Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Απριλίου 08, 2015

Μ. Πέμπτη και θεία Κοινωνία



Το γεγονός ότι η Μεγάλη Πέμπτη είναι η ημέρα κατά την οποία παραδοσιακά όλος ο Ορθόδοξος κόσμος προσέρχεται να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων, οφείλεται στο γεγονός ότι σήμερα έγινε η παράδοση του φρικτού μυστηρίου της Ευχαριστίας κατά τον Μυστικό Δείπνο. Εκεί ο Χριστός, εν όψει του Πάσχα του εβραϊκού, σε ένα από τα προηγούμενα (όχι στο τελευταίο τελικό συμπόσιο του εβραϊκού Πάσχα που έθυαν τον αμνό τον ενιαύσιο) έφαγε με τους μαθητές Του· και αφού πήρε ψωμί στα χέρια Του, ευχαρίστησε, το ευλόγησε, και τους τόδωσε λέγοντάς τους: «Λάβετε, φάγε­τε, τούτο έστι το σώμα μου». Αυτό είναι το σώμα μου, που σας δίνω αυτήν την στιγμή, το οποίο «κλάται», «το υπέρ υμών κλώμενον» (το ρήμα είναι κλάω-κλω, από κει που βγαίνει και η λέξη των μαθηματικών: τα κλάσματα, όπως και η αρτοκλασία: η κλάσις του άρτου, κόβουμε τους άρτους και τους μοιράζουμε), για πολλούς, για όσους θέλουν να σωθούν. Κατόπιν πήρε ένα ποτήρι κρασί, το ευλόγησε, ευχαρίστησε τον Ουράνιο Πατέρα και το πρόσφερε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο έστι το αίμα μου, το υπέρ υμών και πολλών έκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Να! το μυστήριο της Θειας Ευχαριστίας!
Πολλές φορές και κατ’ επανάληψιν αναφέρθηκε στη Γραφή ότι Αυτός είναι «ο Άρτος της Ζωής», «ο εκ του Ουρανού καταβάς». Και πάνω στο Σταυρό έρρευσε το άγιο αίμα Του, το οποίο έγινε το «καινόν πόμα», το καινούριο πιοτό, στο οποίο θα μας καλέσει ο θεσπέσιος ιερός Δαμασκηνός τη νύκτα της Αναστάσεως: «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου τερατουργούμενον», (όχι με το θαύμα που έκανε ο Μωϋσής στα παλιά τα χρόνια, σ’ ένα άγονο βράχο, κι έδωσε νερό σύνηθες, φυσικό νερό να πιούνε, αλλά είναι άλλου είδους πόμα αυτό, είναι το ποτό της Ζωής, το οποίο έρρευσε από την άχραντο πλευρά και από τις πληγές στα χέρια και στα πόδια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού).
Από τότε η Ευχαριστία συνιστά την Εκκλησία. Για να ζήσουμε το γεγονός της Εκκλησίας, κάνουμε την Λειτουργία. Και όπως μαζεύτηκε το σιτάρι σπυρί-σπυρί από κάθε γωνιά του χωραφιού και αλέστηκε κι έγινε το ψωμί, έτσι μαζευόμαστε και μείς ένας-ένας από κάθε γωνιά, γύρω από τον προεστώτα της Ευχαριστίας, και αντιγράφοντας την πρακτική του Χριστού, κατά την εντολή Του: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (αυτό να κάνετε για να με θυμάστε), «και όσες φορές θα τρώτε αυτόν τον άρτο και θα πίνετε αυτό το κρασί, θα καταγγέλλετε και θα μαρτυρείτε την Ανάστασή μου, την αλήθεια της Θεότητάς μου», κι εμείς συναζόμαστε και κάνουμε τη Λειτουργία, και έτσι συνιστούμε την Εκκλησία. Και είμαστε όλοι καλεσμένοι να μετάσχουμε αυτής της αθανάτου τραπέζης, αλλά υπό προϋποθέσεις. Όχι απαράσκευοι, όχι ακάθαρτοι, όχι αμετανόητοι όπως ό Ιούδας.
Λέει ένα πικρό λόγο, αλλά δυστυχώς αληθινό, ο απόστολος Παύλος: «Ανάμεσα σας, λέει, υπάρχουν ένα σωρό άρρωστοι και πεθαίνει πολύς κόσμος. Και αυτό, γιατί κοινωνείτε αναξίως», «εσθίετε και πίνετε αναξίως». Είναι πυρ καταναλίσκον η θεία Κοινωνία. Και ή θα καταναλώσει τις αμαρτίες μας, εάν προσερχόμαστε εν μετάνοια και τακτοποιημένοι, ή θα καταναλώσει και θα αφανίσει εμάς τους ίδιους. Χρειάζονται λοιπόν προϋποθέσεις, και όχι να την περνά κανείς ότι είναι ο πρωινός καφές που πρέπει να πάμε να τον πιούμε, επειδή έτσι συνηθίζουμε και έτσι λέει το πρωτόκολλο το εκκλησιαστικό ή το έθιμο της ημέρας και ούτω καθ’ εξής. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Τον άξιο δεν τον κάνει η ήμερα, αλλά αυτός ο οποίος είναι άξιος, οποιαδήποτε ημέρα έχει εορτή, έχει Πάσχα, έχει Χριστούγεννα». Επειδή είναι έτοιμος και κοινωνεί αξίως.
Όσον άφορα την προσευχή, τί να πω εγώ σε σας, οι οποίοι είσθε οι βιούντες το μέγα μυστήριο της προσευχής; Είσθε οι καλλιεργητές της νοεράς και μονολογίστου προσευχής. Είσθε εσείς, οι οποίοι αγωνίζεσθε να τηρείτε το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» του αποστόλου Παύλου. Μόνο για τους αδελφούς μας τους προσκυνητές να πω, ότι ο Χριστός μας έδωσε υπόδειγμα προσευχής, και μάλιστα με αυτή την προσευχή την εναγώνιο κατά την ανθρωπινή Του φύση.
Η αγωνία ήταν στην ανθρωπινή φύση Του, για να μην περάσει κανενός η ιδέα, όπως αργότερα στους μονοφυσίτες, ότι ήταν «κατά δόκησιν άνθρωπος» και όχι τέλειος άνθρωπος. Γι’ αυτό φάνηκε η αγωνία κι έσταξε ο ίδρωτας ως θρόμβοι αίματος από το μέτωπό Του. Ήταν η ανθρωπινή φύση, η οποία βεβαίωνε την αλήθεια της εκείνη τη στιγμή, και όχι βεβαίως η θεία φύση, η οποία ουδέποτε είχε καμία αγωνία, διότι είναι απαθής ο Θεός, και ουδέποτε είχε καμία επιφύλαξη στο να πιει το ποτήριο το οποίο έδωσε ο Πατέρας, το να δεχθεί δηλαδή το Σταυρό, το Πάθος, το Θάνατο για τη σωτηρία των αδελφών Του, τη σωτηρία του κόσμου.
Αλλά μας έδωσε υπόδειγμα προσευχής. Να θυμίσω μόνον ένα λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αν δεν κάνω λάθος: «μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» (Είναι μεγαλύτερη ανάγκη να προσεύχεσαι και να επικαλείσαι το όνομα του Θεού από το να αναπνέεις). Πόση ώρα μπορεί να μείνει κανείς χωρίς να αναπνέει; Να κλείσει τη μύτη του, να μην παίρνει μέσα οξυγόνο; Κάποια λεπτά αντέχει το σώμα από την λεγομένη άδηλη αναπνοή, το οξυγόνο που εισπράττει μέσα από τους πόρους του σώματος. Αλλά πόσο; Μετά πεθαίνει ο άνθρωπος.

 Πόσο θ αντέξει ο άνθρωπος, η ψυχή, χωρίς την προσευχή; Έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από την προσευχή παρά από το οξυγόνο. Ο άνθρωπος ο οποίος αποκόπηκε από την προσευχή και σταμάτησε να μνημονεύει του ονόματος του Θεού είναι νεκρός! Αυτός είναι για μνημόσυνα με πλερέζες και για κλάματα και θρήνους άνευ παραμυθίας. Η προσευχή είναι αυτή η οποία δείχνει ότι η καρδιά από μέσα κτυπά. Ότι υπάρχει ζωή, ότι ο άνθρωπος είναι ζωντανός.
Δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο. Μας τα είπε τόσο ωραία η ακολουθία. Θα μας τα πει περισσότερο η μεγάλη ακολουθία της αγρυπνίας το βράδυ, των Αχράντων Παθών, στην οποία ας έχουμε τεταμένη την προσοχή μας και ας αφήσουμε ανοιχτά τα χέρια του Θεού να δουλέψει η Χάρις Του μέσα μας αυτές τις ημέρες του Αχράντου Πάθους τη σωτηρία μας, όπως Εκείνος ξέρει και κατά το ποσοστό στο όποιο έχουμε ετοιμασθεί και είμαστε δεκτικοί όλοι μας. Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.

(Περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος». αριθ. 34)

Τα γεγονότα της Μεγάλης Πέμπτης (Ιωσήφ,Μητροπολίτου Προικοννήσου)


20ΑΠΡ
Μας αξίωσε ο Θεός να φθάσουμε στην Άγια και Μεγάλη Πέμπτη, την μακρά Πέμπτη, όπως την λέει η υμνολογία. Αν πάρουμε την ακροστοιχίδα του Κανόνος ο οποίος ψάλλεται, λέει: «Τη μακρά Πέμπτη, μακρόν ύμνον εξάδω». Είναι ο μεγαλύτερος Κανόνας που έχουμε ψάλει μέχρι στιγμής, την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Ο άλλος τόσο μεγάλος θα είναι του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου.
Ημέρα πανσεβάσμια, στην οποία η Εκκλησία προβάλλει ενώπιον μας τέσσερα πράγματα: Το ένα είναι ο Μυστικός Δείπνος. Το δεύτερο είναι ο Ιερός Νιπτήρας. Το τρίτο είναι η προδοσία του Ιούδα και το τέταρτο είναι η υπερφυής προσευχή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Το θέμα της προδοσίας αρχίσαμε από χθες να το ακούμε από μακρυά λίγο. Την ώρα που η πόρνη άπλωνε τους πλοκάμους της να σκουπίσει τα πόδια του Χριστού, τα όποια είχε πλύνει πρωτίστως με τα δάκρυα της και δευτερευόντως με το πολύτιμο μύρο που είχε αγοράσει, ο μαθητής ο αγαπημένος, ο ευνοημένος, ο τιμημένος ιδιαίτερα με υπεύθυνο υπούργημα μέσα στην ιερή δωδεκάδα, άπλωνε τα χέρια του να λάβει αργύρια, με τα οποία θα πωλούσε τον «Ατίμητον». Η ειδωλολατρία της πλεονεξίας τον οδήγησε στο να αποπτύσει, να απεμπολήσει τον ίδιο τον Διδάσκαλό του, τον Πατέρα του, τον Κύριο και Θεό του. Η μία φωτιζότανε, ετούτος σκοτιζότανε. Και το δυστύχημα είναι ότι μετά από μία τέτοια πτώση, δεν ακολούθησε μετάνοια! Και ο Πέτρος έπεσε. Αρνήθηκε τρεις φορές το Χριστό: Δεν Τον ξέρω! Δεν Τον άκουσα! Το ορκίζομαι! Ανάθεμά μου, αν σας λέω ψέματα. Ούτε που Τον άκουσα τον άνθρωπο!. Μεγάλη πτώση! Αλλά στην περίπτωση του Πέτρου ακολούθησε το: «και εξελθών έξω, έκλαυσε πικρώς»! Ακολούθησε η μετάνοια, η οποία αποκατέστησε τα πράγματα, όχι απλώς όπως ήταν προηγουμένως, αλλά η αγάπη του Θεού και η φιλανθρωπία Του είναι τέτοια, που έδωσε ακόμη περισσότερες ευλογίες και περισσότερες χάρες στον προς στιγμήν εκπεσόντα Απόστολο.
Στην περίπτωση του Ιούδα όμως είχαμε τα χειρότερα. Απλώς «μετεμελήθη», λέει το ιερό Ευαγγέλιο. Είπε: «Βρε τον ηλίθιο! Τί έκανα!» Όχι με την έννοια ότι πόνεσε η «ψυχή του γι αυτό που έκανε, αλλά ότι δεν είχε κάτι καλύτερο αποτέλεσμα, δηλαδή κάποιο διάφορο καλύτερο, φαντάζομαι. Τον έκαιγε από την μια μεριά η συνείδηση, αλλά δεν μπορούσε να πει και το συγγνώμη. Δεν εννοούσε να πει το «ευλόγησον!». Εδώ είναι η μεγάλη κατεργαριά του διαβόλου. Όταν μας βάζει και κάνουμε οποιαδήποτε αμαρτία, μέχρις εδώ είναι ανθρώπινο.


Όμως το να επιμένουμε εκεί και να μη λέμε το «ευλόγησον!», να μη λέμε το «συγγνώμη, ήμαρτον, ελέησέ με Θεέ μου!» είναι δαιμονικό. Και μείς οι κληρικοί στην Εκκλησία και οι μοναχοί στον Γέροντα. Και μεταξύ μας, αυτό το «ευλόγησον» είναι το μόνο που δεν μπορεί να πει ο διάβολος. Το «συγγνώμη» είναι το μόνο που δεν διανοείται να βγει ποτέ από το στόμα του. Και ο Ιούδας ταυτίστηκε με τον διάβολο. Ούτε καν πέρασε από το μυαλό του λογισμός πραγματικής μετανοίας, να πάει να πει: «Κύριε, ήμαρτον. Τα έκανα θάλασσα. Περισσότερο από κει που πήγα, δεν μπορεί να πάει κανείς!» Αντ’ αυτού, έκανε την ακόμη μεγαλύτερη αμαρτία. Την βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Την αυτοκτονία! Διότι η αυτοκτονία είναι μία βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Όποιος αυτοκτονεί λέει μέσα του: «δεν πιστεύω ότι με περιμένει κόλαση δεν πιστεύω ότι υπάρχει έλεος για μένα· διαγράφω τα πάντα μετά το θάνατο και πάω και δίνω τη ψυχή μου στον σατανά». Αυτό έκανε ο Ιούδας. Το ακόμη χειρότερο.
Να παρακαλούμε και να δεόμεθα του Κυρίου, ούτε από μακρυά να μην είναι η μερίδα μας μετά του προδότη Ιούδα. Αλλά για να γίνει αυτό, δεν φθάνει μόνον η Χάρις του Θεού, χρειάζεται και ο αγώνας ο δικός μας. Πρώτον μεν να αποβάλουμε το πάθος της πλεονεξίας, ή μάλλον να το μεταμορφώσουμε σε πλεονεξία της αρετής, πλεονεξία των δακρύων της μετανοίας, πλεονεξία της καθαρής προσευχής! Να φύγουμε από την πλεονεξία στα υλικά αγαθά, να μην υπάρχει ούτε από μακρυά ο κίνδυνος αυτά να γίνουν είδωλο και να μας κρύψουν το Χριστό από μπροστά μας. Και το δεύτερο, να ασκούμεθα καθημερινώς στο «ευλόγησον!», στην διαρκή μετάνοια, στην εκζήτηση της συγγνώμης.
Φιλάνθρωπος ο Θεός! Τόβαζε κανενός ο νους ότι ο Πέτρος, ο αγαπημένος, ο κορυφαίος, που τον ανέβασε μέχρι το Θαβώρ και είδε το άκτιστο Φως της Μεταμορ­φώσεως, είδε τη δόξα του Αγίου Πνεύματος, άκουσε τη φωνή του Πατρός, τα έζησε όλα, θάλεγε: Ούτε που Τον ξέρω; Και όμως, πόση αγάπη! Και στο τέλος μετά την Ανάσταση τον ρώτησε τρεις φορές εάν Τον αγαπά. Όχι γιατί δεν ήξερε εάν τον αγαπά, αλλά για να κλείσει τα στόματα οποιουδήποτε άλλου στο μέλλον θα αμφισβητούσε ενδεχομένως τα αισθήματα του Πέτρου απέναντι στο Χριστό, και του έδωσε, τί μεγαλύτερο δώρο! «βόσκε τα πρόβατά μου», «ποίμαινε τα αρνία μου». Του έδωσε την διαποίμανση την αποστολική.
Και εμείς λοιπόν μακρυά από την πλεονεξία, γαντζωμένοι από το «ευλόγησον», το «συγγνώμη», το «ήμαρτον».

( Περιοδικό «Ο Οσιος Γρηγόριος», αριθ. 34)



«Εγώ Ειμί»


19ΑΠΡ
Στο 18ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη ευαγγελίου διαβάζουμε ότι ο Κύριος ερωτά την ομάδα των ανθρώπων που έρχονται να τον συλλάβουν:«Τίνα ζητείτε;»,και εκείνοι απαντούν:«Ιησούν τον Ναζωραίον». Όταν ο Κύριος ανταπαντά «εγώ ειμί», τότε οι άνθρωποι αυτοί παρουσιάζονται να απέρχονται «εις τα οπίσω» και να πίπτουν «χαμαί». Πώς εξηγείται η παράδοξη αυτή αντίδραση;
Η αντίδραση αυτή είναι  εκ πρώτης όψεως πράγματι περίεργη. Μια «σπείρα», δηλαδή μια πολυάριθμη ομάδα Ρωμαίων στρατιωτών, συνοδευόμενη από οπλισμένους υπηρέτες των Αρχιερέων και των Φαρισαίων, εντοπίζει αυτόν που έχει διαταχθεί να συλλάβει. Αντί όμως οι άνδρες αυτοί να προχωρήσουν αμέσως στη σύλληψή του, υποχωρούν και πέφτουν στο έδαφος αντιμετωπίζοντας όχι κάποια ανώτερη στρατιωτική δύναμη, αλλά έναν άοπλο άνδρα, που μάλιστα δείχνει σαφέστατα διά της αβίαστης ομολογίας της ταυτότητάς του διατεθειμένος να παραδοθεί εκουσίως.
Α’
Προϋπόθεση για την ερμηνευτική αποκρυπτογράφηση της σκηνής που μας απασχολεί είναι η επισήμανση της θεολογικής εκείνης αρχής βάσει της οποίας ο «θεολόγος», όπως δικαίως τον αποκάλεσε η Εκκλησία, Ιωάννης εκθέτει και συγχρόνως ερμηνεύει επεισόδια από τη ζωή του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο ευαγγελιστής αυτός από την αρχή ήδη, άλλα και σε ολόκληρη την έκταση του ευαγγελίου του, δεν παύει να διακηρύσσει ότι ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, ο Λόγος που «ην εν αρχή προς τον Θεόν», που «ην Θεός» ο ίδιος και που «πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν». Δηλαδή ο Ιησούς δεν είναι απλός άνθρωπος, αλλά συγχρόνως Θεός και άνθρωπος. Και ενώ οι Ιουδαίοι της εποχής του αντιλαμβάνονται βλέποντας μόνο την ανθρώπινη πλευρά του, όμως τα λόγια, οι δυνάμεις και τα θαύματά του μαρτυρούν στον αναγνώστη του ευαγγελίου και τη θεία φύση του, πραγματικότητα που αποκαλύπτεται μετά την ανάσταση και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Με βάση τη θεολογική αυτή αρχή μπορεί κανείς να προσεγγίσει μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα το συγκεκριμένο περιστατικό. Μόλις πριν από τη σκηνή της συλλήψεως ο ευαγγελιστής Ιωάννης παραδίδει τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Ιησού στους μαθητές του, ένα λόγο μεστό θεολογίας και αποκαλυπτικότατο για τη θεία προέλευση και φύση του Χριστού. Ακριβώς μετά την ομιλία αυτή ο Ιησούς εξέρχεται «πέραν του χειμάρρου των Κέδρων» σε κάποιον κήπο, στον οποίο συνήθιζε να πηγαίνει με τους μαθητές του. Για το λόγο αυτό γνώριζε και ο Ιούδας τον τόπο αυτό, και οδηγεί εκεί τους οπλισμένους άνδρες.
Φαίνεται έτσι εκ πρώτης όψεως ο Ιησούς να πέφτει στην παγίδα του Ιούδα, στην πραγματικότητα όμως ο Ιησούς διατηρεί ως Θεός τον πλήρη έλεγχο της καταστάσεως. Έτσι δεν βρίσκουν οι στρατιώτες πρώτοι τον Ιησού και πολύ περισσότερο βέβαια δεν τον αιφνιδιάζουν, αλλά εκείνος «ειδώς πάντα τα ερχόμενα επ’ αυτόν», κατά τον ιερό ευαγγελιστή, εξέρχεται και τους συναντά. Και μόνον από τα στοιχεία αυτά προβάλλει σαφέστατα η θεία μεγαλειότητα του Ιησού. Ο Ιησούς γνωρίζει τα πάντα και οδεύει προς το πάθος του εκουσίως και με θεϊκή ανωτερότητα. Αντίθετα οι αντίπαλοί του, ο Ιούδας δηλαδή και οι οπλισμένοι του ακόλουθοι, ενώ δείχνουν να έχουν εκ πρώτης όψεως τη δύναμη με το μέρος τους, εξυπηρετούν στην πραγματικότητα την ιερή αποστολή του.
Ακόμη περισσότερο όμως προβάλλει η θεία δόξα του Ιησού στη συνέχεια της διηγήσεως, συγκεκριμένα στη σκηνή που αναφέρει η ερώτησή μας. Ο Κύριος, λοιπόν, συνεχίζοντας να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, ρωτά το οπλισμένο πλήθος: «Τίνα ζητείτε;». Η σκηνή είναι εύγλωττη, καθώς μια πολυάριθμη και οπλισμένη ομάδα ανδρών παρουσιάζεται να στέκει παθητικά, ανίσχυρη σχεδόν θα έλεγε κανείς, ενώπιον ενός μόνο άνθρωπου και να περιμένει εκείνος να ρωτήσει τί θέλουν. Μάλιστα από την απάντησή τους, σύμφωνα με την οποία ζητούν «Ιησούν τον Ναζωραίο», προκύπτει σαφώς ότι δεν ζητούν τον «Κύριο», τον «Χριστό», τον «Μεσσία», τον «βασιλέα του Ισραήλ».
Όλα αυτά τα κατηγορήματα, που αποδίδονται στον Ιησού στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο και αποκαλύπτουν τη θεότητα του προσώπου και τη θεία του φύση, παραμένουν απρόσιτα και άγνωστα στο πλήθος που έρχεται να τον συλλάβει. Εκείνοι ένα μόνο γνωρίζουν για τον Ιησού, ότι είναι άνθρωπος. Και ενώ η πληροφορία αυτή είναι σωστή, είναι ωστόσο ανεπαρκής, διότι ο Ιησούς δεν είναι ένας απλός άνθρωπος.
Αν δούμε λοιπόν τη σκηνή αυτή υπό το θεολογικό πρίσμα του ευαγγελιστή, παρακολουθούμε μια ομάδα ανθρώπων να βρίσκεται ενώπιον του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, χωρίς να αναγνωρίζουν τη θεότητά του και επιδιώκοντας να τον συλλάβουν σαν έναν απλό άνθρωπο και μάλιστα κακούργο. Επιπλέον δε οι άνθρωποι αυτοί δεν τον αναγνωρίζουν ούτε καν ως τον άνθρωπο Ιησού που αναζητούν, πράγμα παράδοξο, αν προσέξει κανείς το γεγονός ότι ανάμεσα τους ήταν παρών και ο Ιούδας, ο οποίος γνώριζε εξ όψεως πολύ καλά τον Ιησού.
Η φαινομενικά αδύναμη θέση λοιπόν, στην οποία υποτίθεται ότι βρίσκεται εδώ ο Ιησούς, προβάλλεται από τον Ιωάννη ως τεράστια δύναμη σε σχέση με τους σκοτισμένους διώκτες του. Η δύναμη αυτή φαίνεται μεταξύ άλλων και από το ότι ο Ιησούς μπορεί ακόμη και τώρα, αν θέλει, να ξεφύγει από τα χέρια τους αποκρύπτοντας την ταυτότητά του. Ο Θεάνθρωπος Ιησούς παραδίδεται εκουσίως. Αυτό θέλει εδώ με κάθε αφηγηματική λεπτομέρεια να τονίσει ο ευαγγελιστής και αυτό προκύπτει από το ότι ο Κύριος αποκαλύπτεται και παραδίδεται αυτοβούλως σε ανθρώπους που δείχνουν κυριολεκτικά να παραπαίουν.
Μάλιστα η αυτοαποκάλυψη του Ιησού με τη σύντομη φράση «εγώ ειμί» δείχνει ακόμη περισσότερο τη δική του δύναμη και την αδυναμία των διωκτών του, καθώς οι τελευταίοι στο άκουσμα των λέξεων αυτών, υποχωρούν και σωριάζονται καταγής. Ο μεγάλος αριθμός τους και τα όπλα που φέρουν μαζί τους δεν τους βοηθούν μπροστά στις δύο αυτές «τρομερές», όπως τους φαίνονται, λέξεις. Στα πλαίσια λοιπόν της προθέσεως του ευαγγελιστή Ιωάννη να δείξει ότι ο Ιησούς είναι Θεός και ότι ως Θεός παραδίδεται και συλλαμβάνεται εκουσίως, εντάσσεται και κατανοείται καλύτερα η αναφορά της παράδοξης αντιδράσεως των οπλισμένων ανδρών στη δήλωση του Ιησού ότι ο ίδιος είναι αυτός τον οποίο ζητούν να συλλάβουν.
Β΄
Όμως και μετά τις παραπάνω εξηγήσεις ή αντίδραση των διωκτών του Ιησού παραμένει αινιγματική, αν δεν λάβει κανείς υπόψη του και το παλαιοδιαθηκικό υπόβαθρο της φράσεώς του. Στο πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης το κατεξοχήν όνομα του Θεού είναι «Γιαχβέ», το οποίο στο ελληνικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράζεται ως «ο Ων», δηλαδή «Αυτός που είναι». Δηλώνει το όνομα αυτό ότι ο Θεός είναι αυτός πού κατεξοχήν υπάρχει, από τον οποίο αντλούν την ύπαρξή τους όλα τα κτίσματα και στον οποίο πρέπει να έχουν αναφορά όλοι οι άνθρωποι, για να ευλογείται και η δική τους προσωπική ύπαρξη. Δηλώνει επίσης το όνομα αυτό το τεράστιο οντολογικό χάσμα που χωρίζει το Θεό από τους ανθρώπους, καθώς εκείνος δεν μπορεί να αποκαλύψει ουσιαστικά τίποτε άλλο για τον εαυτό του, που να μπορεί να κατανοηθεί από τους ανθρώπους, παρά μόνο αυτό το γεγονός της υπάρξεώς του. Δηλώνει, τέλος, τη μοναδικότητα του Θεού, αφού εκείνος που φέρει το όνομα «ο Ων» δεν μπορεί παρά να είναι ο μόνος υπαρκτός Θεός, ενώ οι υπόλοιποι θεοί, στους οποίους πιστεύουν οι άνθρωποι, απλούστατα δεν υπάρχουν.
Στενότατα συνδεδεμένη με το όνομα του Θεού είναι η έκφραση «εγώ ειμί», την οποία χρησιμοποιεί ο Θεός μιλώντας στο λαό του, κυρίως διά του προφήτη Ησαΐα, προκειμένου να εκφράσει τη μοναδικότητα, τη θεότητα, την αιωνιότητα και την παντοδυναμία του, σε σημείο που θα έλεγε κανείς ότι η έκφραση αυτή γίνεται σχεδόν ταυτόσημη με το όνομα του Θεού. Για το λόγο αυτό απαντά σε ορισμένες περιπτώσεις απροσδόκητα χωρίς κατηγορούμενο, όπως π.χ. στο: «…ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εγώ ειμί, έμπροσθεν μου ουκ εγένετο άλλος Θεός και μετ’ εμέ ουκ έστι».
Στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο ο Ιησούς χρησιμοποιεί με τον ίδιο τρόπο την έκφραση «εγώ ειμί» αναφερόμενος στον εαυτό του. Έτσι στην έκφραση «εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμί, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών», ο Ιησούς εξαρτά ουσιαστικά τη σωτηρία των ακροατών του από την πίστη τους στην κατ’ ουσίαν ταυτότητά του με το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης, με τη φράση «απ’ άρτι λέγω υμίν προ του γενέσθαι, ίνα πιοτεύσητε, όταν γένηται, ότι εγώ ειμί», ο Ιησούς προλέγει στους μαθητές του το πάθος και την ανάσταση, ώστε, όταν αυτά πραγματοποιηθούν, εκείνοι να πιστεύσουν στη θεότητά του.
Επίσης και στη σκηνή του περιπάτου επί της θαλάσσης το «εγώ ειμί» του Ιησού προς τους μαθητές του, πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι παραπάνω από έναν απλό καθησυχασμό τους. Η εμφάνιση του Ιησού να περιπατεί πάνω στα κύματα, όπως κανένας απολύτως άνθρωπος παρά μόνο ο ίδιος ο Θεός μπορεί, προσδίδει στο «εγώ ειμί» την αίγλη του θείου ονόματος το οποίο χρησιμοποιεί ο Ιησούς για τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας και στο σημείο αυτό τη θεία φύση του.
Γ’
Μετά τις παραπάνω παρατηρήσεις είναι πλέον πολύ εύκολο να κατανοήσουμε σε όλες της τις διαστάσεις την αντίδραση των οπλισμένων διωκτών του Ιησού, όταν εκείνος τους αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του Ιησού συνιστά συγχρόνως αποκάλυψη της θεότητάς του και η αποκάλυψη της θεότητας του Ιησού γίνεται στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο μεταξύ άλλων και με τη χρήση εκ μέρους του, του θείου ονόματος «εγώ ειμί». Με άλλα λόγια πρόκειται εδώ για σκηνή θεοφάνειας: Ο άνθρωπος Ιησούς που ζητούν να συλλάβουν οι στρατιώτες αποδεικνύεται και φανερώνεται στα μάτια τους πέρα από κάθε προσδοκία και λογική ως ο ίδιος ο Θεός. Έτσι οι στρατιώτες οπισθοχωρούν και πέφτουν στο έδαφος έντρομοι και ανίσχυροι ενώπιον αυτής της αποκαλύψεως, της οποίας το βαθύτερο νόημα φυσικά αδυνατούν να κατανοήσουν.
Το τελευταίο αυτό φαίνεται από το ότι τελικά προ­χωρούν στη σύλληψη του Ιησού, πράγμα που σημαίνει ότι η εμπειρία της θεοφάνειας παραμένει γι’ αυτούς ένα εξωτερικό γεγονός χωρίς οποιεσδήποτε υπαρξιακές προεκτάσεις. Έτσι ο Ιησούς, συνεχίζοντας να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, τους ρωτά για δεύτερη φορά ποιόν ζητούν και εκείνοι επαναλαμβάνουν ότι ζητούν «Ιησούν τον Ναζωραίο», σαν να ελπίζουν ότι ο άνθρωπος που τους ανάγκασε με μια του φράση να πέσουν στο έδαφος, δεν είναι αυτός που έχουν διαταχθεί να συλλάβουν. Ωστόσο ο Ιησούς επαναλαμβάνει για δεύτερη φορά ότι ο ίδιος είναι αυτός που ζητούν και τους προστάζει, θα λέγαμε, να αφήσουν ελεύθερους τους μαθητές του, πράγμα το οποίο πράττουν οι στρατιώτες.
Η θεία δύναμη του ενός, μοναδικού και παντοδύναμου Θεού, του «Όντος», είναι ακόμη μεγαλύτερη μέσα στην εκούσια αδυναμία του, καθώς παραδίδεται εκουσίως στα ίδια του τα πλάσματα («εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον»). Αντίθετα η φαινομενική δύναμη των διωκτών του Ιησού προδίδει ουσιαστικά την ύψιστη αδυναμία τους, καθώς αδυνατούν να αναγνωρίσουν το πλέον στοιχειώδες: την κραταιά παρουσία ανάμεσα τους του ίδιου του Θεού.
(Χ.Κ.Καρακόλης, «Ερμηνευτικές προσεγγίσεις», εκδ. Αποστολική Διακονία)

Η προσευχή νικάει το θάνατο: άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Η προσευχή νικάει το θάνατο: άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
«Κάθε πραγματική προσευχή είναι μάχη με τον θάνατο και άρνηση του θανάτου.
Και κάθε πραγματική προσευχή είναι μάχη για τη ζωή και κατοχύρωση της ζωής.
Ποια είναι η πραγματική προσευχή;
Εκείνη που σε κάνει πιο δυνατό από τον θάνατο,
με την οποία φέρνεις τη νίκη επάνω στον φόβο και την ανατριχίλα του θανάτου.
Όταν σηκώνεσαι από την προσευχή και κοιτάζοντας τον εαυτό σου βελιμτον ίδιο φόβο από τον θάνατο όπως και πριν,
τότε να ξέρεις, ότι η προσευχή σου δεν ήταν πραγματική.
Ενώ όταν σηκώνεσαι από την προσευχή και κοιτάζοντας τον εαυτό σου αισθανθείς την αδιαφορία για τον θάνατο,
τότε να ξέρεις ότι η προσευχή σου ήταν πραγματική.
Πριν από τη σταύρωσή του, ο Χριστός είχε ήδη μια φορά νικήσει τον θάνατο.
Τούτο έγινε στην προσευχή στον κήπο της Γεθσημανή.
Η προσευχή της Γεθσημανή είναι το μοναδικό δείγμα τέλειας μαχητικής και νικηφόρας προσευχής,
που Εκείνος το έχει δείξει στην ανθρωπότητα και μας το άφησε ενέχυρο».

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί καλού και κακού,
Μετάφραση από τα Σερβικά: Σβετλάνα Πέτσιν, Ηλίας Σαραγούδας, Νεφέλη Σαραγούδα Πέτσιν,
Εκδόσεις Εν πλω, Αθήνα 2007, Β΄έκδοση, σ. 192-193.

Γέροντας Σωφρόνιος - Η Προσευχή της Γεθσημανής


Ο Χριστός περιέλαβε σ’ αυτή την προσευχή ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, από τον πρώτο Αδάμ μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί από γυναίκα.… Κανένας δεν γνώρισε τόσο πόνο όπως τον αισθάνθηκε ο Χριστός.
Αυτοί που αγνοούν μια τέτοια αγάπη και αυτοί που δεν επιθυμούν να τη γνωρίσουν, ας μην εκφράσουν γνώμη για το Χριστό. Κανένας μην τολμήσει στην ανοησία του να ταπεινώσει την εμφάνιση του Χριστού ανάμεσά μας.
Γνωρίζομε από την πείρα ότι η ψυχή μπορεί να τραυματιστεί πιο τρομερά παρά το σώμα.

Για να γνωρίσουμε μόνο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» το δρόμο που πέρασε ο ίδιος ο Χριστός, για να μετασχηματίσουμε την γήϊνη φύση μας σε προσευχή που να αντικατοπτρίζει  αμυδρά τουλάχιστον την προσευχή στη Γεθσημανή κατά την πιο τραγική νύχτα της ιστορίας της ανθρωπότητας, πρέπει να δεχθούμε θλίψη. Η δυστυχία ανοίγει την καρδιά στους πόνους όλου του κόσμου. Ο τελευταίος σταθμός αυτής της μεγάλης επιστήμης της παγκόσμιας αγάπης έρχεται όταν φτάνουμε στο κατώφλι μιας άλλης ζωής, όταν πεθαίνουμε.

Στο πρόσωπο του πρώτου Αδάμ όλο το ανθρώπινο γένος υπέφερε μια φοβερή καταστροφή, μιάν αλλοτρίωση που είναι η ρίζα όλων των αλλοτριώσεων. Το σώμα τραυματίστηκε, ο σκελετός τσακίστηκε, η όψη – το κατ’ εικόνα Θεού – καταστράφηκε. Οι διαδοχικές γενιές πρόσθεσαν πολλά άλλα τραύματα και τσάκισμα οστών στα τραύματα του πρώτου δημιουργημένου ανθρώπου. Ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα ασθενεί. … Η ελαφρότερη επαφή αποτελεί βάσανο. … στην πνευματική ασθένεια είμαστε μνησίκακοι και αποδίδομε τον πόνο μας σε εξωτερική επίδραση. Έτσι και με το Χριστό. Αυτός ο μόνος αληθινός γιατρός ενδιαφέρεται για τις πληγές των αμαρτιών μας που προξενούν τον πιο οξύ πόνο σ’ όλο το ανθρώπινο γένος. … Είναι αδύνατο να απεικονίσουμε τον πόνο του Χριστού. Τελικά κανένας δεν μπορεί να τον εννοήσει.

Ο καθένας μας θα φτάσει κάποια στιγμή στα όρια χρόνου και αιωνιότητας. Φθάνοντας σ’ αυτό το πνευματικό ορόσημο, θα καθορίσουμε το μέλλον μας στον κόσμο και ή θα αποφασίσουμε να είμαστε με το Χριστό ή θα αποχωριστούμε απ’ αυτόν. Αφού γίνει όμως η εκλογή – μαζί ή χωρίς το Χριστό – με την ελεύθερη βούλησή μας για όλη την αιωνιότητα, ο χρόνος πια δεν λειτουργεί.
Μπορεί να υποστηριχθεί με κάποια βεβαιότητα ότι σχεδόν πουθενά δεν κηρύσσεται γνήσιος Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός τόσο πολύ υπερέχει από τη συνηθισμένη αντίληψη, ώστε η προσευχόμενη καρδιά δεν αποτολμά να κηρύξει ευαγγελικό λόγο. Ο κόσμος αναζητά την αλήθεια. Αγαπά τον Χριστό. Αλλά – κυρίως στις μέρες μας – προσπαθεί να τον μειώσει στις δικές του διαστάσεις, πράγμα που μειώνει το Ευαγγέλιο, σε σημείο να παρουσιάζεται σαν ηθικό δόγμα.

Η επίτευξη της γνώσης της Αλήθειας απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ότι απαιτεί οποιαδήποτε άλλη επιστημονική μόρφωση. Ούτε η μελέτη μεγάλου πλήθους βιβλίων, ούτε η εξοικείωση με την ιστορία του Χριστιανισμού, ούτε η μελέτη διαφόρων θεολογικών συστημάτων μπορεί να μας φέρει στο σκοπό, εκτός αν εμείς συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις μας υπακούσομε στις εντολές του Χριστού.
Όταν όμως προείπαμε μας χαρισθεί μια σκιά έστω ομοιότητας με την προσευχή στη Γεθσημανή τότε ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια της ατομικότητάς του και μπαίνει σ’ ένα νέο τύπο υπάρξεως – προσωπικής υπάρξεως καθ’ ομοίωση Χριστού.

Κάθε άνθρωπος στον οποίο ο Θεός κληροδότησε το σπάνιο και φοβερό προνόμιο να γνωρίσει για λίγα λεπτά την αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανής, θα «σκοντάψει», αργά και οδυνηρά, σε μια πειστική γνώση της αναστάσεως της ψυχής του και σε μια αντίληψη της βεβαίας και αληθινής νίκης του Χριστού. … ώ Χριστέ με τη δωρεά της αγάπης Σου, που είναι ανώτερη από κάθε γνώση, έχω περάσει κι εγώ από το θάνατο στη ζωή … Τώρα – Υπάρχω.
Πηγή: Επιλεγμένα Κείμενα από το βιβλίο – Η ζωή μου η ζωή του

Εις την Μεγάλη Πέμπτη

niptiras«Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, ἐσκοτίζετο· καί ἀνόμοις κριταῖς σέ τόν δίκαιον κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περί πάντας ἀγαθός, Κύριε, δόξα σοι».
Όταν οι ένδοξοι μαθητές κατά τη διάρκεια του νιπτήρα λάμβαναν το φως του Θεού, τότε ο δυσσεβής Ιούδας, καταληφθείς από τη φοβερή νόσο της φιλαργυρίας, γέμιζε από το σκοτάδι της παρανομίας. Έτσι, σκοτισμένος, παρέδιδε σε άνομους κριτές (να δικαστείς) εσένα, το δίκαιο Κριτή. Βλέπε, εσύ που αγαπάς τα χρήματα, αυτόν που για χάρη τους, χρησιμοποίησε την αγχόνη (κρεμάστηκε)· απόφευγε την αχόρταγη ψυχή, που τόλμησε τέτοια πράγματα στο Διδάσκαλο.
Σε εσένα, Κύριε, που είσαι προς όλους αγαθός, δόξα σοι. Το πρόσωπο του Ιούδα κατέχει κεντρική θέση στην ιστόρηση του πάθους του Χριστού. Ήδη η υμνογραφία των προηγούμενων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος ασχολήθηκε αρκετά με τον προδότη μαθητή. Το τροπάριο επανέρχεται στο ίδιο θέμα, τόσο περισσότερο όσο η προδοσία ήταν επί θύραις. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Το εσπέρας ο Χριστός θέλησε με τους μαθητές του να φάγει το τελευταίο Πάσχα της ζωής του, στο οποίο θα συνιστούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Οι μαθητές ήταν όλοι συγκεντρωμένοι σε υπερώο δωμάτιο στα Ιεροσόλυμα, όπου όλα είχαν ετοιμαστεί για το πασχάλιο δείπνο. Μαζί τους ήταν και ο Ιούδας. Ενώ όμως οι έντεκα μαθητές στις κρίσιμες εκείνες ώρες φωτίζονταν από την ακτινοβολία του θείου Διδασκάλου και ο νους τους ανοιγόταν στη Χάρη για να δεχτεί τις φωταύγειες του σωστικού μυστηρίου, ο Ιούδας ήταν παραδομένος στο σκοτάδι του αιώνιου θανάτου. Ασυγκίνητος στο θαύμα του Θεού, ο νους του απουσίαζε από την ουράνια μυσταγωγία, έτρεχε μακριά, πολύ μακριά, έφτανε στα έγκατα του Άδη, στο ζοφερό σκοτάδι της κολάσεως.
Ήταν κολλημένος στους εχθρούς του Χριστού, που ήθελαν να τον θανατώσουν, και σχεδίαζε να τους παραδώσει τον ελευθερωτή του κόσμου. Μελετούσε την προδοσία! Τρομερό το κατάντημα του προδότη μαθητή! Ο ποιητής του τροπαρίου επισύρει την προσοχή του ανθρώπου·
Βλέπε, λέγει, εσύ που αγαπάς είτε το πολύτιμο μέταλλο, είτε τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια, εσύ που περιορίζεις την ψυχή και τη ζωή σου στα χρήματα και κάνεις τα πάντα για να τα αποκτήσεις, ο ανάλγητος δούλος του μαμωνά, ο δεινός φιλάργυρος, βλέπε εκείνον, που για την αγάπη των χρημάτων βρήκε θάνατο φρικτό και επώδυνο, κρεμάστηκε σ᾽ ένα αφιλόξενο δέντρο!
Απόφευγε, φωνάζει, την ακόρεστη ψυχή, που για τα χρήματα τόλμησε να φτάσει στην προδοσία του Διδασκάλου! Εμείς, Κύριε, άφωνοι μπροστά στο μυστήριο της θείας σου αγαθότητας που περιπτύσσεται όλους ανεξαίρετα τους ανθρώπους, τους καλούς και τους κακούς, ως σιωπηλοί μπροστά στο σκοτεινό μυστήριο του προδότη, που καπηλεύθηκε τη χάρη σου, σε δοξάζουμε.

Μεγάλη Πέμπτη - Ὁ Μυστικός

Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία διαρκῆ λογοδιάρροια. Ὅπου καὶ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ κανεὶς λόγο ἀκούει, λόγο στὰ ΜΜΕ, λόγο στὴν πολιτική, λόγο στὸν ἀθλητισμό, λόγο στὴν τέχνη, λόγο καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ποιότητα τοῦ ἐκφερόμενου λόγου εἶναι συνήθως προβληματικὴ καὶ ἀμφίβολη, ἀναφέρεται στὴν καθημερινότητα καὶ τὸ τελικὸ βεληνεκὲς τοῦ λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν μιζέρια τοῦ σήμερα.
Τὸ δικαίωμα λόγου καὶ ἔκφρασης εἶναι αὐτονόητο στὴν δημοκρατικὴ καὶ πλουραλιστικὴ κοινωνία μας καὶ θεωρεῖται ἀναφαίρετο ἀνθρώπινο δικαίωμα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιορίσει καὶ οὔτε θὰ ἦταν σωστό. Ἐδῶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει τὸ ἀπόφθεγμα πνευματικῆς ἀνεκτικότητας τοῦ Βολτέρου: «Δὲν συμφωνῶ μὲ τίποτα ἀπὸ ὅσα λές, θὰ ὑπερασπίζω ὅμως, καὶ μὲ τὸ τίμημα τῆς ζωῆς μου ἀκόμη, τὸ δικαίωμά σου ἐλεύθερα νὰ λὲς ὅσα πρεσβεύεις».
Εἶναι αὐτονόητο πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν θεωρεῖ πὼς πρέπει νὰ ὑπάρχει περιορισμὸς στὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκφέρει λόγο καὶ νὰ ἔχει σκέψη. Ἐνίοτε ὅμως ἡ Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ μία ἐκούσια παραχώρηση τοῦ δικαιώματος τοῦ λόγου, ἐνίοτε ἡ Ἐκκλησία συστήνει στὸν ἄνθρωπο τὴ σιωπὴ ὡς μέσο γνήσιας ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, ὡς ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ νὰ πιαστεῖ ἀπὸ τὶς ἄκρες τῶν αἰσθημάτων του, τὰ ὁποῖα συνήθως ἡ ἄκρατη λογοδιάρροια καταπνίγει.
Ὁ Χριστὸς καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας δράσης Τοῦ κήρυττε, χρησιμοποιοῦσε τὸ λόγο ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Στὸ κρισιμότερο σημεῖο τῆς παρουσίας του στὸν κόσμο ὅμως ἀπέφυγε νὰ μιλήσει. Στὴ Γεθσημανὴ ἄφησε τοὺς μαθητὲς μόνους τους καὶ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεὸ - Πατέρα Του. Στὴν ἀνάκριση τοῦ Πιλάτου ἦταν σιωπηλός, «οὐδὲν ἀπεκρίνατο, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν». Καὶ τὸ αὐτὸ στὸ Σταυρό, στοὺς ὀνειδισμοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ στὶς προτροπές τους νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ τὸν πιστέψουν, ἡ σιωπὴ ἦταν ἡ ἀπάντησή Του.
Εἶναι μία προτροπὴ ἡ στάση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τὴν ἐπιδοκιμάζει καὶ ἐφαρμόζει στὴν νηπτικὴ ἄσκηση τῆς ἱστορίας της. Ὅταν μιλᾶ κανεὶς διαρκῶς, δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σταθεῖ καὶ ν᾿ ἀκούσει τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ὁ λόγος παίρνει συνήθως τὸ χαρακτήρα τῆς αὐτο-δικαίωσης, μίας διαρκοῦς ἀπολογίας ἀπόψεων, ἰδεῶν, κινήτρων πράξεων. Βέβαια ὁ λόγος εἶναι ἡ κατεξοχὴν λειτουργία τῆς ἐπικοινωνίας καὶ κοινωνίας, ὡστόσο ἡ κατάχρησή του ἀναιρεῖ αὐτὴ τὴ δυνατότητα, γιατὶ δὲν ἀφήνει περιθώρια νὰ ἀκούσει κανεὶς τὸν Ἄλλο, εἴτε αὐτὸς εἶναι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὁ συνάνθρωπος, εἴτε ἡ κοινωνία.
Χρειάζεται ἐκείνη ἡ μυστικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων, ποὺ βασίζεται στὴν λαλοῦσα σιωπή. Στὴν κακία τοῦ κόσμου, στὴν ὕβρη καὶ τὴν περιφρόνηση, στὸν ἀκατάσχετο ἀκτιβισμό, ἡ σιωπὴ τῆς προσευχῆς, ἡ σιωπὴ τῆς ὑπομονῆς, ἡ σιωπὴ τῆς ἀγάπης δίνει τὸ μυστικὸ ἐκεῖνο νόημα τοῦ Οὐρανοῦ. Ἰδίως στὶς μέρες μας, τὶς τόσο πολύβουες καὶ ἐλάχιστα νηπτικές.

Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἄλλαξε τὸν Ἰούδα; Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



 



«Τότε, ἀφοῦ πῆγε στοὺς ἀρχιερεῖς ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἶπε, τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε γιὰ νὰ σᾶς τὸν παραδώσω;»[...]

Καὶ ἀκριβῶς ὅταν ἡ πόρνη μετανοοῦσε, ὅταν καταφιλοῦσε τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, τότε πρόδινε τὸ Δάσκαλο ὁ μαθητής. Γι' αὐτὸ εἶπε «τότε», γιὰ νὰ μὴν κατηγορήσεις γιὰ ἀδυναμία τὸ Δάσκαλο, ὅταν βλέπεις τὸν μαθητή του νὰ τὸν προδίνει. Γιατί τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμη τοῦ Δασκάλου, ὥστε νὰ πείθει νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν ἀκόμη καὶ οἱ πόρνες.

Θὰ ἀναρωτιόταν ὅμως κανείς, Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰ μεταστρέφει τὶς πόρνες καὶ νὰ τὶς κάνει νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν, δὲν κατάφερε νὰ κερδίσει τὴν ἀγάπη τοῦ μαθητῆ του; Εἶχε τὴ δύναμη νὰ κερδίσει τὸ μαθητή, ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν μεταβάλει ἀναγκαστικὰ στὸ καλό, οὔτε μὲ τὴ βία νὰ τὸν προσελκύσει κοντά Του. «Τότε, ἀφοῦ πῆγε». Καὶ τὸ «ἀφοῦ πῆγε» αὐτὸ δὲν στερεῖται κάποιας σημασίας. Γιατί δὲν κάλεσαν οἱ ἀρχιερεῖς τὸν Ἰούδα, οὔτε ἀναγκάστηκε, οὔτε ὑποχρεώθηκε, ἀλλὰ ὁ ἴδιος μόνος του κι ἐλεύθερα γέννησε τὴν πονηρὴ αὐτὴ σκέψη κι ἔβγαλε αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, χωρὶς νὰ ἔχει κανέναν σύμβουλο σ' αὐτὸ τὸ πονηρό του ἔργο. «Τότε, ἀφοῦ πῆγε ...; ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα».

Τί σημαίνει τὸ «ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα»; Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος «ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα» δείχνει πὼς ἡ κατηγορία τοῦ Ἰούδα εἶναι πολὺ μεγάλη. Γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε καὶ ἄλλους μαθητές, ἑβδομήντα συνολικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι βρίσκονταν σὲ δεύτερη θέση καὶ δὲν ἀπολάμβαναν τόση τιμή, οὔτε εἶχαν τόση οἰκειότητα μὲ τὸν Διδάσκαλο, οὔτε γνώριζαν τόσο τὰ μυστικὰ Του ὅσο οἱ δώδεκα. Αὐτοὶ προπάντων ἦταν οἱ ἐκλεκτοί, αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὸν στενὸ κύκλο τοῦ Βασιλιᾶ, αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν ὁμάδα ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ Δάσκαλο, καὶ ἀπὸ αὐτὴν ξεπήδησε ὁ Ἰούδας.

Γιὰ νὰ μάθεις, λοιπόν, ὅτι δὲν Τὸν πρόδωσε ἁπλῶς κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς Του, γι' αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὸ «ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα». Καὶ δὲ ντρέπεται ὁ Ματθαῖος νὰ τὸ ἀναφέρει. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο νὰ ντραπεῖ; Τὸ ἀναφέρει γιὰ νὰ μάθεις πὼς παντοῦ καὶ πάντα λένε οἱ Εὐαγγελιστὲς τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν ἀποκρύπτουν τίποτα, ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται ἀξιοκατάκριτα. Γιατί αὐτὰ ποὺ φαίνονται πὼς εἶναι ἀξιοκατάκριτα, αὐτὰ ἀποδεικνύουν τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου. Ὅτι δηλαδὴ προσέφερε τόσα πολλὰ ἀγαθὰ στὸν προδότη, τὸ ληστή, τὸν κλέφτη (τὸν Ἰούδα) καὶ συνέχιζε μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ τὸν ἔχει κοντά Του. Καὶ μάλιστα τὸν νουθετοῦσε καὶ τὸν συμβούλευε καὶ τὸν φρόντιζε μὲ κάθε τρόπο.

Ἂν ἐκεῖνος δὲν ἔδινε σημασία, δὲν φταίει ὁ Κύριος. Καὶ μάρτυρας εἶναι ἡ πόρνη, καὶ μὴ πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τὸν Ἰούδα. Γιατί καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ὀλέθρια, καὶ τὸ ὑπέρμετρο θάρρος καὶ ἡ ἀπελπισία (ἀπόγνωση). Γιατί τὸ ὑπέρμετρο θάρρος κάνει νὰ πέσει κάτω αὐτὸς ποὺ στέκεται ὄρθιος, καὶ ἡ ἀπελπισία ἐμποδίζει νὰ σηκωθεῖ αὐτὸς ποὺ ἔχει πέσει. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος συμβούλευε λέγοντας: «Αὐτὸς ποὺ νομίζει πὼς στέκεται, ἂς προσέχει μὴν πέσει».

Ἔχεις τὰ παραδείγματα καὶ τῶν δύο πῶς ἔπεσε δηλαδὴ ὁ μαθητής, ποὺ νόμιζε πὼς στεκόταν ὄρθιος, καὶ πῶς σηκώθηκε ἡ πόρνη ποὺ εἶχε πέσει. Ἡ σκέψη μας εὔκολα παρασύρεται καὶ ἡ θέλησή μας εἶναι εὐμετάβλητη. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ διαφυλάσσουμε καὶ νὰ ὀχυρώνουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ παντοῦ.[...]

«Τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Πές μου Ἰούδα, αὐτά σοῦ ἔμαθε ὁ Χριστός; Γι' αὐτὸ τὸ λόγο δὲν ἔλεγε, «μὴν ἀποκτήσετε χρυσὰ νομίσματα, οὔτε ἀσημένια, οὔτε χάλκινα που νὰ τὰ φυλάγετε στὶς ζῶνες σας», θέλοντας νὰ περιορίσει ἀπὸ πιὸ μπροστὰ τὴ φιλαργυρία σου;[...]

«Τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Πολὺ σκληρὰ εἶναι τὰ λόγια αὐτά. Πές μου, μπορεῖς ἐσὺ νὰ παραδώσεις Ἐκεῖνον ποὺ συγκρατεῖ τὰ πάντα, ποὺ ἐξουσιάζει τοὺς δαίμονες, ποὺ διατάσσει τὴ θάλασσα καὶ εἶναι ὁ Κύριος ὅλων ὅσων ὑπάρχουν στὴ φύση; Γιὰ νὰ περιορίσει λοιπὸν τὴ παραφροσύνη του καὶ γιὰ νὰ δείξει πὼς ἂν δὲν ἤθελε, δὲν θὰ προδιδόταν, ἄκουσε τί κάνει. Κατὰ τὴν ὥρα ἀκριβῶς τῆς προδοσίας, ὅταν ἦρθαν ἐναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες καὶ πυρσούς, τοὺς λέει: «Ποιὸν ζητᾶτε;» καὶ δὲν γνώριζαν Ἐκεῖνον ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συλλάβουν. Τόσο πολὺ ἔλειπε ἡ δύναμη ἀπὸ τὸν Ἰούδα στὸ νὰ παραδώσει τὸν Κύριο, ὥστε δὲν Τὸν ἔβλεπε τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ Τὸν παραδώσει, ἐνῶ ἦταν παρών, καὶ ὅλα αὐτὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπῆρχαν τόσες λαμπάδες καὶ τόση φωτοχυσία.

Αὐτὸ βέβαια ὑπαινίχθηκε καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγοντας ὅτι εἶχαν λαμπάδες καὶ πυρσοὺς καὶ δὲν τὸν ἔβλεπαν. Καὶ κάθε ἡμέρα τοῦ τὸ ὑπενθύμιζε καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ μπορέσει νὰ Τὸν προδώσει στὰ κρυφά. Καὶ μάλιστα δὲν τοῦ ἔκανε (ὁ Κύριος) παρατηρήσεις φανερὰ μπροστὰ σὲ ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνει πιὸ ἀδιάντροπο, οὔτε πάλι ἀποσιωποῦσε τὰ σφάλματά του, γιὰ νὰ μὴν νομίζει ὅτι περνοῦν ἀπαρατήρητα καὶ ἐπιχειρήσει ἄφοβα τὴν προδοσία, ἀλλὰ διαρκῶς ἔλεγε: «Ἕνας ἀπὸ ἐσᾶς θὰ μὲ παραδώσει», δὲν τὸν φανέρωσε ὅμως.

Εἶπε πολλὰ (ὁ Κύριος) καὶ γιὰ τὴν κόλαση, πολλὰ καὶ γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἀπέδειξε τὴ δύναμη ποὺ εἶχε καὶ γιὰ τὰ δύο, καὶ γιὰ νὰ τιμωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ γιὰ νὰ ἀνταμείβει τοὺς δικαίους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος (ὁ Ἰούδας) ὅλα αὐτὰ τὰ περιφρόνησε, ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἀνακάλεσε μὲ τὴ βία ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀποφάσισε. Ἐπειδὴ λοιπὸν μᾶς δημιούργησε ἐλεύθερους νὰ διαλέγουμε τὶς κακὲς ἢ τὶς ἐνάρετες πράξεις, ἐπιθυμεῖ νὰ εἴμαστε καλοὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Γι' αὐτὸ ἂν ἐμεῖς δὲν θέλουμε, οὔτε μᾶς πιέζει οὔτε μᾶς ἀναγκάζει.

Ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία ἐνάρετος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐνάρετος. Ἀφοῦ λοιπὸν κι ἐκεῖνος ἦταν ἐλεύθερος νὰ διαλέξει καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ μὴν ὑποστεῖ βία γιὰ νὰ κλίνει πρὸς τὴ φιλαργυρία, γι' αὐτὸ τυφλώθηκε ἡ σκέψη του, πρόδωσε τὴ σωτηρία του καὶ εἶπε: «Τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω». Ἐπικρίνοντας τὴ διανοητική του τύφλωση καὶ τὴν ἀναισθησία, ὁ Εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν νὰ συλλάβουν τὸν Κύριο, βρισκόταν μαζί τους καὶ ὁ Ἰούδας, ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «τί θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θὰ σᾶς Τὸν παραδώσω».

Καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπ' ὅτι μόλις Ἐκεῖνος ἁπλῶς μίλησε, ἀπομακρύνθηκαν κι ἔπεσαν κάτω. Ἐπειδὴ ὅμως οὔτε μ' αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν σταμάτησαν τὸ ἐπαίσχυντο ἔργο τους, παραδίνεται ἀμέσως σὰν νὰ ἔλεγε: Ἐγὼ ἔκανα τὸ καθῆκον μου, ἀποκάλυψα τὴ δύναμή μου καὶ ἀπέδειξα ὅτι ἐπιχειρεῖτε πράγματα ἀκατόρθωτα. Θέλησα νὰ περιορίσω τὴν κακία σας, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐσεῖς δὲν θελήσατε καὶ ἐπιμένετε στὴν παραφροσύνη σας, νά, σᾶς παραδίνομαι.

Τὰ ἀνέφερα ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν κατηγορήσουν μερικοὶ τὸν Χριστό, καὶ ποῦν: γιατί δὲν μετέστρεψε τὸν Ἰούδα;

Τα γεγονότα της Μεγάλης Τετάρτης: η χρίση του Ιησού με μύρο και η προδοσία του Ιουδά – Ιερομ. Κοσμά του Δοχειαρίτου.

Η χρίση του Ιησού με μύρο
(Ματθ. κστ, 6-16. Μάρκ. ιδ, 3-11. Λουκ. ζ, 36-50)
Στο μεταξύ, ο Ιησούς πήγε στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Εκεί τον πλησίασε μία γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με πάρα πολύ ακριβό μύρο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του καθώς ο Ιησούς έτρωγε.1 Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές, αγανάκτησαν. «Προς τι αυτή η σπατάλη;» έλεγαν. «Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».2
Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Αφήστε την ήσυχη˙ γιατί της δημιουργείτε προβλήματα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντα τους έχετε μαζί σας και μπορείτε να τους ευεργετήσετε όποτε θέλετε˙ εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντοτε. Αυτή εδώ η γυναίκα έκανε αυτό που μπορούσε: άλειψε προκαταβολικά το σώμα μου με μύρο για να το ετοιμάσει για την ταφή. Και σας βεβαιώνω πως σ’ όλον τον κόσμο, όπου κηρυχθεί το ευαγγέλιο, θα γίνεται λόγος και για την πράξη της, κι έτσι θα τη θυμούνται».
ΣΧΟΛΙΑ
1 Εκεί τον πλησίασε μία γυναίκα που κρατούσε ένα αλαβάστρινο δοχείο με πάρα πολύ ακριβό μύρο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του καθώς ο Ιησούς έτρωγε.
Το άγιον Ευαγγέλιον είναι εκ του κατά Ματθαίον, όπου φαίνεται ότι το γεγονός έλαβε χώραν κατά τας ημέρας των Παθών, δια τούτο και «Τη αγία και μεγάλη Τετάρτη της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονεν». Αλλά, όπως ήδη έχομεν πη, και το Συναξάριον τούτο και η όλη υμνολογία της Μ. Τετάρτης έχουν υπ’ όψιν των το γεγονός, όπως το διηγείται ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς εις το ζ’ κεφάλαιον του αγίου του Ευαγγελίου εις τους στίχους 36-50. Εκεί παρουσιάζεται πόρνη η γυνή και εκεί κατά συγκινητικόν τρόπον διαγράφεται το δράμα της μετανοίας της αμαρτωλής και από εκεί ήντλησαν υλικόν και σκέψεις και αισθήματα και πνεύμα θείον οι ιεροί υμνωδοί, μέσα εις τους οποίους είναι και η αγία Κασσιανή, δια να συνθέσουν τα υπέροχα τροπάριά των, τα οποία εξαίρουν και εξυμνούν την μετάνοιαν της γυναικός, συγκινούν τας καρδίας των πιστών, προκαλούν θαυμασμόν προς την υπέροχον πράξιν της πόρνης, άλλ’ εμβάλλουν και φόβον προς την
αθλίαν πράξιν και φοβεράν πτώσιν του προδότου Ιούδα.
Πράγματι, τούτο συμβαίνει. Διότι «ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις˙ η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον˙ αύτη τον Δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος του Δεσπότου εχωρίζετο˙ αύτη ηλευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει του εχθρού. Δεινόν η ραθυμία! Μεγάλη η μετάνοια! Ην μοι δώρησαι, Σωτήρ, ο παθών υπέρ ημών και σώσον ημάς»
(Θεολόγος, Αθανάσιος Φραγκόπουλος).
2 «Αυτό το μύρο θα μπορούσε να πουληθεί ακριβά και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς».
Ακριβώς αυτή η δυσώδης κακία, αυτό το πάθος, το πάθος της φιλαργυρίας, το κρυφόν, το φοβερόν, το αθεράπευτον πάθος που κοντά εις τον Διδάσκαλόν του ειμπορούσε εύκολα να το θεραπεύση και να απαλλαγή, να ελευθερωθή και να σωθή, αυτό το πάθος που, αντί να το πολεμήση, το έθρεψε και το εθέριεψε μέσα του ο Ιούδας, αυτό τον έφαγε, αυτό τον έσπρωξε εις την προδοσίαν, αυτό τον εξεχώρισε από τον χορόν των αγίων μαθητών και αποστόλων του Χριστού και τον έκαμε προδότην, τον έρριψεν εις τον άδην, τον κατήντησεν «υιόν της απωλείας», όπως ο ίδιος ο Κύριος τον απεκάλεσε. Τι φοβερά που είναι η κακία, – και μία μόνον ακόμη κακία! Τι καταστρεπτικόν, ολέθριον, θανατικόν, διαλυτικόν της ψυχής το πάθος, και το ένα μόνον πάθος, οποιονδήποτε όνομα και αν φέρη, είτε θυμός, είτε μέθη, είτε εγωισμός, είτε φθόνος, είτε σαρξ, είτε έχθρα και μνησικακία και υπερηφάνεια και φιλαργυρία λέγεται και είναι. Κακόν, κάκιστον, ολέθριον, ολεθριώτατον. Διότι δεν είναι μόνον, ότι κυριεύει και τυραννεί και εξωθεί εις τα έσχατα, τα μεγάλα, τα
φοβερά εγκλήματα και κάμνει τον ηγαπημένον και τιμημένον μαθητήν επαίσχυντον και μισητόν προδότην.
Το πάθος, απολέμητον όταν μένη, τόσον τον κυριεύει τον άνθρωπον, τόσον τον δηλητηριάζει, τον τυφλώνει, του παραλύει τας ψυχικάς του δυνάμεις, ώστε τον αφίνει αμετανόητον. Και τούτο είναι το μέγιστον, το ανεπανόρθωτον κακόν που προξενεί εις τον αμαρτωλόν. Δεν τον αφίνει να μετανοήση.
(Θεολόγος, Αθανάσιος Φραγκόπουλος).
***
Η προδοσία του Ιούδα
(Ματθ. κστ, 14-16. Μάρκ. ιδ, 10-11. Λουκ. κβ, 3-6)
Πλησίαζε η γιορτή των Αζύμων, που ονομάζεται Πάσχα. Οι αρχιερείς και οι γραμματείς αναζητούσαν ευκαιρία να θανατώσουν τον Ιησού, γιατί φοβούνταν τον λαό. Τότε μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα τον ονομαζόμενο Ισκαριώτη, που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές.1 Αυτός πήγε στους αρχιερείς, στους γραμματείς και στους στρατηγούς του ναού και συζήτησε μαζί τους με ποιο τρόπο θα τους παρέδιδε τον Ιησού: «Τί θα μου δώσετε; Κι εγώ θα σας τον παραδώσω». Αυτοί του μέτρησαν τριάντα αργύρια. Εκείνος δέχτηκε, και ζητούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία να τους τον παραδώσει, χωρίς να το αντιληφθεί ο όχλος.
ΣΧΟΛΙΑ
1 Τότε μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα τον ονομαζόμενο Ισκαριώτη, που ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές.
Α) Ο Ιούδας προ της προδοσίας. «Ώ της Ιούδα αθλιότητος!» (αίνος Μεγ. Τετ.)
Η γη, αγαπητοί μου, ο μικρός αυτός πλανήτης, ήταν εποχή που ήταν καθαρή από εγκλήματα. Το πρώτο έγκλημα έγινε όταν ο Κάιν εφόνευσε τον αδελφό του Άβελ. Από τότε μολύνθηκε και εξακολουθεί να μολύνεται.
Αναρίθμητα τα εγκλήματα που έχουν γίνει. Αλλά το μεγαλύτερο απ’ όλα είνε αυτό που αυτές τις άγιες ημέρες μας μαζεύει στην εκκλησία, το έγκλημα κατά του Θεανθρώπου. Ίλιγγος σε πιάνει αν σκεφθής ότι το σκουλήκι της γης, ο ελεεινός άνθρωπος, σκότωσε τον Δημιουργό του, τον Κτίστη των απάντων! Έφθασε στο ναδίρ της αθλιότητος. Και όπως σε κάθε έγκλημα υπάρχουν φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί, έτσι και στο έγκλημα αυτό. «Όψονται εις ον εξεκέντησαν» (Ιω. 19,37).
Ένοχοι είνε οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι αρχιερείς και οι σαδδουκαίοι, ο Άννας και ο Καϊάφας, ο Πόντιος Πιλάτος και ο όχλος που φώναζε˙ «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (ε. α. 19,15). Αλλά περισσότερο από όλους ένοχος είνε ο Ιούδας. Το είπε ο Χριστός στον Πιλάτο˙ Κ’ εσύ έχεις ευθύνη, αλλά πιο μεγάλη αμαρτία έχει εκείνος που με παρέδωσε σ’ εσένα (βλ. ε.α. 19,11). Γεννάται λοιπόν, αγαπητοί μου, η απορία˙ γιατί πρόδωσε ο Ιούδας τον Κύριο;
Πολλές ερμηνείες θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε, αλλά δεν πρόκειται εδώ να κάνουμε διάλεξι. Όσοι μελέτησαν το δύσκολο πρόβλημα του Ιούδα, είπαν ότι η ψυχή του είνε άβυσσος. Εάν για κάθε άνθρωπο είνε δύσκολο ή και αδύνατον να καταδυθούμε στα βάθη της υπάρξεώς του, πολύ περισσότερο δύσκολο είνε να εισέλθουμε στα βάθη της ψυχής του Ιούδα. Σύμφωνα πάντως με την πατερική ερμηνεία και την υμνολογία της Εκκλησίας η κυρία αιτία της προδοσίας είνε μία, εκείνη που επισημαίνουν οι ευαγγελισταί είνε η φιλαργυρία, η αγάπη στο χρήμα. Μεσ’ στην καρδιά του Ιούδα υπήρχε ένα αγκάθι. Όπως σ’ ένα περιβόλι φυτρώνουν αγκάθια, και αν δεν τα καθαρίση ο κηπουρός, μπορεί αυτά να εξαπλωθούν και να γεμίσουν το έδαφος, έτσι και στη καρδιά του Ιούδα έμεινε αυτό το αγκάθι.
Δεν υπάρχει πιο φαρμακερό πάθος από τη φιλαργυρία. «Ρίζα πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία», λέει ο απόστολος Παύλος (Α’ Τιμ. 6,10). Αυτή η κακή ρίζα φύτρωσε μέσα του και η ψυχή του έγινε όχι κάκτος αλλά ακανθών ολόκληρος. Έτσι η φιλαργυρία τον ωδήγησε μέχρι το απίστευτο σημείο να πουλήση τον Διδάσκαλό του για τριάντα αργύρια, ποσό εξευτελιστικό, όσο δηλαδή πουλούσαν τότε ένα δούλο στα ανθρωποπάζαρα.
Ο Ιούδας δεν δικαιολογείται. Κι αν ακόμα γίνονταν χρυσά τα αστέρια και η γη με όλα τα βουνά της και του τα προσέφεραν για να προδώση, και πάλι δεν έπρεπε να πωλήση «τον ατίμητον» (αίνος Μεγάλης Τετάρτης), εκείνον που η αξία του δεν μπορεί να υπολογισθή, είνε ανυπέρβλητη.
Β) Ο Ιούδας μετά την προδοσία.
Είνε μυστήριο, αγαπητοί μου, πως ο μαθητής έφθασε στο σημείο να προδώση τον Διδάσκαλό του. Η φιλαργυρία είνε η αιτία που ο Ιούδας προτίμησε αντί του Χριστού λίγα νομίσματα. Αυτή τον έκανε να φθάση στην προδοσία. Ας δούμε τώρα τι ακολούθησε κατόπιν.
Μετά από ένα έγκλημα, αγαπητοί μου, και ο πιο ειδεχθής δράστης έχει τύψεις συνειδήσεως. Οι τύψεις ως εσωτερική φωνή είνε απόδειξις ότι υπάρχει Θεός. Ένας φιλόσοφος είπε˙ Δύο πράγματα με πείθουν ότι υπάρχει Θεός˙ ο έναστρος ουρανός, που είνε πάνω από μας, και η φωνή της συνειδήσεως, που είνε μέσα μας. Κάνεις το έγκλημα και δεν το ξέρει κανείς˙ και όμως μέσα σου έχεις κάρβουνο αναμμένο. Μπορεί να χορεύης και να διασκεδάζης, αλλά μόλις το θυμηθής, όπως περιγράφει κάπου ο Σαίξπηρ, πέφτουν και τα χρυσά κουταλοπίρουνα απ’ τα χέρια σου. Η φωνή «Είσαι ένοχος!…» είνε αιτία που πολλοί άνθρωποι σήμερα περπατούν μελαγχολικοί.
Και ο Ιούδας, που διέπραξε το μεγάλο έγκλημα, δεν γλύτωσε από τις τύψεις. Όταν όμως είδε ότι ο Πιλάτος υπέγραψε πλέον την σταυρική θανάτωσί του, τότε συνειδητοποίησε το φρικτό έγκλημά του, που τον είχε οδηγήσει ο σατανάς, και «μετεμελήθη», μετανόησε. Επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους και τους είπε «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Ματθ. 27,3-4).
Μετανόησε, αλλά η μετάνοιά του δεν ήταν σωστή. Διότι υπάρχει μετάνοια ψευδής και μετάνοια αληθινή. Αμάρτησε και ο Πέτρος το ίδιο βράδυ, αλλά εκείνος «έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. 26,75. Λουκ. 22, 62), η μετάνοιά του ήταν ειλικρινής και ο Χριστός τη δέχτηκε. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει ότι, εάν ο Ιούδας την ώρα που κατάλαβε το έγκλημά του πήγαινε στον Χριστό – δεν είχε ακόμα εκπνεύσει στον σταυρό – και γονάτιζε στα πόδια του και έλεγε «Δάσκαλε, σε πρόδωσα˙ μετανοώ», να είστε βέβαιοι ότι ο Χριστός, κοντά στους επτά λόγους του επί του σταυρού, θα έλεγε κι έναν όγδοο λόγο, «Ιούδα, σε συγχωρώ», κι ο Ιούδας θα επανερχόταν. Αλλά δεν μετανόησε ο Ιούδας˙ ήταν ψευδής η μετάνοιά του, ήταν απελπισία και απόγνωσις˙ δεν έκανε τα ηρωϊκά βήματα που έπρεπε. Η μετάνοια είνε η ηρωικώτερη πράξις που καλείται να κάνη ο άνθρωπος. Είνε ο ηρωισμός, λέει ο Ρώσος Ντοστογιέφσκυ, το να πηγαίνη κάποιος στον πνευματικό, να γονατίζη μπροστά του και να ομολογή ότι αμάρτησε. Αυτό έπρεπε να κάνη και ο Ιούδας. Ο εκατόνταρχος, γνώρισε τον Χριστό
μόνο για 1-2 ώρες, και είπε «Αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ. 27,54) και αγίασε (εορτάζει 16 Οκτωβρίου).
Είνε μεγάλη η αγάπη του Χριστού, γι’ αυτό μην απελπιζώμαστε. Ξέρετε τί είνε η αγάπη του Χριστού και τί είνε οι αμαρτίες μας; Η αγάπη του Χριστού είνε θάλασσα και οι αμαρτίες μας κάρβουνα αναμμένα. Άλλος έχει λίγα κάρβουνα, άλλος ένα μαγκάλι, άλλος δύο, άλλος τρία, άλλος έχει ένα ολόκληρο βουνό κάρβουνα. Άλλ’ όσο πολλά κι αν είνε τα κάρβουνα, η θάλασσα νικά τη φωτιά. Ρίξτε, αδελφοί μου, τα κάρβουνά σας στο απέραντο πέλαγος της αγάπης του Χριστού. Γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο ο Χριστός, για να δεχτή και τον πιο μεγάλο αμαρτωλό, και τον Ιούδα και τον Πέτρο και τους πάντας. Το είπα και το επαναλαμβάνω˙ δεν θα μας τιμωρήση ο Χριστός διότι αμαρτάνουμε – το αμαρτάνειν είνε ανθρώπινο˙ θα μας δικάση διότι δεν μετανοούμε.
Ένας σοβαρός συγγραφεύς έγραψε βιβλίο με τίτλο «Ο Ιούδας δια μέσου των αιώνων». Σε κάθε εποχή δηλαδή, και κατ’ εξοχήν στη δική μας, ο Ιούδας συνεχίζει το σκοτεινό έργο του. Κάθε φορά που συναντώνται οι μεγάλοι, οι εκπρόσωποι των υπερδυνάμεων, έχουμε φιλήματα Ιούδα. Ο Ιούδας ετοιμάζεται πάλι να σταυρώση την ανθρωπότητα…
Η μεγάλη προδοσία είνε το να προδώση κάποιος την αγάπη του Χριστού. Ο Χριστός λοιπόν, πάνω απ’ τον σταυρό όπου τον ανέβασαν οι αμαρτίες μας, στρέφει το βλέμμα στους λεγομένους χριστιανούς της δύσεως, στρέφει το βλέμμα στους μεγάλους και ισχυρούς κυβερνήτες, προέδρους και πρωθυπουργούς και υπουργούς και βουλευτάς και στρατηγούς, που τον σταυρώνουν με τις αποφάσεις τους μέσα στα κοινοβούλια, στρέφει το βλέμμα στους κληρικούς της Εκκλησίας του, στρέφει το βλέμμα στους Χριστιανούς που είμαστε βαπτισμένοι στο όνομά του, σ’ εμάς τους ψευτοχριστιανούς του αιώνος τούτου, στρέφει το βλέμμα στα εκκλησιάσματα αυτής της εβδομάδος, βλέπει εμάς τους νέους Ιούδες, άντρες – γυναίκες, μικρούς – μεγάλους, αγραμμάτους – εγγραμμάτους, όλο το πλήθος αυτών που κοινωνούν αναξίως, και λέει με παράπονο˙ «Κ’ εσύ, Χριστιανέ;». Με υβρίζουν οι Εβραίοι, με ατιμάζουν οι μωαμεθανοί, μ’ εξευτελίζουν, οι εχθροί˙ με προδίδεις λοιπόν κ’ εσύ, που βαπτίσθηκες στο όνομα της αγίας Τριάδος;
(Αρχιερεύς, Αυγουστίνος Καντιώτης).
Από το βιβλίο: «Ιησούς Χριστός: Βίος, Διδασκαλία, Θαύματα», Β’ τόμος, του Ιερομονάχου Κοσμά του Δοχειαρίτου.
Ιερόν Δοχειαρίτικον Κελλίον, Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Αγιον Ορος 2011

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...