Συχνά οι άνθρωποι αναρωτιόμαστε πώς ο Θεός μας πλησιάζει. Όταν συνειδητο- ποιούμε την απόσταση που χωρίζει τη γη από τον ουρανό, καταλαβαίνουμε ότι το χάσμα μόνο η αγάπη του Θεού μπορεί να το γεφυρώσει. Θέλουμε το Θεό να είναι Πατέρας μας. Και ζητούμε έναν πατέρα ο Οποίος δεν θα ανοίγει απλώς την αγκαλιά Του, αλλά θα ικανοποιεί τα θελήματά μας, στις λίγες στιγμές της ζωής μας στις οποίες Τον χρειαζόμαστε, διότι θεωρούμε ότι όταν δεν υπάρχουν προβλήματα και δυσκολίες, τότε μπορούμε και μόνοι μας να τα καταφέρουμε. Έτσι, συνήθως ζητούμε από τον Θεό. Στρεφόμαστε προς τον ουρανό και θέλουμε να γεφυρώσουμε την απόσταση με την προσευχή. Και ζητούμε την άμεση απάντηση από την πλευρά του. Κι όταν αυτή δεν έρθει, τότε απογοητευόμαστε και θεωρούμε ότι ο Θεός μάς ξέχασε.
Όμως ο Θεός είναι παρών στη ζωή μας με τις εντολές, τον νόμο και τον λόγο Του, όπως και την δυνατότητα να μελετούμε την παρακαταθήκη την οποία μας έχει αφήσει μέσα από την Αγία Γραφή, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, όπως τα ιερά κείμενα διασώζονται στην Εκκλησία και την καθημερινή ζωή και λατρεία της. Δεν είμαστε έτοιμοι να ζητήσουμε αμεσότητα απάντησης στα ερωτήματα-αιτήματά μας προς το Θεό. Κι αυτό διότι μάς χωρίζει η αμαρτία, η οποία στήνει το μεσότοιχον του φραγμού μεταξύ μας και μεταξύ Του. Αυτό που ο Χριστός διέλυσε με την ενανθρώπησή Του, με την σταύρωση και την ανάστασή Του, εμείς το ξαναστήνουμε με την εγωκεντρική απαίτησή μας ο Θεός να εκπληρώνει αυτό που ζητούμε, χωρίς εμείς να είμαστε σε θέση να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας για να δεχθούμε τη χάρη Του. Έτσι έχουμε γνώμη για όλα. Πιστεύουμε ότι δικαιούμαστε αυτό που επιθυμούμε, διότι έχουμε γνώση Ποιος είναι ο Θεός. Κι ενώ έχουμε παραδώσει τον εαυτό μας σε άλλες αγάπες, εντούτοις περιμένουμε από τον Θεό να εκπληρώσει κάθε βουλή μας.
Αυτό ήθελε και η Σαμαρείτιδα γυναίκα όταν συνάντησε τον Χριστό στο φρέαρ του Ιακώβ. Πορεύτηκε προς Αυτόν με την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που είχε άντλημα για να πάρει νερό, που ήξερε τη διδασκαλία του λαού του, που έβλεπε τα πράγματα κατ’ όψιν. Και γι’ αυτό θέτει στον Χριστό το ερώτημα: «Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστὶ βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων;» (Ιωάν. 4,11), όταν ο Χριστός της υπόσχεται ότι θα της δώσει το νερό που δίνει ζωή. «Κύριε, δεν έχεις δοχείο για να αντλήσεις νερό, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού θα πάρεις το νερό που δίνει ζωή;», σπεύδει να Τον ρωτήσει. Την ίδια στιγμή η Σαμαρείτιδα εκφράζει τον άνθρωπο που θα ήθελε να βρει απαντήσεις στη ζωή του, έναν άνθρωπο ανήσυχο, που δεν μπορεί να καλύψει το υπαρξιακό του κενό μέσα από τις σχέσεις με τους άλλους, αλλά που δεν βλέπει τον Θεό να του μιλά, για να του δώσει την κατεύθυνση που επιθυμεί. Κι όμως, ο Χριστός θα τη δεχτεί και θα της δώσει απαντήσεις που θα ανανοηματοδοτήσουν τη ζωή της.
Αναφερόμενος στο πηγάδι του Ιακώβ, ένας σπουδαίος πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέει τα εξής: «Το πηγάδι του Ιακώβ είναι η Γραφή. Το νερό είναι η θεία γνώση που περιέχει η Γραφή. Το βάθος είναι το δυσκολοπλησίαστο νόημα των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, γιατί Λόγος είναι ο Ίδιος και δεν παρέχει σ’ όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους άξιους τη σοφία που πηγάζει από την πνευματική χάρη και που ρέει αστείρευτα και ασταμάτητα. Γιατί το δοχείο της αντλήσεως, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον που με κανένα λόγο δεν πιάνεται . ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο- και μάλιστα χωρίς μελέτη- της δυνατής για ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει ανάλογα με τις ανάγκες».
Τα λόγια αυτά μάς δείχνουν τουλάχιστον τρεις μεγάλες αλήθειες: ότι ο Θεός μιλά στους ανθρώπους μέσω του λόγου Του, μόνο που ο λόγος αυτός δεν μπορεί να προσεγγισθεί και να ερμηνευθεί μέσα από την δύναμη του νου μας, ακόμη κι αν είμαστε πρόθυμοι να σπουδάσουμε και να μελετήσουμε και να μάθουμε ό,τι έχει γραφτεί και ειπωθεί, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την άρνηση της γνώσης και της μάθησης. Ο Χριστός μάς δείχνει το πεπερασμένο της νόησής μας και μας προτείνει να είμαστε ταπεινοί, όταν θέλουμε να βρούμε απαντήσεις για το Ποιο είναι το θέλημα του Θεού στη ζωή μας, τόσο γενικά, όσο και ειδικότερα για τον καθέναν μας.
Η δεύτερη αλήθεια έγκειται στο ότι την ερμηνεία όχι μόνο των λόγων της Γραφής, αλλά και των περιστάσεων της ζωής μας τη δίνει ο Ίδιος ο Κύριος. Άρα, η κοινωνία μαζί Του αποτελεί τον ασφαλέστερο δρόμο για να φανούν οι πτυχές του θελήματός Του. Και η κοινωνία επιτυγχάνεται στη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί διαχέεται εν Αγίω Πνεύματι η χάρη του Θεού, η οποία φωτίζει, αλλά και βοηθά να υπομένουμε, να μην νικιόμαστε από τα εύκολα και βεβαίως ανθρώπινα «γιατί;», τα οποία κλονίζουν την καρδιά μας, ενώ μάς δίνει την δυνατότητα να προβληματιζόμαστε και να χαιρόμαστε την έλλαμψη του φωτός της Θεογνωσίας, αφού διανοίγει τους οφθαλμούς της διανοίας μας (ευχή προ της αναγνώσεως του Ευαγγελίου στην Θεία Λειτουργία). Στη ζωή της Εκκλησίας καθημερινά διαβάζουμε τον λόγο του Θεού. Και συνδυάζουμε την ανάγνωση με την προσευχή και την εκζήτηση της χάριτος, για να μπορέσουμε να ακούσουμε εντός μας την φωνή του Λόγου.
Η τρίτη αλήθεια έγκειται στο ότι η σοφία δίδεται ανάλογα με τις ανάγκες της ζωής. Στην απαίτηση του «εδώ και τώρα», ο Θεός μιλά στον άνθρωπο και δίδει τις απαντήσεις ανάλογα με τις πραγματικές του ανάγκες. Οι άνθρωποι νομίζουμε ότι ο Θεός πρέπει να μας δώσει αυτό που θέλουμε, ακόμη και στην οδό της γνώσης και κατανόησης, όταν εμείς το ζητούμε. Όμως Εκείνος βλέπει το αληθινό συμφέρον μας, όπως επίσης και γνωρίζει να αγαπά, διότι είναι η Αγάπη, και μας δίδει τον φωτισμό, όταν υπάρχει λόγος. Δεν είναι ο νους μας και το θέλημά μας που κατευθύνουν το Θεό, αλλά η δική Του αγάπη. Γι’ αυτό χρειάζεται πίστη, δηλαδή εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον και όσα χρειάζεται θα μας αποκαλυφθούν. Τα υπόλοιπα είναι το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, το οποίο θα βιώσουμε ως επαγγελία και πληρότητα γνώσης και σοφίας.
Η αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα έζησε αυτές τις τρεις αλήθειες. Και την ταπεινή προσέγγιση της γνώσης και την κοινωνία με τον Χριστό και την πίστη σ’ Αυτόν. Αξιώθηκε να γίνει ισαπόστολος και άμεσα στους συντοπίτες της και στην συνέχεια της ζωής της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και τιμούμε, ως παράδειγμα για όλους εμάς, ιδιαιτέρως σε μία εποχή, η οποία απαιτεί με εγωισμό απαντήσεις, έχει κριτήριο της αλήθειας τον νου και το θέλημά μας και αρνείται να εμπιστευθεί τον Χριστό. Ο δικός της δρόμος, ο οποίος μοιάζει μέχρι την συνάντηση με τον Χριστό, με τον δικό μας, ας γίνει η ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο που βλέπουμε την ζωή μας και να αναζητήσουμε την όντως Ζωή και Κοινωνία, τον Αναστημένο Κύριό μας, μελετώντας την Γραφή στην Εκκλησία, αλλά, κυρίως, εμπιστευόμενοι την σχέση μαζί Του.