Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 11, 2015

Ἀνάσταση Νεκρῶν

Λέγει ὁ πανεύφηµος ἀπόστολος Παῦλος: Τὸ σῶµα µας εἶναι τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς µας ἐδῶ στὴν γῆ. Ὅταν θὰ φύγουµε ἀπό τη ζωὴ αὐτή, ὁ Θεὸς θὰ µᾶς δώσει γιὰ τὴν ψυχή µας ἕνα ἄλλο σπίτι στὸν οὐρανό, ἕνα σπίτι ποὺ δὲν θὰ χτιστῆ «µὲ χέρια ἄνθρωπου». Αὐτὸ περιµένουµε. Αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ µεγάλη µας ἀµοιβή. Γι’ αὐτὸ µιλᾶµε, ὅταν λέµε τὸ «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (Βλ. Β’ Κόρ. 5,1-4). Ἡ ἀχειροποίητη αὐτὴ οἰκία µας, δὲν θὰ εἶναι σὰν τὸ σῶµα τοῦ Λαζάρου µετὰ τὴν ἀνάστασή του: ποὺ ἦταν πάλι σῶµα θνητό. Θὰ εἶναι σὰν τὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ: πού µετὰ τὴν ἀνάσταση ἦταν σῶµα ἀθάνατο µεταπλασµένο σὲ ἀφθαρσία.

Γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσµο. Γιὰ νὰ µᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ γι’ αὐτὸ ἀναστήθηκε γιὰ νὰ χαρίσει καὶ σέ µᾶς ἀνάσταση καὶ ζωή: τὴν δική Του ἀνάσταση καὶ ζωή. Ἦρθε στὴν γῆ γιὰ νὰ µᾶς σώσει. Καὶ σταυρώθηκε γιά µᾶς. Καὶ ἀναστήθηκε. Ὄχι µὲ τὴν δύναµη τῆς ἀνθρωπίνης φύσης Του, ἀλλὰ µὲ τὴν δύναµη τῆς θεότητάς Του. Ἀναστήθηκε αὐτεξουσίως σὰν Θεός, γιατί ἦταν καὶ Θεός! Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος: σ’ Αὐτόν, στὸν Χριστό, κατοικοῦσε καὶ κατοικεῖ «πᾶν τὸ πλήρωµα τῆς θεότητος σωµατικῶς» (Κόλ. 2,9). Νικιέται ὁ θεός; Περιορίζεται ὁ θεός;

Σὰν νεκρὸς κατέβηκε καὶ ὁ Χριστὸς στὸν ἅδη. Ἀλλὰ σὰν θεὸς ἀθάνατος, καθεῖλε τὴν δύναµη τοῦ ἅδη. Καὶ ἀνέστη ὡς νικητής. Καὶ ἔδωσε καὶ σέ µᾶς, ἀνάσταση καὶ ζωή. Ὄχι γιατί τὸ ἀξίζαµε. Ὄχι γιατί αὐτὴ ἦταν τάχα ἡ φυσικὴ πορεία τῆς φύσης µας. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔτσι τὸ θέλει.

Λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος: «Ἂν ἕνας καὶ µόνο ἄνθρωπος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, τολµάει ἄνθρωπος νὰ εἰπεῖ, ὅτι δὲν γίνεται ἀνάσταση νεκρῶν;» Ἂν ἔστω καὶ ἕνας µόνο ἄνθρωπος, ὁ Χριστός, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν µὲ τὴν δύναµη τοῦ Θεοῦ, τί ἐµποδίζει µὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ ἀναστηθοῦν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι; Μήπως ἔπαυσε νὰ τὸ θέλει ὁ Θεός; Μήπως γέρασε καὶ δὲν θὰ τὸ µπορεῖ πιὰ ὁ Θεός; Ἀρχὴ καὶ Ἀπαρχὴ ὁ Χριστός. Ἔπειτα οἱ τοῦ Χριστοῦ: οἱ χριστιανοὶ . Πότε; Ἐν τῇ παρουσίᾳ Αὐτοῦ. Τότε θὰ ἔλθει.
Ἀργεῖ; Περιµένετε. Ἡ πίστη εἶναι ἀναµονή! Δὲν µπορεῖτε νὰ περιµένετε; Πίστη δὲν ἔχετε!

Ἡ Ἀνάσταση θὰ εἶναι ΔΩΡΟ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν θὰ ἀναστηθοῦµε µόνοι µας! Μόνος του δὲν ἀναστήθηκε οὔτε ὁ Ἰησοῦς.
Καὶ ὅπως τὸ νεκρὸ σῶµα τοῦ Ἰησοῦ τὸ ἀνάστησε ὁ Θεός, µὲ τὴν δύναµή Του τὴν θεϊκή, ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει καὶ ἐµᾶς. Καὶ θὰ µᾶς πάρει ὅλους κοντά Του. Μὲ τὸ σῶµα µας αὐτό, µὲ τὸ ὁποῖο Τὸν δοξολογοῦµε• καὶ Τὸν προσκυνοῦµε. Καὶ τηροῦµε τὸ θέληµά Του.

Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος






Γιὰ τὸ πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.

1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντας τὸν ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.

2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.

3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἑβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.

4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.

Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς. Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.

5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο» (Α´ Κορ. 12, 3)· καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέ λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη· ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26). Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.

6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29)· καί ἀλλοῦ· «αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε· «αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.

Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.

Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τὴν βραδύτητα Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος






1. Ἡμέρα ἀναστάσεως καὶ ἀρχὴ δεξιά! Ἂς λάμψουμε ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν ἑορτή, καὶ ἂς ἀγκαλιάσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο! Ἂς ποῦμε, ἀδερφοί, ὄχι μόνο εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ἀγάπη μᾶς ἔχουν εὐεργετήσει ἢ ἔχουν εὐεργετηθεῖ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μᾶς μισοῦν. ἂς συγχωρήσουμε τὰ πάντα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀναστάσεως. ἂς δώσουμε συγχώρηση ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, καὶ ἐγὼ ὁ ὁποῖος ἔχω τυραννηθεῖ ἀπὸ τὴν καλὴ τυραννία τῶν ἐπαίνων σας – αὐτὸ σᾶς τὸ ὁμολογῶ τώρα – καὶ σεῖς οἱ ὁποῖοι ἔχετε ἀσκήσει τὴν καλὴ αὐτὴ τυραννία, ἐὰν μὲ κατηγορεῖτε γιὰ τὴν βραδυπορία μου, ἐπειδὴ βεβαίως ἡ βραδυπορία αὐτὴ εἶναι καλύτερη καὶ πολυτιμότερη γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν βιασύνη ἄλλων.

Διότι εἶναι καλὸ καὶ νὰ διστάζουμε γιὰ λίγο νὰ δεχθοῦμε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε ὁ Μωυσῆς παλαιότερα καὶ ὁ Ἱερεμίας ἀργότερα, ἀλλὰ καὶ νὰ τρέχουμε μὲ προθυμία ὅταν μᾶς καλεῖ, ὅπως ὁ Ἀαρὼν καὶ ὁ Ἠσαΐας, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὰ κάνουμε μὲ εὐσέβεια καὶ τὰ δύο, νὰ διστάζουμε δηλαδὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεώς μας, καὶ νὰ σπεύδουμε μὲ προθυμία ἐξ αἰτίας τῆς δυνάμεως ἐκείνου ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ.

+ + +

2. Μυστήριο μὲ ἔχει καλέσει, καὶ ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου δίστασα γιὰ λίγο, γιὰ νὰ ἐξετάσω τὸν ἑαυτό μου. Μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ μυστηρίου παρουσιάζομαι πάλι, χρησιμοποιώντας ὡς καλὴ σύμμαχο τῆς δειλίας καὶ τῆς ἀδυναμίας μου τὴν ἑορτή, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει καὶ ἐμένα μὲ τὸ πνεῦμα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀναστήθηκε σήμερα ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀφοῦ μὲ ἐνδύσει μὲ τὸν νέο ἄνθρωπο νὰ μὲ παραδώσει στὴν νέα δημιουργία, σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν γεννηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς καλὸ δημιουργὸ καὶ διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος μὲ προθυμία ἀποθνήσκει καὶ ἀνίσταται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.

+ + +

3. Χθὲς σφαζόταν τὸ ἀρνίο καὶ ἀλείφονταν οἱ παραστάτες τῶν θυρῶν καὶ θρήνησε ἡ Αἴγυπτος τὰ πρωτότοκα καὶ πέρασε ἀπὸ κοντά μας ὁ ἐξολοθρευτὴς χωρὶς νὰ μᾶς πειράξει, ἐπειδὴ ἡ σφραγίδα ἦταν φοβερὴ καὶ σεβαστή, καὶ εἴχαμε περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ τίμιο αἷμα.

Σήμερα ἔχουμε φύγει ὁλότελα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Φαραώ, τὸν φοβερὸ ἡγεμόνα, καὶ ἀπὸ τοὺς σκληροὺς ἐπιστάτες, καὶ ἀπὸ τὸν πηλὸ καὶ τὴν κατασκευὴ πλίνθων, καὶ δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίσει κανεὶς νὰ πανηγυρίσουμε στὸν Θεὸ μας ἑορτὴ γιὰ τὴν ἔξοδο καὶ νὰ ἑορτάσουμε «ὄχι μὲ τὴν παλαιὰ ζύμη τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας ἀλλὰ μὲ τὰ ἄζυμα τῆς εἰλικρινείας καὶ τῆς ἀληθείας», χωρὶς νὰ φέρουμε μαζί μας οὔτε ἴχνος ἀπὸ τὸ ἄθεο αἰγυπτιακὸ προζύμι.

+ + +

4. Χθὲς σταυρωνόμουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ σήμερα δοξάζομαι μαζί του. Χθὲς νεκρωνόμουν, καὶ σήμερα ζωοποιοῦμαι μαζί του. Χθὲς θαπτόμουν, καὶ σήμερα ἀνίσταμαι μαζί του. Ἐμπρὸς ἂς προσφέρουμε καρποὺς σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔπαθε χάριν ἡμῶν καὶ ἀνεστήθη.

Ἴσως νομίσετε ὅτι ἐννοῶ χρυσὸ ἢ ἄργυρο ἢ ὑφάσματα ἢ διαφανεῖς καὶ πολύτιμους λίθους, τὴν ρευστὴ δηλαδὴ ὕλη τῆς γῆς, ἡ ὁποία μένει κάτω, καὶ τῆς ὁποίας τὸ μεγαλύτερο μέρος κατέχουν οἱ κακοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι δοῦλοι στὰ γήινα καὶ στὸν κοσμοκράτορα διάβολο. Ἂς προσφέρουμε ὡς καρποὺς τοὺς ἑαυτούς μας, τὸ πολυτιμότατο καὶ τὸ ἀγαπητότατο κτῆμα τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἀποδώσουμε στὴν εἰκόνα τὸ κατ’ εἰκόνα, ἂς κατανοήσουμε τὴν ἀξία μας, ἂς τιμήσουμε τὸ πρωτότυπο τῆς εἰκόνας μας, ἂς γνωρίσουμε τὴν δύναμη τοῦ μυστηρίου, καὶ ἂς μάθουμε πρὸς χάριν ποιοῦ ἀπέθανε ὁ Χριστός.

+ + +

5. Ἂς γίνουμε ὅπως εἶναι ὁ Χριστός, ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς ἔγινε ὅμοιος μὲ ἐμᾶς. Ἂς γίνουμε Θεοὶ γι’ αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος πρὸς χάριν μας. Ἔλαβε τὸ χειρότερο γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸ καλύτερο.

Ἔγινε πτωχὸς γιὰ νὰ πλουτίσουμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πτωχεία του. Ἔλαβε μορφὴ δούλου γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε ἐμεῖς τὴν ἐλευθερία. Κατέβηκε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε. Ὑπέμεινε τοὺς πειρασμοὺς γιὰ νὰ νικήσουμε. Ὑπέμεινε τὴν ἀτίμωση, γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει. Ἀπέθανε, γιὰ νὰ μᾶς σώσει, καὶ ἀνέβηκε γιὰ νὰ μᾶς σύρει κοντά του ἀπὸ κάτω, ὅπου βρισκόμαστε ξαπλωμένοι καὶ ἀπονεκρωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ἂς δώσει ἕκαστος τὰ πάντα! Ἂς προσφέρει τὰ πάντα σ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔδωσε τὸν ἑαυτόν Του ὡς λύτρον καὶ ἀντάλλαγμα χάριν ἡμῶν! Δὲν μπορεῖ δὲ νὰ προσφέρει τίποτε καλύτερο ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἀφοῦ θὰ ἔχει ἐννοήσει τὸ μυστήριο καὶ θὰ ἔχει γίνει ὅλα ὅσα ἔγινε ἐκεῖνος πρὸς χάριν μας.

+ + +

6. Καὶ σὲ σᾶς μέν, ὅπως βλέπετε, προσφέρει ποιμένα. Διότι τοῦτο ἐλπίζει καὶ εὔχεται καὶ ζητεῖ ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι ποιμαίνεσθε, ὁ καλὸς ποιμήν, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ψυχή του γιὰ τὰ πρόβατα. Καὶ σᾶς δίνει τὸν ἑαυτὸ του ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ δύο.

Τὴν ράβδο, ἡ ὁποία στηρίζει τὸ γῆρας, τὴν κάνει ράβδο τοῦ πνεύματος, καὶ προσθέτει στὸν ἄψυχο ναό, τὸν ἔμψυχο, στὸν δὲ περικαλλῆ καὶ οὐράνιο τὸν οἱονδήποτε, ὁ ὁποῖος, ὅσο μικρὸς κι ἂν εἶναι, εἶναι γι’ αὐτὸν τὸ πολυτιμότατο πράγμα καὶ ἔχει συντελεσθεῖ μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶ κόπους, θὰ μπορούσαμε δὲ νὰ ποῦμε ὅτι ἀξίζει τοὺς κόπους αὐτούς.

Καὶ σᾶς προσφέρει ὅλα τὰ δικά του (ὤ! πόσο μεγάλη εἶναι ἡ μεγαλοψυχία του, ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ὀρθότερα, ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ τέκνα!), τὸ γῆρας, τὴ νεότητα, τὸν ναό, τὸν ἀρχιερέα, τὸν κληροδότη καὶ τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ποθεῖτε.

Καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, ὄχι τοὺς μάταιους, οἱ ὁποῖοι πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ σταματοῦν στ’ αὐτιά, ἀλλὰ ἐκείνους τοὺς ὁποίους γράφει τὸ πνεῦμα καὶ ἐντυπώνει σὲ λίθινες πλάκες, δηλαδὴ σὲ σαρκικές, καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν χαράσσονται στὴν ἐπιφάνεια οὔτε ἀπαλείφονται εὔκολα, ἀλλὰ ἐγχαράσσονται βαθιὰ μέσα μὲ τὴν χάρη καὶ ὄχι μὲ μελάνη.

+ + +

7. Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα σας τὰ προσφέρει ὁ σεμνὸς αὐτὸς Ἀβραάμ, ὁ πατριάρχης, ἡ τίμια καὶ σεβάσμια κεφαλή, ὁ κάτοχος ὅλων τῶν καλῶν, τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἀρετῆς, ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἱεροσύνης, ὁ ὁποῖος προσφέρει σήμερα ὡς ἐθελοντικὴ θυσία στὸν Κύριο τὸν μονογενῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀποκτήσει κατόπιν τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ.

Σεῖς δὲ προσφέρετε στὸν Θεὸ καὶ σὲ μᾶς τὸ ὅτι ποιμαίνεσθε καλῶς μὲ τὸ νὰ ἔχετε κατασκηνώσει σὲ τόπο δροσερὸ καὶ νὰ τρέφεστε μὲ ὕδωρ ἀναπαύσεως, νὰ γνωρίζετε καλῶς τὸν ποιμένα καὶ νὰ γνωρίζεστε ἀπὸ αὐτόν, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθεῖτε μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή σας καὶ νὰ εἰσέρχεστε ἀπὸ τὴν θύρα ὅταν σᾶς καλεῖ ὡς ποιμένας, νὰ μὴν ἀκολουθεῖτε δὲ ξένους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πηδήσει καὶ ἔχουν μπεῖ στὴν αὐλὴ κατὰ τρόπο ληστρικὸ καὶ ὕπουλο.

Οὔτε νὰ ἀκοῦτε ξένη φωνή, ἡ ὁποία σᾶς παρασύρει τὸ νοῦ καὶ σᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια στὰ ὄρη καὶ στὶς ἐρημιὲς καὶ στὰ βάραθρα καὶ στοὺς τόπους τοὺς ὁποίους δὲν τοὺς ἐπισκέπτεται ὁ Κύριος, καὶ ἡ ὁποία ἀπομακρύνει μὲν ἀπὸ τὴν ὑγιῆ πίστη στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν μία δύναμη καὶ Θεότητα (φωνὴ τὴν ὁποία ἄκουγα πάντοτε καὶ ἀκοῦν τὰ πρόβατά μου), καὶ μὲ λόγους ψευδεῖς καὶ διεφθαρμένους κλέπτει καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ καὶ πρῶτο ποιμένα.

Εἴθε ὅλοι ἐμεῖς, καὶ οἱ ποιμένες καὶ τὸ ποίμνιο, νὰ βοσκώμεθα καὶ νὰ βόσκουμε μακριὰ ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, σὰν νὰ ἦσαν δηλητηριῶδες καὶ θανάσιμο φυτό, μὲ τρόπο ὥστε νὰ εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων, καὶ τώρα καὶ στὴν μετὰ θάνατο ζωή. Ἀμήν.

Καταδικασμένοι νά εἶναι ἀθάνατοι Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς





Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεόν εἰς θάνατον. Ὁ Θεός ὅμως διά τῆς Ἀναστάσεώς Του ″καταδικάζει″ τούς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν. Διά τά κτυπήματα τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς. Διά τάς ὕβρεις τάς εὐλογίας. Διά τόν θάνατον τήν ἀθανασίαν. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσον μῖσος πρός τόν Θεόν, ὅσον ὅταν Τόν ἐσταύρωσαν. Καί ποτέ δέν ἔδειξεν ὁ Θεός τόσην ἀγάπην πρός τούς ἀνθρώπους, ὅσην ὅταν ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, ἀλλ᾽ ὁ Θεός διά τῆς Ἀναστάσεώς Του κατέστησε τούς ἀνθρώπους ἀθανάτους. Ἀνέστη ὁ σταυρωθείς Θεός καί ἀπέκτεινε τόν θάνατον. Ὁ θάνατος οὐκ ἔστι πλέον. Ἡ ἀθανασία κατέκλυσε τόν ἄνθρωπον καί ὅλους τούς κόσμους του.

Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ὡδηγήθη τελεσιδίκως εἰς τήν ὁδόν τῆς ἀθανασίας, καί ἔγινε φοβερά καί δι᾽ αὐτόν τόν θάνατον. Διότι πρό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο φοβερός διά τόν ἄνθρωπον, ἀπό δέ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερός διά τόν θάνατον. Ἐάν ζῇ διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Θεάνθρωπον ὁ ἄνθρωπος, ζῇ ὑπεράνω τοῦ θανάτου. Καθίσταται ἀπρόσβλητος καί ἀπό τόν θάνατον. Ὁ θάνατος μετατρέπεται εἰς «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ»: «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;» (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 55-56). Οὕτως, ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκῃ, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του διά νά τό ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη ἦτο ἡ ζωή, καί ὁ θάνατος ἡ δευτέρα. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει τόν θάνατον ὡς κάτι τό φυσικόν. Ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος ἤλλαξε τά πάντα: ἡ ἀθανασία ἔγινεν ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε κάτι τό φυσικόν εἰς τόν ἄνθρωπον, καί τό ἀφύσικον κατέστη ὁ θάνατος. Ὅπως μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦτο φυσικόν εἰς τούς ἀνθρώπους τό νά εἶναι θνητοί, οὕτω μετά τήν ἀνάστασιν ἔγινε φυσική δι᾽ αὐτούς ἡ ἀθανασία.

Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος κατέστη θνητός καί πεπερασμένος. Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καί αἰώνιος. Εἰς αὐτό δέ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμις καί τό κράτος καί ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. Καί διά τοῦτο ἄνευ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξύ τῶν θαυμάτων ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι τό μεγαλύτερον θαῦμα. Ὅλα τά ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπό αὐτό καί συνοψίζονται εἰς αὐτό. Ἐξ αὐτοῦ ἐκπηγάζουν καί ἡ πίστις καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίς καί ἡ προσευχή καί ἡ θεοσέβεια. Οἱ δραπέται μαθηταί, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν μακράν ἀπό τόν Ἰησοῦν ὅταν ἀπέθνησκεν, ἐπιστρέφουν πρός Αὐτόν ὅταν ἀνέστη. Καί ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος ὅταν εἶδε τόν Χριστόν νά ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου, τόν ὡμολόγησεν ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ὅλοι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἔγιναν Χριστιανοί, διότι ἀνέστη ὁ Χριστός, διότι ἐνίκησε τόν θάνατον. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον οὐδεμία ἄλλη θρησκεία ἔχει.αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον κατά τρόπον μοναδικόν καί ἀναμφισβήτητον δεικνύει καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί Κύριος εἰς ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους κόσμους.

Χάρις εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, χάρις εἰς τήν νίκην ἐπί τοῦ θανάτου οἱ ἄνθρωποι ἐγίνοντο καί γίνονται καί θά γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι ἄλλο τι παρά ἱστορία ἑνός καί μοναδικοῦ θαύματος τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως, τό ὁποῖον συνεχίζεται διαρκῶς εἰς ὅλας τάς καρδίας τῶν Χριστιανῶν ἀπό ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ἀπό ἔτους εἰς ἔτος, ἀπό αἰῶνος εἰς αἰῶνα μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται ἀληθῶς ὄχι ὅταν τόν φέρῃ εἰς τόν κόσμον ἡ μητέρα του, ἀλλ᾽ ὅταν πιστεύσῃ εἰς τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστόν, διότι τότε γεννᾶται εἰς τήν ἀθάνατον καί αἰωνίαν ζωήν, ἐνῷ ἡ μητέρα γεννᾶ τό παιδί της πρός θάνατον, διά τόν τάφον. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μήτηρ πάντων ἡμῶν, πάντων τῶν Χριστιανῶν, ἡ μήτηρ τῶν ἀθανάτων. Διά τῆς πίστεως εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, γεννᾶται ἐκ νέου ὁ ἄνθρωπος, γεννᾶται διά τήν αἰωνιότητα.

- Τοῦτο εἶναι ἀδύνατον! Παρατηρεῖ ὁ σκεπτικιστής. Καί ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος ἀπαντᾷ: «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Καί ὁ πιστεύων εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μέ ὅλην τήν καρδίαν, μέ ὅλην τήν ψυχήν, μέ ὅλον τό εἶναι του ζῇ κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἡ πίστις μας εἶναι ἡ νίκη διά τῆς ὁποίας νικῶμεν τόν θάνατον, ἡ πίστις δηλαδή εἰς τόν Ἀναστάντα Κύριον. «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;» «Τό δέ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 55-56). Διά τῆς ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος «ἤμβλυνε τοῦ θανάτου τό κέντρον». Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ὄφις, ἡ δέ ἁμαρτία εἶναι τό κεντρί του. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος ἐκχέει τό δηλητήριον εἰς τήν ψυχήν καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερα εἶναι τά κέντρα διά τῶν ὁποίων ἐκχέει ὁ θάνατος τό δηλητήριόν του εἰς αὐτόν.

Ὅταν ἡ σφήκα κεντρίσῃ τόν ἄνθρωπον, καταβάλλει οὗτος κάθε δυνατήν προσπάθειαν διά νά ἐκβάλῃ τό κεντρί ἀπό τό σῶμα του. Ὅταν δέ τόν κεντρίσῃ ἡ ἀμαρτία – τό κέντρον αὐτό τοῦ θανάτου – τί πρέπει νά κάμῃ; - Πρέπει μέ τήν πίστιν καί προσευχήν νά ἐπικαλεσθῇ τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστόν, διά νά ἐκβάλῃ Αὐτός τό κεντρί τοῦ θανάτου ἀπό τήν ψυχήν του. Καί Αὐτός ὡς πολυεύσπλαγχνος θά τό κάμῃ, διότι εἶναι Θεός τοῦ Ἐλέους καί τῆς Ἀγάπης. Ὅταν πολλαί σφῆκαι πέσουν ἐπί τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καί τόν τραυματίσουν πολύ μέ τά κέντρα τους, τότε ὁ ἄνθρωπος δηλητηριάζεται καί ἀποθνήσκει. Τό αὐτό γίνεται καί μέ τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν τήν τραυματίσουν τά πολλά κέντρα τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν. Ἀποθνήσκει οὗτος θάνατον πού δέν ἔχει ἀνάστασιν.

Νικῶν διά τοῦ Χριστοῦ τήν ἁμαρτίαν μέσα του ὁ ἄνθρωπος νικᾷ τόν θάνατον. Ἐάν περάσῃ μία ἡμέρα καί σύ δέν ἔχῃς νικήσει οὔτε μίαν ἁμαρτίαν σου, γνώρισε ὅτι ἔγινες περισσότερον θνητός. Ἐάν ὅμως νικήσῃς μίαν ἤ δύο ἤ τρεῖς ἁμαρτίας σου, ἔγινες πιό νέος μέ τήν νεότητα ἡ ὁποία δέν γηράσκει, τήν ἀθάνατον καί αἰωνίαν! Ἄς μή τό λησμονῶμεν ποτέ: τό νά πιστεύῃ κανείς εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν, τοῦτο σημαίνει νά ἀγωνίζεται διαρκῶς τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καί τοῦ θανάτου.

Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθῶς εἰς τόν Ἀναστάντα Κύριον τό ἀποδεικνύει μέ τό νά ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν.καί ἐάν μέν ἀγωνίζεται, πρέπει νά γνωρίζῃ ὅτι ἀγωνίζεται διά τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν. Ἐάν ὅμως δέν ἀγωνίζεται, τότε εἶναι ματαία ἡ πίστις του! Διότι, ἐάν ἡ πίστις τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἀγών διά τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐάν μέ τήν εἰς Χριστόν πίστιν δέν φθάνῃ κανείς εἰς τήν ἀθανασίαν καί τήν ἐπί τοῦ θανάτου νίκην, τότε πρός τί ἡ πίστις ἡμῶν; Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος δέν ἔχουν νικηθῆ. Ἐάν δέ δέν ἔχουν αὐτά τά δύο νικηθῆ, τότε διά τί νά πιστεύῃ κανείς εἰς τόν Χριστόν; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Χριστόν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτός ἐνισχύει βαθμιαίως ἐν ἑαυτῷ τήν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως ἤμβλυνε τό κέντρον τοῦ θανάτου, ὄντως ἐνίκησε τόν θάνατον εἰς ὅλα τά μέτωπα μάχης.

Ἡ ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλησιάζει πρός τόν θάνατον, τήν μεταβάλλει ἀπό ἀθανάτου εἰς θνητήν, ἀπό ἀφθάρτου καί ἀπεράντου εἰς φθαρτήν καί εἰς πεπερασμένην. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι θνητός. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του ἀθάνατον, εἶναι φανερόν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βυθισμένος εἰς τάς ἁμαρτίας, εἰς σκέψεις μυωπικάς, εἰς αἰσθήματα νεκρωμένα. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι μία κλῆσις εἰς τόν μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἀγώνα ἐναντίον τοῦ θανάτου, μέχρι δηλαδή τῆς τελικῆς νίκης ἐπ᾽ αὐτοῦ. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ μίαν ὑποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ἧτταν.

Δέν πρέπει νά διερωτᾶται κανείς διατί καί οἱ Χριστιανοί ἀποθνήσκουν τόν σωματικόν θάνατον. Τοῦτο γίνεται, διότι ὁ θάνατος τοῦ σώματος εἶναι μία σπορά. Σπείρεται σῶμα θνητόν, λέγει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 42 ἑξ.), καί βλαστάνει, αὐξάνει καί γίνεται ἀθάνατον. Ὅπως ὁ σπειρόμενος σπόρος, οὕτω καί τό σῶμα διαλύεται, διά νά τό ζωοποιήσῃ καί τελειοποιήσῃ τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐάν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν εἶχεν ἀναστήσει τό σῶμα, τί ὄφελος θά εἶχε τοῦτο ἀπό Αὐτόν; Οὗτος δέν θά εἶχε σώσει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον. Ἐάν δέν ἀνέστησε τό σῶμα, τότε διά τί ἐσαρκώθη, διά τί ἀνέλαβε τό σῶμα, ἀφοῦ δέν τοῦ ἔδωσε τίποτε ἀπό τήν Θεότητά Του;1

Ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀνέστη, διά τί τότε νά πιστεύῃ κανείς εἰς Αὐτόν; Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς, ὅτι ἐγώ οὐδέποτε θά ἐπίστευον εἰς τόν Χριστόν, ἐάν δέν εἶχεν ἀναστῆ καί δέν εἶχε νικήσει τόν θάνατον, τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν μας. Ἀλλ᾽ ὁ Χριστός ἀνέστη καί ἐδώρησεν εἰς ἡμᾶς τήν ἀθανασίαν. Ἄνευ αὐτῆς τῆς ἀληθείας, ὁ κόσμος μας εἶναι μόνον μία χαώδης ἔκθεσις ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνον μέ τήν ἔνδοξον Ἀνάστασίν Του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπό τό παράλογον καί τήν ἀπελπισίαν. Διότι χωρίς τήν Ἀνάστασιν δέν ὑπάρχει οὔτε εἰς τόν οὐρανόν οὔτε ὑπό τόν οὐρανόν τίποτε πιό παράλογον ἀπό τόν κόσμον αὐτόν.οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπό τήν ζωήν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾽ αὐτό εἰς ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπό τόν ἄνθρωπον, πού δέν πιστεύει εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 19). «Καλόν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. 26, 24).

Εἰς τόν ἀνθρώπινον κόσμον μας ὁ θάνατος εἶναι τό μεγαλύτερον βάσανον καί ἡ πιό φρικιαστική ἀπανθρωπία. Ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπό αὐτό τό βάσανον καί ἀπό αὐτήν τήν ἀπανθρωπίαν εἶναι ἀκριβῶς ἡ σωτηρία. Τοιαύτην σωτηρίαν ἐδώρησεν εἰς τό ἀνθρώπινον γένος μόνον ὁ Νικητής τοῦ θανάτου - ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος. Διά τῆς ἀναστάσεώς Του Αὐτός μᾶς ἀπεκάλυψεν ὅλον τό μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει τό νά ἐξασφαλισθῇ διά τό σῶμα καί τήν ψυχήν ἀθανασία καί αἰωνία ζωή. Πῶς δέ κατορθώνεται τοῦτο; Μόνον διά τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς, τῆς νέας ζωῆς τῆς ἐν τῷ Ἀναστάντι καί διά τόν Ἀναστάντα Χριστόν!

Δι᾽ ἡμᾶς τούς Χριστιανούς ἡ ζωή αὐτή ἐπί τῆς γῆς εἶναι σχολεῖον, εἰς τό ὁποῖον μανθάνομεν πῶς νά ἐξασφαλίσωμεν τήν ἀθανασίαν καί τήν αἰωνίαν ζωήν. Διότι τί ὄφελος ἔχομεν ἀπό αὐτήν τήν ζωήν, ἐάν μέ αὐτήν δέν ἠμποροῦμεν νά ἀποκτήσωμεν τήν αἰωνίαν; Ἀλλά, διά νά ἀναστηθῇ μετά τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, πρέπει πρῶτον νά συναποθάνῃ μετ᾽ Αὐτοῦ καί νά ζήσῃ τήν ζωήν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἰδικήν του. Ἐάν κάμῃ τοῦτο, τότε τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως θά ἠμπορέσῃ μετά τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου νά εἰπῇ: «Χθές συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι.χθές συνενεκρούμην, ζωοποιοῦμαι σήμερον.χθές συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι»2.

Εἰς τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιοῦνται καί τά τέσσαρα Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ: Χριστός Ἀνέστη! - Ἀληθῶς Ἀνέστη!... Εἰς ἑκάστην ἐξ αὐτῶν εὑρίσκεται ἀπό ἕνα Εὐαγγέλιον, καί εἰς τά τέσσαρα Εὐαγγέλια εὑρίσκεται ὅλον τό νόημα ὅλων τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων. Καί ὅταν ὅλα τά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλαι αἱ σκέψεις του συγκεντρωθοῦν εἰς τήν βροντήν τοῦ πασχαλινοῦ αὐτοῦ χαιρετισμοῦ: «Χριστός Ἀνέστη!», τότε ἡ χαρά τῆς ἀθανασίας σείει ὅλα τά ὄντα, καί αὐτά ἐν ἀγαλλιάσει ἀπαντοῦν, ἐπιβεβαιοῦται τό πασχαλινόν θαῦμα: «Ἀληθῶς Ἀνέστη!»



Ναί, ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος! καί μάρτυς τούτου εἶσαι ἐσύ, μάρτυς ἐγώ, μάρτυς κάθε Χριστιανός, ἀρχίζοντες ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους μέχρι καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον ἡ δύναμις τοῦ Ἀναστάντος Θεανθρώπου Χριστοῦ ἠδυνήθῃ νά δώσῃ, - καί συνεχῶς δίδει καί συνεχῶς θά δίδῃ - τήν δύναμιν εἰς κάθε Χριστιανόν - ἀπό τόν πρῶτον μέχρι τόν τελευταῖον – νά νικήσῃ πᾶν τό θνητόν καί αὐτόν τοῦτον τόν θάνατον. Πᾶν τό ἁμαρτωλόν καί αὐτήν ταύτην τήν ἁμαρτίαν. Πᾶν τό δαιμονικόν καί αὐτόν τοῦτον τόν διάβολον. Διότι μόνον μέ τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος, κατά τόν πιό πειστικόν τρόπον, ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι ἡ ζωή Του εἶναι Αἰωνία Ζωή, ἡ ἀλήθειά Του εἶναι Αἰωνία Ἀλήθεια, ἡ ἀγάπη Του Αἰωνία Ἀγάπη, ἡ ἀγαθότης Του Αἰωνία Ἀγαθότης, ἡ χαρά Του Αἰωνία Χαρά. Καί ἐπίσης ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι ὅλα αὐτά τά δίδει Αὐτός, κατά τήν ἀπαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εἰς κάθε Χριστιανόν εἰς ὅλας τάς ἐποχάς.

Πρός τούτοις, δέν ὑπάρχει ἕνα γεγονός ὄχι μόνον εἰς τό Εὐαγγέλιον, ἀλλά οὔτε εἰς ὁλόκληρον τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ὁποῖον νά εἶναι μεμαρτυρημένον κατά τρόπον τόσον δυνατόν, τόσον ἀπρόσβλητον, τόσον ἀναντίρρητον, ὅσον ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἀναμφιβόλως, ὁ Χριστιανισμός εἰς ὅλην του τήν ἱστορικήν πραγματικότητα, τήν ἱστορικήν του δύναμιν καί παντοδυναμίαν, θεμελιοῦται ἐπί τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἐπί τῆς αἰωνίως ζώσης Ὑποστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καί περί τούτου μαρτυρεῖ ὅλη ἡ μακραίων καί πάντοτε θαυματουργική ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Διότι ἄν ὑπάρχῃ ἕνα γεγονός εἰς τό ὁποῖον θά ἠδύνατο νά συνοψισθοῦν ὅλα τά γεγονότα, ἀπό τήν ζωήν τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων καί γενικῶς ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τό γεγονός τοῦτο θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἄν ὑπάρχῃ μία ἀλήθεια εἰς τήν ὁποίαν θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ Εὐαγγελικαί ἀλήθειαι, ἡ ἀλήθεια αὕτη θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί ἀκόμη, ἐάν ὑπάρχῃ μία πραγματικότης εἰς τήν ὁποίαν θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ Καινοδιαθηκικαί πραγματικότητες, ἡ πραγματικότης αὕτη θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καί τέλος, ἄν ὑπάρχῃ ἕνα Εὐαγγελικόν θαῦμα εἰς τό ὁποῖον θά ἠδύναντο νά συνοψισθοῦν ὅλα τά Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε τό θαῦμα τοῦτο θά ἦτο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Διότι μόνον ἐν τῷ φωτί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀναδεικνύεται θαυμασίως σαφές καί τό πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καί τό ἔργον Του. Μόνον ἐν τῇ Ἀναστάσει τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τήν πλήρη ἐξήγησίν των ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλαι αἱ ἀλήθειαί Του, ὅλα τά λόγιά Του, ὅλα τά γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος ἐδίδασκε περί τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀλλά μετά τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐδίδασκε περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ Ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Μέχρι τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐδίδασκεν ὅτι ἡ πίστις εἰς Αὐτόν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ἐνίκησε τόν θάνατον καί ἐξησφάλισε τοιουτοτρόπως εἰς τούς τεθανατωμένους ἀνθρώπους τήν μετάβασιν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν Ἀνάστασιν. Ναί, ναί, ναί: ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν Ἀνάστασίν Του ἔδειξε καί ἀπέδειξεν ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός Θεάνθρωπος εἰς ὅλους τούς ἀνθρωπίνους κόσμους.

Καί κάτι ἀκόμη: ἄνευ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου δέν δύναται νά ἐξηγηθῇ οὔτε ἡ ἀποστολικότης τῶν Ἀποστόλων, οὔτε τό μαρτύριον τῶν Μαρτύρων οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν οὔτε ἡ ἁγιότης τῶν Ἁγίων οὔτε ἡ ἀσκητικότης τῶν Ἀσκητῶν οὔτε ἡ θαυματουργικότης τῶν Θαυματουργῶν οὔτε ἡ πίστις τῶν πιστευόντων οὔτε ἡ ἀγάπη τῶν ἀγαπώντων οὔτε ἡ ἐλπίς τῶν ἐλπιζόντων οὔτε ἡ νηστεία τῶν νηστευόντων οὔτε ἡ προσευχή τῶν προσευχομένων οὔτε ἡ πραότης τῶν πράων οὔτε ἡ μετάνοια τῶν μετανοούντων οὔτε ἡ εὐσπλαγχνία τῶν εὐσπλάγχνων οὔτε οἱαδήποτε χριστιανική ἀρετή ἤ ἄσκησις.

Ἐάν ὁ Κύριος δέν εἶχεν ἀναστῆ καί ὡς Ἀναστάς δέν εἶχε γεμίσει τούς μαθητάς Του μέ τήν ζωοποιόν δύναμιν καί τήν θαυματουργικήν σοφίαν, ποῖος θά ἠδύνατο αὐτούς τούς φοβισμένους καί δραπέτας νά τούς συγκεντρώσῃ καί νά τούς δώσῃ τό θάρρος καί τήν δύναμιν καί τήν σοφίαν διά νά ἠμπορέσουν τόσον ἄφοβα καί μέ τόσην δύναμιν καί σοφίαν νά κηρύττουν καί νά ὁμολογοῦν τόν Ἀναστάντα Κύριον καί νά πηγαίνουν μέ τόσην χαράν εἰς τόν θάνατον δι᾽ Αὐτόν; Καί ἄν ὁ Ἀναστάς Σωτήρ δέν τούς εἶχε γεμίσει μέ τήν θείαν δύναμίν Του καί σοφίαν, πῶς θά ἠμποροῦσαν νά ἀνάψουν μέσα εἰς τόν κόσμον τήν ἄσβεστον πυρκαϊάν τῆς Καινοδιαθηκικῆς πίστεως αὐτοί οἱ ἁπλοϊκοί ἀγράμματοι, ἀμαθεῖς καί πτωχοί ἄνθρωποι;

Ἐάν ἡ Χριστιανική πίστις δέν ἦτο ἡ πίστις τοῦ Ἀναστάντος καί κατά συνέπειαν τοῦ αἰωνίως ζῶντος καί ζωοποιοῦντος Κυρίου, ποῖος θά ἠδύνατο νά ἐμπνεύσῃ τούς Μάρτυρας εἰς τόν ἆθλον τοῦ μαρτυρίου, καί τούς Ὁμολογητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ὁμολογίας, καί τούς Ἀσκητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καί τούς Ἀναργύρους εις τόν ἆθλον τῆς ἀναργυρίας, καί τούς Νηστευτάς εἰς τόν ἆθλον τῆς νηστείας καί ἐγκρατείας, καί ὁποιονδήποτε Χριστιανόν εἰς ὁποιονδήποτε Εὐαγγελικόν ἆθλον;

Ὅλα αὐτά εἶναι λοιπόν ἀληθινά καί πραγματικά καί δι᾽ ἐμέ καί διά σέ καί διά κάθε ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Διότι ὁ θαυμαστός καί γλυκύτατος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μόνη Ὕπαρξις ὑπό τόν οὐρανόν μέ τήν ὁποίαν δύναται ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ εἰς τήν γῆν νά νικήσῃ καί τόν θάνατον καί τήν ἁμαρτίαν καί τόν διάβολον, καί νά καταστῇ μακάριος καί ἀθάνατος, συμμέτοχος εἰς τήν Αἰωνίαν Βασιλείαν τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ... Διά τοῦτο, διά τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν ὁ Ἀναστάς Κύριος εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσιν εἰς ὅλους τούς κόσμους: ὅ,τι τό Ὡραῖον, τό Καλόν, τό Ἀληθές, τό Προσφιλές, τό Χαρμόσυνον, τό Θεῖον, τό Σοφόν, τό Αἰώνιον. Αὐτός εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλον τό Ἀγαθόν μας ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωή εἰς ὅλας τάς θείας αἰωνιότητας καί ἀπεραντοσύνας.

- Διά τοῦτο καί πάλιν, καί πολλάκις, καί ἀναρίθμητες φορές: Χριστός Ἀνέστη!



Ὑποσημειώσεις: 
1. Πρβλ. Ἰ. Χρυσοστόμου, εἰς Α’ Κορ. ὁμ. 39, 2. PG 61, 334: «Εἰ δ᾽ οὐκ ἐγείρονται (τά σώματα), διά τί ἠγέρθη ὁ Χριστός; διά τί ἦλθε; διά τί σάρκα ἀνέλαβεν, εἰ μή ἔμελλεν ἀναστήσειν σάρκα; οὐ γάρ ἐδεῖτο αὐτός, ἀλλά δι᾽ ἡμᾶς».

2. Λόγος εἰς τό Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. καί Κανών τοῦ Πάσχα, ὡδή γ’.

Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν




῾Ο θάνατος εἶναι τό πλέον βέβαιο γεγονός πού καθένας γνωρίζει πώς ἀργά ἤ γρήγορα θά ἐπέλθει καί στόν ἴδιο. ᾿Εν τούτοις τό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς παραμένει γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους ἀπόλυτα ἀνεπιθύμητο κι ἐπίμονα ἀπωθημένο.

Κι αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει θρέψει, κατά τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς βιοτῆς του, τήν προσδοκία τοῦ «ἐπέκεινα» καί δέν βασίζεται πάνω στό ἀγκωνάρι τῆς «ἐν Χριστῷ» ἐλπίδας. Αἰφνιδιάζεται ὁ ἀπόγονος τοῦ ᾿Αδάμ ἀπό τό φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἐπειδή ἀσφαλῶς εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει αἰώνια. Καί καθώς βλέπει τό σῶμα κάποιου ἀγαπημένου του νά κοίτεται χωρίς πνοή, τότε σαβανώνει μαζί μ᾿ αὐτό καί τή δική του ἐλπίδα.

῾Ο σημερινός ἰδιαίτερα ἄνθρωπος εἶναι παραδομένος στά φαινόμενα καί σ᾿ ὅσα μπορεῖ νά ἀποδείξει ἐργαστηριακά ἤ νά καταθέσει ὡς ἀναμφισβήτητα καί δεδομένα. Γι᾿ αὐτό ἔχει χάσει τό ἐνδιαφέρον του γιά κάθε μεταθανάτια προοπτική καί πολύ περισσότερο, ἔχει νεκρώσει μέσα του κάθε ἐλπίδα γιά ἀνάσταση καί ἀθανασία.

Συμβαίνει, καθώς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί τοῦτο τό παράδοξο, νά καταθέτει ὁ σποριάς τό βιός του στή νωπή γῆ, νά τήν ὀργώνει βαθιά καί νά τήν ταΐζει πλούσια μέ γερό σπόρο καί ἐλπίδα. Γιατί, τό σάπισμα καί ὁ πρόσκαιρος ἀφανισμός τοῦ σπόρου δέν τόν προβληματίζει ἀρνητικά, οὔτε τοῦ ἀκυρώνει τήν προσμονή τῆς νέας βλάστησης καί τῆς καρποφορίας. ῞Οταν ὅμως αὐτός κληθεῖ νά ἀποθέσει στή φρεσκοσκαμμένη γῆ ἄπνουν τόν ἄνθρωπό του, τότε δέν διακατέχεται ἀπό τήν ἴδια φερέλπιδα βεβαιότητα τοῦ σποριᾶ. Τότε, ἡ ἔλλειψη τῆς θωριᾶς τοῦ ἀγαπημένου του προσώπου, ταυτίζεται μέσα του μέ τήν ὁριστική ἀπώλεια, χωρίζεται γι᾿ αὐτόν ἡ ζωή στά δυό. Κι αὐτό, γιατί δέν ὑπάρχει μέσα του τό ὅραμα τῆς «αἰώνιας ἄνοιξης» καί ἡ χαρά τῆς προσμονῆς τῆς ποθητῆς καί «ἀνέσπερης» ἐκείνης ἡμέρας. ῎Εχει γίνει τόσο ἐπίπεδος ὁ ἄνθρωπος «τοῦ αἰῶνος τούτου», ὥστε συνήθισε νά ὁριοθετεῖ τό καθετί βέ βάση τούς φυσικούς νόμους.

Τοῦτο τό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας πού παίρνει κατά καιρούς τόσες ἐναλλακτικές μορφές, ἔχει τήν ἀρχή του «στήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡμέρα» τῆς πτώσεως τοῦ Πρωτοπλάστου. ῾Ο Θεόπλαστος ἄνθρωπος, μέ τήν παρακοή του, διέκοψε τότε τή σχέση του μέ «τήν Πηγή τῆς Ζωῆς», ξέπεσε ἀπό τό «Θεοειδές» κάλλος του καί ἦρθε ὁριστικά ἀντιμέτωπος μέ τήν ὀσμή τοῦ θανάτου.

῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ἀποκαλύπτει, τήν «πονηρή μήτρα», τόν «ἐφευρέτη» τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, τόν διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, δυσπιστοῦν καί ἐμφανίζονται «ὡς ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» (Λουκ. 24, 25). Δέν δέχονται ἀβασάνιστα τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι, τό «ἠγέρθη, οὔκ ἐστιν ᾧδε» τοῦ ᾿Αγγέλου (Μάρκ. 16, 6), δέν τούς πληροφορεῖ καί δέν τούς βεβαιώνει καί γιά τή δική τους ἀνάσταση.

῾Η δυσπιστία τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἀφορᾶ κυρίως στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Κι αὐτό, γιατί ἀγνοεῖ ὅτι ὁ θάνατος, αὐτό «τό ὀφειλόμενο ἐπιτίμιο», εἶχε δύναμη καί καταλυτική ἰσχύ μέχρι ἐκεῖνο τό γλυκοχάραγμα «τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων», τότε πού οἱ γυναῖκες βρῆκαν τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ «κενό» (Μάρκ. 16, 2). Γιατί ὁ ᾿Αναστημένος Χριστός κατέλυσε τό θάνατο καί «ἤνοιξε πάλι παραδείσου τάς πύλας». ᾿Εκείνη τήν αὐγή, ὁ ἐξόριστος ᾿Αδάμ πέρασε ἄκοπα στήν ἀντίπερα ὄχθη, πατώντας στό Σταυρό, στή «γέφυρα τῆς Ζωῆς», ἀκολουθώντας τόν ᾿Αναστάντα Θεόν-Λόγον.

Τό πάθος καί ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀλληλένδετα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα γεγονότα, μέ τά ὁποῖα κορυφώνεται τό κοσμοσωτήριο ἔργο τῆς ἐπί γῆς παρουσίας Του. ῞Οπως ἡ ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐπακόλουθο τοῦ Σταυρικοῦ θανάτου Του, ἔτσι καί τό πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή πρός τήν αἰωνιότητα δέν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλά ὑπέρβαση τῆς ἐπίγειας φθορᾶς καί «ἔνδυση τῆς ἀφθαρσίας».

῾Η ᾿Ανάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Χωρίς τή βεβαιότητα τῆς ἀνάστασής μας, ἡ πίστη μας, λέει ὁ ᾿Απόστολος, δέν ἔχει κανένα νόημα καί εἶναι μάταιη (Α´ Κορ. 15, 17). «῎Αν», λέει, «εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάσταση, τότε λοιπόν, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀφοῦ κι ᾿Εκεῖνος εἶχε σῶμα σάν τό δικό μας. ᾿Αλλά, ἄν δέν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι χωρίς νόημα καί χωρίς περιεχόμενο τό κήρυγμά μας καί κούφια ἡ πίστη μας, ἐφόσον αὐτή βασίζεται καί θεμελιώνεται στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ... Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα, διότι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί ὅπως οἱ πρώιμοι καρποί, πού ὡριμάζουν πρίν ἀπό τούς ἄλλους καί μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θά ἀκολουθήσει καί ὁλόκληρη ἡ συγκομιδή, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πρῶτος ἀπό τούς ἄλλους καί βεβαιώνει μέ τήν ᾿Ανάστασή Του, ὅτι θά ἀκολουθήσει ἡ ἀνάσταση καί τῶν ἄλλων νεκρῶν...» (Α´ Κορ. 15-23).

῾Ο θάνατος λοιπόν, ἔχει νικηθεῖ ὁριστικά καί ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων εἶναι δεδομένη. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μᾶς μιλοῦν μέ «βεβαία πίστη» γιά τήν «ἄνοιξη» πού πρόκειται νά διαδεχθεῖ «τό χειμωνιάτικο σάπισμα», τή φθορά καί τήν ἀποσύνθεση, τήν ὁποία θά ἐπιφέρει ὁ σωματικός θάνατός μας.

Θά ξαναζήσουμε ἀσφαλῶς «ἐν σώματι», ἀλλά «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. 16, 12). Θά ἀναστηθοῦμε καί κανείς μας πιά δέν θά ὑποκύπτει στό νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ ἀφανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικός, πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα ὁ διάλογος τοῦ Θεοῦ μέ τόν προφήτη ῾Ιερεμία· «Σήκω» τοῦ εἶπε ὁ Θεός, «ἀπό τό λόφο, ὅπου εὑρίσκεσαι τώρα στό Ναό καί προφητεύεις, καί κατέβα κάτω στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη, καί ἐκεῖ θά ἀκούσεις τί ἔχω νά σοῦ πῶ». ῎Ετσι ἐγώ ὁ ῾Ιερεμίας» λέει, «κατέβηκα στό ἐργαστήριο τοῦ ἀγγειοπλάστη καί ἰδού, αὐτός ἦταν ἐκεῖ καί ἐργαζόταν τήν ἀγγειοπλαστική μέ τή βοήθεια τῶν πέτρινων τροχῶν. Τότε ἔπεσε τό πήλινο δοχεῖο πού ἔπλαθε μέ τά χέρια του αὐτός ὅμως μάζευσε πάλι τόν πηλό καί ἀπό αὐτόν ἔπλασε ἄλλο ἀγγεῖο, καί τοῦ ἔδωσε τή μορφή πού ἐκεῖνος ἤθελε. Τότε ὁ Κύριος μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε· «᾿Απόγονοι τοῦ ᾿Ισραήλ, μήπως δέν μπορῶ νά κάνω καί ᾿Εγώ σ’ ἐσᾶς, ὅπως ἔκανε αὐτός ὁ ἀγγειοπλάστης; ᾿Ασφαλῶς μπορῶ. Γιατί ἐσεῖς εἴσαστε στά χέρια μου ὅπως ὁ πηλός στά χέρια τοῦ ἀγγειοπλάστη πού εὔκολα μεταπλάσσεται ἀπό αὐτόν» (῾Ιερ.18 1-6).

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι «ὁ ᾿Αγγειοπλάστης» εἶναι Προαιώνιος, Πανάγαθος, Παντοδύναμος καί Πατέρας μας. Γι᾿ αὐτό καί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα μας σ᾿ ᾿Εκεῖνον εἶναι ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή, πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς ὑπέρχρονης Βασιλείας Του.


 



῾Η ἀνάσταση λοιπόν, τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος θά συντελεσθεῖ. ῾Η σάλπιγγα τοῦ ᾿Αγγέλου ὁπωσδήποτε, θά ἠχήσει (᾿Αποκ. 11, 15-18) ῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἐξάπαντος, θά συντελεσθεῖ. ᾿Εκεῖνο ὅμως πού ἔχει σημασία γιά μᾶς εἶναι, νά ἔχουμε ἐργασθεῖ κατά τήν ἐπί γῆς βιοτή μας, γιά τόν ἁγιασμό τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μας, ὥστε ἡ ἀνάσταση μας νά μή γίνει «εἰς κατάκριμα», ἀλλά «εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. 25, 46).

Στήν προετοιμασία μας αὐτή θά συμβάλλει ἰδιαίτερα ἡ «μνήμη τοῦ θανάτου», ἡ νήψη καί ἡ διαρκής ἑτοιμότητά μας γιά τήν ἐπικείμενη ἀναχώρησή μας «ἐκ τῶν ἐπιγείων πρός τά ἐπουράνια». Γιατί, συνεχής μνήμη τοῦ θανάτου ζωογονεῖ τήν ψυχή καί προεκτείνει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ὠθώντας την πρός τήν ἀτελεύτητη πορεία της, «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» ( Β´ Κορ. 3, 18). ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου ἐπίσης, μᾶς ἐντάσσει στήν προσδοκία ὁλόκληρης τῆς κτίσης, ἡ ὁποία, ἄν καί «συστενάζει» μέ τόν ἀπόγονο τοῦ ᾿Αδάμ «καί συνωδίνει μέχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 22), ἐντούτοις δέν παύει νά τρέφεται μέ τήν ἐλπίδα καί νά περιμένει τήν ἀπελευθέρωσή της καί τό δικό της αἰώνιο «ἐπέκεινα».

῾Η μυστική θέα τῆς «ἀπέναντι ὄχθης», τῆς αἰώνιας πατρίδας μας, μᾶς ἐνισχύει πρός τήν ὁδό τοῦ ἁγιασμοῦ καί στήν προσπάθεια νά εὐτρεπίσουμε, κατά τό δυνατόν, τήν ὕπαρξή μας, γιά «τή μεγάλη ὥρα», γιά τήν ἀποκαλυπτική συνάντηση μέ τόν «Μόνο ᾿Αγαπημένο» (Α´ ᾿Ιωάν. 3,2).

᾿Επιπλέον, ἡ ἀναμονή τῆς μετοίκησής μας στήν ἀληθινή, στήν οὐράνια πατρίδα μας, μᾶς ὠθεῖ στό νά συνάψουμε στενότερες σχέσεις μέ τούς πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, τούς ἁγίους ᾿Αγγέλους, καθώς καί μέ τούς ἤδη δοξασμένους ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν «ἐν Κυρίῳ» καί «ἀπῆλθον ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου». Γιατί τόσο οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι, ὅσο καί οἱ «προαπελθόντες πατέρες καί ἀδελφοί μας» ἐπιβλέπουν τόν ἀγώνα μας καί μᾶς συντρέχουν ἀγαπητικά, μέ τίς ἅγιες πρεσβεῖες τους πρός τόν Δωρεοδότη καί Χορηγό τῆς ζωῆς μας.

῾Η «μνήμη τοῦ θανάτου», ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ σχέση μας μέ τόν ἀγγελικό κόσμο καί τούς μεταστάντες ἀδελφούς μας, ὁδηγοῦν στή διαρκή ἀποδυνάμωση τοῦ «ἐγώ». Μᾶς βοηθοῦν ἐπιπλέον, στήν «ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος» καί στήν παράδοση ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξης καί τῆς ζωῆς μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικά, μᾶς ἐνισχύουν στήν ἀποδοχή τοῦ γεγονότος τῆς κοιμήσεως τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, καί παράλληλα, μᾶς προτρέπουν νά ἀσχοληθοῦμε καί νά προετοιμασθοῦμε σοβαρότερα, μέ τό θέμα τῆς δικῆς μας ἐκδημίας.

῞Οταν ἡ πυξίδα τῆς ζωῆς μας στραφεῖ πρός αὐτό τόν προσανατολισμό, τότε ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου χάνει τήν ἀπειλητική σημασία της καί μεταβάλλεται σέ «θέα τῶν ἀθεάτων», σέ προέκταση τῆς ὕπαρξης στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ καί τελικά, σέ ἀπαντοχή τῆς μοναδικῆς ἐκείνης ὥρας πού θά μᾶς φέρει «στό μεγάλο πανηγύρι» τῆς ὕπαρξής μας.

Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἡ ζωή ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί ὁ ἄνθρωπος «ἐπείγεται» νά ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του καί νά κάνει τόν ἑαυτόν του δεκτικό τοῦ Μύρου τῆς «καινῆς ζωῆς». Γιατί, καθένας γνωρίζει ὅτι, ἐκείνη τήν ὥρα, θά γίνει καθετί φανερό καί θά ἀποκαλυφθεῖ ὅλη ἡ ἐργασία του, ὅλο τό ὑφάδι πού ἔχει τοποθετήσει κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του πάνω στό στιμόνι τῆς «κατ᾿ εἰκόνα» δημιουργημένης ὕπαρξής του.

Γιά τά γνήσια τέκνα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ θάνατος εἶναι μιά μεγάλη γιορτή, γιά τήν προετοιμασία τῆς ὁποίας ἀγωνίζεται κανείς καί κοπιάζει σέ ὁλόκληρη τή ζωή του. ῾Ο ἀγώνας γιά τήν προετοιμασία αὐτῆς τῆς ἑορτῆς συνδαυλίζει τό πνεῦμα τῆς μετάνοιας, τῆς νήψης καί τῆς ἑτοιμότητας τῶν φρονίμων Παρθένων τῆς Παραβολῆς. ᾿Επιπλέον, καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο δοξολογικό καί εὐχαριστιακό ὄν καί μάλιστα, κατά τίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν ποικίλων πειρασμῶν τῆς ζωῆς. ῎Ετσι προγεύεται ὁ πιστός τήν ἐρχομένη Βασιλεία, χαίρεται τή δική του «ἐν Χριστῷ» αἰώνια διάσταση καί ὁμολογεῖ ὅτι ὄντως «ἔρχεται ὥρα καί νῦν ἐστιν» (᾿Ιωάν. 4,23). ᾿Επιπλέον, αὐτή ἡ στάση ζωῆς μεταμορφώνει τόν παρόντα αἰώνα σέ γεφύρι στερεό, γιά νά περάσει ἀκίνδυνα ὁ χριστιανός στό αἰώνιο περιβόλι τῶν παιδιῶν Του, τῶν «ἐλθόντων ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης» (᾿Αποκ.7,14).

Στό ἀνέσπερο φῶς τῆς αἰωνιότητας θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ζωγραφιά τῆς ζωῆς μας. ᾿Εκεῖ θά λάμψει ἡ ἐργασία καί ὁ μόχθος πού καθένας ἔχει καταβάλλει γιά νά κρατήσει ἀκέραιη τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πρός ᾿Εκεῖνον καί πρός τόν ἀδελφό. ᾿Εκεῖ θά ἀναδειχθεῖ τό μέγεθος τῆς ὑπομονῆς μας. Τότε θά φανεῖ τό ἄν ἔχει κανείς ἐργασθεῖ «ὡς πιστός οἰκονόμος» (Λουκ. 12, 42) στόν καμβά τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», μέ τόν ὁποῖο ἔχει προικισθεῖ ἀπό τόν Πανάγαθο Πατέρα καί Δημιουργό μας, ὅταν ἔλαβε ἀπό ᾿Εκεῖνον τήν ὕπαρξη καί τήν αἰώνια προοπτική τῶν «τέκνων τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιωάν. 1,12).

῞Ολα λοιπόν, ἑρμηνεύονται μέ τήν πέραν τοῦ τάφου προοπτική. ῞Οπως στήν πνευματική ζωή ἡ γλύκα τῶν καρπῶν τῶν ἀγώνων μας ἀρχίζει νά γίνεται αἰσθητή, ὅταν ἔχει ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἀποδοχή τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ μας καί ἡ κατάθεση «τοῦ ἰδίου θελήματος», ἔτσι καί ἡ τερπνότης τῶν αἰωνίων καί ἀθανάτων γίνεται οὐσιαστικά ὁρατή, ὅταν ἔχουμε πλέον καταθέσει καί τό τελευταῖο ὀχυρό τοῦ ἐγώ μας. ῞Οταν ἀποθέσουμε δηλαδή, «κατά πάντα καί διά πάντα» τό σῶμα καί τήν ψυχή μας στά χέρια Του, ὡς τελική εὐχαριστιακή προσφορά πρός ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος μᾶς ἔχει προκαταβάλει τή Ζωή καί τήν ἐλευθερία, ὡς δῶρα πολύτιμα καί ὡς «ἀμεταμέλητα χαρίσματα» (Ρωμ. 11,29).

῎Αν, μέ αὐτά τά βιώματα ζεῖ καί πορεύεται ὁ πιστός, τότε μπορεῖ νά ἀντιπαρέρχεται τή σκληρότητα καί τά ἀδιέξοδα αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὄχι προσπαθώντας νά τά ἀποφύγει, ἀλλά προσκυνώντας τό σταυρό του καί ἐγγίζοντας ὅλα τά λυπηρά τῆς ζωῆς, «ὡς κράσπαιδα τῶν ἱματίων Του» (Ματθ. 9,20).

῎Ετσι, προγεύεται ὁ πιστός τό «μεγάλο ἐπουράνιο πανηγύρι»· καί, ὄχι μόνο ὑπομένει κάθε λυπηρό καί ἀντίξοο μέ καρτερία καί ὑπομονή, ἀλλά καί ἐπιθυμεῖ ἤ μᾶλλον, «ἐπείγεται νά φθάσει» στήν αἰώνια πατρίδα του (ἅγιος ᾿Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος).

῾Ο σωματικός θάνατος μ᾿ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι τό τέλος, ἀλλά ἡ ἀρχή. Εἶναι ἡ γέννα σέ μιά καινούργια ζωή, ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός, μέ τό Σταυρό καί τή δική Του ἁγία ᾿Ανάσταση.

Μετά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός δέν λυπᾶται πιά γι᾿ αὐτούς ποὺ ἔχουν ἤδη φύγει ἀπό αὐτή τή ζωή, οὔτε ἀγωνιᾶ γιά τό τί θά συμβεῖ μετά τή δική του ἔξοδο ἀπό τά ἐφήμερα, ἀλλά μόνο ζεῖ καί ἁγιάζεται, γιά χάρη τοῦ «Παθόντος καί ᾿Αναστάντος Κυρίου του», ψάλλοντας χαρμόσυνα «ἐν παντί καιρῷ»,

Χριστός ᾿Ανέστη!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ῾Δεῦτε λάβετε φῶς…᾽



῾Δεῦτε λάβετε φῶς…

Τό βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου, ὁ ἱερέας λίγο πρίν ξεκινήσει τήν τελετή γιά τό ῾Χριστός ᾽Ανέστη᾽, ἐξέρχεται ἀπό τήν ῾Ωραία Πύλη μέ λαμπάδα ἀναμμένη ἀπό τήν ἀκοίμητη κανδήλα γιά νά καλέσει μέ δυνατή φωνή τό λαό: ῾Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός…'. Δέν μποροῦμε δηλαδή νά κατανοήσουμε τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ κι οὔτε ἀσφαλῶς νά μετάσχουμε πολύ περισσότερο σ᾽αὐτήν, ἄν προηγουμένως δέν λάβουμε τό ἀνέσπερο φῶς. Κι ἀσφαλῶς αὐτό δέν εἶναι τό ὑλικό φῶς τῆς λαμπάδας. Τό ὑλικό φῶς ἀποτελεῖ σύμβολο ἑνός ἄλλου φωτός, τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ πού ἀνέτειλε καί ἀνατέλλει ἀπό τόν κενό τάφο τοῦ ἀναστημένου Θεοῦ. Εἶναι ἀκριβῶς τό φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πού πλημμύρισε τά σύμπαντα, ὅπως τό διαλαλεῖ ὁ πασχαλινός ὕμνος: ῾Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια᾽!
Καλούμαστε λοιπόν ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας νά λάβουμε τό φῶς αὐτό, νά γίνουμε μέτοχοί του, πού θά πεῖ: ἡ ᾽Εκκλησία ἔχει τό φῶς Χριστοῦ, ἐνῶ ἐμεῖς βρισκόμαστε σέ κατάσταση σκότους ἤ σέ ἀνάγκη αὐξήσεως τοῦ φωτός. Ἡ ᾽Εκκλησία ἔχει φῶς, διότι εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός ὡς κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας καί φῶς τοῦ κόσμου - ῾ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου᾽ (᾽Ιωάν. 8,12) - μεταδίδει τό φῶς αὐτό καί στό σῶμα Του.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἄλλη ἀπό μόνος του βρίσκεται σέ κατάσταση σκότους, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού εἶναι σκότος. Φῶς λαμβάνει ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό. Κι ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν κάποιο φῶς Χριστοῦ ὡς δημιουργήματά Του - ὁ Χριστός εἶναι ῾τό φῶς τό ἀληθινόν ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον᾽(᾽Ιωάν. 1,9) – πολλῷ μᾶλλον τό φῶς αὐτό τό ἀποκτοῦν καί τό ἔχουν οἱ βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μαθητές Του, οἱ ὁποῖοι προσλήφθηκαν ἀπό ᾽Εκεῖνον καί ἔγιναν μέλη Του, ναοί τοῦ ῾Αγίου Του Πνεύματος. Κατεξοχήν λοιπόν οἱ Χριστιανοί γίνονται φῶς. ῎Οχι ἐξαιτίας μιᾶς δικῆς τους δύναμης, ἀλλά δυνάμει τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Οἱ Χριστιανοί κατανοοῦν πολύ καλά ὅτι εἶναι ἑτερόφωτοι: φωτίζονται ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
῎Ετσι διαφοροποιοῦνται ἀπό τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πιστεύει πώς ὅ,τι ἔχει εἶναι δικό του καί καυχᾶται γι᾽ αὐτό. Γιά τόν Χριστιανό ἰσχύει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου: ῾Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;᾽(Α´Κορ. 4, 7). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ Χριστιανός εἶναι φωτισμένος στό βαθμό πού εἶναι ταπεινός. Ἡ συναίσθηση ὅτι τά πάντα σ᾽ αὐτόν ἀποτελοῦν δωρεά τοῦ Χριστοῦ τόν ὁδηγεῖ σέ πλήρη συνειδητοποίηση τῶν κτιστῶν του περιορισμένων ὁρίων. Γνωρίζει ὁ πιστός ὅτι χωρίς τόν Χριστό εἶναι ἕνα τίποτε (Πρβλ. ᾽Ιωάν. 15,5). Σκοτάδι καί πτωχεία. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα του τό κρατάει μετά φόβου καί τρόμου καί γι᾽ αὐτό ἀγωνίζεται ν᾽ἀποδίδει διαρκῶς αἶνον τῷ Θεῷ. ῾Σοί δόξα πρέπει Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν…᾽ εἶναι ὁ διαρκής λόγος τοῦ ζῶντος μέσα στό φῶς Χριστοῦ Χριστιανοῦ.
Τό φῶς αὐτό τοῦ Χριστοῦ, φῶς αἰώνιας ζωῆς πού καταργεῖ τή φθορά καί τό θάνατο, ἡ χάρη καί ἡ δόξα Του ἀλλιῶς, λάμπει ἰδιαιτέρως στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ῾τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον᾽, κατά τόν ἀπ. Πέτρο (Α´ Πέτρ. 3,4). Διότι ἐκεῖ βρίσκεται τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Από ἐκεῖ ὅμως διαβαίνει καί σέ ὅλη τήν ὕπαρξή του, ἀκόμη καί τό σῶμα του. Τά λείψανα τῶν ἁγίων, ἡ εὐωδία καί ἡ μυροβολία τους ἀποτελοῦν τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ σέ ὅλον τόν ἄνθρωπο καί ὄχι μεμονωμένα στήν ψυχή του. Ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί οἱ σύνοδοι τοῦ 14ου αἰ. ἔχουν ἐπικυρώσει μέ οἰκουμενικό καί ἀναμφισβήτητο τρόπο τήν παραπάνω πραγματικότητα. Σῶμα καί ψυχή εἶναι ῾ἐκτεθειμένα᾽ στίς ἁγιαστικές ἐνέργειες τοῦ φωτός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Προϋπόθεση βεβαίως γιά τήν αἴσθηση τοῦ φωτός καί τῆς χάρης αὐτῆς στήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ὁ νόμιμος ἀγώνας γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς του. Τά πάθη καί οἱ κακίες ἀποτελοῦν τά ἀναχώματα γιά τήν ἀποδοχή τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ. Χωρίς ἐξάλειψή τους, πού σημαίνει χωρίς ἀγώνα μετατροπῆς τῶν ψεκτῶν παθῶν σέ ἔνθεα πάθη, δηλαδή μετατροπῆς τοῦ ἐγωϊσμοῦ σέ ἀγάπη, εἶναι ἀδύνατο νά δεῖ καί νά γευτεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα του. ῎Αν πιθανόν θελήσει νά μετάσχει τῶν φωτιστικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ χωρίς τήν ἄσκηση τῆς κάθαρσης, τότε θά νιώσει τόν Θεό ὡς῾πῦρ καταναλίσκον᾽, σάν φωτιά πού θά τόν κατακάψει. Σάν κόλαση φοβερή καί τρομερή.
Στόν ἀναστάσιμο κανόνα του ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης Δαμασκηνός ἐπισημαίνει τή μυστική αὐτή πραγματικότητα. ῾Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς ἀναστάσεως Χριστόν ἐξαστράπτοντα᾽. Πρέπει νά καθαρίσει κανείς τίς αἰσθήσεις του γιά νά δεῖ τόν Χριστό νά ἐξαστράπτει μέσα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἡ ᾽Ανάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἀνάσταση καί τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἔννοια τῆς μετοχῆς αὐτοῦ στό φῶς τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Δέν πρόκειται γιά μία θέα ἐξωτερική καί ἐπιφανειακή. Μιλᾶμε γιά ἕνωση τοῦ πιστοῦ μέ τόν ἴδιο τόν Θεό του. Γιά πορεία μέσα στήν προοπτική τῆς δημιουργίας του: νά γίνει ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽ Χριστοῦ! ῾Ὁ Κύριος δέν μακάρισε ἐκεῖνον πού ξέρει κάτι γιά τόν Θεό - σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης -, ἀλλά αὐτόν πού ἔχει μέσα του τόν Θεό᾽. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἀνάσταση, ὡς νίκη ἀπέναντι στόν ῾ἔσχατον ἐχθρόν τοῦ ἀνθρώπου, τόν θάνατον᾽ (Α´Κορ. 15, 26), ἑορτάζει ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται νά ζεῖ μέ ἀγάπη στή ζωή του. Ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ καί κάθαρση ψυχῆς, ἐκεῖ καί Θεός, ἐκεῖ καί φῶς ἀναστάσεως Χριστοῦ. : ῾᾽Αναστάσεως ἡμέρα…καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα……Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει καί οὕτω βοήσωμεν: Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…᾽!

«ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΝΕΚΡΩΣΙΝ, ΑΔΟΥ ΤΗΝ ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΝ»!

ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής
Το άγιο Πάσχα αποτελεί την κορωνίδα του ορθοδόξου εορτολογίου. Είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο της αναστάσεως, η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων». Η σημασία της μεγάλης εορτής οφείλεται στο ότι εκφράζει το πέρας και τον τελικό θρίαμβο της επιτυχίας του επί γης απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Εορτάζεται πανηγυρικότατα η νίκη του Αγαθού κατά του Κακού, η επικράτηση του φωτός στο νοητό σκοτάδι της αμαρτίας και της φθοράς, η κατάργηση του ’δη και πάνω απ' όλα η αναίρεση του θανάτου, του χειρότερου εχθρού μας!
Η είσοδος του κακού στον κόσμο μαζί με τα άλλα μύρια κακά, έφερε και τον θάνατο, ως την φυσική κατάληξη μιας αφάνταστα μαρτυρικής ζωής. Ο πικρός ’δης υπήρξε ο τόπος κατάληξης όλων των ανθρωπίνων ψυχών. Η έννοια της αθανασίας, ως το σπουδαιότερο αρχέγονο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, έμεινε ως μια μακρινή Η λαχτάρα για την νίκη του θανάτου εκφράστηκε ποικιλότροπα μέσα στις ανάμνηση στην ανθρώπινη σκέψη και ως μια αμυδρή προσδοκία ανάκτησής της στο μέλλον.
διάφορες μυθολογίες των λαών. Οι προφήτες και οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, ως όργανα του Θεού για την προετοιμασία του ανθρωπίνου γένους για την εν Χριστώ σωτηρία, προείδαν πιο καθαρά την μελλοντική νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Ο Ίδιος ο Θεός θα δοκιμάσει το πικρό ποτήρι του θανάτου και θα νικήσει τον ’δη, θα τον συλήσει από τους απ' αιώνος δεσμίους του νεκρούς και θα κλείσει οριστικά το δρόμο του θανάτου για τους πιστούς Του. Ο μοναδικός ζωντανός Θεός είναι ο Ίδιος η ζωή και η πηγή της ζωής σε όλα τα όντα. Αυτός «θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» (Α΄ Βασιλ.2,6). Ο Ηλίας και ο Ελισαίος ανασταίνουν νεκρούς στο όνομα του Κυρίου (Γ΄ Βασιλ.17,23, Δ΄ Βασιλ.4,33). Ο προφήτης Ωσηέ, προβλέποντας την εις άδου κάθοδον του Μεσσία, την εκ νεκρών ανάστασή Του και την συντριβή του θανάτου διακηρύσσει στους άπιστους συμπατριώτες του «Πορευθώμεν και επιστρέψωμεν προς Κύριον! ... Υγιάσει ημάς μετά δύο ημέρας, εν τη τρίτη ημέρα εξαναστηθώμεθα και ζησόμεθα ενώπιον αυτού» (Ωσηέ 6,1) και γι' αυτό σκιρτώντας από άκρατο ενθουσιασμό φωνάζει να το ακούσουν όλοι οι άνθρωποι «Πού σου η δίκη σου, θάνατε, πού το κέντρον σου άδη;» (Ωσηέ 13,14).
Στο θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού βρήκε το ανθρώπινο γένος τον πραγματικό λυτρωτή του. Αυτός, ως ο σαρκωμένος Θεός, υλοποίησε το θείο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Πέτυχε τη σωτηρία μας ως διδάσκαλος, ως ιερεύς και ως βασιλεύς. Δίδαξε πρωτόγνωρη διδασκαλία, αποκάλυψε τα μυστήρια του Θεού και έδωσε νέο τρόπο ζωής στους ανθρώπους. Ιερούργησε την πιο αποτελεσματική θυσία όλων των εποχών, με ιερείο άμωμο τον ίδιο Του τον εαυτό, πάνω στον φρικτό Γολγοθά και πέτυχε την περιπόθητη καταλλαγή του ανθρώπου με το Θεό. «Ο δε Θεός πλούσιος ων εν ελέει, δια την πολλήν αγάπην αυτού ην ηγάπησεν ημάς και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ... και συνήγειρε και συνεκάθησεν εν τοις επουρανίοις» (Εφ.2,4-6). Τέλος ως θριαμβευτικός νικητής, νίκησε τις αντίθεες δυνάμεις και το κακό, νίκησε το θάνατο και ανέστη από τους νεκρούς, ανελήφθη στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού, συνεχίζοντας το απόλυτο και αναντικατάστατο μεσιτικό Του έργο. Αποτέλεσμα: «Νυνί δε εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού. Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας, την έχθραν, εν τη σαρκί αυτού τον κόσμον των εντολών εν δογμασι καταργήσας, ίνα τους δύο κτίση εν εαυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον ποιών ειρήνην» (Εφ.2,13-15).
Ο Ιησούς Χριστός διακήρυξε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ κάν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν.11,25). Αυτός είναι ο μόνος, ο Οποίος μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Με την λαμπροφόρο Ανάστασή Του πραγματοποίησε αυτή την λαμπρή νίκη, ανάστησε το σώμα Του και μαζί ολόκληρη την ανθρώπινη φύση., δηλαδή όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα όλων των εποχών, ως κύτταρα του σώματός Του. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ήδη αναστημένος δυνητικά από την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου. Είναι μια δυνητική κατάσταση την οποία μπορεί να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει ο κάθε άνθρωπος. Ο βιολογικός θάνατος, ως προσωρινή κατάσταση, δεν αίρει το γεγονός της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής, διότι «έρχεται ώρα και νυν εστιν, ότι οι νεκροί ακούσουσι της φωνής του Υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). «Ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν υμίν» (Ρωμ.8:11). Αυτή είναι (πρέπει να είναι) η μόνιμη χαρά στις ψυχές των πιστών του Χριστού, διότι έχουμε τη βεβαιότητα, ότι χάρις στην Ανάσταση του Κυρίου μας, «μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (1 Ιωάν.3,14) και « Πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,26).
Απτά παραδείγματα της αναστάσεώς μας είναι οι θαυμαστές νεκραναστάσεις που έκανε ο Κύριος κατά την επί της γης παρουσίας Του. Οι αναστάσεις της κόρης του Ιαείρου (Μαρκ.5,21-42, του γιου της χείρας στη Ναϊν (Λουκ.7,11-17), του Λαζάρου (Ιωάν.11,1-44). Επίσης η ανάσταση των «κεκοιμημένων αγίων» (Ματθ.27,52), κατά την ημέρα της Σταυρώσεως του Κυρίου, είναι οι προάγγελοι και της δικής μας αναστάσεως.
Η λαμπροφόρος Ανάσταση του Σωτήρος μας σημαίνει ακόμα και την οντολογική αλλαγή του κόσμου. Ο παλαιός πτωτικός κόσμος της φθοράς άλλαξε κυριολεκτικά σύσταση, διότι με την Ανάσταση του Κυρίου νικήθηκαν οι αντίθεες δυνάμεις και απαλλάχτηκε από το κράτος του διαβόλου. Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού ξαναβρήκε ο κόσμος την πραγματική του θέση μέσα στη θεία δημιουργία. Τη φθορά, που δημιούργησε η πτώση, διαδέχτηκε η αφθαρσία. Ο πιστός άνθρωπος δεν ζει πλέον για να πεθάνει, αλλά ζει για να μεταβεί στην αιωνιότητα και να συμβασιλεύει αιώνια με τον Χριστό.
Το μέγα και ανεπανάληπτο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου είναι για τους πιστούς Του μια διαρκής χαρά και ατέλειωτη αισιοδοξία. Η Ορθοδοξία μας ζει ακατάπαυτα την εορτή του Πάσχα. Κάποιοι ετερόδοξοι μελετητές αποκάλεσαν την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία μας ως την Εκκλησία της Αναστάσεως, διότι κάθε Κυριακή είναι για μας Πάσχα! Οι άγιοι Απόστολοι έγιναν οι διαπρύσιοι κήρυκες του Ευαγγελίου στα έθνη χάρις στην εμπειρία της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Τα νέφη των Μαρτύρων θυσίασαν την πολύτιμη ζωή τους χάρις στην βεβαιότητα της Αναστάσεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ζούσαν το γεγονός της Αναστάσεως ως μια ατέρμονη προσωπική συγκλονιστική εμπειρία.
Αυτήν ακριβώς την αναστάσιμη χαρά και αισιοδοξία θέλει η αγία μας Εκκλησία να μεταδώσει και σε μας σήμερα. Μας καλεί να αποβάλλουμε το άγχος της καθημερινότητας και κυρίως το φόβο του θανάτου και να διαποτίσουμε την ύπαρξή μας με την μακάρια ελπίδα και της δικής μας ανάστασης, της οποίας τεκμήριο και απαρχή υπήρξε η Ζωηφόρος Ανάσταση του Λυτρωτή μας Χριστού.

Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος εἰς τὴν Φωτοφόρον καὶ Ἁγίαν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου

Gregorius Nyssenus - In luciferam sanctam domini resurrectionem
(μὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση)



ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΩΤΟΦΟΠΟΝ ΚΑΙ ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Ἁγίου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης
Λόγος στὴν Φωτοφόρο καὶ Ἁγία Ἀνάσταση

Εὐλογητὸς ὁ θεός. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν μονογενῆ θεὸν τὸν τῶν οὐρανίων γεννήτορα, τὸν τῶν κρυφίων λαγόνων τῆς γῆς ὑπερκύψαντα καὶ ταῖς φαεσφόροις ἀκτῖσι τὴν ὅλην οἰκουμένην ἀποσκιάσαντα. εὐφημήσωμεν σήμερον τὴν ταφὴν τοῦ μονογενοῦς, τὴν ἀνάστασιν τοῦ νικητοῦ, τὴν χαρὰν τοῦ κόσμου, τὴν ζωὴν τῶν ἐθνῶν [τοῦ κόσμου]. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν τὴν ἁμαρτίαν ἐνδυσάμενον. εὐφημήσωμεν σήμερον τὸν θεὸν λόγον, ὃς τὴν τοῦ κόσμου σοφίαν ἤλεγξε, τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν ἐκύρωσε, τῶν ἀποστόλων τὸν σύνδεσμον συνήθροισε, τῆς ἐκκλησίας τὴν κλῆσιν, τοῦ πνεύματος τὴν χάριν ἀφήπλωσε. ἰδοὺ γὰρ ἡμεῖς οἵ ποτε ξένοι <ὄντες> τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιγνώσεως τὸν θεὸν ἐπέγνωμεν καὶ τὸ γεγραμμένον πεπλήρωται· Μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν.Τί μνησθήσονται; τὴν παλαιὰν πτῶσιν, τὴν νέαν ἀνάστασιν, τὴν ἀρχαίαν παράβασιν καὶ τὴν ὕστερον διόρθωσιν, τὴν θνῆσιν τῆς Εὔας, τῆς παρθένου τὴν γέννησιν, τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπανόρθωσιν, τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν ἄφεσιν, τῶν προφητῶν τὴν πρόρρησιν, τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τῆς κολυμβήθρας τὴν ἀναγέννησιν, τοῦ παραδείσου τὴν εἰσοίκησιν, τῶν οὐρανῶν τὴν ἐπάνοδον, τὸν δημιουργὸν ἀναστησάμενον, τὸν τὴν ἀπρέπειαν ἀποδυσάμενον, τὸν τῇ θεϊκῇ μεγαλουργίᾳ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταλλεύσαντα. καὶ ποίαν ἀπρέπειαν ἀπέθετο; ἣν Ἡσαΐας εἶπε· Καὶ εἴδομεν αὐτόν, φησί, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος, ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον, ἐκλεῖπον παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τοῖς ἀλιτηρίοις Ἰουδαίοις προσωμίλει καὶ Σαμαρίτης καὶ δαιμόνιον ἔχων ἐκαλεῖτο, ὅτε Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ τὰ τοῦ σκότους γεννήματα πρὸς φόνον ἐκράτουν τὸν ἀχώρητον. οὐκ ἀσκόπως ἔλεγεν αὐτοῖς Ἰωάννης· Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; ὄντως γὰρ ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ μενεῖ ἐπ᾿ αὐτούς.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ βλάστημα τῆς ἐπιεικείας ῥαπίσμασι ἐλάμβανον καὶ μεθ᾿ ὅρκων ἠρώτων τὸν τῶν ὅρκων δικαστὴν ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐδικάζετο ὁ δικαστὴς καὶ ἐκρίνετο ὁ κριτὴς τοῦ κόσμου, ὁ οἰκέτης ἠρώτα καὶ <ὁ> δεσπότης ἐσιώπα, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκότος ἐγαυρία, τὸ πλάσμα ἐθρασύνετο καὶ ὁ δημιουργὸς ἐκαρτέρει.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ ταῦροι ἐκεράτιζον καὶ ὁ μόσχος παρίστατο, ὅτε ὁ λέων ὠρύετο καὶ οἱ ταῦροι ἐγαυρύνοντο καθὼς γέγραπται· Περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με· ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε οἱ κύνες ὑλάκτουν καὶ ὁ δεσπότης ἠνείχετο, ὅτε οἱ λύκοι ἥρπαζον καὶ τὸ πρόβατον παρίστατο, ὅτε <ὁ> λῃστὴς εἰς ζωὴν ἐκαλεῖτο, ἡ δὲ ζωὴ τοῦ κόσμου εἰς θάνατον εἵλκετο, ὅτε ἐβόων ἐκείνην τὴν ἄτακτον καὶ ὀλέθριον φωνὴν Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν, Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, οἱ κυριοκτόνοι, οἱ προφητοκτόνοι, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ τοῦ νόμου ὑβρισταί, οἱ τῆς χάριτος πολέμιοι, οἱ ἀλλότριοι τῆς πίστεως τῶν πατέρων, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυρισταί, οἱ κατάλαλοι, οἱ ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων, τὸ συνέδριον τῶν δαιμόνων, οἱ ἀλάστορες, οἱ πάμφαυλοι, οἱ λιθασταί, οἱ μισόκαλοι. εἰκότως γὰρ ἔκραζον· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. ἐβάρει γὰρ αὐτοὺς ἡ ἐπιδημία τῆς θεότητος μετὰ σαρκὸς καὶ ἐλυπεῖτο τὸν ἔλεγχον ὁ τρόπος· ἔθος γὰρ ἁμαρτωλοῖς μισεῖν τὴν τῶν δικαίων συντυχίαν.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε αὐτὸν ἐφραγέλλωσαν καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ τὸ ἅγιον ἐβασάνιζον φέροντα ἑκουσίως πάθη, ἵνα τοὺς παλαιοὺς μώλωπας τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων θεραπεύσῃ, ὅτε τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐβάσταζε τὸ κατὰ τοῦ διαβόλου τρόπαιον, ὅτε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιέβαλλον τῷ στεφανοῦντι τοὺς πεποιθότας ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτε πορφύραν ἐνέδυσαν τὸν ἀφθαρσίαν τοῖς ἀναγεννωμένοις δι᾿ ὕδατος καὶ πνεύματος [ἁγίου] χαριζόμενον, ὅτε προσήλωσαν τῷ ξύλῳ τὸν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου κύριον ὑπάρχοντα.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε ἐθριάμβευον ἐμπαίζοντες οἱ στρατιῶται τὸν τῆς στρατιᾶς τῶν οὐρανῶν δεσπότην.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε καλάμῳ περιθέντες σπόγγον ἐμπλήσαντες ὄξους ἐπότιζον [αὐτὸν καὶ χολὴν ἐδίδουν] τὸν τὸ μάννα αὐτοῖς ἐπομβρήσαντα, ὅτε αἱ πέτραι ἐρρήγνυντο καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίζετο τῶν ἀλιτηρίων τὴν τόλμαν ἐκπληττόμενα, ὅτε ὁ ἥλιος ἐπένθει καὶ τὸ σκότος ὡς σάκκον ἐνεδύετο πενθῶν τὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπόπτωσιν· ἐθρήνει γὰρ ἡ ἡμέρα τὰς Ἰουδαίων συμφοράς, ὅτε ἐν μέσῳ λῃστῶν ἡ ζωὴ ἐκρέματο τοῦ μὲν ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος, τοῦ δὲ τῇ μετανοίᾳ λῃστεύοντος τὸν παράδεισον.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε τὸ σῶμα πρὸς ταφὴν ἐδίδοτο.
Πότε ἦν ἄτιμος; ὅτε <οἱ> στρατιῶται ἐφύλαττον καὶ ἡ γῆ κατέκρυπτε τὸν τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἑδράσαντα, ὅτε οἱ ἀπόστολοι ἐκρύπτοντο τῶν πειρασμῶν τὸν ὄγκον οὐ δυνάμενοι φέρειν.
Ἀλλὰ ὅρα, ἀγαπητέ, τοῦ θεοῦ τὰ θαύματα καὶ μετὰ τὸ πάθος τῆς χαρᾶς τὰ κατορθώματα. ὁ ἄτιμος εἰς εὐδοξίαν μετεβάλλετο καὶ ἡ τοῦ κόσμου χαρὰ ἄφθαρτος ἐγήγερται μετὰ τοῦ σώματος. τότε ὤδινεν ἡ γῆ καὶ ἐκυοφόρησεν ἡ ἡμέρα καὶ ἀπέπτυσεν ὁ θάνατος τὴν πάντων ζωήν· οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ θανάτου τὸν πάντα λόγῳ κρατοῦντα.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τριήμερον ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου πρόξενον. ὥσπερ γὰρ Μαρία ἡ θεοτόκος παρθενικὰς καὶ ἀνυμφεύτους ὠδῖνας [οὐ] λύσασα βουλήσει θεοῦ καὶ πνεύματος χάριτι ἐγέννησε τὸν τῶν αἰώνων ποιητὴν τὸν ἐκ θεοῦ θεὸν λόγον, οὕτως καὶ ἡ γῆ ἐκ τῶν οἰκείων λαγόνων τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου λύσασα ἀπέπτυσε κελευσθεῖσα τὸν τῶν Ἰουδαίων δεσπότην· οὐ γὰρ ἠδύνατο κατέχειν σῶμα φορεῖον ἀθανασίας γενόμενον. σκοπῶν τοίνυν ὁ προφήτης Δαβὶδ τῆς εὐπρεπείας τὴν διόρθωσιν, τοῦ θανάτου τὴν λύσιν, τῶν ποτε δούλων τὴν ἐλευθερίαν βοᾷ καὶ λέγει· Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο. ποίαν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο; τὴν ἀφθαρσίαν, τὴν ἀθανασίαν, τῶν ἀποστόλων τὴν σύγκλητον, τῆς ἐκκλησίας τὸν στέφανον. οὐκέτι Ἰούδας προδίδωσιν, οὐκέτι Καϊαφᾶς ἀπειλεῖ, οὐκέτι Ἡρώδης πρὸς παιδοκτονίαν ὁπλίζεται, οὐκέτι Πιλᾶτος δικάζει οὔτε Ἰσραηλῖται κρατοῦσι· τὸ γὰρ φθαρτὸν γέγονεν ἄφθαρτον καὶ ὁ παρ᾿ αὐτοῖς νομιζόμενος ἄνθρωπος ψιλὸς θεὸς ἀποδέδεικται ἀληθινός. διὸ καὶ ἡμεῖς βοῶμεν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο, ἐνεδύσατο κύριος δύναμιν καὶ περιεζώσατο. δύναμιν λέγει τὴν διὰ σαρκὸς οἰκονομίαν· ὅτι γὰρ ἐκείνης δυνατώτερον οὐδὲν, διὰ σώματος ὁ ἀσώματος δαίμονας κατέβαλε, διὰ σταυροῦ τὰς ἀντικειμένας δυνάμεις ἐξεπολιόρκησεν.
Ἐπειδὴ γὰρ τὰ πρῶτα ἐκλόνει τὴν γῆν ἡ ἁμαρτία, ἀναστὰς ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς προεῖπεν, ἐστερέωσεν αὐτὴν τῷ ξύλῳ τοῦ σταυροῦ μηκέτι πρὸς ὄλισθον ἀπωλείας βαδίζειν μήτε χειμῶσι τῆς πλάνης ῥιπίζεσθαι. μάρτυρα δὲ τοῦ λόγου τὸν μακάριον Παῦλον ἀγάγωμεν λέγοντα οὕτως. Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. διὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέγει· Ἕτοιμος ὁ θρόνος σου ἀπὸ τότε, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ, καί· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία αἰώνιος, ἥτις οὐ διαφθαρήσεται, καὶ πάλιν· Ἡ βασιλεία σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ πάλιν· Ὁ κύριος ἐβασίλευσεν, ἀγαλλιασθήτω ἡ γῆ, εὐφρανθήτωσαν νῆσοι πολλαί, ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς <αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.>
1. «Εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός» (Λουκ. α´ 68). Ἂς ποῦμε ἐπαινετικὰ λόγια σήμερα στὸ Μονογενῆ Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν οὐρανίων πραγμάτων, Αὐτὸν ποὺ ἔσκυψε στὶς μυστικὲς ἐκτάσεις τῆς γῆς καὶ μὲ τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες Του φώτισε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἂς ποῦμε ὕμνους σήμερα γιὰ τὴν Ταφὴ τοῦ Μονογενῆ, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Νικητῆ, τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἐθνῶν (Ἰωάν. ιστ´ 20, Λουκ. β´ 10). Ἂς ὑμνήσουμε σήμερα αὐτὸν ποὺ φόρεσε τὴν ἁμαρτία (Β´ Κορ. ε´ 21). Ἂς ποῦμε εὔφημα λόγια σήμερα στὸ Θεὸ Λόγο, ποὺ ντρόπιασε τὴ σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. α´ 20) ἐπιβεβαίωσε τὴν πρόρρηση τῶν Προφητῶν, συγκέντρωσε τὸν ὅμιλο τῶν Ἀποστόλων, διέδωσε τὴν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ Χάρη τοῦ Πνεύματος. Διότι νὰ ἡ ἀπόδειξη, ἐμεῖς, ποὺ κάποτε ἤμασταν ξένοι ἀπὸ τὴ βαθειὰ γνώση τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. β´ 13,19), γνωρίσαμε τὸν Θεὸ καὶ ἐκπληρώθηκε τὸ γραμμένο, «θὰ θυμηθοῦν καὶ θὰ στραφοῦν στὸν Κύριο ὅσοι κατοικοῦν στὶς ἄκρες της γῆς καὶ θὰ πέσουν νὰ τὸν προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλὲς τῶν ἐθνῶν» (Ψαλμ. κα´ 28).2. Τί νὰ θυμηθοῦν; Τὴν παλιὰ πτώση, τὴ νέα ἀνάσταση, τὴν ἀρχαία παράβαση καὶ τὴ μετὰ διόρθωση, τὸν θάνατον τῆς Εὔας, τὴ γέννηση τῆς Παρθένου Μαρίας, τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἐθνῶν, τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτωλῶν, τὴν πρόρρηση τῶν Προφητῶν, τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, τὴν ἀναγέννηση τῆς κολυμβήθρας (Ἰωαν. ε´ 1-30), τὴν εἴσοδο στὸν παράδεισο, τὴν ἐπιστροφὴ στοὺς οὐρανούς, τὸ δημιουργὸ ποὺ ἀναστήθηκε, Ἐκεῖνον ποὺ ξεντύθηκε ὅσα δὲν τοῦ ἔπρεπαν, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴ θεϊκή Του μεγαλοσύνη μετέτρεψε τὸ φθαρτὸ σὲ ἀφθαρσία. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποῦ τὰ ἀπομάκρυνε, γιατί δὲν τοῦ ἔπρεπαν; Ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ Ἡσαΐας: «Τὸν εἴδαμε καὶ δὲν εἶχε ὀμορφιὰ οὔτε κάλλος, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό Του ἦταν ἀτιμασμένο καὶ στερημένο ἀπὸ ὡραιότητα πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους» (Ἡσ. νγ´ 2-3).
3. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν συναναστρεφόταν τοὺς ἀσεβεῖς Ἰουδαίους, ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καὶ δαιμονισμένο (Ἰωάν. η´ 48). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης καὶ ὅσοι τοὺς γέννησε τὸ σκοτάδι, κρατοῦσαν αὐτὸν ποὺ δὲ χωράει πουθενὰ γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Δὲν ἔλεγε ἄδικα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γι᾿ αὐτούς, «Ἐσᾶς ποῦ σᾶς γέννησαν οἱ ὀχιές, ποιὸς σὰς συμβούλευσε νὰ ξεφύγετε τὴ μελλοντικὴ ὀργή;» (Ματθ. γ´ 7). Διότι πραγματικὰ θὰ μείνει πάνω τους ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
4. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸν ἀντιμετώπιζαν Αὐτόν, τὸ βλαστὸ τῆς ἐπιείκειας, μὲ ῥαπίσματα καὶ ζητοῦσαν ἀπαντήσεις μὲ ὅρκους ἀπὸ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ δικαστὴς τῶν ὅρκων (Μαρκ. ιδ´ 65).
5. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν δίκαζαν τὸ δικαστὴ καὶ ἔκριναν τὸν Κριτὴ τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ δοῦλος ρωτοῦσε καὶ ὁ Κύριος σιωποῦσε, τὸ φῶς ἡσύχαζε καὶ τὸ σκοτάδι θριαμβολογοῦσε, τὸ δημιούργημα ἔδειχνε θράσος καὶ ὁ Δημιουργὸς ἔδειχνε ὑπομονή.
6. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ ταῦροι χτυποῦσαν μὲ τὰ κέρατα καὶ ὁ ταῦρος στεκόταν ἥσυχος, ὅταν τὸ λιοντάρι ὠρυόταν καὶ οἱ ταῦροι στέκονταν ἀγέρχοι, ὅπως ἔχει γραφεῖ στοὺς ψαλμούς, «Μὲ περικύκλωσαν πολλὰ καὶ μὲ τριγύρισαν ταῦροι καλοθρεμμένοι. Ἄνοιξαν τὸ στόμα τοὺς ἐναντίον μου, ὅπως τὸ λιοντάρι ποὺ ἁρπάζει καὶ ὠρύεται» (Ψαλμ. κα´ 12).
7. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν γάβγιζαν τὰ σκυλιὰ καὶ ὁ Δεσπότης ἔδειχνε ἀνοχή. Ὅταν οἱ λύκοι ἅρπαζαν καὶ τὸ πρόβατο δὲν ἔφερνε ἀντίσταση. Ὅταν ὁ λῃστὴς δεχόταν πρόσκληση στὴ ζωή, ἐνῷ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου συρόταν στὸ θάνατο. Ὅταν ἔβγαζαν ἐκείνη τὴν ἄτακτη καὶ ὀλέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Τὸ αἷμα Του πάνω μας καὶ στὰ παιδία μας» (Ἰωάν. ιθ´ 15, Ματθ. κζ´ 25), οἱ φονιάδες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν προφητῶν, οἱ θεομάχοι, οἱ μισόθεοι, οἱ ὑβριστὲς τοῦ νόμου, οἱ πολέμιοι τῆς χάριτος, οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως, οἱ συνήγοροι τοῦ διαβόλου, τὰ γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ψιθυριστές, οἱ κατήγοροι, οἱ σκοτισμένοι στὴ διάνοια, ἡ ζύμη τῶν Φαρισαίων (Ματθ. ιστ´ 6, Μαρκ. η´ 15, Λουκ. ιβ´ 1), τὸ συνέδριο τῶν δαιμόνων, οἱ μιαροί, οἱ κακότατοι, οἱ ψιθυριστές, οἱ μισόκαλοι. Καὶ δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον», διότι τοὺς βάραινε ἡ παρουσία τῆς Θεότητος μὲ σάρκα καὶ τοὺς στενοχωροῦσε ὁ ἔλεγχος γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους. Εἶναι συνήθεια οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ μισοῦν τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς δικαίους.
8. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν φραγγέλωσαν καὶ βασάνισαν τὸ ἅγιο σῶμα Ἐκείνου ποὺ ὑπέφερε τὰ πάθη μὲ τὴ θέλησή Του, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς παλιὲς πληγὲς τῶν ἁμαρτημάτων μας. Ὅταν σήκωνε τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἐπάνω στοὺς ὤμους Του, τρόπαιο κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὅταν φοροῦσαν ἀγκάθινο στεφάνι σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ στεφανώνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν. Ὅταν ἕντυσαν μὲ πορφύρα περιπαιχτικὰ Αὐτὸν ποὺ χαρίζει ἀφθαρσία σὲ ὅσους ξαναγεννιοῦνται μὲ νερὸ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο (Ἰωαν. γ´ 5, Ματθ. κζ´ 48). Ὅταν κάρφωσαν στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Αὐτὸν ποὺ εἶναι Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
9. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες θριάμβευαν περιπαίζοντας τὸ Δεσπότη τῆς οὐρανίας στρατιᾶς τῶν Ἀγγέλων.
10. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν ἔδεσαν σὲ καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι καὶ Τὸν πότισαν καὶ ἔδιναν χολὴ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔρριξε τὸ μάνα (Ἐξ. ιστ´ 13-15). Ὅταν ἔσπαζαν οἱ πέτρες καὶ σκιζόταν τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ κατάπληκτα ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἀσεβῶν. Ὅταν ὁ ἥλιος πενθοῦσε καὶ ντυνόταν τὸ σκοτάδι σὰν σάκο, πενθώντας τὴν πτώση τῶν Ἰουδαίων. Διότι ἡ ἡμέρα θρηνοῦσε τὶς συμφορὲς τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἡ Ζωή, δηλαδὴ ὁ Χριστός, ἦταν κρεμασμένος ἀνάμεσα σὲ δυὸ Λῃστές, καὶ ὁ ἕνας Τὸν χλεύαζε καὶ Τὸν κατηγοροῦσε, ὁ δὲ ἄλλος μὲ τὴ μετάνοιά του ἅρπαζε τὸν Παράδεισο (Λουκ. κγ´ 39-43).
11. Πότε ἦταν ἀτιμασμένος; Ὅταν τὸ σῶμα παραδινόταν γιὰ νὰ ταφεῖ.
12. Πότε ἦταν ταπεινωμένος; Ὅταν οἱ στρατιῶτες Τὸν φύλαγαν καὶ ἡ γῆ ἔκρυβε Αὐτὸν ποὺ στήριξε τὴ γῆ ἐπάνω στὰ νερὰ (Γεν. α´ 9). Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι κρύβονταν, μὴν μπορώντας νὰ ὑποφέρουν τοὺς πολλοὺς πειρασμούς.
13. Ὅμως πρόσεχε, ἀγαπητέ, τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ κατορθώματα τῆς χαρᾶς ποὺ ἦλθε μετὰ τὸ πάθος. Ὁ ἀτιμασμένος μεταβαλλόταν σὲ ἔνδοξο καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ἀνασταίνεται ἄφθαρτη μαζὶ μὲ τὸ σῶμα. Τότε εἶχε ὠδῖνες τοκετοῦ ἡ γῆ καὶ κυοφόρησε ἡ ἡμέρα. Καὶ ὁ θάνατος ἀπέβαλε τὴ ζωὴ τῶν ὅλων. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ κρατήσει Ἐκεῖνον ποὺ κρατᾷ τὰ πάντα μὲ τὸ λόγο Του.
14. Ἂς γιορτάσουμε, λοιπόν, τὴ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προξένησε τὴν αἰώνια ζωή. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Θεοτόκος Μαρία δὲ δοκίμασε παρθενικὲς ὠδῖνες ἀνύμφευτης κόρης, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γέννησε τὸ Δημιουργὸ τῶν αἰώνων, τὸ Θεὸ Λόγο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἔτσι καὶ ἡ γῆ ἀπὸ τὴν κοιλιά της, καταργώντας τὶς ὠδῖνες τοῦ θανάτου (Πραξ. β´ 24) ἄφησε, ὅταν διατάχθηκε, ἐλεύθερο τὸν Κύριο τῶν Ἰουδαίων. Γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κρατᾷ σῶμα τὸ ὁποῖο φέρνει τὴν ἀθανασία. Σκεπτόμενος, λοιπόν, ὁ προφήτης Δαβὶδ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλείου, τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου, τὴν ἐλευθερία ὅταν πρὶν ἦταν δοῦλοι, φωνάζει καὶ λέει: «Βασίλευσε ὁ Κύριος, φόρεσε τὸ μεγαλεῖο Του» (Ψαλμ. πβ´ 1).
15. Ποιὸ μεγαλεῖο ντύθηκε ὁ Κύριος; Τὴν ἀφθαρσία, τὴν ἀθανασία, τὸν ὅμιλο τῶν Ἀποστόλων, τὸ στεφάνι τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν προδίδει πλέον ὁ Ἰούδας, δὲν ἀπειλεῖ πλέον ὁ Καϊάφας, δὲν ὁπλίζεται πλέον ὁ Ἡρῴδης γιὰ νὰ σφάξει τὰ παιδιά, δὲ δικάζει πλέον ὁ Πιλᾶτος, οὔτε φυλακίζουν πλέον οἱ Ἰσραηλῖτες. Τὸ φθαρτὸ ἔγινε ἄφθαρτο κι Ἐκεῖνος ποὺ Τὸν θεωροῦσαν μόνο ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀποδείχθηκε ἀληθινὸς Θεός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς φωνάζουμε: «Θάνατε, ποῦ εἶναι τὸ κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. ιε´ 55). «Ὁ Κύριος βασίλευσε, φόρεσε τὸ μεγαλεῖο Του, ντύθηκε καὶ ζώσθηκε δύναμη» (Ψαλμ. πβ´ 1). Δύναμη λέει τὸ σχέδιο σωτηρίας μὲ τὴν ἔνσαρκη παρουσία Του, γιατί δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ δυνατὸ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ ἀσώματος νίκησε μὲ τὸ σῶμα Του τοὺς δαίμονες, μὲ τὸ σταυρὸ καταπολιόρκησε τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις.
16. Δηλαδή, ἐπειδὴ στὴν ἀρχὴ συγκλόνιζε τὴ γῆ ἡ ἁμαρτία, ὅταν ἀναστήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως προεῖπε, τὴ στερέωσε μὲ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μὴ βαδίζει πλέον στὸν γκρεμὸ τῆς καταστροφῆς, οὔτε νὰ τὴ δέρνουν οἱ Χειμῶνες τῆς πλάνης. Καὶ μάρτυρα σ᾿ αὐτὰ ποὺ λέμε ἂς φέρουμε τὸν μακάριο Παῦλο, ποὺ λέει τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸ τὸ φθαρτὸ πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀφθαρσία, καὶ αὐτὸ τὸ θνητὸ πρέπει νὰ ντυθεῖ ἀθανασία» (Α´ Κορ. ιε´ 53). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέει: «Εἶναι ἕτοιμος ἀπὸ τότε ὁ θρόνος Σου, Ἐσὺ ὑπάρχεις αἰώνια» (Ψαλμ. πβ´ 2), καὶ ὁ Δανιήλ: «Ἡ βασιλεία Σου εἶναι βασιλεία ὅλων τῶν αἰώνων, ἂς γεμίσουν ἀπὸ εὐφροσύνη πολλὰ νησιά» (Ψαλμ. πστ´ 1), γιατί σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δοξολογία καὶ ἡ δύναμη στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

Πάσχα Κυρίου Πάσχα

Θεολογικό σχόλιο στον Κανόνα της Αναστάσεως
Πάσχα Κυρίου Πάσχα,Α. Θεοδώρου,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, σελ. 56-60

Επιλεγόμενα
Εκ της προηγηθείσης εκθέσεως δυνάμεθα να συναγάγωμεν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Κατά την ορθόδοξον διδασκαλία η Ανάστασις αποτελεί την κεντρικωτέραν στιγμήν του σωτηρίου έργου του Χριστού. Το έργον τούτο αρχόμενον από της στιγμής της θείας ενανθρωπήσεως και κορυφούμενον εν τω σωτηρίω πάθει σφραγίζεται ανεξιτήλως και κυρούται υπό της ενδόξου εκ νεκρών Εγέρσεως του Σωτήρος. Η Ανάστασις θεωρείται ως η λαμπροτέρα πιστοποήσις και το περιφανές επιστέγασμα της προαιωνίου βουλής του Θεού, της αφορώσης εις την απολύτρωσιν του πεπτωκότος εις την αμαρτία ανθρώπου.
2. Εν τη Αναστάσει του Κυρίου ο άνθρωπος καταξιούται εις τας γνησίας και αληθείς διαστάσεις αυτού, ως λογικού δημιουργήματος της απειροσόφου βουλής και ενεργείας του Θεού. Εξ αυτής (της Αναστάσεως) ελλείπει παντελώς το ξένον και παρασιτικόν στοιχείον της φθοράς. Η φύσις καθοράται ακεραία και αμιγής, ελευθέρα του άχθους της προγονικής παραβάσεως.
Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος ανευρίσκει το υπό της αμαρτίας παρασαλευθέν και μετατοπισθέν μεταφυσικόν κέντρον της υπάρξεώς του, ανευρίσκει τον ρυθμό της πραγματικής του ζωής, της παρά Θεού προορισθείσης και ηθελημένης. Εν τη Αναστάσει ο εν τω Λόγω λόγος του ανθρώπου ταυτίζεται μετά της εμπειρικής του φύσεως, ως αΐδιος προορισμός πραγματοποιηθείς εγχρόνως εν τω σχεδίω της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας. Εν τη Αναστάσει ο άνθρωπος καθοράται απηρτισμένος και τέλειος.
3. Η Ανάστασις αποτελεί θριαμβικόν γεγονός καθολικής σημασίας και δυνάμεως. Ως κατ' εξοχήν έκφρασις του βασιλικού αξιώματος του Χριστού, σημαίνει νίκην περίδοξον και κραταιάν. Είναι ΝΊΚΗσυντριπτική κατά του θανάτου. Δι' αυτής ο θάνατος ηττάται εις τέλος. Ως οψώνιον και κέντρον της αμαρτίας αποβάλλει ούτος τον χαρακτήρα αυτού ως δουλείας υπό την φθοράν, ως σημείου της προγονικής αποστασίας, ως χώρου επικυριαρχίας του εχθρού. Εν τη Αναστάσει ανακεφαλαιούται η παλιά ήττα του Αδάμ και συντρίβεται η ισχύς του πλάνου και ανθρωποκτόνου. Ο άδικος του ανθρώπου εκπορθητής τροπούται δικαίως υπό του παμβασιλέως.
4. Την κατά του θανάτου νίκην της ζωής τρανότατα φανερώνει η εις 'Aδου κάθοδος του Λυτρωτού. Η κάθοδος αύτη είναι το φωτεινόν προμήνυμα της Εγέρσεως, η ετέρα όψις της αναστασίμου νίκης του Χριστού. Ο 'Aδης ως σκοτεινή του θανάτου περιοχή, ως σφραγίς του κέντρου και της δυνάμεως της αμαρτίας, δέχεται πλήγμα θανάσιμον υπό του παραδόξου Επισκέπτου του. Δεν δύναται να κρατήση εις τα σπλάγχνα του τον της Παρθένου Υιόν. Εν αυτώ δεν ευρίσκει την γνώριμον και καθολικήν σφραγίδα της ανθρωπίνης διαφθοράς. Κατά τα φαινόμενα δέχεται εις το κράτος του φύσιν βροτού, υπ' αυτήν όμως συναντά την απειροδύναμον ουσία του Θεού. Επί τη παραδόξω ταύτη συναντήσει αναμοχλεύονται τα βάθη του. Μη δυνάμενος να κρατήση εν τη κοιλία του την απάντων Ζωήν, εξεμεί μετ ' αυτής και το μακάβριον περιεχόμενον της κακουργίας του. Ο προβολεύς της Ζωής αφανίζει τα ζοφερά σκότη του θανάτου, καταργεί τας σκιερότητας τους ψεύδους και της ανομίας. Ο 'Aδης αποτελεί την σκοτεινήν επίφασιν της αμαρτίας. Στηριζόμενος επί της ματαιότητος της αδικίας, είναι οικοδόμημα ετοιμόρροπον και σαθρόν. Εν πνεύμα της θείας δικαιοσύνης ήρκει δια να σωρεύση τούτο εις ερείπια.
5. Η κατάργησις του θανάτου σημαίνει και παράλληλον κατάργησιν της φθοράς. Η φθορά αποτελεί την φυσικήν του θανάτου συνέπειαν. Η αποσύνδεσις του ζώου και η διάλυσις του φυσικού μέρους αυτού (του σώματος), μη παρά Θεού ηθελημένα, είναι καταστάσεις αφύσικοι, προϊούσαι εκ των ερειπείων του αρχαίου κήπου της Εδέμ. Φθορά και θάνατος είναι έννοιαι ταυτόσημοι. Ούτω δια της Αναστάσεως, αναιρεθέντος του θανάτου, συναναιρείται και η σύστοιχος προς τούτον φθορά. Η κάθοδος του Κυρίου εις τον 'Aδην διεκπορθούσα τον θάνατον, αφανίζει συγχρόνως και την οφειλομένην εις τούτον φθοράν.
6. Η ορθόδοξος σωτηριολογία βλέπει εν τη Αναστάσει την πραγμάτωσιν του ειδικού λόγου του σωτηρίου έργου του Χριστού. Είναι δε ο λόγος ούτος η δια της Αναστάσεως συντριβή της δυνάμεως του διαβόλου, η νέκρωσις του θανάτου και ο αφανισμός της δια της αμαρτίας επικαθισάσης επί της φύσεως του πεπτωκότος φθοράς. Δια της Αναστάσεως η πεπτωκυία φύσις του Αδάμ εγείρεται εις αφθαρσίαν και ζωήν. Λυτρούται εκ της αρπάγης του ανθρωποκτόνου και ελευθερούται εκ της σιδηροπαγούς του θανάτου λαβής. Αποτινάσσει τα της νεκρώσεως δεσμά. Το στοιχείον τούτο δια της Αναστάσεως ελευθερώσεως της φύσεως εξαίρει ιδιαζόντως η ορθόδοξος σωτηριολογία. Το στοιχείον της δια του Πάθους του Χριστού ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης (υπό την νομικήν της λέξεως αντίληψιν ) ενυπάρχει μεν εις αυτήν, κατέχει όμως πάντοτε θέσιν δευτερεύουσαν. Το προέχον δεν είναι απλώς η δια του Πάθους του Κυρίου άρσις της ενοχής του αμαρτωλού και η ικανοποίησις της δια της αμαρτίας τρωθείσης δικαιοσύνης και αγιότητος του Θεού, αλλά παραλλήλως προς ταύτα και πέραν τούτων η ελευθερία και αποκατάστασις της φύσεως εις την αρχαίαν ολοκληρίαν αυτής, η ανακαίνισις και καταλάμπρυνσις αυτής δια του φωτός της δόξης του Χριστού. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν νοείται δια κατηγοριών δικανικών και νομικών, αλλ' ως θέωσις της φύσεως, ως ένωσις αδιάστατος και αδιαχώριστος μετά του Θεού, ως κληρονομία της μακαρίας δόξης της Τριάδος, ως ζωή εν τω αιώνι και τη μακαριότητι των ουρανών. Εν πάση όμως περιπτώσει δέον όπως επιμελώς αποφεύγωνται αι εν προκειμένω σωτηριολογικαί εκείναι ακρότητες, αι οποίαι, εξαίρουσαι αποκλειστικώς ταύτην ή εκείνην την σωτηριολογικήν άποψιν, αποκλείουν εκ του περισκοπίου των οιανδήποτε άλλην.
7. Η Ανάστασις του Χριστού είναι δια την Ορθοδοξίαν η κατ' εξοχήν πνευματική πανήγυρις και εορτή. Είναι εορτή κυρία και βασιλίς. Εν τω ορθοδόξω εορτολογίω αύτη δεσπόζει και κυριαρχεί ασφυκτικώς. Ευρίσκεται δε πάντοτε εν εναρμονίω οργανική συνδέσει μετά του ιλαστηρίου πάθους του Χριστού. Δια την ορθόδοξον Ανατολήν Σταυρός και Ανάστασις αποτελούν συνεδεομένας και αχωρίστους στιγμάς ενός και του αυτού σωτηριολογικού έργου, επιμέρους όψεις μιας και της αυτής σωτηριολογικκής ενότητος, ενός και του αυτού λυτρωτικού Πάσχα. Εν τω Σταυρώ υποφώσκει η Ανάστασις, εν τη Αναστάσει ενυπάρχει ο Σταυρός. Πάσχα σταυρώσιμον και Πάσχα αναστάσιμον, η ενιαία θριαμβική στιγμή της ανακλήσεως και σωτηρίας του πεπτωκότος!
8. Εν τη Αναστάσει του Χριστού η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία μυστικώς καθρεπτίζεται, βλέπει την ιδικήν της φυσιογνωμίαν, ελέγχει την ιδικήν της ταυτότητα. Η Ανάστασις αποτελεί το φωτεινόν όριον της ιδικής της πληρώσεως, τον πόλον έλξεως της δυναμικής της τελειώσεως, τον πνευματικόν χώρον της ουρανοδρόμου εν τη ιστορία πορείας της. Εν τη Αναστάσει αισθάνεται αύτη τον ιδικό της εσωτερικόν παλμόν, βλέπει αναγλύφους τους πνευματικούς εκστασιασμούς και τας ενατενίσεις της. Η φωτεινότης του ενδόξου μηνύματος συνέχει την καρδία της, διεμπυρίζει την χριστόμορφον σάρκα της, εξαντλεί τον πνευματοκίνητον δυναμισμόν της. Αι πνευματικαί διαστάσεις της Ανάστασεως -η ανακαίνισις, η αφθαρσία, η καταλάμπρυνσις και η θέωσις της φύσεως- αποτελούν την πνευματικήν της ιδιαιτερότητα, τον στόχον τον ένθεον προς τον οποίον κατατείνουν ο πνευματικός αγών, η άσκησις και το εσχατολογικόν ιδεώδες και τέλος της. Η Ορθοδοξία είναι στενότατα συνδεδεμένη μετά της Αναστάσεως, η ψυχή της είναι αρρήκτως συνηφασμένη μετά της ζωηφόρου Εγέρσεως. Εκτός της Αναστάσεως δεν δύναται να ζήση η Ορθοδοξία, η χριστόμορφος Νύμφη της Βασιλείας, το άχραντο σώμα του βασιλέως της δόξης. Όστις δεν ενεβαπτίσθη εις το αναστάσιμον κλίμα της Ορθοδοξίας, όστις δεν συνεχρονίσθη εις τον αναστάσιμον ρυθμό της και όστις δεν ηκροάσθη της μυστικής αναστασίμου αρμονίας της, ούτος ουδέν απολύτως εγνώρισε περί του βάθους και της θεοδυνάμου ουσίας της!


9. Η Ανάστασις είναι το φωτεινόν σημείον εν τω οποίω χριστοποιείται και αφθαρτίζεται ο χρόνος. Είναι το νυν και το αεί της Βασιλείας. Είναι ο νέος αιών, η απαρχή της νέας πνευματικής κτίσεως, το χρυσούν κέντρον εν τω οποίω ο μεν χρόνος ανατείνει και πληρούται εις το έσχατον, το δε έσχατον συγκλίνει και ενούται μετά του χρόνου. Η Ανάστασις εγκανιάζει τον νέο αιώνα, είναι η επί των υδάτων της γης ανάκλασις του αφθάρτου αιώνος του Θεού. Είναι η κλητή και αγία ημέρα, η καινή και καινοποιός, η μυστική και άφθιτος Ογδοάς, ο άϋλος χρόνος και η φαεινή σαρξ της απεράντου θείας αιωνιότητος. Είναι η μία των Σαββάτων, η απαρχή της νέας κτίσεως, το φύραμα του νέου πνευματικού και ανακεκαινισμένου κόσμου. Ο ζων την Ανάστασιν ζη την αιωνιότητα, βιοί εν χρόνω το άχρονον. Διότι η Ανάστασις είναι άφθαρτος σύγκρασις του Πλάστου μετά του πλάσματος, η φαεινή περιχώρησις του Κτίστου μετά του κτίσματος. Εν τη Αναστάσει η κτίσις αναθάλλει εις την αρχαίαν ευγένειαν, ενδύεται την θεία αμαρυγήν και ωραιότητα, αποστίλβει την άπειρον του Θεού λαμπηδόνα και φωτεινότητα, ενούται μετά της μαρμαρυγής της απείρου τριαδικής ενέργειας και λαμπρότητος. Η Ανάστασις είναι το τέλος, φωτεινότερον και λαμπρότερον της απαρχής, ο άρρητος θείος προορισμός, ο εξερχόμενος εκ του βάθους της απείρου τριαδικής βουλής. Είναι η σιγή της θεολογίας και η διάτορος κραυγή της οικονομίας. Είναι το κρυπτόν του Θεού, ενδεδυμένον τα φωτεινά ιμάτια της αποκαλύψεως. Εν τη Αναστάσει καθοράται πλήρης η φανέρωσις του Θεού, αναλάμπουν άπασαι αι ιδιότητες της απορρήτου ουσίας του Θεού, αι θείαι ακτίνες αι περικοσμούσαι την άπειρον και απερινόητον θείαν ουσίαν. Εν τη Αναστάσει καθοράται η αλήθεια του όντος εν τη αληθεία του απείρου Θεού. Η Ανάστασις είναι η συμπερίληψις του αυθεντικού και γνησίου είναι, ο εναρμόνιος λόγος πάσης φύσεως και μεταφυσικής υπάρξεως. Εκτός της Αναστάσεως υπάρχει το ψεύδος και η αναλήθεια, η νέκρωσις του θανάτου και η παγερότης της ανυπαρξίας. Υπάρχει η φθορά και ο αιώνιος πνευματικός όλεθρος!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...