«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Iωάν. 12,13)
Σήμερον, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, σήμερον εἶνε ἑορτὴ μεγάλη, ἔνδοξος ἡμέρα. Εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή· εἶνε ἡ Βαϊφόρος.
Νὰ διηγηθῶ τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας; Τὸ ξέρετε ὅλοι. Καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμη ποὺ πᾶνε στὸ δημοτικὸ σχολεῖο, κάποιος καλὸς δάσκαλος τοὺς διηγήθηκε τὴν ἱστορία τῆς σημερινῆς ἡμέρας.
Ὅλοι λοιπὸν γνωρίζομεν, ὅτι σὰν σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα μαζεύτηκαν χιλιάδες λαός. Λένε ὅτι, γιὰ νὰ ἑορτάσῃ τὸ Πάσχα εἶχε συγκεντρωθῆ στὰ Ἰεροσόλυμα τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἕνα ἑκατομμύριο λαός! Καὶ ὅταν ὅλος ὁ λαὸς ἄκουσε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, ἀμέσως ἔγινε κάτι τὸ πρωτοφανές. Ἄφησαν τὶς δουλειές των ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄνδρες γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἀκόμη. Ἄδειασαν οἱ δρόμοι καὶ πλατεῖες εἰς τὰ Ἰεροσόλυμα.
Ἔγινε ἔρημος ἡ πόλις. Καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ λαός, σὰν ποτάμι, σὰν χείμαρρος, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦνε τὸ Χριστό. Κι ἄλλοι κρατοῦσαν στὰ χέρια των βάϊα, ἄλλοι κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς, ἄλλοι στρώνανε χάμω στὸ δρόμο τὰ ροῦχα τους, γιὰ νὰ γίνουν τάπητας νὰ τὰ πατήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ ἐφώναζαν μὲ ὅλη τὴν ἁγνή τους καρδιά· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…» (Ἰωάν. 12,13). Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πρωτεύουσα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, τὰ Ἰεροσόλυμα, ὑπεδέχθη τὸ Χριστό.
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πολλὰς ὑποδοχὰς βασιλέων καὶ αὐτοκρατόρων. Ἀναφέρει, ὅτι αἱ Ἀθῆναι καὶ ἡ Ῥώμη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις πολλὲς φορὲς ὑπεδέχθησαν βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορας, νικητὰς καὶ θριαμβευτάς, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο ὕστερα ἀπὸ ἕνα νικηφόρο πόλεμο ἐναντίον ἰσχυρῶν ἐχθρῶν. Ἐδῶ στὴν Ἀθήνα οἱ παλαιότεροι ποὺ ἔχουν ἄσπρα μαλλιὰ θὰ θυμοῦνται, ὅτι τὸ 1913 ὅλη ἡ Ἀθήνα σὲ ἕναν ἔξαλλο ἐνθουσιασμὸ ὑπεδέχθη τότε τὸν βασιλιᾶ, ποὺ ἤρχετο νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ὕστερα ἀπὸ δύο πολέμους ποὺ ἐδιπλασίασαν τὴν μικρά μας πατρίδα.
Ὑποδοχὲς λοιπὸν θριαμβευτῶν καὶ νικητῶν ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Ἀλλὰ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχές, ποὺ ἔκαναν οἱ λαοὶ γιὰ τοὺς νικητὰς καὶ θριαμβευτάς των, εἶνε πολὺ μικρὲς καὶ ὠχριοῦν μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν θριαμβευτικὴ εσοδον τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Θά ᾿θελα νά ᾿μουν ζωγράφος. Θά ᾿θελα νά ᾿χα χρώματα ζωηρά, νὰ πάρω τὸ πινέλλο καὶ μπροστὰ στὰ μάτια σας νὰ ζωγραφίσω τὴν ὑπέροχον αὐτὴν εἰκόνα, τοῦ ἀσυλλήπτου μεγαλείου, τὴν εἰκόνα τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα. Μὰ ζωγράφος δὲν εἶμαι οὔτε ποιητής, οὔτε καὶ ῥήτορας εἶμαι. Γι᾿ αὐτὸ ἀποβλέπω σὲ κάτι ἄλλο. Πρὶν βγῆτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κάτι θὰ πρέπῃ νὰ διδαχθῆτε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔνδοξο ἡμέρα, τὴν Βαϊφόρον. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες διδάσκουν. Καὶ ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες τῆς σημερινῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου, νὰ προσέξετε μερικὰ σημεῖα.
Καὶ ἐν πρώτοις, ἂς ἐρωτήσωμεν· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα;
Οἱ βασιλιᾶδες, ποὺ ἀναφέραμε, καὶ οἱ αὐτοκράτορες ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα, σὲ ἄλογα ἄσπρα χρυσοστολισμένα, ἢ ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Λένε μάλιστα, γιὰ κάποιον τέτοιο βασιλιᾶ καὶ αὐτοκράτορα ὅτι, γιὰ νὰ τρομοκρατήσῃ τὸ λαὸ καὶ νὰ φανῇ ὅτι αὐτὸς εἶνε πιὸ μεγάλος καὶ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ κάθε ἄλλον βασιλιᾶ, διέταξε τὸ ἁμάξι του νὰ μὴ τὸ σέρνουν ἄλογα, ἀλλὰ νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια. Φαντασθῆτε ἕνα ἁμάξι νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια, τί τρόμος ἦταν στὴ Ῥώμη. Καὶ ἄλλοι ἐκάθησαν ἐπάνω σὲ ἐλέφαντας, καὶ ἄλλοι ἐπάνω σὲ ἄγρια θηρία.
Ἀλλὰ κοιτάξτε, τί διαφορὰ ἔχει ὁ Χριστός μας! Εἶνε ὁ βασιλιᾶς, εἶνε ὁ ποιητὴς τοῦ παντός. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειασε τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα· ποὺ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς).
Αὐτός, ἐξ ἄκρας ἀγάπης καὶ συγκαταβάσεως πρὸς τὸν ἄνθρωπον, συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο πολύ, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα νὰ διαλέξῃ ἕνα γαϊδουράκι, ἕνα «πῶλον ὄνου» (ἔ.ἀ. 12,15), καὶ ἐπάνω στὴ ῥάχι ἑνὸς τέτοιου ζῴου νὰ καθήσῃ ὁ Χριστός. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅτι πρέπει νὰ είμεθα ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν. Μᾶς διδάσκει αὐτὸ τὸ γαϊδουράκι, ὁ «πῶλος ὄνου», ὅτι πρέπει ν᾿ ἀγαπήσωμεν τὴν ταπείνωσιν, ἂν θέλουμε νὰ είμεθα Χριστιανοί.
Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ «πῶλος ὄνου» δὲν διδάσκει μόνο αὐτό. Διδάσκει καὶ κάτι ἄλλο. Τί μᾶς διδάσκει; Σημαίνει τὸ ἀθῷο αὐτὸ γαϊδουράκι, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, τὸ ἄλογον μέρος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Σημαίνει τὸ ἄγριον, τὸ πεῖσμα, τὸ πεισματάρικο «γαϊδουράκι», ποὺ κάθε ἄνθρωπος ἔχει, καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸν Θεό. Θέλει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ κάνῃ τὰ κέφια του, τὰ δικά του θελήματα, καὶ δὲν θέλει νὰ ὑποταχθῇ στὸ Χριστό.
Σημαίνει ἀκόμη ὄχι μόνον τὸ πεισματάρικο ἄτομον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔθνη, λέγουν οἱ πατέρες· τὰ εἰδωλολατρικὰ ἐκεῖνα ἔθνη, ποὺ ἦταν βυθισμένα μέσα στὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τῆς πλάνης. Τὰ ἑκατομμύρια ἐκεῖνα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὰ πάθη τους τοὺς εἶχαν κάνει τέτοιους, ὥστε νὰ καταντήσουν χαμηλότερα καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα ἀκόμα, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε καὶ ὁ Δαυΐδ, ὅτι «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13). Πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσωμεν· ὅτι ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑποδουλώνεται στὰ πάθη καὶ τὶς κακίες του, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πέφτει σιγὰ - σιγὰ ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ καὶ γίνεται χειρότερος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ τετράποδα.
Μάλιστα, ἀγαπητοί. Τὸ γαϊδουράκι αὐτό, μόλις κατάλαβε ὅτι τὸ ζητάει ὁ Χριστός, -γιατὶ καὶ τὰ ζῷα ἔχουν κάποια διαίσθησι-, ἔτρεξε μὲ πόθο. Μὲ χαρὰ ἐδέχθη ἐπάνω στὴ ῥάχι του τὸ Χριστό. Καὶ πόσο θὰ καμάρωνε ποὺ εἶχε τὸ Χριστὸ ἐπάνω του! ὅπως εἶπα, καὶ τὰ ζῷα κάτι αἰσθάνονται.
Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυξ μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιώδευε καὶ ἔφθασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Ὅταν ἔφθασε, ἐπῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ. Δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία οἱ ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μολονότι ὁ ἱεροκήρυξ περνοῦσε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο· ἔπρεπε ν᾿ ἀφήσουν κάθε δουλειὰ καὶ νὰ πᾶνε ν᾿ ἀκούσουν τὰ ζωντανὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῷ λοιπὸν ὁ ἱεροκήρυκας ἦταν στὴν πλατεῖα καὶ ἔβλεπε ὅτι ὁ λαὸς δὲν ἔχει προθυμία, ξαφνικὰ ἔρχεται καὶ σταματᾷ ἀπὸ κάτω του ἕνα πουλαράκι καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του. Ὅση ὥρα μιλοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτὸ δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του. Αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι στὸν ἱεροκήρυκα καὶ ἄρχισε νὰ λέγῃ· Ἦρθα στὸ χωριό σας, καὶ σεῖς ποὺ ἔχετε αὐτιά, σεῖς ποὺ ἔχετε λογικό, σεῖς ποὺ ἀκούσατε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, δὲν ἤρθατε. Τὸ γαϊδουράκι αὐτὸ ἄφησε τὴ μάνα του, ἄφησε τὸ χορτάρι του, καὶ ἦρθε καὶ στάθηκε ἐδῶ.
Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα γίνονται, γιατὶ τὰ ζῷα εἶνε ἀθῷα, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος ἔχει καταντήσει ἕνας διάβολος. Τὰ ζῷα εἶνε πολὺ ἀνώτερα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ἂν κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἀμφιβάλλῃ, ἂς ἀνοίξῃ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη γιὰ νὰ δῇ κάτι ἀνώτερο. Βλέπουμε ἕνα γαϊδουράκι, αὐτὸ ποὺ εἶχε ὁ προφήτης Βαλαάμ, νὰ ὁμιλῇ (βλ. Ἀριθμ. 22,28). Ἐλάλησε τὸ γαϊδουράκι καὶ ἤλεγξε τὸν προφήτη, ποὺ ἔκανε μιὰ ἀτοπία καὶ κάποιο παράπτωμα. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει ἡ ἁγία Γραφή, ὅτι πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὰ ζῷα. Μάλιστα πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ εἶνε κάποια ἄγρια φυλὴ ποὺ ἐπίστευσε στὸ Χριστό, καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τὰ γαϊδουράκια δὲν τὰ φορτώνουν οὔτε κάθεται κανεὶς στὰ γαϊδουράκια. Γιατὶ λένε· Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐκάθησε στὴ ῥάχι τους ὁ Χριστός, πρέπει νὰ τ᾿ ἀφήσωμε ἐλεύθερα, νὰ βόσκουν ἐλεύθερα, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
Νά λοιπὸν τί μᾶς διδάσκει αὐτὸ τὸ γαϊδουράκι. Τὸ γαϊδουράκι ἔχει φωνὴ καὶ μᾶς φωνάζει σήμερα· Ταπεινωθῆτε, ὅπως ταπεινώθηκε ὁ Χριστός. Μᾶς φωνάζει· Ὑποταχθῆτε στὸ Χριστό· ὅπως ἐγὼ εἶχα χαρὰ ποὺ ἔφερα στὴ ῥάχι μου τὸ Χριστό, κ᾿ ἐσεῖς νὰ ὑποταχθῆτε στὸ χρηστὸ ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι αὐτό, ποὺ μᾶς ἀναφέρει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, μᾶς ἀναφέρει καὶ κάτι ἄλλο. Κρατοῦσαν, λέει, «βαΐα» (ἔ.ἀ. 12,13).
Μὰ αὐτὰ τὰ βάϊα πότε τὰ κρατοῦσαν; Ὅταν ἤθελαν νὰ ὑποδεχθοῦν ἕνα νικητή. Τὰ βάϊα ἦταν, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «τὰ τῆς νίκης σύμβολα».
Καλά στοὺς νικητάς, ἀλλὰ γιατί νὰ ὑποδεχθοῦν μὲ βάϊα τὸ Χριστό; Ἀπὸ ποιόν πόλεμο ἦρθε; Ἐνίκησε κανένα; Μάλιστα ἐνίκησε! Ποῖον ἐνίκησε; Δὲν ἔχετε αὐτιά; Σὰν χθὲς ὁ Χριστὸς ἐπολέμησε· ἐπολέμησε καὶ ἐνίκησε τὸν πιὸ μεγάλο ἐχθρό. Ἐπολέμησε ἕνα ἐχθρό, ποὺ ἅμα αὐτὸς παρουσιασθῇ, βλέπεις αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ στέμματα καὶ κρατοῦν στὰ χέρια τὰ σπαθιά, νὰ παραλύουν καὶ νὰ πέφτουν ἀπὸ τὰ χέρια τους τὰ μαχαίρια, τὰ σπαθιὰ καὶ ὅλα τὰ ὅπλα. Ἐνίκησε ὁ Χριστὸς ἐκεῖνον ποὺ τρέμει ὁ κόσμος ὅλος. Ἐνίκησε τὸν ἀήττητον. Καὶ ἀήττητος ποιός ἦτο; Ἐπῆγε κάτω στὸν ᾅδη ὁ Χριστός. Ἐπάλεψε στῆθος μὲ στῆθος μὲ τὸ χάρο. Σὰν χθές, τὸ Σάββατο, ἐπῆγε ὁ Χριστὸς στὰ μνήματα καὶ ἐστάθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα μνῆμα ποὺ ἦταν μέσα θαμμένος ἕνας τέσσερις ἡμέρες καὶ εἶχε σαπίσει. Καὶ μὲ τὴ φωνή του τὴν παντοκρατορική, μὲ τὴν φωνὴν ποὺ σείει τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, εἶπε· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (ἔ.ἀ. 11,43). Καὶ ὁ Λάζαρος βγῆκε ὁλοζώντανος ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο. Εἶνε αὐτὸ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ποὺ ἀποδεικνύει τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μας.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔκανε χθὲς ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἔρχονται μὲ τὰ βάϊα καὶ λέγουν· Σὲ χαιρετοῦμε. Χαῖρε, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Σὺ ποὺ ἐθριάμβευσες ἐπάνω στὸν θάνατο, ποὺ ἐταπείνωνε τοὺς πιὸ μεγάλους στρατηγοὺς καὶ στρατάρχας καὶ ὑπεδούλωνε ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Γι᾿ αὐτὸ κρατοῦν τὰ βάϊα. Καὶ νὰ εἶσθε βέβαιοι, Χριστιανοί μου· ὅπως στάθηκε ἐπάνω στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου, θὰ σταθῇ πάλιν ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύομεν ἀκραδάντως. Ἄλλως, δὲν εμεθα Χριστιανοί. Θὰ σταθῇ ὁ Χριστὸς στὸ μνῆμα τῆς μάνας μου καὶ τῆς μάνας σου καὶ τοῦ πατέρα σου καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Θὰ σταθῇ καὶ στὰ δικά μας μνήματα καὶ θ᾿ ἀκουσθῇ ἡ φωνή· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν.
Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχει ἡ ἑορτὴ ποὺ κρατοῦσαν βάϊα καὶ ἑορτάζομεν σήμερα.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ βάϊα μερικοὶ ἀνεβήκανε πάνω σὲ ἐλιὲς καὶ κόψανε κλαδιὰ ἐλιᾶς. Γιατί λοιπὸν ἄλλοι κρατοῦσαν βάϊα καὶ ἄλλοι κλαδιὰ ἐλιᾶς; Τί μᾶς λέγουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας; Ἐγὼ δὲν σᾶς λέγω δικά μου λόγια. Τὰ δικά μου λόγια δὲν ἔχουν καμμίαν ἀξίαν. Ἐγὼ σᾶς λέγω λόγια τῶν πατέρων. Ἀπὸ ἐκεῖ παίρνω καὶ διδάσκω. Ἂν θέ᾿τε, ἀκοῦστε τα· ἂν δὲν θέ᾿τε, δική σας ἁμαρτία εἶνε. Γιατί, λοιπόν, κρατοῦσαν κλαδιὰ ἐλιᾶς;
Ἂν διαβάζετε ἁγία Γραφή, θὰ δῆτε ὅτι κάπου ἀναφέρεται ἡ ἐλιά. Ἡ ἐλιὰ εἶνε ἕνα ἱερὸ φυτό. Ἡ ἐλιὰ συμβολίζει πολλὰ πράγματα. Ὅταν ὁ Νῶε ἄνοιξε τὴ θυρίδα τῆς κιβωτοῦ καὶ ἔδιωξε τὸ περιστέρι, τὸ περιστέρι πέταξε, διέγραψε κύκλους κύκλους, ἀλλὰ παντοῦ συνήντησε πτώματα. Δὲν εἶνε κοράκι τὸ περιστέρι, νὰ κάθεται στὰ πτώματα, ἀλλὰ νά το πάλι γύρισε κουρασμένο. Ἄνοιξε τὴν θυρίδα ὁ Νῶε, τὸ ἔπιασε καὶ τὸ ἔβαλε μέσα. Ἀλλὰ ὅταν διὰ δευτέραν φορὰν ἔστειλε τὸ περιστέρι καὶ πέταξε πάνω στὴ γῆ, παρουσιάστηκαν τὰ δέντρα. Τὰ νερὰ εἶχαν χαμηλώσει, καὶ τότε τὸ περιστέρι ἔκοψε ἕνα κλαδάκι ἀπὸ τὴν ἐλιά, καὶ τὸ ἔφερε μὲ τὸ ῥάμφος του (βλ. Γέν. 8,11). Καὶ ὁ Νῶε ἐδάκρυσε καὶ εἶπε· Δόξα σοι, ὁ Θεός· ἔπεσαν τὰ νερά, φάνηκαν οἱ κορυφές, φάνηκαν τὰ ἄνθη… Καὶ εἶνε πιὰ ἡ ἐλιὰ τὸ σύμβολο τῆς εἰρήνης. Σημαίνει ἡ ἐλιὰ τὴν εἰρήνη. Σημαίνει χαρὰ καὶ εἰρήνη.
Ὁ ὄχλος ποὺ ὑποδέχθηκε τὸν Χριστό, κρατοῦσε ἐλιὰ στὰ χέρια του, γιὰ νὰ πῇ· Χριστέ, σὺ μόνον εἶσαι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης· σὺ εἶσαι ὁ Θεὸς ποὺ σκορπᾷς στὸν κόσμο τὰ πλούσια αὐτὰ ἀγαθά σου.
Περάσανε, ἀπὸ τότε ποὺ κρατοῦσε ὁ λαὸς στὰ χέρια του κλαδιὰ ἐλιᾶς καὶ φωνάζανε «ζήτω!», τόσα χρόνια, καὶ ὁ κόσμος διψάει εἰρήνη. Τίποτε ἄλλο δὲν διψάει περισσότερο σήμερα ὁ κόσμος ὅσο τὴν εἰρήνη. Τὴν εἰρήνη δός μας, Χριστέ· τὴν παγκόσμια εἰρήνη. «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», εὔχεται ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἡ ἐλιὰ λοιπόν, ποὺ κρατούσανε, εἶνε τὸ σύμβολον μιᾶς εἰρήνης, τῆς εἰρήνης ἐκείνης τὴν ὁποία δὲν θὰ τὴν φέρουν τὰ συνέδρια τὰ μεγάλα, ἀλλὰ τῆς εἰρήνης τὴν ὁποίαν θὰ τὴν φέρῃ μόνον ὁ Χριστός, ἐὰν ὅλοι μας, ἐὰν ὅλοι μας ὑποταχθοῦμε εἰς τὸ ἅγιόν του θέλημα.
Κάτι ἀκόμη καὶ τελειώνω. Εἶπα γιὰ τὸν πῶλον τοῦ ὄνου, εἶπα γιὰ τὰ βάϊα, εἶπα γιὰ τὰ κλαδιὰ τῆς ἐλιᾶς. Δὲν εἶπα κάτι ἄλλο.
Είδαμε, ὅτι αὐτὸς ὁ ἁπλοϊκὸς λαός, ποὺ τόσον ἀγαποῦσε τὸ Χριστό, ἔβγαζε τὰ ροῦχα του καὶ τὰ ξάπλωνε κάτω, σὰν περσικὸ τάπητα, γιὰ νὰ περάσουν ἐπάνω καὶ νὰ τὰ πατήσουν τὰ εὐλογημένα πόδια τοῦ Χριστοῦ μας. Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε αὐτὴ τὴ σκηνή, μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε αὐτὸ τὸ λαό, ποὺ δὲν εἶχε τάπητας, ἀλλὰ ἔβγαλε τὰ ροῦχα γιὰ νὰ πατήσουν τὰ εὐλογημένα πόδια τοῦ Χριστοῦ;
Μὰ τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ ροῦχα, τὰ «ἱμάτια»; Γιατί τ᾿ ἀναφέρει στὴ σημερινὴ ἑορτὴ τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 21,8· Μᾶρκ. 11,8· Λουκ. 19,36); Δὲν τὸ λέγω ἐγώ, ὁ ἀπόστολος τὸ λέγει.
Κ᾿ ἐσὺ ἔχεις νὰ βγάλῃς ἕνα ροῦχο. Κ᾿ ἐσύ, γυναίκα, παιδί… Καὶ ὅλοι μας ἔχομε νὰ βγάλωμε ἕνα ροῦχο. Τὸ ροῦχο τὸ βγάζεις καὶ τὸ βάζεις στὴ μπουγάδα. Ἀλλὰ ἔχεις ἕνα ροῦχο ποὺ τὸ ἔχεις μέρες, χρόνια, καὶ εἶνε βρωμερὸν καὶ ἀκάθαρτον.
Ἔλα, Χριστιανέ μου. Ἔχεις τὸ μαῦρο πουκάμισο τῆς κολάσεως, τὸ μαῦρο πουκάμισο ποὺ φορᾷς, τὸ ὁποῖο κόλλησε μὲ τὴ σάρκα σου, μὲ τὸ εἶναι σου, μὲ τὴν ψυχή σου. Γι᾿ αὐτὸ σὲ καλεῖ τώρα ἡ Ἐκκλησία, νὰ τὸ βγάλῃς τὸ βρωμερὸ πουκάμισο καὶ νὰ τὸ πᾷς στὸ πλυντήριο γιὰ νὰ τὸ πλύνῃς.
Γιατὶ καὶ τὰ καθαρώτερα ροῦχα νὰ βάλῃς, καὶ τὸ κορμί σου ν᾿ ἀρωματίσῃς, ἂν δὲν βγάλῃς τὸ μαῦρο πουκάμισο ποὺ φορᾷς τόσα χρόνια, σοῦ τὸ λέγω ἐνώπιον Κυρίου, τὸ πουκάμισο τῆς κολάσεως, τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τῆς ψευτιᾶς, τῆς ἀτιμίας· ἐὰν δὲν τὸ βγάλῃς καὶ τὸ πετάξῃς γιὰ νὰ τὸ πατήσῃ ὁ Χριστός μας, Χριστιανὸς δὲν εἶσαι.
Διαβάστε πρὸς Κολασσαεῖς (3,9)· «Ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον…». Γδυθῆτε τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, καὶ ἐνδυθῆτε τὸν νέον… Καὶ θὰ ἀκούσωμεν τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως στὴν θεία λειτουργία -ὅσοι μένομεν, γιατὶ ἀδειάζει ἡ ἐκκλησία τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ εἶνε αὐτὸ μεγάλη ἁμαρτία-, θ᾿ ἀκούσωμε· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Ἀλληλούϊα». Ὅσοι, λέγει, πιστεύσανε στὸ Χριστό, βγάλανε τὸ πουκάμισο τῆς ἁμαρτίας καὶ φορέσανε τὴ λαμπρὰ στολή, τὸ ἔνδυμα τῶν πριγκίπων καὶ βασιλέων ποὺ δίδει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ πιστεύει καὶ εἰλικρινῶς ἀκολουθεῖ αὐτόν.
Ἀδελφοί μου, δὲν τελείωσα. Ἄ, ξέχασα. Συγχωρέστε μου. Ἀφήνω τὰ ροῦχα ποὺ ἔστρωναν, ἀφήνω τὰ βάϊα, ἀφήνω τὰ κλαδιά, ἀφήνω τὸ πουλαράκι καὶ ἀκούω, ὤ τί ἀκούω! Μουσικὴ ἀκούω. Τί μουσικὴ εἶνε αὐτή; λέγει κάπου ἱερὸς Φώτιος· τί ἀκούω; «Ὡσαννά…» (Ἰωάν. 12,13). Ποιοί τὰ ψάλλουνε; Τὰ ἀηδόνια κελαϊδοῦνε; Ποιοί ψάλλουνε; Οἱ σοφοὶ καὶ οἱ μεγάλοι; Ποιοί; Τὰ ἀθῷα παιδάκια! Αὐτὰ ἦταν πιὸ κοντὰ στὸ Χριστό. Σὰν τ᾿ ἀηδόνια, πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, τραγουδοῦσαν· «Ὡσαννά…» (ἔ.ἀ. 12,13). Τ᾿ ἄκουσε ὁ οὐρανὸς καὶ χάρηκε. Τ᾿ ἄκουσαν οἱ ἄγγελοι καὶ χάρηκαν, ἀλλὰ τ᾿ ἄκουσε καὶ ὁ διάβολος καὶ ἐπικράνθηκε. Ἄκου, λέει, τὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ φθάσουν σὲ τέτοια ὕψη, νὰ ψάλλουν στὸ Χριστό!…Καὶ ἀμέσως λοιπὸν ἔβαλε τὰ ὄργανά του, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, καὶ σήμερα ἐπήρανε ἀπόφασι νὰ ἐκτελέσουν τὸ Χριστό. Πιάσανε τὰ ῥαβδιὰ οἱ φαρισαῖοι καὶ κυνηγούσανε τὰ παιδιὰ τὰ ἀθῷα. Σὰν τοὺς πατεράδες τοὺς ἀπίστους τῆς γενεᾶς μας. Πρέπει οἱ πατέρες καὶ μητέρες νὰ παίρνουν ἀπὸ τὸ χέρι τὰ τέκνα στὸ ναό, κι ὄχι ὁ δάσκαλος. Ἀλλὰ ποῦ τώρα αὐτό; Ἄλλαξε ὁ κόσμος. Ἀπ᾿ τὸ χέρι στὸν κινηματογράφο, ναί· στὸ ναό, ὄχι.
Σὰν τοὺς ἀπίστους πατεράδες ποὺ μὲ τὰ ῥαβδιὰ κυνηγοῦνε τὰ παιδιά, γιὰ νὰ τὰ διώξουν ἀπὸ τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα. Ἔτσι καὶ αὐτοὶ οἱ φαρισαῖοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη μὲ τὰ ῥαβδιὰ κυνηγοῦσαν τὰ παιδιὰ ποὺ φωνάζανε τὰ «Ὡσαννά…». Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε κάτι λόγια, ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ γιὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Τί τοὺς εἶπε ὁ Χριστός; «Καὶ ἂν ἀκόμη τὰ παιδιὰ σιωπήσουνε, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σιωπήσουνε, καὶ ἂν βουβαθῇ ὁ κόσμος, οἱ πέτρες ποὺ πατᾶμε κι αὐτὲς ἀκόμα θὰ φωνάξουνε» (βλ. Λουκ. 19,40).
Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς τὰ σκουλήκια ὁ Χριστός. Καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἀδειάσουμε τὶς ἐκκλησίες, καὶ ἂν ἡμεῖς τὸν ἀρνηθοῦμε, καὶ ἂν ἡμεῖς γίνωμεν ἀντίχριστοι, ἐπάνω τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ σφαῖρες καὶ τὰ λουλούδια καὶ οἱ θάλασσες καὶ οἱ ἄβυσσοι καὶ οἱ τάφοι θὰ φωνάξουν· «Εἷς ἅγιος…»· αὐτὸν ὑμνεῖτε, αὐτὸν ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ἱ. ναὸς Ἁγίου Θωμᾶ Ἄνω Κυψέλης - Ἀθηνῶν 2-4-1961