ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μαρκ. ιε΄43 – ιστ΄8)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς λαμπρῆς καὶ πανεφρόσυνης ἡμέρας τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι πανηγύρι διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες τὴς κύριας ἑορτῆς. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴς Ἀναστάσεως. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας γιορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ πιὸ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τονίζει ἰδιαίτερα τὴν σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντας ἐνώπιόν μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναίκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές: ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆφ, καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ ἀκοῦν τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν στιγματισμένος. Τὸν ἐχθρεύονταν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Κι ὁπωσδήποτε περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκολουθεῖς κάποιον περιφρονημένο, παρὰ μόνον ἐὰν τὸν ἀγαπᾶς εἰλικρινὰ καὶ θυσιαστικά.
Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ὀνομάζουν πλάνο, τρελλό, φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν καταφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν ἐκτιμοῦν, τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες ὧρες. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλάτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν μὲ χτυποκάρδι τὴν κάθε κίνηση. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους χέρια. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους τὴν καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμάτες ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχοναι «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἀκρίβεια τὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τῶν ἀρχόντων μὲ τὴν ἔχθρα, οὔτε τῶν στρατιωτῶν μὲ την σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας μὲ τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ μεγάλη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη, ποὺ εἶναι «κραταιὰ ὡς ὁ θάνατος».
Αὐτὲς οἱ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πρότυπα καὶ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ της ἀγάπη. Ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ σκέπτεται συνεχῶς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό της. Φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ Μυροφόρες, ποὺ παρευρίσκονταν ὅπου περιόδευε ὁ Χριστός. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ταπεινή, ὑπάκοη, ἐξυπηρετική; Τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ στὴν ἐμφάνισή της, σεμνὴ στὸ ντύσιμο, διακριτικὴ στὴν συμπεριφορά της; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς νὰ προσφέρει στὴν Ἐκκλησία, στὴν καθαριότητα τοῦ ναοῦ, στὶς δραστηριότητες τοῦ Φιλοπτώχου τῆς Ἐνορίας, στὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν περίτρανα τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴ δίνη τῆς ἀπιστίας τοῦ κόσμου, ποὺ βιώνει τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἐκεῖνες φωνάζουν αὐθεντικά: «Χριστός Ἀνέστη»! Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβιων και Κοζάνης