας υπαρξιακή αγωνία ενώπιον του θανάτου. Προς στιγμήν, εξαιτίας του «πειρασμού και λογισμού» προ του μαρτυρίου, η ανθρώπινη φύση του Ιησού φαίνεται να συστέλλεται προ του θανάτου, αλλά η θεϊκή φύση Του συγκρατεί την ανθρώπινη αδυναμία προκειμένου να συντελεσθεί το απολυτρωτικό έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου Γένους διά της «θανάτω» θανατώσεως του θανάτου. Αίμα και ιδρώτας της αγωνίας και ψυχικής πάλης του Ιησού, κατ’ άνθρωπον, καθώς ευρίσκεται αντιμέτωπος με την σκληρή κρίση της χρήσης του «αυτεξουσίου», της ελευθερίας της επιλογής του θανάτου. Εκουσίως, αβιάστως και ελευθέρως ο παντοδύναμος Χριστός επιλέγει το σταυρικό μαρτύριο και ως τέλειος Θεός υπερνικά την νομοτέλεια της ανθρώπινης φύσης, η οποία συγκλονίζεται και οι θρόμβοι του αίματος αρδεύουν καθαρτικά την σύμπασα πλάση.

Την υπερφυή και εν αφάτω μυστηρίω εξελισσόμενη Μεγάλη νύχτα στον κήπο των ελαιών αναταράσσει το «πικρό φίλημα» του Ιούδα κατά την ώρα της προδοσίας και της παραδόσεως του Διδασκάλου «εις χείρας ανόμων». Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν την τραγική σκηνή της συναντήσεως μαθητού και Διδασκάλου αναφέρουν ότι ο φιλάργυρος φίλαυτος μαθητής απεκδύεται τον σωτήρα και λυτρωτή του, και ενδύεται τον μισάνθρωπο απατεώνα Διάβολο. Σφραγίζει την ύπαρξή του με το τυφλωμένο πάθος του και οδηγεί στα φρικτά πάθη τον απαθή θεάνθρωπο, ο οποίος ως φιλάνθρωπος πονά για τον «υιό της απωλείας» παρά για το δικό του μαρτυρικό τέλος. Μέχρι την εσχάτη στιγμή αναμένει εναγωνίως την μετάνοια και μεταστροφή του μαθητού και διακαώς επιποθεί την σωτηρία του Ιούδα. Πέλαγος και ωκεανός η αγάπη και η φιλανθρωπία του μακρόθυμου σωτήρος Χριστού.

Και τώρα ο κριτής των πάντων κρίνεται και κατακρίνεται καθώς ξημερώνει η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή «καθ’ ην επιτελούμεν ανάμνησιν των αγίων και σωτηρίων παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Πάθη και Σταυρός, Σταυρός και θάνατος, θάνατος και απαρχή της ζωής των κεκοιμημένων. Τα πάθη του Χριστού σώζουν τον πεπτωκότα στα πάθη άνθρωπο και η Εκκλησία ψάλλουσα μας ενθαρρύνει: «τα πάθη τα σεπτά τη παρούσα ημέρα ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω κόσμω». Ο δε Απόστολος των εθνών Παύλος κραταιά φωνή διακηρύττει: «Αδελφοί, ο λόγος του Σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστί». Οι πληγές, τα επί του θείου σώματος στίγματα, οι μώλωπες του αναμάρτητου αμνού Ιησού Χριστού γίνονται πηγές σωτηρίας, μεταμορφώσεως και ανακαινίσεως του πεπτωκότος ανθρώπου. Γι’ αυτό ακριβώς ο Προφήτης Ησαΐας ευστόχως υπογραμμίζει: «τω μώλωπι αυτού, ημείς ιάθημεν». Και τούτο συμβαίνει διότι εκουσίως και ελευθέρως ο Χριστός οικειόθηκε το δικό μας πρόσωπο και αποκαθάρισε σύνολη την ύπαρξή μας υπό το άκτιστο φως του δικού του προσώπου και με το καθάρσιο και σωτήριο αίμα Του.

Ο Χριστός είναι το «εθελόθυτον θύμα» και η σταυρική του θυσία γεννά την ελευθερία του ανθρώπου από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, αφού επί του Σταυρού νεκρούται η αμαρτία και ο θάνατος. Με το αίμα του Χριστού πληρώνονται τα « λύτρα», εξαγοράζεται ο θάνατος, μεταμορφώνεται και ανακαινίζεται ο σύνολος άνθρωπος. Το αίμα Του κατέπνιξε τον θάνατο και ανέπλασε τον άνθρωπο. Επί του σταυρού «έσχισε» το χειρόγραφο της αμαρτίας, διέγραψε τα «χρέη» μας και μας έφερε σε «καταλλαγή» με τον Θεό προκειμένου να μας καταστήσει «κατ’ υιοθεσίαν» υιούς και θυγατέρες Θεού. Ο Μ. Αθανάσιος γράφει θεοπνεύστως: «έλαβε τον κάλαμον για να σβύσει το χειρόγραφον των αμαρτιών μας και να υπογράψει βασιλικώς με το κόκκινο αίμα του το χειρόγραφο των αμαρτιών μας». Άπλωσε επί του Σταυρού τις πανάχραντες χείρες του και επισυνήγαγε τους εκ της αμαρτίας διασκορπισθέντες μακράν του Θεού ανθρώπους. Συμπληρώνει δε σχετικά και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Σταυρώ προσηλώθης η άμπελος η αληθινή, ετρύγησαν τα έθνη».

Και εκεί που το «τετέλεσται» μας αφήνει προς στιγμήν αποκαρδιωμένους για την «κατ’ επίφασιν» νίκη του θανάτου, έρχεται η Εκκλησία ψάλλουσα να μας αναπτερώσει στο φρόνημά μας καθώς διακηρύττει: «Εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω σου αίματι, τω σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις, Σωτήρ ημών, δόξα σοι». Ήδη το κράτος του θανάτου διελύθη. Ανέτειλε λοιπόν το Άγιον και Μέγα Σάββατον «καθ’ ο εορτάζομεν την θεόσωμον ταφήν και την εις άδου κάθοδον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ο Χριστός επί του Σταυρού με τον μαρτυρικό θάνατό του, με το «τετέλεσται» ολοκληρώνει και το λυτρωτικό έργο του υπέρ ημών. Φαίνεται απατηλά ότι ο θάνατος ενίκησε, η φθορά επικράτησε… όχι όμως. Ο θάνατος πλανήθηκε, εξαπατήθηκε διότι όπως ζωηρά αναφέρει ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης: «Επί του Σταυρού άνθρωπος μεν το φαινόμενον, θεός δε το κρυπτόμενον».

Σήμερα η θεόσωμος ταφή του Κυρίου γίνεται πρόξενος χαράς, αγαλλιάσεως, ευφροσύνης, καθώς η Ανάσταση στον κάτω κόσμο, στο κράτος του Άδου, ήδη είναι γεγονός. Η εις Άδου κάθοδος είναι ήδη Ανάσταση, όπως μοναδικά και ανεπανάληπτα απέδωσε η Ορθόδοξη Βυζαντινή αγιογραφία την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού με την «Εις Άδου Κάθοδον» Αυτού. Τούτο επιβεβαιώνει αψευδώς και η θεόπνευστη υμνογραφία της Εκκλησίας μας, η οποία ψάλλει: «ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον άδην ενέκρωσας τη αστραπή της Θεότητος. Ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας πάσαι αι δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον. Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα σοι».

Ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός κατέρχεται στα κατώτατα της γης, στο κράτος του Άδου και αποκαλύπτει στους απ’ αιώνων κεκοιμημένους, δικαίους και αμαρτωλούς, την θεότητά του, κηρύττει την αλήθεια της νίκης του θανάτου και συντελεί την απελευθέρωση του «γένους των Βροτών». Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει: « υπερήφανον όφιν (διάβολον) συ Χριστέ εταπείνωσας, ταπεινώσει καρδίας ξύλω ανυψούμενος. Ύψιστε Θεέ και Αδάμ τον τοις πάθεσιν, τεταπεινωμένον ανύψωσας, οικτίρμον». Ο Σταυρός και ο ενταφιασμός του Κυρίου, σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο αποτελεί για το γένος των ανθρώπων «εορτή και πανήγυρη, διότι καταργείται το του θανάτου κράτος και εξαλείφεται η του διαβόλου πλάνη».

Στην βυζαντινή αγιογραφία η «Εις Άδου κάθοδος» απεικονίζει τον νικητή του θανάτου Ιησού να αίρει από τα έγκατα της γης, από το σκότος των φυλακών του Άδου, δύο πρόσωπα, τον Αδάμ και την Εύα, και στο πρόσωπό τους το σύνολο του ανθρωπίνου Γένους που ο θάνατος από αιώνων κρατούσε ως λάφυρο. Ο Παράδεισος ήταν κλειστός καθώς οι ψυχές δικαίων και αμαρτωλών είχαν κοινό «τόπο» φυλακίσεως που δεν ήταν άλλος από τα «καταχθόνια της γης» δεσμωτήρια του κράτους του θανάτου. Ο Χριστός αναγεννά τον «νέο άνθρωπο» ψυχοσωματικά και τον αθανατοποιεί οντολογικά. «Ο νέος Αδάμ» και «νέα Εύα» είναι τα αναστημένα εν Χριστώ πρόσωπα, ο «καινός άνθρωπος».

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο περιγράφοντας τα όσα θαυμαστά συντελούνται υπό του Κυρίου στο κράτος του θανάτου, αναφέρει: «Έφθασε λοιπόν ο θάνατος, και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος (τον Χριστόν ως άνθρωπον) περιεπλέχθη στο αγκίστρι της αναμάρτητης και ζωοποιού θεότητος, και αφού εγεύθη σώμα θεωμένο καταστρέφεται και όλους τους ανιστά, αυτούς που είχε καταπιεί. Γιατί όπως το σκότος με την εμφάνιση του φωτός εξαφανίζεται, έτσι και η φθορά απομακρύνεται με την επίθεση της ζωής. Και γίνεται ζωή για όλους, φθορά γι’ αυτόν που φθείρει». Και επιπροσθέτως θεολογεί ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδη μετά ψυχής, ως Θεός, εν παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος».

Ιδού, οι πρώτες αχτίδες της χαραυγής της «νέας ζωής» προβάλλουν στον ορίζοντα και λούζουν το «κενό μνημείο» όπου τα κενά σπάργανα του ενταφιασμού πιστοποιούν ότι ο «πρωτότοκος των νεκρών» ανέστη και ζωή αιώνια πολιτεύεται. Όλη η έλλογη και άλογη κτίση αναβοά: «Τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια». Η δε Εκκλησία μας καλεί ψάλλουσα: «Δεύτε του καινού της Αμπέλου γενήματος, της θείας ευφροσύνης, εν τη ευσήμω ημέρα της εγέρσεως, Βασιλείας τε Χριστού κοινωνήσωμεν, υμνούντες αυτόν ως Θεόν εις τους αιώνας». Ανέτειλε πια η Κυριακή του «Καινού Πάσχα».

Η υπερουράνια τράπεζα της Βασιλείας του Θεού στρώθηκε και πρόσκληση ανοικτή μέσα στους αιώνες απευθύνεται σε όλο το ανθρώπινο γένος, καθώς «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν». Το κενό μνημείο διακηρύττει αψευδώς ότι «Χριστός ανέστη και Άδης εσκυλεύθη». Το λάφυρο της νίκης μόνο ένα, ο άνθρωπος. Τώρα το κενό μνημείο εν σιωπή μας προσκαλεί: «έρχου και ίδε». Η απόλυτη σιωπή και φως, παντού φως, μόνο φως. Ανέστη Χριστός…και οι άνθρωποι ως άλλοι παίδες ενθουσιωδώς και μεγαλοφώνως αποκρίνονται: Αληθώς Ανέστη…
Πηγή

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Τροπάριον τοῦ Ὄρθρου
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος,
ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός·
ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες,
τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες,
σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν·
Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις,
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στιχηρὰ Ἰδιόμελα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου
Κύριε, ἡ φωνή σου κατέλυσε, τοῦ ᾍδου τὰ βασίλεια,
καὶ ὁ λόγος τῆς ἐξουσίας σου, ἤγειρεν ἐκ τάφου τετραήμερον,
καὶ γέγονεν ὁ Λάζαρος, τῆς παλιγγενεσίας, προοίμιον σωτήριον.
Πάντα δυνατά σοι Δέσποτα, τῷ πάντων Βασιλεῖ,
δώρησαι τοῖς δούλοις σου, ἱλασμὸν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας που περιγράφει την Ανάσταση του Λαζάρου:
κατά Ιωάννην, κεφάλαιο ια, 1-45.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ολοκληρώνεται και καταλήγει σε δυο λαμπρές, εόρτιες ημέρες, ή μάλλον σε μια διπλή εορτή. Είναι το Σάββατο του Λαζάρου, κατά το οποίο μνημονεύουμε την έγερση του επιστήθιου φίλου του Χριστού Λαζάρου, και η Κυριακή των Βαΐων, που εορτάζουμε τη θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα έξι μέρες πριν προδοθεί και υποστεί το σταυρικό θάνατο. Κατά τις δύο αυτές λαμπρές ημέρες η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει το αυθεντικό νόημα της εθελούσιας θυσίας του Χριστού και του λυτρωτικού Του θανάτου, πριν εισέλθουμε στη θλίψη και το σκοτάδι του πάθους, πριν ξαναγίνουμε μάρτυρες της οδύνης του Χριστού.Ο Χριστός βρισκόταν μακριά από την Ιερουσαλήμ όταν πέθανε ο Λάζαρος, και μόλις τέσσερις μέρες αργότερα έφθασε στη Βηθανία όπου συνάντησε τις αδελφές του Λαζάρου, τη Μάρθα και τη Μαρία, και τους στενοχωρημένους και κλαμένους φίλους του. Το ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννη εξιστορεί με λεπτομέρειες αυτή τη συνάντηση, αρχίζοντας από τη συζήτησή Του με τη Μάρθα και τη Μαρία.
Και οι δυο τους λένε στο Χριστό, «Κύριε ει ης ώδε, ουκ αν απέθανέ μου ο αδελφός» (Ιωαν. 11, 32). Και ο Χριστός απαντά: «αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιωαν. 11, 23). Άσχετα όμως από αυτή την απάντηση, όταν είδε το κλάμα των αδελφών και των φίλων τους, ο Ίδιος «ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν αυτόν...» (Ιωαν. 11, 36). Ο Χριστός διέταξε να απομακρυνθεί η πέτρα που σκέπαζε τον τάφο. Και όταν αφαιρέθηκε η πέτρα, «φωνή μεγάλη εκραύγασε Λάζαρε, δεύρο έξω, και εξήλθεν ο τεθνηκώς δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις...» (Ιωαν. 11, 43- 44). Ποιο είναι το νόημα αυτού του γεγονότος που η Εκκλησία γιορτάζει τόσο λαμπρά, τόσο πανηγυρικά, τόσο νικητήρια το Σάββατο του Λαζάρου; Πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε τη θλίψη και τα δάκρυα του Χριστού με τη δύναμη να εγείρει τους νεκρούς;
Με ολόκληρο τον εορτασμό η Εκκλησία επαναλαμβάνει πως ο Χριστός κλαίει επειδή, βλέποντας το θάνατο του φίλου Του, βλέπει επίσης και τη ΝΙΚΗ του θανάτου πάνω σ' ολόκληρο τον κόσμο, βλέπει πως ο θάνατος, που δε δημιουργήθηκε από το Θεό, σφετερίστηκε το θρόνο Του και τώρα κυριαρχεί στον κόσμο, δηλητηριάζοντας τη ζωή, μετατρέποντας τα πάντα σε άσκοπο ρεύμα ημερών που κυλούν ανελέητα προς την άβυσσο. Κατόπιν έρχεται η εντολή, «Λάζαρε, δεύρο έξω»! Εδώ έχουμε το θαύμα της αγάπης που θριαμβεύει πάνω στο θάνατο, ακούμε μια εντολή που αναγγέλλει τον πόλεμο του Χριστού κατά του θανάτου, μια υπόσχεση πως ο ίδιος ο θάνατος θα καταστραφεί και θα εξαφανιστεί. Ο ίδιος ο Χριστός, που σημαίνει ο ίδιος ο Θεός, η ίδια η αγάπη και η ζωή, για να καταστρέψει το θάνατο και το σκοτάδι του, κατεβαίνει στον τάφο, για να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο το θάνατο, για να τον εκμηδενίσει και να μάς χαρίσει την αιώνια ζωή την οποία ο Θεός μάς δημιούργησε να κατέχουμε.
Από το βιβλίο
«Εορτολόγιο – Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος» Αλέξανδρος Σμέμαν Εκδ. Ακρίτας
Το Σάββατο του Λαζάρου – Ήπειρος
Άρθρο του Συλλόγου Ηπειρωτών Αγίων Αναργύρων «Ο ΠΥΡΡΟΣ»
Απ' τα χαράματα την ημέρα του Λαζάρου, το χωριό άλλαζε τόνο ζωής. Στις γειτονιές αντιλαλούσε ο σκοπός του Λάζαρη με τις γλυκιές και πολλές φορές παράφωνες φωνές των μικρών. Τα παιδιά από πολλές μέρες πριν βρίσκονταν στο πόδι. Έπρεπε να εξασφαλίσουν τη συντροφιά για το Λάζαρη! Ποτέ δεν πήγαινε κανένας μόνος. Έφτιαχναν συντροφιές δύο τριών ατόμων για καλύτερη απόδοση στο τραγούδι.
Τα κάλαντα αυτά ήταν η πρώτη ευκαιρία να ψάξουν οι μικροί να βρουν το Βλάμη τους κι από τότε συνδέονταν για να παραμείνουν Βλάμηδες σε όλη τους τη ζωή. Μόλις έβρισκαν τη συντροφιά, το Βλάμη, ή τους Βλάμηδες, άρχιζαν την προπαίδεια για το τραγούδισμα των καλάντων, να μάθουν και τα λόγια, να τα τραγουδούν κι ωραία.
Τρίτη φροντίδα τους ήταν να βρουν το καλάθι για τ' αυγά. Λάζαρης σήμαινε αυγά, γιατί αυγά έδιναν οι νοικοκυρές. Ύστερα κατάστρωναν το σχέδιο πορείας στα σπίτια, από που θα αρχίσουν και που θα τελειώσουν. Τα παιδιά ήξεραν ποια θα δώσει και ποια είναι τσιγκούνα, ποια θα δώσει αυγά και ποια σύκα ή καρύδια ή μύγδαλα ή ζαχαρικά αλλά και ποιες πόρτες θα βρουν κλειστές.
Το καλάθι ήταν το κυρίαρχο στοιχείο, χωρίς καλάθι δεν πήγαινε κανένας για κάλαντα. Υπήρχαν δύο είδη καλαθιών που χρησιμοποιούσαν για το Λάζαρη. Το ένα το κυλινδρικό το συνηθισμένο με το χερούλι από πάνω και το άλλο το κομψό "σπόρτα" σε σχήμα αυγοειδές με το χερούλι από πάνω κολλημένο στις δύο άκρες της έλλειψης. Τα έφτιαχναν μόνοι τους οι μεγαλύτεροι, που πήγαιναν στο σχολείο, με βέργες ιτιάς που τις μάζευαν στην Τύρια και τον Καλαμά το καλοκαίρι και τις είχαν έτοιμες για να τις χρησιμοποιήσουν. Την παραμονή το απόγευμα όλα ήταν έτοιμα. Μέσα στο καλάθι ο καθένας της παρέας έβαζε ένα αβγό, για φόλι, ώστε να βλέπουν οι κυράδες την επόμενη μέρα ότι κι οι άλλες έδωσαν αυγό για να παρακινηθούν να δώσουν κι αυτές. Για να μη σπάνε τα αυγά μέσα στο καλάθι έβαζαν λίγο κοπανισμένο λινάρι, ή λίγο μαλλί ή άν δεν είχαν απ' αυτά έβαζαν λίγα άχυρα.
Από νωρίς το πρωί παρέες – παρέες αρχίζανε να λένε τα κάλαντα διασταυρώνονταν στους δρόμους, έκαναν απολογισμούς τι μάζεψαν και τι απομένει ακόμα να μαζέψουν, ποιος μάζεψε περισσότερα και γιατί και ποιος στο τέλος θα βρεθεί με τα περισσότερα αυγά. Το μεσημέρι γινόταν η μοιρασιά με απόλυτη δικαιοσύνη, ένα σου κι ένα μου. Μετά τη μοιρασιά τα αυγά πήγαιναν στο σπίτι να παραδοθούν στη μητέρα με εξαίρεση ένα δύο που πήγαιναν στον μπακάλη του χωριού για λίγο χαλβά.
Στα κάλαντα έλεγαν πολλές φορές τα εξής λόγια σαν εισαγωγή:
Αυτού στα σπίτια τα ψηλά/ τα μαρμαροχτισμένα/ μέσα κοιμάται ο Νούτσικος με την Αρχοντοπούλα ...........................................
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια/ ήρθε κι ο Χριστός από τη Βαθανία/Μάρθα κλαίει και Μαρία/ Λάζαρον τον αδελφόν τους./ Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου/ Κύριέ μου και Θεέ μου/δε θα πέθαιν΄ο αδελφός μου/ και ο φίλος ο δικός Σου./ Βλέπει ο Χριστός το μνήμα/ και δακρύζει παραχρήμα/ Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου/ φίλε μου κι αγαπητέ μου./ Ήρθε ο Λάζαρος........................ Πες μας Λάζαρε τι είδες/ εις τον Άδην που επήγες./ είδα φόβους, είδα τρόμους/ είδα βάσανα και πόνους.
το είδαμε εδώ

«ΦΘΑΣΑΝΤΕΣ ΠΙΣΤΟΙ ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΠΑΘΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

«ΦΘΑΣΑΝΤΕΣ ΠΙΣΤΟΙ ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΠΑΘΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» 
Για μια ακόμα φορά, με τη χάρη του Θεού, οδεύουμε στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, στην ιερότερη εορτολογική περίοδο του έτους. Για μια ακόμη φορά θα ακολουθήσουμε τα ίχνη του Νυμφίου της Εκκλησίας μας Χριστού και θα γίνουμε συνοδοιπόροι του Θείου Πάθους Του. Σύμφωνα με τον ιερό υμνογράφο, καλούμαστε όπως «συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι΄αυτόν ταις του βίου ηδοναίς΄ ίνα και συζήσωμεν αυτώ». Με αυτή την προϋπόθεση θα γίνουμε πραγματικοί κοινωνοί της Αναστάσεώς Του. Μόνο έτσι θα νοιώσουμε πραγματικά τη χαρά της Θείας Εγέρσεως.
Η αφετηρία αυτής της τόσο σημαντικής εορτολογικής περιόδου είναι πανάρχαια και ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Η νηστεία και η πνευματική προετοιμασία των πιστών της αρχαίας Εκκλησίας είναι πιθανόν να έχει καθιερωθεί από τους ίδιους τους Αποστόλους, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου προς αυτούς: «Ελεύσονται δε ημέραι, όταν απαρθή απ΄αυτών ο νυμφίος και τότε νηστεύσουσιν» (Ματθ.9:15). Ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας (+264) μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εορτασμό της Μεγάλης Εβδομάδος τον 3ο αιώνα. Ιδιαίτερα κατατοπιστική είναι η προσκυνήτρια Αιθερία (5ος αιώνας), η οποία στο περίφημο Οδοιπορικό της στους Αγίους Τόπους μας πληροφορεί πώς η Ιεροσολυμίτικη Εκκκλησία εόρταζε τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στα πρωτοχριστιανικά χρόνια.  
          Σύμφωνα με το ιερό Χρυσόστομο «Μεγάλην καλούμεν την Εβδομάδα, ουκ επειδή πλέον έχει το μήκος των ωρών΄ και γαρ εισί έτεραι πολλώ μείζους ώρας έχουσαι΄ ουκ επειδή πλείους ημέρας έχει΄ και γαρ ο αυτός αριθμός και ταύτης και ταις άλλαις πάσαις. Τίνος ουν ένεκεν μεγάλην ταύτην καλούμεν; Μεγάλα τινά και απόρρητα τυγχάνει τα υπάρξαντα ημίν εν αυτή αγαθά. Εν γαρ ταύτη ο χρόνιος ελύθη πόλεμος, θάνατος εσβέσθη, κατάρα ανηρέθη, του διαβόλου η τυραννίς κατελύθη, τα σκεύη αυτού διερπάγη, Θεού καταλλαγή προς ανθρώπους γέγονεν» (Ομιλ.30, Εις Γένεσιν,P.G.53,273). 
       Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα σπουδαιότατο σταθμό πλουσίου πνευματικού ανεφοδιασμού των ψυχών μας. Η μνεία των ιερών γεγονότων μαζί με τις θεσπέσιες ακολουθίες των αγίων ημερών, δημιουργούν ατμόσφαιρα κατάνυξης και περισυλλογής. Τα ’για και Σεπτά Πάθη του Χριστού μας ελάχιστες ψυχές ανθρώπων αφήνουν ασυγκίνητες. Μόνο οι πωρωμένοι από την αμαρτία και το κακό ελάχιστοι άνθρωποι παραμένουν απαθείς τις άγιες αυτές ημέρες. Το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι μάλλον θα μπορούσε κάποιος να τους χαρακτηρίσει αδιάφορους, αυτές τις άγιες ημέρες κατακλύζουν τους ναούς με τη «Σύνοψη» στο χέρι να σιγοψάλλουν μαζί με τους ψάλτες τους ύμνους των ιερών ακολουθιών.
       Πρέπει να επισημάνουμε σε αυτούς που δεν γνωρίζουν την εκκλησιαστική τάξη, πως η Εκκλησία μας έχει καθιερώσει τη Μ. Εβδομάδα να τελείται ο Όρθρος της ημέρας το προηγούμενο βράδυ, π.χ. ο Όρθρος της Μ. Δευτέρας τελείται το βράδυ της Κυριακής, ο Όρθρος της Μ. Τρίτης το βράδυ της Μ. Δευτέρας κ.ο.κ. Αυτό γίνεται για να μπορούν οι εργαζόμενοι πιστοί  να συμμετέχουν στις ιερές ακολουθίες.
       Η δομή της Μεγάλης Εβδομάδος είναι ακριβώς η αναπαράσταση της τελευταίας εβδομάδος της επί γης παρουσίας του Χριστού μας. Κάθε ημέρα «μνείαν ποιούμεθα», όπως αναφέρει το ιερό συναξάρι, κάποιου από εκείνα τα σωτήρια γεγονότα. Τη Μεγάλη Δευτέρα τιμάμε μια μεγάλη προσωπικότητα της Π.Δ. τον Ιωσήφ τον Πάγκαλο, ο οποίος είναι ο ίδιος, με τα άδικα παθήματά του, τύπος του Χριστού  και επίσης ενθυμούμαστε το γεγονός της «ξηρανθείσης συκής» από τον Κύριο, ως ζωντανή προτροπή στους πιστούς για παραγωγή πνευματικών καρπών. Τη Μεγάλη Τρίτη ενθυμούμαστε τις διδακτικότατες παραβολές των Δέκα Παρθένων και των Ταλάντων, οι οποίες έχουν υψίστη σημασία για τη σωτηρία μας, υπενθυμίζοντάς μας την φοβερή και αδέκαστη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Την Μ. Τετάρτη τιμάμε τη μετάνοια της αμαρτωλής γυναικός, η οποία άλειψε με μύρο από ευγνωμοσύνη τα πόδια του Κυρίου, λίγο πριν το Πάθος Του και ακόμα τη μέρα αυτή θυμόμαστε την προδοσία του άθλιου Ιούδα. Τη Μ. Πέμπτη εορτάζουμε τα σωτήρια γεγονότα που συνέβηκαν κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, τον ιερό Νιπτήρα, την παράδοση της Θείας Ευχαριστίας, την Αρχιερατική Προσευχή του Κυρίου και την σύλληψη του Κυρίου. Την Μ. Παρασκευή προσκυνούμε τα άγια και σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Το Μ. Σάββατο τιμάμε τη θεόσωμο Ταφή του Κυρίου μας και την εις ’δου Κάθοδόν Του.
      «Αι μνήμαι και τα γεγονότα των ημερών της Μ. Εβδομάδος, γράφει σύγχρονος λόγιος κληρικός, έχουν ορισθή κατά την ιστορικήν των σειράν, ώστε δι' αυτών να δύνανται οι Χριστιανοί να παρακολουθούν, ως να είσαν παρόντες, πρώτον την πορείαν του Κυρίου προς το πάθος, έπειτα αυτό το πάθος και την ταφήν και τέλος την ανάστασίν του» (Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, έκδοσις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1990, σελ.10).
     Οι άγιοι Πατέρες στόλισαν τη Μ. Εβδομάδα με υμνολογικό περιεχόμενο υψίστης ποιητικής και μουσικής αξίας. Οι μεγαλύτεροι υμνογράφοι της Εκκλησίας μας, εμπνευσμένοι από το Θεό, με πίστη και ευλάβεια, συνέθεσαν για τη Μεγάλη Εβδομάδα ύμνους ύψιστης θεολογικής και αισθητικής αξίας.  Η υμνολογία της Μ. Εβδομάδος αποτελεί το απόγειο της παγκοσμίου ποιήσεως. Μεγάλοι μουσουργοί έντυσαν αυτούς με έξοχη μελωδία.  Ποια ανθρώπινη καρδιά δεν μένει ασυγκίνητη στο άκουσμα του κατανυκτικού τροπαρίου «Ιδού ο Νημφίος έρχεται», ή του άφθαστου δοξαστικού «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», η του συγκλονιστικού καθίσματος «Σήμερον Κρεμάται επί ξύλου», ή του περίφημου δοξαστικού «Εξέδυσάν με τα ιματιά μου» ή των μελωδικότατων εγκωμίων του Επιταφίου «Η Ζωή εν τάφω»;
      Η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί αυτές τις ημέρες να βιώσουμε με συντριβή και κατάνυξη τα άγια και σεπτά Πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Καλούμαστε να γίνουμε συνειδητοί κοινωνοί των παθημάτων του Λυτρωτή μας, διότι έτσι θα νοιώσουμε το μέγεθος της θείας αγάπης και φιλανθρωπίας. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε πως «ου φθαρτοίς αργυρίω ή χρυσίω ελυτρώθημεν εκ της ματαίας αναστροφής πατροπαραδότου, αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού» (Α΄Πέτρ.1:19-20). Η σωτηρία μας είναι αποτέλεσμα των Παθημάτων και της αδίκου Θυσίας του Κυρίου μας, καθ ότι «τας αμαρτίας ημών αυτός ανήνεγκεν εν τω σώματι αυτού επί το ξύλον, ίνα ταις αμαρτίαις απογενόμενοι τη δικαιοσύνη ζήσωμεν» (Α΄Πετρ.2:24). Ο Χριστός «υπέρ πάντων απέθανεν ... ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Ρωμ.5:15). Αυτό προϋποθέτει η βίωση από μέρους μας των σωτηρίων Παθημάτων του Λυτρωτή μας Χριστού να μην είναι τυπική ή μόνο συναισθηματική, αλλά πρέπει να είναι καθολική οντολογική μέθεξη των σωτηριωδών ενεργειών, οι οποίες απορρέουν από «τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ.12:2).   

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...