Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Ο Κύριος ερχόμενος σέ τρείς περιόδους π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου

Ωσαννά! Ευλογημένος ο Ερχόμενος!
Χριστιανοί μου, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Ερχόμενος διότι έτσι Τον αποκαλούσαν οι προφήτες, έτσι Τον απεκάλεσε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, «ο οπίσω μου Ερχόμενος», έτσι Τον ζητωκραύγασαν οι όχλοι σήμερα με τα βαϊα των φοινίκων, λέγοντες και κράζοντες «Ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Και τέταρτον και στο βιβλίον της Αποκαλύψεως, στο τέταρτο στίχο του πρώτου κεφαλαίου, μας βεβαιώνεται με το στόμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Ην ο Ων και ο Ερχόμενος».
Ο Ιησούς όμως είναι ερχόμενος σε τρείς χρονικάς περιόδους.
Η πρώτη είναι όταν ήρθε στον κόσμο, γενόμενος εκ γυναικός, εκ της Παρθένου Μαριάμ, της Υπεραγίας Θεοτόκου, και έλαβε σάρκα και οστά, ψυχή και σώμα, την ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, γενόμενος τέλειος άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι και τέλειος Θεός διά την ημών σωτηρίαν.
Η Δευτέρα περίοδος είναι ο πάντοτε Ερχόμενος σε κάθε άνθρωπο που δεν είναι βαπτισμένος, δια μέσου του Ευαγγελίου και της όλης Καινής Διαθήκης, του κηρύγματος και της κατηχήσεως, στη μοναδική αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως.
Άλλωστε «η πίστις εξ ακοής».
Αλλά και σε μας όμως, τους βαπτισμένους Ορθοδόξους Χριστιανούς, είναι ο Χριστός Ερχόμενος, με το όλο αγιαστικό και σωστικό έργο της Εκκλησίας Του, και μάλιστα δια μέσου της Θείας Λατρείας, και ειδικότερα της Θείας Κοινωνίας.
Για τη Θεία Λειτουργία, έχουμε μιλήσει εκατοντάδες φορές, και υπάρχει ολοκληρωμένη ανάλυση στο βιβλίο, «Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία», όπου κανείς τα βρίσκει όλα.
Και η Τρίτη χρονική περίοδος, ως Ερχόμενος ο Κύριος, είναι όταν μελλοντικά θα έλθει με όλη Του τη Δόξα για να κρίνει ζώντας και νεκρούς, κατά την Δευτέραν αυτού φρικτή Παρουσία.
Το ομολογήσαμε και προηγουμένως, όταν απαγγείλαμε όλοι μαζί, το Σύμβολον της Πίστεως, και το πιστεύουμε αυτό που ομολογήσαμε, «και πάλιν Ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Και τότε οι μεν δίκαιοι, εκείνοι δηλαδή που θα σωθούν από μας, θα φωνάξουν με αγαλλίαση και χαρά μεγάλη, «Ωσαννά Ευλογημένος ο Ερχόμενος ο Δίκαιος Κριτής».
Οι δε αμετανόητοι αμαρτωλοί, θα βουβαθούν, μη έχουν τι απολογηθήναι ενώ θα τους καταλαμβάνει μέγας και αιώνιος τρόμος.
Το μόνο που θα μας σώσει είναι η μετάνοια, και η επιστροφή μας στην Εκκλησία, στους κόλπους της Εκκλησίας, στους κόλπους της Ορθοδόξου Ελλαδικής Εκκλησίας.
Δεν είναι οι ναοί μας γεμάτοι, είναι άδειοι.
Διότι από τους εκατό έρχεται ο ένας, οι άλλοι ενενήντα εννιά που;
Ο Χριστός δεν είναι ένα ακίνητος Θεός, σαν τους ψεύτικους Θεούς του Ολύμπου, ακίνητος σαν κολώνα, σαν κι αυτούς τους θεούς τους πέτρινους, τους ξύλινους, τους κέρινους, τους αργυρένιους ή και τους χρυσούς, όπως τους περιγράφει ο προφήτης Δανιήλ.
Όλους αυτούς τους έπλασε κατά καιρούς η ανθρώπινη φαντασία, και θέλουν ξανά στις ημέρες μας να τους ξανασερβίρουν.
Αλλά είναι Θεός αληθινός, που σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι Θεός.
Και που δεν εγκατέλειψε το πλάσμα Του, όταν αυτό έπεσε.
Είναι ο καλός ποιμένας που δεν αδιαφορεί για το απολωλός πρόβατο, το χαμένο το πρόβατο, που πλανήθηκε στα βουνά, στις ερημιές και στα λαγκάδια της αμαρτίας.
Αλλά έψαξε, το βρήκε, το φορτώθηκε στους ώμους Του, και τόφερε πίσω στην μάνδρα της σωτηρίας.
Και το ωμόφορο που φοράει ο επίσκοπος στη Θεία Λειτουργία, αυτό που διπλώνει στο λαιμό, αυτό φανερώνει, το χαμένο το πρόβατο, που το βάζει στον Ναόν του Θεού.
Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, τόσο αμαρτωλός και βυθισμένος, στο σκοτάδι της απωλείας, από τον οποίο ο Ιησούς Χριστός να μην είναι ο Ερχόμενος.
«Εγώ ήλθον ίνα σώσω τον κόσμον, και όχι να κρίνω τον κόσμο».
Για να μας φθάσει ως Ερχόμενος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, διήνησε μία απόσταση.
Δεν μπορούμε εμείς να την υπολογίσομε αυτήν την απόσταση που είναι απ’ τον ουρανό στη γή, την απόσταση που χωρίζει τη Δόξα Του, από το δικό μας μηδενικό – μηδενικά είμαστε, τι νομίζετε ότι είμαστε, να αυτή τη στιγμή τώρα, μπορεί ένα εγκεφαλικό κύτταρο, να πειράξει τον εγκέφαλο, ή δεν ξέρω τι άλλο από τους πνεύμονας και την καρδιά, και να σωριαστώ μπροστά σας νεκρός, όπως το ίδιο ισχύει και για σας, τι είμαστε, μηδενικά τίποτε άλλο.
Χωρίς τον Θεόν ένα τίποτα είμαστε, τίποτα!
Ο Θεός μας κάνει και μας δίδει αξία, επειδή ακριβώς μας έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική Του.
Και ως Ερχόμενος ήλθε για να βρει όλους εκείνους που ήσαν και που είναι, μακριά από την αλήθεια και μακριά από το φως.
Έψαξε να βρει τους καθημένους εν χώρα και σκιά θανάτου, γιατί Αυτός και μόνον ο Χριστός, είναι το φως και η αλήθεια και η ζωή.
Είναι Ερχόμενος για τον καθέναν από μας χωριστά, για να τον συναντήσει, να συναντήσει και σένα, και σένα και μένα, και να φωτίσει και να οδηγήσει. Που να τον οδηγήσει, στη μετάνοια να τον οδηγήσει.
Και αν τυχόν έχει πέσει κάτω να τον σηκώσει, και αν έχει ματωθεί να τον θεραπεύσει.
«Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν».
Είναι ο Ερχόμενος για να αποκαταστήσει την ενότητά μας, με τον Θεό Πατέρα που διεσπάσθη με την παρακοή και την αμαρτία των Πρωτοπλάστων.
Αλλά και μείς το ίδιο κάνουμε.
Είναι Ερχόμενος ο Κύριος για να μας υπηρετήσει, και να δώσει την ψυχή Του λύτρον αντί πολλών, Θα τα δούμε όλα αυτά στις δραματικές ημέρες που θα ακολουθήσουν.
Και λυτρώνει ποιους; Τους εχθρούς Του.
Λυτρώνει αυτούς που Τον Σταύρωσαν, και Τον Σταυρώνουν κάθε μέρα.
Θα πείτε «Σταυρώνουμε τον Χριστό»; Βεβαίως!
Αν βρίζομε τα θεία τι κάνομε; Δεν Τον Σταυρώνουμε;
Αν κάνομε εκτρώσεις τι κάνομε; Δεν Τον Σταυρώνουμε;
Αλλά ζούμε τα φύλα για να επικρατήσει ομοφυλοφιλία! Δεν Τον Σταυρώνουμε;
Ο Θεός μας έπλασε σε δύο γένη, όχι σε τρία, ούτε σε τέσσερα.
Έτσι λοιπόν είναι ο Ερχόμενος, ο πάντοτε Ερχόμενος, δια να διακονήσει την σωτηρία μας, και όχι δια να διακονηθεί. «Ουκ ήλθον» λέει, «διακονηθείναι αλλά διακονήσαι».
Αλλά αν ο Ιησούς Χριστός σαν Θεός, Ερχόμενος, δεν είναι ακίνητος, άλλο τόσο είναι αλήθεια που δε σώζει και κείνους οι οποίοι είναι ακίνητοι. Δηλαδή δε σώζει τις ακίνητες ψυχές, τις αδιάφορες, τις τεμπέλικες, τις οκνηρές, τις ψυχές εκείνες που τους κρύβουν ακόμα και την πλάτη.
Σώζει ως Ερχόμενος και σώζονται όλοι εκείνοι εκ των ανθρώπων και εκ των χριστιανών, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ερχόμενοι.
Ο Κύριος δεν έκανε το μισό δρόμο για να κάνομε εμείς τον άλλο μισό, ούτε κάναμε εμείς πρώτα τον μισό για κάνει το επόμενο βήμα ο Θεός. Όχι.
Ο Θεός έφθασε μέχρι μπροστά στην καρδιά μας ως Ερχόμενος.
Και κτυπάει εκεί. Ιδού ίσταμαι λέει εκεί επί την θύρα και κρούω, την θύρα της καρδιάς σου κτυπώ.
Εάν μου ανοίξει αυτή η καρδιά, θα μπω μέσα και θα δειπνήσω. Θα δειπνήσω το δείπνον της σωτηρίας και το δείπνον της αιωνιότητος.
Αλλά άμα δεν μου ανοίξει, τότε δεν μπορώ μέσα, δεν εισέρχομαι μέσα!
Δεν μπορώ να μπω μέσα.
Ο Θεός είναι ευγενής.
Σέβεται τη ελευθερία του καθενός.
Σέβεται τις ελευθερίες των κυβερνητών, γι’ αυτό και υποφέρομε.
Και έχομε να τραβήξομε! Ήδη άρχισαν τα δεινά στην πατρίδα μας και σε όλο τον κόσμο και το τι θα ακολουθήσει σε είκοσι τριάντα χρόνια, και μόνον Αυτός ως Παντογνώστης Θεός γνωρίζει.
Και αλίμονόν μας αν δεν είμεθα έτοιμοι κάθε μέρα, να αντικρύσουμε τούτον τον λεγόμενον Κύριον που θα κρίνει ζώντας και νεκρούς.
Ας μην αναπαυόμαστε λοιπόν στο γεγονός ότι ο Χριστός είναι ο Ερχόμενος στον καθένα χωριστά, σαν Σωτήρα μας που έφθασε Αυτός για το χατίρι μας μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, αλλά πρέπει να μας διακρίνει και η δική μας ευθύνη, και η δική μας ανταπόκριση στο δικό Του το κάλεσμα.
Γι’ αυτό ας τρέξουμε λοιπόν και σήμερα και μείς, να Τον προϋπαντήσομε βαστάζοντες τα βαϊα των φοινίκων στα χέρια της καρδιάς μας, και αποβάλλοντες όπως έκαναν ακούσαμε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, αποβάλλοντες τα ενδύματα της αμαρτίας του παλαιού ανθρώπου, το λέει και η Γραφή. «Απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον».
Πρέπει λοιπόν να οδεύομε συνεχώς, για να συνατήσουμε Τον Ερχόμενον προς εμάς Χριστόν μέσα στην Εκκλησία.
Μέσα στη Θεία Λατρεία, με τη μετάνοια.
Εκείνος είναι ο Ερχόμενος και ο προσφερόμενος μέσα από το Ποτήριον της Ζωής, το είδατε σήμερα.
Έλαμπε ως ο ήλιος το Ποτήριο της Ζωής.
Ευτυχώς που ο Θεός δε μας τύφλωσε.
Και μεις πορευόμεθα προς τον Χριστόν δια της αληθινής μετανοίας για να μας φυτέψει στο Σώμα Του.
Το καταλαβαίνετε τι είπα τώρα;
Ο Χριστός μας φυτεύει στο Σώμα Του.
Δεν Τον παίρνομε εμείς μονάχα. Εκείνος παίρνει εμάς.
Πως φυτεύουμε ένα δεντράκι στη γη, έτσι λοιπόν μας φυτεύει κι αυτός στο δικό Του το Σώμα, και σκοτώνει την αμαρτία και εξουδετερώνει την εξουσία των δαιμόνων, και καταστρέφει και κατακαίει λογισμούς σαν άχυρα, και εξαφανίζει και απ’ τα πάθη, τα πάντα κάνει, αρκεί να το επιτρέψουμε, να Του το δώσουμε το δεντράκι της ψυχής μας στα χέρια Του και να πάρει εκείνος να το φυτέψει στο Σώμα Του.
Τον επίγειον αμαρτωλόν άνθρωπον που το φυτεύει στο Σώμα Του ο Χριστός, τον καθιστά έτσι, όπως λένε και οι Πατέρες, «επίγειον άγγελον και ουράνιον άνθρωπον» και γίνεται όλος φως και όλος Θεία ομορφιά και κάλλος.
Και αυτό είναι μία αλήθεια της πίστεως που δεν μπορούμε να την αμφισβητήσουμε.
Την αμφισβητούμε επειδή βολεύει πολύ το αμαρτωλό μυαλό μας προς το κακό.
Είπεν και εβεβαίωσαν τα Πανάγια χείλη του Κυρίου μας ότι τον ερχόμενον προς με, ου μη εκβάλλω έξω.
Εμείς απομακρύνουμε τους ανθρώπους από κοντά μας, είτε διότι δεν μας αρέσουν, είτε διότι μας ενοχλούν, είτε διότι δεν τους θέλουμε, είτε διότι μας δυσαρεστούν, είτε διότι μας κάνουν κακό και για πολλούς άλλους λόγους.
Εκείνος όμως όλους δέχεται να τους φυτέψει στο Σώμα Του, ακόμα κι εκείνους που Τον Σταυρώνουν κάθε μέρα.
Πορεύθηκε, να πάρομε δυο μόνο παραδείγματα, γιατί της Αγίας Γραφής είναι πολλά.
Πορεύθηκε στο Σπλαχνικό Πατέρα ποιος; Ο Άσωτος Υιός.
Και βρήκε μια ανοιχτή αγκαλιά, γεμάτη αγάπη, ευσπλαχνία, μακροθυμία, στοργή.
Πορεύθηκε και ο ληστής, από το σταυρό στον άλλο Σταυρό, δίπλα, στο Σταυρωμένο Χριστό.
Και ο Χριστός όταν είδε αυτήν τη μικρή πορεία, τον έκανε πρώτο κάτοικο του Παραδείσου, της Βασιλείας των Ουρανών. Ποιόν; Έναν κακούργο και ένα ληστή πούχε τη δύναμη να ομολογήσει Θεόν αληθινόν, να ελέγξει εκείνον που έβριζε και βλασφημούσε, και τέλος να ζητήσει το έλεός Του με μετάνοια.
Δεν μπορώ να θυμηθώ, ας αφήσουμε γιατί είναι πολλά τα γεγονότα αυτά της επιστροφής των αμαρτωλών.
Χριστιανοί μου, την Τρίτη και τελευταία φορά, θα είναι ο Ερχόμενος ο Χριστός, το είπαμε και προηγουμένως, ο Δίκαιος Κριτής, κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσία.
Μια γεύση αυτής της φοβεράς Παρουσίας, την έχουμε μπροστά στο θάνατο των προσφιλών μας προσώπων.
Και ιδίως όταν πεθαίνουν μπροστά μας, ή πεθαίνουν στην αγκαλιά μας.
Και παρακολουθούμε ακόμα και την τελευταία τους πνοή, πως φεύγει.
Αυτή η γεύσις είναι πικρή.
Και ασυγκρίτως περισσότερον πικρότερη, θα είναι η γεύσις όταν έρθει η στιγμή, η στιγμή του δικού μας προσωπικού θανάτου. Ποιος θα μας βοηθήσει τότε;
Μόνον ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει τότε. Άραγε ετοιμαζόμαστε γι αυτή τη στιγμή;
Κι αλίμονόν μας αν δεν στηριζόμαστε από σήμερα με ελπίδα, στην άπειρη μακροθυμία του Θεού και στο πανάγιον έλεός Του, το οποίον όμως καλλιεργείται με την μετάνοια.
Γι’ αυτό και πρέπει κάθε στιγμή της ζωής μας να κινούμεθα προς τον Χριστόν και την Εκκλησίαν Του, με πόθο και έργα μετανοίας και έργα ζωντανής πίστεως, και έργα ενεργουμένης αγάπης.
Ναι χριστιανοί μου.
Χωρίς μετάνοια και χωρίς ζωντανή πίστη, το μόνο πράγμα που θα προϋπαντήσομε ως ερχόμενον, θα είναι το αιώνιο ψηλαφητό σκοτάδι της κολάσεως.
Αλλά ζει Κύριος, ο φιλάνθρωπος Θεός, ζει.
Διότι εμείς όλοι, που σήμερα συγκεντρωθήκαμε όχι μόνο σ’ αυτόν τον μικρό ναό, αλλά σ’ όλους τους Ορθοδόξους ναούς της πατρίδος μας, οι οποίοι επαναλαμβάνω, δεν αντιπροσωπεύουν το περισσότερο από το ένα ή το δύο τοις εκατό, των κατοίκων, όλοι εμείς, προσπαθούμε να είμεθα σώφρονες.
Και στο κατά δύναμιν πιστοί Ορθόδοξοι χριστιανοί, κάνομε έναν μικρό αγώνα.
Γι’ αυτό, επειδή κάνομε αυτόν τον μικρόν αγώνα, έστω και με την πιο ελάχιστη προσπάθεια μετανοίας, και άλλων αγώνων ψυχικών, ηθικών και σωματικών, γι αυτό και θα προϋπαντήσουμε τον Κύριον, τον πορευόμενον προς το εκούσιον πάθος, ως Σωτήρα μας, ως Λυτρωτήν, ως Αγάπη, και ως Νικητήν του θανάτου.
Ναι χριστιανοί μου, θα τον προϋπαντήσουμε, ως Σωτήρα,
ως Σωτήρα δικό σου,
ως Σωτήρα δικό σου,
ως Σωτήρα δικό μου,
ως Σωτήρα όλων ημών,
Αμήν

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ «Η ΨΥΧΟΛΟΓΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΩΝ»

Σάν πελώρια κύματα τά πλήθη τῆς Ἱερουσαλήμ τρέχουν νά ὑποδεχθοῦν τό Μεσσία. «Ὡσαννά! ὡσαννά!», ξεσποῦν οὐρανομήκεις οἱ ζητωκραυγές. Δόξα καί τιμή στό Σωτήρα πού φθάνει. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ὁ Χριστός ὅμως γνωρίζει πόσο θολές εἶναι οἱ πηγές τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τοῦ ὄχλου, πόσο ἐπιφανειακά τά αἰσθήματά του. Τά γεγονότα πού ἀκολούθησαν ὑπογράμμισαν μέ ἀφάνταστη τραγικότητα τήν ἀλλοπρόσαλλη καί ἐγωπαθῆ ψυχολογία τῶν μαζῶν. Ὅταν εἷδαν ὅτι τά πράγματα δέν ἐξελίχθηκαν ὅπως περίμεναν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἀνακηρύχθηκε βασιλιάς, ὁ ἐνθουσιασμός τους μεταβλήθηκε σέ ἀποκαρδίωση καί περιφρόνηση. Οἱ πολλοί τόν ἐγκατέλειψαν, ἀρκετοί δέν δίστασαν νά σμίξουν τίς φωνές τους μέ τούς φανατικούς ἐχθρούς Του μπροστά στόν Πιλάτο:  «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν». Αὐτή ἡ ψυχολογία τῶν μεταπτώσεων δέν ὑπῆρξε ἀποκλειστικότητα τῶν Ἑβραίων. Χαρακτηρίζει λαούς καί πρόσωπα. Τραγικές  μεταπτώσεις ταλαιπωροῦν τήν ψυχή μας καί σέ πολλές φάσεις τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Ὅταν ἀπό τή μιά μεριά εὐλογοῦμε τό Θεό καί ἔπειτα πάνω στήν ἐργασία μας, καταπατοῦμε τό νόμο Του, δέν βαδίζουμε στά ἴχνη τοῦ ἰουδαϊκοῦ ὄχλου; Ὅταν σήμερα   οἰκογενειακῶς ὑμνοῦμε   τήν ἀγάπη Του καί ἀργότερα, πάνω  στά  θέματα τῆς περιουσίας, τῆς ρυθμίσεως τῶν διαφόρων οἰκογενειακῶν ζητημάτων, ἀφήνουμε νά μᾶς κατευθύνουν οἱ ἐχθροί Του —τό πεῖσμα καί τό μίσος — δέν κάνουμε τό ἴδιο;  Ὅταν αὐτή τήν ἑβδομάδα προσκυνοῦμε τό Σταυρό καί τά Πάθη του, καί τίς ἄλλες ρίχνουμε στό βόρβορο τήν ψυχή μας, πού τήν ἔπλυνε μέ τό τίμιο Αἷμα Του, δέν παρουσιάζουμε  ἀνάλογη   φρικτή εἰκόνα μεταπτώσεων; Ὅταν  σήμερα ὑψώνουμε ἱκετευτικά τά βλέμματά μας στό Νυμφίο, καί ἀργότερα τά ἐκτοξεύουμε γεμάτα φλόγες ὀργῆς ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας, πού εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, μέλη τοῦ μυστικοῦ Σώματός Του, δέν κάνουμε κατ” οὐσίαν κάτι παρόμοιο; Ὅταν ἀπό τή μία μεριά τό χέρι μᾶς κράτα πανηγυρικά τά βάγια ἤ τή λαμπάδα τῆς Ἀναστάσεως, καί κατόπιν στήν καθημερινή βιοπάλη παίρνει τό ψεύτικο μέτρο, τόν παράνομο τόκο, τήν πέννα τῆς συκοφαντίας γιά νά μουντζουρώση τήν ὑπόληψη τοῦ ἄλλου, δέν μιμούμεθα οὐσιαστικά τήν ἄθλια στάση τῶν ἑβραϊκῶν μαζῶν; Ἤ μήπως νομίζουμε ἀδελφοί, ὅτι περισσότερο στοίχισαν στόν Κύριο ἡ ὀχλοβοή τοῦ μίσους μπροστά στό πραιτώριο, ἀπό τή φοβερή βοή τῶν παθῶν, ποῦ ζητοῦν τή θανάτωσή Του στό χῶρο τῆς καρδίας μας; 
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ  ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ    

ο Κύριος εγγύς...


Αποτέλεσμα εικόνας για βαίων

Η Εκκλησία μας πιστεύει σε έναν Θεό ο Οποίος δεν είναι νοητικό κατασκεύασμα, ούτε περιμένει τον θάνατο για να συναντήσει τον άνθρωπο. Πιστεύει σε έναν Θεό ο οποίος αποκάλυψε τον εαυτό Του τόσο στην Παλαιά Διαθήκη σε κάποια πρόσωπα και σε έναν λαό, τον ιουδαϊκό, όσο και στην Καινή Διαθήκη, σε έναν Θεό ο Οποίος έγινε άνθρωπος και την ίδια στιγμή έδωσε στους ανθρώπους την δυνατότητα να Τον συναντήσουν όχι περιμένοντας από αυτούς να έρθουν σε Εκείνον, αλλά εισερχόμενος ο Ίδιος στις ζωές τους. Δεν περίμενε από τους ανθρώπους να του ζητήσουν την απάντηση στο ερώτημα του θανάτου, αλλά την έδωσε ο Ίδιος με την Ανάσταση. Δεν περίμενε από τους ανθρώπους να Τον αγαπήσουν, αλλά πρώτα αγάπησε ο Ίδιος τους ανθρώπους και έφθασε μέχρι σταυρού και ταφής αυτή την αγάπη, δείχνοντας την θυσία και την διακονία που η αγάπη φέρει. Δεν περίμενε από τους ανθρώπους να απαλλαγούν από τις αμαρτίες τους και να τηρήσουν τις εντολές Του για να τους φανερωθεί, αλλά επέλεξε να δείξει ότι το βαθύτερο νόημα των εντολών είναι η υπακοή στο θέλημα του Πατρός, η οποία φθάνει μέχρι θανάτου.
Γι’ αυτό και όσοι πιστεύουμε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό δικαιούμαστε να αναφωνούμε «ο Κύριος εγγύς» (Φιλιπ. 4, 4). Και δεν είναι εγγύς μόνο με την εσχατολογική διάσταση της φράσης, ότι δηλαδή πλησιάζει η στιγμή κατά την οποία ο κόσμος θα γίνει καινός, καινούργιος χάρις στην Ανάσταση των πάντων και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η εγγύτητα έχει να κάνει με την συνάντηση την οποία ο Χριστός μας προσφέρει κάθε στιγμή. Είναι δίπλα μας, είναι κοντά μας, μέσα από την πίστη. Μέσα από την μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και τη ζωή στο σώμα του Χριστού. Είναι εγγύς μας όχι χρονικά μόνο, καθώς με την έξοδό μας από αυτόν τον κόσμο, όποτε και να γίνει αυτή, θα Τον συναντήσουμε αιωνίως εφόσον πιστεύουμε και αγαπούμε και τον Ίδιο και την εικόνα Του που είναι ο κάθε άνθρωπος. Είναι εγγύς και καρδιακά, βιωματικά, διότι όποιος πιστεύει γνωρίζει και βιώνει την υπέρβαση της μοναξιάς του. Έχει ως παράκληση την παρουσία του Χριστού, ο Οποίος καθιστά εφικτή την κοινωνία μαζί μας, γιατί εμείς Τον αφήνουμε να εισέλθει στις καρδιές μας

4 Απριλίου 1821: η άρση του αφορισμού της Επανάστασης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ (άγνωστα στοιχεία)

…για τον αφορισμό της Επανάστασης μιλάνε πολλoi- ανεξάρτητα από το αν έγινε αναγκαστικά ,για να διασωθούν από γενική σφαγή οι Έλληνες της Πόλης…-για την άρση όμως του αφορισμού, δεν μιλάει κανείς, ούτε για το μαρτύριο του Πατριάρχη, που ακολούθησε…Διαβάστε στην συνέχεια άγνωστα και συγκλονιστικά στοιχεία και, διαδώστε την ΑΛΗΘΕΙΑ! 
4 Απριλίου 1821.—Σε ειδική νυκτερινή μυσταγωγία στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,Μ.Δευτέρα 4 Απριλίου 1821, με ειδικές προσευχές- ευχές, έγινε άρση του αφορισμού:
«… Θεέ Παντοκράτωρ, συγχώρησον πρῶτον ἡμῖν τοῖς ἡμαρτηκόσι διὰ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ μονογενοῦς σου υἱοῦ, τοῦ ἐντειλαμένου ἡμῖν “εὔχεσθε καὶ μὴ καταρᾶσθε”, καθὰ δέδωκας ἡμῖν ἐντολήν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, καταλύομε τὸν ἀφορισμόν τοῦτον (σ. ΔΗ: 23 Μαρτ.1821), ὅν ἀκουσίως ἀπευθύναμε κατὰ τοῦ Χριστεπωνύμου ποιμνίου σου … ἐπάκουσον ἡμῶν καὶ ἐνίσχυσον καὶ σῶσον αὐτό τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ…»
και μετά, με την λαμπάδα της αγίας Τραπέζης, ενέπρησε τον αφορισμόν, όστις κατέπεσεν εις σπονδόν προ των ποδών αυτού-εννοείται τον αφορισμόν της Επαναστάσεως, ο οποίος ευρίσκετο επί ενός τρίποδος παρά τη αγία Τραπέζη. (από το Ελληνικό Ημερολόγιο)
Σπάνια εικόνα του Ιερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριου του Ε΄, δημοσιευθείσα στο περιοδικό “Ελληνικόν” (εκδιδόμενο στην Γερμανία την περίοδο της Επαναστάσεως του 1821).
Την Μεγάλην Δευτέραν του 1821, τρεις ώρας μετά το μεσονύκτιον, εν ω άπαντες οι εν τω Πατριαρχείω εκοιμώντο, ο Πατριάρχης κατήρχετο την κλίμακα, φέρων εις χείρας κλείδα και υπό των αγίων συνοδικών, των Μητροπολιτών Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομηδείας και Νικαίας ακολουθούμενος. Κατελθών εις την αυλήν του μεγάρου διηυθύνθη προς την θύραν του Πατριαρχικού ναού και ήνοιξεν αυτήν. Αφού δε πάντες εισήλθον, εκλείδωσεν αυτήν ένδοθεν. Θεία γαλήνη εκράτη εν τω ναώ.
Ουδέν άλλο φως έλαμπεν εν αυτώ ειμή το αμυδρόν ακοίμητον της κανδήλας της προ του Εσταυρωμένου και το της όπισθεν του αρτοφορείου της Αγίας Τραπέζης.
.
Η σιγή, το τρέμων φως των δύο κανδήλων, η μαρμαρυγή των αγίων εικόνων, αίτινες εφαίνοντο κινούμενοι υπό το ασθενές των κανδήλων φως, το σοβαρόν και ιεροπρεπές της Εκκλησίας, η παρουσία επτά ρασοφόρων, των επισημοτέρων ποιμένων της Ανατολικής Ποίμνης, παρίστων θέαμα εξαίσιον και απερίγραπτον.
– Άγιοι αδελφοί και συλλειτουργοί, είπε προς αυτούς ο Πατριάρχης, προχωρήσαντας  μέχρι των αγίων θυρών του ιερού βήματος, ένθα συνετάχθησαν εις κύκλον, έχοντες αυτόν εν τω μέσω, ιδού συνήλθομεν, εν τω ναώ του Θεού. Ουδείς άλλος μας βλέπει ειμή ο ακοίμητος αυτού οφθαλμός και ουδέν άλλο ους μας ακούει ειμή το ους το κλίνοντος αυτό εις τας δεήσεις και των δικαίων και των αμαρτωλών. Προ μικρού απηυθύναμεν αφορισμόν ακούσιον κατά των επαναστατών αδελφών ημών χριστιανών, των υπέρ Πίστεως και Πατρίδος υπό την σημαίαν του Σταυρού μαχομένων.
Ο Σωτήρ ημων ενετείλατο ημίν το «εύχεσθαι και μη καταράσθε», ημείς δε κατηράσθημεν έργον άγιον, πράξιν θείου μαρτυρίου, θυμάτων ιερών υπέρ της πίστεως του Χριστού προσφερθέντων εις ολοκαύτωσιν.
.
Κατηράσθημεν τους τον βαρύν ζυγόν της δουλείας απειθήσαντας, ίνα ελευθερώσωσι την Πατρίδα από τους υβριστάς της αγίας ημών πίστεως και τους καταπιεστάς της εθνικότητος ημών. Όθεν ο ακοντιστείς παρ΄ ημών αφορισμός κατ΄ αυτών, ου μόνον επιβαρύνει τον τράχηλον ημών, αλλά και τους αγωνιζομένους κατέθλιψε, καίτοι ακούσιος, δι΄ ο οφείλομεν να άρωμεν αυτόν τη παρακλήσει του παναγίου Πνεύματος.
– Αλλ΄ ημείς, Παναγιώτατε Πατριάρχα, επράξαμεν έργον ακούσιον. Υπετάχθημεν εις την βίαν και εις την ανάγκην ίνα μη ερεθίσωμεν την οθωμανικήν κυβέρνησιν εις μείζονας κατά των χριστιανών κακώσεις, απεκρίθη ο Μητροπολίτης Εφέσου, απομάξας δάκρυ συμπαθείας και μετανοίας.
– Αληθώς επράξαμεν έργον ακούσιον, επανέλαβεν ο Πατριάρχης, και καθ΄ ην στιγμήν υπεγράφομεν τον αφορισμόν ενώπιον της εξουσίας, αι καρδίαι ημών ηύχοντο. Οφείλομεν εν τούτοις να τον λύσωμεν. Ακούσατε αδελφοί.
Το μεσονύκτιον του παρελθόντος Σαββάτου, αφ΄ ου ο διάκονός μου μοι ανέγνωσε το μεσονυκτικόν, επορευόμην εις την κλίνην μου, ότε δ΄ έκλεισα την θύραν του κοιτώνος μου και επλησίασα ολίγα βήματα προς αυτήν, μορφήν φωτεινή ώφθη αίφνης ενώπιόν μου».
«Ετοιμάσου, μοι είπεν εις το μαρτύριον, ευλόγησον ους κατηράσθης και μιμήθητι τον Χριστόν τον υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων αποθανόντα, επί του Σταυρού. Το μαρτύριόν σου έσεται η σωτηρία των πιστών».
Ήτο τοσούτον η φωνή αρμονική και πραεία, ώστε ως ηδύτατον βάλσαμον εισέδυσεν εν τη καρδία μου. Όλην εκείνην την νύκτα διήλθον εν προσευχή και η ψυχή μου επληρώθη αγαλλιάσεως.
Ήδη δε περιμένω το μαρτύριον, μαρτύριον εις σωτηρίαν των χριστιανών.
.
Οι συνοδικοί εθεώρουν εν πλήρει σιγή και κατανύξει τον Πατριάρχην της Ανατολικής Εκκλησίας, με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων να συγκινήσεως και αγάπης προς το Έθνος των.
Άγομεν, εξηκολούθησεν ο Γενάρχης. Το μαρτύριόν μου θέλει ακολουθήσει και ημείς μετά μικρόν αδελφοί, ίνα γίνη πλήρης η θυσία.
Και στραφείς ο Μητροπολίτης Νικομηδείας :-Συ είσαι ο νεώτερος πάντων ημών, είπε. Άναψε τας λαμπάδας της Αγίας Τραπέζης. Πρόθυμος εκτελεστής της εντολής του αρχηγού ο Ιεράρχης έδραμε προθύμως και λαβών κηρίον το ήναψε, καταβιβάσας την κανδήλα του Σταυρού, και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα, το οποίον εν ακαρεί εγένετο κατάφωτον.
– Ενδυθείτε τας ιερατικάς υμών στολάς, είπεν ο Πατριάρχης, εν ω συγχρόνως ενεδύετο και ούτος διακονούμενος υπό του Νικομηδείας.
Εισήλθον είτα πάντες εις το Ιερόν. Ο Πατριάρχης έστη ενώπιον της Αγίας Τραπέζης και οι Συνοδικοί περιεκύκλωσαν αυτόν πέριξ αυτής ιστάμενοι.
.
Και μετά σύντομον ακολουθίαν, λαβών ο Πατριάρχης τον αφορισμόν έθηκεν αυτόν επί ενός τρίποδος παρά την Αγίαν Τράπεζαν και απήγγειλε την εξής προσευχήν, ακροωμένων των Συνοδικών:«Θεέ Παντοκράτωρ, Συ ο αποστείλας τον Μονογενή σου υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις τον κόσμον, ίνα λάβη σάρκαν, δια Πνεύματος Αγίου παρά της αειπαρθένου Μαρίας και ν΄ αποθάνη επί του Σταυρού υπέρ υμών, συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι σοι δια της παραβάσεως της εντολής του Μονογενούς Σου υιού, του εντειλαμένου ημίν «Εύχεσθε και μη καταράσθε». Είτα καθά δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως απηυθύναμεν κατά του Χριστεπωνύμου ποιμνίου Σου. Ναι Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτό τω βραχίονί Σου τω υψηλώ ότι δεδοξασμένος υπάρχεις συν τω Μονογενεί Σου Υιώ και τω Παναγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν».
.
Και λαβών μία των λαμπάδων της Αγίας Τραπέζης, ενέπρισε τον αφορισμόν, όστις έπεσεν εις σποδόν προ των ποδών αυτού.
Απεξεδύθησαν είτα τα ιερά άμφια οι Ποιμένες, τα φώτα εσβέσθησαν και προπορευομένου του Γρηγορίου εξήλθον του Ναού.
Εξ ημέρας βραδύτερον ο Εθνάρχης εκρεμάτο ως κακούργος εις τα πρόθυρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, άπνους έχων εστραμμένους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν τα δε χείλη ημιηνεωγμένα, ως να παρεκάλει τον ουράνιο πατέρα υπέρ της απελευθερώσεως απάσης της Ελληνικής Φυλής.

Η Ανάσταση του Αγίου Λαζάρου

«Την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, και την Αγίαν Εβδομάδα τον πάθους σον, αιτούμεν κατιδείν Φιλάνθρωπε …». Με αυτά τα λόγια του στιχηρού στον εσπερινό της Παρασκευής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, τελειώνει η Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πια στην «Αγία Εβδομάδα», στην περίοδο του εορτασμού των παθών του Χριστού, του Θανάτου και της Αναστάσεως Του. Περίοδος που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου .
Τα γεγονότα της διπλής γιορτής, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναφέρονται στα λειτουργικά κείμενα σαν «προοίμιο του Σταυρού»…Έτσι, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά τα γεγονότα, θα πρέπει να τα δούμε μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το κοινό απολυτίκιο των δύο αυτών ημερών: «την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός…» μας βεβαιώνει, με κατηγορηματικό τρόπο, για την αλήθεια της κοινής ανάστασης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μια από τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, γίνεται ο οδηγός στην πορεία μας μέσα στο σκοτάδι του Σταυρού. Έτσι το φως και η χαρά λάμπουν όχι μόνο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και στην αρχή της. Το φως και η χαρά φωτίζουν αυτό το σκοτάδι και αποκαλύπτουν το βαθύ και τελικό νόημα του.
Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την Ορθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τον ιδιότυπο, σχεδόν παράδοξο, χαρακτήρα των ακολουθιών του Σαββάτου του Λαζάρου. Είναι, θα λέγαμε, Κυριακή και όχι Σάββατο, δηλαδή έχουμε μέσα στο Σάββατο αναστάσιμη ακολουθία. Ξέρουμε ότι το Σάββατο είναι βασικά αφιερωμένο στους τεθνεώτες και η Θεία Λειτουργία γίνεται στη μνήμη τους. Όμως το Σάββατο του Λαζάρου είναι διαφορετικό. Η χαρά που διαποτίζει τις ακολουθίες αυτής της ημέρας τονίζει ένα κεντρικό θέμα: την επερχόμενη νίκη του Χριστού κατά του Άδη.
Άδης είναι ο βιβλικός όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει το θάνατο με την παγκόσμια δύναμη του, που με τα αδιαπέραστα σκότη και τη φθορά καταπίνει κάθε ζωή και δηλητηριάζει ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά τώρα, με την ανάσταση του Λαζάρου, ο «θάνατος αρχίζει να τρέμει». Ακριβώς από δω αρχίζει η αποφασιστική μονομαχία ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο και μας προσφέρει το κλειδί για μια πλήρη κατανόηση του λειτουργικού μυστηρίου του Πάσχα.
Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα». Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.
Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά . Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. «Εν αύτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. 1, 4). Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε , δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: το θάνατο . Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιο Του. Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.
Πώς είναι δυνατόν αυτό; Πως συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. «Που τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ · Κύριε έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς». (Ιω. 11, 35). Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή; Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία μας διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν «Θεανδρικές», δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού. Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί το Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα. Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα. Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει το θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο το δημιουργημένο από τον Θεό.
«Κύριε, ήδη όζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της oι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό. Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «όζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «όζει»…
Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά το Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση. Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου». Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ιδού ήγγικεν η ώρα…») · στην ώρα για την όποια πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.
Ο Σταυρός, η αναγκαιότητα του και το παγκόσμιο νόημα του αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «και εδάκρυσεν ο Ιησούς…». Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε τη δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή. Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.
Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού. Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου: «Λάζαρε, δεύρο έξω!..» Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως. Ακριβώς γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν τη μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης.
Από το βιβλίο του «Η Μεγάλη Εβδομάδα, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας», Εκδ. Ακρίτας 1990.

Το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Λαζάρου




Ιω. 11,1Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.
Ιω. 11,1Ητο δε κάποιος ασθενής, ονόματι Λαζαρος, από την Βηθανίαν, από το χωρίον της Μαρίας και Μαρθας της αδελφής της.
 
Ιω. 11,2ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει.
Ιω. 11,2Η δε Μαρία ήτο εκείνη, που άλειψε τον Κυριον, ολίγας ημέρας προ της σταυρώσεως, με μύρον και εσπόγγισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Αυτής λοιπόν ο αδελφός Λαζαρος ήτο ασθενής.
 
Ιω. 11,3ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.
Ιω. 11,3Εστειλαν τότε αι δύο αδελφαί προς τον Ιησούν ανθρώπους να τον ειδοποιήσουν, οι οποίοι του είπαν εκ μέρους των· “Κυριε, ιδού αυτός, τον οποίον τόσον πολύ αγαπάς, είναι ασθενής”.
 
Ιω. 11,4ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς.
Ιω. 11,4Οταν όμως ήκουσεν ο Ιησούς τούτο, είπεν· “αυτή η ασθένεια δεν είναι για θάνατο, αλλά δια να φανή η δόξα του Θεού και να δοξασθή ο Υιός του Θεού με την ασθένειαν αυτήν, διότι θα δοθή ευκαιρία άλλο μεγάλο θαύμα να πραγματοποιηθή”.
 
Ιω. 11,5ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον.
Ιω. 11,5Ο δε Ιησούς αγαπούσε πολύ ολόκληρον αυτήν την οικογένειαν, δηλαδή την Μαρθαν και την αδελφήν της και τον Λαζαρον.
 
Ιω. 11,6ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας·
Ιω. 11,6Οταν, λοιπόν, ήκουσεν ότι ο Λαζαρος ασθενεί, τότε μεν έμεινεν στον τόπον, όπου ευρίσκετο, δύο ακόμη ημέρας.
 
Ιω. 11,7ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν.
Ιω. 11,7Επειτα, αφού επέρασε και αυτό το χρονικόν διάστημα, λέγει στους μαθητάς του· “ας πάμε πάλιν εις την Ιουδαίαν”.
 
Ιω. 11,8λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;
Ιω. 11,8Οι μαθηταί όμως του είπαν· “Διδάσκαλε, τώρα προ ολίγου εζητούσαν οι Ιουδαίοι να σε λιθοβολήσουν και συ πηγαίνεις πάλιν εκεί;”
 
Ιω. 11,9ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει·
Ιω. 11,9Απήντησεν ο Ιησούς· “δώδεκα δεν είναι αι ώραι της ημέρας; Οποιος περιπατεί κατά το διάστημα της ημέρας, δεν σκοντάπτει, διότι βλέπει με το φως του κόσμου τούτου. (Η ημέρα της ζωής μου εξακολουθεί ακόμη και εγώ προχωρώ στο έργον μου με βεβαιότητα και ασφάλειαν).
 
Ιω. 11,10ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.
Ιω. 11,10Εάν όμως κανείς περιπατή κατά την νύκτα, σκοντάπτει, διότι δεν υπάρχει εις αυτόν φως να τον φωτίζη. (Εις το σκοτάδι της αγνοίας και της πλάνης βαδίζουν όλοι όσοι επιμένουν εις την απιστίαν των και δεν θέλουν να δεχθούν το φως, που εγώ τους προσφέρω)”.
 
Ιω. 11,11ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν.
Ιω. 11,11Αυτά είπε και έπειτα τους λέγει· “ο Λαζαρος, ο φίλος μας, έχει κοιμηθή· αλλά εγώ πηγαίνω να τον εξυπνήσω”.
 
Ιω. 11,12εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται.
Ιω. 11,12Οι μαθηταί, επειδή ενόμισαν ότι πρόκειται περί φυσικού ύπνου, του είπαν· “Κυριε, εάν έχη κοιμηθή, αυτό είναι δείγμα ότι πηγαίνει καλύτερα και θα σωθή από την ασθένειάν του”.
 
Ιω. 11,13εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει.
Ιω. 11,13Ο Ιησούς όμως ωμιλούσε δια τον θάνατον του Λαζάρου. Αλλ' έκείνοι ενόμισαν ότι ομιλεί περί του φυσικού ύπνου.
 
Ιω. 11,14τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παῤῥησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε,
Ιω. 11,14Τοτε, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς καθαρά· “ο Λαζαρος απέθανε.
 
Ιω. 11,15καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν.
Ιω. 11,15Και χαίρω για σας, διότι αυτό το γεγονός θα σας κάμη να πιστεύσετε περισσότερον. Χαίρω διότι δεν ήμουν εκεί κατά την διάρκειαν της ασθενείας του, δια να του δώσω την υγείαν, αλλά πηγαίνω τώρα που είναι νεκρός, δια να τον αναστήσω και να ίδετε έτσι και σεις ένα άλλο μεγάλο θαύμα. Αλλά ας πάμε προς αυτόν”.
 
Ιω. 11,16εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 11,16Τοτε, λοιπόν, ο Θωμάς-ο οποίος εις την ελληνικήν λέγεται Διδυμος-είπεν στους συμμαθητάς του· “ας πάμε και ημείς εκεί όπου περιμένουν οι εχθροί του να τον φονεύσουν, δια να πεθάνωμε μαζή του”.
 
Ιω. 11,17Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ.
Ιω. 11,17Οταν, λοιπόν, ήλθεν ο Ιησούς, ευρήκε τον Λαζαρον να έχη τέσσαρας πλέον ημέρας μέσα στον τάφον.
 
Ιω. 11,18ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε,
Ιω. 11,18Η δε Βηθανία ευρίσκετο κοντά εις τα Ιεροσόλυμα, τρία περίπου χιλιόμετρα.
 
Ιω. 11,19καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν.
Ιω. 11,19Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έλθει προς τας αδελφάς, Μαρθαν και Μαρίαν, που τας εσυντρόφευαν κατά τας ημέρας εκείνας και άλλοι, δια να τας παρηγορήσουν δια τον θάνατον του αδελφού των.
 
Ιω. 11,20ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο.
Ιω. 11,20Η Μαρθα λοιπόν μόλις άκουσε, ότι έρχεται ο Ιησούς, έτρεξε αμέσως να τον συναντήση. Η δε Μαρία έμενεν στο σπίτι.
 
Ιω. 11,21εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει.
Ιω. 11,21Είπε, λοιπόν, η Μαρθα προς τον Ιησούν· “Κυριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα επέθαινεν ο αδελφός μου.
 
Ιω. 11,22ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός.
Ιω. 11,22Αλλά και τώρα, ξέρω ότι όσα και αν ζητήσης από τον Θεόν, θα σου τα δώση ο Θεός”.
 
Ιω. 11,23λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου.
Ιω. 11,23Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “θα αναστηθή ο αδελφός σου”.
 
Ιω. 11,24λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Ιω. 11,24Είπε τότε εις αυτόν η Μαρθα· “ξέρω ότι θα αναστηθή κατά την γενικήν ανάστασιν, κατά την μεγάλην εκείνην και επίσημον ημέραν”.
 
Ιω. 11,25εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή.
Ιω. 11,25Της είπεν ο Ιησούς· “εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωη.
 
Ιω. 11,26ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο;
Ιω. 11,26Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, και αν πεθάνη σωματικώς, θα ζήση πνευματικώς εις την μακαρίαν ζωήν, θα λάβη δε αναστημένον, άφθαρτον και αιώνιον το σώμα του. Και καθένας που ζη εις την παρούσαν ζωήν και πιστεύει εις εμέ, δεν θα πεθάνη ποτέ, αλλά θα ζη πνευματικώς στον αιώνα, ο δε σωματικός του θάνατος θα είναι η γέφυρα, που θα τον μεταφέρη εις την αιωνιότητα. Πιστεύς τούτο;”
 
Ιω. 11,27λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος.
Ιω. 11,27Είπε εις αυτόν η Μαρθα· “ναι, Κυριε, εγώ έχω πιστεύσει ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο οποίος σύμφωνα με τας προφητείας θα ήρχετο στον κόσμον, δια να σώση τον κόσμον. Δι' αυτό και πιστεύω όλα όσα λέγεις”.
 
Ιω. 11,28καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε.
Ιω. 11,28Και αφού είπεν αυτά έφυγε, εκάλεσε την αδελφήν της και της είπε κρυφά· “ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει”.
 
Ιω. 11,29ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν.
Ιω. 11,29Εκείνη μόλις ήκουσε, αμέσως σηκώνεται και έρχεται εις συνάντησίν του.
 
Ιω. 11,30οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.
Ιω. 11,30Ο δε Ιησούς δεν είχεν εισέλθει άκομα στο χωρίον, αλλά έμεινε στον τόπον, όπου τον είχε προϋπαντήσει η Μαρθα.
 
Ιω. 11,31οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ.
Ιω. 11,31Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζή της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν την Μαρίαν ότι εσηκώθη γρήγορα και εβγήκε έξω, την ηκολούθησαν λέγοντες ότι πηγαίνει στο μνημείον, δια να κλάψη εκεί τον αδελφόν της.
 
Ιω. 11,32ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσε αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός.
Ιω. 11,32Η Μαρία όμως αμέσως μόλις ήρθε στον τόπον, όπου ευρίσκετο ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσεν εις τα πόδια του και του έλεγε “Κυριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα μου επέθαινε ο αδελφός”.
 
Ιω. 11,33Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν,
Ιω. 11,33Ο Ιησούς όταν είδε αυτήν να κλαίη και τους Ιουδαίους, που είχαν έλθει μαζή της, να κλαίουν επίσης, επεβλήθη με μεγάλην δύναμιν επί του εσωτερικού του, δια να κρατήση την συγκίνησιν, η οποία τον επλημμύριζε
 
Ιω. 11,34καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν;
Ιω. 11,34και είπε με φωνήν ήρεμον· “που τον έχετε βάλει;”
 
Ιω. 11,35λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς.
Ιω. 11,35Και εκείνοι του λέγουν· “Κυριε, έλα να ιδής”. Και καθώς επήγαιναν, εδάκρυσεν ο Ιησούς από συμπάθειαν δια τον βαθύν πόνον των δύο αδελφών.
 
Ιω. 11,36ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν·
Ιω. 11,36Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν τα δάκρυα αυτά έλεγαν· “για κύτταξε, πόσον πολύ τον αγαπούσε!”
 
Ιω. 11,37τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;
Ιω. 11,37Μερικοί δε από αυτούς είπαν· “αυτός που ήνοιξε τα μάτια του εκ γενετής τυφλού, δεν ημπορούσε να κάμη κάτι ενωρίτερα, δια να μη αποθάνη και αυτός; Διατί και εδώ δεν έκανε θαύμα, θεραπεύων την ασθένειαν του φίλου του; Εξαντλήθηκε η δύναμίς του;”
 
Ιω. 11,38Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ.
Ιω. 11,38Ο Ιησούς, λοιπόν, επιβαλλόμενος συνεχώς επί του εαυτού του, δια να μη εκδηλωθή η συγκίνησίς του, έρχεται στο μνημείον. Αυτό δε ήτο ένα σπήλαιον και εις την είσοδόν του είχε τοποθετηθή ένας βαρύς λίθος.
 
Ιω. 11,39λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι.
Ιω. 11,39Λεγει ο Ιησούς· “σηκώστε τον λίθον αυτόν”. Του λέγει η αδελφή του νεκρού, η Μαρθα· “Κυριε, μυρίζει πλέον, διότι είναι τέσσαρες ημέρες αποθαμένος”.
 
Ιω. 11,40λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;
Ιω. 11,40Της λέγει ο Ιησούς· “δεν σου είπα ότι εάν πιστεύσης, θα ίδης την δόξαν και το μεγαλείον του Θεού, όπως αυτά φαίνονται εις τα μεγάλα θαύματα που κάνω;”
 
Ιω. 11,41ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου.
Ιω. 11,41Επήραν, λοιπόν, τον λίθον από την είσοδον του σπηλαίου, όπου είχε τεθή ο πεθαμένος. Ο δε Ιησούς εσήκωσε τα μάτια του επάνω και είπε· “Πατερ μου, σ' ευχαριστώ, διότι με ήκουσες και θα γίνη και τούτο το θαύμα.
 
Ιω. 11,42ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.
Ιω. 11,42Εγώ εγνώριζα πολύ καλά ότι πάντοτε με ακούεις, αλλά είπα αυτό, δια να ακούση ο λαός που στέκεται εδώ γύρω και να πιστέψουν ότι συ με έχεις στείλει”.
 
Ιω. 11,43καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.
Ιω. 11,43Και αφού είπεν αυτά εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Λαζαρε έβγα έξω”.
 
Ιω. 11,44καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν.
Ιω. 11,44Και αμέσως εβγήκεν ο πεθαμένος. Είχε δε τα πόδια και τα χέρια τυλιγμένα με λωρίδες από σεντόνι και το πρόσωπον τυλιγμένο με ένα ειδός πετσέτας, όπως εσυνήθιζαν να σαβανώνουν τότε οι Εβραίοι τους νεκρούς των. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “λύστε τον και αφήστε τον μόνον, χωρίς κανείς να τον βοηθήση, δια να υπάγη στο σπίτι”.
 
Ιω. 11,45Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
Ιω. 11,45Πολλοί τότε από τους Ιουδαίους, που είχαν έλθει να επισκεφθούν και παρηγορήσουν την Μαρίαν, όταν είδαν τα μεγάλα εκείνα θαύματα, που έκαμεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν.
 

Ο Όσιος Γεώργιος ο εν Μαλεώ (Μνήμη 4 Απριλίου)


Ο Όσιος Γεώργιος αγάπησε από νεαρή ηλικία ολόψυχα τον Χριστό και ακολούθησε την οδό της μοναχικής πολιτείας, παρά το γεγονός ότι οι γονείς του επιθυμούσαν να νυμφευθεί. Έτσι επιδόθηκε σε κάθε είδους άσκηση και εγκράτεια, νηστεία και σκληραγωγία, προσευχή, δάκρυα, μελέτη των θείων Γραφών και κάθε άλλη αρετή, για να ευαρεστήσει τον Θεό.
Οι Χριστιανοί προσέτρεχαν προς αυτόν για να φωτισθούν και να κατανοήσουν τα αγαθά της πίστεως. Βλέποντας, όμως, ο Όσιος ότι ερχόταν προς αυτόν πολύ πλήθος ανθρώπων και δεν τον άφηναν ήσυχο στο έργο της προσευχής, κατέφυγε στο όρος Μαλεβό, στη νότια Λακωνία. Εκεί, αφού συγκέντρωσε γύρω του πλήθος μοναχών, ασκούνταν στην ησυχία γενόμενος σκεύος εκλογής και φωτίζοντας όλους στην άσκηση και την προσευχή. Μάλιστα έδινε στον καθένα χωριστά τους όρους και τους κανόνες τους οποίους έπρεπε να εκδουλεύει. Ο όσιος Γεώργιος πρόκοψε τόσο πολύ στην αρετή, ώστε έγινε ξακουστός και θαυμαστός στους άρχοντες, ακόμα και στους βασιλείς, προς τους οποίους έγραψε πολλές επιστολές απαντώντας σε πνευματικά θέματα και νουθετώντας αυτούς να κυβερνούν τον λαό του Θεού με δικαιοσύνη, αγαθότητα και ελεημοσύνη.
Προείπε δε ο Όσιος και το κατά Θεόν τέλος της επίγειας ζωής του, τρία χρόνια πριν αυτό συμβεί. Και έτσι, αφού θεοφιλώς και καλώς πολιτεύθηκε, όταν ήρθε ο καιρός ασθένησε για λίγο. Τότε κάλεσε κοντά του όλους αυτούς πού ασκήτευαν στο όρος Μαλεβό, τους ευλόγησε και, αφού τους δίδαξε πως θα σωθούν και θα ευαρεστούν τον Θεό, κοιμήθηκε με ειρήνη.
Πηγή: Ερώ

Συναξαριστής της 4ης Απριλίου

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Μαλαιό

 


Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν Κύριο. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ γονεῖς του, παρὰ τὴν θέλησή του, θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ὁ Γεώργιος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ὅλη του τὴν δύναμη σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση, δηλαδὴ νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἄλλα.

Πολλοὶ ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο, φωτίζονταν καὶ ἐπέστρεφαν διὰ τῆς μετανοίας στὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦταν πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Μαλαιὸ ὅπου ἡσύχαζε. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ μαζεύτηκε πλῆθος Μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ὁ Ὅσιος καθοδηγοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση.

Τόσο δὲ πρόκοψε στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυμαστὸς καὶ στοὺς ἄρχοντες, ἀκόμα καὶ στοὺς βασιλεῖς, στοὺς ὁποίους εἶχε γράψει πολλὲς καὶ ἀξιόλογες συμβουλευτικὲς ἐπιστολὲς γιὰ διάφορα ζητήματα.

Τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, προεῖπε ὁ Ὅσιος πρὶν τρία χρόνια. Ἔτσι ἀφοῦ ἀσθένησε γιὰ λίγο, μάζεψε τοὺς μοναχοὺς τοῦ ὄρους Μαλαιοῦ, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε θεῖες συμβουλὲς παρέδωσε τὴν δικαία ψυχή του στὸν Θεό, ποὺ τόσο ἀγάπησε ἀπὸ βρέφος.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον Γεώργιον, δικαιοσύνης καρπούς, πλουσίως ἐξήνεγκας, δι’ ἐνάρετου ζωῆς, Γεώργιε Ὅσιε, σὺ γὰρ καθάπερ φοῖνιξ, ἐν ἀσκήσει βλαστήσας, τρέφεις τὴ δωρεά σου, τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν ὅθεν ἀεὶ εὐχαρίστως, τιμᾷ τὴν μνήμη σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Γεώργιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Γεωργός πανάριστος, τῆς ἐγκρατείας ἐγένου, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, ἀσκητικῶς ἐπαυξήσας· ὅθεν σοι, ἡ ἐπουράνιος κληρουχία, δίδοται, ἀνθ᾽ὧν διήνυσας Πάτερ πόνων· ὁ Χριστός γάρ σε δοξάζει, ὃν ἵλεών μοι δίδου Γεώργιε.

 
Οἱ Ἅγιοι Θεόδουλος καὶ Ἀγαθάπους (ἢ Ἀγαθόπους)

Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ, τὴ Θεσσαλονίκη. Ἔζησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ὁ Ἀγαθάποδας ἦταν γέροντας καὶ νεώτερος ὁ Θεόδουλος. Ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη τοὺς ἔνωνε ἀδελφικότατα. Μελετοῦσαν μαζὶ τὶς Γραφές, ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μοχθοῦσαν ὑπηρετῶντας τοὺς πάσχοντες καὶ στερημένους ἀδελφούς τους.

Κάποια νύχτα, ὅμως, συνέβη κάτι παράδοξο. Εἶδαν καὶ οἱ δυὸ τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ὅτι, δηλαδή, ταξίδευαν μὲ πλοῖο καὶ ξαφνικὰ ἔγινε τρικυμία, καὶ τὸ πλοῖο ἔσπασε στὰ δυό. Αὐτοί, ὅμως, σώθηκαν καὶ ἀνέβηκαν σ᾿ ἕνα βουνό, ποὺ ἡ κορυφή του ἔφθανε στὸν οὐρανό. Τὴν ἑπομένη μέρα, τὸ ὄνειρο ἔγινε πραγματικότητα. Τοὺς συλλαμβάνουν καὶ κατάλαβαν ὅτι τοὺς περίμεναν κύματα θανάτου.

Ὁ ἄρχοντας Φουστῖνος ζητᾶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτοί, καὶ οἱ δυό, Τὸν ὁμολογοῦν μὲ θάῤῥος. Τότε, τοὺς ῥίχνουν στὴ θάλασσα. Στὸ βυθό της, βέβαια, πῆγαν τὰ φθαρτά τους σώματα. Οἱ ψυχές τους, ὅμως, ἀνέβηκαν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀξιώθηκαν νὰ φέρουν «ἐπὶ τὰς κεφάλας αὐτῶν στεφάνους χρυσούς». Νὰ ἔχουν, δηλαδή, στὰ κεφάλια τοὺς στεφάνια χρυσά, σύμβολα τῆς νίκης καὶ τοῦ ἐνδόξου θριάμβου τους.

 
Ἡ Ἁγία Φερφούθη μετὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀνιψιᾶς της

Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ ὅταν βασιλιὰς στὴν Περσία ἦταν ὁ Σαπὼρ ὁ Β´. Ὅταν κάποτε ἡ περσίδα βασίλισσα ἀῤῥώστησε, μερικὲς γυναῖκες ἀπέδωσαν τὴν ἀῤῥώστεια της στὶς μαγικὲς ἐνέργειες τῆς Περσίδας Φερφούθης καὶ τῆς ἀδελφῆς της.

Συνελήφθησαν λοιπὸν καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ ἀνάκριση. Ἀπολογήθηκαν ὅτι ἦταν ἐντελῶς ἀθῷες ἀπὸ τέτοιο ἔγκλημα, διότι ἀσπάζονταν τὴν χριστιανικὴ πίστη, ποὺ καταδικάζει τὶς μαγεῖες. Ἡ ἐνοχή τους βέβαια δὲν ἀποδείχτηκε, ἀλλὰ ἡ δήλωση, ὅτι ἦταν χριστιανές, κίνησε τὴν δυσμένεια τοῦ κριτῆ ἐναντίον τους.

Ἔτσι, σὰν δῆθεν μάγισσες καὶ σὰν χριστιανές, καταδικάστηκαν σὲ θάνατο. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτές, καταδικάστηκε καὶ ἡ κόρη τῆς ἀδελφῆς τῆς Φερφούθης - ἡ ἀνιψιά της δηλαδὴ - ἁπαλὸ ἀκόμη καὶ νεαρότατο κοριτσάκι. Ἡ τερατώδης αὐτὴ καταδίκη, μᾶλλον εὐχαρίστησε τὶς ἅγιες γυναῖκες, διότι ἔπασχαν γιὰ τὸ Χριστό. Ὁ τρόπος τοῦ θανάτου τους ὑπῆρξε ὠμότατος. Τὶς πριόνισαν κάθετα ἀπὸ τὸ λαιμὸ μέχρι τὰ πόδια, καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν διχοτομημένα τὰ σώματά τους τὰ κάρφωσαν πάνω σὲ ξύλα.

 
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Οἱ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συμεὼν καὶ Φερβῖνος

Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

 
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς

 


Ἀπὸ μικρὸς ἀσκήθηκε σ᾿ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀρετῶν. Ἐπισκέφθηκε γύρω στοὺς χίλιους διακρινόμενους γιὰ τὴν ἀρετή τους Ἀσκητές, καὶ ἀπὸ κάθε ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔπαιρνε θεοπρεπῆ ὑποδείγματα ἀκριβοῦς καὶ ὀρθῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Μετὰ ἀπὸ μία περίοδο ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὁ Ζωσιμᾶς, πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὅπου μόναζε μαζὶ μὲ τοὺς ἐκεῖ μοναχούς.

Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπως συνήθιζε, βγῆκε στὴν ἔρημο γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἐκεῖ συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια, καὶ ἀφοῦ τὴν δίδαξε καὶ τὴν καθοδήγησε, καὶ ὠφελήθηκε καὶ αὐτὸς ἀπ᾿ αὐτή, ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι του, ὅπου διηγήθηκε στοὺς ἐκεῖ Πατέρες τὸ θαῦμα ποὺ συνάντησε στὴν ἔρημο.

Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ἐπανῆλθε στὸν τόπο αὐτὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου καὶ πάλι συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια καὶ τὴν μετάλαβε τῶν Ἀχράντων καὶ Ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Ὅταν ὅμως καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο ἐπανῆλθε, τὴν βρῆκε νεκρὴ καὶ τὴν κήδευσε.

Μετὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, πῆγε καὶ διηγήθηκε τὰ γεγονότα στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, καὶ ἀργότερα τὰ παρέδωσε ἐγγράφως στοὺς μεταγενέστερους γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια. Ὁ Ζωσιμᾶς πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα μέσα στὸ κελλί του, ἀσκούμενος μέχρι τέλους στὴν ἀρετή.

 
Ὁ Ὅσιος Πλάτων ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου

Ὁ γνωστὸς γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ καθηγητὴς τοῦ ἀσκητισμοῦ Ὅσιος Πλάτων, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 732 ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλούσιους, τοῦ Στεργίου καὶ τῆς Εὐφημίας. Στὴν ἀρχὴ ἦταν βασιλικὸς Νοτάριος στ᾿ ἀνάκτορα, ἀλλ᾿ ἀπαρνήθηκε τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὸν Ὄλυμπο (Μ. Ἀσίας), ὅπου ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ τῶν Συμβόλων.

Κατόπιν ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέλαβε τοὺς ἀνιψιοὺς τοῦ Θεόδωρο καὶ Ἰωσὴφ (τὸν μετέπειτα μητροπολίτη Θεσσαλονίκης), καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του καὶ ἀποσύρθηκε στὰ μέρη τῆς Προῦσας, ὅπου σὲ ἰδιόκτητο κτῆμα του ἔκτισε τὴν λεγόμενη Μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος, τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡγούμενος.

Λόγω ὅμως ἀσθενείας του, παρέδωσε τὴν ἡγουμενία στὸν ἀνιψιό του Θεόδωρο. Ἀλλὰ οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομές, τὸν ἀνάγκασαν μαζὶ μὲ τὸ πνευματικό του ποίμνιο νὰ ἐπιστρέψει στὴ βασιλεύουσα, ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ Μονὴ Στουδίου, ἐρημωμένη τότε, γιὰ νὰ τὴν κατοικήσει, τῆς ὁποίας μετὰ τὴν ἀνακαίνιση ἔγινε ἡγούμενος.

Ἀτυχῶς, ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ χαρακτῆρα του, ἦλθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν βασιλιὰ Κων/νο τὸν ΣΤ´, γιὰ τὸν γάμο του μὲ τὴν Θεοδότη καὶ ἐξορίστηκε. Κατόπιν ἀνακλήθηκε καὶ πῆρε ἐνεργὸ μέρος κατὰ τῆς εἰκονομαχίας καὶ ὑπέστη μαζὶ μὲ τοὺς ἀνιψιούς του Θεόδωρο καὶ Ἰωσήφ, συνεχεῖς ἐξορίες καὶ κακουχίες μέχρι ποὺ πέθανε στὶς 4 Ἀπριλίου τοῦ 814.

 
Ὁ Ὅσιος Θεωνᾶς ποὺ ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Παντοκράτορας Ἁγίου Ὄρους καὶ κατόπιν ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ποιὰ ἡ Πατρίδα του καὶ ποιοὶ οἱ γονεῖς του δὲν γνωρίζουμε, διότι δὲν διασώθηκαν ἀνάλογες πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο, ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ λόγιους καὶ ἀσκητικώτερους Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ποὺ ἔζησε στὸν 16ο αἰῶνα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα στὴ Μονὴ Παντοκράτορος.

Γιὰ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή του, κλήθηκε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του, διαδόθηκε σ᾿ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία τὸν ἔκαναν Ἀρχιεπίσκοπό τους.

Θεοπρεπῶς ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1544 ἢ 1545. Τὸ ἱερὸ λείψανό του, ἀποθησαυρίζει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας Φαρμοκολυτρίας καὶ κάνει πολλὰ θαύματα.

 
Ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας Νικήτας

Δὲν εἶναι σαφὴς ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου του. Βλέπε βιογραφία τοῦ Α.Χ.Ε.Χ. Ἑορτάζεται πανηγυρικὰ σὰν πολιοῦχος τῆς πόλης τῶν Σεῤῥῶν τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Πολύτλας

 


(Ῥῶσος, 14ος αἰ).

Ἡ Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου - Περιγραφή τῆς εἰκόνας





Ἡ παράσταση μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ βράχους. Σ' ἕναν ἀπό αὐτούς, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν λαξευμένο τό μνῆμα τοῦ Λαζάρου. Δεσπόζει κι ἐδῶ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε τή θλίψη του, ἀλλά μαντεύουμε καί τή θεότητά του. Τήν τελευταία προδίδουν, πρῶτο, ἡ μεγαλοπρεπής στάση του καί, δεύτερο, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι (τούς βλέπουμε στή δεξιά ὁμάδα τῶν προσώπων) κοιτάζουν τό Χριστό καί ὄχι τό Λάζαρο. Τό ἕνα χέρι τοῦ Κυρίου κρατάει εἰλητό καί τό ἄλλο μέ ἐκφραστική κίνηση ἐκτείνεται πρός τό Λάζαρο. Μέ τό πρόσταγμά του ὁ Λάζαρος ἀνασταίνεται. Ἕνας νέος ἀφαιρεῖ τίς ταινίες κι ἕνας ἄλλος σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἐντυπωσιακές οἱ ἀδελφές του Λαζάρου. Προσκυνοῦν τόν Κύριο ἔχοντας στά πρόσωπα τούς χαραγμένη τήν ἄφατη λύπη τους. Ὡραία παρατηρήθηκε, πώς «ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι ἀποτελοῦν, ἁπλά καί μόνο, διαφορετικές ἀποχρώσεις καί ψυχολογικές διαβαθμίσεις τοῦ ἴδιου συναισθήματος, τῆς ἴδιας ψυχολογικῆς κατάστασης — τῆς βαθειᾶς εὐλάβειας μπροστά στό γεγονός: ἀπό τήν ἤρεμη κίνηση τῶν Ἀποστόλων ὡς τό γεμάτο αὐταπάρνηση ὀδυρμό τῆς Μαρίας» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 364).

Ἔτσι ἡ εἰκόνα μας ἐκτός ἀπό τό θεϊκό της στοιχεῖο ἔχει καί τό ἀνθρώπινο. Ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Ἀναστάσεως κ.α. ἔχουν κρυμμένο τό μυστήριό τους καί φανερό τό συμβολικό τους χαρακτήρα. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι κατανοητά καί φανερά. Ὁ Οὐσπένσκη πού λέει αὐτά, συνοψίζει' «Ἡ εἰκόνα μεταδίδει τήν ἐξωτερική, φυσική πλευρά τοῦ θαύματος, κάνοντὰς την προσιτή στήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί ἔρευνα, ὅπως ὅταν τελέστηκε τό θαῦμα καί ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια».

Ἡ παράσταση συγκινεῖ μέ τά πρόσωπα τῶν Ἑβραίων πού ἔτρεξαν νά παρηγορήσουν τίς πονεμένες ἀδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ θαύματος καί πολλοί «θεασάμενοι ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν».

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἔγερσης τοῦ Λαζάρου μᾶς προτρέπει νά θυμηθοῦμε τά βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου' «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται' καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...