Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2015

Ὁμιλία στήν Γυναίκα τήν ἀλείψασα τόν Κύριο Μύρω (Ἅγ. Ἀμφιλόχιος ἐπίσκοπος Ἰκονίου)

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΝ, ΤΗΝ ΑΛΕΙΨΑΣΑΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΜΥΡΩ ΚΑΙ ΕΙΣ ΦΑΡΙΣΑΙΟΝ
Α’ Πολύ ωφέλησε την ψυχή μας ο Χριστός, σαν παρακάθησε στο τραπέζι του Ζακχαίου. Γιατί όπου ο Χριστός φιλοξενείται, και κάμνει συντροφιά με τους ανθρώπους, και το πιοτό και το τραπέζι μας καταδέχεται, εκεί κατοικεί η ευφροσύνη. Γιατί ποιος τελώνης ή πόρνη ή απ’ εκείνους που έπραξαν όσα δε λέγονται κακά, βλέποντας τον Ποιητήν του ουρανού και της γης να εισέρχεται στο σπίτι του Τελώνη, ή εκείνον που μας δίδει τα στάχυα, να λαβαίνει με τα χέρια του ανθρώπινο ψωμί, ή των τσαμπιών τον χορηγό να πίνει απ’ το κρασί και να ευλογεί τα πατητήρια, και στο μυαλό του δε θάβαζε την πράξη τούτη για μεγάλη γιορτή και λαμπρό πανηγύρι; Αληθινά γιορτή. Ευφροσύνη αγγελικής φιλοξενίας, να βλέπεις το Δεσπότη με τους δούλους· το Θεό με τους ανθρώπους· τον Κριτήν τέλος να βλέπεις μ’ εκείνους που θα κρίνει, να κάθεται το ίδιο τραπέζι. Μα για τούτον το λόγο ήρθε στη γη, χωρίς να εγκαταλείψει τον ουρανό ορφανό από τη θεϊκή δόξα· γιατί και τέλειος γενόμενος άνθρωπος, δεν έπαυσε να είναι Θεός.
Και ήρθε επί της γης και πέρασε θάλασσες για να βγάλει τους χειμαζομένους στο πέλαγος των βιοτικών φροντίδων από το βυθό της αμαρτίας, και σε πόλεις και κώμες περιόδευσε και περπάτησε στα στενά τα μονοπάτια και στ’ απόκρημνα πατήματα, και σε γκρεμνούς στάθηκε κι αναζήτησε τους πλανεμένους για να τους επαναφέρει στην ποίμνη των, σαν ακυβέρνητα πρόβατα.Γιατί Αυτός είναι εκείνος που αναζητεί το «απολωλός πρόβατον», εκείνος που εγκαταλείπει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και πάσχει για το ένα. Κι επειδή ζητούσε το ένα, δε σημαίνει πως καταφρονούσε τα επίλοιπα, μα κι ούτε πάλιν θυσίαζε για τα πολλά το ένα· γιατί άφηνε τα ενενήντα εννέα στη μάντρα ασφαλισμένα και σίγουρα, και τότε έτρεχε για το ένα να το σώσει απ’ την πλεκτάνη του διαβόλου. Πρόβατο χωρίς ποιμένα είναι έτοιμο δείπνο στα θηρία, και ψυχή ασφράγιστη από αρετή και χωρίς ταπείνωση και φόβον Θεού είναι στα χέρια του διαβόλου. Όθεν και τον Ζακχαίον άρπαξε σαν πρόβατο από το στόμα του λύκου και στη λογικήν αυλήν των προβάτων επανέφερε και με θεία χαρίσματα και αρετήν τον εκόσμησε. Και όπως ο ποιμήν που επιθυμεί να ξαναβρή το πλανεμένο αρνί, αφήνει φρόνιμο και πιστό του ζώο ελεύθερο να βόσκει, μη τυχόν το απαντήσει και συντροφιαστά επιστρέψουνε στη μάντρα, έτσι και ο Λόγος του Θεού τη σάρκα που δανείστηκε από την Παρθένον, σαν πρόβατο σε βοσκοτόπι, άφησε στο τραπέζι του Ζακχαίου, όπως, ένεκεν της φιλοξενίας και της συντροφιάς, τον τραβήξει προς την ποίμνην.
Β’ Αλλά τούτο δεν το καταλάβαιναν οι Φαρισαίοι και σχολίαζαν με τις απαίσιές τους γλώσσες και διέβαλλαν το Χριστό  που τον έβλεπαν να τρώγει με τους τελώνες. Μα σαν τα ασκιά τα παληά ανοίξανε γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν τον καινούριο δυνατό λόγο της διδασκαλίας. Εμείς όμως, αδελφοί, ας ακολουθήσουμε το μέγα φιλάνθρωπο στην πορείαν του. Εκείνος λοιπόν που τον Ζακχαίον τον τελώνην έφερε στο δρόμο τον καλό και στη λογική μάντρα των Αποστόλων συγκατέλεξε, εκείνος είναι που και την πόρνην την αμαρτωλήν, την εργάτιδα τόσων κακών, ετράβηξε από το φαράγγι του διαβόλου και στην ασφαλισμένη μάντρα την απέδωσε.
Για να γνωρίσετε όμως τη φιλανθρωπία του Χριστού κι από την άλλην των Φαρισαίων την παραφροσύνην και για να μάθετε της αμαρτωλής την επιστροφή, παραθέτω τούτες τις ευαγγελικές ρήσεις, και αν ακούσετε καλά και προσέξετε το ύφος, εύκολα πολύ θα βγάλετε και το νόημά τους. Ηρώτησε, λέγει, τις των Φαρισαίων τον Ιησούν, ίνα φάγη μετ’ αυτού. Και εισελθών εις τον οίκον του Φαρισαίου ανεκλίθη. Ω ανείπωτη χάρις! Ω πρωτάκουστη φιλανθρωπία που δε γνωρίζεις όρια! Και με Φαρισαίους παρακάθεται χωρίς ν’ αποδιώχνει τους τελώνες· και τις πόρνες ελεεί και με τη Σαμαρείτιδα διαλέγεται· και στη Χαναναίαν απαντά και στην αιμορροούσα το κράσπεδον του ιματίου του παραχωρεί και δεν ντρέπεται. Είναι γιατρός για όλα τα πάθη και τα θεραπεύει για να ωφελήσει όλους, τους πονηρούς και τους αγαθούς, τους αχάριστους και τους ευγνώμονες. Έτσι λοιπόν και τώρα που τον προσκαλεί ο Φαρισαίος, δέχεται, και εισέρχεται στην οικίαν του, πλην οικίαν γιομάτη με αμαρτίες. Γιατί όπου Φαρισαίος εκεί είναι η πονηρία, ο τόπος της αμαρτίας, της υπερηφανίας το «καλωσόρισες». Και σε τέτοιο σπίτι ο Κύριος δεν αρνιέται να υπάγει. Και φυσικά, γιατί ως ο ήλιος δε χάνει τη λάμψη του ακόμα και στο βόρβορο σα ρίχνει τις ακτίνες του αλλά τουναντίον τον καθαρίζει, έτσι και ο Χριστός κάθε τόπον αισχύνης και βέβηλον διαλέγει και τη βρωμερήν αμαρτία με τις ακτίνες του διαλύει, κι άσπιλος μένει πάντα ο λόγος της θεότητος.
Γ’ Έτσι ευθύς επήγε στον Φαρισαίον· ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς να ελέγξει τη ζωή του. Πρώτα για να αγιάσει τους καλεσμένους, εκείνον που τον κάλεσε, την οικίαν και της πολιτείας τα βρώματα· έπειτα για να δείξει πως δεν ήταν φάσμα η ενανθρώπησή του μα κάτι πραγματικό, πως γίνηκε δηλαδή τέλειος άνθρωπος, κάθισε στο τραπέζι γιατί εκεί έμελλε να έρθει η πόρνη και να δείξει το θερμόν και φωτεινόν τρόπο της μετανοίας. Γι’ αυτό σαν τον κάλεσε ο Φαρισαίος, ευθύς συγκατανεύει για να διδάξη παρουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Όταν η πόρνη θα ομολογεί τα σφάλματά της, πώς πρέπει να ζητούν συγχώρεση οι αμαρτωλοί από το Θεό και να δέχονται τη χάρη του. Ιδού γαρ, λέγει, γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός. Γυναίκα· η ανερμάτιστη φύση, το πρώτο δίχτυ του διαβόλου, η εισαγωγή της πλάνης, η διδασκάλισσα της παραβάσεως και της ανομίας. Αυτή που γίνηκε για βοήθεια του αντρός, μα πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρόν του, που δημιουργήθηκε και είναι εκ φύσεως καλή, μα που με την ίδια της τη βούληση γίνηκε κακή· αυτή που έδειξε την ωραιότητα του ξύλου και τον παράδεισον έχασε. Και ιδού γυνή, εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, και της Εύας έφερνε τις αμαρτίες και κατάμεστη ήταν από τις δικές της. Και θα ειπώ πρώτα για την προηγούμενή της συμπεριφορά και πώς σκορπούσε σπάταλα τους τρόπους της, για να αντιληφθήτε καλλίτερα την πολυτέλεια της μετανοίας.
Δ’ Ο Θεός έλαβεν οστούν από την πλευράν του Αδάμ, του προσέθηκε σάρκα και έτσι έκαμε την Εύα, που και γι’ αυτό γυναίκα την κάλεσε, και την έδωσε στον Αδάμ για σύντροφό του. Αλλά μετά που αμάρτησαν και παρέβηκαν τον νόμο και διωχθήκανε από τον Παράδεισον, σαν τιμωρία τους ήρθε και ο θάνατος. Μα για να μη χαθεί ολότελα το ανθρώπινο γένος με τη φθορά του θανάτου, έρχεται ο γάμος ν’ αναχαιτίσει το θάνατο. Για να σπέρνει ο ένας κι ο άλλος να θερίζει· ο ένας να κόβει κι ο άλλος να βλασταίνει. Κι ότι μετά την εισέλαση του θανάτου δόθηκε η χάρη του γάμου, καταφάνερο είναι από το ότι ο Αδάμ μετά την έξοδο από τον Παράδεισο βρέθηκε με την Εύα. Κι έχει γραφτεί ότι σαν βγήκανε από τον Παράδεισο, τότε εγνώρισε ο Αδάμ τη γυναίκα του· προ της αμαρτίας λοιπόν ήταν η παρθενία, που διατηρούσε αμόλυντο και καθαρό το χιτώνα της φύσεως. Μετά λοιπόν από την ανομία, ύστερα από την τιμωρία του θανάτου εισέλασε ο γάμος για να εξασθενήσει το θάνατο με την άνθησή του και να τον νικήσει με την αρχοντική του βλάστηση. Και για να μη χαθή το ανθρώπινο γένος αλλά τουναντίον να πληθυνθεί ψηφίστηκε ο νόμος του γάμου. Και στον άνδρα χάρισε την ηδονή και στη γυναίκα τη θωπεία και την ωραιότητα, ωραιότητα πρόσκαιρη, όχι για να ερεθίζωνται ανάμεσά τους και να ωθούνται σε άνομες μίξεις, αλλά για να ενώνονται έννομα με το θεσμό του γάμου. Όθεν η μίξις ύστερα από νόμιμον γάμον είναι τίμια και ευλογημένη από το Θεό. Αλλά εκείνη που γίνεται για να κερδίσει η σάρκα την ηδονή, έχει μέσα της το θάνατο. Τίμιος γαρ ο γάμος εν πάσι, και η κοίτη αμίαντος· πόρνους δε και μοιχούς κρινεί ο Θεός. Όσες λοιπόν νόμιμα γνώρισαν τους άνδρες για να κάμουν παιδιά, είναι αψεγάδιαστες· όπως η Σάρρα, και η Ραβέκκα, και η Ραχήλ. Και οποιαδήποτε άλλη. Εκείνες όμως που διεγείρουν τους νέους, και τους σπρώχνουν στην ακολασία για να χαρούν την άνομη ηδονή, αυτές είναι καταδικασμένες για τη φθορά, γιατί τον ναόν του Θεού καταστρέφουν. Ει τις γαρ, λέγει, φθείρει τον ναόν του Θεού, φθερεί τούτον ο Θεός. Και από τούτες ήτανε η αμαρτωλή που λέγουμε. Κι αφού τόσον αισχρά εκμεταλλεύτηκε τη φύση, με το να χρωματίζει με φτηνή βαφή το πρόσωπό της, και με επιδεξιότητα να προσπαθεί πώς να φανεί ελκυστική, έσερνε τυφλά τους νέους στην ακολασία και τους έσπρωχνε στο βάραθρο της πορνείας.
Ε’ Και δεν τα λέγω αυτά, για να περιγελάσω εκείνα που έκαμε· αλλά τουναντίον για να την επαινέσω, με το να ξέρετε από πού ξεκίνησε και πού έφτασε. Και λέγω ποια ήτανε πρώτα, για να σας δείξω τι γίνηκε τώρα. Και όλα τα  αμαρτήματά της καταλεπτώς τα ιστορώ, για να δείξω τα κατορθώματα της μετανοίας. Αλλά αυτή, που δε μεταχειρίστηκε ως έπρεπε το σώμα της· μα άλλους σαγήνευε με τις πλεξούδες των μαλλιών της, άλλους εμάγευε με τα δάκρυά της κι άλλους με τη θρασύτητά της  και όλους από παντού τους ωδηγούσε στο βάραθρο της ακολασίας, αυτή τώρα τον αισχρό και σαρκικόν έρωτά της αλλάζει σε θεία και ουράνια στοργή.
Σαν είδε τον Ιησού άλλοτε να μιλά με τη Σαμαρείτιδα κι άλλοτε να σιμώνει τη Χαναναία, κι άλλη φορά να διαπιστώνει την κλοπή της αιμορροούσης, και πότε να τρώγει με τους τελώνες και πότε να επισκέπτεται τους Φαρισαίους, σκέφτηκε. Αφού τις πόρνες και τους αμαρτωλούς και τους τελώνες καταδέχεται, ως πότε θα σπαρταράω σαν ψάρι για την ηδονή και θα βυθίζομαι συνεχώς στα πελάγη της αμαρτίας; Δε θα μείνω για πάντα στον κόσμο, ούτε ωραία θα μείνω, γιατί το καθένα έχει στον καιρό του το θάνατο και όλα μαραίνονται· και τα άνθη και τα κρίνα κι οι ομορφιές του προσώπου. Και τι θα πάθω για τα έργα μου; Αρχίζω τώρα και εννοώ τη φωτιά της κολάσεως και η ψυχή μου μετανοεί, γιατί προσπαθώντας με κάθε μέσο πώς να φανώ ωραιότερη για την καταστροφή των νέων, έβγαινα στους δρόμους της πολιτείας και στην αγορά κι έτρεχα στις μαζώξεις των ανθρώπων  κι είχα για δίχτυ μου τα πόδια κι ως δόλωμα τις ωραίες μου κουβέντες.
Ω πόσους νεαρούς κατέστρεψα με τις ματιές μου, τις γιομάτες αναίδεια και πάθος. Κι έκαμνα πολλά φτιασίδια κι αυτό για βλάβη πάλιν εκείνων που με κυτούσαν, και πότε ύψωνα τα μαλλιά μου σε σειρές απανωτές σαν πύργο, και πότε άφηνα από ψηλά πολλές πλεξούδες αφρόντιστα να χαλούν στο μέτωπό μου. Και τα μάγουλά μου έβαφα και τα μάτια μου τα είχα πάντα με μαυράδια. Και πότε με δάκρυα ψεύτικα έκαμνα τους νέους να πέφτουνε μπροστά μου. Ω, τι θα καταντήσω για τούτα, και ποιο γιατρό θα βρω σε όλα τούτα τα πάθη; Αν εξομολογηθώ τις ανομίες μου στους ανθρώπους, ανώφελη θα είναι η εκμυστήρευσή μου· να κρύψω τα αμαρτήματά μου δε μπορώ. Κι από πού να τα κρύψω μιας που το Θεό δε μπορώ να ξεγελάσω; Και πού να πάω που παντού το δικαστή βρίσκω μπροστά μου; που ναι μεν δε φαίνεται μα παντού με ελέγχει; Μια ελπίδα σωτηρίας μου απομένει, μια ευκαιρία για τη ζωή· να βρω τον Ιησού και να τρέξω κοντά του. Αυτός που τους Τελώνες δέχεται δεν απαρνιέται την πόρνη. Αυτός που δειπνεί μαζί με τους Φαρισαίους δε διώχνει τα δάκρυα της αμαρτωλής. Κι επειδή ξέρω πως βρίσκεται στου Σίμωνα του Φαρισαίου, εκεί θα πάω. Μα τι να του ζητήσω σαν πάω; Την υγεία των ματιών μου; Μα είναι πρόσκαιρο το χάρισμα. Ν’ απαλλαγώ από την αρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ο αιώνιος θάνατος είναι πιο μεγάλος από τη σύντομη τούτη ζωή. Απ’ όλα θα παραιτηθώ λοιπόν, τα σωματικά, και την υγεία της ψυχής μου θα ζητήσω. Και μια λύση στα κακά και τις αμαρτίες που σώρεψα είναι να δω το Δικαστή και να προλάβω την κόλαση. Θα μιμηθώ την πόρνη τη Ραάβ, και θα ζηλέψω την ενάρετη ζωή της γυναικός. Και τίποτε άλλο δε ζητεί ο Θεός πλην της μετανοίας.
Ϛ’ Και σα σκέφτηκε τούτα, που είπαμε, με ευσέβεια, και σαν μετάστρεψε τον νου της στην πίστη, έρχεται στον Ιησού με παρρησία να ομολογήση την αναίδειά της. Και δε λέγει τίποτε· δεν τολμούσεν· ήξερε πως εκείνος που εποπτεύει τους λογισμούς δεν έχει ανάγκη από λόγια. Και τι θα του έλεγε αφού όλα τα γνωρίζει! Πως αμάρτησε κι εργάστηκε την ανομία; Πώς ερωτεύονταν κι απολάμβανε τις σαρκικές ηδονές; Αυτά τα ήξερε καλά ο Θεός, όχι γιατί γίνηκαν αλλά γιατί γνωρίζει και τους λογισμούς στα μύχια της καρδιάς μας. Επειδή λοιπόν εγνώριζε πως όλα είναι φανερά στο Θεό και δε μπορεί να τον ξεγελάση, σφάλησε το στόμα της κι άνοιξε τα δάκρυά της να μιλήσει. Στάσα γαρ, λέγει, παρά τους πόδας του Ιησού, κλαίουσα ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσιν. Και δε μιλούσε με το στόμα της, αλλά με στεναγμούς και με καρδιά συντετριμμένη έλεγε την άβυσσο των αμαρτιών της· τους άσεμνους στοχασμούς, και τις αισχρές μνήμες, τις βέβηλες πράξεις και τις άνομες ομιλίες ομολογούσε. Και δεν υπήρξε τίποτα που να έκαμε και που δεν το πλήρωσε με δάκρυα. Κι ήξερε καλά πως για ότι έλεγε ελάβαινε την συγχώρεση. Είπα γαρ, λέγει, εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου, και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Και όχι μόνον χωρίς να ομιλεί, ομολογούσε ζητώντας την εξιλέωση του Κυρίου με τους στεναγμούς της καρδιάς της· αλλά εξεπλήρωσε και το ωραίο σχήμα της μετανοίας. Εδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ· και με τα καλά δάκρυα λούζει το κακό της γέλιο· με τις σταγόνες των ματιών της ξεπλένει την αμαρτία από τα μάγουλά της· ήγουν με εκείνα που αμάρτησε με τούτα και απολογιέται· με όσα έπραξε τις ανομίες, με αυτά ζητεί να εξιλεώσει το νομοθέτη. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, το στρώμα που μόλυνε με εναγκαλισμούς το ξέπλυνε με τα δάκρυα…….
(Μετάφρ. Θεοδόση Νικολάου, Κυπρίου, «ΚΙΒΩΤΟΣ», ΕΤΟΣ Α’, ΜΑΡΤΙΟΣ 1952, ΑΡΙΘΜ. ΦΥΛΛ. 3)
(Πηγή ηλ. κειμένου: impantokratoros.gr)


http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=3117

Ἐπεθύμησε πόρνη - Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



 


Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός; Ναί πόρνη. Ἐννοῶ τή δική μας φύση. Ἦταν τρανός καί αὐτή ταπεινή. Τρανός ὄχι στή θέση ἀλλά στή φύση.

Πεντακάθαρος ἦταν, ἀκατάστρευτη ἡ οὐσία του, ἄφθαρτη ἡ φύση του. Ἀχώρητος στό νοῦ, ἀόρατος, ἄπιαστος ἀπό τή σκέψη, ὑπάρχοντας παντοτεινά, μένοντας ἀπαράλλακτος. Πάνω ἀπό τούς ἀγγέλους, ἀνώτερος ἀπό τίς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Νικώντας τή λογική σκέψη, ξεπερνώντας τή δύναμη τοῦ μυαλοῦ, ἀδύνατο νά τόν δεῖς, μόνο νά τόν πιστέψεις...

Ἔριχνε τό βλέμμα του στή Γῆ καί τήν ἔκανε νά τρέμει ... Ποτάμια ἔβγαζε στήν ἔρημο ...

Κι αὐτός ὁ τόσο μέγας καί τρανός πεθύμησε πόρνη.

Γιατί; Γιά νά τήν ἀναπλάσει ἀπό πόρνη σέ παρθένα.

Γιά νά γίνει ὁ νυμφίος της. Τί κάνει; Δέν τῆς στέλνει κάποιον ἀπό τούς δούλους του, δέν στέλνει ἄγγελο στήν πόρνη, δέν στέλνει ἀρχάγγελο, δέν στέλνει τά χερουβείμ, δέν στέλνει τά σεραφείμ.

Ἀλλά καταφθάνει αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος.

Ἐπεθύμησε πόρνη. Καί τί κάνει; Ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀνέβει ἐκείνη στά ψηλά, κατέβηκε στά χαμηλά. Ἔρχεται στήν καλύβα της. Τή βλέπει μεθυσμένη. Καί μέ ποιό τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μέ ὁλοφάνερη τή θεότητά του, ἀλλά γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λαχταρήσει καί τοῦ φύγει.

Τή βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπό δαίμονες κυριευμένη. Καί τί κάνει; Τήν παίρνει καί τήν κάνει γυναίκα του. Καί τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι.

Ποιό δαχτυλίδι; Τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἔπειτα λέγει. Δέν σέ φύτεψα στόν Παράδεισο;
- Τοῦ λέγει, ναί.
- Καί πῶς ξέπεσες ἀπό ἐκεῖ;
- Ἦλθε καί μέ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπό τόν Παράδεισο.
- Φυτεύτηκες στόν Παράδεισο καί σέ ἔβγαλε ἔξω.
Νά, σέ φυτεύω μέσα μου. Δέν τολμᾶ νά μέ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σέ κρατάει καί ὁ λύκος δέν ἔρχεται πιά.
- Ἀλλά εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλή καί βρώμικη.
- Μή μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.

Δῶσε μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦλθε νά
πάρει τήν πόρνη, ὅπως αὐτή - τό τονίζω - ἦταν βουτηγμένη στή βρῶμα.

Γιά νά μάθεις τόν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτό χαρακτηρίζει τόν ἐρωτευμένο: τό νά μή ζητάει εὐθύνες γιά ἁμαρτήματα, ἀλλά νά συγχωρεῖ λάθη καί παραπατήματα.

Πιό πρίν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς Γῆς, ἀνάξια γιά τή Γῆ. Καί τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Καί αὐτό γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δέν πολυνοιάζεται γιά τή συμπεριφορά του.

Ὁ ἔρωτας δέν βλέπει ἀσχήμια. Γι' αὐτό καί ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδή πολλές φορές ἀγαπᾶ καί τήν ἄσχημη. Ἔτσι ἔκανε καί ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καί τήν ἐρωτεύτηκε καί τήν ἀνακαινίζει.

Τήν πῆρε ὡς γυναίκα, καί ὡς κόρη του τήν ἀγαπᾶ, καί ὡς δούλα του τήν φροντίζει, καί ὡς παρθένα τήν προστατεύει, καί ὡς παράδεισο τήν τειχίζει, καί ὡς μέλος τοῦ σώματός του τήν περιποιεῖται.

Τή φροντίζει ὡς κεφαλή της πού εἶναι, τή φυτεύει ὡς ρίζα, τήν ποιμαίνει ὡς ποιμένας.

Ὡς νυμφίος τήν παίρνει γυναίκα του, καί ὡς ἐξιλαστήριο θῦμα τήν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τή διατηρεῖ μέσα στήν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νά μήν τῆς λείψει τίποτα.

Ὦ, Σύ Νυμφίε, πού ὀμορφαίνεις τήν ἀσχήμια τῆς νύφης

Μεγάλη Τετάρτη - Ἡ ἁμαρτωλός


Παίρνει καὶ ἡ ψυχὴ αὐτὴ μέρος στὸ θεῖο δράμα. Ἐκεῖ, στὸ περιθώριο τοῦ Πάθους, παίζει κι αὐτὴ τὸ ρόλο της, τὸν τόσο διδακτικὸ παρ᾿ ὅλη τὴν ἄφρονη ζωή της, τὸν τόσο τίμιο παρ᾿ ὅλη τήν, μέχρι τότε, ἀτιμωτικὴ διαγωγή της.
Ὁ Κύριος, λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ Πάθους, κάθεται προσκεκλημένος στὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου Σίμωνος. Δὲν εἶναι φάγος καὶ πότης. Μὰ ἐδῶ πρόκειται νὰ γίνῃ κάτι ποὺ «ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον... ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη» (Ματθ. 26, 13). Πρόκειται μία ψυχὴ ν᾿ ἀποδείξη μὲ τρόπο χειροπιαστὸ τὴ συντριβή της ποὺ συντρίβει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Μία ψυχὴ πού, γιὰ τὸν Χριστό, ἔχει ἀξία ἀνείπωτη, περισσότερη ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχουν ὅλα μαζὶ τ᾿ ἀγαθά του Σίμωνος. Πρὸς χάριν τῆς ψυχῆς αὐτῆς ὁ Κύριος γίνεται συνδαιτημῶν στὸ δεῖπνο τοῦ Φαρισαίου.
Καὶ νὰ ὅτι μέσα στὴ λαμπρὴ ἐκείνη ἀτμόσφαιρα, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐπιφάνεια, κρύβει βαθειὰ ὑποκρισία καὶ κακότητα, διασκελίζει τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μία γυναίκα. Δὲν εἶναι ἄγνωστη. Ὄχι. Εἶναι ἡ παραστρατημένη τῆς γειτονιᾶς... Γνωστὴ σὲ ὅλους πού, σὰν τὶς λευκὲς κι ἀμόλυντες περιστερές, περιτριγυρίζουν τώρα τὴν ἐνσάρκωση τῆς ἁγιότητας, τὸν Κύριο. Ἡ ὑποκριτικὴ ψυχή τους, τοὺς ἀναγκάζει νὰ τῆς ρίξουν βλέμματα περιφρονητικά. Καὶ ταυτόχρονα νὰ διερωτηθοῦν, σὰν τί ἄραγε νὰ ζητοῦσε στὸ σπίτι αὐτό, ἡ διεφθαρμένη...
Τὸ βάδισμά της εἶναι διστακτικό. Καμμιὰ προκλητικότητα στὶς βαρειές της κινήσεις. Τὰ μάτια της πού, ἄλλοτε, ἔπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, στὴν ἄγρα τῶν θυμάτων, τώρα κατεβασμένα, χαμηλωμένα, ταπεινά, βλέπουν τὴ γῆ μέσα ἀπὸ φακοὺς βρεγμένους. Τὰ μαλλιά της ποὺ χύνονται στοὺς ὤμους της, τούτη τὴ βραδιὰ φαίνεται πὼς κάποιον ἄλλο ρόλο ἑτοιμάζονται νὰ παίξουν. Τὸ φέρσιμό της, συσταλτικό, εἶναι τόσο δαφορετικό, τόσο ἐπιβλητικὸ ἀπόψε, λὲς κι ἀπότομα ἄλλαξε σκοποὺς ἡ γυναίκα, κι ἔχει κάτι τὸ βαρυσήμαντο νὰ πεῖ καὶ νὰ κάνει.
Καὶ νά! Μὲ βῆμα ἤρεμο, σιγαλὸ μὰ καὶ σταθερό, πλησιάζει Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ τιμώμενος τῆς βραδιᾶς. Κι Ἐκεῖνος τὴν παρακολουθεῖ. Καὶ τὴν ἀφήνει.
Νοιώθοντας, μὲ τὸ ἀλάθητο αἰσθητήριό της, τὴ μεγαλοσύνη Του, πλησιάζει κοντά. Κι ἐνῷ τὰ μάτια στυλώνονται στὴ γῆ, τὰ γόνατα λυγίζουν καὶ τὰ δάκρυα χύνονται μ᾿ ἀναφιλητὰ καὶ στεναγμούς. Κι ἐκεῖ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἕνα πλάσμα πεσμένο στὰ πόδια τοῦ Πλάστη καὶ Θεοῦ του, ζητᾶ τὴν ἐξιλέωση καὶ βρίσκει τὴ γαλήνη, ἡ ἀνθρώπινη κακία, ξεκινώντας ἀπὸ διαφορετικὲς σκοπιές, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Φαρισαίου, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Ἰούδα, σπεύδει νὰ βυθιστεῖ στὴν ἄβυσσο τοῦ Θανάτου.
Ὁ Κύριος εὐσπλαχνίζεται. Δέχεται τὴ μετάνοια. Παραχωρεῖ τὴν ἄφεση. Γιατὶ ἂν ὁ Κύριος μισεῖ θανάσιμα τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀποστρέφεται μὲ ὀργή, ὅμως ἀγαπᾶ στοργικά, πατρικά, ἀνέφελα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν συναναστρέφεται.
Γιὰ τοὺς ἄλλους ἦταν μία ἀποκάλυψη αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου. Γιατὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔβλεπαν νὰ ἐγκαινιάζεται μία νέα τάξις πραγμάτων, τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἡ τυπικότης καὶ αὐστηρότητα τοῦ Νόμου εἶχεν ἐγκαθιδρύσει. Ἔπαιρναν σὰν προσωπική τους ἐμπειρία ὁ καθένας τὸ νόημα τῆς Χάριτος πού, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Νόμο, ἐρχόταν πλέον νὰ σφραγίση τὴ νέα Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ πράξη τῆς γυναίκας ἐκείνης ἔμεινε στὴν ἱστορία. Γιατὶ ὄχι μόνον ἦταν μία παραφωνία γιὰ τὴν ἐποχή της, ἀλλὰ ἀκόμα γιατὶ προδίκαζε τὴ στάση τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἁμαρτίας.
Δυὸ θαυμάσια διδάγματα ξεπηδοῦν ἀπ᾿ τὴν ἱστορία. Τὸ ἕνα ἀπὸ μέρους τοῦ πομποῦ -τῆς γυναίκας. Τὸ ἄλλο ἀπὸ μέρους τοῦ δέκτου -τοῦ Ἰησοῦ.
Ἡ γυναίκα στὴ μορφὴ τῆς κρύβει ὅλους μας. Ἂς μὴ παραξενευθεῖ κανεὶς ὅτι δῆθεν τὸν παρομοιάζουμε μὲ μία τέτοια βδελυρὴ προσωπικότητα. Γιατὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔμαθε νὰ κάνη διακρίσεις καὶ νὰ κατατάσσει σὲ ποιότητες τὶς ἁμαρτίες του, δὲν συμβαίνει βέβαια τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτίες μεγάλες κι ἁμαρτίες μικρές, βδελυρὲς ἢ ἐλαφρές, σοβαρὲς ἢ ἐπιπόλαιες. Ἀπέναντί Του ὅλοι μας βρισκόμαστε στὸν ἴδιο παρονομαστή. Ἀφοῦ ὁ «πταίσας ἐν ἑνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος». Ἔτσι τὴ συντριβὴ ποὺ ἡ γυναίκα ἐκείνη αἰσθάνθηκε, θὰ πρέπη ὅλοι μας νὰ αἰσθανθοῦμε στὸν ἴδιο, ἂν ὄχι σὲ μεγαλύτερο, βαθμό. Κι αὐτὸ ἀδιάφορο, ἄν, κατὰ τὴν ὑποκειμενική μας κρίσι, ἐμεῖς ἀπέχομε πολὺ ἀπ᾿ τὸ βάραθρο ὅπου ἐκείνη εἶχε καταπέσει.
Ἂς ἀφήσουμε τὶς ὑποκειμενικότητες καὶ τὶς συμβατικότητες τῆς ζωῆς. Κι ἂς διδαχθοῦμε τὸ μάθημα τῆς συντριβῆς μπρὸς στὸν ὕψιστο Θεό. Ἡ γυναίκα ποὺ τὴ βραδιὰ ἐκείνη «ἤπλωσε τὰς τρίχας» πρὸς τὸν Δεσπότη, καὶ μὲ τὸ μύρο ἄλειψε τοὺς παναχράντους Του πόδας, ἂς γίνῃ χειραγωγός μας -καὶ αὐτὴ ἡ παραστρατημένη- πρὸς τὸν Χριστό, τὸν Μέγαν Εὐεργέτη. Κι ἂς κινήσει καὶ στὶς δικές μας ψυχές, τὶς εὐαίσθητες χορδὲς ποὺ ἡ συνείδησή μας φέρει, προκειμένου νὰ ὁδοποιήση τὴν πορεία τῆς ἐπιστροφῆς μας πρὸς τὸν Χριστό.
Καὶ κάτι ἄλλο. Στὴν ἀγαθὴ πρόκλησή της, ὁ Κύριος ἀπαντᾶ καταφατικά. Δέχεται τὴ μετάνοια, ἀκούει τοὺς στεναγμούς, ὑπολογίζει τὰ δάκρυα, αἰσθάνεται τὸ θρῆνο, δὲν ἀγνοεῖ τὴν συντριβή. Ἡ στάση Τοῦ ξαφνιάζει. Κανεὶς δὲν τὴν περιμένει. Γιατὶ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε μάθει μέχρι τότε πὼς σκέπτεται ὁ Θεός.
Τώρα γλυκοχαράζει στὸν ὁρίζοντα ἡ αὐγὴ τῆς Νέας Διαθήκης. Ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος μαζί με τὴν ἁμαρτωλό, ὅλοι ἐμεῖς οἱ κατάδικοι, οἱ ἐξόριστοί του Παραδείσου, οἱ αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν, προσμένουμε μὲ ἐλπίδα. Κι ἐκεῖ, πάνω ἀπ᾿ τὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ, ἀνατέλλει ὁ λαμπρὸς ἥλιος τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ διαλύσει τὴν παγωνιὰ καὶ θὰ θερμάνει τὶς ψυχρὲς καρδιές. Ὅπως ἀνεβαίνει στὸ στερέωμα σιγὰ-σιγά, στέλνει τὶς ἀκτίνες τοῦ πρὸς ὅλους. Ὅλοι πρέπει νὰ μάθουν τί ἀξίζει ἡ γλυκιά του θαλπωρή. Κι ὅλοι πρέπει νὰ τρέξουν ν᾿ ἀποθέσουν, στοῦ ἥλιου αὐτοῦ τὴ θέα, τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ τοὺς πιέζει.
Σήμερα, ἔπειτα ἀπὸ 20 αἰῶνες, ἡ πράξη τῆς ἁμαρτωλοῦ μᾶς συγκινεῖ. Καὶ μᾶς διδάσκει πόσον διαφορετικὰ κρίνει ὁ κόσμος καὶ πόσον διαφορετικὰ κρίνει ὁ Θεός. Κι εἶναι αὐτὸ τὸ πιὸ ἐλπιδοφόρο, τὸ πιὸ σημαντικὸ δίδαγμα γιὰ ὅλους μας.

Μεγάλη Τρίτη - Ἡ Μυροφόρος


«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,..., μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει». Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς δεσπόζει στὴν ἀκολουθία τῆς Μ. Τρίτης. Μία γυναίκα ἁμαρτωλή, πόρνη σώματι, καταλαβαίνοντας τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται, ἀναλαμβάνει τὸ ρόλο τῆς Μυροφόρου, καὶ φέρνει στὸ Χριστὸ μύρα, πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό Του. Μὲ μία συγκλονιστικὴ χειρονομία ἀγάπης, σιωπηλή, ἀλείφει μὲ μύρο τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ σκουπίζει μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὰ μαλλιά της, δείχνοντας μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά της, τὴν ὁποία ὁ Κύριος κάνει ἀποδεκτή!
Μυροφόρος ἡ πόρνη γυναίκα, στὴν ψυχὴ τῆς ὁποίας παρέμεινε ἡ εὐαισθησία καὶ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας. Δάκρυα, μύρα, ταπείνωση, ἀνακατεύονται μὲ τὰ αἰσθήματα ἀγάπης πρὸς Αὐτόν, ὁ ὁποῖος τὴν λυτρώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν μιλᾶ, μονάχα πράττει. Δὲ φωνάζει ὅτι ἀγαπᾶ, μονάχα προσφέρει, δὲν δηλώνει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, μονάχα μετανοεῖ, δὲν φοβᾶται τὴν κατακραυγή, προέχει ἡ σωτηρία, δὲν μένει νὰ χαρεῖ γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μόνο εἰσέρχεται στὸ ταμιεῖον της, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς ἔχει ἕνα ἀβάσταχτο χρέος ἀγάπης, συναίσθησης τῆς εὐεργεσίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριο!
Μυροφόρος εἶναι καὶ ἡ στάση κάθε ψυχῆς ποὺ νιώθει ὅτι δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι᾿ αὐτήν. Κάθε ἄνθρωπος ἄλλωστε ζεῖ μὲ ἄλλες ἀγάπες, ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Τὶς περισσότερες φορὲς μάλιστα θεωρεῖ πὼς αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι φυλακή, καταναγκασμός, περιορισμός! Ἐπαναστατεῖ ἐναντίον Του καὶ ζητᾶ τὴν ἐλευθερία Του, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ στρέφεται ἐναντίον τοῦ γονιοῦ του. Βρίσκει ἄλλες ἀγάπες, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βρεῖ τὴ γνήσια καὶ μοναδικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!
Ὅταν λοιπὸν νιώθει ὅτι αὐτὴ τοῦ λείπει, ξεκινᾶ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Σιωπηλά, διότι τὰ θαύματα γίνονται στὴ σιωπή· μυστικά, διότι ἡ ἐλπίδα μυστικὰ κυοφορεῖται· μὲ τόλμη, ἐνώπιον ὅλων, διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ χαίρεται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὁ ἄνθρωπος ποὺ νιώθει αὐτὴ τὴν ἀκρότατη ἐπιθυμία νὰ ξαναβρεῖ τὴ ζωή, ἀναλαμβάνει μυροφόρου τάξιν καὶ φέρνει τὰ δικά του μύρα στὸ Χριστό!
Ἀρνεῖται τὴν κακία καὶ προσφέρει τὴ θυσία, ἀρνεῖται τὴ σκληρότητα καὶ προσφέρει τὸ δάκρυ, ἀρνεῖται τὸν ἐγωισμὸ καὶ προσφέρει τὴν ταπείνωση, ἀρνεῖται τὰ πάθη καὶ προσφέρει τὴν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς γιὰ κοινωνία μὲ τὸ Χριστό, ἀρνεῖται ὅ,τι ψεύτικο ἀγαποῦσε καὶ σιωπηλὰ ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Λυτρωτὴς εἶναι Αὐτὸς πού, χωρὶς νὰ τὸν ἀποκόψει ἀπὸ τὴ ζωή του, θὰ τοῦ δώσει νέο νόημα σ᾿ αὐτήν!
Ἡ ἀντίδραση τοῦ Χριστοῦ στὴν πράξη τῆς μυροφόρου εἶναι ἡ ἴδια ὅπως καὶ σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Εἶναι ἡ σιωπηλὴ ἀποδοχὴ τοῦ μύρου, τῆς πράξης, τοῦ ἀδειάσματος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς εὐωδίας τῆς ἀγάπης! Ὁ Χριστὸς μάλιστα δὲν δέχεται τὴν ἀντίδραση τῶν ἄλλων -ἀνάμεσά τους καὶ τῶν μαθητῶν του-, οἱ ὁποῖοι διαμαρτύρονται ὑποκριτικὰ γιὰ τὴν ἀξία τοῦ μύρου ποὺ σπατάλησε ἡ μυροφόρος. Ἔτσι ἄλλωστε διαμαρτύρονται ὅσοι θεωροῦν ὅτι μόνο ἡ ἐξωτερικὴ καθαρότητα ἀποτελεῖ τὴν ἀπόδειξη τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς, ὅμως ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν ὁλοπρόθυμη καρδιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τὴν ἐπίπλαστη ἀποδοχὴ τῶν λόγων Του!
Οἱ σλυγχρονοι καιροὶ μᾶς μιλοῦν μὲ λόγια, μὲ ψέματα, μὲ ἐπιφάνειες. Ὁ Χριστὸς προσφέρει ἀγάπη, οὐσία, σωτηρία. Ἀρκεῖ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀναλάβουμε μυροφόροι στὸ πρόσωπό Του. Τότε τὰ δάκρυα τῆς λύπης θὰ μεταμορφωθοῦν στὴν πιὸ γλυκιὰ χαρά, αὐτὴ τῆς ἀποδοχῆς μας ὅπως εἴμαστε, αὐτὴ τῆς εὕρεσης τῆς γνήσιας κοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης ἀπὸ ἕναν Θεὸ ποὺ δὲν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ σῴζει ἄνθρωπο καὶ κοινωνία!

«Εις τί η απώλεια αύτη;» (Μεγάλη Τετάρτη)

Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φυσιογνωμίες, δύο ψυχικές καταστάσεις, δύο πράξεις: μία γυναίκα έρχεται να αλείψει την κεφαλή του Ιησού με πανάκριβα μύρα κι ένας μαθητής, ο Ιούδας, προδίδει τον Διδάσκαλο. Αυτές οι δύο πράξεις δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, γιατί ο ίδιος μαθητής διαμαρτύρεται γι’ αυτή την ολοφάνερη σπατάλη.
Το γεγονός μάς το διηγείται το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (26: 6-16): «Του Ιησού γε­νομένου εν Βηθανία, εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου…». Οι μαθητές αγανάκτησαν. Γιατί τόση σπατάλη; Αυτό μπορούσε να πωληθεί και να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς. Ο Ιησούς απαντά επαινώντας την πράξη της γυναίκας: «Τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Κι αν άλειψε το μύρο στο σώμα μου, το έκανε ως προτύπωση του ενταφιασμού μου. Τότε ο Ιούδας έφυγε για να συναντήσει τους ιερείς. «Τί μοι θέλετε δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν;» Συμφώνησαν στα τριάντα αργύρια.
Ο Ιησούς επιδοκίμασε την πράξη της γυναίκας, καταρχάς μεν, επειδή προτύπωνε τον θάνατο και τον ενταφιασμό Του, και, εν συ­νεχεία, επειδή ήταν έκφραση μεγάλης αγάπης που νόμιμα απευθυνόταν προς Αυτόν που θα ήταν κοντά τους για λίγο μόνο ακόμη. Εμείς όμως μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι για τη δική μας ζωή από τα λόγια του Ιησού; Φαίνεται πως ναι. Αφενός, ο Ιησούς επαινεί τη σπατάλη της γυναίκας λόγω κάποιων πολύ συγκεκριμένων συγκυριών: σωματικά και ορατά θα είναι για πολύ λίγο ακόμη κοντά τους, και η ταφή Του πλησιάζει. Τώρα όμως που οι συγκυρίες αυτές δεν υφίστανται πια, το δικό μας καθήκον είναι διαφορετικό. Χωρίς να έχουμε αντίρρηση στο να τίθενται η ομορφιά και τα πλούτη στην υπηρεσία του Θεού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την κεφα­λή την τιμούμε στο πρόσωπο των μελών του σώματος της που υποφέρουν. Θα ήταν προσβολή προς τον Θεό να κτίζουμε πολυτελείς εκκλησίες, αφήνοντας τους φτωχούς να πεθαίνουν από την πείνα.
Αφετέρου, το περιστατικό στη Βηθανία έχει σημασία ευρύτερη από την προσφορά ενός δοχείου με πολύτιμο μύρο. Μπορούμε να προσφέρουμε πλουσιοπάροχα στον Ιησού, αφιερώνοντάς Του όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά αγαθά άυλα: μια ζωή προσευχής και άσκησης, κάποια θυσία ακριβή μα φαινομενικά άχρηστη. Ο κόσμος θα διαμαρτυρηθεί, όπως και οι μαθητές στη Βηθανία: προς τι τόση σπατάλη, τόση απώλεια; Μια κανονική ζωή αφιερωμένη στους ανθρώπους δεν θα ήταν πιο χρήσιμη; Και, όμως, αυτές οι «άχρηστες αξίες» παραμένουν η ραχοκοκαλιά κάθε αληθινά ζωντανής πίστης. Εάν τελικά έχουμε χρέος να στραφούμε προς τη χειροπιαστή ή κραυγαλέα απόγνωση των συνανθρώπων μας, έχουμε κάθε δικαίωμα, όσον αφορά τον εαυτό μας, να χύσουμε το αόρατο μύρο στην κεφαλή του Ιησού, να «χάσουμε» δηλαδή (και στην πραγματικότητα να κερδίσουμε) το καλύτερο κομμάτι της ζωής μας.
Η καρδιά μας είναι το πρώτο μυροδοχείο που πρέπει να σπάσει μπροστά Του και για χάρη Του. Η περίπτωση του Ιούδα είναι τόσο τρομερή και τόσο σκοτεινή που δεν τολμούμε να διεισδύσουμε σ’ αυτή και να την εξηγήσουμε. Ας κρατήσουμε όμως μια φράση από την ακολουθία του Νυμφίου της Μεγάλης Τρίτης: «…καπηλεύων ο δεινός Ιούδας την φιλόθεον χάριν…». Είναι δυνατόν να καπηλευτούμε τη χάρη, αφού πρώτα έχουμε γεμίσει από αυτή. Και πόσοι δεν είναι οι χριστιανοί που στη διάρκεια της ζωής τους έχουν πει στο κυρίαρχο πάθος τους -τη σάρκα, το χρήμα, το εγώ-: «είμαι έτοιμος να πουλήσω τον Ιησού. Πες μου τι θα μου προσφέρεις κι εγώ θα σου τον παραδώσω».
(Lev Gillet, «Πασχαλινή κατάνυξη», εκδ. Ακρίτας)

Μια πόρνη διαμάντι! Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης

Μια πόρνη διαμάντι! Πέρασαν δυο χιλιάδες χρόνια, κι όμως εξακολουθεί το παράδειγμα της γυναίκας αυτής να προβάλλεται κάθε χρόνο τη Μεγ. Τρίτη το βράδυ. Την περίπτωσή της την απαθανάτισαν οι ιεροί Ευαγγελιστές, και μάλιστα ο Λουκάς (7,36-50). Για μια παρόμοια γυναίκα, που το σχετικό επεισόδιο το διασώζουν οι Ευαγγελιστές Ματθαίος (26,6-13) και Μάρκος (14,3-9), ο Κύριος προφήτευσε τη διάδοση του γεγονότος σε παγκόσμια κλίμακα «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω κόσμω, λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής» (Ματθ. 26,13). 

Η πόρνη γυναίκα, που με τη μετάνοιά της έλαμψε και λάμπει, είναι ανώνυμη. Το όνομά της άγνωστο, η πράξη της πασίγνωστη.
Γιατί η Εκκλησία την παρουσιάζει κατά τη Μεγ. Εβδομάδα; Το σχετικό «υπόμνημα του Τριωδίου» δίνει την έξης εξήγηση:
«Τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονεν».
Πέρα από το λόγο αυτό, το χρονικό, υπάρχει και άλλος λόγος, πνευματικός. Στο πορτραίτο της γυναίκας εκείνης βλέπει κανείς τη φωτογραφία του. Τρεις λέξεις δεσπόζουν στη ζωή της γυναίκας. Τρεις λέξεις, που εκφράζουν τρεις πραγματικότητες: Αμαρτία – Δάκρυα – Άφεσις. Τρία στάδια της ζωής της: Το πρώτο το ζούμε όλοι, Το δεύτερο και το τρίτο λίγοι το έχουν ζήσει, Στα δύο πρώτα στάδια πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος, δικοί του καρποί η αμαρτία και τα δάκρυα. Στο τρίτο, την άφεση, πρωταγωνιστεί ο Θεός,
Αμαρτία
Όποιος ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες, αυτός ζει με ψευδαισθήσεις, απατά τον εαυτό του, και δεν έχει σχέση με την αλήθεια. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυ­τούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α΄ Ιωάν. 1,8). Η ψευδαίσθηση για έναν άρρωστο είναι το μεγάλο εμπόδιο, που του κλείνει το δρόμο προς το γιατρό και τη θεραπεία. Δυστυχώς ψευδαίσθηση έχουν πολλοί. Πιστεύουν για τον εαυτό τους ότι είναι σπουδαίοι και καλοί. Κι αν δεν το λένε εξωτερικά, όμως εσωτερικά έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.
Όποιος δεν ζει με ψευδαισθήσεις, αλλ’ έχει συναίσθηση της καταστάσεώς του, όποιος είναι τίμιος με τον εαυτό του και με το Θεό, αυτός βλέπει και αισθάνεται, ότι έχει πολλές αμαρτίες. Ο ιερός υμνογράφος στο κοντάκιο της ημέρας λέει κάτι, που φαίνεται υπερβολή και ίσως και να σκανδαλίζει: «Υπέρ την πόρνην. Αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους ουδαμώς σοι προσήξα»· εγώ, Θεέ Αγαθέ, έχω αμαρτήσει περισσότερο από την πόρνη εκείνη γυναίκα, που ήταν βουτηγμένη στο βούρκο και είχε καταντήσει κουρέλι της αμαρτίας, δακτυλοδεικτούμενη από τον κόσμο. Εγώ, Θεέ, έχω αμαρτήσει πιο πολύ από αυτήν…
«Υπέρ την πόρνην» ! Δεν είναι σχήμα λόγου. Δεν είναι ταπεινολογία. Είναι λόγος πραγματικός. Εκφράζει πραγματικότητα. Ισχύει για όλους. Πώς; θα ρωτήσει κανείς. Εμείς δεν δουλέψαμε σε καταγώγια. Δεν πουλήσαμε το κορμί μας, Δεν κάναμε επάγγελμα την αμαρτία Πώς λοιπόν είμαστε όχι απλώς σαν την πόρνη, αλλά και χειρότεροι απ’ αυτή; Αν εξετάσουμε κάπως προσεκτικά και ειλικρινά και με βαθειά ταπείνωση τα πράγματα, τότε θα δούμε, πως ο λόγος αυτός δεν είναι υπερβολή, δεν λέγεται «ποιητική αδεία», όπως δεν είναι υπερβολή ο λόγος του αποστόλου Παύλου: «Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος, ότι Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α’ Τιμ. 1,15).
Δάκρυα
Αμαρτία! Η τραγική πραγματικότητα της ζωής μας. Το μόνο ιδιόκτητο πράγμα. Όλα είναι ξένα. Η αμαρτία είναι δική μας.
Θα σταματήσουμε στην αμαρτία; Πέσαμε στο λάκκο. Εκεί μοιρολατρικά θα μείνουμε; Καμιά αντίδραση δεν θα κάνουμε; Όχι! Υπάρχει τρόπος αντιδράσεως. Είναι τα δάκρυα. Η δεύτερη πραγματικότητα της γυναίκας του Ευαγγελίου.
Αν έμενε στον πρώτο σταθμό, καμιά αναφορά σ’ αυτήν, κανένα εγκώμιο, θα ήταν μια από τις πολλές πόρνες της αρχαιότητας. Ανάγκη να τονισθεί αυτό. Διότι υπάρχουν ορισμένοι, που διαστρεβλώνουν το νόημα του Ευαγγελίου και λένε: – Στις πόρνες και στους αμαρτωλούς άνοιξε τις πόρτες ο Χριστός. Η αλήθεια είναι: -Στις πόρνες που μετανόησαν άνοιξε την πόρτα της σωτηρίας ο Χριστός. Η Εκκλησία δεν είναι Εκκλησία των αμαρτωλών (απλώς), αλλά των αμαρτωλών που μετανοούν.
Η αξία της αμαρτωλής γυναίκας κρύβεται στα δάκρυα. Είναι τα δάκρυα της μετανοίας. Είναι τα δάκρυα, που μοσχοβολούν περισσότερο από το ευωδέστερο μύρο. Αν ένας τόπος προκαλεί δυσοσμία και βρωμιά, ρίχνουμε άρωμα για να εξουδετερωθεί η βρώμα. Κι όσο πιο πολλή είναι η βρώμα, τόσο πιο πολύ άρωμα χύνουμε. Βρώμα η αμαρτία, προκαλεί δυσοσμία ανυπόφορη. Ένα το αποσμητικό από πλευράς ανθρώπου: Τα δάκρυα. Είναι το ευωδέστερο άρωμα.
Τα δάκρυα της μετανοίας! Ποιός μπορεί να μετρήσει την άξια τους; Είναι πολύ γνωστό το ανέκδοτο με τους τρεις αγγέλους. Το αναφέρουμε, γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικό. Στάλθηκαν τρεις άγγελοι στη γη, να βρουν και να φέρουν στον ουρανό το ωραιότερο πράγμα της γης. Ο πρώτος βρήκε λίγες σταγόνες από τον ιδρώτα μιας ψυχής, που μέρα νύχτα δούλευε για το καλό της κοινωνίας. Ο δεύτερος πήρε λίγες σταγόνες από τα δάκρυα, που έχυναν από ευγνωμοσύνη οι φτωχοί πίσω από το φέρετρο κάποιου που έκανε πολλές φιλανθρωπίες. Φάνηκε πως ευχαριστήθηκε ο Θεός, μα σαν να περίμενε κάτι ακόμα πιο ωραίο να του φέρουν οι άγγελοι του από τη γη. Και να, έρχεται ο τρίτος. Με την άφιξή του συναγερμός στον ουρανό. Χτυπούν ουράνιες καμπάνες. Στήνουν πανηγύρι οι ουράνιες δυνάμεις. Άγγελοι κι αρχάγγελοι ψάλλουν γλυκά, χορεύουν από χαρά. Μα τί λοιπόν έφερε από τη γη ο τρίτος άγγελος; Ένα δάκρυ! Ήταν το δάκρυ μεγάλου αμαρτωλού, που ειλικρινά μετανοούσε. Ένα δάκρυ, που σαν το πήρε ο άγγελος και το έφερε ψηλά, έγινε διαμάντι, που άστραψε κάτω από τις ακτίνες του θεϊκού φωτός.
Το ανέκδοτο αυτό αποδίδει παραστατικά το λόγο του Κυρίου: «Χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. 15,10).
Άφεση
Από τα μάτια της αμαρτωλής γυναίκας δεν βγήκε ένα μόνο δάκρυ. Έτρεξαν πολλά. Ποτάμι τα δάκρυά της. Κι ύστερα από τα δάκρυα αυτά η τρίτη πραγματικότητα: η άφεση. Από το στόμα του Χριστού ακούγεται η πιο χαρμόσυνη γι’ αυτήν φράση: «Αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47).
Άφεση! Το μεγάλο δώρο του Ουρανού στη γη· του Θεού στους ανθρώπους. Είναι το αποτέλεσμα της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού πάνω στο Σταυρό. Τα δάκρυα του αμαρτωλού, χωρίς το Σταυρό του Χριστού, χωρίς το αίμα του Εσταυρωμένου, θα ήταν επιταγή χωρίς αντίκρυσμα, Τα δάκρυα του αμαρτωλού έχουν αξία, γιατί προηγήθηκε ο σταυρός, η προσφορά του θείου αίματος.
Ας φαντασθούμε κάποιο φτωχό. Ένας φίλος του μια ημέρα τον προτρέπει: -Τρέξε στην τάδε τράπεζα. Ξέρω καλά, πως υπάρχει ειδικός λογαριασμός για σένα. Κάποιος έχει καταθέσει στο όνομά σου ένα μεγάλο ποσό. Τρέξε!… Πραγματικά, ο φτωχός τρέχει. Φτερά στα πόδια μέχρι να φτάσει στην τράπεζα, που θα του έλυνε το πρόβλημα της φτώχειας.
- Αλήθεια, του λέει ο υπάλληλος, υπάρχει για σένα αυτή η δωρεά. Πρέπει όμως να βάλεις την υπογραφή σου, για να παραλάβεις τα χρήματα. Και μια δήλωση θα υπογράψεις. πως δεν θα σπαταλήσεις άσκοπα τα χρήματα αυτά…
Στην τράπεζα του Ουρανού είναι η διαθήκη για τη μεγάλη δωρεά, για την προσωπική μας δωρεά, για την άφεση των αμαρτιών του καθενός μας. Τη διαθήκη αυτή την υπέγραψε ο Ιησούς Χριστός με το καταπόρφυρο αίμα του. Δεν φτάνει αυτό. Για να οικειοποιηθούμε τη διαθήκη, χρειάζεται και η δική μας υπογραφή. Εκείνος υπέγραψε με το αίμα του. Εμείς με τα δάκρυά μας. Αίμα Χριστού και δάκρυα δικά μας, σμίγουν μαζί και δίνουν την άφεση.
 Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη, «Στη Μεγάλη Εβδομάδα».

«ΥΠΕΡ ΤΗΝ ΠΟΡΝΗΝ ΑΓΑΘΕ ΑΝΟΜΗΣΑΣ»

(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και το νόημα της Μεγάλης Τετάρτης)
«ΥΠΕΡ ΤΗΝ ΠΟΡΝΗΝ ΑΓΑΘΕ ΑΝΟΜΗΣΑΣ»
«Τη αγία και μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιούμεθα οι θειότατοι πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Αυτό είναι το συναξάρι της σημερινής ημέρας, της Μεγάλης Τετάρτης. Οι συνοδοιπόροι του πάθους του Χριστού μας πιστοί καλούμαστε αυτή την ιερή ημέρα να τιμήσουμε την έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια της πρώην πόρνης γυναικός, η οποία έγινε συνώνυμη με την συντριβή και την αλλαγή ζωής.
Το σημαντικότατο, συγκινητικότατο και διδακτικότατο γεγονός της αλείψεως του Κυρίου με πολύτιμο μύρο από την αμαρτωλή γυναίκα διασώζουν με μικρές παραλλαγές και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Ο Ματθαίος (26:6-13), ο Μάρκος (14:3-9) και ο Ιωάννης (12:1-8) ομιλούν για την ίδια γυναίκα, την Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία, όπως αναφέραμε, από ευγνωμοσύνη για την ανάσταση του αδελφού της, έκαμε αυτή την σπουδαία πράξη. Αντίθετα ο Λουκάς αναφέρει πως η γυναίκα, που δεν αναφέρεται το όνομά της, ήταν αμαρτωλή πόρνη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για διαφορετικό περιστατικό. Ίσως να ήταν η πόρνη γυναίκα, την οποία έσωσε ο Κύριος από το λιθοβολισμό των υποκριτών Ιουδαίων (Ιωάν.8:5).              Βεβαίως στον Εσπερινό της ημέρες διαβάζεται η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όμως το περιεχόμενο και η θαυμάσια υμνολογία της ημέρας είναι εμπνευσμένη από την περικοπή του Ευαγγελίου του Λουκά.
        Σύμφωνα με τον ιερό ευαγγελιστή ο Ιησούς προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι κάποιου Σίμωνος, ο οποίος ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Κάποια γυναίκα αμαρτωλή όταν έμαθε ότι ο Κύριος ήλθε στην πόλη, ζήτησε να μάθει σε πιο σπίτι έχει καταλύσει. Και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν, ξάφνου μπήκε στο σπίτι η γυναίκα εκείνη, κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο πολύτιμο μύρο. Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω Του, γονάτισε και άρχισε να κλέει και να οδύρεται γοερά. ’νοιξε αμέσως το δοχείο και άρχισε να ρίχνει απλόχερα το μύρο και να πλένει με αυτό πόδια του Ιησού. Μαζί με το πολύτιμο μύρο έσμιγε και τα καυτά δάκρυά της, τα οποία έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της. Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια Του, καταφιλώντας τα αδιάκοπα. 
      Ο Φαρισαίος οικοδεσπότης απόρησε με το γεγονός και διαλογιζόταν: Αυτός εδώ είναι προφήτης, δε γνωρίζει το ποιόν αυτής τη γυναίκας και την αφήνει να τον αγγίξει; Ο καρδιογνώστης Χριστός είπε στον Σίμωνα: Έχω να σου πω το εξής για τις σκέψεις σου: Εκείνος είπε: μίλα μου δάσκάλε. Κάποιος, του είπε, δάνεισε χρήματα σε δύο ανθρώπους, στον πρώτο πεντακόσια δηνάρια και στον δεύτερο πενήντα. Όταν έπρεπε να τα επιστρέψουν αυτοί δεν είχαν και ο δανειστής τους τα χάρισε. Και ρωτά το Σίμωνα: ποιος από τους δυο θα χρωστάει μεγαλύτερη χάρη στον δανειστή; Ο Σίμων απάντησε: αυτός που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσό. Σωστά απάντησες του είπε ο Ιησούς. Για κοίταξε αυτή τη γυναίκα. Εγώ μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έπλυνες τα πόδια με νερό, όμως εκείνη μου τα έπλυνε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Χαιρετισμό δε μου έδωκες, όμως αυτή δε σταμάτησε στιγμή να μου φιλάει τα πόδια. Με λάδι δεν μου άλειψες το κεφάλι, όμως αυτή με πανάκριβο μύρο μου άλειψε τα πόδια. Δεν αξίζει να της πω: «σου συγχωρούνται οι τόσες πολλές αμαρτίες σου, διότι με αγάπησες τόσο πολύ»; Γυρίζοντας προς τη γυναίκα της είπε: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Τότε άρχισαν οι συνδαιτυμόνες να διερωτώνται: ποιος είναι αυτός που μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Ο Χριστός ξαναλέγει στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό».
        Η γυναίκα αυτή ήταν διαβόητη για την αμαρτωλότητά της. Οι υποκριτές συντοπίτες της την ήθελαν πόρνη, για να ικανοποιεί τις πορνικές τους αμαρτωλές έξεις. Ένα σκεύος αμαρτωλής ηδονής και τίποτε περισσότερο. Στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλεως δεν είχε θέση, ήταν το μίασμα, την οποία έπρεπε να αποφεύγουν. Κάπως έτσι σκέφτηκε και ο Σίμων ο οικοδεσπότης, όταν είδε να μπαίνει στο «καθώς πρέπει» σπίτι του εκείνη και να το «μιαίνει». Πολλώ δε μάλλον να αγγίζει τον υψηλό καλεσμένο του ραβίνο.
    Το σώμα της αμαρτωλής αυτής γυναίκας έχε παραδοθεί εξ' ολοκλήρου στο βόρβορο της αμαρτίας και της διαφθοράς. Όμως μέσα στα κατάβαθα της ψυχής της σιγόκαιγε αμυδρή φλόγα λυτρώσεως. Ο ψυχικός της κόσμος δεν είχε διαφθαρεί ολοκληρωτικά. Η παρουσία του Σωτήρα Χριστού στην πόλη εκείνη λειτούργησε στην καρδιά της ως ισχυρότατος άνεμος, ο οποίος θέριεψε την αδύναμη φλόγα λυτρώσεως και την έκαμε πυρακτωμένο καμίνι, ασυγκράτητη ορμή για μετάνοια και σωτηρία και γι' αυτό έτρεξε κοντά Του με τον χαρακτηριστικό αυτό τρόπο.               
     Ο Χριστός, εγκαινίασε μια νέα αντίληψη για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εντελώς διάφορη από εκείνη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Δεν είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος μιασμένος από τη φύση του, αλλά ένας πνευματικά ασθενής, ο οποίος χρειάζεται βοήθεια. Έθεσε ως αντίδοτο της πνευματικής ασθένειας τη μετάνοια, η οποία είναι ο ισχυρότατος εκείνος μοχλός, ο οποίος γκρεμίζει το οικοδόμημα της αμαρτίας και αναγεννά τον άνθρωπο. Δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού παρήλθε ανεπιστρεπτί το καθεστώς του νόμου και της μισθαποδοσίας, και ανέτειλε η εποχή της χάρητος και του ελέους.
       Η αφιέρωση της ημέρας αυτής στην μακάρια πρώην πόρνη γυναίκα έγινε σκόπιμα από τους αγίους πατέρες. Η μορφή της προβάλλει ως φωτεινό ορόσημο καταμεσής στην οδοιπορία προς το Θείο Πάθος για να δείξει και σε μας πως αν δεν συντριβούμε, σαν και εκείνη, και δεν δείξουμε έμπρακτη μετάνοια δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε το Χριστό στο Πάθος και την Ανάσταση. Η αγία μας Εκκλησία θέσπισε τη μετάνοια ως ύψιστη δωρεά η οποία ανανεώνει την ουρανοδρόμο πορεία μας προς το Χριστό και την τελείωσή μας. Καλός χριστιανός δεν είναι εκείνος, ο οποίος γεμάτο κομπασμό και εγωιστική αυτάρκια, ισχυρίζεται ότι έφτασε σε επίπεδο αγιότητας και δεν χρειάζεται πια άλλο αγώνα, αλλά ο διατελών σε διαρκή μετάνοια. 

Αυτή ήταν η γυναίκα του τροπαρίου της Κασσιανής


Πρόκειται ίσως για το πιο παρεξηγημένο πρόσωπο της θρησκείας μας. Μια γυναίκα, ξεχωριστή με τη δική της παρουσία στην Ιστορία και με ένα έργο που αν μη τι άλλο έμεινε αθάνατο.

Η Κασσιανή είναι η γυναίκα που «έδωσε» το όνομα της στο γνωστό τροπάριο «κερδίζοντας» ταυτόχρονα το στίγμα της «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσας Γυνής».

Η πρώτη της «γνωριμία» με την Ιστορία έγινε εξαιτίας μια στιχομυθίας που είχε με τον παραλίγο σύζυγο της Αυτοκράτορα Θεόφιλο του Βυζαντίου.

Λένε πως ήταν αρκετά όμορφη, τόσο ώστε να επιλεχθεί ως υποψήφια νύφη του Αυτοκράτορα. Όταν ο Θεοδόσιος την πλησίασε σχεδόν έτοιμος να της δώσει το χρυσό μήλο που συμβόλιζε ότι την είχε επιλέξει, της είπε την φράση «Εκ γυναικός τα χείρω» Δηλαδή από την γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά, υπονοώντας την αμαρτία της Ευας με το μήλο που στέρησε τον Παράδεισο από τους ανθρώπους.

Εκείνη δεν δίστασε και του έδωσε μια «πληρωμένη» απάντηση που όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, σόκαρε τον Αυτοκράτορα. «Kαι εκ γυναικός τα κρείττω» του είπε.

Αυτό το «και από τη γυναίκα έρχονται τα καλύτερα» σύμφωνα με τους χρονογράφους σήμαινε ότι από μια γυναίκα, την Παναγία, ήρθε η ελπίδα και η σωτηρία στους ανθρώπους.

Όμορφη μεν, ετοιμόλογη και αυθάδης για τα δεδομένα της εποχής, έχασε το χρυσό μήλο που τελικά πήγε στη Θεοδώρα, και εκείνη κατέληξε σε μοναστήρι.

Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αγνώστου προελεύσεως.

Η ΕΝ ΠΟΛΛΑΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ

Όπως είναι γνωστό, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν πηγαίνουν καν στην Εκκλησία, το πιο γνωστό κείμενο της είναι το ομώνυμο της τροπάριο. Μιλά για μια πόρνη που προσφέρει μύρα στον Ιησού, πριν τον ενταφιασμό Του.

Πρόκειται για ένα απίστευτης δυναμικής κείμενο που μέσα σε μόλις 116 λέξεις κάνει τον αναγνώστη του να νιώθει ένα χείμαρρο συναισθημάτων.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι μόνο γι αυτό το τροπάριο, αρκετοί κάθε χρόνο αναζητούν έμπειρους ψάλτες που να μπορούν να αποδώσουν σωστά το κείμενο.

Γεννημένη κάπου 800 χρόνια μετά τον Χριστό δεν θα μπορούσε να είναι η πόρνη του τροπαρίου. Η ζωή της πάλι, δεν ήταν σε καμία περίπτωση τέτοια που να μπορούσε να «ταυτιστεί» με την πόρνη. Έναν άνδρα ερωτεύτηκε και η απόρριψη του στάθηκε αρκετή για να την στείλει σε μοναστήρι.

ΗΤΑΝ Η ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ;

Μια άλλη γυναίκα, σύγχρονη αυτή τη φορά του Ιησού που επίσης έχει δεχθεί μια ιστορική «ρετσινιά» είναι η Μαρία η Μαγδαληνή.

Η Μαγδαληνή είναι το πρώτο όνομα που λένε όσοι μαθαίνουν πως η γυναίκα που περιγράφεται στο τροπάριο δεν είναι η Κασσιανή. Ούτε όμως κι εκείνη ήταν αυτή.

Η Μαγδαληνή ήταν μια γυναίκα δαιμονισμένη κατά το Ευαγγέλιο, που αφού ο Χριστός την απελευθέρωσε. Εκείνη Τον ακολούθησε μέχρι την τελευταία στιγμή.

Η γυναίκα λοιπόν αυτή «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα» είναι άγνωστη.

Λέγεται πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς που περιγράφει στο Ευαγγέλιο του την σκηνή που αλείφει τα πόδια του Ιησού με το πιο ακριβό μύρο, δεν διέσωσε το όνομα της για να μην την στιγματίσει.

Για την ιστορία να σημειώσω πως η Κασσιανή θεωρείται Οσία της Εκκλησίας και τιμάται στις 7 Σεπτεμβρίου. Όσο για το τροπάριο; Το κείμενο του που ακολουθεί είναι η πραγματικά ζωντανή απόδειξη της απίστευτης δυναμικής της αθάνατης ελληνικής γλώσσας που δυστυχώς δεν μιλάμε σήμερα

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γυνή,
την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι, προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι, υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ•
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους Ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει•
καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις•
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους,
τις εξιχνιάσει ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.


Ακούστε μια σπουδαία εκτέλεση από την χορωδία του πρωτοψάλτη Θ. Βασιλικού


 


πηγή

Το τάλαντο.

Σχόλιο στην Μεγάλη Τρίτη
Το χάρισμα είναι «σημείον αντιλεγόμενον» στη ζωή μας. Ο χαρισματικός άνθρωπος θεωρείται πρότυπο, εμπνέει εμπιστοσύνη και μίμηση, οδηγεί σε προόδους όσους τον ακολουθούν. Το χάρισμα όμως είναι και παγίδα. Οδηγεί στην βεβαιότητα της αυτάρκειας, στον ναρκισσισμό, τον θρίαμβο του εγωισμού και μπορεί να προξενήσει περισσότερο κακό, τόσο στον χαρισματούχο όσο και στην κοινωνία.
Η Εκκλησία την Μεγάλη Τρίτη μας δίνει μια πολύτιμη συμβουλή. Ό,τι έχουμε ως χάρισμα δεν είναι δικό μας, αλλά μας δόθηκε από το Θεό. Και είναι ανάγκη να εργαστούμε πάνω σ’ αυτό «φιλοπόνως», για να μη μείνουμε «έξω του νυμφώνος Χριστού». Ο Κύριος, με την παραβολή του ανθρώπου που μοίρασε τα τάλαντα στους δούλους του και ζήτησε λογαριασμό για τη χρήση τους, μας υποδεικνύει ότι δεν αρκεί απλώς να κρατήσει κανείς το τάλαντο. Αν δεν το αύξησε, προσφέροντας, αποδεικνύεται πονηρός και οκνηρός και ο δρόμος του είναι το σκοτάδι της μοναξιάς, η κόλαση του ατομισμού, ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων της ζωής χωρίς ελπίδα και κοινωνία.
Ο Χριστός ζητά από μας ό,τι έχουμε να το μοιραστούμε. Όποιου του δόθηκε αγάπη, να δώσει αγάπη. Όποιου του δόθηκε λόγος, να προσφέρει λόγο. Όποιου του δόθηκε πλούτος, να δώσει πλούτο. Όποιου του δόθηκε γνώση, να προσφέρει γνώση. Ο Κύριος αρνείται το δικαίωμά μας να κρατήσουμε για τον εαυτό μας το χάρισμα ή να το κρύψουμε «υπό γης». Συνεπώς, αρνείται τη φιλοσοφία του δικαιώματος ως στοιχείου ατομικής κατοχύρωσης και ευζωίας και ζητά κοινωνία, συλλογικότητα, φιλαδελφία.
Στην εποχή μας όλοι αγωνιζόμαστε για τα περισσότερα που είναι δικαίωμά μας να τα αποκτήσουμε. Χρήμα, πληροφορία, ηδονή, ελευθερία, εκτάσεις, υλικά αγαθά, δύναμη, εξουσία, μας ανήκουν. Είναι δικαίωμά μας. Η κοινωνία υποχρεώνεται να μας τα χαρίσει ή να μας επιτρέψει να τα κατακτήσουμε. Παρόλα αυτά, με τον πολιτισμό του δικαιώματος, δεν λιγόστεψε η αγωνία, δεν αυξήθηκε η χαρά.
Ο άνθρωπος που εγκλωβίζεται σε ό,τι δικαιούται και δεν μοιράζεται ό,τι του χαρίστηκε παίζει το παιχνίδι του θανάτου, του κακού και του διαβόλου. Αυτοεγκλωβίζεται στην αυτάρκειά του και δεν ζει αληθινά. Ο Κύριος, με το αυθεντικό παράδειγμα της θυσιαστικής αγάπης Του, μας φανερώνει ότι μόνο με το να χαρίζουμε τα χαρίσματά μας, να παραιτούμαστε από τα δικαιώματά μας χάριν της αγάπης για τους άλλους παίζουμε το παιχνίδι της όντως ζωής. Ό,τι μας βγάζει από τον εγωκεντρισμό μας, ό,τι δεν πληρώνεται, είναι το σημαντικό και σπουδαίο. Και αυτό γεννά νέα τάλαντα ή έστω τοκίζεται στην τράπεζα του Θεού. Αυτή που απαρτίζει την Εκκλησία, την στολισμένη από το αίμα των Αγίων, αυτών που δεν λυπήθηκαν τα χαρίσματά τους, τα νιάτα, τη ζωή τους, αλλά τα πρόσφεραν ολοκαύτωμα αγάπης για το Θεό και τον συνάνθρωπο. Δεν αρνούμαστε τα δικαιώματα των χαρισμάτων. Τα μεταμορφώνουμε υπό το πρίσμα του μείζονος. Και αυτό δεν είναι άλλο από τη δωρεά της σωτηρίας. Τους καρπούς του Πνεύματος. Την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, την μακροθυμία, την καλοσύνη, την πίστη, την αρετή, την ασκητικότητα. Αυτά δεν αγοράζονται. Δωρίζονται. Και αποτελούν το μεγαλύτερο δικαίωμα που μας έδωσε ο Θεός. Αρκεί να παραιτηθούμε από τον ατομισμό και την αυτάρκειά μας. Και αν τα επιστρέψουμε στον Κύριό μας, τότε θα λάβουμε το αντίδωρο της αγάπης Του. Την είσοδό μας στη χαρά Του. Την βεβαιότητα και το γεγονός ότι Αυτός είναι ο προσωπικός Θεός και Σωτήρας μας.

Μεγάλη Τρίτη

Κείμενο από το βιβλίο του Τριωδίου
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τήν σήν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναβαλοῦσαν τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι  πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ.
Κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τούς οὐρανούς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις΄
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τήν σήν δούλην παρίδης, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό μέγα ἔλεος.



Μετάφραση από τον Κωστή Παλαμά
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά, πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου. Μα, Ω Κύριε, πώς η θεότη Σου μιλά μέσ’την καρδιά μου! Κύριε, προτού Σέ κρύψ’η εντάφια γη από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα κι απ’της λατρείας την τρίσβαθη πηγή Σού φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας... Νυχτιά, σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει, το σκοτάδι της αμαρτίας΄ φωτιά με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου, κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά τα δάκρυά μου.
Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πώς πονεί! Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί και σάρκα επήραν.
Στ’άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω και με της κεφαλής μου τα μαλλιά θα στα σφουγγίσω.
Τ’άκουσεν η Εύα μέσ’στο αποσπερνό της παράδεισος φως ν’αντιχτυπάνε, κι αλαφιασμένη κρύφτηκε... Πονώ, σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’, οι αμαρτίες μου λαός΄ τα ξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύση; Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός! Άβυσσο η κρίση.

kasianiΗ Κασσιανή θεωρείται και είναι από τους σημαντικότερους υμνογράφους της εκκλησίας. Ζει στην Κωνσταντινούπολη, κατά τον 9οαιώνα, κατάγεται από οικογένεια ευγενών αριστοκρατών της εποχής, γεγονός που της επιτρέπει να αποκτήσει υψηλή μόρφωση, κυρίως θεολογική και φιλολογική. Σε νεαρή ηλικία αποφασίζει να μονάσει σε μοναστήρι της περιοχής της Κωνσταντινούπολης και εκεί αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία.
Το Δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της Μ. Τετάρτης αποτελεί έναν από τους ωραιοτέρους ύμνους της εκκλησίας και υπενθυμίζει κατά πολύ τον 50ο ψαλμό, γνωστό, ως τον ψαλμό της μετανοίας: «Ἐλέησόν με ὁ Θεός». Ο ύμνος αναφέρεται σε γεγονός που εξιστορούν οι ευαγγελιστές και κατά τον οποίο η πόρνη πλένει τα πόδια του Ιησού με μύρον πολύτιμο, με τά δάκρυά της και εν συνεχεία τα σφουγγίζει με τα μαλλιά της. Η εικόνα παρουσιάζεται βέβαια εξειδανικευμένη, ο στόχος, όμως είναι να υπογραμμισθεί το γεγονός της μετάνοιας για τον άνθρωπο. Το περιστατικό υπενθυμίζει ένα άλλο ανάλογο γεγονός, κατά το οποίο οι Φαρισαίοι ζητούν από τον Ιησού να πάρει θέση έναντι μιας γυναίκας που είχε διαπράξει μοιχεία. Ο Ιησούς αφού έσκυψε και πήρε την πέτρα του λιθοβολισμού, την έτεινε προς τους «αγανακτισμένους» για την αμαρτία της γυναίκας ζηλωτές και τιμωρούς Ιουδαίους, λέγοντάς τους: «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τόν λίθον βαλέτω».
Στην Ορθόδοξη θεολογία, η αμαρτία ταυτίζεται με την αστοχία. Ο άνθρωπος αποτυγχάνει με τις πράξεις του να πετύχει το στόχο του που δεν είναι άλλος παρά το πέρασμα από το κατ’εικόνα Θεού στο καθ’ομοίωσιν, στη θέωση. Αντιλαμβανόμενος ότι αστόχησε, επανεξετάζει την στάση του σε προσωπικό, ατομικό, κοινωνικό και κοσμικό επίπεδο και αναζητεί τρόπους αλλαγής της συμπεριφοράς του. Αλλάζει λοιπόν σκέψη, μυαλό για τη χρήση της δημιουργίας από τον ίδιο και μετα-νοεί. Αυτή η αλλαγή τού νου παίρνει τη μορφή της δημόσιας παραδοχής και ομολογίας για τα λάθη που έκανε και τον οδήγησαν στην αστοχία. Επειδή, όμως, αυτή η πορεία του προς τη θέωση είναι έντονα καί κοινωνική και κοινοτική ζητά από τους συνανθρώπους του να του επιτρέψουν την επανένταξη στο χώρο της εκκλησίας, έτσι ώστε όλοι μαζί να πορευθούν το δρόμο της ελευθερίας, της αγάπης και της θέωσης. Εδώ βρίσκεται η αξία της   συγ-χώρεσης, ως πράξης που απαιτεί υψηλό βαθμό κοινωνικοποίησης και ατομικής ευθύνης, καθώς η αμαρτία έχει έντονα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά. Το σχήμα περιφραστικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: αμαρτία-μετάνοια-εξομολόγηση-συγχώρεση.
Ο άνθρωπος καλείται μέσα από την επαναπροσέγγιση του συνανθρώπου του και του κόσμου ως δημιουργίας του Θεού, να νιώσει ότι ο Θεός τον αγαπά, παρ’ότι αυτός τον λησμονεί και τον αποστρέφεται λογαριάζοντας τον ως εμπόδιο στις επιθυμίες του. Αυτή η αγάπη του Θεού, για τον άνθρωπο είναι αμέτρητη. Είναι το κύριο χαρακτηριστικό του Θεού που έχει ως μοναδικό του σκοπό να συγχωρεί και να αγαπά. Και ο άνθρωπος που κατανοεί και μετανοεί για τις άστοχες πράξεις του πλησιάζει τον Θεό με δάκρυα στα μάτια. Οι οποιεσδήποτε ανθρώπινες παρεμβάσεις για έλεγχο και τιμωρία των «αμαρτωλών» ανθρώπων χάνονται μπροστά στο μέγεθος της αγάπης του Θεού-Πατέρα για τα παιδιά του. Κάνουν λάθος όποιοι πιστεύουν ότι μπορούν  να τιμωρούν τους συνανθρώπους τους εν ονόματι του Θεού, γιατί απλούστατα ο Θεός από τη φύση του αδυνατεί να σκεφθεί ηθικοπλαστικά, ευσεβιστικά και καταδικαστικά. Δε θέτει κανόνες και νόρμες, γιατί δεν τον ενδιαφέρει να τιμωρήσει τους παραβάτες. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι με ποιό τρόπο θα συγχωρεί και με ποιό τρόπο θα δείχνει συνεχώς την αγάπη του. Το ίδιο καλείται να κάνει και ο άνθρωπος, για τους συνανθρώπους του. Να συγχωρεί και να αγαπά. Αυτό άλλωστε είναι και η μόνη προϋπόθεση για να προσέλθει κάποιος στή θεία Κοινωνία με τον Χριστό.
Χριστόφορος Αρβανίτης
Δρ. Θεολογίας, Kοινωνιολογίας της Θρησκείας
Διδ. στη Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης

Οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας

Η καλύτερη γλώσσα της Εκκλησίας είναι η ιερή Ακολουθία. Αυτή είναι η γλώσσα, με την οποία η Εκκλησία μιλάει στον ορθόδοξο λαό. Η ιερή Ακολουθία είναι μια σύνθεση από αγιογραφικά αναγνώσματα, από ψαλτικά τροπάρια, κι από ιερατικές ευχές και δεήσεις. Ο ορθόδοξος λαός αυτή τη γλώσσα την ξέρει πολύ καλά σαν μητρική του γλώσσα και την αγαπά, σαν τον καλύτερο τρόπο προσευχής, αλλά και διδασκαλίας. Γιατί η Εκκλησία με τις ιερές ακολουθίες όχι μόνο προσεύχεται, αλλά και διδάσκει· τα καλύτερα και τα μεθοδικότερα μαθήματα θρησκευτικής και εκκλησιαστικής διδασκαλίας είναι οι ιερές Ακολουθίες. Γι’ αυτό η Εκκλησία έχει πολλές ιερές Ακολουθίες, για κάθε ώρα της ημέρας, για κάθε εποχή του εκκλησιαστικού έτους και για κάθε περίσταση του βίου των πιστών. Όλος ο βίος του χριστιανού, η κάθε μέρα του φυσικού έτους, το κάθε γεγονός της θείας οικονομίας, ο κάθε άγιος και η μνήμη του, όλα είναι δεμένα από την Εκκλησία με μια εορτή και με μια Ακολουθία.
k8iesmevd2
Οι πιο υποβλητικές Ακολουθίες της Εκκλησίας, που επιδρούν βαθειά μέσα στη ψυχή των χριστιανών, είναι οι Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο τύπος τους είναι ο καθιερωμένος τύπος της ορθρινής και εσπερινής Ακολουθίας, πλουτισμένος με τα κατάλληλα αγιογραφικά αναγνώσματα και τους επίκαιρους ύμνους. Τα ευαγγελικά αναγνώσματα αναφέρονται διαδοχικά στα τελευταία γεγονότα της ζωής του Σωτήρα Χριστού και η υμνολογία σε εκλεκτά ποιητικά κείμενα και κατανυκτικές μουσικές μελωδίες, εξηγεί θεολογικά το εκούσιο πάθος του Κυρίου. Όσο πιο σεμνά και κατανυκτικά τελούνται αυτές οι Ακολουθίες τόσο πιο ζωηρά εκφράζουν το σκοπό τους και εντυπώνονται στη ψυχή των χριστιανών. Κάθε ακολουθία της Εκκλησίας, και περισσότερο οι Ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας, δεν είναι θεαματικές ή θεατρικές παραστάσεις, αλλά κατανυκτικές και μυσταγωγικές πράξεις, με τις οποίες η Εκκλησία προσεύχεται και διδάσκει. Όπου γίνεται προσπάθεια να δραματοποιηθεί η Ακολουθία και να φύγει από την εκκλησιαστική της μορφή, εκεί χάνει το ιερό περιεχόμενο και το σκοπό της, με αποτέλεσμα οι πιστοί πια να μην προσεύχονται και να μη διδάσκονται θεολογικά, αλλά μόνο ίσως να συγκινούνται, σαν όταν βλέπουν ένα θέαμα. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι άλλο είναι η λεγόμενη αισθητική συγκίνηση και άλλο η εκκλησιαστική κατάνυξη. Στην Εκκλησία μάς ενδιαφέρει να νιώσουμε αυτή την κατάνυξη και να ζήσουμε μέσα μας τα ιερά γεγονότα και όχι να συγκινηθούμε συναισθηματικά και εξωτερικά, γιατί δεν είναι θέατρο η Εκκλησία, αλλά οίκος προσευχής, ιερός άμβωνας και αγία Τράπεζα, δηλαδή ευαγγελική διδαχή και θεία κοινωνία. Είναι πολύ κακή συνήθεια αυτή, που με τις νεώτερες αντιλήψεις επικράτησε, να γίνεται θέατρο η Εκκλησία και να χάνει τον ιερό χαρακτήρα της η Ακολουθία, τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ με την έξοδο του Εσταυρωμένου και τη Μεγάλη Παρασκευή με την περιφορά του Επιταφίου.
Στις ιερές Ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας, για λόγους οικονομίας, γίνεται από την Εκκλησία μια αντιμετάθεση, οι πρωινές δηλαδή Ακολουθίες γίνονται την παραμονή το βράδυ και οι εσπερινές γίνονται το πρωί της κάθε ημέρας· κάθε βράδυ γίνεται ο Όρθρος της επομένης ημέρας και κάθε πρωί ο Εσπερινός και η θεία Λειτουργία. Είπαμε πως αυτό το κάνει η Εκκλησία για λόγους οικονομίας, για να μπορούν δηλαδή οι χριστιανοί να παρακολουθούν καλύτερα την Ακολουθία το βράδυ μετά την εργασία τους και να κοινωνούν το πρωί, αντί να μένουν όλη την ημέρα νηστικοί για να κοινωνήσουν το βράδυ. Γιατί όλες οι Λειτουργίες, και της Μεγ. Πέμπτης και του Μεγ. Σαββάτου, είναι Λειτουργίες εσπερινές, τοποθετημένες δηλαδή μέσα στην Ακολουθία του Εσπερινού. Και η Λειτουργία των Προηγιασμένων γενικά, όλη τη Μεγ. Τεσσαρακοστή μέχρι και τη Μεγ. Τετάρτη το πρωί, είναι Λειτουργία εσπερινή, γι’ αυτό ακούμε να ψάλλωνται σ’ αυτήν γνωστοί ύμνοι και ψαλμοί του Εσπερινού.
Θα πρέπει κι εδώ να προσέξουμε και να ευλαβηθούμε τη φροντίδα της Εκκλησίας, για να κάνει όσο μπορεί πιο εύκολη τη θρησκευτική ζωή των πιστών και να εξοικονομήσει την τάξη της θείας λατρείας με τις συνθήκες του βίου. Πολλές φορές όσοι δεν βαθαίνουν στα πράγματα απορούν ή και διαμαρτύρονται γι’ αυτό το δήθεν ανακάτεμα των ιερών Ακολουθιών τη Μεγ. Τεσσαρακοστή και μάλιστα τη Μεγ. Εβδομάδα· αλλ’ όμως αυτό δεν γίνεται παρά για την ευκολία και την εξυπηρέτηση των χριστιανών.
Ας θεωρήσουμε, καθώς και είναι, ξεχωριστές αυτές τις ημέρες στη ζωή μας και σαν πιστοί χριστιανοί, ας ακολουθήσουμε το Σωτήρα μας Χριστό, «ερχόμενον προς το εκούσιον πάθος». Ας καθίσουμε μαζί του στο μυστικό δείπνο κι ας μείνουμε κοντά του, σαν τον μαθητή και την παναγία Μητέρα του, κάτω από το Σταυρό. Μετανοιωμένοι, ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας κι ας κοινωνήσουμε από το κοινό άγιο ποτήριο· αυτό θα πει να καθίσουμε μαζί του στο μυστικό δείπνο. Έτσι, ας φτάσουμε στη μεγάλη και λαμπροφόρα εορτή της Αναστάσεως, που το θειο φως και η ουράνια χαρά της μακάρι να είναι πάντα μαζί σας, αδελφοί. Αμήν.
(Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου(+), «Ο Λόγος του Θεού», τ. Β΄, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 361-367)

Ανέραστα τον Νυμφίο δεν γνωρίζεις...




Για να υπάρχει Νυμφίος πρέπει να υπάρξει νύμφη. Και για να πραγματοποιηθεί συνάντηση χρειάζεται έρωτας. Μα για να ερωτευθείς πρέπει να μην έχεις χάσει την καρδιά και ανθρωπιά σου, εκείνη την αρχαϊκή παραδείσια αίσθηση της ομορφιάς. Και δυστυχώς πολλές φορές στον χώρο της θρησκείας και όχι της εκκλησίας, ο έρωτας παρουσιάζεται ως  αμαρτία και ματαιότητα. Ενοχοποιείται, γιατί ο ένοχος ελέγχεται καλύτερα.
Το όμως που αναδύεται  είναι, μπορεί ένας ανέραστος άνθρωπος να γνωρίσει τον Χριστό; Κάποιος που φοβάται να δοθεί, να αφεθεί, να τσαλακωθεί, να πέσει στα πατώματα, να κλάψει και να πενθήσει, μπορεί να αισθανθεί την παρουσία του Νυμφίου; Μονάχα η αγάπη ξέρει να δίνει χωρίς να ζητάει, να ζει χωρίς να υπολογίζει, να αφήνεται χωρίς να κρατιέται, να πεθαίνει για τον αγαπημένο της.
Η εκκλησία του Χριστού, του Αγίου Πορφυρίου και Ισαάκ του Σύρου, μας λέει ότι για σωθείς, πρέπει να προσέξεις κάτι πολύ σημαντικό, να μην χάσεις την καρδιά και την ανθρωπιά σου.
Πολλές φορές στην προσπάθεια μας να γίνουμε «πνευματικοί άνθρωποι» χάσαμε την ανθρωπιά μας. Αναζητώντας τον Θεό, χάσαμε τον άνθρωπο. Εάν δεν μάθεις να ερωτεύεσαι, να συνδέεσαι, να σχετίζεσαι, να αγαπάς και να μοιράζεσαι, να δίνεσαι και να ταπεινώνεσαι, δεν θα αναγνωρίσεις ποτέ στο πρόσωπο του Νυμφίου της Μεγάλης Εβδομάδος τον Χριστό. Θα βλέπεις τα κατορθώματα και τις πνευματικές αρετές σου. Τους νόμους και κανόνες που αρέσκεσαι να επιδίδεσαι ικανοποιώντας το "εγω" σου, μα δεν θα μάθεις ποτέ οτι "σε κάθε έρωτα ξαναζεί η εμπειρία της γεύσης του παραδείσου και της απώλειας του...."

π.Λίβυος 

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...