Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015

Οι Οικουμενιστές Επίσκοποι μεταποιούν προοδευτικά και την ησυχαστική Παράδοση της Ορθοδοξίας!


Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μεταποιεῖται σιγά-σιγά, μιμούμενη Βατικάνειες διδαχές.
Οἱ Πατριάρχες καὶ οἱ Μητροπολίτες ἐναντιώνονται στὸ «ξενόφερτο» ἔθιμο τῶν γενεθλίων, ἀλλ’ ὅμως σπεύδουν νὰ παραστοῦν σὲ ἄθλια Ἀρχιερατικὰ γενέθλια!
Γνωρίζουν καὶ διδάσκουν τὴν ἐπιτιμητικὴ ρήση τοῦ Κυρίου: «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξα παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξα τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;» (Ίω. 5,44),ἀλλ’ ὅμως δέχονται νὰ τιμῶνται, νὰ λαμβάνουν δῶρα ἀπὸ ἱερωμένους συναδέλφους τους, ἀπὸ Δημάρχους καὶ Πρωθυπουργούς, ἀπὸ «κάθε καρυδιᾶς καρύδι» αἱρετικούς, ἀπὸ Ραββίνους, ἀπὸ Ροταριανούς, ἀδιαφοροῦντες ἂν ἔτσι χάνουν τὴν …θεία δόξα.
Διδάσκουν τὸ εὐαγγελικὸ «“Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου” (Ματθ. στ', 3), ἀλλ’ ὅμως διαφημίζουν ὄχι μόνο κάθε «φιλανθρωπικὴ» δραστηριότητα, ἀλλὰ κάθε κίνησή τους, ὥστε τὰ πολύχρωμα Μητροπολιτικὰ περιοδικὰ καὶ ἱστολόγια νὰ ἔχουν γεμίσει ἀπὸ δεκάδες χιλιάδες φωτογραφίες και Βίντεο μὲ τὶς φωτογραφίες τους!
Τώρα ἡ τακτικὴ αὐτὴ μετακυλύεται καὶ στὸ μοναχικὸ κόσμο. Τὸ «λάθρα βιώσας» ἐξαφανίζεται. Μὲ διάφορες δικαιολογίες ἡ προβολή, οἱ ἀγαθοεργίες, ἡ διάθεση κοτόπουλων ἢ ρουχισμοῦ, οἱ φωνητικὲς ἐπιδόσεις μοναζουσῶν, ἡ ἀσκητικότητα(!) παίρουν βραβεῖα! Τώρα δικαιώνεται ἡ ἐσχατολογικὴ Ζηζιούλεια ἐκκλησιολογία!
Ἡ νέα Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν εἶναι ἀόρατη, ὅπως θέλουν νὰ τὴν παρουσιάσουν οἱ Ποιμένες, ἐπειδὴ φοβοῦνται νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους τους, ἀλλ' εἶναι ἐδῶ, κολυμπᾶμε μέσα σ' αυτή, ἀλλὰ καμωνόμαστε πὼς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε!                                                   
 

Τώρα και παρασημοφορήσεις μοναχών !!!



Πηγή: "opaidagogos"
Δεν θέλει πολύ μυαλό για να αντιληφθεί κανείς ότι όσο τα Οικουμενιστικά ανοίγματα προχωρούν, οι "δεσποτάδες" αισθάνονται την οργή του πιστού λαού και επιδιώκουν να "δικτυωθούν", για να προλάβουν τις αντιδράσεις.
Δυστυχώς η ασκητική στην εκκλησία μας, έδωσε την θέση της στις "δημόσιες σχέσεις". Και στην περίπτωση αυτή οι προσκλήσεις σε εκδηλώσεις, οι ομιλίες σε συνέδρια και τα παράσημα, κλείνουν αρκετά στόματα που δυνητικά θα μπορούσαν να αντιδράσουν.
 
Πριν μόλις μερικούς μήνες, ένας Ρουμάνος αγωνιστής Ορθόδοξος ιερέας εκδιώχθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από την Μητρόπολη Βεροίας εξαιτίας τηςαντιΟικουμενιστικής του στάσης.
Για την ακρίβεια τέθηκε προφορικά σε αργία, μέχρι να αλλάξει μητρόπολη (τελικά κατέφυγε στην Μητρόπολη Πειραιώς). Γράψαμε σχετικά στο παρελθόν εδώ καιεδώ.
 

Δείτε τώρα πως ανακάλυψαν μία νέα "ορθόδοξη" πρακτική. Βράβευση γερόντισσας μοναστηριού! 
και μάλιστα όχι της ίδιας αλλά γειτνιάζουσας μητρόπολης!


Ηγουμένη με "παράσημο" !


Ο Μητροπολίτης Βέροιας κ. Παντελεήμων,  πρόσφατα παρασημοφορήθηκε (δείτε εδώ) από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων (γιατί άραγε ;;;). Και από πότε συνηθίζεται να παρασημοφορούνται μητροπολίτες 
στην Ορθόδοξη εκκλησία;;, 
Ο Μητροπολίτης Βέροιας κ.Παντελεήμων, παρασημοφόρησε με την σειρά του την ηγουμένη της γυναικείας Μονής Παναγίας Μικροκάστρου (που όλως τυχαίως δεν υπάγεται στην δική του μητρόπολη αλλά στον γνωστό για τις προκλητικές του δηλώσεις -πάντα στη γραμμή του Οικ/κού Πατριαρχείου- μητροπολίτη  Σισανίου & Σιατίστης)!
 
Να δούμε τι άλλο θα σκεφθούν κάποιοι για να "μετρήσουν" τα "κουκιά" τους. Ο Ορθόδοξος μοναχισμός,  στην υπηρεσία των δημοσίων σχέσεων της μητρόπολης. Δείτε:
 




κι αυτό νομίζουμε το βλέπουμε για 1η φορά: μοναχές να ψέλνουν σε αίθουσα εκδηλώσεων! 





ΥΓ. Δείτε ενδεικτικά πως παρουσιάζεται η περιφορά του επιταφίου στην Βέροια, στην επίσημη ιστοσελίδα της Μητρόπολης, εδώ.
Αντί να φωτογραφίζεται ο επιτάφιος, φωτογραφίζεται διαρκώς, σε δεκάδες φωτογραφίες  ο δεσπότης.. Θλιβερές διαπιστώσεις.. 
Το ίδιο θα διαπιστώσετε σε κάθε δημοσίευση. Παντού σε δεκάδες πόζες η φωτογραφία του δεσπότη. 

Για τους βλάσφημους λογισμούς(Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ)





Στίς 18 Ιουλίου 1831 ήρθαν στόν όσιο ό Ίβάν Μαξίμοβιτς Κρεντίτσκυ μέ τή σύζυγο του.
 «Βρήκαμε τόν στάρετς, διηγείται ό Ίβάν, νά δουλεύη μέ τό δικέλλι στήν πρασιά. Του Βάλαμε εδαφιαία μετάνοια, μας ευλόγησε, έβαλε τό χέρι του στό κεφάλι μου καί άρχισε νά ψάλλη τό απολυτί­κιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: "Έν τη γεννήσει τήν παρθενίαν έφύλαξας...". 

  Ύστερα κάθησε κάτω στήν πρασιά καί μας είπε νά κάνουμε τό ίδιο. Έμείς όμως γονατίσαμε μπροστά του καί ακούγα­με τή διδασκαλία του. Μας μίλησε γιά τή μέλλουσα ζωή, γιά τή ζωή των αγίων, γιά τή σκέπη, τήν προστασία καί τή μέριμνα της Θεοτό­κου γιά μας τούς αμαρτωλούς. Μας είπε επίσης τί είναι απαραίτητο νά φροντίζουμε γιά τήν αιωνιότητα.
  Ή συζήτησις διήρκεσε μία ώρα. Ή ώρα όμως αυτή δέν μπορεί νά συγκριθή μέ ολόκληρη τήν προηγούμενη ζωή μου. Ένοιωθα στήν καρδιά μου μία ανεξήγητη καί ουράνια γλυκύτητα, πού μόνο ό Θεός γνωρίζει πώς ξεχύθηκε έκεί. Τίποτε πάνω στή γή δέν ήταν όμοιο της. Καί σήμερα ακόμη, όταν τή θυμάμαι, πλημμυρίζουν τά μάτια μου άπό δάκρυα κατανύξεως καί ευφραίνεται όλη ή ύπαρξίς μου. Μέχρι τότε, παρ' όλο πού δέν ήμουν άπιστος, ή πίστις μου ό­μως δέν ήταν θερμή. Στά πνευματικά ήμουν αδιάφορος. Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ έκανε γιά πρώτη φορά νά νοιώσω τόν παντοδύ­ναμο Κύριο, τήν ανεξάντλητη εύσπλαγχνία καί τελειότητα Του.

 "Ως τότε ή ψυχή μου ήταν ψυχρή καί μου άρεσε νά λογοπαίζω μέ άθεα λόγια. Γι' αυτό ό Κύριος είχε επιτρέψει νά μέ κυρίευση τό ρυπαρό πνεύμα της βλασφημίας. Μέ πολιορκούσαν υβριστικοί λο­γισμοί επί τρία χρόνια, ιδιαιτέρως τήν ώρα της προσευχής μέσα στόν ναό, καί περισσότερο όταν προσευχόμουν στήν Ύπεραγία Θεοτόκο. Σκεπτόμουν πάνω στήν άπόγνωσή μου ότι κανένα γήινο κολαστήριο δεν έφθανε για νά μέ τιμωρήση. Μόνο τά βασανιστή­ρια στόν άδη μπορούσαν νά μέ τιμωρήσουν αντάξια γιά τή Βλασφη­μία μου.
Ό πατήρ Σεραφείμ όμως μέ ηρέμησε. "Μή φοβάσαι, μου είπε, αυτή τή νοερά ταραχή. Πρόκειται γιά φθονερή ενέργεια του έχθρού. Όσους βλάσφημους καί ρυπαρούς λογισμούς κι άν παρεμ­βάλει ό πειρασμός, εσύ νά συνεχίζης άφοβα τήν προσευχή σου". Άπό τότε άρχισε σιγά σιγά νά ύποχωρή αυτός ό πειρασμός, καί σ' ένα μήνα εξαφανίσθηκε». 

Από το βιβλίο«Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ)
το είδαμε εδώ

Μπορεί κανείς, βέβαια, να διδάξει τη νοερά και καρδιακή προσευχή ( Αγιου Ιγνατιου Μπριαντσανινωφ )


Μπορεί κανείς, βέβαια, να διδάξει τη νοερά και καρδιακή προσευχή και σ’ έναν αρχάριο, αν αυτός είναι κατάλληλα προετοιμασμένος και ικανός να την ασκήσει. Τέτοιες μορφές σπάνιζαν πολύ και σε περασμένους καιρούς, καιρούς γενικής διαφθοράς των ηθών. Γνώρισα ένα γέροντα με πνευματική σκέψη, πού, έχοντας αποκτήσει την καρδιακή προσευχή, έδινε σχετικές συμβουλές σε κάποιον αρχάριο, πού είχε φυλάξει τη σωματική του αγνεία. Ο αρχάριος εκείνος, προετοιμασμένος από την παιδική του ηλικία για την εγκόλπωση της χριστιανικής ζωής, του μοναχισμού και της νοεράς εργασίας, είχε αρχίσει να αισθάνεται ήδη μέσα του την ενέργεια της προσευχής. Ο γέροντας απέδωσε την εκδήλωση της προσευχητικής ενέργειας στην αγνεία του νέου.
Η ψυχική κατάσταση των νέων ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των ώριμων στην ηλικία ανδρών, πού, πριν μπουν σε μοναστήρι, έζησαν μέσα στις μέριμνες και τούς περισπασμούς, απέκτησαν ελλιπή και επιφανειακή γνώση για τον Χριστιανισμό, υποτάχτηκαν σε ποικίλα πάθη και, προπάντων, έχασαν την αγνεία τους πέφτοντας στην πορνεία.
Το αμάρτημα της πορνείας έχει την ιδιότητα να ενώνει άνομα δυο σώματα σε ένα. Έτσι, μολονότι συγχωρείται αμέσως μετά τη μετάνοια και την εξομολόγηση, εφόσον βέβαια ο αμαρτωλός άνθρωπος το εγκαταλείψει, ή κάθαρση του σώματος και της ψυχής απ’ αυτό απαιτεί πολύ χρόνο, ώστε ο σύνδεσμος πού δημιουργήθηκε ανάμεσα στα σώματα, φυτεύτηκε μέσα στις καρδιές και δηλητηρίασε τις ψυχές, να καταστραφεί και να αφανιστεί.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία ορίζει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετάνοιας σ’ εκείνους πού έπεσαν σε πορνεία ή μοιχεία, μετά την παρέλευση του όποιου τούς επιτρέπει να κοινωνήσουν το πανάγιο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Χριστού.
Όλοι, λοιπόν, όσοι έζησαν με ελευθεριότητα, όσοι πληγώθηκαν από διάφορα πάθη και ιδιαίτερα όσοι έπεσαν στον γκρεμό της πορνείας, αν μάλιστα η αμαρτία αυτή τους έχει γίνει συνήθεια, χρειάζονται χρόνο πολύ για να καθαριστούν με τη μετάνοια, να εξαλείψουν από τις ψυχές τους τις κοσμικές εντυπώσεις και τις αμαρτωλές αναμνήσεις, να απομακρυνθούν οριστικά από την αμαρτία, να αποκτήσουν χριστιανικό ήθος με την τήρηση των ευαγγελικών εντολών κι έτσι να γίνουν ικανοί για την άσκηση της νοεράς και καρδιακής προσευχής.

Αγιου Ιγνατιου Μπριαντσανινωφ

Πηγή: dakriametanoias.blogspot.ca

το είδαμε εδώ

Εὐχὴ Μυστικὴ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος


 



Δι’ ἧς ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὁ αὐτὸ προορῶν


 
Πρόσκληση


Ἔλα, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό,

ἔλα, ἡ αἰώνια ζωή,

ἔλα, τὸ ἀπόκρυφο μυστήριο,

ὁ ἀνώνυμος θησαυρός,

τὸ ἀνεκφώνητο πράγμα,

τὸ ἀκατανόητο πρόσωπο,

ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, τὸ ἀνέσπερο φῶς,

ἔλα, ἡ ἀληθινὴ προσδοκία

αὐτῶν ποὺ μέλλουν νὰ σωθοῦν.

Ἔλα, τῶν πεσμένων ἡ ἔγερση,

ἔλα, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάσταση.

Ἔλα, Δυνατέ, ποὺ δημιουργεῖς,

μεταπλάθεις κι ἀλλοιώνεις τὰ πάντα

μὲ μόνη τὴ θέλησή σου!

Ἔλα, ἀόρατε, ἀνέγγιχτε κι ἀψηλάφητε.

Ἔλα, σὺ ποὺ μένεις πάντα ἀμετακίνητος,

μὰ κάθε στιγμὴ μετακινεῖσαι ὁλόκληρος,

γιὰ νὰ 'ρθεις σέ μᾶς, ποὺ κειτόμαστε στὸν ἅδη,

ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν.

Ἔλα, πολυπόθητο καὶ πολυθρύλητο ὄνομα,

ποὺ ὅμως ἀδυνατοῦμε νὰ περιγράψουμε

τί ἤσουν ἀκριβῶς,

ἢ νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία καὶ τὶς ἰδιότητές σου.

Ἔλα, παντοτινὴ χαρά,

ἔλα, ἀμαράντινο στεφάνι,

ἔλα, πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ βασιλιᾶ μας.

Ἔλα, κρυστάλλινη ζώνη διαμαντοστόλιστη,

ἔλα, ἀπλησίαστο ὑπόδημα,

ἔλα βασιλικὴ ἁλουργίδα

κι ὄντως αὐτοκρατορικὴ δεξιά!

Ἔλα, σὺ ποὺ πόθησε καὶ ποθεῖ

ἡ ταλαίπωρή μου ψυχή,

ἔλα, σὺ ὁ Μόνος

πρὸς ἐμένα τὸν μόνο

γιατί, καθὼς βλέπεις

εἶμαι μόνος!…

Ἔλα, σὺ ποὺ μὲ ξεχώρισες ἀπ' ὅλα

καὶ μ' ἔκανες μοναδικὸ πάνω στὴ γῆ.

Ἔλα, σὺ ποὺ ἔγινες ὁ πόθος τῆς ψυχῆς μου

καὶ μ' ἀξίωσες νὰ σὲ ποθήσω

τὸν ἀπρόσιτο παντελῶς!

Ἔλα, πνοή μου καὶ ζωή,

ἔλα τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς παρηγοριά,

ἔλα, χαρὰ καὶ δόξα μου κι' ἀτέλειωτη τρυφή.


 
Εὐχαριστία


Σ' εὐχαριστῶ, ποὺ ἔγινες ἕνα πνεῦμα μαζί μου

ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως κι ἀναλλοιώτως,

Θεὲ τοῦ παντός,

κι' ἔγινες γιὰ χάρη μου τὰ πάντα σὲ ὅλα:

Τροφὴ ἀνεκλάλητη ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνει,

ποὺ ξεχύνεται ἀκατάπαυστα

ἀπὸ τῆς ψυχῆς μου τὰ χείλη

καὶ πλούσια ἀναβλύζει

ἀπ' τὴν πηγὴ τῆς καρδιᾶς μου.

Ἔνδυμα, ποὺ ἀστράφτει

καὶ καταφλέγει τοὺς δαίμονες.

κάθαρση, ποὺ μὲ πλένεις

μὲ τ' ἄφθαρτα κι' ἅγια δάκρυα

ποὺ ἡ παρουσία σου χαρίζει

σ' ὅσους ἐπισκεφθεῖς.

Σ' εὐχαριστῶ, γιατί γιὰ χάρη μου ἔγινες

ἀνέσπερο φῶς καὶ ἥλιος ἀβασίλευτος,

ποὺ δὲν ἔχεις ποῦ νὰ κρυφτεῖς,

ἀφοῦ γεμίζεις μὲ τὴ δόξα σου τὰ σύμπαντα.

Ποτὲ δὲν κρύφτηκες ἀπὸ κανένα

ἀλλ' ἐμεῖς κρυβόμαστε πάντοτε ἀπὸ σένα,

μὴ θέλοντας ναρθοῦμε κοντά σου.

Μὰ ποῦ νὰ κρυφτεῖς

ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόπος

γιὰ τὴν κατάπαυσή σου;

Καὶ γιατί νὰ κρυφτεῖς

ἐσὺ ποὺ δὲν ἀποστρέφεσαι κανένα

οὔτε κανένα ντρέπεσαι;

Καὶ τώρα, σὲ ἱκετεύω, Δέσποτά μου,

ἔλα νὰ στήσεις τὴ σκηνή σου στὴν καρδιά μου,

νὰ κατοικήσεις καὶ νὰ μείνεις ἐντός μου

ἀχώριστος κι ἑνωμένος μέχρι τέλους

μὲ μένα τὸν δοῦλο σου, ἀγαθέ,

γιὰ νὰ βρεθῶ κι' ἐγὼ

στὴν ἔξοδό μου κι ἔπειτα ἀπ' αὐτὴν στοὺς αἰῶνες

κοντά σου Ἀγαπημένε,

καὶ νὰ βασιλέψω μαζί σου

Θεὲ τοῦ παντός!


 
Ἱκεσία


Μεῖνε, Κύριε, καὶ μὴ μ' ἀφήσεις μόνο.

Θέλω, ὅταν ἔρθουν οἱ ἐχθροί μου,

Ποὺ ζητοῦν νὰ καταπιοῦν τὴν ψυχή μου,

νὰ σὲ βροῦν μέσα μου,

καὶ νὰ φύγουν γιὰ πάντα,

γιὰ νὰ μὴ μπορέσουν ξανὰ νὰ μὲ βλάψουν

βλέποντάς σε τὸν ἰσχυρότερο πάντων

νὰ κάθεσαι στὸν οἶκο τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς.

Ναί, Δέσποτα,

ὅπως μὲ θυμήθηκες ὅταν ζοῦσα στὸν κόσμο

καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω

μὲ διάλεξες ἐσύ, μὲ χώρισες ἀπ' τὸν κόσμο

καὶ μ' ἔκανες κοινωνὸ τῆς θείας σου δόξης,

ἔτσι καὶ τώρα φύλαξέ με

πάντοτε σταθερὸ κι ἀμετακίνητο

στὴν ἐνοίκησή σου ἐντός μου.

Βλέποντάς σε ἀδιάκοπα ἐγὼ ὁ νεκρὸς

θ' ἀνασταίνομαι καὶ θὰ ζῶ,

ἔχοντάς σε ἐγὼ ὁ φτωχὸς

θὰ πλουτίζω διαρκῶς

καὶ θὰ γίνω πλουσιότερος

ἀπ' ὅλους τοὺς βασιλιάδες.

καὶ θὰ σὲ τρώγω καὶ θὰ σὲ πίνω

καὶ θὰ σὲ ντύνομαι κάθε ὥρα,

ὥστε νὰ ζῶ καὶ τώρα καὶ πάντα

ἐντρυφώντας σὲ ἀνεκλάλητα ἀγαθά.

Γιατί ἐσὺ εἶσαι

κάθε ἀγαθὸ καὶ κάθε δόξα καὶ κάθε τρυφὴ

καὶ σὲ σένα πρέπει ἡ δόξα

στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωοποιὸ Τριάδα,

ποὺ ὅλοι οἱ πιστοὶ

τὴ σέβονται καὶ τὴ γνωρίζουν,

τὴν προσκυνοῦν καὶ τὴ λατρεύουν

στὰ πρόσωπα

τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

πηγή

Η οσία Σοφία της Κλεισούρας και η δια Χριστόν σαλότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία


Η οσία Σοφία (Χοτοκουρίδου) καταγόταν από τον Πόντο, από χωριό της επαρχίας Αρδάσης της Ι. Μητροπόλεως Τραπεζούντος. Το 1914 πήραν οι Τούρκοι τον άντρα της στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Είχε αποβιώσει και το παιδί της, κι έτσι η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε.» Οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία.»
Η Παναγία την έστειλε στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ι. Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.
Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν᾿ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρὀσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ᾿ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ᾿ όλη όμως την αλουσία, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό,τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».
Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς… Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».
Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Κάποτε αρρώστησε βαρειά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά ελεγε: «Θα ᾿ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974. Η ανακομιδή των λειψάνων της έγινε το 1982, και για μέρες ευωδίαζαν βασιλικό.
Κάποιες φορές η αγία έκανε αλλοπρόσαλλα πράγματα, για να μην αποκτήσει φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι, πολλοί την παρεξηγούσαν και την αποκαλούσαν «παλάλα», παλαβή. Όσο ζούσε, ήταν γνωστή μόνο στην Κλεισούρα και στη γειτονική περιοχή της Πτολεμαΐδας· δεν είχε ενταχθεί σε κανέναν από τους εκκλησιαστικούς κύκλους που συνηθίζουν να διαφημίζουν τα ενάρετα μέλη τους. Μετά την κοίμησή της όμως, πολλοί, ακούγοντας άλλους να διηγούνται τα θαύματα, τη διάκριση, τις συμβουλές και τη βοήθεια της Αγίας, κατάλαβαν ποιον θησαυρό είχαν δίπλα τους και δεν τον εκτίμησαν. Όμως οι προσευχές της ίσως να βοήθησαν και κάποιους απ᾿ αυτούς, χωρίς να το αντιληφθούν. Απλοί άνθρωποι διηγήθηκαν ονομαστικώς και ενυπογράφως στον τοπικό επίσκοπο πολλές ιάσεις που έγιναν δια πρεσβειών της, πριν και μετά την οσιακή της κοίμηση, και πώς πολλές φορές τους συμπαραστάθηκε ψυχικά. Έτσι, η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε πέρυσι στις αγιολογικές δέλτους της και φέτος, την 1η Ιουλίου, έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.
Οι δια Χριστόν σαλοί εμφανίζονται στη βυζαντινή περίοδο. Είναι κάποιοι, που μετά από πολλή άσκηση, με έμπνευση του Θεού, υποκρίνονται τους τρελούς, «ὑπάγουν, ἐμπαίζουσι τῷ κόσμῳ», όπως λέει ένας άγιος του 6ου αιώνα, ο Συμεών, ο δια Χριστόν σαλός, στον συνασκητή του άγιο Ιωάννη. «Μὴ φοβηθῇς, ἀδελφὲ  Ἰωάννη· οὐ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ βούλομαι τοῦτο πράξαι ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ κελεύοντός μοι», τον διαβεβαιώνει, όταν αυτός του εκθέτει τους κινδύνους στους οποίους θα υποβάλει τον εαυτό του.
Ένας λόγος για την προτίμηση αυτής της παράδοξης ζωής είναι η αποφυγή της ανθρωπαρέσκειας και του κινδύνου της υπερηφάνειας. Όπως γράφεται στον βίο του αγίου Συμεών, «ἡ δὲ εὐχὴ πᾶσα αὐτοῦ ὑπῆρχεν τοῦ σκεπασθῆναι αὐτοῦ τὴν ἐργασίαν μέχρι τῆς αὐτοῦ μεταστάσεως ἐκ τοῦ βίου, ἵνα διαφύγῃ τὴν τῶν ἀνθρώπων δόξαν, δι᾿ ἧς παραγίνεται ὑπερηφανία καὶ οἴησις ἡ καὶ ἀγγέλους ἀπολέσασα ἐξ οὐρανῶν.» Κι ο Θεός τον εισακούει. «Καὶ γὰρ τοσαύτας θαυματουργίας αὐτοῦ ἐπιτελέσαντος καὶ τοσαῦτα παράδοξα κατεργασαμένου, […] οὐκ ἐγένετο δήλη ἡ τοῦ ὁσίου έργασία τοῖς ἀνθρώποις», συνεχίζει ο βιογράφος του.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η αποφυγή του συγχρωτισμού με τις εξουσίες του κόσμου και η απόρριψη των κοινωνικών συμβάσεων στις οποίες είχαν εθιστεί οι χριστιανοί μετά την επικράτηση της Ορθοδοξίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Προσπαθούν να μιμηθούν τους πιστούς των πρώτων αιώνων, που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας,  χαρακτηρίζονταν «μωροὶ διὰ Χριστὸν»[1] και γίνονταν «θέατρον … τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις»[2], όπως ο Απόστολος Παύλος. Να μιμηθούν τους μάρτυρες και να μαρτυρήσουν με τη ζωή τους πως η κοινωνία αυτή είναι πρόσκαιρη και πως το «πολίτευμα» των χριστιανών βρίσκεται στους ουρανούς[3].
Γι᾿ αυτό και κάνουν σκανδαλώδη πράγματα, διασαλεύοντας την κοινωνική και την εκκλησιαστική τάξη, καταπατώντας επιδεικτικά τη συμβατική ηθική, προκαλώντας αμηχανία και δυσανασχέτηση στους πολλούς, επισύροντας δαρμούς, εξευτελισμούς και την έσχατη κοινωνική απόρριψη. Κάποιοι όμως, διακρίνουν την αγιότητα κάτω από το σχήμα της τρέλας, τους πλησιάζουν, εκπλήσσονται από την ισάγγελη ζωή τους και δέχονται κάτι από τη χάρη του Θεού που έχουν άφθονη. Κάτω από τα προσχήματα μιας ανορθόδοξης και σκανδαλώδους συμπεριφοράς, οι δια Χριστόν σαλοί ευεργετούν τους συνανθρώπους με διδασκαλίες και θαύματα, τους ελέγχουν για παρεκτροπές και τους διορθώνουν, επιβάλλοντας όμως πάντα στους ευεργετούμενους τη σιωπή, για να μην αποκαλυφθούν. Συνήθως, ενώ οι εκκλησιαστικές αρχές τους αγνοούν ή τους καταφρονούν, έχουν ένα εκκλησιαστικό πρόσωπο στο οποίο «αναφέρονται» και μέσω του οποίου διατηρούν δεσμούς και με τη στρατευομένη Εκκλησία. Στο τέλος της ζωής τους, ο Θεός τους δοξάζει με υπερφυσικά φαινόμενα, οι ευεργετηθέντες αποκαλύπτουν τις ευεργεσίες τους κι η Εκκλησία τους τιμά ως Αγίους.
Σε πολλά οι δια Χριστόν σαλοί μάς θυμίζουν και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ζουν με μεγάλη εγκράτεια και άσκηση, ελέγχουν πλούσιους και υψηλά ιστάμενους, τιμωρούν και κάποιους σωματικά, για το καλό τους. Ενεργούν με μιαν άλλη εξουσία, μη θεσμική, αυτήν από τον Θεό, και διασώζουν το προφητικό χάρισμα μετά Χριστόν.
Οι αυθεντικοί δια Χριστόν σαλοί είναι ελάχιστοι (εκτός από τον άγιο Συμεών, κατά τη βυζαντινή περίοδο γνωρίζουμε την αγία Ισιδώρα της μονής των Ταβεννησιωτών και τους οσίους Θεόδωρο, Παύλο εκ Κορίνθου, Θωμά Αντιοχείας, Μάρκο «τον του Ίππου», Ανδρέα Κωνσταντινουπόλεως και Σάββα τον Βατοπεδινό). Περισσότεροι είναι αυτοί που, όχι από θέλημα Θεού αλλ᾿ από εγωιστικούς λόγους, μιμούνται την ακραία συμπεριφορά τους. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692) καταδικάζει τους «υποκρινομένους δαιμονᾶν» και «τρόπων φαυλότητι προσποιητῶς τὰ ἐκείνων σχηματιζομένους»[4]. Η διάθεση όμως κάποιων να υποκρίνονται σαλότητα, για ν᾿ αποκτήσουν κάποια φήμη φανερώνει μια κοινωνία που εκτιμούσε και όσους ζούσαν στα περιθώριά της.
 Μάλλον τα άκρα είναι πιο προσφιλή στη ρωσική ψυχοσύνθεση απ᾿ ό,τι στη δική μας. Γι’ αυτό, δια Χριστόν σαλοί με ακραίες συμπεριφορές παρουσιάζονται περισσότεροι στη Ρωσία, μέχρι πρόσφατα. Ο Ταρκόφσκι γράφει γι᾿ αυτούς: «Οι άνθρωποι αυτοί, με την εξωτερική τους κιόλας εμφάνιση, σαν προσκυνητές και κουρελιάρηδες ζητιάνοι, τραβούσαν την προσοχή των «φυσιολογικών» ανθρώπων στις προφητείες, στις εξιλαστήριες θυσίες και στα θαύματα πέρα απ’ τα όρια του «κανονικού» κόσμου. Μόνο η τέχνη διασώζει σήμερα κάποια ίχνη αυτού του υπερφυσικού κόσμου.»[5] Όμως και στην εποχή του υπήρχαν κάποιοι δια Χριστόν σαλοί στη χώρα του, μόνο που δεν γίνονταν ευρύτερα γνωστοί λόγω της αυστηρής σοβιετικής λογοκρισίας.
Στα καθ᾿ ημάς, κάποιοι Άγιοι κάποιες φορές μεταχειρίζονται σχήματα σαλότητας, για ν᾿ αποφύγουν τον έπαινο του δήμου και τη δόξα των ανθρώπων, αλλά δεν φτάνουν σε ακραίες συμπεριφορές. Έχω υπ᾿ όψιν μου τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη (†1924), την αγία Σοφία και κάποιους αγιορείτες του 20ού αιώνα, σαν τον γέροντα Γεώργιο τον αναχωρητή, τον Κώστα τον Καβιώτη, τον γέροντα Ιάκωβο της Νέας Σκήτης (†1982), τον γέροντα Τιμόθεο της Καψάλας (†1989), τον γέροντα Ηρωδίωνα τον Ρουμάνο (†1990) κι έναν ανώνυμο Ρώσο μοναχό, που είτε είχαν λάβει το μοναχικό σχήμα, είτε περιφέρονταν στο Όρος ως λαϊκοί[6]. Δεν κάνουν εξαλλοσύνες για να προκαλέσουν αλλά υποκρίνονται κάποιες «παραξενιές», μιαν ελαφρότητα ή μια «χαζομάρα», που η συμβατική ηθική πολλών χριστιανών δεν τους τα συγχωρεί. Είναι μια προσπάθεια κυρίως να κρυφτούν αλλά και να δείξουν πόσο διάτρητος είναι ο ηθικισμός που διέσπειραν οι μισιονάριοι κι οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις στη χώρα μας.
Οι Άγιοι, κυρίως όσοι ‒όπως οι προαναφερθέντες‒ δεν έχουν προβληθεί στη διάρκεια της ζωής τους από εκκλησιαστικούς ή άλλους κύκλους, αρδεύουν μυστικά τις χριστιανικές ρίζες του λαού μας, ώστε ν᾿ αντέξει στους ανέμους της εκκοσμίκευσης, της χλιαρότητας, του μηδενισμού, της κάλπικης «προοδευτικότητας», της κυριαρχίας του ευτελούς και κίβδηλου στον δημόσιο λόγο, κλπ. που φυσούν στην επιφάνεια. Στηρίζουν τον λαό και μεσιτεύουν στον Θεό γι᾿ αυτόν. Είναι σαν τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης που δεν αφήνουν την κοινωνία να αποσυντεθεί και καταστραφεί. Είναι η μυστική δύναμη του λαού μας. Αυτοί μας τρέφουν πνευματικά κι αποτελούν την ελπίδα μας για το παρόν και το μέλλον.
Μαρτυρίες όσων τη γνώρισαν εν ζωή
σεβ. κ. Θεοκλήτου, μητρ. Φλωρίνης, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 5-4-2011
αρχιμ. Νικηφόρου Μανάδη, αρχιερατικού επιτρόπου Εορδαίας της Ι. Μητροπόλεως Φλωρίνης, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 6-3-2011, όπου γράφει: «Στα χρόνια αυτά της ασκήσεώς της μέχρι και της τελευτής της εκκλησιαζόταν, κοινωνούσε και εξομολογούνταν στους ιερείς της Μητροπόλεως Καστορίας οι οποίοι λειτουργούσαν στο μοναστήρι. Την δε εξόδιο ακολουθία της ετέλεσαν ιερείς των Μητροπόλεων Καστορίας και της γείτονος Φλωρίνης
 Στέργιου Ν. Σάκκου, καθηγ. Πανεπιστημίου, αχρονολόγητη
 Χρήστου Φατούση, υποστράτηγου ε.α. (1998)
 Άννας Τρύπη-Μάντη, άρθρο στην εφημερίδα «Κλεισούρα», Μάρτιος 2001, με τίτλο «Αφιερωμένο στην γερόντισσα Σοφία»
 Βασίλη Γιαννακόβα, άρθρο στην εφημερίδα «Ελευθερία», 19-2-2009, με τίτλο «Σοφία Χοτοκουρίδου: Μια ξεχασμένη λαϊκή ασκήτρια»
Αναστάσιου Γκοσιόπουλου από την Κλεισούρα, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 7-5-2011
Μαρτυρίες για θαύματα μετά την κοίμησή της
Επιστολή της Γερόντισσας Εφραιμίας, Καθηγουμένης της Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 9-[δεν διακρίνεται ο μήνας]-2011, όπου καταγράφονται 21 μαρτυρίες για θαύματα και εμφανίσεις της Αγίας:
από
1) Ζαχαρούλα Κορακάκη από Θεσσαλονίκη,
2) Κωνσταντίνο και Ευδοξία Σταμίδη, από Ν. Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης,
3) ανώνυμο παιδάκι,
4) Δημήτρη από Καβάλα,
5) από Γ.Π. και Μ.Μ,
6) Βαΐα Σταμκοπούλου από Σέρβια Κοζάνης,
7) Βασιλική από Λέχοβο Φλώρινας,
8) Ε. Τ. από Θεσσαλονίκη,
9) Ευαγγελία Μαστροσάββα από Αθήνα,
10) Σοφία Ποντίκα από Θεσσαλονίκη (δεν θυμόταν το όνομά της, την επικαλέστηκε στην προσευχή της, ρωτώντας την πώς τη λένε, κι άκουσε την απάντηση: «Σοφία με λένε»),
11) Άννα Εφραιμίδου από Βέροια,
12) Σοφία Μεθενίτη από Αττική,
13) Κυριάκο και Χρυσή Τιμπέλλου από Βέσελινγκ Γερμανίας,
14) Θεοδόση Τσιφλάκο από Χαλκίδα,
15) Αθηνά Ρήγα από Πειραιά,
16) Ευαγγελία Τσαρουχά από Θεσσαλονίκη,
17) Αθηνά Ιωαννίδου για τον θείο της Σωτήριο Μητσιούλη από Καναδά,
18) Αντίκλεια Σπυροπούλου από Κομνηνά Πτολεμαΐδας (θαύμα που έγινε το 1969),
19) Ειρήνη από Λέχοβο Φλώρινας,
21) Ζωή από Αθήνα, γεννημένη στην Κλεισούρα (θαυμαστό γεγονός της Αγίας εν ζωή).
 Ιερέως Χρήστου Μεσημέρη από την Καστοριά, 8-4-2011
Αθηνάς Ζαχαριουδάκη από Άγιο Χριστόφορο Πτολεμαΐδας, 1998
Μαρίας Μπλάνα από Καταχά Πιερίας, Φεβρουάριος 1999
Βασιλικής Ευταξιάδου από Πτολεμαΐδα, 1999
Χριστίνας Μητσάογλου από Βέροια, 1999
Συμέλας Καπλανίδου από Πτολεμαΐδα
Σοφίας Γιώτα
Νιόβη Κούση
Αναστασίας Τοπάλη, Καρδιά Πτολεμαΐδας
[i] Τα περισσότερα στοιχεία για τον βίο της οσίας Σοφίας προέρχονται από το βιβλίο «Σοφία Χοτοκουρίδου. Μια λαϊκή ασκήτρια», Θεσσαλονίκη 22006. Κάποια βασίζονται σε άρθρα διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά και σε χειρόγραφες ή δακτυλόγραφες μαρτυρίες που έχω υπ᾿ όψιν. Τα αποσπάσματα του βίου του οσίου Συμεών παρατίθενται από το βιβλίο Λεοντίου Νεαπόλεως, Ο άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός, Θεσσαλονίκη 1984, που αναδημοσιεύει το κείμενο του Migne (PG 93, 1670-1748).
[1] Α΄ Κορ. 4, 10.
[2] ό.π., 4, 9.
[3] βλ. Φιλ. 3, 20.
[4] Από την εισαγωγή του βιβλίου Λεοντίου Νεαπόλεως, Ο άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 8.
[5] Αντρέι Ταρκόφσκι, Θυσία, Αθήνα 1990, σ. 186.
[6] Βλ. Μον. Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 21993, σσ. 81-85 (γέρο Γεώργιος) και 91-94 (Κώστας ο Καβιώτης), Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορείτικη παράδοση, Μεταμόρφωση Χαλκιδικής 2011, σσ. 99-109 (Κώστας ο Καβιώτης), 254-260 (γέρο Ηρωδίων) και σσ. 406-407 (ανώνυμος Ρώσος) και Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας, Άγιον Όρος το υψηλότερο σημείο της γης, Αθήνα 2000, σσ. 114-117 (γέρο Ηρωδίων).
Πηγή: ahdoni.blogspot.gr/

Ιώβ του πολυάθλου (6 Μαΐου)


Η υπόθεση του βιβλίου της Π. Διαθήκης.
Ο Ιώβ είναι ένας εκλεκτός και πλήρως αφοσιωμένος στον Κύριο άνθρωπος, με αρετή και ευσέβεια, που την επιδοκιμάζει πλήρως και την επαινεί ο ίδιος ο Θεός και τον θεωρεί ως τον πιο εκλεκτό άνθρωπο στη γη. Για τη γνησιότητα όμως της ευσέβειας και της αρετής του Ιώβ αμφιβάλλει απολύτως ό σατανάς, πού προσπαθεί να τον διαβάλει και σ’ αυτόν τον Θεό ως υποκριτή και καθαρά έμπορο της ευσέβειας! Θεωρεί την ευσέβεια του Ιώβ ως ψεύτικη -σαν να μην είναι παντογνώστης ο Θεός και σαν να μη βλέπει τα κρυφά για άλλους μυστικά των καρδιών και φυσικά και τα βάθη της καρδιάς του δούλου Του Ιώβ!- και αποδίδει καθαρά εγωιστικά ελατήρια και κίνητρα για ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων και μόνο στον Ιώβ.
Ο Ιώβ τον εαυτό του αγαπά και όχι το Θεό, πιστεύει ο σατανάς. Αρκεί, για να το αποδείξει αυτό, η αφαίρεση όλων των αγαθών, που του χάρισε και τον προστατεύει ο Θεός!
Ο Θεός, για να ανάδειξη τη γνησιότητα της ευσέβειας του Ιώβ και για να αφήσει να φανεί περίτρανα η πηγαία αφοσίωση του σ’ Αυτόν, επιτρέπει στο σατανά να τον υποβάλει σε πειρασμό, αλλά χωρίς να του πειράξει τη ζωή. Και αυτό έγινε σε δυό φάσεις, αφού μετά την πρώτη φάσηαποδείχτηκε αβάσιμος και ανόητος ο ισχυρισμός του σατανά. Χωρίς καμιά αργοπορία ο διάβολος οργανώνει την πρώτη φάση της καταστροφικής του επιθέσεως εναντίον του Ιώβ και μετά την αποτυχία του στην πρώτη, τη δεύτερη.
Η πρώτη φάση της επιθέσεως του σατανά περιέλαβε δοκιμασίες εις βάρος της περιουσίας του Ιώβ, της οικογένειάς του και του υπηρετικού του προσωπικού. Με απανωτά χτυπήματα χάνει ο Ιώβ από τη μια στιγμή στην άλλη όλα, όσα είχε, από άποψη περιουσίας· χάνει το υπηρετικό του προσωπικό και προ πάντων αφανίζονται με τρόπο τραγικό και τα δέκα παιδιά του καταπλακωμένα κάτω από τα ερείπια του σπιτιού του πρωτότοκου γιου του. Η δοκιμασία αυτή, όσο κι αν ήταν πολύ βαριά, δεν λύγισε τον πιστότατο Ιώβ. Δεν βλασφήμησε το Θεό για τις καταστροφές και τον αφανισμό των παιδιών του, όπως περίμενε ανόητα ο σατανάς. Ο Ιώβ όχι μόνο δεν βλασφήμησε τον άγιο Θεό, άλλα και τον δόξαζε και ευλογούσε το πανάγιο Όνομά Του δεχόμενος με απέραντη εγκαρτέρηση τη δοκιμασία, που του έστειλε ο Θεός. Γιατί αυτό πίστευε, ότι δηλαδή όλα του ερχόταν από το Θεό.
Η δεύτερη φάση του πειρασμού ήταν ακόμη πιό οδυνηρή, γιατί αναφερόταν πια στον ίδιο τον Ιώβ και βιολογικά. Νόμιζε ο σατανάς πως προσβάλλοντας τον ίδιο τον Ιώβ με κάτι πολύ σκληρό και οδυνηρό, θα τον ωθούσε σε βλασφημία κατά του Θεού, γιατί γι’ αυτόν η ευσέβεια και η αρετή δεν ήταν παρά φτηνή εμπορική πράξη, δοσοληψία με βασικό γνώρισμα το δούναι – λαβείν, και τίποτε άλλο, και με κίνητρο το συμφέρον. Με τη δεύτερη άδεια, που πήρε ο σατανάς να δοκιμάσει τον Ιώβ, προσέβαλε ξαφνικά τον Ιώβ με μια τρομερή, όσο και φρικτά αποκρουστική ασθένεια σε όλο του το σώμα, που τον παραμόρφωσε απαίσια και τον έκανε να υποφέρει αφάνταστα πολύ, τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά, επειδή διώχτηκε από την κοινωνία, απομονώθηκε από συγγενείς, φίλους και γνωστούς, περιφρονήθηκε, εγκαταλείφθηκε και τελικά ξεχασμένος από όλους περνούσε την άθλια ζωή του πάνω σε ένα σωρό βρωμερής κοπριάς, ως βαθμίδα έσχατου εξευτελισμού, αυτός ο περίφημος άρχοντας και πρώτος των πρώτων στην κοινωνία, όπου μέχρι πριν από λίγο ζούσε τιμημένος όσο κανένας άλλος!
Ο Ιώβ βέβαια δεν ξέρει τί κρύβεται πίσω από αυτόν το τρομερό σύνολο δοκιμασιών, σωματικών και ψυχικών, που υφίσταται. Ο διάβολος κρύβεται, όπως συνήθως δοκιμάζοντας τη διαβολική χαρά καθώς παρακολουθούσε τη δοκιμασία του εξαίρετου εκείνου ανθρώπου και περιμένοντας ανυπόμονα πότε θα ξεστομίσει τις τρομερές βλαστήμιες εναντίον του Θεού, πράγμα, για το οποίο ήταν αυτή τη φορά βέβαιος, ενώ ο Θεός θα φαινόταν σαν να μην ενδιαφέρεται πια γι’ αυτόν. Αλλά αυτή η άγνοια του Ιώβ για το τι κρύβεται πίσω από τη δοκιμασία του αποτελεί και το μυστικό και τη δύναμη της περαιτέρω εξελίξεως του δράματος, το οποίο ζει ο Ιώβ, και των γεγονότων που ακολουθούν. Γιατί το μεν εξωτερικό περίγραμμα της δοκιμασίας του το είδαμε. Δεν θα μπορούσαμε όμως να ξέρουμε τι συνέβαινε στη ψυχή του Ιώβ και ποιες επιπτώσεις θα είχε για την περαιτέρω πνευματική πορεία του αυτή η απροσδόκητη πληγή, που τον χτύπησε και απ’ έξω και από μέσα, και γύρω του και στα βάθη της υπάρξεώς του.
Αυτό όμως, που αγνοεί ο Ιώβ, το γνωρίζει προκαταβολικά ο αναγνώστης και ενημερωμένος, όπως είναι, μπορεί να παρακολουθήσει με πολύ ενδιαφέρον την εξέλιξη του εσωτερικού δράματος του Ιώβ. Το δράμα δε αυτό κατά την ανέλιξη του, θα παρουσιάσει πλευρές συγκλονιστικές της εσωτερικής καταστάσεως του Ιώβ καθώς και τη διερεύνηση των αιτίων αυτής της δοκιμασίας, που θα μπορούσε να συνοψισθεί στο συγκλονιστικό ερώτημα: Γιατί να υποφέρει ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος από τόσο τρομερές και απερίγραπτα οδυνηρές δοκιμασίες;
Τον Ιώβ επισκέπτονται τρεις επιφανείς φίλοι του, που πληροφορήθηκαν τη δοκιμασία του. Όταν τον είδαν, έμειναν άφωνοι μπρος στο μέγεθος της, για την οποία πενθούν ειλικρινά και μένουν αμίλητοι επί εφτά ήμερες. Στη συνέχεια επιχειρούν να διαγνώσουν τα αίτια αυτής της μεγάλης συμφοράς, που βρήκε το φίλο τους και να του υποδείξουν έτσι τον τρόπο της σωτηρίας του από αυτήν.
Οι φίλοι του Ιώβ με την πεποίθηση, ότι αιτία κάθε συμφοράς μεγάλης είναι κάποια ή κάποιες μεγάλες αμαρτίες, που έχουν διαπραχτεί στο παρελθόν, άμεσο ή απώτερο, προσπαθούν να τον πείσουν να μετανοήσει, γιατί, πιστεύουν πώς αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Ιώβ. Πρόκειται, λένε, για τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες που έχει διαπράξει. Μετανοώντας όμως για όλα θα σωθεί και θα ξαναβρεί την ευτυχία, που έχασε. Δεν καταφέρνουν όμως να πείσουν τον Ιώβ πως έχουν δίκαιο. Το ίδιο δεν καταφέρνει να πείσει τον Ιώβ και ένα τέταρτο πρόσωπο, που εμφανίζεται στη συζήτηση τους, ο Ελιούς, και συμφωνώντας με τους τρεις φίλους του Ιώβ κατακρίνει τον ίδιο για τη στάση του. Ποιά ήταν όμως η στάση του Ιώβ;
Ο Ιώβ αντιτάσσεται στην επιχειρηματολογία των φίλων του σταθερά και αμετακίνητα· υποστηρίζει τήν αθωότητα του, επικαλούμενος τη δικαιοσύνη του Θεού, που και οι φίλοι του ήδη είχαν αναφέρει, αυτοί μεν ως καταδικαστική για τον Ιώβ, ο ίδιος δε ως αθωωτική για τον ίδιο. Η έντονη όμως και μακρά συζήτηση δεν καταλήγει πουθενά, γιατί και οι δυό πλευρές εμμένουν στις απόψεις τους. Γι’ αυτό επεμβαίνει τελικά ο Θεός και δίνει τη λύση. Αποκαθιστά τον Ιώβ, τον καθιστά μεσίτη ανάμεσα στον ίδιο και τους φίλους του, για να τους συγχωρήσει, γιατί αδίκησαν τον Ιώβ, του χαρίζει ξανά την υγεία και τα πλούτη του καθώς και νέα οικογενειακή ευτυχία επί έτη πολλά γαλήνια, αδιατάρακτα και προ παντός ευτυχισμένα. Και ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, περιτριγυρισμένος ο Ιώβ από τα πλήθη των απογόνων του και ζώντας μέσα σε πλούτο ευλογιών της θείας δικαιοσύνης και αγάπης, τελειώνει ειρηνικά τη ζωή του.
Πηγή: +Ιερομ. Ευσεβίου Βίττη, Ο Πολύαθλος Ιώβ, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Το κακό και ο πόνος

Φωτο:plus.google.com
Φωτο:plus.google.com
(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ)

Στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα του Dostoevsky, Οι Αδελφοί Καραμάζοφ, ο Ιβάν προκαλεί τον αδελφό του: «Ας υποθέσουμε ότι δη­μιουργείς το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με τον αντικειμενι­κό σκοπό να κάνεις τους ανθρώπους επί τέλους ευτυχισμένους και να τους δώσεις ειρήνη και ανάπαυση· όμως, για να το κάνεις αυτό είναι ανάγκη να βασανίσεις ένα μόνο μικρούλικο μωρό… και να ιδρύσεις το οικοδόμημά σου πάνω στα δάκρυά του· — θα συμφωνού­σες ν’ αναλάβεις το οικοδόμημα υπ’ αυτό τον όρο;» — «Όχι, δε θα συμφωνούσα», απαντάει ο Alyosha. Και αν εμείς δεν θα συμφωνούσα­με να το κάνουμε, γιατί, λοιπόν, προφανώς το κάνει ο Θεός;
Ο Somerset Maugham μας λέει, ότι, αφότου είχε δει ένα μικρό παιδί ν’ αργοπεθαίνει από μηνιγγίτιδα, δεν μπορούσε πια να πιστέψει σ’ ένα Θεό αγάπης. Άλλοι έπρεπε να δουν ένα σύζυγο, ή μια σύζυ­γο, ένα παιδί ή ένα γονιό να καταρρέουν σε μιαν ολοκληρωτική κα­τάθλιψη: σ’ ολόκληρο το βασίλειο του πόνου ίσως δεν υπάρχει τίπο­τε τόσο τρομερό να δει κανείς, όσο μία ανθρώπινη ύπαρξη με χρόνια μελαγχολία. Ποιά είναι η απάντησή μας; Πώς θα μπορέσουμε να συμβιβάσουμε την πίστη σ’ ένα Θεό αγάπης, που δημιούργησε όλα τα πράγματα και είδε ότι ήταν «καλά λίαν», με την ύπαρξη του πό­νου, της αμαρτίας και του κακού;
Αμέσως πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι δεν είναι δυνατή μια εύ­κολη απάντηση ή ένας φανερός συμβιβασμός. Ο πόνος και το κακό μας αντιμετωπίζουν ασύμμετρα. Η δυστυχία η δική μας και των άλ­λων, είναι μία εμπειρία που πρέπει να ζήσουμε και όχι ένα θεωρητι­κό πρόβλημα που μπορούμε να λύσουμε.
Αν υπάρχει μια εξήγηση είναι σ’ ένα επίπεδο βαθύτερο απ’ τα λόγια. Η δυστυχία δεν μπορεί να «δικαιωθεί»· μπορεί όμως να χρη­σιμοποιηθεί, να γίνει αποδεκτή — και μέσω αυτής της αποδοχής να μεταμορφωθεί. «Το παράδοξο της δυστυχίας και του κακού», λέει ο Nicolas Berdyaev, «λύνεται με την εμπειρία της ευσπλαχνίας και της αγάπης».
Αλλά, ενώ δικαιολογημένα υποπτευόμαστε κάθε εύκολη λύση του «προβλήματος του κακού», μπορούμε να βρούμε στη διήγηση για την πτώση του ανθρώπου που δίνεται στο γ’ κεφάλαιο του βι­βλίου «Γένεση» — άσχετα αν αυτό ερμηνευτεί κυριολεκτικά ή συμβο­λικά — δύο ζωτικά σημεία, που πρέπει να διαβαστούν με προσοχή.
Πρώτον, η αφήγηση στη Γένεση αρχίζει κάνοντας λόγο για τον «όφιν» (Γεν. 3,1), δηλ. το διάβολο — τον πρώτον από τους αγγέλους εκείνους που έφυγαν απ’ το Θεό προς την κόλαση του δικού τους θελήματος. Έγινε διπλή πτώση: πρώτα των αγγέλων και ύστερα του ανθρώπου. Για την Ορθοδοξία η πτώση των αγγέλων δεν είναι γρα­φικό παραμύθι αλλά πνευματική αλήθεια. Πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου, είχε ήδη συμβεί ένας χωρισμός στους δρόμους του νοητικού βασιλείου: μερικοί από τους αγγέλους παρέμειναν σταθεροί υπακούοντας στο Θεό, ενώ άλλοι τον αρνήθηκαν. Σχετικά μ’ αυτό τον «πόλεμον εν τω ουρανώ» (Αποκ. 12,7) έχουμε μόνον απόκρυφες αναφορές μέσα στη Γραφή· δεν μας λέγεται με λεπτομέρειες τι συνέ­βη· και ακόμη λιγότερα ξέρουμε για το τι σχέδια έχει ο Θεός για μια δυνατή συμφιλίωση μέσα στο νοητικό βασίλειο, ή πως (αν όχι καθό­λου) ο διάβολος θα μπορούσε τελικά να σωθεί. Ίσως, όπως υπαινίσσεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιώβ, ο Διάβολος δεν εί­ναι τόσο μαύρος όπως συνήθως τον ζωγραφίζουν. Για μας σ’ αυτό εδώ το στάδιο της γήινης ύπαρξής μας, ο Διάβολος είναι ο εχθρός· ο Διάβολος όμως έχει επίσης μιαν άμεση σχέση με το Θεό, για την οποία δεν ξέρουμε τίποτε και για την οποία δεν είναι σοφό από μέ­ρους μας να φανταζόμαστε.
Παρ’ όλ’ αυτά θάπρεπε να σημειωθούν τρία σημεία που μας αφορούν, στις προσπάθειές μας να καταπιαστούμε με το πρόβλημα του πόνου. Πρώτον, έκτος απ’ το κακό, για το οποίο εμείς οι άνθρω­ποι είμαστε προσωπικά υπεύθυνοι, υπάρχουν στο σύμπαν δυνάμεις με τεράστια ισχύ, που η θέλησή τους είναι στραμμένη στο κακό. Αυτές οι δυνάμεις, αν και μη ανθρώπινες, είναι μολαταύτα προσωπικές. Η ύπαρξη τέτοιων δαιμονικών δυνάμεων δεν είναι μια υπόθεση ή έ­νας μύθος αλλά — για πολλούς από μάς, αλλοίμονο! — ένα ζήτημα άμεσης εμπειρίας. Δεύτερο, η ύπαρξη των εκπτώτων πνευματικών δυνάμεων μάς βοηθάει να καταλάβουμε γιατί, σε κάποιο χρονικό ση­μείο προφανώς πριν απ’ τη δημιουργία του ανθρώπου, θάπρεπε να επικρατούσε στο φυσικό κόσμο αταξία, φθορά και σκληρότητα. Τρί­το, η ανταρσία των αγγέλων αποδεικνύει πολύ καθαρά ότι το κακό προέρχεται όχι από κάτω αλλ’ από πάνω, όχι από την ύλη, αλλ’ από το πνεύμα. Το κακό, όπως έχει ήδη τονιστεί, είναι «τίποτε»· δεν είναι μια υφιστάμενη ύπαρξη ή ουσία, αλλά μια λανθασμένη στάση απέναντι σ’ αυτό που είναι απ’ τη φύση του καλό. Η πηγή του κακού βρίσκεται επομένως στην ελεύθερη θέληση των πνευματι­κών υπάρξεων, που είναι προικισμένες με ηθική εκλογή και που χρησιμοποιούν αυτή τη δύναμη της εκλογής λανθασμένα.
Αυτά σχετικά με το πρώτο σημάδι, τον υπαινιγμό για τον «όφιν». Αλλά (κι’ αυτό ίσως χρησιμέψει σαν δεύτερο σημάδι) η διήγη­ση στη Γένεση διασαφηνίζει ότι, αν και ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή μέσα σ’ ένα κόσμο ήδη φθαρμένο από την πτώση των αγγέλων, ό­μως ταυτόχρονα τίποτα δεν ανάγκασε τον άνθρωπο ν’ αμαρτήσει. Η Εύα ελκύστηκε από τον «όφιν», αλλά ήταν ελεύθερη ν’ αποκρούσει τις προτάσεις του. Το δικό της και του Αδάμ το «προπατορικό αμάρτημα» ήταν μια συνειδητή πράξη ανυπακοής, μία εσκεμμένη απόκρουση της αγάπης του Θεού, μια ελεύθερα διαλεγμένη στροφή από το Θεό στον εαυτό μας (Γεν. 3: 2,3,11).
Στην κατοχή και άσκηση της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου δεν θα βρούμε καθόλου μια πλήρη εξήγηση αλλά τουλάχιστον την αρχή για μιαν απάντηση στο πρόβλημά μας. Γιατί ο Θεός άφησε τους αγγέλους και τον άνθρωπο ν’ αμαρτήσουν; Γιατί ο Θεός επι­τρέπει το κακό και τη δυστυχία; Απαντάμε: Γιατί είναι ένας Θεός αγάπης. Η αγάπη προϋποθέτει μετοχή, και η αγάπη επίσης προϋπο­θέτει ελευθερία. Σαν μια Τριάς αγάπης ο Θεός επιθύμησε να μοιρα­στεί τη ζωή του με δημιουργημένα πρόσωπα, φτιαγμένα κατά την ει­κόνα του, που θα μπορούσαν να του ανταποκριθούν ελεύθερα και εκούσια σε μια σχέση αγάπης. Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, δεν μπο­ρεί να υπάρξει αγάπη. Ο καταναγκασμός αποκλείει την αγάπη· όπως συνήθιζε να λέει ο Paul Evdokimov, ο Θεός μπορεί να κάνει το κάθε τι εκτός από το να μας εξαναγκάσει να τον αγαπάμε. Ο Θεός, επομένως — επιθυμώντας να μοιραστεί την αγάπη του — δεν εδημιούργησε ρομπότ που θα τον υπάκουαν μηχανικά, αλλ’ αγγέλους και ανθρώπινες υπάρξεις προικισμένες μ’ ελεύθερη εκλογή. Και μ’ αυτό, για να θέσουμε το ζήτημα με ανθρωπομορφικό τρόπο, ο Θεός ριψο­κινδύνεψε: γιατί μαζί μ’ αυτό το δώρο της ελευθερίας δόθηκε επίσης και η δυνατότητα της αμαρτίας. Αλλ’ αυτός που δεν ριψοκινδυνεύει, δεν αγαπάει. Δίχως ελευθερία δεν θα υπήρχε αμαρτία. Αλλά δίχως ελευθερία ο άνθρωπος δεν θα ήταν κατ’ εικόνα Θεού· δίχως ελευθε­ρία ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το Θεό με μια σχέση αγάπης.

(Μητροπ. Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ, Ο Ορθόδοξος δρόμος, εκδ. Επτάλοφος, σ. 66-69).
το είδαμε εδώ

Γενικές προϋποθέσεις γιά τή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου Antony Bloom




( † Μητροπ. Αντωνίου Μπλουμ)
Θα ήθελα να πω λίγα λόγια σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης του Ευαγγελίου. Είναι πολύ σημαντικό να τον γνωρίζουμε προκειμένου να καταπιαστούμε με αυτό. Θα ξεκινήσω δείχνοντας πως μπορεί κάποιος να το διαβάσει όταν είναι μόνος του, στο «ταμιείον» του… Είναι αυτονόητο ότι οφείλω να λάβω υπ’ όψιν το γεγονός ότι πολλοί δεν έχουν το Ευαγγέλιο στα χέρια τους, έτσι ώστε, πριν προχωρήσω στο πρώτο σχόλιο, ν’ αναγνώσω το χωρίο στο οποίο αναφέρομαι.

Η πρώτη προϋπόθεση ώστε ν’ αποκομίσουμε πραγματικά οφέλη από μία τακτική μελέτη του Ευαγγελίου είναι φυσικά να υιοθετήσουμε μία στάση τιμιότητας απέναντί του· δηλαδή να το προσεγγίσουμε με ειλικρίνεια και ευθύτητα, όπως ακριβώς επιχειρούμε να μελετήσουμε την οποιαδήποτε επιστήμη· ν’ απαλλαχτούμε από κάθε μεροληπτική κρίση και μόνο αφού έχει «μιλήσει» μέσα μας το αντικείμενο της μελέτης μας, να προ­σπαθήσουμε να κατανοήσουμε το βαθύτερο νόη­μα του λόγου του. Είναι λοιπόν απαραίτητο ν’ ασχοληθούμε με την ανάγνωση του Ευαγγελίου εντελώς αμερόληπτα, κινούμενοι από μία και μόνη επιθυμία:την ανακάλυψη της αλήθειας, την κατα­νόηση των νοημάτων του λόγου και τη διαμόρφω­ση μιας ακέραιης συνείδησης σαν κι αυτή που οφείλουμε να έχουμε όταν καταπιανόμαστε με την οποιαδήποτε επιστημονική δραστηριότητα.

Αν διαβάζουμε το Ευαγγέλιο κατ’ αυτό τον τρόπο, με ειλικρίνεια και εντιμότητα, μ’ ανοιχτό μυαλό, χωρίς καμία προκατάληψη, θα φτάσουμε αναπόφευκτα και σε χωρία που θα ξυπνήσουν διάφορες αντιδράσεις στη ψυχή μας. Κάποια σημεία του κειμένου παραμένουν ακατανόητα, σαν να είναι ξένα για μας, μπορούμε να τα κατα­γράψουμε και να τα προσπεράσουμε, συνεχίζο­ντας την ανάγνωση και περιμένοντας τη στιγμή που θα έχουμε ωριμάσει αρκετά, ώστε να διεισδύσουμε καλύτερα στο νόημά τους. Άλλα χωρία είναι δυνατόν να μας δυσαρεστήσουν («Δεν συμ­φωνώ με τούτο το χωρίο, δεν μπορώ να το απο­δεχτώ …»). Μπορεί επίσης να ανακαλύψουμε ότι το Ευαγγέλιο κι ο ίδιος μας ο εαυτός δεν συμφω­νούν πραγματικά. Θα υπάρξουν όμως και ορι­σμένες περικοπές που θ’ αντηχήσουν χωρίς δυσκολία σ’ όλη μας την καρδιά, σ’ όλη μας τη ψυχή, θα υπάρξουν χωρία που θα συγκλονίσουν τον εσωτερικό μας κόσμο, θα μας φανούν τόσο όμορφα, τόσο γεμάτα με νόημα, που θα θέλαμε να φωνάξουμε: Ως «θαυμαστός… ο Κύριος»! Αυτά τα χωρία σημαίνουν ότι ενωνόμαστε με τον Θεό, ότι η προσεκτική μελέτη μάς οδηγεί στα βάθη του Θεού, στη γνώση της ιδίας της ύπαρξής Του, στη διάκριση της φύσης των σκέψεών Του, των συναι­σθημάτων Του, των δεσμών Του μαζί μας.

Τότε λοιπόν ανακαλύπτουμε μέσα μας ένα βάθος για την ύπαρξη του οποίου ήμασταν εντελώς ανυποψίαστοι. Σ’ αυτό το βάθος ο Θεός και εμείς γινόμαστε ένα, κατανοούμε, αγαπάμε, βρισκόμαστε σε αρμονία ο ένας με τον άλλο. Κι όταν συμβαίνει αυτό, ανοιγόμαστε προς τους εαυτούς μας μ’ έναν εντελώς πρωτόγνωρο τρόπο, και αρχίζουμε να γνωρίζουμε και να κατανοούμε τον Θεό. Αυτή είναι η πρώτη προϋπόθεση για την ανάγνωση του Ευαγγελίου: να είμαστε έτοιμοι να λειτουργήσουμε χωρίς φόβο, με απόλυτη τιμιότητα και ανοιχτό μυαλό για ό,τι θα συμβεί, για ό,τι θα συνειδητοποιήσουμε, γι’ αυτό που θα πλημμυρίσει τη ψυχή μας με χαρά και ενθουσιασμό, και που θα μας εμπνεύσει τη θεωρία του κάλλους, κι ακόμη περισσότερο, την έμπρακτη εφαρμογή όσων ανακαλύψαμε εν τω Θεώ και εν ημίν μέσα από το Ευαγγέλιο.

Για ν’ αποκομίσουμε κάποιο όφελος από τη μελέτη του Ευαγγελίου, πρέπει να δείξουμε συνέπεια και επιμονή. Όποιος, αφού διάβασε μια περικοπή, αποφανθεί «αυτό το κείμενο δεν μου λέει τίποτε, κατά βάθος δεν μ’ ακούμπησε, δεν άξιζε τον κόπο η μελέτη», εκείνος δεν θα φτάσει ποτέ στο σημείο, ώστε οι λόγοι που ανάβλυσαν από την καρδιά του Θεού να εναρμονιστούν με τη δική του καρδιά.

Όπως είπα στην αρχή, πρέπει να είμαστε προ­ετοιμασμένοι ότι θα πέσουμε και σε χωρία που θα μας φαίνονται ολότελα απόμακρα· άλλα θα μας χτυπήσουν και θα πονέσουμε, ενώ μόνο ένας μικρός αριθμός θα αγγίξει το βάθος του είναι μας. Αν όμως επιμείνουμε στη μελέτη μας, αν στοχα­στούμε έντονα τους λόγους των οποίων γίναμε αποδέκτες, θα καλλιεργήσουμε σιγά-σιγά τη ψυχή μας, θα την προετοιμάσουμε για μία νέα κατανόηση. Μια παραβολή του Ευαγγελίου μάς λέει ότι, όταν ο σποριάς ρίξει το σπόρο του στη γη, ένα μέρος πέφτει στο δρόμο, ένα άλλο μέσα στ’ αγκάθια, ένα ακόμη σε πετρώδες έδαφος και τέλος ένα πέφτει στη γη την αγαθή που έχει τη δυνατότητα να δώσει καρπό. Κάθε μέρα, ο καθέ­νας μας συμβαίνει να μοιάζει με το ένα ή το άλλο, μ’ ένα πετρώδες μονοπάτι, ή με γη αγαθή έτοιμη να δεχτεί τον σπόρο διά του Ευαγγελίου. Και μπορεί σήμερα η μελέτη μας ν’ αποβεί άκαρπη. Αν όμως επιμείνουμε σ’ αυτή, μολονότι είναι αφηρημένη και απρόσεκτη και εμείς δεν επιτρέπουμε να μας διαπεράσει, τότε θα την επαναλάβουμε αύριο, και ξανά την επόμενη μέρα: θα φτάσει η στιγμή που ξαφνικά θα φανεί ότι στην πραγματι­κότητα ο σπόρος έχει πέσει σε τέτοιο βάθος που μας εμποδίζει να παρατηρήσουμε το φύτρωμά του. Και μόνο ύστερα από κάποιο χρονικό διά­στημα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που μας φαινόταν μακρινό κι ακατανόητο, έχει απότομα αρχίσει ν’ αυξάνει, το λιβάδι πρασινίζει, η σοδιά μεγαλώνει. Κι αυτό είναι το πρώτο σημείο.

Στη συνέχεια, καλούμαστε να διαποτιστούμε από το νόημα του Ευαγγελίου, δηλαδή να βεβαι­ωθούμε ότι διαβάζοντάς το, κατανοούμε ορθά το γραφόμενο. Αν μια περικοπή μάς φαίνεται ακατανόητη, γιατί υπάρχουν λέξεις ξένες ή παρωχημένες για μας, οφείλουμε να καταβάλουμε προ­σπάθεια για να συλλάβουμε το νόημά της, να καταφύγουμε σ’ ένα λεξικό ή να ζητήσουμε τη βοήθεια κάποιου. Η ουσία είναι να ορίσουμε ορθά τη σημασία τους, γιατί στον βαθμό που θα τις κατανοήσουμε σε βάθος, θ’ αγγίξουν το εσωτερικό της ύπαρξής μας, αλλιώς θα παραμείνουν στην επιφάνεια.

Τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου επιβάλλεται για όλους. Το καλύτερο είναι να το διαβά­ζουμε το πρωί, όταν οι σκέψεις δεν έχουν ακόμη σκορπίσει. Για να γίνει όμως αυτό, δεν αρκεί να πάρουμε το βιβλίο, να καθίσουμε, και να περιμένουμε να ξεκινήσουμε. Πρέπει να σταθούμε ενώ­πιον του Θεού και να πούμε: «Κύριε, τώρα πρό­κειται να διαβάσω το Ευαγγέλιο, όπου εξιστορείται η ζωή του Κυρίου μας και Σωτήρα Ιησού Χριστού. Καθένας από τους λόγους Του είναι λόγος αιώνιος, λόγος που απευθύνεται σε μένα προσωπικά. Ευλόγησέ με, βοήθησέ με να ελευθερώσω τον νου μου, ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Βοήθησέ με να μη φοβάμαι, καθώς οπωσδήποτε θα συναντήσω περικοπές που θα με “υποχρεώσουν” ν’ αλλάξω τη ζωή μου, ν’ αλλάξω τη συμπε­ριφορά μου προς τους ανθρώπους ή και προς τον ίδιο μου τον εαυτό, και τούτες οι αλλαγές με τρομάζουν. Βοήθησέ με να γίνω γενναίος, τολμηρός και συνάμα συνετός…».

Τέλος είναι αυτονόητο ότι το Ευαγγέλιο πρέ­πει να διαβάζεται χωρίς βιασύνη. Ένα καλό βιβλίο διαβάζεται με αργό ρυθμό. Όταν έρχεται ένας φίλος, τον ακούμε με προσοχή, χωρίς να ευχόμαστε να τελειώνει σύντομα όσα έχει να μας πει, ώστε να σηκωθεί να φύγει. Με τον ίδιο τρό­πο οφείλουμε να φερόμαστε προς τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, που τούτη τη στιγμή στέκεται μπροστά μας, μάς απευθύνει προσωπικά το λόγο, μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις και τα συναισθήματά Του. Μας προσκαλεί σε μία νέα ζωή, τη ζωή που αυτός γεύεται. Είναι η αιώνια ζωή, ήδη δεδομένη σήμερα στον χρόνο και τον χώρο. Να διαβάζουμε λοιπόν χωρίς πίεση. Μικρή σημασία έχει αν θα διαβάσουμε ένα εκτενές ή ένα σύντομο απόσπασμα, ή αν θα μας πάρει πολύ ή λίγο χρόνο. Ας συλλογιστούμε πόσο αργά δια­βάζουμε, όταν η ανάγνωση ενός βιβλίου ποίησης μάς έχει συναρπάσει, τονίζοντας την κάθε λέξη και με πόση προσοχή αφουγκραζόμαστε το μέτρο και την ηχώ των στίχων! Με τον ίδιο τρόπο αρμόζει να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο. Μιλάει ο Θεός· θα φτάναμε ποτέ στο σημείο να Του πούμε: «Τελείωνε, έχω και άλλα πράγματα να κάνω»; Όχι, πρέπει να μείνουμε με τον Θεό.

Και πριν ν’ απομακρυνθούμε, πριν να επιστρέψουμε στις καθημερινές ασχολίες μας, ας κάνου­με μία παύση, ας σταματήσουμε να διαβάζουμε ή να σκεπτόμαστε οτιδήποτε, κι ας καθίσουμε σιωπηλοί. Ας παραμείνουμε στη σιωπή για πέντε λεπτά τουλάχιστον, ας παραδοθούμε στην ησυχία που απλώνεται στο δωμάτιο, και που ίσως κατα­λαμβάνει το νου και τη ψυχή μας. Και μετά, ας σηκωθούμε και ας πούμε: «Κύριε, ευλόγησε την είσοδό μου σε τούτη την καινούργια μέρα. Απλώνεται μπροστά μου, ανείδωτη, σαν μια χιο­νισμένη πεδιάδα. Αξίωσέ με ν’ αναζητήσω την τύχη μου σ’ αυτή και να μην αφήσω εκεί ίχνη πονηρά και ανάξια για Σένα και για μένα. Ευλόγησέ με· όλη τη νύχτα κοιμήθηκα σαν να ήμουν νεκρός, και τώρα ανασταίνομαι πάλι κι αρχίζω μια καινούρια ζωή…».

Μ’ αυτούς τους λόγους να πορεύεσαι στη ζωή.

Θυμάμαι ποιός ήταν ο αντίχτυπος που είχε για μένα το Ευαγγέλιο όταν το διάβασα για πρώτη φορά, και ποιούς καρπούς έδωσε στη ψυχή μου. Ασφαλώς δεν έζησα τη ζωή μου σε ύψος αντίστοιχο με τους λόγους του Ευαγγελίου, το γεγο­νός αυτό όμως δεν εμπόδισε ν’ αποτελεί για μένα πηγή έμπνευσης και αγαλλίασης. Το θεωρώ μάλιστα ως το άριστο, το πλέον αξιόλογο και θαυμάσιο απ’ όλα τα βιβλία που μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω στη ζωή μου.

(Antony Bloom, Συνάντηση με τον ζωντανό Θεό, εκδ. Εν πλω, σ. 16-25)

πηγή

Ό ταπεινός ποτέ δεν πέφτει. Άπό πού νά πέσει, άφού βρίσκεται κάτω άπό όλους;

Τζόναθαν Τζάκσον (Ηθοποιός): “Πώς έγινα Ορθόδοξος”

Ὁ Πρύτανις τῶν ἠλιθίων +Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης



Λένε, ὅτι ὁ βασιλιὰς τῆς Γαλλίας Κάρολος Θ΄ (1560-1574) εἶχε ἕνα γελωτοποιό, ποὺ κάθε ἡµέρα ἔλεγε καὶ ἔκανε τόσα «χαζά» ἀστεῖα, ὥστε ὁ βασιλιὰς καὶ οἱ αὐλικοὶ του ξεκαρδίζονταν στά γέλια διασκεδάζοντας µὲ τὴν «χαζοµάρα» του, χωρὶς νά σκέπτονται, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πού ξέρει καὶ κάνει κάθε ἡµέρα καινούργια «χαζά» ἀστεῖα, δέν µπορεῖ νά εἶναι τόσο χαζός, ὅσο φαίνεται. Ἐνθουσιασµένος λοιπὸν ἀπὸ τὰ «χαζά» του ἀστεῖα ὁ βασιλιάς τοῦ ἀπένειµε τίτλο εὐγενείας! Τὸν ὀνόµασε «πρύτανη τῶν ἠλιθίων».

Τοῦ ἔδωκε µάλιστα καὶ σὰν διάσηµο ἕνα εἰδικὸ σκῆπτρο! Καὶ τοῦ εἶπε: Σὲ ἀναγορεύω «πρύτανη τῶν ἠλιθίων». Καὶ σὰν σύµβολο τοῦ τίτλου σου, ποὺ τὸν ἀπέκτησες ἐπάξια µὲ τὶς τόσες χαζοµάρες σου, σοῦ δίνω καὶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο. Κράτησέ το. Σοῦ ἀνήκει δικαιωµατικά. Μὰ ἂν βρῆς ἄλλον ἄνθρωπο πιὸ χαζὸ ἀπὸ σένα, τοῦ τὸ δίνεις!

Ἐπέρασε καιρὸς ἀπό τότε. Καὶ νά, ὁ βασιλιὰς εἶναι βαριὰ ἄρρωστος. Πεθαίνει. Κοντὰ του εἶναι διάφοροι ἀξιωµατοῦχοι του. Καὶ ὁ «πρύτανις τῶν ἠλιθίων». 

Καὶ ἀρχίζει ὁ διάλογος:

-Τὶ κάνεις, Μεγαλειότατε;

-Φεύγω, ἀγαπητὲ «πρύτανη»!

-Για ποῦ, βασιλιά µου;

-Δέν ξέρω γιά ποῦ! Μὰ γιά πολὺ µακρυά!...

-Καὶ πότε ἀναχωρεῖς;

-Δέν ξέρω πότε ἀκριβῶς!

-Καὶ πότε θὰ γυρίσεις;

-Ποτὲ πιά! Θὰ µείνω ἐκεῖ γιά πάντα!...

-Καὶ τὶ θὰ βρῆς, ἐκεῖ;

-Δέν ξέρω! Τίποτε!

-Τουλάχιστον εἰδοποίησες; Σὲ περιµένουν ἐκεῖ φίλοι;

-Ὄχι, κανένας!...

-Ἔκαµες τουλάχιστον τίς ἀπαραίτητες προετοιµασίες καὶ προµήθειες γιά ἕνα τέτοιο ταξίδι;

-Ὄχι. Τίποτε!...

Ἔξυσε τὸ κεφάλι του ὁ γελωτοποιὸς καὶ εἶπε:
-Τότε, βασιλιά µου, νά µοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ δώσω τὸ σκῆπτρο τοῦ «πρύτανη τῶν ἠλιθίων»! 
Σοῦ ἀνήκει.
 Δικαιωµατικά.
 Ἐγὼ δέν θὰ ἔκανα ποτέ τέτοια χαζοµάρα.
 Εἶσαι πιὸ χαζὸς ἀπὸ µένα.
 Εἶσαι ὁ πιὸ χαζὸς ἄνθρωπος πού ἔχω συναντήσει στήν ζωή µου!
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...