Η χρίση του Ιησού με μύρο
(Ματθ. κστ, 6-16. Μάρκ. ιδ, 3-11. Λουκ. ζ, 36-50)
Στο μεταξύ, ο Ιησούς πήγε στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Εκεί τον πλησίασε μία γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με πάρα πολύ ακριβό μύρο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του καθώς ο Ιησούς έτρωγε.1 Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές, αγανάκτησαν. «Προς τι αυτή η σπατάλη;» έλεγαν. «Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».2
Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Αφήστε την ήσυχη˙ γιατί της δημιουργείτε προβλήματα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντα τους έχετε μαζί σας και μπορείτε να τους ευεργετήσετε όποτε θέλετε˙ εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντοτε. Αυτή εδώ η γυναίκα έκανε αυτό που μπορούσε: άλειψε προκαταβολικά το σώμα μου με μύρο για να το ετοιμάσει για την ταφή. Και σας βεβαιώνω πως σ’ όλον τον κόσμο, όπου κηρυχθεί το ευαγγέλιο, θα γίνεται λόγος και για την πράξη της, κι έτσι θα τη θυμούνται».
ΣΧΟΛΙΑ
1 Εκεί τον πλησίασε μία γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με πάρα πολύ ακριβό μύρο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του καθώς ο Ιησούς έτρωγε.
Το άγιον Ευαγγέλιον είναι εκ του κατά Ματθαίον, όπου φαίνεται ότι το γεγονός έλαβε χώραν κατά τας ημέρας των Παθών, δια τούτο και «Τη αγία και μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Αλλά, όπως ήδη έχομεν πη, και το Συναξάριον τούτο και η όλη υμνολογία της Μ. Τετάρτης έχουν υπ’ όψιν των το γεγονός, όπως το διηγείται ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς εις το ζ’ κεφάλαιον του αγίου του Ευαγγελίου εις τους στίχους 36-50. Εκεί παρουσιάζεται πόρνη η γυνή και εκεί κατά συγκινητικόν τρόπον διαγράφεται το δράμα της μετανοίας της αμαρτωλής και από εκεί ήντλησαν υλικόν και σκέψεις και αισθήματα και πνεύμα θείον οι ιεροί υμνωδοί, μέσα εις τους οποίους είναι και η αγία Κασσιανή, δια να συνθέσουν τα υπέροχα τροπάριά των, τα οποία εξαίρουν και εξυμνούν την μετάνοιαν της γυναικός, συγκινούν τας καρδίας των πιστών, προκαλούν θαυμασμόν προς την υπέροχον πράξιν της πόρνης, άλλ’ εμβάλλουν και φόβον προς την
αθλίαν πράξιν και φοβεράν πτώσιν του προδότου Ιούδα.
Πράγματι, τούτο συμβαίνει. Διότι «ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις˙ η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον˙ αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο˙ αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού. Δεινόν η ραθυμία! Μεγάλη η μετάνοια! Ην μοι δώρησαι, Σωτήρ, ο παθών υπέρ ημών και σώσον ημάς»
(Θεολόγος, Αθανάσιος Φραγκόπουλος).
2 «Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».
Ακριβώς αυτή η δυσώδης κακία, αυτό το πάθος, το πάθος της φιλαργυρίας, το κρυφόν, το φοβερόν, το αθεράπευτον πάθος που κοντά εις τον Διδάσκαλόν του ειμπορούσε εύκολα να το θεραπεύση και να απαλλαγή, να ελευθερωθή και να σωθή, αυτό το πάθος που, αντί να το πολεμήση, το έθρεψε και το εθέριεψε μέσα του ο Ιούδας, αυτό τον έφαγε, αυτό τον έσπρωξε εις την προδοσίαν, αυτό τον εξεχώρισε από τον χορόν των αγίων μαθητών και αποστόλων του Χριστού και τον έκαμε προδότην, τον έρριψεν εις τον άδην, τον κατήντησεν «υιόν της απωλείας», όπως ο ίδιος ο Κύριος τον απεκάλεσε. Τι φοβερά που είναι η κακία, – και μία μόνον ακόμη κακία! Τι καταστρεπτικόν, ολέθριον, θανατικόν, διαλυτικόν της ψυχής το πάθος, και το ένα μόνον πάθος, οποιονδήποτε όνομα και αν φέρη, είτε θυμός, είτε μέθη, είτε εγωισμός, είτε φθόνος, είτε σαρξ, είτε έχθρα και μνησικακία και υπερηφάνεια και φιλαργυρία λέγεται και είναι. Κακόν, κάκιστον, ολέθριον, ολεθριώτατον. Διότι δεν είναι μόνον, ότι κυριεύει και τυραννεί και εξωθεί εις τα έσχατα, τα μεγάλα, τα
φοβερά εγκλήματα και κάμνει τον ηγαπημένον και τιμημένον μαθητήν επαίσχυντον και μισητόν προδότην.
Το πάθος, απολέμητον όταν μένη, τόσον τον κυριεύει τον άνθρωπον, τόσον τον δηλητηριάζει, τον τυφλώνει, του παραλύει τας ψυχικάς του δυνάμεις, ώστε τον αφίνει αμετανόητον. Και τούτο είναι το μέγιστον, το ανεπανόρθωτον κακόν που προξενεί εις τον αμαρτωλόν. Δεν τον αφίνει να μετανοήση.
(Θεολόγος, Αθανάσιος Φραγκόπουλος).
***
Η προδοσία του Ιούδα
(Ματθ. κστ, 14-16. Μάρκ. ιδ, 10-11. Λουκ. κβ, 3-6)
Πλησίαζε η γιορτή των Αζύμων, που ονομάζεται Πάσχα. Οι αρχιερείς και οι γραμματείς αναζητούσαν ευκαιρία να θανατώσουν τον Ιησού, γιατί φοβούνταν τον λαό. Τότε μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα τον ονομαζόμενο Ισκαριώτη, που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές.1 Αυτός πήγε στους αρχιερείς, στους γραμματείς και στους στρατηγούς του ναού και συζήτησε μαζί τους με ποιο τρόπο θα τους παρέδιδε τον Ιησού: «Τί θα μου δώσετε; Κι εγώ θα σας τον παραδώσω». Αυτοί του μέτρησαν τριάντα αργύρια. Εκείνος δέχτηκε, και ζητούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να τους τον παραδώσει, χωρίς να το αντιληφθεί ο όχλος.
ΣΧΟΛΙΑ
1 Τότε μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα τον ονομαζόμενο Ισκαριώτη, που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές.
Α) Ο Ιούδας προ της προδοσίας. «Ώ της Ιούδα αθλιότητος!» (αίνος Μεγ. Τετ.)
Η γη, αγαπητοί μου, ο μικρός αυτός πλανήτης, ήταν εποχή που ήταν καθαρή από εγκλήματα. Το πρώτο έγκλημα έγινε όταν ο Κάιν εφόνευσε τον αδελφό του Άβελ. Από τότε μολύνθηκε και εξακολουθεί να μολύνεται.
Αναρίθμητα τα εγκλήματα που έχουν γίνει. Αλλά το μεγαλύτερο απ’ όλα είνε αυτό που αυτές τις άγιες ημέρες μας μαζεύει στην εκκλησία, το έγκλημα κατά του Θεανθρώπου. Ίλιγγος σε πιάνει αν σκεφθής ότι το σκουλήκι της γης, ο ελεεινός άνθρωπος, σκότωσε τον Δημιουργό του, τον Κτίστη των απάντων! Έφθασε στο ναδίρ της αθλιότητος. Και όπως σε κάθε έγκλημα υπάρχουν φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί, έτσι και στο έγκλημα αυτό. «Όψονται εις ον εξεκέντησαν» (Ιω. 19,37).
Ένοχοι είνε οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι αρχιερείς και οι σαδδουκαίοι, ο Άννας και ο Καϊάφας, ο Πόντιος Πιλάτος και ο όχλος που φώναζε˙ «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (ε. α. 19,15). Αλλά περισσότερο από όλους ένοχος είνε ο Ιούδας. Το είπε ο Χριστός στον Πιλάτο˙ Κ’ εσύ έχεις ευθύνη, αλλά πιο μεγάλη αμαρτία έχει εκείνος που με παρέδωσε σ’ εσένα (βλ. ε.α. 19,11). Γεννάται λοιπόν, αγαπητοί μου, η απορία˙ γιατί πρόδωσε ο Ιούδας τον Κύριο;
Πολλές ερμηνείες θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε, αλλά δεν πρόκειται εδώ να κάνουμε διάλεξι. Όσοι μελέτησαν το δύσκολο πρόβλημα του Ιούδα, είπαν ότι η ψυχή του είνε άβυσσος. Εάν για κάθε άνθρωπο είνε δύσκολο ή και αδύνατον να καταδυθούμε στα βάθη της υπάρξεώς του, πολύ περισσότερο δύσκολο είνε να εισέλθουμε στα βάθη της ψυχής του Ιούδα. Σύμφωνα πάντως με την πατερική ερμηνεία και την υμνολογία της Εκκλησίας η κυρία αιτία της προδοσίας είνε μία, εκείνη που επισημαίνουν οι ευαγγελισταί είνε η φιλαργυρία, η αγάπη στο χρήμα. Μεσ’ στην καρδιά του Ιούδα υπήρχε ένα αγκάθι. Όπως σ’ ένα περιβόλι φυτρώνουν αγκάθια, και αν δεν τα καθαρίση ο κηπουρός, μπορεί αυτά να εξαπλωθούν και να γεμίσουν το έδαφος, έτσι και στη καρδιά του Ιούδα έμεινε αυτό το αγκάθι.
Δεν υπάρχει πιο φαρμακερό πάθος από τη φιλαργυρία. «Ρίζα πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία», λέει ο απόστολος Παύλος (Α’ Τιμ. 6,10). Αυτή η κακή ρίζα φύτρωσε μέσα του και η ψυχή του έγινε όχι κάκτος αλλά ακανθών ολόκληρος. Έτσι η φιλαργυρία τον ωδήγησε μέχρι το απίστευτο σημείο να πουλήση τον Διδάσκαλό του για τριάντα αργύρια, ποσό εξευτελιστικό, όσο δηλαδή πουλούσαν τότε ένα δούλο στα ανθρωποπάζαρα.
Ο Ιούδας δεν δικαιολογείται. Κι αν ακόμα γίνονταν χρυσά τα αστέρια και η γη με όλα τα βουνά της και του τα προσέφεραν για να προδώση, και πάλι δεν έπρεπε να πωλήση «τον ατίμητον» (αίνος Μεγάλης Τετάρτης), εκείνον που η αξία του δεν μπορεί να υπολογισθή, είνε ανυπέρβλητη.
Β) Ο Ιούδας μετά την προδοσία.
Είνε μυστήριο, αγαπητοί μου, πως ο μαθητής έφθασε στο σημείο να προδώση τον Διδάσκαλό του. Η φιλαργυρία είνε η αιτία που ο Ιούδας προτίμησε αντί του Χριστού λίγα νομίσματα. Αυτή τον έκανε να φθάση στην προδοσία. Ας δούμε τώρα τι ακολούθησε κατόπιν.
Μετά από ένα έγκλημα, αγαπητοί μου, και ο πιο ειδεχθής δράστης έχει τύψεις συνειδήσεως. Οι τύψεις ως εσωτερική φωνή είνε απόδειξις ότι υπάρχει Θεός. Ένας φιλόσοφος είπε˙ Δύο πράγματα με πείθουν ότι υπάρχει Θεός˙ ο έναστρος ουρανός, που είνε πάνω από μας, και η φωνή της συνειδήσεως, που είνε μέσα μας. Κάνεις το έγκλημα και δεν το ξέρει κανείς˙ και όμως μέσα σου έχεις κάρβουνο αναμμένο. Μπορεί να χορεύης και να διασκεδάζης, αλλά μόλις το θυμηθής, όπως περιγράφει κάπου ο Σαίξπηρ, πέφτουν και τα χρυσά κουταλοπίρουνα απ’ τα χέρια σου. Η φωνή «Είσαι ένοχος!…» είνε αιτία που πολλοί άνθρωποι σήμερα περπατούν μελαγχολικοί.
Και ο Ιούδας, που διέπραξε το μεγάλο έγκλημα, δεν γλύτωσε από τις τύψεις. Όταν όμως είδε ότι ο Πιλάτος υπέγραψε πλέον την σταυρική θανάτωσί του, τότε συνειδητοποίησε το φρικτό έγκλημά του, που τον είχε οδηγήσει ο σατανάς, και «μετεμελήθη», μετανόησε. Επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους και τους είπε «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Ματθ. 27,3-4).
Μετανόησε, αλλά η μετάνοιά του δεν ήταν σωστή. Διότι υπάρχει μετάνοια ψευδής και μετάνοια αληθινή. Αμάρτησε και ο Πέτρος το ίδιο βράδυ, αλλά εκείνος «έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. 26,75. Λουκ. 22, 62), η μετάνοιά του ήταν ειλικρινής και ο Χριστός τη δέχτηκε. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει ότι, εάν ο Ιούδας την ώρα που κατάλαβε το έγκλημά του πήγαινε στον Χριστό – δεν είχε ακόμα εκπνεύσει στον σταυρό – και γονάτιζε στα πόδια του και έλεγε «Δάσκαλε, σε πρόδωσα˙ μετανοώ», να είστε βέβαιοι ότι ο Χριστός, κοντά στους επτά λόγους του επί του σταυρού, θα έλεγε κι έναν όγδοο λόγο, «Ιούδα, σε συγχωρώ», κι ο Ιούδας θα επανερχόταν. Αλλά δεν μετανόησε ο Ιούδας˙ ήταν ψευδής η μετάνοιά του, ήταν απελπισία και απόγνωσις˙ δεν έκανε τα ηρωϊκά βήματα που έπρεπε. Η μετάνοια είνε η ηρωικώτερη πράξις που καλείται να κάνη ο άνθρωπος. Είνε ο ηρωισμός, λέει ο Ρώσος Ντοστογιέφσκυ, το να πηγαίνη κάποιος στον πνευματικό, να γονατίζη μπροστά του και να ομολογή ότι αμάρτησε. Αυτό έπρεπε να κάνη και ο Ιούδας. Ο εκατόνταρχος, γνώρισε τον Χριστό
μόνο για 1-2 ώρες, και είπε «Αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ. 27,54) και αγίασε (εορτάζει 16 Οκτωβρίου).
Είνε μεγάλη η αγάπη του Χριστού, γι’ αυτό μην απελπιζώμαστε. Ξέρετε τί είνε η αγάπη του Χριστού και τί είνε οι αμαρτίες μας; Η αγάπη του Χριστού είνε θάλασσα και οι αμαρτίες μας κάρβουνα αναμμένα. Άλλος έχει λίγα κάρβουνα, άλλος ένα μαγκάλι, άλλος δύο, άλλος τρία, άλλος έχει ένα ολόκληρο βουνό κάρβουνα. Άλλ’ όσο πολλά κι αν είνε τα κάρβουνα, η θάλασσα νικά τη φωτιά. Ρίξτε, αδελφοί μου, τα κάρβουνά σας στο απέραντο πέλαγος της αγάπης του Χριστού. Γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο ο Χριστός, για να δεχτή και τον πιο μεγάλο αμαρτωλό, και τον Ιούδα και τον Πέτρο και τους πάντας. Το είπα και το επαναλαμβάνω˙ δεν θα μας τιμωρήση ο Χριστός διότι αμαρτάνουμε – το αμαρτάνειν είνε ανθρώπινο˙ θα μας δικάση διότι δεν μετανοούμε.
Ένας σοβαρός συγγραφεύς έγραψε βιβλίο με τίτλο «Ο Ιούδας δια μέσου των αιώνων». Σε κάθε εποχή δηλαδή, και κατ’ εξοχήν στη δική μας, ο Ιούδας συνεχίζει το σκοτεινό έργο του. Κάθε φορά που συναντώνται οι μεγάλοι, οι εκπρόσωποι των υπερδυνάμεων, έχουμε φιλήματα Ιούδα. Ο Ιούδας ετοιμάζεται πάλι να σταυρώση την ανθρωπότητα…
Η μεγάλη προδοσία είνε το να προδώση κάποιος την αγάπη του Χριστού. Ο Χριστός λοιπόν, πάνω απ’ τον σταυρό όπου τον ανέβασαν οι αμαρτίες μας, στρέφει το βλέμμα στους λεγομένους χριστιανούς της δύσεως, στρέφει το βλέμμα στους μεγάλους και ισχυρούς κυβερνήτες, προέδρους και πρωθυπουργούς και υπουργούς και βουλευτάς και στρατηγούς, που τον σταυρώνουν με τις αποφάσεις τους μέσα στα κοινοβούλια, στρέφει το βλέμμα στους κληρικούς της Εκκλησίας του, στρέφει το βλέμμα στους Χριστιανούς που είμαστε βαπτισμένοι στο όνομά του, σ’ εμάς τους ψευτοχριστιανούς του αιώνος τούτου, στρέφει το βλέμμα στα εκκλησιάσματα αυτής της εβδομάδος, βλέπει εμάς τους νέους Ιούδες, άντρες – γυναίκες, μικρούς – μεγάλους, αγραμμάτους – εγγραμμάτους, όλο το πλήθος αυτών που κοινωνούν αναξίως, και λέει με παράπονο˙ «Κ’ εσύ, Χριστιανέ;». Με υβρίζουν οι Εβραίοι, με ατιμάζουν οι μωαμεθανοί, μ’ εξευτελίζουν, οι εχθροί˙ με προδίδεις λοιπόν κ’ εσύ, που βαπτίσθηκες στο όνομα της αγίας Τριάδος;
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).
Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011