Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 25, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ – 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μαρκ. ιε΄43 – ιστ΄8)
 Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς λαμπρῆς καὶ πανεφρόσυνης ἡμέρας τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι πανηγύρι διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες τὴς κύριας ἑορτῆς. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴς Ἀναστάσεως. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας γιορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ πιὸ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τονίζει ἰδιαίτερα τὴν σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντας ἐνώπιόν μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναίκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές: ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆφ, καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ ἀκοῦν τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν στιγματισμένος. Τὸν ἐχθρεύονταν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Κι ὁπωσδήποτε περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκολουθεῖς κάποιον περιφρονημένο, παρὰ μόνον ἐὰν τὸν ἀγαπᾶς εἰλικρινὰ καὶ θυσιαστικά.
Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ὀνομάζουν πλάνο, τρελλό, φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν καταφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν ἐκτιμοῦν, τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες ὧρες. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλάτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν μὲ χτυποκάρδι τὴν κάθε κίνηση. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους χέρια. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους τὴν καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμάτες ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχοναι «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἀκρίβεια τὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τῶν ἀρχόντων μὲ τὴν ἔχθρα, οὔτε τῶν στρατιωτῶν μὲ την σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας μὲ τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ μεγάλη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη, ποὺ εἶναι «κραταιὰ ὡς ὁ θάνατος».
Αὐτὲς οἱ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πρότυπα καὶ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ της ἀγάπη. Ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ σκέπτεται συνεχῶς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό της. Φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ Μυροφόρες, ποὺ παρευρίσκονταν ὅπου περιόδευε ὁ Χριστός. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ταπεινή, ὑπάκοη, ἐξυπηρετική; Τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ στὴν ἐμφάνισή της, σεμνὴ στὸ ντύσιμο, διακριτικὴ στὴν συμπεριφορά της; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς νὰ προσφέρει στὴν Ἐκκλησία, στὴν καθαριότητα τοῦ ναοῦ, στὶς δραστηριότητες τοῦ Φιλοπτώχου τῆς Ἐνορίας, στὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν περίτρανα τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴ δίνη τῆς ἀπιστίας τοῦ κόσμου, ποὺ βιώνει τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἐκεῖνες φωνάζουν αὐθεντικά: «Χριστός Ἀνέστη»! Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως  Σερβιων και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μρ. 15, 43 – 16, 8)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μρ. 15, 43 – 16, 8)
Κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­δε τὸν Ἀ­δὰμ νὰ πλά­θε­ται καὶ νὰ ζω­ο­ποι­εῖ­ται. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­λα­βε τὴν πνο­ὴ τῆς ζω­ῆς μὲ τὸ θεῖ­ο ἐμ­φύ­ση­μα, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους τὸν εἶ­δε μί­α γυ­ναῖκα, δη­λα­δὴ ἡ Εὔα, ἀ­φοῦ ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον. Μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο καὶ τὸν δεύ­τε­ρο Ἀ­δάμ, δη­λα­δὴ τὸν Κύ­ρι­ο, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν τὸν εἶ­δε ὅ­ταν ἀ­νί­στα­το ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­μως τὴν ἀνά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τὸν λαμ­προ­φο­ροῦν­τα ἄγ­γε­λο πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους μί­α γυ­ναῖκα.
Ἡ ἀ­νά­στα­ση ἔ­γι­νε καὶ ὁ Κύ­ρι­ος ἐ­ξῆλ­θε, ἥ­συ­χα καὶ ἤ­ρε­μα, χω­ρὶς κα­νεὶς νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸ πα­ρα­μι­κρό. Ὁ λί­θος ἀ­πο­κυ­λί­σθη­κε ἀρ­γό­τε­ρα γιὰ τὶς μυ­ρο­φό­ρες καὶ γιὰ τοὺς μα­θη­τές, καὶ ὄ­χι γιὰ τὸν Κύ­ρι­ο. Δη­λα­δὴ ἀ­πο­κυ­λί­σθη­κε γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θουν οἱ μυ­ρο­φό­ρες καὶ οἱ μα­θη­τὲς καὶ ὄ­χι γιὰ νὰ ἐ­ξέλ­θει ὁ Κύ­ρι­ος. Ὅ­πως λέ­ει καὶ ἕ­να Ἀ­να­στά­σι­μο Στι­χη­ρό: «Κύ­ρι­ε, ἐ­σφρα­γι­σμέ­νου τοῦ τά­φου ὑ­πὸ τῶν πα­ρα­νό­μων, προ­ῆλ­θες ἐκ τοῦ μνή­μα­τος, κα­θὼς ἐ­τέ­χθης ἐκ τῆς Θε­ο­τό­κου. Οὐκ ἔ­γνω­σαν πῶς ἐ­σαρ­κώ­θης οἱ ἀ­σώ­μα­τοί σου Ἄγ­γε­λοι˙ οὐκ ᾔσθον­το πό­τε ἀ­νέ­στης οἱ φυ­λάσ­σον­τές σε στρα­τι­ῶ­ται».
Ἔ­τσι λοι­πόν, τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση τῆς ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὅ­πως ἦ­ταν καὶ πρέ­πον καὶ δί­και­ο, τὴ δέ­χθη­κε ἡ Θε­ο­τό­κος καὶ αὐ­τὴ πρὶν ἀ­πὸ ὅ­λους τὸν εἶ­δε ἀ­να­στη­μέ­νο. Καὶ ὄ­χι μό­νο τὸν εἶ­δε μὲ τὰ μά­τια της καὶ τὸν ἄ­κου­σε μὲ τὰ αὐ­τιά της, ἀλ­λὰ καὶ ἄγ­γι­ξε, πρώ­τη αὐ­τὴ καὶ μό­νη, τὰ ἄ­χραν­τα πό­δια του.
Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­σὴφ καὶ ὁ Νι­κό­δη­μος ζή­τη­σαν καὶ ἔ­λα­βαν ἀ­πὸ τὸν Πι­λά­το τὸ δε­σπο­τι­κὸ σῶ­μα, τὸ ξε­κρέ­μα­σαν ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τὸ πε­ρι­τύ­λι­ξαν σὲ σά­βα­να μα­ζὶ μὲ ἀ­ρώ­μα­τα, τὸ το­πο­θέ­τη­σαν μέ­σα σὲ λα­ξευ­τὸ μνη­μεῖ­ο καὶ ἔ­βα­λαν μί­α με­γά­λη πέ­τρα στὴ θύ­ρα τοῦ μνη­μεί­ου, πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή «καὶ ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α» κα­θή­με­ναι ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ τά­φου. Μὲ τὴ φρά­ση «καὶ ἡ ἄλ­λη Μα­ρί­α» ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἡ Θε­ο­μή­τωρ. Δι­ό­τι αὐ­τὴ ἐ­κα­λεῖ­το καὶ Ἰ­α­κώ­βου καὶ Ἰ­ω­σῆ μή­τηρ, ἐ­πει­δὴ ἐ­κεῖ­νοι ἦ­ταν γιοὶ τοῦ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ Μνή­στο­ρος. 
Δὲν πα­ρευ­ρί­σκον­ταν βέ­βαι­α μό­νο αὐ­τὲς ἐ­κεῖ πα­ρα­τη­ρῶν­τας, ὅ­ταν ἐν­τα­φι­α­ζό­ταν ὁ Κύ­ρι­ος, ἀλ­λὰ καὶ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, αὐ­τὲς ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με Μυ­ρο­φό­ρες: ἡ Μα­ρί­α ἡ τοῦ Κλω­πᾶ, ἡ Ἰ­ω­άν­να, ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Χου­ζᾶ, ἐ­πι­τρό­που τοῦ Ἡ­ρώ­δη, ἡ Σα­λώ­μη, ἡ μη­τέ­ρα τῶν υἱ­ῶν Ζε­βε­δαί­ου καὶ ἡ Σω­σάν­να. Αὐ­τές, με­τὰ τὸν ἐν­τα­φι­α­σμό, ἐ­πέ­στρε­ψαν καὶ ἀ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα καὶ μύ­ρα, ἀφε­νὸς μὲν γιὰ νὰ τι­μή­σουν τὸν κεί­με­νο νε­κρό, ἀφε­τέ­ρου δὲ ἐ­πι­νο­ῶν­τας μὲ τὸ ἄ­λειμ­μα αὐ­τὸ καὶ κά­ποια πα­ρη­γο­ριὰ γι᾽ αὐ­τοὺς ποὺ θὰ ἤ­θε­λαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν κον­τὰ στὸ σῶ­μα, κα­θὼς αὐ­τὸ θὰ ἀ­νέ­δι­δε τὴ δυ­σω­δί­α τῆς σή­ψε­ως. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ἑ­τοί­μα­σαν τὰ μύ­ρα καὶ τὰ ἀ­ρώ­μα­τα, τὸ μὲν Σάβ­βα­το ἡ­σύ­χα­σαν κα­τὰ τὴν ἐν­το­λή, ἐ­νῷ τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα, τὴ μί­α τῶν Σαβ­βά­των, «ὄρ­θρου βα­θέ­ως ἦλ­θον ἐ­πὶ τὸ μνῆ­μα, φέ­ρου­σαι ἃ ἡτοί­μα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα».
Πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἦλ­θε στὸν τά­φο τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Θε­οῦ της ἡ Θε­ο­τό­κος, ἔ­χον­τας μα­ζί της καὶ τὴ Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρί­α. Τὴ στιγ­μὴ δὲ ποὺ ἀ­να­ρω­τι­όν­του­σαν γιὰ τὸ ποιὸς θὰ τοὺς με­τα­κι­νή­σει τὸν ὀγ­κώ­δη λί­θο ποὺ ἔ­φρα­ζε τὴν εἴ­σο­δο τοῦ τά­φου ἔ­γι­νε κά­τι τὸ θαυ­μα­στό˙ ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ ἀστραπόμορφος ἄγγελος Κυρίου μετακίνησε τὸν λίθο τῆς θύρας τοῦ μνημείου: «Καὶ ἰ­δοὺ σει­σμὸς ἐ­γέ­νε­το μέ­γας· ἄγ­γε­λος γὰρ Κυ­ρί­ου κα­τα­βὰς ἐξ οὐ­ρα­νοῦ προ­σελ­θὼν ἀ­πε­κύ­λι­σε τὸν λί­θον ἐκ τῆς θύ­ρας τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἐ­κά­θη­το ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ· ἦν δὲ ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τοῦ ὡς ἀ­στρα­πὴ καὶ τὸ ἔν­δυ­μα αὐ­τοῦ λευ­κὸν ὡ­σεὶ χι­ών· ἀ­πὸ δὲ τοῦ φό­βου αὐ­τοῦ ἐ­σεί­σθη­σαν οἱ τη­ροῦν­τες καὶ ἐ­γέ­νον­το ὡ­σεὶ νε­κροί».
Ἡ Παρ­θε­νο­μή­τωρ ἑ­πο­μέ­νως ἦ­ταν ἐ­κεῖ τὴ στιγ­μὴ ποὺ γι­νό­ταν ὁ σει­σμὸς καὶ πα­ρα­με­ρι­ζό­ταν ὁ λί­θος καὶ ἀ­νοι­γό­ταν ὁ τά­φος. Κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες μά­λι­στα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας -οἱ ὁ­ποῖ­οι λέ­νε πὼς γι᾽ αὐ­τὴ καὶ δι᾽ αὐ­τῆς ὅ­λα μᾶς ἀ­νοί­χθη­καν, ὅ­σα εἶ­ναι ἐ­πά­νω στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ὅ­σα εἶ­ναι ἐ­δῶ κά­τω στὴ γῆ- ὁ ζω­η­φό­ρος ἐ­κεῖ­νος τά­φος γι᾽ αὐ­τὴ πρώ­τη ἀ­νοί­χθη­κε, καὶ ὅ­τι γι᾽ αὐ­τὴ ἔ­λαμ­ψε ἔ­τσι ὁ ἄγ­γε­λος, ὥ­στε αὐ­τή, ἂν καὶ ἦ­ταν ἀ­κό­μη σκο­τει­νά, ὄ­χι μό­νο τὸν τά­φο νὰ δεῖ κε­νό, ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α τα­κτο­ποι­η­μέ­να, ἔ­τσι ποὺ νὰ μαρ­τυ­ροῦν μὲ κά­θε τρό­πο τὴν ἔ­γερ­ση τοῦ ἐν­τα­φι­α­σθέν­τος. Ὅλες οἱ ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες γυ­ναῖ­κες ἦλ­θαν με­τὰ τὸν σει­σμὸ καὶ τὴ φυ­γὴ τῶν στρα­τι­ω­τῶν καὶ βρῆ­καν τὸν τά­φο ἀ­νοιγ­μέ­νο καὶ τὸν λί­θο πα­ρα­με­ρι­σμέ­νο. 
Προ­φα­νῶς δὲ ὁ ἄγ­γε­λος ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ ἴ­διος ὁ Γα­βρι­ήλ. Δι­ό­τι μό­λις τὴν εἶ­δε νὰ σπεύ­δει ἔ­τσι πρὸς τὸν τά­φο, αὐ­τὸς ποὺ πα­λαιό­τε­ρα τῆς εἶ­χε πεῖ, «μὴ φο­βοῦ, Μα­ρι­ὰμ εὗρες γὰρ χά­ριν πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ», σπεύ­δει καὶ τώ­ρα καὶ κα­τε­βαί­νει νὰ πεῖ καὶ πά­λι τὸ ἴ­διο στὴν Ἀ­ει­πάρ­θε­νο καὶ νὰ τῆς εὐ­αγ­γε­λι­στεῖ τὴν ἐκ νε­κρῶν ἀ­νά­στα­ση ἐ­κεί­νου ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­σπό­ρως ἀ­πὸ αὐ­τή, νὰ ση­κώ­σει τὸν λί­θο, νὰ ἐ­πί­δει­ξει κε­νὸ τὸν τά­φο καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α καὶ ἔ­τσι νὰ τὴ δι­α­βε­βαι­ώ­σει γιὰ τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση. Λέ­ει λοι­πὸν ὁ ἄγ­γε­λος στὶς γυ­ναῖ­κες: «μὴ ἐκ­θαμ­βεῖ­σθε˙ Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τὸν Να­ζα­ρη­νὸν τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον˙ ἠ­γέρ­θη, οὐκ ἔ­στιν ὧ­δε˙ ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν».
Ὅ­λα τοῦ­τα ὅ­μως γέ­μι­σαν μὲ φό­βο τὶς μυ­ρο­φό­ρες, δι­ό­τι δὲν κα­τά­λα­βαν τὴ ση­μα­σί­α τῶν λό­γων τοῦ ἀγ­γέ­λου οὔ­τε μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦν μὲ ἀ­κρί­βει­α τὸ γε­γο­νός. Ἡ Πα­να­γί­α ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἐ­πλή­σθη χα­ρᾶς με­γά­λης, δι­ό­τι κα­τε­νό­η­σε τὰ λό­γι­α τοῦ ἀγ­γέ­λου, πί­στε­ψε σὲ αὐ­τὰ καὶ γνώ­ρι­σε μὲ βε­βαι­ό­τη­τα τὴν ἀ­λή­θει­α. Πῶς ἄλ­λω­στε ἀ­πὸ τέ­τοια γε­γο­νό­τα στὰ ὁποῖα πα­ρευ­ρέ­θη­κε, νὰ μὴ κα­τα­λά­βει ἡ Παρ­θέ­νος τὸ τί εἶ­χε συν­τε­λε­στεῖ; Εἶ­δε τὸν σει­σμό. Εἶ­δε ἀ­στρα­πο­βό­λο ἄγ­γε­λο νὰ κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Εἶ­δε τὴ νέ­κρω­ση τῶν φυ­λά­κων καὶ τοῦ λί­θου τὴ με­τα­κι­νή­ση καὶ τὸν κε­νὸ τά­φο καὶ τὰ ἐν­τά­φι­α σπάρ­γα­να ἄ­δει­α ἀ­πὸ τὸ ζω­η­φό­ρο σῶ­μα, πλήν, ὅ­μως τυ­λιγ­μέ­να καὶ συγ­κρα­τη­μέ­να σὲ σχῆ­μα. Ἄ­κου­σε τὴ χαρ­μό­συ­νη ἀγ­γε­λί­α τοῦ ἀγ­γέ­λου πρὸς αὐ­τή.
Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ Θε­ο­μή­τωρ, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λες Μυ­ρο­φό­ρες, ἐ­πέ­στρε­φαν στὰ σπί­τια τους. Καθ᾽ ὁ­δὸν τὶς συ­νάν­τη­σε ὁ Κύ­ρι­ος, λέ­γον­τάς τους «χαί­ρε­τε». Αὐ­τὲς ἔ­σπευ­σαν νὰ τὸν προ­σκυ­νή­σουν: «αἳ δὲ προ­σελ­θοῦ­σαι, ἐ­κρά­τη­σαν αὐ­τοῦ τοὺς πό­δας καὶ προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ». Ὅ­πως δέ, ὅ­ταν ἡ Θε­ο­τό­κος ἄ­κου­σε μα­ζὶ μὲ τὴ Μα­γδα­λη­νὴ Μα­ρί­α τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἀ­πὸ τὸν ἄγ­γε­λο, μό­νη αὐ­τὴ κα­τά­λα­βε τὴ ση­μα­σί­α ἐ­κεί­νων τῶν λό­γων, ἔ­τσι καὶ τώ­ρα, ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὶς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες, ὅ­ταν συ­νάν­τη­σε τὸν Υἱ­ὸ καὶ Θε­ό της, πρώ­τη ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες εἶ­δε καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸν ἀ­να­στάν­τα καὶ προ­σπί­πτον­τας ἄγ­γι­ξε τὰ πό­δια του καὶ ἔ­γι­νε ἀ­πό­στο­λός του πρὸς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους. 

Οἱ δὲ μα­θη­τές, ὅ­ταν κατ᾽ αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια μέ­ρα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τὶς Μυ­ρο­φό­ρες καὶ τὸν Πέ­τρο καὶ τὸν Λου­κᾶ καὶ τὸν Κλε­ό­πα ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος ζεῖ καὶ τὸν εἶ­δαν, ἀ­πί­στη­σαν. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὀ­νει­δί­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν Κύριο, ὅ­ταν ὕ­στε­ρα τοὺς ἐμ­φα­νί­σθη­κε, κα­θὼς ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νοι. Ἀ­φοῦ ἐνώπιον πολ­λῶν προ­σώ­πων καὶ μὲ πολ­λοὺς τρό­πους φα­νέ­ρω­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ὡς ἀ­να­στάν­τα καὶ ζῶν­τα, ὄ­χι μό­νο πί­στε­ψαν ὅ­λοι, ἀλ­λὰ καὶ κή­ρυ­ξαν παν­τοῦ: «Εἰς πᾶ­σαν τὴν γῆν ἐ­ξῆλ­θεν ὁ φθόγ­γος αὐ­τῶν καὶ εἰς τὰ πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης τὰ ρή­μα­τα αὐ­τῶν, τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νερ­γοῦν­τος καὶ τὸν λό­γον βε­βαι­οῦν­τος δι­ὰ τῶν ἐ­πα­κο­λου­θούν­των ση­μεί­ων».

Κυριακή των Μυροφόρων – Με τόλμη και σταθερότητα





ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Πράξ. ε´ 12 - 20
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ἰωάν. κ΄ 19 - 31
Ἦχος.– Ἑωθινόν: Α´
ΜΕ ΤΟΛΜΗ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ
1. Χρειάζεται τόλμη
   Κυριακὴ τῶν ­Μυροφόρων σήμερα, καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀ­­νάγνωσμα μᾶς μεταφέρει νοερὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. 
   Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὕστερα ἀ­­­πὸ τὴν ἀνόσια καταδίκη καὶ τὰ φρικτὰ Πάθη ποὺ ὑπέφερε, βρίσκεται ἤδη νεκρὸς πάνω στὸ Σταυρό. Οἱ Μαθητές Του ἔχουν διασκορπιστεῖ. Ἄραγε θὰ βρεθεῖ κάποιος νὰ φροντίσει νὰ ἐνταφιάσει τὸ ἄχραντο Σῶμα Του;... Εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει κάτι ἀμέσως, διότι σὲ λίγες ὧρες ἀρχίζει ἡ μέρα τοῦ Σαββάτου, αὐστηρὴ ἀργία γιὰ τοὺς Ἑβραίους.
   Στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ ἐμ­φανίζεται ὁ Ἰωσήφ, ποὺ καταγόταν ἀπ’ τὴν πόλη Ἀρι­μα­­θαία, ἄνδρας σεμνὸς καὶ σοβαρὸς καὶ ἐπίσημο μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ Συ­ν­εδρίου, ὁ ὁποῖος προσδοκοῦσε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅπως δίδασκε ὁ Χριστός. Αὐτὸς λοιπόν, «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ»· τόλμησε καὶ παρουσιά­στηκε στὸν Πιλάτο καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

   Ἔμεινε ἔκπληκτος ὁ Πιλάτος, ὅταν ἄ­­­κουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἤδη πεθάνει. Θέλησε, λοιπόν, πρῶτα νὰ ἐξακριβώσει τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, κι ἀ­­­φοῦ ἔγινε αὐτό, χάρισε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἰωσὴφ ποὺ τὸ ζήτησε. 
   Ἔτσι ὁ Ἰωσὴφ ἀνέλαβε τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου. Μὲ συνοχὴ ψυχῆς καὶ εὐλάβεια πολλή, κατέβασε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν Σταυρό, τύλιξε τὸ σῶμα Του σὲ καθαρὸ σεντόνι ποὺ εἶχε ἀγοράσει καὶ Τὸν τοποθέτησε στὸ δικό του καινούργιο μνημεῖο, τὸ ὁποῖο ἦταν λαξευμένο σὲ βράχο· ἔπειτα κύλισε ἕνα μεγάλο λίθο κι ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου. 
   Ἦταν ἰδιαίτερη τιμὴ γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωσὴφ «τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας» τὸ γεγονὸς ὅτι ἀξιώθηκε νὰ κρατήσει στὰ χέρια του τὸ παν­ακήρατο Σῶμα τοῦ Κυρίου. Τιμὴ ποὺ ἄξιζε σ’ αὐτὸν ὁ ὁποῖος τόλμησε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ἰουδαίων ἢ ὅποιους ἄλλους κινδύνους.
   Ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ «ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας» προβάλλει ὡς αἰώνιο παράδειγμα ­τόλμης καὶ ἀνδρείας, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ ἀναλογιστοῦμε: Ἄραγε ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πίστη μας, ἀκόμα κι ἂν διακινδυνεύει ἡ θέση μας, τὸ ἀξίωμά μας, ἡ περιουσία μας; Ἔχουμε τὴν τόλμη νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν ἀλήθεια, ὅταν βλέπουμε ὅτι ἀδικεῖται ὁ συνάνθρωπός μας; Εἴμαστε πρόθυμοι νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν ἄνεσή μας γιὰ νὰ συμπαρασταθοῦμε στὸν πονεμένο ἀδελφό μας; Χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς γνήσιος μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Καὶ τέτοια τόλμη εἶχε «ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ», ὁ ὁποῖος ἀποδείχθηκε ἄξιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ποὺ ἐμφανίζονται στὴ συνέχεια.
2. Σταθερότητα στς δυσκολίες
   Αὐτὲς οἱ ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου παρακολουθοῦσαν ἀπὸ κάποια ἀπόσταση, ἀλλὰ μὲ πολὺ ἐνδια­φέ­ρον καὶ προσοχή, ποῦ τοποθετήθηκε τὸ σῶμα τοῦ λατρευτοῦ τους Διδασκάλου. 
   Ὅταν λοιπὸν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μα­ρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα γιὰ νὰ ἔλθουν τὸ πρωὶ στὸν τάφο καὶ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 
   «Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς ­σαββάτων», πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ­πήγαιναν πρὸς τὸ μνημεῖο, κα­θὼς ὁ ἥλιος ἄρ­χι­ζε ν’ ­ἀνατέλ­λει. Ἀλ­λὰ εἶ­χαν καὶ ­κά­ποια ­ἀ­­­γωνία: «τίς ἀποκυλί­σει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς ­θύρας τοῦ ­μνημείου;»· ποιὸς θὰ μᾶς ἀποσύρει τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου;...
   Καθὼς πλησίασαν ὅμως, εἶδαν μὲ ἔκ­πληξη ὅτι ἡ πέτρα, ἡ ὁποία μάλιστα ἦταν πολὺ μεγάλη, εἶχε μετατοπισθεῖ μακριά!
   Ἔτσι προχώρησαν καὶ μπῆκαν στὸ μνημεῖο, ὅπου τοὺς περίμενε ἄλλη ἔκπληξη: στὰ δεξιὰ τοῦ τάφου καθόταν ἕνας νέος ντυμένος μὲ ὁλόλευκη στολή. Ἦταν ἄγγελος. Τὸν εἶδαν καὶ τρόμαξαν! 
   Ἐκεῖνος ὅμως τὶς καθησύχασε: 
  –Μὴ φοβάστε! Ξέρω ποιὸν ζητᾶτε. Ζη­τᾶτε τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζαρηνὸ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε! Δὲν εἶναι ἐδῶ! Νά, εἶναι ἀδειανὸ τὸ μέρος ὅπου τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές Του, καὶ ἰδι­αι­τέρως στὸν Πέτρο, ὅτι πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴ Γαλιλαία καὶ σᾶς πε­ρι­μένει ἐκεῖ. Ἐκεῖ θὰ Τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε πρὶν σταυ­ρω­θεῖ.
   Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ, οἱ Μυροφόρες ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο γεμάτες τρόμο καὶ ἔκπληξη, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶπαν τί­­ποτε σὲ κανένα. 
   Κάνει ἐντύπωση ἡ τόλμη καὶ ἡ σταθερότητα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Ὁ βράχος ἦταν ἕνα σοβαρὸ ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου τους. «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;», ἔλεγαν, καθὼς προχωροῦσαν πρὸς τὸ μνημεῖο. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν γύρισαν πίσω. Τίποτε δὲν ὑπελόγιζαν: οὔτε τὸ σκοτάδι τῆς νύκτας, οὔτε τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Καὶ γιὰ τὴ σταθερότητά τους ἀξιώθηκαν πρῶτες αὐτὲς νὰ δεχθοῦν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
   Δυσκολίες καὶ ἐμπόδια συναντοῦμε κι ἐμεῖς συχνὰ στὴ ζωή μας. Κάποτε τὰ προβλήματα φαίνεται ὅτι ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅμως. Ἂς προχωροῦμε πάντοτε μὲ πίστη κι ἐλπίδα στὸν Ἀναστάντα Κύριο, ὁ Ὁποῖος δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει καὶ δὲν θὰ μᾶς διαψεύσει ποτέ.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
το είδαμε εδώ

Κυριακή των Μυροφόρων Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΧΑΡΑ (Μαρκ. 15, 43-47 και 16, 1-8) †ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

                                            Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΧΑΡΑ (Μαρκ. 15, 43-47 και 16, 1-8)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ομιλίας στον Ωρωπό, στις 7/5/1995).

1. Η χαρά των αγίων

           Τα πρώτα λόγια που είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μετά την ανάσταση ήταν το «χαίρετε». Συγκινούμεθα βαθειά. Όλοι μας ποθούμε να έχουμε στη ζωή μας χαρά. Όλοι αγωνιζόμαστε να βρούμε χαρά. Κανένας δεν θέλει την λύπη. Παρά ταύτα, πρέπει να προσέξουμε, γιατί κάτω από το όνομα «χαρά», κρύβονται χίλιες δυό απομιμήσεις της. Ο άνθρωπος επί παραδείγματι, αισθάνεται χαρά όταν κάνει το καθήκον του. Αισθάνεται χαρά και όταν συμπεριφέρεται στον άλλο με εγωισμό, όταν τον ταπεινώνει. Αισθάνεται χαρά όταν θυμώνει. Αισθάνεται χαρά όταν ικανοποιεί τα πάθη του, όποια και αν είναι.
Και το ερώτημα: Είναι ποτέ δυνατόν αυτή η χαρά να είναι υγιής; Αφού είναι έκφραση καταστάσεως που όλοι την καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον όταν την βλέπουμε στους άλλους, ότι είναι κατάσταση νοσηρή. Είναι δυνατόν ποτέ, άρρωστο πράγμα να δίνει υγιή χαρά;
Γι' αυτό ο Κύριος όταν ανέστη εκ νεκρών είπε το «χαίρετε». Για να μας υποδείξει ότι πρέπει να ψάχνουμε για την αληθινή χαρά.
Μας λέει το Ευαγγέλιο, ότι «έσπασε» η καρδιά του άγιου και δίκαιου Ιωσήφ, του από Αριμαθαίας, όταν ο Χριστός, παρέδωκε το πνεύμα του και πέθανε κατά το ανθρώπινο πάνω στο Σταυρό. Δεν μπορούσε ούτε να το σκεφθεί, πως είναι δυνατόν να τον αφήσει να μείνει κρεμασμένος στο Σταυρό, άταφος. Και πήγε στον Πιλάτο, «τολμήσας», μετά από τόσο μίσος που είχαν δείξει οι Εβραίοι εναντίον του Χριστού. Πήρε το θάρρος ή καλύτερα έδειξε τον ηρωισμό, να πάει στον Πιλάτο και να τον παρακαλέσει να πάρει το σώμα του Ιησού. Κινδύνευε να βρει τον μπελά του, αν τον έπιαναν. Και όταν αποκαθήλωναν τον Κύριο και τον τοποθετούσαν στο μνημείο, οι μεγάλοι αυτοί απόστολοι Ιωσήφ και Νικόδημος, θρηνούσαν τον Χριστό.
Όμως, όταν κάνει ο άνθρωπος το καθήκον του, αισθάνεται χαρά. Άγία. Γλυκειά. Ειρηνική. Και προπαντός ακαταίσχυντη. Δεν έχει να ντροπιαστεί από κανένα. Δεν μπορεί κανείς να του παρατηρήσει ότι είναι έκφραση πάθους. Ότι κείνο που την γέννησε είναι σιχαμερό. Είναι χαρά αγία. Το ίδιο λέγει το Ευαγγέλιο για τις μυροφόρες.
Τι λέει η πείρα μας; Κλαίει το παιδί τον πατέρα του... Κλαίει, πονάει, αλλά ταυτόχρονα τελειώνοντας, έχει χαρά. «Έκανα το καθήκον μου σωστά», λέει, και γεμίζει από ειρήνη. Η χαρά αυτή προέρχεται από τον πόνο. Πονεμένος, την έχεις. Όχι τραγουδώντας, ούτε γλεντώντας, ούτε ηδονιζόμενος. Αλλά είναι χαρά, ειρηνική, ήρεμη, γλυκυτάτη.
Υπάρχει βέβαια η χαρά της αμαρτίας. Αλλά όταν την δοκιμάζεις, αμέσως μετά γεμίζεις ταραχή.
Έκανες την αμαρτία, και γεμίζεις ταραχή…

2. Για ποιά χαρά μιλάμε;

Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει χαρά που φέρνει ταραχή.
Και υπάρχει χαρά που φέρνει ειρήνη και γαλήνη και ηρεμία. Η μία, είναι η χαρά που μας την δίνει η υπακοή στις εντολές του Θεού. Η άλλη είναι η χαρά των παθών σώματος και ψυχής. Και ξέρετε αδελφοί ένα παράξενο πράγμα; Όταν ο άνθρωπος δοκιμάσει την χαρά την πνευματική, δεν του χρειάζεται πια χαρά σωματική. Είναι ικανοποιημένος. Δεν τον απασχολεί τι φαΐ θα φάει, για να το γλεντήσει το φαΐ. Δεν τον απασχολεί η παράνομη ηδονή. Δεν θέλει να ταπεινώσει τον άλλο άνθρωπο για να αισθανθεί χαρά. Δεν έχει καμιά όρεξη να πάει να γλεντήσει στα νυχτερινά κέντρα. Έχει μέσα του χαρά. Δεν ζητάει χαρά.
Και έχει χαρά, είτε είναι μόνος του είτε είναι παρέα με ανθρώπους. Είτε είναι νηστικός, είτε ευρίσκεται σε μία παρέα και ευφραίνονται. Είτε έχει πένθος, είτε έχει γάμο, είτε έχει οποιοδήποτε άλλο γεγονός στη ζωή του.
Αντίθετα, η αμαρτία δημιουργεί στην ψυχή και στη συνείδηση του ανθρώπου ταραχή, και η ταραχή ξεσπάει, φωνάζει. Και κάνει τον άνθρωπο θλιμμένο και πικραμένο. Να μην του αρέσει τίποτα. Από κει και πέρα, ο άνθρωπος μη ξέροντας τι του φταίει, έστω και αν παριστάνει τον έξυπνο και τον μορφωμένο, προσπαθεί να σβήσει τον στεναγμό της ψυχής του, με τον θόρυβο και με τη συνεχή απασχόληση. Τραγούδια, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ντόρο, τρέξιμο. Με ένα και μοναδικό σκοπό. Να ξεχάσει την φωνή της συνειδήσεώς του που του λέει: «Δεν έχεις δικαίωμα να έχεις χαρά, γιατί τα έργα σου δεν είναι καλά». Και όσο πιο πολύ, αναζητεί την χαρά στην αμαρτία, τόσο περισσότερο στενάζει η ψυχή του και ψάχνει να βρει μεγαλύτερη αμαρτία, για να σιγάσει τον πόνο της ψυχής του.

3. Γεμάτο πορτοφόλι, άδεια καρδιά

Και το αποτέλεσμα; Βλέπουμε στον σύγχρονο κόσμο, ότι μερικοί ποδοπάτησαν και ισοπέδωσαν τις εντολές του Θεού και τη συνείδηση και τρέχουν και κάνουν αμαρτίες. Που όμως χαρά; Πουθενά! Και διαβάζουμε στις εφημερίδες, ότι νεαρά παιδιά, που τα δίδαξαν οι γονείς τους και το περιβάλλον τους, ότι δεν είναι τίποτα η πορνεία και τα οποιαδήποτε άλλα αισχρά πάθη, είναι δυστυχισμένα. Και ας λένε μερικοί χαζογέροντες: «Ρε τρελλά που είναι τα παιδιά σήμερα. Σήμερα δένουν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Να ήμουν εγώ νεαρός...» Ω ταλαίπωρε γέρο που δεν έχεις κουκούτσι μυαλό, γι' αυτό ήθελες να είσαι νεαρός σήμερα;»
Και τι γίνονται οι νεαροί; Παρότι έχουν όλη την ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν, ακούμε κάθε τόσο αυτοκτονίες νέων παιδιών. Ποιά παιδιά είναι αυτά; Εκείνα που πηγαίνουν στην Εκκλησία; Εκείνα που συμβουλεύονται τους ιερείς; Εκείνα που κάνουν το καθήκον τους; Ακούσατε ποτέ να αυτοκτόνησε κανένα από αυτά τα παιδιά;
Και γιατί αυτοκτονούν; Το εξηγούν τα ίδια σε γραπτά τους.
Αισθάνονται: «άδεια». Ποιός αισθάνεται άδειος, απογοητευμένος, απελπισμένος; Ένα παιδί είκοσι χρονών. Γιατί; Γιατί άδειασε την καρδιά του και την ψυχή του με την αμαρτία. Ενώ ο Χριστός μας είπε: «Χαίρετε, εν Κυρίω». «Χαίρετε», με την ελπίδα της αναστάσεως, με την ελπίδα της αιώνιας ζωής και με την εκπλήρωση του καθήκοντος απέναντι του Θεού και απέναντι του πλησίον.
Για να πράξει κανείς το καθήκον του απέναντι του πλησίον και του εαυτού του και του Θεού, έχει ανάγκη από πίστη. Πίστη στον Χριστό. Γι' αυτό, μας διδάσκει η Αγία Γραφή: «όποιος επικαλεσθεί το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού θα σωθεί». Το είπαν και το κήρυξαν οι απόστολοι μπροστά σε όλους τους άρχοντες των Ιουδαίων. «Αυτός που εσταυρώθη και απέθανε, είναι ο σωτήρας του κόσμου. Και όποιος επικαλεστεί το όνομά του και του ειπεί: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησέ με τον αμαρτωλό», θα σωθεί».
Θα σωθεί και σ’ αυτή τη ζωή γιατί θα γεμίσει η καρδιά του γαλήνη, ειρήνη, χαρά. Χαρά μόνιμη και ακαταίσχυντη. Θα σωθεί και εκεί στην αιώνια ζωή, για να χαίρεται ατελεύτητα μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους.

4. Η ανάσταση και οι μάρτυρές της

Πηγή αληθινής χαράς είναι η ανάσταση του Χριστού. Και δυναμώνει την απόφασή μας να κάνουμε ό,τι πρέπει για τον Χριστό και για την ψυχή μας.
Πέθανε ο Χριστός στο Σταυρό. Όμως δεν έμεινε στον τάφο. Για να μας αποδείξει ότι δεν τελειώνει εδώ η ζωή. Αλλά θα αναστηθούμε και θα ζήσουμε στην αιώνια ζωή. Ακούσατε κανένα πεθαμένο να αναστηθεί ποτέ; Αν σας πει κανένας, «ξέρεις αναστήθηκε ο παππούς μου ή η γιαγιά μου ή ο θείος μου» το πιστεύετε ποτέ;
Τότε, πώς μιλάμε για την ανάσταση του Χριστού;
Την ανάσταση του Χριστού οι απόστολοι δεν την έγραψαν από κάποιες ψεύτικες εντυπώσεις τους. Τον είδαν τον Χριστό ολοζώντανο μπροστά τους, μετά από την ανάστασή του. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη ημέρα. Σαράντα ημέρες τον έβλεπαν συνεχώς. Ερώτημα: Μπας και μας λένε ψέματα; Μήπως απατούν;
Ε, πώς να μας απατούν ευλογημένε. Όλοι για την δόξα και για την πίστη του Χριστού σφαγήκανε. Από τους δώδεκα αποστόλους, ο μόνος που πέθανε φυσικό θάνατο, ήταν ο Ιωάννης ο Θεολόγος. Αλλά και αυτός υπέφερε τα πάντα. Όλοι οι άλλοι υπέμειναν σταυρό, μαρτύρια, κρέμασμα, σφαγή με ξίφος. Μπορούν να λένε ψέματα εκείνοι που σφάζονται για κάτι που πιστεύουν; Δεν είναι δυνατόν ποτέ;
Ερώτημα δεύτερον: Οι απόστολοι λένε ότι τον είδαν τον Χριστό και τον ψηλάφησαν. Μήπως απατήθηκαν; Μήπως δεν κατάλαβαν καλά; Απάντηση: Τα συναισθήματα που έχω στην καρδιά μου, μπορούν να με επηρεάσουν και να κάνω λάθος. Το ίδιο και οι ιδέες που έχω στο μυαλό μου. Αλλά ο,τι πιάνω με τα χέρια μου, ξέρω με βεβαιότητα τι είναι. Σίδερο, ξύλο, φωτιά που καίει. Αυτά, τα χειροπιαστά, δεν είναι ιδέες για να κάνω λάθος είναι συγκεκριμένα πράγματα. Και κάτι ακόμη: δεν είναι ένας άνθρωπος που μαρτυρεί για την ανάσταση. Δώδεκα απόστολοι μαζί τον είδαν τον Χριστό. Μπορούν να απατηθούν δώδεκα άνθρωποι μαζί; Μήπως το περίμεναν; Δεν το περίμεναν!
Κάποια άλλη φορά που τον είδαν, ήταν πεντακόσιοι μαζί. Πεντακόσιοι άνθρωποι μαζί, κάνανε λάθος; Και κουβέντιασαν μαζί του και έφαγαν. Βάλανε τα χέρια τους στην πλευρά του. Αγκάλιασαν τα πόδια του και τα φίλησαν. Πώς είναι δυνατόν να κάνουν λάθος; Ούτε απατούν οι απόστολοι ούτε απατήθηκαν.
Τι μένει; Είναι αληθινά όσα λένε για την ανάσταση του Χριστού.
Και σήμερα, έχουμε τους ανθρώπους που πίστευσαν στην αγία ανάσταση. Ο άγιος Νεκτάριος πίστευσε σωστά στην ανάσταση του Χριστού και στην αιώνια ζωή και γι' αυτό κάνει θαύματα. Ο άγιος Γεράσιμος στην Κεφαλληνία, για την ανάσταση του Χριστού και την αιώνια ζωή, μπήκε σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο. Και έζησε χρόνια πολλά. Πώς έζησε; Γεμάτος ειρήνη και χαρά, προσευχόμενος προς τον Χριστό. Ήταν πιο ευτυχισμένος από εκείνους που γλεντάνε στα νυχτερινά κέντρα. Και μέχρι σήμερα, όχι μόνο θαύματα κάνει, αλλά τα δαιμόνια τον τρέμουν.
Ας καταλάβουμε πόσο αδικούμε τον εαυτό μας, που αναζητούμε την χαρά όχι στην ανάσταση, όχι κοντά στον Χριστό, σύμφωνα με τις εντολές του, αλλά μακρυά από τον Χριστό και στην αμαρτία.
Και ας τον παρακαλέσουμε, να μας φωτίζει και να μας συνετίζει, να επικαλούμεθα το όνομά του το άγιο όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Το «Κύριος», να το λέμε από τα βάθη της καρδιάς μας. Και το «ελέησόν με», να το λέμε με κατάνυξη. Παρακαλώντας τον Χριστό να μας στείλει την χάρη του Παναγίου Πνεύματός του, να μας φωτίσει, να μας καθαρίσει, να μας αγιάσει, να γεμίσει την καρδιά μας ειρήνη και χαρά. Αμήν.-

Άγιος Λουκάς Κριμαίας: Κυριακή των Μυροφόρων

Άγιος Λουκάς Κριμαίας: Κυριακή των Μυροφόρων
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ 
Λόγος εις την Κυριακή των Μυροφόρων
Στα τριάμιση τελευταία χρόνια της επίγειας ζω­ής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όταν Αυτός κήρυττε το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης και έκανε αμέ­τρητα θαύματα, μαζί Του βρίσκονταν συνεχώς οι άγι­οι απόστολοι και οι μυροφόρες γυναίκες. Οι από­στολοι τους οποίους ο ίδιος διάλεξε ήταν περισσό­τεροι από τις μυροφόρες. Και μόνο τους αποστόλους έστελνε ο Κύριος να κηρύττουν το Ευαγγέλιο. Μό­νο στους αποστόλους έδωσε την εξουσία να διώ­χνουν τα δαιμόνια και να θεραπεύουν τους ασθενείς. Οι μυροφόρες, αν και δεν τις αγαπούσε ο Κύριος λι­γότερο από τους αποστόλους, δεν έλαβαν απ' Αυτόν τέτοια χαρίσματα.
Πρέπει να σκεφτούμε ποιοι είναι οι λόγοι που ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός άλλη στάση κρατούσε απέναντι στους άνδρες και άλλη απέναντι στις γυ­ναίκες, τα δύο αυτά φύλα του ανθρωπίνου γένους. Δεν μπορούμε βέβαια να δώσουμε μία εξαντλητική απά­ντηση σ' αυτό το ερώτημα.
Μπορούμε όμως με βάση όχι τη δική μας λογική αλλά την αγία Γραφή να βρούμε κάποια στοιχεία που θα βοηθήσουν τη σκέ­ψη μας να πάρει σωστή κατεύθυνση.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε, αν μπορούσαν ή όχι οι γυναίκες με τις ασθενείς δυνά­μεις τους να σηκώσουν το βάρος του αποστολικού έργου, των διωγμών και των βασάνων που υπέφεραν οι απόστολοι του Χριστού. Υπάρχουν γι' αυτό το θέμα πολλές μαρτυρίες και στην Αγία Γραφή και στους βίους των αποστόλων. Ας ακούσουμε τι λέει ο Πρωτοκορυφαίος και μεγάλος απόστολος Παύλος για τα βάσανα που υπέφερε για τον Χριστό και τους διω­γμούς που υπέστη για το όνομά Του κατά τη διάρκεια του αποστολικού του έργου:
«Υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μί­αν έλαβον, τρις ερραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγησα, νυχθημερόν εν τω βυθώ πεποίηκα· οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις· εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β' Κορ. 11, 24-27).
Αυτά υπέφερε ο απόστολος Παύλος.
Ας θυμηθούμε τώρα το βίο του Πρωτοκλήτου αποστόλου Ανδρέα. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή του. Στην αρχή κήρυττε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία. Με­τά πήγε στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας, επι­σκέφτηκε όλες τις σημαντικότερες παραθαλάσσιες πόλεις και κήρυττε εκεί τον Χριστό. Στη Σινώπη οι ειδωλολάτρες τον χτύπησαν με αγριότητα και τον άφησαν μισοπεθαμένο έξω από την πύλη της πόλε­ως. Εδώ του φανερώθηκε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τον θεράπευσε και του είπε να μην φοβάται κανέ­ναν. Έτσι ο απόστολος Ανδρέας συνέχισε το δρόμο και αφού πέρασε την Αμπχαζία και τον Καύκασο έ­φτασε στην Κριμαία.
Ναι, και εδώ κήρυττε ο απόστολος Ανδρέας το Ευαγγέλιο. Όμως δεν σταμάτησε εδώ αλλά συνέχι­σε την πορεία του. Ακολουθώντας τον ποταμό Δνεί­περο έφτασε στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται η μεγάλη και η αγία πόλη του Κιέβου. Εκεί στους λό­φους του Κιέβου ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό και είπε: «Πιστέψτε με, εδώ σ' αυτούς τους λόφους θα λάμψει η χάρη του Θεού. Μεγάλη πόλη θα είναι εδώ, θα κτί­σει ο Κύριος στον τόπο αυτό πολλές εκκλησίες και θα φωτίσει με το θείο Βάπτισμα όλη την Ρωσική γη».
Δεν τελείωσε όμως στο Κίεβο η περιοδεία του. Ο απόστολος του Χριστού προχώρησε στο βάθος της ρωσικής γης και έφτασε μέχρι την βόρεια πόλη Νόβγκορον. Φανταστείτε τώρα πόσο δύσκολος ήταν ο δρόμος του. Από δω γύρισε στην Ελλάδα, όπου τελείωσε τη ζωή του πάνω στο σταυρό. Δεν κάρφω­σαν με τα καρφιά τα χέρια και τα πόδια του αλλά τα έδεσαν με σχοινί για να υποφέρει πιο πολύ. Επάνω στο σταυρό ο απόστολος βρισκόταν τέσσερεις μέρες και τέσσερεις νύχτες, υποφέροντας πολλά βάσανα και δοξάζοντας τον Θεό.
Σκεφτείτε τώρα, αν θα μπορούσαν οι μυροφόρες γυναίκες να αντέξουν τέτοιους κόπους, πόνους και διωγμούς που υπέφεραν οι απόστολοι. Σας έχω πει ότι εκτός από τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο όλοι οι άλλοι απόστολοι είχαν μαρτυρικό θάνατο και πολ­λοί απ' αυτούς τελείωσαν την ζωή τους πάνω στο σταυρό. Θα μπορούσαν οι γυναίκες να αντέξουν τέ­τοιους κόπους; Τέτοιους διωγμούς και καταδιώξεις που υφίσταντο οι απόστολοι; Μπορούν να συγκρι­θούν οι ασθενείς δυνάμεις μιας γυναίκας με την δύ­ναμη που είχε για παράδειγμα ο άγιος απόστολος Ανδρέας; Ασφαλώς όχι. Οι γυναίκες είναι πιο αδύναμες από τους άνδρες, γι' αυτό και ο Κύριος Ιη­σούς Χριστός αλλιώς φερόταν στους άνδρες και αλ­λιώς στις γυναίκες. Δεν θέλησε να επιφορτίσει τις μυροφόρες γυναίκες με το βάρος του αποστολικού έργου.
Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Υπάρχει όμως και μία άλλη, η οποία και αυτή έχει μεγάλη σημασία. Ακούστε τι είπε ο μεγάλος προφήτης Μωϋσής στο πέμπτο βιβλίο της Πεντατεύχου, στο Δευτερονόμιο: «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σού εστιν πας ποιών ταύτα» (Δευτ. 22, 5). Μη νομίζετε ότι εδώ πρόκειται για καρναβάλια. Και να μην νομίζετε ότι είναι ασήμα­ντος αυτός ο σύντομος λόγος του προφήτη, που ανα­φέρεται στο γυναικείο ένδυμα.
Ο λόγος αυτός έχει μεγάλη σπουδαιότητα και θα ήθελα να το καταλάβετε διότι αυτό θα μας βοηθή­σει για να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανέθεσε το αποστολικό έργο με τους κόπους και τους πόνους του στους άνδρες απο­στόλους και όχι στις μυροφόρες γυναίκες. Είναι πο­λύ σημαντική η διάκριση που έκανε ο Κύριος μετα­ξύ ανδρών και γυναικών σε σχέση με το ρόλο και την αποστολή που έχει κάθε φύλο.
Εκείνοι οι επιστήμονες, οι οποίοι ασχολούνται με τη βιολογία, ξέρουν καλά ότι κάθε φυτό και κάθε ζώο από τη φύση τους, ή καλύτερα να πούμε από τον Δημιουργό, είναι προορισμένα να ζουν σε κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες είναι διαφορετι­κές για το καθένα απ' αυτά. Αυτές οι συνθήκες προσδιορίζουν τη ζωή τους αλλά επίσης και τη δομή που έχει το σώμα τους.
Τώρα, ό,τι αφορά τον άνθρωπο. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός. Και είναι δια­φορετική η δομή του σώματος τους. Πρώτ' απ' όλα η γυναίκα είναι πολύ πιο αδύνατη από τον άνδρα. Ο Θεός προόρισε τη γυναίκα για ένα συγκεκριμένο έργο. Τη γυναίκα, και όχι τον άνδρα. Το έργο αυτό διαφέρει πολύ από εκείνο, για το οποίο είναι προο­ρισμένος ο άνδρας.
Τι είναι το σημαντικότερο στη ζωή του άνθρω­που; Όλα τα έργα που κάνει ο άνθρωπος έχουν γι' αυτόν την ίδια σπουδαιότητα; Ασφαλώς όχι. Όταν έπλασε ο Θεός τους πρώτους ανθρώπους, τον Αδάμ και την Εύα, τους έδωσε την πρώτη εντολή, πολύ σύντομη και πολύ απλή: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. 1, 28). Αν αυτή ήταν η πρώτη εντολή τό­τε πρέπει να παραδεχθούμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντική και πολύ βαθιά. Αν δεν υπήρχε αυτή η ε­ντολή, τότε το ανθρώπινο γένος θα ήταν ολιγάριθμο και αδύναμο μπροστά στη φύση. Ξέρουμε ότι μόνο εκείνα τα κράτη θεωρούνται ισχυρά, αυτά που έχουν μεγάλο πληθυσμό.
Η εντολή, λοιπόν, του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» δηλώνει την σπουδαιότητα που έχει για το ανθρώπινο γένος το έργο αυτό. Αδιαμφισβήτητα τον πρώτο λόγο εδώ έχει η γυναίκα και όχι ο άνδρας. Για τη γυναίκα το έργο αυτό είναι το πιο σημαντικό στη ζωή της. Αυτό δεν το λέω εγώ αλλά η αγία Γραφή. Βέβαια δεν είναι σωστό να περιορίζουμε το ρόλο της γυναίκας στην τεκνογονία. Και πιστεύω ότι κανένας άνθρωπος προσεκτικός και πνευματικά καλλιεργημέ­νος δεν σκέφτεται έτσι.
Οι Γερμανοί λένε ότι όλος ο ρόλος και η απο­στολή της γυναίκας προσδιορίζονται από τέσσερεις λέξεις: παιδιά, ρούχα, κουζίνα, εκκλησία. Είναι ασέ­βεια να λέμε και να σκεφτόμαστε έτσι και να προσ­βάλλουμε ολόκληρο το γυναικείο φύλο. Για μας τους ορθοδόξους αυτό είναι απαράδεκτο. Θέλω να πω ότι αν η γυναίκα έχει κάποια προσόντα δεν πρέ­πει να τα αφήσει. Αν της έδωσε ο Θεός βαθιά διά­νοια μπορεί να ασχοληθεί με την επιστήμη ή τη λο­γοτεχνία. Επαναλαμβάνω, είναι μεγάλο λάθος και είναι ανεπίτρεπτο να περιορίζουμε το ρόλο της γυ­ναίκας στην τεκνογονία και την ανατροφή των παι­διών.
Αυτό όμως δεν αφορά όλες τις γυναίκες. Διότι είναι λίγες οι γυναίκες που έχουν κάποιες εξαιρετι­κές ικανότητες ή ταλέντα ή κλίση στην τέχνη, την επιστήμη ή την φιλοσοφία. Οι περισσότερες ως το σημαντικότερο έργο τους πρέπει να βλέπουν αυτό για το οποίο τις προόρισε ο Κύριος. Το να γεννάει η γυναίκα και να φροντίζει τα παιδιά της είναι έργο σπουδαιότατο. Και είναι απαράδεκτο να αφήνει η γυναίκα το παιδί της χωρίς φροντίδα. Καμμία άλλη γυναίκα δεν μπορεί να φροντίσει το παιδί της όπως το φροντίζει η μητέρα του.
Εδώ πολύ μεγάλο ρόλο παίζει η συγγένεια εξ αίματος, την οποία δεν πρέπει να την παραβλέπου­με. Επίσης και το μητρικό γάλα, τις ιδιότητες του οποίου ίσως δεν τις γνωρίζουμε καλά, έχει μεγάλη σημασία για τη σωστή ανάπτυξη του παιδιού. Και ένα άλλο εξίσου σημαντικό πράγμα: Η αγάπη που προσφέρει η μητέρα στο παιδί της δεν μπορεί να του την προσφέρει καμμία άλλη γυναίκα. Αλλοίμονο στο παιδί που το μεγαλώνει μία ξένη γυ­ναίκα και όχι η μητέρα του ή που μεγαλώνει σε κά­ποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Αλίμονο στη γυναίκα που αρνείται το παιδί της.
Αλλοίμονο και σ' αυτή τη γυναίκα που παραβλέ­πει και δεν δίνει σημασία στις προτεραιότητες του φύλου της. Αλλοίμονο σ' εκείνες τις γυναίκες που περιφρονώντας την αξιοπρέπεια τους προτιμούν να φοράνε ανδρικά ρούχα. Έχω ακούσει για μία ανόη­τη γυναίκα που κυκλοφορούσε στους δρόμους ντυμέ­νη με ανδρικό κοστούμι. Όταν την έβλεπαν οι άν­θρωποι με απέχθεια και αγανάκτηση έστρεφαν το βλέμμα τους. Δεν καταλάβαινε η καημένη ότι προσ­βάλλει μ' αυτό την αξιοπρέπειά της.
Αυτό επιβεβαιώνει και η Αγία Γραφή με το λό­γο που ήδη έχουμε αναφέρει: «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί, ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν, ότι βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ σού εστιν πας ποιών ταύτα» (Δευτ. 22, 5). Βεβαίως δε θεωρεί­ται βδέλυγμα κάθε άνθρωπος που είναι ντυμένος με ρούχα του άλλου φύλου. Δεν μπορεί να είναι οργή του Θεού πάνω στη γυναίκα η οποία για να θρέψει τα μικρά της παιδιά δουλεύει ως σοβατζής και είναι αναγκασμένη να φοράει ανδρικά ρούχα για να κάνει τη δουλειά της. Δεν πρόκειται εδώ για τέτοιες περιπτώσεις. Εδώ μιλάμε για τις γυναίκες που περιφρο­νούν το δικό τους γυναικείο ένδυμα. Έχω δει στα πανεπιστήμια πολλές καθηγήτριες που φοράνε ανδρικά ρούχα. Αυτές είναι βδέλυγμα ενώπιον του Θε­ού, αυτές παραβαίνουν την εντολή που τις δόθηκε από τον Θεό.
Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κύ­ριος δεν κάλεσε τις μυροφόρες γυναίκες να αναλά­βουν το έργο που προοριζόταν για τους άνδρες. Και γι' αυτό ζητά ο Κύριος από τις γυναίκες να εκτιμούν και να σέβονται το δικό τους γυναικείο φύλο, τις ιδι­ότητες της ψυχολογικής τους σύνθεσης που τις χά­ρισε ο Θεός. Αν έχετε από τον Θεό αυτές τις ιδιό­τητες, να τις φυλάγετε με μεγάλο σεβασμό και ευχα­ριστία προς τον Κύριο. Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ 
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΤΟΜΟΣ Α'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ 26-4-2015



Σήμερα ἀκούσαμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων νὰ μᾶς λέει: «Ἐκεῖνες τὶς μέρες, καθὼς μεγάλωνε ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν, ἄρχισαν νὰ παραπονιοῦνται οἱ ἑλληνόφωνοι πιστοὶ ἐναντίον τῶν ἐβραιοφώνων ὅτι στὴν καθημερινὴ διανομὴ τῶν τροφίμων δὲν φρόντιζαν τὶς ἑλληνόφωνες χῆρες ὅσο ἔπρεπε. Τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σύναξαν ὅλους τοὺς μαθητὲς καὶ εἶπαν: «Δὲν εἶναι σωστὸ ἐμεῖς νὰ ἀφήσουμε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ διανομὲς τροφίμων. Φροντίστε, λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ ἐκλέξετε ἀπ’ ἀνάμεσά σας ἑφτὰ ἄντρες μὲ καλὴ φήμη, γεμάτους ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτοὺς θὰ ὁρίσουμε νὰ κάνουν αὐτὸ τὸ ἔργο κι ἐμεῖς θὰ ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικὰ στὴν προσευχὴ καὶ στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος». Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια συμφώνησε ὅλη ἡ κοινότητα.  Ἔτσι, διάλεξαν τὸ Στέφανο, ἄνθρωπο γεμάτον πίστη καὶ Ἅγιο Πνεῦμα·  ἐπίσης τὸ Φίλιππο, τὸν Πρόχορο, τὸν Νικάνορα, τὸν Τίμωνα, τὸν Παρμενᾶ καὶ τὸ Νικόλαο ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ποὺ προηγουμένως εἶχε προχωρήσει στὸν Ἰουδαϊσμό. Αὐτοὺς τοὺς ἔφεραν μπροστὰ στοὺς ἀποστόλους, ποὺ προσευχήθηκαν κι ἔβαλαν τὰ χέρια τους στὰ κεφάλια τῶν ἑφτά. Στὸ μεταξὺ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαδινόταν. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν στὴν Ἱερουσαλὴμ μεγάλωνε πολύ. Ἀκόμη καὶ ἱερεῖς πάρα πολλοὶ ἀποδέχονταν τὴν πίστη».
         Σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου οἱ ἀποστολικὲς περικοπὲς εἶναι εἰλημμένες ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Στὴν σημερινή, λοιπόν, γίνεται ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων, ἀλλὰ μᾶς δίνει συγχρόνως σημαντικὰ στοιχεῖα καὶ πληροφορίες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Μᾶς ἀναφέρει, λοιπόν, ὅτι τὶς μέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ Ἀπόστολοι ἀσκοῦσαν τὸ ἀποστολικὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν αὐξανόταν σημαντικά. Δημιουργήθηκε, ὅμως, πρόβλημα, ὅταν κατὰ τὴν καθημερινὴ διανομὴ τροφίμων δὲν λαμβανόταν ἡ δέουσα πρόνοια γιὰ τὶς ἑλληνόφωνες χῆρες, ὅσο γιὰ τὶς ἐβραιόφωνες. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μᾶς δίνει καὶ τὴν πληροφορία ὅτι ἡ σύνθεση τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐκκλησίας ἀποτελεῖτο ἀπὸ μέλη προερχόμενα ἀπὸ Ἑβραίους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν τῆς Παλαιστίνης, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐβραιόφωνοι, δηλαδὴ μιλοῦσαν ἑβραϊκά, καὶ ἀπὸ μέλη τῶν ἑβραϊκῶν κοινοτήτων τῆς διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἑλληνόφωνοι. Ἐδῶ καταλαβαίνουμε καὶ τὴν οἰκονομικὴ διαφορὰ ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Ἑλληνιστῶν. Οἱ ἑλληνιστὲς ἦταν πιὸ εὔρωστοι οἰκονομικὰ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ γινόταν ἡ διάκριση μεταξὺ τῶν ἐβραιοφώνων καὶ τῶν ἑλληνοφώνων χηρῶν. 
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ βρίσκουμε σὲ αὐτὴ τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ «διακονία». Αὐτὴ ἡ διακονία ἔγινε γνωστὴ ὡς «ἀγάπαι», δηλαδὴ τὸ μοίρασμα τῶν ἀγαθῶν μεταξὺ τῶν πιστῶν. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μιὰ φιλανθρωπικὴ πράξη ἀλλὰ εἶχε ὡς σκοπὸ τὴν αὔξηση καὶ τὴ συνοχὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργήθηκε γιὰ τὴ διανομὴ τροφίμων μεταξὺ Ἑβραίων καὶ Ἑλληνιστῶν οἱ Ἀπόστολοι ἔδωσαν τὴ λύση μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο: κάνουν διαχωρισμὸ καὶ προβάλλουν διαβάθμιση τῶν διακονημάτων ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας. Θεωροῦν πιὸ σωστὸ αὐτοὶ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ  τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν προσευχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολὴ ποὺ τοὺς εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὴν ἐκλογή τους στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, νὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιο σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Τὸ ἔργο τῆς διακονίας καὶ τῆς διανομῆς τροφίμων θὰ ἀνατεθεῖ σὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, πρέπει νὰ διακρίνονται γιὰ τὴν καλή τους φήμη, τὴ σοφία τους καὶ νὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σοβαρὸ εἶναι, λοιπόν, τὸ ἔργο τους, ἀφοῦ ἀπαιτεῖ νὰ ἔχουν αὐτὰ τὰ χαρίσματα. Ἐπίσης, βλέπουμε τοὺς Ἀποστόλους μετὰ ἀπὸ προσευχὴ νὰ βάζουν τὰ χέρια τους πάνω στὰ κεφάλια τῶν ἑπτά, γιὰ νὰ τοὺς μεταδοθεῖ ἡ θεία χάρη. Ἔτσι τὸ διακόνημα ποὺ ἀνέλαβαν οἱ ἑπτὰ διάκονοι ἦταν καρπὸς τῆς θείας χάριτος.
            Ἡ ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων ἔγινε μὲ σκοπὸ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν πρακτικὰ ζητήματα, νὰ διανέμουν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐκκλησίας μὲ δικαιοσύνη, ὥστε νὰ μὴν προκύπτουν ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν. Μὲ αὐτὴν τὴν κίνησή τους οἱ ἀπόστολοι ἔκαναν φανερὸ ὅτι καὶ τὰ πρακτικὰ ζητήματα δὲν εἶναι κατώτερης σημασίας γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲν γίνει σωστὴ διαχείριση τῶν πρακτικῶν αὐτῶν ζητημάτων, τότε θὰ προκύψουν μεγαλύτερα, πνευματικὰ προβλήματα. Ἐπίσης, ἡ ἰδιαίτερη σημασία ποὺ ἔδωσαν στὴν ἐκλογὴ τῶν διακόνων φανερώνει πόσο σημαντικὴ εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ σωστὴ ἐπιλογὴ προσώπων. Γιατί καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀναλαμβάνουν τὴ διαχείριση τῶν πρακτικῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι ἀκέραιοι καὶ ἀξιόπιστοι, ἐνάρετοι καὶ ταπεινοί. Δὲ σημαίνει ὅτι τὰ πρακτικὰ θέματα ποὺ προκύπτουν δὲν χρειάζονται πνευματικὰ χαρίσματα, γιὰ νὰ ἐπιλυθοῦν, ἄλλωστε οἱ ἑπτὰ διάκονοι εἶχαν πολλὰ τέτοια χαρίσματα. Γι’ αὐτὸ ἂς ζητοῦμε τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ ὅσους ἐργάζονται μὲ πίστη καὶ φόβο Θεοῦ σὲ κάθε περιοχὴ τῆς ζωῆς, μὰ πιὸ πολὺ, ὅπως εἶναι αὐτονόητο «εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου». Ἀμήν.-

Η θέση των γυναικών στην Εκκλησία (Κυριακή των Μυροφόρων, Μαρ 15:43 – 16:8)


Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων περιγράφει δύο επεισόδια, που, αν και συνδέονται στενά μεταξύ τους -καθώς το ένα αποτελεί συνέχεια και συνέπεια του άλλου- ανήκουν σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Το πρώτο επεισόδιο αναφέρεται στην τελευταία πράξη του δράματος της επίγειας ζωής του Ιησού, στην ταφή του, και σηματοδοτεί ταυτόχρονα το τέλος μιας εποχής, του παλιού κόσμου που σε λίγο θα αντικατασταθεί από μιαν άλλη εντελώς καινούργια πραγματικότητα. Το δεύτερο επεισόδιο αναφέρεται στην εμπειρία που έζησαν οι γυναίκες, οι οποίες, πηγαίνοντας στο μνήμα για να προσφέρουν τις τελευταίες τιμές στον νεκρό Ιησού, πληροφορήθηκαν την ανάστασή του. Το επεισόδιο αυτό σηματοδοτεί την αρχή της νέας εποχής, την έναρξη του καινούργιου κόσμου, της Βασιλείας του Θεού, που σημαίνει ταυτόχρονα και το τέλος της κυριαρχίας του θανάτου.
myroforkwnnou2
            Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά τα δύο επεισόδια φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά των κόσμων στους οποίους ανήκουν. Όλοι οι πρωταγωνιστές του πρώτου επεισοδίου είναι άνδρες που κατέχουν κάποια σημαντική θέση. Ο Νικόδημος, μέλος της λεγόμενης ‘‘υψηλής’’ ιουδαϊκής κοινωνίας, ευυπόληπτος πολίτης, είχε εντυπωσιαστεί από το κήρυγμα του Ιησού, αλλά, φοβούμενος να διακινδυνεύσει την κοινωνική του θέση, παραμένει κρυφός μαθητής του, χωρίς να εκτίθεται. Τώρα που ο δάσκαλος είναι νεκρός, τώρα που όλα τέλειωσαν και οι κρυφές ελπίδες διαψεύστηκαν, σπρωγμένος ποιος ξέρει από ποια συναισθήματα, παίρνει μια ηρωική απόφαση. Αποφασίζει να βγει από την αφάνεια και να τολμήσει να κάνει αυτό που φοβόταν σ’ όλη του τη ζωή· να προσφέρει, έστω και την τελευταία, τιμή στον δάσκαλό του, θάβοντάς τον αξιοπρεπώς. Ο Πιλάτος, Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, αφού ξεμπέρδεψε εύκολα με τη δίκη του Ιησού που παρά λίγο να τον μπλέξει σε πολιτικές περιπέτειες, αδιαφορεί τώρα πλήρως για την τύχη του θύματός του· μόλις βεβαιώθηκε ότι πέθανε, δίνει τη συγκατάθεση για την ταφή. Σιωπηρά πρωταγωνιστούν στο ίδιο επεισόδιο και οι μαθητές του Χριστού. Αυτοί που επί τρία χρόνια ήταν καθημερινά παρόντες σ’ όλες τις στιγμές της δράσης του Ιησού, άκουγαν τα κηρύγματά του, έβλεπαν τα θαύματά του, ζούσαν μαζί του και ήταν, μάλιστα, προειδοποιημένοι για όλα όσα επρόκειτο να συμβούν, τώρα λάμπουν δια της απουσίας τους. Ο Ιούδας τον πρόδωσε, ο Πέτρος τον αρνήθηκε, οι άλλοι φρόντισαν να κρυφτούν έγκαιρα. Μόνον ο Ιωάννης, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του, τόλμησε να πλησιάσει τον σταυρό, αλλά τώρα, θεωρώντας ίσως ότι έχει εκτεθεί αρκετά, βρίσκεται κι αυτός κρυμμένος μαζί με τους άλλους στο πατάρι κάποιου σπιτιού.
            Στο δεύτερο επεισόδιο πρωταγωνιστούν τρεις γυναίκες και ένας άγγελος· πρόσωπα με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα του πρώτου. Ο άγγελος δεν ανήκει στον κόσμο τούτο και οι γυναίκες, λόγω του φύλου τους και της κοινωνικής τους κατάστασης, ανήκουν στο περιθώριο της κοινωνίας της εποχής τους. Αντίθετα από τον Νικόδημο, που σ’ όλη τη ζωή του ήταν λογικός και μετρημένος, σ’ αυτές κυριαρχεί το συναίσθημα, το πάθος να βρεθούν κοντά στον Ιησού. Η λογική και ο υπολογισμός, μόνον κατ’ εξαίρεση περνάει απ’ το μυαλό τους: Ποιος θα κυλήσει για μας την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;
            Αντίθετα από τον Νικόδημο, που σ’ όλη του τη ζωή φοβόταν για την κοινωνική του θέση, αυτές, ζώντας έτσι κι αλλιώς στο περιθώριο της κοινωνίας, δεν νοιάζονται για το τι θα πει ο κόσμος, τρομάζουν όμως μπρος στο μέγεθος της αποστολής που τους ανατίθεται και χρειάζεται να παρέμβει ο άγγελος για να τις ενθαρρύνει: Μην τρομάζετε … Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: ‘‘Πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει’’.
            Σ’ αυτήν την προτροπή του αγγέλου οι ρόλοι ανατρέπονται: Οι μαθητές, που λογικά θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι που θα μάθαιναν την ανάσταση του Ιησού και θα την διακήρυσσαν παντού, απουσιάζουν· αυτοί, που επί τρία χρόνια προετοιμάζονταν καθημερινά για αυτόν τον ρόλο, αποδείχτηκαν στην κρίσιμη στιγμή κατώτεροι της αποστολής τους· έτσι, αυτές που αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο της χριστιανικής ιεραποστολής είναι τρεις γυναίκες. Η λογική κρατάει τους μαθητές κρυμμένους στο πατάρι, το πάθος οδηγεί τις γυναίκες στον τάφο του Ιησού και τις κάνει μάρτυρες της πιο συγκλονιστικής εμπειρίας που έζησε ποτέ άνθρωπος. Όμως ο Θεός γνωρίζει πώς σκέφτονται οι άνθρωποι. Ο άγγελος όχι μόνο δεν απορρίπτει τη λογική, αλλά αντίθετα, καλεί τις γυναίκες να εξετάσουν με ακρίβεια τον τάφο, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία για την ανάσταση του Ιησού.
            Παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών των δύο επεισοδίων, μπορούν να προκύψουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά των κόσμων στους οποίους ανήκουν. Στον παλιό κόσμο κυριαρχεί ο θάνατος, ο φόβος, ο μίζερος υπολογισμός. Η κοινωνία είναι λογικοκρατικά δομημένη με αυστηρή ιεραρχία, στην οποία ο καθένας έχει το ρόλο του. Μόνον κάποιες παράτολμες ενέργειες διαφοροποιούν κάπου κάπου το σκηνικό. Ο Θεός υπάρχει, όλοι πιστεύουν σ’ αυτόν, αλλά ζει στον κόσμο του και οι άνθρωποι ζουν στον δικό τους, λειτουργούν με τα δικά τους μέτρα, οργανώνονται με τον δικό τους τρόπο, ακολουθούν τις δικές τους προτεραιότητες. Στον καινούργιο κόσμο όλα είναι αλλιώς. Εδώ κυριαρχεί η ανάσταση, το συναίσθημα, η παρόρμηση. Οι κοινωνικές δομές ανατρέπονται, οι ρόλοι αλλάζουν, οι ανισότητες εξαφανίζονται. Οι γυναίκες περνούν από το περιθώριο στο προσκήνιο και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η απόσταση ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο εκμηδενίζεται.
            Η ανάσταση του Χριστού έχει ανατρέψει όλα τα δεδομένα, έχει φέρει μια εντελώς νέα κατάσταση πραγμάτων, που υπόσχεται έναν κόσμο δίκαιο, ευτυχισμένο, χωρίς φόβους, χωρίς ανισότητες και διακρίσεις. Το πρώτο μεγάλο βήμα προς τον νέο αυτόν κόσμο, προς αυτό που χαρακτηρίζεται ως ‘‘Βασιλεία του Θεού’’, έγινε με την ανάσταση του Χριστού. Όμως μένουν αρκετά βήματα ακόμη, και μάλιστα δύσκολα βήματα, καθώς ο παλιός κόσμος δεν παραδίδεται εύκολα, αλλά ανθίσταται σθεναρά. Η χωρίς διακρίσεις και ανισότητες κοινωνία, όπου όλοι θα νιώθουν και θα είναι αδέλφια, δεν επιτεύχθηκε ακόμη. Η ισοτιμία ανδρών και γυναικών, που ο Χριστός με το παράδειγμά του έκανε πράξη και οι απόστολοι διακήρυξαν, όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά οι γυναίκες, παρά τους αγώνες τους και τις κατακτήσεις τους, παραμένουν και σήμερα ουσιαστικά δέσμιες μιας κατάστασης ανισότητας που δημιούργησε ο παλιός κόσμος, και η οποία ανισότητα εκδηλώνεται καθημερινά σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Αρκεί μια ματιά σε καθημερινές καταστάσεις, από το πώς μοιράζονται οι ευθύνες, οι ρόλοι και οι δουλειές μέσα στο σπίτι, μέχρι το πώς αντιμετωπίζονται οι γυναίκες ως αντικείμενα ερωτισμού στην τηλεόραση, στις διαφημίσεις, στη δουλειά, κλπ, για να διαπιστωθεί ότι η άδικη συμπεριφορά προς τις γυναίκες φτάνει συχνά τα όρια της πραγματικής καταπίεσης.
            Οι χριστιανοί, λοιπόν, περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους, έχουν υποχρέωση να αγωνιστούν για την ανατροπή της κατάστασης αυτής. Από την άποψη αυτή η διακήρυξη της Διορθόδοξης Διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε το 1987 στη Σόφια διατηρεί ακόμη την επικαιρότητά της:
«Ο κόσμος μας έχει μια μακρά ιστορία, κατά την οποία τόσο στις προσωπικές τοποθετήσεις όσο και στη θεσμική ζωή οι γυναίκες έτυχαν άδικης μεταχείρισης και η ουσιαστική ιδιότητά τους ως εικόνας και ομοίωσης Θεού δεν έγινε πλήρως σεβαστή. Μια τέτοια αμαρτωλή διάκριση δεν είναι παραδεκτή από ορθόδοξη χριστιανική σκοπιά (Α΄Κο 11:11). Στον αναδημιουργημένο από τον Χριστό  κόσμο, άνδρας και γυναίκα είναι ισότιμοι (Γαλ 3:28)…»
Και το κείμενο καταλήγει:
«Ιδιαίτερα οι ορθόδοξοι άνδρες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ως πλήρη μέλη της Εκκλησίας οι γυναίκες μετέχουν στη μεσιτευτική αποστολή της Εκκλησίας να προσεύχονται ενώπιον του Κυρίου για λογαριασμό όλης της δημιουργίας. Πιο συγκεκριμένα, οφείλουμε να βρούμε τρόπους, ώστε τα σημαντικά τάλαντα των γυναικών στην Εκκλησία να τεθούν όσο το δυνατόν πλήρως στην υπηρεσία του Κυρίου για την οικοδόμηση της Βασιλείας του…»
            Το παραπάνω κείμενο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς βάζει όλους, άνδρες και γυναίκες, μπροστά στις ευθύνες τους. Δεν θα πρέπει οι άνδρες να ξεχνάνε ότι το πρότυπο της ανθρώπινης ακεραιότητας, στο οποίο αποβλέπουν όλοι, είναι μια γυναίκα, αφού χάρη σ’ αυτήν τη γυναίκα ήρθε ο Θεός στον κόσμο. Και δεν θα πρέπει οι γυναίκες να ξεχνάνε πως το ότι αναστήθηκε ο Χριστός το έμαθε ο κόσμος από τρεις γυναίκες, γεγονός που τις επιφορτίζει με ένα πρόσθετο καθήκον, να επανακτήσουν τη θέση στην οποία ο ίδιος ο Θεός τις τοποθέτησε την ημέρα της ανάστασης, ως μάρτυρες της αναστάσεως, σημάδια της αρχής του καινούργιου κόσμου του Θεού. Όταν κάθε μορφής διάκριση καταργηθεί, τότε όλοι θα βεβαιωθούν ότι ο Χριστός πραγματικά αναστήθηκε, τότε θα έχει γίνει άλλο ένα μεγάλο βήμα προς τη Βασιλεία του Θεού.

Γ” Κυριακή των Μυροφόρων: «Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον; Ηγέρθη, ούκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν»

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΛΕΡΟΥ, ΚΑΛΥΜΝΟΥ & ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ
Γ΄  ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ  ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ  2015
  Αγαπητοί μου, αδελφοί
           Ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, και τα βάθη των ανθρώπων γινώσκων, Αναστάς  Κύριος και  ο Θεός του  παντός, αμείβει την αγαθή και γενναία διάθεση των αγίων Μυροφόρων γυναικών, της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
ΜΥΡΟΦΟΡΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥKαι ω! του θαύματος, ο λίθος δι΄ αγγέλου «απεκυλίσθη» και έτσι οι γυναίκες μπήκαν μέσα στο μνημείο για να αλείψουν με αρώματα το Πανάγιο και Πανακήρατο σώμα του Ιησού.
Έμειναν εκστατικές οι Μυροφόρες γυναίκες , όταν ο λευκοφορεμένος άγγελος Κυρίου τις αναγγέλλει το μέγα και πανευφρόσυνο γεγονός της Αναστάσεως του Θείου Λυτρωτού: «Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον; Ηγέρθη, ούκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν».
Ο φόβος και ο τρόμος των αγίων γυναικών μεταβάλλεται σε άφατο χαρά και αγαλλίαση και αμέσως τρέχουν για να αναγγείλουν την χαροποιό αγγελία,  το μέγα και σωτήριο μήνυμα της θείας αναστάσεως  του Λυτρωτού  και Θεού  ημών  στον λαό, «τον καθήμενο έν σκότει και σκιά θανάτου»
 Οι Μυροφόρες γυναίκες πρώτες  πληροφορούνται την ανἀσταση του Θεανθρώπου Ιησού και πρῶτες  αυτές μεταφέρουν και μεταδίδουν τον μέγα  μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου Ιησού στους  αγίους αποστόλους ,τους ένδεκα, στον  Πέτρο  και «πάσιν τοις λοιποίς».
Με το σταυρικό θάνατο και τη ζωηφόρο ανάσταση του Θείου Λυτρωτού σώθηκε το ανθρώπινο γένος από τά δεινά της θεοστυγούς αμαρτίας και του αιωνίου θανάτου, πού είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό Πατέρα, και έτσι ο άνθρωπος ξαναβρίσκει την αιώνιο ζωή.
Δια του Τιμίου Σταυρού και της θείας Αναστάσεως του Θεανθρώπου Ιησού άνοιξαν και πάλι οι ουρανοί δια να δεχθούν τον πλανηθέντα άνθρωπο, πού ενώ πλάστηκε από τον Θεό «κατ’ εικόνα και ομοίωση Αυτού», με την παρακοή αμαύρωσε, αλλοίωσε, εξαχρείωσε, σκότωσε την εικόνα του Θεού.
Η χριστιανική θρησκεία, θρησκεία σταυροαναστάσιμος, αποβλέπει κυρίως στην ηθική μόρφωση και αποκατάσταση κάθε ανθρώπου και την σωτηρία της αθανάτου ψυχής του. Αυτή δίδαξε υψηλές διδασκαλίες και ανύψωσε και αυτή την γυναίκα, πού προηγουμένως εθεωρείτο «πράγμα» και ήτο περιφρονημένη και ταπεινωμένη.
Η Θρησκεία του Ναζωραίου Χριστού έδωσε στην γυναίκα την δύναμη εκείνη, ώστε διά της πίστεως, της αγάπης, της τόλμης, της παρρησίας και του θάρρους να πάρει την  θέση  που  της  ἀρμοζε  στον   χριστιανισμό και γενικώς μέσα στον κόσμο.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έφερε την μεγάλη κοινωνική ανατροπή με την θεία και  πρωτάκουστο  διδασκαλία Του,  ότι ο άνδρας και η γυναίκα είναι ίσοι ενώπιον του Θεού και έχουν τον  αυτόν  σκοπό, την ηθική αναγέννηση και σωτηρία της αθανάτου ψυχής.
Ο ιερός Χρυσόστομος  επομένως  λέγει, η χριστιανή και ενάρετος  γυναίκα με την χάρη του Θεού πολλά μπορεί να  πράξει , γιατί αποβλέπει όχι στις  εξωτερικές  επιδείξεις και  τις περιττές  δαπάνες ,ούτε   στο άκοσμο κόσμο του σώματος, αλλά στην ηθική μόρφωση και ανακαίνιση  της  ψυχής της.
 Η  γυναίκα ανυψώθηκε διά της θείας και ζωογόνου θρησκείας του Ιησού Χριστού, και επήρε την θέση της στην νέα  θρησκεία. του Υιού και Λόγου του Θεού, ο Οποίος  έλαβε σάρκα, δανείστηκε σάρκα από  την σάρκα  της Παρθένου Μαρίας και έγινε άνθρωπος δια να ανυψώσει τον άνθρωπο στην αρχαία μακαριότητα.
 Η  γυναίκα, εν Χριστώ  Ιησού,  δεν  είναι πλέον πράγμα και  όργανο  αφανές, αλλά με  τον  δικό της  τρόπο συμβάλλει και γίνεται  μάλιστα σπουδαίος  παράγων  της προόδου της κοινωνίας σε πολλούς  τομείς. ΄Ολως ιδιαιτέρως αποβαίνει  ,λίθος πολυτελής στα του οίκου της
  Είναι  γνωστό εν πολλοίς ότι αρετή  και μεγαλοφροσύνη  θαυμασίως  ριζοβολούν στις  ευλογημένες  οικογένειες και καρποφορούν αγλαούς καρπούς όταν γυναίκες   σεμνές, ιέρειες  της  αρετής γνωρίζουν και  μορφώνουν τα  παιδιά τους , «εν παιδεία και νουθεσία   Κυρίου».
  Ω ! σημερινές γυναίκες , σείς  έχετε υψίστη  αποστολή. Τό έργο σας  είναι μεγάλο και ιερό.  Εσείς έχετε  την  δύναμη να  δημιουργήσετε αφανώς νέους  και νέες με  ηθικές  αξίες, καλούς ενάρετους  και χρηστούς πολίτες, ψυχές  απαλές.
  Το σπίτι, η κατ οίκον εκκλησία σας, πρέπει να είναι και να  λειτουργεί ως γυναικείο  βασίλειο και να  είναι το υφαντουργείο που να υφαίνει εντέχνως  την ζωή, το φώς  και την αλήθεια που  τόσο έχει ανάγκη  η  σημερινή κοινωνία.
 αγαπητές μου γυναίκες,
 μια και σήμερα ο λόγος δια την γυναίκα, μιμηθείτε την  αγία  κεχαριτωμένη αειπάρθενο Μαρία  στην αληθινή ευσέβεια και ταπείνωση, την Αννα στην σωφροσύνη και την θεία λατρεία, την  Ευνίκη, την Νόνα και την Εμμέλεια δια την ανατροφή των τέκνων τους, τις Μυροφόρες γυναίκες δια την τόλμη και την αγάπη προς τον Διδάσκαλό τους, τον Ιησού Χριστό, τις  Σπαρτιάτισσες και την Ιουδίθ δια την αγάπη τους προς την Πατρίδα τους.
Ετσι μόνο, αγαπητές μου, θα αποβείτε και εσείς  αληθινές χριστιανές, αληθινές σύζυγοι, και μητέρες και τότε θα έχετε την εκτίμηση, τον σεβασμό και την αγάπη του κόσμου και προ πάντων την χάρη και ευλογία του Αναστάντος Ιησοῦ. ΑΜΗΝ.
Ο.Λ.Κ.Α.Π.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...